1. ΚΟΝΣΤΡΟΥΚΤΙΒΙΣΤΕΣ: ΑΝΑΡΧΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Στα κεφάλαια που προηγήθηκαν έγιναν συχνές αναφορές στο ρεύμα σκέψης των κονστρουκτιβιστών. Γι αυτό είναι ίσως σκόπιμο να παρατεθούν μερικές ακόμη πληροφορίες. Στον βαθμό που η διεθνής ολοκλήρωση αναφέρεται στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος που θα αντικαταστήσει το υπάρχον κατακερματισμένο σε έθνη-κράτη διεθνές σύστημα, είναι ίσως σκόπιμο να περιγράψουμε με συντομία ορισμένες τάσεις που συνήθως κατατάσσονται στην κατηγορία των κονστρουκτιβιστών. Εάν προσπαθούσαμε να περιγράψουμε τους κονστρουκτιβιστές, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι εκείνη η ομάδα αναλυτών οι οποίοι εισάγουν ιδέες και θεωρητικές προσεγγίσεις οι οποίες υποστηρίζουν την αλλαγή του υπάρχοντος συστήματος προς την κατεύθυνση εξεύρεσης και προώθησης διεθνών νορμών («norms»), κανόνων, προτύπων και εννοιών οι οποίες δημιουργούν τις προϋποθέσεις παγκόσμιας ειρήνης και ένα παγκόσμιο «σύστημα ειρήνης»1 στο πλαίσιο μιας «παγκόσμιας κοινωνίας»2 ή μιας «κοινωνίας των πολιτών του κόσμου»3. Τρία βασικά χαρακτηριστικά όλων των ρευμάτων των κονστρουκτιβιστών είναι τα εξής: Πρώτον, η τάση να εισαχθούν κοινωνιολογία, πολιτική φιλοσοφία και πολιτισμική4 ανάλυση στη διεθνολογία, η οποία δεν είναι νέα. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί πως, εάν έχουν σημειωθεί ουσιαστικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, οι πρώτοι διδάξαντες είναι ο Raymond Aron5, o Stanley Hoffmann6 και αναλυτές όπως ο Martin Wight7 και 1 Βλ. Mearsheimer J., «The False Promise of International Institutions», International Security, vol. 19, no. 3, Winter 1994-95, σελ. 37. 2 Η σημειολογία των λέξεων «παγκόσμια» και «διεθνής» στη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων δεν είναι ουδέτερη. Η πρώτη έννοια υπονοεί την απουσία εθνικών κανονιστικών δομών και καταγράφει τη γη ως «χώρο» του οποίου η διακρατική οργάνωση είτε δεν πρέπει να υπάρχει είτε πρέπει, εν μέρει ή εν όλω, να αντικατασταθεί από παγκόσμιες κανονιστικές ρυθμίσεις. Αντίθετα, ο όρος «διεθνής» («διεθνής κοινωνία», «διεθνείς σχέσεις», «διεθνές δίκαιο») αναφέρεται, πρωτίστως, στο διακρατικό σύστημα και στις συναλλαγές μεταξύ των κανονιστικών συστημάτων (εάν όχι, πρωτίστως, μεταξύ των κυβερνήσεων). 3 Με αυτό τον όρο αποδίδω τον όρο «civil society» ως προς το διεθνές σύστημα. 4 Η ανάλυση αυτή συμπεριλαμβάνει εξέταση πτυχών όπως η παιδική δουλεία, η διάκριση των φύλων και η παιδική εργασία. Ακόμη, αναζητείται απάντηση για το κατά πόσο η νέοι θεσμοί στην Ιαπωνία και στη Γερμανία άλλαξαν τις κοινωνικές αξίες και τις προσωπικές επιλογές των πολιτών των χωρών αυτών. Για παράδειγμα, ο Peter Katzenstein διερεύνησε το κατά πόσο είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για την πατρίδα τους. Το συμπέρασμα είναι ότι οι νοοτροπίες και οι στάσεις δείχνουν, κατά τους αναλυτές, πως η διάθεση αυτοθυσίας για την πατρίδα έχει περιοριστεί. Βλ. Katzenstein Peter, Cultural Norms and National Security: Police and Military in Post-War Japan (Cornell University Prss, Ithaca, 1996). Για ανάλυση σε αναφορά με πολιτισμικά θέματα και θέματα παιδείας, εργασιακών σχέσεων και επιστήμης βλ. Thomas G., Meyer G., Ramirez F., Boli J., Institutional Structure: Constituting State, Society and Individual (Sage, Calif., 1987). Επίσης Meyer G., Boli J., Thomas G., Ramirez F., «World Society and the Nation-State», American Journal of Sociology, vol. 103, 1997. 5 Βλ. κυρίως το μεγάλο του έργο Aron Raymond, Paix et Guerre Entre les Nations (Calmann-Levy, Paris, 1962, 1984).
o Hedley Bull8 οι οποίοι και θεωρούνται θεμελιωτές της Βρετανικής Σχολής9 περί Διεθνούς Κοινωνίας10. Έστω και αν το παραδοσιακό παράδειγμα δεν κατέστη πλήρως αποδεκτό, δεν αμφισβητήθηκε ως προς τις βασικές του υποθέσεις. Δεύτερον, η τάση να αναζητούνται διεθνείς νόρμες ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς που παρακάμπτουν τη διεθνή ετερότητα και δημιουργούν μια νέα αποκεντρωμένη διεθνή δομή. Αντίθετα, σε πολλά «κριτικά» κείμενα, το θεμελιώδες ζήτημα της διεθνούς ετερότητας υποβαθμίζεται ή συνειδητά και σκόπιμα παρακάμπτεται εντελώς11. Τρίτον, πολλοί αναλυτές της νεότερης γενιάς (δεκαετίες του 1990 και 1980), ιδιαίτερα Βρετανοί, των οποίων τα κείμενα δείχνουν να έχουν επηρεαστεί βαθύτατα από τους Martin Wight και Hedley Bull12, ενίοτε κατατείνουν προς μια ακραία κριτική ανάλυση, η 6 Βλ. Hoffmann Stanley, «Theory and Method: Prospects and Problems, Theory of International Relations» στο Rοsenau James (ed.), International Politics and Foreign Policy, a Reader and Research and Theory (The Free Press, NY, 1969). 7 Βλ. Wight Martin, Διεθνής Θεωρία, ό.π. Το έργο αυτό είναι το πληρέστερο. Ο Wight όμως επί σειρά ετών δημοσίευε έργα του και δίδασκε, ενώ αρκετά στελέχη της Βρετανικής Σχολής διετέλεσαν μαθητές του. 8 Το σημαντικότερο και ωριμότερο κείμενο σε αυτό το πλαίσιο είναι το Bull Hedley The Anarchical Society: A study of Order in World Politics (Columbia Univ. Press, NY, 1977). Βλ. επίσης Bull Hedley, «The Case for a Classical Approach», World Politics, vol. 18, 1965-66. 9 Για τη Βρετανική Σχολή η αναρχία, δηλαδή το σύστημα που στηρίζεται στην κρατική κυριαρχία, δεν παύει να ισχύει. Όμως σταδιακά οικοδομούνται στοιχεία κοινωνικής συμπεριφοράς («socially constructed») τα οποία μετριάζουν τον διακρατικό ανταγωνισμό. Αυτή η οικοδόμηση «κοινωνικών σχέσεων» μεταξύ των κρατών δεν έχει υπερεθνικές επιδιώξεις, αλλά αντίθετα αποβλέπει στην ενίσχυση της κυριαρχίας. Σημειώνεται, πάντως, πως υπάρχουν πολλές αποχρώσεις της Βρετανικής Σχολής και πως πολλοί νεότεροι Άγγλοι διεθνολόγοι που την επικαλούνται ελάχιστα στοιχεία διατηρούν από τη βασική ανάλυση του Martin Wight και του Hedley Bull. Για ανάλυση των βασικών θέσεων της Βρετανικής Σχολής και των διαφόρων αποχρώσεών της βλ Wight Martin, Διεθνής Θεωρία, Τα Τρία Ρεύματα Σκέψης (Ποιότητα, Αθήνα, 1998), ιδ. σελ. 7. Επίσης Bull Hedley, The Anarchical Society: A Study of Order in World Politics (Columbia Univ. Press, NY, 1977). Επίσης, Buzan Barry, «From International Realism to International Society: Structural Realism and Regime Theory Meet the English School», International Organization, vol. 47, no. 3, Summer 1993. Επίσης, Bull H., Watson A., The Evolution of International Society (London, Routledge, 1992). Επίσης, Wendt Alexander, «Constructing International Politics», International Security, vol. 20, no. 1, Summer 1995. 10 Για ακόμη ένα λόγο, αναλυτές-ταγοί του πολιτικού ρεαλισμού, όπως οι E.H.Carr και Hans Morgenthau, χρησιμοποιούν τον όρο Διεθνής Κοινωνία, για να περιγράψουν τις τάσεις ανάδειξης των αρχών του διεθνούς δικαίου και άλλων κανονιστικών ρυθμίσεων ως βάση διακρατικής επικοινωνίας και προσεγγίσεων επίλυσης διαφορών με σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας και του ελέγχου του αναθεωρητισμού. 11 Υπάρχει πληθώρα κειμένων που προσεγγίζουν το θέμα από αυτή την οπτική γωνία. Ενδεικτικά βλ. Shapiro Michael, «The Events of Discourse and the Ethics of Global Hospitality», Millenium: Journal of International Studies, vol. 27, no. 3, 1998. 12 O Hedley Bull στο καταληκτικό κεφάλαιο του έργου του Anarchical Society (ό.π., σελ. 318-20), ενώ υποστηρίζει πως υπάρχει μια διαχρονική οικοδόμηση κανόνων οι οποίοι ενδεχομένως οδηγούν προς μια πιο ειρηνική «διεθνή κοινωνία» (με την έννοια της «κοινωνίας κρατών») πιστεύει ότι δεν υπάρχει
οποία τους απομακρύνει σχεδόν πλήρως από τις βασικές προσεγγίσεις των δύο μεγάλων Άγγλων διεθνολόγων. Οι κονστρουκτιβιστές, σε αντίθεση με τους αναλυτές που υποστηρίζουν την ανάπτυξη ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, αποσκοπούν στη δημιουργία ενός παντελώς νέου κόσμου στον οποίο ο πόλεμος θα είναι ιδεολογικά-φιλοσοφικά αδιανόητος. Μεθοδολογικά, απορρίπτουν τον θετικισμό στη βάση του επιχειρήματος πως η γνώση δεν παράγεται με ιδεολογική ουδετερότητα, αλλά αντανακλά προϋπάρχοντα συμφέροντα και σκοπούς13. Γι αυτό πολλοί «κριτικοί αναλυτές» τείνουν να θεωρούν εαυτούς στρατευμένους στο πλαίσιο ομάδων πίεσης και πληροφόρησης. Επιδιώκουν, επίσης, την εκμετάλλευση των σύγχρονων μέσων διάδοσης ιδεών και πληροφοριών14. Αν και, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο, η κριτική στοχαστική απόκλιση βρίσκεται στα νεανικά κείμενα του Καρλ Μαρξ, πολλές ιδεολογικές ρίζες των «κριτικών αναλυτών» εντοπίζονται στον Διαφωτισμό και κυρίως στον Kant, ο οποίος διατύπωσε τη θέση πως η ανελευθερία ανιχνεύεται στα λανθασμένα πιστεύω και τις στρεβλές ιδέες15. Εξάλλου, ο Hegel είναι σημαντική στοχαστική πηγή των «κριτικών κονστρουκτιβιστών», επειδή οι περισσότεροι θα προσυπέγραφαν τη θέση πως η ορθολογικότητα είναι προϊόν της ιστορικής ανάπτυξης και πως το άτομο βρίσκεται στο επίκεντρο ενός συστήματος στο οποίο οι άνθρωποι κατατείνουν προς μια εξατομικευμένη αυτονομία απαλλαγμένη από περιορισμούς κατά της ελευθερίας16. Γι αυτό, επηρεασμένοι τα μέγιστα τόσο από τις πιο πάνω στοχαστικές πηγές όσο και από τη μαρξιστική θέση πως μέσα από την ατομική δράση μπορεί να αλλάξει ο ρους της ιστορίας, οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» αναζητούν νέες μορφές κοινοτικής συνύπαρξης στο πλαίσιο των οποίων τα άτομα και οι ομάδες θα επιτυγχάνουν και θα απολαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερου βαθμού ατομική ελευθερία17. Αν και ο μαρξισμός είναι ένδειξη πως το διακρατικό σύστημα παρακμάζει. Επιπλέον, αναφέρει ότι αυτή η οικοδόμηση της κοινωνίας των κρατών συμβιώνει με συνθήκες πολέμου και συγκρούσεων, ότι το κράτος είναι ο κρισιμότερος συντελεστής της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και ότι το δίλημμα μεταξύ «τάξης» και «δικαιοσύνης» δεν φαίνεται να τερματίζεται. 13 Βλ. Linklater Andrew, «The Achievements of Critical Theory» στο Smith Steve, Booth Ken, Zalewski Marysia (eds), International Theory: Positivism and Beyond (Cambridge University Press, NY, 1996), σελ. 279. 14 Βλ. MacMillan, «The Power of the Pen: Liberalism s Ethical Dynamic and World Politics», Millennium: Journal of International Studies, 1998, vol. 27, no. 3. Σημειώνεται ότι ο τυπικός «κριτικός κονστρουκτιβιστής» θεωρεί τον εαυτό του ιδεολογικά στρατευμένο στον σκοπό διάδοσης και εφαρμογής των κριτικών θεωρήσεων. Για τη σύνδεση της ιδεολογικής διάστασης με την κριτική γνώση βλ. Hoffmann Mark, «Critical Theory and the Inter-Paradigm Debate», Millennium: Journal of International Studies, vol. 27, no. 2, 1998, ιδ. σελ. 240. 15 Βλ. Jahn Beate, «One Step forward, Two Steps Back: Critical Theory as the Latest Edition of Liberal Idealism», Millennium: Journal of International Studies vol. 27, no. 3, 1998, σελ. 618. Ως προς αυτό το θέμα ο Kant αντιδιαστέλλεται προς τους θετικιστές Διαφωτισμού. 16 Βλ. ανάλυση στο Neufeld Mark, The Restructuring of International Relations Theory (Cambridge University Press, Cambridge, 1995), ιδ. σελ. 15-7. Επίσης, Linklater Andrew, «The Achievements of Critical Theory», ό.π., ιδ. σελ. 279-8. 17 Βλ. Linklater Andrew, «The Achievements of Critical Theory», ό.π., ιδ. σελ. 280.
βασική στοχαστική πηγή, επιδιώκονται υπερβάσεις με αφετηρία κλασικούς κριτικούς αναλυτές, όπως ο Habermas, οι οποίοι στο παρελθόν φιλοδόξησαν να υπερβούν τον Μαρξ και να προσφέρουν νέες εκδοχές του ιστορικού υλισμού και της ιστορικής εξέλιξης. Ο στόχος είναι μια πιο ουσιώδης διερεύνηση των υλικών βάσεων της κοινωνίας και η ανάδειξη προσεγγίσεων18 που θα μπορούσαν να αλλάξουν την υλική βάση και την ιδεολογία των ανθρώπων19. Δηλαδή στο πλαίσιο μιας «μεταμαρξιστικής» προσέγγισης επιδιώκεται η επέκταση της συμβατικής μαρξιστικής αντίληψης και ο εντοπισμός διασυνδέσεων και νορμών πέραν των τάξεων. Έτσι, στην αναζήτηση νέων μορφών συλλογικής συνύπαρξης, οι κονστρουκτιβιστές είναι ανοικτοί σχεδόν σε κάθε πρόταση που υπερβαίνει τις κλασικές δομές του έθνους-κράτους. Μια βασική ιδεολογική τοποθέτηση των «κριτικών κονστρουκτιβιστών» αφορά τον παράγοντα «ισχύς» και «στρατιωτική δύναμη» στις παγκόσμιες σχέσεις και την εξ αυτής εκπορευόμενη αμφισβήτηση της ηθικής βάσης των φυσικών και άλλων συνόρων20. Η οικουμενική κανονιστική διάσταση των «κριτικών κονστρουκτιβιστών» συνδέεται όσο καμιά άλλη πηγή με την υπερβατική θεώρηση του Habermas, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της εμπειρικής ανάδειξης μιας νέας φιλοσοφικής ερμηνείας της ιστορίας αναζητώντας υπερβατικά ηθικά κριτήρια και αξίες οικουμενικής εμβέλειας21. Όπως σημειώνει η Beate Jahn, η γραμμή σκέψης των «κριτικών αναλυτών» συμπεριλαμβάνει τον «επιστημολογικό στοχασμό του Kant, την ανάγκη μιας ιστορικής θεώρησης όπως την είδε ο Hegel και την ανάλυση περί των υλικών βάσεων της κοινωνικής συγκρότησης του Μάρξ»22. Ο προβληματισμός ενισχύεται με άντληση ιδεών από τη «σχολή της Φραγκφούρτης» και τους Horkheimer, Habermas, Nietzsche και Marcuse23. Το απόλυτο γνωσιοθεωρητικό χάος επέρχεται, όταν συχνά καταρρέουν τα σύνορα μεταξύ κριτικών, νεωτερικών, φιλελευθέρων, νεοφιλελευθέρων, μεταμοντέρνων, μαρξιστών και συμβατικών κονστρουκτιβιστών. Εάν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τους «κριτικούς κονστρουκτιβιστές», των οποίων οι απόψεις, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, υιοθετούνται από την πλειοψηφία του ακαδημαϊκού και πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε πως αποσκοπούν στη διάβρωση των ιδεολογικών και άλλων δομών των εθνών-κρατών, στον εκφυλισμό της κρατικής κυριαρχίας ως έννοιας, στην απονομιμοποίηση των κανονιστικών συστημάτων και των εξουσιαστικών δομών και στην ανάδειξη μιας «παγκόσμιας κοινωνίας» εντός ενός κατακερματισμένου παγκόσμιου χώρου στο εσωτερικό του οποίου η 18 Βλ. Hoffman Mark, «Critical Theory and the Inter-Paradigm Debate», ό.π., ιδ. σελ. 234. 19 Βλ. Liklanter Andrew, Men and Citizens in the Theory of International Relations (Macmillan, London, 1990), σελ. 149-50. 20 Βλ. Linklater Andrew, «The Achievements of Critical Theory», ό.π., σελ. 280. 21 Βλ. Linklater Andrew, Beyond Realism and Marxism: Critical Theory and International Relations (Macmillan, London, 1990), ιδ. σελ. 4-7. 22 Jahn Beate, «One Step forward, Two Steps Back: Critical Theory as the Latest Edition of Liberal Idealism», ό.π., σελ. 619. 23 Jahn Beate, «One Step forward, Two Steps Back: Critical Theory as the Latest Edition of Liberal Idealism», ό.π., σελ. 615, 618-23.
εξουσία θα διαχέεται στο «μικροεπίπεδο»24. Όροι και έννοιες οι οποίες περιγράφουν αυτή τη διαδικασία είναι «αποολοκλήρωση», «αποκέντρωση», «κατακερματισμός» κτλ.25. Έτσι, αλλάζει ο τρόπος σκέψης, επέρχεται ιδεολογικός μετασχηματισμός των συλλογικών οντοτήτων προς μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ταυτότητας των ατόμων ως «πολιτών του κόσμου» και μεταλλάσσεται ο τρόπος με τον οποίο άτομα και συλλογικές οντότητες «βλέπουν» αλλήλους. Είναι ευνόητο, επομένως, πως για τους περισσότερους κονστρουκτιβιστές αναλυτές (και οπωσδήποτε για τους «κριτικούς») η πίστη-νομιμοφροσύνη στις εθνικές πολιτικές άμυνας και ασφάλειας είναι εμπόδιο στην επίτευξη παγκόσμιας ειρήνης. Ως εκ τούτου, οραματίζονται την κατάργησή των υπουργείων Άμυνας, των συμμαχιών και οποιουδήποτε θεσμού σχετίζεται με την άμυνα και την ασφάλεια. Ανεξαρτήτως του πόσο είναι εφικτοί τέτοιοι στόχοι ή ποιες είναι οι επιπτώσεις επί της άμυνας-ασφάλειας ενός κράτους, με «κονστρουκτιβιστικούς» όρους ο πόλεμος και ο ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων, ομάδων ή κρατών είναι κανονιστικά και εκ προοιμίου αποκλειόμενοι, γεγονός που καθιστά τη στρατιωτική δύναμη και τα συναφή ζητήματα άμυνας και ασφάλειας αχρείαστα. Εξάλλου, αν και δεν προτείνεται τελικός πολιτικός προορισμός, η διαδικασία ορίζεται μάλλον επαρκώς. Όπως εξηγεί ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς κονστρουκτιβιστές26, ο Robert Cox, «η κριτική αντίληψη εστιάζεται στη διαδικασία της αλλαγής ανεξάρτητα από τον τελικό σκοπό. Εστιάζεται περισσότερο στις δυνατότητες συγκρότησης κοινωνικών κινημάτων [συλλογικής δράσης] παρά στο τι θα μπορούσαν να επιτύχουν αυτά τα κινήματα. Ουτοπικές προσδοκίες-προσμονές πιθανών να είναι ένα στοιχείο κινητοποίησης των πολιτών, αλλά τέτοιες προσδοκίες σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνονται. Οι συνέπειες της δράσης που αποσκοπούν στην αλλαγή είναι απρόβλεπτες»27. Είναι σαφές ότι αυτά τα ρεύματα σκέψης ή τουλάχιστον η τάση των «κριτικών κονστρουκτιβιστών» επιζητούν την ανάπτυξη μιας διαδικασίας συνεχούς αλλαγής των διεθνών δομών και των ιδεολογιών που τις επηρεάζουν προς την κατεύθυνση «αποκέντρωσης», «κοινοτισμού» και ειρηνιστικών αντιλήψεων, ούτως ώστε, όπως ελπίζεται, να δημιουργηθεί μια νέα 24 Δεν θα ήταν υπερβολή εάν, τουλάχιστον ως προς πολλούς κριτικούς αναλυτές, επισημανθεί πως πρόκειται για ανατρεπτικές-αναρχικές ιδέες και θέσεις. Θα μπορούσα ακόμη να προχωρήσω στην παρατήρηση πως δεν πρόκειται ούτε καν για επαναστατισμό αλλά για ουτοπισμό-αναρχισμό άνευ ορίων, χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, χωρίς προορισμό και χωρίς ουσιαστικό ή συγκροτημένο φιλοσοφικό περιεχόμενο. 25 Για μια περιεκτική ανάλυση αυτών των εννοιών, οι οποίες βασικά αντλούν από τη «μεταμοντέρνα σκέψη», βλ. Ruggie Gerald, «International Structure and International Transformation: Space, Time, and Method» στο Czempiel Ernst- Otto, Rosenau James (ed.), Global Changes and Theoretical Challenges, Approaches to World Politics for the 1990s (Lexington books, Mass., 1989), σελ. 30. 26 Βλ. για παράδειγμα Cox W. Robert, «Labor and Hegemony: a Reply», International Organization, Winter 1980. Επίσης, Cox Robert, «Hegemony and International Relations: An Essay in Method», Millennium: Journal of International Studies, vol. 12, 1983. 27 Cox Robert, Production, Power, and World Order: Social Forces in the Making of World History (Columbia University Press, NY, 1987), σελ. 393.
κοινωνική και πολιτική μορφολογία του διεθνούς χώρου εις βάρος της εθνικήςκρατικής δομής. Η προσδοκία είναι πως, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αποκέντρωσης και ανάπτυξης του «κοινοτισμού», η παραδοσιακή πίστη-νομιμοφροσύνη προς το έθνος-κράτος θα αντικαθίσταται σταδιακά από την «κοινοτική ηθική», ενώ το «αίσθημα ευθύνης» απέναντι στα άτομα της υπόλοιπης οικουμένης και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν28 θα εκτοπίζει την εθνική συνείδηση των λαών. Οι ιδέες και ο «ορθός λόγος» είναι καθοριστικής σημασία τόσο για τη διαμόρφωση της σκέψης του ατόμου όσο και για τη διαμόρφωση της μορφής και του χαρακτήρα των διεθνών δομών29. Σε μια προσέγγιση σαφώς πιο 28 Για απόψεις προς αυτή την κατεύθυνση, για ανάλυση αυτών των πτυχών και για αποχρώσεις απόψεων βλ. Wendt Alexander, «Collective Identity Formation and the International State», American Political Science Review, vol. 88, no. 2, 1994. Επίσης, Wendt Alexander, «Anarchy is What States Make of it: the Social Construction of Power Politics», International Organization, Spring 1992. Wendt Alexander, «Constructing International Politics», International Security, vol. 20, no. 1, Summer 1995. Searle Jonh, The Construction of Social Reality (Free Press, NY, 1995). Για άλλα σημαντικά κείμενα της κριτικής κονστρουκτιβιστικής προσέγγισης βλ. Kratochwil Friedrich, «Understanding Change in International Politics: The Soviet Empire s Demise and the International System», International Organization, vol. 48, no. 2, 1994. Επίσης Ashley Richard, «Untying the Sovereign State: A Double Reading of the Anarchy Problematique», Millennium: Journal of International Studies, vol. 17, no. 2, Summer 1988. Επίσης, Ashley Richard, «The Poverty of Neorealism», International Organization, vol. 38, no. 2, Spring 1984. Linklater Andrew, «The Transformation of Political Community: E. H. Carr, Critical Theory and International Relations», Internationals Studies, 1997. Linklater Andrew, Beyond Realism and Marxism: Critical Theory and International Relations (Macmillan, London, 1990). 29 Για ανάλυση των στοχαστικών διασυνδέσεων των «κριτικών» με τη νεωτερικότητα και τον διαφωτισμό βλ. Brown Chris, «Turtles All the Way Down : Anti-Foundationalism, Critical Theory and International Relations», Millennium: Journal of International Studies, vol. 23, no. 2, 1994, ιδ. σελ. 227-9. Βλ., επίσης, Jackson Robert, «Martin Wight, International Theory and the Good Life», Millennium: Journal of International Studies, vol. 19, no. 2, ιδ. σελ. 267-8. Επίσης, Linklater Andrew, «The Transformation of Political Community: E. H. Carr, Critical Theory and International Relations», Internationals Studies, 1997. Επίσης, Kahler Miles, «Rationality and International Relations», International Organization, vol. 52, no. 4, Autumn 1998, ιδ. σελ. 921-5, 929-32. Οι Finnemore M., Sikkink K., στην πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυσή τους για τις προσπάθειες διερεύνησης του τρόπου που οι νόρμες («norms») αναπτύσσονται στον διεθνή χώρο, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η προσέγγιση των κονστρουκτιβιστών δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την «ορθολογική» κοσμοαντίληψη. Η «ορθολογικότητα», υποστηρίζουν, ενώ δεν θέτει τα σύνορα μεταξύ των σχολών σκέψης της διεθνούς θεωρίας, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε κάθε έρευνα για τις νόρμες στη διεθνή πολιτική. Οι συγγραφείς αναλύουν τέσσερα θέματα που αφορούν την «ορθολογική επιλογή»: ωφελιμισμός, υλισμός, επιλογή και πειθώ. Βλ. Finnemore Martha, Sikkink Kathryn, «International Norm Dynamics and Political Change», International Organization, vol. 52, no. 4, Autumn 1998, σελ. 909-7.
εξεζητημένη από αυτή του κλασικού φιλελευθερισμού-ιδεαλισμού υποστηρίζεται πως ο «ορθός λόγος»30 και η διεθνής δομή είναι άρρηκτα αλληλένδετα. Όπως σημειώνει ο John Mearsheimer, οι «κριτικοί» αναλυτές πιστεύουν ότι «η διεθνής δομή δυνατό να επηρεάζει τη διαμόρφωση της σκέψης μας, αλλά η δομή επίσης διαμορφώνεται από τον δικό μας [ορθό] λόγο. ( ) Η κοινωνική πραγματικότητα, στο τέλος, είναι μια κατασκευή της δικής μας σκέψης»31. Μια ανάλογη ιδέα για τους «κριτικούς» αναλυτές σχηματίζει κανείς αν μελετήσει ένα αντιπροσωπευτικό κείμενο «κριτικής ανάλυσης». Όπως γράφει ο Ronnie Lipschutz, «ο περαιτέρω μετασχηματισμός της σχέσης μεταξύ του κράτους, του πολίτη και του συστήματος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο δεσμών νορμών που σχετίζονται με τον πολιτισμό του 20ού αιώνα, ο οποίος διαδίδεται ολοένα και περισσότερο. Αυτές είναι οι νόρμες του φιλελευθερισμού, ειδικά αυτές που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα (και το ατομικό συμφέρον), τα οποία τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν εστιακό σημείο της διεθνούς πολιτικής ( ) [μετά τον ψυχρό πόλεμο και την κατάρρευση της κομουνιστικής ιδεολογίας] οι εναλλακτικές επιλογές φαίνεται ότι εκλείπουν ( ) Στο επίπεδο των διεθνών δομών η αναρχία ως η κανονιστική αρχή οργάνωσης του διεθνούς συστήματος [δηλαδή το σύστημα που στηρίζεται στην εθνική-κρατική κυριαρχία] εξανεμίζεται ( ) και γίνεται ολοένα πιο αποδεκτός ο φιλελευθερισμός ως το παγκόσμιο λειτουργικό σύστημα. ( ) Το λειτουργικό σύστημα στην παγκόσμια πολιτική ο φιλελευθερισμός με το άτομο στον πυρήνα του έρχεται να εκπληρώσει ρόλο παρόμοιο με το σύστημα κανόνων της Καθολικής Εκκλησίας πριν τη Βεστφαλία32. ( ) Η φροντίδα για ασφάλεια εκ μέρους των κρατών έγινε προβληματική όχι μόνον λόγω της καταστροφικού χαρακτήρα των όπλων νέας τεχνολογίας αλλά επίσης λόγω της πυκνότητας του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό, παραδόξως, προσφέρει τον πολιτικό χώρο σε μη κρατικούς δρώντες να αναπτύξουν συμμαχίες και διασυνδέσεις διαμέσου των συνόρων και σε όλη την υδρόγειο, οι οποίες, μακροπρόθεσμα, θα υπηρετήσουν τον σκοπό υπονόμευσης των ιστορικών δομών [δηλαδή των εθνών-κρατών] και θα 30 Στην παρούσα ανάλυση υιοθετώ την άποψη ότι στον βαθμό και στην έκταση που επιζητείται εξατομικευμένη ορθολογιστική συμπεριφορά η οποία θα εντάσσεται αρμονικά και λειτουργικά σε ένα ευρύτερο και ανομοιογενές σύνολο ανθρώπων οι θέσεις των «κριτικών κονστρουκτιβιστών» εδράζονται στη νεωτερική θεώρηση των σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων. Για μια εξαιρετική ανάλυση των διαφόρων πτυχών, των αντιφάσεων και των αποχρώσεων στο εσωτερικό κάθε ρεύματος σκέψης ως προς αυτό το θέμα, σε αναφορά με τα κυρίαρχα παραδείγματα των Διεθνών Σχέσεων και τους «κριτικούς αναλυτές» βλ. Kahler Miles, «Rationality and International Relations», International Organization, vol. 52, no. 4, Autumn 1998. Βλ. ιδ. σελ. 933-41. 31 Mearsheimer J., «The False Promise of International Institutions», ό.π., σελ. 40 (σημ. 143). 32 Για το θέμα αυτό και την τάση των «κριτικών» αναλυτών να αναφέρονται στο όνομα της νεωτερικότητας, του φιλελευθερισμού και της εξατομίκευσης σε διαδικασίες που οδηγούν σε μεσαιωνικές κανονιστικές δομές έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω και θα επανέλθω. Πάντως, η πλέον εμβριθής και προφητική ανάλυση είναι αυτή του Hedley Bull ο οποίος, αναλύοντας αυτές τις τάσεις τη δεκαετία του 1970 και αντιδρώντας στις υπερβατικές του συστήματος κρατικής κυριαρχίας προτάσεις, αναφέρθηκε σε «νέο μεσαιωνισμό». Βλ. Bull, The Anarchical Society, ό.π., σελ. 254-6.
επιφέρουν ορατές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική»33. Αυτή η αντιπροσωπευτική διατύπωση κάνει σαφές πως, πρώτον, το μέσο δεν είναι μόνο οι ιδέες αλλά και συγκεκριμένες ενέργειες ιεραποστολικού χαρακτήρα οι οποίες σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις προωθούν μια ακραίας μορφής φιλελεύθερη ιδεολογική τάξη πραγμάτων εις βάρος του έθνους-κράτους και, δεύτερον, πως το «έθνος-κράτος» είναι ο κυριότερος ιδεολογικός αντίπαλος ο οποίος πρέπει να καταπολεμηθεί και να υπονομευθεί. Όπως ήδη σημειώθηκε, τα υπουργεία Άμυνας και οι θεσμοί ασφαλείας, ανεξάρτητα αν εξυπηρετούν αμυντικούς ή επιθετικούς σκοπούς, αποτελούν έναν από τους βασικούς στόχους έναντι των οποίων οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» τρέφουν αισθήματα που κυμαίνονται από αντιπάθεια μέχρι έκδηλη εχθρότητα. Μια άλλη αξιοσημείωτη ιδιομορφία, πάντως, έγκειται στην εναρμόνιση των «κριτικών κονστρουκτιβιστών» με τη φιλοσοφία και την ιδεολογία του δυτικού φιλελεύθερου-νεωτερικού παραδείγματος34. Ασφαλώς, δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ για το ζήτημα αυτό. Όμως ως προς το τι είναι μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων βασισμένη σε φιλελεύθερα-νεωτερικά κριτήρια θα μπορούσαν να εκφραστούν πολλές αντιτιθέμενες θέσεις. Γίνεται αντιληπτό πως οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» δεν μπορούν να χαρακτηριστούν θεωρητικό παράδειγμα ή ακόμη ρεύμα σκέψης. Παρά την εντυπωσιακή παρουσία τους στη διεθνή βιβλιογραφία και παρά το γεγονός ότι αξιόλογοι αναλυτές όπως οι Robert Cox, Peter Katzenstein και Gerald Ruggie, ενίοτε εντάσσουν τις έρευνές τους στην κριτική «προσέγγιση», οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» είναι ένα μίγμα ετερογενών θέσεων και απόψεων. Εάν προσπαθήσουμε να τους οριοθετήσουμε με βάση τις κυριότερες στοχαστικές εισροές, κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν οι ατομοκεντρικές θεωρήσεις της νεωτερικής σκέψης και οι πρώιμες μαρξιστικές ιδέες σε συνδυασμό με αναρχικές ή ανατρεπτικές ιδέες. Οι προαναφερθείσες απόψεις για «αποολοκλήρωση», «αποκέντρωση», «κατακερματισμό», «αυτοδιαχείριση» εμπερικλείουν μια κρίσιμη αντίφαση: ενώ επιδιώκουν να αναπτύξουν ένα νέου είδους κοινωνικό περιβάλλον και νόρμες κοινωνικής συμπεριφοράς, στοχαστικά είναι παγιδευμένες αφενός στο πλαίσιο μονοσήμαντων ατομοκεντρικών θεωρήσεων και αφετέρου στην ανορθόλογη άρνησή τους να δεχτούν την πραγματικότητα της διεθνούς ετερότητας. Ταυτόχρονα, στερούνται της νεωτερικότητας, ενώ δεν φαίνεται να αντλούν μαθήματα από τις εμπειρίες της ώριμης φάσης του μαρξισμού. Όμως, όπως γράφει ο Χρήστος Γιανναράς σε αναφορά με την έννοια της «κοινότητας» στην εξόχως θεμελιωμένη ανάλυσή του, «για να αξιολογηθεί υποκειμενικά η πολιτική και τα κοινωνικά της αιτήματα 33 Lipschutz Ronnie, «Reconstructing World Politics: The Emergence of Global Civil Society», ό.π., σελ. 405,406,407,418,419. 34 Αυτό, βεβαίως, δεν πρέπει να εκπλήσσει. Μετά την απογοήτευση που προκάλεσε η αποτυχία του μαρξιστικού κομουνισμού και η αποτελμάτωση του ευρωπαϊστικού διεθνισμού το κλασικό νεωτερικό-φιλελεύθερο παράδειγμα συναντά πολλούς «περιφερόμενους» τέως «διεθνιστές» (με την έννοια του επαναστατισμού που περιγράφει ο Martin Wight), με αποτέλεσμα να έχουμε βρεθεί σε μεταβατική φάση (ορισμένοι την ονόμασαν, ασφαλώς επιπόλαια, «τέλος της ιστορίας») ιδεολογικής και φιλοσοφικής σύγχυσης που παρεισφρέει στη διεθνολογική ανάλυση αλλά και στην πολιτική επιστήμη ευρύτερα. Για ανάλυση αυτών των πτυχών βλ. McElroy Robert, Morality and American Foreign Policy (Princeton Univ. Press, NJ, 1992), σελ. 5-13.
σε θέση υπέρτερη από την ατομική αυτοσυντήρηση ή τον ατομικό ευδαιμονισμό, τα ορθολογιστικά ιδεολογήματα του ιστορικού υλισμού και της φυσιοκρατίας δεν αρκούν. Χρειάζεται κάτι περισσότερο για να εμφανιστεί μια έμπρακτη κοινωνική δυναμική. ( ) Αν αυτό το κάτι περισσότερο είναι ο ανορθολογισμός του ιδεαλιστικού ρομαντισμού ή η ψυχολογική υποβολή τα παραισθησιογόνα του ιδεολογικού φανατισμού, τα επιτεύγματα της δυναμικής που θα προκληθεί θα είναι μάλλον σποραδικά και εφήμερα. Μόνο μια πληρέστερη και εναργέστερη στη βιωματική της οικείωση κοινωνιοκεντρική νοηματοδότηση της συλλογικότητας και της πολιτικής η αξιολόγηση των σχέσεων κοινωνίας της ζωής ως υπέρτερων της ατομοκεντρικής κατασφάλισης θα μπορούσε να ελπίζει σε δυναμικότερες πραγματοποιήσεις» 35. Όμως καμιά τάση κοινωνιοκεντρικών θεωρήσεων δεν παρατηρείται στο πλαίσιο των «κριτικών αναλύσεων», ενώ υιοθετούνται ακόμη και παρωχημένα λόγω αποτυχίας νεωτερικά και μαρξιστικά πρότυπα. Τέλος, ένα άλλο ζήτημα που τίθεται, όσον αφορά τις «κριτικές αναλύσεις», είναι η τάση για επιστροφή σε ρυθμίσεις που προσεγγίζουν την κατάσταση που επικρατούσε στον Μεσαίωνα36. Στον βαθμό που οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» δεν προτείνουν μια σαφή κανονιστική δομή, παρά μόνον αναφέρονται σε νεφελώδεις παγκόσμιες συνθήκες που ισοδυναμούν με απόλυτη αναρχία ή με επιστροφή στον μεσαίωνα, μια πιθανή αντίρρηση είναι ότι οι απόψεις αυτές, εάν αποκτήσουν έστω και ελάχιστη πρακτική σημασία, οδηγούν σε «αλλαγές» στον διεθνή χώρο, δηλαδή, όπως έγινε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, σε ανακατανομή ισχύος, ρόλων και συμφερόντων. Οι αλλαγές αυτές όμως δεν μπορούν να δημιουργήσουν ένα ριζοσπαστικά νέο διεθνή χώρο. Το μόνο που θα μπορούσαν να προκαλέσουν είναι η αποδυνάμωση ορισμένων εθνών-κρατών προς όφελος άλλων, δηλαδή συγκρούσεις και διαδικασίες επαναπροσδιορισμού νέων συνοριακών και πληθυσμιακών ισορροπιών, καθώς και νέα κατανομή ισχύος στον παγκόσμιο χώρο37. 35 Γιανναράς Χρήστος, Η Απανθρωπία του Δικαιώματος (Δόμος, Αθήνα, 1998), σελ. 221. 36 Ο Ronnie Lipschutz, για παράδειγμα, γράφει ότι πριν τη συνθήκη της Βεστφαλίας, όταν επικρατούσαν οι «οικουμενικές θέσεις» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ίσχυαν «κανόνες οικουμενικού κύρους των οποίων η θεμελιακή αξία δεν αμφισβητήθηκε μέχρι τους πολέμους της Μεταρρύθμισης. Κάτω από αυτό το σύστημα κανόνων λάμβαναν χώρα όλων των ειδών οι διευρωπαϊκές συναλλαγές και δραστηριότητες, εκτός από τους πολέμους και τις ενδοδυναστικές συγκρούσεις. ( ) η συμμετοχή [σε αυτές τις διεθνικές συναλλαγές] γίνονταν λιγότερο με εδαφικά κριτήρια και περισσότερο με θρησκευτικά κριτήρια». Βλ. Lipschutz Ronnie, «Reconstructing World Politics: The Emergence of Global Civil Society», ό.π., σελ. 405. 37 Βλ. πιο πάνω για τις επιπτώσεις που είχε στην ΕΣΣΔ η υιοθέτηση τέτοιων απόψεων από τη σοβιετική πολιτική ηγεσία και τους διανοουμένους.