ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ. ΕΝΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ. 1 Γ. Κουλιεράκης, Ph.D. Ψυχολόγος της Υγείας Επιστηµονικός συνεργάτης Τοµέας Κοινωνιολογίας, Εθνική Σχολή ηµόσιας Υγείας Εισαγωγή Αν και η σχετική έρευνα δείχνει ότι η σεξουαλική συµπεριφορά δεν είναι ένας σηµαντικός παράγοντας κινδύνου για το AIDS και άλλες ασθένειες µέσα στις φυλακές - συγκριτικά µε τη χρήση ναρκωτικών (Gore and Bird, 2000), - πολυάριθµες µελέτες έχουν τονίσει τη σηµασία των ασφαλών σεξουαλικών πρακτικών των κρατουµένων - ειδικά µετά από την αποφυλάκιση - προκειµένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος µόλυνσης από τον HIV (π.χ. Hubert et al., 1998; van Campenhoudt et al., 1997). Η φυλακή δεν είναι µια στατική δεξαµενή ατόµων. Οι κρατούµενοι ήταν σεξουαλικά ενεργοί πριν τη φυλάκισή τους, υιοθετώντας σε µεγαλύτερη ή µικρότερη έκταση προληπτικά µέτρα µπορεί να εµπλακούν σε (οµοφυλοφιλικές) σεξουαλικές πρακτικές µέσα στη φυλακή και σαφώς σκοπεύουν να συνεχίσουν τη σεξουαλική ζωή τους όταν αποφυλακιστούν (Jürgens, 2000). Αυτή η συνέχεια στη σεξουαλική ζωή χρειάζεται να µελετηθεί συστηµατικά, καθώς προηγούµενα (πριν τη φυλάκιση) πρότυπα συµπεριφοράς ή άλλες ψυχοκοινωνικές µεταβλητές µπορεί να αποτελούν σηµαντικούς καθοριστικούς παράγοντες µελλοντικών (µετά από την αποφυλάκιση) σεξουαλικών πρακτικών. Η σχέση ανάµεσα στη χρήση ναρκωτικών και την επικίνδυνη σεξουαλική συµπεριφορά έχει τεκµηριωθεί µέσα από πολυάριθµες µελέτες της σεξουαλικής συµπεριφοράς των χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών (ΧΕΝ) έξω από τη φυλακή (Kokkevi et al., 1992 Schafer et al., 1994 Myers et al., 1995 Rhodes et al., 1998). Τα αποτελέσµατα αυτών των µελετών έδειξαν ότι η µεγάλη πλειοψηφία των ΧΕΝ ήταν σεξουαλικά ενεργοί, µε ετεροφυλοφιλικό προσανατολισµό και µε µόνιµο σύντροφο. Μια σηµαντική πλειοψηφία τους δεν είχε χρησιµοποιήσει ποτέ προφυλακτικό, είτε µε το µόνιµο σύντροφο, είτε στις περιστασιακές σχέσεις τους. Πολλοί ΧΕΝ ανέφεραν ότι είχαν µη-χεν ερωτικούς συντρόφους. Περίπου 25% των γυναικών ΧΕΝ εργάζονταν ως πόρνες. Τέλος, 1 Σηµειώσεις της Ενότητας "Ποσοτική έρευνα στην Ψυχολογία", στο µάθηµα «Μέθοδοι και τεχνικές στις Κοινωνικές Επιστήµες», στα Μ.Π.Σ. της ΕΣ Υ - ΥΥ & Υ - (Α' Εξάµηνο)
οι ΧΕΝ ανέφεραν ελάχιστες ή καθόλου αλλαγές, διαχρονικά, είτε στον αριθµό αναφερόµενων ερωτικών συντρόφων, είτε στη χρήση προφυλακτικού µε τους περιστασιακούς και τους µόνιµους συντρόφους. Η επικράτηση της σεξουαλικής δραστηριότητας στη φυλακή είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Ο περιορισµένος αριθµός των ερευνών που έχουν µελετήσει τις σεξουαλικές συµπεριφορές και πρακτικές µεταξύ των κρατουµένων, παρουσιάζουν τα ποσοστά συµµετοχής να ποικίλουν πολύ (Saum, 1995), από 0.5% στη Σκωτία (Power et al., 1992 Gore and Bird, 2000), σε 3% στην Ελλάδα (Koulierakis, 2002). Εντούτοις, σε µια µελέτη στη Νέα Υόρκη, οι κρατούµενοι και οι πρώην κρατούµενοι ανέφεραν συχνές σεξουαλικές σχέσεις µέσα στη φυλακή (Mahon, 1996). Στον Καναδά, 6% των κρατουµένων σε οµοσπονδιακές φυλακές ανέφεραν ότι είχαν σεξουαλικές επαφές µε άλλους κρατούµενους. Ένα τρίτο από αυτούς ανέφεραν τη χρήση προφυλακτικού (CSC, 1996). Συνολικά, οι έρευνες επιβεβαιώνουν τη σχέση µεταξύ της χρήσης ναρκωτικών και της επικίνδυνης σεξουαλικής συµπεριφοράς και δείχνουν ότι αν και η σεξουαλική συµπεριφορά είναι ένας σηµαντικός παράγοντας κινδύνου µόλυνσης από τον HIV για τους ΧΕΝ εκτός φυλακής, είναι σχεδόν ανύπαρκτη µέσα στις φυλακές. Όµως, όλες οι παραπάνω µελέτες ήταν καθαρά περιγραφικές και χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο. Επιπλέον, διερεύνησαν τη σεξουαλική συµπεριφορά των κρατουµένων αποσπασµατικά, είτε πριν από τη φυλάκιση µόνο, είτε µέσα στη φυλακή. Η µελέτη της σεξουαλικής συµπεριφοράς δεν είναι εύκολη. Εάν οι ερευνητές θέλουν να προχωρήσουν πέρα από µια περιγραφική προσέγγιση και να επιδιώξουν να περιγράψουν τους προσδιοριστικούς παράγοντες της συµπεριφοράς, έχουν να αντιµετωπίσουν ένα σύνθετο φαινόµενο, που χαρακτηρίζεται σε µεγάλο βαθµό από παρορµητικότητα και συναισθηµατικότητα, παρά από µια λογική διαδικασία λήψης αποφάσεων (Ferrand and Snijders, 1997). Αυτό απαιτεί τη χρήση ευαίσθητων µετρήσεων και προσεγγίσεων, αλλά και τη χρήση θεωριών. Η αξία των θεωρητικών προσεγγίσεων στη µελέτη της σεξουαλικής συµπεριφοράς (ως µέσο της µετάδοσης του HIV) είναι ότι βοηθούν να κατανοήσουµε πώς λαµβάνονται οι αποφάσεις σχετικά µε αυτή την συµπεριφορά (Finnigan, 1995). Επιπλέον, πραγµατοποιώντας έρευνα βασισµένη στη θεωρία µπορεί κανείς να "...προσδιορίσει τις ψυχολογικές δοµές που καθορίζουν τις προληπτικές συµπεριφορές των πληθυσµών-στόχων και που µπορούν να τροποποιηθούν µε παρεµβάσεις για την προώθηση αυτών των προληπτικών συµπεριφορών" (Fisher et al., 1995, p. 255). Προς αυτή την κατεύθυνση, τα κοινωνικο-γνωστικά µοντέλα, όπως το Μοντέλο Πεποιθήσεων για την Υγεία (Rosenstock, 1974), η Θεωρία για τον Έλεγχο της Υγείας (Wallston et al, 1978), και η Αξία στην υγεία (Lau et al, 1986) έχoυν εφαρµοστεί ευρέως για την κατανόηση των συµπεριφορών υγείας (Conner και το Norman, 1996 για µια λεπτοµερή ανασκόπηση).
Μέχρι σήµερα, καµιά µελέτη, βασισµένη στη θεωρία, δεν έχει διεξαχθεί - είτε διεθνώς, είτε στην Ελλάδα - σχετικά µε τη σεξουαλική συµπεριφορά των κρατουµένων σε ένα συνεχές, αν και έχουν δηµοσιευθεί σηµαντικές περιγραφικές µελέτες (Power et al., 1992). Η µελέτη, της οποίας ορισµένα αποτελέσµατα παρουσιάζονται εδώ, προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό: α) περιγράφει τη σεξουαλική συµπεριφορά των κρατουµένων και τα σχετικά µέτρα πρόληψης που λαµβάνουν πριν από τη φυλάκισή τους, κατά τη διάρκεια της φυλάκισης και (τις προθέσεις τους) µετά την αποφυλάκισή τους β) προσπαθεί να εντοπίσει συγκεκριµένους προσδιοριστικούς παράγοντες της µελλοντικής (µετά την αποφυλάκιση) σεξουαλικής συµπεριφοράς ανάµεσα σε διάφορες δηµογραφικές, ποινικές, ψυχολογικές και κοινωνικές µεταβλητές. Μεθοδολογία είγµα - ιαδικασία Χρησιµοποιήθηκε ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα του ανδρικού πληθυσµού της µεγαλύτερης φυλακής στην Ελλάδα - της ικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού (Ν = 242). Ο µέσος όρος ηλικίας των κρατουµένων ήταν 37.2 χρόνια (τ.α. = 9.9 χρόνια). 36.4% ήταν παντρεµένοι και 59.9% είχαν τελειώσει την βασική και τη δευτεροβάθµια εκπαίδευση. Το χρονικό διάστηµα τωρινού εγκλεισµού κυµαινόταν από λίγες ηµέρες ως 12 έτη. 41.7% των κρατουµένων είχαν καταδικαστεί για παράβαση του Ν. Περί Ναρκωτικών, 20.7%, για αδικήµατα κατά της περιουσίας και 19%, για τα οικονοµικά εγκλήµατα. Σχεδόν οι µισοί κρατούµενοι (48.8%) βρισκόταν στη φυλακή για πρώτη φορά. Ένα σηµαντικό ποσοστό (41.3%) ήταν υπόδικοι. Τέλος, 103 κρατούµενοι (42.6%) ανέφεραν ότι είχαν κάνει ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών, τουλάχιστον µια φορά στη ζωή τους. Αφότου δόθηκε η άδεια για την έρευνα, οι κρατούµενοι που επελέγησαν να συµµετάσχουν συναντήθηκαν ιδιωτικά µε τον ερευνητή σε ειδικό χώρο της φυλακής. Πήραν ένα σώµα ερωτηµατολογίων µαζί µε έναν ανοικτό φάκελο. Όλοι οι κρατούµενοι ενηµερώθηκαν προηγουµένως για τη διαδικασία της µελέτης, τους δόθηκαν διαβεβαιώσεις για την ανωνυµία τους και την εµπιστευτικότητα, ενώ τονίστηκε ιδιαίτερα ο εθελοντικός χαρακτήρας της συµµετοχής τους. Εκείνοι που δεν θέλησαν να συµµετέχουν έφευγαν µετά την ενηµέρωση. Επειδή η συµπλήρωση των ερωτηµατολογίων απαιτούσε χρόνο, οι κρατούµενοι τα έπαιρναν στα κελιά τους, και επέστρεφαν το φάκελο (σφραγισµένο) στον ερευνητή, κατά την επόµενη επίσκεψή του στη φυλακή (δύο ηµέρες αργότερα). Ερωτηµατολόγια
Λεπτοµερή στοιχεία για τη σεξουαλική συµπεριφορά των κρατουµένων, τις προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, πριν από τη φυλάκιση, µέσα στη φυλακή και τις προθέσεις µετά από την απελευθέρωση, συγκεντρώθηκαν µε ένα ερωτηµατολόγιο που κατασκευάστηκε για τους σκοπούς της τρέχουσας µελέτης. Το ερωτηµατολόγιο βασίστηκε σε προηγούµενη παρόµοια έρευνα στις φυλακές της Σκωτίας (Power et al., 1992). Επιπλέον, δόθηκαν: ένα ερωτηµατολόγιο γνώσης γύρω από θέµατα HIV/AIDS (19 ερωτήσεις), ένα ερωτηµατολόγιο στάσεων προς το AIDS και τα οροθετικά άτοµα (18 ερωτήσεις), ένα ερωτηµατολόγιο αίσθησης κινδύνου µόλυνσης από τον HIV και ανησυχίας για το AIDS (µέσα στη φυλακή και στην κοινότητα), ένα ερωτηµατολόγιο µε τις µεταβλητές του Μοντέλου Πεποιθήσεων για την Υγεία, η Πολυδιάστατη Κλίµακα για τον Έλεγχο της Υγείας και η Κλίµακα Αξίας στην Υγεία. Όλες οι κλίµακες είχαν υψηλό δείκτη εσωτερικής αξιοπιστίας. Αποτελέσµατα Σεξουαλική συµπεριφορά των κρατουµένων: Πριν από τη φυλάκιση τους, οι κρατούµενοι εφάρµοζαν σεξουαλικές πρακτικές υψηλού κινδύνου. Η πλειοψηφία τόσο των ΧΕΝ, όσο και των µη ΧΕΝ είχε κολπική σεξουαλική επαφή µε προφύλαξη κατά περίσταση, ενώ πάνω από το 1/3 των κρατουµένων και από τις δύο οµάδες δεν χρησιµοποιούσε ποτέ προφύλαξη. Το ίδιο πρότυπο συµπεριφοράς φαίνεται να ισχύει και για την πρωκτική επαφή, µε τους ΧΕΝ να υιοθετούν περισσότερο επικίνδυνες πρακτικές. Την ίδια στιγµή, οι κρατούµενοι δήλωναν ότι υιοθετούσαν προστατευτικά µέτρα αµφίβολης αποτελεσµατικότητας: η συντριπτική πλειοψηφία των κρατουµένων και από τις δύο οµάδες υιοθετούσαν την «προσεκτική επιλογή συντρόφου» ως µέθοδο προστασίας. Μέσα στη φυλακή, η σεξουαλική δραστηριότητα ήταν αµελητέα. Μόλις 3 κρατούµενοι (1.3%) ανέφεραν σεξουαλική επαφή µέσα στη φυλακή. Η δηλωµένη πρόθεση για υιοθέτηση σεξουαλικών πρακτικών και προφυλάξεων µετά την αποφυλάκιση έδειξε ένα πρότυπο συµπεριφοράς παρόµοιο µε αυτό πριν τη φυλάκιση. Πιο συγκεκριµένα, πάνω από τους µισούς κρατούµενους δήλωσαν ότι θεωρούσαν σίγουρο ή πολύ πιθανόν να έχουν κολπική επαφή χωρίς προφύλαξη, µε τους ΧΕΝ να το δηλώνουν σε µεγαλύτερο ποσοστό. Αναφορικά µε την πρωκτική επαφή, η πλειοψηφία των ΧΕΝ δήλωσε ότι θεωρούσε σίγουρο ή πολύ πιθανόν να έχουν πρωκτική επαφή χωρίς προφύλαξη, ενώ οι µη ΧΕΝ βρίσκονται προς την αντίθετη κατεύθυνση (δήλωναν ότι θα προφυλάσσονται περισσότερο). Η πρόθεση για συχνή χρήση του προφυλακτικού δηλώνεται µε σιγουριά και υψηλή πιθανότητα από την πλειοψηφία των κρατουµένων. Παρόλα αυτά, η βασικότερη µέθοδος προφύλαξης παραµένει η
προσεκτική επιλογή συντρόφου, η οποία δηλώνεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατουµένων και από τις δύο οµάδες. Χρησιµοποιήθηκε Μοντέλο Γραµµικής Παλινδροµικής Ανάλυσης για να προσδιορίσουµε τους προβλεπτικούς παράγοντες της πρόθεσης για χρήση προφυλακτικού µετά την αποφυλάκιση (εξαρτηµένη µεταβλητή). Ως πιθανοί προβλεπτικοί παράγοντες χρησιµοποιήθηκαν η γνώση γύρω από το AIDS, η στάση των κρατουµένων απέναντι στην αρρώστια και τους φορείς, η προσωπική αίσθηση κινδύνου µόλυνσης από τον HIV (µέσα και έξω από τη φυλακή), η ανησυχία για το AIDS (µέσα και έξω από τη φυλακή), οι δηµογραφικές µεταβλητές, οι µεταβλητές που αναφέρονταν στα στοιχεία του Μοντέλου Πεποιθήσεων για την Υγεία, της Θεωρίας για τον Έλεγχο της Υγείας, της Αξίας στην Υγεία και η προηγούµενη αντίστοιχη συµπεριφορά (χρήση προφυλακτικού πριν τη φυλακή). Η εξαρτηµένη µεταβλητή, µετατράπηκε από 5βαθµη κλίµακα σε διχοτοµική (1 = Σίγουρα ΝΑΙ 0 = {Όλες οι υπόλοιπες απαντήσεις}). Η λογική ήταν ότι οποιαδήποτε άλλη δήλωση (εκτός της απόλυτης) για χρήση προφυλακτικού δεν µπορεί να θεωρηθεί επαρκής (σε σχέση µε την ασφάλεια που προσφέρει το προφυλακτικό). Επιπλέον, για να είµαστε συνεπείς µε τη θεωρία για την Αξία της Υγείας, η ανάλυση έγινε µόνο στα άτοµα του δήλωσαν ότι έδωσαν στην Υγεία τους σηµαντική Αξία (πάνω από τον διάµεσο της κλίµακας (=22)). Η ανάλυση έδειξε ότι η σεξουαλική συµπεριφορά πριν τη φυλακή, το Μοντέλο Πεποιθήσεων για την Υγεία και η Θεωρία για τον Έλεγχο της Υγείας ήταν οι σηµαντικότερες µεταβλητές στην πρόβλεψη της πρόθεσης για τακτική χρήση προφυλακτικού µετά την αποφυλάκιση. Συγκεκριµένα, οι κρατούµενοι που χρησιµοποιούσαν τακτικά προφυλακτικό πριν τη φυλάκιση, αισθάνονταν πιο ευάλωτοι στο AIDS, θεωρούσαν το AIDS πολύ σοβαρή αρρώστια, προσδοκούσαν περισσότερα οφέλη και λιγότερα εµπόδια από τη χρήση προφυλακτικού, πίστευαν ότι η υγεία ελέγχεται περισσότερο από τη συµπεριφορά τους και λιγότερο από την τύχη ήταν πιθανότερο να χρησιµοποιήσουν τακτικά προφυλακτικό όταν αποφυλακιστούν. Η Αξία στην Υγεία µεσολαβούσε στη σχέση µεταξύ της Θεωρίας για τον Έλεγχο της Υγείας, του Μοντέλου Πεποιθήσεων για την Υγεία, της αίσθησης κινδύνου για AIDS έξω από τη φυλακή και της πρόθεσης για τακτική χρήση προφυλακτικού. Συµπεράσµατα Η σεξουαλική συµπεριφορά των Ελλήνων κρατουµένων είναι πλούσια, αλλά χαρακτηρίζεται από επικινδυνότητα, τόσο σε σχέση µε τις υιοθετούµενες πρακτικές (κολπική και πρωκτική επαφή χωρίς προφυλάξεις), όσο και από την άσκηση πρακτικών πρόληψης αµφίβολης αποτελεσµατικότητας (προσεκτική επιλογή ερωτικών συντρόφων). Αυτό το πρότυπο
συµπεριφοράς συµβαδίζει µε αυτό στο γενικό πληθυσµό των Αθήνας (Peto et al., 1998). Επιπλέον, αυτά τα αποτελέσµατα, σε συνδυασµό µε την απόλυτη πρόθεση ενός σηµαντικού ποσοστού κρατουµένων να εµπλακούν σε κολπική και πρωκτική επαφή χωρίς προφύλαξη, µετά τη φυλακή, δείχνουν µια µάλλον απαισιόδοξη προοπτική για τους κρατούµενους, όταν απελευθερωθούν. Φαίνεται ότι το - πριν τη φυλάκιση - µοντέλο σεξουαλικής συµπεριφοράς διατηρείται και µετά την εµπειρία της φυλάκισης, παρά το γεγονός ότι η φυλακή προσλαµβάνεται από τους κρατούµενους ως πολύ επικίνδυνο µέρος για µόλυνση από το AIDS. Η παρούσα µελέτη έδειξε το ρόλο της προηγούµενης συµπεριφοράς στην πρόβλεψη µελλοντικής συµπεριφοράς. Η προβλεπτική χρησιµότητα της προηγούµενης συµπεριφοράς στην πρόθεση χρήσης προφυλακτικού έχει παρουσιαστεί στις έρευνες µεταξύ εφήβων (Abraham et al., 1992) και οµοφυλόφιλων (Aspinwall et al., 1991), ενώ υπάρχει επιχειρηµατολογία για την πιθανή ύπαρξη ενός ισχυρού στοιχείου "συνήθειας" στη σεξουαλική συµπεριφορά (Abraham και Sheeran, 1994). Από την άλλη πλευρά, ο Ajzen (1991) έχει υποστηρίξει ότι η επίδραση της προηγούµενης συµπεριφοράς στις προθέσεις και τη µελλοντική συµπεριφορά µεσολαβεί ανάµεσα στο ρόλο των µεταβλητών της Θεωρίας της Προσχεδιασµένης Συµπεριφοράς, ιδιαίτερα του Συµπεριφοριστικού Ελέγχου. Στην περίπτωση των Ελλήνων κρατουµένων, η επίδραση της προηγούµενης συµπεριφοράς δεν διαµεσολαβήθηκε από καµιά από τις κοινωνικο - γνωστικές µεταβλητές που χρησιµοποιήθηκαν - η προηγούµενη συµπεριφορά φάνηκε να έχει µια ανεξάρτητη επίδραση στη µελλοντική συµπεριφορά. Υποθέτουµε ότι αυτά τα αποτελέσµατα θα µπορούσαν να εξηγηθούν σε σχέση µε "τη συνήθεια" (Norman και Conner, 1996 Conner και McMillan, 1999). Πράγµατι, µπορεί η επαναλαµβανόµενη τακτική χρήση προφυλακτικού πριν από τη φυλάκιση να έχει προσδώσει σ' αυτή την πρακτική έναν ισχυρό χαρακτήρα "συνήθειας". Συστατικά στοιχεία από συγκεκριµένα κοινωνικο-γνωστικά µοντέλα όπως το Μοντέλο Πεποιθήσεων για την Υγεία και ο Έλεγχος της Υγείας αναδείχθηκαν ως σηµαντικοί προβλεπτικοί παράγοντες σεξουαλικών πρακτικών προφύλαξης, µετά την φυλακή. Αυτό ενισχύει τη σηµασία της χρήσης θεωριών στην έρευνα αγωγής υγείας στις φυλακές. Οι πεποιθήσεις για την υγεία των κρατουµένων, που εξετάστηκαν σε αυτήν την µελέτη, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, παρέχουν µια εννοιολογική βάση για παρεµβάσεις πρόληψης και προστασίας από τον HIV στις φυλακές. Αυτή η µελέτη βρήκε πιθανούς προσδιοριστικούς παράγοντες των προθέσεων των κρατουµένων να υιοθετήσουν ασφαλείς σεξουαλικές συµπεριφορές για να προστατευθούν από τον ιό HIV, µεταξύ των µεταβλητών συγκεκριµένων κοινωνικο-γνωστικών µοντέλων. Συνεπώς, η παρούσα µελέτη πρόσφερε στους υπεύθυνους Αγωγής Υγείας µια σηµαντική βάση για να µελετήσουν αυτούς τους παράγοντες και να τους µετατρέψουν σε δράσεις πρόληψης για το όφελος των κρατουµένων.
Βιβλιογραφία Abraham, S.C.S., Sheeran, P., Spears, R. and Abrams, D. (1992) Health Beliefs and Promotion of HIV-Preventive Intentions among Teenagers: A Scottish Perspective. Health Psychology, 11 (6): 363-370. Abraham, S.C.S. and Sheeran, P. (1994) Modelling and modifying young heterosexuals HIVpreventive behaviour; a review of theories, findings and educational implications. Patient Education and Counselling, 23: 173-186. Ajzen, I. (1991) The theory of planned behavior. Organizational Behavior and Human Decision Processes, 50: 179-211. Aspinwall, L.G., Kemeny, M.E., Taylor, S.E., Schneider, S.G. and Dudley, J.P. (1991) Psychosocial predictors of gay men s AIDS risk reduction behaviour. Health Psychology, 10 (6): 432-444. Conner, M. and McMillan, B. (1999) Interaction effects in the theory of planned behaviour: Studying cannabis use. British Journal of Social Psychology, 38: 195-222. Conner, M. and Norman P. (Eds) (1996) Predicting health behaviour. Research and practice with social cognition models, Buckingham, Open University Press. Correctional Service Canada (1996) 1995 National Inmate Survey: Final Report. Ottawa: The Service, Correctional Research and Development. Ferrand, A. and Snijders, T.A. (1997) Social networks and Normative Tension. In Van Compenhoudt, L., Cohen, M., Guizzardi, G. and Hausser, M. (Eds) Sexual Interactions and HIV Risks. New Conceptual Perspectives in European Research. London: Taylor and Francis, 6-21. Finnigan, F. (1995) The cognitive structure underlying heroin-injecting behaviour. Journal of Drug Education, 25 (3): 281-287. Fisher, W.A., Fisher, J.D. and Rye, B.J. (1995) Understanding and promoting AIDS-Preventive Behavior: Insights from the Theory of Reasoned Action. Health Psychology, 14 (3): 255-264. Gore, S.M. and Bird, A.G. (2000) HIV, Hepatitis and drugs epidemiology in prisons. In Shewan, D. and Davies, J.B. (Eds) Drug Use and Prisons. An International Perspective, 141-171. Harwood Academic Publishers, Singapore. Hubert, M., Bajos, N. and Sandfort Th. (Eds) (1998) Sexual Behaviour and HIV/AIDS in Europe. UCL Press. Jürgens, R. (2000) HIV/AIDS and drug use in prisons: moral and legal responsibilities of prisons. In Shewan, D. and Davies, J.B. (Eds) Drug Use and Prisons. An International Perspective. 57-87. Harwood Academic Publishers, Singapore.
Kokkevi, A., Alevizou, S., Arvanitis, Y., Liappas, J., and Stefanis, C. (1992) AIDS-Related Behaviour and Attitudes among IV Drug Users in Greece, The International Journal of Addictions, 27: 37-50. Koulierakis, G. (2002) HIV Risk Behaviours Amongst Greek Inmates. A Theoretical Perscpective. Doctorate Dissetration. University of Stirling, Scotland. Lau, R.R., Hartman, K.A. and Ware, J.E. (1986) Health as a Value: Methodological and Theoretical Considerations. Health Psychology, 5 (1): 25-43. Mahon, N. (1996) New York inmates HIV risk behaviors: The implications for prevention policy and programs. American Journal of Public Health, 86 (9): 1211-1215. Myers, T., Millson, M., Rigby, J., Ennis, M., Rankin, J., Mindell, W. and Strathdee, S. (1995) A comparison of the determinants of safe injecting and condom use among injecting drug users. Addiction, 90: 217-226. Norman, P. and Conner, M. (1996) The role of Social Cognition Models in predicting health behaviours: Future directions. In Conner, M. and Norman P. (Eds), Predicting health behaviour. Research and practice with social cognition models, Buckingham, Open University Press, 197-225. Peto, D., Huyenen, P. and Bajos, N. (1998) Sexual Adaptation to HIV Risk. In Hubert, M., Bajos, N. and Sandfort Th. (Eds) Sexual Behaviour and HIV/AIDS in Europe. UCL Press, 245-265. Power, K.G., Markova, I., Rowlands, A., Mckee, K.J., Anslow, P.J., and Kilfedder, C. (1992) Comparison of sexual behaviour and risk of HIV transmission of Scottish inmates with or without a history of intravenous drug use, AIDS Care, 4: 53-67. Rhodes, T., Myers, T., Bueno, R., Millson, P. and Hunter, G. (1998) Drug Injecting and Sexual Safety: Cross-national Comparisons among Cocaine and Opioid Injectors. In Stimson, G.D., Des Jarlais, C. and Ball, A. (Eds) Drug Injecting and HIV Infection. WHO, UCL Press, pp. 130-148. Rosenstock, I.M. (1974) Historical origins of the Health Belief Model. Health Education Monographs, 2: 1-8. Saum, C.A. (1995) Sex in prison: Exploring the Myths and Realities. Prison Journal December. Schafer, J., Blanchard, L. and Fals-Stewart, W. (1994) Drug Use and Risky Sexual Behavior. Psychology of Addictive Behaviors, 8(1): 3-7. Van Compenhoudt, L., Cohen, M., Guizzardi, G. and Hausser, M. (Eds) (1997) Sexual Interactions and HIV Risks. New Conceptual Perspectives in European Research. London: Taylor and Francis. Wallston, K.A., Wallston, B.S. and DeVellis, R. (1978) Development of the Multi-dimensional health locus of control (MHLC) scales. Health Education Monographs, 6: 160-70.