ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΣ Δ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Χ. Ν.



Σχετικά έγγραφα
ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

ΚΑΡΔΙΟΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΟΕΠΙΔΡΑΣΗ

Εργαστήριο. Παθολογική Χειρουργική Νοσηλευτική ΙΙ. «Μέτρηση της αιματηρής. Αρτηριακής Πίεσης»

Όταν χρειάζεται ρύθμιση της ποσότητας των χορηγούμενων υγρών του ασθενή. Όταν θέλουμε να προλάβουμε την υπερφόρτωση του κυκλοφορικού συστήματος

ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΙΣΤΙΚΗΣ ΟΞΥΜΕΤΡΙΑΣ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝ ΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ (ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ)

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ ΣΕ. Παρουσίαση περιστατικού. ΑΜΕΘ Γ.Ν.Θ. «Γ. Παπανικολάου»

ΟΞΕΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ


Καταπληξία. Δημήτριος Τσιφτσής ΤΕΠ ΓΝ Νικαίας

ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ ΕΙΛΕΟΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΛΙΚΗ ΚΥΣΤΕΚΤΟΜΗ

Κακώσεις του Θώρακα ΜΙΧΑΗΛ ISBN

Εργασία βιολογίας Μ. Παναγιώτα A 1 5 ο ΓΕΛ Χαλανδρίου Αγγειοπλαστική Bypass

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΠΙΣΘΟΠΕΡΙΤΟΝΑΪΚΟΥ ΑΙΜΑΤΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΚΟΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΛΑΓΧΝΩΝ

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΑΕΡΙΩΝ & ΥΠΟΞΑΙΜΙΚΗ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

ΚΑΡΔΙΟΝΕΦΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΥΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ Ε.Σ.Υ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ.Ν.

Παράρτημα III. Τροποποιήσεις των σχετικών παραγράφων της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και των φύλλων οδηγιών χρήσης

ΚΗΛΕΣ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΤΟΙΧΩΜΑΤΟΣ Τετάρτη, 01 Σεπτέμβριος :33 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 15 Οκτώβριος :13

ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Η ροή υγρών μέσω σωλήνων διέπεται από το νόμο του Poiseuille Q = dp / R dp = Q x R PA LA = Q x R PA = Q x R + LA

Νεφρική ρύθμιση όγκου αίματος και εξωκυτταρίου υγρού. Βασίλης Φιλιόπουλος Νεφρολόγος Γ.Ν.Α «Λαϊκό»

Ανταλλαγή αερίων - Αναπνευστική Ανεπάρκεια

Χατζηαντωνίου Χρήστος Επιμελητής Α Χειρουργικής Θώρακος Νοσοκομείο ΚΑΤ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ»

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΗΣ ΑΟΡΤΗΣ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΙΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΓΕΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΑΡΔΑΒΕΛΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΙΝΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ Από το σημείο στη διάγνωση

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΙΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Συστηματικές επιδράσεις της οξέωσης της υπερκαπνίας των βαριά πασχόντων ασθενών

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ

ΚΑΚΩΣΕΙΣ ΘΩΡΑΚΑ A. ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ ΠΛΕΥΡΩΝ B. ΠΝΕΥΜΟΘΩΡΑΚΑΣ

Καρβελάς Φώτης Δ/ντής Χειρουργικής κλινικής «Άγιος Ανδρέας»

ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ ΟΞΕΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ. ΚΟΥΛΟΥΡΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Ειδικός Καρδιολόγος Επιμελητής Β, Γ.Ν. Κοζάνης Μαμάτσειο

ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΡΔΙΑ

Βιολογία Α Λυκείου Κεφ. 3. Κυκλοφορικό Σύστημα. Καρδιά Αιμοφόρα αγγεία Η κυκλοφορία του αίματος Αίμα

Τα οφέλη της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής στην πράξη - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Δευτέρα, 27 Δεκέμβριος :17

Νεότερες τεχνικές μη επεμβατικού μηχανικού αερισμού: πότε και για ποιους ασθενείς;

ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΩΣ ΑΝΤΙΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ. Δημήτρης Α. Λαγονίδης MD, PhD, FCCP Πνευμονολόγος-Εντατικολογος

Καρδιά. Καρδιά. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Ε.Φ.Α.Α. Άσκηση και αρτηριακή πίεση. Μεταπτυχιακό πρόγραμμα Άσκηση και Υγεία. Πασχάλης Βασίλης, Ph.D.

ΥΝΑΜΙΚΟ ΕΓΧΡΩΜΟ TRIPLEX ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ

Κοιλιοαρτηριακή σύζευξη στην πνευμονική υπέρταση

ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΑΚΟΠΗ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ 1. 31/3/2011 Bogdan Raitsiou M.D 1

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ Ι Κλινικό Πρόβλημα- Αναπνευστική Ανεπάρκεια

Γ. Χ. Μπομπότης 1, Ι. Π. Λαζαρίδης 2, Η. Ι. Καπιτσίνης 1, Α. Θ. Παπαδόπουλος 1, Π. Γ. Δοκόπουλος 1, Α. Ι. Καρακάνας 1, Ι.Γ. Στυλιάδης 1 1.

ΠΡΩΊΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΛΕΥΤΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΑΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

Πειραµατική Εργοφυσιολογία

Ενδοκοιλιακή Πίεση. Α. Λαχανά ΜΕΘ ΝΙΜΤΣ

Φυσιολογία της Άσκησης

Υπεζωκοτικές συλλογές σε παθήσεις κάτω του διαφράγματος

ΙΩΑΝΝΗΣ Η. ΓΚΡΙΝΙΑΤΣΟΣ Επίκουρος Καθηγητής Χειρουργικής ΕΚΠΑ Α Χειρουργική Κλινική ΛΑΙΚΟ Νοσοκομείο

OΞΥ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΛΥΒΟΥ ΕΛΕΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΤΕ Τ.Ε.Π ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ Γ.Ν.Α

Εξάμηνο Γ (χειμερινό)

Η εμπειρία μας από τη χρήση ενδοαορτικού ασκού σε ασθενείς υψηλού κινδύνου και σε καρδιογενή καταπληξία.

ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ ΘΩΡΑΚΑ & ΠΑΡΟΧΕΤΕΥΣΗ ΘΩΡΑΚΑ

Σύγχρονη αντιμετώπιση του αορτικού ανευρύσματος

Μιχάλης Τσαματσούλης Χειρουργός Θώρακος. Καρδιοχειρουργική Κλινική Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»

διαταραχές και δυσκολία στη βάδιση άνοια επιδείνωση του ελέγχου της διούρησης- ακράτεια ούρων

Γυναίκα 50 ετών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι εισάγεται με ιστορικό από 48ωρου ανορεξίας, δύσπνοιας και κεφαλαλγίας. Το σάκχαρο αίματος ήταν 550mg/dl

ΙΑΤΡΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΙΑ

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

ΩΣΜΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΦΡΟΙ

Πνευμονικό αγγειακό δίκτυο

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΕΡΙΣΜΟΥ - ΑΙΜΑΤΩΣΗΣ

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΘ.

Το λεμφικό σύστημα είναι ένα σύστημα παροχέτευσης

Επεμβατική Ακτινολογία: Η εναλλακτική σου στη χειρουργική

Κοιλιακός πόνος στους ηλικιωμένους. Πέππας Γεώργιος Χειρουργός

Φυσιολογία του καρδιαγγειακού συστήματος. Κλειώ Μαυραγάνη

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ & ΑΣΚΗΣΗ

Αιµορραγία. Η αιµορραγία αυτή προέρχεται από τη διατοµή µιας φλέβας και

Μετεγχειρητική φροντίδα παιδιατρικών ασθενών που έχουν υποβληθεί σε ηπατεκτομή

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΕΝΩΣΗ ΙΣΘΜΟΥ ΑΟΡΤΗΣ

ΘΩΡΑΚΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ. Πλωτάρχης (YΙ) Π. Χουντής ΠΝ


Κοιλιακό Τραύµα Αρχές ιαχείρισης Θέµατα Τακτικής & Στρατηγικής. Στυλιανός Χ. Κατσαραγάκης Αναπλ. Καθηγητής Χειρουργικής

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ. ΑΝΔΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γαστρεντερολόγος - Ηπατολόγος

Άσκηση Η-11: Δύσπνοια ταχυκαρδία οιδήματα κυάνωση. Δημήτρης Φαρμάκης Καρδιολόγος Α Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ

1. Ορισµός Νόσου. 4. Συµπτωµατολογία / Κλινική εικόνα / Ευρήµατα (εργαστηριακά κ.α.)

Δρ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΥΖΟΥΡΗΣ ΓΕΝΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ

ΣΕΝΑΡΙΟ 1 Παρουσία σε ιατρική εξέταση - Εβδομάδα: 15/9/ /9/2014 Ώρα ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Μεταμόσχευση Νεφρού. Το όργανο και η λειτουργία του :

ΤΟ ΑΓΓΕΙΑΚΟ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Νοσηλευτικά Πρωτόκολλα διαχείρισης καρδιολογικών ασθενών στην εξωνεφρική κάθαρση. Μονάδα Τεχνητού Νεφρού ΠΓΝ «Αττικόν», Αθήνα

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Ο ρόλος της ΜΕΘ στη δωρεά οργάνων

Η εφαρμογή της Καρδιοαναπνευστικής δοκιμασίας κόπωσης σε ασθενείς με Πνευμονική Αρτηριακή υπέρταση

ΥΠΕΡΟΣΜΩΤΙΚΟ ΜΗ ΚΕΤΩΝΙΚΟ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΚΩΜΑ. Φροντίδα στο Σακχαρώδη Διαβήτη- Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Τμήματος

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ. Σ. Τσιόδρας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ (preliminary)

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ. Γαργάνη Κωνσταντίνα: ΤΕ Νοσηλεύτρια Σ/Μ ΓΝΘ Παπανικολάου

ΑΠΛΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΙΛΙΑΣ Χ. ΜΠΟΥΡΓΙΩΤΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΣ ΥΠΟΤΡΟΦΟΣ

Εργαστήριο. Παθολογική Χειρουργική Νοσηλευτική ΙΙ. «Τοποθέτηση. Κεντρικών Φλεβικών Καθετήρων»

Η κλινική Προσέγγιση του Ασθενούς σε Κωματώδη Κατάσταση στο ΤΕΠ. Βασίλης Γροσομανίδης Αναισθησιολόγος

Εισαγωγή στη Βιοϊατρική Τεχνολογία και Ανάλυση Ιατρικών Σημάτων

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΣ Δ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Χ. Ν. ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ 2008-09 ΑΡΙΘΜ. 1789 ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΙΚΗΣ ΟΞΥΓΟΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΦΡΟΥ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΙΣΤΙΚΗΣ ΟΞΥΜΕΤΡΙΑΣ ΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΗΨΗ (ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ) ΣΤΑΥΡΟΥ Χ. ΚΑΛΦΑΔΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΥ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009 1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΤΟΜΠΡΟΣ 2

Η ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ 1. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΟΤΣΙΟΣ, Καθηγητής Χειρ/κής ΑΠΘ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ 2. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΡΛΑΥΤΗΣ, Καθηγητής Χειρ/κής ΑΠΘ 3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΙΟΥΜΗΣ, Επίκ. Καθηγητής Πνευμονολογίας ΑΠΘ (Μέλη τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής) 4. ΣΚΟΥΡΤΗΣ ΧΑΡΙΣΙΟΣ, Αν. Καθηγητής Αναισθ/γίας ΑΠΘ 5. ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, Καθηγητής Παθολογίας ΑΠΘ 6. ΜΑΚΡΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Καθηγητής Χειρουργικής ΑΠΘ 7. ΓΡΟΣΟΜΑΝΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Λέκτορας Αναισθ/γίας ΑΠΘ (Μέλη επταμελούς εξεταστικής επιτροπής) «Η έγκριση της Διδακτορικής Διατριβής από την Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέα.» (Νόμος 5343/32, αριθμ. 202 παρ.2 καιν. 1268-82, αρθρ. 50 παρ.8) 3

Στους γονείς μου Στην Ολυμπία 4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Α. ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ α. Εισαγωγή β. Αίτια αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης ταξινόμηση του ACS γ. Μέθοδοι μέτρησης της ενδοκοιλιακής πίεσης δ. Παθοφυσιολογία του συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος 1. Επιδράσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στην καρδιαγγειακή λειτουργία 2. Επιδράσεις στην αναπνευστική λειτουργία 3. Επιδράσεις στο κοιλιακό τοίχωμα 4. Επιδράσεις στη σπλαγχνική αιματική ροή 5. Επιδράσεις στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα 6. Φλεγμονώδης απάντηση στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης ε. Πρόληψη Αντιμετώπιση στ. Επίπτωση Πρόγνωση B. ΣΗΨΗ α. Ορισμοί β. Παθοφυσιολογία της σηπτικής καταπληξίας γ. Στοιχεία μικροβιολογίας στη σηπτική καταπληξία δ. Αρχές αντιμετώπισης της σήψης ε. Δομή και λειτουργία των λιποπολυσακχαριδών Γ. ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΗΨΗΣ ΣΤΗ ΝΕΦΡΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ α. Στοιχεία ανατομίας και φυσιολογίας του νεφρού β. Ο νεφρός του σκύλου γ. Οι επιδράσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στην νεφρική λειτουργία δ. Οι επιδράσεις της σηπτικής καταπληξίας από Gram-αρνητικά μικρόβια στη νεφρική λειτουργία 5

Δ. ΙΣΤΙΚΗ ΟΞΥΓΟΝΩΣΗ - ΙΣΤΙΚΗ ΟΞΥΜΕΤΡΙΑ α. Γενικά στοιχεία β. Η ιστική οξυγόνωση του νεφρού γ. Εκτίμηση της ιστικής οξυγόνωσης 1. Αναίμακτη εκτίμηση της ιστικής οξυγόνωσης 2. Αιματηρή εκτίμηση της ιστικής οξυγόνωσης 3. Μεταβολικοί δείκτες της ιστικής οξυγόνωσης δ. Το μέλλον της μελέτης της ιστικής οξυγόνωσης ε. Μέτρηση της μερικής πίεσης του Ο 2 τοπικά στους ιστούς (ptio 2 ) ΙΙ. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Α :ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ Β :ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΜΕΛΕΤΗΣ Γ :ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Δ :ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ε :ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΤ :ΠΕΡΙΛΗΨΗ ABSTRACT ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 6

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η συνύπαρξη σήψης και κοιλιακού διαμερίσματος είναι φαινόμενο συχνό στην κλινική πράξη. Η σήψη μπορεί είτε να αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα της ανάπτυξης του συνδρόμου, όπως σε περιτονίτιδα ή μετεγχειρητική ανάπτυξη κοιλιακού αποστήματος, είτε να επιπλέξει την πορεία του, όταν αυτό προκαλείται από άλλη αιτία (π.χ. τραύμα). Από τις πιο σημαντικές παθοφυσιολογικές διαταραχές που προκαλεί το σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος αφορούν στο ουροποιητικό με εκδήλωση ολιγουρίας και ανουρίας. Ενώ ο μηχανισμός με τον οποίο προκαλούνται οι διαταραχές αυτές δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί, πρόσφατα πειραματικά δεδομένα καταγράφουν ελάττωση της ιστικής οξυγόνωσης στο νεφρικό φλοιό ανάλογη της αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης. Η σήψη από gram(-) μικρόβια προκαλεί αιμοδυναμικές διαταραχές στο νεφρό, που επίσης δεν έχουν αποσαφηνισθεί και που επιδρούν τόσο στην ιστική οξυγόνωση όσο και στη λειτουργία των νεφρώνων και το ρυθμό της σπειραματικής διήθησης. Με βάση τα παραπάνω σκεφτήκαμε να μελετήσουμε τις μεταβολές της ιστικής οξυγόνωσης του νεφρού στην κατάσταση που συνυπάρχει αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση με σήψη. Δημιουργήσαμε έτσι ένα πειραματικό μοντέλο με σκύλους, στους οποίους αφού με τεχνητά μέσα προκαλέσαμε σήψη, αυξήσαμε την ενδοκοιλιακή πίεση σε προκαθορισμένα επίπεδα και καταγράψαμε την ιστική οξυγόνωση καθώς και άλλες αναπνευστικές και αιμοδυναμικές παραμέτρους. Θα πρέπει να ευχαριστήσω θερμά τον καθηγητή Χειρουργικής του ΑΠΘ κ. Δ. Μπότσιο για την ανάθεση του θέματος, τη βοήθεια κατά τη διεξαγωγή των πειραμάτων, την παρακολούθηση και τις υποδείξεις κατά τη διάρκεια της εκπόνησης και τις συμβουλές του κατά τη συγγραφή της εργασίας αυτής. 7

Ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη εκφράζω στην τ. αναπλ. διευθ. της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου», κ. Βασιλική Τσιώρα, για την πολύτιμη βοήθεια που προσέφερε ιδίως στην εκτέλεση του πειραματικού μέρους. Τον καθηγητή Χειρουργικής του ΑΠΘ κ. Ν. Χαρλαύτη και τον επ. καθηγητή του ΑΠΘ κ. Ιωάννη Κιουμή, πνευμονολόγο λοιμωξιολόγο, μέλη της τριμελούς επιτροπής, θα ήθελα να ευχαριστήσω για τη συμβολή τους στην άρτια παρουσίαση της μελέτης αυτής. Πολύ σημαντική ήταν η συνεργασία και η βοήθεια που έλαβα από τη συνάδελφο Β. Ναλμπάντη, αναισθησιολόγο εντατικολόγο, κατά τη διεξαγωγή των πειραμάτων, την οποία και ευχαριστώ θερμά, όπως και τον υπεύθυνο του πειράματος, κτηνίατρο της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, Π. Φορτομάρη. Ευχαριστώ θερμά το μαθηματικό κ. Χ. Ζηνοβιάδη για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων. Επιθυμώ ακόμη να εκφράσω ευχαριστίες στον καθηγητή Χειρουργικής κ. Ιωάννη Δαδούκη για τη συμβολή του κατά την ανάθεση του θέματος και το διαρκές ενδιαφέρον του για την πορεία αυτής της μελέτης. Τέλος, ευχαριστώ τους συναδέλφους ιατρούς και μέλη ΔΕΠ της Δ Χειρουργικής Κλινικής του ΑΠΘ, της οποίας διατελώ επιστημονικός συνεργάτης, για την εν γένει βοήθεια, και ιδιαίτερα τον καθηγητή και Διευθυντή κ. Χ. Ν. Λαζαρίδη για την ηθική συμπαράσταση και παρότρυνση ολοκλήρωσης της παρούσης διατριβής. 8

Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Α. ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ α. Εισαγωγή - Ορισμοί Τα αποτελέσματα της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης (Intra-abdominal Pressure, IAP) είναι γνωστά από τα τέλη του 19 ου αιώνα, όταν οι Marey και Burt κατέδειξαν τις επιπτώσεις της στο αναπνευστικό 2. Το 1890 ο Heinricius έδειξε ότι αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης σε επίπεδα 27 έως 46 cm H 2 O οδηγεί σε θάνατο τα πειραματόζωα, χοίρους και σκυλιά 2. Η αιτία του θανάτου αποδόθηκε τότε σε διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος. Το 1911 ο Emerson, με τη χρήση πρωτόγονων συστημάτων αναπνευστικής υποστήριξης, περιέγραψε πρώτος καρδιαγγειακές διαταραχές από αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης σε πειραματικά μοντέλα 3. Και αμέσως μετά, το 1913, ο Wendt πρώτος συσχέτισε την αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση με νεφρική δυσλειτουργία 4. Το 1923 οι Thorington και Schmidt 5 έδειξαν με πειράματα σε σκύλους ότι ενδοκοιλιακή πίεση μεταξύ 15 και 30 mm Hg προκαλεί ολιγουρία, ενώ μεγαλύτερη από 30 mm Hg ανουρία. Παρακινήθηκαν στη μελέτη αυτή από την παρατήρηση ενός ασθενούς με κακοήθη ασκίτη, του οποίου η διούρηση βελτιωνόταν μετά από εκκενωτική παρακέντηση. Το 1931 ο Overholt 6 προέβη σε μετρήσεις της ενδοκοιλιακής πίεσης με τη χρήση διάτρητου ενδοπεριτοναϊκού καθετήρα και ενός καινοτόμου μετατροπέα πίεσης. Απέδωσε την ενδοκοιλιακή πίεση στην υδροστατική πίεση των σπλάγχνων και βρήκε ότι οι τιμές της συνήθως βρίσκονται κοντά στην ατμοσφαιρική πίεση. 9

Κατά την δεκαετία του `60 και 70, με την ανάπτυξη της λαπαροσκόπησης, αναισθησιολόγοι και μαιευτήρες γυναικολόγοι αναγνώρισαν ότι η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης έχει προφανείς και επικίνδυνες επιπτώσεις στο κυκλοφορικό σύστημα. 7,8,9 Στις αρχές της δεκαετίας το 80, οι Richards, Kron και συν 10. έδειξαν ότι η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση, συνήθως εξαιτίας μετεγχειρητικής αιμορραγίας, οδηγεί σε ολιγουρική ή ανουρική έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας που όμως αναστρέφεται άμεσα μετά από αποσυμπίεση της κοιλιάς. Οι Kron και συν. 11 πρότειναν ακόμη μια σταθμισμένη μέθοδο μέτρησης της ενδοκοιλιακής πίεσης με τη χρήση ενός καθετήρα ουροδόχου κύστης. Η κοιλιά μπορεί να θεωρηθεί ως ένα κλειστό κουτί, μερικώς άκαμπτο (σπονδυλική στήλη, λεκάνη, πλευρικά τόξα) και μερικώς εύκαμπτο (κοιλιακό τοίχωμα και διάφραγμα), έτσι ώστε οι τιμές της πίεσης να ακολουθούν τους νόμους της υδροστατικής. Ο βαθμός ευκαμψίας του τοιχώματος και το ειδικό βάρος του περιεχομένου προσδιορίζουν την τιμή της πίεσης σε ένα δεδομένο σημείο και σε μια δεδομένη θέση (ύπτια, πρηνή). Εν ζωή, τα πράγματα περιπλέκονται από την κινητικότητα του διαφράγματος, το μετατοπιζόμενο πλευρικό τόξο, τις συσπάσεις του κοιλιακού τοιχώματος και το περιεχόμενο των εντέρων που μπορεί να είναι κενά ή γεμάτα με αέρα, υγρό ή κόπρανα. Η ΙΑΡ είναι η σταθερή κατάσταση πίεσης εντός της κοιλότητας της κοιλιάς. 12,199 H IAΡ μεταβάλλεται με την αναπνοή, παρουσιάζοντας αύξηση κατά την εισπνοή και ελάττωση κατά την εκπνοή 6 (σύσπαση και χάλαση του διαφράγματος αντίστοιχα). Φυσιολογικά η ενδοκοιλιακή πίεση είναι ίση ή μικρότερη από την ατμοσφαιρική. 13,26 Το ακριβές επίπεδο της ενδοκοιλιακής πίεσης πάνω από το οποίο αυτή θεωρείται ενδοκοιλιακή υπέρταση ( Intra-abdominal Hypertension IAH) δεν είχε καθορισθεί μέχρι προσφάτως, 14 έτσι, κάποιοι ερευνητές όριζαν ως ενδοκοιλιακή υπέρταση επίπεδα ενδοκοιλιακής πίεσης μεγαλύτερα από 14,7 έως 18,3 mmhg (20-25 cmh 2 O), ενώ κάποιοι άλλοι μεγαλύτερα από 10mmHg (13,6 cm H 2 O) 15 Πιστεύεται ότι οι συνέπειες της ενδοκοιλιακής υπέρτασης εμφανίζονται όταν η ενδοκοιλιακή πίεση ξεπεράσει κάποιο κριτικό σημείο, το οποίο είναι διαφορετικό για κάθε ασθενή και μεταβάλλεται ανάλογα με την υποκείμενη νόσο, την κατάσταση του ενδοαγγειακού όγκου υγρών, την προϋπάρχουσα οργανική ανεπάρκεια και άλλες συστηματικές διαταραχές. Η ενδοκοιλιακή υπέρταση επιδρά τοπικά στην αιματική 10

ροή και επηρεάζει την αιματική διήθηση στα όργανα, γεγονός που οδηγεί σε συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση και ανεπάρκεια πολλών οργάνων. 16 Το Διεθνές Συνέδριο Ειδικών στην Ενδοκοιλιακή Υπέρταση και το Σύνδρομο Κοιλιακού Διαμερίσματος κατέληξε στον ορισμό της ενδοκοιλιακής υπέρτασης (IAH) ως της διατήρησης ή επαναλαμβανόμενης παθολογικής αύξησης της IAP σε επίπεδο μεγαλύτερο ή ίσο των 12 mmhg. 199 Η ενδοκοιλιακή υπέρταση και το σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος δεν είναι ταυτόσημες έννοιες αλλά διαφορετικά στάδια της ίδιας παθολογικής διαδικασίας 17. Η ενδοκοιλιακή υπέρταση είναι πρώιμο φαινόμενο, που όταν δεν διορθώνεται οδηγεί στην πλήρη εκδήλωση του συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος. 14 Ως σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος (Abdominal Compartment Syndrome- ACS) ορίζεται η διατήρηση της ενδοκοιλιακής πίεσης (IAP) σε επίπεδα μεγαλύτερα των 20mmHg [ με ή χωρίς την πίεση κοιλιακής άρδευσης (Abdominal Perfussion Pressure APP) σε επίπεδο μικρότερο των 60mmHg], διατήρηση η οποία σχετίζεται με δυσλειτουργία / ανεπάρκεια νέων οργάνων. 199 Κλινικώς τα συστήματα του οργανισμού που επηρεάζονται περισσότερο είναι το καρδιαγγειακό, με μείωση της καρδιακής παροχής και αύξηση των περιφερικών αντιστάσεων, το ουροποιητικό, με ολιγουρία και ανουρία και το αναπνευστικό, με αύξηση των πιέσεων κατά τον μηχανικό αερισμό, ελάττωση της ενδοτικότητας και υποξία. Χωρίς θεραπεία το ACS οδηγεί σε θανάσιμη ανεπάρκεια οργάνων, ενώ αντίθετα η αποσυμφόρηση της κοιλιακής κοιλότητας αναστρέφει άμεσα τις ως άνω παθοφυσιολογικές αλλαγές. 1 Κλινικές παρατηρήσεις αναφέρουν ότι όλοι οι ασθενείς δεν εμφανίζουν τις ίδιες διαταραχές για το ίδιο επίπεδο πίεσης. 1 Επίσης, δεν έχει διευκρινισθεί γιατί κάποιοι ασθενείς με αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση εμφανίζουν το σύνδρομο, ενώ άλλοι όχι. 18 Οι Burch και συν. δημοσίευσαν ένα σύστημα ταξινόμησης της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης, το οποίο παρουσιάζεται στον πίνακα 1 και στο οποίο μπορεί να βασίστεί η θεραπευτική αντιμετώπιση του συνδρόμου: 1,19 Πίνακας 1: Στάδια της ενδοκοιλιακής υπέρτασης και αντιμετώπιση ΣΤΑΔΙΑ IAP (cm H 2 O) ΘΕΡΑΠΕΙΑ Ι 10-15 Διατήρηση ικανοποιητικού 11

ενδοαγγειακού όγκου ΙΙ 15-25 διατήρηση ικανοποιητικού ενδοαγγειακού όγκου και συνεχής παρακολούθηση ΙΙΙ 25-35 Συνιστάται χειρουργική αποσυμπίεση ΙV > 35 Απαραίτητη η χειρουργική αποσυμπίεση Σύμφωνα με αυτή την ταξινόμηση, στα επίπεδα πίεσης του σταδίου Ι, παρά τις συστηματικές διαταραχές, δεν συνιστάται αποσυμπίεση. Στο στάδιο ΙΙ ο ασθενής θα πρέπει να βρίσκεται σε στενή παρακολούθηση, αλλά επί απουσίας ολιγουρίας, υποξυγοναιμίας και αύξησης των αντιστάσεων στους αεραγωγούς αποσυμπίεση δεν κρίνεται απαραίτητη. Στους περισσότερους ασθενείς του σταδίου ΙΙΙ, ανάλογα με την κλινική εικόνα, και σε όλους τους ασθενείς του σταδίου IV προτείνεται χειρουργική αποσυμπίεση της κοιλιάς. Η ταξινόμηση αυτή των Burch και συν. τροποποιημένη η βασική διαφορά αφορά στην έκφραση της πίεσης σε mmhg αντί cmh 2 O θεωρήθηκε κατάλληλη από το Διεθνές Συνέδριο Ειδικών στην Ενδοκοιλακή Υπέρταση και το Σύνδρομο Κοιλιακού Διαμερίσματος για την κατάταξη των ασθενών με αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση και ως οδηγός για την κλινική αντιμετώπιση: 199 - Στάδιο Ι: IAP 12-15 mmhg, - Στάδιο ΙΙ: IAP 16-20 mmhg, - Στάδιο ΙΙΙ: IAP 21-25 mmhg, - Στάδιο IV: IAP > 25 mmhg. Η ενδοκοιλιακή υπέρταση μπορεί ακόμη να ταξινομηθεί με βάση την διάρκεια των συμπτωμάτων σε τέσσερις ομάδες: Υπεροξεία ΙΑΗ, που αφορά αυξήσεις της ΙΑΡ οι οποίες διαρκούν λίγα δευτερόλεπτα ή λεπτά ως αποτέλεσμα γέλιου, βήχα, αφόδευσης, φυσικής δραστηριότητας κ. ά.. Οξεία ΙΑΗ, που αναπτύσσεται μέσα σε μια περίοδο ωρών και παρατηρείται κυρίως σε χειρουργικούς ασθενείς ως αποτέλεσμα τραύματος ή ενδοκοιλιακής αιμορραγίας. 12

Υποξεία ΙΑΗ που αναπτύσσεται σε μια περίοδο ημερών και απαντάται πιο συχνά σε παθολογικούς ασθενείς ως αποτέλεσμα συνδυασμού αιτιολογικών και προδιαθεσικών παραγόντων. Χρόνια ΙΑΗ, που αναπτύσσεται μέσα σε μια περίοδο μηνών (π.χ κατά την διάρκεια εγκυμοσύνης) ή ετών (π.χ. παχυσαρκία, ενδοκοιλιακό όγκο, κίρρωση) και ενέχει τον κίνδυνο ανάπτυξης οξείας ή υποξείας ΙΑΗ. Λόγω της παρατεινόμενης χρονικής περιόδου, το κοιλιακό τοίχωμα προσαρμόζεται και προοδευτικά διατείνεται απαντώντας στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης. Δίνει έτσι χρόνο στον οργανισμό να κάνει τις απαραίτητες φυσιολογικές προσαρμογές. Ενώ μόνο οι τρεις τελευταίες ομάδες έχουν μείζονα σημασία για τους βαρέως πάσχοντες, η κλινική θεώρηση αυτών των υποτύπων της ΙΑΗ είναι χρήσιμη για την πρόληψη στις περιπτώσεις ασθενών που αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη ACS. 13,199 β. Αίτια αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης Ταξινόμηση του ACS Διάφορες παθολογικές καταστάσεις, τόσο οξείες όσο και χρόνιες, μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η χρόνια αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, αν και δεν στερείται νοσηρότητας, δεν οδηγεί στην τυπική εμφάνιση του συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος. Οι αιτιολογικοί παράγοντες που προκαλούν οξεία αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης μπορούν να χωριστούν στις παρακάτω κατηγορίες: 20,21,22,23 - Πρωτοπαθείς: ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, ενδοκοιλιακή φλεγμονή (π.χ. κοπρανώδης περιτονίτιδα, χολοπεριτόναιο, οξεία παγκρεατίτιδα), ειλεός (αποφρακτικός, παραλυτικός, σύνδρομο Ogilvie), απόφραξη μεσεντέριας φλέβας κ. ά.. - Mετεγχειρητικοί: μετεγχειρητική αιμορραγία, μετεγχειρητική εφαρμογή κοιλιακής ζώνης, μετεγχειρητική περιτονίτιδα ή ανάπτυξη ενδοκοιλιακού αποστήματος, μετεγχειρητικός ειλεός ή οξεία γαστρική διάταση κ.ά.. 13

- Μετατραυματικοί: εξωτερική συμπίεση του σώματος (όπως για παράδειγμα από στρατιωτικά αντισόκ παντελόνια ή MAST), εγκαύματα και βαρείς τραυματισμοί, ένδο ή οπισθοπεριτοναϊκή αιμορραγία (π.χ. τραυματική ρήξη αορτής, ρήξη σπληνός ή ήπατος), σπλαγχνικό οίδημα μετά από ταχεία χορήγηση υγρών για ανάταξη καταπληξίας κ.ά.. - Ιατρογενείς: Λαπαροσκοπικές επεμβάσεις, κοιλιακός πωματισμός, αποκατάσταση μεγάλων τοιχωματικών ή διαφραγματικών κηλών, σύγκλειση λαπαροτομίας υπό μεγάλη τάση κ.ά.. Οι αιτιολογικοί παράγοντες που απαντώνται πιο συχνά στην κλινική πράξη είναι η αιμορραγία μετά από επέμβαση στην κοιλιακή αορτή, η περιτονίτιδα από ενδοκοιλιακή λοίμωξη - σήψη, ο ειλεός και το οίδημα των ιστών. 24 Προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης θεωρούνται η υποθερμία (με κεντρική θερμοκρασία μικρότερη από 34 ο C), η οξέωση (ph<7,2), οι πολλαπλές μεταγγίσεις (περισσότερες από 10 μονάδες συμπυκνωμένων ερυθρών ανά 24ωρο), οι διαταραχές του πηκτικού μηχανισμού με την εμφάνιση του συνδρόμου διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης, οι αγγειοπάθειες (π.χ. θρόμβωση μεσεντερίου αρτηρίας ή φλέβας) και η σήψη ή σηπτική καταπληξία με αυξημένη διαπερατότητα τριχοειδών. 22 Είναι σύνηθες φαινόμενο - αναφέρεται σε ποσοστό που υπερβαίνει το 75%- να συνυπάρχουν περισσότεροι του ενός προδιαθεσικοί παράγοντες. 25 Με δεδομένο το μεγάλο πλήθος των προδιαθεσικών καταστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξή του, θεωρήθηκε σκόπιμο να ταξινομηθεί το ACS ως πρωτοπαθές, δευτεροπαθές και υποτροπιάζον, σύμφωνα με το αίτιο και την διάρκεια της ΙΑΗ: 199 - To πρωτοπαθές ACS είναι μια κατάσταση σχετίζόμενη με τραύμα ή νόσο στην περιοχή της κοιλίας και της πυέλου, που συχνά απαιτεί πρώιμη χειρουργική ή ακτινολογική παρέμβαση. - Το δευτεροπαθές ACS αναφέρεται σε καταστάσεις που δεν προέρχονται από την περιοχή της κοιλιάς και της πυέλου. - Το υποτροπιάζον ACS αναφέρεται σε καταστάσεις όπου το ACS αναπτύσσεται εκ νέου, ακολουθώντας προηγούμενη χειρουργική ή φαρμακευτική θεραπεία για πρωτοπαθές ή δευτεροπαθές ACS. Μπορεί δε να συμβεί παρά την ύπαρξη ανοιχτής κοιλιάς (γνωστό ως «σύνδρομο 14

διαμερίσματος ανοιχτής κοιλιάς») 201 ή ως νέο επεισόδιο ACS που ακολουθεί την οριστική σύγκλειση του κοιλιακού τοιχώματος 199 γ. Μέθοδοι μέτρησης της ενδοκοιλιακής πίεσης Θεωρώντας το περιεχόμενο της περιτοναϊκής κοιλότητας ασυμπίεστο και υγρής κυρίως σύστασης, που ακολουθεί το νόμο του Pascal, η ενδοκοιλιακή πίεση μπορεί να μετρηθεί σχεδόν σε κάθε τμήμα αυτής. 12 Όπως αναφέρθηκε ήδη, σε άτομα που αναπνέουν αυτόματα η ενδοκοιλιακή πίεση φυσιολογικά είναι ίση ή μικρότερη (αρνητική) από την ατμοσφαιρική 26. Σε ασθενείς που υποστηρίζονται με μηχανικό αερισμό είναι ελαφρώς θετική (9.0+2.,4 cm H 2 O) εξαιτίας της μετάδοσης της ενδοθωρακικής πίεσης μέσω του διαφράγματος 20,27. Η ενδοκοιλιακή πίεση έχει σχέση με το Δείκτη Μάζας Σώματος (Body Mass Index BMI) και αυξάνεται φυσιολογικά κατά την εισπνοή, το βήχα, τη δοκιμασία Valsalva, την ανύψωση βάρους κ.ά.. Κατά την ανάπαυση σε ύπτια θέση, η ενδοκοιλιακή πίεση κυμαίνεται μεταξύ 0 και 10 mmhg. Τιμές μεγαλύτερες από 10 mmhg θεωρούνται παθολογικές. 12,16,28 Η ενδοκοιλιακή πίεση μετά από επέμβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα κυμαίνεται μεταξύ 3και15 mmhg, ενώ κατά τη διάρκεια της λαπαροσκόπησης δεν ξεπερνά τα 15 mmhg 12. Η μέτρηση της ενδοκοιλιακής πίεσης μπορεί να γίνει άμεσα ή και με έμμεσες μεθόδους. 20,29 Κατά την άμεση μέθοδο μέτρησης της ενδοκοιλιακής πίεσης, τοποθετείται εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας καθετήρας, ο οποίος συνδέεται με μανόμετρο ή ειδικό μετατροπέα πίεσης. Η μέθοδος αυτή ιστορικά χρησιμοποιήθηκε πρώτη, με τοποθέτηση στην περιτοναϊκή κοιλότητα μεταλλικών σωλήνων ή βελονών ευρείας διαμέτρου. Επίσης χρησιμοποιήθηκε και σε πολλές πειραματικές εργασίες. 12,30-36 Η συσκευή παροχής CO 2 κατά την λαπαροσκόπηση καταγράφει άμεσα την ενδοκοιλιακή πίεση. Οι έμμεσες μέθοδοι μέτρησης της ενδοκοιλιακής πίεσης χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη, διότι η άμεση μέθοδος δεν είναι εύχρηστη και πρακτική. Οι έμμεσες μέθοδοι στηρίζονται στην μέτρηση της πίεσης προσπελάσιμων ενδοκοιλιακών κοίλων οργάνων, η οποία αντικατοπτρίζει το επίπεδο της ενδοκοιλιακής πίεσης. 13 Οι 15

κυριότερες από αυτές αφορούν την μέτρηση της πίεσης στην ουροδόχο κύστη, το στόμαχο και την κάτω κοίλη φλέβα. 37 - Πίεση ουροδόχου κύστης: Οι Kron και συν. περιέγραψαν για πρώτη φορά αυτή τη μέθοδο το 1984. 11 Η ουροδόχος κύστη σε όγκους μικρότερους από 100 ml λειτουργεί ως «παθητική» δεξαμενή και είναι δυνατό να αντανακλά την ενδοκοιλιακή πίεση, χωρίς αυτή να επηρεάζεται καθόλου από τη μυϊκή στιβάδα της 1. Τεχνική: Ο ουροκαθετήρας αποφράσσεται και 50-100 ml φυσιολογικού ορού ενίενται στην κενή ουροδόχο κύστη. Στη συνέχεια βελόνα 18-gauge, η οποία επικοινωνεί με μανόμετρο ή μετατροπέα πίεσης, εισάγεται κοντά στο σημείο απόφραξης του ουροκαθετήρα. Ως σημείο μηδέν λαμβάνεται το επίπεδο της ηβικής σύμφυσης. Η ηλεκτρονική τεχνική επιτρέπει την καταγραφή της κυματομορφής. Η μέθοδος αξιολογήθηκε αρχικά σε σκύλους 31 και στη συνέχεια από τους Iberti και συν. κλινικά σε ανθρώπους. 38 Αποδείχθηκε πως υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της ενδοκυστικής και της ενδοκοιλιακής πίεσης σε μεγάλο εύρος. Η τεχνική είναι απλή, ελάχιστα επεμβατική, μπορεί να εφαρμοσθεί στο κρεβάτι του ασθενούς και αποτελεί τη μέθοδο εκλογής όσον αφορά τη μέτρηση της ενδοκοιλιακής πίεσης στην κλινική πράξη. 39,40,41 Τα τελευταία χρόνια η μέθοδος αμφισβητείται από ορισμένους ερευνητές, καθώς την θεωρούν αναξιόπιστη, ιδίως όταν εφαρμόζεται σε μη αναισθητοποιημένους ασθενείς. 42,43,44 Πρόσφατες πολυκεντρικές μελέτες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές στις μετρήσεις που κυμαίνονται από -6 έως +30 mmhg, σε ποσοστό 25 με 66%. 45 Οι διαφορές στις μετρήσεις αποδίδονται στην ύπαρξη φυσαλίδων αέρα στο σύστημα και τη λανθασμένη τοποθέτηση του μετατροπέα πίεσης. Μειονεκτήματα της μεθόδου είναι επίσης η μη συνεχής καταγραφή, αλλά και ο κίνδυνος ανάπτυξης λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος. 45 Προσφάτως, για την καλύτερη στάθμιση, ακρίβεια και αναπαραγωγιμότητα της μεθόδου, προτάθηκε να λαμβάνεται ως σημείο μηδέν το επίπεδο της μέσης μασχαλιαίας γραμμής και να ενίενται 25 ml φυσιολογικού ορού. 199 -Ενδογαστρική πίεση: Η ενδοκοιλιακή πίεση μπορεί να μετρηθεί εμμέσως διαμέσου ρινογαστρικού καθετήρα ή καθετήρα γαστροστομίας 46. Ενίενται 100 ml νερού στο στομάχι και στη συνέχεια συνδέεται ο καθετήρας με μανόμετρο. Η πίεση μετράται σε cm H 2 O με το σημείο μηδέν να βρίσκεται στο επίπεδο της μέσης μασχαλιαίας γραμμής. 16

Η μέτρηση της ενδοκοιλιακής πίεσης μέσω της μέτρησης της ενδογαστρικής πίεσης αποτελεί εναλλακτική μέθοδο αξιολόγησης της ενδοκοιλιακής υπέρτασης, αν και δεν έχει ευρεία εφαρμογή. Η μέθοδος έχει ένδειξη όταν υπάρχει τραυματισμός της ουροδόχου κύστης ή όταν οι ενδοκυστικές πιέσεις δεν είναι αξιόπιστες, όπως στις περιπτώσεις που η ευενδοτότητα της κύστης είναι ελαττωμένη ή υπάρχει αιμάτωμα της πυέλου που πιέζει την κύστη. Η μέτρηση βέβαια διενεργείται σε κενό στόμαχο. 45 -Πίεση κάτω κοίλης φλέβας: Η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε σε πειραματικές μελέτες, στις οποίες αποδείχθηκε άμεση συσχέτιση αυτής της πίεσης με την ενδοκοιλιακή. 47,48 Δεν υπάρχουν ακόμη μελέτες που να αποδεικνύουν την αξιοπιστία της μεθόδου στους ανθρώπους. Για την μέτρηση απαιτείται η τοποθέτηση καθετήρα στην κάτω κοίλη φλέβα μέσω της δεξιάς ή αριστερής μηριαίας φλέβας. Ο καθετήρας αυτός συνδέεται με έναν μετατροπέα πίεσης. Ως μηδέν λαμβάνεται το επίπεδο της μέσης μασχαλιαίας γραμμής και η μέτρηση αξιολογείται στο τέλος της εκπνοής. Πλεονέκτημα της μεθόδου αποτελεί η δυνατότητα συνεχούς καταγραφής, ενώ μειονέκτημα η πιθανότητα εμφάνισης μικροβιαιμίας. 45 -Άλλοι τρόποι εκτίμησης της ενδοκοιλακής πίεσης: Η αδρή εκτίμηση της ενδοκοιλακής πίεσης με ψηλάφηση δεν είναι ακριβής και η ευαισθησία της είναι περίπου 40%. Ακόμη, είχε προταθεί η μέτρηση της περιμέτρου της κοιλιάς, η οποία επίσης δεν αποδείχθηκε αξιόπιστη. Τέλος, η μέτρηση της πίεσης στο ορθό μέσω ενός καθετήρα 12 F με αεροθάλαμο στην άκρη, ο οποίος προωθείται 8-10 εκ. από τον πρωκτικό δακτύλιο, έχει χρησιμοποιηθεί μόνο σε πειραματόζωα. 28,50 δ. Παθοφυσιολογία του συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος Η ενδοκοιλιακή υπέρταση επιδρά στη λειτουργία πολλών ζωτικών οργάνων και συστημάτων τόσο εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας όσο και εκτός αυτής. Η επίδραση αυτή είναι κλιμακούμενη και μπορεί να οδηγήσει, αν δεν αντιμετωπισθεί, ακόμη και στον θάνατο. Για την καλύτερη αντίληψη των κλινικών εκδηλώσεων και τη σωστότερη αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ενδοκοιλιακής υπέρτασης, θα 17

πρέπει να γίνουν κατανοητές συστήματος ξεχωριστά. οι παθοφυσιολογικές διαταραχές κάθε οργανικού 1. Επιδράσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στην καρδιαγγειακή λειτουργία Οι επιδράσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στο καρδιαγγειακό σύστημα παρουσιάζονται όταν η ενδοκοιλιακή πίεση υπερβεί τα 10 με 15 mmhg. 47,51 Μελέτες σε πειραματόζωα αποδεικνύουν ότι το 20% περίπου της ενδοκοιλιακής πίεσης μεταβιβάζεται στη θωρακική κοιλότητα με την ανύψωση των ημιδιαφραγμάτων. 52 Κατά την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, σταθερό εύρημα των περισσοτέρων πειραματικών εργασιών αποτελεί η πτώση της καρδιακής παροχής (Κ.Π.) και κατ επέκταση του καρδιακού δείκτη. 32,53,54 Η μείωση της καρδιακής παροχής οφείλεται στην ελάττωση της φλεβικής επιστροφής, στην αύξηση των περιφερικών αντιστάσεων λόγω μηχανικής συμπίεσης της αγγειακής κοίτης και στην αύξηση της ενδοθωρακικής πίεσης. 32,47,48,55 Έχει καταδειχθεί ότι η φλεβική επιστροφή επηρεάζεται ακόμη και σε επίπεδα ενδοκοιλιακής πίεσης μικρότερα από 15 mmhg και συνεχίζει να ελαττώνεται όσο οι τιμές της πίεσης αυξάνουν. 32,33,56 Αυτό είναι αποτέλεσμα της αυξημένης φλεβικής αντίστασης εντός της κοιλιάς και του θώρακα, που οδηγεί σε ελαττωμένη ροή στην κάτω κοίλη και τις φλέβες του οπισθοπεριτοναίου. 32 Η μέγιστη αντίσταση στη ροή της κάτω κοίλης απαντάται στο υποδιαφραγματικό τμήμα αυτής, όπου η ζώνη υψηλής πίεσης της κοιλιάς συναντά τη ζώνη χαμηλής πίεσης του θώρακα. 57 Η αύξηση στις συστηματικές αγγειακές αντιστάσεις είναι δευτεροπαθής από την ελάττωση της Κ.Π. και την απευθείας συμπίεση των αρτηριών εντός της κοιλιάς. Σε πειραματικά μοντέλα η ανύψωση του διαφράγματος αυξάνει καταφανώς την πίεση στην υπεζωκοτική κοιλότητα. 58,59 Αυτή η αύξηση μεταφέρεται στην καρδιά και τις κεντρικές φλέβες, οδηγώντας σε «νόθα» αύξηση της κεντρικής φλεβικής πίεσης, της πνευμονικής αρτηριακής πίεσης και της πνευμονικής πίεσης ενσφήνωσης, σε συνδυασμό με ελαττωμένη καρδιακή παροχή. 11,59,60 Εάν το γεγονός αυτό δεν ληφθεί υπόψη, η αιμοδυναμική εικόνα μπορεί λανθασμένα να εκληφθεί ως ανεπάρκεια των κοιλιών. Οι επιπτώσεις της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης στην αιμοδυναμική κατάσταση εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Μελέτες αναφέρουν ότι ο μειωμένος ενδαγγειακός όγκος και η χρήση αναισθητικών ευθύνονται για ποσοστό μείωσης 17-18

53% της καρδιακής παροχής. Έτσι, η υποογκαιμία 32,33 και η χρήση εισπνεόμενων αναισθητικών 33 επιτείνουν την ελάττωση της Κ.Π. κατά την αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση, δρώντας μάλιστα αθροιστικά. Η αύξηση του ενδαγγειακού όγκου τείνει να ελαχιστοποιεί ή και να αναστρέφει αυτή τη διαδικασία. 32 Αναφέρθηκε ήδη ότι η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση μεταδίδεται και στις οπισθοπεριτοναϊκές φλέβες. Αυτό προκαλεί λίμναση του αίματος στα κάτω άκρα. Η προκαλούμενη έτσι φλεβική στάση αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την ανάπτυξη εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης, η οποία κατά την κοιλιακή αποσυμπίεση μπορεί να οδηγήσει σε απειλητική για τη ζωή πνευμονική εμβολή και καρδιακή ανακοπή. 27,61 Η αρτηριακή πίεση παρότι συνήθως δεν επηρεάζεται, 36,47,53 μπορεί να είναι ελαττωμένη 54 ή αυξημένη. 53,62 Η μέση αρτηριακή πίεση αυξάνει αρχικά λόγω της εκτροπής του αίματος από την κοιλιακή χώρα, αλλά στη συνέχεια γίνεται φυσιολογική ή και μειώνεται. 12 Το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης επηρεάζεται από το ύψος της ενδοκοιλιακής πίεσης και άλλες αιμοδυναμικές παραμέτρους. Ταχυκαρδία μπορεί να παρατηρηθεί ως αντιρρόπηση της πτώσης του όγκου παλμού, ώστε να διατηρηθεί όσο είναι εφικτό σταθερή η Κ.Π. 20 Εφόσον η καρδιακή παροχή μείνει σταθερή, η συχνότητα των σφύξεων παραμένει αναλλοίωτη. Οι επιπτώσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στο καρδιαγγειακό σύστημα παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα 2. Πίνακας 2: Επιπτώσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στο καρδιαγγειακό σύστημα Μέση αρτηριακή πίεση καμία μεταβολή ή Καρδιακή συχνότητα καμία μεταβολή ή Πίεση ενσφήνωσης Κεντρική φλεβική πίεση Τελοδιαστολικός όγκος δεξιάς κοιλίας καμία μεταβολή ή Πίεση κάτω κοίλης φλέβας Πίεση πνευμονικής αρτηρίας Συστηματικές αγγειακές αντιστάσεις Καρδιακή παροχή Φλεβοθρόμβωση Πνευμονική εμβολή Ευενδοτότητα αριστερής κοιλίας 19

Σε ασθενείς υπό μηχανικό αερισμό ο συνδυασμός αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης και θετικής τελοεκπνευστικής πίεσης (ΡΕΕΡ), δρώντας συνεργικά, μειώνει ακόμη περισσότερο την Κ.Π., ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που συνυπάρχει και υποογκαιμία. 12 Η αποσυμπίεση της κοιλιάς οδηγεί σε ταχεία μείωση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση ελάττωση της κεντρικής φλεβικής πίεσης, της πίεσης των πνευμονικών τριχοειδών, ενώ η καρδιακή παροχή και συστολική αρτηριακή πίεση αυξάνονται σημαντικά. 2. Επιδράσεις στην αναπνευστική λειτουργία Η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης οδηγεί σταδιακά στην εκδήλωση αναπνευστικής ανεπάρκειας με χαρακτηριστικά την υποξία και την υπερκαπνία. Κατά τον μηχανικό αερισμό παρατηρείται υψηλή πίεση αερισμού και ελάττωση της ευενδοτότητας των πνευμόνων και του θωρακικού τοιχώματος. 46,47,58,59 Η τελοεισπνευστική πίεση αυξάνει σημαντικά, προκειμένου να επιτευχθεί ο προκαθορισμένος αναπνεόμενος όγκος, όπως αυξάνονται και οι ενδοκυψελιδικές πιέσεις (peak και plateau). Η αύξηση των παραπάνω πιέσεων αποδίδεται στην ανύψωση των ημιδιαφραγμάτων από τη διατεταμένη κοιλιά. 12,47 Η χαμηλή ευενδοτότητα οφείλεται στις αυξημένες πιέσεις των αεραγωγών που είναι απαραίτητες ώστε να υπερνικηθούν οι δυνάμεις που ωθούν τους πνεύμονες προς τα επάνω και να επιτευχθεί η δίοδος του ίδιου όγκου αέρα. 46,51,53,63 H ΡaΟ 2 ελαττώνεται, ενώ η PaCO 2 αυξάνει κατά την άνοδο της ενδοκοιλιακής πίεσης λόγω μείωσης του αναπνεόμενου όγκου, προκαλώντας επιδείνωση της ήδη υπάρχουσας μεταβολικής οξέωσης εξαιτίας της καρδιακής καταστολής. 51,64 Στην αρτηριακή υποξυγοναιμία συμβάλλει και η αύξηση της 20

υπεζωκοτικής πίεσης που, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αυξάνει ανάλογα με την ενδοκοιλιακή πίεση. 1,20,58,59 Η εξωτερική πίεση των πνευμόνων προκαλεί σύμπτωση μεγάλου αριθμού αγγείων, ενώ παράλληλα ελαττώνει τον αριθμό των αεριζόμενων κυψελίδων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση διαταραχών αερισμού αιμάτωσης. 64 Συνεπώς, το συνολικά μεταφερόμενο Ο 2 από τις κυψελίδες στο αίμα μειώνεται. Ο μηχανισμός με τον οποίο η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση επηρεάζει την αναπνευστική λειτουργία φαίνεται να είναι καθαρά μηχανικός. 13 Καθώς η ενδοκοιλιακή πίεση αυξάνεται, το διάφραγμα ωθείται προς τον θώρακα και πιέζει τους πνεύμονες με αποτέλεσμα την ελάττωση της ζωτικής χωρητικότητας και άλλων πνευμονικών όγκων, την αύξηση του ενδοπνευμονικού shunt και την εμφάνιση ατελεκτασιών. 12 Βρέθηκε ότι ακόμη και χαμηλές ενδοκοιλιακές πιέσεις (15 mmhg), μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένες ατελεκτασίες, ειδικά στις βάσεις των πνευμόνων και να ελαττώσουν κατά 1/3 το συνολικό τους όγκο. 29,42 Με τον μηχανικό αερισμό μπορεί να διατηρηθεί ικανοποιητικός αερισμός, αλλά με τίμημα την αύξηση των πιέσεων στους αεραγωγούς. Έχουν προταθεί εναλλακτικά μοντέλα αερισμού, όπως αυτά με έλεγχο της πίεσης (pressure control) ή με αναστροφή της σχέσης εισπνοής-εκπνοής (inverse ratio ventilation), όπως επίσης και η χορήγηση κατασταλτικών και μυοχαλαρωτικών φαρμάκων, όταν είναι απαραίτητο, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν καλύτερος μηχανικός αερισμός και ελάττωση της κατανάλωσης Ο 2. 51 Η εφαρμογή θετικής τελοεκπνευστικής πίεσης (ΡΕΕΡ) στους ασθενείς με αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση βελτιώνει σημαντικά την ανταλλαγή αερίων, καθώς ανοίγει τις κλειστές, ατελεκτασικές κυψελίδες, αλλά με κόστος την αύξηση των κυψελιδικών πιέσεων ( peak, plateau, mean) λόγω υπερδιάτασης των καλώς αεριζομένων κυψελίδων και την περαιτέρω ελάττωση της Κ.Π.. 12,42,51 Έτσι, το επίπεδο της τελοεκπνευστικής πίεσης που θα πρέπει να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να υπολογίζεται προσεκτικά, ώστε να προκαλεί την μεγαλύτερη δυνατή βελτίωση του αερισμού με τις λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Η παθοφυσιολογία του αναπνευστικού συστήματος κατά το σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος φαίνεται ότι είναι παρόμοια με εξωπαρεγχυματική, περιοριστικού τύπου πνευμονοπάθεια. Οι επιπτώσεις της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης στην αναπνευστική λειτουργία παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα 3. 21

Πίνακας 3: Επιπτώσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στο αναπνευστικό σύστημα Ενδοθωρακική πίεση Τελοεισπνευστική πίεση Auto-PEEP Μέγιστη πίεση αεραγωγών Ευενδοτότητα Υπεζοκωτική πίεση Πνευμονικές αγγειακές αντιστάσεις ΡaΟ 2 PaO 2 / FiO 2 PaCO 2 Αναπνεόμενος όγκος Λειτουργική υπολειπόμενη χωρητικότητα Ενδοπνευμονικό shunt Ατελεκτασία Οίδημα κυψελίδων Οι επιδράσεις της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης στο αναπνευστικό σύστημα ενδέχεται να είναι απειλητικές για τη ζωή των ασθενών. Τότε επιβάλλεται η επείγουσα αποσυμπίεση της κοιλιάς. Η αποσυμπίεση βελτιώνει άμεσα το δείκτη οξυγόνωσης PaO 2 /FiO 2, τη μέγιστη πίεση των αεραγωγών και την ενδοτικότητα των πνευμόνων. 46,65,66 22

3. Επιδράσεις στο κοιλιακό τοίχωμα Η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης φαίνεται ότι ελαττώνει την αιματική ροή στο κοιλιακό τοίχωμα προκαλώντας τοπική ισχαιμία και οίδημα. 13,68 Τα παραπάνω αποδίδονται στην άμεση συμπίεση τόσο των κάτω επιγάστριων αγγείων όσο και των τριχοειδών, έτσι ώστε να εμποδίζεται η μικροκυκλοφορία. 6 Η κατάσταση αυτή ελαττώνει την ευενδοτότητα του κοιλιακού τοιχώματος και επιδεινώνει την ήδη υπάρχουσα ενδοκοιλιακή υπέρταση. Επειδή η σχέση dv/dp στο κοιλιακό τοίχωμα δεν είναι γραμμική, όταν αυξάνει η ενδοκοιλιακή πίεση αυξάνει και η ανελαστικότητα του κοιλιακού τοιχώματος, ώστε σταδιακά μικρή αύξηση του ενδοκοιλιακού όγκου προκαλεί μεγάλη αύξηση της πίεσης. 64 Η ελαττωμένη οξυγόνωση και μεταφορά θρεπτικών ουσιών επηρεάζει την εναπόθεση κολλαγόνου με αποτέλεσμα τη μειωμένη επούλωση του τραύματος. Ακόμη, η ισχαιμία των μυών και της περιτονίας του κοιλιακού τοιχώματος προδιαθέτει σε λοίμωξη του τραύματος και διάσπαση. 14,67 Οι επιδράσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στο κοιλιακό τοίχωμα παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα 4. Πίνακας 4: Επιπτώσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στο κοιλιακό τοίχωμα Αιματική ροή Τοπική ισχαιμία οίδημα Ευενδοτότητα Λοίμωξη τραύματος Διάσπαση τραύματος 4. Επιδράσεις στην σπλαγχνική αιματική ροή Οι δυσμενείς επιπτώσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στη σπλαγχνική αιματική ροή έχουν αναγνωρισθεί εδώ και αρκετό καιρό. Έτσι, στο σύνδρομο του κοιλιακού 23

διαμερίσματος παρατηρείται ελάττωση της αιματικής ροής στα σπλάγχνα της κοιλιάς, λόγω μειωμένης άρδευσης. Η ελάττωση αυτή της αιματικής ροής έχει ως αποτέλεσμα την ιστική υποξία και το οίδημα του εντέρου. 15,20,22,24 Από τις επιδράσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στη σπλαγχνική κυκλοφορία, που εμφανίζονται όταν η πίεση ξεπεράσει τα 15 mmhg (περίπου 20 cm H 2 O), εξαιρούνται η φλοιώδης μοίρα του νεφρού και τα επινεφρίδια. 34,69,70 Η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης προκαλεί ελάττωση της ηπατικής αιματικής ροής. Σημαντική ελάττωση της ροής στην ηπατική αρτηρία παρατηρείται ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα πίεσης, ενώ υψηλότερες πιέσεις μειώνουν την ροή τόσο στην πυλαία φλέβα όσο και στην μυκροκυκλοφορία. 35,55,70 Τιμές ενδοκοιλιακής πίεσης υψηλότερες από 20 mmhg (περίπου 27,50 cm H 2 O) έχουν ως αποτέλεσμα μείωση της αιματικής ροής στα άνω μεσεντέρια αγγεία καθώς και στην κυκλοφορία του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, του εντέρου, του παγκρέατος και του σπληνός. 34,55,64 Μελέτες που αφορούν το έντερο καταδεικνύουν μειωμένη άρδευση στον βλεννογόνιο και υποβλεννογόνιο χιτώνα, που, με τη σειρά της, προκαλεί ελάττωση της μερικής πίεσης του Ο 2 τοπικά, αναερόβιο μεταβολισμό, οξέωση και παραγωγή ελευθέρων ριζών οξυγόνου. Ο έλεγχος με γαστρική τονομετρία (phi) αποδεικνύει σοβαρή ισχαιμία του βλεννογόνου του στομάχου. 34,70 Αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μέτρηση του ενδοβλεννογόνιου ph αποτελεί ευαίσθητο και πρώιμο δείκτη για το σύνδρομο του κοιλιακού διαμερίσματος. Σύμφωνα με τις μελέτες τους, οξεωτικό ενδοβλεννογόνιο ph παρουσιάζεται νωρίτερα από την κλινική εκδήλωση του συνδρόμου. 13,73 Οι παθοφυσιολογικές επιπτώσεις της ΙΑΗ στη σπλαγχνική κυκλοφορία οφείλονται εν μέρει σε απελευθέρωση κυτταροκινών, παραγωγή ελευθέρων ριζών οξυγόνου και ενδοκυττάρια μείωση της παραγωγής τριφοσφωρικής αδενοσίνης. Οι κυτταροκίνες που προάγουν την φλεγμονώδη αντίδραση απελευθερώνονται από τα κύτταρα του Kupffer του ήπατος, ως απάντηση στην υποξία. Προκαλούν αγγειοδιαστολή, αυξημένη διαπερατότητα τριχοειδών και οίδημα. Οι ελεύθερες ρίζες οξυγόνου παράγονται μετά την κυτταρική επαναιμάτωση και έχουν τοξική δράση στις μεμβράνες των κυττάρων. Η παραγωγή τριφωσφορικής αδενοσίνης μειώνεται λόγω της ανεπαρκούς προσφοράς οξυγόνου και οδηγεί σε περιορισμό κυτταρικές δραστηριότητες που απαιτούν ενέργεια. Ιδιαίτερα επηρεάζεται η αντλία καλίου - νατρίου που ρυθμίζει την ενδοκυττάρια συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών. Όταν η αντλία ανεπαρκεί, το νάτριο εισέρχεται στα κύτταρα συμπαρασύροντας νερό. Έτσι, 24

τα κύτταρα διογκώνονται, οι μεμβράνες χάνουν την ακεραιότητά τους και τα ενδοκυττάρια στοιχεία που διασπείρονται στον εξωκυττάριο χώρο προάγουν τη φλεγμονώδη αντίδραση. Η φλεγμονή με τη σειρά της αυξάνει τη διαπερατότητα των τριχοειδών και το οίδημα στο έντερο που επιτείνει την ενδοκοιλιακή υπέρταση. Η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης επιδεινώνει την άρδευση του εντέρου και έτσι συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος κυτταρικής υποξίας κυτταρικού θανάτου φλεγμονής οιδήματος. Η διαδικασία αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αλλόθεση μικροβίων (bacterial translocation) από τoν αυλό του εντέρου στα μεσεντέρια λεμφογάγγλια, σε αλλόθεση τοξινών (endotoxin translocation) και σε ενδοεντερική έναρξη φλεγμονώδους αντίδρασης, γεγονότα που προδιαθέτουν σε ανεπάρκεια οργάνων πολλαπλών συστημάτων. 71,72 Σοβαρή ισχαιμία είναι δυνατόν να παρατηρηθεί στο βλεννογόνο του εντέρου ακόμη και κατά τη διενέργεια λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, σε άτομα με βεβαρημένη σπλαγχνική κυκλοφορία. 74 Μελέτες σε πειραματικά μοντέλα αποδεικνύουν τη σχέση της σπλαγχνικής υποάρδευσης με τη βακτηριδιακή αλλόθεση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε απώτερες σηπτικές επιπλοκές. 50,75 Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ακόμη ότι υπάρχει σχέση μεταξύ ενδοκοιλιακής πίεσης μεγαλύτερης από 10 mmhg και σήψης, πολυοργανικής ανεπάρκειας, επανεπέμβασης και αυξημένης θνητότητας. 13 Οι επιπτώσεις της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης στη σπλαγχνική κυκλοφορία παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα 5. Πίνακας 5: Επιπτώσεις της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης στη σπλαγχνική κυκλοφορία Αιματική ροή στην ηπατική αρτηρία Αιματική ροή στην πυλαία φλέβα Αιματική ροή στα άνω μεσεντέρια αγγεία Αιματική ροή στα ενδοκοιλιακά όργανα Ενδοβλεννογόνιο ph Αλλόθεση μικροβίων Ο ακριβής μηχανισμός της ελαττωμένης σπλαγχνικής κυκλοφορίας δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί. Ενδεχομένως οφείλεται στην άμεση επίδραση της αυξημένης 25

ενδοκοιλιακής πίεσης στις αντιστάσεις των αρτηριών ή στην έκλυση χυμικών παραγόντων ή σε συνδυασμό των δύο παραπάνω. 14 Φαίνεται ότι οι παραπάνω επιδράσεις είναι ανεξάρτητες από τις μεταβολές της καρδιακής παροχής και της αρτηριακής πίεσης, καθώς η διατήρηση σταθερής μέσης αρτηριακής πίεσης, καρδιακής παροχής και πίεσης ενσφήνωσης των πνευμονικών τριχοειδών δεν απέτρεψε την εμφάνισή τους. 32,55,77 Είναι βέβαιο όμως ότι η υποογκαιμία επιδεινώνει αυτές τις διαταραχές. Τα τελευταία χρόνια, σε αντιστοιχία με την ευρέως αποδεκτή και χρησιμοποιούμενη έννοια της πίεσης αιμάτωσης του εγκεφάλου (Cerebral Perfusin Pressure CPP) που υπολογίζεται ως η μέση αρτηριακή πίεση (ΜΑΡ) μείον την ενδοκράνιο πίεση (ICP), έχει προταθεί η χρήση της πίεσης αιμάτωσης της κοιλιάς (Abdominal Perfusion Pressure APP) που προκύπτει από την μέση αρτηριακή πίεση (ΜΑΡ) μείον την ενδοκοιλιακή πίεση (ΙΑΡ) [ΑΡΡ = ΜΑΡ ΙΑΡ]. Η παράμετρος αυτή υπολογίζει όχι μόνο τη βαρύτητα της ΙΑΡ αλλά και τη σχετική επάρκεια της αρτηριακής αιματικής ροής. Φαίνεται ότι αποτελεί ευαίσθητο προγνωστικό παράγοντα της σπλαγχνικής αιμάτωσης και ενδεχόμενο καταληκτικό στόχο της ανάνηψης, ο οποίος υπερτερεί έναντι των άλλων κοινών στόχων, όπως του αρτηριακού ph, του ελλείμματος βάσης, των γαλακτικών και της ωριαίας αποβολής των ούρων. 199,200 Οι μεταβολές στην σπλαγχνική κυκλοφορία επανέρχονται μετά την αποσυμπίεση της κοιλιάς. 5. Επιδράσεις στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) Η ενδοκοιλιακή υπέρταση επιδρά στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα αυξάνοντας την ενδοκρανιακή πίεση (Intracranial Pressure ICP) και ελαττώνοντας την πίεση άρδευσης του εγκεφάλου (Cerebral Perfusion Pressure CPP). Οι μεταβολές αυτές μελετήθηκαν σε πειραματικές και κλινικές μελέτες. 77 Έτσι, κατά τη διάρκεια λαπαροσκόπησης και λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της ICP. 78,79 Μελέτες σε πειραματόζωα χωρίς κρανιοεγκεφαλική κάκωση έδειξαν ότι η άνοδος της ενδοκοιλιακής πίεσης στα 25 mmhg προκαλεί σημαντική μείωση της CPP. 80 Ο μηχανισμός στον οποίο οφείλονται οι επιδράσεις αυτές φαίνεται πως είναι η αύξηση της ενδοθωρακικής και κεντρικής φλεβικής πίεσης. Η αύξηση αυτή παρεμποδίζει τη φλεβική επιστροφή του αίματος από τον εγκέφαλο μέσω της 26

σφαγίτιδας, διευρύνει την αγγειακή εγκεφαλική κοίτη και οδηγεί σε άνοδο την ICP. 77,81,82 Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι η κρανιακή κοιλότητα έχει συγκεκριμένη χωρητικότητα, λόγω των άκαμπτων δομών που την περιβάλλουν, οπότε κάθε αύξηση ενός από τα περιεχόμενά της (εγκεφαλικό παρέγχυμα, αίμα, εγκεφαλονωτιαίο υγρό) οδηγεί σε συμπίεση των υπολοίπων. Ακόμη, η μείωση της αρτηριακής πίεσης, της καρδιακής παροχής και η αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης προκαλούν δραματική μείωση της CPP, η οποία πιθανώς επιδεινώνει τη νευρική βλάβη. Η κοιλιακή αποσυμπίεση αναστρέφει τις διαταραχές που προκαλούνται στο ΚΝΣ από την ενδοκοιλιακή υπέρταση. Πειραματικά διαπιστώθηκε ότι και η στερνοτομή, η περικαρδιοτομή και οι αμφοτερόπλευρες πλευροτομίες προλαμβάνουν την άνοδο της ICP κατά τη σταδιακή αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης. 83 6. Φλεγμονώδης απάντηση στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης Το σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος εμπλέκεται στην παθογένεια της ανεπάρκειας πολλαπλών οργάνων, καθώς το 1/3 περίπου των ασθενών με το σύνδρομο αναπτύσσουν τέτοιου είδους ανεπάρκεια. Φαίνεται πως η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση προάγει την απελευθέρωση κυτταροκινών που προάγουν την φλεγμονώδη αντίδραση. Παρατηρήθηκε ότι την αύξηση της ενδοκοιλακής πίεσης ακολουθεί αύξηση των IL-1, IL-8, IL-1b και του TNF. 84 Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι παρατηρήθηκε αύξηση της IL-6 και του TNF-a μετά τη χειρουργική αποσυμπίεση της κοιλιάς, γεγονός που αποδόθηκε στο σύνδρομο επαναιμάτωσης και στο χειρουργικό stress. 16 Αντιστρόφως πάλι, άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι η αύξηση των επιπέδων των κυτταροκινών απορυθμίζει το μεταβολισμό, αυξάνει τις ανάγκες σε υγρά και τελικά οδηγεί στο σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος. 85 Οι επιδράσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης στη νεφρική λειτουργία αποτελούν βασικό τμήμα της παρούσης διατριβής και θα παρουσιασθούν αναλυτικότερα σε επόμενο κεφάλαιο. ε. Πρόληψη - αντιμετώπιση του συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος 27

Ο πιο αποτελεσματικός όσο και πρώιμος τρόπος διαχείρισης του συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος είναι να αναγνωρισθούν οι ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο να το παρουσιάσουν και να ληφθούν προληπτικά μέτρα με σκοπό να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες ανάπτυξής του. 52 Το σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος μπορεί να αναπτυχθεί τόσο σε χειρουργικούς όσο και σε ασθενείς με προβλήματα εσωτερικής παθολογίας. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου περιλαμβάνονται οι ασθενείς με μείζον τραύμα που συχνά υφίστανται χειρουργική επέμβαση «ελέγχου της βλάβης» (damage control), ασθενείς που υφίστανται λαπαροτομία για μεγάλη αιμορραγία ή έχουν ήδη οιδηματώδες ή ισχαιμικό έντερο, και τέλος ασθενείς που υφίστανται μεγάλης διάρκειας, περίπλοκες χειρουργικές επεμβάσεις, όπως αυτές στα αγγεία της κοιλίας. 86 Μηχανικά προβλήματα που προκαλούν δυσκολία στη σύγκλειση της κοιλιάς, όπως ο επιπωματισμός, το διατεταμένο έντερο και τα αιματώματα, αποτελούν επίσης προδιαθεσικούς παράγοντες. 87 Ακόμη, σε κίνδυνο βρίσκονται ασθενείς με εκτεταμένα τραύματα των άκρων, μηχανικά ή εγκαύματα. 88,89 Σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση του συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος στους ασθενείς αυτούς μπορεί να είναι ο όγκος των υγρών που χρησιμοποιήθηκε για ανάνηψη. Βρέθηκε ότι ο πλεονάζων όγκος υγρών αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση του συνδρόμου αυτού. 90 Στους ασθενείς με προβλήματα εσωτερικής παθολογίας η σηπτική καταπληξία, η οξέωση, οι διαταραχές του πηκτικού μηχανισμού, οι πολλαπλές μεταγγίσεις, η ηπατική δυσλειτουργία με ασκίτη και η υποθερμία αποτελούν καταστάσεις, που, μόνες ή σε συνδυασμό, προδιαθέτουν στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης. 25 Στους ασθενείς που αναγνωρίζεται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο ανάπτυξης ενδοκοιλιακής υπέρτασης και συνδρόμου κοιλιακού διαμερίσματος πρέπει να παρακολουθείται στενά η ενδοκοιλιακή πίεση μέσω της ουροδόχου κύστης. Καθώς η αύξηση της πίεσης γίνεται συνήθως βαθμιαία, η μέτρησή της κάθε 8 ώρες είναι γενικώς επαρκής, εκτός εάν υπάρχει σημαντική ενδοκοιλιακή αιμορραγία, οπότε απαιτείται συχνότερη μέτρηση. 91 Όταν μετεγχειρητικά υπάρχουν οι παράγοντες κινδύνου που αναφέρθηκαν παραπάνω, η σύγκλειση της απονεύρωσης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης και στο σύνδρομο του κοιλιακού διαμερίσματος. Έτσι, επιλέγεται η προσωρινή σύγκλειση του κοιλιακού τραύματος, ώσπου να υποχωρήσουν οι υπεύθυνοι 28

παράγοντες. 92 H προσωρινή σύγκλειση του κοιλιακού τοιχώματος θα πρέπει να παρέχει ελεύθερη τάσης και υδατοστεγή κάλυψη του περιεχομένου της, ώστε αφενός να αποφεύγεται η αύξηση της ενδοπεριτοναϊκής πίεσης και αφετέρου να εμποδίζεται η απώλεια υγρών και η εκσπλάγχνωση. Αφού αναπτυχθεί σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος, η αντιμετώπιση συνίσταται στη μείωση της ενδοκοιλιακής πίεσης, έτσι ώστε να αρθούν οι επιπτώσεις της ενδοκοιλιακής υπέρτασης, και στην αποτροπή της εκ νέου αύξησής της. Αυτό σημαίνει κοιλιακή αποσυμπίεση με λαπαροτομία, λαπαροστομία ή και διαδερμική αποσυμπίεση με καθετήρα. Κατά την λαπαροτομία τυχούσες συλλογές παροχετεύονται και οι αιμορραγίες ελέγχονται. Η διαδερμκή αποσυμπίεση εκτελείται υπό την καθοδήγηση υπερήχου ή αξονικού τομογράφου και σε επιλεγμένες περιπτώσεις, όπως σε ασθενείς με ενδοπεριτοναϊκό υγρό, πύο ή αίμα, φαίνεται να είναι αποτελεσματική αποφεύγοντας τη χειρουργική αποσυμπίεση. 200 Μερικές φορές η χορήγηση μυοχαλαρωτικών μπορεί να ελαττώσει την πίεση επαρκώς και να επιτρέψει στον ασθενή να ανανήψει, καθώς η ενδοκοιλιακή υπέρταση δεν οδηγεί πάντα στο σύνδρομο του κοιλιακού διαμερίσματος. 93,95 Ένα σημαντικό πρόβλημα που απαντάται στην κλινική πράξη είναι η επιλογή του κατάλληλου χρόνου για χειρουργική παρέμβαση. Έχει προταθεί η παρέμβαση να βασίζεται σε τιμές παραμέτρων όπως η μέγιστη πίεση αεραγωγών, η διούρηση, η μεταφορά οξυγόνου και βέβαια η ενδοκοιλιακή πίεση. 17,19,41. Πάντως, προς το παρών δεν υπάρχουν απόλυτες κατευθυντήριες γραμμές, και έτσι για κάθε ασθενή που παρουσιάζει αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης και λειτουργικές διαταραχές θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο της κοιλιακής αποσυμπίεσης. Η έγκαιρη διενέργεια της αποσυμπίεσης επιφέρει αποκατάσταση των διαταραγμένων λειτουργιών. Η πίεση στους αεραγωγούς ελαττώνεται, η καρδιακή παροχή αυξάνεται και βελτιώνεται η νεφρική λειτουργία. Πάντως, παρά τη δραματική βελτίωση στις επιμέρους λειτουργίες των οργάνων στο 80% των ασθενών, τελικά μόνο ένα μικρό ποσοστό από αυτούς επιβιώνει. 16 Η κοιλιακή αποσυμπίεση σχετίζεται με αρκετούς κινδύνους. Αναφέρθηκε ήδη ότι οι ασθενείς με σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος μπορεί να έχουν ελαττωμένο ενδαγγεικό όγκο παρά τις επαρκείς ενδείξεις σχετικών παραμέτρων π.χ. της κεντρικής φλεβικής πίεσης. Έτσι, κατά την διάρκεια της αποσυμπίεσης μπορεί να εμφανισθεί αιμοδυναμική αστάθεια. Άλλες καρδιοαγγειακές διαταραχές που έχουν αναφερθεί κατά την κοιλιακή αποσυμπίεση είναι η κακοήθης αρρυθμία και η ασυστολία. Αυτές 29

αποδίδονται σε επαναιμάτωση των κοιλιακών σπλάγχνων που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση στο αίμα των επιπέδων προϊόντων του αναερόβιου μεταβολισμού. 52 Η αποσυμπίεση ακόμη συνδέεται με υποτροπή αιμορραγίας, οπότε πρέπει να εκτελείται σε χειρουργική αίθουσα. Αν η μεταφορά του ασθενούς εγκυμονεί κινδύνους, η αποσυμπίεση μπορεί να γίνει και επί κλίνης στην μονάδα εντατικής θεραπείας με την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη σωστή προετοιμασία του ασθενούς και θα υπάρχει ο αναγκαίος εξοπλισμός για την αντιμετώπιση τυχόν επιπλοκών. 41,94 Η παραμονή ανοιχτών κοιλιακών τοιχωμάτων συνεπάγεται μια μεγάλη τραυματική επιφάνεια που οδηγεί σε απώλεια υγρών, εκθέτει τα σπλάγχνα σε κίνδυνο τραυματισμού και αφυδάτωσης και αποτελεί οδό μόλυνσης. Τα προβλήματα αυτά πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον κατάλληλο τρόπο. 16 Η απλούστερη μέθοδος από τις πολλές που έχουν προταθεί είναι η «σύγκλειση» με χρήση ρουχολαβίδων. 96 Απλή τεχνική ακόμη είναι η κάλυψη του τραύματος με κομπρέσες εμποτισμένες με φυσιολογικό ορό και ποβιδόνη και η τοποθέτηση στη συνέχεια αυτοκόλλητου, υδατοστεγούς φύλου πλαστικού. Παραλλαγές αυτής της μεθόδου έχουν να κάνουν με τη χρήση ειδικών υλικών για την κάλυψη του τραύματος όσο και τη χρήση παροχετεύσεων και αναρροφήσεων. 98,99 Δημοφιλής και φθηνή μέθοδος είναι η δημιουργία καλύμματος από αποστειρωμένο σάκο πλύσεων της ουροδόχου κύστης, το «σάκο της Bogota», που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Londoni στην Bogota της Κολομβίας. Ο σάκος αυτός συρράπτεται στα χείλη του τραύματος, είναι διαφανής και επιτρέπει την επισκόπηση του εντέρου. 97 Τέλος, η «ανοιχτή κοιλιά» μπορεί να καλυφθεί και με συνθετικό πλέγμα που επίσης συρράπτεται στα χείλη του τραύματος και δίνει τη δυνατότητα πτύχωσης κατά την υποχώρηση της κοιλιακής διάτασης. Είναι διαθέσιμοι αρκετοί τύποι πλεγμάτων μερικοί απορροφήσιμοι - μερικοί μάλιστα με ενσωματωμένο «φερμουάρ» για επαναλαμβανόμενη διάνοιξη και έλεγχο της περιτοναϊκής κοιλότητας. 92,100 Η μόνιμη σύγκλειση των κοιλιακών τοιχωμάτων επιχειρείται όταν η γενική κατάσταση του ασθενούς βελτιωθεί και η τάση στην κοιλιακή χώρα μειωθεί. Αυτό συμβαίνει συνήθως 3 έως 4 ημέρες μετά την αποσυμπίεση, όταν με την κινητοποίηση των υγρών και την αυξημένη διούρηση μειωθεί το οίδημα στα σπλάγχνα. Εάν η σύγκλειση δεν επιτευχθεί εντός δύο εβδομάδων, τότε η κοιλιακή χώρα καλύπτεται με δερματικό μόσχευμα και η οριστική σύγκλειση επιχειρείται 6 έως 12 μήνες αργότερα. 30

στ. Επίπτωση - πρόγνωση Αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης παρατηρείται συχνά στους ασθενείς των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, αν και πολλές φορές μια ήπια άνοδο της δεν αναγνωρίζεται. Επίσης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με το επίπεδο της ενδοκοιλιακής πίεσης που προκαλεί ενδοκοιλιακή υπέρταση και σύνδρομο κοιλιακού διαμερίσματος. Από την διεθνή βιβλιογραφία ακόμη, απουσιάζουν οι τυχαιοποιημένες προοπτικές πολυκεντρικές μελέτες από μεικτές Μ.Ε.Θ. και συναντώνται αναδρομικές ή μικρές προοπτικές κλινικές μελέτες με αμφιλεγόμενα στοιχεία. Οι παραπάνω λόγοι εξηγούν γιατί δεν είναι απολύτως γνωστή η επίπτωση του συνδρόμου αλλά και η πρόγνωση των ασθενών που πάσχουν από αυτό. Η πιο γνωστή πιλοτική μελέτη από τους Malbrain και συν. έδειξε ότι η επίπτωση της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης σε ασθενείς γενικής Μ.Ε.Θ. ήταν αρκετά υψηλή, περίπου 17,5%. Αφορούσε δε στο 6,1% των ασθενών που υποβλήθηκαν σε εκλεκτικές χειρουργικές επεμβάσεις, στο 19,8% των ασθενών με προβλήματα εσωτερικής πεθολογίας και στο 39,4% των ασθενών που υποβλήθηκαν σε επείγουσα ενδοκοιλιακή επέμβαση. Η παρουσία μικρής μόνο αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης στα 12mmHg προκαλούσε σημαντική δυσλειτουργία οργάνων και αποτελούσε ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα νοσηρότητας και θνητότητας. 15 Μετά την κοιλιακή αποσυμπίεση, παρότι περισσότεροι από το 80% των ασθενών παρουσιάζουν σημαντική κλινική βελτίωση, τελικά επιβιώνουν σημαντικά λιγότεροι. Η επιβίωση υπολογίζεται περίπου στο 53% ( κυμαίνεται από 17% έως 75% ανάλογα με τη μελέτη). 102 Η πτωχή πρόγνωση οφείλεται ενδεχομένως στην καθυστερημένη διενέργεια κοιλιακής αποσυμπίεσης και στη συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση που πυροδοτείται από την αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση και οδηγεί σε πολυοργανική ανεπάρκεια, παρά τη θεραπευτική αντιμετώπιση. 103 B. ΣΗΨΗ 31