ΤΑ ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ἄγω ἦγον ἄξω (ἦξα ) ἤγαγον (ἀγάγ-) ἀγήοχα / ἦχα ἀγηόχειν / ἤχειν αἰνῶ ᾔνουν αἰνέσομαι / αἰνέσω ᾔνεσα ᾔνεκα ᾐνέκειν

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 135 ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

-ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην

Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις

PRINCIPAL PARTS BY Verb TYPES: all principal parts, all units 1!

Δημοσθένους, Περὶ Ἁλοννήσου, 2-3

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβλάβην hurt, harm θάπτω θάψω ἔθαψα τέθαμμαι ἐτάφην bury κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεμμαι ἐκλάπην steal

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Α. ΜΕΣΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

Απρόσωπη σύνταξη: άναρθρο Απαρέμφατο Δευτερεύουσα Ονομαστική Πρόταση

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

Επιχείρηση: Παρακείμενος. Οι πρώτες μου γνώσεις για το σχηματισμό του Παρακειμένου

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Ενεργητική φωνή.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. 1 η ΜΕΡΑ

Ενότητα 1. Ενότητα 2

1. Να βάλετε τους κατάλληλους τύπους του άρθρου μπροστά από τις λέξεις: μητέρες, δίψαν, σημαίαις, κινδύνου, ἔδαφος,

Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: «Εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;» Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα Κι αυτός είπε «βεβαιότατα

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

2. Συμπληρώστε τα κενά με τον κατάλληλο τύπο του ειμί ή της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, συ. Ὑμεῖς οἱ προδόντες τήν πόλιν.

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος Αρχαία Α' Λυκείου. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

destroying, destructive, fatal, deadly, murderous

TEMA DE PRESENT / MODE INDICATIU /VEU ACTIVA. VERBS EN ω. TERMINACIONS (=vocal temàtica + desinències personals) PRESENT

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 7-8

System Principal Parts Tenses and Voices

Essential Principal Parts

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

VOCABULARY AID FOR CHAPTERS 1 13 From Learn to Read New Testament Greek by David Alan Black [TABLE OF CONTENTS]

ΘΕΜΑ 181ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2,

passive 3 rd person Continuous Simple Future Perfect

ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ. 3. Μία συνηρημένη συλλαβή παίρνει οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:

ΑΣΚΗΣΕΙΣ. 1) Πώς είναι το πολιτικό σκηνικό στην Αθήνα; Σε ποια παράταξη ανήκει ο Θηραμένης και ποια ήταν η πρόταση του στην εκκλησία του δήμου;

PERSON PRIMARY. Aorist. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist. Passive. Future SECONDARY. Passive. Imperfect Aorist Pluperfect (Optative)

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

GCSE (9 1) Classical Greek

Ασκήσεις γραμματικής

21. δεινός: 23. ἀγορά: 24. πολίτης: 26. δοῦλος: 28. σῶμα: 31. Ἑλλας: 32. παῖς: 34. ὑπέρ: 35. νύξ: 39. μῶρος: 40. ἀνήρ:

give, grant 254 Verb δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δεδάμασμαι/δέδμημα to overpower, tame, conquer, subdue 105 Verb

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Appearances Speech αἰνός ή όν dread, grim 74 Adjective αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα ᾕρημαι ᾑρέθην

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

Chapter 54. The First and Second Aorist Indicative Passive

Το αντικείμενο [τα βασικά]

ΛΕΞΙΚΟ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement Lexique

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (απρόσωπες εγκλίσεις)

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

Λυσίου, Κατὰ Ἀλκιβιάδου Α 10-12

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

Τελική επανάληψη Αρχαίας Ελληνικής Γραμματικής

Σχηματισμός Ευκτικής Παρακειμένου Ενεργητικής Φωνής. Στις σημειώσεις μας θα εστιάσουμε στον περιφραστικό τύπο, καθώς αυτός είναι ο πιο εύχρηστος.

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

ἄπειμι or ἀπελεύσομαι ἀπῆλθον ἀπελήλυθα

ΘΕΜΑ 421ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 4, 37-39

Tελευταία επανάληψη..

The Aorist Tense. Talking About the Past. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

ἐπιτέτραμμαι ἐπετρέφθην or ἐπετράπην

Part of Speech αἰδέομαι αἰδέσομαι ᾐδεσάμην ᾔδεσμαι ᾐδέσθην

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προγραμματισμός κατά ενότητα

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

A MEΡΟΣ Εισαγωγικά Κείμενο Μετάφραση Γλωσσικά σχόλια

το αντικείμενο στα αρχαία ελληνικά. Ο.Π

ζήω-ζῶ Ενεργητική Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

ΓΡΑΠΣΗ ΕΞΕΣΑΗ ΣΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ B ΛΤΚΕΙΟΤ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΑΝΑΣΟΛΙΜΟΤ ΑΝΘΡΩΠΙΣΙΚΩΝ ΠΟΤΔΩΝ AΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 33-35

Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις, Γ

Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

Ε.Φ Μ.Φ - Μ.Δ Μ.Φ - Π.Δ. Α ἠγόρευσα, -εἷπον -ἠγορεύθην, -ἐρρήθην Π -ἠγόρευκα, -εἵρηκα -εἵρημαι Υ -εἰρήκειν -εἰρήμην

Transcript:

ΤΑ ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ Α αγγέλλω ήγγελλον αγγελω ήγγειλα ήγγελκα ηγγέλκειν αγγέλλομαι ηγγελλόμην αγγελουμαι ηγγελάμην ήγγελμαι ηγγέλμην αγγελθήσομαι ηγγέλθην αγνοέωω ηγνόουν αγνοήσω ηγνόησα ηγνόηκα ηγνοήκειν αγνοέομαιουμαι ηγνοούμην αγνοήσομαι ηγνοήθην ηγνόημαι αγνοηθησομαι άγω ηγον άξω ήγαγον ηχα / αγήοχα ήχειν / ηγηόχειν άγομαι ηγόμην άξομαι ηγαγόμην ηγμαι ήγμην αχθήσομαι ήχθην αδικέωω ηδίκουν αδικήσω ηδίκησα ηδίκηκα ηδικήκειν αδικέομαιουμαι ηδικούμην αδικήσομαι ηδικήθην ηδίκημαι ηδικήμην αθροίζω ήθροιζον αθροίσω ήθροισα ήθροικα ηθροίκην αθροίζομαι ηθροιζόμην αθροισθήσομαι ηθροισάμην ήθροισμαι ηθροίσμην ηθροίσθην 168

αιδέομαιουμαι αινέωω αινέομαιουμαι αιρέωω αιρέομαιουμαι αίρω αίρομαι αιτιάομαιωμαι ακούω ακούομαι, αλείφω αλείφομαι ηδούμην ήνουν ηνούμην ήρουν ηρούμην ηρον ηρόμην ητιώμην ήκουον ηκουόμην ήλειφον ηλειφόμην αιδέσομαι αιδεσθήσομαι αινέσομαι αινεθήσομαι αιρήσω αιρήσομαι αιρεθήσομαι αρω αρουμαι αρθήσομαι αιτιάσομαι αιτιαθήσομαι ακούσομαι ακουσθήσομαι αλείψω αλείψομαι αλειφθήσομαι ηδεσάμην ηδέσθην ήνεσα, ηνέθην ειλον ειλόμην ηρέθην ηρα ηράμην ήρθην ητιασάμην ητιάθην ήκουσα ηκούσθην ήλειψα ηλειψάμην ηλείφθην ήδεσμαι ήνεκα ήνημαι ήρηκα ήρημαι ηρκα ηρμαι ητίαμαι ακήκοα ήκουσμαι αλήλιφα αλήλιμμαι ηδέσμην ηρήκειν ηρήμην ήρκειν ήρμην ητιάμην ηκηκόειν ηκούσμην ηληλίφειν ηληλίμμην 169

αλλάττω αλλάττομαι αμαρτάνω, αμαρτάνεταιι αναγκάζω αναγκάζομαι ανδραποδίζω ανδραποδίζομαι αξιόωω αξιόομαιουμαι απατάωω απατάομαιωμαι ήλλαττον ηλλαττόμην ημάρτανον ημαρτάνετο ηνάγκαζον ηναγκαζόμην ηνδραπόδιζον ηνδραποδιζόμην ηξίουν ηξιούμην ηπάτων ηπατώμην αλλάξω αλλάξομαι αλλαχθήσομαι αλλαγήσομαι αμαρτήσομαι αναγκάσω αναγκασθήσομαι ανδραποδιω ανδραποδιουμαι ανδραποδισθήσομαι αξιώσω αξιώσομαι αξιωθήσομαι απατήσω απατήσομαι απατηθήσομαι ηλλαξα ηλλαξάμην ηλλάχθην ηλλάγην ήμαρτον ημαρτήθη ηνάγκασα ηαναγκάσθην ηνδραπόδισα ηνδραποδισάμην ηνδραποδίσθην ηξίωσα ηξιώθην ηπάτησα ηπατήθην ηλλαχα ήλλαγμαι ημάρτηκα ημάρτηται ηνάγκακα ηνάγκασμαι ηνδραπόδισμαι ηξίωκα ηξίωμαι ηπάτηκα ηπάτημαι ηλλάχειν ηλλάγμην ημαρτήκειν ημάρτητο ηναγκάκειν ηνδραποδίσμην ηξιώκειν ηξιώμην ηπατήμην 170

αρκέωω αρκέομαιουμαι αρπάζω αρπάζομαι άρχω άρχομαι αφικνουμαι Β βαινω βαίνομαι βάλλω βάλλομαι ήρκουν ήρπαζον ηρπαζόμην ηρχον ηρχόμην αφικνούμην έβαινον έβαλλον εβαλλόμην αρκέσω αρκεσθήσομαι αρπάσομαι αρπασθήσομαι αρπαγήσομαι άρξω άρξομαι αρχθήσομαι αφίξομαι βήσομαι βαλω βαλουμαι βληθήσομαι ηρκεσα ηρκεσάμην ηρκέσθην ηρπάσθην ηρπάγην ηρξα ηρξάμην ήρχθην αφικόμην έβην εβάθην έβαλον εβαλόμην εβλήθην ήρκεσμαι ήρπακα ήρπασμαι ήρπαγμαι ηρχα ηργμαι αφιγμαι βέβηκα βέβαμαι βέβληκα βέβλημαι ηρπάκειν ηρπάσμην ήρχειν ήργμην αφίγμην εβεβήκειν εβεβλήκειν εβεβλήμην 171

βιβάζω βιβάζομαι βοηθέωω βοηθέομαιουμαι βουλεύω βουλεύομαι βούλομαι Γ γίγνομαι γιγνώσκω γιγνώσκομαι γράφω γράφομαι εβίβαζον εβιβαζόμην εβοήθουν εβούλευον εβουλευόμην εβουλόμην ηβουλόμην εγιγνόμην εγίγνωσκον εγιγνωσκόμην έγραφον εγραφόμην βιβω βιβωμαι βοηθήσω βοηθήσομαι βουλεύσω βουλεύσομαι βουλήσομαι βουληθήσομαι γενήσομαι γνώσομαι γνωσθήσομαι γράψω γράψομαι γραφήσομαι εβίβασα εβιβασάμην εβιβάσθην εβοήθησα εβοήθην εβούλευσα εβουλευσάμην εβουλεύθην εβουλήθην ηβουλήθην εγενόμην έγνων εγνώσθην έγραψα εγραψάμην εγράφην βεβοήθηκα βεβούλευκα βεβούλευμαι βεβούλημαι γεγένημαι έγνωκα έγνωσμαι γέγραφα γέγραμμαι εβεβοηθήκειν εβεβουλεύκειν εβεβουλήμην εγεγενήμην εγνώκειν εγνώσμην εγεγράφειν εγεγράμμην 172

Δ δάκνω εδακνον δήξομαι εδακον δέδηχα εδεδήχειν δάκνομαι εδακνόμην δεχθήσομαι εδήχθην δέδηγμαι εδεδήγμην δακρύω εδάκρυον δακρύσω εδάκρυσα δεδάκρυκα δακρύομαι δακρύσομαι εδακρυσάμην δείκνυμι / δεικνύω εδείκνυν / εδείκνυον δείξω έδειξα δέδειχα εδεδείχειν δείκνυμαι εδεικνύμην δείξομαι εδειξάμην δέδειγμαι εδεδείγμην δειχθήσομαι εδείχθην δέω έδεον δεήσω εδέησα δεδέηκα εδεδεήκειν δει (απρόσωπο) έδει δεήσει εδέησε δεδέηκε εδεδεήκει δέομαι εδεόμην δεήσομαι εδεήθην δεδέημαι εδεδεήμην δεηθήσομαι δέχομαι εδεχόμην δέξομαι εδεξάμην δέδεγμαι εδεδέγμην δεχθήσομαι εδέχθην δηλόωω εδήλουν δηλώσω εδήλωσα δεδήλωκα εδεδηλώκειν δηλόομαιουμαι εδηλούμην δηλώσομαι εδηλωσάμην δεδήλωμαι εδεδηλώμην δηλωθήσομαι εδηλώθην 173

δηόωω εδήουν δηώσω εδήωσα δηόομαιουμαι δηώσομαι εδηωσάμην δεδήωμαι εδηώθην διδάσκω εδίδασκον διδάξω εδίδαξα δεδίδαχα διδάσκομαι εδιδασκόμην διδάξομαι εδιδαξάμην δεδίδαγμαι εδεδίγμην διδαχθήσομαι εδιδάχθην δίδωμι εδίδουν δώσω έδωκα δέδωκα εδεδώκειν δίδομαι εδιδόμην δώσομαι εδόμην δέδομαι εδεδόμην δοθήσομαι εδόθην διώκω εδίωκον διώξομαι εδίωξα δεδίωχα εδεδιώχειν διώκομαι εδιωκόμην διωχθήσομαι εδιώχθην δεδίωγμαι εδεδιώγμην δοκέωω (προσ.) εδόκουν δόξω έδοξα δεδόκηκα δοκει (απροσ.) εδόκει δόξει έδοξε δέδοκται εδέδοκτο δύναμαι εδυνάμην / δυνήσομαι εδυνησάμην δεδύνημαι εδεδυνήμην ηδυνάμην δυνηθήσομαι εδυνήθην / ηδυνήθην / εδυνάσθην Ε Ειμί ην έσομαι εγενόμην γέγονα εγεγόνειν 174

ελαύνω ήλαυνον ελω ήλασα ελήλακα εληλάκειν ελαύνομαι ηλαυνόμην ελάσομαι ηλασάμην ελήλαμαι εληλάμην ελαθήσομαι ηλάθην έλκω ειλκον έλξω / ελκύσω ειλξα / είλκυσα είλκυκα ειλκύκειν έλκομαι ειλκόμην ελκυσθήσομαι ειλκυσάμην είλκυσμαι ειλκύσμην ειλκύσθην επίσταμαι ηπιστάμην επιστήσομαι ηπιστήθην έγνωκα εγνώκειν επιχειρέωω επεχείρουν επιχειρήσω επεχείρησα επικεχείρηκα επιχειρέομαιουμαι επεχειρούμην επεχειρήθην έπομαι ειπόμην έψομαι εσπόμην ηκολούθηκα ηκολουθήκειν έρχομαι ηα / ηειν ειμι ηλθον ελήλυθα εληλύθειν ερωτάωω ηρώτων ερήσομαι / ερωτήσω ηρόμην / ηρώτησα ηρώτηκα ηρωτήκειν ερωτάομαιωμαι ηρωτώμην ηρωτήθην ηρώτημαι ηρωτήμην εργάζομαι ειργαζόμην / εργάσομαι ειργασάμην / είργασμαι ειργάσμην ηργαζόμην ηργασάμην ειργάσθην/ ηργάσθην 175

ευτρεπίζω ευτρεπίζομαι ηυτρεπιζόμην ευτρεπιω ηυτρέπισα ηυτρεπισάμην έχω έχομαι ειχον ειχόμην έξω / σχήσω έξομαι / σχήσομαι έσχον εσχόμην έσχηκα έσχημαι εσχήκειν εσχήμην Ζ ζωγρέωω ζωγρέομαιουμαι εζώγρησα εζωγρήθην εζώγρημαι Η ηγέομαιουμαι ηγούμην ηγήσομαι ηγηθήσομαι ηγησάμην ηγήθην ήγημαι ηγήμην ήκω ηκον ήξω ηξα Θ θανατόωω θανατοόμαιουμαι θανατώσω θανατώσομαι θανατωθήσομαι εθανάτωσα εθανατώθην τεθανάτωμαι 176

θάπτω έθαπτον θάψω έθαψα τέθαφα ετεθάφειν θάπτομαι εθαπτόμην ταφήσομαι ετάφην τέθαμμα ετεθάμμην θαυμάζω εθαύμαζον θαυμάσομαι εθαύμασα τεθαύμακα ετεθαυμάκειν θαυμάζομαι εθαυμαζόμην θαυμασθήσομαι εθαυμάσθην τεθαύμασμαι ετεθαυμάσμην (απο)θνήσκω (απ)έθνησκον (από)θανουμαι (απ)έθανον τέθνηκα ετεθνήκειν θορυβεωω εθορύβουν θορυβήσω εθορύβησα θορυβέομαιουμαι εθορυβούμην θορυβηθήσομαι εθορυβήθην τεθορύβημαι ετεθορυβήμην θύω έθυον θύσω έθυσα τέθυκα ετεθύκειν θύομαι εθυόμην θύσομαι εθυσάμην τέθυμαι ετεθύμην τυθήσομαι ετύθην Ι ίημι ίην ήσω ηκα εικα εικειν ίεμαι ιέμην ήσομαι ηκάμην ειμαι ειμην εθήσομαι είμην / ειθην ίστημι ίστην στήσω έστησα στήσας έχω στήσας ειχον ίσταμαι ιστάμην στήσομαι εστησάμην / έστην έστηκα εστήκειν / ειστήκειν σταθήσομαι εστάθην 177

ικετεύω Κ κάθημαι καλέωω καλέομαιουμαι κελεύω κελεύομαι κινδυνεύω κινδυνεύομαι κινέωω κινέομαιουμαι κοιμάωω κοιμάομαιωμαι ικέτευον εκαθήμην εκάλουν εκαλούμην εκέλευον εκελευόμην εκινδύνευον εκινδυνευόμην εκίνουν εκινούμην εκοιμώμην ικετεύσω καθήσομαι καλω καλουμαι κελεύσω κελεύσομαι κελευσθήσομαι κινδυνεύσω κινδυνευθήσομαι κινήσω κινήσομαι κινηθήσομαι κοιμήσω κοιμήσομαι κοιμηθήσομαι ικέτευσα εκάλεσα εκαλεσάμην εκέλευσα εκελευσάμην εκελεύσθην εκινδύνευσα εκίνησα εκινήθην εκοίμησα εκοιμησάμην εκοιμήθην κέκληκα κέκλημαι κεκέλευκα κεκέλευσμαι κεκινδύνευκα κεκίνηκα κεκίνημαι εκεκλήκειν εκεκλήμην 178

κοινωνέωω κόπτω κόπτομαι κρατω κρατουμαι κρημνίζομαι κρίνω κρίνομαι (από)κτείνω Λ λαμβάνω λαμβάνομαι λέγω εκοινώνουν έκοπτον εκοπτόμην εκράτουν εκρατούμην έκρινον εκρινόμην (απ)έκτεινον ελάμβανον ελαμβανόμην έλεγον κοινωνήσω κόψω κόψομαι κοπήσομαι κρατήσω κρατηθήσομαι κρινω κρινουμαι κριθήσομαι (από)κτενω λήψομαι ληφθήσομαι λέξω ερω εκοινώνησα έκοψα εκοψάμην εκόπην εκράτησα εκρατήθην εκρημνίσθην έκρινα εκρινάμην εκρίθην (απ)έκτεινα (απ)έκτανον έλαβον ελαβόμην ελήφθην ειπον ειπα, έλεξα κεκοινώνηκα κέκοφα κέκομμαι κεκράτηκα κεκράτημαι κεκρήμνισμαι κέκρικα κέκριμαι απέκτονα είληφα είλημμαι είρηκα εκεκόφειν εκεκόμμην εκεκρατήκειν εκεκρατήμην εκεκρίκειν εκεκρίμην απεκτόνειν ειλήφειν ειλήμμην ειρήκειν 179

λέγομαι ελεγόμην λέξομαι ρηθήσομαι λεχθήσομαι ερρήθην ελέχθην είρημαι ειρήμην (συλ)λέγω (συλ)λέγομαι έλεγον ελεγόμην λέξω λέξομαι λεγήσομαι έλεξα ελεξάμην ελλέχθην, ελλέγην είλοχα είλεγμαι ειλόχειν ειλέγμην λείπω λείπομαι έλειπον ελειπόμην λείψω λείψομαι λειφθήσομαι έλιπον ελιπόμην ελίφθην λέλοιπα λέλειμμαι ελελοίπειν ελελείμμην λογίζομαι ελογιζόμην λογιουμαι λογισθήσομαι ελογισάμην ελογίσθην λελόγισμαι ελελογίσμην λυμαίνομαι ελυμαινόμην λυμανουμαι ελυμηνάμην λελύμασμαι ελελυμάσμην Μ ελυμάνθην μέλει εμελε μελήσει εμέλησε μεμέληκε εμεμελήκει μέλλω έμελλον ήμελλον μελλήσω εμέλλησα ημέλλησα μένω έμενον μενω έμεινα μεμένηκα εμεμενήκει 180

μισθόωω μισθοόμαιουμαι εμίσθουν εμισθούμην μισθώσω μισθώσομαι εμίσθωσα εμισθωσάμην μεμίσθωκα μεμίσθωμαι εμεμιμώσθην μισθωθήσομαι εμισθώθην μνησικακέωω μνησικακήσω εμνησικάκησα Ν ναυμαχέωω εναυμάχουν ναυμαχήσω εναυμάχησα νεναυμάχηκα νικάωω νικάομαιωμαι ενίκων ενικώμην νικήσω νικήσομαι νικηθήσομαι ενίκησα ενικήθην νενίκηκα νενίκημαι ενενικήκειν ενενικήμην νομίζω νομίζομαι ενόμιζον ενομιζόμην νομιω νομιουμαι νομισθήσομαι ενόμισα ενομίσθην νενόμικα νενόμισμαι Ο οιδα οικέωω οικέομαιουμαι ήδη κ ήδειν ώκουν ωκούμην είσομαι κ ειδήσω οικήσω οικήσομαι έγνων ώκησα ωκησάμην ωκήθην έγνωκα ώκηκα ώκημαι εγνώκειν ωκήκειν ωκήμην οιομαι / οιμαι ωόμην / ωμην οιήσομαι οιηθήσομαι ωήθην νενόμικα ενενομίκειν 181

οιχομαι ωχόμην οιχήσομαι ώχωκα / ωχημαι (απ)όλλυμι / απώλλυν /απώλλυον απολω απώλεσα απολώλεκα απολωλέκειν απολλύω απόλλυμαι απωλλύμην απολουμαι απωλόμην απόλωλα απωλώλειν απολεσθήσομαι απωλέσθην όμνυμι / ομνύω ώμνυν / ώμνυον ομουμαι ώμοσα ομώμοκα ωμωμόκειν όμνυμαι ωμνύμην ομοσθήσομαι ωμοσάμην ωμόσθην ομολογέωω ωμολόγουν ομολογήσω ωμολόγησα ωμολόγηκα ωμολογήκειν ομολογέομαιουμαι ωμολογούμην ομολογήσομαι ωμολογησάμην ωμολόγημαι ωμολογήμην ομολογηθήσομαι ωμολογήθην οράωω εώρων όψομαι ειδον εό(ω)ρακα εωράκειν οράομαιωμαι εωρώμην οφθήσομαι ειδόμην εό(ω)ραμαι / ωμμαι εωράμην / ώμμην ωφθην ορμάωω ώρμων ορμήσω ώρμησα ώρμηκα ορμάομαιωμαι ωρμώμην ορμήσομαι ωρμησάμην ώρμημαι ωρμήμην ορμηθήσομαι ωρμήθην ορμέωω ώρμουν 182

ορμίζω ώρμιζον ορμιω ωρμισα ορμίσας έχω ορμίσας ειχον ορμίζομαι ωρμιζόμην ορμιουμαι ωρμισάμην ώρμισμαι Π παρανομέωω παρενόμουν παρανομήσω παρενόμησα παρανενόμηκα παρενενομήκειν παραναμέομαιουμαι παρενομήθην παρανενόμημαι παρασκευάζω παρεσκεύαζον παρασκευάσω παρεσκεύασα παρεσκεύακα παρεσκευάκειν παρασκευάζομαι παρεσκευαζόμην παρασκευάσομαι παρεσκευασάμην παρεσκεύασμαι παρεσκευάσμην παρασκευασθήσομαι παρεσκευάσθην πάσχω έπασχον πείσομαι έπαθον πέπονθα επεπόνθειν παύω έπαυον παύσω έπαυσα πέπαυκα παύομαι επαυόμην παύσομαι επαυσάμην πέπαυμαι επεπάυμην παυσθήσομαι επαύσθην πείθω έπειθον πείσω έπεισα / έπιθον πέπεικα επεπείκειν πείθομαι επειθόμην πείσομαι επεισάμην / επιθόμην πέπεισμαι / πέποιθα επεπείσμην/ πεισθήσομαι επείσθην επεποίθειν πέμπω έπεμπον πέμψω έπεμψα πέπομφα επεπόμφειν πέμπομαι επεμπόμην πέμψομαι επεμψάμην πέπεμμαι επεπέμμην πεμφθήσομαι επέμφθην 183

πενθέωω περαίνω περαίνομαι πηδάωω πίνω πίνομαι πίπτω πιστεύω πιστεύομαι πλέω ποιέωω ποιέομαιουμαι πολεμέωω πολεμέομαιουμαι επένθουν επέραινον επεραινόμην επήδων έπινον επινόμην έπιπτον επίστευον επιστευόμην έπλεον εποίουν εποιούμην επολέμουν επολεμούμην πενθήσω περανω περανουμαι πηδήσομαι πίομαι ποθήσομαι πεσουμαι πιστεύσω πιστευθήσομαι πλεύσομαι/ πλευσουμαι ποιήσω ποιήσομαι ποιηθήσομαι πολεμήσω πολεμήσομαι πολεμηθήσομαι επένθησα επέρανα επερανάμην επεράνθην επήδησα έπιον επόθην έπεσον επίστευσα επιστεύθην έπλευσα εποίησα εποιησάμην εποιήθην επολέμησα επολεμησάμην επολεμήθην πεπένθηκα πεπήδηκα πέπωκα πέπομαι πέπτωκα πεπίστευκα πεπίστευμαι πέπλευκα πεποίηκα πεποίημαι πεπολέμηκα πεπολέμημαι επεπηδήκειν επεπώκειν επεπτώκειν επεπιστεύκειν επεπλεύκειν επεποιήκειν επεποιήμην 184

πολιτεύω επολίτευον πολιτεύσω επολίτευσα πολιτεύομαι επολιτευόμην πολιτεύσομαι επολιτευσάμην πεπολίτευμαι Σ σημαίνω εσήμαινον σημανω εσήμηνα / εσήμανα σεσήμαγκα σημαίνομαι εσημαινόμην σημανουμαι εσημηνάμην σεσήμασμαι σημανθήσομαι εσημάνθην σιωπάωω εσιώπων σιωπήσομαι εσιώπησα σεσιώπηκα σιωπάομαιωμαι σιωπηθήσομαι εσιωπησάμην σεσιώπημαι εσιωπήθην σκάπτω έσκαπτον σκάψω έσκαψα έσκαφα σκάπτομαι εσκαπτόμην σκαφήσομαι εσκάφην έσκαμμαι σκεδάννυμι/ εσκεδάννυν/ σκεδω εσκέδασα σκεδαννύω εσκεδάννυον σκεδάννυμαι εσκεδαννύμην σκεδασθήσομαι εσκεδασάμην εσκέδασμαι εσκεδάσμην εσκεδάσθην σκευάζω εσκέυαζον σκευάσω εσκεύασα εσκεύακα σκευάζομαι εσκευαζόμην σκευασθήσομαι εσκευασάμην εσκεύασμαι εσκευάσμην εσκευάσθην 185

σκοπέωω εσκόπουν σκοπήσω εσκόπησα σκοπέομαιουμαι εσκοπούμην σκέψομαι εσκεψάμην έσκεμμαι εσκέμμην εσκέφθην σκυλεύω εσκύλευον σκυλεύσω εσκύλευσα σκυλεύομαι εσκυλευόμην σκυλευθήσομαι εσκυλεύθην εσκύλευμαι σπένδω έσπενδον σπείσω έσπεισα έσπεικα σπένδομαι εσπενδόμην σπείσομαι εσπεισάμην έσπεισμαι εσπείσμην εσπείσθην στρατεύω εστράτευον στρατεύσω εστράτευσα εστράτευκα εστρατεύκειν στρατεύομαι εστρατευόμην στρατεύσομαι εστρατευσάμην εστράτευμαι εστρατεύμην εστρατεύθην στρέφω έστρεφον στρέψω έστρεψα έστροφα στρέφομαι εστρεφόμην στρέψομαι εστρεψάμην έστραμμαι εστράμμην στραφήσομαι εστράφην σφάττω / σφάζω έσφαττον / έσφαζον σφάξω έσφαξα έσφακα εσφάκειν σφάττομαι / εσφαττόμην / σφαγήσομαι εσφαξάμην έσφαγμαι σφάζομαι εσφαζόμην εσφάγην / εσφάχθην 186

Τ ταράττω ετάραττον ταράξω ετάραξα τετάραχα ετεταράχειν ταράττομαι εταραττόμην ταράξομαι εταραξάμην τετάραγμαι ετεταράγμην ταραχθήσομαι εταράχθην τάττω έταττον τάξω έταξα τέταχα ετετάχειν τάττομαι εταττόμην τάξομαι εταξάμην τέταγμαι ετετάγμην ταχθήσομαι ετάχθην ταγήσομαι ετάγην τηρέωω ετήρουν τηρήσω ετήρησα τετήρηκα τηρέομαιουμαι ετηρούμην τηρήσομαι ετηρήθην τετήρημαι τίθημι ετίθην θήσω έθηκα τέθεικα ετεθείκειν τίθεμαι ετιθέμην θήσομαι εθέμην τέθειμαι ετεθείμην τεθήσομαι ετέθην τιτρώσκω ετίτρωσκον τρώσω έτρωσα τέτρωκα ετετρώκειν τιτρώσκομαι ετιτρωσκόμην τρώσομαι ετρώθην τέτρωμαι ετετρώμην τρωθήσομαι τρέπω έτρεπον τρέψω έτρεψα / έτραπον τέτροφα ετετρόφειν τρέπομαι ετρεπόμην τρέψομαι ετρεψάμην τέτραμμαι ετετράμμην τραπήσομαι ετραπόμην / ετράπην 187

τρίβω έτριβον τρίψω έτριψα τέτριφα ετετρίφην τρίβομαι ετριβόμην τρίψομαι ετριψάμην τέτριμμαι ετετρίμμην τριφθήσομαι ετρίφθην τριβήσομαι ετρίβην τυγχάνω ετύγχανον τεύξομαι έτυχον τετύχηκα Υ υπισχνέομαιουμαι υπισχνούμην υποσχήσομαι υπεσχόμην υπέσχημαι υπεσχήμην Φ φέρω έφερον οισω ήνεγκον / ηνεγκα ενήνοχα ενηνόχειν φέρομαι εφερόμην οισομαι ηνεγκάμην ενήνεγμαι ενηνέγμην οισθήσομαι ηνέχθην ενεχθήσομαι φεύγω έφευγον φεύξομαι έφυγον πέφευγα επεφεύγειν φευξουμαι φοβέωω εφόβουν φοβήσω εφόβησα φοβέομαιουμαι εφοβούμην φοβήσομαι εφοβησάμην πεφόβημαι επεφοβήμην φοβηθήσομαι εφοβήθην φθείρω έφθειρον φθερω έφθειρα έφθαρκα εφθάρκειν φθείρομαι εφθειρόμην φθερουμαι εφθάρην έφθαρμαι εφθάρμην φθαρήσομαι 188

φημί εφην φήσω εφησα φρονέωω εφρόνουν φρονήσω εφρόνησα πεφρόνηκα Χ χέω έχεον χέω έχεα κέχυκα χέομαι εχεόμην χέομαι εχεάμην κέχυμαι εκεχύμην χυθήσομαι χόω / χώννυμι έχουν / εχώννυον χώσω έχωσα κέχωκα χουμαι / χώννυμαι εχούμην χωσθήσομαι εχώσθην κέχωσμαι χρη (απροσωπο) εχρην χρήσει χρήομαιωμαι εχρώμην χρήσομαι εχρησάμην κέχρημαι εκεχρήμην εχρήσθην χωρέωω εχώρουν χωρήσω εχώρησα κεχώρηκα εκεχωρήκειν χωρέομαιουμαι εχωρούμην χωρηθήσομαι εχωρήθην κεχώρημαι Ψ ψεύδω ψεύδομαι έψευδον εψευδόμην ψεύσω ψευσομαι ψευσθήσομαι έψευσα εψευσάμην εψεύσθην έψευσμαι εψεύσμην 189

ωνέομαι εωνούμην ωνήσομαι επριάμην εώνημαι εωνήμην ωφελέωω ωφέλουν ωφελήσω ωφέλησα ωφέληκα ωφελήκειν ωφελέομαιουμαι ωφελούμην ωφελήσομαι ωφελήθην ωφέλημαι ωφελήμην ωφεληθήσομαι 190

191