Στις αναπτύξεις που ακολουθούν επιχειρείται μια συνθετική παρουσίαση του συλλογικού τόμου με θέμα «Διεπιστημονικότητα, διεταιρικότητα και κοινωνική ένταξη του νεαρού παραβάτη» (Εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2011), ο οποίος αποτελεί μια επεξεργασμένη μορφή των πρακτικών του ομότιτλου συνεδρίου που συνδιοργάνωσαν ο ΣΕΔΑ και το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Μάιο του 2008. Η διοργάνωση αυτή συνέθεσε κατά τρόπο δυναμικό το υψηλό αίσθημα ευθύνης και ευσυνειδησίας που διακρίνει τους επαγγελματίες πρώτης γραμμής, επιμελητές ανηλίκων, κατά την άσκηση του δύσκολου αλλά και σημαντικού έργου τους, με τη ζωντανή παρουσία του δημόσιου ελληνικού πανεπιστημίου στα κοινωνικά προβλήματα μέσα από την εκπαιδευτική, ερευνητική και ευρύτερα επιστημονική του δράση. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι, παρά τις σημαντικές πρωτοβουλίες σε νομοθετικό πλαίσιο, η μεταχείριση των ανηλίκων παραβατών εξακολουθεί να είναι προβληματική αναφορικά με τις υποδομές (την εφαρμογή των εναλλακτικών του εγκλεισμού μέτρων, τις συνθήκες εγκλεισμού των ανηλίκων και τη μετασωφρονιστική μέριμνα) και ελλιπής αναφορικά με τη θεσμική διευθέτηση σημαντικών ζητημάτων που αφορούν στα δικαιώματά τους (Γιώργος Μόσχος). Στην αναζήτηση λύσεων για τα παραπάνω απαντά, μεταξύ άλλων, η διεπιστημονική και διεταιρική προσέγγιση, καθώς η συνθετότητα των κοινωνικών φαινομένων - που αγγίζουν το «σύστημα άνθρωπος» γενικά, και την παραβατική συμπεριφορά των νέων ειδικότερα - υπαγορεύει μια πολύπλευρη διάγνωση και αντίστοιχα πολυδιάστατες προληπτικές και άλλες παρεμβάσεις. Προκειμένου να είναι δυνατές και αποτελεσματικές αυτές οι παρεμβάσεις, είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν συμφωνίες με εταίρους (διεταιρικότητες-partnerships) που να εκπροσωπούν διάφορες επιστημονικές ειδικότητες (διεπιστημονικότητα). Οι συμφωνίες αυτές θα πρέπει : α) να είναι διεπιστημονικές ή διεπαγγελματικές (να περιλαμβάνουν επαγγελματίες υγείας, εκπαίδευσης, επαγγελματικού προσανατολισμού, πρόνοιας, αστυνομικoύς, εισαγγελείς, δικαστές κ.λπ.), β) να είναι διατομεακές (να περιλαμβάνουν φορείς του κρατικού και ιδιωτικού τομέα, της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και ΜΚΟ), και γ) το σπουδαιότερο: να πάρουν τη μορφή ενός συμβολαίου. Στο συμβόλαιο αυτό πρέπει: α) να καθορίζονται οι στόχοι, δ) να εστιάζουν οι
επαγγελματίες σε ένα θέμα ή πρόβλημα, ε) να περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ρόλοι του κάθε εταίρου, και ζ) να ορίζεται ένα συντονιστικό όργανο για το έργο αυτό (ομ. καθηγήτρια Κ.Δ. Σπινέλλη). Μάλιστα, η ίδια η νομοθεσία που διέπει τους ανήλικους παραβάτες προτάσσει διακλαδικές συνεργασίες τόσο σε επίπεδο διαφορετικών επιστημονικών κλάδων όσο και σε επίπεδο διαφορετικών κλάδων κοινωνικής και δικαστικής διοίκησης (Ιωάννα Λάμπρου). Ένα ερμηνευτικό πλαίσιο οδηγός καλών πρακτικών είναι αναγκαίος για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των νέων αυτών νομοθετικών προτάσεων αλλά και για τον επαναπροσδιορισμό των παλαιών προβλέψεων που διατηρούνται (Πάρη Ζαγούρα), ενώ η έρευνα στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης αναδεικνύει τις προτεραιότητες και την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων, χωρίς να μας διαφεύγει ότι η ερμηνεία και αξιοποίηση των ευρημάτων συναρτάται με γενικότερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας και ζητήματα οργάνωσης του κοινωνικού βίου (Σωτήριος Ευστρατιάδης). Καθώς ο ανήλικος διατρέχει τις διαφορετικές φάσεις του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, ήδη από τα αρχικά στάδια είναι δυνατόν να επωφεληθεί εναλλακτικών προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία της αποχής από ποινική δίωξη το παιδί που παραβαίνει το νόμο αντιμετωπίζεται «χωρίς ανάγκη προσφυγής στη δικαιοσύνη», ώστε όχι μόνο να μην υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες του στιγματισμού, αλλά και να επωφεληθεί από μια πολύπλευρη παιδαγωγική διαδικασία υπό την προϋπόθεση της απαρέγκλιτης τήρησης του απόλυτου σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις νόμιμες εγγυήσεις (Ευγενία Σταθουλοπούλου). Αν και δεν λείπει η κριτική κατά της «κατά παρέκκλιση» διαδικασίας, ο χώρος της ανήλικης παραβατικότητας παραμένει το προνομιακό πεδίο εφαρμογής της, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς πραγματική συνεργασία ενδο - και εξω - δικαιικών μηχανισμών πρόληψης της αντικοινωνικής εγκληματικής συμπεριφοράς (Ευδοξία Φασούλα). Την εργασία αυτή καλούνται πλέον να συντονίσουν οι επιμελητές ανηλίκων, σε όποιο στάδιο της διαδικασίας. Ο κλάδος των επιμελητών ανηλίκων, ξεκινώντας από την οργανωμένη και κρατικά εποπτευόμενη φιλανθρωπία, προχωρώντας στη θεσμοθέτηση δημόσιων εξειδικευμένων υπηρεσιών, αναμορφώνεται μέσα από τη νέα αυτή συνθήκη. Η ανάγκη εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης του κλάδου, εξάλλου, προκύπτει και ενόψει των νέων χαρακτηριστικών της παραβατικότητας των ανηλίκων και της αναμορφωμένης ποινικής νομοθεσίας που την διέπει (Μελπομένη- Αγγέλικα Κατσαδήμα, Παρασκευή Γεωργαρά). Μέσα από το οργανωτικό
περίγραμμα των υπηρεσιών, το φύλο, την ηλικία, την υπηρεσιακή ηλικία και την επιστημονική προέλευση των επιμελητών αναδεικνύεται η πολυεπιστημονικότητα του κλάδου και η κατάσταση μετασχηματίζουσας μάθησης στην οποία διαρκώς βρίσκεται και εξελίσσεται (Μυρσίνη Πυκνή). Στον καθοδηγητικό του ρόλο ο επιμελητής ανηλίκων ανατρέχει, μεταξύ άλλων, στις αρχές και μεθόδους της μοντέρνας δυναμικής ψυχολογίας οι οποίες έχουν εμπεδωθεί στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται σήμερα τα φαινόμενα στο πλαίσιο των κοινωνικο-υποστηρικτικών υπηρεσιών. Αν και πολλή συζήτηση γίνεται για τη συμβατότητα της συμβουλευτικής προσέγγισης με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συνεργασίας των ανηλίκων και των οικογενειών τους με τους φορείς της ποινικής δικαιοσύνης, αυτή παραμένει στο επίκεντρο της εργασίας των επιμελητών ανηλίκων (Χριστίνα Κουζέλη). Έτσι, σε ένα διπλό ρόλο, με αρμοδιότητες που συχνά μοιάζουν αντικρουόμενες ή αντιφατικές, ανάμεσα στη συνηγορία και την καταστολή, ο επιμελητής είναι αυτός που, συνοδεύοντας το πέρασμα του ανηλίκου και της οικογένειας από τη δικαιοσύνη, θα πλαισιώσει πρακτικές και τρόπους αντιμετώπισης του βιώματος, καθοριστικές για την εξέλιξή τους (Λιάνα Ανδρεοπούλη). Ο επιμελητής νοηματοδοτεί τα περιστατικά που χειρίζεται μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο, σε μια συστημική προσέγγιση. Πολλές είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν ευρύτερα οι επαγγελματίες που καλούνται να λειτουργήσουν μέσα σε έναν κυκεώνα ανακατατάξεων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής για να είναι σε θέση να υπηρετήσουν τις ποικίλες και συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες ατόμων, οικογενειών - σε εξελικτική πορεία και κρίση, σήμερα - και ευρύτερων κοινωνικών ομάδων (Χάρις Κατάκη). Από την άλλη, σημαντικές είναι οι γενικές και ειδικές ανάγκες των επιμελητών ανηλίκων για εκπαίδευση, κατάρτιση και ενημέρωση, καθώς οι πολιτιστικές, κοινωνικές και ψυχολογικές ιδιαιτερότητες των ανηλίκων αναδεικνύουν την ανάγκη για συνεργατικό περιεχόμενο της παρέμβασης του επιμελητή (Αγγελική Παππά). Διαφορετικοί τύποι παραπτωματικών εφήβων και ποικίλοι παράγοντες διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους, ο ρόλος της οικογένειας και των σχέσεων με τους συνομηλίκους αλλά και η σχέση της παραπτωματικότητας με ψυχοπαθολογικά σύνδρομα (Νικόλαος Τάκης, Ζηνοβία Βασιλειάδη) προβληματίζουν καθημερινά τους επιμελητές στο έργο τους. Εξάλλου, δεν παραγνωρίζονται και παράγοντες που οδηγούν στο σύνδρομο της εργασιακής
εξουθένωσης, που προσβάλλει γενικότερα επαγγελματίες των οποίων το έργο περιέχει το στοιχείο της βοήθειας και της στήριξης (Γεωργία Νικολαρέα). Νέες τάσεις στην εξέλιξη της ποινικής δίκης εμπλουτίζουν και το έργο των επιμελητών ανηλίκων. Έτσι, η τάση ενσωμάτωσης των αποκαταστατικών πρακτικών σε αναφορά με τη συμμετοχή του θύματος στην ποινική διαδικασία είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στην Ευρώπη (Παναγιώτα Παπαδοπούλου). Διαφορετικά μοντέλα συμμετοχικής δικαιοσύνης, ο θεσμός της διαμεσολάβησης, γνωρίζουν σε διάφορες χώρες ειδικότερες εφαρμογές στο πεδίο της παραβατικότητας των ανηλίκων (Χαρά Γαλανού). Μεταξύ άλλων, η διάσταση του χρόνου, η νομιμοποίηση του ρόλου του διαμεσολαβητή και της κοινότητας κατά την επανορθωτική διαδικασία, περιορισμοί του πεδίου και των δυνατοτήτων εφαρμογής της (Μαρία Κρανιδιώτη) αποτελούν ζητήματα προς επεξεργασία κατά την ένταξη των πρακτικών αυτών στην ποινική μας δίκη. Είναι, λοιπόν, η προσέγγιση του επιμελητή ανηλίκων ολιστική. Οι φορείς του εκπαιδευτικού συστήματος, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι δημόσιοι φορείς που προωθούν την απασχόληση και την εύρεση εργασίας, οι υπηρεσίες πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας, η δικαιοσύνη και εθελοντές, είναι οι εν δυνάμει εταίροι σε προγράμματα πρόληψης κατά της περιθωριοποίησης των νεαρών παραβατών, σύμφωνα και με το συμμετοχικό πρότυπο (Δημήτρης Τσοποτός). Ειδικότερα, ο επιμελητής ανηλίκων εστιάζει στην παραγωγή του ατομικού σχεδίου δράσης του ανηλίκου παραβάτη στο πλαίσιο μιας διεταιρικής προσέγγισης. Έτσι, το αρχικό αίτημα συνεργασίας είναι δυνατόν να εξελιχθεί και να εμπλουτισθεί ανάλογα με τις ανάγκες του ανηλίκου αλλά και τις δυνατότητες υποστήριξης του εξωδικαστικού φορέα παροχής υπηρεσιών (Ευαγγελία Δελαβέκουρα, Μαρία Δέδε). Από την άλλη, οι τεχνικές, τα εργαλεία, οι πρακτικές αλλά και οι θεραπευτικές ιδιότητες της δικτύωσης, καθώς και τα επιμέρους στάδια των από κοινού παρεμβάσεων διαφοροποιούνται ανάλογα με την περίπτωση (Τάνια Κοσκινιάδου). Σημαντικοί εταίροι στην προσπάθεια αυτή έχουν στηρίξει τη διασυνδετική συνεργασία: τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS (Στέργιος Σιφνιός), ο Συμβουλευτικός Σταθμός ΚΕΘΕΑ- ΣΤΡΟΦΗ (Κυρατσώ Σκοδρογιάννη), η ΑΡΣΙΣ (Κατερίνα Πούτου), η ΚΛΙΜΑΚΑ (Κυριάκος Κατσαδώρος, Ελένη Μπεκιάρη), ενώ και άλλοι φορείς, όπως ο ΟΑΕΔ (Κωνσταντίνα Δόλγυρα), είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν. Εξάλλου, οι συνεργατικές δράσεις, που αποτελούν πρώιμο στάδιο της διεταιρικότητας, είναι ήδη γνωστές στη σωφρονιστική πολιτική για τη βελτίωση των
συνθηκών κράτησης και την κοινωνική ένταξη (Χριστίνα Πέτρου). Αφορούν κυρίως στην εφαρμογή προγραμμάτων με σκοπό την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των νεαρών εγκλείστων, την ανάπτυξη των δεξιοτήτων και εργασιακών τους προσόντων αλλά και τη μείωση της έντασης του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης (Ιωάννης Σταλίκας). Σημαντική υπήρξε από χρόνια η συμβολή της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς (Έλση Τσιαρπισνού), ενώ τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας υποστηρίζουν κατά τρόπο οργανωμένο και συστηματικό το δικαίωμα των εγκλείστων στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση (Βασιλική Νικολοπούλου, Καλλιόπη Δημητρούλη). Από την άλλη, η αξιοπρεπής μεταχείριση και φροντίδα των εγκλείστων υποδεικνύει τη διεπιστημονική τους προσέγγιση. Ψυχολόγοι έχουν τα τελευταία χρόνια στελεχώσει τους χώρους εγκλεισμού εφαρμόζοντας διαφορετικές μεθόδους ψυχολογικής διάγνωσης και ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης των ανηλίκων, με τους περιορισμούς, ωστόσο, του ιδρυματικού περιβάλλοντος (Αλεξάνδρα Λαμπριανίδου). Όμως, η ελλιπής οργάνωση της μετασωφρονιστικής μέριμνας και προβλήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα, τη συνέχεια και τη δικτύωση των προγραμμάτων και των φορέων που εξυπηρετούν τις ευπαθείς κοινωνικά ομάδες ευθύνονται, μεταξύ άλλων, για τις σημαντικές δυσκολίες (επαν)ένταξης των νεαρών αποφυλακιζομένων (Φωτεινή Μηλιώνη). Ο τομέας της πρόληψης είναι επίσης αναγκαίο να ενισχυθεί με την διεταιρική και διεπιστημονική προσέγγιση. Έτσι, υποστηρίζεται ότι οι ΕΠΑ θα πρέπει να υιοθετήσουν έναν περισσότερο ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο λειτουργίας, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες (Ειρήνη Πανταζή Μελίστα). Ωστόσο, δε λείπουν και πρότυπα μοντέλα προληπτικής παρέμβασης, όπως αυτό της ΣΤΕΓΗΣ Σύρου, που διαθέτουν ισχυρό έρεισμα στην τοπική κοινωνία (Μαρία Κυδωνιέως Φωστέρη). Εξάλλου, το παιδί-θύμα χρήζει πολύπλευρης και οργανωμένης προστασίας. Οι συνθήκες, το αίτημα για βοήθεια από το παιδί-έφηβο, οι δυσκολίες συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών φορέων που καλούνται να ανταποκριθούν στις ανάγκες υποθέσεων με δικαστικές διαστάσεις αποτελούν το πλαίσιο που χρήζει συστημικής προσέγγισης (Στάθης Μπακλέζος). Από την άλλη, η αναζήτηση της σχέσης μεταξύ της θυματοποίησης ενός παιδιού και της μετέπειτα εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς έχει καταδείξει παράγοντες επικινδυνότητας αλλά και προστασίας, η αλληλεπίδραση των οποίων είναι δυνατόν να προσδιορίσει τις πιθανότητες το «τραύμα» να οδηγήσει σε επικινδυνότητα προς τρίτους αλλά και προς τον εαυτό του,
οι γνωστές στις πρωτοβάθμιες υπηρεσίες πρόνοιας, υγείας ή δικαιοσύνης «περιπτώσεις υψηλού κινδύνου» (Ελένη Αγάθωνος-Γεωργοπούλου). Έτσι, είναι παρόν το αίτημα της εμπειρικής στήριξης και απόδειξης των όποιων θεραπευτικών ή προληπτικών κλινικών ή κοινωνικών παρεμβάσεων, δεδομένων και των περιορισμένων σήμερα πόρων για την κοινωνική πολιτική παρά τις διαρκώς αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες αλλά και λόγω της αμφίβολης συναίνεσης των επαγγελματιών και των υπηρεσιών αναφορικά με τις εν λόγω παρεμβάσεις (Γιώργος Νικολαΐδης). Πάρη Ζαγούρα Επιμελήτρια Ανηλίκων Αθηνών Νομικός-Εγκληματολόγος zagoura_pari@hotmail.com