191-195 Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΜΤΦΡ. Π.Γ. ΚΡΙΜΠΑΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΜΑΖΗΣ, ΑΘΗΝΑ: ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ/GEOLAB, 2009. Ferguson, Yale H. & Richard W. Mansbach Το έργο Η αναζήτηση της ουτοπίας: Θεωρία και διεθνής πολιτική (The Elusive Quest: Theory and International Politics, 1988) αποτελεί ένα από τα βασικότερα έργα θεωρίας των διεθνών σχέσεων και ταυτοχρόνως κείμενο αντιπροσωπευτικό της σχολής του νεοθετικισμού, στην οποία ανήκουν οι δύο συγγραφείς του, δύο από τους επιφανέστερους Αμερικανούς διεθνολόγους. Ο Yale H. Ferguson, Διευθυντής του Κέντρου Παγκόσμιας Αλλαγής και Διακυβέρνησης, είναι σήμερα Καθηγητής II Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Rutgers. Ο Richard W. Mansbach είναι Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Πολιτείας της Iowa. Οι δύο διεθνολόγοι έχουν συγγράψει μαζί, εκτός από το παρόν, τα εξής έργα: The Web of World Politics: Nonstate Actors in the Global System (από κοινού με τον D.E. Lampert) (1976), The State, Conceptual Chaos, and the Future of International Relations Theory (1989), Polities: Authority, Identity, and Change (1996) και The Elusive Quest Continues: Theory and Global Politics (2003). Το έργο των Ferguson και Mansbach συνιστά μία επαρκώς συγκροτημένη μεθοδολογική προσέγγιση στο θέμα της επιστημολογικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων και ταυτόχρονα ένα έργο σε σχέση με τις συμβατικές αναγνώσεις των διεθνών σχέσεων, οι οποίες συχνά χαρακτηρίζονται από την έλλειψη επαρκούς θεωρητικής θεμελίωσης. Το έργο Η αναζήτηση της ουτοπίας έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Παπαζήση, οι οποίες έχουν καθιερώσει μία ιδιαίτερα αξιόλογη σειρά για τις Διεθνείς Σχέσεις, μοναδική για τα ελληνικά βιβλιογραφικά δεδομένα. Η σειρά, η οποία φέρει τον τίτλο Βιβλιοθήκη Εργαστηρίου Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων, εκδίδεται εδώ και πολλά έτη και έχει φθάσει ήδη τους είκοσι δύο τόμους. Γενικός υπεύθυ- 2011 Faculty of Turkish Studies and Modern Asian Studies National and Kapodistrian University of Athens
192 νος της σειράς, αρμόδιος για την επιλογή και την επιστημονική επιμέλεια των τίτλων, είναι ο Καθηγητής Ιωάννης Θ. Μάζης, Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών και διευθυντής του GeoLab, του Εργαστηρίου Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων. Οι πολυσχιδείς δραστηριότητες του Εργαστηρίου, το οποίο υπαγόταν στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, θα μεταφερθούν σε ανάλογο Εργαστήριο του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών του ΕΚΠΑ υπό την ονομασία: Εργαστήριο Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η μετάφραση του έργου έγινε από τον Παναγιώτη Κριμπά, Λέκτορα Εξειδικευμένης Ορολογίας και Μετάφρασης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, επιστήμονα με πλούσιο συγγραφικό έργο. Η μετάφραση διακρίνεται για την αρτιότητά της, την άριστη χρήση της ελληνικής και την επιμελημένη απόδοση ιδιαίτερα σύνθετων και δύσκολων να μεταφερθούν στην ελληνική όρων. Στον Πρόλογό του (σ. 11-25) ο Μάζης επισημαίνει τα μεθοδολογικά και εννοιολογικά προβλήματα, τα οποία αναφύονται στον επιστημονικό κλάδο των Διεθνών Σχέσεων, είτε λόγω έλλειψης σχετικής θεωρητικής κατάρτισης πολλών ενασχολουμένων με τον κλάδο της μελέτης και ανάλυσης του διεθνούς γίγνεσθαι είτε λόγω εγγενών ερμηνευτικών αδυναμιών σε ορισμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Αξιοποιώντας τις επιστημολογικές αρχές του Imre Lakatos και του Karl Popper περί των χαρακτηριστικών της επιστήμης, ο Μάζης προσφέρει στον Πρόλογό του ένα μεστό, κατατοπιστικό κείμενο, το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμεύσει τόσο ως αφετηρία αποσαφήνισης των σχετικών εννοιών όσο και ως εισαγωγή στη μεθοδολογία της μελέτης του διεθνούς γίγνεσθαι. Ιδίως η ανάλυση της έννοιας της Θεωρίας (σ. 18 κ.ε.) σε συνδυασμό με την παράθεση των απόψεων της επιστημονιστικής (scientific) σχολής των διεθνών σχέσεων και των αντίστοιχων θέσεων της παραδοσιακής σχολής, χρησιμεύει στην επισήμανση των δομικών αδυναμιών των τρεχουσών διεθνολογικών αφηγήσεων, όσο οι τελευταίες παραμένουν παγιδευμένες σε αποκρυσταλλωμένες ερμηνευτικές δομές, αντί να συντελούν στην εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού Παραδείγματος στο πλαίσιο του νεο-θετικισμού. Στον δικό του Πρόλογο (σ. 27-41) ο μεταφραστής Παναγιώτης Κριμπάς διευκρινίζει με ενάργεια τα ιδιαίτερα θέματα και προβλήματα που αντιμετώπισε κατά τη μεταφορά του κειμένου στη νεοελληνική. Επαινετέα είναι η αναφορά του σε συγκεκριμένα προβλήματα απόδοσης, η οποία καταδεικνύει τόσο την ευρυμάθειά του όσο και την επιμέλεια στην προσέγγιση βασικών εννοιών και όρων της διεθνολογικής συζήτησης. Τα γλωσσικά μεταφραστικά ζητήματα, τα οποία θίγει ο Κριμπάς, χρησιμεύουν στην διευκρίνιση της μεταφραστικής πρα-
Book Reviews 193 κτικής, αλλά και του επιστημολογικού έθους που υιοθετείται στον παρόντα τόμο. Οι Ferguson και Mansbach εξετάζουν την κουνιανή και ποπεριανή εκδοχή περί επιστημονικής προόδου, προσδιορίζοντας τα επιμέρους χαρακτηριστικά ιδίως της κουνιανής εκδοχής. Το κουνιανό παράδειγμα, οπωσδήποτε, υπήρξε αφετηρία δημιουργικών προβληματισμών για την ίδια την έννοια της επιστήμης και του σώματος της γνώσης, ωστόσο η εφαρμογή του στον κλάδο των διεθνών σχέσεων δεν στέφθηκε με επιτυχία, όπως επισημαίνουν οι δύο διεθνολόγοι. Αν η επιστημονική γνώση των διεθνών σχέσεων αντιμετωπιστεί, σύμφωνα με το κουνιανό μεθοδολογικό υπόδειγμα, ως μία απλή αλληλοδιαδοχή από αυτοεπικυρούμενες οπτικές, τότε μειώνεται η αξία των επιμέρους προσεγγίσεων, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως απλές και συχνά αντιτιθέμενες - διαφοροποιήσεις, αυτόνομα ερμηνευτικά μοντέλα αυτοαναφορικής ενίοτε υφής. Όμως το κουνιανό πρότυπο αποτέλεσε καθ εαυτό τόσο ένα όριο επικριτικής θέασης της παρελθούσης θεωρητικής προσέγγισης όσο και ένα σημείο ιδεολογικής αφετηρίας των νέων επιστημόνων. Το κουνιανό ερμηνευτικό πλαίσιο έγινε αποδεκτό ως ιδιαίτερης σημασίας τομή, καθώς προσέφερε στους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων μία σειρά δομικών πλεονεκτημάτων: α) τους παρείχε έναν συνεκτικό μηχανισμό, ένα ενοποιητικό πλαίσιο αναφοράς, μέσω του οποίου οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων ήσαν πλέον σε θέση να πιστοποιήσουν την πρόοδο του επιστημονικού τους αντικειμένου, υπερβαίνοντας την κατάτμηση του αντικειμένου που είχε επιφέρει η θεωρητική υποδιαίρεση σε σχολές σκέψης, β) αναβάθμιζε τον κλάδο των διεθνών σχέσεων από το επίπεδο της θεωρητικολογίας σε αυτό της αμιγούς επιστήμης και συνέβαλλε στην τελική εξίσωσή του με το πεδίο των φυσικών επιστημών και γ) αναιρούσε την αταξία και τη σύγχυση της ετερογένειας των αντιτιθέμενων ερμηνειών και προσέφερε στον κλάδο των διεθνών σχέσεων μία εσωτερική ενότητα και κυρίως μία θεωρία, η οποία θα χρησίμευε ως οδηγός για τα μελλοντικά ερμηνευτικά εγχειρήματα. Η διαδικασία της σώρευσης της γνώσης, όπως προσδιορίζεται στο κουνιανό υπόδειγμα, η διαφορετική πρόσληψη της θεμελιώδους έννοιας του παραδείγματος, αποτελούν κατά τους Ferguson και Mansbach ορισμένες από τις αιτίες των δυσκολιών, τις οποίες αντιμετωπίζει η επιστημονική έρευνα μετά την δημιουργική πρόσληψη του έργου του Kuhn. Το έργο των Ferguson και Mansbach δεν περιορίζεται στην εξέταση των επιστημολογικών ζητημάτων της Θεωρίας, αλλά θεμελιώνει και σε ιστορικό εμπειρικό επίπεδο το πλαίσιο της ανωτέρω θεωρητικής πρόσληψης των διεθνών σχέσεων, το οποίο καταθέτει, με μία αναλυτική εξέταση των ιστορικών δεδο-
194 μένων, εκκινώντας από την εποχή του Μεσαίωνα, την ανάδυση των τοπικών φεουδαρχικών εξουσιών, η οποία ακολούθησε την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την ιστορική αυτή εξέταση προκύπτει ως εύλογο το συμπέρασμα ότι η εκάστοτε κρατούσα θεωρία στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι παρά ένα επιφαινόμενο της κανονιστικής διάθεσης της συγκεκριμένης εποχής. Η συνάφεια, επομένως, της θεωρίας των διεθνών σχέσεων όχι τόσο με ένα υφιστάμενο σώμα γνώσης, αλλά με την έννοια της ιδεολογίας, καταδεικνύεται ως ιδιαίτερης σημασίας σχέση σε ένα σχήμα αιτιακής υφής. Οι ίδιες οι έννοιες του ρεαλισμού και του ιδεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις δεν συνιστούν κατά τους συγγραφείς αμιγείς θεωρίες επιστημονικής ποιότητας, αλλά απλώς οπτικές κανονιστικής υφής, εργαλεία παρατήρησης και ερμηνείας του πλέγματος των διεθνών σχέσεων, εν γένει «λογικά άκρα ιδανικών τύπων» (173). Η ασάφεια των χρησιμοποιούμενων εννοιών στον κλάδο των διεθνών σχέσεων δυσχεραίνει την διατύπωση μίας συνεκτικής θεωρίας. Οι δύο συγγραφείς επιλέγουν ως παράδειγμα, ώστε να καταδείξουν την ανωτέρω θέση τους, την έννοια του κράτους. Προτάσσοντας δέκα διαφορετικές συλλήψεις της εν λόγω έννοιας, συνεπάγουν την υποκειμενικότητα της έννοιας και τον αιτιακό συσχετισμό της με το εκάστοτε επικρατούν κανονιστικό πρότυπο. Κατά τους Ferguson και Mansbach το ίδιο το προσδιοριζόμενο ως ορθολογικό υπόδειγμα και η ρεαλιστική σχολή στις διεθνείς σχέσεις (Hans Morgenthau, E.H. Carr, Reinhold Niebuhr, Herman Kahn), η οποία επικράτησε επί μία εικοσαετία περίπου στην ανάγνωση των διακρατικών σχέσεων κατά την άμεση μεταπολεμική περίοδο, δεν είναι απαλλαγμένη από κανονιστικές συνδηλώσεις. Αν, όμως, το ορθολογιστικό υπόδειγμα οφειλόταν στην επίταση της αντιπαράθεσης με την ΕΣΣΔ μετά το 1945, η αμφισβήτησή του ανάγεται στην αποδυνάμωση των ΗΠΑ λόγω του πολέμου του Βιετνάμ και των περιφερειακών επιτυχιών του κομμουνιστικού κόσμου. Η δομική, δηλαδή, αμφισβήτηση της ορθολογικότητας ως εργαλείου προσέγγισης των διεθνών σχέσεων αντανακλά με τη σειρά της εκτός από τον συνυπολογισμό νέων παραγόντων, όπως οι ομάδες πολιτών, οι πολυεθνικές εταιρείες και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, ή νέων μεθοδολογικών εργαλείων, όπως η γνωσιακή και η αναπτυξιακή θεωρία - εν μέρει το κλίμα απαισιοδοξίας και αμφισβήτησης που κατέλαβε την αμερικανική κοινωνία σταδιακά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η ίδια η αποστασιοποίηση από το τεκμήριο ορθολογικότητας είχε ως συνέπεια τον εμπλουτισμό των προσεγγίσεων με νέα ποιοτικά δεδομένα, αλλά και την αδυναμία διατύπωσης μίας ενιαίας θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Η αντίθεση ανάμεσα στη ρεαλιστική και την ιδεαλιστική σχολή επαναδιατυπώθηκε σε επίπεδο εννοιών με την αντιστικτική παραβολή των θεωριών της διεθνούς αναρχίας και της αλληλεξάρτησης. Οι Ferguson και Mansbach επικρί-
Book Reviews 195 νουν τη ρεαλιστική σχολή ως μία απλή κανονιστική παραλλαγή, καθώς εκλαμβάνει την ισορροπία δυνάμεων ως μία αξιολογικά φορτισμένη έννοια. Ωστόσο, δεν προσυπογράφουν άκριτα την θεωρία της αλληλεξάρτησης και του διεθνούς συστήματος, αφού καταδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα της τελευταίας τόσο σε επίπεδο ερμηνείας όσο και σε επίπεδο πρόβλεψης. Η θετικιστική/νεοθετικιστική συστημική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, την οποία υιοθετούν οι Ferguson και Mansbach αποτελεί χρήσιμο σημείο αφετηρίας για την διατύπωση γόνιμων προβληματισμών επί της μεθοδολογίας και των κανονιστικών συνδηλώσεων τόσο του ρεαλιστικού/ορθολογιστικού υποδείγματος όσο και του ιδεαλιστικού/συστηματικού υποδείγματος. Η σύγχρονη Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση, όπως μορφοποιήθηκε περαιτέρω με βάση τις παρατηρήσεις των Ferguson και Mansbach, αλλά και με βάση τον δομικό ρεαλισμό του Kenneth Waltz και τον νεοφουνξιοναλισμό των Robert Keohane και Joseph Nye Jr., και την οποία ανέπτυξε περαιτέρω και αναβάθμισε σε ενιαία θεωρία στο πολυσχιδές επιστημονικό έργο του εν Ελλάδι ο Ιωάννης Θ. Μάζης, συνιστά χάρις στη μεθοδολογική αρτιότητά της και την αποστασιοποίησή της από τους κανονιστικούς ισχυρισμούς, ένα ιδιαίτερα χρήσιμο ερμηνευτικό πλαίσιο για την ουσιαστική ανάπτυξη του κλάδου των διεθνών σχέσεων και στην χώρα μας. Στην Ελλάδα κατά κανόνα η προσέγγιση του επιστημονικού αυτού κλάδου υποφέρει είτε από μία τυπική ανάγνωση του διπλωματικού και πολιτικού υπόβαθρου, η οποία συχνά εκπίπτει σε απλή περιπτωσιολογία χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο, είτε από μια ηθικολογική εν πολλοίς προσέγγιση χωρίς θεμελίωση σε εμπειρικά δεδομένα. Η ελληνική διεθνολογική αφήγηση χρειάζεται τη συνδρομή ενός άρτιου θεωρητικού επιστημολογικού πλαισίου, το οποίο, οριζόμενο ως υποδειγματικό σύστημα κριτικής αναφοράς, θα συμβάλει στην εμπέδωση μίας συστηματικότητας και μίας συγκροτημένης επιστημονικής θεωρίας κατά την ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Η έκδοση του παρόντος έργου Η Αναζήτηση της ουτοπίας αποτελεί άκρως απαραίτητη προσθήκη στην ελληνική μεταφρασμένη βιβλιογραφία, ενώ ιδιαίτερα χρήσιμη θα ήταν η έκδοση του βιβλίου των Ferguson και Mansbach, το οποίο επεξέτεινε την προβληματική του παρόντος τόμου, του έργου The Elusive Quest Continues: Theory and Global Poltics (2003). Ιωάννης Κωτούλας - Ιστορικός, M.Phil.