Νομισματοκοπείο Κωνσταντινούπολης

Σχετικά έγγραφα
Χρονολόγηση Γεωγραφικός εντοπισμός Constantinople IΔΡΥΜA ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. 1. Introduction

Νομισματοκοπείο Νικομήδειας

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

ΒΥΖΑΝΤΙΝΌ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ: ΠΑΡΆΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑ

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Νομισματοκοπείο Αυτοκρατορίας Τραπεζούντας

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΝΑΒΡΥΤΩΝ ΣΧ.ΕΤΟΣ : ΤΑΞΗ : Α 1 ΜΑΘΗΜΑ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓ: ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑ

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire, Oxford 2004, και ιδιαίτερα για τα σπίτια σε αγροτικές περιοχές

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Αναστασόπουλος Ανδρέας Αρβανίτη Νικολέτα Τάξη: Α1 3 ο ΓΕΛ Πάτρας Σχολ. Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: Ντούμα Μαρία

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία

3ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 11: 13ος - μέσα 15ου αι.: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Γεώργιος Ακροπολίτης: Βίος και Έργο.

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες.

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/Φιλοσοφική Σχολή/ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Τ.Κ

Το ταξίδι του ελληνικού χρήματος από την αρχαιότητα έως σήμερα. Από τον αντιπραγματισμό στο κερματόμορφο νόμισμα. Υπεύθυνος καθηγητής Βασιλική

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Περίληψη : Χρονολόγηση 5ος-12ος/13ος αιώνας. Γεωγραφικός εντοπισμός IΔΡΥΜA ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. 1. Εισαγωγή

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές.

Τεύχος 1 ο - Άρθρο 12 o

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΗΧΑΝΟΥ Α 2 ΜΑΘΗΜΑ:ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:Κ.ΤΖΟΥΜΕΡΙΩΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΘΕΜΑΤΟΣ

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Τα αυτοκρατορικά εγκώμια στην παλαιολόγεια περίοδο

Η Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης Ονόματα Ομάδων: 1. Μικροί Πράκτορες 2. LaCta 3. Αλλοδαποί 4. Η Συμμορία των 5

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 13: Χρονογραφία της Ύστερης περιόδου. Γεώργιος Σφραντζής: Βίος και Έργο

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5/6/2015

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

ΣΚΟΠΟΣ: Η σύνδεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία ενός πολιτισμού.

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΑ

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ (16 Ο αι.)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία!

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 7: Μέση βυζαντινή περίοδος: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Ιωσήφ Γενέσιος: Βίος και Έργο Κιαπίδου

Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο

ΣΥΝΑΛΛΑΓΈΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΊΑ ΧΡΌΝΙΑ ΜΈΧΡΙ ΣΉΜΕΡΑ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Βυζαντινά μολυβδόβουλλα

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Μεσαιωνική & Νεώτερη Ιστορία Β Γυμνασίου

Η Νίκη ήταν κόρη της Στύγας και του Πάλλαντα. Είχε αδέρφια της το Κράτος, το Ζήλο και τη Βία.

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη σωστή απάντηση από τις αντίστοιχες φράσεις α, β, γ:

Εξεταστέα Ύλη. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να μελετήσουν την ιστορία της περιόδου ελεύθερα από τα προτεινόμενα βασικά εγχειρίδια:

2. Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ (Σελ )

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΤΟΥ ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΦΡΑΠΔΕΣ ΜΕ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΙΟΥΝΙΟΥ 2017

6ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ομάδα «Αναποφάσιστοι» : Αθανασοπούλου Ναταλία, Μανωλίδου Εβίτα, Μήτση Βασιλική, Στέφα Αναστασία

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ειδικό θέμα ημερίδας του 39ου Συμποσίου της ΧΑΕ Ιδεολογική και πολιτισμική πρόσληψη του Βυζαντίου από τους άλλους λαούς (7ος-15ος αιώνας)

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 4459 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

ΟΜΑΔΑ Α. 1. Να συμπληρώσετε τα κενά στις ακόλουθες προτάσεις: α. Η Αγιά Σοφιά είναι κτισμένη σε ρυθμό... από τους αρχιτέκτονες... και...

Περίοδος των Αραβικών Επιδρομών - Μετοικεσία Κυπρίων. Φύλλο εργασίας

Πολιτική, Πόλεμος, Στρατηγική

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΥΒΡΟΥ ΘΑΛΕΙΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Το εξεταστικό δοκίμιο αποτελείται από πέντε (5) σελίδες.

Μανουήλ Α Μέγας Κομνηνός

1. Οι Σκλαβηνίες ήταν νησίδες Σλάβων εποίκων διασκορπισμένες ανάμεσα στο γηγενή πληθυσμό

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Ολυμπία Μπάρμπα Μπάμπης Χιώτης Κων/να Μάγγου 2017, Β3 Γυμνασίου

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

Transcript:

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, Περίληψη : Το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης έχει επιδείξει αξιοθαύμαστη διάρκεια ζωής (326-1453). Αρχικά δε διέφερε από άλλα επαρχιακά νομισματοκοπεία, όμως σταδιακά ανέλαβε τα πρωτεία και προσωρινά την αποκλειστικότητα της κοπής νομίσματος στο κράτος. Υπήρξε το πιο περίπλοκα οργανωμένο βυζαντινό νομισματοκοπείο και η ποιότητα του προϊόντος του, συνυφασμένη με την κρατική οικονομική πολιτική, κυμάνθηκε από εξαίρετη (το μεγαλύτερο διάστημα) έως κακή (κυρίως μετά το 1261). Χρονολόγηση 326-1453 Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη 1. Εισαγωγή Το συγκεκριμένο θέμα σχετίζεται με σημαντικές παραμέτρους της βυζαντινής ιστορίας, της οικονομίας και της νομισματικής, που πολλές φορές συμπαρασύρουν τα αποτελέσματα της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας. Ως εκ τούτου συνεχίζει να προκαλεί αντιπαραθέσεις μεταξύ των ερευνητών, 1 ιδίως μετά τις σημαντικότατες ανακαλύψεις των τελευταίων δεκαετιών με την πληθώρα των νέων στοιχείων που έλυσαν παλαιές απορίες, αλλά έθεσαν και νέα ερωτήματα. Μέσα από τη «χαραγή» περνά και η βυζαντινή οικονομία, που είναι αδύνατο να αναλυθεί στο πλαίσιο αυτού του λήμματος. Θα τονιστούν επομένως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης και ορισμένες σημαντικές πτυχές της οργάνωσης και της λειτουργίας του εν λόγω θεσμού μέσα από μια ιστορική αναδρομή θα καταστεί σαφής η σημασία του και η θέση του μεταξύ των άλλων βυζαντινών νομισματοκοπείων διαχρονικά. 2. Ιστορία της λειτουργίας του νομισματοκοπείου 2.1. Πρώιμη Bυζαντινή περίοδος 2.1.1. 4ος αιώνας Η Κωνσταντινούπολη από νωρίς φάνηκε πως θα εξελισσόταν σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Όλα δείχνουν πως για τη λειτουργία του νομισματοκοπείου της εφαρμόστηκε ένα ευρύτερο σχέδιο που, μεταξύ άλλων, προέβλεπε το κλείσιμο του νομισματοκοπείου της Παβίας (Ticinum) (326). 2 Παρ όλ αυτά η παραγωγή του νομισματοκοπείου ξεκίνησε μάλλον διακριτικά το δεύτερο μισό του 326. Τα δύο εργαστήρια (αριθμός εργαστηρίων μάς είναι γνωστός μόνο για τα χάλκινα νομίσματα μέχρι το 379) ενισχύθηκαν σύντομα με προσωπικό από την Παβία, την Ακυληία και το Σίρμιον, και η ανάπτυξη υπήρξε συνεχής και ραγδαία. 3 Μέχρι το 328 τα εργαστήρια έγιναν 7 (καθένα με συγκεκριμένες αρμοδιότητες), και 11 το 330. Μοναδική σε πλούτο και όγκο ήταν η σειρά των αργυρών νομισμάτων που κόπηκαν εκεί για τον Κωνσταντίνο Α. Το διακριτικό της πόλης ήταν συνήθως CONS ή C A (στα αργυρά). 4 Η περίοδος μετά το 340 ήταν προβληματική για την Κωνσταντινούπολη, αλλά με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Κωνσταντίου η θέση της αναβαθμίστηκε, ενώ έντονη άρχισε να γίνεται η παρουσία των κοπών της στα ανατολικά Βαλκάνια, στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. 5 Ο αριθμός των εργαστηρίων παρέμεινε υψηλός με εξαίρεση τη σύντομη παρένθεση του Ιουλιανού (361-363), ο οποίος μείωσε τον αριθμό όλων των δημόσιων υπαλλήλων. 6 Οι μεταρρυθμίσεις του 368, που προέβλεπαν τη μέγιστη δυνατή καθαρότητα μετάλλου για τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, 7 είχαν αντίκτυπο και στους τύπους. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούνταν πλέον ράβδοι χρυσού με τίτλο 0,995, 8 και στο νόμισμα χαρασσόταν το διακριτικό CONΟΒ, δηλαδή Constantinopoli obryziacus, (σόλιδος) από καθαρό χρυσό (κομμένος) στην Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 1/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, Κωνσταντινούπολη. Το ΟΒ αργότερα ερμηνευόταν ως το αριθμητικό 72, καθώς τόσοι σόλιδοι κόβονταν από μία λίτρα χρυσού. 9 Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον άργυρο. 10 Από το 379 η Κωνσταντινούπολη έκοβε νόμισμα σε χρυσό και άργυρο σε 10 εργαστήρια και η παραγωγή της άρχισε να ανταγωνίζεται την κυρίαρχη στην Ανατολή Αντιόχεια. 11 2.1.2. περ. 400-498 Κατά τον 5ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη μπορεί να μην είχε το πιο παραγωγικό νομισματοκοπείο (η Κύζικος και η Αντιόχεια κατά περίπτωση κατείχαν τα πρωτεία), παρήγε όμως αδιάλειπτα και συνήθως άφθονο χρήμα. Επίσης, αναλάμβανε τις ειδικές κοπές (και είχε την αποκλειστικότητα για τα τριμίσσια στην Ανατολή). Το διακριτικό της μετά το 430 ήταν σταθερά CON. Αυτή την εποχή εμφανίζονται στα χάλκινα νομίσματα και φαινόμενα αναλφαβητισμού στη λατινική. Επί Λέοντος Α ξεκινά η χρήση του ελληνικού διακριτικού ΚΟC, ενώ επί Ζήνωνος χρησιμοποιείται και το σπάνιο ΠΟΛ («Πόλις»). 12 2.1.3. 498-περ. 600 Το παραδοσιακό διακριτικό CON επανήλθε με τη μεταρρύθμιση του Αναστασίου (498). Στα χρόνια του, πέντε εργαστήρια έκοβαν χάλκινο νόμισμα, μάλλον κατ αναλογία προς τη Ρώμη. Το πέμπτο εργαστήριο διαφοροποιούνταν από τα άλλα, πιθανόν διότι στελεχώθηκε με προσωπικό από το κλειστό πλέον νομισματοκοπείο της Ηρακλείας. 13 Με τη Reconquista του Ιουστινιανού Α κατά τον 6ο αιώνα τα νομισματοκοπεία αυξήθηκαν. Η Κωνσταντινούπολη έγινε το κυριότερο νομισματοκοπείο της αυτοκρατορίας για την παραγωγή χρυσού νομίσματος, με τεράστια συμβολή και στα χάλκινα νομίσματα. 14 2.2. Μέση Βυζαντινή περίοδος 2.2.1. περ. 600-1092 Οι μεγάλοι πόλεμοι εναντίον των Περσών και η αραβική πλημμυρίδα άλλαξαν ριζικά την εικόνα. Παρουσιάστηκε έλλειψη μετάλλου και επί Ηρακλείου οι υπάλληλοι του νομισματοκοπείου χρησιμοποίησαν μεταξύ άλλων ως πρώτη ύλη πολυκάνδηλα και εκκλησιαστικά σκεύη από την Αγία Σοφία. 15 Επίσης η παραγωγή νομίσματος συγκεντρώθηκε στην πρωτεύουσα και μέχρι το 630 όλα τα τοπικά νομισματοκοπεία της Ανατολής είχαν κλείσει. Έκτοτε και έως τον 11ο αιώνα αποκλειστικός προμηθευτής νομίσματος για τα Βαλκάνια και την Ανατολή ήταν η Κωνσταντινούπολη (με προσωρινές εξαιρέσεις τη Χερσώνα και τη Θεσσαλονίκη). 16 Η αλλαγή του χαρακτήρα των κοπών της Ρώμης και της Ραβέννας (8ος αιώνας) και η σταδιακή απώλεια της Δύσης αύξαναν περαιτέρω τη σημασία του νομισματοκοπείου της πρωτεύουσας. 17 Το 743 σταμάτησε οριστικά η χρήση του (περιττού πλέον) διακριτικού CONOB. 18 Μετά το κλείσιμο και του τελευταίου δυτικού νομισματοκοπείου (912) 19 ο βυζαντινός χρυσός κοβόταν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη. 2.2.2. 1092-1204 Η παρατεταμένη κρίση του 11ου αιώνα οδήγησε σε μεγάλη απαξίωση του νομίσματος όλων των μετάλλων. 20 Το πρόβλημα λύθηκε με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α (1092). Η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε το βασικό νομισματοκοπείο της αυτοκρατορίας, με τη Θεσσαλονίκη να τη συνεπικουρεί και άλλες δύο (;) πόλεις να συμπληρώνουν την παραγωγή. 21 Από το 12ο αιώνα, δινόταν λιγότερη προσοχή στο ακριβές βάρος του χρυσού νομίσματος. 22 Απαντούσε όμως μόνο στην Κωνσταντινούπολη 23 αυστηρή οργάνωση και έλεγχος της παραγωγής μέσω πληθώρας σημείων ελέγχου και στιλιστικών λεπτομερειών, από όπου συμπεραίνουμε σήμερα τον τόπο κοπής των νομισμάτων. 24 Τα εργαστήρια ήταν οργανωμένα σε ομάδες που παρήγαν συγκεκριμένο νόμισμα καθεμία. Μετά την παραγωγή τους τα νομίσματα σφραγίζονταν σε «αποκόμβια» ή «σακκία» ανά συγκεκριμένες ποσότητες και παραδίδονταν στο βεστιάριον. 25 Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 2/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, Μετά το 1195 και πριν από το 1204, μεγάλες ποσότητες τραχέων, παλαιών κυρίως, ψαλιδίστηκαν συστηματικά και προσεκτικά (υπήρξε μέριμνα να μην κοπεί η μορφή του αυτοκράτορα) 26 στο νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης. Οι λόγοι (πόλεμοι με τους Βούλγαρους ή απαξίωση του τραχέος) είναι υπό συζήτηση. 27 2.3. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος 2.3.1. 1204-1261 Οι Φράγκοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης εξέδωσαν απομιμήσεις βυζαντινών νομισμάτων (άσπρων τραχέων, πιθανώς και υπερπύρων) 28 στο νομισματοκοπείο των ανακτόρων, χρησιμοποιώντας, κατά τις πηγές, ως πρώτη ύλη τα χάλκινα αγάλματα που κοσμούσαν την πόλη. 29 2.3.2. 1261-1453 Η Κωνσταντινούπολη κατά την Παλαιολόγεια περίοδο παρέμεινε το σημαντικότερο νομισματοκοπείο του ολοένα συρρικνούμενου κράτους, όχι όμως και το μοναδικό. Κατά κύριο λόγο η Θεσσαλονίκη (έως περ. το 1370) και η Φιλαδέλφεια (σποραδικά) συμπλήρωναν την παραγωγή, με την πρώτη να ανταγωνίζεται την πρωτεύουσα στην παραγωγή τραχέων και ασσαρίων (13ος-πρώτο μισό 14ου αιώνα). 30 Τα προϊόντα της Κωνσταντινούπολης τη συγκεκριμένη εποχή σημαδεύονταν αποκλειστικά με τα διακριτικά του εκάστοτε υπευθύνου. 31 Υπάρχει τεράστια τυπολογική ποικιλία, όμως η χάραξη είναι πολύ κακή, 32 ενώ το χρυσό υπέρπυρο σταμάτησε να κόβεται με το ίδιο ακριβώς βάρος (al pezzo) 33 και στα μέσα του 14ου αιώνα σταμάτησε εντελώς η παραγωγή του. 34 Μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το νομισματοκοπείο, σε πείσμα της γενικότερης κατάπτωσης, συνέχισε να λειτουργεί κόβοντας νόμισμα για την πληρωμή των υπερασπιστών της πόλης. 35 3. Διοικητική οργάνωση και προσωπικό 3.1. Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος 3.1.2. 4ος-6ος αιώνας Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν δύο ιδρύματα επιφορτισμένα με την κοπή νομίσματος, 36 τα οποία υπάγονταν στη δικαιοδοσία του rationalis summae rei αρχικά και του κόμητος των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) αργότερα, ίσως ήδη από το 330. 37 3.1.2.1. Moneta publica Η moneta publica ή fiscalis, το σταθερό νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης, που εξυπηρετούσε και ιδιώτες μετατρέποντας σε νόμισμα το μέταλλό τους, 38 βρισκόταν στη 12η ρεγεώνα μεταξύ Εξακιονίου, Ξηρολόφου και Αγίου Μωκίου. 39 Ο επόπτης του νομισματοκοπείου (procurator monetae) λογοδοτούσε στον κόμητα των θείων θησαυρών και εγγυόταν διά της προσωπικής τιμής του για ένα συγκεκριμένο εγγυητικό ποσό και διά της σωματικής του ακεραιότητας για τους λογαριασμούς. Επόπτες των επιμέρους τμημάτων του νομισματοκοπείου ήταν οι οfficinatores, καθένας τους υπεύθυνος ενός εργαστηρίου (officina). Κάθε εργαστήριο είχε διευθυντή τον praepositus monetae, όπως και κάθε κατηγορία υπαλλήλων (monetarii) είχε επικεφαλής έναν πραιπόσιτο (praepositus). Οι monetarii/μονητάριοι ήταν δούλοι ή απελεύθεροι. Το επάγγελμά τους ήταν κλειστό και μεταξύ τους υπήρχε ενδογαμία. Για να αλλάξει σταδιοδρομία ένας μονητάριος, έπρεπε να πάρει άδεια απευθείας από τον κόμητα των θείων θησαυρών και εμμέσως από τον αυτοκράτορα και να αφήσει πίσω του περιουσία και οικογένεια. 40 Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 3/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, Οι μονητάριοι δεν έχαιραν εμπιστοσύνης, καθώς πολλές φορές εμπλέκονταν σε υποθέσεις κιβδηλείας, παρά τις αυστηρές (συνήθως κεφαλικές) ποινές. 41 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του διαβόητου Αλεξάνδρου, λογοθέτη επί Ιουστινιανού, ο οποίος είχε το προσωνύμιο «ο Ψαλίδιος» για την ικανότητά του στο παράνομο ψαλίδισμα των χρυσών νομισμάτων. 42 3.1.2.2. Moneta auri Η υπηρεσία που ήταν υπεύθυνη για την κοπή των χρυσών και των αργυρών νομισμάτων από κρατικό μέταλλο συνδεόταν απευθείας με την αυλή του αυτοκράτορα και θεωρητικά μετακινούνταν μαζί του. 43 Το νομισματοκοπείο της είχε δικό του προσωπικό, υπαγόταν απευθείας στον κόμητα των θείων θησαυρών και η ονομασία του (ίσως moneta auri ή comitatensis) παραμένει αβέβαιη. 44 Το 368-369 με τις μεταρρυθμίσεις των Ουαλεντινιανού και Ουάλεντος ορίζεται ότι το χρυσό και το αργυρό νόμισμα παράγονται (κατά κανόνα) από την (αξιόπιστη) moneta auri, ενώ το χάλκινο από τη moneta publica. 45 Κατά τον 4ο αιώνα η υπηρεσία περιλάμβανε εκτός των άλλων ένα τμήμα ράβδων χρυσού (scrinium auri/aureae massae), στο οποίο υπάγονταν 53 aurifices solidorum, οι οποίοι πιθανότατα ήταν υπεύθυνοι για την κοπή τόσο των χρυσών σολίδων όσο και του αργυρού νομίσματος. 46 Έχει αποδειχτεί ότι οι παραγωγοί χρυσού και αργυρού νομίσματος είχαν πρόσβαση σε κοινό απόθεμα σφραγίδων. 47 Το 395, με το χωρισμό της αυτοκρατορίας, το αυλικό νομισματοκοπείο μετατράπηκε ουσιαστικά σε ανακτορικό, καθώς πλέον ο αυτοκράτορας σπανίως απομακρυνόταν από την πρωτεύουσα. 48 Το παλάτι διατηρούσε το μονοπώλιο του πολύτιμου νομίσματος και, όταν κάποιο επαρχιακό νομισματοκοπείο έκοβε χρυσά νομίσματα, το έκανε (τυπικά ή ουσιαστικά) με αποσπασμένους αυλικούς υπαλλήλους (palatini sacrarum largitionum et monetarii auri) που λειτουργούσαν ως παράρτημα της πρωτεύουσας χαράσσοντας και το διακριτικό της (CONOB) στο νόμισμα. 49 Το ανακτορικό νομισματοκοπείο, η «χαραγή», αναφέρεται κατά καιρούς στις πηγές και ως «χωνεία», «χρυσοπλύσια», «χρυσεψητείον», «χρυσουργίον», «βασιλικοί θησαυρότυποι» κ.ά., καθώς συνδεόταν άρρηκτα με τα εργαστήρια αναχώνευσης και καθαρισμού του χρυσού, αλλά και το θησαυροφυλάκιο. 50 Στεγαζόταν στο Μέγα Παλάτιον, στην πρώτη σχολή, σε «οκτακίονο θόλο» που κατά το 10ο αιώνα ονομαζόταν «Παλαιά Χαραγή». 51 Τα ερείπιά του έχουν εντοπιστεί ανασκαφικά. 52 Βρισκόταν στο ίδιο παλάτι, βάσει των πηγών, το 12ο και 13ο αιώνα. Μετά το 1261 δε γνωρίζουμε κάτι για τη θέση του. 53 3.2. Μέση Βυζαντινή περίοδος 3.2.1. 7ος-10ος αιώνας Στις αρχές του 7ου αιώνα, καταργήθηκε το αξίωμα του κόμητος των θείων θησαυρών, και οι αρμοδιότητές του διανεμήθηκαν σε διάφορα σέκρετα. Για τον 9ο αιώνα γνωρίζουμε ότι ο «άρχων της χαραγής» (υπεύθυνος του νομισματοκοπείου) λογοδοτούσε στο χαρτουλάριο του βεστιαρίου. Ο «χρυσ(ο)εψητής» (υπεύθυνος για το κράμα;) υπάγεται στο «σέκρετον του ειδικού» και ο «ζυγοστάτης» (υπεύθυνος για τον έλεγχο βάρους και τίτλου;) στο «οφφίκιον του σακελλίου». 54 Το κτήριο όπου στεγαζόταν η παλαιά moneta publica υπήρχε, αλλά η λειτουργία του ήταν άγνωστη. 55 3.2.2. 11ος αιώνας-1204 Με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις των οικονομικών υπηρεσιών του 11ου αιώνα το «ειδικόν» έπαψε να υφίσταται, ενώ το 12ο αιώνα δεν υπήρχε πλέον και το σακέλλιον. Πιθανότατα το σύνολο των νομισματικών αξιωματούχων υπαγόταν στο βεστιάριον. 56 Η εξέγερση του 1201 έδωσε στον αυτόπτη Νικόλαο Μεσαρίτη την ευκαιρία να περιγράψει τις τραγικές συνθήκες εργασίας των νομισματοκόπων υπό καθεστώς καταναγκασμού. 57 Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 4/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, Για το 12ο αιώνα υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι λειτουργούσε δεύτερο νομισματοκοπείο (ως ανταλλακτήριο και για την κοπή ιδιωτικού μετάλλου) κοντά στο Φόρο του Κωνσταντίνου, όπου εργάζονταν οι τραπεζίτες και οι αργυραμοιβοί. Πιθανότατα καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1203. 58 3.3. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος 3.3.1. Περίοδος Λατινοκρατίας (1204-1261) Για την περίοδο της Λατινοκρατίας βρισκόμαστε στο σκοτάδι. Είναι άγνωστο εάν ο πραγματικός έλεγχος της νομισματικής παραγωγής ήταν στα χέρια του Λατίνου αυτοκράτορα ή των Βενετών. 59 Το βέβαιο είναι ότι η οικονομική οργάνωση των Λατίνων υστερούσε τραγικά σε σχέση με τη βυζαντινή. 60 3.3.2. Περίοδος Παλαιολόγων (1261-1453) Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, η νομισματοκοπία παρέμεινε υπό την εποπτεία του βεστιαρίου, επικεφαλής του οποίου ονομάζεται πλέον προκαθήμενός και και ασχολείται με «τὰς εἰσόδους τε καὶ ἐξόδους». 61 Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι επί Μανουήλ Β (1391-1425) ένα δεύτερο νομισματοκοπείο (ή παράρτημα του κανονικού) έκοβε αργυρό νόμισμα από ιδιωτικό μέταλλο. 62 Υπάρχουν επίσης στοιχεία που υποδεικνύουν ότι κοβόταν νόμισμα από ιδιωτικό μέταλλο έναντι αμοιβής, 63 ενώ τουλάχιστον από τα μέσα του 14ου αιώνα το νομισματοκοπείο ή ένα τμήμα του πέρασε στα χέρια ιδιωτών τραπεζιτών. 64 Αυτή η συνηθισμένη για τη Δύση πρακτική προανήγγειλε μια εποχή νέα, η οποία όμως βρήκε την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα μιας άλλης αυτοκρατορίας. 1. Ως απλό παράδειγμα αναφέρουμε το ζήτημα της αποδόσεως των τραχέων του 11ου και 12ου αιώνα, που σχετίζεται με τη λειτουργία ή μη συγκεκριμένων βυζαντινών και λατινικών νομισματοκοπείων και την οργάνωσή τους, την κυκλοφορία του προϊόντος τους, την οικονομική και ιστορική ερμηνεία των νομισματικών «θησαυρών», την ύπαρξη ή μη βουλγαρικών απομιμήσεων, τις μεταλλικές αναλύσεις των δειγμάτων και την αξιοπιστία τους κ.λπ. 2. The Roman Imperial Coinage (στο εξής RIC) VII, σελ. 355, 359 Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 381. 3. RIC VII, σελ. 562-563, 566-567. 4. RIC VIII, σελ. 440-442. 5. RIC VIII, σελ. 91-95, 440, 444. 6. RIC VIII, σελ. 444-445 Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore London 1996), σελ. 171. Πρβλ. Amm. Marc. 22, 4, 9-10. 7. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 387-388. Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore London 1996), σελ. 159-161. 8. RIC IX, σελ. xxxv Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore London 1996), σελ. 160, σημ. 6. 9. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 911, 919. Για το προσωρινό διακριτικό COMOB και τον comes auri, βλ. Catalogue of the Late Roman Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection (στο εξής DOC Late Roman), σελ. 54-55. Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 5/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, 10. RIC X, σελ. 13-17. Στην Ανατολή, αν και τα αργυρά είχαν ανάλογα υψηλό τίτλο, δεν έφεραν το διακριτικό PS (= pusulatum, καθαρός άργυρος) όπως στη Δύση (RIC X, σελ. 25). 11. RIC IX, σελ. 202 (Αντιόχεια). RIC X, σελ. 25 (εργαστήρια). 12. RIC X, σελ. 11-12 (τριμίσσια), 38-40 (παραγωγή-διακριτικά). 13. RIC X, σελ. 38-39. 14. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 401-403, πίν. 11, χάρτ. 34, 35. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 912-914, πίν. 1, χάρτ. 1α. [ελληνική έκδοση: Morrisson, C., Το βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ 3, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 41-131] 15. Θεοφάν. 303. Πρβλ. Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore London 1996), σελ. 200, σημ. 45. 16. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 424 Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 913-914, πίν. 2, χάρτ. 1β Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore London 1996), σελ. 201-202 Πρβλ. Penna, V., Chalkous, for everyday dealings. The unknown world of bronze coinage (Athens 2006) σελ. 186-187. 17. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 421-423 Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 915 Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore London 1996), σελ. 203-205. 18. Grierson, P., Byzantine Coins (London Berkeley Los Angeles 1982), σελ. 157, όπου αναφέρεται ότι ο Αρτάβασδος διέκοψε τη χρήση του Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 919, όπου αναφέρεται ότι χρήση του διακόπηκε στην Πόλη το 720. 19. Στο Ρήγιο της Καλαβρίας. Βλ. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 914, σημ. 18, με παραπομπή στο σχετικό άρθρο του Castrizio. 20. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 930-932 Oikonomides, N., The Role of the Byzantine State in the Economy στο Laiou, A. (επιμ.), ό.π., σελ. 1019 κ.ε. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 235-236 DOC 4,1, σελ. 21-22. 21. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 434-437, πίν. 14. Πρβλ. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 915-916, πίν. 3. 22. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 943. Πρβλ. Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection (στο εξής DOC) 4,1, σελ. 123-124, όπου αναφέρεται ότι ολοένα και περισσότερη σημασία δινόταν στο κράμα, παρά στο βάρος. 23. DOC 4,1, σελ. 128. 24. Πρβλ. Grierson, P., Byzantine Coins (London Berkeley Los Angeles 1982), σελ. 225 κ.ε. (γενικά), και Morrisson, C., The Emperor, the Saint, and the City: Coinage and Money in Thessalonike from the Thirteenth to the Fifteenth Century, Dumbarton Oaks Papers 57 (2003), σελ. 173-178, όπου αναφέρεται η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. 25. DOC 4,1, σελ. 99-106, 128. 26. Hendy, M., Coinage and Money in the Byzantine Empire, 1081-1261 (DOS 12, Washington, D.C. 1969), σελ. 179-180. Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 6/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, 27. Grierson, P., Byzantine Coins (London Berkeley Los Angeles 1982), σελ. 236, 331, σημ. 236 με βιβλιογραφία DOC 4,1, σελ. 45-46, 59 κ.ε. Metcalf, D., Μ.F. Hendy, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection, IV. Alexius I to Michael VIII 1081-1261, Washington D.C. 1999, NC 160 (2000), σελ. 396-401. 28. Stahl, A., Coinage and Money in the Latin Empire of Constantinople, Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σελ. 197-199. 29. Νικ. Χων. 648-650. Πρβλ. Metcalf, D., Coinage of the Crusades and the Latin East in the Ashmolean Museum Oxford² (αναθεωρημένο, London 1995), σελ. 231, όπου αναφέρεται στη χαμηλή περιεκτικότητα των νομισμάτων σε κασσίτερο. 30. DOC 5,1, σελ. 57-62. 31. DOC 5,1, σελ. 56. 32. DOC 5,1, σελ. 10-11, 53. 33. DOC 5,1, σελ. 47-48 Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 943. βλ. ελληνική μετάφραση, σελ. 90 34. DOC 5,1, σελ. 42 (σχετικά με το φλωρίνι του Ιωάννου Ε ), 44-45 (σχετικά με τα τελευταία υπέρπυρα) Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 961. 35. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 447, 545-546. 36. DOC 4,1, σελ. 110-111, για μια γενική διαχρονική θεώρηση του ζητήματος. 37. RIC VII, σελ. 16, 20-21 Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 911. DOC Late Roman, σελ. 49-50, όπου υπάρχουν πηγές σχετικά με το καθήκον του κόμητος να φροντίζει για την ορθή απόδοση της αυτοκρατορικής μορφής στο νόμισμα. 38. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 389-390, με αναφορά στους νόμους Codex Theodosianus 9, 21, 7-8. 39. Not. Urb. Const. 13, 12 Κωνσταντίνος Ζ, Περί βασιλείου τάξεως 1, 97-98 Hendy, Μ., Aspects of Coin Production and Fiscal Administration in the Late Roman and Early Byzantine Period, NC (1972), σελ. 131 DOC 4,1, σελ. 110. 40. RIC VII, σελ. 22-23 RIC X, σελ. 23. Για τον όρο «μονητάριος» πρβλ. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 423-424, με παραπομπή σε μολυβδόβουλλα του 9ου αιώνα. 41. RIC X, σελ. 23 Papathanassiou, M., Metallurgy and Metalworking Techniques, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 123-124 [ελληνική έκδοση: Παπαθανασίου Μ. Μεταλλουργία και μεταλλοτεχνία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ 1, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 215-223]. Πρβλ. Penna, V., Chalkous, for everyday dealings. The unknown world of bronze coinage (Athens 2006), σελ. 201-202. 42. PLRE III A, σελ. 43, βλ. λ. Alexander (5) (J. Martindale) Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων 7, 1, 30-31. 43. RIC VII, σελ. 24 DOC Late Roman, σελ. 50 RIC X, σελ. 25 Πρβλ. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 391-392. 44. RIC IX, σελ. 203 (CONCM), 217 (COMTM). Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 390 RIC X, σελ. 23-26 DOC Late Roman, σελ. 54. 45. CTh 12, 6, 12-13. 9, 21, 7. Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 7/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, 46. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 393 RIC X, σελ. 24. 47. RIC X, σελ. 26. 48. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 398. 49. RIC X, σελ. 25-26 Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 400 Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 911. 50. DOC 4,1, σελ. 96, σημ. 2, 128 Matschke, K.-P., Mining, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 119 [ελληνική έκδοση: Matschke, K.-P., Μεταλλεία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ 1, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 205-215]. Ο Νικόλαος Μεσαρίτης κάνει λόγο και για "βασιλικούς θυσαυρότυπους" βλ.. Heisenberg, A. (επιμ.), Nikolaos Mesarites. Die Palastrevolution des Johannes Komnenos (Würzburg 1907), σελ. 25, κεφ. 9, στ. 34. 51. Κωνσταντίνος Ζ, Περί βασιλείου τάξεως, 1, 8, 2-7. Πρβλ. Hendy, Μ., Aspects of Coin Production and Fiscal Administration in the Late Roman and Early Byzantine Period, NC (1972), σελ. 131, σημ. 2. 52. Penna, V., Chalkous, for everyday dealings. The unknown world of bronze coinage (Athens 2006), σελ. 173. 53. DOC 4,1, σελ. 128-129. 54. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 913 (με στοιχεία από το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου και το Τακτικόν Uspenskij). 55. Κωνσταντίνος Ζ, Περί βασιλείου τάξεως, 1, 97-98. Πρβλ. DOC 4,1, σελ. 110. 56. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 433 DOC 4,1, σελ. 96. 57. Heisenberg, A. (επιμ.), Nikolaos Mesarites. Die Palastrevolution des Johannes Komnenos (Würzburg 1907), σελ. 25-26, κεφ. 9. 58. DOC 4,1, σελ. 128-129. 59. Πρβλ. τη συνθήκη του Θεοδώρου Α Λασκάρεως και του podesta Giacomo Tiepolo (1219) και τις απαιτήσεις στο Μιχαήλ Η από τους πρέσβεις του Βαλδουίνου Β (1259), DOC 4,1, σελ. 129 Ακροπ. Γ. 78. Για αποσύνδεση της συνθήκης του Θεοδώρου Α και των Βενετών από το νομισματικό προνόμιο βλ. Stahl, A., Coinage and Money in the Latin Empire of Constantinople, Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σελ. 203. 60. DOC 4,1, σελ. 95, 129 Πρβλ. Stahl, A., Coinage and Money in the Latin Empire of Constantinople, Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σελ. 205-206. 61. DOC 5,1, σελ. 55 Oikonomides, N., The Role of the Byzantine State in the Economy, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 1029., [ελληνική έδκοση: Οικονομίδης, Ν., Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους στην οικονομία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ. 3, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 215] 62. Morrisson, C., Byzantine Money: Its Production and Circulation, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 917 με την παραπομπή στους Bendall και Hendy DOC 5,1, σελ. 58, 219. 63. DOC 4,1, σελ. 119-120. 64. DOC 5,1, σελ. 58 Πρβλ. Matschke, K.-P., Mining, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 120. Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 8/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, Βιβλιογραφία : Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia, Leipzig 1883 Laiou A. E. (ed.), The Economic History of Byzantium From the Seventh through the Fifteenth Century, 3 vols, Washington DC 2002, Dumbarton Oaks Studies 39 Hendy M.F., Studies in the Βyzantine Μonetary Εconomy c. 300-1450, Cambridge Mass. 1985 Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. Wirth, P. (eds), Georgii Acropolitae Οpera 1 (αναθ. P. Wirth), Stuttgart 1978 Wroth W., Catalogue of the Imperial Byzantine Coins in the British Museum, London 1908 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (ed.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, Berlin New York 1975 Harl K.W., Coinage in the Roman Economy, 300 BC to AD 700, John Hopkins University Press, Baltimore London 1996 Grierson P., Byzantine Coins, London Berkeley Los Angeles 1982 Hendy M., Coinage and Money in the Byzantine Empire, 1081-1261, Washington D.C. 1969 Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J. (ed.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae libri duo, 1, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1829 Grierson P., Numismatics, London New York 1975 Bruun P.M., The Roman Imperial Coinage 7. Constantine and Licinius A.D. 313-337, London 1966 Grierson P., Byzantine Coinage, Washington D.C. 1999 Grierson P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 5. Michael VIII to Constantine XI, 1258-1453, Washington D.C. 1999 Hendy M.F., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 4. Alexius I to Michael VIII 1081-1261, Washington D.C. 1999 Grierson P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 3. Leo III to Nicephorus III, 717-1081, Washington D.C. 1973 Grierson P., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 2. Phocas to Theodosius III, 602-717, Washington D.C. 1968 Bellinger A.R., Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection 1. Anastasius I to Maurice, 491-602, Washington D.C. 1966 Grierson P., Mays M., Catalogue of Late Roman Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection. From Arcadius and Honorius to the Accession of Anastasius, Washington D.C. 1992 Stahl A., "Coinage and Money in the Latin Empire of Constantinople", Dumbarton Oaks Papers, 55, 2001, Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 9/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, 197-206 Morrisson C., "The Emperor, the Saint, and the City: Coinage and Money in Thessalonike from the Thirteenth to the Fifteenth Century", Dumbarton Oaks Papers, 57, 2003, 173-203 Kent J., The Roman Imperial Coinage 8. The Family of Constantine I A.D. 337-364, London 1981 Kent J., The Roman Imperial Coinage 10. The Divided Empire and the Fall of the Western Parts A.D. 395-491, London 1994 Morrisson C., "Les noms de monnaies sous les Paléologues", Seibt, W. (ed.), Geschichte und Kultur der Palaiologenzeit, Wien 1996, 151-162 Pearce J., The Roman Imperial Coinage 9. Valentinian I - Theodosius I, London 1951 Penna V., Chalkous, for everyday dealings. The unknown world of bronze coinage, Athens 2006 Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, 1-3, Αθήνα 2006 Δικτυογραφία : Byzantine Coinage http://www.doaks.org/byzcoins.pdf Βυζαντινά Νομίσματα http://www.coinsmania.gr/cm/ancient/byzantine/byzant1.htm Γλωσσάριo : ασσάριον Ρωμαϊκό νόμισμα πολύ μικρής αξίας. Το όνομα χρησιμοποιήθηκε ξανά για το μικρό χάλκινο νόμισμα των 2 γρ. που έκοψε ο Ανδρόνικος Β Παλαιολόγος (1282-1328). βεστιάριον, το Αρχικά σήμαινε το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, από το οποίο μεταξύ άλλων εξοπλίζονταν ο στρατός και ο στόλος. Από τον 12ο αιώνα είναι το κατεξοχήν κρατικό θησυροφυλάκιο, στο οποίο αναφέρεται και ο όρος ταμείον. διακριτικό του νομισματοκοπείου, το Γράμμα ή σύμβολο που απεικονίζεται στο νόμισμα, προκειμένου να δηλώσει τον τόπο κοπής του. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο πρόκειται συνήθως για συντομευμένη εκδοχή του ονόματος του νομισματοκοπείου. εργαστήριο, το (λατ. officina) Τμήμα ρωμαϊκού ή βυζαντινού νομισματοκοπείου. λογοθέτης, ο Όρος που στη Βυζαντινή περίοδο δήλωνε υψηλόβαθμους υπαλλήλους, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς, με οικονομικού κυρίως χαρακτήρα αρμοδιότητες. Το αξίωμα του λογοθέτη του Πατριαρχείου απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μετά το 12ο αιώνα. Οι λογοθέτες των μητροπόλεων, τέλος, φαίνεται ότι είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες. σακελλάριος, ο σακέλλιον, το (και σακελλάριος, ο, σακέλλη ή σακέλλα, η) Βυζαντινός διοικητικός όρος με δύο βασικές σημασίες: 1. Το αυτοκρατορικό ταμείο. Σημαντικός θεσμός στη διοίκηση και τη διάθεση πόρων. Σχετικά με αυτό είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της σακέλλης (από τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου (ο αρμόδιος για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος» αποτέλεσε, το πιθανότερο, τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των βασιλικών χρημάτων». 2. Το ταμείο της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ήτοι της Αγίας Σοφίας. Στην πατριαρχική σακέλλη φυλάσσονταν έγγραφα που πιστοποιούσαν τα περιουσιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου. Στα μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι μέγας σακελλάριος ή ο σακελλίου. σέκρετον, το Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 10/11

Βαλασιάδης Χρύσανθος,, Βυζαντινός διοικητικός όρος που χρησιμοποιείται για δημόσιες υπηρεσίες και γραφεία γενικότερα. Εμφανίζεται ως όρος secretarium από το 303 και αρχικά απέδιδε κάποιο δικαστικό σώμα. Απαντά καθ όλη τη Βυζαντινή περίοδο και αναφέρεται σε διάφορους κρατικούς τομείς: σέκρετον της θαλάσσης, λογοθέσιο των σεκρέτων, καθολικόν σέκρετον κ.λπ. Ως εκκλησιαστικός όρος εμφανίζεται περί τον 7ο αιώνα και αρχικά σημαίνει το γραφείο του χαρτοφύλακος, ενώ αργότερα η χρήση του γενικεύεται. τραχύ νόμισμα Κοίλο νόμισμα, από ήλεκτρο, χαλκό ή κράματα, υποδιαίρεση του υπέρπυρου (περίπου 1 / 3 της αξίας του). Τραχέα κόβονταν και κυκλοφορούσαν μεταξύ 11ου και 14ου αιώνα, και στην παλαιότερη βιβλιογραφία καταγράφονταν συχνά ως σκυφάτα. τριμίσσιον Μικρό χρυσό νόμισμα, υποδιαίρεση ( 1 / 3 ) του σόλιδου. Εισήχθη επί Θεοδοσίου Α, αλλά μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα είχε πάψει να κόβεται και να κυκλοφορεί. υπέρπυρο, το Βυζαντινό κοιλόκυρτο χρυσό νόμισμα 4,3 γραμμαρίων και 20,5 καρατιών, που εισήχθη το 1092 από τον Αλέξιο Α Κομνηνό. Διατηρήθηκε σε χρήση μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με μεγάλες αλλαγές στην περιεκτικότητα σε χρυσό. χαρτουλάριος, ο Από τη λέξη «χάρτης», με τη σημασία του επίσημου εγγράφου. 1. Βυζαντινό διοικητικό αξίωμα με ποικίλες κατά περιόδους αρμοδιότητες. Στην πρώιμη εποχή οι χαρτουλάριοι υπηρετούν στις μεγάλες διοικητικές υπηρεσίες, όπως του επάρχου του πραιτορίου, και είναι υπεύθυνοι για την τήρηση του αρχείου. Στα Mεσοβυζαντινά χρόνια αναλαμβάνουν διάφορα πόστα στην κεντρική ή την επαρχιακή διοίκηση. Εμφανίζεται και το αξίωμα του μεγάλου χαρτουλαρίου ως επικεφαλής σεκρέτων. Από το 12ο αιώνα αναφέρονται και με στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ το 13ο αιώνα ο μέγας χαρτουλάριος είναι ένα από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην αυλή. 2. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση του αρχείου, εμφανίζει πολλά κοινά και πολλές φορές συγχέεται ως προς την αρμοδιότητά του με το χαρτοφύλακα. Πηγές Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883). Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Heisenberg, A. Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Οpera 1 (έκδοση αναθεωρημένη από τον P. Wirth), (Stuttgart 1978). Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (επιμ.), Nicetae Choniatae Historia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, Berlin New York 1975). Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae libri duo 1 (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1829). Παραθέματα Ερμηνεία του διακριτικού CONOB στους σόλιδους του 4ου αι. κατά τον Γεώργιο Κεδρηνό, τέλη 11ου αρχές 12ου αι. «Ὅτι τὰ ἐν τοῖς νικαρίοις τοῦ νομίσματος ὑποκείμενα Ῥωμαϊκὰ γράμματα δηλοῦσι ταῦτα, τὸ κ κιβιτάτες, τὸ ο ὄμνις, τὸ ν νόστραι, τὸ ο ὀβέδιαντ, τὸ β βενερατιόνι, τουτέστιν αἱ πόλεις πᾶσαι τῇ ἡμετέρᾳ πειθαρχείτωσαν προσκυνήσει.» ʺIn victororlatis nomismatis literae c.o.n.v.c. hos designant Civitates Omnes Nostre Venerationi Obediantʺ Μετάφραση στα Λατινικά από την έκδοση του I. Bekker Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, Bekker, Ι. (ed.), Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, Ι ΙΙ, Corpus scriptorum historiae Byzantinae, vol. 1 (Bonn 1838), page 563, line 15 Δημιουργήθηκε στις 12/8/2017 Σελίδα 11/11