Περίληψη : Η λεγόμενη Δημόσια Αγορά (συγκρότημα Μ) της Σίδης, βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της πόλης. Πρόκειται για μια μνημειακή περίστυλη κατασκευή, που περιλαμβάνει πλατεία με περιμετρικές στοές και τρεις αίθουσες σε σειρά στην ανατολική πλευρά του. Η λειτουργία του συγκροτήματος παραμένει αδιευκρίνιστη, καθώς υπάρχει η άποψη ότι χρησιμοποιούνταν ως γυμνάσιο, ενώ κατά άλλη εκδοχή αποτελούσε τη δημόσια αγορά της πόλης. Το κτίσμα χρονολογείται στην εποχή των Αντωνίνων, δηλαδή τον ύστερο 2 ο αι. μ.χ. Χρονολόγηση 2ος αι. μ.χ. Γεωγραφικός Εντοπισμός Σίδη, Παμφυλία 1. Θέση Στο ανατολικό τμήμα της Σίδης, δίπλα στη θάλασσα, βρίσκεται ένα μνημειακό κτιριακό συγκρότημα, το οποίο στα τοπογραφικά σχέδια της πόλης χαρακτηρίζεται ως συγκρότημα M. Επικοινωνούσε πιθανόν με την Εμπορική Αγορά της πόλης μέσω μιας οδού που ξεκινούσε από τη νότια πύλη της τελευταίας με αντίστοιχη κατεύθυνση. Στην κάτοψη αποτυπώνεται ως ορθογώνιο, μήκους 88,50 μ. και πλάτους 69, 20 μ. με την είσοδο του στη βόρεια πλευρά. Αποτελείται από την πλατεία, η οποία περιβάλλεται από κιονοστοιχίες, ενώ τρεις μεγάλες αίθουσες αναπτύσσονταν στην ανατολική πλευρά του συγκροτήματος. 2. Αρχιτεκτονική Περιγραφή 2.1. Πλατεία και Περιστύλιο Οι κίονες του περιστυλίου εδράζονταν σε διβαθμιδωτή κρηπίδα. Οι κορμοί τους, ύψους 4,75 μ, ήταν από γκριζωπό γρανίτη. Οι βάσεις τους ήταν αττικοϊωνικού τύπου, ενώ τα κιονόκρανα ιωνικού ρυθμού. Κανένα ίχνος του θριγκού δεν έχει βρεθεί, καθώς κάποια τμήματα του εντοιχίστηκαν στην ύστερη αρχαιότητα κατά την οικοδόμηση του γειτονικά διερχόμενου τείχους. Ως δομικό υλικό στην ανέγερση του τείχους αυτού θα πρέπει να επαναχρησιμοποιήθηκαν και οι πλίνθοι αρουραίου λίθου από τους οποίους ήταν κατασκευασμένοι οι τοίχοι των στοών. Η πρόσβαση στο εσωτερικό του συγκροτήματος ήταν εφικτή μέσω μιας θύρας πλάτους 3,5 μ., στον άξονα της βόρειας πλευράς. Είναι αμφίβολο αν μια δεύτερη πύλη βρισκόταν σε αντίστοιχη θέση της νότιας πλευράς. Στη νοτιοδυτική γωνία έχουν εντοπιστεί δυο θύρες, οι οποίες πρέπει να αποτελούν μεταγενέστερη επέμβαση στην αρχική κατασκευή καθώς βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με τη θύρα του οχυρωματικού τείχους της Ύστερης Αρχαιότητας. Αξιοσημείωτη είναι επίσης μια ακόμα επέμβαση στο χώρο του συγκροτήματος που φαίνεται να ανήκει στη Βυζαντινή εποχή. Πρόκειται για ένα τοιχίο στο κέντρο της πλατείας κατασκευασμένο από ακατέργαστες πέτρες συνδεδεμένες με πηλό πάνω σε βάση από πλάκες τραβερτίνη λίθου. 2.2 Αίθουσες Δημιουργήθηκε στις 26/9/2017 Σελίδα 1/6
Στα ανατολικά της περίστυλης πλατείας υπήρχαν τρεις αίθουσες, από τις οποίες οι δυο πλευρικές είχαν διαστάσεις 19,50Χ 14,75 μ. ενώ η μεσαία ήταν μεγαλύτερων διαστάσεων 26,24Χ15,20 μ, γεγονός που της προσδίδει κάποιον ιδιαίτερο λειτουργικό ρόλο. Η σημασία της άλλωστε επισημαίνεται κυρίως από την διάταξη των κιόνων του περιστυλίου, καθώς δημιουργούν προεξοχή μπροστά από την κεντρική αίθουσα σε απόλυτη αντιστοιχία με την κιονοστοιχία της πρόσοψης της, που διαμορφωνόταν από έξι κίονες κορινθιακού ρυθμού ανάμεσα σε παραστάδες. Το εσωτερικό της αίθουσας διαμορφωνόταν ως πολυτελής κατασκευή με πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα αισθητικής και επιρροές κυρίως από την αρχιτεκτονική των περίτεχνων σκηνικών προσόψεων (scaenae frons) των ρωμαϊκών θεάτρων. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων, 1 που έφεραν μαρμάρινη επένδυση, αναπτύσσονταν σε δυο ορόφους και κοσμούνταν με κίονες, παραστάδες, κόγχες με αρχιτεκτονική πλαισίωση και «πρόστυλους» ναϊσκους (aediculae), με αποτέλεσμα να δημιουργείται αναμφίβολα ένα εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα. 2 Το δάπεδο της αίθουσας κάλυπταν λεπτές ορθογώνιες μαρμάρινες πλάκες, ενώ η στέγη ήταν ξύλινη, διακοσμημένη με φατνώματα. Οι πλευρικές αίθουσες άνοιγαν προς τον υπαίθριο χώρο του συγκροτήματος μέσω μιας κιονοστοιχίας που αργότερα αντικαταστάθηκε από τρία θυραία ανοίγματα. Κάθε πλευρική αίθουσα χωριζόταν σε τρία κλίτημέσω διπλής κιονοστοιχίας. 3 Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους οι αίθουσες αυτές δέχτηκαν μετατροπές, και το δάπεδο τους καλύφθηκε με μωσαϊκά διακοσμημένα με γεωμετρικά μοτίβα 3. Γλυπτική Πλήθος από αγάλματα βρέθηκαν στο χώρο του συγκροτήματος και τα περισσότερα μάλιστα από αυτά στην κεντρική ανατολική αίθουσα, όπου θα κοσμούσαν τις κόγχες και τους ναϊσκους (aediculae). Πρόκειται για αγάλματα υπερφυσικού μεγέθους που απεικονίζουν θεούς, αθλητές και γυναικείες μορφές και που αποτελούν εξαιρετικής ποιότητας αντίγραφα έργων διάσημων γλυπτών του 5 ου και του 4 ου αι. π.χ., όπως του Φειδία, του Πολυκλείτου, του Μύρωνα, του Αλκαμένη και του Λύσιππου, καθώς και άγνωστων καλλιτεχνών της Eλληνιστικής περιόδου. Με βάση τα στυλιστικά και τεχνικά τους χαρακτηριστικά τοποθετούνται στην εποχή των Αντωνίνων (138 192 μ.χ.). Ως πρωτότυπο έργο της ίδιας εποχής ξεχωρίζουμε έναν θωρακοφόρο ανδριάντα αυτοκράτορα, που φορά χιτώνα και ιμάτιο. Η στάση, η απόδοση της μορφής καθώς και η διακόσμηση του θώρακα με δυο αντιμέτωπους γύπες οδηγούν στην υπόθεση ότι απεικονίζει τον αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο. Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι το κεφάλι της μορφής φαίνεται να είναι υστερότερης εποχής, και πιθανώς αποδίδει έναν μεταγενέστερο αυτοκράτορα του 3 ου αι. μ.χ. Η ανεύρευση αυτών των αγαλμάτων συμβάλλει σημαντικά στη μελέτη της πλαστικής της Σίδης, που είναι γνωστή κυρίως για τα εξαιρετικής ποιότητας αντίγραφα κλασικών και ελληνιστικών έργων. Επιπλέον η συμβολή αυτών των αντιγράφων έχει καθοριστική σημασία για τη μελέτη της πλαστικής των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων, καθώς διατηρούν ισχυρή την ελληνική παράδοση και συμβάλλουν στην προσέγγιση των προτύπων. Αρκετά μάλιστα από τα αγάλματα αυτά αποτελούν παραδείγματα αντιγράφων ελληνιστικών έργων που δεν σώζονται πουθενά. Το πλήθος όλων αυτών των αντιγράφων ελλήνων δημιουργών, διαφορετικών χρονικών περιόδων, μας κάνει να διακρίνουμε μια διαρκή αναζήτηση νέων τύπων από τους καλλιτέχνες της Σίδης και ταυτόχρονα μια συνειδητή προσπάθεια παρουσίασης του συνόλου της ελληνικής και ρωμαϊκής πλαστικής μέσα στα δημόσια κτίρια της πόλης. 4 Δημιουργήθηκε στις 26/9/2017 Σελίδα 2/6
4. Λειτουργία Η λειτουργία αυτού του μνημειακού κτιρίου δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για γυμνάσιο,αφού συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά των ελληνορωμαϊκών γυμνασίων, όπου γύρω από την κεντρική υπαίθρια αυλή υπήρχαν στοές με διαμερίσματα διαφόρων χρήσεων στο βάθος. Στο συγκεκριμένο όμως κτίριο της Σίδης, δεν έχουν βρεθεί αίθουσες λουτρών και εγκαταστάσεις που να συνθέτουν το αρχιτεκτονικό περιβάλλον ενός γυμνασιακού συγκροτήματος. Ο κτηριακός τύπος πάντως του συγκροτήματος δεν αποκλείει την πιθανότητα λειτουργίας του ως κτιρίου φυσικής αγωγής, δηλαδή ως γυμνασίου ή παλαίστρας, αφού το αρχιτεκτονικό του σχέδιο παρουσιάζει ομοιότητες με άλλα γυμνάσια της Μικράς Ασίας κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους όπως π.χ. με το ελληνιστικό γυμνάσιο στα ανατολικά της Βόρειας Αγοράς της Μιλήτου, το Κάτω Γυμνάσιο της Πριήνης και με την παλαίστρα στο Γυμνάσιο του Βήδιου στην Έφεσο. Σύμφωνα με άλλη προσέγγιση το συγκρότημα χαρακτηρίζεται ως Δημόσια αγορά, όπου στη μια πλευρά της αντί για τη συνηθισμένη βασιλική, είχε 3 μεγάλες αίθουσες. Η μεσαία πρέπει να ήταν αφιερωμένη στην αυτοκρατορική λατρεία ενώ οι πλευρικές να αποτελούσαν βιβλιοθήκες ή δημόσια αρχεία. Η τελευταία αυτή πρόταση περί λειτουργίας των δυο πλευρικών αιθουσών ως βιβλιοθήκες αμφισβητείται, καθώς οι κόγχες τους θεωρήθηκαν διακοσμητικές και όχι χρηστικές, αν και το κτίσμα παρουσιάζει ανάλογη οργάνωση με τη βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα, η οποία ομοίως αναπτύσσεται γύρω από μια μεγάλη εσωτερική αυλή με περιμετρικές στοές και ένα ορθογώνιο κτίριο στο βάθος. Συνεπώς ο προσδιορισμός της λειτουργίας του συγκροτήματος, παραμένει εύλογα ένα ανοιχτό θέμα καθώς το αρχιτεκτονικό του σχέδιο θυμίζει τα ελληνικά γυμνάσια ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσε αρχιτεκτονική λύση, που εφαρμόστηκε και για τις βιβλιοθήκες της Ρωμαϊκής περιόδου. Επιπλέον ο έντονος διακοσμητικός χαρακτήρας του συγκροτήματος και κυρίως της λεγόμενης «αυτοκρατορικής αίθουσας» δεν διευκολύνει τον προσδιορισμό της ταυτότητας του, καθώς έργα τέχνης διακοσμούσαν όλους τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους του ρωμαϊκού κόσμου. 5 Η ανέγερση του συγκροτήματος ανάγεται στον ύστερο 2 ο αι. μ.χ. (166 200 μ.χ.), καθώς ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος και τα ολόγλυφα έργα πλαστικής που ήρθαν στο φως χρονολογούνται στην εποχή των Αντωνίνων. 5. Ιστορία της Έρευνας και Σημερινή κατάσταση Η αρχική παρουσίαση και αποτύπωση του αρχιτεκτονικού σχεδίου του συγκροτήματος Μ, έγινε στα τέλη του 19 ου αι. από τον G. Lanckoronski, 6 μαζί με τους G. Niemann και Ε. Petersen, οι οποίοι θεώρησαν ότι αποτελούσε γυμνάσιο. Ο χώρος ανασκάφηκε το διάστημα 1947 1967, από τον αρχαιολόγο A.M. Mansel. Αναστηλωτικές εργασίες διεξήχθησαν στο ανατολικό τμήμα του συγκροτήματος από τον αρχιτέκτονα L.Merey. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει αναστηλωμένο το ανατολικό τμήμα της κεντρικής αίθουσας και της αίθουσας της νότιας πλευράς, που σε κάποια σημεία φτάνει μάλιστα σε ύψος 8 μ. Έτσι διακρίνονται οι κόγχες, μερικοί από τους κίονες, ενώ σε μια από τις γωνιαίες κόγχες της νότιας αίθουσας βρίσκεται in situ (κατά χώραν) το άγαλμα της Νέμεσης δίνοντας μια εικόνα της πολυτέλειας και της διακοσμητικής λαμπρότητας του οικοδομήματος. Από το χώρο της υπαίθριας πλατείας και του περιστυλίου διατηρούνται ελάχιστα κατάλοιπα. Αξίζει να Δημιουργήθηκε στις 26/9/2017 Σελίδα 3/6
σημειωθεί ότι οι κίονες της νότιας πλευράς βρίσκονται πεσμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, πράγμα που αποτελεί ένδειξη της πτώσης τους στο έδαφος από κάποιο σεισμό. 1. Οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από αρουραίο λίθο. 2. Στο πίσω τοίχο της αίθουσας ανοίγονταν τρεις ορθογώνιες κόγχες, ενώ στις γωνίες σχηματίζονταν ημικυκλικές κόγχες που καλύπτονταν από ημιθόλια διακοσμημένα με ανάγλυφο κοχύλι. Δυο ορθογώνιες κόγχες ανοίγονταν ομοίως και στους πλευρικούς τοίχους της αίθουσας. Στο κάτωτερο τμήμα των τοίχων, (κάτω από τις κόγχες) διαμορφωνόταν ένα συνεχές βάθρο ύψους 1,65 μ., το οποίο δημιουργούσε υποχωρήσεις και προεξοχές. Σε κάθε μια από τις προβολές του βάθρου ήταν τοποθετημένοι δυο κορινθιακοί κίονες από γρανίτη, που πατούσαν πάνω σε βάσεις ατικού τύπου. Οι κίονες των προβολών ήταν τοποθετημένοι μπροστά από παραστάδες που διαμορφώνονταν στο μέτωπο του τοίχου. Οι κίονες έφεραν πλούσια διακοσμημένο θλαστό ιωνικό θριγκό. Η ίδια αρχιτεκτονική διαμόρφωση επαναλαμβανόταν και στον άνω όροφο με αποτέλεσμα οι κίονες των προβολών και οι αντίστοιχες τους παραστάδες να δημιουργούν ναΐσκους (aediculae) που επιστεφόταν με τριγωνικό αέτωμα. Αναλυτικά Βλ. Mansel, A. M., Die Ruinen von Side (Berlin 1963), σελ. 109-115. 3. Στον πίσω τοίχο κάθε πλευρικής αίθουσας ανοίγονταν τρεις τοξωτές κόγχες ύψους 5,50 μ., καθώς και ένα θυραίο άνοιγμα στην άκρη, που θα εξασφάλιζε την είσοδο από την πίσω πλευρά. Στους μεσότοιχους με την κεντρική αίθουσα, ανοίγονταν ομοίως πέντε τοξωτές κόγχες. Mansel, A. M., Die Ruinen von Side (Berlin 1963), σελ. 109-121 Mansel A. M., Side 1947-1966, Yılları Kazıları ve Araştıvmalarının Sonuçları (Türk Tarih Kurumu Basımevi Ankara 1978), σελ.169-186 Atvur O., Side, A quide to the ancient city and the Museum (Istanbul 1986), σελ. 37-38. 4. Ανάμεσα στα αγάλματα αυτά αναγνωρίζουμε αντίγραφα του Δισκοβόλου του Μύρωνα, του Δισκοβόλου του Πυθαγόρα, του Απόλλωνα Kassel, έργο που αποδίδεται συνήθως στο Φειδία, του Άρη Borghese έργο που έχει αποδοθεί στον Αλκαμένη. Επίσης αντίγραφα αγαλμάτων ελληνιστικής εποχής που απεικονίζουν άλλες θεότητες, όπως τον Ερμή, την Υγεία, τη Νέμεση, τον Μαρσύα, τον Ασκληπιό και τη Νίκη, καθώς και αγάλματα αθλητών, που θυμίζουν τους αγαλματικούς τύπους του Διαδούμενου του Πολυκλείτου, του Αποξυόμενου του Λύσιππου και του Ερμή, που δένει το σανδάλι του, έργο που επίσης έχει αποδοθεί στον Λύσιππο. Βλ. Mansel, A. M., Die Ruinen von Side (Berlin 1963), σελ. 109-121 Mansel A. M., Side 1947-1966, Yılları Kazıları ve Araştıvmalarının Sonuçları (Türk Tarih Kurumu Basımevi Ankara 1978), σελ. 169-186 Inan, J., Roman sculpture in Side (Ankara 1975) Wegner M., "Bauschmuck von Side", στο N.Başgelen - M.Lugal (επιμ.), Festschrift für Jale İnan, (Istanbul 1989), σελ. 161-167. 5. Mansel, A. M., Die Ruinen von Side (Berlin 1963), σελ. 109-121 Mansel A. M., Side 1947-1966, Yılları Kazıları ve Araştıvmalarının Sonuçları (Türk Tarih Kurumu Basımevi Ankara 1978), σελ. 169-186 Μπούρας Χ., Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, (Αθήνα 1991), σελ. 424-425 Makowiecka, E., Studia Antiqua, The origin and evolution of Architectural Form of Roman Library, (Warszawa 1978), σελ. 69-73 Johnson, L.L., The Hellenistic and Roman Library: Studies pertaining to their architectural form, (PhD, Department of Classics at Brown University 1984), σελ. 176-177 Vandeput L., The Architectural Decoration in Roman Asia Minor, Sagalassos: a Case Study (1997), σελ. 39. 6. Lanckoronski, K., Städte Pamphyliens und Pisidiens I (Wien 1892), σελ. 134-135. Βιβλιογραφία : Johnson L.L., The Hellenistic and Roman Library: Studies Pertaining to their Architectural Form, Univ. Brown 1984, PhD Dissertation, Department of Classics Lanckoroński N.P., Städte Pamphyliens und Pisidiens, Wien 1892 Atvur O., Side: A Guide to the City and the Museum, Istanbul 1986 İnan J., Roman Sculpture in Side, Ankara 1975, Researches in the Region of Antalya 8 Mansel A.M., Die Ruinen von Side, Berlin 1963 Δημιουργήθηκε στις 26/9/2017 Σελίδα 4/6
Makowiecka E., Studia Antiqua. The origin and evolution of Architectural Form of Roman Library., Warszawa 1978 Mansel A.M., Side: 1947-1966. Yılları kazıları ve araştırmalarının sonuçları, Ankara 1978 Wegner M., "Bauschmuck von Side", Başgelen, N. Lugal, M. (eds), Festschrift für Jale İnan: armagani, Arkeologi ve Sanat Yayınları, Istanbul 1989, Armagan kitapları dizisi 1, 161-167 Δικτυογραφία : Side, Agora http://rubens2.anu.edu.au/htdocs/laserdisk/artsurvey/bytype/00004.html Γλωσσάριo : aedicula, η Μικρός αετωματικός ναΐσκος, άλλοτε αυτόνομος και άλλοτε μέρος πρόσοψης. scaenae frons, η Η μνημειακή και πολυώροφη διαμόρφωση της πρόσοψης της σκηνής του ρωμαϊκού θεάτρου, που φέρει πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο. αρουραίος λίθος, ο Κροκαλοπαγές κοκκινωπό πέτρωμα που χρησιμοποιείται σε μέρη αφανή, συνήθως θεμελιώσεις. Παρουσιάζει αντοχή μόνο εγκιβωτισμένο και αποκλειστικά σε θλίψη. Εφαρμόζεται ευρέως στην οικοδομική από το τέλος του 5ου αι. π.χ. γιατί η μεταφορά και η επεξεργασία του είναι πολύ λιγότερο δαπανηρές από του μαρμάρου. αττικoϊωνική βάση, η Βάση του ιωνικού κίονα που περιλαμβάνει δύο κυρτές σε διατομή σπείρες εκατέρωθεν ενός κοίλου τροχίλου (σκοτίας). βασιλική, η Σημαντικός τύπος δημόσιου κτηρίου της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που χρησίμευε ως δικαστική αίθουσα και χώρος εμπορικών συναλλαγών και χρηματιστηριακών πράξεων ή απλώς ως τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων και ακροάσεων. Στα χριστιανικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας και μετεξελίχθηκε σε ναό, ο δε τύπος των ναών που ονομάζονται βασιλικές είναι λιτές δρομικές, δηλαδή επιμήκεις, δομές. γυμνάσιο, το Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά. θριγκός, ο Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο. ιμάτιο, το Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες. ιωνικός ρυθμός, ο Αρχιτεκτονικός ρυθμός που γεννήθηκε στην Ιωνία και αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία και τα νησιά κατά τον 6ο αι. π.χ. Ο κίονάς του έχει σύνθετη βάση, οι ραβδώσεις του κορμού απολήγουν σε ταινία, το κιονόκρανο είναι ορθογώνιο και χαρακτηρίζεται από τις έλικες, κύριο γνώρισμα του ρυθμού. Ο θριγκός του αποτελείται από τριταινιωτό επιστύλιο, ενιαία ζωφόρο, που συχνά φέρει ανάγλυφες παραστάσεις, και γείσο. Ο ιωνικός ρυθμός χαρακτηρίζεται για τη ραδινότητα των αναλογιών του σε σχέση με το δωρικό. κόγχη, η Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου. κορινθιακός ρυθμός, ο Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει Δημιουργήθηκε στις 26/9/2017 Σελίδα 5/6
τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό. κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες. παλαίστρα, η Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες. παραστάδα, η Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων. περιστύλιο, το Η κιονοστοιχία που περιβάλλει ένα οικοδόμημα ή έναν υπαίθριο χώρο. στοά, η Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες. τραβερτίνης, ο Υπόλευκος ασβεστόλιθος φάτνωμα, το Κοίλες εσοχές, τετράγωνης ή πολυγωνικής μορφής, με διακοσμητικό χαρακτήρα, που διαμορφώνονται στην οροφή των κτηρίων. Στο εσωτερικό τους έφεραν ανάγλυφη ή γραπτή διακόσμηση. Συνήθως διακοσμούνταν με φυτικά μοτίβα. χιτών, ο Τύπος ενδύματος που αποτελείται από τετράγωνο μάλλινο ύφασμα το οποίο ράβεται στις δύο πλευρές του. Δημιουργήθηκε στις 26/9/2017 Σελίδα 6/6