ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ «ΖΩΝΕΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΡΥΜΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ» ΕΙΡΗΝΗ ΑΠΛΑΔΑ ΒΙΟΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΑΤΡΑ 2003
ΧΛΩΡΙΔΑ 5.1 ΓΕΝΙΚΑ Ο χλωριδικός κατάλογος που παρουσιάζεται σε αυτή την εργασία καταρτίστηκε από τα φυτά που συλλέχθηκαν από εμάς, αλλά και με βάση τις αναφορές από τη βιβλιογραφία. Η βιβλιογραφία αυτή συνίσταται στις εξής εργασίες και βιβλία: Conspectus Florae Graecae Halàcsy, I-III (1901-1904) Flora Hellenica Arne Strid & Kit Tan,Vol. 1 & 2 (1997, 2002) Mountain flora of Greece Arne Strid & Kit Tan,Vol. 1 & 2 (1986, 1991) Contribution to the study of the flora of Attica Sarlis G.P. (1992) The Red Data Book of Rare and Threatened Plants of Greece Phitos D. et al. (1995) Από την χλωρίδα της Πάρνηθος Διαπούλης Χ.Α., (1958) Θάμνοι και δέντρα στην Ελλάδα Αραμπατζής Θ., Τόμ. 1 & 2 (1998, 2001) NATURA 2000 Standard data form, Sitecode : GR3000001 Πιο αναλυτικά, η χλωρίδα της Πάρνηθας αποτελείται από 1049 taxa, που κατανέμονται σε 85 οικογένειες, 442 γένη, 897 είδη, 144 υποείδη, 3 υβρίδια και 5 ποικιλίες. Τα φυτά τα οποία καταγράφηκαν στην προηγούμενη μελέτη μας στην περιοχή ανέρχονται στα 376 taxa, ενώ στην παρούσα εργασία καταγράφηκαν άλλα 146. Ειδικά στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας εντοπίστηκαν από τα 1049 taxa, τα 503, τα οποία αντιστοιχούν σε 78 οικογένειες και 312 γένη, τα 407 είναι είδη και τα 96 είναι υποείδη. Από αυτά, τα 74 είναι νέες αναφορές. Επίσης, βρέθηκαν δεκατρία φυτά τα οποία δεν μπόρεσαν να προσδιοριστούν πέρα απ το επίπεδο του γένους, καθώς και μία ποικιλία. 5.3 ΧΛΩΡΙΔΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 5.3.1. Γενικά Από τα 1049 taxa που αναφέρονται στον χλωριδικό κατάλογο, τα 12 είδη και το 1 υποείδος είναι Πτεριδόφυτα (1,24%) και τα υπόλοιπα 1036 taxa ανήκουν στα Σπερματόφυτα (98,76%). Η πολυπληθέστερη ομάδα των Σπερματόφυτων είναι τα δικότυλα με 832 taxa (79,31%), ακολουθούν τα μονοκότυλα με 198 taxa (18,88%) και τελευταία τα γυμνόσπερμα με 6 taxa (0,57%). Τα στοιχεία αυτά φαίνονται στον Πίνακα 7 και διαγραμματικά απεικονίζονται στο Σχήμα 5.
Πίνακας 7. Αναλυτικά στοιχεία της χλωρίδας του όρους Πάρνηθα. Ταξινομική ομάδα Οικογένειες Γένη Είδη Υποείδη taxa Ποσοστό Pteridophyta 3 9 12 1 13 1,24% Gymnospermae 3 4 4 2 6 0,57% Dicotyledones 70 340 705 127 832 79,31% Monocotyledones 9 89 176 22 198 18,88% Pteridophyta Dicotyledones Gymnosperm ae M onocotyledones Σχήμα 5. Κατανομή των taxa στις μεγάλες ταξινομικές ομάδες. Οι πλουσιότερες σε αριθμό taxa οικογένειες των Αγγειόσπερμων είναι: τα Compositae με 125 taxa (11,92% επί του συνόλου), τα Leguminosae με 123 taxa (11,73% επί του συνόλου), τα Caryophyllaceae με 61 taxa (5,82% επί του συνόλου), τα Labiatae με 57 taxa (5,43% επί του συνόλου), τα Cruciferae με 53 taxa (5,05% επί του συνόλου) και τα Umbelliferae με 42 taxa (4% επί του συνόλου) από τα Δικότυλα και από τα Μονοκότυλα, τα Gramineae με 76 taxa (7,24% επί του συνόλου), τα Liliaceae με 53 taxa (5,05% επί του συνόλου), τα Orchidaceae με 34 taxa (3,24% επί του συνόλου) και τα Iridaceae με 13 taxa (1,24% επί του συνόλου).
Κυρίαρχες οικογένειες 140 120 Αριθμός taxa 100 80 60 40 20 0 Compositae Leguminosae Caryophyllaceae Labiatae Cruciferae Gramineae Liliaceae Orchidaceae Iridaceae Σχήμα 6. Οι κυρίαρχες οικογένειες στο όρος Πάρνηθα. Πίνακας 8. Οι πολυπληθέστερες σε taxa οικογένειες των Δικοτυλήδονων και Μονοκοτυλήδονων στην Πάρνηθα. Δικότυλα Μονοκότυλα Οικογένειες Αριθμός taxa Οικογένειες Αριθμός taxa Compositae 125 Gramineae 76 Leguminosae 123 Liliaceae 53 Caryophyllaceae 61 Orchidaceae 34 Labiatae 57 Iridaceae 13 Cruciferae 53 Παρατηρούμε ότι στα δικότυλα φυτά κυριαρχεί η οικογένεια Compositae και την ακολουθεί η οικογένεια Leguminosae. Το υψηλό ποσοστό των ψυχανθών πιθανόν οφείλεται στις έντονες ανθρωπογενείς επιδράσεις στην περιοχή, καθώς και στις πυρκαγιές που έχουν ξεσπάσει κατά καιρούς κυρίως στις παρυφές του βουνού. Στα μονοκότυλα φυτά κυριαρχεί η οικογένεια των Gramineae, κάτι που είναι αναμενόμενο, αφού είναι από τις πολυπληθέστερες και πιο εξαπλωμένες οικογένειες. Στις παρακάτω αναλύσεις εξαιρούνται τα υβρίδια και οι ποικιλίες, για τα οποία δεν είναι γνωστή η σημερινή τους κατάσταση. Οι αναλύσεις δηλαδή γίνονται επί των 1041 taxa.
5.3.2. Βιολογικό φάσμα Ο χαρακτήρας της βλάστησης μιας περιοχής μπορεί να καθορισθεί από τη σύνθεση των χλωριδικών της στοιχείων, εξεταζομένων από την άποψη των βιομορφών που αντιστοιχούν σ αυτά. Η βιομορφή, απ τη μια είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιδιοσυστασίας κάθε είδους (γνωρίσματα κληρονομικά σταθερά και αμετάβλητα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ζωής) και από την άλλη, είναι αποτέλεσμα της προσαρμογής του σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες (γνωρίσματα που δεν είναι κληρονομικά σταθερά). Επομένως, όπως αναφέρεται και από τον Braun- Blanquet (1964) η εναρμόνιση και η προσαρμογή των φυτών στις οικολογικές συνθήκες του περιβάλλοντος εκφράζεται με τις βιομορφές. Το μορφολογικό αυτό γνώρισμα καθορίζει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο τα φυτά ανταποκρίνονται στις επικρατούσες οικολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δυσμενών περιόδων του έτους (περίοδοι ξηρασίας, ψύχους, χιονοπτώσεις). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό φαινόμενο δυο φυτά που ανήκουν σε δύο πολύ διαφορετικές οικογένειες, να έχουν την ίδια εξωτερική βλαστητική μορφή. Επίσης κάποια φυτά εμφανίζουν δύο, σπάνια περισσότερες, βιομορφές εξαιτίας των διαφορετικών οικολογικών συνθηκών καθώς και της ανθρώπινης ή μη επέμβασης στις περιοχές που αναπτύσσονται. Η κατάταξη της χλωρίδας σε βλαστικές μορφές έγινε σύμφωνα με το σύστημα του Raunkiaer (1934), ο οποίος βασίζεται στη θέση και στην προστασία των οργάνων ανανέωσης του φυτού κατά τη δυσμενή γι αυτά χρονική περίοδο, σε σχέση με την επιφάνεια του εδάφους. Οι κυριότερες ομάδες στο σύστημα των βιολογικών μορφών του Raunkiaer, που αργότερα τροποποιήθηκε και τελειοποιήθηκε από άλλους ερευνητές (Braun-Blanquet, Ellenberg) είναι οι παρακάτω, όσον αφορά τα ριζοβολούντα φυτικά είδη: Φανερόφυτα : Δενδρώδη, θαμνώδη και αναρριχώμενα φυτά με οφθαλμούς ανανέωσης σε ύψος τουλάχιστον 25 30 cm επάνω από το έδαφος. Χαμαίφυτα : Νανώδεις θάμνοι, ποώδη, σαρκώδη με χαμηλό βλαστό και έρποντα φυτά ξυλώδη μόνο στη βάση με ανανεωτικά όργανα πάνω από την επιφάνεια του εδάφους αλλά ευρισκόμενα μόλις ψηλότερα από 25 cm. Οι κύριες κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται τα χαμαίφυτα είναι οι ακόλουθες: θαμνώδη (Ch frut), ημιθαμνώδη (Ch suffr), στρωματοειδή ποώδη (Ch pulv), ταπητοειδή (Ch vel), έρποντα (Ch rept), σαρκώδη (Ch succ) και αγρωστώδη (Ch gram). Ημικρυπτόφυτα : Είναι κυρίως διετή και πολυετή ποώδη φυτά με οφθαλμούς ανανέωσης πάνω ή λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, όπου προστατεύονται με υπολείμματα νεκρών φύλλων και κλαδιών και βλαστάνουν τον επόμενο χρόνο. Οι κύριες κατηγορίες τους είναι: Θύσανο-ημικρυπτόφυτα (H caesp), ροδακο-ημικρυπτόφυτα (H ros), βλαστο-ημικρυπτόφυτα (H scap), αναρριχώμενα ημικρυπτόφυτα (H scand) και ερπο-ημικρυπτόφυτα (H rept). Γεώφυτα ή Κρυπτόφυτα : Πολυετή φυτά των οποίων τα όργανα επιβίωσης κατά τη δυσμενή περίοδο βρίσκονται μέσα στο έδαφος. Θερόφυτα : Μονοετή ποώδη φυτά, τα οποία επιβιώνουν με τη μορφή σπερμάτων τη δυσμενή γι αυτά περίοδο του έτους. Είναι φυτά προσαρμοσμένα σε ακραία περιβάλλοντα όπου επικρατούν ξηρές, θερμές ή ψυχρές συνθήκες και διακρίνονται σε ανάλογες κατηγορίες με τα ημικρυπτόφυτα. Υδρόφυτα : Φυτά που ζουν μέσα στο νερό ή στην επιφάνειά του. Το σύνολο των ποσοστών συμμετοχής της κάθε κατηγορίας βιομορφών στη χλωρίδα μιας περιοχής χαρακτηρίζεται ως βιολογικό φάσμα ή βιοφάσμα της περιοχής. Το βιοφάσμα αντικατοπτρίζει το οικολογικό περιβάλλον στο οποίο
αναπτύσσονται τα φυτά και κυρίως εκφράζει τη χλωριδική ποικιλότητα των βιολογικών τύπων στο εσωτερικό μιας εξεταζόμενης μορφής βλάστησης. Το βιοφάσμα της Πάρνηθας, βασισμένο στα φυτά του χλωριδικού καταλόγου αποδίδεται γραφικά στο σχήμα 7. Hy 0,10% G 15,37% H 28,34% P 8,45% Ch 10,76% T 36,98% Σχήμα 7. Βιοφάσμα της Πάρνηθας Παρατηρούμε ότι κυριαρχούν τα θερόφυτα, κάτι που αντικατοπτρίζει το κλίμα της περιοχής. Αυτό, είναι μεσογειακού τύπου με παρατεταμένη ξηρή περίοδο. Η περίοδος αυτή είναι πιο ορατή στα χαμηλά υψόμετρα, όπου παρατηρείται μεγαλύτερη συγκέντρωση θεροφύτων, ενώ ψηλότερα μειώνεται. Στη συνέχεια, μεγάλο ποσοστό κατέχουν τα ημικρυπτόφυτα και τα γεώφυτα, τα οποία έχουν αναπτύξει διαφορετικές προσαρμογές για να αποφεύγουν τις δυσμενείς περιόδους του έτους. Πιο κάτω, δίνονται οι κατηγορίες βιολογικών μορφών των 10 πλουσιότερων σε taxa οικογενειών. Πίνακας 10. Ανάλυση των βιομορφών των 10 πλουσιότερων οικογενειών της χλωρίδας του όρους Πάρνηθα. A/A ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ TAXA H G P T HY CH 1 Caryophyllaceae 61 19 0-35 - 7 2 Leguminosae 123 22 3 9 81-8 3 Liliaceae 53 1 48 1 - - 3 4 Orchidaceae 34-34 - - - - 5 Umbelliferae 42 24 2 1 14 1-6 Iridaceae 13-13 - - - - 7 Labiatae 57 19-3 7-28 8 Gramineae 76 30 5-41 - - 9 Cruciferae 53 13 2-29 - 9 10 Compositae 125 68 5 0 45 0 7
ΠΟΣΟΣΤΟ ΒΙΟΜΟΡΦΩΝ 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% HY T P G H CH Caryophyllaceae Leguminosae Liliaceae Orchidaceae Umbelliferae Iridaceae ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Labiatae Gramineae Cruciferae Compositae Σχήμα 8. Οι βιολογικές μορφές των 10 πλουσιότερων σε taxa οικογενειών.
5.3.3. Χωρολογικό φάσμα Κάθε φυτικό taxon δημιουργείται μία και μόνη φορά σε ορισμένο τόπο. Στη συνέχεια όμως εξαπλώνεται πέρα από αυτόν, δημιουργώντας μια γεωγραφική, σαφώς οριοθετημένη τις περισσότερες φορές περιοχή εξάπλωσης (Φοίτος, 1996). Η παρούσα γεωγραφική κατανομή ενός φυτικού οργανισμού είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής εξέλιξης και της συνεπίδρασης πολλών παραγόντων. Ανάμεσα σ αυτούς, συμπεριλαμβάνονται το γενετικό υλικό που φέρει το φυτό και άρα η ικανότητα ανταγωνισμού που έχει, οι κλιματολογικές, γεωλογικές και οικολογικές συνθήκες της περιοχής, καθώς και η ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία επηρεάζει σημαντικά σήμερα τις εξαπλώσεις των φυτών δίνοντάς τους την ευκαιρία να επεκταθούν ή αντιθέτως, να περιοριστούν σε δεδομένο γεωγραφικό χώρο. Για να γίνεται πιο εύκολη και πιο αντιπροσωπευτική η μελέτη της εξάπλωσης των ανώτερων φυτικών οργανισμών, μπορούν να δημιουργηθούν κατηγορίες από ευρείες χωρολογικές ενότητες, οι οποίες ομαδοποιούν τις κύριες εξαπλώσεις των φυτών. Οι ενότητες αυτές περιγράφουν τις εξαπλώσεις των taxa σε γενικές μόνο γραμμές και στις περιπτώσεις που η εξάπλωση ενός taxon είναι ασυνεχής, οι σποραδικές, απομακρυσμένες της κύριας κατανομής θέσεις του δεν λαμβάνονται υπόψη στο χωρολογικό χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου taxon (Φοίτος 1987). Η ένταξη των taxa σε κατηγορίες χωρολογικές είναι δύσκολη και προϋποθέτει μια γενίκευση, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε απώλεια σημαντικών πληροφοριών. Στην εργασία αυτή τα χωρολογικά στοιχεία διακρίθηκαν στις εξής ενότητες: Κοσμοπολιτικά και υποκοσμοπολιτικά στοιχεία. Είναι taxa τα οποία εμφανίζουν σήμερα μια ευρεία κατανομή σε όλο τον κόσμο (Κοσμοπολιτικά) ή η παγκόσμια εξάπλωσή τους διακόπτεται σε ορισμένες μεγάλες περιοχές όπως ήπειροι ή κλιματικές ζώνες (Υποκοσμοπολιτικά). Τροπικά και υποτροπικά στοιχεία. Εδώ ανήκουν taxa τα οποία έχουν κύρια περιοχή εξάπλωσης την τροπική και υποτροπική-θερμή ζώνη. Εύκρατα στοιχεία. Είναι taxa τα οποία παρουσιάζουν κύρια εξάπλωση στις κλιματικά εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, Ασίας και Βόρειας Αφρικής. Ευρασιατικά στοιχεία. Στην κατηγορία αυτή έχουν ενταχθεί taxa των οποίων η εξάπλωση είναι διηπειρωτική και περιλαμβάνει γενικά μεγάλες εκτάσεις της Ευρώπης και της Ασίας χωρίς να υπάρχει επικέντρωση στο Μεσογειακό χώρο. Βόρεια στοιχεία. Είναι taxa που εξαπλώνονται κυρίως στην ψυχρή και ψυχρήεύκρατη ζώνη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Ευρωπαϊκά στοιχεία. Πρόκειται για taxa με κύρια εξάπλωση στη μη Μεσογειακή περιοχή της Ευρώπης. Νοτιοαφρικανικά και Αμερικανικά στοιχεία. Είναι taxa με κύρια περιοχή εξάπλωσης τη Νότια Αφρική ή περιοχές της Αμερικής αντιστοίχως, τα οποία εμφανίζονται στην εξεταζόμενη περιοχή ως επιγενή. Μεσογειακά στοιχεία. Εδώ εντάσσονται taxa που παρουσιάζουν ως κύρια περιοχή εξάπλωσής τους ολόκληρη τη Μεσογειακή λεκάνη ή τμήματά της. Αυτά μπορεί να περιορίζονται στις Μεσογειακές ακτές (στενομεσογειακά) ή να επεκτείνονται περισσότερο προς τα ηπειρωτικά (ευρυμεσογειακά), να περιορίζονται στο ανατολικό ή στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου ή σε άλλα διαμερίσματά της. Ο όρος mont χαρακτηρίζει taxa με ορεινή εξάπλωση, ενώ ο όρος orof, taxa με κύρια εξάπλωση αλπικές και υπαλπικές περιοχές. Μεσογειακά-εξωμεσογειακά στοιχεία. Περιλαμβάνονται taxa των οποίων η μία περιοχή εξάπλωσης είναι η Μεσόγειος και μια δεύτερη περιοχή εξάπλωσης είναι γειτονική του μεσογειακού χώρου.
8,04% 5,14% 1,06% 7,66% 8,04% 1,84% Κοσμοπολιτικά- Υποκοσμοπολιτικά Τροπικά- Υποτροπικά Εύκρατα Ευρασιατικά Βόρεια Ευρωπαϊκά 63,95% 0,30% 3,97% Νοτιοαφρικανικά- Αμερικανικά Μεσογειακά Μεσογειακάεξωμεσογειακά Σχήμα 10. Χωρολογικό φάσμα της Πάρνηθας
5.3.4. Χλωρίδα των ζωνών βλάστησης Στην Πάρνηθα, διακρίνουμε φυσιογνωμικά (και όχι από άποψη φυτοκοινωνιών) δύο κύριες ζώνες βλάστησης (Χάρτης 7): 1. Η πρώτη ζώνη απαντά από τα 400 μέτρα έως τα 1000 μέτρα περίπου και σε αυτήν κυριαρχούν δάση Pinus halepensis και διαπλάσεις Quercus coccifera. 2. Η δεύτερη ζώνη βλάστησης εκτείνεται από τα 1000 μέτρα περίπου στις νότιες πλαγιές και από τα 600 700 μέτρα περίπου στις βόρειες και δυτικές περιοχές, έως τα 1400 μέτρα και σε αυτήν κυριαρχεί το δάσος της ελάτης, διαπλάσεις Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus και λιβαδικά φυτά. Στη ζώνη Α εντοπίζονται 633 taxa και στη ζώνη Β 659 taxa. ΖΩΝΗ Β ΖΩΝΗ Α Χάρτης 7. Ζώνες βλάστησης
Οι οικογένειες που απαντούν περισσότερο για κάθε ζώνη είναι οι εξής: Ζώνη Α 30 25 20 Αριθμός taxa 15 10 5 0 Leguminosae Compositae Labiatae Cruciferae Scrophulariaceae Umbelliferae Gramineae Liliaceae Orchidaceae Iridaceae Σχήμα 12. Οι κυρίαρχες οικογένειες της Ζώνης Α. Zώνη Β 40 35 30 25 Αριθμός taxa 20 15 10 5 0 Compositae Leguminosae Labiatae Cruciferae Rosaceae Caryophyllaceae Gramineae Liliaceae Orchidaceae Iridaceae Σχήμα 13. Οι κυρίαρχες οικογένειες της Ζώνης Β. Τα βιοφάσματα και τα χωρολογικά φάσματα για κάθε ζώνη δίνονται ακολούθως:
Ch 11,87% T 43,04% G 11,55% P 8,23% H 25,32% Σχήμα 14. Βιολογικό φάσμα της χλωρίδας της Ζώνης Α. T 31,87% Ch 10,62% G 15% P 8,19% H 34,60% Σχήμα 15. Βιολογικό φάσμα της χλωρίδας της Ζώνης Β.
8,72% 66,40% 6,50% 1,27% 6,50% 6,50% 1,27% 2,38% 0,48% Κοσμοπολιτικά- Υποκοσμοπολιτικά Τροπικά-Υποτροπικά Εύκρατα Ευρασιατικά Βόρεια Ευρωπαϊκά Αμερικανικά Μεσογειακά Μεσογειακά- Εξωμεσογειακά Σχήμα 16. Χωρολογικό φάσμα της χλωρίδας της Ζώνης Α. 9,42% 4,26% 0,76% 8,21% Κοσμοπολιτικά- Υποκοσμοπολιτικά Τροπικά-Υποτροπικά Εύκρατα 7,60% 2,13% 4,86% 0,30% Ευρασιατικά Βόρεια Ευρωπαϊκά Αμερικανικά Μεσογειακά 62,46% Μεσογειακά- Εξωμεσογειακά Σχήμα 17. Χωρολογικό φάσμα της χλωρίδας της Ζώνης Β.
6. ΕΝΔΗΜΙΣΜΟΣ 6.1 ΓΕΝΙΚΑ Η ελληνική χλωρίδα είναι γνωστό ότι είναι από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη. Όμως το ενδιαφέρον της δεν είναι μόνο ο μεγάλος αριθμός των taxa της, αλλά το γεγονός ότι πολλά από αυτά αναπτυσσόμενα αποκλειστικά στην χώρα μας, εξαπλώνονται σε μικρές ή μεγαλύτερες περιοχές της και ονομάζονται ενδημικά. Ο ενδημισμός είναι μία έννοια που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, γιατί είναι τελείως σχετική σχετίζεται με την έκταση της θεωρούμενης περιοχής και την συστηματική βαθμίδα ενός taxon (Ιατρού, 2002). Σύμφωνα με τον γενικά αποδεκτό ορισμό σήμερα (Good 1947), μπορούμε να μιλάμε για ένα ενδημικό taxon, όταν η γεωγραφική περιοχή που καταλαμβάνει είναι σημαντικά κατώτερη από την μέση περιοχή ενός taxon της ίδιας συστηματικής βαθμίδας. Με βάση αυτό τον ορισμό, διακρίνουμε στην χλωρίδα της χώρας μας φυτά ενδημικά που χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες: ελληνικά ενδημικά, βαλκανικά ενδημικά, αιγαιϊκά ενδημικά, διάφορα τοπικά ενδημικά. Η έννοια του ενδημισμού από τότε που εμφανίστηκε προσέλκυσε το ενδιαφέρον των επιστημόνων, για τους εξής λόγους (Ιατρού, 2002): 1. Τα ενδημικά taxa συνήθως είναι πολύ σπάνια και οι βοτανικοί πάντοτε έδιναν ιδιαίτερη προσοχή σε τέτοια είδη. 2. Ο ενδημισμός, δηλαδή ο περιορισμός των taxa σε ένα μικρό χώρο, είναι ένα φαινόμενο πολύ εξαιρετικό, αφού κάθε φυτικός οργανισμός έχει την τάση να επεκτείνεται όσο το δυνατόν μακρύτερα. 3. Οι περιοχές του ενδημισμού θεωρούνταν από πολύ παλιά (Christ, 1883) «εστίες δημιουργίας ειδών». Τα taxa δηλαδή με περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση θεωρούνται ως beginners, όντα δηλαδή που βρίσκονται στην αρχή της εξέλιξής τους. Η μελέτη λοιπόν του ενδημισμού μιας περιοχής συμβάλλει σημαντικά όχι μόνο στην κατανόηση του τρόπου εποικισμού της από φυτά, αλλά με τις κατάλληλες μεθόδους βοηθάει να καταλάβουμε και στο πώς δημιουργήθηκαν και την ηλικία του φυτικού πληθυσμού. Από την μελέτη που έχει γίνει στην Πάρνηθα, βρέθηκαν 93 taxa που είναι ελληνικά ενδημικά, 33 taxa ενδημικά στη Βαλκανική χερσόνησο, 4 taxa που εξαπλώνονται στα νότια Βαλκάνια, 1 taxon που είναι ενδημικό στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια, 2 taxa που εξαπλώνονται στο Αιγαίο και την περιοχή της Ανατολίας και 13 taxa που εξαπλώνονται στα Βαλκάνια και την περιοχή της Ανατολίας, 2 taxa των Βαλκανίων και της Ιταλίας, 1 taxon των Βαλκανίων και της Τουρκίας και τέλος, 1 taxon που εξαπλώνεται στα νότια Βαλκάνια και στην Ιταλία. Από αυτά τα φυτά, δύο είναι ενδημικά της Πάρνηθας: το Campanula celsii ssp. parnesia και το Silene oligantha ssp. parnesia (Εικόνες 1,2). Τα δύο αυτά taxa δηλαδή εντοπίζονται αποκλειστικά στην Πάρνηθα και πουθενά αλλού! Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι τα περισσότερα από τα ενδημικά φυτά βρίσκονται στο βουνό σε μεγάλη αφθονία, όπως τα: Campanula celsii ssp. parnesia, Silene italica ssp. peloponnesiaca, Inula verbascifolia ssp. parnassica, Cerastium candidissimum, Leontodon graecus, Scorzonera crocifolia, Nepeta argolica ssp. argolica, Crocus sieberi ssp. atticus, Onobrychis ebenoides, Crocus laevigatus, Vicia pinetorum κτλ. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στη γεωμορφολογία της Πάρνηθας, στην οποία υπάρχουν πολλές απόκρημνες θέσεις με κυριότερο πέτρωμα τον ασβεστόλιθο. Τα περισσότερα ενδημικά είναι βραχόφιλα, χασμόφυτα και προτιμούν ιδιαιτέρως τις
νότιες πλαγιές και κορυφές του βουνού, όπου βρίσκουν τον κατάλληλο βιότοπο. Αξίζει να αναφερθεί τι συμβαίνει στην κορυφή Κυρά (1.160 μ.), η οποία βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Πάρνηθας. Η κορυφή αυτή στη νότια πλευρά της έχει απογυμνωθεί από τα έλατα σε μεγάλο βαθμό (Εικόνα 3) επιπλέον, η κατασκευή δασικού δρόμου που οδηγεί στο πυροφυλάκιο της κορυφής, δημιούργησε στα ασβεστολιθικά πρανή του δρόμου πάρα πολλές θέσεις εποικισμού για τα βραχόφυτα. Το αποτέλεσμα ήταν σε μία καταμέτρηση που διεξήγαμε στην Κυρά, να αριθμήσουμε 30 ενδημικά taxa από τα 93 συνολικά που απαντούν στο βουνό! Αναλυτικά, τα ενδημικά στοιχεία της Πάρνηθας φαίνονται στον πίνακα 12. Πίνακας 12. Κατηγορίες και ποσοστά των ενδημικών στοιχείων της Πάρνηθας Κατηγορία Αριθμός taxa Αναλυτικά Ποσοστό (%) Αριθμός taxa Αθροιστικά Ποσοστό (%) Ελληνικά 93 62,00 93 62,00 Βαλκανικά 38 25,33 Balkan. 33 22,00 S Balkan. 4 2,67 SW Balkan. 1 0,66 Βαλκανικά-Εξωβαλκανικά 19 12,67 Aegean anat. 2 1,34 Balkan anat. 13 8,67 Balkan It. 2 1,34 Balkan Tu 1 0,66 S Balkan It. 1 0,66 ΣΥΝΟΛΟ 150 100,00 150 100,00 Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα ενδημικά φυτά που απαντώνται στην Πάρνηθα εξαπλώνονται σε όλη ή σε μέρος της ελληνικής επικράτειας. Από αυτά, τα 53 βρέθηκαν στην περιοχή μελέτης και τα υπόλοιπα είναι βιβλιογραφικές αναφορές. Επίσης, υπάρχουν 3 νέες αναφορές ενδημικών για την χλωρίδα της Πάρνηθας (Anchusella variegata, Chondrilla ramosissima, Satureja hellenica Εικόνες 4,5,6). Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Mountain Flora of Greece αναφέρονται μόνο 33 ενδημικά φυτά στην Πάρνηθα και στην Flora Hellenica, στους δύο τόμους που έχουν βγει μέχρι στιγμής, αναφέρονται 25. Τα υπόλοιπα ενδημικά που αναφέρονται στην εργασία αυτή προσδιορίστηκαν με τη βοήθεια του Med-checklist και του διδακτορικού του Θ. Κωνσταντινίδη, ενώ πολύ σημαντική ήταν η βοήθεια που μας πρόσφεραν οι συντελεστές της βάσης δεδομένων για τα ενδημικά της Ελλάδας, ΧΛΩΡΙΣ. Η βάση αυτή έχει δημιουργηθεί μετά από συγκέντρωση πλήθους βιβλιογραφικών αναφορών και επεξεργασία τους και τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν για την Πάρνηθα από αυτή, ήταν πολύ χρήσιμα για τη μελέτη μας.
7. ΒΛΑΣΤΗΣΗ 7.1 ΓΕΝΙΚΑ H βλάστηση μιας περιοχής είναι αποτέλεσμα συνεπιδράσεως διαφόρων παραγόντων και κυρίως της χλωρίδας, του γενικού κλίματος, της ορεογραφικής διαμορφώσεως, της πετρολογικής και γεωλογικής σύστασης, του εδάφους, αλλά και της ανθρώπινης επιδράσεως, η οποία εμφανίζεται στην ιστορική εξέλιξη και την οικονομική δομή της περιοχής. Η μελέτη της βλάστησης σε μία περιοχή έχει σημασία για την κατανόηση των οικολογικών παραμέτρων της περιοχής αυτής για τους εξής λόγους: A) η βλάστηση είναι η πιο προφανής φυσική αναπαράσταση ενός οικοσυστήματος. Συνήθως, όταν μιλάμε για διαφορετικά οικοσυστήματα, εννοούμε διαφορετικούς τύπους βλάστησης. B) η βλάστηση είναι το αποτέλεσμα της πρωτογενούς παραγωγής, δηλαδή της μετατροπής της ηλιακής ενέργειας μέσω της φωτοσύνθεσης από διάφορα είδη φυτών, σε φυτικό ιστό. Γ) η βλάστηση αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα του οικότοπου στον οποίο οι οργανισμοί ζουν, αναπτύσσονται, αναπαράγονται και πεθαίνουν. Λαμβάνοντας υπόψη τα τρία αυτά σημεία, καταλαβαίνουμε το πόσο σημαντική είναι η μελέτη της βλάστησης για την οικολογία (Kent & Coker, 1992). Επιπλέον, στη βλάστηση μιας περιοχής είναι δυνατόν να διακρίνουμε φυτοκοινότητες, δηλαδή ομάδες από κάποια είδη φυτών, τα οποία αναπτύσσονται μαζί στον ίδιο χώρο. Σε αυτές τις φυτοκοινότητες, η παρουσία ή απουσία συγκεκριμένων ειδών είναι καθοριστικής σημασίας, ενώ ταυτόχρονα πολύ μεγάλο ρόλο παίζει και η αφθονία των ειδών που είναι παρόντα. Αυτή η «συγγένεια» ή «ένωση» που επιδεικνύουν τα φυτά είναι πολύ σημαντική, καθώς υποδεικνύει ότι συγκεκριμένα είδη αναπτύσσονται μαζί σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και περιβάλλοντα, πιο συχνά απ ό,τι θα περίμενε κανείς. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι συνήθως, ότι τα φυτικά αυτά είδη έχουν τις ίδιες απαιτήσεις σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως είναι η θερμοκρασία, το φως, το έδαφος, η υγρασία, τα θρεπτικά συστατικά. Επίσης, μπορεί να μοιράζονται την ίδια ικανότητα να ανθίστανται στις περιβαλλοντικές πιέσεις και κυρίως στις ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως την βόσκηση και την πυρκαγιά. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, διακρίνουμε ζώνες βλάστησης και μέσα σε κάθε ζώνη βλάστησης, διακρίνουμε επί μέρους φυτοκοινωνίες. Στον Ελλαδικό χώρο λόγω της επιδράσεως πολλών παραγόντων που αναφέρθηκαν αρχικά, διαμορφώνονται πέντε κυρίως ζώνες βλάστησης, τα όρια των οποίων πολλές φορές συμπλέκονται και αλληλοσυγχέονται, με τρόπο ώστε να καθίστανται ασαφή. Η δε απεικόνισή τους σε χάρτη καθίσταται δυνατή μόνο με μια μεγαλύτερη ή μικρότερη αφαίρεση και όχι δίχως κάποια δόση αυθαιρεσίας (Ντάφης, 1973). 7.2 ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΟΦΩΝ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΝΗΘΑ Εξετάζοντας ένα βουνό, μπορούμε να διακρίνουμε την αλλαγή της βλάστησης όσο διαφοροποιείται το υψόμετρο. Τα φρύγανα και τη μακκία βλάστηση των χαμηλών υψομέτρων τα διαδέχονται τα φυλλοβόλα και τα κωνοφόρα δέντρα των μεγαλύτερων υψομέτρων. Διακρίνουμε δηλαδή ορόφους βλάστησης, η εμφάνιση των οποίων όμως δεν εξαρτάται μόνο από την αλλαγή του υψόμετρου, αλλά είναι συνδυασμός και άλλων παραγόντων. Ο κυριότερος είναι η κατακόρυφη αλλαγή του βιοκλίματος, η οποία δημιουργεί και τη διάκριση του όρους σε βιοκλιματικούς
ορόφους. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με διάφορους ερευνητές (Ozenda 1974, 1975, Quezel 1976, 1981, Μαυρομμάτης 1980), οι όροφοι βλάστησης είναι πιο πολυσύνθετοι και επηρεάζονται άμεσα τόσο από τα θερμοκρασιακά δεδομένα, όσο και από την έκθεση και το εκάστοτε γεωγραφικό πλάτος. Όπως προαναφέρθηκε, στην Πάρνηθα, διακρίνουμε φυσιογνωμικά (και όχι από άποψη φυτοκοινωνιών) δύο κύριες ζώνες βλάστησης (Χάρτης 7): I) Η πρώτη ζώνη απαντά από τα 400 μέτρα έως τα 1000 μέτρα περίπου και σε αυτήν κυριαρχούν δάση Pinus halepensis, διαπλάσεις Quercus coccifera, Pistacia lentiscus, Arbutus unedo και Arbutus andrachne, καθώς και φρυγανικά οικοσυστήματα. Στις ανώτερες περιοχές της ζώνης δε, βρίσκονται οι χαμηλότερες θέσεις της ελάτης Abies cephalonica, η οποία δημιουργεί μικτό δάσος με την χαλέπιο πεύκη. II) Η δεύτερη ζώνη βλάστησης εκτείνεται από τα 1000 μέτρα περίπου στις νότιες πλαγιές και από τα 600 700 μέτρα περίπου στις βόρειες και δυτικές περιοχές, έως τα 1400 μέτρα και σε αυτήν κυριαρχεί το δάσος της ελάτης, διαπλάσεις Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus και λιβαδικά φυτά. Σημειώνεται ότι λόγω των αναδασώσεων που έχουν γίνει, το δάσος της Abies cephalonica δεν είναι αμιγές, αλλά σε πολλές θέσεις μικτό με Pinus nigra ssp. pallasiana, το οποίο δεν είναι αυτοφυές στην περιοχή. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι υπάρχει και άλλη μία υποτυπώδης ζώνη βλάστησης, η εξωδασική ψευδοαλπική, η οποία βρίσκεται στις κορυφές του βουνού και φιλοξενεί ακανθώδεις, μαξιλαρόμορφους θάμνους και πολλά σπάνια ενδημικά των υψηλών ορέων. Αυτή θεωρείται ότι έχει προέλθει από την υποχώρηση του ελατοδάσους σε αυτές τις θέσεις και ότι δεν είναι αυθεντική υποαλπική ζώνη. Επειδή όμως στις περισσότερες μεγάλες κορυφές της Πάρνηθας υπάρχουν στρατιωτικές και ραδιοτηλεοπτικές εγκαταστάσεις, η ζώνη αυτή έχει καταστραφεί και πολλά από τα φυτά που φιλοξενούσε, κάποια από τα οποία μάλιστα σπάνια, στενότοπα ενδημικά της Αττικής (π.χ. Asperula baenitzii), σήμερα έχουν εξαφανιστεί από αυτές.
Εικόνα 8. Πρόποδες του όρους Πάρνηθα Εικόνα 9. Η ζώνη του πευκοδάσους Εικόνα 10. Η ζώνη του ελατοδάσους
7.3 ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΡΥΜΟΥ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΠΑΡΝΗΘΑ Μέσα στους ορόφους βλάστησης που περιγράψαμε προηγουμένως, συναντάμε διάφορες φυτοκοινότητες από πολλά συνταξινομικά επίπεδα, οι οποίες αναπτύσσονται σαν μωσαϊκό και καταλαμβάνουν ποικίλες επιφάνειες, άλλοτε πολύ περιορισμένες και άλλοτε εκτεταμένες. Ανάλογα με το μικροκλίμα, το υπέδαφος και την έκθεση της περιοχής στην οποία αναπτύσσονται, μπορεί να ξεφεύγουν από τα όρια των ορόφων που αναφέρθηκαν και γι αυτό θα εξεταστούν ξεχωριστά από τους ορόφους. 7.3.1 Κοινότητες φρυγάνων Τα φρύγανα είναι χαμηλοί, αρωματικοί και ακανθώδεις συνήθως θάμνοι που αντέχουν στην ξηρασία και φύονται σε χαμηλά υψόμετρα. Αυτός ο τύπος βλάστησης είναι χαρακτηριστικός των μεσογειακών οικοσυστημάτων και θεωρείται ότι είναι συνήθως αποτέλεσμα υποβάθμισης προϋπάρχουσας βλάστησης, μακκίας και δάσους. Αναπτύσσεται κυρίως σε φτωχά και βραχώδη ασβεστολιθικά και πυριτικά εδάφη ή σε εκτάσεις που έχουν επανειλλημμένως καεί από πυρκαγιές. Στην Πάρνηθα ο τύπος αυτός εμφανίζεται σε πολλές ασβεστολιθικές θέσεις, σε διάφορες εκθέσεις και κλίσεις στις χαμηλότερες πλαγιές και στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού, συναντώνται κοινότητες φρυγάνων από τα 400 μ. που είναι το χαμηλότερο όριο, έως τα 600 μ. περίπου. Τα είδη που εμφανίζονται περισσότερο είναι τα εξής: η αστιβίδα (Sarcopoterium spinosum), το θυμάρι (Coridothymus capitatus), ο αγούδουρας (Hypericum empetrifolium), το στουρέκι (Globularia alypum), η λαδανιά (Cistus creticus και Cistus salviifolius), ο ύσωππος ή θρύμπη (Micromeria juliana), το στομαχοβότανο (Teucrium polium ssp. capitatum), το σμυρίκλι (Anthyllis hermanniae), το αμάραντο (Helichrysum barellieri) κ.ά. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα φρύγανα στις νότιες πλαγιές του πυρήνα τείνουν να αντικαθίστανται από τη μακκία βλάστηση και αρκετές φορές αναμειγνύονται με Quercus coccifera, Pistacia lentiscus και Erica manipuliflora. Ανάλογα με το μικροκλίμα και το υπόστρωμα, διακρίνονται διαφορετικές όψεις φρυγανικών οικοσυστημάτων. Αυτή που κυριαρχεί στον πυρήνα του Δρυμού είναι η όψη στην οποία αφθονούν τα Coridothymus capitatus, Sarcopoterium spinosum, Cistus creticus, Cistus salviifolius. Σύμφωνα με τις δειγματοληψίες που πραγματοποιήθηκαν και την ανάλυσή τους, η κοινότητα αυτή εντάσσεται: στην κλάση Cisto-Micromerietea Oberdorfer 1954 και στην τάξη Cisto-Micromerietalia Oberdorfer 1954, με χαρακτηριστικά είδη τα: Cistus creticus, Cistus salviifolius, Micromeria juliana, Helichrysum barrelieri, Hypericum empetrifolium. Στην συνένωση Coridothymion capitati Oberdorfer 1954 με χαρακτηριστικά είδη τα: Teucrium polium ssp. capitatum, Phlomis fruticosa, Globularia alypum, Phagnalon graecum και στην ένωση Sarcopoterio spinosi Coridothymetum capitati Knapp 1965 em. O. Bolòs, Masalles R.M., Ninot J.M. & Vigo J. 1996 με χαρακτηριστικά είδη τα: Sarcopoterium spinosum, Coridothymus capitatus, Fumana thymifolia, Αnthyllis hermanniae. Σημειώνεται ότι σε πολλές θέσεις το Cistus creticus σχηματίζει σαφή όψη. Σε άλλες θέσεις και κυρίως στο ρέμα του Αγ. Γεωργίου στα νοτιοδυτικά όρια του πυρήνα, οι κοινότητες των φρυγάνων απαρτίζονται κυρίως από Phlomis fruticosa, Euphorbia acanthothamnos και λίγα άτομα Juniperus phoenicea. Η κοινότητα αυτή πιθανόν να έχει προέλθει από υποβάθμιση της περιοχής από υπερβόσκηση, καθώς
φύονται επίσης πολλοί ασφόδελοι και Urginea maritima, φυτά τα οποία υποδηλώνουν τέτοιες πιέσεις. Επίσης, στις στροφές του δρόμου που ανηφορίζει στις νότιες πλαγιές του Δρυμού, όπου υπάρχει πολύ βραχώδες και χαλικώδες υπόστρωμα, είναι πολύ συχνή η παρουσία Phlomis fruticosa, Anthyllis hermanniae, Micromeria graeca, Fumana thymifolia. Η βλάστηση που απαρτίζεται από φρύγανα είναι πολύ σημαντικός βιότοπος για πληθώρα ειδών του ζωικού βασίλειου, ενώ παράλληλα συμμετέχουν και πολλά είδη φυτών. Εκτός από τους ξηροφυτικούς θάμνους, αναπτύσσονται πολλά γεώφυτα, όπως είδη του γένους Muscari και πάρα πολύ μεγάλος αριθμός ορχιδεών, όπως Anacamptis pyramidalis, Barlia robertiana, Ophrys tenthredinifera, Ophrys ferrumequinum, Ophrys lutea, Ophrys fusca, Orchis quadripunctata, Orchis coriophora ssp. fragrans, Orchis provincialis, Orchis italica, Orchis papilionacea κ.ά. Τέλος, πολλά από τα φρύγανα είναι σημαντικά, γιατί είναι φαρμακευτικά φυτά, όπως η λαδανιά, το στομαχοβότανο και ο αγούδουρας. Στην Εικόνα 11φαίνεται μία κοινότητα με φρύγανα. Εικόνα 11. Φρύγανα στα νότια όρια του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας 7.3.2 Κοινότητες αείφυλλων σκληρόφυλλων θάμνων Η μακκία βλάστηση ή αλλιώς οι υψηλοί θαμνώνες από αείφυλλα σκληρόφυλλα είδη είναι επίσης ένας χαρακτηριστικός τύπος μεσογειακού οικοσυστήματος και συνίσταται από φυτά τα οποία δημιουργούν πυκνές, συχνά αδιαπέραστες συστάδες, με ύψος συνήθως 1 2 μ. Οι συστάδες αυτές δημιουργούνται στα χαμηλά και μέσα υψόμετρα.
Στην Πάρνηθα η μακκία βλάστηση είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη στις ανατολικές περιοχές του βουνού που βρίσκονται στην περιφερειακή ζώνη, ενώ μέσα στον πυρήνα απαντάται κυρίως στις νότιες πλαγιές του, σε μείξη πάντα με φρύγανα και πευκοδάσος. Το υπόστρωμα στο οποίο αναπτύσσεται είναι κυρίως ασβεστολιθικό και σε ποικιλία εδαφών, κλίσεων και εκθέσεων. Τα είδη που συμμετέχουν στη μακκία βλάστηση είναι τα εξής: η αριά (Quercus ilex), η κουμαριά (Arbutus unedo), η γλιστροκουμαριά (Arbutus andrachne), ο σχοίνος (Pistacia lentiscus), η κοκκορεβιθιά (Pistacia terebinthus), η ελιά (Olea europaea), το πουρνάρι (Quercus coccifera), το χρυσόξυλο (Cotinus coggygria), το φυλλίκι (Phillyrea latifolia), το ρείκι (Erica manipuliflora), το δενδρώδες ρείκι (Erica arborea), η πικροδάφνη (Nerium oleander) και πιο σπάνια, στις υγρές θέσεις συναντώνται η μυρτιά (Myrtus communis), η κουτσουπιά (Cercis siliquastrum) και η δάφνη του Απόλλωνα (Laurus nobilis). Οι θάμνοι που αναπτύσσονται περισσότερο στην Πάρνηθα και σχηματίζουν πυκνές συστάδες είναι το πουρνάρι και η γλιστροκουμαριά. Το πουρνάρι είναι ένα σημαντικό χλωριδικό στοιχείο για την Ελλάδα τόσο φυτογεωγραφικά, όσο και φυτοκοινωνιολογικά. Οι πρινώνες της Πάρνηθας δεν καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις στον πυρήνα, αλλά το είδος απαντάται σε όλη σχεδόν την έκταση του Δρυμού, συμμετέχοντας στον υπόροφο και του πευκοδάσους και του ελατοδάσους. Ένας από τους λόγους που το Quercus coccifera είναι τόσο διαδεδομένο, είναι επειδή τα δομικά και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του (ακανθώδη φύλλα, ικανότητα παραβλάστησης) του προσδίδουν πολύ μεγάλη αντοχή στη βόσκηση και στις πυρκαγιές. Το πουρνάρι έχει μέγιστη σπουδαιότητα για την προστασία των γυμνών και ξηρών ασβεστολιθικών εδαφών στα οποία είναι αναντικατάστατο, μέχρι να βελτιωθούν αυτά και να καταστεί δυνατή η εγκατάσταση άλλων ειδών. Στα φτωχά σκελετικά εδάφη δηλαδή, η πρίνος μπορεί να αποτελέσει πρόδρομο είδος για την εγκατάσταση της χαλεπίου πεύκης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης αυτής, αποτελούν οι νότιες πλαγιές της Πάρνηθας πάνω από το Μετόχι, στις οποίες το υπάρχον πευκοδάσος αποψιλώθηκε εντελώς κατά την διάρκεια της κατοχής από παράνομες υλοτομίες, στην δεκαετία του 1960 ήταν πρινώνες και σήμερα είναι δάσος χαλεπίου πεύκης πυκνότητας 0,7-1 (Αμοργιανιώτης, 1997). Στα χαμηλά υψόμετρα, στα νότια όρια του πυρήνα η μακκία βλάστηση αντιπροσωπεύεται κυρίως από την παρουσία του σχοίνου και της αγριελιάς, σε μείξη με το πουρνάρι, ενώ σπάνια είναι η χαρουπιά (Ceratonia siliqua). Όσο ανεβαίνουμε, ο σχοίνος δίνει τη θέση του στην κουμαριά και τη γλιστροκουμαριά, το φυλλίκι είναι σχετικά σπάνιο, ενώ το πουρνάρι σχηματίζει πυκνές συστάδες. Σε κάποιες θέσεις που υπάρχουν πρινώνες και σε διαφορετικές κλίσεις, πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες και σύμφωνα με την ανάλυσή τους, η κοινότητα που βρέθηκε εντάσσεται: στην κλάση Quercetea ilicis Braun-Blanquet ex A. De Bolòs 1950 και στην τάξη Quercetalia ilicis Braun-Blanquet ex Molinier 1934, με χαρακτηριστικά είδη τα Olea europaea, Pistacia terebinthus, Lonicera implexa. Στην συνένωση Quercion ilicis Braun-Blanquet ex Molinier 1934 με χαρακτηριστικά είδη τα: Smilax aspera και Asparagus acutifolius και στην κοινότητα Quercus coccifera με χαρακτηριστικά είδη τα: Quercus coccifera, Phillyrea latifolia. Επίσης, σε πολλές θέσεις η Arbutus andrachne σχηματίζει πυκνές συστάδες στις οποίες συμμετέχουν και λιγοστά άτομα αριάς. Σύμφωνα και με τις δειγματοληψίες, η κοινότητα αυτή εντάσσεται: στην κλάση Quercetea ilicis Braun- Blanquet ex A. De Bolòs 1950 και στην τάξη Quercetalia ilicis Braun-Blanquet ex Molinier 1934, με χαρακτηριστικά είδη τα: Quercus coccifera, Arbutus unedo, Olea europaea, Pistacia terebinthus, Lonicera implexa. Στην συνένωση Quercion ilicis
Braun-Blanquet ex Molinier 1934 με χαρακτηριστικά είδη τα Quercus ilex, Phillyrea latifolia και Asparagus acutifolius και στην ένωση Arbuto andrachne Quercetum ilicis Oberd. 1948 με χαρακτηριστικά είδη τα Arbutus andrachne, Hypericum empetrifolium. Πρέπει να σημειωθεί ότι μέσα στον πυρήνα η ένωση αυτή είναι υποβαθμισμένη και αντικαθίσταται σταδιακά από το πευκοδάσος, ενώ στις ανατολικές περιοχές του Δρυμού η κοινότητα αυτή είναι πιο καλά εγκλιματισμένη και τα δύο χαρακτηριστικά είδη Arbutus andrachne, Quercus ilex, σχηματίζουν δενδρώδεις μορφές που φτάνουν έως 4 μ. και 7 μ. αντίστοιχα. Ακόμα, χρήσιμο είναι να επισημανθεί ότι το φυλλίκι δεν είναι συχνό στα μέσα υψόμετρα, είναι πιο διαδεδομένο στα ανώτερα υψόμετρα και δη στον υπόροφο της ελάτης, όπου συνήθως βρίσκεται μαζί με το πουρνάρι. Το ίδιο συμβαίνει και με την αριά, η οποία είναι πιο συχνή στον υπόροφο της ελάτης και στις ανατολικές περιοχές της περιφερειακής ζώνης. Τέλος, η Erica arborea είναι ένα φυτό σχετικά σπάνιο για τον Δρυμό, αφού δεν σχηματίζει μεγάλους πληθυσμούς και μέχρι στιγμής στον πυρήνα έχει βρεθεί μόνο σε δύο τοποθεσίες: μέσα στη χαράδρα της Χούνης, μαζί με κουμαριές και πουρνάρια και στις βόρειες πλαγιές του Ξεροβουνίου, στον υπόροφο ελάτης. Πιο διαδεδομένη είναι στις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας, στον Αγ. Μερκούριο, όπου σχηματίζει πυκνές συστάδες με άλλα είδη της μακκίας βλάστησης. Στην Εικόνα 12 φαίνονται συστάδες αείφυλλων σκληρόφυλλων σε μίξη με πεύκα, ενώ στις Εικόνες 13 και 14 απεικονίζονται πρινώνες. Εικόνα 12. Συστάδες αείφυλλων σκληρόφυλλων σε μίξη με πεύκα, στις νοτιοδυτικές πλαγιές.
Εικόνα 13. Πρινώνας στις νοτιοανατολικές πλαγιές. Εικόνα 14. Μίξη Quercus Cistus
7.3.3 Δάσος Χαλεπίου πεύκης Τα πευκοδάση του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας εκτείνονται περιφερειακά του ορεινού όγκου, καλύπτουν έκταση 94.946,83 στρ. και αποτελούνται αποκλειστικά από χαλέπιο πεύκη (Pinus halepensis). Συναντώνται κυρίως σε ασβεστόλιθο και στα νότια εκτείνονται από τα χαμηλότερα υψόμετρα έως τα 1.000 περίπου μέτρα, καταλαμβάνοντας θέσεις από τις οποίες υποχωρεί η ελάτη. Αυτό συμβαίνει μόνο στις νότιες πλαγιές του βουνού, όπου επικρατούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες, υπάρχει μεγάλη περίοδος ξηρασίας και τα εδάφη είναι φτωχά και αβαθή. Αυτές οι συνθήκες είναι ακατάλληλες για την αναγέννηση της ελάτης, η οποία βρίσκεται στα ξηροθερμικά της όρια και ο σπόρος της δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτόν του πεύκου, που τελικά κυριαρχεί. Αντίθετα, στις βόρειες και δυτικές περιοχές που είναι πιο υγρές και τα εδάφη πιο πλούσια σε θρεπτικά, η μείξη του πεύκου και του έλατου γίνεται στα 600-700 μέτρα. Στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού το πευκοδάσος καταλαμβάνει τα νότια όριά του. Στα σημεία που πυκνές συστάδες χαλεπίου πεύκης σχηματίζουν δάσος, ο υπόροφος είναι πολύ φτωχός, εξαιτίας της έντονης σκίασης και ίσως ακόμα λόγω του μεγάλου στρώματος από πευκοβελόνες που σχηματίζεται στο έδαφος. Το στρώμα αυτό αποσυντίθεται με πολύ αργούς ρυθμούς λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε ρητίνη και πιθανόν να αποτελεί εμπόδιο στην βλάστηση πολλών ειδών. Τα μοναδικά σχεδόν είδη που ευδοκιμούν στον υπόροφο αυτό είναι γεώφυτα, όπως κυκλάμινα (Cyclamen hederifolium, C. graecum) και ορχεοειδή (Ophrys fusca, Orchis italica, Ophrys melena, Anacamptis pyramidalis, Ophrys tenthredinifera). Σε θέσεις που το πευκοδάσος δεν είναι πολύ πυκνό, συναντώνται στον υπόροφο κυρίως Arbutus unedo και Quercus coccifera. Πιο συχνό όμως είναι το φαινόμενο των αραιών συστάδων πεύκων που καταλαμβάνουν θέσεις μακκίας βλάστησης, σε μια διαδικασία που θα οδηγήσει κατά πιθανότητα σε κατάσταση climax με πευκοδάσος. Σύμφωνα μάλιστα και με τις δειγματοληψίες και μετά από την ανάλυσή τους, η κοινότητα που βρέθηκε εντάσσεται: στην κλάση Quercetea ilicis Braun-Blanquet ex A. De Bolòs 1950 και στην τάξη Quercetalia ilicis Braun- Blanquet ex Molinier 1934, με χαρακτηριστικά είδη τα: Quercus coccifera, Asparagus acutifolius, Smilax aspera, Pistacia terebinthus, Lonicera implexa. Στην συνένωση Quercion ilicis Braun-Blanquet ex Molinier 1934 με χαρακτηριστικά είδη τα: Olea europaea και Pinus halepensis. Η χαλέπιος πεύκη είναι είδος πολυτιμότατο και αναντικατάστατο για την περιοχή, γιατί έχει μεγάλη οικολογική ανοχή στην θερινή ξηρασία και προσαρμόζεται άριστα στις πυρκαγιές, μετά από τις οποίες αναγεννάται εύκολα. Η φωτιά παίζει σημαντικότατο ρόλο στην εξέλιξη του οικοσυστήματός της, το οποίο χαρακτηρίζεται ως πυρόφιλο, καθώς οι κώνοι του πεύκου μέσα στους οποίους βρίσκονται τα σπέρματα ανοίγουν στις υψηλές θερμοκρασίες και τα σπέρματα με τον αέρα μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις, διευκολύνοντας την αναγέννηση του είδους. Βέβαια, οι συχνές πυρκαγιές σε μία περιοχή κάθε άλλο παρά βοηθούν την αναγέννηση, αφού το έδαφος γίνεται φτωχότερο και τελικά το πευκοδάσος υποβαθμίζεται (Γεωργιάδης, 2002). Τα πευκοδάση της Αττικής γενικότερα ρητινεύονταν, βόσκονταν και ξυλεύονταν ανέκαθεν. Με την υλοτομία μάλιστα του υπόροφου βλάστησης (πουρνάρια, κουμαριές) παρέχονταν άφθονη πρώτη ύλη για παραγωγή ξυλανθράκων και λειτουργία ασβεστοκαμίνων. Η διαχείριση αυτή σε συνδυασμό με τις συχνές πυρκαγιές που κατέστρεφαν μεγάλα τμήματά τους και τα φτωχά και αβαθή εδάφη που επικρατούν στο μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής, καθόρισαν τη σημερινή δομή
των πευκοδασών του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. Στην Εικόνα 15 φαίνεται το πευκοδάσος στον πυρήνα του Δρυμού. Εικόνα 15. Το πευκοδάσος στις νότιες πλαγιές της Πάρνηθας 7.3.4 Δάσος Κεφαλληνιακής ελάτης Το ελατοδάσος της Πάρνηθας καλύπτει 34.822,7 στρ., εκ των οποίων τα 29.422,7 στρ. είναι δημόσιες εκτάσεις και τα 5.400 στρ. είναι δημόσιες διακατεχόμενες εκτάσεις. Το δάσος αυτό καταλαμβάνει τις υψηλότερες κορυφές του βουνού από υψόμετρο 900 1.400 μ., και περιλαμβάνεται ολόκληρο το δημόσιο τμήμα του στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας, ενώ το διακατεχόμενο τμήμα του εντάσσεται στην περιφερειακή ζώνη. Για το δάσος ελάτης της Πάρνηθας υπάρχουν αναφορές από πολύ παλιά, ότι επρόκειτο για ένα γηραιό δάσος με πολλά προβλήματα. Η έντονη λαθροϋλοτομία και βοσκή κατά το παρελθόν, οι πυρκαγιές που κατέστρεψαν σημαντικά τμήματά του καθώς και η επιδημία ξήρανσης της ελάτης είχαν σαν αποτέλεσμα, το δάσος αυτό να έχει τελείως ακανόνιστη δομή και να βρίσκεται ακόμα σε οπισθοδρομική εξέλιξη, αν και πέρασαν 42 χρόνια από την ίδρυση του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας και την ένταξή του σε αυστηρό καθεστώς προστασίας. Αν και η γενική εικόνα του ελατοδάσους δεν είναι καλή, είναι γεγονός όμως ότι η Κεφαλληνιακή ελάτη παρά την έντονη κακομεταχείρισή της κατά το παρελθόν, κατόρθωσε να διατηρηθεί επί αιώνες στην Πάρνηθα και να αναγεννάται φυσικά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το κλιματικό και εδαφικό περιβάλλον της Πάρνηθας δεν είναι πολύ κατάλληλο για την ανάπτυξή της (χαμηλό υψόμετρο, μεγάλη ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι, φτωχά και αβαθή εδάφη), έχει προσαρμοστεί αρκετά καλά και αποτελεί πλέον είδος αναγκαίο και αναντικατάστατο για την περιοχή, που πρέπει να διατηρηθεί.
Σήμερα δημιουργεί αμιγείς συστάδες σε υψόμετρο 1000 μέτρων και άνω, και μικτές συστάδες χαλεπίου πεύκης και ελάτης στα χαμηλά υψόμετρα. Σύμφωνα με το χάρτη βλάστησης υπάρχουν 1.109,77 στρ. μικτού δάσους ελάτης πεύκου που εντοπίζονται κυρίως στα δυτικά (Αμοργιανιώτης, 1997). Το υπόστρωμα στο οποίο αναπτύσσεται η ελάτη είναι ασβεστόλιθος και φλύσχης, σε ποικιλία εκθέσεων και εδαφών. Το ελατοδάσος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας και η σύνθεσή του διαφέρει ανάλογα με το υψόμετρο, την έκθεση και το έδαφος. Έτσι, είναι δυνατό να διακρίνουμε δύο διαφορετικές όψεις: η πρώτη είναι αυτή που απαντάται στα χαμηλότερα υψόμετρα, σε φτωχά εδάφη και στις νότιες και δυτικές εκθέσεις κυρίως. Σε αυτούς τους σταθμούς, που είναι γενικά πιο ξηροθερμικοί, η ελάτη αναμιγνύεται με Quercus coccifera, Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus, Phillyrea latifolia, Berberis cretica, Rosa canina. Στον δε υπόροφο συμμετέχουν τα εξής taxa: Helianthemum nummularium, Campanula spathulata ssp. spruneriana, Luzula forsteri, Luzula nodulosa, Crepis fraasii, Leontodon graecus και Silene italica ssp. peloponnesiaca, Cyclamen graecum. Από τη βιβλιογραφία αναφέρεται επίσης το Helictotrichon convolutum ssp. heldreichii και με βάση τα δεδομένα που μόλις αναφέρθηκαν, είναι πιθανό αυτή η όψη της ελάτης να αντιπροσωπεύει τις οριακές συστάδες προς τη συνένωση Quercion ilicis Braun- Blanquet ex Molinier 1934 και την ένωση Helictotrichon convoluti Abietetum cephalonicae Barbero & Quezel, 1976, με χαρακτηριστικά είδη τα: Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus, Helictotrichon convolutum ssp. heldreichii, Cyclamen graecum. Τονίζεται ότι οι θέσεις αυτές υποφέρουν περισσότερο από την επιδημία ξήρανσης και σταδιακά το ελατοδάσος υποχωρεί. Όσον αφορά τη δεύτερη όψη, αυτή απαντάται στις βόρειες και ανατολικές εκθέσεις κυρίως, σε βαθιά εδάφη και σε υγρές θέσεις. Αυτές οι συστάδες ελάτης αναμιγνύονται κυρίως με Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus και Berberis cretica, ενώ ο υπόροφος συνίσταται από Scilla bifolia, Corydalis solida ssp. incisa, Doronicum orientale, Achillea holosericea, Silene oligantha ssp. parnesia, Aremonia agrimonoides, Arum maculatum, Myosotis sylvatica ssp. cyanea, Asyneuma limonifolium, Potentilla micrantha, Fragaria vesca, Cephalanthera rubra, Bellis perennis, Lamium garganicum ssp. striatum, Geranium lucidum, Ranunculus millefoliatus. Πιθανόν αυτές οι συστάδες να ανήκουν στην κοινότητα Abies cephalonica της συνένωσης Abietion cephalonicae Knapp 1965, με χαρακτηριστικά είδη τα: Αbies cephalonica, Doronicum orientale, Anemone blanda, Crepis fraasii. Η συνένωση αυτή ανήκει στην κλάση Quercetea pubescentis Doing Kraft ex Scamoni et Passarge 1959 και στην τάξη Quercetalia pubescenti petraeae Klika 1933, με χαρακτηριστικά είδη τα: Aremonia agrimonoides, Myosotis sylvatica, Luzula forsteri, Silene italica, Fragaria vesca, Cephalanthera rubra. Σε μία απομακρυσμένη τοποθεσία εντοπίσαμε επίσης την φυτοκοινωνία Lilio chalcedonicae Abietetum cephalonicae Barbero & Quezel 1976, η οποία έχει χαρακτηριστικά είδη τα: Lilium chalcedonicum, Abies cephalonica και η οποία ανήκει επίσης στην συνένωση Abietion cephalonicae. Η κοινότητα αυτή πιθανότατα καταλάμβανε περισσότερες θέσεις στον Δρυμό, αλλά λόγω της υπερσυλλογής του Lilium chalcedonicum, το οποίο είναι διαγνωστικό είδος, ίσως να μην είναι ξεκάθαρες αυτές οι θέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η κοινότητα αυτή χαρακτηρίζει την υγρότερη όψη του ελατοδάσους, όπου αντιπροσωπεύονται μεσαίες και μεγάλες ηλικίες δέντρων. Σε καλούς σταθμούς η ανάπτυξη της ελάτης είναι ικανοποιητική παρά τις δυσμενείς κλιματικές συνθήκες. Το ύψος των δένδρων σε θερμές εκθέσεις και σε σκελετικά εδάφη κατέρχεται μέχρι τα 4 μέτρα, αν και η ηλικία τους μπορεί να
υπερβαίνει τα 120 χρόνια. Σε καλούς όμως σταθμούς το μέσο ύψος των δένδρων είναι 14 μέτρα και σπανίως ανέρχεται στα 16 και 18 μέτρα. Σύμφωνα με την διαχειριστική μελέτη του Δρυμού (Αμοργιανιώτης, 1997) προκύπτει ότι για να αποκτήσει ένα δένδρο ελάτης στην Πάρνηθα διάμετρο 10, 20, 40 και 50 cm απαιτούνται 41, 73, 171, 247 χρόνια αντίστοιχα, το δε μέσο ύψος στις αντίστοιχες διαμέτρους θα είναι 5.38, 8.60, 12.30, 13.61 μ. Για την υποβοήθηση της αναγέννησης της ελάτης το Δασαρχείο Πάρνηθας προέβη στην φύτευση μαύρης πεύκης (Pinus nigra), η οποία δεν ανταγωνίζεται το έλατο, καθώς βρίσκεται έξω από τα όρια εξάπλωσής της και δεν μπορεί να αναγεννηθεί. Παράλληλα, βοηθά την ελάτη παρέχοντας τον κατάλληλο υπόροφο για να μεγαλώσουν τα σπέρματά της και να αναγεννηθεί με αυτό τον τρόπο. Στην Εικόνα 16 φαίνεται μια όψη του ελατοδάσους και στην Εικόνα 17 φαίνονται συστάδες οξύκεδρου, μετά από υποχώρηση της ελάτης σε αυτή τη θέση. Εικόνα 16. Μονοπάτι μέσα στο ελατοδάσος, κοντά στο καζίνο.
Εικόνα 17. Συστάδες οξύκεδρου στη Μόλα. 7.3.5 Αζωνική βλάστηση ρεμάτων Ο όρος «αζωνική» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την βλάστηση που αναπτύσσεται κατά μήκος ποταμών και ρεμάτων, καθώς αυτή δεν εξαρτάται συνήθως από κλιματικούς παράγοντες. Τα είδη που συμμετέχουν στη βλάστηση αυτή χαρακτηρίζονται ως υδρόφιλα, αφού έχουν ιδιαίτερη βιολογική σχέση με το νερό και την υγρασία που επικρατεί σε αυτές τις θέσεις. Η Πάρνηθα λόγω της σύστασης των πετρωμάτων της (ασβεστόλιθος, σχιστόλιθος και φλύσχης) συντηρεί πληθώρα πηγών, οι οποίες δίνουν ρέματα εποχιακής συνήθως ροής. Τα πιο γνωστά είναι το Μαυρόρεμα και το ρέμα της Γιαννούλας, που διασχίζει το φαράγγι του Κελάδωνα στη Φυλή και μέσα στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού, το ρέμα της Αγ. Τριάδας στο κέντρο του πυρήνα σε υψόμετρο 1.000 μ., που διασχίζει τη χαράδρα της Αγ Τριάδας, το ρέμα Βατουριώνας, που διασχίζει τη χαράδρα της Χούνης στα νότια και το ρέμα του Αγ. Γεωργίου στα νοτιοδυτικά όρια του πυρήνα. Οι υγρές θέσεις που σχηματίζονται στα σημεία των πηγών και κατά μήκος των ρυακιών δίνουν ζωή σε ξεχωριστά φυτικά είδη, όπως είναι ο πλάτανος (Platanus orientalis). Μέσα στον πυρήνα η εμφάνισή του είναι σποραδική, όπως στις πηγές της Αγ. Τριάδας, της Σκίπιζας, της Πλατάνας, της Κυράς και στο Μεσσιανό Νερό. Δεν σχηματίζει παρόχθιες συστάδες σε μεγάλη έκταση, παρά μόνο στα ρέματα και τους χειμάρρους που βρίσκονται δυτικά, στην περιοχή της Φυλής. Άλλα είδη που συμμετέχουν στη βλάστηση αυτή είναι η ιτιά (Salix alba), η λεύκα (Populus tremula), διάφορα είδη Poa, Carex και Juncus, Potentilla micrantha, Aremonia
agrimonoides, Lamium garganicum ssp. striatum, Geranium lucidum, Hedera helix, Ranunculus millefoliatus, Ranunculus velutinus. Η κοινότητα Platanus orientalis αντιπροσωπεύεται καλύτερα εκτός του πυρήνα του Δρυμού, όπου ανάλογα με το υψόμετρο συμμετέχουν είδη όπως η Nerium oleander στα χαμηλά υψόμετρα και η Ostrya carpinifolia στα μεγαλύτερα. Εξαιρετικής ομορφιάς είναι οι πλατανώνες στο ρέμα της Γιαννούλας, στο Ρεματάκι και στο Μαυρόρεμα στα δυτικά της Πάρνηθας και στα ανατολικά οι πηγές της Κιθάρας όπου βρίσκεται και η περίφημη «πισίνα της βασίλισσας», οι οποίες τροφοδοτούν με πόσιμο νερό όλη την γύρω περιοχή. Στις Εικόνες 18 και 19 φαίνεται η βλάστηση σε ρέματα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. Εικόνα 18. Ρέμα στο Παλιοχώρι, μέσα στο Εκτροφείο Θηραμάτων.
Εικόνα 19. Το Μαυρόρεμα στις βορειοδυτικές περιοχές του Δρυμού.
7.3.6 Εξωδασική βλάστηση κορυφών Με τον όρο εξωδασική βλάστηση εννοούμε την βλάστηση που επικρατεί στις κορυφές της Πάρνηθας. Ο όρος αυτός προτιμάται από τον όρο ανωδασική, καθώς τα όρια του ελατοδάσους σε αυτό το βουνό δεν είναι φυσικά, αλλά έχουν προέλθει από υποχώρηση της ελάτης σε χαμηλότερο ύψος είτε εξαιτίας υπερβόσκησης στο παρελθόν είτε λόγω των ιδιαίτερων κλιματικών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση, η έκταση που καταλαμβάνει η εξωδασική βλάστηση στις κορυφές της Πάρνηθας είναι μικρή και βρίσκεται 5 10 μ. μόλις πιο πάνω από το ελατοδάσος. Η σύνθεση της βλάστησης αυτής δημιουργείται από ποώδη και θαμνώδη είδη, τα σπουδαιότερα εκ των οποίων είναι: Astragalus angustifolius, Cerastium candidissimum, Sideritis roeseri ssp. attica, Asperula pulvinaris, Asperula rigidula, Dianthus serratifolius ssp. serratifolius, Tulipa sylvestris, Fritillaria graeca, Iris attica, Inula verbascifolia ssp. parnassica, Asyneuma limonifolium, Veronica glauca ssp. peloponnesiaca, Hesperis laciniata ssp. secundiflora, Pterocephalus perennis ssp. perennis, Bromus madritensis, Vinca herbacea, Sternbergia sicula, Οnosma kaheirei. Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα από τα είδη που συμμετέχουν στην εξωδασική βλάστηση είναι ενδημικά και μάλιστα αρκετά από αυτά, σπάνια και προστατευόμενα. Σύμφωνα με τις δειγματοληψίες που πραγματοποιήθηκαν και την ανάλυσή τους, προέκυψε μία σαφής κοινότητα Astragalus angustifolius, με χαρακτηριστικά είδη τα:. η κοινότητα αυτή εντάσσεται στην κλάση Daphno Festucetea Quezel 1964 και στην τάξη Daphno Festucetalia Quezel 1964, με χαρακτηριστικά είδη τα: Pterocephalus perennis ssp. perennis, Achillea holosericea, Alyssum montanum, Astragalus angustifolius. Από τις παρατηρήσεις στο πεδίο προέκυψε ότι στις μεγαλύτερες κορυφές η εξωδασική βλάστηση είναι υποβαθμισμένη λόγω της παρουσίας εκεί στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Τα στρατόπεδα και οι κεραίες έχουν καταλάβει όλη την ανώτερη κορυφογραμμή και έχουν εκτοπίσει τα γηγενή στοιχεία της βλάστησης. Επιπλέον, κάποια από τα ενδημικά που αναφέρθηκαν προηγουμένως, έχουν εξαφανιστεί ή μετά βίας επιζούν στις κορυφές αυτές, όπως τα Asperula baenitzii, Sideritis roeseri ssp. attica. Είναι αναγκαίο να βρεθεί κάποια λύση για την απομάκρυνση αυτών των εγκαταστάσεων, καθώς πολύ σημαντικοί βιότοποι σπάνιων και απειλούμενων φυτών συρρικνώνονται. Προς το παρόν, οι κορυφές στις οποίες διακρίνεται αυτή η βλάστηση είναι η Κυρά, ο Αέρας και το Ξεροβούνι, ενώ σε πολλά σημεία συμμετέχουν και άλλα είδη με γενικότερη εξάπλωση, όπως τα Quercus coccifera και Ballota acetabulosa. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της κορυφής Κυρά, όπου η βόρεια και ανατολική έκθεσή της καλύπτεται από ελατοδάσος, στον υπόροφο του οποίου βρίσκονται Achillea holosericea, Doronicum orientale, Sideritis roeseri ssp. attica η νότια και δυτική έκθεση είναι γυμνές από δάσος και επικρατούν ασβεστολιθικοί βράχοι, με τη συμμετοχή κυρίως ενδημικών χασμόφυτων, όπως Cerastium candidissimum, Fritillaria graeca, Sternbergia sicula,οnosma kaheirei, Pterocephalus perennis ssp. perennis, Inula verbascifolia ssp. parnassica, Dianthus serratifolius ssp. serratifolius και Asphodeline lutea, ενώ η κορυφή καλύπτεται από εξωδασικά είδη και κυρίως Astragalus angustifolius, Cerastium candidissimum, Sideritis roeseri ssp. attica, Asperula pulvinaris. Στην Εικόνα 20 φαίνονται κοινότητες εξωδασικών στην κορυφή Κυρά.