ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΏΝ ΣΠΟΥΔΏΝ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΣΜΈΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ «ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΥΣ» Φοιτήτρια : Κωνσταντίνα Θ. Πίπιλα Επιβλέπων: Επίκουρος καθηγητής Πασχάλης Αρβανιτίδης Βόλος 2014
- Υπεύθυνη Δήλωση πρωτοτυπίας διπλωματικής εργασίας Υπεύθυνη δήλωση. Βεβαιώνω ότι είμαι συγγραφέας αυτής της διπλωματικής εργασίας και ότι κάθε βοήθεια την οποία είχα για την προετοιμασία της, είναι πλήρως αναγνωρισμένη και αναφέρεται στη διπλωματική εργασία. Επίσης έχω αναφέρει τις όποιες πηγές από τις οποίες έκανα χρήση δεδομένων, ιδεών ή λέξεων, είτε αυτές αναφέρονται ακριβώς είτε παραφρασμένες. Επίσης βεβαιώνω ότι αυτή η πτυχιακή εργασία προετοιμάστηκε από εμένα προσωπικά ειδικά για τις απαιτήσεις του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στην Εφαρμοσμένη Οικονομική του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Βόλος, Ιανουάριος 2014
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ...8 Σελ.: 2. ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ 2.1. Εισαγωγή..10 2.2. Η ορθολογικότητα γενικά...10 2.2.1. Εργαλειακή ορθολογικότητα και οικονομική επιστήμη...11 2.3. Ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος..13 2.4. Προϋποθέσεις ορθολογικότητας...15 2.5. Προβλήματα ορθολογικότητας...16 2.6. Ανθρώπινη συμπεριφορά και πέραν της ορθολογικότητας.17 2.7. Συμπεράσματα.19 3. ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ 3.1. Εισαγωγή..20 3.2. Η λήψη αποφάσεων γενικά.20 3.3. Λήψη αποφάσεων στη βάση ψυχολογικών χαρακτηριστικών 22 3.4. Τα όρια της οικονομικής ορθολογικότητας..25 3.5. Διαδικαστική ορθολογικότητα...26 3.6. Περιορισμένη ορθολογικότητα και αναζήτηση ικανοποιητικού.....28 3.7. Συμπεράσματα.30 4. Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 4.1. Εισαγωγή..31 4.2. Εμμονή στην ορθολογικότητα.31 4.3. Ψυχολογία και ορθολογικότητα..34 4.4. Ορθολογικότητα και αλτρουισμός..36 4.5. Ορθολογικότητα και θρησκεία...37 4.6. Συμπεράσματα..40
5. ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 5.1. Εισαγωγή. 41 5.2. Οικονομικά πειράματα...41 5.3. Απλά πειράματα και παιχνίδια ορθολογικότητας...43 5.4. Stripped-down Poker. 46 5.5. Εφαρμογές του Stripped-down Poker.. 48 5.6. Το παιχνίδι του τελεσιγράφου και του Δικτάτορα..50 5.7. Συμπεράσματα...52 6. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ ΈΡΕΥΝΑΣ 6.1. Εισαγωγή....53 6.2. Συλλογή στοιχείων. 53 6.3. Περιγραφή Ερωτηματολογίου..54 6.4. Διαδικασία δειγματοληψίας.......55 6.5. Περιγραφική στατιστική......55 6.6.Έλεγχος κατανομής μεταβλητών...67 6.7. Εμπειρικά αποτελέσματα.....70 6.8.Συμπεράσματα 74 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΈΡΩ ΈΡΕΥΝΑ.. 75 Επεξήγηση μεταβλητών... 78 Παράρτημα. Ερωτηματολόγιο........88 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. 99
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εκφράσω, τις ευχαριστίες μου στον καθηγητή μου κο Αρβανιτίδη Πασχάλη, για την ανάθεση του θέματος και για την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια που μου προσέφερε κατά την διάρκεια εκπόνησης της εργασίας μου.
Περίληψη Αντικείμενο της παρούσης διπλωματικής αποτελεί η έννοιας της ορθολογικότητας στην οικονομική επιστήμη. Η εργασία ξεκινά με μια επισκόπηση και μια εννοιολογική προσέγγιση του όρου, ο οποίος αποκτά εξειδικευμένο περιεχόμενο στον κλάδο των οικονομικών. Στη συνέχεια αναλύονται τα χαρακτηριστικά της ορθολογικότητας, οι προϋποθέσεις της και το υπόδειγμα του οικονομικά ορθολογικού ανθρώπου, ο οποίος έχει σαν βασικό στόχο τη μέγιστη ικανοποίηση των προτιμήσεών του. Σε επόμενο στάδιο αναλύεται η έννοια της λήψης αποφάσεων της οποίας η συμβολή κρίνεται σημαντική για το χαρακτηρισμό μιας απόφασης ως ορθολογική ή μη, καθώς και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν τη λήψη μιας απόφασης. Ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά γίνεται στην κριτική/αμφισβήτηση που δέχτηκε το υπόδειγμα ορθολογικής συμπεριφοράς, αλλά ταυτόχρονα παραθέτονται και κάποιες διορθώσεις που έχουν προταθεί από διάφορους οικονομολόγους. Η προσπάθεια θέσπισης μιας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης έρχεται στο φως με την εναλλακτική λύση του Simon, γνωστή ως περιορισμένη ορθολογικότητα. Επιπλέον εξετάζονται οι διάφοροι τρόποι που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση της ορθολογικότητας των ατόμων κυρίως με τη μορφή παιχνιδιών και πειραμάτων. Δυο από τα σημαντικότερα είναι του «δικτάτορα» και του «τελεσίγραφου» στα οποία στηρίχτηκε και η εμπειρική έρευνα της εργασίας με σκοπό να διερευνήσει (μέσω ερωτηματολογίων) κατά πόσο οι μαθητές της 3 ης Λυκείου στα Τρίκαλα δρουν ορθολογικά αλλά και ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους. Το συμπέρασμα που καταλήγουμε είναι ότι οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές δεν ενεργούν ορθολογικά (με την στενή οικονομική έννοια) αλλά επηρεάζονται από διάφορους ψυχολογικούς παράγοντες και ευρύτερες ηθικές και πνευματικές αξίες (όπως ιδεολογία και θρησκευτικότητα). ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ : Ορθολογικότητα Περιορισμένη ορθολογικότητα Οικονομικά πειράματα Οικονομικά παιχνίδια
Abstract The aim of the present study is to examine rationality within the scope of the economics discipline. Firstly, we present the context of rationality. Then we move to examine its characteristics and its premises and to discuss the concept of homo economicus, representing the individual who maximizes his utility in the context of given preferences and income. Furthermore, we present the theory of decision making, which has a great contribution for the determination of a decision as rational or not, due to the many psychological aspects that influence decision making. Though the model of rational economic man has been under severe criticism, mainly due to methodological individualism and to information problems, conventional economics has been unwilling to discard it, suggesting over the years a number of amendments. Simon s bounded rationality, which is discussed next, is a more realistic approach to the subject. We also examine the various methods for the examination of rational behavior, mainly through economic games and economic experiments. The ultimatum and dictator games are some of the most commonly used, and we employ them to assess the rationality of students in Trikala. In particular we examine if people behave according to the rational economic model and also what determinants drive their decision making. We conclude that people do not make rational decisions, due to psychological, moral and cultural factors (such as ideology, religion, etc.) Key Words: Rationality Bounded Rationality Economic Experiments Economic Games
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μια από τις βασικότερες έννοιες της σύγχρονης (νεοκλασικής) οικονομικής επιστήμης είναι αυτή του οικονομικού ανθρώπου (homo economicus), του οποίου η συμπεριφορά κυβερνάται από το ατομικό συμφέρον και που είναι ικανός να λάβει ορθολογικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις που μεγιστοποιούν τα συμφέροντά του. Βασική μας επιδίωξη στην παρούσα εργασία είναι να παρουσιάσουμε την έννοια της ορθολογικότητας όπως αυτή ορίζεται στην οικονομική επιστήμη και στη συνέχεια να εμβαθύνουμε στο περιεχόμενο του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου. Το υπόδειγμα του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου παρουσιάζει αρκετά προβλήματα τα οποία σχετίζονται με τη ρεαλιστικότητα των παραδοχών του και τα οποία δέχτηκαν έντονη κριτική από την επιστημονική κοινότητα. Σε αυτό το πλαίσιο υπήρξαν αρκετοί μελετητές από το χώρο της συμβατικής οικονομικής που προσπάθησαν να το βελτιώσουν, χωρίς ωστόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η «λύση» τελικά ήρθε από το χώρο της διοικητικής επιστήμης στο πρόσωπο του Herbert Simon και με την ονομασία διαδικαστική ή περιορισμένη ορθολογικότητα, επιλύοντας αρκετά προβλήματα, γνωστά και ως αποτυχίες της αγοράς. Σκοπός της παρούσης διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της έννοιας της ορθολογικότητας, που αποτελεί βασικό αξίωμα της οικονομικής επιστήμης. Αντίστοιχα οι στόχοι της εργασίας είναι: 1. να αποσαφηνισθεί η έννοια της ορθολογικότητας όπως χρησιμοποιείται στην οικονομική επιστήμη 2.να εντοπισθούν τα προβλήματα στην υπόθεση του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου 3.να εξετασθούν άλλες σύγχρονες προσεγγίσεις της οικονομικής ορθολογικότητας που προέρχονται από τις κοινωνικές επιστήμες (κυρίως από τον χώρο της διοίκησης και της ψυχολογίας) 4. να παρουσιασθούν σε ένα πρώτο επίπεδο τρόποι που έχουν χρησιμοποιηθεί για την αποτίμηση της ορθολογικότητας των ατόμων κυρίως με τη μορφή πειραμάτων και παιχνιδιών 8
5. να διερευνηθεί εμπειρικά κατά πόσο τα άτομα δρουν ορθολογικά (με την οικονομική έννοια του όρου) και ποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της κοινωνικότητάς τους επηρεάζουν αυτή τη συμπεριφορά τους Η εργασία αναπτύσσεται ως έξης: το κεφάλαιο που ακολουθεί (2 ο κεφ.) ξεκινά µε µια εννοιολογική προσέγγιση της έννοιας της ορθολογικότητας παραθέτοντας κάποιους σύντομους ορισμούς της και μελετώντας την οικονομική συμπεριφορά ενός ορθολογικού ατόμου καθώς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το μοντέλο του οικονομικά ορθολογικού ανθρώπου (1 ο & 2 ο κεφ.). Στη συνέχεια στο 3 ο κεφάλαιο αναλύουμε την έννοια της λήψης αποφάσεων η οποία διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο για να χαρακτηριστεί μια απόφαση ορθολογική ή μη και αναλύονται ψυχολογικά χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν τη λήψη μιας απόφασης. Σε δεύτερο στάδιο/ επίπεδο αναλύεται η έννοια της περιορισμένης ορθολογικότητας του Simon, που έρχεται να δώσει λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομική ορθολογικότητα. Στο 4 ο κεφάλαιο έχουμε ορισμένα αντεπιχειρήματα οικονομολόγων οι οποίοι τάσσονται υπέρ του υποδείγματος της ορθολογικότητας καθώς και κάποιες λύσεις οικονομολόγων για το προβληματικό περιεχόμενο της ορθολογικότητας αλλά και ευρήματα κατά του ορθολογικού μοντέλου από την ψυχολογία. Στη συνέχεια συζητάμε τη σχέση μεταξύ ορθολογικότητας και αλτρουισμού αλλά και μεταξύ θρησκείας. Στο 5 ο κεφάλαιο παραθέτουμε οικονομικά πειράματα και παιχνίδια που έχουν διεξαχθεί όπως, το stripped down poker και τα παιχνίδια του δικτάτορα και του τελεσίγραφου. Το 6 ο κεφάλαιο παρουσιάζει την εμπειρική έρευνα που έγινε μέσω ερωτηματολογίου, ξεκινώντας με τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, την ανάλυση και την καταγραφή των αποτελεσμάτων. Τέλος η εργασία ολοκληρώνεται παραθέτοντας τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν. 9
2. ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ 2.1. Εισαγωγή Ένα βασικό μεθοδολογικό αξίωμα της συμβατικής (νεοκλασικής) οικονομικής επιστήμης είναι η έννοια του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου (homo economicus), του ατομικού δρώντα δηλαδή του οποίου η συμπεριφορά κυβερνάται από το προσωπικό συμφέρον και που είναι ικανός να λάβει ορθολογικές αποφάσεις μεγιστοποιώντας την ωφέλειά του. Το κεφάλαιο που ακολουθεί συζητά το θέμα της ορθολογικότητας τόσο με την ευρύτερη έννοια όσο και από την οπτική της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης με σκοπό να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει τα χαρακτηριστικά της, τις προϋποθέσεις της και το ρόλο που παίζει στην οικονομία. 2.2. Η ορθολογικότητα γενικά Ετυμολογικά, ο όρος «ορθολογικότητα» σημαίνει ορθός λόγος, ορθή κρίση, δηλαδή η ικανότητα να σκεφτούμε και να δράσουμε βασιζόμενοι σε λόγους (ή τεκμήρια τα οποία έχουν παραχθεί από αξιόπιστες μεθόδους) τους οποίους θεωρούμε αληθινούς (Harrison,1999). H έννοια της ορθολογικότητας αναφέρεται τόσο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσο και στο ευρύτερο πλαίσιο αξιών («λόγοι») που διέπουν τη διαδικασία αυτή. Έτσι μία ενέργεια κρίνεται ως ορθολογική ή μη, ανάλογα με το αν συνάδει με τις πεποιθήσεις, αρχές, αντιλήψεις και εμπειρίες του ατόμου που λαμβάνει την απόφαση.(ashraf et al.,2005; De Marchi and Blaug,1991; Kyriazis and Zouboulakis,2002). Σε αυτό το πλαίσιο η ορθολογικότητα γίνεται αντιληπτή ως η διαδικασία επιλογής μεταξύ εναλλακτικών συμπεριφορών, σε σχέση με κάποιο αξιακό σύστημα, όπου οι επιπτώσεις των συμπεριφορών μπορούν να αξιολογηθούν (Simon,1960). Φυσικά η ορθή κρίση και δράση προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου προβλήματος προς επίλυση. Όταν η λύση του προβλήματος προέρχεται από μεθόδους που 10
τεκμηριωμένα (από την ανθρώπινη εμπειρία) οδηγούν σε επιτυχία τότε λέμε ότι η δράση αυτή είναι ορθολογική. Όμως, η συμπεριφορά μας και η στάση μας δεν ακολουθεί πάντα αυτό το δρόμο, ιδίως όταν έχει κανείς την «πολυτέλεια» να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Το ακόλουθο παράδειγμα, παρμένο από πολύ γνωστό κείμενο του οικονομολόγου Joseph Schumpeter δείχνει ανάγλυφα αυτή την κατάσταση. Ας υποθέσουμε, λέει ο συγγραφέας, ότι ένας πρωτόγονος άνθρωπος που χρησιμοποιεί ένα ραβδί για να ρίχνει καρπούς, διαπιστώνει ότι αυτό έχει σπάσει. Μπορεί να προσπαθήσει να βρει ή να κατασκευάσει ένα άλλο. Αυτή είναι η ορθολογική λύση. Μπορεί, όμως, να δοκιμάσει να το συγκολλήσει απαγγέλλοντας μια «μαγική» ευχή. Αν δεν τον πιέζει η ανάγκη μπορεί να επιμείνει σ αυτή την στάση. Κάποια στιγμή, όμως, θα οδηγηθεί στην ορθολογική στάση, αλλιώς δεν θα επιβιώσει. Ο λόγος που οδηγεί από τον ανορθολογισμό στον ορθολογισμό, λέει ο Schumpeter, είναι οικονομικός και η ορθολογική στάση επιβάλετε κατά κάποιον τρόπο στο άτομο από την οικονομική πραγματικότητα (http://www.ratiovincit.com). 2.2.1. Εργαλειακή ορθολογικότητα και οικονομική επιστήμη Οι άνθρωποι που δε λειτουργούν με βάση τον πραγματικό (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου) λόγο αποτελούν συχνά πρόβλημα για τους οικονομολόγους, καθώς οι αντιδράσεις τους μπορεί να είναι απρόβλεπτες. Κάνουν επιλογές για τις οποίες μπορεί να μετανιώνουν, και πιθανώς θα τις άλλαζαν. Επομένως τα άτομα αυτά δύναται να πράττουν διαφορετικά κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, όπου αυτή η συμπεριφορά τους αποτελεί το μεγαλύτερο εφιάλτη για κάποιον που προσπαθεί να κατασκευάσει μια γενική θεωρία λειτουργίας της οικονομίας που να στηρίζεται στην ατομική συμπεριφορά και επιλογή. Είναι κατανοητό λοιπόν γιατί οι οικονομολόγοι έχουν αναπτύξει μια «ιδιόμορφη» προσέγγιση σε αυτό που ονομάζεται ορθολογική συμπεριφορά ή ορθολογικότητα (rationality). Αντίθετα με τους ψυχολόγους, οι οποίοι ενδιαφέρονται για την ασυνέπεια, τις εμμονές, τις φοβίες, τα πάθη και άλλες τόσες εκδηλώσεις που αφορούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, οι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ως σταθερή σε ένα πλαίσιο ικανοποίησης της ατομικής ωφέλειας. 11
Οι οικονομολόγοι φυσικά δέχονται ότι οι άνθρωποι συχνά κάνουν λάθη για τα οποία αργότερα μετανιώνουν, παράλληλα όμως υποστηρίζουν ότι τα άτομα είναι οι καλύτεροι κριτές για το τι είναι καλό για τα ίδια, και συνεπώς η κοινωνία (ως σύνολο ατόμων) αναλύεται σωστότερα στη βάση της ατομικής ορθολογικής συμπεριφοράς σύμφωνα με την οποία τα λάθη σε μακροχρόνιο επίπεδο αλληλοαναιρούνται. Έτσι, το να είναι κάποιος ορθολογιστής σημαίνει να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τα μέσα που διαθέτει προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Με άλλα λόγια η ορθολογικότητα είναι ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιεί κανείς για να αποκτήσει αυτό που πραγματικά θέλει. Κρινόμαστε λοιπόν ως ορθολογιστές όσο είμαστε ικανοί να αποκτήσουμε αυτό που επιθυμούμε χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο έχουμε στη διάθεσή μας. Αντίστοιχα θεωρούμαστε λιγότερο ορθολογιστές αν δεν εκμεταλλευόμαστε τις ευκαιρίες για την μέγιστη ικανοποίηση των προτιμήσεων μας, με δεδομένο το εισόδημά μας και τις τιμές που πρέπει να πληρώσουμε. Καταλήγουμε λοιπόν μετά από αυτά, στο ότι η ορθολογικότητα, όπως γίνεται αντιληπτή από την κυρίαρχη (κατά βάση νεοκλασική) οικονομική σκέψη, είναι απλά ένα εργαλείο για την ικανοποίηση των προτιμήσεών μας, το οποίο όμως δεν μπορεί ταυτόχρονα να χρησιμοποιηθεί για την αποτίμηση ή διαμόρφωση των προτιμήσεων αυτών. Αυτή είναι η έννοια της «εργαλειακής ορθολογικότητας» που σημαίνει ότι ένα άτομο κρίνεται ως εργαλειακά ορθολογικό αν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους του προκειμένου να ικανοποιήσει τις προτιμήσεις του.(βαρουφάκης,2007) Η εργαλειακή ορθολογικότητα (ή σκέτο ορθολογικότητα) της συμβατικής οικονομικής επιστήμης έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφική θεώρηση του Thomas Hobbes και του David Hume. Ο Hobbes είδε τους ανθρώπους ως εγωιστικά πλάσματα τα οποία στο βωμό της ικανοποίησης των επιθυμιών τους σπάνια αποτρέπουν τον εαυτό τους από το να κάνουν κάτι που μπορεί να πληγώσει τους άλλους. O Hume αντίστοιχα υποστήριξε ότι αν και υπάρχουν τρεις προσδιοριστικοί παράγοντες της κάθε πράξης: τα πάθη (στόχοι, επιθυμίες), τα μέσα (οι πόροι και οι περιορισμοί) και η λογική (η ικανότητα να επιλέγει κανείς βάσει του ορθού λόγου), η λογική καταλήγει να γίνεται «σκλάβος των παθών». Απλά μας βοηθά να εφαρμόσουμε τα μέσα που διαθέτουμε έτσι ώστε να υπηρετήσουμε με τον καλύτερο τρόπο τους «αφέντες» μας, δηλαδή τα πάθη. Σύμφωνα με τον Hume λοιπόν, το «ήθος» μας δεν εδρεύει στη λογική αλλά στα πάθη 1. 12
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο Jeremy Bentham, ο οποίος θεωρείται ως ο πατέρας του ωφελιμισμού, του φιλοσοφικού ρεύματος που παρείχε την ηθική και πολιτική βάση της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης. Ο Bentham προσάρμοσε τη θέση του Hume αντικαθιστώντας τη λέξη «πάθη» με τη λέξη «ωφέλεια». Ισχυρίσθηκε λοιπόν ότι οι άνθρωποι αντλούν ευχαρίστηση με την ικανοποίηση της ατομικής τους ωφέλειας έχοντας φυσική αποστροφή για τον πόνο. Επίσης υποστήριξε ότι όχι μόνο πρέπει να επιδιώκουμε να μεγιστοποιούμε τη δική μας ωφέλεια αλλά ταυτόχρονα να επιθυμούμε το χτίσιμο μιας κοινωνίας ικανής να επιτύχει τη μεγαλύτερη ευτυχία για το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Έτσι, η θεωρία ωφελιμισμού του Bentham υποθέτει την ανάπτυξη μιας «καλής και αγαθής κοινωνίας» όπου τα άτομα μεγιστοποιούν την ωφέλειά τους και παράλληλα επιδιώκουν με διάφορους τρόπους να μεγιστοποιηθεί και η συνολική ωφέλεια. Ωστόσο, στο πέρασμα των χρόνων η οικονομική επιστήμη απέβαλλε το δεύτερο αυτό στοιχείο της θεώρησης του Bentham (παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων οικονομολόγων, όπως του Pigou, να διατηρηθεί), κρατώντας από τον ωφελιμισμό μόνο το στοιχείο της ατομικής συμπεριφοράς, ενώ ταυτόχρονα απέκλεισε τις διαπροσωπικές σχέσεις και συγκρίσεις (Βαρουφάκης,2007). 2.3. Ο oρθολογικός οικονομικός άνθρωπος Όπως έχει ήδη ειπωθεί, στα πλαίσια της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης η έννοια της ορθολογικότητας λαμβάνει ένα πιο εξειδικευμένο περιεχόμενο: σημαίνει ικανότητα μεγιστοποίησης της προσωπικής ωφέλειας/χρησιμότητας (utility) δεδομένων των πόρων που υπάρχουν. Ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος (rational economic man ή homo economicus) λοιπόν, περιγράφει το μοντέλο αυτό της ατομικής συμπεριφοράς ικανοποίησης των προτιμήσεων με τον πιο περιεκτικό και συνεπή τρόπο. Ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος μπορεί και χρησιμοποιεί τους πόρους του με τέτοιο τρόπο ώστε επιτυγχάνει τη μέγιστη ικανοποίηση των προτιμήσεών του, δηλ. με βάση το εισόδημα που έχει, επιλέγει εκείνο το συνδυασμό αγαθών ώστε να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια του. Έτσι, το άτομο ως καταναλωτής επιδιώκει και πραγματοποιεί τη μεγιστοποίηση του οφέλους του μέσω της ορθολογικής 13
επιλογής των κατάλληλων ποσοτήτων των αγαθών που καταναλώνει, ως εργάτης τη μεγιστοποίηση του οφέλους του μέσω της ορθολογικής κατανομής του χρόνου του σε χρόνο εργασίας και ελεύθερο χρόνο, και ως παραγωγός τη μεγιστοποίηση του κέρδους του μέσω του ορθολογικού προσδιορισμού της ποσότητας που θα παράγει και θα προσφέρει. Η ορθολογική επιδίωξη αυτών των σκοπών συνίσταται στην πραγματοποίηση τους με τη χρησιμοποίηση όσο το δυνατόν λιγότερων μέσων (Ζουμπουλάκης, 1986). Οι οικονομολόγοι δέχονται ότι ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος είναι «έξυπνος», αναλυτικός, και ικανός να υπολογίζει τα οφέλη και τα κόστη των επιλογών του. Δεν επηρεάζεται από θετικές ή αρνητικές ψυχικές καταστάσεις και έχει αυτοκυριαρχία όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του. Πριν πάρει μια απόφαση αξιολογεί αποτελεσματικά τις πληροφορίες του και δεν κάνει συστηματικά λάθη (δηλ. τα λάθη του είναι τυχαία) (Jo and Kim, 2008; Kahneman and Tversky, 2000). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ο ορθολογικός άνθρωπος χαρακτηρίζεται από ιδιοτέλεια (επιδίωξη του ατομικού του συμφέροντος), τέλεια πληροφόρηση και ικανότητα μεγιστοποίησης. Παρόλο που λίγοι ορθόδοξοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά στην πραγματικότητα, δέχονται ωστόσο ότι αυτό το θεωρητικό υπόδειγμα παρέχει τη δυνατότητα να μελετηθεί η οικονομική (αλλά και οι άλλες κοινωνικές επιστήμες) με τον καλύτερο τρόπο, προσφέροντας ένα απλό και εύχρηστο εργαλείο για τη δημιουργία φορμαλιστικών μοντέλων συλλογικής δράσης και συμπεριφοράς. Άλλωστε, υποστηρίζουν, σε κάθε περίπτωση διαμόρφωσης θεωρίας απαιτούνται κάποιες απλοποιητικές υποθέσεις (simplifying assumptions) και ένας βαθμός αφαίρεσης από την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. 2.4. Προϋποθέσεις ορθολογικότητας Η έννοια της ορθολογικότητας όπως χρησιμοποιείται στην συμβατική οικονομική επιστήμη στηρίζεται σε μια σειρά από προϋποθέσεις. 14
Πρώτον ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος διαθέτει ένα ορθά ταξινομημένο και σταθερό σύνολο προτιμήσεων. Πιο αναλυτικά, οι προτιμήσεις του θεωρούνται: γνωστές, δηλ. γνωρίζει πάντα τι θέλει, ακόρεστες, δηλ. πάντα προτιμά το περισσότερο από το λιγότερο, σταθερές (συνεπείς), δηλ. οι προτιμήσεις του δεν μεταβάλλονται στον τόπο και στο χρόνο, συγκρίσιμες, δηλ. οι προτιμήσεις του μπορούν να μετρηθούν στην ίδια κλίμακα ικανοποίησης και να ιεραρχηθούν ανάλογα με την ωφέλεια που προσφέρουν (από τη μεγαλύτερη στη μικρότερη ώστε να ικανοποιηθούν σειριακά) και μεταβατικές, δηλ αν προτιμά το Α από το Β, και το Β από το Γ, τότε προτιμά και το Α από το Γ. Ως αποτέλεσμα, η συνάρτηση χρησιμότητας του ατόμου καθιστάτε δεδομένη και γνωστή (Δρακόπουλος,2001). Δεύτερον, ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος έχει πλήρη γνώση τόσο του οικονομικού του περιβάλλοντος (π.χ. τα διαθέσιμα αγαθά, τα χαρακτηριστικά τους, τις τιμές, κτλ.) όσο και των ενεργειών καθενός εμπλεκομένου προσώπου, αλλά και των διαθέσιμων μέσων για την επίτευξη της «μεγίστης ωφέλειας». Με άλλα λόγια έχει πλήρη πληροφόρηση. Παράλληλα υπάρχει ένα κοινό πλαίσιο αποκωδικοποίησης της πληροφορίας, δηλ. τα γνωσιακά μοντέλα για την περιγραφή του κόσμου είναι ίδια/κοινά για όλους. Τρίτον, ο ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος διαθέτει απεριόριστες υπολογιστικές ικανότητες (νοητικό «λογισμικό»), διά των οποίων μπορεί να υπολογίσει εκείνες τις εναλλακτικές επιλογές που θα του αποφέρουν το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Μπορεί δηλαδή ανά πάσα στιγμή να υπολογίζει την ποσότητα ωφέλειας και το κόστος πριν από κάθε επιλογή του και συγκρίνοντας τα καθαρά οφέλη να παίρνει τις κατάλληλες αποφάσεις (Αρβανιτίδης,2013; Kyriazis and Zouboulakis, 2002). 2.5. Προβλήματα ορθολογικότητας 15
Το μοντέλο του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου παρουσιάζει μια σειρά από σημαντικά προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη ρεαλιστικότητα των παραδοχών του. Το επακριβές σύστημα προτιμήσεων που διαθέτει, η τέλεια πληροφόρηση, η πλήρη σταθερότητα του περιβάλλοντος στο οποίο δρα, η ικανότητα μεγιστοποίησης αλλά και η ιδιοτελής συμπεριφορά 2 είναι στοιχεία τα οποία έχουν δεχθεί έντονη κριτική από την επιστημονική κοινότητα (Shackle, 1974; Simon, 1997; Kahneman and Tversky, 2000; Δρακόπουλος 2001; Διαμαντόπουλος, 2003). Μία δεύτερη δυσκολία, την οποία αντιμετωπίζει το μοντέλο του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου συνίσταται στο γεγονός ότι έχει τρεις επιπλέον αξιώσεις από το μηχανισμό επιλογής (Cohen, 1981). Πιο συγκεκριμένα δέχεται ότι: όλες οι εναλλακτικές επιλογές είναι «δεδομένες», όλες οι συνέπειες που απορρέουν από κάθε εναλλακτική επιλογή είναι γνωστές, και υπάρχει μια πλήρη κατάταξη των ωφελειών (ή µια απόλυτη cardinal συνάρτηση χρησιμότητας) για όλα τα δυνατά σύνολα συνεπειών. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν ισχύει στον πραγματικό κόσμο. Το σύνολο των εναλλακτικών που αναζητούνται είναι πάντοτε ατελές, απλά και μόνο γιατί η πληροφόρηση δεν είναι ποτέ τέλεια. Επιπλέον, οι περιορισμοί του ανθρώπινου μυαλού αποκλείουν τη σύλληψη μεγάλου αριθμού εναλλακτικών. Τέλος, πολλές από τις μεταβλητές που πρέπει να συνυπολογιστούν δεν είναι ποσοτικά αποτιμητές. Επομένως, μία ακριβής ιεραρχική κατάταξη των εναλλακτικών επιλογών είναι μάλλον απίθανη στην πράξη (Harrison,1999). Έτσι, η ορθολογικότητα μπορεί τελικά να είναι στην καλύτερη περίπτωση απλά υποκειμενική (Simon and March, 1958). Τα άτομα είναι δέσμια των γνωστικών τους ικανοτήτων (cognitive limitations). Όπως τονίζουν οι Simon and March (1958, σ.243-244) «το άτομο μπορεί να εστιάσει την προσοχή του μόνο σε ένα περιορισμένο αριθμό πραγμάτων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή». Ο βασικός λόγος για τον οποίο η κατανόηση της κατάστασης από μέρους του ατόμου διαφέρει σημαντικά από την πραγματικότητα είναι ότι η τελευταία είναι τόσο πολύπλοκη, ώστε καθίσταται δύσκολο να συλληφθεί µε κάθε λεπτομέρεια. (March& Simon,1958) Σε αυτό το πλαίσιο, άλλα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όπως οι ψυχολογικοί περιορισμοί (φόβοι, εμμονές, κτλ.), έρχονται στην επιφάνεια κατά τη λήψη της απόφασης, επηρεάζοντας την ικανότητά του ατόμου για αναγνώριση προβλημάτων, εξακρίβωση εναλλακτικών και διαμόρφωση ιεραρχίας προτιμήσεων (Goslin and Rethans, 1980). 2 Πολλές μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα άτομα δεν είναι πλήρως ιδιοτελή. Ο εθελοντισμός, η φιλανθρωπία και άλλες ανιδιοτελείς ενέργειες δεν θα υπήρχαν. 16
2.6. Ανθρώπινη συμπεριφορά πέραν της ορθολογικότητας Ένας από τους πιο διαπρεπείς επιστήμονες στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομικών Herbert Simon. Ο Simon (1997) κατηγοριοποιεί την ανθρώπινη συμπεριφορά ως αντικειμενικά, υποκειμενικά, εμπροθέτως, οργανωσιακά και ατομικά ορθολογική ανάλογα με τις αξιακές παραδοχές ή τους στόχους που επιδιώκει το άτομο. Έτσι, μια απόφαση είναι αντικειμενικά ορθολογική εάν ακολουθεί το κριτήριο της μεγιστοποίησης (maximizing behavior), υποκειμενικά ορθολογική εάν μεγιστοποιεί το αποτέλεσμα, στα όρια όμως της πληροφόρησης που διαθέτει, εμπροθέτως ορθολογική στο βαθμό που η σχέση μέσων στόχων είναι μια συνειδητή διαδικασία, οργανωσιακά ορθολογική όταν είναι προσανατολισμένη στις επιδιώξεις της οργάνωσης στην οποία ανήκει και, τέλος, ατομικά ορθολογική όταν είναι προσανατολισμένη και εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του ατόμου. Σε κάθε περίπτωση η ορθολογική συμπεριφορά (με την ευρύτερη έννοια του όρου) βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας λήψης απόφασης. Μπροστά στην ανάγκη να ληφθεί κάποια απόφαση, το άτομο θα αποσαφηνίσει πρώτα τους στόχους του, σε σχέση με τις αξιακές του παραδοχές, εν συνεχεία θα εξετάσει τις σημαντικές συνέπειες που πηγάζουν από την επιλογή των εναλλακτικών λύσεων που έχει σκεφθεί και κάνοντας τη σύγκριση μεταξύ των συνεπειών και των τεθειμένων στόχων, θα καταλήξει στην απόφαση που του προσφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα. Μία ενέργεια είναι, με άλλα λόγια, ορθολογική εάν προσφέρει τις καλύτερες προοπτικές για την επίτευξη των στόχων. Το πρότυπο του ορθολογικού οικονομικού ατόμου των συμβατικών οικονομικών πρεσβεύει την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να κάνει όλα τα παραπάνω στον απόλυτο βαθμό. Ο Simon αντίθετα υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος θέλει μεν, αλλά δεν μπορεί να συμπεριφερθεί έτσι. Διαθέτει ατελή (ασύμμετρη) πληροφόρηση, συγκεχυμένες και όχι επακριβείς προτιμήσεις και λαμβάνει αποφάσεις σε ένα διαρκώς και ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, ο βαθμός δυνατότητας διανοητικής επεξεργασίας πληροφοριών του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι χαμηλότερος από το βαθμό πολυπλοκότητας της πραγματικότητας. 17
Άλλωστε, σύμφωνα και με τον Simon (1997) δεν είναι δυνατό να συλλάβει κάποιος όλες τις εναλλακτικές λύσεις και να αξιολογήσει όλες τις συνέπειες που προέρχονται από αυτές, επομένως δεν μπορεί να λάβει την άριστη απόφαση αλλά απλώς αυτή που είναι ικανοποιητική, σε σχέση βέβαια με τον εκάστοτε στόχο. Αυτό που τελικά μπορεί να ειπωθεί είναι ότι, προκειμένου να καταστεί μία απόφαση ορθολογική, χρειάζεται να υπάρχει κάποιος στόχος και ο αποφασίζων να είναι σε θέση να καταλήξει σε κάποιες εναλλακτικές λύσεις που δίδουν προοπτικές για επίτευξη αυτού του στόχου. Αυτό ισχύει είτε η απόφαση λαμβάνεται κατόπιν αναλύσεων και υπολογισμών, είτε λαμβάνεται κάτω από συνθήκες ατελούς πληροφόρησης (imperfect information) ή πλήρους αβεβαιότητας (complete uncertainty). Ακόμη δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση η απόφαση, σύμφωνα με τον Simon, μπορεί να είναι ορθολογική (Kyriazis and Zouboulakis, 2002). Εξίσου σημαντική είναι και η ψυχολογική παράμετρος της λήψης μιας απόφασης. Στη λήψη αποφάσεων, ο Simon τονίζει, η ορθολογικότητα και η συναισθηματικότητα (emotionality) δεν είναι αντίθετες θέσεις. Απεναντίας, είναι απολύτως ορθολογικό να επιδιώκει κάποιος να ικανοποιήσει έναν συναισθηματικό στόχο. Αυτό που θα συνιστούσε μη ορθολογική συμπεριφορά (irrational behavior), θα ήταν η ικανοποίηση μιας στιγμιαίας συναισθηματικής επιθυμίας τη στιγμή που όλα τα στοιχεία θα έδειχναν ότι μακροχρόνια αυτό δεν θα άξιζε τον κόπο. Η έλλειψη ορθολογικότητας αποδίδεται πολύ συχνά και στο σύστημα των πεποιθήσεων του αποφασίζοντος. Όταν αυτές είναι μη λογικές, ασυνεπείς, αντιφατικές, εν μέρει ή εν όλο αναληθείς, ανόητες, ή πάσχουν από ελάττωμα στον τρόπο με τον οποίο έχουν διαμορφωθεί, τότε η απόφαση στην οποία το άτομο θα οδηγηθεί θεωρείται μη ορθολογική. Αντίστοιχα, μη ορθολογική θεωρείται η επιλογή που πηγάζει από εκπαίδευση και εμπειρίες που αποκλείουν τη συνολική θεώρηση των καταστάσεων και περιορισμένη ή διαστρεβλωμένη αντίληψη που οφείλεται σε γραφειοκρατική στενότητα σκέψεως. 2.7. Συμπεράσματα 18
Στο παρόν κεφάλαιο αναπτύχθηκε η έννοια της ορθολογικότητας, αρχικά ετυμολογικά και στη συνέχεια αναφορικά με την οικονομική επιστήμη. Ως ορθολογικός οικονομικός άνθρωπος ορίζεται αυτός που επιτυγχάνει τη μέγιστη ικανοποίηση των προτιμήσεων του, δηλ. χρησιμοποιώντας τους πόρους που διαθέτει επιλέγει το συνδυασμό αγαθών ο οποίος μεγιστοποιεί την ωφέλειά του. Τα γενικά χαρακτηριστικά του είναι η ιδιοτέλεια, η τέλεια πληροφόρηση και η ικανότητα μεγιστοποίησης. Το θεωρητικό αυτό υπόδειγμα παρέχει τη δυνατότητα να μελετηθεί η οικονομική και άλλες κοινωνικές επιστήμες με τον καλύτερο τρόπο προσφέροντας ένα απλό και εύχρηστο εργαλείο για τη δημιουργία φορμαλιστικών μοντέλων συλλογικής δράσης και συμπεριφοράς. Παρόλα αυτά το μοντέλο του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα τα οποία αφορούν τη ρεαλιστικότητα των παραδοχών του καθώς και άλλα στοιχεία τα οποία έχουν δεχθεί έντονη κριτική από την επιστημονική κοινότητα. Αυτά αφορούν την περιορισμένη πληροφόρηση, την αδυναμία επεξεργασίας της από το ανθρώπινο μυαλό και την ανυπαρξία σταθερών προτιμήσεων. Μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι η ορθολογικότητα στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να είναι απλά υποκειμενική ή περιορισμένη. 19
3. ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ 3.1. Εισαγωγή Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναπτύχθηκε η έννοια της ορθολογικότητας όπως αντιμετωπίζεται από την ορθόδοξη οικονομική επιστήμη και είδαμε τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ορθολογικού οικονομικού ατόμου. Το παρόν κεφάλαιο διαπραγματεύεται δυο έννοιες. Πρώτον, συζητά τη διαδικασία και το πλαίσιο λήψης αποφάσεων, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για το χαρακτηρισμό μια απόφασης ως ορθολογική ή μη. Δεύτερον, περιγράφει την έννοια της περιορισμένης ορθολογικότητας η οποία διέπει τη λήψη αποφάσεων στον ευρύτερο επιχειρησιακό και οικονομικό χώρο. 3.2. Η λήψη αποφάσεων γενικά Η λήψη αποφάσεων αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό ενέργημα από αυτά στα οποία καλείται να προβεί ένα σύγχρονο οικονομικό άτομο. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται συνιστούν κρίσιμο παράγοντα που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη μιας επιχείρησης, αλλά και στη σταθερότητα και την ευημερία μιας οικονομίας, µε άλλα λόγια στην ποιοτική λειτουργία του συνολικού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας. Επίσης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της διοικητικής λειτουργίας μιας οργανώσεως. Άλλωστε, η ικανότητα στον τομέα αυτόν διαχωρίζει το αποτελεσματικό από το μη-αποτελεσματικό στέλεχος/άτομο. Βεβαίως πρέπει να τονιστεί ότι οι απόψεις περί του πότε µια απόφαση είναι ορθή ή όχι είναι διχασμένες μεταξύ των στελεχών, µε φυσική συνέπεια να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής η αξιολόγηση, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, των ικανοτήτων και της αποδοτικότητας των στελεχών στον τομέα αυτόν (Harrison, 1999). 20
Στη συζήτηση για το θέμα της λήψεως αποφάσεων, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως σε τρεις παραμέτρους (Harrison, 1999): 1) στη διαδικασία της λήψης απόφασης (decision making process), 2) στο άτομο που λαμβάνει την απόφαση (decision maker), και 3) στην απόφαση αυτή καθεαυτή (decision). Έχουν μάλιστα δοθεί κατά καιρούς πολλοί και ποικίλοι ορισμοί αναφορικά µε τον όρο «λήψη απόφασης». Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ο Ofstad (1961) θεωρεί ότι το να πει κάποιος ότι λαμβάνει µια απόφαση μπορεί να σημαίνει: i) ότι το άτομο αυτό έχει ξεκινήσει µια σειρά συµπεριφορικών δράσεων προς µια κατεύθυνση, ii) ότι έχει αποφασίσει να πραγματοποιήσει µια συγκεκριμένη ενέργεια, για το απαραίτητο της οποίας δεν διατηρεί καµµία αμφιβολία και το κυριότερο, iii) ότι προβαίνει σε κρίση σχετικά µε το τι πρέπει να πράξει ενόψει µιας συγκεκριμένης καταστάσεως, αφότου μελετήσει κάποιες εναλλακτικές ενέργειες στις οποίες δύναται να προβεί. Οι Shull F., Delbecq A., Cummings L., (Shull et al., 1970) ορίζουν τη διαδικασία λήψης απόφασης ως µια συνειδητή ανθρώπινη ενέργεια (ατομική ή συλλογική), βασισμένη σε πραγματοκρατικές και αξιακές παραδοχές, η οποία περιλαμβάνει την επιλογή μιας συμπεριφορικής δραστηριότητας, μεταξύ µιας ή περισσότερων εναλλακτικών λύσεων, µε σκοπό να κινηθεί προς ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Σύμφωνα µε το Νοµπελίστα και βασικό εκπρόσωπο της Οργανωτικής Θεωρίας Herbert Simon, η διαδικασία λήψης απόφασης είναι τόσο κεφαλαιώδους σημασίας ώστε καθίσταται συνώνυμη µε την όλη διαδικασία της διοίκησης (management) μιας επιχείρησης. Ο Simon (1960) τονίζει ότι η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει τρεις κύριες φάσεις: την αναζήτηση περιστάσεων και ευκαιριών, την ανεύρεση πιθανών ακολουθιών ενεργειών και την επιλογή μεταξύ αυτών. Ένα από τα βασικότερα προβλήματα του όλου θέματος που αφορά τη λήψη αποφάσεων εντοπίζεται στο ότι το βάρος της προσοχής πέφτει κυρίως στον καθορισμό του τι πρέπει να γίνει και όχι τόσο στη διαδικασία της επιλογής μεταξύ εναλλακτικών λύσεων που οδηγούν στην ανάληψη συγκεκριμένης δράσης, τη στιγμή μάλιστα που τόσο η διαδικασία του «αποφασίζειν» όσο και η διαδικασία του «πράττειν» φαίνονται άρρηκτα συνδεδεμένες (Simon, 1997). 21
Η λήψη αποφάσεων διαπνέει το σύνολο της διοικητικής διαδικασίας και λαμβάνει χώρα σε διάφορα επίπεδα (Simon, 1960). Το πρώτο επίπεδο καλείται ατομικό (individual decision making) και αφορά όλες εκείνες τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει το άτομο προκειμένου να ικανοποιήσει τους στόχους του. Μπορεί κάλλιστα να λεχθεί ότι το επίπεδο αυτό συνιστά και την αφετηρία της διαδικασίας λήψης απόφασης, αφού το άτομο αποτελεί πάντοτε τη βάση εκκίνησης για όλη τη διοικητική διαδικασία. Πέραν τούτου, αναγνωρίζονται και άλλα επίπεδα λήψης απόφασης: το ομαδικό (group decision making), το οργανωσιακό (organizational decision making) και το µεταοργανωσιακό (metaorganizational decision making). Η λειτουργία των επιπέδων αυτών συνίσταται αφ ενός στη μεταφορά εισροών, βάσει των οποίων λαμβάνεται µια απόφαση (decisional inputs), από το εξωτερικό περιβάλλον προς την οργάνωση, και αφετέρου στη μεταφορά εκροών, που πηγάζουν από την απόφαση (decisional outputs), από την οργάνωση προς το εξωτερικό περιβάλλον. Η ποιότητα της απόφασης χαρακτηρίζεται από το βαθμό πληροφόρησης που κατέχει ο αποφασίζων σχετικά µε την εξέλιξη των γεγονότων και των παραγόντων που επιδρούν της υιοθετήσεως μιας έναντι μιας άλλης λύσης. Σε τεχνική γλώσσα αυτό ονομάζεται «περιβάλλον λήψης της απόφασης» (decision-making environment), και η εξέλιξη των παραγόντων «κατάσταση του περιβάλλοντος» (state of nature). Με τους όρους αυτούς ουσιαστικά υποδηλώνεται το ανεξέλεγκτο των διαφόρων παραγόντων από μέρους του αποφασίζοντος. Πρώτα από εμπειρικές παρατηρήσεις και έπειτα από ψυχολογική ανατομία της συμπεριφοράς του αποφασίζοντος, πρακτικοί της οργανώσεως και θεωρητικοί των αποφάσεων οδηγήθηκαν στη διατύπωση ορισμένων κριτηρίων που εφαρμόζονται κατά τη λήψη μιας αποφάσεως υπό συνθήκες αβεβαιότητας και ρίσκου.(kadford, 1975) 3.3. Λήψη αποφάσεων στη βάση ψυχολογικών χαρακτηριστικών Η λήψη μιας απόφασης (ιδίως σε καταστάσεις αβεβαιότητας) επηρεάζεται από ψυχολογικά στοιχεία που ευθύνονται πολλές φορές για τις αποκλίσεις που παρουσιάζει η ανθρώπινη συμπεριφορά από την ορθολογική (Kadford,1975). 22
Ένα τέτοιο στοιχείο είναι η υπακοή (docility), σύμφωνα µε την οποία το άτομο μελετά τις κινήσεις του και τις προσαρμόζει σε δεδομένες οργανωσιακές αξίες. Παρατηρείται σε επίπεδο τόσο ατομικό όσο και οργανωσιακό και χαρακτηρίζεται από ένα στάδιο διερεύνησης και αναζήτησης, το οποίο ακολουθείται από ένα στάδιο προσαρμογής των επιλογών στην εξυπηρέτηση των εκάστοτε τεθειμένων στόχων. Το τελευταίο μάλιστα στάδιο ενέχει έντονα το στοιχείο της κρίσεως. Άλλο χαρακτηριστικό της ψυχολογικής διαδικασίας λήψης µιας απόφασης είναι η µνήµη (memory). Σε παρόµοια θέματα που ανακύπτουν η μνήμη δίνει τη δυνατότητα να ανασυρθούν από το μυαλό οι πληροφορίες εκείνες που, βάσει της εμπειρίας, μπορούν να φανούν χρήσιμες. Επιπλέον, η συνήθεια (habit) συμβάλλει στη εξοικονόμηση υπολογιστικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού, αφού το άτομο πράττει με βάση την επανάληψη. Επιτρέπει, µε άλλα λόγια, παρόμοια ερεθίσματα ή καταστάσεις να γίνονται εύκολα αντιληπτά ως τέτοια και έτσι το άτομο να µην χρειάζεται να σκεφθεί εκ νέου προκειμένου να προβεί σε κάποια ενέργεια αλλά αυτή να λαµβάνει χώρα σχεδόν μηχανικά. Στην πράξη, σε αντίθεση µε την αντικειμενικά ορθολογική συμπεριφορά, η απόφαση προκύπτει από ερεθίσματα που οδηγούν την προσοχή του ατόμου σε συγκεκριμένες «αυτόματες» κατευθύνσεις, δίχως, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι η απόφαση είναι παράλογη (irrational), αφού μπορεί να πηγάζει από προηγούμενη προσαρμογή της συμπεριφοράς στους επιδιωκόμενους σκοπούς. Τα ερεθίσματα όχι μόνο καθορίζουν τις αποφάσεις που θα ληφθούν, αλλά επηρεάζουν ουσιαστικά και τα συµπεράσµατα στα οποία φθάνει ο αποφασίζων. Το υπόδειγμα της ανθρώπινης επιλογής βασίζεται περισσότερο στην αντίδραση απέναντι σε ερεθίσματα παρά στην επιλογή μεταξύ εναλλακτικών λύσεων, µε αποτέλεσμα ο ανθρώπινος ορθολογισµός να λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο του ψυχολογικού περιβάλλοντος του ατόμου (Simon, 1997). Πολύ σημαντικός παράγοντας επίσης στον καθορισμό του ψυχολογικού αυτού περιβάλλοντος είναι και η λειτουργία των συναισθημάτων και του ρόλου που διαδραματίζουν στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Τα συναισθήματα, κατά τον Simon, αποτελούν τη «δύναμη» στη λήψη αποφάσεων η οποία κατευθύνει τις ενέργειες προς την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Τα συναισθήματα λειτουργούν βάσει της λογικής όταν προσανατολίζονται σε ευρείς και µόνιµους στόχους, χωρίς σπασμωδικές ενέργειες, κυριαρχούμενες από στενότητα πνεύματος και σκέψης. Δεν 23
λειτουργούν, απεναντίας, βάσει της λογικής, όταν οδηγούν σε βιαστικές και άκριτες αποφάσεις, στενεύοντας µε τον τρόπο αυτό τις πιθανότητες και τις συνέπειες που πρέπει να ληφθούν υπόψη ( Simon,1997). Εξέχον στοιχείο, που συνδυάζεται και µε την έννοια της κρίσεως κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων αποτελεί και η διαίσθηση (intuition) (Simon 1987, 1997), η οποία μάλιστα, αντιθέτως από αυτό που συχνά πιστεύεται, δεν αντιβαίνει στην ορθολογική λήψη αποφάσεων. Εμπειρικές παρατηρήσεις αποδεικνύουν πως η διαίσθηση των στελεχών λειτουργεί µε τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί και η διαίσθηση, π.χ., σε έναν παίκτη σκακιού. Το πεπειραμένο στέλεχος έχει στο μυαλό του μεγάλο αριθμό γνώσεων και πληροφοριών που αποκτά από την εμπειρία και την εκπαίδευσή του (γνωστό ως άδηλη ή άρρητη γνώση), και τις χρησιμοποιεί σε παρόμοιες καταστάσεις. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διαίσθησης συνίστανται στη γρήγορη αντίδραση (εντός δευτερολέπτων) και στην αδυναμία του δρώντος υποκειμένου να εντοπίσει µια αλληλουχία ενεργειών, οι οποίες οδηγούν στο τελικό αποτέλεσμα ακόμη και στην άρνησή του να δεχτεί ότι έχει επίγνωση της ύπαρξης αυτών των ενεργειών. Η αντίδραση δεν είναι πάντοτε ορθή, αλλά εκείνο που εντυπωσιάζει τους παρατηρητές, όσον αφορά τη διαίσθηση, είναι ότι οι αντιδράσεις, ιδιαίτερα δε εκείνες των ειδημόνων, είναι κατά κανόνα ορθές, παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται να απαιτούν σχεδόν καθόλου χρόνο ή προσπάθεια για την επεξεργασία τους. Όταν η διαίσθηση έχει θετικά αποτελέσματα αναγορεύεται τιμητικά σε «διορατικότητα» ή «δημιουργικότητα». Όταν όμως έχει αρνητικά ή μηδαμινά αποτελέσματα τότε αναφέρεται ως «άγνοια» ή «βεβιασμένη εξαγωγή συμπερασμάτων». Η διαίσθηση αποτελεί απλώς ικανότητα αναγνώρισης των πραγμάτων, τα οποία µας είναι πλέον οικεία λόγω της προηγούμενης εμπειρίας µας, είναι δηλαδή ταυτόσημη µε το οικείο φαινόμενο της αναγνώρισης (Simon and March, 2003). Τέλος, η πίεση (stress) που δέχεται το άτομο στη λήψη απόφασης μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις και να οδηγήσει σε απόκλιση από την ορθολογική (Simon, 1997). 24
3.4. Τα όρια της οικονομικής ορθολογικότητας Είδαμε λοιπόν πως η ψυχολογία του αποφασίζοντος και το ψυχολογικό περιβάλλον της απόφασης μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατο για τον αποφασίζοντα να φτάσει σε υψηλά επίπεδα ορθολογικότητας. Οι εναλλακτικές λύσεις που πρέπει να εξετάσει είναι τόσο πολλές και το επίπεδο πληροφόρησης που απαιτείται τόσο ευρύ, ώστε θα ήταν δύσκολη ακόμη και η κατά προσέγγιση επίτευξης της οικονομικής ορθολογικότητας. Στην πραγματικότητα, η συμπεριφορά μπορεί να είναι μόνο μερικώς ορθολογική, ή όπως λέει ο Simon (1997) να διαθέτει ψήγματα ορθολογικότητας ( segments of rationality). Το γεγονός της αδυναμίας επίτευξης οικονομικής ορθολογικότητας συμβαίνει, κατά τον Simon (1997), για τρεις κυρίως λόγους: i) η ορθολογική λήψη απόφασης έχει σαν προαπαιτούμενα την τέλεια πληροφόρηση και την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών που ακολουθούν κάθε επιλογή, τα οποία όμως είναι πάντοτε αποσπασματικά (fragmentary), ii) εφ όσον αυτές οι συνέπειες ανάγονται σε μελλοντικό χρόνο, ο αποφασίζων προβαίνει σε χρήση της φαντασίας του και των αξιακών παραδοχών του προκειμένου να καλύψει το κενό από την έλλειψη βεβαιότητας, iii)η ορθολογική συμπεριφορά απαιτεί την επιλογή μεταξύ όλων των δυνατών εναλλακτικών λύσεων, στην πραγματικότητα όμως μόνο μερικές διαμορφώνονται στο μυαλό του αποφασίζοντος. Ένας λόγος αναφέρεται στην αδυναμία τέλειας πληροφόρησης και στην ύπαρξη µόνο αποσπασματικής γνώσης των ιδιαιτεροτήτων κάθε περίπτωσης. Άλλος λόγος συνίσταται στις δυσκολίες που ανακύπτουν αναφορικά µε τις προσδοκίες που δημιουργούνται. Ακόμη και όταν οι επιπτώσεις μιας επιλογής περιγραφούν εκτενώς, το μυαλό του ανθρώπου δεν είναι σε θέση να συλλάβει τις συνέπειες στο σύνολό τους. Η προσοχή εναλλάσσεται από µια αξιακή παραδοχή στην άλλη, µε αποτέλεσμα και το ευμετάβλητο στις προτιμήσεις. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στη λήψη αποφάσεων υπό συνθήκες ρίσκου. Εντούτοις, στην προσπάθεια για επίτευξη ορθολογικότητας και µε δεδομένη την ατελή πληροφόρηση, ο αποφασίζων έχει αναπτύξει κάποιους μηχανισμούς 25
για την παράκαμψη των εμποδίων αυτών. Οι μηχανισμοί αυτοί ενυπάρχουν στην πεποίθησή του ότι μπορεί να διαχωρίσει, από όλες τις επιλογές, κάποιες, λίγες έστω, εναλλακτικές λύσεις και να προβλέψει έναν, περιορισμένο έστω, αριθμό συνεπειών. Μόνο οι παράγοντες εκείνοι που είναι πιο στενά συνδεδεμένοι µε την απόφαση, από απόψεως αιτιών και χρόνου, μπορούν να ληφθούν υπόψη. Μάλιστα η διαδικασία διαχωρισμού των παραγόντων αυτών αποκτά τεράστια σημασία. 3.5. Διαδικαστική ορθολογικότητα Όπως είδαμε, αν και η έννοια του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου είναι ιδιαίτερα ελκυστική (λόγω της απλότητας και της συνέπειας που χαρακτηρίζει την συμπεριφορά του) παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα καθώς έρχεται σε αντίθεση με την εμπειρική πραγματικότητα. Η πηγή του προβλήματος πιθανόν βρίσκεται στο αξίωμα του μεθοδολογικού ατομικισμού, τη θέση δηλαδή ότι όλα τα οικονομικά φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν με βάση το μεμονωμένο άτομο και την συμπεριφορά του, η οποία χαρακτηρίζεται από πλήρη αυτονομία σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες για την εδραίωση εναλλακτικών αρχών συμπεριφοράς, κυρίως από τους μελετητές της Οργανωσιακής Θεωρίας. Έτσι για παράδειγμα, ο Simon (1976) σαν εναλλακτική λύση πρότεινε την αρχή της διαδικαστικής ορθολογικότητας (procedural rationality), η οποία εστιάζει στον τρόπο λήψης αποφάσεων και όχι στη επίτευξη ενός σκοπού με περιορισμένα μέσα. Με λίγα λόγια στη διαδικαστική ορθολογικότητα τονίζεται η διαδικασία μέσω της οποίας λαμβάνονται οι αποφάσεις. Το πεδίο αναφοράς της διαδικαστικής ορθολογικότητας είναι πλέον οι οργανώσεις (όπως επιχειρήσεις, κυβερνητικοί οργανισμοί και οργανισμοί κοινής ωφέλειας, που τεχνικά ονομάζονται ιεραρχίες) και όχι το μεμονωμένο άτομο, των οποίων επιδίωξη δεν είναι μόνο η οικονομική αποτελεσματικότητα αλλά και άλλοι στόχοι. Επειδή δε αυτές οι οργανώσεις αναγκάζονται να προσαρμόζουν διαρκώς τη συμπεριφορά τους στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον και μπορούν να συνυπολογίζουν κάθε φορά μόνο ένα περιορισμένο αριθμό μεταβλητών, ο Simon (1987) αποκάλεσε αυτή την ορθολογικότητα περιορισμένη. Ο Simon (2000), τοποθετεί λοιπόν την έννοια της περιορισμένης ορθολογικότητας (bounded rationality) σε αυτή την κατηγορία 26
(της διαδικαστικής ορθολογικότητας), καθώς δεν εξετάζει μόνο το αποτέλεσμα αλλά εξετάζει και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι λαμβάνουν τις αποφάσεις τους. Αυτή η νέα θέση περί διαδικαστικής ορθολογικότητας υπερτερεί έναντι της συμβατικής οικονομικής ορθολογικότητας στο ότι είναι πιο ρεαλιστική, αφού το εμπειρικό της περιεχόμενο διευρύνεται με την εισαγωγή εξω-οικονομικών στοιχείων, αλλά και θεωρητικά πιο γόνιμη, αφού κατορθώνει να ξεπεράσει αρκετά από τα βασικά προβλήματα της δεύτερης (Secchi 2011). Τα προβλήματα αυτά, που συνήθως αποκαλούνται «αποτυχίες της αγοράς», είναι τα έξης: Πρώτον, το πρόβλημα των ατελειών στην πληροφόρηση. Η διαδικαστική ορθολογικότητα δεν απαιτεί τέλεια γνώση ούτε συγκρίσεις όλων των δυνατών καταστάσεων με βάση ένα κοινό κριτήριο όπως το κέρδος, παρά μόνο η αξιοποίηση των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες για την πραγματική κατάσταση, ώστε να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση ως προς τα κριτήρια αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Δεύτερον, επέρχεται λύση στο πρόβλημα του κόστους υπολογισμού και του κόστους πληροφόρησης (συνολικά ορίζονται ως συναλλακτικά κόστη - transaction costs), τα οποία αν και είναι τεράστια (λόγω του πλήθους των δυνατών επιλογών), θεωρούνται αμελητέα από τη συμβατική οικονομική. Μέσω της θεωρίας των οργανώσεων παρέχεται η δυνατότητα υπολογισμού του κόστους αυτού και ενσωμάτωσής τους στην τιμή του προϊόντος. Τρίτον, λύνεται ένα θεμελιώδες πρόβλημα της νεοκλασικής θεωρίας της παραγωγής που θεωρούσε ότι όλες οι επιχειρήσεις είναι ομοιογενής όσον αφορά την εσωτερική τους δομή. Η προσέγγιση των Coase, Simon και Williamson λαμβάνει υπόψη της τα προβλήματα από την ιεραρχική οργάνωση των οικονομικών μονάδων στο εσωτερικό τους σε σχέση με άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες μονάδες αλλά και σε σχέση με τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους. Τέταρτον, η διαδικαστική ορθολογικότητα προτάσσει μια δυναμική διαδικασία αναπροσαρμογής των στόχων των οργανώσεων που προσαρμόζεται αναλόγως με το ποιές θα είναι οι μεταβολές του περιβάλλοντος. Στη νεοκλασική θεωρία η ανταγωνιστική επιχείρηση δρα σε πλήρη αυτονομία προς το κοινωνικό της περιβάλλον, ενώ στη θεωρία οργανώσεων όταν αλλάζουν τα δεδομένα αλλάζουν και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων μαζί με τους στόχους των οργανώσεων. 27
3.6. Περιορισμένη ορθολογικότητα και αναζήτηση του ικανοποιητικού Στα πλαίσια της περιορισμένης ορθολογικότητας, η διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθορίζεται από τις έννοιες των εξωτερικών και εσωτερικών περιορισμών (Simon 1956). Η έννοια «εξωτερικοί περιορισμοί» (external limitations) σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλήρης γνώση σχετικά με αυτό που θεωρεί το άτομο εξωτερικό ή περιβάλλοντα κόσμο. Η αβεβαιότητα είναι αυτή η χαρακτηριστική ιδιότητα, η οποία περιγράφει το πώς το περιβάλλον επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να παίρνει σωστές αποφάσεις. Η έννοια «εσωτερικοί περιορισμοί» (internal limitations) είναι η πεπερασμένη δυνατότητα του ανθρώπινου νου να πραγματοποιεί πολλούς και περίπλοκους υπολογισμούς για μεγάλο όγκο δεδομένων. Ακόμη δηλαδή και αν όλη η δυνατή πληροφόρηση και όλες οι μεταβλητές για ένα πρόβλημα ήταν δεδομένα και γνωστά, ο ανθρώπινος νους δεν είναι δυνατόν να επεξεργαστεί όλον αυτόν τον τεράστιο όγκο δεδομένων. Αυτό οφείλεται στα εσωτερικά γνωστικά όρια που χαρακτηρίζουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο (Simon, 2000; Secchi, 2011) Συνοπτικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η ορθολογικότητα περιορίζεται από δυο στοιχεία: το εξωτερικό περιβάλλον (προβλήματα πληροφόρησης και εγγενής αβεβαιότητα) και τα γνωσιακά όρια του ανθρώπινου μυαλού, που όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Simon (1956) αποτελούν τις λεπίδες ενός ψαλιδιού που εμποδίζει τους ανθρώπους να εντοπίσουν και να επιτύχουν το πιο βέλτιστο (άριστο) αποτέλεσμα. Αντ αυτού «συμβιβάζονται» με την αναζήτηση μιας ικανοποιητικής λύσης (satisficing), δηλ. μιας επιλογής που ικανοποιεί καθορισμένες προδιαγραφές, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητα η βέλτιστη. Αυτή η έννοια (δηλ. η αναζήτηση του ικανοποιητικού) δεν προαπαιτεί να καθοριστούν όλες οι δυνατές ενέργειες και οι συνέπειές τους και κατόπιν να επιλεγεί η βέλτιστη, αλλά διαθέσιμες πιθανές επιλογές εξετάζονται σειριακά και όταν βρεθεί η πρώτη που ικανοποιεί τα κριτήρια που έχουν τεθεί η αναζήτηση σταματά (Simon, 2000; Secchi, 2011). Η κεντρική ιδέα της λήψης αποφάσεων σε αυτό το πλαίσιο έγκειται στην επιλογή της πρώτης λύσης που ικανοποιεί μια σειρά κριτηρίων που ο αποφασίζων έχει θέσει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι March και Simon (1958), οι περισσότερες 28
ανθρώπινες αποφάσεις, τόσο σε ατομικό όσο και οργανωσιακό επίπεδο, είναι αυτού του είδους. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κάποιοι θα μπουν στον κόπο να αποτιμήσουν εναλλακτικές επιλογές για να επιλέξουν αυτή που ικανοποιεί καλύτερα τα κριτήρια που έχουν θέσει. Σε αυτό το πλαίσιο η συμπεριφορά ενός διευθυντή μιας εταιρίας που επιδιώκει τα όσο το δυνατό μεγαλύτερα κέρδη μπορεί να περιγραφεί από τα ακόλουθα βήματα: α) καθορισμός του εφικτού επιπέδου κερδών (satisficing) β) εντοπισμός των ρεαλιστικών ή βιώσιμων (satisficing) εναλλακτικών επιλογών μεταξύ μείωση του κόστους, φορολογικής, λογιστικής τακτικής κ.τ.λ. γ) επιλογή εκείνου του μείγματος που ικανοποιεί καλύτερα τους στόχους της εταιρίας. Φυσικά και εδώ, λόγω του ότι δεν είναι γνωστές όλες οι παράμετροι του προβλήματος και το σύνολο των δυνατών επιλογών, το αποτέλεσμα δεν είναι το άριστο (maximising). Συμπερασματικά, η έννοια της περιορισμένης ορθολογικότητας δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μια μορφή ορθολογικότητας υπό περιορισμούς ή μια μορφή μη ορθολογικότητας. Αντίθετα, αποτελεί μια απόπειρα εξήγησης της συμπεριφοράς των ατόμων με πιο ρεαλιστικούς όρους. Στην περιορισμένη ορθολογικότητα, τα άτομα, λόγω πεπερασμένης γνωστικής ικανότητας και έλλειψης πληροφόρησης, παίρνουν αποφάσεις που οδηγούν σε ικανοποιητικά (satisficing) παρά σε βέλτιστα (maximizing) αποτελέσματα. 3.7. Συμπεράσματα 29
Η λήψη αποφάσεων βρίσκεται στην καθημερινότητα μας. Πόσο όμως οι αποφάσεις μας είναι στηριγμένες στην ορθολογικότητα; Στο κεφάλαιο αυτό είδαμε πως το υπόδειγμα του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου καταρρέει όταν βρεθεί αντιμέτωπο με την εμπειρική πραγματικότητα. Η πηγή του προβλήματος έγκειται εν μέρει στο αξίωμα του μεθοδολογικού ατομικισμού. Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν σημαντικές προσπάθειες για να εδραιωθούν εναλλακτικές αρχές συμπεριφοράς. Ο Simon έδωσε τη λύση προτείνοντας την αρχή της διαδικαστικής ορθολογικότητας, η οποία τονίζει τη διαδικασία μέσω της οποίας λαμβάνονται οι αποφάσεις. Επειδή το πεδίο αναφοράς της είναι οι οργανώσεις, (και όχι το μεμονωμένο άτομο) και επειδή αναγκάζονται να προσαρμόζονται στο ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον και μπορούν να συνυπολογίζουν μόνο ένα περιορισμένο αριθμό μεταβλητών, ο Simon αποκάλεσε αυτή τη μορφή ορθολογικότητας περιορισμένη. Την τοποθετεί στην κατηγορία της διαδικαστικής καθώς δεν εξετάζει μόνο το αποτέλεσμα αλλά και τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις των ανθρώπων. Αυτή η νέα θέση περί διαδικαστικής ορθολογικότητας υπερτερεί έναντι της συμβατικής οικονομικής ορθολογικότητας στο ότι είναι πιο ρεαλιστική, αλλά και θεωρητικά πιο γόνιμη. Συνοπτικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η ορθολογικότητα περιορίζεται από δυο στοιχεία: το εξωτερικό περιβάλλον και τα γνωσιακά όρια του ανθρώπινου νου τα οποία εμποδίζουν τον άνθρωπο να φτάσει στο βέλτιστο αποτέλεσμα και αντ αυτού να συμβιβάζεται με την αναζήτηση μιας ικανοποιητικής λύσης. Συμπερασματικά, η έννοια της περιορισμένης ορθολογικότητας δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μια μορφή ορθολογικότητας υπό περιορισμούς ή μια μορφή μη ορθολογικότητας. Αντίθετα, θα λέγαμε πως αποτελεί μια απόπειρα εξήγησης της συμπεριφοράς των ατόμων με πιο ρεαλιστικούς όρους. 4. Η ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 30
4.1. Εισαγωγή Ήδη έχουμε αναπτύξει την έννοια της ορθολογικότητας και του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου καθώς και την κριτική που έχουν δεχθεί με την ανάπτυξη πιο ρεαλιστικών μοντέλων ανθρώπινης συμπεριφοράς και κυρίως αυτό της περιορισμένης ορθολογικότητας και αναζήτησης του ικανοποιητικού. Σε αυτό το κεφάλαιο συζητάμε τα αντεπιχειρήματα των οικονομολόγων υπέρ του υποδείγματος της ορθολογικότητας καθώς και πρόσφατα ευρήματα κατά του ορθολογικού μοντέλου που προέρχονται από το χώρο της ψυχολογίας. Τέλος γίνεται μια αναφορά στο ζήτημα του αλτρουισμού και την θρησκείας υπό το πρίσμα της ορθολογικής συμπεριφοράς. 4.2. Εμμονή στην ορθολογικότητα Η υπόθεση του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου έχει δεχθεί ποικίλες και ως επί το πλείστων βάσιμες κριτικές στην πορεία του χρόνου. Κατηγορήθηκε από τους μαρξιστές και άλλους ετερόδοξους οικονομολόγους για έλλειψη ρεαλισμού και ιστορικού περιεχομένου, από τους φιλοσόφους για υπερβολική αποστασιοποίηση από θεμελιώδεις ηθικές αξίες αλλά και για μονομερή αντίληψη της ανθρώπινης ύπαρξης, και από τους ψυχολόγους για εσφαλμένη αντίληψη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Κριτική ωστόσο ήταν και θέση πολλών οικονομολόγων φιλικών προς την ορθόδοξη οικονομική ανάλυση. Σημαντικό στοιχείο αυτής της αντιπαράθεσης ήταν η ικανότητα των θεωρητικών να προσαρμόζουν την έννοια και να τη διατηρούν στο προσκήνιο της οικονομικής σκέψη. Για μια μεγάλη περίοδο από την επικράτηση της νεοκλασικής σχολής στην οικονομική επιστήμη (από το 1890 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950) η υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς είχε το χαρακτήρα μιας a priori αλήθειας. Χαρακτηριστικός εκφραστής αυτής της αντίληψης ήταν ο Robbins ο οποίος υπογράμμισε ότι το υπόδειγμα του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου δεν περιγράφει την πραγματικότητα ως έχει, αλλά μόνο ένα απομονωμένο μέρος της, αυτό που αφορά τα οικονομικά φαινόμενα. Παρόμοιες απόψεις με τον Robbins διατύπωσαν την ίδια σχεδόν περίοδο και άλλοι οικονομολόγοι όπως ο von Mises 31
και ο Hayek υπερτονίζοντας τον αξιωματικό και αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα της ορθολογικής συμπεριφοράς (Robbins,1945). Κατά την περίοδο 1930-1950 αμφισβητήθηκε έντονα κατά πόσον οι επιχειρήσεις ακολουθώντας μια ορθολογική συμπεριφορά επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Οι εμπειρικές μελέτες των Lester, Eiteman, Hall & Hitch, Heflebower κ.α (Machlup,1946) προσπάθησαν να δείξουν ότι οι επιχειρήσεις δεν επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της απόδοσης βάσει του οριακού κόστους, ούτε προσπαθούν να παράγουν ώστε το μέσο κόστος να ισούται με το οριακό και την τιμή της αγοράς. Η κριτική ενάντια της ορθολογικής συμπεριφοράς δεν είχε ωστόσο τα αναμενόμενα αποτελέσματα, κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας διαμόρφωσης ισχυρών εμπειρικών ελέγχων αλλά και χάρη στην ικανότητα των νεοκλασικών να αντεπεξέλθουν στην επίθεση: κάθε φορά που εμφανιζόταν μια ισχυρή ένδειξη εναντίον της ορθόδοξης θεωρίας της επιχείρησης, οικονομολόγοι όπως οι Machlup, Stigler και Bishop πρότειναν συνεχείς ad hoc τροποποιήσεις ώστε να ενσωματώσουν την «ανωμαλία» στο σώμα της οριακής θεωρίας ως εξαιρέσεις του κανόνα. Ταυτόχρονα με τη συζήτηση αυτή έγινε και η πρώτη σημαντική μεθοδολογική κριτική στον αξιωματικό χαρακτήρα της υπόθεσης από τον Terence Hutchison (1938), ο οποίος υποστήριξε ότι, για να θεωρείται η ορθολογικότητα επιστημονική πρόταση πρέπει όχι μόνο να διαθέτει εμπειρικό περιεχόμενο αλλά να είναι διατυπωμένη έτσι ώστε να είναι δυνατή, λογικά τουλάχιστον, η διάψευσή της. Η αρχή της ορθολογικότητας ωστόσο ήταν αδύνατο να ελεγχθεί εμπειρικά για τον εξής λόγο: διότι η θεμελίωσή της στηριζόταν αποκλειστικά στην ενδοσκόπηση, η οποία δεν εμπίπτει στον αντικειμενικό έλεγχο. Το 1947 ο Samelson προσπάθησε να ξεπεράσει τη δυσκολία αυτή μιλώντας για «λειτουργικά θεωρήματα με σημασία» ήτοι για υποθέσεις περί των εμπειρικών δεδομένων, που θα μπορούσαν κατά ένα νοητό τρόπο να διαψευστούν έστω και μόνο από ιδεώδες συνθήκες (Boland,1989). Η θεωρία της «αποκαλυφθείσας προτίμησης» ήταν μια σημαντική προσπάθεια για να απαλλαγεί η οικονομική θεωρία από τέτοια στοιχεία που δεν επέτρεπαν τον διυποκειμενικό έλεγχο. Και αυτή η θεωρία όμως είχε δύο βασικά μεθοδολογικά προβλήματα, αφού στηρίζονταν σε δύο βοηθητικές υποθέσεις. Η πρώτη έχει σχέση με την «εσωτερική συνέπεια» των προτιμήσεων του καταναλωτή και η δεύτερη έχει σχέση με την επίδραση του λεγόμενου εισοδηματικού αποτελέσματος στη συμπεριφορά καταναλωτή ύστερα από κάθε αυξομείωση στην 32
τιμή ενός αγαθού. Ο έλεγχος όμως αυτών των υποθετικών υποθέσεων είναι αδύνατος και είχε σαν αποτέλεσμα να αποτύχουν οι προσπάθειες του Samuelson για την εμπειρική θεμελίωση της εμπειρίας. Από την άλλη ο Machlup θέλησε να δώσει μια απάντηση η οποία θα ξεπερνούσε τα προβλήματα του εμπειρικού ελέγχου. Ο Machlup αποδέχθηκε τη σημασία της εμπειρικής ελεγξιμότητας των υποθέσεων υποστηρίζοντας την ποπερριανή έννοια της διαψευσιμότητας: ο έλεγχος, δηλαδή, μιας υπόθεσης έχει σαν αποτέλεσμα είτε τη μη επικύρωσή της είτε την απουσία μη επικύρωσης, αλλά ποτέ την οριστική της επικύρωση. Υποστήριξε λοιπόν, ότι η αρχή της ορθολογικότητας ανήκει σε μία κατηγορία υποθέσεων που παραμένουν αποδεκτές για όσο καιρό διαθέτουν κάποια ευριστική αξία και οι οποίες απορρίπτονται προς όφελος άλλων υποθέσεων που εκπληρώνουν με μεγαλύτερη επιτυχία την εξηγητική τους λειτουργία. Η υποθετική συμπεριφορά του ορθολογικού ατόμου είναι για τον Machlup εξιδανικευμένη μορφή συμπεριφοράς που επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα την οικονομική δράση. Λίγα χρόνια αργότερα η άποψή του αυτή διατυπώνεται με σαφήνεια δανειζόμενος την βεμπεριανή έννοια του ιδεότυπου όπου επρόκειτο για μια κατασκευή χρήσιμης αναπαράστασης για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε σε ικανοποιητικό βαθμό τα αποτελέσματα της οικονομικής δραστηριότητας των ατόμων ( Machlup, 1946). Η λύση αυτή του ιδεότυπου ωστόσο, απλώς μετέθετε το πρόβλημα και παρόλη την ευρηματικότητά της δεν κατάφερε να πείσει την επιστημονική κοινότητα. Για αρκετά χρόνια οι οικονομολόγοι δεν κατανοούσαν ότι μια καθολική πρόταση όπως η αρχή της ορθολογικότητας δεν επαληθεύεται, παρά μόνο διαψεύδεται. Οι Hollis και Nell (1975) ξεκινώντας από άλλη βάση, συμπέραναν ότι η νεοκλασική αρχή της ορθολογικότητας πρόκειται για μια πρόταση με εμπειρικό περιεχόμενο που ωστόσο είναι αδύνατο να ελεγχθεί και η οποία δε μας πληροφορεί παρά μόνο για το τι θα έκανε ένας ορθολογικός άνθρωπος αν συμπεριφερόταν κατά τρόπο ορθολογικό. Το 1977 οι Stigler και Becker πρότειναν μια λύση διαφυγής υποστηρίζοντας ότι δεν χρειάζεται κάθε φορά να διευκρινίζουμε τις προτιμήσεις (ceteris paribus) των καταναλωτών οι οποίοι έχουν σταθερά καταναλωτικά πρότυπα. Οποιαδήποτε μεταβολή τους θα εξηγηθεί από τη μεταβολή των τιμών και του εισοδήματος. Η λύση τους αυτή είναι ωστόσο ανεπαρκής, γιατί όπως ομολόγησαν και οι ίδιοι στηρίζεται σε μια θέση που δεν επιδέχεται απόδειξη. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η αρχή της ορθολογικότητας δε μπορεί να αποτελέσει ικανοποιητική αφετηρία για την 33
εξήγηση της πραγματικότητας γιατί παραβιάζεται σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο πρώτος από τους δύο μεθοδολογικούς κανόνες 3 (Hausman, 1988). Με τη σειρά τους ο Friedman και ο Popper πρότειναν δύο λύσεις οι οποίες στηρίζονταν στη φιλοσοφία του συμβατισμού που δεν αποδέχεται την αναζήτηση της αλήθειας ως κύριο στόχο κάθε επιστήμης (Ζουμπουλάκης,1986). Ειδικότερα, ο Friedman πρότεινε να ενδιαφερθούμε μόνο για τις εφαρμογές και τις προβλέψεις της θεωρίας και να αδιαφορήσουμε τελείως για το περιεχόμενο των οικονομικών υποθέσεων. Ο Popper πρότεινε να δεχθούμε την αρχή της ορθολογικότητας ως συμβατικά αληθή παρόλο που ξέρουμε ότι δεν είναι, και αυτό επειδή επιτρέπει την εξήγηση πολλών κοινωνικών φαινομένων. Η συμβολή τους, όχι μόνο δεν έδωσε λύση στα προβλήματα της εμπειρικής θεμελίωσης, αλλά τα όξυνε ακόμα περισσότερο (Ζουμπουλάκης,1988). 4.3. Ψυχολογία και ορθολογικότητα Ένα σημαντικό πλήγμα στην έννοια του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου έρχεται από την επιστήμη της ψυχολογίας. Οι ψυχολόγοι ήδη από τη δεκαετία του 60 έδειξαν ένα έντονο ενδιαφέρον για τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου ως διαδικασία επεξεργασίας πληροφοριών (όπως δηλαδή και η οικονομική επιστήμη). Ο Amos Tversky και ο Daniel Kahneman θεωρούνται ηγετικές φυσιογνωμίες στην προσπάθεια αυτή, αναπτύσσοντας μοντέλα συμπεριφοράς που προκύπτουν από μελέτες ψυχολογίας και δίνοντας ώθηση σε έναν καινούριο κλάδο οικονομικών, τη συμπεριφορική οικονομική. Μάλιστα, το 2002 ο Kahneman πήρε το βραβείο Νόμπελ για την ενσωμάτωση γνώσεων από την ψυχολογία στην οικονομική επιστήμη, κυρίως για την διαδικασία ανθρώπινης κρίσης και αποφάσεων σε συνθήκες αβεβαιότητας. Η έμφαση των αναλυτών αυτών επικεντρώνεται σε δυο στοιχεία που παρατηρούν στη λήψη αποφάσεων και διαφέρουν από τις προβλέψεις του μοντέλου της ορθολογικής συμπεριφοράς: Πρώτον, οι αποφάσεις πολλές φορές βασίζονται σε χρήση απλών εμπειρικών κανόνων (rules of thumb) και ευριστικών (heuristics) και ο τρόπος που παρουσιάζεται ένα πρόβλημα φαίνεται να επηρεάζει την λύση του 3 Ο πρώτος κανόνας λέει ότι κάθε επιστημονική θεωρία πρέπει να στηρίζεται σε θεμελιωμένες και διυποκειμενικά ελέγξιμες υποθέσεις. 34
(γνωστό ως καδράρισμα - framing). Στο πλαίσιο αυτό επιχειρούνται εξηγήσεις για εμπειρικές παρατηρήσεις που δεν συμβιβάζονται με την ορθολογική θεωρία, π.χ. γιατί δεν μειώνονται οι τιμές ακινήτων όταν υπάρχει υπερπροσφορά ή γιατί υπάρχουν χρηματιστηριακές φούσκες και ένστικτο αγέλης στη χρηματοπιστωτική αγορά. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η εξήγηση της υπεραπόδοσης των κρατικών ομολόγων. Η αποστροφή στον κίνδυνο θα έπρεπε να είναι τεράστια για να δικαιολογήσει τις αξίες αυτές. Η συμπεριφορά αυτή, έτσι, εξηγείται από την παρατήρηση ότι η απώλεια έχει μεγαλύτερο υποκειμενικό βάρος από ισόποσο κέρδος (loss aversion) (Καραθανάσης, 2002; Vanberg, 1993). Κριτική απάντηση έρχεται από την οικονομική επιστήμη. Διαπρεπείς οικονομολόγοι, όπως ο Fama υπερασπίζονται την υπόθεση των αποτελεσματικών αγορών λέγοντας ότι η συμπεριφορική οικονομική απλώς αρκείται στην καταγραφή ανωμαλιών της αγοράς (Thaler,2005). Και μόνο η αναφορά τέτοιων ανωμαλιών θα οδηγήσει στην εξάλειψή τους. Το επιχείρημα αυτό όμως δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι τα συμπεράσματα της συμπεριφορικής οικονομικής προκύπτουν από πειράματα τα οποία είναι αμφισβητήσιμα σε πραγματικές συνθήκες της αγοράς (Καραθανάσης, 2002; Vanberg, 1993). Ωστόσο και οι άνθρωποι της αγοράς δεν φαίνεται να στηρίζουν της υπόθεση της οικονομικής ορθολογικότητας. Σημαντικό έργο σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί το βιβλίο του Nassim Taleb (διακεκριμένος χειριστής παραγώγων που το 2001 εξελέγη μέλος του Derivatives Hall of Fame) με τίτλο «Ο Μαύρος κύκνος: η επίπτωση του άκρως απίθανου», όπου υποστηρίζεται ότι επιστήμονες, οικονομολόγοι, επιχειρηματίες κλπ. υπερεκτιμούν την σημασία της ορθολογικής εξήγησης της εμπειρίας τους και υποεκτιμούν την σημασία των τυχαίων (και μη εξηγήσιμων) γεγονότων, επειδή βολεύει να θεωρούμε ότι ο κόσμος είναι περισσότερο δομημένος, καθημερινός και κατανοητός από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. Θεωρεί έτσι ότι ξέρουμε λιγότερο από ό,τι νομίζουμε και ότι το μέλλον δεν μπορεί να είναι μια απλοϊκή προβολή του παρελθόντος. 4.4. Ορθολογικότητα και αλτρουισμός 35
Μια από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το υπόδειγμα του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου είναι η ύπαρξη αλτρουιστικής συμπεριφοράς. Έτσι, ο Burnham (2003) διατείνεται ότι ο αλτρουισμός αποτελεί μια εξαίρεση ή ειδική περίπτωση. Ωστόσο άλλοι έχουν διαφορετική γνώμη. O νομπελίστας Gary Becker (1992) αναφέρει ότι η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί να επιλεγεί ως συνέπεια της ατομικής ορθολογικότητας. Το οικονομικό μοντέλο του αλτρουισμού που ανέπτυξε, θεωρεί ότι οφείλει την επιβίωσή του στα πλεονεκτήματα της αλτρουιστικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της φυσικής και της κοινωνικής διάδρασης: το κακομαθημένο παιδί φέρεται αλτρουιστικά για να ικανοποιήσει έναν αλτρουιστή πατέρα (rotten kid theorem) στη συνάρτηση χρησιμότητας του οποίου συμπεριλαμβάνεται και η ευημερία των παιδιών του. Από τη στιγμή που το οικονομικό μοντέλο απαιτεί αλληλεπίδραση (και όχι γονίδια) μπορεί επίσης να εξηγήσει την επιβίωση του αλτρουισμού μεταξύ γειτόνων ή συνεργατών που δεν έχουν συγγενική σχέση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η θεωρία του ψυχολογικού εγωισμού η οποία ισχυρίζεται ότι το άτομο δρα αλτρουιστικά αναμένοντας να αποκομίσει οφέλη (άμεσα ή έμμεσα) από την συμπεριφορά του αυτή. Η θεώρηση του αλτρουισμού ως αλληλεξάρτηση θετικής χρησιμότητας βασίζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι αποκτούν επίγνωση της χρησιμότητας του ενός για τον άλλον ως αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων αλληλεπιδράσεων. Όσο πιο συχνά μάλιστα επαναλαμβάνονται οι αλληλεπιδράσεις σε πιο οικεία περιβάλλοντα, τα άτομα αρχίζουν να προσανατολίζονται σταδιακά στις υποκειμενικές προτιμήσεις των άλλων και προσπαθούν να τις ικανοποιήσουν. Ο Simon (2000) από την άλλη ορίζει τον αλτρουισμό ως ένα είδος θυσίας (sacrifice of fitness) και αντιτίθεται στην οικονομική προσέγγιση που ταυτίζει την θεωρία της ωφέλειας κυρίως με τη μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους. Ως βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, η ευπείθεια (docility) συνδέεται πολύ περισσότερο με τη βιωσιμότητα από ό,τι ο πλούτος. Αυτού του είδους η συμπεριφορά συμβάλλει αποφασιστικά στη βιωσιμότητά μας, διότι οι κοινωνικές επιρροές που δεχόμαστε μπορούν να μας δώσουν την πιο κατάλληλη συμβουλή για μας, βασισμένη σε πιο ολοκληρωμένη πληροφόρηση από εκείνη που θα αποκτούσαμε αν δρούσαμε από μόνοι μας. Η κοινωνία μπορεί να επιβαρύνει τα ευπειθή άτομα, πείθοντάς τα κάποιες φορές να πράξουν αλτρουιστικά και μάλιστα οι κοινωνίες που προωθούν τον αλτρουισμό στα ευπειθή άτομα δύναται να επιβιώσουν συγκριτικά με εκείνες που 36
δεν το κάνουν. Σημαντικά λοιπόν κοινωνικά κίνητρα που ωθούν σε αλτρουιστική συμπεριφορά είναι ο εθνοκεντρισμός, κυρίως με τη μορφή της θυσίας στον πόλεμο, καθώς και η επίδειξη πίστης και αφοσίωσης στην ομάδα, όπως η αφοσίωση σε οργανώσεις, δηλαδή επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, στρατούς, εθελοντικά σωματεία. Ένα πείραμα που δείχνει την σχέση ορθολογικότητας και αλτρουισμού είναι αυτό του δικτάτορα (βλ. κεφ.5). Ένας παίκτης (που ονομάζεται δικτάτορας διότι δρα όπως εκείνος νομίζει) δέχεται κάποια χρήματα και πρέπει να αποφασίσει τι ποσό θα κρατήσει για τον εαυτό του και τι ποσό θα δώσει σε ένα τρίτο πρόσωπο (τον δέκτη/ παραλήπτη) (Smith, 2010). Ο δικτάτορας μπορεί να κρατήσει ολόκληρο το ποσό, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει κανενός είδους υποχρέωση απέναντι στον δέκτη. Ωστόσο στην πράξη (πειράματα) κάθε άλλο παρά η παραπάνω διαπίστωση παρατηρείται. Ο παίκτης, τις περισσότερες φορές, δίνει ένα ποσό στον άλλο παίκτη και αυτό το ποσό συχνά φθάνει ακόμη και το 30% του συνολικού ποσού (αν όχι ακόμη παραπάνω). Αυτή η πράξη τυπικά ερμηνεύεται ως πράξη αλτρουισμού, αλλά υπάρχουν και οικονομολόγοι (όπως ο Becker) που ισχυρίζονται ότι ουσιαστικά ο δικτάτορας προσπαθεί να μεγιστοποιήσει μια συνάρτηση ωφέλειας που δεν εξαρτάται μόνο από οικονομικούς αλλά επίσης από ηθικούς, κοινωνικούς, και ψυχολογικούς παράγοντες. 4.5. Ορθολογικότητα και θρησκεία Στην θρησκεία τα άτομα λειτουργούν ως δρώντες σε συνθήκες αβεβαιότητας για τις μελλοντικές εκβάσεις των πράξεών τους. Στο βαθμό μάλιστα που οι πιστοί δεν διαθέτουν πλήρη γνώση για τον τρόπο με τον οποίο οι παρούσες αποφάσεις τους επιδρούν στη διαμόρφωση αιώνιων (εσχατολογικών) αποτελεσμάτων, η οικονομική ανάλυση των θρησκευτικών επιλογών καλείται να υιοθετήσει, την αρχή της περιορισμένης (bounded) ή διαδικαστικής (procedural) ορθολογικότητας, δεδομένου ότι τα άτομα προσανατολίζονται περισσότερο σε μία διαδικασία λήψης αποφάσεων (και όχι προς την τελική κατάσταση της μεταθανάτιας αμοιβής που συνιστά αβέβαιο ενδεχόμενο). Ωστόσο και η προσέγγιση αυτή έχει δεχθεί ισχυρή κριτική στο βαθμό που υιοθετεί μια ωφελιμιστική ψυχολογία: η τελευταία προσφέρει ενδεχομένως μία 37
μη-ολοκληρωμένη εκλογίκευση των ανθρώπινων κινήτρων, καθώς αδυνατεί να ενσωματώσει ψυχολογικές ή πολιτισμικές παραμέτρους στη διαδικασία διαμόρφωσης των θρησκευτικών προτιμήσεων, προσφεύγοντας σε καθολικές αρχές που συνέχουν την ανθρώπινη φύση. Για παράδειγμα, η οικονομική ανάλυση της αμαρτίας προϋποθέτει μια θεωρία επιλογής που εστιάζεται σε μια αρχή δεσμευμένης μεγιστοποίησης της χρησιμότητας ατόμων που διαθέτουν πλήρη ανεξαρτησία των προτιμήσεών τους από εκείνες άλλων κοινωνικών μονάδων. Αυτό το επίπεδο αφαίρεσης αδυνατεί να συνεκτιμήσει την επίδραση των ατομικών διαφορών στην επιλογή, καθώς και τους δεσμούς μεταξύ προσωπικότητας, συναισθημάτων και βαθμού εμπλοκής σε μη-ηθικές δραστηριότητες, αλλά και τη σημασία της παράδοσης και της κουλτούρας ή των ατομικών ηθικών δεσμεύσεων ως περιορισμών μιας αντίστοιχης συμπεριφοράς. Ακόμη και οι ατομικές προτιμήσεις σε σχέση με μια ηθικά επιζήμια πράξη είναι δυνατόν να μεταβληθούν όταν το άτομο υπερβεί την κοινωνικά προκαθορισμένη διαχωριστική γραμμή και επιδοθεί σε παρόμοιες δραστηριότητες (Bruce, 1999; Chaves, 1995; Ammerman, 1998; Earl, 2002). Μία άλλη προσέγγιση συνιστά η ανάγκη συνεκτίμησης της αλτρουιστικής συμπεριφοράς ως βασικού πραξιακού κινήτρου των πιστών. Ηθικές στάσεις θεμελιωμένες σε συναισθήματα συμπάθειας προς τους άλλους (ως κύρια επιταγή των θρησκευτικών παραδόσεων) καθιστούν αναγκαία, τουλάχιστον την εισαγωγή του ενδιαφέροντος για τους άλλους (other-interest) στις ατομικές συναρτήσεις χρησιμότητας των πιστών ως παραμέτρου που οριοθετεί τις εκδηλώσεις του ατομικού συμφέροντος (self-interest). Η οικονομική ανάλυση αλτρουιστικών συμπεριφορών ως προδιάθεσης (disposition) ικανής να ενισχυθεί (ή, αντιθέτως, να αποδυναμωθεί) από κοινωνικούς θεσμούς, θα μπορούσε να προσφέρει νέες εξηγητικές δυνατότητες στην οικονομική θεωρία της θρησκείας (Bruce, 1999; Chaves, 1995; Ammerman, 1998; Earl, 2002). Στη θρησκεία δίδεται στα άτομα η δυνατότητα να διενεργήσουν ορθολογικές επιλογές και, συνεπώς, να εκλάβουν τη θρησκευτική τους δέσμευση ως ορθολογική απόφαση παρά ως ανορθολογική επιλογή. Κοινωνιολογικές ωστόσο κριτικές επισημαίνουν ότι η θεωρία ορθολογικής επιλογής της θρησκείας αναγνωρίζει μόνον μία μορφή ορθολογικότητας, την εργαλειακή ορθολογικότητα, στην οποία τελικώς ανάγονται θρησκευτικές πεποιθήσεις και δεσμεύσεις. Κάθε θρησκευτική απόφαση, όταν ο πιστός λειτουργώντας ως homo economicus διενεργεί συγκρίσεις κόστους- 38
ωφελείας από εναλλακτικές επιλογές, εγωιστικά κίνητρα και σκοπούς (Jerolmark and Porpora, 2004). 4.6. Συμπεράσματα Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η υπόθεση του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου δέχτηκε ποικίλες και ως επί το πλείστον βάσιμες κριτικές. Οι κριτικές αυτές ωστόσο δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα κυρίως λόγω του ότι αδυνατούσαν να διαμορφώσουν ισχυρούς εμπειρικούς ελέγχους αλλά και εξαιτίας της ικανότητας των νεοκλασικών να αντιμετωπίσουν αυτή την «επίθεση». 39
Ένα σημαντικό πλήγμα για την έννοια του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου έρχεται από το χώρο της ψυχολογίας δίνοντας ώθηση στη συμπεριφορική οικονομική, ένα καινούριο κλάδο οικονομικών. Έχουμε λοιπόν την ενσωμάτωση γνώσεων από την ψυχολογία στην οικονομική επιστήμη. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι ισχυρίστηκαν ότι τα συμπεράσματα της συμπεριφορικής οικονομικής προκύπτουν από πειράματα που είναι αμφισβητήσιμα σε πραγματικές συνθήκες της αγοράς. Μία άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζει το υπόδειγμα του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου είναι η αλτρουιστική συμπεριφορά των ανθρώπων. Πως μπορεί κάποιος να ικανοποιήσει το ατομικό του συμφέρον εφόσον είναι αλτρουιστής; Μια εξήγηση δίνεται από τη θεωρία του ψυχολογικού εγωισμού η οποία ισχυρίζεται ότι το άτομο δρα αλτρουιστικά αναμένοντας να προσκομίσει οφέλη μέσω αυτής της συμπεριφοράς του. Εξίσου σημαντική να αναφέρουμε ότι είναι και η σχέση μεταξύ ορθολογικότητας και θρησκείας. Ο ρόλος δηλαδή που διαδραματίζουν οι θρησκευτικές μας πεποιθήσεις στις επιλογές μας. Η οικονομική ανάλυση των θρησκευτικών επιλογών, καλείται να υιοθετήσει την αρχή της περιορισμένης ορθολογικότητας δεδομένου ότι τα άτομα προσανατολίζονται περισσότερο σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αυτή η προσέγγιση δέχτηκε ισχυρή κριτική, καθώς αδυνατεί να ενσωματώσει ψυχολογικές ή πολιτισμικές παραμέτρους στη διαδικασία διαμόρφωσης των θρησκευτικών προτιμήσεων. 5. ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ 5.1. Εισαγωγή 40
Στα προηγούμενα κεφάλαια εξετάσθηκε η έννοια της ορθολογικότητας όπως έχει αντιμετωπισθεί τόσο από την ορθόδοξη οικονομική επιστήμη όσο και από λιγότερο συμβατικές (συμπεριφορικές) προσεγγίσεις. Το παρόν κεφάλαιο συζητά τη χρήση πειραμάτων υπό μορφή παιχνιδιών, που χρησιμοποιήθηκαν από ερευνητές γενικά στην οικονομική επιστήμη και ειδικότερα στη μελέτη του ρόλου (και ύπαρξης) της ορθολογικότητας στη λειτουργία της οικονομίας. 5.2. Οικονομικά πειράματα Τα πρώτα πειράματα στα οικονομικά είχαν ως στόχο τον έλεγχο ενός από τα πιο θεμελιώδη αξιώματα στην οικονομική θεωρία: κάτω από συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, η τιμή αγοράς καθιερώνει μια ισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης στο επίπεδο, όπου η αξία που ορίζεται σε ένα αγαθό από έναν οριακό αγοραστή είναι ίδια με αυτή ενός οριακού πωλητή. Ο Vernon Smith ήταν ένας από τους πρώτους οικονομολόγους που ασχολήθηκε με το αντικείμενο αυτό. Στα πρώτα εργαστηριακά πειράματα του Smith οι μετέχοντες ανέλαβαν τυχαία ρόλους ως αγοραστές ή πωλητές δίνοντας διαφορετικές αξιολογήσεις ενός αγαθού, εκφράζοντας την υψηλότερη αποδεκτή τιμή αγοράς και τη χαμηλότερη αποδεκτή τιμή πώλησης αντίστοιχα (Rubinstein, 2001; Constantinides et al 2003). Λαμβάνοντας υπόψη τη διανομή τέτοιων «τιμών επιφύλαξης» (reservation prices), ο Smith ήταν σε θέση να καθορίσει τη θεωρητική τιμή ισορροπίας, ή τιμή που είναι αποδεκτή εξίσου σε πολλούς πωλητές και αγοραστές. Από το 1962, όταν δημοσίευσε τα αποτελέσματα των πρώτων πειραμάτων του, ο Smith βρήκε, προς έκπληξή του, ότι οι τιμές που λήφθηκαν στο εργαστήριο ήταν πολύ κοντά στις θεωρητικές τιμές, ακόμα και αν οι συμμετέχοντες στα πειράματα στερούνταν τις απαραίτητες πληροφορίες για να υπολογίσουν την τιμή ισορροπίας. Σε μια πρώτη ανάγνωση αυτό δηλώνει ότι οι οικονομικοί δρώντες λειτουργούν ορθολογικά παρά τα προβλήματα πληροφόρησης που υπάρχουν. Φυσικά στο πλαίσιο των πειραμάτων η πολυπλοκότητα και αβεβαιότητα της πραγματικότητας έχει ελαχιστοποιηθεί. Παρόμοια πειράματα που πραγματοποιήθηκαν αργότερα (τόσο από τον Smith όσο και άλλους ερευνητές, όπως ο Charles Plott) επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές τα 41
αρχικά αυτά αποτελέσματα. Σε πιο πρόσφατα πειράματα ο Smith και οι συνεργάτες του επικεντρώθηκαν στο ζήτημα των δημοπρασιών. Αφού δοκίμασαν αρκετές θεωρητικές και εμπειρικές διατυπώσεις σχετικά με την άριστη σχεδίαση και διεξαγωγή μιας δημοπρασίας, βρήκαν ότι η αγγλική μέθοδος (όπου οι προσφορές ανακοινώνονται σε αύξουσα σειρά προκειμένου να αυξήσουν την ζήτηση μέχρις ότου να μην υπάρχει δυνατότητα να αυξηθεί η προσφορά) γενικά δίνει υψηλότερα επίπεδα τιμών από το ολλανδικό μοντέλο (όπου το επίπεδο τιμής μειώνεται σταδιακά μέχρι το σημείο που γίνεται αποδεκτό από τον αγοραστή) (Rubinstein, 2001; Constantinides et al., 2003). Αυτό υποδηλώνει ότι ο τρόπος παρουσίασης και διαμόρφωσης της κατάστασης ή ο βαθμός διαθεσιμότητας της πληροφορίας, φαίνεται να επηρεάζει την ορθολογική συμπεριφορά των παικτών. Ο Νομπελίστας ψυχολόγος Daniel Kahneman επίσης ασχολήθηκε με πειράματα που είχαν οικονομικό περιεχόμενο. Στις πρώτες του μελέτες επικεντρώθηκε στον τομέα των χρηματοοικονομικών. Ένα από τα ευρήματά του είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να αποστρέφονται τις χρηματικές απώλειες και έκανε την διατύπωση ότι, η έννοια του ρίσκου εκλαμβάνεται ασύμμετρα. Επιπλέον διαπίστωσε ότι, τα άτομα που βρίσκονται αντιμέτωπα με μια ακολουθία αποφάσεων υπό συνθήκες αβεβαιότητας, εμφανίζονται να βασίζουν κάθε απόφαση σχετικά με τα κέρδη και τις απώλειές τους μεμονωμένα στην συγκεκριμένη συναλλαγή παρά σε σχέση με τις συνέπειες της απόφασης αυτής για τον συνολικό τους πλούτο. Η επικρατούσα άποψη στην ψυχολογία γενικά και στη γνωστική ψυχολογία (cognitive psychology) ειδικότερα, είναι να θεωρείται ο άνθρωπος ως σύστημα που κωδικοποιεί και ερμηνεύει τις διαθέσιμες πληροφορίες κατά τρόπο συνειδητό, αλλά όπου άλλοι, λιγότερο συνειδητοί παράγοντες διαμορφώνουν επίσης τις αποφάσεις του σε μια νοητική διαδικασία. Τέτοια στοιχεία (π.χ. αξίες, μνήμες, συγκινήσεις, συναισθήματα, κτλ) περιλαμβάνονται σε αυτό που ονομάζεται γνωσιακό μοντέλο ή πρότυπο, το οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν (ασυνείδητα) για να αποκωδικοποιήσουν και να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους. Μια σειρά μελετών με χρήση πειραμάτων και παιχνιδιών του Kahneman σε συνεργασία με τον Tversky έχει δείξει ότι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να αναλύουν πλήρως σύνθετες, υψηλής αβεβαιότητας καταστάσεις ιδίως όταν οι μελλοντικές συνέπειες είναι δύσκολα προσδιορίσιμες. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις, στηρίζονται 42
αντ' αυτού σε ευρετικές μεθόδους (heuristics), σύντομους δρόμους και έμπειρους κανόνες (rules of thumb). Το παρακάτω πείραμα είναι ενδεικτικό αυτής της κατάστασης. Οι Kahneman και Tversky πραγματοποίησαν ένα πείραμα στο οποίον οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να ταξινομήσουν τυχαία επιλεγμένα άτομα είτε ως «πωλητή» είτε ως «βουλευτή» βάσει των περιγραφών (πληροφοριών) που τους δόθηκαν. Όταν ένα άτομο έδειξε ότι ενδιαφέρεται για την πολιτική και την συμμετοχή σε αντίστοιχες συζητήσεις, οι περισσότεροι συμμετέχοντες θεώρησαν ότι ήταν βουλευτής, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του πληθυσμού είναι πωλητές, κάτι που αυξάνει την πιθανότητα κάποιος τυχαία επιλεγμένος άνθρωπος να είναι πωλητής. Ακόμα και όταν ενημερώθηκαν οι συμμετέχοντες στο πείραμα ότι τα πραγματικά ποσοστά των μελών του Κοινοβουλίου και των πωλητών στον πληθυσμό, αυτό δεν φάνηκε να επηρεάζει τα αποτελέσματα (Rubinstein, 2001; Constantinides, et al., 2003). 5.3. Απλά πειράματα και παιχνίδια ορθολογικότητας Τα παρακάτω απλά πειράματα μελετούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε απλές αποφάσεις. Αν και σε κατάσταση πλήρους πληροφόρησης (καθώς όλη η απαιτούμενη για την απόφαση πληροφορία έχει δοθεί) παρατηρείται μια σημαντική απόκλιση από το ορθολογικό πρότυπο. Οι αποφάσεις αυτές φαίνεται να επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσίαση του γεγονότος (framing). Πείραμα 1. Φανταστείτε ότι είναι μια καυτή μέρα του καλοκαιριού και κάθεστε σε μια παραλία. Ο σύντροφός σας προσφέρεται να πάει να αγοράσει δυο μπουκάλια κρύα μπίρα και σας ρωτάει: Ποιο είναι το μέγιστο ποσό που δέχεστε να πληρώσετε αν η ίδια μπύρα αγοραστεί (α) από ένα τοπικό μάρκετ και (β) από το απέναντι ξενοδοχείο. Όταν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο ο οικονομολόγος Richard Thaler (2000) έθεσε αυτά τα ερωτήματα σε δύο ομάδες φοιτητών, ο μέσος όρος των απαντήσεων ήταν 1,50 δολάριο για την μπύρα από το τοπικό μάρκετ και 2,65 δολάρια από το ξενοδοχείο. Προφανώς αυτές οι απαντήσεις δεν συνάδουν με το ορθολογικό πρότυπο. 43
Πείραμα 2. Φανταστείτε ότι είστε διευθυντής δημόσιας υγείας σε μια φτωχή χώρα όπου μια θανατηφόρα μολυσματική ασθένεια απειλεί ένα μικρό χωριό των 600 ατόμων. Υπάρχουν δυο εμβόλια αλλά κάθε κάτοικος μπορεί να εμβολιασθεί μόνο με ένα. Ποιο εμβόλιο θα επιλέγατε; (α) Το πρώτο που θα σώσει 200 ζωές ή (β) το δεύτερο που θα οδηγήσει σε 400 θανάτους. Όταν οι ψυχολόγοι Tversky και Kahneman (2000) κάνανε αυτό το πείραμα οι περισσότεροι απάντησαν την επιλογή Α. Στην πραγματικότητα, τα εμβόλια είναι ακριβώς ίδια ως προς την αποτελεσματικότητά τους, αλλά όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν δύσκολες αποφάσεις τείνουν να προτιμούν επιλογές με θετικό (σώζει ζωές) παρά αρνητικό (προκαλεί θάνατο) περιεχόμενο. Πείραμα 3. Φανταστείτε ότι σας προσφέρεται μια επιλογή δώρων για τη συμμετοχή σας σε μια έρευνα. Ποιο θα επιλέγατε; (α) 85 δολάρια σε μετρητά, ή (β) ένα εισιτήριο των 80 δολαρίων για μασάζ σε ένα τοπικό spa. Όταν στο πανεπιστήμιο του Stanford, ο ψυχολόγος Itamar Simonson (στο Tversky και Kahneman, 2000) προσέφερε σε μια ομάδα γυναικών τις επιλογές αυτές, το ένα τρίτο επέλεξε τη δεύτερη επιλογή. Φυσικά, η ορθολογική επιλογή είναι τα μετρητά, ακόμη και για κάποιον που θέλει το μασάζ. Σύμφωνα όμως με τον Simonson οι γυναίκες που ήθελαν το μασάζ, δεν εμπιστεύονται τον εαυτό τους στην πρώτη επιλογή, γνωρίζοντας ότι η ενοχή θα τους οδηγήσει να μην τα χρησιμοποιήσουν για την συγκεκριμένη προσωπική τους απόλαυση αλλά για κάτι άλλο. Πείραμα 4. Σε μια έρευνα η οποία δημοσιεύτηκε το 1982 στο περιοδικό New England Journal of Medicine ζητήθηκε από 247 άτομα να απαντήσουν στην παρακάτω υποθετική ερώτηση: Ποια από τις δύο θεραπείες του καρκίνου του πνεύμονα θα προτιμούσατε, εγχείρηση ή ακτινοβολία; δεδομένων των παρακάτω στοιχείων: 44
Εγχείρηση: Από τα 100 άτομα που έκαναν την εγχείρηση τα 90 έζησαν κατά την μετεγχειρητική περίοδο, 68 έζησαν μέχρι και το τέλος του πρώτου χρόνου και 34 έζησαν και μετά το πέρας των 5 ετών. Ακτινοβολία: Από τους 100 που υπέστησαν τη θεραπεία της ακτινοβολίας και οι 100 επέζησαν της αγωγής, 77 έζησαν ένα χρόνο και 22 ήταν ζωντανοί μετά το πέρας των 5 ετών. Από τους 247 ερωτηθέντες μόνο το 18% προτίμησε τη θεραπεία με ακτινοβολία. Στη συνέχεια οι ερευνητές άλλαξαν την ερώτηση παρουσιαζόταν τα στοιχεία ως εξής: Εγχείρηση: Από τα 100 άτομα που έκαναν την εγχείρηση τα 10 πέθαναν κατά την μετεγχειρητική περίοδο, τα 32 είχαν πεθάνει μέχρι και το τέλος του πρώτου χρόνου και τα 66 είχαν πεθάνει μέχρι το τέλος του πέμπτου χρόνου. Ακτινοβολία: Από τους 100 που υπέστησαν τη θεραπεία της ακτινοβολίας κανείς δεν πέθανε κατά την αγωγή, 23 είχαν πεθάνει μέχρι και το τέλος του πρώτου χρόνου και τα 78 είχαν πεθάνει μέχρι το τέλος του πέμπτου χρόνου. Αυτή τη φορά το 44% των ερωτηθέντων διάλεξαν τη θεραπεία με ακτινοβολία. Από τη στιγμή που τα δεδομένα είναι ταυτόσημα φαίνεται ότι τελικά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα δεδομένα προκαλεί διαφορετικές επιλογές. Ο εργαλειακός ορθολογισμός που αναφέραμε στην υπο.2.3 υποδεικνύει ότι αυτές οι διαφορές είναι ανορθολογικές και ότι ένα ορθολογικό άτομο θα έπρεπε να διακρίνει τις απλές διαφοροποιήσεις στον τρόπο που παρουσιάζονται τα δεδομένα. Οι προτιμήσεις μας δηλ θα έπρεπε να είναι συνεπείς ανεξάρτητα από τον τρόπο παρουσίασης των δεδομένων. 5.4. Stripped-down Poker Το Stripped-down Poker είναι ένα παιχνίδι με τράπουλα και παίζεται κατά βάση με δυο άτομα. Λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα του και του διδακτικού του 45
περιεχομένου, το πείραμα συνήθως λαμβάνει χώρα μέσα σε πανεπιστημιακή τάξη. Στην απλοποιημένη του εκδοχή ο καθηγητής ζητά ένα εθελοντή φοιτητή για να παίξει ποντάροντας πραγματικά χρήματα. Από την πλήρη τράπουλα χρησιμοποιούνται μόνο οι ρηγάδες και οι ντάμες, ενώ ένας φοιτητής επιλέγεται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της τράπουλας στην υπόλοιπη τάξη. Το παιχνίδι ξεκινά με τους δυο παίκτες να ποντάρουν ένα δολάριο, και τον καθηγητή να παίρνει ένα χαρτί ενώ ο φοιτητής-παίκτης δεν παίρνει τίποτα. Στη συνέχεια ο καθηγητής βλέποντας το χαρτί που πήρε αποφασίζει αν θα πάει πάσο ή αν θα συνεχίσει. Αν πάει πάσο, το παιχνίδι τελειώνει και ο φοιτητής κερδίζει το συνολικό ποντάρισμα, που συμπεριλαμβάνει και το δολάριο που πόνταρε ο καθηγητής. Αν ο καθηγητής συνεχίζει, ποντάρει άλλο ένα δολάριο, και ο φοιτητής έχει την επιλογή να πάει πάσο ή να δει τα φύλλα. Πάσο από τη μεριά του φοιτητή τελειώνει το παιχνίδι, με νικητή του συνολικού στοιχήματος τον καθηγητή. Αν επιλέξει να δει τα φύλλα ο φοιτητής πρέπει να προσθέτει άλλο ένα δολάριο στο συνολικό ποντάρισμα, και ο καθηγητής αποκαλύπτει το χαρτί του. Κερδίζει αν έχει ρήγα και χάνει αν έχει ντάμα. Μιας και το συνολικό ποντάρισμα σ αυτό το στάδιο είναι τέσσερα δολάρια, ο νικητής παίρνει καθαρά δύο δολάρια από τον χαμένο. Το παιχνίδι επαναλαμβάνετε αρκετές φορές. Μετά από αρκετούς γύρους, ο πρώτος εθελοντής ίσως αποφασίσει να αποχωρήσει, κι έτσι κάποιος άλλος μπορεί να πάρει τη θέση του (Reiley et al., 2004). Για μέγιστο αποτέλεσμα, ο καθηγητής μπορεί να παίξει σύμφωνα με τη στρατηγική ισορροπίας (minimax), η οποία είναι να ποντάρει πάντα όταν έχει ρήγα και να ποντάρει μια στις τρεις φορές όταν έχει ντάμα. Για το σκοπό αυτό μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιο εξωτερικό μέσο τυχαίας επιλογής, όπως ο δευτερολεπτοδείκτης ενός ρολογιού. Για παράδειγμα, να συνεχίζει (έχοντας ντάμα) αν ο αριθμός των δευτερολέπτων είναι μεταξύ 0 και 20, αλλά να πηγαίνει πάσο αν είναι ανάμεσα στο 20 και 60. Ωστόσο, είναι πολύ κρίσιμο ο καθηγητής να κοιτάζει το ρολόι του με τον ίδιο τρόπο ακόμη κι αν έχει τραβήξει ρήγα. Ειδάλλως, αυτό μπορεί να λειτουργήσει σαν ένδειξη ότι έχει ντάμα, κι έτσι να καταστρέψει το πλεονέκτημα του μπλοφαρίσματος. Όταν εκτελείται σωστά αυτή η στρατηγική, το αναμενόμενο κέρδος για τον καθηγητή είναι τελικά 1/3 δολάριο (ενώ για τον φοιτητή μεταξύ ενός και 1/3 δολαρίου), άσχετα με το τι επιλέγει ο φοιτητής. Με την πρώτη ματιά, πολλοί πιστεύουν πως αυτό είναι ένα δίκαιο παιχνίδι. Αυτή η αφελής πεποίθηση εξυπηρετεί δύο σημαντικούς σκοπούς. Πρώτον, παράγει 46
περισσότερους πρόθυμους εθελοντές. Δεύτερον, κάνει το παιχνίδι ιδιαίτερα αποτελεσματικό για μαθησιακούς σκοπούς, μιας και κατά τη διάρκειά του οι φοιτητές αρχίζουν να παρατηρούν πως ο καθηγητής κερδίζει συστηματικά χρήματα από τους παίκτες-εθελοντές. Αυτό κινητοποιεί έντονα τους φοιτητές για περαιτέρω ανάλυση του παιχνιδιού. Πριν αρχίσει το παιχνίδι καλό είναι να γίνεται μια συζήτηση, κάνοντας κάποιες ερωτήσεις στους φοιτητές για να σκεφτούν το παιχνίδι και να αποτιμήσουμε την κατανόησή τους. Επίσης καλό είναι να ζητηθεί από κάποιον φοιτητή να εξηγήσει γιατί πιστεύει πως το παιχνίδι είναι δίκαιο, και από έναν άλλο γιατί το παιχνίδι είναι άδικο. Μετά από 10-20 επαναλαμβανόμενους γύρους του παιχνιδιού, γίνεται πάλι μια συζήτηση ρωτώντας τους φοιτητές εάν το παιχνίδι είναι δίκαιο ή όχι. Κάποιοι φοιτητές ίσως σκέφτονται ακόμη πως το παιχνίδι είναι δίκαιο και πως ο καθηγητής είναι απλά τυχερός που κέρδισε. Άλλοι, βλέποντας τα κέρδη του καθηγητή, ίσως πιστέψουν τώρα πως το παιχνίδι είναι μεροληπτικό, αλλά να μην είναι σίγουροι πως και γιατί συμβαίνει αυτό (Reiley et al., 2004). Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μπορεί να γίνει αναφορικά με το τι θα έκανε κάποιος εάν ήταν στη θέση του καθηγητή. Πολλοί πιστεύουν πως η βέλτιστη στρατηγική του καθηγητή θα ήταν να συνεχίζει πάντα να παίζει όταν έχει ρηγάδες και να πηγαίνει πάντα πάσο όταν έχει ντάμες. Με αυτή τη στρατηγική όμως ο φοιτητής μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει μόνο όταν ο καθηγητής έχει ρήγα, και συνεπώς ο φοιτητής θα πρέπει να πάει πάσο. Μ αυτές τις δύο στρατηγικές, ο καθηγητής κερδίζει αναμενόμενη αξία μηδέν δολάρια. Μια άλλη ενδιαφέρουσα συζήτηση είναι αναφορικά με τη βέλτιστη στρατηγική του καθηγητή εάν ο φοιτητής πήγαινε πάντοτε πάσο. Προφανώς, αν δεν υπάρχει πιθανότητα να συνεχίσει ο φοιτητής, ο καθηγητής μπορεί να κερδίζει ποντάροντας συνεχώς ακόμη κι αν κρατάει φτωχό χαρτί. Αλλά αν ο καθηγητής επιλέγει να ποντάρει πάντα (ανεξάρτητα από το φύλλο του), ποια είναι τότε η βέλτιστη στρατηγική του φοιτητή; Στην περίπτωση αυτή υπάρχει πιθανότητα 50% ο καθηγητής να έχει ρήγα και 50% να έχει ντάμα. Αυτό σημαίνει πως εάν ο φοιτητής συνεχίσει, το αναμενόμενο κέρδος του είναι μηδέν. Σε αντίθεση, εάν πάει πάσο εγγυημένα θα χάσει ένα δολάριο, κι έτσι η βέλτιστη στρατηγική του είναι να συνεχίζει (Reiley et al., 2004). 47
Εάν ο φοιτητής πάντοτε συνεχίζει, τότε ο καθηγητής κερδίζει ποντάροντας με ρηγάδες αλλά χάνει ποντάροντας με ντάμες, κι έτσι η βέλτιστη στρατηγική του είναι να ποντάρει με ρηγάδες και να πάει πάσο με ντάμες, το οποίο μας πάει πίσω στο σημείο εκκίνησης. Μ αυτή τη συζήτηση, γίνεται κατανοητό ότι δεν υπάρχει αμοιβαία καλή απόκριση, και συνεπώς δεν υπάρχει το σημείο ισορροπίας Nash καθαρής στρατηγικής. 5.5. Εφαρμογές του stripped-down poker Το stripped-down poker είναι ένα εξαιρετικά απλό παιχνίδι για δύο παίκτες, παρόλα αυτά μπορεί να αποτελέσει μοντέλο για ενδιαφέρουσες αλληλεπιδράσεις της καθημερινής ζωής. Το stripped-down poker είναι ισομορφικό σε οποιοδήποτε παιχνίδι με σήματα, όπου μια από τις δράσεις αυτού που κάνει τα σήματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το τέλος του παιχνιδιού. Η τελική δράση μπορεί να θεωρηθεί σαν πάσο, ενώ η άλλη δράση-εις θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν ποντάρισμα (Reiley et al., 2004). Οι αντιδικίες αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα εφαρμογής του strippeddown poker. Κάποιος μπορεί να εγείρει αγωγή αποζημιώσεως σε αστικό δικαστήριο. Ο εναγόμενος γνωρίζει εάν ή όχι είναι πραγματικά ένοχος, αλλά ο ενάγων έχει μόνο μια εκτίμηση της πιθανότητας ενοχής. Προς απλοποίηση, υποθέστε πως εάν η υπόθεση πάει σε δίκη, τότε στο δικαστήριο θα φανεί η αλήθεια, αν ο εναγόμενος είναι δηλαδή πραγματικά ένοχος. Πριν πάει όμως σε δίκη, ο εναγόμενος έχει την επιλογή να προσφέρει συμβιβασμό στον ενάγων. Εάν προσφέρει γενναιόδωρο συμβιβασμό, ο ενάγων θα δεχθεί και θα παρατήσει την υπόθεση. Καθώς το παιχνίδι θα τελείωνε εδώ, αυτή η δράση θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν «πάσο» από τον εναγόμενο. Από την άλλη, ο εναγόμενος θα μπορούσε να «ποντάρει» προσφέροντας ένα πενιχρό συμβιβασμό, τον οποίο ο ενάγων μπορεί να δεχθεί (πάσο) ή να τον απορρίψει (συνέχιση). Το να πάνε σε δίκη έχει προφανώς κόστος και στις δύο πλευρές, έτσι ο ενάγων έχει κίνητρο να δεχτεί το συμβιβασμό τουλάχιστον κάποιες φορές (Reiley et al., 2004). Ένα παρόμοιο παράδειγμα περιλαμβάνει τη φοροδιαφυγή και τον έλεγχο από την εφορία. Υποθέστε την δήλωση εισοδήματος κάποιας σερβιτόρας, όπου το εισόδημά 48
της (που βασίζεται στα φιλοδωρήματα) είναι υψηλό. Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν την πιθανότητα υψηλού εισοδήματος, αλλά μόνον η σερβιτόρα γνωρίζει πραγματικά πόσα έβγαλε σε φιλοδωρήματα. Η σερβιτόρα ίσως δηλώσει την αλήθεια και πληρώσει τους ανάλογους φόρους (πάσο), ή ίσως δηλώσει χαμηλότερο εισόδημα και πληρώσει λιγότερους φόρους (ποντάρισμα). Όταν η εφορία λάβει μεγάλη πληρωμή φόρου, δεν υποπτεύεται πρόβλημα και δε λαμβάνει μέτρα (που σημαίνει πως το παιχνίδι τελειώνει). Όταν λάβει μικρή πληρωμή φόρου, είτε επιλέγει να ελέγξει τη σερβιτόρα (συνέχιση) ή να δεχθεί τη δήλωση της σερβιτόρας (πάσο). Αν βρεθεί ένοχη, η σερβιτόρα θα είναι υπεύθυνη για την απόδοση του πραγματικού φόρου συν κάποιου προστίμου. Και οι δύο πλευρές επιβαρύνονται κόστος σε περίπτωση ελέγχου, είτε η σερβιτόρα βρεθεί αθώα είτε όχι (Reiley et al., 2004). Άλλες εφαρμογές έχουν σχέση με την πολιτική σε όλα τα επίπεδα, από διεθνείς αντιπαραθέσεις έως και καταστάσεις μέσα σε μια οικογένεια. Ένας δικτάτορας ύποπτος για απόκρυψη όπλων μαζικής καταστροφής ίσως συμμορφωθεί πλήρως με διεθνείς επιθεωρήσεις (πάσο), ή μπορεί να παρακωλύσει τις επιθεωρήσεις έτσι ώστε να διατηρήσει την απειλή ισχύος του με κίνδυνο στρατιωτικής παρέμβασης (ποντάρισμα). Ένας μαθητής που οφείλει να τελειώσει τα μαθήματά του πριν παίξει με τους φίλους του ίσως όντως κάνει τα μαθήματά του πρώτα (πάσο) ή μπορεί απλά να πει στη μητέρα του ότι έχει τελειώσει (ποντάρισμα), πιθανώς κερδίζοντας περισσότερο χρόνο για παιχνίδι με κίνδυνο να γίνει αντιληπτός. Εξαρτώμενο από τη διάθεση κάποιου να απλοποιήσει κάθε μια από τις παραπάνω καταστάσεις, κάποιος μπορεί να μοντελοποιήσει τις διαθέσιμες δράσεις στον πρώτο παίκτη ως δυαδικές, πολλαπλές, διακριτές ή συνεχείς. Η δυαδική περίπτωση ταιριάζει ακριβώς με το μοντέλο του πόκερ, όπου υπάρχουν μόνο δύο διαθέσιμες επιλογές, πάσο ή ποντάρισμα. Ωστόσο, οι πραγματικές καταστάσεις πολύ συχνά προσφέρουν μια σειρά από ενδιάμεσες εναλλακτικές. Η σερβιτόρα, για παράδειγμα, μπορεί να δηλώσει ένα μέσο επίπεδο εισοδήματος, ο μαθητής ότι έχει κάνει μέρος των μαθημάτων του, ο δικτάτορας να πει την αλήθεια για συγκεκριμένα οπλικά προγράμματα αλλά να είναι ασαφής για την κατάσταση άλλων, κτλ. (Reiley et al., 2004). 5.6. Το παιχνίδι του τελεσιγράφου και του δικτάτορα 49
Το ορθολογικό υπόδειγμα προβλέπει ότι οι άνθρωποι πάντα μεγιστοποιούν τη ωφέλειά τους. Ωστόσο, σε παιχνίδια λήψης αποφάσεων, οι άνθρωποι συχνά τιμωρούν τους αντιπάλους τους, ακόμη και όταν αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στην προσωπική τους χρησιμότητα, π.χ. μειώνει την χρηματική τους ανταμοιβή. Δυο, πλέον κλασικά, παιχνίδια που εξετάζουν αυτές τις καταστάσεις είναι το παιχνίδι του τελεσίγραφου (ultimatum game) και του δικτάτορα (dictator s game), το οποίο αποτελεί παραλλαγή του πρώτου. Και τα δυο αυτά παιχνίδια παίζονται μια φορά (δεν είναι δηλαδή επαναλαμβανόμενα) από ζευγάρια παικτών οι οποίοι καλούνται να μοιραστούν ένα δεδομένο ποσό. Ο παίκτης Α είναι αυτός που κάνει μια προσφορά και ο παίκτης Β είναι αυτός που την αποδέχεται ή όχι. Στο παιχνίδι του τελεσίγραφου, ο παίκτης Β έχει την δυνατότητα να δεχθεί ή να απορρίψει την μοιρασιά. Αν την αποδεχτεί, τότε κάθε παίκτης λαμβάνει τα χρήματα που του αναλογούν και το παιχνίδι τελειώνει. Εάν την απορρίψει, τότε κανένας παίκτης δεν λαμβάνει τίποτα. Κατά συνέπεια, αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για τον παίκτη Β να «τιμωρήσει» τον Α, αν δεν τον ικανοποιεί η προσφορά (κατανομή) που έχει κάνει. Στο παιχνίδι του δικτάτορα ο παίκτης Β είναι στην ουσία σκιώδης, αφού δεν λαμβάνει καμιά απόφαση και είναι αναγκασμένος να δεχθεί την προσφορά του Α όποια και αν είναι αυτή. Έτσι τα χρήματα μοιράζονται μεταξύ των παικτών σύμφωνα με την κατανομή που πρότεινε ο Α. Στην περίπτωση του τελεσίγραφου το υπόδειγμα του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου βλέπει ως αποδεκτή κατανομή μεταξύ Α και Β την 99%-1%, καθώς μεγιστοποιείται η χρησιμότητα και των δυο παικτών (ο Α την προτείνει και ο Β την αποδέχεται γιατί έστω και 1% είναι καλύτερο από το τίποτα). Αντίθετα στο παιχνίδι του δικτάτορα η ορθολογική επιλογή είναι η απόδοση όλου του ποσού (100%) στον Α. Ωστόσο, εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι οι άνθρωποι συχνά αποκλίνουν από την ορθολογική επιλογή. Πολλές φορές οι συμμετέχοντες μοιράζουν το ποσό στη μέση, ή άλλες φορές ο παίκτης Β απορρίπτει όσες προσφορές αποκλίνουν από την ίση κατανομή. Είναι ενδιαφέρον να ειπωθεί ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι πιο διαδεδομένες όταν οι παίκτες (κυρίως οι Β) βρίσκονται σε κατάσταση συναισθηματικής φόρτισης. Για 50
παράδειγμα, σε μελέτη των Pillutla και Murnighan (1996), οι συμμετέχοντες που ανέφεραν περισσότερο θυμό απέρριψαν περισσότερες προσφορές. Πιο πρόσφατα, οι Harle και Sanfey (2007) έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες στο παιχνίδι τελεσίγραφο που είχαν εκτεθεί σε μια επαγωγή θλίψης πριν από το παιχνίδι απορρίπτανε σχετικά πιο δίκαιες προσφορές, αποδεικνύοντας ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων μπορεί να επηρεαστεί από τα αρνητικά συναισθήματα. Γενικότερα, οι έρευνες υποστηρίζουν ότι οι υποκειμενικοί συναισθηματικοί δείκτες καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων και ότι άδικες προσφορές ενεργοποιούν τις περιοχές του εγκεφάλου (όπως τον πρόσθιο κεντρικό λοβό) που σχετίζονται με αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις (Sanfey et al., 2003; Tabibnia et al., 2008). 5.7. Συμπεράσματα Η οικονομική επιστήμη αλλά και η επιστήμη της ψυχολογίας έχει χρησιμοποιήσει διάφορα πειράματα και παιχνίδια με σκοπό να μελετήσει τον τρόπο και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Μέσω μιας σειράς μελετών, βασισμένη στη 51
χρήση πειραμάτων, αποδείχθηκε ότι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να αναλύουν πλήρως σύνθετες, υψηλής αβεβαιότητας καταστάσεις ιδίως όταν οι μελλοντικές συνέπειες είναι δύσκολα προσδιορίσιμες. Παραθέτοντας κάποια απλά πειράματα ορθολογικότητας παρατηρήσαμε ότι, ακόμη και σε καταστάσεις πλήρους πληροφόρησης παρατηρείται μια σημαντική/ενδιαφέρουσα απόκλιση από το ορθολογικό πρότυπο. Επίσης παρατηρήθηκε ότι, όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις επιλέγουν συνήθως επιλογές που περιέχουν θετικό περιεχόμενο. Σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις μας παίζει και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα δεδομένα, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει σε διαφορετικές επιλογές σε ταυτόσημες περιπτώσεις. Πράγμα που υποδεικνύει πως αυτές οι επιλογές είναι ανορθολογικές. Εμπειρικά στοιχεία έδειξαν ότι οι άνθρωποι συχνά αποκλίνουν από την ορθολογική επιλογή. Ωστόσο σε παιχνίδια λήψης αποφάσεων οι άνθρωποι αρκετές φορές «τιμωρούν» τους αντιπάλους τους ακόμη και εάν αυτό έχει σαν αντίκτυπο/αποτέλεσμα να βγουν και οι ίδιοι ζημιωμένοι. Τέλος αξίζει να επισημάνουμε ότι, η αρνητική συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος τον ωθεί προς την απόρριψη δίκαιων προσφορών. 6. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 52
6.1. Εισαγωγή Στο κεφάλαιο 5, παρουσιάστηκαν τα βασικά οικονομικά πειράματα, τα οποία στοχεύουν στην αποτίμηση της ορθολογικότητας στη λήψη των αποφάσεων. Στο παρόν κεφάλαιο, επιχειρούμε να διερευνήσουμε τη λήψη απόφασης των μαθητών 3 ης λυκείου, αξιοποιώντας το παιχνίδι του «δικτάτορα» και του «τελεσίγραφου». Ως εκ τούτου η δομή του 6 ου κεφαλαίου έχει ως εξής: στο υποκεφάλαιο 6.2 παρουσιάζουμε τη συλλογή των δεδομένων. στο υποκεφάλαιο 6.3 γίνεται περιγραφή του ερωτηματολογίου στο υποκεφάλαιο 6.4 η διαδικασία δειγματοληψίας στο υποκεφάλαιο 6.5 η περιγραφική στατιστική του δείγματος στο υποκεφάλαιο 6.6 ο έλεγχος κατανομής των μεταβλητών στο υποκεφάλαιο 6.7 τα αποτελέσματα του συντελεστή συσχέτισης του Spearman στο υποκεφάλαιο 6.8 τα συμπεράσματα 6.2. Συλλογή στοιχείων Με τη διεξαγωγή αυτής της έρευνας σκοπός μας ήταν να μελετήσουμε κατά πόσο μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων λειτουργεί σε ένα πλαίσιο ορθολογικής συμπεριφοράς και ποια χαρακτηριστικά και παράγοντες επηρεάζουν αυτή τη συμπεριφορά. Η ομάδα αυτή αφορούσε μαθητές της τρίτης τάξης του Λυκείου που φοιτούσαν στην πόλη των Τρικάλων. Η παρούσα έρευνα διεξήχθη το μήνα Δεκέμβριο του 2013 και τα στοιχεία συλλέχθηκαν σε διάστημα ενός μήνα. Η διαδικασία συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων ήταν η εξής: η ερευνήτρια επισκέφθηκε 5 σχολεία, εκ των οποίων στα 3 δεν επιτράπηκε η άδεια, και 7 φροντιστήρια της πόλης που επιλέχθηκαν μετά από συνεννόηση με τον αντίστοιχο διευθυντή, και ζητήθηκε από τους μαθητές να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο που είχε διαμορφωθεί ειδικά γι αυτό το σκοπό. 53
Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στην πλειοψηφία τους οι μαθητές έδειχναν μεγάλη προθυμία να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο. Το ερωτηματολόγιο τους κέντρισε το ενδιαφέρον και την καλώς εννοούμενη περιέργεια. Υπήρχε βέβαια και μια μερίδα μαθητών που τους απασχολούσε το πόσο χρόνο θα έπρεπε να διαθέσουν για τη συμπλήρωσή του, αλλά όταν έβλεπαν τη δομή του, τότε αντιλαμβάνονταν ότι δε θα τους έπαιρνε πολύ χρόνο. Επίσης διευκρινίστηκε ότι τα ερωτηματολόγια ήταν ανώνυμα καθώς και ο σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας. 6.3. Περιγραφή ερωτηματολογίου Το ερωτηματολόγιο υπήρχε διαμορφωμένο από άλλη έρευνα του επιβλέποντα καθηγητή κ. Αρβανιτίδη και προσαρμόσθηκε για την κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών της παρούσας έρευνας. Στην αρχική σελίδα του ερωτηματολογίου δινόταν γενικές πληροφορίες για τον τρόπο συμπλήρωσης του το οποίο χωριζόταν σε δύο ενότητες. Την πρώτη ενότητα με τίτλο: «ας παίξουμε..» που αποτελούνταν από έξη ερωτήσεις οι οποίες είναι βασισμένες στα παιχνίδια Δικτάτορα και Τελεσίγραφο, (που προαναφέραμε στο κεφ.5 στην υποενότητα 5.6) των οποίων η μόνη τους διαφορά έγκειται στο ότι, στο παιχνίδι τελεσίγραφου την απόφαση παίρνει ο δεύτερος παίκτης ο οποίος έχει τον τελευταίο λόγο για την πραγματοποίηση της συναλλαγής. Η δεύτερη ενότητα με τίτλο «Ας γνωριστούμε» αποτελούνταν από ομάδες ερωτήσεων που η βιβλιογραφία εκτιμά ότι συνδέονται με την ορθολογική (ή μη) συμπεριφορά. Αρχικά οι ερωτήσεις αφορούσαν προσωπικά στοιχεία όπως: φύλο, εθνικότητα, αριθμός μελών οικογένειας, μορφωτικό επίπεδο γονέων, επάγγελμα γονέων κλπ., ενώ στη συνέχεια υπήρχαν πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις που αφορούσαν την πολιτική τοποθέτηση, την εμπιστοσύνη προς συνανθρώπους, την κοινωνικότητα, τη θρησκευτικότητα καθώς και τον αλτρουισμό. 54
6.4. Διαδικασία δειγματοληψίας Για την παρούσα έρευνα ο πληθυσμός αποτελείται από όλους τους δυνητικούς ερωτώμενους που είναι οι μαθητές τρίτης λυκείου από την πόλη των Τρικάλων, ενώ στατιστική μονάδα είναι ο κάθε μαθητής. Από τη στιγμή που επιλέξαμε τη δειγματοληπτική έρευνα, έπρεπε να αποφασίσουμε ποιός θα ήταν ο αριθμός των μαθητών που θα συμμετείχαν στην έρευνά μας. Στην παρούσα έρευνα ο αριθμός των μαθητών ήταν 150. Εξαιτίας ακραίων τιμών που παρατηρήθηκαν, αφαιρέσαμε 5 παρατηρήσεις από το δείγμα μας και ως εκ τούτου, ο συνολικός αριθμός παρατηρήσεων που αξιοποιήσαμε είναι 145. Η μέθοδος της δειγματοληψίας που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο έγινε η επιλογή των στοιχείων είναι μέσω ανώνυμων ερωτηματολογίων και τα δεδομένα από τη συλλογή του δείγματος αναλύθηκαν μέσω του στατιστικού πακέτου SPSS. 6.5. Περιγραφική Στατιστική Όπως προαναφέρθηκε, η έρευνά μας διεξήχθη σε Λύκεια και φροντιστήρια της πόλης των Τρικάλων με σύνολο παρατηρήσεων τις 145. Στον Πίνακα Α, παρατίθενται η μέση τιμή, η τυπική απόκλιση, η ελάχιστη και μέγιστη τιμή των μεταβλητών του ερωτηματολογίου. Πίνακας Α. Μέση τιμή, Τυπική Απόκλιση, Ελάχιστη και Μέγιστη τιμή των μεταβλητών. ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΣ ΜΕΣΟΣ ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΤΙΜΗ ΜΕΓΙΣΤ Η ΤΙΜΗ s1a 145 4.634483 1.378474 0 10 s1b 145 3.331034 2.469411 0 10 55
s1c 145 4.22069 2.456479 0 10 s2a 144 3 2.44949 0 10 s2b 144 2.826389 2.450431 0 10 s2c 144 4.291667 2.867408 0 10 q1 144 1996.146 0.5415434 1994 1998 q2 143 1.58042 0.4952249 1 2 q3 143 1.020979 0.1438177 1 2 q3allo 0 q41 0 q42 0 q51 137 2.014599 0.8910123 1 3 q52 123 2.723577 1.415956 1 5 q61 132 4.393939 2.401519 1 10 q62 0 q7 143 3.048951 1.016267 1 7 q8 139 3.697842 1.139887 2 9 q91 145 4.275862 1.335845 1 7 q92 144 4.5625 1.427594 1 7 q101 143 5.853147 3.767837 1 13 q102 145 6.834483 4.483014 1 13 q11 145 1.413793 0.9901333 1 7 q1201 144 6.590278 2.839317 0 10 q1202 144 7.298611 2.604675 0 10 q1203 144 7.225694 2.577356 0 10 q1204 144 5.645833 2.926772 0 10 q1205 144 1.319444 2.282965 0 10 q1206 144 4.159722 3.092204 0 10 q1207 144 5.173611 3.032066 0 10 q1208 144 4.833333 3.390649 0 10 q1209 144 2.645833 2.89071 0 10 q1210 144 6.923611 2.796301 0 10 56
q131 0.413793 145 1 0.4942195 0 1 q132 60 1.9 1.612452 0 10 q133 61 5.836066 3.799914 0 17 q134 66 6.727273 3.40834 0 10 q141 0.163120 141 6 0.3707928 0 1 q142 141 0.212766 0.4107225 0 1 ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΜΕΣΟΣ ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΤΙΜΗ ΜΕΓΙΣΤ Η ΤΙΜΗ q143 141 0.177305 0.4356225 0 3 q144 0.438848 139 9 0.993567 0 10 q145 0.471428 140 6 1.40627 0 10 q15 135 4.622222 2.349553 0 10 q161 143 3.853147 2.500586 0 10 q162 143 3.937063 2.559756 0 10 q163 143 3.216783 2.191982 0 10 q164 143 3.258741 2.577567 0 10 q171 144 6.888889 2.048746 0 10 q172 142 7.049296 2.319597 0 10 q18 144 2.138889 1.100611 1 10 q19 144 4.236111 1.348328 1 6 q20 144 5.5625 1.62463 1 7 q211 0.826388 144 9 0.5952006 0 6 q212 115 1.269565 1.194444 1 8 q22 145 2.848276 1.009201 1 7 q23 142 4.197183 2.426916 0 7 q24 143 5.251748 3.3807 0 10 q25 142 0.556338 0.577653 0 4 q26 141 4.546099 2.896982 0 10 57
q27 142 3.971831 3.135122 0 10 q2801 142 6.866197 3.126707 0 10 q2802 142 8.591549 2.29138 0 10 q2803 143 5.909091 3.354436 0 10 q2804 142 6.915493 2.981011 0 10 q2805 143 4.874126 3.358544 0 10 q2806 143 7.594406 2.907585 0 10 q2807 143 7.20979 2.913913 0 10 q2808 143 7.111888 3.526769 0 10 q2809 142 6.823944 3.160706 0 10 q2810 142 6.690141 3.42743 0 10 q2811 143 6.202797 3.181282 0 10 q2812 140 2.814286 3.228884 0 10 q2813 142 6.661972 3.59252 0 10 q2814 142 5.239437 3.351573 0 10 q2815 142 7.021127 2.822072 0 10 q2816 142 6.450704 3.477542 0 10 q2817 143 8.559441 2.215891 0 10 q2818 143 7.160839 3.118889 0 10 q2819 143 6.566434 3.003658 0 10 Πηγή: Ιδία Επεξεργασία Σημείωση: η ακριβής περιγραφή των μεταβλητών παρατίθεται στο παράρτημα. 58
Η ενότητα 1 του ερωτηματολογίου περιέχει το «παιχνίδι» που καλούνται να παίξουν οι ερωτώμενοι μαθητές και περιλαμβάνει 6 ερωτήσεις οι οποίες στην ουσία αφορούν το παιχνίδι του δικτάτορα. Η μεταβλητή s1a, αφορά την επιλογή του ερωτώμενου σχετικά με τη δυνατότητα να μοιραστεί το ποσό των 10 Ευρώ με έναν φίλο του. Σημειώνεται πως το ποσό δίνεται από κάποιον τρίτο και πως η επιλογή θα πραγματοποιηθεί όποια και αν είναι αυτή. Η μέση τιμή της μεταβλητής s1a είναι 4.63 και αποτελεί μια πρώτη ένδειξη της μη ορθολογικής συμπεριφοράς του ερωτώμενου. Από τις 10 επιλογές που έχει ο μαθητής, ο μέσος όρος σημαίνει πως για το σύνολο του δείγματος οι μαθητές επιλέγουν να κρατήσουν το μισό ποσό για τον εαυτό τους και το υπόλοιπο μισό να το δώσουν στο φίλο τους. Ειδικότερα και σύμφωνα με το διάγραμμα 1, 126 μαθητές ή 86,90% του δείγματος επιλέγει να μοιραστεί το ποσό με τον φίλο του. Διάγραμμα 1. Κατανομή s1a 59
Πηγή: Ιδία Επεξεργασία Η μεταβλητή s1b, αποτελεί μια παραλλαγή της s1a. Ο μαθητής βρίσκεται στο προαύλιο μαζί με τον φίλο του και μέσω τηλεφωνικού διαγωνισμού κερδίζει 10 ευρώ και καλείται να απαντήσει το εάν και πως θα μοιραστεί αυτό το ποσό με τον φίλο του. Η μέση τιμή της μεταβλητής s1b είναι 3.33 ενώ ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα είναι πως 41 μαθητές ή 28,28% επιλέγουν να κρατήσουν όλο το ποσό για τον εαυτό τους. Θα λέγαμε πως σε σχέση με το προηγούμενο διάγραμμα οι μαθητές πράττουν λίγο πιο ορθολογικά, αφού το ποσοστό των μαθητών που κρατάνε όλο το ποσό για τον εαυτό τους αυξήθηκε. Διάγραμμα 2. Κατανομή s1b 60
Πηγή: Ιδία Επεξεργασία Η επόμενη ερώτηση του «παιχνιδιού» έχει αντίστροφο χαρακτήρα. Πλέον, ο φίλος του μαθητή κερδίζει 10 Ευρώ και ο ερωτώμενος καλείται να απαντήσει πιο θα ήταν το ελάχιστο ποσό έτσι ώστε να αποδεχθεί τη προσφορά του φίλου του. Η μέση τιμή της μεταβλητής s1c είναι 4,22 ενώ 42% των μαθητών επιλέγουν το ποσό των 5 Ευρώ. Διάγραμμα 3. Κατανομή s1c 61
Πηγή: Ιδία Επεξεργασία Στο δεύτερο σενάριο του παιχνιδιού, επαναλαμβάνονται τα παραπάνω σενάρια με την θεμελιώδη διαφορά πως ο μαθητής καλείται να επιλέξει το εάν θα μοιραστεί το ποσό με κάποιο άλλο συμμαθητή του ο οποίος όμως δεν είναι φίλος του. Για την περίπτωση της μεταβλητής s2α, η μέση τιμή είναι 3, ενώ 32.21% των ερωτώμενων επιλέγουν να κρατήσουν ολόκληρο το ποσό των 10 ευρώ για τον εαυτό τους. Διάγραμμα 4. Κατανομή s2a 62
Πηγή: Ιδία Επεξεργασία. Στην περίπτωση της μεταβλητής s2b, η μέση τιμή είναι 2.83, 35.57% των μαθητών επιλέγουν να κρατήσουν ολόκληρο το ποσό, 32.89% να μοιραστούν το μισό και μόλις 2.68% να παραχωρήσουν ολόκληρο το ποσό. Και σε αυτή την περίπτωση το ποσοστό των μαθητών που επιλέγουν να κρατήσουν όλο το ποσό για τον εαυτό τους αυξάνεται κι άλλο σε σχέση με τη μεταβλητή s1b, από τη στιγμή που μοιράζονται τα χρήματα με συμμαθητή και όχι με φίλο. Διάγραμμα 5. Κατανομή s2b 63
Πηγή: Ιδία Επεξεργασία Η τελευταία ερώτηση της 1ης ενότητας, έχει μέση τιμή 4.29, ενώ 32.89% των μαθητών θα αποδέχονταν ως ελάχιστη προσφορά τα 5 ευρώ. Διάγραμμα 6. Κατανομή s2c 64
Πηγή: Ιδία Επεξεργασία Στην 2η ενότητα του ερωτηματολογίου, περιλαμβάνονται ερωτήσεις που αφορούν οικονομικά, θρησκευτικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών. Σε σχέση με το φύλο, 43.24% είναι γυναίκες και 56.76% είναι άντρες ηλικίας 18 ετών, ενώ σε ποσοστό 97.30% η εθνικότητα των μαθητών είναι ελληνική. 65
Το 95,17% των μαθητών του δείγματος προέρχεται από Ενιαίο Λύκειο, 38.73% ακολουθεί την θεωρητική κατεύθυνση, 20.42% θετική και 40.85% τεχνολογική κατεύθυνση. Το 13.31% των ερωτώμενων έχει μεγαλώσει σε μεγάλη πόλη, ενώ το 46.62% και 32.43% έχει μεγαλώσει σε μικρή πόλη και χωριό αντίστοιχα. Το 46.71% του πατέρα των μαθητών και το 38.26% της μητέρας είναι υπάλληλοι, ενώ το 77.33% των μαθητών έχουν προσωπικό μηνιαίο εισόδημα (χαρτζιλίκι) κάτω των 50 Ευρώ. Οι ερωτώμενοι απαντούν «Κέντρο» στην πολιτική κλίμακα «Δεξιά-Αριστερά» σε ποσοστό 57%, ενώ το 78.38% ανήκει σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα από τους οποίους 93.22% δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Το 39% των μαθητών δηλώνει αρκετά ή πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό του, ενώ 50% δηλώνει αρκετά ή πολύ ευτυχισμένος. Τέλος, 53.38% των μαθητών έχει 3-5 καλούς φίλους, ενώ το 46.30% των μαθητών συζητά τα περισσότερα προσωπικά θέματα με τους φίλους του. Τέλος, έχουμε συμπεριλάβει ερωτήσεις οι οποίες επιχειρούν τη διερεύνηση της αλτρουιστικής συμπεριφοράς. 5 Για παράδειγμα οι μαθητές καλούνται να αξιολογήσουν το πόσο διατεθειμένοι είναι δώσουν οδηγίες σε κάποιο άγνωστο, να δώσουν χρήματα σε κάποιο άγνωστο, να δώσουν εθελοντικά αίμα κ.ο.κ, σε κλίμακα από 0 εως 10, όπου το 10 σημαίνει ανεπιφύλακτη διάθεση. Η μέση τιμή του αθροίσματος των μεταβλητών αλτρουιστικής συμπεριφοράς είναι 6,63, που σημαίνει πως για το σύνολο του δείγματος οι μαθητές εμφανίζουν αρκετά υψηλά επίπεδα αλτρουισμού. Ειδικότερα και σύμφωνα με το διάγραμμα 7, 91 μαθητές ή 64,08% του δείγματος εμφανίζουν υψηλά ποσοστά αλτρουισμού, ενώ μόλις 14% του δείγματος χαμηλά επίπεδα. Διάγραμμα 7. Κατανομή μέσης τιμής αλτρουισμού. 5 Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στις μεταβλητές q2801-q2819 66
Πηγή: Ιδία επεξεργασία. 6.6. Έλεγχος Κατανομής Μεταβλητών 67