ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 11ΟΣ - 15ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ



Σχετικά έγγραφα
29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5/6/2015

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

ΟΜΑΔΑ Α. 1. Να συμπληρώσετε τα κενά στις ακόλουθες προτάσεις: α. Η Αγιά Σοφιά είναι κτισμένη σε ρυθμό... από τους αρχιτέκτονες... και...

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

Ο Αλέξιος Γ Μέγας Κομνηνός

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2016 ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:.ΤΜΗΜΑ:.ΑΡ...

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 13

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Το χρονικό κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μ.χ. Λευκή σελίδα

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β Γυμνασίου

Η Βυζαντινή Κοινωνία (μέρος β ): η πολυπολιτισμικότητα του Βυζαντινού Κράτους

11. Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες. Έρευνα-επιλογή:Μ. Λόος Μετάφραση: Μ. Σκόµπα Επιµέλεια: Β. Καντζάρα

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Ολυμπία Μπάρμπα Μπάμπης Χιώτης Κων/να Μάγγου 2017, Β3 Γυμνασίου

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΠΕΜΠΤΗ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2004 ΟΜΑ Α Α

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ: 323 Π.Χ. 324 Μ.Χ.

ΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

Κεφάλαιο 5 (σελ ) Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΑ

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧ. ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ - ΠΛΑΤΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

ISBN

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Σκεφτείτε: Μπορείτε ακόµα να δείτε:

Φύλλο εργασίας. 1. Από τον «Νουθετικό λόγο» του Κεκαυμένου* προς τον αυτοκράτορα

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ. Ονοματεπώνυμο:.. Τμήμα: Αρ.:.

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγή 21 Τι είναι η Ιστορία; 21 Τότε και τώρα, εκεί και εδώ 24 Το φυσικό περιβάλλον 28 Λίγη περιγραφική Γεωγραφία 29 Επίλογος 32

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 11: 13ος - μέσα 15ου αι.: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Γεώργιος Ακροπολίτης: Βίος και Έργο.

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

εύτερη Ενότητα: Οι Έλληνες κάτω από την οθωµανική και τη λατινική κυριαρχία ( ) Κεφάλαιο 1

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 4459 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

α. Η περίοδος της οθωμανικής κατοχής

ΛΑΝΙΤΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ- IOYNIOY ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Β ΤΑΞΗ

Μικρασιατική καταστροφή

Αρχαία Ρώμη. Ιφιγένεια Λιούπα

Χρονολογία ταξιδιού:στις 8 Ιουλίου του 1497 άρχισε και τελείωσε το 1503

Transcript:

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 11ΟΣ - 15ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ Τουρκόφωνα (τουρανικά) φύλα κατά τον 10ο αιώνα µ.χ. και εξής κινήθηκαν από την αρχική τους κοιτίδα, στην κεντρο-ανατολική στέπα της Ασίας, και απλώθηκαν δυτικά εισδύοντας στους κόσµους του Ισλάµ και της Χριστιανοσύνης. Το αποτέλεσµα ήταν ότι σε διάστηµα περίπου πέντε αιώνων κυριάρχησαν στη Μέση Ανατολή καταλύοντας τις παρακµάζουσες αραβικές δυναστείες της Βαγδάτης και του Καΐρου και στη συνέχεια επικράτησαν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, αντικαθιστώντας τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία ιδιαίτερα µετά το 1204 παρουσίαζε σηµάδια δραµατικής αποσύνθεσης και διάλυσης. Στο ανατολικό του σύνορο από τον 11ο αιώνα εντείνονται οι επιθέσεις των Σελτζούκων, των Αρτουκίδων και των Ντανισµεντιδών, επιδροµές που συνοδεύονται από Τουρκοµάνους νοµάδες της Κεντρικής Ασίας, οι οποίοι από τα τέλη του 13ου αιώνα θα δηµιουργήσουν εµιράτα σε όλη τη Μικρά Ασία. Ένα από αυτά, το ισχυρό οθωµανικό εµιράτο, θα καταφέρει να δεσπόσει όλων των άλλων και να συγκρουστεί µε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία την οποία θα υποτάξει ολοκληρωτικά σε διάστηµα ενάµιση αιώνα, αναλαµβάνοντας τον κυρίαρχο ρόλο στις ιστορικές τύχες της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αναζητώντας τα αίτια της τουρκικής εξάπλωσης Για το Βυζάντιο το 1071 σήµαινε ταυτόχρονα την αρχή του τέλους τόσο της Μικράς Ασίας µε τη σταδιακή διείσδυση των Τούρκων µετά την επικράτησή τους στο Μαντζικέρτ (σηµ. Μαλαζγκίρτ της Τουρκίας) όσο και της Κάτω Ιταλίας, εξαιτίας της νίκης των Νορµανδών του Ροβέρτου Γυισκάρδου στο Μπάρι. Είχε προηγηθεί το οριστικό Σχίσµα των δύο Εκκλησιών, της Ορθόδοξης και της Καθολικής, το 1054, µε αποτέλεσµα το παπικό κράτος να επηρεάζει αρνητικά τους ηγεµόνες της Δύσης κατά του Βυζαντίου τους επόµενους κρίσιµους αιώνες για την αντιµετώπιση των ποικιλώνυµων εχθρών εξ Η ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξαίρετο δείγµα

Ανατολής. Στα χρόνια, λοιπόν, της προϊούσας εξάπλωσης των τουρκικών φύλων κατά τον 11ο αιώνα, η διεθνής συγκυρία δεν ήταν ευνοϊκή για το Βυζάντιο, το οποίο όχι µόνο δεν µπορούσε να προσµένει µια ουσιαστική βοήθεια από τη Δύση, αλλά αντίθετα πάντοτε παραµόνευε απειλητικός ο κίνδυνος µιας δυτικής εισβολής, που έµελλε να πραγµατοποιηθεί το 1204 µε την εκτροπή της Δ Σταυροφορίας, την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και τον διαµελισµό της αυτοκρατορίας σε λατινικά βασίλεια. Ωστόσο, και στο εσωτερικό µέτωπο, στα χρόνια µετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Βασίλειου Β Βουλγαροκτόνου (1025) και για περίπου έξι δεκαετίες το κύριο χαρακτηριστικό στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου ήταν η σκληρή αντιπαράθεση µεταξύ των εκπροσώπων της πολιτικής-διοικητικής γραφειοκρατίας της πρωτεύουσας και των εκπροσώπων της στρατιωτικής «φεουδαρχικής» αριστοκρατίας των επαρχιακών κέντρων, οι οποίοι βαθµιαία απέκτησαν µεγάλη δύναµη και προσπαθούσαν να απορροφήσουν τους ελεύθερους καλλιεργητές και τους κλήρους τους. Οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονοµικές εξελίξεις λοιπόν που πυροδοτήθηκαν από αυτή την αντιπαράθεση, όπως η επέκταση του δικαιώµατος φοροσυλλογής και η ανελέητη φορολογική καταπίεση των επαρχιών, η κατάργηση µιας σειράς ευνοϊκών για τις φτωχότερες αγροτικές µάζες µέτρων επί Ρωµανού Γ Αργυρού (1028-34), η πώληση αξιωµάτων και ιδιαίτερα το καταστροφικό µέτρο του Κωνσταντίνου Θ Μονοµάχου για εξαργυρισµό (εξαγορά) της στρατιωτικής θητείας, µέτρο που είχε ως αποτέλεσµα την αύξηση του µισθοφορικού στοιχείου στον αυτοκρατορικό στρατό, ο οποίος έφτασε στην πλειοψηφία του να αποτελείται από Νορµανδούς, Άγγλους, Ρώσους, Γεωργιανούς, Άραβες, Πατζινάκους Τούρκους αλλά και από Σελτζούκους της Ανατολίας µε ολέθριες συνέπειες ως προς την αποτελεσµατικότητά του, η υποτίµηση του νοµίσµατος, του βυζαντινού solidus, που δίκαια είχε χαρακτηριστεί για τη µέχρι τότε σταθερότητα και αξιοπιστία του το δολάριο του Μεσαίωνα, υποτίµηση που έλαβε χώρα κατά την περίοδο 1071-81, η εµφάνιση των Βενετών στον ρόλο των σηµαντικότερων εµπόρων της αυτοκρατορίας, όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στην κατάρρευση του βυζαντινού στρατιωτικού και διοικητικού συστήµατος. Καταλαβαίνουµε ίσως έτσι καλύτερα ότι η κατάρρευση των Βυζαντινών το 1071 και το 1176 ήταν αποτέλεσµα µακροχρόνιων εξελίξεων και όχι απλώς µεµονωµένων γεγονότων, δηλαδή της νίκης των Σελτζούκων στο Μαντζι-

κέρτ και στο Μυριοκέφαλο αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, µετά το 1025, αλλεπάλληλα ήταν τα στασιαστικά κινήµατα και οι εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα από επαρχιακούς άρχοντες και στρατιωτικούς αξιωµατούχους για κατάληψη του θρόνου και ανάληψη της κεντρικής εξουσίας. Στα κινήµατα αυτά µε τις ολέθριες επιπτώσεις για το βυζαντινό κράτος αναµείχθηκαν µέλη των επιφανέστερων βυζαντινών οικογενειών (οίκων). Ακόµη και ο Γεώργιος Μανιάκης, η µεγαλύτερη στρατιωτική µορφή της εποχής, στράφηκε (1043) εναντίον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ Μονοµάχου, αλλά αποκρούστηκε την τελευταία στιγµή από δυνάµεις που παρέµεναν πιστές στον τελευταίο. Επίσης, ο βυζαντινο-αρµενικής καταγωγής Λέων Τορνίκιος, υπεύθυνος για την «τροµερότερη φεουδαρχική εξέγερση της εποχής» (Τ. Λουγγής), το 1047 έφτασε πολύ κοντά στην κατάληψη της Βασιλεύουσας, που όµως αποφεύχθηκε την πιο κρίσιµη στιγµή. Είναι χαρακτηριστικό της έντασης της περιόδου, ότι η κάθε πλευρά πλήρωνε αδρά για να κερδίσει την εύνοια των τουρκόφωνων αρχηγών που είχαν ήδη κάνει αισθητή την εµφάνισή τους στα εδάφη της Μικράς Ασίας και να εξασφαλίσει τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Σε µια εποχή λοιπόν που οι εξωτερικές πιέσεις άρχισαν να γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνες, η προµελετηµένη και συνειδητή παραµέληση των ντόπιων στρατών, ιδιαίτερα από τους γραφειοκράτες που προσπαθούσαν µε αυτό τον τρόπο να αµυνθούν αποδυναµώνοντας τον στρατιωτικό µηχανισµό και στη συνέχεια η εξάρτηση από πολυέξοδα και λιγότερο αξιόπιστα µισθοφορικά στρατεύµατα που δεν είχαν καµία νοµιµοφροσύνη και τα οποία µάλιστα, όταν καθυστερούσε η πληρωµή τους, δεν δίσταζαν να λεηλατούν και να ερηµώνουν τις περιοχές ακριβώς που υποτίθεται ότι είχαν εκµισθωθεί να υπερασπίζονται ή και να αποσκιρτούν στους Τούρκους, οδήγησαν στη σταδιακή απώλεια της Μικράς Ασίας από τις τουρκικές ορδές. Βυζάντιο και Σελτζούκοι Τούρκοι Οι Σελτζούκοι αποτελούσαν κατά το δεύτερο µισό του 10ου αιώνα τη σηµαντικότερη τουρκόφωνη φυλή στις κεντροασιατικές στέπες. Ασπάστηκαν το Ισλάµ στη σουνιτική (δηλαδή ορθόδοξη) εκδοχή του γύρω στο 960 και µολονότι διατήρησαν τις νοµαδικές τους συνήθειες, εγκαταστάθηκαν περίπου αυτή την εποχή, µε ηγέτη τους τον δυνα- µικό φύλαρχο Σελτζούκ, στην Υπερωξιανή, περιοχή που περικλείεται από τους ποτα- Χάρτης της Κωνσταντινούπολης πριν από το 1442 χειρόγραφο Επέλαση του βυζαντινού στρατού υπό την ηγεσία του

µούς Ώξο (Αµού Νταρυά) και Ιαξάρτη (Συρ Νταρυά). Μέσα σε διάστηµα µισού αιώνα από την πρώτη τους εµφάνιση στην Αρµενία (1016-17) κατάφεραν να ιδρύσουν µια αυτοκρατορία που απλωνόταν από το Αφγανιστάν µέχρι τη Μικρά Ασία. Αποκορύφωµα Η στρατιωτική παρακµή του Βυζαντίου Τόσο ο ιστοριογράφος Μιχαήλ Ατταλειάτης, που υπηρέτησε ως αξιωµατικός του στρατού σε πολλές εκστρατείες στην Ανατολή και παρευρέθηκε στη µάχη του Μαντζικέρτ, όσο και ο Γεώργιος Κεδρηνός, µας δίνουν πληροφορίες από πρώτο χέρι για τη στρατιωτική παρακµή του Βυζαντίου στα µέσα του 11ου αιώνα και εξής: «Οι ίδιοι οι στρατιώτες εγκατέλειψαν τα όπλα τους και τη στρατιωτική θητεία και έγιναν δικηγόροι, λάτρεις νοµικών προβληµάτων και ερωτηµάτων» (Κεδρηνός ΙΙ, 652). «Οι Τούρκοι που έκαναν επιδροµές στα ανατολικά εδάφη της αυτοκρατορίας βρέθηκαν αντιµέτωποι µε τους στρατούς της Ρωµανίας που στρατοπέδευαν στη Μεσοποταµία, και ιδιαίτερα γύρω από τη Μελιτηνή. Οι στρατιώτες όµως αυτοί, απλήρωτοι και µη εφοδιασµένοι, βρίσκονταν σε στερηµένη και εξαθλιωµένη κατάσταση» (Ατταλειάτης, 93). Όταν ο Ρωµανός ο Διογένης προσπαθούσε να συγκεντρώσει στρατό για την πρώτη του µεγάλη εκστρατεία κατά των Σελτζούκων το 1068 βρήκε τον στρατό σε πρωτοφανή εξαθλίωση: «Ο αυτοκράτορας ξεκίνησε για την εκστρατεία βιαστικά, µε στρατό που δεν άρµοζε σε αυτοκράτορα των Ρωµαίων τον αποτελούσαν Μακεδόνες, Βούλγαροι, Καππαδόκες, Ούζοι και άλλοι ξένοι που έτυχε να βρίσκονται εκεί, καθώς επίσης Φράγκοι και Βαράγγοι έβλεπε κανείς το απίθανο αυτό θέαµα: οι περίφηµοι στρατιώτες των Ρωµαίων, που είχαν υποτάξει Ανατολή και Δύση, δεν ήταν τώρα παρά λίγοι άνδρες, τσακισµένοι από τη φτώχεια και το άγχος και άοπλοι. Αντί για σπαθιά και άλλα στρατιωτικά όπλα κρατούσαν κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια και τους έλειπαν τα άλογα και άλλα στρατιωτικά εφόδια Ήταν δειλοί και φυγόµαχοι και φαίνονταν ανίκανοι για οποιαδήποτε γενναία πράξη. Ακόµα και τα λάβαρα µιλούσαν σιωπηλά: ήταν καταθλιπτικά, σε άθλια κατάσταση, µαυρισµένα σαν από πυκνό καπνό, και µε λίγους και φτωχούς άνδρες από πίσω τους. Όσοι είδαν αυτό το θέαµα έπεσαν σε κατάθλιψη καθώς αναλογίζονταν πόσο χαµηλά είχαν ξεπέσει οι στρατοί των Ρωµαίων Σε αντίθεση, οι στρατιώτες του εχθρού ήταν τολµηροί, επίµονοι, πεπειραµένοι και γενικά κατάλληλοι για πόλεµο» (Κεδρηνός, ΙΙ, 668-9). Δαχτυλίδι του ιστορικού Μιχαήλ Ατταλειάτη, του 11ου αιώνα

της πορείας τους προς τα δυτικά ήταν η κατάκτηση και η θριαµβευτική είσοδός τους στη Βαγδάτη το 1055, όπου έγινε και η περίφηµη συνάντηση του Τογρούλ Μπεγ, ενός από τους δύο εγγονούς του Σελτζούκ, µε τον Αββασίδη χαλίφη αλ-καΐµ (1031-75), ο οποίος από εκεί και πέρα δέχτηκε την πολιτική και στρατιωτική επικυριαρχία των Σελτζούκων, κρατώντας για λογαριασµό του µόνο τη θρησκευτική πλευρά του τίτλου του ως εκπροσώπου (χαλίφη) του Προφήτη του Ισλάµ, Μωάµεθ. Ο Τογρούλ Μπεγ (1038-63) θεωρείται ο ιδρυτής της δυναστείας των Μεγάλων Σελτζούκων της Βαγδάτης, και έως τον θάνατό του (1063) κατόρθωσε να ιδρύσει τον πυρήνα µιας αχανούς αυτοκρατορίας, παγιώνοντας τη δύναµή του στη Μεσοποταµία και στο Ιράν και έχοντας ενσωµατώσει µέσα στη δεκαετία 1050-60 το Αζερµπαϊτζάν και µέρος της Αρµενίας. Μετά τον Τογρούλ και ο επόµενος σουλτάνος, ο Αλπ Αρσλάν, το δυνατό λιοντάρι (1063-1072/3), συνέχισε τις κατακτήσεις, µε κυριότερη επιτυχία αρχικά την πλήρη κατάκτηση της Αρµενίας (λεηλασία του Ανίου το 1064). Είχε προηγηθεί η κατάκτηση και λεηλασία (1049) της Αρτζέ, σπουδαίου εµπορικού κέντρου κοντά στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούµ) και της Μελιτηνής (1057). Είναι επίσης η περίοδος των αλλεπάλληλων επιδροµών των Πατζινάκων στα Βαλκάνια, γεγονός που εξανάγκασε τον αυτοκράτορα να αποσύρει στρατεύµατα από την Ανατολή για να ενισχύσουν τον βυζαντινό στρατό στις εκστρατείες στο βαλκανικό µέτωπο. Η βαριά ήττα του βυζαντινού στρατού στο Μαντζικέρτ το 1071 από τις δυνάµεις του Αλπ Αρσλάν εγκαινίασε τη µόνιµη εγκατάσταση των Τούρκων στο µικρασιατικό έδαφος, ενώ κύµατα Τουρκοµάνων νοµάδων άρχισαν να εγκαθίστανται στο παραβιασµένο σύνορο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τη δεκαετία που ακολούθησε µέχρι την άνοδο της δυναστείας των Κοµνηνών στον αυτοκρατορικό θρόνο (1071-81), οι Σελτζούκοι συνέχισαν να προελαύνουν προς τα δυτικά σχεδόν ανενόχλητοι, επωφελούµενοι από τις εντεινόµενες δυναστικές έριδες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και τη σχεδόν ανεξέλεγκτη δράση των µισθοφορικών στρατευµάτων της. Τουρκική αφίσα του 1971 στην οποία αναπαρίσταται ο Αρπ Το σουλτανάτο του Ρουµ Το 1080 η Σελτζουκική αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τον ποταµό Ώξο στην κεντρική Ασία µέχρι την ανατολική Μικρά Ασία, διασπάστηκε και τα µικρασιατικά εδάφη αποτέλεσαν το σουλτανάτο του Ρουµ (Rûm), µε πρωτεύουσα (την περίοδο

1080-1097) τη Νίκαια, σχεδόν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Το σουλτανάτο δηµιουργήθηκε από τους απογόνους ενός από τους ισχυρότερους Σελτζούκους φυλάρχους, του Σουλεϊµάν ιµπν Κουτλουµούς (1080/1-1085/6). Στην πραγµατικότητα, ο Κουτλουµούς εγκαταστάθηκε στη Νίκαια µε τη βοήθεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α Κοµνηνού, ο οποίος επιχείρησε µε αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο να έχει τον έλεγχο της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, αφού το νέο αυτό σουλτανάτο δεν το αναγνώρισε ποτέ ο αντίζηλος σουλτάνος της Βαγδάτης, Μαλίκ Σαχ (1072/3-92). Η υιοθεσία του όρου σουλτανάτο του Ρουµ φανερώνει την επιθυµία των Σελτζούκων να συνδέσουν τη νέα τους επικράτεια µε τον µεσαιωνικό Ανατολικό Ελληνισµό, αφού εδαφικά το σουλτανάτο τους εδραιώθηκε πάνω στις πρώην κτήσεις των Ρωµαίων (= Βυζαντινών). Σε αυτό το σηµείο αξίζει να τονίσουµε ότι η εχθρότητα των ανατολικών χριστιανικών λαών προς τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, σε συνδυασµό µε τη θρησκευτική ανοχή, τη µετριοπάθεια και τη φορολογική ελάφρυνση από τους Σελτζούκους και άλλες προοθωµανικές τουρκόφωνες δυναστείες προς τους χριστιανικούς πληθυσµούς της Μικράς Ασίας, υποβοήθησαν τη σταδιακή παρακµή και πτώση της βυζαντινής κυριαρχίας. Τόσο ο Σουλεϊµάν Κουτλουµούς όσο και ο Μαλίκ Σαχ της Βαγδάτης συµπεριφέρθηκαν πραγµατικά µε µετριοφροσύνη και ανθρωπισµό προς τους χριστιανικούς πληθυσµούς, απαλλάσσοντάς τους από τη βαριά φορολογία, που την αντικατέστησαν µε έναν ετήσιο συµβολικό κεφαλικό φόρο (caput). Το ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά τα στοιχεία τα αντλούµε από χριστιανικές πηγές (βυζαντινή ιστοριογραφία, Ματθαίος Έδεσσας, Μπαρ Εβραίος, Μιχαήλ Σύρος). Γνωρίζουµε για παράδειγµα ότι στις αρχές του 12ου αιώνα οι χριστιανοί κάτοικοι της Μελιτηνής εκτιµούσαν τόσο πολύ τον Σελτζούκο σουλτάνο του Ρουµ, Κιλίτζ Αρσλάν Α (1092-1107), λόγω των ευνοϊκών µέτρων που πήρε για την προστασία τους, ώστε αναφέρονται να θρηνούν τον θάνατό του (1107), όπως εξάλλου έγινε και µε τον Γκιουµουστεγκίν (1104/6-34), τον Ντανισµεντίδη εµίρη της Σεβάστειας. Κοµνηνοί και Ανατολή Η πληµµυρίδα της τουρκικής προέλασης ανακόπηκε στα χρόνια της δυναστείας των Κοµνηνών (1081-1185), αυτοκρατόρων που διέθεταν αξιόλογες πολιτικές και στρατι-

ωτικές ικανότητες, ενώ η καταγωγή τους από τη Μικρά Ασία τους καθιστούσε ιδιαίτερα ευαίσθητους στο ενδεχόµενο της οριστικής απώλειας των µικρασιατικών εδαφών. Πρώτος ο Αλέξιος Α εξουδετέρωσε τον Σελτζούκο πειρατή Τζαχά, ο οποίος είχε καταλάβει τη Σµύρνη (1081) και µε τον στόλο του από µικρά ευέλικτα πλοία έφτασε να απειλεί τις ακτές της Προποντίδας και τα νησιά του Αιγαίου (1092). Η διπλωµατική ευελιξία του Αλέξιου Α φάνηκε και κατά τη διάρκεια της Α Σταυροφορίας (1096-7), αφού πέτυχε να παραδοθούν στην αυτοκρατορία όσες περιοχές της Μικράς Ασίας καταλήφθηκαν από τους Σταυροφόρους. Πράγµατι, η Νίκαια, η σελτζουκική πρωτεύουσα, πολιορκήθηκε από τους Σταυροφόρους και τις πολιορκητικές µηχανές του Βυζαντίου, χωρίς τις οποίες θα ήταν αδύνατη η κατάληψη µιας πόλης µε τριακόσιους πύργους. Τελικά, η Νίκαια παραδόθηκε µε µυστική συµφωνία στους Βυζαντινούς τον Ιούνιο του 1097, οι οποίοι στο εξής άρχισαν µεθοδικά να αποκαθιστούν την εξουσία τους στη δυτική, νότια και νοτιοανατολική Μικρά Ασία καθώς και στα παράλια της Συρίας (έως το 1107). Στη µάχη του Δορύλαιου (Ιούλιος 1097) οι Σελτζούκοι του Κιλίτζ Αρσλάν Α Ένας Σελτζούκος Τούρκος ιδρυτής µονής του Αγίου Όρους Ο Σουλεϊµάν Κουτλουµούς έγινε ιδιαίτερα δηµοφιλής ανάµεσα στους χριστιανικούς πληθυσµούς της Μικράς Ασίας, καθώς τους απάλλαξε από την επαχθή βυζαντινή φορολογία. Ο Αλέξιος Α αντιµετώπισε διπλωµατικά τον Σουλεϊµάν, παραχωρώντας του συµβολικά τον τίτλο του «σουλτάν» και στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης ευνόησε την αποστολή ενός από τους αδελφούς του στο Άγιον Όρος, γεγονός που συνδέεται µε την εκεί ίδρυση της Ιεράς Μονής Κουτλουµουσίου. Φαίνεται ότι ο αδελφός του Σουλεϊµάν, ίσως και ο ίδιος ο Σουλεϊµάν, ασπάστηκαν τον Χριστιανισµό στη διάρκεια των επαφών τους µε τον βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ Βοτανειάτη, και όταν έφτασε στο Άγιον Όρος έγινε κτήτορας της Μονής και αγιορείτης µοναχός. Σύµφωνα µε τους συντάκτες των αγιορείτικων εικονογραφηµένων µικρογραφιών του Αγίου Όρους, ο ιδρυτής του συγκεκριµένου µοναστηριού ήταν πράγµατι απόγονος του Κουτλουµούς, αλλά όχι γιος ή αδελφός του, έζησε τον 13ο αιώνα, λεγόταν Αλαεδδίν Μπου και η µητέρα του ήταν χριστιανή. Ο ίδιος ασπάστηκε τον Χριστιανισµό, πήρε το όνοµα Κωνσταντίνος και ίδρυσε τη µονή (Α. Σαββίδης, «Τούρκοι και Βυζάντιο», σ. 25-6, 117). Άποψη του καθολικού της µονής Κουτλουµουσίου στο Άγιον

συντρίφθηκαν από τους Σταυροφόρους, οι οποίοι ύστερα από πολιορκία εννέα µηνών έγιναν κύριοι της Αντιόχειας (Ιούνιος 1098), την οποία ωστόσο ο Νορµανδός Βοη- µούνδος αρνήθηκε να επιστρέψει στο Βυζάντιο. Αποκορύφωµα των σταυροφορικών επιχειρήσεων ήταν ασφαλώς η κατάληψη της Ιερουσαλήµ τον Ιούλιο του 1099, που συνοδεύτηκε µε λουτρό αίµατος µουσουλµάνων και Ιουδαίων (είχε καταληφθεί από τους Σελτζούκους το 1077 µετά τη συντριβή των Φατιµίδων της Αιγύπτου), ενώ στις αναµφισβήτητες επιτυχίες τους συγκαταλέγεται και η κατάληψη της Έδεσσας από τον Βαλδουίνο, ο οποίος µάλιστα έκοψε και νοµίσµατα µε ελληνικές λέξεις: «Balduinos doulos tou Stavrou» (Βαλδουίνος δούλος του Σταυρού). Μετά τον Αλέξιο και ο διάδοχος και γιος του Ιωάννης Β συνέχισε την προέλαση στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας µε επανειληµµένες εκστρατείες, περιορίζοντας την επικράτεια του σελτζουκικού σουλτανάτου στα υψίπεδα της κεντρικής Ανατολίας (µε νέα τους πρωτεύουσα το Ικόνιο µετά την κατάληψη της Νίκαιας από τους Βυζαντινούς το 1097). Μεταξύ του 1130 και 1135 ο Ιωάννης οργάνωσε τις πιο σηµαντικές του εκστρα- Ένας Πόντιος νεοµάρτυρας, ο Θεόδωρος Γαβράς «Την ίδια περίοδο (τέλη 11ου αιώνα) οι Γαβράδες, αριστοκρατική οικογένεια του Πόντου εξεδίωξαν τους Σελτζούκους κατοχυρώνοντας την κυριαρχία της αυτοκρατορίας στην περιοχή του Πόντου. Δυστυχώς θύµα της προσπάθειας αυτής υπήρξε ο Θεόδωρος Γαβράς, άρχοντας της Τραπεζούντας, ο οποίος έπεσε στα χέρια του Τούρκου Αµίρ Αλί (Αµιραλή) στην περιοχή του Παϊπέρτ-Ερζερούµ (το 1098 περίπου) και αφού αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, οι βασανιστές του τον κατακρεούργησαν ζωντανό, ο δε Αµιραλής έφτιαξε από το κρανίο του χρυσό κύπελλο. Το κρανίο µεταφέρθηκε επισήµως µεταξύ 1115-1140 στην Τραπεζούντα όπου έγινε το επίκεντρο της λατρείας του νεοµάρτυρος. Το νέο µαρτυρολόγιο περιλαµβάνει πολλές παρόµοιες περιπτώσεις, µε πιο χαρακτηριστική αυτή του Νικήτα του Νέου, περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισµούς του Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και αργότερα του Σχολάριου, ότι το φαινόµενο των νεοµαρτύρων αποτέλεσε ση- µαντικό στοιχείο της θρησκευτικής ιστορίας της Ανατολής από τον 11ο αιώνα και εξής». (Σ. Βρυώνης, «Η παρακµή του µεσαιωνικού Ελληνισµού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαµισµού», Αθήνα 1996, σ. 320-1). Η κατάληψη της Νίκαιας από τους Σταυροφόρους το 1097 Νοµίσµατα της εποχής του Θεόδωρου Γαβρά των τελών του

τείες του εναντίον των Τουρκοµάνων και των Ντανισµεντιδών στον βορρά, εκµεταλλευόµενος τις τεταµένες σχέσεις τους µε το σουλτανάτο του Ικονίου. Λίγο αργότερα, το 1139-40, οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν κατά της Νεοκαισάρειας του Πόντου σκορπώντας τον τρόµο σε όλη την Ανατολή. Ο Μιχαήλ ο Σύρος γράφει πολύ χαρακτηριστικά διεκτραγωδώντας τον φόβο που διακατείχε τους µουσουλµάνους ηγέτες της περιοχής: «Όταν ο αυτοκράτορας επιτέθηκε κατά της Νεοκαισάρειας, η οργή των Τούρκων κατά των χριστιανών φούντωσε σε όλα τα εδάφη που κατείχαν. Έσφαζαν όποιον ανέφερε το όνοµα του αυτοκράτορα, ακόµα και τυχαία, και έπαιρναν τα παιδιά του και το σπίτι του. Έτσι σκοτώθηκαν πολλοί στη Μελιτηνή και αλλού, µέχρι που ξαφνικά ο αυτοκράτορας έφυγε». Παρόλα αυτά η εκστρατεία κατά της Νεοκαισάρειας απέτυχε, συνοδεύτηκε όµως τελείως συµπτωµατικά από τον θάνατο του ηγέτη των Ντανισµεντιδών και τον διαµελισµό του εµιράτου τους σε τρία εχθρικά και αντιµαχόµενα µεταξύ τους κρατίδια, προς όφελος φυσικά των Σελτζούκων του Ικονίου που λίγα χρόνια αργότερα (1177/8) τους ενσωµάτωσαν αλλά και των Βυζαντινών που ξαλάφρωναν τουλάχιστον από έναν βραχνά. Ο γιος του Ιωάννη, Μανουήλ Α Κοµνηνός, τελείως εξωπραγµατικά οραµατίστηκε να ανασυστήσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία δίνοντάς της την αίγλη που είχε επί Ιουστινιανού Α. Εξεδίωξε τους Τουρκοµάνους από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία και µετά το 1146 επιτέθηκε ακόµα και στο Ικόνιο, βεβηλώνοντας τα κοιµητήρια των µουσουλµάνων που βρίσκονταν έξω από τα τείχη. Ωστόσο, εγκατέλειψε την πολιορκία µετά την Ντανισµεντίδες, µια σηµαντική τουρκόφωνη-µουσουλµανική δύναµη στη Μικρά Ασία Το όνοµα Danishmend είναι περσικό και σηµαίνει τον µορφωµένο, τον σοφό. Οι Ντανισµεντίδες (τουρκ. Danişmendler ή Danişmendliler) «υπήρξαν οι πρώτοι που οργάνωσαν µουσουλµανικό κράτος µε το όνοµα Ρουµ (=Ρωµανία) στη Μικρά Ασία περί την Σεβάστειαν» (Κ. Άµαντος, «Ιστορία του Βυζαντινού κράτους», ΙΙ, Αθήνα 1977², σ. 272), ένα εµιράτο που διαδραµάτισε καθοριστικό ρόλο στις περιοχές της Καισάρειας (Kayseri), Σεβάστειας (Sivas), Μελιτηνής (Malatya) και Κασταµώνας ή Κασταµονής (Kastamonu) για έναν αιώνα περίπου, από το 1071 ή 1085 έως την ενσωµάτωσή τους από τους Σελ- Άποψη βυζαντινού κάστρου του 12ου αιώνα στην Κασταµονή.

τζούκους του Ικονίου το 1177/8. Στις βυζαντινές πηγές οι Ντανισµεντίδες ονοµάζονται «Τανισµάναι» και «Περσοαρµένιοι», ο δε αρχηγέτης τους Μαλίκ Ντανισµέντ Γαζί, αποκαλείται από την Άννα Κοµνηνή «Τανισµάν ο σουλτάν». Τη ζωή και τα κατορθώµατα του Μαλίκ, ο οποίος, σύµφωνα µε τις παραδόσεις είχε ελληνίδα µητέρα, εξιστορεί το επικόιστορικό ποίηµα «Ντανισµέντ-ναµέ» (βιβλίο του Ντανισµέντ), το οποίο θεωρείται από τους ειδικούς ότι σχηµατίστηκε από την προφορική παράδοση κατά τον 11ο ή αρχές του 12ου αιώνα, αλλά καταγράφηκε στα µέσα του 13ου αιώνα. Ο ήρωας Μαλίκ συνδέεται µε τον παλιό πολεµιστή για την εξάπλωση της ισλαµικής πίστης, τον Άραβα Σαγγίτ Μπαττάλ Γαζί (Sayyid Battal Gazi), που είχε σκοτωθεί το 740 σε πόλεµο κατά των Βυζαντινών. Τους επικούς αγώνες του Ιωάννη Κοµνηνού κατά των Ντανισµεντίδων εµίρηδων υµνεί στα ιστορικά στιχουργήµατά του, τα Προδροµικά, ο αρχαιοµαθής Θεόδωρος Πρόδροµος (Α. Σαββίδης, «Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο», σ. 137-43). άφιξη µουσουλµανικού στρατού από Ντανισµεντίδες, καθώς µετά δυσκολίας κατάφερε να αποµακρύνει τον στρατό του από το µικρασιατικό οροπέδιο. Την εποχή αυτή (β µισό 12ου αιώνα) χρονολογούνται και οι διπλωµατικές επαφές του Μανουήλ και των διαδόχων του µε τους δύο σηµαντικότερους µουσουλµάνους ηγέτες της εποχής, τον τουρκόφωνο κυβερνήτη της Δαµασκού Νουρεντίν (1147-74) και τον Σαλαντίν (1169-93). Το 1158/9 η µεγάλη επιτυχία του Μανουήλ µε την ανακατάληψη της Αντιόχειας µε τη συνδροµή των Σταυροφόρων, έκανε τον Νουρεντίν να αλλάξει άρδην την πολιτική του, υπογράφοντας µάλιστα και συνθήκη µε το Βυζάντιο (1159), µε ανταλλαγές δώρων και υποσχέσεων για κοινή δράση κατά του νέου σουλτάνου του Ικονίου, Κιλίτζ Αρσλάν Β (1156-92). Ωστόσο, στο τέλος του 1161, µετά την ήττα του από τον βυζαντινό στρατό, ο Κιλίτζ Αρσλάν Β έκανε ειρήνη µε τον Μανουήλ και το 1162 έλαβε χώρα το περίφηµο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη. Διπλωµατικά, το ταξίδι του στέφθηκε µε επιτυχία, διότι αφέθηκε ήσυχος να αντιµετωπίσει ενδοδυναστικά προβλήµατα αφενός αλλά και τον ανταγωνισµό µε τους Ντανισµεντίδες που είχε ενταθεί. Έτσι ο πανούργος Κιλίτζ Αρσλάν Β κατόρθωσε να γείρει την πλάστιγγα προς τη µεριά του, ενώ αντίθετα οι διπλωµατικές σχέσεις Βυζαντίου-Νουρεντίν, όπως ήταν αναµενόµενο, επιδεινώθηκαν.

Φυσικά, αυτές οι συχνές αλλαγές πλεύσης στην πολιτική των Κοµνηνών µε τους τουρκόφωνους λαούς της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, όχι µόνο δεν απέφεραν κανένα θετικό αποτέλεσµα, αλλά µάλλον χειροτέρευσαν µακροπρόθεσµα τη θέση του Βυζαντίου. Ο διάδοχος του Νουρεντίν µετά τον θάνατό του (1174), ο φηµισµένος Κούρδος στρατηγός και κυρίαρχος της Αιγύπτου, Σαλαντίν, ιδρυτής της δυναστείας των Αγγιουβιδών, µε µια εντυπωσιακή αντεπίθεση κατά των Σταυροφόρων πέτυχε µε τη µάχη του Χαττίν την ανακατάληψη της Ιερουσαλήµ (1187), όπου σε αντίθεση µε τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Φράγκοι το 1099, εκείνος φέρθηκε µε µεγάλη επιείκεια στους χριστιανούς και Εβραίους αιχµαλώτους. Παράλληλα, ο Σαλαντίν προσπάθησε να συνάψει διπλωµατικές σχέσεις µε το Βυζάντιο, προκειµένου να αντιµετωπιστεί η λαίλαπα των σταυροφόρων της Δύσης. Δυστυχώς, το Βυζάντιο δεν µπόρεσε να εκµεταλλευτεί τις δύο συµφωνίες µε τον Σαλαδίνο (1184/5 και 1189) για να ανακαταλάβει τη Μικρά Ασία. Ουσιαστικά το Βυζάντιο έχασε την ευκαιρία να συνάψει ουσιαστικές συµµαχίες, παλαιότερα µε τους Φατιµίδες της Αιγύπτου και στα χρόνια αυτά µε τους Ζενγκίδες (Νουρεντίν και Σαλαντίν) και Αγγιουβίδες, συµµαχίες που θα είχαν προλάβει πιθανότατα την καταστροφή του Μυριοκέφαλου και θα είχαν ίσως οδηγήσει σε µερική τουλάχιστον ανακατάληψη εδαφών της Μικράς Ασίας. Παρά την προσέγγιση των Βυζαντινών µε τους Σελτζούκους, ιδιαίτερα µετά την επίσκεψη του Κιλίτζ Αρσλάν στην Κωνσταντινούπολη, οι τουρκοµανικές επιδροµές στα χριστιανικά εδάφη δεν σταµάτησαν, µε αποτέλεσµα να ξεσπάσει νέος πόλεµος µε τους Σελτζούκους, ιδιαίτερα µετά τη συµµαχία του Σελτζούκου ηγεµόνα µε τον Φρειδερίκο Α Βαρβαρόσα (1173/4). Ο βυζαντινός στρατός εξαντληµένος από τον κλεφτοπόλεµο µε τους Τουρκοµάνους και τις επιδηµίες, παγιδεύτηκε στις 17 Σεπτεµβρίου 1176 και καταστράφηκε στο Μυριοκέφαλο, ορεινή περιοχή της Φρυγίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Σελτζούκος σουλτάνος µολονότι φαινόταν να βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από τους Βυζαντινούς, έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα µε όρους ειρήνης, τις οποίες δυστυχώς ο Μανουήλ απέρριψε, παραγνωρίζοντας τις δυσκολίες που αντιµετώπιζε ο στρατός του και τις έντονες διαφωνίες των έµπειρων στρατηγών του. Πολλοί ονοµαστοί Βυζαντινοί στρατηγοί έπεσαν στο πεδίο της µάχης και ο Μανουήλ αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη µε τον ελληνικής καταγωγής απεσταλµένο του νικητή σουλτάνου, τον Μιχαήλ Γαβρά. Επιχρυσωµένο κουτί κοσµηµάτων των Φατιµίδων της Αιγύ- Ο βασιλιάς Φρειδερίκος Βαρβαρόσα ηγήθηκε µεταξύ άλλων

Μετά τη νίκη αυτή το σουλτανάτο του Ικονίου έφτασε σε µεγάλη ακµή, ενώ για τους Βυζαντινούς σήµανε το τέλος της βυζαντινής αντεπίθεσης που είχε αρχίσει ο Αλέξιος Α. Ο στρατός τους είχε σοβαρές απώλειες και δόθηκε το τελειωτικό χτύπηµα στα όνειρά τους για επανάκτηση της Μικράς Ασίας, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε σε όλο της το µεγαλείο η υποβόσκουσα εχθρότητα που έτρεφαν οι χριστιανικοί πληθυσµοί της Ανατολής, οπαδοί του µονοφυσιτισµού στην πλειονότητά τους, κατά του ορθόδοξου Βυζαντίου, καθώς ήταν πεπεισµένοι ότι ο ερχοµός και η επικράτηση των Τούρκων ήταν θεόσταλτο δώρο προς αυτούς για να τιµωρηθεί η αλαζονεία των πρώην καταπιεστών Ένας Τούρκος σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη τον 12ο αιώνα Η τρίµηνη επίσκεψη του Κιλίτζ Αρσλάν Β στην Κωνσταντινούπολη περιγράφεται γλαφυρά από τον Νικήτα Χωνιάτη και τον Κίνναµο, όπου οι Βυζαντινοί τον υποδέχτηκαν µε πολλές τιµές, του δόθηκαν πλούσια δώρα, συµµετείχε ως τιµώµενο πρόσωπο σε γιορτές και συµπόσια της βυζαντινής αυλής, ενώ παρακολούθησε αγώνες στον ιππόδροµο, όπου υπέστη και τη γελοιοποίηση από τα µέλη των συντεχνιών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το φαντασµαγορικό θέαµα µιας ναυτικής εκδήλωσης κατά την οποία έγινε επίδειξη της ισχύος του υγρού πυρός σε εικονική ναυµαχία µε µικρές λέµβους και ακάτια. Σύµφωνα µε τους όρους της συνθήκης που υπογράφηκε, ο σουλτάνος ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει µερικά µικρασιατικά οχυρά στο Βυζάντιο, να συνεργάζεται µαζί του στρατιωτικά όταν του ζητηθεί και να εµποδίζει τους Τουρκοµάνους να λεηλατούν χριστιανικές περιοχές. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι η φιλοξενία αυτή Τούρκου σουλτάνου στη Βασιλεύουσα στα πλαίσια των διπλωµατικών επαφών του Βυζαντίου δεν ήταν η πρώτη είχε προηγηθεί επί Αλέξιου Α Κοµνηνού η φιλοξενία του Abul-Kasim (του «Απελχασήµ» κατά την Άννα Κοµνηνή), ο οποίος διαδέχτηκε τον Σουλεϊµάν Κουτλουµούς µετά τον θάνατό του (1085) και είχε γίνει ιδιαίτερα απειλητικός για το Βυζάντιο. Ερχόµενος λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη, «παντοίας αξιούται φιλοφροσύνης», ενώ µαζί του ήρθαν και πολλοί Τούρκοι «αρχισατράπες», µεγιστάνες ή διοικητές, οι οποίοι τιµήθηκαν µε δώρα και αξιώµατα και τελικά πολλοί βαπτίστηκαν χριστιανοί (Άννα Κοµνηνή, 2, 222) (Α. Σαββίδης, «Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο», σ. 134 και Κ. Άµαντος, «Ιστορία του βυζαντινού κράτους», σ. 306).

τους, των βυζαντινών. Πολύ εύγλωττο είναι το απόσπασµα του Ιακωβίτη (µονοφυσίτη) πατριάρχη της Αντιόχειας, Μιχαήλ του Σύρου, ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις µε τον Κιλίτζ Αρσλάν, τον νικητή των Βυζαντινών στο Μυριοκέφαλο: «Ο δίκαιος Θεός της εκδίκησης παρατήρησε την κακία των Ρωµαίων (=Βυζαντινών), που τόσο απάνθρωπα είχαν λεηλατήσει και καταστρέψει τις εκκλησίες και τα µοναστήρια µας, και έστειλε εναντίον τους τούς Ισµαηλίτες (=Τούρκους), που ήρθαν από τα νοτιοανατολικά, για να µας απελευθερώσουν από τον ρωµαϊκό (=βυζαντινό) ζυγό. Και το γεγονός ότι έχουµε, τελικά, λυτρωθεί από τη ρωµαϊκή (=βυζαντινή) καταπίεση και σκληρότητα, αποκτώντας έτσι την ειρήνη και την ησυχία µας, υπήρξε µέγιστο ωφέληµα για µας» (Α. Σαββίδη, Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο, σ. 34). Τα λόγια του πατριάρχη επαληθεύτηκαν µεταξύ άλλων και από Χρυσό υπέρπυρο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κοµνηνού, του Η µάχη στο Μυριοκέφαλο και ορισµένα παραλειπόµενα Την πορεία του βυζαντινού στρατού στα ενδότερα της Μικράς Ασίας παρενοχλούσαν Τουρκοµάνοι, «πολυάριθµοι σαν ακρίδες», ενώ ο σουλτάνος όσο αποσυρόταν, έκαιγε χωριά και βοσκοτόπια καταστρέφοντας οτιδήποτε θα µπορούσε να φανεί χρήσιµο στον βυζαντινό στρατό που προέλαυνε. Οι Τούρκοι µόλυναν όλα τα πηγάδια, τις δεξαµενές και τις πηγές µε πτώµατα γαϊδάρων και σκυλιών, και γι αυτό τις παραµονές της µάχης όλο το βυζαντινό στράτευµα αρρώστησε µε δυσεντερία. Κατά τη διάρκεια της µάχης µια τροµερή αµµοθύελλα ελάττωσε τόσο πολύ την ορατότητα, ώστε Τούρκοι και Έλληνες δεν µπορούσαν να ξεχωρίσουν τον φίλο από τον εχθρό και σκότωναν στα τυφλά. Μάλιστα κατά τον βυζαντινό χρονικογράφο, Θεόδωρο Σκουταριώτη, πολλοί από το τουρκικό στρατόπεδο πλησίαζαν τη νύχτα το βυζαντινό και καλούσαν τους χριστιανούς Τούρκους να εγκαταλείψουν τον αυτοκράτορα προτού είναι αργά. Μετά το τέλος της µάχης και παρόλο ότι νικητές ήταν οι Τούρκοι, ήταν φανερό ότι και οι δύο πλευρές είχαν υποστεί µεγάλες απώλειες γι αυτό οι βυζαντινοί στρατιώτες την ώρα που αποχωρούσαν µετά το τέλος της µάχης, παρατηρούσαν ότι οι Τούρκοι είχαν γδάρει τα κεφάλια και κόψει τα γεννητικά όργανα πολλών πτωµάτων, προκειµένου να µην ξεχωρίζουν λόγω περιτοµής τα πτώµατα των µουσουλµάνων από των χριστιανών (Βρυώνης, σ. 112-3).

την ευµένεια µε την οποία συµπεριφέρθηκε στους χριστιανικούς πληθυσµούς απαλλάσσοντάς τους από την επαχθή φορολογία των Αγγέλων για πέντε χρόνια, ο νέος Σελτζούκος σουλτάνος, διάδοχος του Κιλίτζ Αρσλάν Β, ο ικανός Καϊχοσρόης Α (1192-7 και 1204/5-11), ο οποίος έζησε έξι χρόνια (την περίοδο 1197-1203) εξόριστος κοντά στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ στην Κωνσταντινούπολη παντρεύτηκε µάλιστα την κόρη ενός πλούσιου Βυζαντινού γαιοκτήµονα της Φρυγίας, του Μανουήλ Μαυροζώµη, προτού επανέλθει στον θρόνο του στο Ικόνιο. Στα 25 χρόνια από τον θάνατο του Μανουήλ, το 1180 και έως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, η εσωτερική αποσύνθεση της αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσµα να ξεγλιστρήσει από τα χέρια των αυτοκρατόρων ο έλεγχος των επαρχιών της Ανατολής. Το γεγονός αυτό επέτρεψε την εκδήλωση επαναστάσεων και στασιαστικών κινηµάτων από φιλόδοξους τοπάρχες, οι οποίοι συχνά ζητούσαν την υποστήριξη των Τούρκων ή έβρισκαν εύκολα καταφύγιο στα εδάφη που ελέγχονταν από τους Τουρκοµάνους που αργά αλλά σταθερά εξαπλώνονταν. Τη µία ήταν ο Ανδρόνικος Κοµνηνός (1182) και την άλλη ο Ισαάκιος, κυβερνήτης της Ταρσού, ο οποίος επαναστάτησε και εδραιώθηκε ως ανεξάρτητος ηγεµόνας-τύραννος στην Κύπρο, δίνοντας την ευκαιρία στους Σελτζούκους να καταλάβουν τη παραλιακή ζώνη της νότιας Μικράς Ασίας, περιοχής που χάθηκε οριστικά για την αυτοκρατορία. Τέλος, ο Θεόδωρος Μαγκαφάς επαναστάτησε στη Φιλαδέλφεια (1188-9), αργότερα στρατολόγησε Τουρκοµάνους και ρήµαξε τους χριστιανικούς αγροτικούς πληθυσµούς, καίγοντας και την υπέροχη εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ στις Χώνες. Ακολούθησαν και άλλες επαναστάσεις και άλλοι στασιαστές, τόσοι πολλοί που οι ιστορικοί της εποχής κουρασµένοι µε την αφήγηση τέτοιων γεγονότων, τους αφιερώνουν µόνο λίγες λέξεις. Εξυπακούεται ότι η πρόοδος των Τούρκων την περίοδο αυτή ήταν ιδιαίτερα δυναµική, καθώς εκµεταλλεύονταν τη σύγχυση που επικρατούσε, καταλαµβάνοντας νέες πόλεις, λεηλατώντας άλλες ή παραχωρώντας στρατό σε κάποιον φιλόδοξο επαναστάτη προκειµένου να λεηλατήσει αυτός κάποιες περιοχές αντ αυτών. Η προέλαση των Τούρκων νοµάδων στα σύνορα ήταν αργή αλλά σταθερή και λόγω της εσωτερικής αποδυνάµωσης του Βυζαντινού κράτους, αλλά και λόγω των αλλεπάλληλων χτυπηµάτων που του επέφεραν οι Λατίνοι και οι βαλκανικοί λαοί σε όλη τη διάρκεια του 12ου και αργότερα του 13ου αιώνα, οπότε έγινε πρακτικά αδύνατη η αναχαίτισή τους.

Η ολοκληρωτική κατάρρευση της αυτοκρατορίας επήλθε µε την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ Σταυροφορίας. Ωστόσο, η δρα- µατική αυτή εξέλιξη είχε ένα θετικό επακόλουθο για τη Μικρά Ασία, τη συσπείρωση του µικρασιατικού ελληνισµού γύρω από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Α Λάσκαρη, τον αδελφό του Κωνσταντίνο ΙΑ και την Αυλή τους, που διέφυγαν από την Κωνσταντινούπολη βρίσκοντας καταφύγιο στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου ίδρυσαν την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Άθελά τους οι Λατίνοι προκάλεσαν µε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, τη διατήρηση της εξουσίας του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία, σταµατώντας τη διείσδυση των Τούρκων, ιδιαίτερα µάλιστα µετά τη βυζαντινή κατάληψη της Αττάλειας (1207) στον νότο και της Σινώπης (1214) στον βορρά. Λίγα χρόνια αργότερα οι Βυζαντινοί πετυχαίνουν την πιο σηµαντική νίκη τους κατά των Σελτζούκων, την άνοιξη του Περιγραφή της µονοµαχίας του αυτοκράτορα Θεόδωρου Α Λάσκαρη µε τον Σελτζούκο σουλτάνο Καϊχοσρόη Ο ιστοριογράφος της εποχής, Γεώργιος Ακροπολίτης, στο έργο του «Χρονική Συγγραφή» (έκδ. Heisenberg, σ. 16-7), µας δίνει µια περιγραφή της µονοµαχίας των δύο ηγετών µε το µακάβριο αποτέλεσµα που έκρινε τη µάχη της Αντιόχειας: «Όταν ο σουλτάνος άρχισε να κερδίζει τη µάχη αναζήτησε τον βασιλέα (Θεόδωρο Λάσκαρη). Κάποιος του τον έδειξε. Εκείνος ορµά όσο µπορούσε πιο γρήγορα εναντίον του βασιλέα βασιζόµενος στη σωµατική του δύναµη (ήξεραν καλά ο ένας τον άλλο) και τον χτυπά κατακέφαλα µε ρόπαλο. Ο βασιλέας παθαίνει σκοτοδίνη από το χτύπηµα και πέφτει από το άλογο. Λένε ότι από το χτύπηµα µπερδεύτηκε και το άλογο, δεν ξέρω όµως αν τραυµατίστηκε για δεύτερη φορά από τον σουλτάνο. Ο βασιλέας, χωρισµένος από το άλογό του, σαν να γέµισε από θεϊκή δύναµη, στάθηκε όρθιος και τραβάει το σπαθί από τη θήκη. Ενώ ο σουλτάνος γύριζε και έλεγε αλαζονικά «πιάστε αυτόν εδώ», ο βασιλέας χτυπά τα πίσω πόδια του αλόγου του σουλτάνου (ήταν µια µεγαλόσωµη φοράδα). Ο σουλτάνος πέφτει σαν από πύργο και αµέσως του κόβεται το κεφάλι, χωρίς ούτε ο βασιλέας ούτε κανένας απ όσους ήταν κοντά του να ξέρει ποιος το έκοψε. Έτσι νικάει ο βασιλέας, αν και η µάχη είχε στραφεί εναντίον του» (νεοελληνική απόδοση). Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας, Θεόδωρος Α Λάσκαρης, σε Φορητή αµφιπρόσωπη εικόνα στη β όψη της οποίας απεικο-

1211, όταν ο Θεόδωρος Α Λάσκαρης νίκησε τον σουλτάνο του Ικονίου, Καϊχοσρόη Α στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου, σκοτώνοντάς τον σε ηρωική µονοµαχία. Παρόλα αυτά οι Σελτζούκοι πέτυχαν να εδραιώσουν την παρουσία τους στον Εύξεινο Πόντο και να γίνουν επικυρίαρχοι των Μεγάλων Κοµνηνών της Τραπεζούντας έως το 1222/3, οπότε µια µεγάλη εκστρατεία τους κατά της Τραπεζούντας απέτυχε, σύµφωνα µε την ποντιακή παράδοση χάρη στη θαυµατουργή παρέµβαση του αγίου Ευγενίου, πολιούχου της πόλης. Η Νίκαια και το Ικόνιο στο α µισό του 13ου αιώνα Τα σύνορα µεταξύ Νίκαιας και Ικονίου παρέµειναν σχετικά σταθερά για µισό αιώνα µεταξύ του 1211 και της µεταφοράς της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη το 1261. Οι Βυζαντινοί, µετά την απώλεια της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, επικεντρώθηκαν για πολλές δεκαετίες στη Νίκαια και τη διατήρηση της εξουσίας τους στη Μικρά Ασία, αναδιοργάνωσαν τις αµυντικές τους δυνάµεις και γενικά επειδή τόσο οι Έλληνες όσο και οι Σελτζούκοι ήταν απασχοληµένοι µε άλλους εχθρούς, διατήρησαν σχετικά καλές σχέσεις µεταξύ τους. Επί µισό αιώνα σταµάτησαν να πολεµούν, γεγονός που συνέβαλε στο να αυξάνονται και να πληθύνονται τα αγαθά της ειρήνης και στις δύο πλευρές. Λόγω αυτών των συγκυριών, αρκετοί Έλληνες χριστιανοί τάχθηκαν στο πλευρό των Τούρκων µαζί µε Άραβες και Πέρσες, αναρριχώµενοι σε καίριες θέσεις της διοίκησης και του στρατού των Σελτζούκων. Αρκετοί Έλληνες εµφανίζονται ακόµα και µε τον ανώτερο τίτλο του εµίρη. Κάποιος Γαβράς είχε αυτόν τον τίτλο στις αρχές του 12ου αιώνα, όπως και ο Μαυροζώµης που έφτασε σε υψηλή θέση στο σουλτανάτο των Σελτζούκων τον 13ο αιώνα και έπαιξε σηµαντικό ρόλο στις εκστρατείες τους κατά της Αρµενικής Κιλικίας. Στα βακούφια (θρησκευτικά κληροδοτήµατα) της ίδιας εποχής αναφέρονται τα ονόµατα και άλλων Ελλήνων αριστοκρατών είτε µε τον τίτλο του εµίρη είτε µε µεγάλη κτηµατική περιουσία στην περιοχή του Ικονίου (σηµ. Κόνια). Υπάρχει ένας εµίρης µε το όνοµα Τορνίκ Τοκάτ (13ος αιώνας), που εικάζεται ότι ήταν µέλος της βυζαντινής οικογένειας των Τορνίκηδων, ενώ ο Κυρ Φαρίντ (όνοµα που θυµίζει το βυζαντινό Βάρδας ή το αρµένικο Βαρτά) διοικούσε το εµιράτο του Ακσεχίρ. Στην ίδια Αυλή δρούσε ο Ιχτιγιάρ αλ-ντιν Χασάν ιµπν Γαβράς. Στη διοίκηση των Σελτζούκων Λιθογραφία του 19ου αιώνα, στην οποία αναπαρίσταται η Τµήµα ανάγλυφου από το φρούριο του Ικονίου του 13ου αιώνα,

υπήρχε καλά επανδρωµένη ελληνική υπηρεσία, µε τον βυζαντινό τίτλο νοταράν, για να ρυθµίζουν τις εξωτερικές και εσωτερικές σχέσεις µε τους ελληνόφωνους. Είναι οι υπάλληλοι αυτής της Υπηρεσίας που συνέταξαν τους όρους της συνθήκης µεταξύ του σουλτάνου και του Βυζαντινού ηγέτη της Τραπεζούντας, µετά την κατάκτηση της Σινώπης το 1214. Στις εµπορικές συναλλαγές µε την Κύπρο, Σελτζούκος πρέσβης ήταν κάποιος Κυρ Αλέξιος, ενώ πριν από την περίφηµη επίσκεψη του Σελτζούκου σουλτάνου Κιλίτζ Αρσλάν Β στην Κωνσταντινούπολη το 1162, ο σουλτάνος έστειλε τον χριστιανό καγκελάριό του, Χριστόφορο, να προετοιµάσει το έδαφος. Στα τέλη του 12ου αιώνα µνηµονεύεται ένας Έλληνας δικηγόρος στη Μελιτηνή, ο Παπα-Μιχαήλ, που ήταν υπεύθυνος για την είσπραξη των φόρων και δύο Έλληνες µουσικοί στην Αυλή του σουλτάνου του Ικονίου. Την ιστορία των µουσικών δίνει ο Βυζαντινός ιστοριογράφος και πολυµαθής λόγιος Γεώργιος Παχυµέρης, από τον οποίο µαθαίνουµε ότι κατάγονταν από τη Ρόδο, εργάστηκαν για ένα διάστηµα ως µουσικοί και αργότερα ως σύµβουλοι του σουλτάνου, είχαν µάθει να διαβάζουν ακόµα και αραβικά, αλλά λόγω της απειλητικής παρουσίας των Μογγόλων στη Μικρά Ασία κατά τον 13ο αιώνα, επέστρεψαν στα ελληνικά εδάφη, στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, ο ένας ως παρακοιµώµενος και ο άλλος ως µέγας εταιρειάρχης. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, µετά τη φυγή του από το βασίλειο των Λασκάρεων στη Νίκαια, υπηρέτησε ως κοντόσταυλος του σουλτάνου του Ικονίου, δηλαδή υπεύθυνος για τα χριστιανικά στρατεύµατα του σουλτανάτου. Γνωρίζουµε ότι στο Κιοσέ Νταγ το 1243, στη γνωστή σύγκρουση των Σελτζούκων µε τους Μογγόλους, υπήρχε σώµα 3.000 Φράγκων και Ελλήνων στον στρατό του σουλτάνου. Βλέπουµε, τέλος, Βυζαντινούς ακρίτες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Τούρκους έως και τη δεύτερη πενηνταετία του 13ου αιώνα. Ας µην ξεχνάµε επίσης το φαινόµενο των µεικτών, χριστιανο-µουσουλµανικών, γάµων, το οποίο αποτελεί ουσιαστικά µόνο ένα µικρό υποκεφάλαιο του συνόλου των αµοιβαίων επιρροών και αλληλεπιδράσεων µεταξύ των βυζαντινών πληθυσµών της Μικράς Ασίας και των Σελτζούκων του Ρουµ, επιδράσεων και πολιτιστικών ανταλλαγών σε όλους τους χώρους και τις εκφάνσεις του πολιτισµού, τη διοίκηση, την τέχνη, τα γράµ- µατα, τις επιστήµες, τη σκέψη, τη διαµόρφωση της κοινωνίας. Για να θυµηθούµε τα λόγια του Edward W. Said: «Όλοι µα όλοι οι πολιτισµοί συνδέονται κάπως µεταξύ τους.

Μερική ευθύνη γι αυτή τη συσχέτιση φέρει και η ύπαρξη αυτοκρατοριών. Κανένας, λοιπόν πολιτισµός δεν είναι µοναδικός και αµιγής. Είναι όλοι τους νόθοι, ετερογενείς, εξαιρετικά διαφοροποιηµένοι, και οπωσδήποτε µη µονολιθικοί». Ο ιδρυτής του εµιράτου των Ντανισµεντιδών, Μαλίκ Ντανισµέντ Γαζί, είχε παντρευτεί Ελληνίδα, ενώ ο ονοµαστός σουλτάνος του Ικονίου Καϊχοσρόης Α γεννήθηκε από µια χριστιανή παλλακίδα του χαρεµιού του πατέρα του, Κιλίτζ Αρσλάν Β και στη συνέχεια παντρεύτηκε και εκείνος µια Βυζαντινή αριστοκράτισσα. Τα παιδιά αυτών των γάµων συνήθως υιοθετούσαν τη µουσουλµανική θρησκεία και γι αυτό αναφέρονται στις βυζαντινές πηγές (Άννα Κοµνηνή) µε τον µειωτικό και απαξιωτικό χαρακτηρισµό «µειξοβάρβαροι». Βέβαια, το ότι ένα µέρος του χριστιανικού πληθυσµού της Ανατολής συνεργάστηκε µε τους Τούρκους κατακτητές ή δεν αποκλείστηκε από θέσεις στη διοίκηση και στον στρατό, δεν σηµαίνει ότι η πλειοψηφία του χαροποιήθηκε και υποστήριξε την τουρκική κατάκτηση. Οι λεηλασίες, η υποδούλωση, οι σφαγές που πολλές φορές συνόδευαν τις τουρκοµανικές επιδροµές, οι καταστροφές εκκλησιών και η µετατροπή τους σε τζα- µιά, ασφαλώς δεν ήταν ευχάριστα γεγονότα για την κοινωνία που πληττόταν. Εξάλλου υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Τούρκοι στρατολογούσαν αγόρια από τους χριστιανούς της Ανατολής σε όλο το διάστηµα από τον 11ο έως και τον 17ο αιώνα, µέσω του θεσµού του γκιουλάµ, όπως αποκαλούνταν στους Σελτζούκους ή του ντεβσιρµέ (παιδοµαζώ- µατος) των Οθωµανών. Ονοµαστό ήταν το σκλαβοπάζαρο στη Σεβάστεια (Σίβας) στην ανατολική Μικρά Ασία, ενώ έχει σωθεί η δραµατική αίτηση που απεύθυναν (1456) οι Έλληνες της δυτικής Μικράς Ασίας στους Ιππότες της Ρόδου, παρακαλώντας τους να µεσολαβήσουν στον πάπα Κάλιξτο Γ (1455-8) προκειµένου να τους πάρει από τα τουρκικά εδάφη για να µην χάσουν τα παιδιά τους από τους εξισλαµισµούς. Στην πραγµατικότητα, οι Τούρκοι υιοθέτησαν παλαιότερη παραδοσιακή µορφή διακυβέρνησης που ίσχυσε σε χώρες του Ισλάµ σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, κατά την οποία έπειτα από µια επιδροµή οι νικητές έπαιρναν ως δώρο ή οµήρους τους νέους ή πιθανόν τους αγόραζαν, ενώ κάποιες φορές, συνήθως γιοι αρχόντων, εκουσίως αποστατούσαν από το γνώριµο περιβάλλον τους, κατά παρότρυνση των οικογενειών τους που ήθελαν µε τέτοιους ελιγµούς να περιφρουρήσουν την προνοµιακή τους θέση, προσηλυτίζονταν στον µουσουλµανισµό και αφού µορφώνονταν σε ειδικά σχολεία, απορροφούνταν σε ειδικές στρατιωτικές µονάδες (π.χ. οι Γενίτσαροι επί Οθωµανών) ή Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας απηύθυναν έκκληση στους Ιππό-

Μια διαφορετική προσέγγιση του θεσµού του παιδοµαζώµατος Ο θεσµός της επάνδρωσης του στρατιωτικού και διοικητικού µηχανισµού από δούλους δεν ήταν οθωµανική εφεύρεση. Τη βρίσκουµε και σε άλλες νοµαδικές αυτοκρατορίες, όπως στους Πάρθους οι οποίοι συγκρούστηκαν µε τον στρατό του Μάρκου Αντωνίου και τον νίκησαν, έχοντας µόνο 400 ελεύθερους επί συνόλου 50.000 ανδρών. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι Αββασίδες χαλίφες αγοράζοντας Τούρκους δούλους από τις ασιατικές στέπες και εκπαιδεύοντάς τους ως στρατιώτες και διοικητικούς υπαλλήλους. Οι Οµµαϋάδες χαλίφες της Κόρδοβας διατηρούσαν σωµατοφυλακή δούλων, που τους αγόραζαν από τους Φράγκους γείτονές τους οι δούλοι αυτοί τύχαινε να είναι Σλάβοι, εξ ου και η προέλευση της λέξης «σκλάβος». Το ίδιο φαινόµενο παρατηρείται και στο καθεστώς των Μαµελούκων της Αιγύπτου, οι οποίοι αρχικά ήταν δούλοι πολεµιστές της δυναστείας των Αγγιουβιδών. Μαµλούκ. Στα αραβικά σηµαίνει κάτι το οποίο κανείς κατέχει και του οποίου είναι ιδιοκτήτης. Είναι γνώρισµα της ζωής του νοµάδα µε τα πολυάριθµα κοπάδια ζώων ότι έχει µάθει να εξηµερώνει και να γυµνάζει άλλα ζώα, όπως τον σκύλο, την καµήλα και το άλογο, για να ελέγχει τις αγέλες. Η εκγύµναση των µη ανθρώπινων βοηθών του συνιστά το υπέρτατο κατόρθωµά του. Κατά τον A. Toynbee, oι Οθωµανοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους κρατώντας ακριβώς αυτή τη συνήθεια της νοµαδικής τέχνης τους, µόνο που αντί για ζώα εκπαίδευαν δούλους ως ανθρώπινους βοηθούς τους, προκειµένου να διατηρήσουν την τάξη µέσα στην «ανθρώπινη αγέλη». «το οθωµανικό σύστηµα έπαιρνε διαρκώς τέκνα από τους γονείς τους, αποθάρρυνε τις οικογενειακές φροντίδες κατά τη διάρκεια των πιο δραστήριων χρόνων της ζωής τους, δεν τους επέτρεπε να έχουν σταθερή ιδιοκτησία τους δίδασκε έναν ξένο νόµο και µια ξένη ηθική και θρησκεία και τους κρατούσε διαρκώς µε την επίγνωση ότι πάντοτε ένα ξίφος είναι πάνω από το κεφάλι τους» (A. H. Lybyer). Και όµως αυτό το σύστηµα λειτούργησε µε απόλυτη επιτυχία και θεωρείται ως µία από τις βασικότερες αιτίες της οθωµανικής σφριγηλότητας. Από τη στιγµή που επιτράπηκε, στα τέλη του 16ου αιώνα, η είσοδος στο σώµα των γενιτσάρων σε όλους τους ελεύθερους µουσουλµάνους πλην των νέγρων, η πειθαρχία και η αποδοτικότητα µειώθηκαν και το οθωµανικό σύστηµα παρήκµασε και κατέπεσε (A. Toynbee, «Σπουδή της Ιστορίας», Αθήνα 1962, σ. 171-7). Στα τέλη του 12ου αιώνα στα- µατά στην Αίγυπτο η παραγωγή

έπαιρναν καίριες θέσεις στην Αυλή και στη Διοίκηση. Πρόκειται για ένα σύστηµα που εφαρµόστηκε αδιάλειπτα στην Ανατολή έως και την οθωµανική εποχή. Οι Έλληνες και η θέση τους στην τουρκική κοινωνία Όταν ο Μάρκο Πόλο πέρασε τον 13ο αιώνα από τα εδάφη της Μικράς Ασίας, αναφέρεται σε Έλληνες και Αρµένιους αγρότες, εµπόρους και τεχνίτες που ζούσαν ανάµικτοι µε τους Τουρκοµάνους στις πόλεις και τα χωριά, διαδραµατίζοντας έναν πολύ δυναµικό ρόλο στην αναπτυσσόµενη οικονοµική ζωή των µουσουλµάνων της χερσονήσου. Υπάρχουν µαρτυρίες επίσης για Έλληνες χριστιανούς αρχιτέκτονες ή και εξισλαµισµένους που εργάζονταν µαζί µε µουσουλµάνους οµοτέχνους τους χαρακτηριστικά παραδείγ- µατα αποτελούν ένας Έλληνας από το Ικόνιο τον 13ο αιώνα, ο Καλογιάν αλ-κουνεβί, επίσης ο Θυριανός, κάποιος Σεβαστός που έλαβε µέρος στην ανοικοδόµηση των τειχών της Σινώπης (1215), ο Έλληνας αρχιτέκτονας που προσέλαβε ο διάσηµος ποιητής και φιλόσοφος του Ικονίου Τζελαλεντίν Ρούµι για να χτίσει ένα τζάκι στο σπίτι του, και τέλος ο Νικοµηδιανός, ένας Έλληνας αρχιτέκτονας που µνηµονεύεται στο Βιλαγέτ-ναµέ (µυθικό έργο µε ιστορικά στοιχεία για τη ζωή του Χατζή Μπεκτάς, ιδρυτή του γνωστότερου τάγµατος δερβίσηδων της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, των Μπεκτασήδων) και ο οποίος λέγεται ότι έχτισε τον τάφο του Χατζή Μπεκτάς. Έλληνες ή Σύριοι ήταν οι περισσότεροι γιατροί των Σελτζούκων σουλτάνων και των αριστοκρατικών τους οικογενειών, ενώ οι καλύτεροι υφαντές χαλιών και λεπτών µεταξωτών επίσης ήταν Έλληνες και Αρµένιοι συµβάλλοντας αργότερα και στην ανάπτυξη της οθωµανικής υφαντουργίας, όπως µας πληροφορούν ο Μάρκο Πόλο (13ος αιώνας) και ο Ιµπν Μπατούτα, ο Μαροκινός περιηγητής του 14ου αιώνα. Επίσης σηµαντική ήταν η παρουσία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στη µεταλλουργία, συνεχίζοντας την αρχαία παράδοση της περιοχής έως και την Οθωµανική εποχή, ενώ σύµφωνα µε µια παράδοση, ένας Έλληνας χρυσοχόος από την Τραπεζούντα δίδαξε την τέχνη της χρυσοχοΐας στον σουλτάνο Σελίµ Α. Για πολλούς αιώνες οι Τούρκοι διδάσκονταν τη ναυτική τέχνη από τους Έλληνες από τον πρώτο ναυτικό στόλο τους που κατασκευάστηκε από Σµυρναίους τον 11ο αιώνα ως την εγκαθίδρυση του πρώτου ναυτικού οπλοστασίου στην Ευρώπη τον 14ο αιώνα. (Βρυώνης, σ. 199-213). Σελτζουκικό χάνι, πανδοχείο του 13ου αιώνα, στην οδική αρτη-

Βεβαίως, υπολογίζεται ότι ο αριθµός των χριστιανών που έγιναν µε αυτόν τον τρόπο µουσουλµάνοι ήταν µικρός σε κάθε συγκεκριµένη εποχή. Από τους πιο διάσηµους ελληνικής καταγωγής γκιουλάµ ήταν ο Τζελαλεντίν Καράταϋ (13ος αιώνας), ο οποίος έφτασε να θεωρείται ένας από τους τέσσερις στύλους του σελτζουκικού κράτους και υπεύθυνος για τον διορισµό βεζίρηδων και άλλων ανώτατων αξιωµατούχων. Είχε µυηθεί στον Σουφισµό από τον περίφηµο σεΐχη Σουχραβαρντί και ανήκε στον κύκλο του Τζελάλ αλ ντιν Ρούµι. Επίσης ο Αµίν αλ-ντιν Μικαήλ, ανήκε στην ίδια κατηγορία, και από τη θέση του ναΐµπ αλ-χάντρα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη µεταρρύθµιση του οικονοµικού µηχανισµού των Σελτζούκων. Τέλος, δούλος ελληνικής καταγωγής που διέπρεψε στη λογοτεχνία του 13ου αιώνα ήταν ο Σαµς αλ-ντιν Χας Ογούζ, για το λογοτεχνικό ύφος του οποίου ο Πέρσης χρονικογράφος της Αυγής του Ικονίου Ιµπν Μπίµπι έλεγε ότι «τα καλλιγραφήµατά του έλαµπαν σαν περιδέραιο µε πολύτιµους λίθους». Είναι φανερό λοιπόν ότι οι νέοι αυτοί όχι µόνο προσαρµόστηκαν πλήρως στη ζωή της Ανατολής, αλλά παράλληλα προσέφεραν σηµαντικά σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισµού της. Την εποχή αυτή οι Βυζαντινοί ξανάχτισαν οχυρές πόλεις, τα γράµµατα άνθησαν, η οικονοµία τους αναβίωσε, τα µοναστήρια και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύµατα πολλαπλασιάστηκαν. Το Ικόνιο µετατράπηκε σε εµπορικό, βιοτεχνικό και τελικά πολιτισµικό κέντρο του τότε µουσουλµανικού κόσµου, ενώ το σουλτανάτο του Ρουµ γνώρισε και αυτό τη µεγαλύτερη ακµή του. Κατέκτησε σηµαντικά λιµάνια στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο (Σινώπη, Αττάλεια, Αλάγια), καθυπόταξε άλλες τουρκικές φυλές και εδραίωσε την παρουσία του στον Ταύρο και στα ανατολικά σύνορα. Η ενοποίηση όλων αυτών των περιοχών υπό το Ικόνιο σε συνδυασµό µε την ειρήνη και τη σταθερότητα, επέτρεψαν την ανάπτυξη της οικονοµίας και του εµπορίου. Η πιο εντυπωσιακή µαρτυρία για την ακµή αυτή θεωρούνται τα πολυάριθµα καραβανσεράγια και τα πανδοχεία (χάνια) που χτίστηκαν τον 13ο αιώνα αλλά και τα νέα ισχυρά τείχη. Οι σελτζουκικές πόλεις, ιδιαίτερα το Ικόνιο, αλλά και η Σεβάστεια, η Καισάρεια, η Θεοδοσιούπολη, γέµισαν από περίτεχνα µνηµεία, τεµένη, θρησκευτικές σχολές-µεντρεσέδες, µαυσωλεία, δείγµατα µιας µοναδικής τέχνης που συνδυάζει την κουλτούρα των Περσών, των Αράβων, των Ελλήνων και φυσικά των Τούρκων. Τα ελληνικά τρωγλοδυτικά µοναστήρια στις περιοχές της Καππαδοκίας γνώρισαν τη µεγαλύτερη ακµή τους κατά τον 13ο αιώνα, τον καιρό Φοινικόδεντρα, δικέφαλοι αετοί και λιοντάρια λεπτοµέρεια από Λαξευµένες εκκλησίες, κατοικίες, µοναστήρια στους βράχους Ο ιδρυτής του µοναστικού ισλα- µικού τάγµατος των Μεβλεβή-

των Σελτζούκων, γεγονός που συνιστά σηµαντική µαρτυρία για τον σεβασµό που οι τελευταίοι επέδειξαν προς το χριστιανικό στοιχείο των περιοχών τους. Μέσα σε αυτή την κοσµοπολίτικη ατµόσφαιρα, όπως είναι αναµενόµενο, άκµασαν και τα γράµµατα και η γενικότερη πνευµατική παραγωγή. Η αυλική ιστοριογραφία εκπροσωπείται από τον εξέχοντα Ιµπν Μπίµπι, ο οποίος στο περίφηµο Seljuk-name του διεκτραγωδεί τις φοβερές µογγολικές επιδροµές του 13ου αιώνα που δηµιούργησαν κλίµα πανικού όχι µόνο στο Ισλάµ αλλά και στη χριστιανοσύνη. Η ποίηση εξάλλου και η φιλοσοφική σκέψη έφτασαν στο απόγειό τους µε τον κορυφαίο ανθρωπιστή ποιητή και φιλόσοφο του Μεσαίωνα, Τζελαλεντίν Ρούµι (1207-73), τον «Εξαίσιο Ρωµιό», όπως µεταφράζεται το όνοµά του στα ελληνικά, από την Μπαλχ (Balkh), πόλη της αρχαίας Βακτριανής, γνωστό κέντρο του ελληνιστικού πολιτισµού από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, περιοχή που σήµερα ανήκει στο Αφγανιστάν. Ο Τζελαλεντίν Ρούµι Ο Ρούµι ήταν ποιητής, φιλόσοφος, δηµιουργός της τελετουργίας των περιδινούµενων (ή στροβιλιζόµενων) Δερβίσηδων (η τελετή Σεµά στα περσικά) και ουσιαστικά ιδρυτής και δάσκαλος σε ένα από τα πιο πρωτοποριακά σχολεία του κόσµου, όσον αφορά τη φιλελεύθερη ιδεολογία και το εκπαιδευτικό του πρόγραµµα, την περιώνυµη Σχολή των Μεβλεβί (από το Μεβλανά = ο Δάσκαλός µας, όπως αποκαλείται ακόµα και σήµερα από τους οπαδούς του). Στο Ικόνιο των Σελτζούκων έφτασε µε την οικογένειά του από τα βάθη της Κεντρικής Ασίας, προκειµένου να ξεφύγουν από τις βαρβαρικές ορδές των Μογγόλων που ξεχύθηκαν σαν λαίλαπα στην Ανατολή από τη δεύτερη δεκαετία του 13ου αιώνα. Ο Ρούµι έγραψε τους στίχους του είτε στην περσική, τη γλώσσα των διανοουµένων της εποχής του, είτε στην αραβική είτε στην ελληνική, δεδοµένου ότι ήταν γνώστης της ελληνικής γλώσσας και ένθερµος θιασώτης της ελληνικής παιδείας. Το έργο του Ρούµι διδάσκεται εδώ και δεκαετίες στα µεγαλύτερα πανεπιστήµια του κόσµου. Ο R. Nicholson, καθηγητής του Πανεπιστηµίου του Κέιµπριτζ, τον θεωρούσε τον µεγαλύτερο ποιητή όλων των εποχών, ενώ ο καθηγητής Arberry, επίσης του Κέι- µπριτζ, υποστήριζε ότι ο Ρούµι, είναι «σίγουρα ο µεγαλύτερος µυστικιστής ποιητής του ανθρώπινου γένους». Το πολύστιχο ποίηµά του, το Μεθνεβί, αποκαλείται ακόµα και σήµερα Το Κοράνι του Μυστικισµού, καθώς θεωρείται ένα από τα αριστουργήµατα Οι δερβίσηδες αποτελούν µέλη αδελφοτήτων που βασίζονται Ο Σωκράτης και δύο µαθητές του µικρογραφία από εικονο-