Χορδόφωνα Βιολί Όργανο µε παγκόσµια απήχηση που στην σηµερινή του µορφή υπάρχει εδώ και 400 χρόνια. Στην Κρήτη το συναντάµε από τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Υπάρχει δε, γκραβούρα του 1260 όπου παριστάνεται κρητικός να παίζει βιολί σε κάποια άλλη µορφή βέβαια, όπως και σώζονται χειρόγραφα στην Ρουµανική Ακαδηµία που παριστάνουν εικόνες του Ερωτόκριτου που µε µουσικούς της εποχής που παίζουν βιολί. Όργανο που συναντάµε κυρίως στα αστικά κέντρα της Κρήτης την περίοδο της Ενετοκρατίας. Το βιολί ήταν αρκετά διαδεδοµένο στους νοµούς Λασιθίου, Ηρακλείου και Χανίων. Στους νοµούς όµως Λασιθίου και ιδιαίτερα στα Χανιά παίζει ακόµα τον πρωταρχικό ρόλο. Τετράχορδο όργανο µε νότες Μι Λα Ρε Σολ, έχει σίγουρα µεγάλες δυνατότητες. Στρατής Καλογερίδης, ερµιτζογιάννης, Αβυσσινός, Βέκιος, Μπαρινταντωνάκης, Περάκης, Κοτσάκης, µερικοί από τους µεγαλύτερους δεξιοτέχνες που ήκµασαν ή συνεχίζουν ακόµα αυτή την παράδοση στην ανατολική Κρήτη. Στεφ.Τριανταφυλλάκης (Κιόρος), Ματζουράνας, Κων/νος Μπουλταδάκης (Καναρίνης), Γ.Μαριάνος, Χάρχαλης, Φελεσογιάννης, Ν.Σαριδάκης (Μαύρος), Κ.Παπαδάκης (Νάυτης), Μιχ.Κουνέλης, Φ.Κατράκης, µερικοί βιολιστές που έδρασαν ή συνεχίζουν ακόµα το έργο τους στην δυτική Κρήτη. Αντιλαµβανόµαστε δηλαδή ότι το βιολί έπεσε σε χέρια πολλών και µεγάλων µουσικών που σφράγισαν µε την παρουσία τους την Κρητική µουσική παράδοση. Το βιολί λοιπόν, κακώς αποµακρύνθηκε από τα µουσικά πράγµατα της Κρήτης από το 1950 και µετά, παρά την ιστορία και παράδοση αιώνων που διασώζεται ζωντανή έως τις µέρες µας και αποδεικνύει περίτρανα την αξία αυτού του τόσο αδικηµένου οργάνου. Βιολόλυρα Βιολόµορφη (οκτώσχηµη) λύρα, που δηµιουργήθηκε την περίοδο του µεσοπολέµου, έντονα επηρεασµένη µορφολογικά και ακουστικά από το βιολί, µια και το βιολί, εξαιτίας των µεγάλων δεξιοτεχνικών δυνατοτήτων του αποτελεί πρότυπο για πολλούς οργάνου προς µίµηση. Χρησιµοποιήθηκε ιδιαίτερα στον νοµό Ηρακλείου όπου ακόµα και σήµερα συναντάται σε ορισµένες περιοχές.
Λαούτο Το λαούτο κατάγεται από το ούτι, απ' όπου παίρνει και τ' όνοµα του (αραβικά αλ ούντ = το ξύλο). Το λαούτο που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο έχει τέσσερις διπλές σειρές χορδών, που κουρδίζονται στους φθόγγους λα-ρε-σολ-ντο. Το κρητικό λαούτο επειδή συνήθως συνοδεύει τη λύρα και όχι το βιολί, κουρδίζεται µια καθαρή τετάρτη πιο χαµηλά, δηλ. µι-λα-ρε-σολ. Εξαιτίας του χαµηλότερου κουρδίσµατος έχει µεγαλώσει και όλο το όργανο. Το λαούτο της Μικράς Ασίας φαίνεται ότι υπήρχε πριν από το λαούτο του ελλαδικού χώρου, το οποίο εµφανίζεται στα τέλη του περασµένου αιώνα (το λαούτο που αναφέρεται στον "Ερωτόκριτο" ήταν µάλλον το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό λαούτο, που ελάχιστες οµοιότητες είχε µε το σηµερινό ελληνικό λαούτο). Στην Κρήτη ειδικότερα αρχίζει να εµφανίζεται κατά το 18ο αιώνα σε σχήµατα µε λύρα και βιολί, κυρίως ως συνοδευτικό όργανο. Μεγάλοι εκπρόσωποι του οι Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), Στ. Κουτσουρέλης, Γιάννης και Βαγ. Μαρκογιαννάκης, Γ. Ξυλούρης, κ.α.)
Λύρα Η λύρα του Ν.Ξυλούρη (φωτο: Κ. Βασιλάκης) Η λύρα, ανήκει στην κατηγορία των τοξοτών οργάνων που ονοµάστηκε από τους Άραβες µελετητές του Μεσαίωνα, Καµαντζά-ρουµ. Συναντάται επίσης στην υπόλοιπη ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, καθώς και στα Βαλκάνια αλλά και σε χώρες της Μέσης Ανατολής. Η λέξη Ρουµ (παραφθορά της λέξης Ρώµη) για τους Άραβες, τους Πέρσες και τους υπόλοιπους λαούς της Ασίας, αναφέρονταν στον κόσµο του Βυζαντίου και της ύσης. Για τους κατοίκους της Ασίας υποδηλώνει ολόκληρο το δυτικό τότε κόσµο. Η λέξη καµαντζά-ρουµ αναφέρεται σε ένα τύπο οργάνου που φαίνεται ότι ήταν πολύ διαδεδοµένο στο Βυζάντιο και που ο Πέρσης περιηγητής Ibn Khurdadhbich το αναφέρει µε τη λέξη "lura" (λούρα)... "Για δώστε µου τη λύρα µου, το δόλιο µου δοξάρι να θυµηθώ τσ' αγάπης µου σήµερα τηνε χάνω" ιγενής Ακρίτας Αν και η λέξη λύρα αναφέρεται συχνά στα λογοτεχνικά κείµενα, οι πρώτες σαφείς αναφορές σε χορδόφωνο όργανο µε δοξάρι γίνονται στο έπος του ιγενή Ακρίτα, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου µ.χ. αιώνα. Το έπος συνεχίζοντας αναφέρει: "αρπάζει το σκεπάρνι του, έν' αργυρό πριγιόνι σ' έν περιβόλι σ' έµπηκεν, ελιάς κλανάρι κόβει, ντογρί παιγνίδι έκαµε, ντογρί παιγνίδι κάνει. Τα φίδια κόρδες έβαλε απάνω στο παιγνίδι την όχεντρα την πλουµιστή δοξάρι στο παιγνίδι και τα µικρά χεντρόπουλα στριφνάρια στο παιγνίδι..." Άραγε τι µορφή να είχε η λύρα που περιγραφόταν στο έπος του ιγενή; Το µόνο σίγουρο είναι ότι µόνο στην ονοµασία συνδέεται µε το κυριότερο µουσικό όργανο της Αρχαίας Ελλάδας, σύµβολο του Θεού της µουσικής και του φωτός, του απολλώνειου πνεύµατος. Φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν από µία αναµφισβήτητη κοινή ανάγκη: να κάνουν οι άνθρωποι το µουσικό ήχο που παράγει µια χορδή να διαρκέσει περισσότερο από όσο όταν την κτυπούσαν, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια της µελωδικής γραµµής. Η ανάγκη αυτή ικανοποιήθηκε σε µεγάλο βαθµό µε την ανακάλυψη ενός βοηθητικού µουσικού εργαλείου που, αν και το ίδιο δεν παράγει κανέναν ήχο, παρατείνει σύµφωνα µε την επιθυµία του οργανοπαίκτη την παλµική κίνηση της εκάστοτε χορδής και κατά συνέπεια τον ήχο τον οποίο αυτή παράγει. Ασφαλώς το βοηθητικό αυτό µουσικό εργαλείο είναι
το θρυλικό δοξάρι! Από εκείνη τη στιγµή και έπειτα χωρίς αυτό η λύρα δεν θα είναι λύρα αλλά και το βιολί δε θα είναι βιολί! Μέχρι πριν από µερικά χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι η λύρα προέρχεται από το ραβάναστρον, όργανο χορδόφωνο µε ηχείο, λαβή και δοξάρι, που λέγεται ότι κατασκεύασε ο µυθικός βασιλιάς Ραβάνας της Κεϋλάνης πριν περίπου 5.000 χρόνια. Σήµερα όµως οι περισσότεροι εθνοµουσικολόγοι µεταθέτουν πλέον τον τόπο καταγωγής της στην Κεντρική Ασία: Σογδιανή, Χορασάν και Καζακστάν. Σε αυτή την περιοχή βρέθηκε σύµφωνα µε τον W. Bachmann, το παλαιότερο και λιγότερο αµφισβητήσιµο εικονογραφικό ντοκουµέντο που χρονολογείται γύρω στον 9ο αιώνα µ.χ. Τότε λοιπόν φαίνεται ότι ξεκίνησε το παίξιµο µε δοξάρι, όπου δηλαδή δε χτυπάµε τη χορδή του οργάνου (µε το δάχτυλο, µε κάποια πέννα ή µε κάποιο σφυράκι - όπως στο σαντούρι) αλλά την τρίβουµε µε µιαν άλλη χορδή (συνήθως από τρίχες αλόγου περασµένες µε ρετσίνι). Η τεχνική αυτή µε το δεµένο ήχο και τη συνεχή µελωδική γραµµή δεν άργησε να περάσει και στο Βυζάντιο όπως και στους Άραβες την ίδια περίπου περίοδο δηλαδή ένα αιώνα µετά την ανακάλυψή της. Έτσι στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου η λύρα καταγράφεται για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία το 10ο αιώνα µ.χ. από τον Πέρση Ibn Khurdadhbich όπως προαναφέραµε. Απεσταλµένος του χαλίφη Al Mutamid στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνέταξε µια έκθεση για τα µουσικά όργανα σύµφωνα µε την οποία οι Βυζαντινοί έπαιζαν µε δοξάρι τη Lura, ένα ξύλινο όργανο µε 5 χορδές, παρόµοιο µε το αραβικό rabab. Η λύρα λοιπόν των αραβικών χρόνων θα υπάρχει σε δύο βασικούς τύπους ανάλογα µε το σχήµα του σκάφους: α) αχλαδόσχηµα (σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα µέχρι τον 11ο αιώνα µ. Χ.) β) φιαλόσχηµη ή κεµεντζές και κεµανές (στους Έλληνες του Πόντου και την Καππαδοκίας). Το παίξιµο της χορδής µε το νύχι (κι όχι µε την ψύχα του δάκτυλου, όπως στο βιολί) καθώς και τα γερακοκούδουνα (τα µικρά σφαιρικά κουδουνάκια στο δοξάρι που χρησιµοποιεί ακόµα και σήµερα ο Ψαραντώνης) αποτελούν παλαιότατες τεχνικές και γεφυρώνουν την Ανατολή µε τη ύση καθώς τα συναντάµε επίσης στη λύρα "σαράνγκι" της Ινδίας αλλά και στα όργανα των τροβαδούρων του Μεσαίωνα. Στη υτική Ευρώπη, οι αραβικές παραλλαγές της λύρας (rabab) φαίνεται ότι πέρασαν από τα παράλια της βορειοδυτικής ΑφρικήςΛύρα "Ντίβα" και µέσω του Γιβραλτάρ και της Ισπανίας µετασχηµατίσθηκαν, ανάλογα µε την περιοχή, σε όργανα άµεσα συγγενικά. Οι Μεσαιωνικοί τροβαδούροι έχουν τα rebec. Οι Κέλτες βάρδοι το crowth, οι Σκανδιναβοί και οι Ισλανδοί την talharpa, ενώ αργότερα (12ο αιώνα µ.χ.) θα εµφανισθούν στη Γαλλία το pochette και στην Αγγλία το kit. Όλα αυτά τα όργανα ασφαλώς δεν ήταν λύρες αλλά κοντινοί ή µακρινοί συγγενείς της. Στο τέλος της µεγάλης µουσικής περιπέτειας θα κάνουν την εµφάνισή τους στη ύση οι βιέλες και οι βιόλες από τις οποίες θα προέλθει η οικογένεια του βιολιού. Όργανο το οποίο θα επηρεάσει αργότερα και τη διαδροµή της παραδοσιακής αχλαδόσχηµης λύρας. Ο διακεκριµένος εθνοµουσικολόγος Λάµπρος Λιάβας εντοπίζει την πρώτη απεικόνιση της καθαρά αχλαδόσχηµης λύρας σε τοιχογραφία του 17ου αιώνα µ.χ. στη Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους. Της ίδιας εποχής, του 1723 πιο συγκεκριµένα είναι άλλωστε και η παλαιότερη λύρα που σώζεται. Ένα από τα παλαιότερα µουσικά όργανα στην Ευρώπη που σήµερα αποκαλείται "ντίβα" και εκτίθεται στο µουσείο παραδοσιακών οργάνων - συλλογή Φοίβου Ανωγιανάκη. Το κρητικό λυράκι είναι σχεδόν ίδιο µε την πολίτικη λύρα, δηλαδή τη λύρα της Κωνσταντι-νούπολης. Για την προέλευσή του πρέπει να αντιµετωπίσουµε δύο πιθανές εκδοχές: α. Τη λύρα έφεραν οι Άραβες, που παρέµειναν στην Κρήτη ως κατακτητές (προερχό-µενοι από την Ισπανία) τα έτη 823-961 µ.χ., και παρέµεινε στην Κρήτη έκτοτε χωρίς διακοπή (αυτό θα σηµαίνει ότι το αραβικό ρεµπάµπ της εποχής εκείνης είναι µορφολογικά ίδιο µε τη βυζαντινή λύρα). β. Ήρθε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη, είτε (το πιθανότερο) από το στρατό του Νικηφόρου Φωκά και τους βυζαντινούς που ακολούθησαν ("12 αρχοντόπουλα") είτε µέσω ωδεκανήσου, οπότε η είσοδός της στο νησί πρέπει να άρχισε από την πλευρά της Σητείας (που γειτονεύει µε την Κάσο και την Κάρπαθο) και να είχε συντελεστεί το πολύ ώς το 12ο αιώνα (1101-1200 µ.χ.), αφού δύο αιώνες για το µουσικό «ταξίδι» από την Πόλη ώς την Κρήτη είναι υπεραρκετοί. Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανές ότι οι Ενετοί, ερχόµενοι στην Κρήτη το 1211, βρήκαν ήδη τη λύρα εδώ, ως λαϊκό όργανο βέβαια (όπως και στα ωδεκάνησα) δηλαδή σε πρωτόγονη µορφή (λυράκια κατασκευασµένα από τους ίδιους τους λυράρηδες των χωριών από δέντρα της περιοχής τους και δοξάρια από ουρά αλόγου ή και γαϊδάρου µε το συµπάθιο όπως ακριβώς τα λυράκια που ξέρουµε από τους αµέτρητους λυράρηδες των κρητικών χωριών του 19ου και του πρώτου µισού του 20ού αιώνα, πριν η κρητική λύρα πάρει την τυπική σύγχρονη µορφή της µε την καθοριστική συµβολή του θρυλικού Ρεθεµνιώτη λυράρη Ανδρέα Ροδινού και του γνωστού Ρεθεµνιώτη οργανοποιού Μανώλη Σταγάκη). Όµως οι ολοένα αυξανόµενες αστικές και δυτικές επιδράσεις θα συντελέσουν ώστε τις τελευταίες δεκαετίες η λύρα σιγά - σιγά να εκτοπίζεται στην Ελλάδα από το λαϊκό βιολί. Η διάδοση του ραδιοφώνου και η τελειοποίηση των συσκευών αναπαραγωγής ήχου µε χωριά (χαρακτηριστικά θα
αναφέρουµε ότι στο χωριό Όλυµπος της Καρπάθου η παραδοσιακή λύρα κατέχει ισχυρότατη θέση καθώς το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε το 1981 ενώ ο αγροτικός δρόµος ανοίχθηκε το 1979). Η παλιά, βυζαντινογεννηµένη πολλές φορές, µελωδία συνθλίβεται ή παραφορτώνεται µε ξένα στολίδια που την κάνουν αγνώριστη. Το οξύ ηχόχρωµα της λύρας και η περιορισµένη µελωδική της έκταση, η έλλειψη ταστιέρας, η αρµονικότητα και η λιτότητα των γραµµών, το µικρό βάθος του σκάφους, οι εντέρινες χορδές και το κοντό δοξάρι µε τα γερακοκούδουνα δεν ταιριάζουν στο δυτικοευρωπαϊκού τύπου παίξιµο και στο vibrato που απαιτεί ο σηµερινός ακροατής, τα οποία δυστυχώς αλλοιώνουν και περιπλέκουν τη λιτή παραδοσιακή µελωδία. Έτσι η λύρα µεταµορφώνεται σιγά-σιγά σε κακή αποµίµηση του βιολιού. Στην Κρήτη αρχίζει από το 1930 και µετά υπόκειται σε σταδιακές αλλαγές µε αποκορύφωµα των εµφάνιση στην δεκαετία του 1940 στο νησί της βιολόλυρας ή λυραβιόλας. Ο πρώτος τύπος αχλαδόσχηµης κρητικής λύρας, το λυράκι και η κατάλληλη για γλέντια ανοιχτού χώρου βροντόλυρα εκτοπίζονται. Στα χρόνια µας, δυστυχώς πια, η σύγχρονη κρητική λύρα τόσο καλύτερη θεωρείται όσο περισσότερο µοιάζει µε βιολί. Το βιολί είναι αυτό που εκτοπίζει τη λύρα και από τις περισσότερες περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας. Σήµερα η λύρα έχει περιοριστεί σε λίγες περιοχές της Μακεδονίας όπως η ράµα και η Αγία Ελένη Σερρών (ιερό όργανο των Αναστενάρηδων). Στο Αιγαίο υπάρχει ακόµα στην Κάρπαθο, στην Κάσο, στη Χάλκη ενώ τάσεις αναβίωσης υπάρχουν στη Σύµη, τη Λέρο και την Αστυπάλαια. Στην Κρήτη παρ' όλες τις µεταβολές της από το 1930 και µετά και παρ' όλη την κυριαρχία του βιολιού στο Ανατολικό και υτικό άκρο του νησιού, η λύρα είναι όχι µόνο ζωντανή αλλά και µε τη δυναµικότερη παρουσία. Όπως και οι Έλληνες του Πόντου µε τον κεµεντζέ τους ή οι Κωνσταντινουπολίτες µε την πολίτικη λύρα οι Κρήτες βασίζουν στο γλυκόλαλο ήχο της λύρας τους τη διατήρηση της πολιτισµικής τους ταυτότητας. Έστω κι αν η λύρα είναι προϊόν µιας κοινωνικής και οικονοµικής πραγµατικότητας που είναι βέβαιο ότι σήµερα δεν υπάρχει, έστω κι αν η τουριστική βιοµηχανία έκανε τη λύρα ένα από τα πρώτα εξαγώγιµα και προς κατανάλωση σύµβολα, αυτή ακόµα ζει. Η λύρα αντιστάθηκε στην καθοδηγούµενη µονοκρατία τους ενός τρόπου ντυσίµατος, φαγητού, µουσικής, χορού, γλώσσας. Η λύρα αντιστέκεται στον εντυπωσιασµό των τεράστιων τεχνολογικών επιτευγµάτων και στην αφοµοίωσή της στη νέα τάση για παγκοσµιοποίηση της κουλτούρας των πολιτών. Σε αυτό το νησί η λύρα δε θα είχε επιβιώσει αν δεν αποκτούσε το ρόλο ενός ισχυρού εθνικού συµβόλου πολιτισµικής ταυτότητας. Γιατί για τον Κρητικό η λύρα δεν είναι δίπλα στο σταυρό της ορθοδοξίας. Οπότε στο µέλλον (ελπίζουµε πολύ αργότερα), οι µελλοντικοί κρητικοί γονείς να προσπαθήσουν να µεταφέρουν στα παιδιά τους την εικόνα του γνήσιου κρητικού, που ήδη σήµερα έχει αρχίσει να χάνεται, µια µορφή θα τους έρχεται στο νου. Μια µορφή ατίθαση, µαυροφορεµένη, µε σαρίκι, στιβάνια και µαχαίρι ζωσµένο. Μια µορφή ηλιοκαµένη που είτε καθιστή και µε τη λύρα στον αριστερό µηρό, είτε µε τη λύρα ακουµπισµένη στο ζωνάρι περιδιαβαίνοντας το χωριό µα διαλαλεί την ταυτότητα που έχει κρατήσει ζωντανό την κρητικό χαρακτήρα. Ένα χαρακτήρα που θα γλεντά µε τη λύρα του ακόµα και µπρος στο θάνατο. "Ακούστε ήντα µήνυσε ο νιος από τον Άδη: -Χαρείτ' εσείς οι ζωντανοί 'κει στον απάνω κόσµο γιατί επά οπού' µαστε στενός µας είν' ό τόπος. εν έχει ο Άδης κοπελιές, µηδέ και χαροκόπους µηδέ και σηµαδότοπους να σηµαδεύουν οι άντρες." επιµέλεια κειµένου : Κώστας Βασιλάκης, βασισµένο στο πρωτότυπο κείµενο του Αντώνη Λιάτσικα (περιοδικό Στιγµές) πηγές: Ross Daly, Παραδοσιακά µουσικά όργανα
Μαντολίνο Όργανο ευρωπαϊκής καταγωγής, συναντάται σε όλα τα παράλια της Μεσογείου. Παίζεται σχεδόν σε όλη την Κρήτη και είναι ευρύτερα γνωστό στους κατοίκους της. Η εµφάνιση του χρονολογείται από την εποχή της Ενετοκρατίας στο νησί. Είχε µεγάλη απήχηση στους κατοίκους, χρησιµοποιούνταν µε διάφορες παραλλαγές (π.χ. µαντόλα), ως όργανο συνοδείας της λύρας, του βιολιού αλλά και του λαούτου. Σε συζητήσεις του ο Στέλιος Φουσταλιεράκης έχει αναφέρει ότι το µαντολίνο και το µπουλγαρί ήταν οι συνοδοί της λύρας στις αρχές του 20ου αιώνα στην πόλη του Ρέθυµνου. Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι το µαντολίνο ήταν το κατ εξοχήν "γυναικείο" µουσικό όργανο καθώς ήταν το µοναδικό που έπαιζαν οι γυναίκες του νησιού. Σήµερα παίζεται κυρίως ως σολίστικο όργανο, µέσα σε µουσικά σχήµατα στη δισκογραφία, αλλά και σε προσωπικές και οικογενειακές εκδηλώσεις των κατοίκων της Κρήτης. Μπουλγαρί Υστερ από τα µουσικά όργανα που πέρασαν από την Κρήτη των αρχαίων χρόνων (σείστρα κ.λ.π.) το µπουλγαρί είναι το παλαιότερο έγχορδο µουσικό όργανο κρουόµενων χορδών που συναντούµε στο νησί. Είναι ο απόγονος µιας πολύ µεγάλης οικογένειας οργάνων, που οι ρίζες της φτάνουν µέχρι την αρχαία εποχή. Η αρχική ονοµασία ήταν πανδούρα (γνωστό όργανο των Βυζαντινών), που µε παραφθορά καταλήγει στον ταµπουρά Ταµπουράς. Υπάρχει η άποψη ότι η ονοµασία του οργάνου προέρχεται από την Σουµέρικη ονοµασία παν-τουρ (µικρό τόξο). Το µπουλγαρί έχει ηµισφαιρικό ή αχλαδόσηµο ηχείο (σκάφη), µακρύ χέρι µε κινητά τάστα (µπερντέδες) και τρεις χορδές συνήθως διπλές που παίζοναι µε φτερό πουλιού αρπακτικού, ξύλινη πέννα ή πλαστική. Μοιάζει µε το Αράβικο σάζι, έχει µικρή σκάφη και µακρύ χέρι. Τα κουρντίσµατα ποικίλουν, µε συνηθέστερο το Ρε, Λα, Ρε. Το µπουλγαρί έχει χαρακτηριστικό ήχο γλυκό και πλούσιο, κάτι µεταξύ µπουζούκι και λαγούτο και είναι κατάλληλο για να παίξει ταξίµια και να συνοδέψει το τραγούδι σε µικρό χώρο. Το µπουζούκι, ο µπαγλαµάς, το σάζι, το καραντουζένι, κ.α. ανήκουν σ' αυτή την οικογένεια οργάνων. Στην Κρήτη παιζόταν σε πολλά διαµερίσµατα. Πιο πολύ όµως στην κεντρική Κρήτη, µέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ένα εκ των κυριοτέρων συνοδευτικών οργάνων της λύρας. Κυριότερος εκπρόσωπος του θεωρείται ο Στέλιος Φουσταλιεράκης (1911-1992) από το Ρέθυµνο, µε τα "ταµπαχανιώτικα" που ήταν η αιτία να περάσει το µπουλγαρί στη δισκογραφία. Η µανία των Γερµανών κατακτητών ήταν ένας από τους λόγους που το όργανο αυτό εξαφανίστηκε µεταπολεµικά. Σήµερα ελάχιστοι είναι πλέον οι εκπρόσωποι του υπέροχου αυτού µουσικού οργάνου.