Τρίτη, 12 Μαΐου 2015 Φυσικό, αστικό, πολιτιστικό περιβάλλον. Η διαχείριση των κοινών πόρων Γιώργος Βελεγράκης, Υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Οικολογίας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Υπότροφος Marie Curie (Πρόγραμμα ENTITLE/ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ -PITN-GA-2011-289374) Καλησπέρα και σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Είναι πολύ ενδιαφέρων που εργαστήριου Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ αφενός κάνει μια τέτοια σειρά εκδηλώσεων που εκτός από τους ακαδημαικούς, μετέχουν και ομιλητές από κοινωνικούς, κινηματικούς και πολιτικούς φορείς, αφετέρου το γεγονός ότι θέτει το ζήτημα των κοινών πόρων, του περιβάλλοντος, της οικολογίας και του σχεδιασμού στον πυρήνα των προβληματισμών. Εγώ, ονομάζομαι Γιώργος Βελεγράκης, ξεκίνησα ως μηχανικός και σήμερα κάνω διδακτορικό στο τμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο υπό την επίβλεψη του κ. Χατζημιχάλη. Η διδακτορική μου έρευνα έχει τίτλο Εξορύξεις και κοινωικο-οικολογικά κινήματα σε περίοδο κρίσης: Το παράδειγμα της εξόρυξης χρυσού στη Χαλκιδική. Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή μελετάει το θέμα των εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε περίοδο οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα αναλύοντας την προσπάθεια καθιέρωσης ενός μοντέλου ανάπτυξης βασισμένο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στα έργα εξορύξεων, τις συνέπειες του σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο (συνδέοντας τις πάντα με το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον) καθώς και την ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων ενάντια σε αυτό. Ειδικό πεδίο μελέτης αποτελεί η Χαλκιδική όπου ένα μεγάλο μέρος της τοπικής κοινωνίας (αλλά και πανελλάδικα) αντιδρά στην προσπάθεια της κεντρικής και τοπικής εξουσίας και των ιδιωτών επενδυτών για τη δημιουργία μεγάλων έργων εξόρυξης χρυσού στην περιοχή. Στην συγκεκριμένη παρέμβαση δεν θα εισέλθω σε λεπτομέρειες σε σχέση με το θέμα μου, λόγω περιορισμένου χρόνου και διότι το ζήτημα της
εξόρυξης χρυσού στη Χαλκιδική είναι αρκετά γνωστό τουλάχιστον στους δικούς μας κύκλους. Αν όμως υπάρχουν ερωτήσεις, ειδικά για το ζήτημα, την ιστορία της σύγκρουσης, του κοινωνικού κινήματος στην περιοχή και των πρόσφατων εξελίξεων, μπορώ να τις απαντήσω στον κύκλο της συζήτησης. Θέλω όμως να θέσω κάποια κριτήρια, κάποιες αφετηριακές παραδοχές, οι οποίες εμένα τουλάχιστον με βοηθάνε τόσο στο επίπεδο της μεθοδολογίας όσο και του περιεχομένου να μελετήσω και να αναλύσω το ζήτημα της οικολογίας, των κοινωνικών συγκρούσεων γύρω από τους κοινωνικούς πόρους και του σχεδιασμού. Α) Υπεράσπιση της Πολιτικής Οικολογίας ως αυτόνομο επιστημονικό πεδίο. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό να μιλάμε για Πολιτική Οικολογία και να αναλύουμε τα περιβαλλοντικά ζητήματα υπό αυτό το πρίσμα και τα αναλυτικά εργαλεία που προσφέρει: 1. Αποτύπωση, κατανόηση και ανάλυση της σχέσης κοινωνία-φύση Υπάρχουν πολλές αναγνώσεις για αυτή τη σχέση. Θα σας πω τη δικιά μου προσέγγιση αλλά θέλω να επιμείνω όχι τόσο στην απάντηση όσο στην ανάγκη διερεύνησης αυτού του ερωτήματος. Και αυτή η διερεύνηση πρέπει να γίνει θεωρητικά αλλά και εμπειρικά. Θεωρητικά σημαίνει ενασχολούμενοι με τις προσεγγίσεις της βιβλιογραφίας για αυτό και εμπειρικά σημαίνει να θέτουμε αυτό το ερώτημα στις επιτόπιες έρευνες μας. Για παράδειγμα στην περίπτωση της Χαλκιδικής είναι πολύ κρίσιμο το ερώτημα προς τους μετέχοντες στο κοινωνικό κίνημα «Τι σημαίνει για εσάς το δάσος το οποίο υπερασπίζεστε;» Πρέπει να καταλάβουμε την απτή εμπειρία του περιβάλλοντος από και σε αλληλεπίδραση με τις τοπικές κοινωνίες. Όπως σωστά αναγνώρισε ο Μαρξ στις θέσεις για το Φόυερμπαχ η φύση ενσωματώνει και εκφράζει συγκεκριμένες σχέσεις ενώ παράλληλα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη μορφοποίηση αυτών των σχέσεων. Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα συσσώρευσης η φύση δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή εκτός των πράξεων και των σχέσεων που δομούν αυτό το σύστημα 1.Συνεπώς δεν πρέπει να αναπαράγεται ένας δυισμός ανθρώπουφύσης ή κοινωνίας-φύσης στην ερμηνεία του οποίου μάλιστα «η φύση υπαγορεύει και ο άνθρωπος εκτελεί». μια τέτοια προσέγγιση όμως φαίνεται να προτάσσει ένα μέλλον (ένα τέλος της ιστορίας) όπου οι τύχες των κοινωνιών θα καθορίζονται από τους φυσικούς νόμους, που είναι και 1 Δυστυχώς στη μαρξιστική συζήτηση έχει δοθεί ιδιαίτερο βάρος στο πρώτο μισό αυτής της σκέψης του Μαρξ (η φύση ενσωματώνει και εκφράζει τις κοινωνικές σχέσεις αγνοώντας το δεύτερο μισό (η φύση παίζει καταλυτικό ρόλο στη μορφοποίηση των κοινωνικών σχέσεων) με αποτέλεσμα να προσπερνούν την αναγκαία διαλεκτική προσέγγιση και να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι (ο Μαρξ είπε) «η φύση είναι κοινωνικά κατασκευάσιμη».
θα είναι σεβαστοί και καθολικοί. Στον αντίποδα, και όπως υποστηρίζω, η μαρξιστική προσέγγιση της Πολιτικής Οικολογίας προσφέρει αναλυτικά εργαλεία για να δούμε τη φύση στη διαλεκτική της σχέση με την κοινωνία. Ο μετασχηματισμός της φύσης περνά μέσα από την ανθρώπινη εργασία. Η ίδια η φύση καθορίζει αλλά και καθορίζεται από την κοινωνία, από τις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής. Αυτό είναι εξάλλου το κρίσιμο σημείο συνάντησης της οικολογίας με τα χειραφετητικά κοινωνικά κινήματα: Κοινωνικο-οικολογικός, μια εναλλακτική παραγωγική ανασυγκρότηση για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, επανασύνδεση των κοινωνιών με τις συνθήκες αναπαραγωγής τους. 2. Μελέτη των περιβαλλοντικών προβλημάτων υπό το πρίσμα κοινωνικών, μη φυσικών αναλυτικών κατηγοριών. Σε αυτό το πλαίσιο έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι τα οικολογικά ζητήματα αφορούν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, έχουν συγκεκριμένη γεωγραφία ενώ συνδέονται με τις νόρμες του κοινωνικού συστήματος. Συνεπώς και όποια επιστημονική έρευνα σε αυτό το πεδίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αλληλοδιαπλεκόμενες κλίμακες από την τοπική και την περιφερειακή μέχρι την εθνική και τη διεθνική (παγκόσμια) με τις δεσμεύσεις που εμπεριέχει η κάθε μία. Ριζοσπάστες γεωγράφοι όπως ο Harvey, o Neil Smith, o Swyngedouw, o Alex Loftus, o Noel Castree, ο Benton, ο O Connor και άλλοι/ες έχουν συνεισφέρει με συγκεκριμένες επεξεργασίες για τη «(νεοφιλελεύθερη) φύση» με ένα συνδυασμό κριτικής θέσης στο εννοιολογικό πεδίο και αναλυτικών εμπειρικών μελετών. Και πάλι αυτό το ζήτημα το θέτω στο πλαίσιο διαμόρφωσης συγκεκριμένων ερευνητικών ερωτημάτων. Πέρα από απλουστέυσεις και γενικεύσεις «υπεράσπισης του περιβάλλοντος» θα πρέπει να δούμε ποιοι μετέχουν σε κάθε περιβαλλοντική σύγκρουση, ποια τα αιτήματα, ποιος ο λόγος και ποιες οι πρακτικές τους. Θεωρώ ότι αυτό το πλέγμα ερωτημάτων μας οδηγούν σε ένα τρόπο κατανόησης και παρέμβασης κομβικό. What is an environmental conflict? Environmental conflicts (EC) also known as ecological distribution conflicts- are the result of the high environmental and social costs of the increasing capital driven resource extraction and waste disposal required by the global social metabolism of the economy (Martínez-Alier et al., 2010). These costs are unequally distributed because they burden usually peasants, urban and rural poor, women and indigenous populations, since extractive and disposal frontiers expand to the places where they live and develop their livelihoods. From a political ecology perspective, environmental problems become politicized when power relations and the uneven distribution of burdens, benefits and risks take place (Robbins, 2004). EC are thus a specific form of social conflicts resulting from competing values and interests in a given place,
where communities usually react to environmental injustice (Martínez- Alier, 2002). They are not only technical problems to be solved by experts from top to bottom relying on technological advances. On the contrary, EC are political and social problems and local communities as well as place-based social civil actors often have a deep-rooted experiential knowledge that could inform research and policy in important ways. 3. Προς μια φιλοσοφία (και θεωρία) της πράξης Η πολιτική οικολογία σήμερα και μάλιστα οι ριζοσπαστικές της εκδοχές θέτουν όμως και συγκεκριμένη πρακτική. Θέτει συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα, διεκδικήσεις και προτάσεις για τα θέματα της οικονομίας, της κοινωνικής ζωής, του κράτους και των παροχών αλλά ταυτόχρονα αναμετράται με τη θεωρία και σκαλίζει τις στρατηγικές επιλογές. Ίσως χωρίς να το επιδιώκει εκ προοιμίου, θέτει το προγραμματικό πλαίσιο μιας πολιτικής προσέγγισης που διαρθρώνεται γύρω από τις έννοιες του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής και της οικονομίας των αναγκών. Με επίκεντρο τις ανάγκες των πολλών και την ενεργό συμμετοχή τους γίνεται δυνατός ο μετασχηματισμός προς μια οικονομία των αναγκών με κατανάλωση λιγότερων φυσικών πόρων και συνεπώς προς μια νέα, δημοκρατικότερη σχέση κοινωνίας-φύσης. Σε αυτό το πλαίσιο Θέτουμε τις κόκκινες γραμμές απέναντι και στον συστημικό περιβαλλοντισμό: η οπτική του κεφαλαίου αντιμετωπίζει την εργασία, την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας και τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος σαν κόστος. Σε μια αντίθετη οπτική, η εργασία και το φυσικό περιβάλλον αποτελούν τη βάση (και τον σκοπό) ανασυγκρότησης και προώθησης του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής. Μάλιστα το παραπάνω τίθεται σε μια περίοδο που αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Η κρίση του καπιταλισμού, και κυρίως η οικολογική της διάσταση, προφανώς αναγκάζει όλες τις αντισυστημικέςαντικαπιταλιστικές προσεγγίσεις και πρακτικές να απαντήσουν σε νέα ερωτήματα. Ταυτόχρονα όμως η σημερινή περίοδος είναι και η συμπύκνωση μεγάλων και ευρύτατων διεργασιών σε κοινωνικό, κινηματικό και πολιτικό επίπεδο. Σε μια προηγούμενη περίοδο, ο νεοφιλελευθερισμός φάνταζε ανίκητος και ο καπιταλισμός σαν το «τέλος της ιστορίας», καθώς είχε καταφέρει οι βασικές ιδέες του όπως ο κοινωνικός ανταγωνισμός, το ατομικό συμφέρον και το ιδιωτικό έναντι του δημοσίου να κυριαρχούν όχι μόνο ως η μόνη δυνατή πολιτική πρακτική αλλά και ως μαζική κοινωνική συνείδηση. Στις αρχές του 21ου αιώνα από το κίνημα αντιπαγκοσμιοποίησης μέχρι τα κινήματα occupy ανά τις ευρωπαϊκές πόλεις, την αραβική άνοιξη και τις πολλές εστίες πολιτικών ανατροπών στη Λατινική Αμερική, φαίνεται ότι το ένα και μοναδικό παγκόσμιο υπόδειγμα ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης τουλάχιστον αμφισβητείται. Πιθανόν κάποιος/-α να αντιτάξει ότι οι
κυρίαρχες πολιτικές δεν ανατράπηκαν αλλά μάλλον μετασχηματίστηκαν προς το αυταρχικότερο εν μέσω της κρίσης. Αυτό είναι αληθές, και μάλιστα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνθηκαν. Το σίγουρο όμως είναι ότι αφενός η κοινωνική συναίνεση δεν είναι πλέον καθόλου δεδομένη και αφετέρου σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο γίνεται προσπάθεια σκιαγράφησης νέων υποδειγμάτων. Τα πολλά μικρά ή μεγάλα κινήματα ανά τον κόσμο που αναγκαστικά αναμετρώνται με το ζήτημα της εξουσίας και της ισχύος, αλλά πολύ περισσότερο οι νέοι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική που διεκδικούν επί ίσοις όροις ή και καταλαμβάνουν την πολιτική εξουσία, είναι χαρακτηριστικά αυτής της νέας συνθήκης. Β) Μετάφραση του παραπάνω πλαισίου στην περίπτωση της Χαλκιδικής 1. Ποια η σχέση των τοπικών κοινωνιών με το άμεσο περιβάλλον τους 2. Ποια η σημασία της δημοκρατίας και του σχεδιασμού 3. Η βία και η σύγκρουση 4. Ο λόγος και η πρακτική για την ανάπτυξη και τον μετασχηματισμό