Η σύγκρουση: από το micro στο macro και vice versa



Σχετικά έγγραφα
ΑΝΝΑ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Τμήμα Ψυχολογίας. Σημειώσεις. Για το μάθημα Κοινωνική Επιρροή ΙΙ

Πρόλογος για την ελληνική έκδοση Eισαγωγή... 15

Η θεωρία επεξεργασίας της σύγκρουσης

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Μάθηµα: Κοινωνική Ταυτότητα και ιοµαδικές Σχέσεις ιδάσκουσα: Αλεξάνδρα Χαντζή

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 8: Θεωρίες αιτιακών αποδόσεων

Αξιοποιώντας τις θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας σε πολλαπλά πεδία έρευνας και εφαρμογών

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Συγκρούσεις μεταξύ συνομηλίκων στο σχολικό πλαίσιο. Προτάσεις ερμηνείας και αποτελεσματικής αντιμετώπισης

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Ηθεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης (Sherif, 1966).

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

Ενδο-ομαδικές διεργασίες:

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Τίτλος: Power/ Knowledge: Selected interviews and other writings

Οργανωσιακή μάθηση. Εισηγητής : Δρ. Γιάννης Χατζηκιάν

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

ΜΑΘΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΕΛΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Ενότητα εκπαίδευσης και κατάρτισης για τις δεξιότητες ηγεσίας. Αξιολόγηση Ικανοτήτων

Αθανασούλα Ρέππα Αναστασία* Καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Διοίκησης και Οργανωσιακής Συμπεριφοράς

Εισηγητής Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος. Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος

Διαχείριση Τεχνολογίας και Καινοτομίας στον Τουρισμό

Αξιοποιώντας τις θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας σε πολλαπλά πεδία έρευνας και εφαρμογών. Θεωρία της λογικής πράξης Ομαδοσκέψη Μειονοτική επιρροή

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ- ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Η

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Περιγραφή ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Μανώλης Κουτούζης Αναπληρωτής Καθηγητής Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Αναγνώσεις σε επίπεδα

Γιατί ένα σεμινάριο για τις συγκρούσεις;

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΔΉΛΩΣΗ ΠΕΡΊ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ ΑΝΘΡΏΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΆΤΩΝ ΤΗΣ UNILEVER

Η ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Η Κοινωνική ιάρθρωση: ιαστρωµάτωση, Κινητικότητα, Μετάταξη

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων. ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΙΤΙΑΚΩΝ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ Διδάσκουσα: Επίκ. Καθ. Γεωργία Α.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ - ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Όλα αυτά αποκτούν νόηµα µόνο µέσα από τη σύγκριση µε άλλες οµάδες.

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ιωάννης Βλασσόπουλος Μεταπτυχιακός Φοιτητής, ΠΜΣ Κοινωνικής Πολιτικής: Μέθοδοι και Εφαρμογές, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ «ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΣΗ» ΚΕΦΑΛΑΙΟ:

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Μορφές και Θεωρίες Ρύθµισης

Διαπολιτισμικές σχέσεις στις πλουραλιστικές κοινωνίες

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Η διαφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων πλευρών σχετικά με τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο μπορεί ο οργανισμός να πετύχει τους στόχους του.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Μεταγνωστικές διαδικασίες και κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών στα μαθηματικά: ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Ενότητα 2. Δομολειτουργισμός

εκπαιδευτικο αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού τυπικών και άτυπων ομάδων από μια δυναμική αλληλεξάρτησης

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Περιεχόμενο της έννοιας «πολιτισμός» Γνωρίσματα Λειτουργικός ορισμός Πολιτισμικός σχετικισμός

Κείμενο 1 Εφηβεία (4590)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Μαρξιστική θεωρία του κράτους. Γ. Τσίρμπας

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΙΙ

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

H μάθηση υπό το πρίσμα των σύγχρονων παιδαγωγικών αντιλήψεων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΊΗΣΗ ΠΕΛΑΤΏΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

3. Περιγράμματα Μαθημάτων Προγράμματος Σπουδών

ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

710 -Μάθηση - Απόδοση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

710 -Μάθηση - Απόδοση

Transcript:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 6

7 Η σύγκρουση: από το micro στο macro και vice versa Μαντόγλου Άννα ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μεταξύ των ορισμών που δόθηκαν για την Κοινωνική Ψυχολογία είναι και αυτός της συγκρουσιακής σχέσης ατόμου και κοινωνίας, ή ακόμη ότι η Κοινωνική Ψυχολογία είναι η επιστήμη των ιδεολογικών φαινομένων -κοινωνικών γνώσεων και αναπαραστάσεων- και των φαινομένων επικοινωνίας -διαδικασίες κοινωνικής επιρροής- (βλ. Moscovici, 1984), στα οποία υπεισέρχεται άρρητα η σύγκρουση. Παρά το ότι η έννοια της σύγκρουσης βρίσκεται στον πυρήνα της Κοινωνικής Ψυχολογίας, ωστόσο δεν χαίρει ιδιαίτερης επεξεργασίας. Η μόνη συστηματική προσπάθεια επεξεργασίας της είναι αυτή που έγινε στο πλαίσιο των διαδικασιών μειονοτικής επιρροής. Σ αυτό το πλαίσιο, η σύγκρουση τοποθετείται στο επίκεντρο και καθίσταται υπεύθυνη για την κοινωνική αλλαγή και την καινοτομία. Η κοινωνική σύγκρουση, η οποία αντιμετωπίζεται ως μια οργανωτική αρχή που διέπει τις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής, καθώς και η επεξεργασία της, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο επιλύεται, θα λέγαμε πολύ απλά, συνιστούν ένα γενικό θεωρητικό μοντέλο που ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά του πομπού, του δέκτη, του μηνύματος (αντικείμενο σύγκρουσης) και του επιπέδου κοινωνικής επιρροής (έκδηληλανθάνουσα, άμεση-έμμεση, δημόσια-ιδιωτική, συνειδητή-ασυνείδητη, ενδοτικότηταμεταστροφή) (βλ. Pérez, Mugny, 1995). Ο όρος της σύγκρουσης είναι πολύσημος, διότι αγκαλιάζει ένα μεγάλο αριθμό φαινομένων: από το διάλογο, τη διαλεκτική σχέση, τη διαπραγμάτευση, την αλληλεπίδραση, τη διαφωνία, την απόκλιση, τη διαφορά, τον ανταγωνισμό, την αντιπαλότητα, για να φτάσει στις πιο ακραίες της μορφές που είναι η διαφθορά, η βία, το πραξικόπημα, η δολοφονία και ο πόλεμος. Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να τον ορίσουμε; Ως μία κοινωνιοψυχολογική κατάσταση στην οποία εμπλέκονται τα άτομα ή οι ομάδες, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους. Αυτή η διαφορά ή η αντίθεση μπορεί

8 να είναι πραγματική ή συμβολική και να πάρει τη μορφή κοινωνικών κανόνων, συμφερόντων, στόχων, προσδοκιών, αξιών, ενδιαφερόντων, πεποιθήσεων, απόψεων κλπ. Οι θεωρητικοί της σύγκρουσης, στην προσπάθειά τους να οικοδομήσουν μια θεωρία της σύγκρουσης, εντόπισαν μερικούς κεντρικούς άξονες συζήτησης, όπως τα αίτια της σύγκρουσης, οι μορφές που παίρνει, οι τρόποι επίλυσής της και τα αποτελέσματα που επιφέρει. Σ αυτή τους την προσπάθεια αρκετοί κοινωνικοί επιστήμονες καταλήγουν στο ότι η σύγκρουση έχει, πολύ συχνά, θετικά αποτελέσματα και ότι είναι η αιτία της αλλαγής, πολλοί μάλιστα την ταυτίζουν με την κοινωνική αλλαγή και την καινοτομία, άλλοι τη φυσικοποιούν, θεωρώντας την υπαίτια της ανθρώπινης ύπαρξης και του πολιτισμού. Βέβαια, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος, αυτή η οποία αντιμετωπίζει τη σύγκρουση ως κακή, καταστρεπτική, επιζήμια και επιβλαβή για την κοινωνία. Σ αυτό το ερευνητικό ρεύμα ανήκουν οι λειτουργιστές, οι οποίοι «συγκρούονται» -δίνουν μάχη- για τη διατήρηση του status quo, των εγκαθιδρυμένων κοινωνικών δομών και σχέσεων στην κοινωνία. Ας παρουσιάσουμε όμως τη σύγκρουση έτσι όπως έχει αντιμετωπιστεί από τους κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες για να περάσουμε στη συνέχεια στο χώρο της ψυχολογίας. 1. Η σύγκρουση στην Κοινωνιολογία Στη μαρξιστική θεώρηση η έννοια της σύγκρουσης κατέχει κύρια θέση. Σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς οι τάξεις ορίζονται μέσα από τους αγώνες τους. Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», έγραφαν ότι «η ιστορία οποιασδήποτε κοινωνίας, μέχρι τις μέρες μας, είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων» (1848). Ο Μαρξ υποστήριζε ότι ένα θεμελιώδες ρήγμα είναι αυτό που διαχωρίζει την τάξη των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής από αυτή που δεν κατέχει παρά μόνο την εργατική της δύναμη, τα αφεντικά από τους σκλάβους, τους κύριους από τους δούλους, τους καπιταλιστές από τους εργάτες. Στον καπιταλισμό, όλες οι κοινωνικές συγκρούσεις ανάγονται στην αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Όλες οι συγκρούσεις, επομένως, είναι ταξικές, και οι κοινωνικές ομάδες πρέπει να τοποθετηθούν από τη μια ή την άλλη πλευρά αυτής της θεμελιώδους αντίθεσης. Η πάλη των τάξεων είναι η αιτία όλων των κοινωνικών αλλαγών και, κατά συνέπεια,

9 όλων των επαναστάσεων, οι οποίες θεωρούνται ως οι μόνες πραγματικές στιγμές ρήξης στην εξέλιξη των κοινωνιών. Οι Mendras και Forsé (1983) εντοπίζουν τέσσερις κεντρικές ιδέες στη μαρξιστική θεωρία σχετικά με την κοινωνιολογία των συγκρούσεων: α) Η σύγκρουση είναι μια σταθερά σε όλες τις κοινωνίες. Η σύγκρουση των τάξεων είναι δομικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας και καθορίζεται από τη φύση της και τη λειτουργία της. β) Οποιαδήποτε σύγκρουση είναι σύγκρουση συμφερόντων και εμπλέκει δύο κοινωνικούς αντιπάλους: αυτούς που επιθυμούν την αλλαγή και αυτούς των οποίων το συμφέρον είναι η διατήρηση του status quo. γ) Οι συγκρούσεις είναι η κινητήριος δύναμη της κοινωνικής αλλαγής. δ) Η κοινωνική αλλαγή είναι ενδογενές στοιχείο της σύγκρουσης των τάξεων και όχι της παρέμβασης κάποιου Θεού ή Πνεύματος. Οι Mendras και Forsé όμως ασκούν κριτική στο συγκρουσιακό μοντέλο της μαρξιστικής θεωρίας, αντιπαραθέτοντας τα παρακάτω επιχειρήματα: α. Η σύγκρουση των τάξεων δεν είναι ο μόνος παράγοντας κοινωνικής αλλαγής. Συγκρούσεις άλλου είδους, όπως φυλετικές, θρησκευτικές, φύλου, γενεακές κλ.π., μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές αλλαγές. Επιπλέον, στην ιστορία υπάρχουν και παράγοντες εξωγενείς, όπως μια στρατιωτική κατάκτηση, που οδηγούν στη δομική αλλαγή. Ο Μαρξ θεωρούσε ότι οποιαδήποτε σύγκρουση ανάγεται στη σύγκρουση των τάξεων, η οποία είναι υπαίτια της δομικής αλλαγής. Η σύγκρουση των τάξεων, όμως, δεν είναι παρά ένας από τους λόγους της ενδογενούς αλλαγής και ένα από τα είδη της κοινωνικής σύγκρουσης. β. Στο μαρξιστικό μοντέλο η δομική αλλαγή είναι αποτέλεσμα της επανάστασης, δηλαδή της ξαφνικής και βίαιης ανατροπής της κοινωνικής δομής (ακραία μορφή σύγκρουσης). Αυτό συνεπάγεται ότι από το 19 ο αιώνα δεν έχουν παρατηρηθεί αλλαγές, πράγμα που δεν ισχύει βέβαια. γ. Ο Μαρξ δεν νομιμοποιείται να υποστηρίζει ότι η σύγκρουση των τάξεων είναι ανοιχτή, οξυμένη και βίαιη, γιατί σ αυτήν την περίπτωση θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο. Οι δομικές αλλαγές από τον 19 ο αιώνα και μετά φαίνεται να έχουν καταλήξει σε μια μορφή θεσμοθετημένης σύγκρουσης των τάξεων, στο βαθμό που μια καταπιεσμένη τάξη μπορεί να διεκδικήσει με διάλογο και διαπραγματεύσεις δομικές αλλαγές. Έτσι, οποιαδήποτε σχέση μεταξύ ατόμων που έχουν διαφορετικούς

10 σκοπούς είναι σχέση συγκρουσιακή. Αυτή η σύγκρουση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: ένταση, διαμαρτυρία, ανταγωνισμός, διαπραγμάτευση, διάλογος, διαμάχη, κατάληψη, απεργία, αποχή κ.λπ. Άλλοι κοινωνιολόγοι, οι οποίοι συνέχισαν να προσδίδουν μια κεντρική θέση στις κοινωνικές συγκρούσεις, προσπάθησαν να δείξουν ότι η φύση των συγκρούσεων δεν περιορίζεται μόνο στην πάλη των τάξεων, αλλά μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Ο Dahrendorf (1972), ένας από τους κλασικούς μελετητές των τάξεων και των ταξικών συγκρούσεων, θεωρεί ότι η μαρξιστική θεωρία δεν μπορεί να γενικευθεί, διότι οι αναλύσεις για τις κοινωνικές τάξεις και τις ταξικές συγκρούσεις αφορούσαν την καπιταλιστική περίοδο του 19 ου αιώνα. Η θεωρία των κοινωνικών συγκρούσεων και της κοινωνικής αλλαγής πρέπει να είναι ευρύτερη και να εξηγεί τόσο τη δημιουργία των κοινωνικών ομάδων που συγκρούονται, όσο και τη δράση αυτών των ομάδων που οδηγούν στις αλλαγές της δομής του κοινωνικού συστήματος. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν τον συγγραφέα, σε κάθε κοινωνική οργάνωση, υπάρχει μια διακριτή κοινωνική δύναμη (autorité αυθεντία/κύρος), ανάλογα με την κοινωνική θέση που κατέχουν οι ομάδες -κυριαρχία ή υποταγή-, η οποία καθορίζει τις συγκρούσεις. Δεν αναφέρεται στην εξουσία, την οποία συνδέει με τα πρόσωπα, αλλά στην κοινωνική δύναμη, την οποία συνδέει με έναν κοινωνικό ρόλο ή μία κοινωνική θέση. Αυτή η κοινωνική δύναμη διχοτομεί τις ομάδες στο εσωτερικό τους: αυτοί που τη διαθέτουν και αυτοί που τη στερούνται. Ο Dahrendorf αναφέρεται, επίσης, στην πολλαπλότητα των ρόλων που κατέχει ένα άτομο σε διάφορους τομείς της κοινωνίας, όπως στην Εκκλησία, στο Κράτος, τις οργανώσεις (κόμματα, συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα) κ.ά. Η διχοτόμηση της κοινωνικής δύναμης και η σύγκρουση που συνεπάγεται αφορά ένα συγκεκριμένο τομέα, στον οποίο τα άτομα διαιρούνται σε αυτά που έχουν συμφέρον να διατηρηθεί το status quo και σε αυτά που έχουν συμφέρον να ανατραπεί. Εάν αναφερόμαστε επομένως σε ολόκληρη την κοινωνία, η διχοτόμηση της κοινωνικής δύναμης παρατηρείται μόνο σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Τα δρώντα υποκείμενα όμως και οι ομάδες μπορεί να είναι κυρίαρχα σε έναν τομέα και υποταγμένα σε έναν άλλο. Δεν υπάρχει μόνο μία σύγκρουση μεταξύ δύο μεγάλων κοινωνικών τάξεων, αλλά πολλαπλές συγκρούσεις μεταξύ ομάδων, των οποίων η φύση και η νομιμότητα διαφέρει.

11 Στη θεωρία του Dahrendorf, ο μαρξιστικός όρος της κοινωνικής τάξης αντικαθίσταται από αυτόν της ομάδας συμφέροντος και η ταξική πάλη εμφανίζεται σα μια συγκεκριμένη περίπτωση των συγκρούσεων των ομάδων: ως περίπτωση της καπιταλιστικής κοινωνίας του 19 ου αιώνα, όπου υπάρχει καθαρή διάκριση των τάξεων. Στις μέρες μας, παρατηρείται μια πολλαπλότητα ταξικών συγκρούσεων και ομάδων συμφερόντων, διότι ένα άτομο δεν ανήκει πλέον σε μία και μόνο ομάδα (την τάξη του) που καθορίζει όλες τις υπόλοιπες υπαγωγές του, αλλά μπορεί να είναι μέλος πολλών ομάδων έχοντας διάφορες δραστηριότητες. Η ταυτότητα των υποκειμένων γίνεται πιο πολύπλοκη, ιδιαίτερα, εάν λάβουμε υπόψη μας τις ατομικές ή ενδο-οικογενειακές στρατηγικές της κοινωνικής κινητικότητας, την οποία αναζητούν ή διεκδικούν στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι (βλ. το παράδειγμα της ελληνικής κοινωνίας, Τσουκαλάς, 1987). Ο Touraine (1978) θεωρεί ότι κάθε κοινωνία έχει ένα κεντρικό κίνημα (το κίνημα της εργατικής τάξης για παράδειγμα σε σχέση με την κεφαλαιοκρατική τάξη) και ότι είναι αδύνατο να χωρίσουμε την τάξη από την ταξική συνείδηση και το κοινωνικό κίνημα. Το τελευταίο ορίζεται ως «η οργανωμένη συλλογική δράση μέσα από την οποία ένα ταξικά δρων υποκείμενο παλεύει για την κοινωνική καθοδήγηση της ιστορικότητας μέσα σ ένα συγκεκριμένο ιστορικό σύνολο» (σ. 49). Ο Touraine, λοιπόν, ο οποίος ασχολήθηκε με τα κοινωνικά κινήματα, θεωρεί ότι τα τελευταία δεν είναι μία απλή δήλωση ή πρόθεση, αλλά μια διπλή σχέση με έναν αντίπαλο και ένα διακύβευμα. Τόσο ο ένας, όσο και το άλλο μας παραπέμπουν στη σύγκρουση, η οποία φαίνεται ξεκάθαρα στις τρεις αρχές που χαρακτηρίζουν ένα κοινωνικό κίνημα: την αρχή της ταυτότητας, την αρχή της αντίθεσης και την αρχή της ολότητας, ή διαφορετικά, ποιος μάχεται εναντίον ποιου και για ποιο σκοπό. Η ταυτότητα μας ανάγει στην ικανότητα ενός ιστορικού υποκειμένου (π.χ. της εργατικής τάξης) να οικοδομήσει μια συλλογική ταυτότητα. Η αντίθεση μας παραπέμπει στη σύγκρουση γύρω από την οποία συγκροτείται το κοινωνικό υποκείμενο (το κοινωνικό κίνημα) και η οποία επιτρέπει τον ορισμό της ταυτότητάς του και τον ορισμό της αντίπαλης ομάδας. Ενώ η ολότητα αναφέρεται στο σχέδιο συνολικής κοινωνικής αλλαγής και επανορισμού του ιστορικού συστήματος δράσης της κοινωνίας. Ο Dahl (1979), πολιτικός επιστήμονας, αναφέρεται στη σύγκρουση και συγκατάθεση, ως μορφές των πολιτικών συστημάτων, και γράφει ότι «οι άνθρωποι

12 που ζουν μαζί ποτέ δεν συμφωνούν πάνω σε όλα τα θέματα, αν θέλουν όμως να συνεχίσουν να ζουν μαζί δεν μπορούν να διαφωνούν απόλυτα στους σκοπούς τους» (σ. 113). Υπάρχουν, όμως, θεωρητικοί της πολιτικής επιστήμης, οι οποίοι δίνουν έμφαση στη σύγκρουση των ατόμων και στους αντικρουόμενους σκοπούς τους και άλλοι οι οποίοι τονίζουν τη συναίνεση και τη συνεργασία. Μια άλλη θέση που βρίσκουμε στο έργο του Dahl είναι ότι υπάρχει μία ομοιότητα μεταξύ των πολιτικών συστημάτων, η οποία συνίσταται στο ότι όλα υφίστανται αλλαγές, λες και η ιστορία είναι με το μέρος της δημοκρατίας. Ο συγγραφέας κάνει τη διάκριση μεταξύ ηγεμονικών και πολυαρχικών καθεστώτων. Τα πρώτα χαρακτηρίζονται από την πολιτική αστάθεια και βία, από την πολιτική σύγκρουση, η οποία είναι λιγότερο συχνή αλλά περισσότερο έντονη και απολήγει στην καταπίεση με βίαια μέσα. Στην πολυαρχία υπάρχει μια πολιτική σταθερότητα, οι πολιτικές συγκρούσεις είναι συχνές αλλά συγκριτικά ειρηνικές και απολήγουν στη διαπραγμάτευση με ειρηνικά μέσα. «Η δυνατότητα διευθετήσεως μιας σύγκρουσης με ειρηνικό τρόπο είναι μεγαλύτερη στις πολυαρχίες λόγω των θεσμικών οργάνων που ενθαρρύνουν τη διαβούλευση, τη διαπραγμάτευση, την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων και την εξεύρεση λύσεων αμοιβαίας ωφέλειας. Αντίθετα οι πιθανότητες βιαιοτήτων είναι μεγαλύτερες σε μη πολυαρχικά συστήματα λόγω θεσμικών εμποδίων που αναστέλλουν τις δραστηριότητες του είδους που αναφέραμε» (στο ίδιο, σ.164). Ο Gonn (1971) αναφέρεται στα σταθερά και ασταθή πολιτικά συστήματα και τα ορίζει ως προς την ικανότητά τους να επιλύουν τις συγκρούσεις τους. Οι σταθερές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από την κοινωνική συναίνεση, την ομοφωνία και την περιορισμένη σύγκρουση, ενώ στις ασταθείς κοινωνίες παρατηρείται μειωμένη συναίνεση και εκτεταμένη σύγκρουση. Η σύγκρουση δηλαδή φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογη της κοινωνικής συναίνεσης. Όταν η σύγκρουση δεν μπορεί να επιλυθεί και εντείνεται, η αφοσίωση στο πολιτικό σύστημα καταρρέει. «Τα καθεστώτα που δεν μπορούν ικανοποιητικά να ελέγξουν τις συγκρούσεις μέσα στις κοινωνίες τους συχνά είναι ασταθή πολιτικά συστήματα και χαρακτηρίζονται από την απότομη διαδοχή και ανατροπή, τόσον όσον αφορά τα άτομα όσο και όσον αφορά το καθεστώς» (σ.3). Τα σταθερά πολιτικά συστήματα είναι εκείνα που μπορούν να ελέγξουν τις συγκρούσεις είτε με μέσα εξαναγκαστικά είτε με μέσα πειθούς είτε με συμβιβασμούς, συναλλαγές και αλληλο-υποχωρήσεις. Τα σταθερά συστήματα

13 λοιπόν έχουν αναπτύξει και θεσμοθετήσει τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων, οι οποίοι επιτρέπουν στα δρώντα υποκείμενα να αλληλεπιδρούν και να προβλέπουν τα αποτελέσματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό του ρόλου των πολιτικών κομμάτων, τα οποία αντιπροσωπεύουν μια μορφή θεσμοθετημένης σύγκρουσης, στις δημοκρατικές κοινωνίες (στα αυταρχικά καθεστώτα η σύγκρουση καταστέλλεται). Συγγραφείς όπως ο Marx, ο Althusser, ο Dahrendorf, ο Dalh, ο Touraine κ.ά., οι οποίοι έχουν στο επίκεντρο των μελετών τους τη σύγκρουση, αναφέρονται στις συγκρουσιακές σχέσεις που διαδραματίζονται μεταξύ των συλλογικών υποκειμένων, δηλαδή μεγάλων ομάδων ατόμων με διαφοροποιημένα συμφέροντα, παραβλέποντας την ιδιομορφία των ατομικών δρώντων υποκειμένων. Τέτοιου είδους συγκρούσεις είναι αυτές μεταξύ: των εθνών, των τάξεων, των φύλων, των γενεών, γνωστή και ως «χάσμα των γενεών». Η σύγκρουση παίζει το ρόλο της οργανωτικής αρχής του κοινωνικού σχηματισμού με δρώντα υποκείμενα μεγάλες ομάδες, των οποίων τα συμφέροντα διαφοροποιούνται, και μέσα από επαναστάσεις, διαπραγματεύσεις, συμβιβασμούς, συζητήσεις... επέρχεται η κοινωνική αλλαγή. 2. Γενικά χαρακτηριστικά των συγκρούσεων Ο Gonn (1971), εμπνευσμένος από τη θεωρία των παιγνίων κάνει τη διάκριση μεταξύ των zero-sum conflict και non zero-sum conflict, μηδενικές και μη μηδενικές συγκρούσεις. Οι πρώτες είναι αυτές που χαρακτηρίζουν αυτό που θα ονομάζαμε «ο θάνατός σου η ζωή μου» και μας παραπέμπουν σε καταστάσεις όπου οι πρωταγωνιστές έχουν εντελώς αντίθετες προτιμήσεις ή συμφέροντα, χωρίς δυνατότητα συνεργαζόμενων στρατηγικών, όπου μόνο ένας μπορεί να είναι ο νικητής, διότι το κέδρος του ενός αντιστοιχεί στην απώλεια του άλλου. Παραδείγματα μηδενικής σύγκρουσης είναι μερικά αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, το μποξ, το τένις..., η θρησκευτική σύγκρουση μεταξύ καθολικών και αιρετικών, ο εμφύλιος πόλεμος σε μια χώρα ή ακόμη η σύγκρουση μεταξύ εθνών. Οι μη μηδενικές συγκρούσεις, γνωστές στην πολιτική σφαίρα, δεν είναι απόλυτα ανταγωνιστικές, με την έννοια ότι υπάρχουν κοινά συμφέροντα και όχι απόλυτα αντιτιθέμενες προτιμήσεις, και οι πρωταγωνιστές μπορούν να συνεργαστούν

14 ή να αναπτύξουν στρατηγικές για την αμοιβαία ικανοποίησή τους. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε όλες τις καταστάσεις όπου οι αντίπαλοι θα πρέπει να ενώσουν από κοινού τις δυνάμεις τους για να επιλύσουν κάποιο πρόβλημα, όπως στην περίπτωση του πειράματος του Sherif και αλλ. (1961) «Η σπηλιά των κλεφτών». Ο Gonn αναφέρει το πολιτικό παράδειγμα της «νομοθετημένης συμπεριφοράς» (legislative behavior), όπου η επίλυση της σύγκρουσης είναι θεσμοθετημένη. Σ αυτήν την περίπτωση, τα μέλη που εμπλέκονται στη σύγκρουση πρέπει να συμβιβάσουν τις διαφοροποιημένες προτιμήσεις τους σε ένα συμβόλαιο για να μπορέσει να λειτουργήσει η νομοθεσία. Μια άλλη διάκριση που κάνει ο Gonn αφορά τα βασικά κίνητρα της σύγκρουσης, τα οποία ανάγει στο κέρδος και τη διαφύλαξη των κεκτημένων. Αυτές τις δύο μεγάλες κατηγορίες καλύπτουν την πλειοψηφία των λόγων για τους οποίους οι άνθρωποι καταλήγουν στη σύγκρουση. Βέβαια το ένα ή το άλλο κίνητρο σπάνια συναντάται στην καθαρή του μορφή, συνήθως αναμειγνύονται και συχνά υπάρχουν ως κίνητρα για τους αντιπάλους σε διάφορους βαθμούς. Το πρώτο, το κέρδος, είναι το κίνητρο του επιθετικού δράστη, ο οποίος προσπαθεί να αποκτήσει, να επεκτείνει ή να επιτύχει κάτι περισσότερο απ ό,τι έχει (οικονομική θέση, status, συναισθηματική η ιδεολογική ικανοποίηση). Το δεύτερο κίνητρο, αυτό της διαφύλαξης, είναι αμυντικό και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως αποφυγή της απώλειας. Το κίνητρο αυτό οδηγεί το δράστη να διαφυλάττει αυτά που ήδη έχει, σε περίπτωση που αυτά κινδυνεύουν (την οικογένειά του, τα υπάρχοντά του, τη θέση του, την πατρίδα του). Το επιθετικό ή αμυντικό κίνητρο γίνεται ιδιαίτερα κατανοητό σε περίπτωση εμπλοκής των εθνών, όπου παρατηρούνται ανάλογες πολεμικές στρατηγικές, επιθετικός ή αμυντικός εξοπλισμός. Ο Tabbs (1995), ο οποίος μελετά τις ομαδικές αλληλεπιδράσεις, θεωρεί ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη στις σχέσεις των ανθρώπων και φθάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίξει την παράτολμη θέση ότι «το να δουλεύουν αρμονικά μαζί οι άνθρωποι δεν είναι φυσικό» (σ.132). Γράφει ότι η σύγκρουση εμφανίζεται όταν υπάρχουν ασύμβατες δραστηριότητες, οι οποίες μπορεί να αφορούν το ίδιο το άτομο (ενδο-ατομική σύγκρουση), το εσωτερικό της ομάδας (ενδο-ομαδική σύγκρουση), δύο ή περισσότερα άτομα (διατομική σύγκρουση) και δύο ή περισσότερες ομάδες

15 (διομαδική σύγκρουση). Στη συνέχεια κάνει τον απολογισμό των αιτιών της σύγκρουσης και αναφέρεται στα θετικά της αποτελέσματα. Τα αίτια της σύγκρουσης αφορούν: Τις διαφορές στην πληροφόρηση, στις πεποιθήσεις, στις αξίες, στα ενδιαφέροντα, στις επιθυμίες, 2. Τη σπανιότητα κάποιων πηγών, όπως χρήματα, δύναμη, χρόνος, χώρος, θέση, 3. Τον ανταγωνισμό ενός ατόμου ή μιας ομάδας προς ένα άλλο άτομο ή άλλη ομάδα. Επιπλέον, στα παραπάνω αίτια προσθέτει και τα εξής: 1. Τη δυσκολία του έργου, 2. Την πίεση για την αποφυγή της αποτυχίας, 3. Τη σημασία του έργου για το άτομο ή την ομάδα, 4. Την εξειδίκευση ή δεξιότητα των ατόμων ως προς το έργο, 5. Την προσωπικότητα των αντιπάλων. Όσο για τα θετικά αποτελέσματα της σύγκρουσης, ή τις επιθυμητές λειτουργίες της, αυτά συμπυκνώνονται στον παρακάτω κατάλογο: 1. Εμποδίζει τη στασιμότητα, 2. Υποκινεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια, 3. Προμηθεύει ένα μέσον μέσα από το οποίο τα προβλήματα εξωτερικεύονται και επιλύονται, 4. Προκαλεί προσωπική και κοινωνική αλλαγή, 5. Συνεισφέρει στη δοκιμασία και αποτίμηση της προσωπικής προσπάθειας και της χρησιμοποίησης των μέγιστων δυνατοτήτων, 6. Βοηθάει στον ορισμό της ατομικής και ομαδικής ταυτότητας, 7. Ευνοεί την ενδο-ομαδική συνοχή ως προς τις αντίπαλες ομάδες, 8. Επιλύει την ένταση μεταξύ των ατόμων και σταθεροποιεί και ολοκληρώνει τις σχέσεις, 9. Εξαλείφει τους λόγους της δυσαρέσκειας στα κοινωνικά συστήματα, επιτρέποντας την άμεση και ευθεία επίλυση των αντίθετων απαιτήσεων,

16 10. Αναζωογονεί τους υπάρχοντες κοινωνικούς κανόνες της ομάδας ή βοηθά στη δημιουργία καινούργιων, 11.Εξακριβώνει τη δύναμη των ανταγωνιστικών ενδιαφερόντων μέσα στο κοινωνικό σύστημα και έτσι συγκροτεί ένα μηχανισμό για τη διατήρηση ή τη συνεχή αναπροσαρμογή της ισορροπίας της δύναμης (βλ. σ. 250-251). Οι Mendras, Forsé (1983, σ.185-186) αναφέρονται στις λειτουργίες της κοινωνικής σύγκρουσης: 1. Η σύγκρουση ενδυναμώνει την ταυτότητα των ομάδων, 2. Η σύγκρουση ενδυναμώνει τη συνοχή της ομάδας, 3. Η σύγκρουση φέρνει κοντά τους αντιπάλους, 4. Η σύγκρουση διατηρεί μια ισορροπία στην εξουσία, 5. Η σύγκρουση μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή, σε ένα κοινωνικό κίνημα, χωρίς απαραίτητα να είναι ο αρχικός σκοπός των δρώντων υποκειμένων. 3. Η σύγκρουση στην Κοινωνική Ψυχολογία Το πέρασμα από μια διπολική μπιχαβιοριστική ψυχολογία Εγώ-Αντικείμενο σε μια τριπολική αλληλεπιδρασιακή Εγώ-Άλλος-Αντικείμενο δηλώνει και το πέρασμα από μια στατική κατάσταση σε μια γνωστική και στη συνέχεια κοινωνιογνωστική σύγκρουση, ή διαφορετικά το πέρασμα από μια ψυχολογία της ισορροπίας σε μια ψυχολογία της σύγκρουσης. Οι πρώτες κοινωνιοψυχολογικές θεωρίες επικεντρώνονται στις ενδο-ατομικές διεργασίες, στη συνέχεια συγκρίνουν τα άτομα και τις ομάδες και, τέλος, φθάνουν στη μελέτη της αλληλεπιδρασιακής σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Σε όλη αυτήν την προσπάθεια της κοινωνικής ψυχολογίας να ιδιοποιηθεί την πραγματικότητα, να την κατανοήσει να την ερμηνεύσει να την προβλέψει, έχει ως βασικό όργανο ανάλυσης (οργανωτική αρχή) τη σύγκρουση. Θα λέγαμε καλύτερα ότι είναι ο κεντρικός της πυρήνας. Υπάρχουν θεωρίες, στις οποίες υπεισέρχεται η σύγκρουση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, που ασχολούνται με την αποφυγή της σύγκρουσης ή την επίλυσή της για τη διατήρηση της ισορροπίας, του status quo, της διασφάλισης της κοινωνικής τάξης, της συνοχής, της σταθερότητας, της ομοιομορφίας. Υπάρχουν, όμως, και θεωρίες οι

17 οποίες ασχολούνται με την αναζήτηση και διατήρηση της σύγκρουσης, με την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων, αποσκοπώντας στην κοινωνική αλλαγή και την καινοτομία. Οι θεωρίες: του Heider (1946) πάνω στη γνωστική ισορροπία, του Festinger (1957, 1954) πάνω στη γνωστική ασυμφωνία και κοινωνική σύγκριση, του Brehm (1966) πάνω στην ψυχολογική αναδραστικότητα, των Heider (1958), Jones και Davis (1965) και Kelley (1967) πάνω στην κοινωνική απόδοση, του (Sherif, 1936) πάνω στην κανονικοποίηση, του Stoner (1961) πάνω στις συλλογικές αποφάσεις, των Moscovici και Zavalloni (1969) πάνω στη συλλογική πόλωση, του Sherif (1966) πάνω στις διομαδικές σχέσεις, του Tajfel (1957, 1971) πάνω στην κοινωνική κατηγοριοποίηση, του Lemaine (1966) πάνω στην κοινωνική διαφοροποίηση, των Moscovici (1979), Παπαστάμου και Μιούνυ, (1983), Παπαστάμου (1989), Mugny και Pérez (1995) κ.ά. πάνω στις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής, έχουν στο επίκεντρό τους την κοινωνική σύγκρουση, άλλες όμως αποσκοπούν στην κοινωνική ισορροπία και άλλες στην καινοτομία. Ας δούμε όμως πιο κάτω τη συγκεκριμένη μορφή που παίρνει η σύγκρουση σε κάθε θεωρία ξεχωριστά. Ι. Γνωστική ισορροπία Σύμφωνα με τη θεωρία της γνωστικής ισορροπίας (Heider, 1946), οι εκτιμήσεις ή προσδοκίες ενός ατόμου σχετικά με κάποια πλευρά του κοινωνικού του περιβάλλοντος δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση (σε σύγκρουση) με εκτιμήσεις ή προσδοκίες που αφορούν άλλες πλευρές του. Σε περίπτωση αντίθεσης/σύγκρουσης, ορισμένες δυνάμεις επιχειρούν να επαναφέρουν την ισορροπία, τροποποιώντας τις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του περιβάλλοντος ή τροποποιώντας τις αναπαραστάσεις που έχει το άτομο για αυτές τις σχέσεις. Η προέκταση αυτής της θεωρίας αναφέρεται στη δομική ισορροπία (η οποία επιτρέπει τη γενίκευση της ισορροπίας σε περισσότερα από τρία στοιχεία). ΙΙ. Γνωστική ασυμφωνία Η γνωστική ασυμφωνία (Festinger, 1957) είναι μια δυσάρεστη κοινωνιοψυχολογική κατάσταση που δημιουργείται από την ταυτόχρονη παρουσία δύο ασύμφωνων μεταξύ τους στοιχείων στο γνωστικό πεδίο του ατόμου. Αυτά τα

18 στοιχεία μπορεί να είναι: άποψη, γνώμη, πεποίθηση, συμπεριφορά κ.λπ. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί μια γνωστική σύγκρουση στο ενδο-ατομικό επίπεδο διότι το άτομο διαθέτει δύο αντιφατικά γνωστικά στοιχεία για το ίδιο αντικείμενο. Το άτομο δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ σε κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας, θα προσπαθήσει να επιλύσει τη σύγκρουση που την προκαλεί για να επέλθει γνωστική συμφωνία. Η γνωστική ασυμφωνία μειώνεται ή εξαλείφεται είτε προσθέτοντας καινούρια γνωστικά στοιχεία είτε τροποποιώντας τα ήδη υπάρχοντα. Τα καινούρια στοιχεία είτε ενισχύουν τα γνωστικά σύμφωνα στοιχεία και αποδυναμώνουν τα γνωστικά ασύμφωνα στοιχεία είτε μειώνουν τη σπουδαιότητα των γνωστικών στοιχείων που εμπλέκονται στη γνωστική ασυμφωνία. III. Κοινωνική σύγκριση Η θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης (Festinger, 1954) στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Η πρώτη είναι αντικειμενική και μετρήσιμη, ενώ η δεύτερη δε διαθέτει κριτήρια αντικειμενικά και δεν μπορεί να μετρηθεί. Στην περίπτωση λοιπόν της κοινωνικής πραγματικότητας, τα άτομα πολύ συχνά αισθάνονται αβέβαια για τις απόψεις, γνώμες και στάσεις τους, πράγμα που τους οδηγεί σε μια κατάσταση σύγκρουσης. Για την εξάλειψη αυτής της αβεβαιότητας και την επίλυση επομένως της σύγκρουσης τα άτομα συγκρίνουν τις απόψεις τους με αυτές των άλλων ατόμων για να επέλθει ισορροπία, ομοιογένεια, ομοιομορφία, κοινωνική συναίνεση. Βέβαια, προτιμούν να τις συγκρίνουν με τις απόψεις των ατόμων που σκέφτονται λίγο πολύ το ίδιο με αυτά, και όσοι περισσότεροι πιστεύουν να ίδια πράγματα, τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν οι απόψεις αυτές να είναι σωστές. IV. Κοινωνική διαφοροποίηση Ο Lemaine (1966) ασχολήθηκε επίσης με το φαινόμενο της κοινωνικής σύγκρισης από μια διαφορετική όμως οπτική γωνία. Υποστηρίζει ότι τα άτομα συχνά συγκρίνονται με τρίτους με σκοπό την διαφοροποίηση και την καινοτομία και όχι την κοινωνική συναίνεση και ομοιομορφία. Αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις μειονοτικών, αποκλεισμένων ατόμων ή ομάδων, τα οποία για να διατηρήσουν ακέραιη την ταυτότητά τους, σε μία πρώτη φάση διαφωνούν (=σύγκρουση) και προτείνουν νέα κριτήρια, σε μία δεύτερη φάση προσπαθούν να αναγνωρισθούν και να γίνουν

19 αποδεκτά αυτά τα κριτήρια, για να φθάσουν τέλος να αντικαταστήσουν τα παλιά κριτήρια με τα νέα, έτσι ώστε να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ τους. V. Ψυχολογική αναδραστικότητα Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας (Brehm, 1966), κάθε φορά που μια προσιτή συμπεριφορά αποσύρεται ή κινδυνεύει να αποσυρθεί από το πεδίο των δυνατοτήτων ενός ατόμου, το άτομο αυτό νιώθει ότι του περιορίζεται η ελευθερία, γεγονός που το οδηγεί σε μία κατάσταση ψυχολογικής αναδραστικότητας, η οποία εκφράζεται με την τάση ανάκτησης της χαμένης ελευθερίας. Η απαγόρευση μιας επιθυμίας ή μιας συμπεριφοράς οδηγεί το άτομο σε μια κατάσταση σύγκρουσης, η οποία επιλύεται προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που επιθυμεί ο φορέας που την απαγορεύει (υπερεκτίμηση της επιθυμίας ή της συμπεριφοράς). VI. Κοινωνική απόδοση Η θεωρία της κοινωνικής απόδοσης (Heider, 1958, Jones και Davis, 1965, Kelley, 1967) αναφέρεται στην προσπάθεια των ατόμων να ιδιοποιηθούν και να ελέγξουν το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Στην προσπάθειά τους αυτή, τα άτομα προβαίνουν σε ερμηνείες και αποδόσεις βάσει των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους. Έτσι προσπαθώντας να κατανοήσουν μια συμπεριφορά είτε την αποδίδουν σε ενδογενή αίτια είτε σε εξωγενή. Με όρους σύγκρουσης, θα λέγαμε ότι η απουσία αιτιολόγησης αιτίου-αιτιατού οδηγεί το άτομο σε μια συγκρουσιακή κατάσταση, την οποία επιλύει προβαίνοντας σε εσωτερικές ή εξωτερικές αποδόσεις. VII. Ομαδικές αποφάσεις Οι μελέτες που αφορούν τις ομαδικές αποφάσεις, έχουν επίσης στο επίκεντρό τους τη σύγκρουση, άλλες την αποφυγή της και άλλες την αναζήτησή της. Η θεωρία της κανονικοποίησης (Sherif, 1936), η θεωρία της λήψης ριψοκίνδυνων συλλογικών αποφάσεων (Stoner, 1961), και της συλλογικής πόλωσης (Moscovici, Zanalloni, 1969) αναφέρονται στο τρόπο με τον οποίο τα άτομα, ως μέλη μιας ομάδας, αλληλεπιδρούν για τη λήψη μιας συλλογικής απόφασης. Η κανονικοποίηση μας παραπέμπει σε καταστάσεις όπου τα άτομα, ως μέλη μιας ομάδας, προσπαθούν να βρουν έναν κοινά αποδεκτό κανόνα, είτε με μέσους όρους είτε με συμβιβασμούς, που να συγκεντρώνει την ομοφωνία τους. Η θεωρία των ριψοκίνδυνων συλλογικών

20 αποφάσεων πρεσβεύει ότι οι αποφάσεις που παίρνονται συλλογικά είναι πιο ριψοκίνδυνες από το μέσο όρο των αποφάσεων των ατόμων που συνθέτουν την ομάδα. Όσο για τη θεωρία της συλλογικής πόλωσης, αυτή γενικεύει την θεωρία των ριψοκίνδυνων συλλογικών αποφάσεων, θεωρώντας ότι οι συλλογικές αποφάσεις είναι πιο ακραίες απ ό,τι οι ατομικές, πηγαίνοντας προς τον ένα ή τον άλλο πόλο (ριψοκίνδυνων ή συντηρητικών) των απόψεων που προϋπάρχουν στην ομάδα. Ο βαθμός εμπλοκής των ατόμων στην αλληλεπίδραση και η σύγκρουση θα καθορίσει την κατεύθυνση της απόφασης προς τον ένα ή τον άλλο πόλο. Όταν τα άτομα εμπλέκονται στο έργο (στο αντικείμενο) και οι απαντήσεις τους προσλαμβάνουν μία ιδιαίτερη σημασία για τα ίδια, και όταν η ομάδα είναι λιγότερο τυπική (επιτρέποντας έτσι την αλληλεπίδραση) και το καθένα από αυτά μπορεί να υπερασπιστεί την άποψή του, τότε παρατηρούμε ένα φαινόμενο πόλωσης. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η ομάδα είναι τυπική, η σύγκρουση μικρή και ο βαθμός εμπλοκής ανύπαρκτος, παρατηρείται ένας συμβιβασμός και ένα φαινόμενο κανονικοποίησης (μηχανισμός αποφυγής της σύγκρουσης, βλ. Moscovici και Ricateau, 1972, σ. 165). Οι Doise και Moscovici (1984) μας προτείνουν μερικές κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν στη λήψη συλλογικών αποφάσεων και στον τρόπο με τον οποίο μπορούν αυτές να είναι περισσότερο αποτελεσματικές: 1. Οι διαφορές απόψεων είναι φυσικές και αναμενόμενες. Πρέπει να τις λάβουμε υπόψη μας στα σοβαρά. Οφείλουμε να τις αναζητάμε, αν χρειαστεί να τις προκαλέσουμε, οδηγώντας τον καθένα να παίρνει μέρος στην εργασία της συζήτησης και της απόφασης. Οι διαφωνίες μπορούν να βοηθήσουν την ομάδα στη λήψη της απόφασής της, επειδή, κινητοποιώντας ένα εκτενέστερο φάσμα εκτιμήσεων και απόψεων, αυξάνουν την πιθανότητα να συναντήσουμε νέα επιχειρήματα και αξιόλογες λύσεις που δεν είχαμε σκεφτεί στην αρχή. 2. Οι τεχνικές που μειώνουν τη σύγκρουση, όπως οι μέσοι όροι, οι πλειοψηφικές ψηφοφορίες, οι διαδικαστικοί κανόνες, οι επιβαλλόμενοι χρόνοι, κ.ο.κ., πρέπει να αποφεύγονται. 3. Πρέπει να κάνουμε το παν ώστε να δοθεί στον καθένα η δυνατότητα να υποστηρίζει με σθένος την άποψή του. Να μην κάνουμε συμβιβασμούς απλά και μόνο για να αποφύγουμε τη σύγκρουση και να φτάσουμε στη συμφωνία και την αρμονία. Αν σας φαίνεται ότι καταλήγετε σε μία

21 συμφωνία πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα, να είστε επιφυλακτικοί. Μην υποχωρείτε παρά στις θέσεις που υπήρξαν αντικείμενο κριτικής εξέτασης και συζήτησης. 4. Αποφεύγετε τη χρήση στερεότυπων, προκατασκευασμένων λύσεων και μη χρησιμοποιείτε επιχειρήματα εξουσίας. Ακούστε και παρατηρήστε τις αντιδράσεις των άλλων μελών της ομάδας, και εξετάστε τις προσεκτικά προτού διατυπώσετε τη γνώμη σας με προσωπικό τρόπο (σ.227). VIII. Διομαδικές σχέσεις και κοινωνική κατηγοριοποίηση Η κοινωνική ομάδα ορίζεται ως ένα σύνολο ατόμων τα οποία έχουν έναν κοινό σκοπό. Ο κοινός αυτός σκοπός, οδηγεί τα άτομα να μειώσουν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ομάδας τους και να αποκτήσουν μια ομαδική ταυτότητα. Μια ομάδα υπάρχει σε σχέση με μια άλλη, που είναι, πραγματικά ή συμβολικά, «αντίπαλη». Η ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία και ο διομαδικός ανταγωνισμός, που διέπει τις διομαδικές σχέσεις, στηρίζεται στη μείωση της σύγκρουσης στο εσωτερικό της ομάδας και στην έντασή της μεταξύ των ομάδων. Ο Sherif (1966) υποστηρίζει ότι μόνο η εκπλήρωση κοινών στόχων, οι οποίοι απαιτούν την προσπάθεια των μελών δύο ομάδων, μειώνει τη διομαδική επιθετικότητα. Προέκταση της θεωρίας των διομαδικών σχέσεων είναι η θεωρία της κοινωνικής κατηγοριοποίησης (Tajfel, 1957, 1971), η οποία μελετά τις κοινωνιοψυχολογικές συνθήκες που ευνοούν ή δυσχεραίνουν την ένταση των ενδο-ομαδικών ομοιοτήτων και διομαδικών διαφορών. Στα πλαίσια της θεωρίας της κοινωνικής κατηγοριοποίησης (κατηγοριακή διαφοροποίηση) επισημάνθηκε η ύπαρξη πολλαπλών κατηγοριακών υπαγωγών, οι οποίες υπεισέρχονται στον ορισμό της ατομικής ή ομαδικής κοινωνιοψυχολογικής ταυτότητας και οξύνουν ή αμβλύνουν ανάλογα τη σύγκρουση, στις ενδο-ομαδικές ή διομαδικές συναντήσεις (Doise, 1979, Moscovici, Doise, 1992). Αυτό σημαίνει ότι τα ίδια άτομα ανήκουν στην ίδια ομάδα, σύμφωνα με κάποιο χαρακτηριστικό και σύμφωνα με κάποιο άλλο ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες (διασταυρωμένων κατηγοριακών υπαγωγών). Σ αυτήν την περίπτωση η ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία και η διομαδική σύγκρουση θα εξαρτηθεί από τη βαρύτητα του χαρακτηριστικού (της κοινωνικής υπαγωγής) στον ορισμό της κοινωνιοψυχολογικής ταυτότητας του ατόμου και από τη σημασία που προσλαμβάνει στα μάτια του ατόμου το αντικείμενο συνεργασίας ή σύγκρουσης.

22 IX. Διαδικασίες κοινωνικής επιρροής «Η σύγκρουση είναι η απαραίτητη συνθήκη της κοινωνικής επιρροής. Είναι η αρχή και το μέσο για να αλλάξουν οι άλλοι, να εγκατασταθούν καινούριες σχέσεις ή να σταθεροποιηθούν οι παλιές», γράφει ο Moscovici 1979, σ. 116), και πιο κάτω προσθέτει ότι η καινοτομία «τείνει προς τη δημιουργία συγκρούσεων, όπως η κανονικοποίηση τείνει προς την αποφυγή της σύγκρουσης και η συμμόρφωση προς τον κοινωνικό έλεγχο και την επίλυση των συγκρούσεων» (σ. 193). Ο Moscovici, μελετώντας τις έρευνες που έγιναν πάνω στα φαινόμενα κοινωνικής επιρροής, μας πρότεινε δύο μοντέλα κοινωνικής επιρροής, το λειτουργικό και το γενετικό, τα οποία διακρίνονται από την ένταση της σύγκρουσης και τον τρόπο επίλυσής της. Το λειτουργικό μοντέλο, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «συντηρητικό» στο πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο, «λειτουργικό» στο επιστημονικό επίπεδο, επικεντρώνεται στην αναπαραγωγή και διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων, του status quo. Το γενετικό μοντέλο, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «προοδευτικό» στο πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο, «αλληλεπιδρασιακό» στο επιστημονικό επίπεδο, εστιάζεται στην κοινωνική αλλαγή και την καινοτομία. Σύμφωνα με το πρώτο μοντέλο, για να μπορέσει ένα άτομο ή μια ομάδα να γίνει πηγή κοινωνικής επιρροής πρέπει να κατέχει κάποια εξουσία, να έχει αναγνωρισμένες ικανότητες, να χαίρει κάποιου γοήτρου ή να είναι κόλακας. Η κοινωνική επιρροή ασκείται από πάνω προς τα κάτω, είτε άμεσα είτε έμμεσα, και καθιστά αυτό το μοντέλο μονοδιάστατο. Ο κοινωνικός έλεγχος είναι ο απώτερος σκοπός της κοινωνικής επιρροής, ο οποίος εξασφαλίζεται από την εξαρτησιακή σχέση που εγκαθιδρύεται μεταξύ της πηγής και του στόχου κοινωνικής επιρροής. Η πλειονοτική επιρροή ασκείται για να ενεργοποιήσει την κοινωνική συμμόρφωση στις υπάρχουσες κοινωνικές αξίες, να εξαλείψει τη σύγκρουση και να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία και συνοχή της ομάδας ή της κοινωνίας. Για το γενετικό μοντέλο, οποιοδήποτε άτομο ή οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα, ακόμα και μειονοτική, μπορεί να αποτελέσει εν δυνάμει πηγή κοινωνικής επιρροής. Για να μπορέσει όμως μία μειονότητα να γίνει πηγή κοινωνικής επιρροής και να οδηγήσει στην καινοτομία, χρειάζεται: «Πρώτον να επιλέξει μια καθαρά δική της θέση, στη συνέχεια να επιχειρήσει να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια σύγκρουση με την πλειονότητα, εκεί όπου οι περισσότεροι τείνουν να την αποφύγουν και, τέλος, να συμπεριφερθεί με σταθερό τρόπο, ο οποίος θα σημαίνει τον αμετάκλητο

23 χαρακτήρα της επιλογής της, από τη μια, την άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού πάνω σε ουσιαστικά θέματα από την άλλη», Moscovici (1979). Η επιρροή, στα πλαίσια του γενετικού μοντέλου, ασκείται λοιπόν για την καινοτομία των κυρίαρχων κανόνων, την αμφισβήτηση και αντικατάστασή τους από άλλους, πράγμα που υπονοεί τη γένεση μιας σύγκρουσης μεταξύ της μειονότητας και της πλειονότητας. Ο Coser (1982), ο οποίος αναφέρεται στις λειτουργίες της κοινωνικής σύγκρουσης, γράφει: «είναι προφανές ότι η σύγκρουση μπορεί να προκύψει από την αλλαγή όπως επίσης μπορεί να αποτελέσει την πηγή της» (σ. 99). Οι Moscovici και Ricateau (1972), στα πλαίσια της μειονοτικής επιρροής, αναφέρονται στη σύγκρουση, γράφοντας τα εξής: «Στην πραγματικότητα, αν η σύγκρουση μοιάζει εκ πρώτης όψεως παράγοντας μπλοκαρίσματος, παράγει αναγκαστικά βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα την αλλαγή. Η εμφάνιση και μόνο αντιφατικών εκτιμήσεων ή αντιλήψεων αρκεί για να δημιουργηθεί αβεβαιότητα, να επικρατήσει αμφιβολία και για τις πιο καλά εγκαθιδρυμένες απόψεις (...). Αρκεί ένα μέλος της ομάδας να απαντήσει διαφορετικά, να υιοθετήσει μία ασυνήθιστη συμπεριφορά για να αισθανθεί ολόκληρη η ομάδα ότι απειλείται. Βέβαια, οι μειονότητες δεν έχουν μεγάλο κύρος ούτε κατέχουν υψηλή κοινωνική θέση, κατέχουν ωστόσο μια εξουσία, στην πραγματικότητα τεράστια: την εξουσία να αρνηθούν την κοινωνική συναίνεση. Εάν την χρησιμοποιήσουν χωρίς να καταστεί δυνατό να αποκλειστούν από την ομάδα, όπως συνήθως γίνεται, τότε ο πίνακας των κοινών αξιών χάνει την ισχύ και τη νομιμότητά του, πρέπει να τροποποιηθεί σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές που είναι πλέον αποδεκτές από όλους» (σ. 160). Τα αποτελέσματα της σύγκρουσης πάνω στις απόψεις, στάσεις και συμπεριφορές μας εξαρτώνται, σύμφωνα με τον Moscovici (1985), από τη απόσταση, στο επίπεδο των απόψεων, που υπάρχει ανάμεσα στην πηγή κοινωνικής επιρροής και το στόχο, από τη φύση των εναλλακτικών προτάσεων που αντικρούονται, από τη σημασία που προσλαμβάνουν στα μάτια μας οι θέσεις που υποστηρίζουμε και από τη δυνατότητα που έχουμε να αποκλείσουμε όσους παρεκκλίνουν. X. Η Θεωρία Επεξεργασίας της Σύγκρουσης (Θ.Ε.Σ.) Η θεωρία επεξεργασίας της σύγκρουσης Pérez & Mugny (1995) είναι μία προσπάθειας σύνθεσης των ερευνών που αφορούν τις διαδικασίες κοινωνικής επιρροής, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη φύση των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών

24 υποκειμένων, όσο και τα αντικείμενα σύγκρουσης (εν προκειμένω τα πειραματικά έργα). Η θεωρία πρεσβεύει ότι οι διαδικασίες κοινωνικής επιρροής διέπονται από μια κοινή ερμηνευτική αρχή, αυτήν της επεξεργασίας της σύγκρουσης. Η κοινωνική επιρροή σύμφωνα με τη Θ.Ε.Σ. εξαρτάται: α. Από το αντικείμενο σύγκρουσης (το πειραματικό έργο), β. Από την πηγή κοινωνικής επιρροής, γ. Από τη σύγκρουση που δημιουργείται, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η επεξεργασία της (τρόπος με τον οποίο τη χειρίζονται και τη σημασιολογούν τα άτομα), και δ. Από την επίλυση της σύγκρουσης. Όσο αφορά τα πειραματικά έργα, αυτά διακρίνονται στη βάση δύο κριτηρίων. Το πρώτο αφορά τη δυνατότητα απόδειξης της σωστής ή λανθασμένης απάντησης (υψηλή θεμελίωση λάθους - χαμηλή θεμελίωση λάθους) και το δεύτερο την εμπλοκή του υποκειμένου στο πειραματικό έργο. Ο συνδυασμός αυτών των δύο κριτηρίων οδηγεί σε τέσσερις τύπους έργων: τα αντικειμενικά μη διφορούμενα έργα, τα έργα ικανοτήτων, τα έργα γνώμης και τα έργα μη εμπλοκής. Η πηγή κοινωνικής επιρροής, μειονοτική ή πλειονοτική, καθορίζεται από την αριθμητική της δύναμη, την ποιότητα του μηνύματός της, την κοινωνική της θέση, το βαθμό πραγματογνωμοσύνης της, την εξουσία ή το κύρος της, τις ικανότητές της, το βαθμό ιδεολογικής συγγένειας με το στόχο, τις κοινές κατηγοριακές υπαγωγές που έχει με αυτόν. Ανάλογα με τα πειραματικά έργα, μερικά από τα χαρακτηριστικά της πηγής θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία κοινωνικής επιρροής και θα προσανατολίσουν τη σύγκρουση. Η κοινωνική επιρροή ορίζεται ως τη διαδικασία (και το αποτέλεσμα) μέσω της οποίας ένα άτομο ή μια ομάδα αλλάζει τον τρόπο σκέψης του και συμπεριφοράς του, όταν βρίσκεται σε πραγματική ή συμβολική αλληλεπίδραση με ένα άλλο άτομο ή ομάδα, για να τον προσαρμόσει σ αυτόν που το άτομο ή η ομάδα του προτείνει. Ο στόχος κοινωνικής επιρροής, λοιπόν, έρχεται αντιμέτωπος με ένα σύνολο απόψεων που του προτείνει μια δεδομένη πηγή κοινωνικής επιρροής, οι οποίες είναι διαφορετικές από τις δικές του. Το μέγεθος της διαφοράς ή διαφωνίας που υπάρχει μεταξύ των απόψεων του στόχου και της πηγής θα καθορίσει και την κοινωνική επιρροή. Η διαφωνία όμως θα πάρει συγκεκριμένη μορφή ανάλογα με το έργο κοινωνικής επιρροής (το αντικείμενο σύγκρουσης) και με τα χαρακτηριστικά της

25 πηγής, οδηγώντας κάθε φορά σε μια ιδιαίτερη σύγκρουση. Έτσι, τα είδη της σύγκρουσης είναι: Έργα αντικειμενικά μη διφορούμενα: κοινωνιογνωστική σύγκρουση, όταν η πηγή είναι μειονοτική, σχεσιολογική σύγκρουση (ή διαπροσωπικών σχέσεων), όταν η πηγή είναι πλειονοτική. Έργα ικανοτήτων: σύγκρουση ανικανοτήτων, όταν η πηγή είναι μειονοτική, απουσία σύγκρουσης, όταν η πηγή είναι πλειονοτική. Έργα γνώμης: σύγκρουση ταύτισης, σύγκρουση ταυτότητας, πολιτιστικογνωστική σύγκρουση, κοινωνική σύγκρουση, διομαδική σύγκρουση, όταν η πηγή είναι μειονοτική, κανονιστική σύγκρουση, όταν η πηγή είναι πλειονοτική. Έργα μη εμπλοκής: αποφυγή σύγκρουσης, αδύνατη επεξεργασία της σύγκρουσης. Τέλος, η επίλυση της σύγκρουσης, η οποία αναφέρεται στο ίδιο το αποτέλεσμα της επιρροής, στο κατά πόσο δηλαδή ο στόχος επιρροής αλλάζει, εξαρτάται από τον τρόπο διαχείρισης της σύγκρουσης στο έκδηλο ή λανθάνον επίπεδο. Η επιρροή, σε σχέση με το έργο, την πηγή και τη σύγκρουση που απορρέει, παίρνει τη μορφή της κοινωνικής ενδοτικότητας, της ακολουθητικής συμπεριφοράς, της μίμησης, της προφορικής αποδοχής, της κοινωνικής συμμόρφωσης, της γενίκευσης, της ιδεολογικής μεταστροφής, της καινοτομίας, της εσωτερίκευσης ή ακόμα της κοινωνιογνωστικής παραλυσίας (απουσία κοινωνικής επιρροής). Συμπεράσματα Η σύγκρουση είναι μια οργανωτική αρχή τόσο στο μακρο- όσο και στο μικρο-, τόσο στο επίπεδο του ατόμου, όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας. Η αλληλεπίδραση ατόμου και κοινωνίας, που ενσαρκώνει τη σύγκρουση, δομεί και αποδομεί - παράγει το «βιο-ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό» (Χαραλάμπους, 1997). Τόσο στις θεωρίες που μελετούν κοινωνικά ή συλλογικά φαινόμενα, όσο και σε αυτές που μελετούν ατομικά φαινόμενα, παρατηρούμε ότι η σύγκρουση βρίσκεται στο επίκεντρό τους. Όλες αυτές οι θεωρίες προσπαθούν να αναλύσουν την ίδια

26 πραγματικότητα. Άλλες θεωρίες, όμως, προσεγγίζουν τη σύγκρουση μέσα από την αποφυγή της ή την επίλυσή της στα πλαίσια της κοινωνικής συμμόρφωσης, του κοινωνικού ελέγχου, της συναίνεσης, της συνοχής, της σταθερότητας, της διατήρησης των κοινωνικών κανόνων. Άλλες πάλι τονίζουν μια διαμετρικά αντίθετη θεώρηση, αυτή της αναζήτησης της σύγκρουσης ή της δημιουργίας της για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής. Η σύγκρουση εμφανίζεται και σε άλλους χώρους εκτός από αυτούς που αναφέραμε. Στο χώρο των κοινωνικών αναπαραστάσεων (Moscovici, 1961), για παράδειγμα, φαίνεται ότι το νέο, το καινούριο, το διαφορετικό, που συνοδεύεται από μια κοινωνιογνωστική σύγκρουση, αφομοιώνεται μέσα από τη διαδικασία της αντικειμενοποίησης (συγκεκριμενοποίηση των εννοιών, απλοποίηση και προσαρμογή σε μια συνεκτική λογική της ομάδας) και της επικέντρωσης (εγγραφή του άγνωστου και του καινούριου σε ένα προϋπάρχον σύστημα οικείων εννοιών). Στη γνωστική ανάπτυξη επίσης η σύγκρουση παίζει ρόλο εποικοδομητικό, καθότι σύμφωνα με τους Doise, Mugny, «η δυναμική της γνωστικής ανάπτυξης πηγάζει κυρίως από μια σύγκρουση που εμφανίζεται στο πεδίο της διανθρώπινης επικοινωνίας» (1987, σ. 53). Οι ίδιοι συγγραφείς αποδεικνύουν ότι η κοινωνιογνωστική σύγκρουση αποτελεί το βασικό μηχανισμό μέσα από τον οποίο η κοινωνική αλληλεπίδραση γίνεται πηγή γνωστικής ανάπτυξης. Αλλά και σε πιο εφαρμοσμένους χώρους, όπως αυτός της εκπαίδευσης ή της διδακτικής, η σύγκρουση φαίνεται να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση νέας γνώσης, μέσω της γνωστικής διεργασίας που επιβάλλει (Madoglou, Samartzi, 2004). Και ενώ, ιδιαίτερα στις μέρες μας, εντείνονται και συζητούνται τα θετικά αποτελέσματα της σύγκρουσης, αυτή φαίνεται να βρίσκει μια αντίσταση σε έναν αρκετά παλιό μηχανισμό διάδοσης της καινοτομίας, αυτόν της ψυχολογιοποίησης (Παπαστάμου, 1989). Δηλαδή της απόδοσης μιας κοινωνικής συμπεριφοράς ή ενός λόγου στα ιδιαίτερα ψυχολογικά ή ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του δράστη, με σκοπό να μειώσει την εν δυνάμει εμβέλειά του. Η ψυχολογιοποίηση είναι μία διαδεδομένη στρατηγική αντίστασης σε οτιδήποτε είναι καινούριο και μπορεί να επιφέρει αναστάτωση στο κοινωνικό πεδίο. Ο Παπαστάμου μελέτησε το φαινόμενο αυτό από ιστορική, πολιτική, κοινωνική και κοινωνιοψυχολογική πλευρά. «... η εξήγηση μιας κοινωνικής συμπεριφοράς με ψυχολογικούς όρους, υποστηρίζει ο

27 συγγραφέας, δεν εμφανίζεται γενικά και αδιάφορα. Ήδη στους αρχαίους, μια τέτοια εξήγηση εμφανίζεται κάθε φορά που επιχειρείται η κατανόηση μιας ασυνήθιστης συμπεριφοράς, αντίθετης με τις ισχύουσες νόρμες και τις αναμενόμενες συμπεριφορές που αποτελούν αντικείμενο θετικής αξιολόγησης από την κοινωνία στο σύνολό της. Το ίδιο γίνεται και στις μέρες μας. Δεν ψυχολογιοποιούμε κάποιον που συμμορφώνεται με τις κυρίαρχες νόρμες, ούτε κάποιον του οποίου ο λόγος και η δράση (ιδίως η πολιτική) συμπίπτουν με τις προδιαγραφές, με άλλα λόγια με τα δόγματα της εξουσίας, ή του κόμματος στο οποίο ανήκει. Στην καθημερινή ζωή ψυχολογιοποιούμε μάλλον αυτούς των οποίων η συμπεριφορά αποκλίνει από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό, ή αυτούς των οποίων οι στάσεις φαίνονται επικίνδυνες για το κοινό καλό» (1989, σ. 222). Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να αντισταθεί κάποιος στο καινούριο, στο παράξενο, στο ξένο, στη διαφορά, στο μη σύμφωνο με τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες και αξίες, στην κοινωνική αλλαγή. Η επίδειξη δύναμης που συνοδεύεται από την καταπίεση είναι ένας τρόπος. Υπάρχει όμως και ένας κοινωνιοψυχολογικός μηχανισμός, ο οποίος συνίσταται στην εγκαθίδρυση μιας αντιστοιχίας μεταξύ των ιδεολογικών απόψεων που υποστηρίζει μία πηγή (μία μειονότητα) και των ιδιαίτερων ψυχολογικών της χαρακτηριστικών. Μεταξύ των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η πηγή του συγκρουσιακού μηνύματος ή της συγκρουσιακής συμπεριφοράς είναι αυτό του να γίνει αντικείμενο ψυχολογιοποίησης, εφόσον έχει αποδειχθεί και πειραματικά ότι μειώνεται η αποτελεσματικότητα της διάδοσης της καινοτομίας της. Η σύγκρουση είναι αναγκαία συνθήκη για τη διάδοση της κοινωνικής αλλαγής, όχι όμως και ικανή, όταν παρεμβαίνει η ψυχολογιοποίηση στη ερμηνεία της. Όταν η σύγκρουση ερμηνεύεται με όρους διαφωνίας απόψεων, ή συμπεριφορών ή ανάγνωσης της πραγματικότητας, τότε η επεξεργασία της μπορεί να γίνει στα πλαίσια της κοινωνικής αλλαγής. Όταν όμως εγκαθιδρυθεί μια αιτιατή σχέση μεταξύ του συγκρουσιακού περιεχομένου των απόψεων του δρώντος υποκειμένου και των ψυχολογικών ιδιαιτεροτήτων του, τότε η αντιπρόταση θα θεωρηθεί ως μη αντικειμενική, αναξιόπιστη, δογματική, αποτέλεσμα διαταραγμένης προσωπικότητας και η επίλυση της σύγκρουσης θα κατευθυνθεί προς της απόρριψη της εναλλακτικής πρότασης. Βέβαια, δεν είναι η ένταση της σύγκρουσης αυτής καθεαυτής που καθορίζει την επεξεργασία της και τον τρόπο επίλυσής της, όσο η σημασία που

28 προσλαμβάνει ή, διαφορετικά, η ερμηνεία της ή ακόμη ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αντιληπτή. Η ψυχολογιοποίηση της σύγκρουσης είναι μια στρατηγική αντίστασης των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αποσκοπούν στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων, την ενίσχυση της συμμόρφωσης και την αύξηση της ομοιογένειας. Αποδίδοντας τη σύγκρουση στα προσωπικά χαρακτηριστικά των αυτουργών της και όχι στο σύνολο των κοινωνιοψυχολογικών συνθηκών που την προκάλεσαν, κατευθύνουν την επεξεργασία της σε ένα διαπροσωπικό επίπεδο, το οποίο παρεμποδίζει την κοινωνική αλλαγή.

29 Βιβλιογραφία Αλτουσέρ Λ., (1977), Απάντηση στον Τζων Λιούις, Αθήνα, Θεμέλιο. Brehm J.W., (1966), A theory of psychological reactance, New York, Academic Press. Coser L.A., (1982), Les fonctions du conflit social, Paris, PUF. Dahl R., (1979), Σύγχρονη πολιτική ανάλυση, Αθήνα, Παπαζήση. Dahrendorf R., (1972), Classes et conflits de classes dans la société industrielle, Paris, Mouton. Doise W., (1979), Expériences entre groupes, Paris, Mouton. Doise W., Mugny G., (1987), Η κοινωνική ανάπτυξη της νοημοσύνης, Αθήνα, Πατάκη. Doise W., (1984), Les relations entre groupes, In: Psychologie Sociale, S. Moscovici (Ed.), Paris, PUF, 253-274. Doise W., Moscovici S., (1984), Les décisions en groupe, In: S. Moscovici (Ed.), Psychologie Sociale, Paris, PUF, 213-227. Festinger L., (1954), A theory of social comparison processes, Human Relations, 7, 117-140. Festinger L., (1957), A theory of cognitive dissonance, Evanston, III, Row and Peterson. Gonn H. P., (1971), Conflict and decision making, Michigan State University, New York, Harper & Row Publishers. Heider F., (1946), Attitudes and cognitive organization, Journal of Psychology, 21, 107-112. Heider F., (1958), The psychology of interpersonal relations. New York, Jonh Wiley & Sons. Jones E.E., Davis K.E., (1965), From acts to dispositions: the attribution process in person perception, In: Berkowitz (Ed.), Advances in Experimental Social Psychology, Vol. II, New York, Academic Press. Kelley H.H., (1967), Attribution theory in social psychology, In: L. Levine (Ed.), Nebraska Symposium Motivation, University of Nebraska Press. Lemaine G., (1966), Inégalité, comparaison et incomparabilité, Esquisse d une théorie de l originalité sociale, Bulletin de Psychologie, 20, 24-32. Μαντόγλου Α., (1995), Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, Η συγκρουσιακή σχέση ατόμου και κοινωνίας, Αθήνα, Οδυσσέας.

30 Μαντόγλου Α., Χαραλάμπους Κ. (1998), Εξουσία και κοινωνική επιρροή, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 11, σ. 54-98. Madoglou, A., Samartzi, St. (2004). The role of conflict and information in the resolution of problems of unfamiliar physics concepts. Psychology, The Journal of the Hellenic Psychological Society, 11 (1),106-123. Marx K., Engels F., (1848), Manifeste du Parti Communiste, Editions en Langues étrangères, Pekin. Mendras H., Forsé M., (1983), Le changement social, Paris, Armand Collin. Moscovici S., (1961), La psychanalyse son image et son public, Paris, PUF. Moscovici S., Ricateau Ph., (1972), Conformité, minorité et influence sociale, In: S. Moscovici (ed.), Introduction à la psychologie sociale, Paris, Larousse, p. 139-188. Moscovici S., (1979), Psychologie des minorités actives, Paris, PUF. Moscovici S., (1984), Psychologie Sociale, Sous la direction de, Paris, PUF. Moscovici S., (1984), Le domaine de la Psychologie Sociale, Psychologie Sociale, Sous la direction de, Paris, PUF, p. 5-22. Moscovici S., (1985), Social influence and conformity, In: G. Lindzey & E. Aronson (Eds), The handbook of social psychology, Vol. II, New York, Random House. Moscovici S., Mugny G. (Eds), (1987), Psychologie de la conversion, Cousset, DelVal. Moscovici S., Zavalloni M., (1969), The group as a polarizer of attitudes, Journal of Personality and Social Psychology, 12, 125-135. Moscovici S., Doise W., (1992), Dissensions et Consensus, Paris, PUF. Παπαστάμου Σ., (1989), Ψυχολογιοποίηση, Επιπτώσεις των ψυχολογικών ερμηνειών στα φαινόμενα κοινωνικής επιρροής, Αθήνα, Οδυσσέας. Παπαστάμου Σ., (1989), Εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας, Αθήνα, Οδυσσέας. Pérez J.-A, Mugny G., (1993), Η θεωρία της επεξεργασίας της σύγκρουσης, Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης: Σ. Παπαστάμου, Α. Μαντόγλου, Αθήνα, Οδυσσέας. Plon M., (1972), «Jeux» et conflits, In: S. Moscovici (ed.), Introduction à la psychologie sociale, Paris, Larousse, p. 239-271. Sherif M., (1937), An experimental study of attitudes, Sociometry, 1, 90-98. Sherif M., Harvey O.J., White B.J., Hood W.R., Sherif C.W., (1961), Intergrour conflict and co-operation, The Robber s Cave Experiment, Norman Okla, University Book Exchange.