ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΜΗΜΑ 2 ΤΑΥΤΟΣΗΜΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4824/2013

Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 5024 /2013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 127 /2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 543/

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 114/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4832 /2013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 1521/

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015 ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΞ 2045/

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4704/2013

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ4760/

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 5235/

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 20/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 124 /2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4039/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 927/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4702/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΞ 4114/

ΜΕΡΟΣ Γ ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΜΗΜΑ 2 ΤΑΥΤΟΣΗΜΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4717/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 5802 /

Το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση συνίσταται από τη λέξη και απεικόνιση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 130 /2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 468/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 804/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ4461 /

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 5716 /

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6653/

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 60/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4839/2013

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6698 /

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 4822 /2013

Πίνακας περιεχομένων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 6955/2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6951 /

Σήματα που χαίρουν φήμης - Άρθρο 8 παράγραφος 5 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 1684 /

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6463 /

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΙ ΟΡΟΙ & ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ Ε.Ε.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 1546 /

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6991 /

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 321 /2014

Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης Ενδιαφερόμενο κοινό και βαθμός προσοχής

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 201/21

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Νοεμβρίου 1997*

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 299/25 ΟΔΗΓΙΕΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 7048/

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ιατάξεις: άρθρα 4 [παρ. 1] Ν 2239/1994, 124 [παρ. 1] Ν 4072/2012 (/journals/3/volumes /298/issues/1366/lemmas/ )

ΠΡΩΤΗ Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 21ης εκεµβρίου 1988 για την προσέγγιση των νοµοθεσιών των κρατών µελών περί σηµάτων ( 89/104 /ΕΟΚ )

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΜΗΜΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0089(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 2712 /

Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum)

Η προστασία της φήμης στα εμπορικά σήματα. Χρήστος Χρυσάνθης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6722/

Καθορισμός των κριτηρίων για την αξιολόγηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος (ή/και των μερών αυτού)

Εκδόθηκαν στις 4 Δεκεμβρίου Εγκρίθηκε 1

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 5177 /

Πίνακας περιεχομένων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

Δικαιώματα βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 4 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα

ΜΕΡΟΣ Γ ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΜΗΜΑ 2 ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

10373/1/15 REV 1 ADD 1 ΙΑ/ακι 1 DPG

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Σύγκλιση Συχνές Ερωτήσεις σχετικά με την Κοινή Πρακτική CP 3. Διακριτικός χαρακτήρας -Απεικονιστικά σήματα που περιέχουν

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΗΜΑΤΩΝ (ΤΜΗΜΑ Α') Απόφαση με αριθμό 19/2017

Πίνακας περιεχομένων

Γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 64)

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Συλλογή της Νομολογίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6346 /

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

MBA Ι.Κ. ΡΟΚΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2004 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

ΜΕΡΟΣ Γ ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΜΗΜΑ 2 ΤΑΥΤΟΣΗΜΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΛΟΙΠΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Οκτωβρίου 2017 (OR. en)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2002 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Γνώμη 7/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Ελλάδας. για

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0088(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΞ 6996 /

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2007 ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) 12ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 3841/

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-228/99 και Τ-233/99

Transcript:

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ (ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ, ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Γ ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΜΗΜΑ 2 ΤΑΥΤΟΣΗΜΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 1

Πίνακας περιεχομένων 1 Εισαγωγή... 3 2 Άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα... 4 2.1 Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα Ταυτόσημο... 4 2.1.1 Το ταυτόσημο ως λόγος... 5 2.2 Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα Κίνδυνος σύγχυσης... 5 3 Η έννοια του κινδύνου σύγχυσης... 6 3.1 Εισαγωγή... 6 3.2 Κίνδυνος σύγχυσης και κίνδυνος συσχέτισης... 6 3.3 Κίνδυνος σύγχυσης και ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας... 8 3.4 Κίνδυνος σύγχυσης: πραγματικά και νομικά ζητήματα... 9 3.4.1 Πραγματικό ζήτημα και νομικό ζήτημα ομοιότητα προϊόντων/υπηρεσιών και σημείων... 9 3.4.2 Πραγματικό ζήτημα και νομικό ζήτημα απόδειξη... 10 4 Εκτίμηση των εκτιμώμενων παραγόντων για τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης... 11 4.1 Το κρίσιμο χρονικό σημείο... 11 4.2 Μεθοδολογική προσέγγιση του Γραφείου... 11 4.3 Σύγκριση προϊόντων και υπηρεσιών... 12 4.4 Σύγκριση σημείων... 12 4.5 Διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία των σημάτων... 13 4.6 Διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος... 13 4.7 Ενδιαφερόμενο κοινό βαθμός προσοχής... 13 4.8 Συνολική εκτίμηση, λοιπά επιχειρήματα και συμπέρασμα... 13 Παράρτημα I... 14 Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 2

1 Εισαγωγή Στο παρόν κεφάλαιο παρέχεται εισαγωγική παρουσίαση και επισκόπηση των εννοιών i) του ταυτόσημου και ii) του κινδύνου σύγχυσης, οι οποίες εφαρμόζονται σε περιπτώσεις σύγκρουσης σημάτων σε διαδικασίες ανακοπής δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (στο εξής: κανονισμός για το κοινοτικό σήμα). Στις παραγράφους που ακολουθούν περιγράφονται η φύση των ως άνω εννοιών και η νομική βάση τους, όπως ορίζονται στη σχετική νομοθεσία και έχουν αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Δικαστήριο) ( 1 ). Οι νομικές έννοιες του ταυτόσημου και του κινδύνου σύγχυσης χρησιμοποιούνται για την προστασία των σημάτων και, ταυτόχρονα, για τον καθορισμό του εύρους τους. Επομένως, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιες πτυχές των σημάτων δικαιούνται προστασία. Τα σήματα έχουν διάφορες λειτουργίες. Η βασικότερη είναι ότι λειτουργούν ως «ενδείξεις προέλευσης» και, ειδικότερα, της εμπορικής προέλευσης των προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτή είναι η «βασική λειτουργία» τους. Στην υπόθεση Canon, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «[ ] πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η βασική λειτουργία του σήματος είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την ταυτότητα καταγωγής του φέροντος το σήμα προϊόντος ή υπηρεσίας, αφού του δίνει τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από αυτά που έχουν άλλη προέλευση». (Βλ. απόφαση της 29/09/1998, C-39/97, «Canon», σκέψη 28.) Η βασική λειτουργία των σημάτων ως ενδείξεων προέλευσης έχει τονιστεί επανειλημμένως και αποτελεί πλέον κανόνα του δικαίου περί σημάτων της ΕΕ (απόφαση της 18/06/2002, C-299/99, «Philips», σκέψη 30, και απόφαση της 6/10/2005, «C-120/04», Medion, σκέψη 23). Παρότι η ένδειξη της προέλευσης αποτελεί τη βασική λειτουργία των σημάτων, δεν είναι ωστόσο και η μοναδική. Πράγματι, ο όρος «βασική λειτουργία» υποδηλώνει ότι υπάρχουν και άλλες λειτουργίες. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις άλλες λειτουργίες των σημάτων αρκετές φορές (π.χ. απόφαση της 16/11/2004, C-245/02, «Anheuser-Busch», σκέψη 59, και απόφαση της 25/01/2007, C-48/05, «Adam Opel», σκέψη 21), αλλά τις εξέτασε άμεσα στην υπόθεση L'Oréal (απόφαση της 18/06/2009, C-487/07, «L'Oréal», σκέψεις 58 και 59, και απόφαση της 23/03/2010, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-236/08 έως C-238/08, «Google France και Google», σκέψεις 75 έως 79), στο πλαίσιο της οποίας αποφάνθηκε ότι οι λειτουργίες των σημάτων περιλαμβάνουν: «[ ] όχι μόνον την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, η οποία συνίσταται στο να εγγυάται στους καταναλωτές την προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας, αλλά και τις λοιπές λειτουργίες του, όπως, μεταξύ άλλων, τη ( 1 ) Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο ερμήνευσε συχνά τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008 (στο εξής: οδηγία), τα οποία για τους σκοπούς της ερμηνείας είναι σε μεγάλο βαθμό συγκρίσιμα με τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 3

λειτουργία που συνίσταται στην εγγύηση της ποιότητας του προϊόντος ή της υπηρεσίας αυτής, ή τις λειτουργίες του σήματος ως διαύλου επικοινωνίας, ως επενδυτικού στοιχείου ή ως μέσου διαφημίσεως» (η υπογράμμιση δική μας). Κατά την εξέταση των εννοιών του ταυτόσημου και του κινδύνου σύγχυσης, στο παρόν κεφάλαιο εξετάζονται διάφορα ζητήματα τα οποία αναλύονται διεξοδικότερα στα επόμενα κεφάλαια των κατευθυντήριων γραμμών. Στο παράρτημα περιέχεται σύνοψη των βασικών υποθέσεων που αφορούν τις θεμελιώδεις αρχές και τις έννοιες του κινδύνου σύγχυσης. 2 Άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα Το άρθρο 8 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα επιτρέπει στον δικαιούχο προγενέστερου δικαιώματος να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης μεταγενέστερων αιτήσεων κοινοτικού σήματος σε διάφορες περιπτώσεις. Το παρόν κεφάλαιο επικεντρώνεται στην ερμηνεία του ταυτόσημου και του κινδύνου σύγχυσης κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα. Η ανακοπή βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα μπορεί να βασίζεται σε προγενέστερες καταχωρίσεις ή αιτήσεις σήματος (άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα) και σε προγενέστερα παγκοίνως γνωστά σήματα (άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα) ( 2 ). 2.1 Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα Ταυτόσημο Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα προβλέπει την άσκηση ανακοπής λόγω ταυτοσήμου. Ορίζει ότι, κατόπιν άσκησης ανακοπής από τον δικαιούχο προγενέστερου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, η αίτηση κοινοτικού σήματος δεν γίνεται δεκτή για καταχώριση: εάν αυτό ταυτίζεται με το προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία ζητείται το σήμα, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα. Η διατύπωση του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα απαιτεί σαφώς το ταυτόσημο τόσο των σχετικών σημείων όσο και των σχετικών προϊόντων/υπηρεσιών. Αυτό ονομάζεται «διπλή ταυτότητα». Η ύπαρξη διπλής ταυτότητας είναι μια νομική εκτίμηση η οποία προκύπτει από την άμεση σύγκριση των δύο συγκρουόμενων σημείων και των σχετικών προϊόντων/υπηρεσιών ( 3 ). Εάν στοιχειοθετείται η ύπαρξη διπλής ταυτότητας, ο ανακόπτων δεν υποχρεούται να αποδείξει τον κίνδυνο σύγχυσης προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή του. Η ( 2 ) Λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τα προγενέστερα παγκοίνως γνωστά σήματα παρέχονται στις Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 5, Εμπορικά σήματα που χαίρουν φήμης. ( 3 ) Λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με τα κριτήρια για τη διαπίστωση του ταυτόσημου μεταξύ προϊόντων και υπηρεσιών και μεταξύ σημείων παρέχονται στις αντίστοιχες παραγράφους των Κατευθυντήριων γραμμών, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 2, Σύγκριση προϊόντων και υπηρεσιών, και Κεφάλαιο 3, Σύγκριση σημείων. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 4

προστασία που παρέχει το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα είναι απόλυτη. Ως εκ τούτου, εάν υπάρχει διπλή ταυτότητα, παρέλκει η εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης και η ανακοπή γίνεται αυτομάτως δεκτή. 2.1.1 Το ταυτόσημο ως λόγος Παρότι διαφέρουν, οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα συνδέονται μεταξύ τους. Επομένως, σε ανακοπές που βασίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, εάν το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) είναι ο μόνος επικαλούμενος λόγος, αλλά το ταυτόσημο των σημείων και/ή των προϊόντων/υπηρεσιών δεν μπορεί να εξακριβωθεί, το Γραφείο εξετάζει την περίπτωση βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, το οποίο απαιτεί τουλάχιστον ομοιότητα μεταξύ σημείων και προϊόντων/υπηρεσιών και κίνδυνο σύγχυσης. Η ομοιότητα περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες τόσο τα σήματα όσο και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες είναι παρόμοια, καθώς και περιπτώσεις στις οποίες τα σήματα είναι ταυτόσημα και τα προϊόντα/οι υπηρεσίες είναι ομοειδή ή το αντίστροφο. Ομοίως, ανακοπή βασισμένη μόνον στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, η οποία πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, εξετάζεται στο πλαίσιο της διάταξης αυτής και όχι βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα. 2.2 Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα Κίνδυνος σύγχυσης Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα ορίζει ότι, κατόπιν άσκησης ανακοπής, η αίτηση κοινοτικού σήματος δεν γίνεται δεκτή για καταχώριση: «[ ] εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα» (η υπογράμμιση δική μας). Επομένως, σε αντίθεση προς τις περιπτώσεις διπλής ταυτότητας που προαναφέρθηκαν, σε περιπτώσεις απλής ομοιότητας μεταξύ των σημείων και των προϊόντων/υπηρεσιών ή ταυτόσημου ενός μόνον εκ των δύο αυτών παραγόντων, ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος μπορεί να ασκήσει επιτυχώς ανακοπή κατά αίτησης κοινοτικού σήματος, βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), μόνον εάν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 5

3 Η έννοια του κινδύνου σύγχυσης 3.1 Εισαγωγή Η εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης είναι ένας λογισμός ο οποίος εφαρμόζεται σε περιπτώσεις σύγκρουσης σημάτων σε διαδικασίες ανακοπής στο πλαίσιο του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, καθώς και στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση ενώπιον των δικαστηρίων της ΕΕ. Ωστόσο, ούτε ο κανονισμός για το κοινοτικό σήμα ούτε η οδηγία περιέχουν ορισμό του κινδύνου σύγχυσης ή κάποια δήλωση σχετικά με το τι ακριβώς αφορά η «σύγχυση». Επομένως, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η ακριβής έννοια του όρου «κίνδυνος σύγχυσης» έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων και ένδικων διαφορών. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η πάγια νομολογία έχει κρίνει εδώ και καιρό ότι η έννοια του κινδύνου σύγχυσης αφορά κυρίως περιπτώσεις στις οποίες: 1) το κοινό συγχέει άμεσα τα συγκρουόμενα σήματα 2) το κοινό συνδέει τα συγκρουόμενα σήματα και υποθέτει ότι τα σχετικά προϊόντα/υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις (κίνδυνος συσχέτισης). Οι δύο αυτές περιπτώσεις εξετάζονται περαιτέρω στη συνέχεια (παράγραφος 3.2). Το γεγονός και μόνο ότι η αντίληψη ενός μεταγενέστερου σήματος παραπέμπει συνειρμικά σε προγενέστερο σήμα δεν στοιχειοθετεί κίνδυνο σύγχυσης. Το Δικαστήριο θέσπισε επίσης την αρχή σύμφωνα με την οποία «τα σήματα με ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα, είτε από την ίδια τους τη φύση είτε λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, απολαύουν προστασίας μεγαλύτερης απ ό,τι εκείνα των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενέστερος» (βλ. παράγραφο 3.3 κατωτέρω). Τέλος, η έννοια του κινδύνου σύγχυσης, όπως αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει να θεωρείται μάλλον νομική έννοια παρά αμιγώς ρεαλιστική έκφραση της γνωστικής συμπεριφοράς και των αγοραστικών συνηθειών του καταναλωτή (βλ. παράγραφο 3.4 κατωτέρω). 3.2 Κίνδυνος σύγχυσης και κίνδυνος συσχέτισης Το Δικαστήριο εξέτασε διεξοδικά τον κίνδυνο σύγχυσης στην υπόθεση Sabèl (απόφαση της 11/11/1997, C-251/95, «Sabèl»). Οι διατάξεις της οδηγίας οι οποίες αντιστοιχούν στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα και της όγδοης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα υποδείκνυαν σαφώς ότι ο κίνδυνος σύγχυσης αφορά τη σύγχυση σχετικά με την προέλευση των προϊόντων/υπηρεσιών, αλλά το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τι ακριβώς σήμαινε αυτό, επειδή υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την έννοια και τη σχέση μεταξύ «κινδύνου σύγχυσης» και «κινδύνου συσχέτισης», όροι οι οποίοι αναφέρονται αμφότεροι στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα. Το ζήτημα αυτό έπρεπε να επιλυθεί, επειδή διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ο κίνδυνος συσχέτισης ήταν έννοια ευρύτερη από τον κίνδυνο σύγχυσης, καθώς μπορούσε να περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες μολονότι μεταγενέστερο σήμα παραπέμπει Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 6

συνειρμικά σε προγενέστερο σήμα, εντούτοις, ο καταναλωτής δεν θεωρεί ότι τα προϊόντα/οι υπηρεσίες έχουν την ίδια εμπορική προέλευση ( 4 ). Τελικώς, το γεγονός ότι το ζήτημα στην υπόθεση Sabèl ήταν κατά πόσον η διατύπωση «ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα» σημαίνει ότι ο «κίνδυνος σύγχυσης» μπορεί να περιλαμβάνει μια κατάσταση συσχέτισης σημάτων, η οποία δεν συνεπάγεται σύγχυση όσον αφορά την προέλευση. Στην απόφασή του στην υπόθεση Sabèl, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κίνδυνος συσχέτισης δεν λειτουργεί εναλλακτικά προς την έννοια του κινδύνου σύγχυσης, αλλά χρησιμεύει απλώς για τη διευκρίνιση του εύρους της. Επομένως, η διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης προϋποθέτει την ύπαρξη σύγχυσης ως προς την προέλευση. Στην απόφασή του στην υπόθεση Canon (σκέψεις 29 και 30), το Δικαστήριο αποσαφήνισε το εύρος της σύγχυσης ως προς την προέλευση όταν αποφάνθηκε ότι: «[...] συνιστά κίνδυνο συγχύσεως [ ] το να είναι δυνατό το κοινό να πιστέψει ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις [ ] η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου αποκλείεται αν δεν προκύπτει ότι είναι δυνατόν το κοινό να πιστέψει ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις» (η υπογράμμιση δική μας). Όπως εκτίθεται ανωτέρω, ο κίνδυνος σύγχυσης αφορά τη σύγχυση ως προς την εμπορική προέλευση, μεταξύ άλλων από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το κοινό πιστεύει ότι ο έλεγχος των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών ανήκει σε μία και μοναδική επιχείρηση. Το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε τον όρο συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις στο πλαίσιο του κινδύνου σύγχυσης, αλλά το έπραξε σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων/υπηρεσιών. Στην απόφασή του στην υπόθεση Ideal Standard, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής: «[ ] Η αρχή αυτή καλύπτει διάφορες καταστάσεις: προϊόντα που έχουν τεθεί σε κυκλοφορία από την ίδια την επιχείρηση ή από κάτοχο σχετικής αδείας ή από μητρική εταιρία ή από θυγατρική του ίδιου ομίλου ή ακόμα από αποκλειστικό διανομέα. ( 4 ) Η έννοια προήλθε από τη νομολογία της Μπενελούξ και εφαρμόστηκε, μεταξύ άλλων, σε σήματα τα οποία δεν χαίρουν φήμης. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 7

[ ] Σε όλες τις περιπτώσεις όπου ανέκυψε τέτοιο ζήτημα, υπήρξε έλεγχος από μία και την αυτή οντότητα: τον σχετικό όμιλο εταιριών, στην περίπτωση προϊόντων που είχαν τεθεί σε κυκλοφορία από θυγατρική εταιρία ο κατασκευαστής, στην περίπτωση προϊόντων που διετίθεντο στο εμπόριο από τον διανομέα ο παράσχων άδεια, αν επρόκειτο για προϊόντα διατιθέμενα από κάτοχο σχετικής αδείας. Στην περίπτωση της αδείας, ο παράσχων αυτήν έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την ποιότητα των προϊόντων του κατόχου της αδείας προσθέτοντας στη σχετική σύμβαση ειδικές διατάξεις οι οποίες τον υποχρεώνουν να ακολουθεί τις οδηγίες ενώ δίδουν στον παρασχόντα την ευχέρεια να βεβαιώνεται για την τήρησή τους. Η προέλευση που ένα σήμα προορίζεται να εγγυάται είναι η ίδια: η προέλευση αυτή δεν καθορίζεται από τον κατασκευαστή αλλά από το κέντρο διευθύνσεως της κατασκευής». (Βλ. απόφαση της 22/06/1994, C-9/93, «Ideal Standard», σκέψεις 34 και 37.) Επομένως, οι οικονομικοί δεσμοί τεκμαίρονται εάν ο καταναλωτής υποθέτει ότι τα αντίστοιχα προϊόντα ή οι αντίστοιχες υπηρεσίες διατίθενται στην αγορά υπό τον έλεγχο του δικαιούχου του σήματος. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται στην περίπτωση επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών και στην περίπτωση συμβάσεων παραχώρησης άδειας, εμπορευματοποίησης ή διανομής, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση στην οποία ο καταναλωτής υποθέτει ότι η χρήση του σήματος επιτρέπεται κανονικά μόνον με τη συμφωνία του δικαιούχου του σήματος. Επομένως, με βάση τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής συγχέει άμεσα τα ίδια τα σήματα ή στις οποίες ο καταναλωτής συνδέει τα αντικρουόμενα σημεία και υποθέτει ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρονται προέρχονται από τις ίδιες επιχειρήσεις ή από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, εάν η αντίληψη μεταγενέστερου σήματος απλώς παραπέμπει συνειρμικά σε προγενέστερο σήμα, αλλά ο καταναλωτής δεν θεωρεί ότι η εμπορική προέλευση είναι ίδια, αυτό δεν συνιστά κίνδυνο σύγχυσης ( 5 ). 3.3 Κίνδυνος σύγχυσης και ενισχυμένος διακριτικός χαρακτήρας Ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος έχει θεωρηθεί σημαντικός παράγοντας ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης. Οι κύριες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου είναι οι ακόλουθες: ο κίνδυνος σύγχυσης είναι τόσο μεγαλύτερος όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική δύναμη του προγενέστερου σήματος (βλ. απόφαση Sabèl, σκέψη 24) τα σήματα με ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα, είτε από την ίδια τους τη φύση είτε λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, απολαύουν προστασίας μεγαλύτερης απ ό,τι εκείνα των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενέστερος (βλ. απόφαση Canon, σκέψη 18). ( 5 ) Παρότι μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να προσπορίσει αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή να είναι βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 5, βλ. Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 5, Εμπορικά σήματα που χαίρουν φήμης. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 8

Συνεπώς, δυνάμει των ως άνω εκτιμήσεων, κίνδυνος σύγχυσης μπορεί να διαπιστωθεί μεταξύ συγκρουόμενων σημάτων όταν γίνεται επίκληση προγενέστερων σημάτων με ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα, ακόμη και αν ο βαθμός ομοιότητας των οικείων προϊόντων/υπηρεσιών είναι μικρότερος (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα της 21/03/2002, C-292/00, «Davidoff», σημείο 48) ( 6 ). 3.4 Κίνδυνος σύγχυσης: πραγματικά και νομικά ζητήματα Η έννοια του κινδύνου σύγχυσης είναι νομική έννοια και όχι μια απλή πραγματική εκτίμηση των ορθολογικών κρίσεων και συναισθηματικών προτιμήσεων που καθορίζουν τη γνωστική συμπεριφορά και τις αγοραστικές συνήθειες του καταναλωτή. Επομένως, ο κίνδυνος σύγχυσης αξιολογείται επί τη βάσει τόσο νομικών όσο και πραγματικών περιστατικών. 3.4.1 Πραγματικό ζήτημα και νομικό ζήτημα ομοιότητα προϊόντων/υπηρεσιών και σημείων Ο καθορισμός των σχετικών παραγόντων για τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης και του κατά πόσον υφίστανται είναι νομικό ζήτημα, δηλαδή, οι συγκεκριμένοι παράγοντες θεσπίζονται από τη σχετική νομοθεσία και, ειδικότερα, τον κανονισμό για το κοινοτικό σήμα και τη νομολογία. Για παράδειγμα, το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα ορίζει ότι το ταυτόσημο/η ομοιότητα προϊόντων/υπηρεσιών αποτελεί προϋπόθεση του κινδύνου σύγχυσης. Το ζήτημα του καθορισμού των σχετικών παραγόντων για την εκτίμηση του κατά πόσον πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση είναι επίσης νομικό ζήτημα. Το Δικαστήριο προσδιόρισε τους ακόλουθους παράγοντες για τον καθορισμό της ομοιότητας προϊόντων/υπηρεσιών: η φύση τους, ο προορισμός τους [ο σκοπός τους], η χρήση τους, ο τυχόν συμπληρωματικός χαρακτήρας τους, ο τυχόν ανταγωνιστικός ή εναλλάξιμος χαρακτήρας τους, οι δίαυλοι διανομής / τα σημεία πώλησής τους, το ενδιαφερόμενο κοινό τους, η συνήθης προέλευσή τους. (Βλ. απόφαση C-39/97, «Canon») Όλοι οι ως άνω παράγοντες είναι νομικές έννοιες και ο καθορισμός των κριτηρίων εκτίμησής τους είναι επίσης νομικό ζήτημα. Ωστόσο, το ερώτημα εάν και σε ποιον βαθμό τα νομικά κριτήρια καθορισμού της «φύσης» πληρούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση είναι πραγματικό ζήτημα. Για παράδειγμα, το μαγειρικό λίπος δεν έχει την ίδια φύση με τα λιπαντικά έλαια και γράσα πετρελαίου, μολονότι και τα δύο περιέχουν μια λιπαρή βάση. Το μαγειρικό λίπος χρησιμοποιείται για την παρασκευή τροφίμων για ανθρώπινη κατανάλωση, ενώ τα έλαια και γράσα χρησιμοποιούνται για τη λίπανση μηχανημάτων. Το να θεωρείται η ( 6 ) Βλ. Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 8, Συνολική εκτίμηση. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 9

«φύση» σχετικός παράγοντας για την ανάλυση της ομοιότητας προϊόντων/υπηρεσιών είναι νομικό ζήτημα. Από την άλλη πλευρά, η διαπίστωση ότι το μαγειρικό λίπος χρησιμοποιείται για την παρασκευή τροφίμων για ανθρώπινη κατανάλωση και το ότι τα έλαια και γράσα χρησιμοποιούνται σε μηχανήματα είναι πραγματικό ζήτημα. Ομοίως, όταν πρόκειται για σύγκριση σημείων, το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα ορίζει ότι το ταυτόσημο/η ομοιότητα σημείων αποτελεί προϋπόθεση του κινδύνου σύγχυσης. Το γεγονός ότι μια εννοιολογική σύμπτωση σημείων μπορεί να τα καθιστά όμοια για τους σκοπούς του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα είναι νομικό ζήτημα, αλλά το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η λέξη «fghryz» δεν έχει κανένα νόημα για το κοινό στην Ισπανία είναι πραγματικό ζήτημα. 3.4.2 Πραγματικό ζήτημα και νομικό ζήτημα απόδειξη Στη διαδικασία ανακοπής, τα μέρη πρέπει να επικαλεστούν και, όπου απαιτείται, να αποδείξουν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορούν την ομοιότητα προϊόντων/υπηρεσιών. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει από το άρθρο 76 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, σύμφωνα με το οποίο, στη διαδικασία ανακοπής, το Γραφείο περιορίζει την εξέταση στα επιχειρήματα που προβάλλουν τα μέρη και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα. Επομένως, εναπόκειται στον ανακόπτοντα να δηλώσει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίζεται ο ισχυρισμός του περί ομοιότητας και να υποβάλει αποδείξεις για την υποστήριξή τους. Για παράδειγμα, σε περίπτωση σύγκρισης ανθεκτικού στη φθορά χυτοσιδήρου με εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα, δεν εναπόκειται στο Γραφείο να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσον ο ανθεκτικός στη φθορά χυτοσίδηρος χρησιμοποιείται πράγματι σε εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα. Αυτό πρέπει να αποδειχθεί από τον ανακόπτοντα, καθώς φαίνεται μη πιθανό (απόφαση της 14/05/2002, R 0684/2000-4,«Tinox»). Η ομολογία νομικών εννοιών από τον αιτούντα, όπως ο κίνδυνος σύγχυσης ή η ομοιότητα προϊόντων/υπηρεσιών, δεν ασκεί επιρροή και δεν απαλλάσσει το Γραφείο από το καθήκον ανάλυσης και της λήψης απόφασης επί των εννοιών αυτών. Αυτό δεν αντιβαίνει στο άρθρο 76 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, το οποίο είναι δεσμευτικό για το Γραφείο μόνον όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά στοιχεία και επιχειρήματα, χωρίς να επεκτείνεται στη νομική εκτίμηση των ιδίων. Επομένως, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ποια πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν και ποια όχι, αλλά δεν μπορούν να καθορίσουν κατά πόσον τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά επαρκούν για τη διαπίστωση των αντίστοιχων νομικών εννοιών, όπως ομοιότητα προϊόντων/υπηρεσιών, ομοιότητα σημείων και κίνδυνος σύγχυσης. Το άρθρο 76 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα δεν εμποδίζει το Γραφείο να λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι ήδη παγκοίνως γνωστά ή τα οποία μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι καταναλωτές στην ΕΕ θα συνδέσουν τη λέξη PICASSO με τον διάσημο ισπανό ζωγράφο (απόφαση της 22/06/2004, T-185/02, «Picaro», απορριπτική απόφαση στην υπόθεση C-361/04P). Ωστόσο, το Γραφείο δεν μπορεί να επικαλεστεί αυτεπαγγέλτως νέα πραγματικά περιστατικά ή επιχειρήματα (π.χ. φήμη ή βαθμός στον οποίο προγενέστερο σήμα είναι γνωστό κ.λπ.). Επιπλέον, μολονότι ορισμένα σήματα χρησιμοποιούνται ενίοτε στην καθημερινή ζωή ως γενικοί όροι για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορούν, το Γραφείο δεν πρέπει Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 10

ποτέ να αξιολογεί το γεγονός αυτό ως πραγματικό περιστατικό. Με άλλα λόγια, τα σήματα δεν πρέπει ποτέ να αναφέρονται (ή να ερμηνεύονται) σαν να επρόκειτο για γενικό όρο ή κατηγορία προϊόντων. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι στην καθημερινή ζωή το κοινό αναφέρεται στο «X» όταν κάνει λόγο για γιαούρτια (όπου «X» είναι το σήμα γιαουρτιών) δεν πρέπει να οδηγεί στη χρήση του «X» ως γενικού όρου για τα γιαούρτια. 4 Εκτίμηση των εκτιμώμενων παραγόντων για τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης Μετά τον καθορισμό της έννοιας του κινδύνου σύγχυσης, στην παρούσα παράγραφο παρουσιάζονται οι διάφοροι παράγοντες που εξετάζονται για την εκτίμηση περί της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης, καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω παραγόντων. 4.1 Το κρίσιμο χρονικό σημείο Κρίσιμο χρονικό σημείο για την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο εκδίδεται η απόφαση επί της ανακοπής. Εάν ο ανακόπτων επικαλείται τον ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα προγενέστερου σήματος, οι σχετικές προς τούτο προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται το αργότερο έως την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος (ή την τυχόν ημερομηνία προτεραιότητας) και πρέπει να συνεχίσουν να πληρούνται κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης. Πρακτική του Γραφείου είναι να θεωρεί ότι αυτό συμβαίνει, εκτός εάν υπάρχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου. Εάν ο αιτών κοινοτικό σήμα επικαλείται μειωμένο πεδίο προστασίας (ασθενής διακριτικός χαρακτήρας) του προγενέστερου σήματος, σημασία έχει μόνον η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. 4.2 Μεθοδολογική προσέγγιση του Γραφείου Στην απόφασή του στην υπόθεση Sabèl το Δικαστήριο αποφάνθηκε στη σκέψη 23 ότι: «[ ] [η] συνολική εκτίμηση πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ακουστική ή εννοιολογική ομοιότητα των εξεταζομένων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β), της οδηγίας, που χρησιμοποιεί τη διατύπωση (...) υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού (...), προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής του επίμαχου είδους προϊόντος ή υπηρεσίας προσλαμβάνει τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Ο μέσος καταναλωτής όμως προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως μια ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του». Με άλλα λόγια, η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση περισσότερων αλληλεξαρτώμενων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων: i) της Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 11

ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών, ii) της ομοιότητας των σημείων, iii) των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων των συγκρουόμενων σημείων, iv) του διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος και v) του ενδιαφερόμενου κοινού. Το πρώτο βήμα κατά την εκτίμηση της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης είναι η εξέταση των εν λόγω παραγόντων (βλ. παράγραφο 4.3 και επόμενες κατωτέρω). Το δεύτερο βήμα είναι ο καθορισμός της συνάφειάς τους σε χωριστή «συνολική εκτίμηση», στην οποία εξάγεται ένα συμπέρασμα σχετικά με τον κίνδυνο σύγχυσης κατόπιν στάθμισης των διαφορετικών αυτών παραγόντων, οι οποίοι μπορεί να συμπληρώνουν ή να αντισταθμίζουν ο ένας τον άλλο και οι οποίοι έχουν διαφορετικό βαθμό σχετικής σημασίας ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Συναφώς, η μέθοδος του Γραφείου διαφέρει από τις προσεγγίσεις οι οποίες συγχωνεύουν τους παράγοντες εκτίμησης σε μια ενιαία εκτίμηση περί του εάν τα σήματα είναι «παρόμοια σε βαθμό που να προκαλούν σύγχυση». Καταρχήν η διαφορά αυτή δεν πρέπει να επηρεάζει την τελική «συνολική εκτίμηση», η οποία μπορεί να προκύπτει με διάφορους τρόπους. 4.3 Σύγκριση προϊόντων και υπηρεσιών Η ομοιότητα και/ή το ταυτόσημο των προϊόντων/υπηρεσιών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης. Εκτενής ανάλυση σχετικά με τη σύγκριση προϊόντων/υπηρεσιών παρέχεται στις Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 2, Σύγκριση προϊόντων και υπηρεσιών. Εάν δεν υπάρχει κανένας βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων/υπηρεσιών, η διαδικασία εξέτασης όσον αφορά τον κίνδυνο σύγχυσης σταματά στο σημείο αυτό. Διαφορετικά, εάν υπάρχει τουλάχιστον κάποιος βαθμός ομοιότητας, η διαδικασία συνεχίζεται με την εξέταση των λοιπών παραγόντων. 4.4 Σύγκριση σημείων Η ύπαρξη τουλάχιστον κάποιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των σημείων είναι επίσης αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης. Η σύγκριση σημείων περιλαμβάνει συνολική εκτίμηση των οπτικών, ακουστικών και/ή εννοιολογικών χαρακτηριστικών τους. Εάν υπάρχει ομοιότητα μόνον ως προς μία από τις τρεις πτυχές, τα σημεία θεωρούνται όμοια. Το κατά πόσον τα σημεία είναι επαρκώς όμοια ώστε να υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης εξετάζεται στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης του κινδύνου σύγχυσης. Εκτενής ανάλυση σχετικά με τη σύγκριση σημείων παρέχεται στις Kατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 3, Σύγκριση σημείων. Τα σημεία θεωρούνται ανόμοια μόνον εάν δεν μπορεί να διαπιστωθεί ομοιότητα σε καμία από τις τρεις πτυχές. Εάν δεν υπάρχει κανένας βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων/υπηρεσιών, η διαδικασία εξέτασης όσον αφορά τον κίνδυνο σύγχυσης σταματά στο σημείο αυτό. Διαφορετικά, εάν υπάρχει τουλάχιστον κάποιος βαθμός ομοιότητας, η διαδικασία συνεχίζεται με την εξέταση των λοιπών παραγόντων. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 12

4.5 Διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία των σημάτων Η συνολική εκτίμηση των συγκρουόμενων σημάτων πρέπει να βασίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία τους. Εκτενής ανάλυση σχετικά με την ανάλυση των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων παρέχεται στις Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 4, Διακριτικός χαρακτήρας και Κεφάλαιο 5, Κυρίαρχος χαρακτήρας. 4.6 Διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος Εάν ο ανακόπτων ισχυρίζεται ρητώς ότι ένα προγενέστερο σήμα έχει ιδιαίτερα διακριτικό χαρακτήρα λόγω εντατικής χρήσης ή φήμης, ο ισχυρισμός αυτός εξετάζεται και αξιολογείται. Εκτενής ανάλυση σχετικά με τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος παρέχεται στις Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 4, Διακριτικός χαρακτήρας. 4.7 Ενδιαφερόμενο κοινό βαθμός προσοχής Το ενδιαφερόμενο κοινό διαδραματίζει σημαντικό ρόλο όταν αξιολογούνται άλλα στοιχεία του κινδύνου σύγχυσης (π.χ. σύγκριση των προϊόντων και υπηρεσιών, σύγκριση των σημείων, εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα). Επιπλέον, ένας από τους παράγοντες ο οποίος μπορεί να σταθμιστεί για τη διαπίστωση ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης είναι ο βαθμός προσοχής του κοινού. Εκτενής ανάλυση σχετικά με το ενδιαφερόμενο κοινό και τον βαθμό προσοχής παρέχεται στις Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 6, Ενδιαφερόμενο κοινό και βαθμός προσοχής. 4.8 Συνολική εκτίμηση, λοιπά επιχειρήματα και συμπέρασμα Η συνολική εκτίμηση: αφενός, περιγράφει και αξιολογεί λοιπούς παράγοντες και αρχές σχετικές με την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης (όπως μια οικογένεια σημάτων, συνύπαρξη ή τον τρόπο αγοράς των προϊόντων/υπηρεσιών) αφετέρου, αξιολογεί τη σχετική σημασία όλων των αλληλεξαρτώμενων παραγόντων, οι οποίοι μπορεί να συμπληρώνουν ή να αντισταθμίζουν ο ένας τον άλλο, για τη λήψη απόφασης περί του κινδύνου σύγχυσης. Για παράδειγμα, τα σήματα μπορεί να έχουν διακριτικό χαρακτήρα για μερικά από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, αλλά όχι για άλλα, και έτσι κίνδυνος σύγχυσης μπορεί να υφίσταται μόνον για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία το προγενέστερο σήμα θεωρείται ότι έχει διακριτικό χαρακτήρα. Εκτενής ανάλυση σχετικά με λοιπούς παράγοντες και με τη συνολική εκτίμηση παρέχεται στις Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 7, Λοιποί παράγοντες, και Κεφάλαιο 8, Συνολική εκτίμηση. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 13

Παράρτημα I Γενικές αρχές οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία ( 7 ) Απόφαση της 11/11/1997, C-251/95, «Sabèl» - Ο κίνδυνος σύγχυσης πρέπει να εκτιμάται συνολικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (σκέψη 22). - Η εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες, ιδίως δε από το κατά πόσον είναι γνωστό το σήμα στην αγορά, από την ενδεχόμενη συσχέτιση των δύο σημάτων από το κοινό, από τον βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημείων και των προϊόντων (σκέψη 22). - Η συνολική εκτίμηση της οπτικής, ακουστικής ή εννοιολογικής ομοιότητας των εξεταζομένων σημάτων πρέπει να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους (σκέψη 23). - Ο μέσος καταναλωτής προσλαμβάνει συνήθως ένα σήμα ως μια ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (σκέψη 23). - Ο κίνδυνος σύγχυσης είναι τόσο μεγαλύτερος όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική δύναμη του προγενέστερου σήματος (σκέψη 24). - Δεν μπορεί να αποκλείεται ότι η εννοιολογική ομοιότητα που απορρέει από το γεγονός ότι σε δύο σήματα χρησιμοποιούνται εικόνες συμπίπτουσες ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενό τους μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο σύγχυσης, σε περίπτωση που το προγενέστερο σήμα έχει ιδιαίτερη διακριτική δύναμη είτε καθεαυτό είτε λόγω του ότι είναι ευρέως γνωστό στο κοινό (σκέψη 24). - Ωστόσο, εάν το προγενέστερο σήμα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και συνίσταται σε εικόνα με λίγα φανταστικά στοιχεία, η απλή εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ των σημάτων δεν αρκεί προς δημιουργία κινδύνου συγχύσεως (σκέψη 25). - Η έννοια του κινδύνου συσχέτισης δεν λειτουργεί εναλλακτικά προς την έννοια του κινδύνου σύγχυσης, αλλά χρησιμεύει για τη διευκρίνιση του εύρους της (σκέψη 18). - Η απλή συσχέτιση μεταξύ δύο σημάτων στην οποία μπορεί να προβεί το κοινό μέσω της σύμπτωσης του εννοιολογικού περιεχομένου τους δεν αρκεί, αυτή και μόνον, για να συναχθεί η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης (σκέψη 26). Απόφαση της 29/09/1998, C-39/97,«Canon» - Συνιστά κίνδυνο σύγχυσης το να είναι δυνατό το κοινό να πιστέψει ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις (σκέψη 29). - Αντιθέτως, η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου αποκλείεται αν δεν προκύπτει ότι είναι δυνατόν το κοινό να πιστέψει ότι τα σχετικά προϊόντα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση (ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες μεταξύ τους οικονομικώς επιχειρήσεις) (σκέψη 30). - Για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών (σκέψη 23). - Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η φύση τους, ο προορισμός τους (η έκφραση «end users» (τελικοί χρήστες) στην επίσημη αγγλική έκδοση δεν είναι ορθή), η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους (σκέψη 23). - Η συνολική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης συνεπάγεται κάποια αλληλεξάρτηση των λαμβανομένων υπόψη παραγόντων και, ιδίως, την ομοιότητα των σημάτων καθώς και την ομοιότητα των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Μια ελαφρά ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από μια έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως (σκέψη 17). - Σήματα με ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα, είτε από την ίδια τους τη φύση είτε λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, απολαύουν προστασίας μεγαλύτερης απ ό,τι εκείνα των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενέστερος (σκέψη 18). - Είναι δυνατή η άρνηση καταχώρισης σήματος, παρά τη μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, όταν η ομοιότητα των σημάτων είναι μεγάλη, ο δε διακριτικός χαρακτήρας του προγενεστέρου σήματος, ειδικότερα δε η φήμη του, είναι ισχυρός (σκέψη 19). - Προκειμένου να εκτιμάται αν η ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών είναι αρκετή για να δημιουργήσει κίνδυνο σύγχυσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενεστέρου σήματος και ειδικότερα η φήμη του (σκέψη 24). - Είναι δυνατό να υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης, ακόμη και όταν τα σχετικά προϊόντα και υπηρεσίες 7 Δεν παρατίθενται αυτούσιες στις αποφάσεις. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 14

έχουν, για το κοινό, διαφορετικούς τόπους προέλευσης (σκέψη 30). Απόφαση της 22/06/1999, C-342/97, «Lloyd Schuhfabrik Meyer» - Το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των αντίστοιχων προϊόντων ή υπηρεσιών (σκέψη 26). - Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το στοιχείο ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων, αλλά είναι αναγκασμένος να εμπιστεύεται την ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του (σκέψη 26). - Κατά την εκτίμηση του βαθμού οπτικής, ακουστικής και ουσιαστικής ομοιότητας, πρέπει να εκτιμάται ενδεχομένως η σημασία που πρέπει να αποδοθεί στα διάφορα αυτά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη την κατηγορία των οικείων προϊόντων και τις συνθήκες υπό τις οποίες διατέθηκαν στην αγορά (σκέψη 27). - Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ακουστική και μόνον ομοιότητα σημάτων μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο σύγχυσης (σκέψη 28). - Προκειμένου να διαπιστωθεί ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος και, κατά συνέπεια, να εκτιμηθεί αν αυτό έχει αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα, πρέπει να εκτιμηθεί σφαιρικά η ικανότητα, κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη, του σήματος να εξατομικεύει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίστηκε ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση (σκέψη 22). - Για την εκτίμηση αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, οι εσωτερικές ιδιότητες του σήματος, περιλαμβανομένου του αν στερείται ή όχι οποιουδήποτε περιγραφικού στοιχείου των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωριστεί, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεως του σήματος αυτού, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση για την προώθησή του, το ποσοστό των ενδιαφερομένων κύκλων που αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση, καθώς και [οι] δηλώσεις των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων (σκέψη 23). - Δεν μπορεί να καθοριστεί κατά γενικό τρόπο, διά της προσφυγής επί παραδείγματι σε συγκεκριμένα ποσοστά σχετικά με τον βαθμό αναγνωρισιμότητας του σήματος μεταξύ των ενδιαφερομένων κύκλων, πότε ένα σήμα έχει ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα (σκέψη 24). Απόφαση της 22/06/2000, C-425/98, «Marca Mode» - Η φήμη ενός σήματος δεν επιτρέπει να τεκμαίρεται η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης από το γεγονός απλώς και μόνον της ύπαρξης κινδύνου συνειρμικής συσχέτισης υπό στενή έννοια (σκέψη 41). - Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β), της οδηγίας δεν έχει την έννοια ότι οσάκις ένα σήμα διαθέτει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα είτε εγγενώς είτε λόγω του ότι είναι ευρέως γνωστό στο κοινό, και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος, ένας τρίτος χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες ή παρεμφερείς προς εκείνες για τις οποίες καταχωρίζεται το σήμα, σημείο που ομοιάζει σε τέτοιο βαθμό με το σήμα ώστε να ανακύπτει το ενδεχόμενο συσχετισμού του με το σήμα, το αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου επί του σήματος τον εξουσιοδοτεί να απαγορεύει στον ως άνω τρίτο τη χρήση αυτή του σημείου όταν ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος είναι τέτοιος ώστε να μην αποκλείεται το ενδεχόμενο η οικεία συνειρμική συσχέτιση να οδηγεί σε σύγχυση (σκέψη 42). Απόφαση της 06/10/2005, C-120/04, «Medion» - Μπορεί να υπάρξει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, λόγω ταυτότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, στην περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο σήμα αποτελείται από τον συνδυασμό της επωνυμίας της επιχειρήσεως τρίτου και προγενέστερου σήματος με συνήθη διακριτική δύναμη, όταν το δεύτερο αυτό σήμα, χωρίς να καθορίζει από μόνο του τη συνολική εντύπωση εκ του συνθέτου σήματος, διατηρεί, πάντως, αυτοτελή διακριτική δύναμη στο πλαίσιο του συνθέτου σήματος (σκέψη 37). Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 15