Μ Α Κ Η Σ Τ Σ Ι ΤΑ Σ Μάρτυς μου ὁ Θεὸς Μυθιστόρημα Κίχλη
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ Μάρτυς μου ὁ Θεὸς ΜΥΘισΤοΡηΜΑ εκδοσεισ κιχλη
στὴν ἀδερφή μου Θεοδώρα
Μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθῶ πάντας ὑμᾶς ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ χριστοῦ. ΑποσΤολοσ παυλοσ, πρὸς Φιλιππησίους 1, 8
Y παρχουν ΤεσσΑΡων ειδων ΑΦενΤικΑ : οἱ πετυχημένοι, οἱ χρεωμένοι, τὰ καθίκια καὶ οἱ τρελοί. Ἐ - γὼ ἔπεσα στὸ τέταρτο. πολλὲς φορὲς μοῦ μίλαγε καὶ σκεφτόμουνα ὅτι δὲν ἤξερε ἂν εἶχε ἀπέναντί του ἐμένα ἢ κάποιον ποὺ μοῦ ἔ - μοιαζε. δηλαδὴ ἂν ἤμουνα ὁ χρυσοβαλάντης ὁ ὑπάλληλος καὶ φίλος ἢ ὁ δίδυμος ἀδερφός μου. Μόνο ποὺ δὲν ἔχω δίδυμο ἀδερφό, δύο ἀδερφὲς ἔχω. Ἔτσι καὶ τύχαινε νὰ συναντηθοῦμε στὴν εἴσοδο τῆς ἑταιρείας, μοῦ ἔλεγε «τρέχα νὰ μὲ προλάβεις!» κι ὁρ - μοῦσε στὸ ἀσανσέρ, κι ὅπως ἀνέβαινε μοῦ φώναζε «μὴν κλέβεις!» καὶ μ ἔβαζε ν ἀνεβαίνω τρέχοντας ὀχτὼ ὀρόφους, μετρώντας δυνατὰ τὰ ἑκατὸν σαράντα τέσσερα σκαλιά, καὶ οὔρλιαζε μέσα ἀπ τὸ ἀσανσέρ: «πιὸ δυνατά, ρὲ χοντρέ! δὲν ἔχεις ψυχὴ μέσα σου;». Ἡ ἑταιρεία του ἔκλεισε τέλη τοῦ 80 κι ἔμεινα ἄνεργος στὰ καλὰ καθούμενα. δούλευα κοντά του ἕντεκα χρόνια, ἀλλὰ δυστυχῶς πιάστηκα ἀπροετοίμαστος, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι συνάδελφοί μου ἔκαναν ἐργασιακὸ μάρκετινγκ γιὰ μῆνες καὶ πῆγαν σὲ ἄλλα ἀτελιὲ γραφικῶν τεχνῶν 11
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ ἀμέσως. Ἔβλεπα βέβαια ὅτι βούλιαζε τὸ καράβι, ὅτι τὸ πράγμα πήγαινε ἀπ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, ὅτι δὲν ὑ - πῆρχε πλέον μέλλον, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ τὸ πιστέψω. Για - τὶ εἶχα φάει τὸ παραμύθι τοῦ Ἐξαποδῶ:«καὶ ὅλοι οἱ ἄλ - λοι νὰ φύγουν, ἐσὺ δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μείνεις χω - ρὶς δουλειά». Ἔτσι τὴν πάτησα. εἶδα τὸν ἑαυτό μου νὰ παλεύει μὲ τὸν ἑαυτό μου στὴ λάσπη. Ἔβριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πνίξει. Ταυτοχρόνως ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τὸ τροπάριο τῆς κασσιανῆς. Ὕστερα οἱ δύο γίνανε ἕνας ἄλλος χρυσοβαλάντης, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ψυχοβαλάντη, καὶ φώναξε τρὶς «μὲ πνίγει αὐτὸς ὁ ἄνεμος». Ἀπὸ κάπου ἀπροσδιόριστα ἀκουγόταν μιὰ ἄρια ἀπὸ τὴν Τόσκα. περίεργο ὄνειρο. δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ τὸν ἑαυτό μου ζητιάνο ἢ παιδὶ τῶν φαναριῶν. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τοὺς γονεῖς μου μπορῶ νὰ τοὺς φανταστῶ νὰ πέφτουν θύματα ἐκμετάλλευσης ἀπὸ τρίτους, καὶ εἰδικὰ ἀπὸ μιὰ μέλλουσα νύφη. Ὁ πατέρας μου τώρα εἶναι ὀγδόντα ἕξι ἐτῶν, ἀπόστρατος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος τῆς οἰκογένειας, τῆς μελέτης καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἥσυχη ζωή. πάντα μὲ φρόν - τιζε, μοῦ δάνειζε καὶ μὲ ἐξυπηρετοῦσε. Μοῦ ἔλεγε «πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε!» ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουνα τέντζερης ξεγάνωτος χωρὶς καπάκι κι ὅ,τι ἤθε - 12
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ λε ἔμπαινε μέσα. Αὐστηρὸς ὁ πατέρας μου, ἀλλὰ καὶ ὑποχωρητικός. δηλαδή, ὅταν ἐγὼ πίεζα, αὐτὸς ἔκανε πίσω. ναί. «Μπαμπά, θὰ πάω στὸ λονδίνο, δῶσε μου ἑκατὸ χιλιάδες». Μοῦ τὶς ἔδωσε. «Μπαμπά, ἔχω ἕνα μικρὸ χρέος στὴν τράπεζα». Τὸ ξόφλησε ἀμέσως. «Μπαμπά, ἔχω πρόβλημα, μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις μιὰ ἐξυπηρέτηση;» Ἔτρεξε. «Μπαμπά, πρέπει νὰ κάνω εἰσαγωγὴ στὸ νοσοκομεῖο». Μὲ βοήθησε. δὲ μοῦ εἶχε πεῖ σὲ κανένα θέμα «ὄχι». Τώρα ποὺ τὸ φιλοσοφῶ, ἦταν ἕνα σκυλὶ ποὺ γάβγιζε μὰ δὲ δάγκωνε ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα καταλάβει. Τὸν σέβομαι καὶ τὸν ἐκτιμῶ. Μέχρι τὰ εἴκοσί μου τὸν φοβόμουν πολύ. Μετὰ ἁπλῶς τὸν σεβόμουν, γιατὶ πέρασε πάρα πολλά. εἶναι ἕνας ἄν - θρωπος μὲ πείρα στὴ ζωή. Ἕνας πατέρας δὲ θέλει πο τὲ τὸ κακὸ τοῦ παιδιοῦ του. χαιρόταν ποὺ εἶχα πάν τα σχέσεις μὲ μοναστήρια καὶ ἐκκλησίες, εἶναι κι αὐτὸς θεοσεβούμενος ἄνθρωπος. Ὅλη ἡ οἰκογένεια ἔτσι εἴμαστε. Ὅταν στὰ δεκαοχτώ μου πέρασα στὴ σχολὴ ὑπαξιωματικῶν στὰ Τρίκαλα, μοῦ εἶπε «μπράβο», ἀλλὰ κι ὅταν τὰ παράτησα κι ἔφυγα, γιατὶ δὲν ἄντεχα ἄλλο, δὲ μοῦ ἔ - φερε καμία ἀντίρρηση. δὲ μοῦ ἔκοψε ποτὲ τὸ δρόμο. ναί. Ἴσως, σκέφτομαι, γι αὐτὸ δὲν ἔχω φύγει ἀκόμη ἀπὸ τὸ σπίτι, παρόλο ποὺ πενηντάρισα. Ἐπειδὴ αἰσθάνομαι ἀσφάλεια καὶ θαλπωρή. 13
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ Τηλεφώνησα σὲ μιὰ παλιὰ συνάδελφο γιὰ νὰ τῆς πῶ «χρόνια πολλὰ» καὶ νὰ τῆς ζητήσω καὶ καμιὰ συνεργασία κι αὐτὴ μοῦ τό κλεισε λέγοντας: «χρυσοβαλάντη, μὲ πέτυχες στὴν πόρτα, τὰ λέμε ἄλλη φορά». Βλέπεις, ἡ κυρία δὲ μὲ ἔχει πιὰ ἀνάγκη, εἶναι βολεμένη στὸν «Ἀθήνα 2004» καὶ παίρνει δύο χιλιάδες εὐρὼ τὸ μήνα σὺν τὰ μπόνους, ἀλλὰ θὰ τελειώσει κάποια στιγμὴ τὸ πανηγύρι καὶ τότε νὰ δοῦμε... πολλοί, ἄλλωστε, παλιοί μου συνάδελφοι ποὺ εὐεργετήθηκαν πολλαπλῶς ἀπὸ μένα, τώρα ποὺ τοὺς ζήτησα βοήθεια, μοῦ φέρθηκαν κυνικά. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιοι ἐπιχειρηματίες μὲ μικρὲς ἑταιρεῖες, ποὺ ὅταν ἤμουν στὸν Ἐξαποδῶ μὲ εἶχαν στὰ ὄπα ὄπα γιὰ νὰ τοὺς πηγαίνω δουλειὲς καὶ τώρα ποὺ τοὺς κόψαμε τὴ σαντιγὶ κάνουν πὼς δὲ μὲ γνωρίζουν. δὲν πειράζει, ἔχει ὁ Θεός. Ἂς εἶναι ὅλοι τους καλά. Αὐτὸ εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸ γέροντά μου, νὰ λέω «ἔχει ὁ Θεὸς» καὶ νὰ λέω ἀκόμα καὶ σ αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀδίκησαν «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ ἔχω καθαρὴ συνείδηση. Ὅσο μπορῶ τὸν ἀκούω τὸ γέροντά μου. Μοῦ ἔχει πεῖ τί πρέπει νὰ κάνω στὴ ζωή μου, πῶς νὰ τὴν κοντρολάρω γιὰ νὰ μὴν καταλήξω στὸ τρελάδικο. Ὅταν κάποιος ἔχει πτωχεύσει, κοιτάει πῶς νὰ τὴ βγάλει χωρὶς λεφτά. Θέλει νὰ πιεῖ κάπου ἕναν καφὲ δωρεάν. Θέλει νὰ καθίσει κάπου καὶ νὰ μιλήσει. Ἔχω κάνει μεγάλη ἔρευνα ἐπὶ τῆς ἀφραγκίας. Γι αὐτὸν τὸ λόγο κάθε κυριακὴ πρωί, μετὰ τὴ λειτουργία στὴν Ἁγία εἰρήνη, στὴν Αἰόλου, περνάω ἀπὸ 14
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ τὴν Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία, ὅπου προσφέρουν καφέ. κι ἂν μάλιστα μπεῖς μέσα καὶ παρακολουθήσεις τὴ λειτουργία τους, σοῦ κάνουν δῶρο κι ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο. στὰ ἀγγλικὰ βέβαια. (Μπορεῖ νὰ μὴ μιλάω τὴ γλώσ σα, ἀλλὰ κανένα βιβλίο δὲν πάει στράφι μαζί μου.) προσπαθῶ νὰ τὴ βγάλω λάθρα. ναί. Ἡ μητέρα μου εἶναι ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, μιὰ γυναίκα καθαρὰ οἰκογενειακή, ὑπηρεσιακή ὁ φύλακας τοῦ σπιτιοῦ. Ἀλλὰ τρομαγμένη. Τὴ θυμᾶμαι νὰ στέκεται ὄρθια πίσω ἀπ τὴν πλάτη τοῦ πατέρα μόλις τοῦ ἔβαζε τὸ πιάτο στὸ τραπέζι ἢ νὰ γελάει μὲ τὴν ψυχή της ὁλομόναχη, κρυ - φά, μισοχωμένη στὴν ντουλάπα τὴν ὥρα ποὺ κρεμοῦσε τὰ σιδερωμένα του πουκάμισα. Τὴν κοιτοῦσα φοβισμένος καὶ σκεφτόμουν «πάει, τρελάθηκε ἡ μαμά». Ἡ ἀδερφή μου ἡ μεγάλη εἶναι καθηγήτρια θεολόγος. κοπέλα τῆς μελέτης. Αὐστηρὴ καὶ σεμνή. Ξεχώρισε ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ σόγια. Ἐξαιρετικὰ φιλομαθής. Ἔχει δύο πτυχία καὶ παρ ὅλα αὐτὰ ξεκίνησε νὰ κάνει καὶ διδακτορικὸ στὰ πενήντα της οὔτε νοιάζεται ποὺ ἔ - χει φάει ἤδη τέσσερα χρόνια κι ἀκόμα τὸ γράφει. Θὰ τὴν τρελάνει αὐτὸς ὁ πλωτίνος. προσωπικὴ ζωὴ μηδέν. δυστυχῶς. Ἡ μικρή μου ἀδερφὴ εἶναι ὁ χρυσοβαλάντης στὸ θηλυκό του. (Μιλάω γιὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα τοῦ χαρακτήρα μου κι ὄχι γι αὐτὰ ποὺ μὲ ὁδήγησαν στὴν ἀσωτία καὶ στὴν παραστράτηση.) Τώρα πιὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ σπίτι. δὲν ὑπάρχουν σοβαρὲς δουλειὲς γιὰ μιὰ κοπέλα φιλάσθε- 15
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ νη στὰ σαράντα τέσσερά της. νὰ πάει νὰ κάνει τὴν πωλήτρια; Θὰ τῆς ζητήσει ὁ ἄλλος νὰ βγοῦν τὸ βράδυ γιὰ καφέ. στὸ δημόσιο ποὺ πῆγε νὰ τὴ βάλει ὁ πατέρας μας τὰ καλὰ τὰ χρόνια, ἐκείνη ἀρνήθηκε. εὐτυχῶς ποὺ εἶναι ὀλιγαρκής. Ὁ ὑποφαινόμενος εἶναι «κλάψε με, μάνα, κλάψε με». Ἡ ζωή μου ἁπλωμένη πάνω σ ἕνα ἀπέραντο χωράφι γεμάτο κόκκινες καυτερὲς πιπεριές. Ὅταν πέφτω (πάντα μὲ τὰ μοῦτρα), ζεματίζομαι. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή μου. Μονίμως προσγειώνομαι μέσα στὶς παγίδες, μέσα σὲ ἐκτάσεις μὲ ἀγκάθια καὶ τσουκνίδες, καὶ ξεχνάω ὅτι εἶμαι ξυπόλυτος. πάντα ξεχνάω νὰ φορέσω παπούτσια. οὔτε κὰν παντόφλες, ἐνῶ ξέρω ἐκ τῶν προτέρων ποῦ πηγαίνω. δυστυχῶς αὐτὸς εἶμαι. Ἀλλὰ ἔχω μετανιώσει. Μάρτυς μου ὁ Θεός. Ἔχω μετανιώσει πικρὰ γιὰ ὅλα ὅσα ἔχω κάνει. Θέλω νὰ τὰ ἀφήσω πίσω μου καὶ νὰ ἀποτολμήσω ἕνα νέο ξεκίνημα. δὲ θέλω οὔτε ἐρωμένες οὔτε ἐλαφρὲς γυναῖκες οὔτε πορνεῖες. Θέλω νὰ εἶμαι κοντὰ στὸ Θεό. κι ἂν Ἐκεῖνος μοῦ χαρίσει γυναίκα σοβαρή, τότε ἐντάξει, εὐχαρίστως νὰ ἔλθω μαζί της εἰς γάμου κοινωνίαν. Ἂν δὲ μοῦ χαρίσει καὶ θέλει γενῶ καλόγερος, πάλι ἐντάξει. πολὺ κόσμο ἔχω κάνει πέρα, γιατὶ εἶδα πὼς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τίποτα νὰ μοῦ δώσουν. εἶναι τρύπιοι κουβάδες. Ἄπατοι. Θέλω νὰ μ ἀκούει ὅταν προσεύχομαι σ Αὐτόν. Μακριὰ ἀπὸ ἐμένα οἱ πειρασμοί, κύριε. 16
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ καὶ λιγότερους φίλους θέλω ἐπίσης. λίγους καὶ καλούς. Ἤρεμους, τίμιους, νὰ μὴ μὲ πνίγουν. νὰ μὴ μοῦ δίνουν μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀντιασφυξιογόνο μάσκα ἐνῶ μὲ τὸ ἄλλο ρίχνουν διοξείδιο τοῦ ἄνθρακος. Τί περιμένουν, νὰ χαλάσει ἡ μάσκα γιὰ νὰ σκάσω;ἔτσι ἔχουμε γίνει. Αὐτὴ εἶ - ναι δυστυχῶς ἡ σύγχρονη ἀθηναϊκὴ νοοτροπία, ποὺ δὲ μᾶς ἀφήνει νὰ παλαντζάρουμε οὔτε τὰ χρέη μας οὔ τε τὶς δουλειές μας. Ἀπὸ πόνο ψυχῆς μιλάω αὐτὴ τὴ στιγμή. κάποτε ἕνας φίλος μου ἱερέας μοῦ εἶπε: «Ὁ εὑρὼν φίλον εὑρήσει θησαυρόν». Μήπως βρήκαμε φίλους καὶ τοὺς παρατήσαμε; Μήπως βρήκαμε χρυσάφι καὶ τὸ προσπεράσαμε ψάχνοντας γιὰ διαμάντι; Μέγα τὸ λάθος. Τὸ ἔκανα καὶ τὸ ἔχω μετανιώσει. Τὸ ἔκανα ἐν γνώσει μου καὶ ἐν πλήρει πνευματικῇ διαυγείᾳ. Ἄφησα φίλους μεγάλους καὶ μικρούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς ψάχνοντας νὰ βρῶ διαμάντια. Ἀλλὰ ποῦ ν τα; ποῦ ν τα; Τὰ πνευματικὰ παλάτια εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερα ἀπὸ τὰ ὑλικά. Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ ὀρέγονται ἄνθρωποι μὲ μάσκα, ἄνθρωποι ποὺ ὑποδύονται τοὺς φίλους. οἱ πραγματικοὶ φίλοι νοιάζονται γιὰ τοὺς πνευματικοὺς θησαυροὺς ποὺ ἔχεις στὴν ψυχή σου, κι ὅσο καλὰ κι ἂν τοὺς ἔ - χεις κρυμμένους αὐτοὶ κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ τοὺς φέρουν στὴν ἐπιφάνεια. Ὅλοι οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι φίλοι, εἶναι λυμεῶνες, κι ὁ λυμεὼν δὲ διαθέτει τέτοια διαύγεια πνεύματος οὕτως ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιλέξει ἄνθρωπο μὲ προσόντα. διότι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶναι λυμεὼν δὲν ἔ - χει οὔτε αἰσθήματα, οὔτε ψυχικὴ ἠρεμία καὶ γαλήνη. οὔ - τε κὰν μαλακὸ μαξιλάρι γιὰ νὰ κοιμηθεῖ. Γιατὶ δὲν ἔχει καθαρὴ συνείδηση. ναί. 17
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ δὲν ξέρω. Ὑπάρχουν ἄραγε ἰδεολόγοι ὅταν βλέπουμε ὅ - τι οἱ περισσότεροι ἐργοδότες (τουλάχιστον τὸ ἐνενήντα τοῖς ἑκατό) προσαγαποῦν τοὺς ἀλλοδαπούς, ἐπειδὴ γλιτώνουν ψιχία; Ὅλη ἡ Ἑλλάδα ἔχει ὑποπέσει σὲ λοιμό. πνευματικὸ καὶ ὑλικό. Ἡ Ἀθήνα ἀκόμα χειρότερα. Ὁ κύριος Ἰ. καὶ ὁ κύριος Τ., ὅταν μὲ βλέπουν, μὲ φωνάζουν πάντα στὴν παρέα τους καὶ μὲ κερνᾶνε. Αὐτοὶ ἔχουν γερὸ πορτοφόλι, παίρνουν παχυλὲς συντάξεις, εἰσπράττουν κι ἕξι-ἑφτὰ νοίκια ὁ καθένας. Βλέπουν ἐμένα ποὺ εἶμαι χωρὶς λεφτὰ καὶ μὲ κερνᾶνε. Τὶς προάλλες ποὺ μοῦ εἶπαν «ἔλα, χρυσοβαλάντη, νὰ πιεῖς κάτι», ἔβαλα τὰ κλάματα δὲν ξέρω γιατί. πιθανὸν ἀπὸ ἀγάπη. προχθές, ποὺ μὲ εἶδαν πάλι καὶ μὲ φώναξαν, δὲν κάθισα μαζί τους, μὲ πιάσαν οἱ ντροπές. νὰ εἶμαι πενήντα χρονῶν καὶ νὰ μὲ κερνᾶνε οἱ ἄλλοι. ποῦ μὲ κατάντησε ὁ Ἐξαποδῶ... Μετὰ τὸν Ἐξαποδῶ πῆγα σὲ δύο δουλειές, πάντα στὸν κλάδο μας. (οἱ γραφικὲς τέχνες μέχρι καὶ τὸ 90 κρατοῦσαν ἀκόμα γερά.) Ἀλλὰ δὲν πληρώνανε, καὶ μιὰ τρίτη ποὺ βρῆκα ἦταν πολὺ μακριά, στὸ κορωπί, καὶ ἐπέφερε καὶ ρῆγμα στὴν ὑγεία μου. κορυδαλλὸς-κορωπί, κορωπὶ-κορυδαλλός, μετροῦσα ἑβδομήντα χιλιόμετρα ἀ - λὲ-ρετούρ. κοντολογίς, δυόμισι ὧρες νὰ πάω καὶ δύο νὰ ἐπιστρέψω. λεωφορεῖο ἀπὸ κορυδαλλὸ στὴν Ὁμόνοια 18
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ κι ἀπὸ κεῖ δεύτερο μέχρι τὴ διασταύρωση Μαρκοπούλου, κι ὕστερα ταξὶ γιὰ τὴ βιομηχανικὴ ζώνη. Τὰ ἴδια εἶχα καὶ τὸ βράδυ. κουράστηκα, ἐξαντλήθηκα, καταξοδεύτηκα. Μόνο γιὰ τὰ μεταφορικὰ ἤθελα εἴκοσι χιλιάδες τὸ μή - να. Ἔπιανα δουλειὰ ὀχτὼ τὸ πρωὶ καὶ σταμάταγα στὶς ἑφτάμισι τὸ βράδυ. Μέχρι νὰ γυρίσω σπίτι μου πήγαινε ἐννιάμισι, δέκα. πολλὲς φορὲς δὲν προλάβαινα οὔτε ντοὺζ νὰ κάνω, ἔτρωγα καὶ μ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος μπροστὰ στὴν τηλεόραση. ναί. «Ἄλφα-Ἄλφα Ἐκδοτική», ὅπως ἔλεγε καὶ ἕνας συνάδελφος, σημαίνει «Ἀλμπάνιαν Ἐκδοτική». οἱ περισσότεροι ὑπάλληλοι ἦταν Ἀλβανοί. δὲν τολμοῦ - σαν νὰ μιλήσουν βέβαια. Ἔμεναν ἐκεῖ γύρω σὲ κάτι τρῶ - γλες. πέντε-ἕξι ἄτομα σ ἕνα δωμάτιο καὶ ἔ διναν ὁ καθένας τους ἀπὸ δέκα χιλιάδες γιὰ ἐνοίκιο. δούλεψα μὲ τὴν ψυχή μου (ὅπως κάνω πάντα) γι αὐτὴ τὴν ἑταιρεία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἐργοδοσίας δὲν ὑπῆρχε καμία ἀναγνώριση. δυστυχῶς. Ἕνας λιθογράφος, ἕνας τυπογράφος, ἕνας στοιχειοθέτης, ἕνας λινοτύπης τῆς δεκαετίας τοῦ 80 τώρα πιὰ εἶναι στὸ περιθώριο, πρέπει νὰ κάνει κάτι ἄλλο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Ἄνθρωποι ἀξιολογότατοι, μὲ πείρα καὶ ταλέν το, εἶναι πιὰ ἀδύνατο νὰ βροῦν τὴν σήμερον ἡμέραν δουλειά. Μᾶς ἔφαγαν οἱ τεχνολογίες. εἶναι τραγικό. Βρίσκουν δουλειὰ οἱ σερβιτόροι στὰ σκυλάδικα, οἱ πορτιέρηδες στὰ κλάμπ, οἱ νεκροθάφτες, οἱ νταβατζῆδες, οἱ τυχοδιῶ - κτες, οἱ γιάπηδες, οἱ ξένοι, κι ὄχι ἐμεῖς ποὺ θυσιαστήκαμε γιὰ τὸ βιβλίο. πόσοι ἀπὸ μᾶς μείναμε ἀνύπαν τροι γιὰ νὰ προσφέρουμε στὴ Γουτεμβέργειον Τέχνην, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦν οἱ Γερμανοί. 19
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ Τώρα πιὰ δὲ θέλω νὰ πηγαίνω στοὺς οἴκους ἀνοχῆς. Ἔχω μετανιώσει, ἔχω ἐξομολογηθεῖ καὶ διάγω πλέον βίο χρηστοήθη. Ψάχνω μιὰ κοπέλα γιὰ νὰ παντρευτῶ. Ἐξερευνῶ τὶς προοπτικές μου. Ἴσως χρειαστεῖ νὰ χάσω μερικὰ κιλά. ναί. Ἔφαγα τὴ ζωὴ μὲ τὸ κουτάλι. Ἔχω δηλαδὴ μία τόσο μεγάλη, κρυφὴ γκάμα ἐμπειριῶν ἀπὸ τὸ γυναικεῖο κορμὶ καὶ τὴ γυναικεία συμπεριφορά, ποὺ θέλω, ὁ Θεὸς νὰ μὲ βοηθήσει, νὰ βρῶ μιὰ κοπέλα καλή, ὄχι καμιὰ τσούλα. δὲν πρόκειται βέβαια νὰ πῶ τὰ μυστικά μου στὴ γυναίκα μου. Ὅταν τὰ πεῖς αὐτὰ σὲ μιὰ κοπέ λα, σίγουρα θὰ γυρίσει νὰ σὲ φτύσει, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἀ νήθικη κι ἔχει κάνει τὰ χειρότερα. εἶναι θέμα ἐ - γωισμοῦ: σοῦ λέει, ὕστερα ἀπὸ τόσα ναυάγια, ἦρθες σὲ μένα νὰ ρίξεις ἄγκυρα, στὸ δικό μου λιμάνι; οὔστ, παλιοαλήτη. Θέλω νὰ βρῶ μιὰ γυναίκα ποὺ νὰ μὴν εἶναι πόρνη, ἀλ - λὰ ποὺ νὰ μὲ σέβεται, ὅπως σέβεται ἡ πόρνη τοὺς ἄν δρες. στὰ νιάτα μου μπῆκα σὲ ἕνα μπουρδέλο, πῆγα στὴν τσατσὰ καὶ τῆς εἶπα: «δὲν ἔχω τρεῖς χιλιάδες δραχμές, ἔχω δυόμισι, νὰ μπῶ;». «Ὄχι». «Γιατί;» «Γιατὶ ἡ γυναίκα ποὺ πέφτει στὸ κρεβάτι δὲν ἔχει τιμή κι αὐτὸ νὰ τὸ ἔχεις πάντα στὸ μυαλό σου». δηλαδὴ τὰ λεφτὰ ποὺ τῆς δίνεις εἶναι σὰν νὰ μὴν τὰ παίρνει αὐτή, σκέφτηκα. Ὁ πνευματικός μου λέει ὅτι πρέπει νὰ μείνω μακριὰ ἀπὸ τὶς πόρνες, πρῶτον, ἐπειδὴ κυκλοφοροῦν χιλιάδες ἀρρώστιες καί, δεύτερον, γιατὶ, ἂν δὲν ξεκόψω ἀπ ὅλα 20
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ αὐτά, δὲ θὰ μπορέσω νὰ στεριώσω μὲ μιὰ γυναίκα, θὰ μείνω ἐφ ὅρου ζωῆς ἀλάνι. δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο βέβαια αὐτό, ἀλλὰ μοῦ λέει ὅτι πρέπει νὰ καταβάλω προσπάθεια, νὰ εἶμαι πάντα ἐν ἐγρηγόρσει. Φωνῇ μου πρὸς κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς κύριον ἐδεήθην. Ἐκχεῶ ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν δέησίν μου, τὴν θλῖψίν μου ἐνώπιον αὐτοῦ ἀπαγγελῶ. Ἐν τῷ ἐκλείπειν ἐξ ἐμοῦ τὸ πνεῦμά μου, καὶ σὺ ἔγνως τὰς τρίβους μου ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐπορευόμην, ἔκρυψαν παγίδα μοι. χαρὰ ποὺ ἔκανα ὅταν γεννήθηκε ἡ μικρή μου ἀδερφή! Ἤμουν ἕξι χρονῶν καὶ ἡ μεγάλη δέκα. στεκόμουν συνέχεια πάνω ἀπὸ τὴν κούνια της. Τὴ χάζευα, μοῦ χαμογελοῦσε καὶ ἡ καρδιά μου πετάριζε. δὲν ἤθελα νὰ τὴν πλησιάζουν ἄλλοι θύμωνα. Τὴν ἡμέρα ποὺ σαράντιζε μαζεύτηκαν στὸ σπίτι συγγενεῖς καὶ συνάδελφοι τοῦ πατέρα. εἶχαν κατσικωθεῖ στὸ σαλόνι καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ φύγουν. κάποια στιγμὴ τσατίστηκα καὶ τοὺς ἔβαλα τὶς φω - νές: «Ἀφῆστε την ἥσυχη! Τὴ ζαλίσατε! Ὁρίστε, τὴν κάνατε νὰ κλαίει!», κι ὕστερα: «καλά, δὲν ἔχετε σπίτια ἐ - σεῖς;». Ἔφαγα ἕνα χαστούκι ξεγυρισμένο ἀπ τὸν πατέρα μου, ποὺ κόντεψε νὰ μοῦ φύγει τὸ σαγόνι. δὲν ξέρω, ὅταν βλέπω πιὰ γυναίκα, θυμᾶμαι πάντα τὴν εὐμορφία καὶ σκέφτομαι πόσο ἄτιμα μοῦ φέρθηκε. Μὲ 21
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ στιγμάτισε αὐτὴ ἡ ἱστορία. εἶναι μιὰ μαύρη κηλίδα στὴν καρδιά μου. Μιὰ φορὰ ποὺ τὴν εἶδα στὸ δρόμο μοῦ ρθε νὰ κάνω ἐμετό. Ἄλλαξα ἀμέσως κατεύθυνση. Ἔνιωσα ἀηδία. Μεγάλη ἀηδία. Γιὰ τὸν ἑαυτό μου περισσότερο. πόσο ξέπεσα! πῶς μπορεῖ νὰ πάρει μιὰ γυναίκα ἕναν ἄντρα ποὺ εἶ - ναι μιὰ χαρὰ καὶ νὰ τὸν καταντήσει σκουπίδι... Μπῆκα τρέχοντας στὴν εἴσοδο μιᾶς πολυκατοικίας κι ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ λυγμούς. Βαροῦσα τὸ κεφάλι μου στὸν τοῖχο καὶ φώναζα στὸν ἑαυτό μου: «Ἠλίθιε, ἠλίθιε, ἠλίθιε!». οὔτε κατάλαβα πῶς βρέθηκα στὸ σπίτι. Ὁ ψυχίατρός μου, ὁ κύριος Ζαλμᾶς, μοῦ αὔξησε τὴ δόση, κι ἔτσι κατάφερα γρήγορα νὰ ἠρεμήσω. δὲ θέλω νὰ τὴ βλέπω, δὲ θέλω νὰ τὴν ξέρω. Γι αὐτὸ ἡ ψυχή μας πρέπει νὰ εἶναι ἕνα κάστρο ὅπου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπαινοβγαίνει κάθε πορνίδιο. δὲν πρέπει κάθε πρόστυχο θηλυκὸ νὰ βρίσκει μιὰ κερκόπορτα καὶ νὰ μᾶς διαλύει, νὰ μᾶς κάνει ψυχικὴ ἅλωση. πρέπει νὰ ἔ - χουμε ἑπτασφράγιστες τὶς θύρες καὶ νὰ ρωτᾶμε: «Τίς κρούει;». Ἀγόρασα ἀπὸ τὴν πανεπιστημίου μιὰ μικρὴ τυρόπιτα. πλήρωσα ἕνα εὐρὼ καὶ τριάντα λεπτά. δηλαδὴ τετρακόσιες τριάντα δραχμές. Ἡ ἴδια τυρόπιτα πρὶν ἀλλάξει τὸ νόμισμα στοίχιζε ἑξήντα πέντε δραχμές. καὶ οἱ μισθοὶ ἔχουνε μείνει ἀκριβῶς οἱ ἴδιοι, ἔχουν παγώσει ἐντε - λῶς. ποῦ θὰ πάει τὸ πράγμα; 22
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ παλαιότερα ἤμουν πολὺ κλειστὸς τύπος, δὲ μιλοῦσα καθόλου γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ γι αὐτὰ ποὺ μὲ ἀπασχολοῦν. Ἐδῶ καὶ λίγο καιρὸ ὅμως ἔχω πάρει πιὰ τὴν ἀπόφαση νὰ χαράξω τὸν νέο δρόμο τῆς ἀληθείας καὶ νὰ λέω τὰ πάντα χωρὶς φόβο στὸν πνευματικό μου. Μιὰ καλὴ καὶ ἰδιαίτερα ἀξιόλογη κοπέλα, φίλη στενὴ τῆς μεγάλης μου ἀδερφῆς, μὲ συμβούλεψε ἐπ αὐτοῦ. Μοῦ εἶπε νὰ τὰ λέω ὅλα στὸν πνευματικό μου, γιατὶ ὅταν μιλάει κανεὶς μαζί του, ὅταν ἐξομολογεῖται, εἶναι σὰν νὰ μιλάει στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γι αὐτὸ μοῦ ἀρέσει νὰ πηγαίνω συχνὰ στὸ Ἅγιον Ὄ - ρος, ὅπου ὑπάρχουν ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἄνθρωποι. στὴν τελευταία μου ἐπίσκεψη συνέβη τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸ περιστατικό: στὸ δρόμο γιὰ τὴν Ξηροποτάμου συνάντησα ἕναν νεαρὸ ὁ ὁποῖος ἦταν σὰν ζαβλακωμένος, ἄφραγ - κος καὶ νηστικός καταλάβαινες μὲ τὴν πρώτη ὅτι κάτι δὲν πάει καλά. «Φίλε, πᾶς στὸ μοναστήρι;» μοῦ λέει. «ναί». «Ἔρχεσαι πρώτη φορὰ ἢ σὲ ξέρουν;» «Μὲ ξέρουν», ἀπάντησα λίγο ταραγμένος ποὺ θὰ μὲ ἔβλεπαν οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι μ αὐτὸν τὸν πρεζάκια. «Μπορεῖς νὰ μεσολαβήσεις γιὰ νὰ φιλοξενήσουν κι ἐμένα;» Μπαίνω στὸ μοναστήρι καὶ πάω στὸν πατέρα Ζαχαρία, τοῦ λέω τὸ καὶ τό. «πᾶμε στὸν ἡγούμενο». Ἀπευθυνόμαστε στὸν ἡγούμενο κι ἐκεῖνος μᾶς λέει κατευθείαν: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἀνάγκη μας». 23
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ καὶ τοῦ δώσανε ἀμέσως νὰ φάει, νὰ πιεῖ, νὰ πλυθεῖ καὶ δωμάτιο νὰ μείνει. κι ὕστερα μᾶς φώναξε καὶ τοὺς δύο στὸ ἀρχονταρίκι καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ ἕνα μεγάλο τσαμπὶ σταφύλια ροζακὶ ἐξαιρετικῆς ποιότητας καὶ στὸν νεαρὸ πρόσφερε κι ἕνα ψυχωφελὲς βιβλίο. στὴ συνέχεια μᾶς ἔδωσε συμβουλὲς καὶ μᾶς μίλησε γιὰ ἕνα σωρὸ ἐνδιαφέροντα καὶ χρήσιμα πράγματα. Ἐγὼ ἔμεινα μέχρι τὸ σαββατοκύριακο, ἀλλὰ ὁ νεαρὸς ἔμεινε καμιὰ δεκαριὰ μέρες, ἀπ ὅ,τι ἔμαθα. κι ὅταν ἤτανε νὰ φύγει, τοῦ δώσανε λεφτὰ καὶ τοῦ κάνανε καὶ τὰ εἰσιτήρια γιὰ τὴν Ἀθήνα. Τέτοιας πάστας ἄνθρωποι. Ἐλεήμονες. Ἐκείνη τὴ μέρα ὁ πατέρας νικόδημος μᾶς μίλησε γιὰ τὸν παράδεισο καὶ γιὰ τὴν κόλαση. Μᾶς εἶπε μιὰ ἱστορία ποὺ τὴν ἔχω πάντα στὸ μυαλό μου. Ἕνας μοναχὸς μίλησε μέσω τῆς προσευχῆς μὲ ἕναν ἄλλο μοναχὸ ποὺ εἶχε πεθάνει, κι ἔμαθε ὅτι εἶναι στὴν κόλαση. στενοχωρήθηκε πολύ, τρόμαξε καὶ εἶπε: «Θεέ μου, δεῖξε μου, σὲ παρακαλῶ, τί σημαίνει κόλαση», καὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Θὰ μάθεις αὔριο». καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τοὺς ἔστειλε στὸ μοναστήρι ἕνα σκουλήκι ἀπὸ τὴν κόλαση. Τὸ σκουλήκι αὐτὸ σκυλοβρωμοῦσε τόσο πολύ, ποὺ οἱ μοναχοὶ ἀναγκάστηκαν νὰ ἀλλάξουν μοναστήρι, νὰ φύγουν ὅσο πιὸ μακριὰ γινόταν. καὶ εἶπε ὁ μοναχός: «Ἔτσι βρωμάει, Θεέ μου, στὴν κόλαση;». καὶ Ἐ - κεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἔτσι βρωμάει ἕνα σκουλήκι. στὴν κόλαση ὑπάρχουν τρισεκατομμύρια τέτοια σκουλήκια». Αὐτὴ ἡ ἱστορία μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ τὴ σκέφτομαι συ- 24
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ χνά. καί, κάθε φορὰ ποὺ τὴ σκέφτομαι, λέω: «εἶναι και - ρὸς νὰ σταματήσω τὶς ἀνοησίες. Γιατί νὰ ξαναπέσω στὴν πορνεία, γιατί νὰ πῶ ξανὰ τόσα ψέματα, γιατί νὰ κοροϊδεύω τοὺς γονεῖς μου;». Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ σεβασμός μου γι αὐτοὺς εἶ - ναι λίγο ὑποκριτικός. Ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχα προσφέρει πε ρισσότερα. κι ἐπίσης νὰ μὲ δοῦν ἐπιτέλους ἀποκαταστημένο. νὰ τοὺς κάνω καὶ δύο ἐγγονάκια, ποὺ τοὺς ἀρέσουν τόσο πολύ. Ἐγὼ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω ψυχὴ ἀλήτη, γι αὐτὸ καὶ μὲ βασανίζουν φοβερὲς ἐνοχές. Ἀλλὰ πιστεύω ὅτι θὰ βοηθήσει ὁ Θεὸς νὰ φτιάξουν τὰ πράγματα. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ. ναί. Ἦρθε χεράκι χεράκι τὸ ζευγαράκι καὶ κάθισε ἀπέναντί μου. Ὁ πακιστανὸς μὲ τὴν Ἑλληνίδα. Ἄκου, κόσμε: Ἑλ - ληνίδα σὰν τὰ κρύα τὰ νερὰ νὰ ἔχει γκόμενο πακιστανό! Τί στὸ καλό. ντρέπομαι. ντρέπομαι πάρα πολύ. Γιὰ τὸν ἑλληνικὸ ἀνδρισμό. Ἡ μεγάλη μου ἀδερφὴ εἶναι κλειστὸς τύπος. Τὸ ἀντίθετο ἀπὸ μένα. δὲν εἶναι παντρεμένη. δὲν μπορῶ νὰ τὴν κατακρίνω, γιατὶ αὐτὴ τουλάχιστον ἔχει ἕνα μισθὸ καὶ ζεῖ ἀξιοπρεπῶς. Μακάρι νὰ μποροῦσα κι ἐγὼ νὰ ζήσω ἔτσι. Θὰ στενοχωρηθῶ πολὺ ἂν μάθω ὅτι ἔφυγε ἀπὸ τὸν σωστὸ δρόμο. εἶναι ἐντελῶς παραδοσιακή: σπίτι-δουλειά, δουλειὰ-σπίτι. Τίποτα ἄλλο. καὶ διάβασμα. οὔτε 25
Μ Α κ η σ Τ σ ι Τ Α σ βόλτες, οὔτε καφέδες, οὔτε μαγαζιά. εἶναι μαζεμένη κοπέλα, ὄχι καμιὰ ἔξαλλη. Ἐγὼ δὲ θέλω ἔξαλλες ἀδερφές. ναί. Μπορεῖ νὰ κοιτάζω τὶς ἔξαλλες, τὶς ἐντυπωσιακές, τὶς μοντέρνες, ἀλλὰ ὅταν μπαίνω μέσα στὸ σπίτι μου, ἀλ - λάζω πρόσωπο, γίνομαι καλόγερος. Ἔχω παρακαλέσει χίλιους ἀνθρώπους. Ἀναγνωρίζω ὅτι εἶναι δύσκολοι οἱ καιροί, ἀλλὰ ξέρω ποιοὶ ἐργοδότες ἔ - χουν προβλήματα οἰκονομικὰ καὶ ποιοὶ δὲν ἔχουν. σὲ συγ κεκριμένο μεγάλο βιβλιοδετεῖο βλέπω κάθε χρόνο ὅλο καὶ λιγότερους Ἕλληνες, ὅλο καὶ περισσότερους ἀλ - λοδαπούς. Τὸ σαράντα τοῖς ἑκατὸ τῶν ἀσφαλιζόμενων ἐργατῶν ἐν Ἑλλάδι εἶναι ἀλλοδαποί... παίρνουν φθηνὸ μεροκάματο, χωρὶς ὑπερωρίες, καὶ λένε πάντα «ναὶ» σὲ ὅ,τι κι ἂν τοὺς ζητήσουν. Τὸ κάνουν γιὰ δύο λόγους: πρῶ - τον, γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀφεντικοῦ τους καί, δεύτερον, γιὰ νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴ μέση τοὺς Ἕλ - ληνες, ποὺ τοὺς θεωροῦν ἀνταγωνιστές. Γιά φαντάσου! οἱ ἀλλοδαποὶ θεωροῦν τοὺς Ἕλληνες ἀνταγωνιστές! Ἐκεῖ φτάσαμε! Μήπως πρέπει νὰ ἀλλάξω ὑπηκοότητα; προβληματίζομαι. Μὲ λέγανε γλείφτη, μὲ λέγανε τσιράκι, μὲ λέγανε κολαοῦζο τοῦ Ἐξαποδῶ. νόμιζαν πὼς δὲν τὰ ξέρω. Τὰ ἤξερα ὅλα, ἀλλὰ τί νὰ κάνω; Τὸ πίστευαν αὐτὸ γιατὶ μόνο ἐμένα ἔπαιρνε μαζί του 26
Μ Α Ρ Τ Υ σ Μ ο Υ ο Θ ε ο σ βόλτα τὶς κυριακές. (Ἡ γυναίκα του ἦταν μεγάλο χαρτόμουτρο καὶ δὲν ἤξερε γιορτὴ καὶ σχόλη.) Ἐγὼ εἶχα τὴν πολιτική μου καὶ δεχόμουνα γιὰ δύο λόγους: πρῶ - τον, ἐπειδὴ πίστευα ὅτι θὰ φιλοτιμηθεῖ καὶ θὰ μοῦ δώσει κάνα φράγκο γιὰ ὑπερωρίες καί, δεύτερον, ὅτι θὰ μὲ βάλει σὲ καλύτερο πόστο. Ἀλλὰ μάταια. Ἐγὼ τοῦ ἔδινα ζάχαρη κι αὐτὸς πικρὸ φαρμάκι. Μὲ ἔπαιρνε τηλέφωνο κυριακὴ πρωὶ καὶ μοῦ ἔλεγε «ἔλα στὴν κηφισιά». δὲ μὲ ρωτοῦσε ἂν κάνω κάτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἢ ἂν ἔχω κανονίσει γιὰ ἀργότερα, μοῦ ἔλεγε ἕνα σκέτο «ἔλα». κι ἐγὼ πήγαινα τρέχοντας. Τρεῖς συγκοινωνίες ἄλλαζα. Μιὰ φορὰ νὰ ρχόταν νὰ μὲ πάρει καὶ τί στὸν κόσμο. Ὁ καριόλης. Τὰ καλοκαίρια πηγαίναμε στὴ θάλασσα, τὸ χειμώνα στὸ βουνό. στὴ διαδρομὴ κουβεντιάζαμε γιὰ πολλὰ κι ἐνδιαφέροντα, εἶν ἡ ἀλήθεια, θέματα. Μόλις ὅμως ἔπιανε στὸ στόμα του τὶς ἀδερφές μου, μὲ τάραζε. Ἔλεγε ὅτι μὲ ταλαιπωροῦν κι ὅτι τρέχω πάντα γιὰ λογαριασμό τους, χωρὶς οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ (πράγμα ποὺ σαφῶς καὶ δὲν ἴσχυε). «σὰ δὲν ντρέπονται οἱ γαϊδάρες, ποὺ σοῦ χουν φορτωθεῖ καὶ δὲν παντρεύονται...» «Μὰ καὶ τὰ τρία παιδιὰ εἴμαστε ἀνύπαντρα». «Ρέ, δὲ γαμιόσαστε καὶ οἱ τρεῖς ὁμαδικά;» ἀπάντησε μιὰ φορὰ ὁ ἀλιτήριος καὶ μοῦ ρθε ν ἀνοίξω τὴν πόρτα νὰ πηδήξω στὸν γκρεμό. κι ὁ ἀναίσθητος δὲν κατάλαβε τίποτα καὶ μοῦ εἶπε ὅπως πάντα: «Γιὰ νὰ ὁδηγήσω καλὰ πρέπει νὰ μοῦ τραγουδᾶς». 27
O αφηγητης της ιςτοριας ἕνας τυπικὸς ἀντιήρωας τῆς ἐπο - χῆς μας, ἄνθρωπος ἁπλός, ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ παρὰ νὰ ζήσει μὲ ἀξιοπρέπεια, ἔχοντας βρεθεῖ στὰ πενήντα του χωρὶς δουλειὰ καὶ μὲ ὑγεία κλονισμένη, ἐξιστορεῖ τὰ πάθη ποὺ ὑφίσταται, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, στὴν ἀναμέτρησή του μὲ τὴ σκληρὴ πραγματικότητα. Ὅ - λοι οἱ γυναῖκες ποὺ συναντᾶ, οἱ ἐργοδότες του, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ οἰκογένειά του τὸν προδίδουν, ἐνῶ γύρω του διαγράφεται ἡ εἰκόνα μιᾶς κοινωνίας πού, παρὰ τὴν ἐπιφανειακὴ εὐμάρεια, βυθίζεται στὴν παρακμή. Μέσα ἀπὸ τὸν χειμαρρώδη μονόλογό του, παρακολουθοῦμε τὸν ἀγώνα του νὰ σταθεῖ ὄρθιος ὁπλισμένος μὲ χιοῦμορ, μὲ φαντασία καὶ μὲ μιὰ ἰδιαίτερη λεκτικὴ εὐφορία, δημιουργεῖ ψηφίδα ψηφίδα ἕναν δικό του κόσμο. Ἰσορροπώντας ἀνάμεσα στὸ κωμικὸ καὶ τὸ δραματικό, ἀνάμεσα στὸ ζωτικὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀλήθεια, ὁ ἥρωας τοῦ Μάκη τσίτα ἀπο - κτᾶ καθολικότερες διαστάσεις ὡς σύμβολο τοῦ ἀνθρώπου πού, ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς του, ἀντιμετωπίζει ἀπὸ κάθε πλευρὰ τὴν ἐχθρότητα καὶ τὸν κυνισμό. ςυγχρόνως, μὲ τὴ σχεδὸν παιδικὴ ἀθωότητά του, γίνεται ὁ καθρέφτης ποὺ ἀντανακλᾶ τὸ ἐκτρωματικὸ εἴδωλο τῆς ἴδιας αὐτῆς κοινωνίας ἡ ὁποία τὸν ἐκβάλλει ἀπὸ τοὺς κόλπους της. 9 7 8 6 1 8 5 0 0 4 1 0 1