3. Κυριότητα Η κυριότητα αποτελούσε το πληρέστερο και ισχυρότερο δικαίωμα που μπορούσε να έχει κάποιος επί ενός πράγματος. Η κτήση, απώλεια και προστασία της κυριότητας απασχόλησαν ευρύτατα τους Ρωμαίους νομικούς. 3.1. Dominium Από τη συλλογική στην ατομική ιδιοκτησία. Η πρώτη μορφή ιδιοκτησίας που εμφανίζεται στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, δεν είναι η ατομική, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, αλλά η συλλογική. Ως συλλογική ιδιοκτησία εννοείται η ιδιοκτησία που ανήκει σε σύνολο προσώπων, όπως π.χ. η φράτρα, το γένος, η οικογένεια. Ο ίδιος ο όρος dominium, δηλαδή η κυριότητα, θεωρείται ότι αποτελεί κατάλοιπο αυτής της αρχαϊκής συλλογικής ιδιοκτησίας της οικογένειας (domus = οίκος, οικογένεια), που κατέληξε να εννοεί την ιδιοκτησία του αρχηγού του οίκου (dominus). Πριν την καθιέρωση του όρου αυτού, κατά την εποχή ακόμα που η κυριότητα δεν διακρινόταν ως δικαίωμα από το ίδιο το αντικείμενο, η δήλωση της ιδιοκτησίας γινόταν με την έκφραση είναι δικό μου (meum esse), η οποία διατηρήθηκε σε ορισμένες τυπικές δικαιοπραξίες του Ρωμαϊκού Δικαίου, όπως η mancipatio και η in iure cessio. Την εποχή του Δωδεκαδέλτου, όπου και έχουμε την πρώτη καταγραφή του Ρωμαϊκού Δικαίου (μέσα του 5 ο π.χ. αιώνα), το μόνο γνωστό είδος ιδιοκτησίας είναι πλέον η ατομική. Dominium ex iure Quiritium. Από την προκλασική ήδη περίοδο του Ρωμαϊκού Δικαίου η κυριότητα αρχίζει να διαμορφώνεται ως έννοια και δικαίωμα, διαχωρισμένο από το αντικείμενο και από τον φορέα του και αρχίζει να διακρίνεται από τη νομή και τα άλλα εμπράγματα δικαιώματα. Την εποχή του Κικέρωνα η σχετική ορολογία δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί, όμως εν συνεχεία η έννοια της κυριότητας αποσαφηνίζεται πλήρως, ως ιδιωτικό δικαίωμα που παρέχει πλήρη, άμεση και απόλυτη εξουσία επί του πράγματος, καλούμενη "dominium ex iure Quiritium" (κυριότητα ρωμαϊκού δικαίου). Η μετάβαση αυτή της αντίληψης περί κυριότητας, από πραγματικό γεγονός στο dominium ως δικαίωμα που αναγνώριζε το δίκαιο, υπήρξε προϊόν πολλών παραγόντων, κυρίως της τάσης της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης να συνθέτει αφηρημένες νομικές κατηγορίες. Η κυριότητα (dominium) χαρακτηρίζει πλέον το υψηλότερο και πληρέστερο δικαίωμα κάποιου (του dominus) επί του πράγματος, η οποία διακρίνεται από ήσσονες μορφές εμπραγμάτων δικαιωμάτων. i Χαρακτηριστικά της κυριότητας. Ορισμός της κυριότητας δεν περιλαμβάνεται στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, αλλά το τί νοείται αυτή απορρέει από τα χαρακτηριστικά της. Τα χαρακτηριστικά αυτά (ius utendi fruendi abutendi), δηλαδή το δικαίωμα χρήσεως, αποκτήσεως καρπών και καταχρήσεως (που περιλαμβάνει το δικαίωμα εκποιήσεως), έχουν απομονωθεί από μεταγενέστερους σχολιαστές του Ρωμαϊκού Δικαίου, δίνοντας έμφαση στον απόλυτο χαρακτήρα της κυριότητας, δηλαδή την απόλυτη εξουσίαση που επιτρέπει επί του πράγματος, όπως αυτή είναι δυνατή σύμφωνα με τη φύση και το δίκαιο. Ο απόλυτος αυτός χαρακτήρας έχει δύο όψεις, μία θετική και μία αρνητική.
Ως θετική όψη εννοείται η απόληψη κάθε δυνατής ωφέλειας από το πράγμα, Ως αρνητική, ο αποκλεισμός της επέμβασης κάθε τρίτου στο πράγμα χωρίς τη θέληση του κυρίου. Περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα της διεκδικήσεως, που εκφράζεται από την έννομη προστασία που παρέχεται στον κύριο έναντι τρίτων. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ελευθερία του κυρίου είναι απόλυτη, καθ' όσον, πέραν των περιορισμών της κυριότητας που σταδιακά τέθηκαν από το δίκαιο, ii η ελευθερία του περιορίζεται από τα αντίστοιχα δικαιώματα των άλλων ιδιοκτητών επί των δικών τους ιδιοκτησιών. Ο κύριος πράγματος από την άλλη έχει την ισχυρότερη έννομη προστασία έναντι παντός τρίτου, χωρίς απαραιτήτως να πρέπει να είναι και νομέας του πράγματος, φθάνει να είναι σε θέση να αποδείξει τον τίτλο του, δηλαδή το δικαίωμα κυριότητάς του επί του πράγματος. O Αστικός Κώδικας δεν περιλαμβάνει ορισμό της κυριότητας. Από το συνδυασμό όμως των διατάξεων ΑΚ 973 (με την οποία ορίζεται η έννοια του εμπραγμάτου δικαιώματος) και ΑΚ 1000 (με την οποία προσδιορίζονται οι εξουσίες του κυρίου), συνάγεται ότι, όπως στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, κυριότητα είναι η αναγνωριζόμενη από το νόμο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία επάνω στο πράγμα. Η θετική και αρνητική όψη της κυριότητας διατηρείται στο σύγχρονο δίκαιο. Ποιος μπορούσε να αποκτήσει κυριότητα (Dominium); Η κτήση dominium, δηλαδή κυριότητας που αναγνώριζε το ius civile, είχε τρεις προϋποθέσεις: Ιδιότητα αυτεξούσιου Ρωμαίου πολίτη ή ius commercii. Το dominium ήταν σύμφυτο με την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη (γι' αυτό λεγόταν dominium ex iure Quiritium, όπου Quirites = η αρχαιότερη ονομασία των Ρωμαίων). Οι ξένοι (peregrini), εκτός και εάν τους έχει απονεμηθεί το ius commercii (το δικαίωμα να συνάπτουν ρωμαϊκές δικαιοπραξίες), δεν μπορούσαν να αποκτήσουν κυριότητα ρωμαϊκού δικαίου (dominium), δηλαδή δεν μπορούσαν να αποκτήσουν κυριότητα με κάποια από τις δικαιοπραξίες του ius civile. Καθώς όμως, θα ήταν παράλογο, εν όψει και του εύρους των συναλλαγών Ρωμαίων με ξένους, να μην αναγνωρίζεται ένα είδος ιδιοκτησιακού δικαιώματος και σε αυτούς, οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν ένα αντίστοιχο δικαίωμα (iure peregrino) που συνίστατο στο δικαίωμα του έχειν, κατέχειν, καρπίζεσθαι το πράγμα (δηλαδή ένα είδος νομής), για το οποίο αναγνωριζόταν έννομη προστασία. Οι ξένοι αποκτούσαν πράγματα με τους τρόπους που αναγνώριζε το ius gentium, μεταξύ άλλων, συνηθέστερα, με παράδοση της νομής (traditio). Πράγμα δεκτικό κυριότητας. Μεταξύ των πραγμάτων που δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιωτικών δικαιωμάτων, η σημαντικότερη, από πλευράς έκτασης και οικονομικής αξίας, ήταν οι γαίες των επαρχιών, που ανήκαν είτε στον ρωμαϊκό λαό είτε στον Αυτοκράτορα. Καθώς και εν προκειμένω θα ήταν αδύνατον αυτό να λειτουργήσει στην πράξη, οι γαίες αυτές παραχωρούντο συνήθως σε ιδιώτες μέσω μακροχρόνιων μισθώσεων (εμφύτευση ή επιφάνεια).iii Νόμιμος τρόπος μεταβίβασης. Η μεταβίβαση της κυριότητας ορισμένων πραγμάτων (των σημαντικότερων για την αρχαϊκή οικονομία, που
ονομάζονταν res mancipi), μπορούσε κανονικά να λάβει χώρα μόνον με δύο iv τυπικές δικαιοπραξίες, την mancipatio και την in iure cessio. Ο συνηθέστερος όμως (και πιο πρακτικός) τρόπος που επικράτησε στις συναλλαγές ήταν η traditio, η απλή παράδοσή τους. Η κάλυψη του νομικού ελαττώματος που υπήρχε στην παράδοση πραγμάτων που ανήκαν στα res mancipi έγινε από τους Πραίτορες. 3.2. Τρόποι μεταβίβασης της κυριότητας Οι τρόποι κτήσεως κυριότητας διακρίνονται στο Ρωμαϊκό Δίκαιο σε πρωτότυπους και σε παράγωγους. Την ίδια διάκριση ακολουθεί και το σύγχρονο δίκαιο. Παράγωγη είναι η κτήση κυριότητας όταν το πράγμα προηγουμένως ανήκε σε κάποιον άλλον. Για την νόμιμη απόκτηση παράγωγης κυριότητας πρέπει να αποδειχθεί ότι το πράγμα ανήκε πράγματι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Πρωτότυπη είναι η κτήση κυριότητας, όταν ο τίτλος επί του πράγματος δεν εξαρτάται από αυτόν του προηγούμενου ιδιοκτήτη, είτε γιατί το πράγμα δεν ανήκε πριν σε κανένα (όπως όταν ψαρεύουμε ένα ψάρι) είτε γιατί η νέα κυριότητα αποδεικνύεται χωρίς ανάγκη προσφυγής σε αυτήν προηγούμενου ιδιοκτήτη (π.χ. στην χρησικτησία). Αρχικά όλοι οι τρόποι κτήσεως κυριότητας θεωρούντο πρωτότυποι, καθώς η έννοια της κυριότητα ως "δικαίωμα" δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί και θεωρείτο ότι μεταβιβάζεται το ίδιο το πράγμα και όχι κάποιο δικαίωμα που να ήταν συνάρτηση και συνέχεια αυτού του προηγουμένου ιδιοκτήτη. Μετά την διαμόρφωση της έννοιας της κυριότητας ως εννόμου δικαιώματος, αναγνωρίζεται πλέον ότι είναι δυνατή η μεταβίβασή του ως τέτοιου και επομένως το κατά πόσον ο προηγούμενος κύριος κατείχε νομίμως το πράγμα ως κύριος καθίσταται στοιχείο που λαμβάνεται υπ' όψιν από το δίκαιο. α) Παράγωγοι τρόποι μεταβίβασης κυριότητας Αρχικά οι Ρωμαίοι είχαν αναπτύξει δυο τυπικούς τρόπους μεταβίβασης κυριότητας που αποτέλεσαν ρωμαϊκές ιδιαιτερότητες, βασιζόμενες στη διάκριση των πραγμάτων σε res mancipi (τα σημαντικά για την αγροτική παραγωγή) και res nec mancipi (τα υπόλοιπα). Η mancipatio (εικονική πώληση) και η in iure cessio (εικονική δίκη διεκδίκησης του πράγματος) ήταν οι δύο αρχαϊκοί και περίπλοκοι τρόποι μεταβίβασης πραγμάτων που αρχικά χρησιμοποιούντο μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών, ενώ η traditio (απλή παράδοση της νομής) ήταν ο τρόπος που συνηθίζονταν μεταξύ όλων των λαών και εν τέλει επικράτησε και στις συναλλαγές μεταξύ Ρωμαίων. Res mancipi. Κατά την πρώιμη περίοδο, μία ειδική κατηγορία πραγμάτων, που συνδέονταν με τη γεωργική παραγωγή, μπορούσαν να αποκτηθούν σύμφωνα με το ius civile μόνον με δύο τυπικές δικαιοπραξίες, την mancipatio ή την in iure cessio. Τα πράγματα "res mancipi" ήταν τα ακίνητα και οι αγροί εντός ιταλικού εδάφους, οι αγροτικές δουλείες που συνδέονταν με αυτούς, οι δούλοι και τα υποζύγια (βόδια, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια), δηλαδή τα σημαντικότερα και μεγαλύτερης αξίας περιουσιακά στοιχεία σε μία πρώιμη αγροτική κοινωνία. Για την ασφάλεια δικαίου και συναλλαγών, τα περιουσιακά στοιχεία αυτά μεταβιβάζοντο με επισημότητα και
τυπικότητα, με τις δύο αυτές πανηγυρικές δικαιοπραξίες, ακολουθώντας μία "θεατρική" τελετουργία, στην οποία τα μέρη εκφωνούσαν συγκεκριμένα λόγια. i) Mancipatio Η mancipatiο (από το manum capere - πιάνω με το χέρι) αποτελούσε μία εικονική πώληση που λάμβανε χώρα παρουσία πέντε μαρτύρων και ενός ζυγοστάτη (libripens) που κρατούσε μία χάλκινη ζυγαριά. Ο αποκτών, ακουμπώντας το πράγμα (π.χ. πωλούμενο δούλο) και κρατώντας ένα ψήγμα χαλκού (συμβολικό του τιμήματος) δήλωνε ενώπιον των μαρτύρων ότι το πράγμα ήταν δικό του με μία τυπική φράση (π.χ. "Δηλώνω ότι ο δούλος αυτός είναι δικός μου ex iure Quiritium ([κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο], και ότι αγοράσθηκε από εμένα με αυτόν τον χαλκό και τη ζυγαριά"). Χτυπούσε με το κομμάτι χαλκού τη ζυγαριά και το παρέδιδε στον μεταβιβάζοντα που δεν αμφισβητούσε τη μεταβίβαση, οπότε αυτή θεωρείτο τελεσθείσα. Η mancipatio αποτελούσε επομένως μία εικονική πώληση και αποτελούσε κατάλοιπο μίας προ-χρηματικής φάσης της αρχαϊκής οικονομίας (η εισαγωγή του νομίσματος στη ρωμαϊκή οικονομία έγινε εντυπωσιακά αργά, στα τέλη του 4 ου π.χ. αιώνα). Η ίδια δικαιοπραξία χρησίμευε όμως, πέραν από την μεταβίβαση με πώληση των res mancipi (το τίμημα των οποίων καταβαλλόταν χωριστά), και για άλλες δικαιοπραξίες, όπως η δωρεά, η σύσταση προίκας, η απελευθέρωση δούλου, η χειραφέτηση τέκνου, η σύσταση δουλείας επί ακινήτου, κ.ά. Αν για ένα πράγμα της κατηγορίας των res mancipi (π.χ. χωράφι ή δούλο) τα μέρη απλώς συμφωνούσαν την μεταβίβασή του και αυτό απλώς παραδιδόταν (traditio), ο τρόπος αυτός μεταβίβασης δεν οδηγούσε κατ' αρχάς στην κτήση κυριότητας κατά το ius civile, αν και ο αποκτών εδικαιούτο έννομης προστασίας. ii) In iure cessio H in iure cessio ("παραχώρηση ενώπιον του δικαιοδοτούντος") χρησιμοποιείτο για την μεταβίβαση κυρίως ασώματων πραγμάτων, δηλαδή δικαιωμάτων σε ξένο πράγμα. Αποτελούσε μία εικονική διεκδίκηση του πράγματος (vindicatio), ενώπιον του Πραίτορα (in iure). Τα μέρη εμφανίζοντο ενώπιον του Πραίτορα (όπως όταν κάποιος προτίθετο να ασκήσει διεκδικητική αγωγή), ο αποκτών εκφωνούσε την τυπική φράση της διεκδίκησης, ο Πραίτορας ρωτούσε τον αποκτώντα αν είχε αντίθετη άποψη, ο τελευταίος σιωπούσε ή συναινούσε και το πράγμα "επιδικαζόταν" στον αποκτώντα εικονικά και έτσι αποκτούσε την κυριότητά του. Αναιτιώδεις δικαιοπραξίες. Αμφότερες οι ως άνω δικαιοπραξίες, μέσω της τυπικότητας των λόγων και πράξεων, του δημόσιου χώρου όπου ελάμβαναν χώρα, της παρουσίας μαρτύρων (για τη mancipatio) ή δημόσιου λειτουργού (του Πραίτορα για την in iure cessio) προσέδιδαν στη βούληση των μερών την αναγκαία δημοσιότητα που καθιστούσε ευρύτερα γνωστή και αδιαμφισβήτητη τη μεταβίβαση. Αμφότερες συνιστούσαν αναιτιώδεις δικαιοπραξίες, δηλαδή το κύρος της υποκειμένης αιτίας, ήτοι της ενοχικής ουσιαστικής συμφωνίας των μερών (πώλησης, δωρεάς κ.λπ.), δεν ενδιέφερε για το κύρος της μεταβίβασης. Ο πωλητής όμως, παρείχε εγγύηση στον αγοραστή για το μεταβιβασθέν πράγμα, έως της συμπλήρωσης του χρόνου χρησικτησίας και ευθυνόταν επ' αόριστον για την αποζημίωσή του εάν αποδεικνυόταν ότι επρόκειτο για κλοπιμαίο και ο αγοραστής το έχανε. Οι τυπικές αυτές δικαιοπραξίες με τον καιρό στην πράξη
εγκαταλείφθηκαν, αν και επιβίωσαν μάλλον ως τυπικοί όροι, κενοί ουσίας, σε δικαιοπρακτικά έγγραφα. Αν και δεν καταργήθηκαν ποτέ επισήμως, δεν περιλήφθηκαν στην Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση, κάτι που επίσης συνέβη και με τη διάκριση των πραγμάτων σε res mancipi και μη. iii) Traditio (παράδοση της νομής) Με την επέκταση του ρωμαϊκού κράτους, οι δικαιοπραξίες της mancipatio και της in iure cessio, που απαιτούσαν την αυτοπρόσωπη παρουσία του πωλητή και του αγοραστή και δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν (π.χ. με την προσθήκη αιρέσεων), στις νέες απαιτήσεις των συναλλαγών, είχαν καταστεί δύσχρηστες. Αποτέλεσμα ήταν να γενικευθεί στις συναλλαγές ο απλούστερος τρόπος μεταβίβασης της κυριότητας πραγμάτων που χρησιμοποιείτο μεταξύ άλλων λαών, δηλαδή η απλή παράδοση (traditiο) της νομής του πράγματος (που δεν απαιτούσε κάποιο περίπλοκο τυπικό και μπορούσε να γίνει και μεταξύ απόντων). Καθώς η παράδοση ενός πράγματος σε κάποιον μπορεί να γίνει για πολλούς λόγους (πώληση, δάνειο, ενέχυρο), για την μεταβίβαση της κυριότητας έπρεπε να υπάρχει κάποιος νόμιμος λόγος (iusta causa traditionis). Δηλαδή, πριν την εμπράγματη δικαιοπραξία μεταβίβασης του πράγματος έπρεπε να έχει συναφθεί και μία ενοχική, όπως πώληση, δωρεά, εξόφληση δανείου κ.λπ. Σε εκτέλεση της δέσμευσης που αναλάμβαναν τα μέρη με την συμφωνία αυτή, ακολουθούσε η traditio. Η ολοκλήρωση της ενοχικής συμφωνίας όμως (σε περίπτωση π.χ. που είχε παρεισφρήσει κάποιο ελάττωμα στην πώληση) δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο για την επέλευση της μεταβίβασης της κυριότητας με την traditio, αν τα μέρη την είχαν θελήσει. Το ίδιο συνέβαινε, αν τα μέρη είχαν συμφωνήσει τη μεταβίβαση του πράγματος, έχοντας όμως αντιληφθεί διαφορετικά τον λόγο αυτής (π.χ. ο ένας ως δάνειο, ο άλλος ως δωρεά). H εγκυρότητα της μεταβίβασης εξαρτάτο όμως από παράγοντες, όπως η δικαιοπρακτική ικανότητα των μερών ή η ύπαρξη δικαιώματος μεταβίβασης του πράγματος. Σύμφωνα με την παγία αρχή "nemo plus iuris transferre potest quam ipse habet", με την traditio δεν μπορούσαν να μεταβιβαστούν στον αποκτώντα περισσότερα δικαιώματα απ' όσα είχε ο μεταβιβάζων. Όπως αναφέρει ο Ουλπιανός, "αν κάποιος έχει κυριότητα σε έναν αγρό, την μεταβιβάζει μέσω της traditio, αν δεν έχει, δεν μεταβιβάζει τίποτε στον δεξάμενο". v "Ποτέ η παράδοση της νομής (traditio) δεν μεταβιβάζει μόνη της την κυριότητα, πάρα μόνον, εάν έχει προηγηθεί μία πώληση ή άλλη νόμιμη αιτία, σε συνέχεια της οποίας ακολουθεί η μεταβίβαση της νομής." Παύλος, D.41.1.31 pr. iv) Η "βονιταρία" κυριότητα Εάν το μεταβιβαζόμενο με απλή παράδοση της νομής (traditio) πράγμα ανήκε στην κατηγορία των res mancipi, η δικαιοπραξία τυπικά έπασχε. Στην περίπτωση αυτή, για την απόκτηση της κυριότητας επί του πράγματος έπρεπε επιπλέον να συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας (usucapio), που είχε ορισθεί σε ένα χρόνο για τα κινητά και δύο για τα ακίνητα. Κατά το κρίσιμο ενδιάμεσο διάστημα (μεταξύ της παράδοσης του πράγματος και της απόκτησης του dominium), θεωρείτο ότι υφίστανται συγχρόνως επί του πράγματος δύο εν δυνάμει κύριοι (δυϊσμός κυριότητας): ο κύριος κατά το ius civile, που διατηρούσε την ψιλή κυριότητα προσωρινά και ο νομέας, στον οποίο το πραιτορικό δίκαιο αναγνώριζε την λεγόμενη
βονιταρία κυριότητα (ο όρος είναι βυζαντινός και προήλθε από την περιγραφή της κυριότητας αυτής από τους Ρωμαίους νομικούς ως "in bonis": το να έχει κάποιος το πράγμα "μεταξύ των πραγμάτων του", χαρακτηριστικό της διστακτικότητάς τους να κάνουν χρήση του όρου dominium για κάτι που είχε αποκτηθεί χωρίς τους νόμιμους τύπους). Όταν συμπληρωνόταν ο χρόνος χρησικτησίας, τότε ο αποκτών αποκτούσε πλήρη ρωμαϊκή κυριότητα, το "dominium ex iure Quiritium". Η προστασία του αποκτώντος. Κατά το ενδιάμεσο όμως διάστημα, δηλαδή μέχρι τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας, η θέση κάποιου που αποκτούσε με traditio ήταν επισφαλής. Δεν μπορούσε να ανακτήσει το πράγμα, αν του το αφαιρούσε κάποιος τρίτος (καθώς ο τίτλος του έπασχε) και υπήρχε επίσης ο κίνδυνος, ο παλαιός (κακόπιστος) κύριος να επικαλεστεί το "τεχνικό" πρόβλημα της παράτυπης μεταβίβασης του πράγματος (ως res mancipi) με απλή παράδοση (traditio) και να το διεκδικήσει πίσω ως δικό του, αν και γνώριζε εξ αρχής το σχετικό πρόβλημα και είχε συναινέσει σε αυτόν τον τρόπο μεταβίβασης. Οι Πραίτορες, για να προστατεύσουν τους πραγματικούς κυρίους έναντι παρόμοιων κακόπιστων διεκδικήσεων, τους παρείχαν περισσότερα μέσα προστασίας: Έναντι του κυρίου που διεκδικούσε κακόπιστα το πράγμα, χορηγούσαν την άμυνα της "ένστασης του δόλου" (exceptio doli) ή της ένστασης του πωληθέντος και παραδοθέντος πράγματος (exceptio rei venditae et traditae). Η ένσταση αυτή, που οι Πραίτορες εισήγαγαν στη formula της διεκδικητικής αγωγής, απαιτούσε από το δικαστή να απορρίψει την αγωγή, αν η μεταβίβαση του πράγματος είχε υπάρξει ως αποτέλεσμα συμφωνίας πώλησης και παράδοσής του από τον ενάγοντα. Δημιούργησαν επίσης την Πουβλικιανή αγωγή (Actio Publiciana), vi η οποία βασιζόταν στο πλάσμα δικαίου, ότι ο νεμόμενος είχε συμπληρώσει το χρόνο χρησικτησίας (ενώ δεν τον είχε), στρεφόμενος κατά του κυρίου ή τρίτου που του είχε αφαιρέσει το πράγμα, για να το διεκδικήσει πίσω. Με τον τρόπο αυτό, οι Πραίτορες χορηγούσαν σε όσους είχαν αποκτήσει οιοδήποτε πράγμα με απλή παράδοση της νομής (traditio) ουσιαστική προστασία, η οποία, με την πάροδο ορισμένου χρόνου, επέτρεπε την εξομοίωση το δικαιώματος τους με πλήρη κυριότητα. Το φαινόμενο αυτό του λεγόμενου "δυϊσμού της κυριότητας", της συνύπαρξης δηλαδή δύο εν δυνάμει κυρίων για ένα διάστημα (φαινόμενο που προσομοιάζει με την ταυτόχρονη ύπαρξη δύο προσώπων που έλκουν δικαιώματα στο πράγμα από ψιλή κυριότητα και επικαρπία) διατηρήθηκε για ένα διάστημα, χάριν προσκόλλησης στην ιστορική παράδοση. Αν και είχε περιπέσει προ πολλού σε αχρησία, καταργήθηκε επισήμως (όπως και η διάκριση των πραγμάτων σε res mancipi res nec mancipi) από τον Ιουστινιανό, ο οποίος διατήρησε μόνον την traditio, ως γενικό τρόπο μεταβίβασης της κυριότητας πάσης φύσεως πραγμάτων (η πουβλικιανή αγωγή όμως διατηρήθηκε ως τρόπος προστασίας της κυριότητας και περιλαμβάνεται, έως και σήμερα, στον Αστικό μας Κώδικα). β) Πρωτότυποι τρόποι κτήσεως κυριότητας
Πρωτότυπη θεωρείται η κυριότητα που αποκτάται με κατάληψη πραγμάτων που δεν ανήκουν πριν σε κανένα ή που είναι ανεξάρτητη από τυχόν προγενέστερα δικαιώματα τρίτων στο πράγμα. Τέτοιοι τρόποι κτήσεως κυριότητας ήταν η χρησικτησία, η επιδίκαση από δικαστήριο, η κατάληψη, η συλλογή καρπών, η δημιουργία νέων πραγμάτων με ένωση ή ειδοποιία (επεξεργασία) πρώτων υλών. i) Χρησικτησία (Usucapio) Η χρησικτησία αποτελεί στο Ρωμαϊκό Δίκαιο μία μέθοδο απόκτησης κυριότητας δια της απόσβεσης (παραγραφής), μετά την πάροδο συγκεκριμένου (σύντομου) χρονικού διαστήματος, του δικαιώματος του κυρίου να διεκδικήσει πίσω το πράγμα από αυτόν που το κατέχει και το νέμεται. Πρωτοεμφανίζεται ως θεσμός στο Δωδεκάδελτο, επιτρέποντας την κτήση κυριότητας με την χρησιμοποίηση του πράγματος συνεχώς και αδιαταράκτως από κάποιον, σαν να ήταν δικό του", μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου (usus) που οριζόταν στο ένα έτος για τα κινητά και στα δύο έτη για τα ακίνητα. Ο εξαιρετικά σύντομος αυτός χρόνος (για τα σύγχρονα δεδομένα) είναι συνάρτηση του λόγου γέννησης του θεσμού. Ο θεσμός αναπτύχθηκε, προκειμένου να διορθώσει κάποιο πρόβλημα που παρεισέφρησε στη διαδικασία μεταβίβασης με traditio ενός πράγματος που ανήκε στην κατηγορία των res mancipi, ή άλλου προβλήματος στον τίτλο εκείνου που μεταβίβασε προς έναν καλόπιστο αποκτώντα (π.χ. έλλειψη κυριότητάς του), με απώτερο σκοπό την προστασία των καλόπιστων συναλλασσομένων και την ασφάλεια των συναλλαγών. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο προηγούμενος κύριος μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματά του, ο αποκτών καλή τη πίστη (bona fides), που δεν είχε νόμιμο τίτλο, αλλά είχε αποκτήσει με iusta causa (νόμιμη αιτία), αποκτούσε πλήρη κυριότητα. Προϋποθέσεις χρησικτησίας. Η χρησικτησία θεωρείται πρωτότυπος τρόπος κτήσεως κυριότητας, καθώς ο αποκτών δεν βασίζει το δικαίωμά του στο δικαίωμα κυριότητας του δικαιοπαρόχου του. Υπόκειται σωρευτικά σε πέντε προϋποθέσεις: Ο χρησιδεσπόζων πρέπει να έχει στην αδιατάρακτη νομή του το πράγμα κατά το χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος. Να το έχει αποκτήσει α) με νόμιμη αιτία (ex iusta causa) και β) με καλή πίστη (bona fide). Το πράγμα να είναι δεκτικό κυριότητας. Να μην έχει κλαπεί ή αποσπασθεί με τη βία. "Η χρησικτησία των πραγμάτων, που πλέον επιτρέπεται και για άλλους λόγους, αρχικά δημιουργήθηκε για τα πράγματα αυτά που κατέχουμε, πιστεύοντας ότι είναι δικά μας, προκειμένου να υπάρχει ένα τέλος στις αντιδικίες." Νεράτιος, D.41.10.5 Ποια πράγματα εξαιρούνται. Μεταξύ των πραγμάτων που δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο χρησικτησίας ήταν τα θρησκευτικού χαρακτήρα, οι τάφοι και τα όρια μεταξύ αγροτικών ακινήτων. Εν συνεχεία σε αυτά προστέθηκαν όλα τα εκτός συναλλαγής πράγματα, όσα ανήκουν στο δημόσιο (fiscus), σε στρατιώτες που βρίσκονται σε εκστρατεία ή ανηλίκους, όπως και οι ελεύθεροι άνθρωποι. Ιδίως τα κλοπιμαία, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο χρησικτησίας ούτε από τον κλέφτη, ούτε από τρίτο, στον οποίο αυτός τυχόν τα μεταβίβαζε. Με χρησικτησία δεν μπορούσαν επίσης να αποκτήσουν κυριότητα κατά το ius civile οι ξένοι (peregrini).
Σήμερα (άρθρο 1054 ΑΚ), θεωρούνται επίσης ανεπίδεκτα χρησικτησίας τα εκτός συναλλαγής πράγματα, καθώς και (1055 ΑΚ), όσα ανήκουν σε πρόσωπα που τελούν υπό πατρική εξουσία, επιτροπεία, κηδεμονία, ή δικαστική αντίληψη. Νόμιμη αιτία χρησικτησίας. Η νόμιμη αιτία (iusta causa), που ονομάζεται επίσης "νόμιμος τίτλος" χρησικτησίας (iustus titulus usucapionis), είναι συναφής με την καλή πίστη (bona fide) και, αν και μοιάζει, δεν ταυτίζεται όμως απολύτως με τη νόμιμη αιτία (iusta causa) μεταβίβασης της νομής με traditio. Αποτελεί την αρχική δικαιοπραξία που θα επέφερε άμεση κτήση της κυριότητας κατά το ius civile, εάν δεν υπήρχε κάποιο ελάττωμα είτε στον τρόπο κτήσεως του πράγματος είτε στο δικαίωμα του δικαιοπαρόχου. Αν για παράδειγμα είχε λάβει χώρα πώληση και παράδοση ενός δούλου (που ανήκε στην κατηγορία των res mancipi) με απλή traditio, η αιτία ήταν η πώληση και το ελάττωμα συνίστατο στον τύπο της δικαιοπραξίας, αφού κανονικά κατά το ius civile θα έπρεπε ο δούλος να έχει μεταβιβαστεί με mancipatio. Εάν είχε λάβει χώρα δωρεά ενός πράγματος που ανήκε σε τρίτο (εν αγνοία των μερών), η αιτία ήταν η δωρεά και το ελάττωμα συνίστατο στο ότι ο δωρητής δεν είχε την κυριότητα του πράγματος. vii Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το ελάττωμα αυτό εμπόδιζε την κτήση κυριότητας, εμπόδιο το οποίο θεράπευε η χρησικτησία. Η συνηθέστερη iusta causa χρησικτησίας ήταν η αγοραπωλησία (usucapio pro emptore) και η δωρεά (pro donato), μπορούσαν όμως να αποτελέσουν επίσης νόμιμες αιτίες χρησικτησίας και η κληρονομία (pro herede), η κληροδοσία (pro legato), η προίκα (pro dote), η κτήση εγκαταλειφθέντος πράγματος (pro derelicto), και (pro suo, "σαν να είναι δικό του") κάθε περίπτωση που η νόμιμη αιτία δεν υπαγόταν σε κάποια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Σήμερα, κατά το άρθρο 1041 ΑΚ (τακτική χρησικτησία), ορίζεται ότι όποιος έχει με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο στη νομή του, διανοία κυρίου, πράγμα κινητό για τριετία και ακίνητο επί δεκαετία, γίνεται κύριος αυτού. Νομιζόμενος τίτλος (titulus putativus). Ο νόμιμος τίτλος χρησικτησίας, εν αντιθέσει απ' ό,τι συνέβαινε για τον νόμιμο τίτλο της παράδοσης της νομής (traditio), έπρεπε να είναι υπαρκτός, δεν αρκούσε δηλαδή τα μέρη να θεωρούν ότι έχει λάβει χώρα πώληση, δωρεά κ.λπ., ενώ αυτή δεν είχε στην πραγματικότητα υπάρξει. Σε περίπτωση που ο χρησιδεσπόζων, κατά συγγνωστή πλάνη, πιστεύει ότι υπάρχει νόμιμη αιτία, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (π.χ. αν αυτός που μεταβίβασε ακίνητο δεν είχε ικανότητα προς δικαιοπραξία ή δεν είχε εξουσία διαθέσεώς του ή σε περίπτωση κατάληψης ξένου πράγματος από κάποιον που νομίζει ότι είναι αδέσποτο), ο τίτλος ονομαζόταν "νομιζόμενος" (titulus putativus). Στο κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο γινόταν δεκτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις η θεμελίωση χρησικτησίας σε νομιζόμενο τίτλο, ενώ το Ιουστινιάνειο δίκαιο την αποκλείει. Ο νομιζόμενος τίτλος θεμελιώνει χρησικτησία και στο σύγχρονο δίκαιο, εφόσον ο νομέας είναι καλόπιστος (ΑΚ 1043). Επί ακινήτων όμως, δεν υφίσταται νομιζόμενος τίτλος, εφόσον απαιτείται για την κτήση τους μεταγραφή και αυτή δεν υφίσταται. Καλή πίστη χρησιδεσπόζοντος. Το τί συνιστά "καλή πίστη" νοείται διαφορετικά στους διάφορους κλάδους του δικαίου και ο ορισμός της δεν είναι πάντοτε ευχερής. Στο πλαίσιο της χρησικτησίας, ως καλή πίστη (bona fides) νοείται η πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος ότι απέκτησε νομίμως, κατά το ius civile, την κυριότητα του πράγματος, του οποίου αποκτά τη νομή, ή ότι απέκτησε από τον
πραγματικό κύριο. Κατ εξαίρεση, η καλή πίστη δεν αποτελούσε προϋπόθεση στην περίπτωση της βονιταρίας κυριότητας, όταν δηλαδή αποκτάτο ένα res mancipi με τη μέθοδο της traditio, αφού ο αποκτών γνώριζε το σχετικό ελάττωμα εξαρχής. "Κάποιος θεωρείται καλόπιστος αγοραστής, εάν αγνοούσε ότι επρόκειτο για ξένο πράγμα, ή πίστευε ότι ο πωλητής είχε δικαίωμα να το πωλήσει...". Μοδεστίνος, D. 50.16.109 "Όπου ο νόμος απαγορεύει την χρησικτησία, η καλή πίστη του νομέα δεν τον ωφελεί". Πομπώνιος, D.41.3.24 pr. Βάρος απόδειξης καλής πίστης. Πάντως, το βάρος αποδείξεως της κακής πίστης του χρησιδεσπόζοντος βάρυνε αυτόν που θα αμφισβητούσε τη χρησικτησία, που θα έπρεπε να αποδείξει ότι ο χρησιδεσπόζων υπήρξε κακόπιστος ειδικά κατά το χρόνο που απέκτησε τη νομή του πράγματος, καθ' όσον κατά πάγια αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου, "η επιγενόμενη κακή πίστη δεν βλάπτει" (mala fides superveniens non nocet). Στην περίπτωση π.χ. που κάποιος αποκτούσε εν αγνοία του ακίνητο που ανήκε σε τρίτο και αμέσως μετά πληροφορείτο την αλήθεια, ότι δηλαδή αυτός από τον οποίο απέκτησε δεν ήταν κύριος, μπορούσε να αποκτήσει το πράγμα με τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας. Εν προκειμένω δηλαδή ίσχυε αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως, δηλαδή ο αντίδικός του θα έπρεπε να αποδείξει την έλλειψη καλής πίστης του και όχι το αντίθετο. Ο κανόνας όσον αφορά την καλόπιστη κτήση ίσχυε κατ' αρχάς για τα ακίνητα, γιατί όσον αφορά τα κινητά η καλή πίστη ερμηνευόταν ευρύτατα. Σε περίπτωση κλοπής κινητού (με την οποία εξομοιώνονταν κάθε περίπτωση, κατά την οποία το πράγμα είχε εκφύγει της νομής του κυρίου του παρά τη θέλησή του), η καλή πίστη του τρίτου, στον οποίο αυτό τυχόν περιερχόταν, δεν λαμβανόταν υπ' όψιν και δεν του επέτρεπε να το αποκτήσει με την πάροδο του χρόνου με χρησικτησία. Για το λόγο αυτό, ο Γάιος παρατηρεί ότι σπάνια ο bone fide νομέας κινητού πράγματος μπορεί να το αποκτήσει μέσω χρησικτησίας. Ο θεσμός της χρησικτησίας επομένως είχε μεγαλύτερη πρακτική σημασία για τα ακίνητα, που δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο κλοπής. Αν όμως ο κύριος ακινήτου είχε αποβληθεί με τη βία από αυτό (το αντίστοιχο της κλοπής κινητού), το ακίνητο επίσης δεν μπορούσε να αποκτηθεί με χρησικτησία από καλόπιστο τρίτον, στον οποίο θα είχε μεταβιβασθεί, εκτός εάν ο κύριος δεν είχε επιδιώξει την επιστροφή της ιδιοκτησίας του ή είχε συναινέσει σε αυτήν. "Η αρχαία Lex Atinia περιλαμβάνει τα εξής: "Το συμφέρον κυριότητας (auctoritas) πράγματος που έχει κλαπεί διαρκεί για πάντα, όσο το πράγμα δεν έχει επιστρέψει στον έλεγχο αυτού, από τον οποίο εκλάπη." Αύλος Γέλλιος, Noctes Atticae 17.7.1 Η καλή πίστη του χρησιδεσπόζοντος ορίζεται στον ΑΚ ως η, χωρίς βαρεία αμέλεια, πεποίθησή του ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα (1042 ΑΚ). Η καλή πίστη πρέπει, όπως και στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, να υπάρχει κατά το χρόνο αποκτήσεως της νομής, ενώ η επιγενόμενη κακή πίστη δεν βλάπτει (1044 ΑΚ). Κατά τον ίδιο τρόπο, η τακτική χρησικτησία δεν είναι δυνατή επί πραγμάτων που έχουν κλαπεί ή απολεσθεί από τον ιδιοκτήτη τους (1038 ΑΚ). Νομή του πράγματος. Προϋπόθεση της χρησικτησίας αποτελεί και η νομή του πράγματος, δηλαδή η χρησιμοποίηση του πράγματος συνεχώς και αδιαταράκτως από τον χρησιδεσπόζοντα, σαν να ήταν δικό του. Αν χαθεί η νομή, διακόπτεται η χρησικτησία.
Σήμερα ο ΑΚ θεσπίζει τεκμήριο νομής (άρθ. 1046). Όποιος έχει τη νομή πράγματος, διανοία κυρίου, κατά την έναρξη και το τέλος μίας περιόδου, τεκμαίρεται ότι το έχει νεμηθεί και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Πάροδος ορισμένου χρόνου. Κατά την προκλασική και κλασική περίοδο του Ρωμαϊκού Δικαίου, η χρησικτησία συνέχισε να διέπεται από τις διατάξεις του Δωδεκαδέλτου που όριζαν ως χρόνο χρησικτησίας, το ένα έτος για τα κινητά και τα δύο έτη για τα ακίνητα. Ο χρόνος χρησικτησίας διακόπτεται, σε περίπτωση πραγματικής απώλειας της νομής. Η έγερση διεκδικητικής αγωγής δεν αποτελούσε λόγο διακοπής του χρόνου χρησικτησίας. Η χρησικτησία που άρχισε στο πρόσωπο του κληρονομουμένου, μπορούσε να συνεχίσει στο πρόσωπο του κληρονόμου του. Ο κληρονόμος νεμομένου με τα προσόντα της χρησικτησίας πράγματος, δικαιούται να προσμετρήσει στον δικό του χρόνο τον χρόνο χρησικτησίας του προ αυτού χρησιδεσπόσαντα. Περί το τέλος των κλασικών χρόνων, ο ειδικός διάδοχος μπορεί να προσμετρήσει τη νομή του δικαιοπαρόχου του στη δική του. Σήμερα, η χρησικτησία διακόπτεται επίσης με την απώλεια της νομής (1048 ΑΚ), η διακοπή όμως λογίζεται ότι δεν επήλθε, αν αυτός που απώλεσε τη νομή την ανέκτησε εντός έτους, ή αργότερα αλλά με αγωγή που ασκήθηκε εντός του έτους. Σύμφωνα με το άρθρο ΑΚ 1051, αυτός που απέκτησε το πράγμα με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί να συνυπολογίσει στον χρόνο χρησικτησίας του αυτόν του δικαιοπαρόχου του. Μακρού χρόνου παραγραφή (longi temporis praescriptio). Η χρησικτησία ως τρόπος κτήσεως κυριότητας δεν ίσχυε αρχικά για τα ακίνητα των ρωμαϊκών επαρχιών. Στο τέλος όμως της κλασικής περιόδου, οι Αυτοκράτορες με αποφάσεις τους διαμορφώνουν την παραγραφή μακράς νομής (praescriptio longae possessionis-longi temporis), η οποία αποτελεί κατ' ουσίαν αποσβεστική προθεσμία για την έγερση της διεκδικητικής αγωγής επαρχιακών ακινήτων, μετά την πάροδο 10 ετών, εάν ο νομέας και ο κύριος έμεναν στην ίδια πόλη (inter praesentes)), και 20 ετών, εάν έμεναν σε διαφορετικές. Η νομή έπρεπε και εν προκειμένω να βασίζεται σε νόμιμο τίτλο (iusta causa) και να έχει κτηθεί με καλή πίστη. Αρχικά λειτουργούσε ως μέσο άμυνας (praescriptio=ένσταση) που μπορούσε να προβάλλει ο νομέας του ακινήτου κατά του κυρίου, αν αυτός ασκούσε τη διεκδικητική αγωγή, αφού επί μακρόν είχε αδιαφορήσει για την τύχη του ακινήτου του. Αργότερα, η αποσβεστική αυτή προθεσμία, που επεκτάθηκε και στα κινητά, οδηγούσε σε κτήση κυριότητας μέσω χρησικτησίας. Η χρησικτησία (δηλαδή ο χρόνος που απαιτείτο για την συμπλήρωσή της) διακοπτόταν με την έγερση διεκδικητικής αγωγής (όπως και η έκτακτη χρησικτησία στο σύγχρονο δίκαιο, άρθρο 1049 ΑΚ). Έκτακτη χρησικτησία. O Μ. Κωνσταντίνος όρισε ότι όποιος νεμόταν για 40 χρόνια ένα ακίνητο (σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι μισθωτές) δεν μπορούσε να εναχθεί για την επιστροφή του, ανεξαρτήτως του τρόπου που κατέστη νομέας (longissimi temporis praescriptio, μακροτάτου χρόνου παραγραφή ). Η παραγραφή αυτή, που μοιάζει με τη σύγχρονη έκτακτη χρησικτησία, κατέστησε δυνατή την κτήση κυριότητας επί ακινήτων (ακόμα και σε βάρος του Δημοσίου, της Εκκλησίας ή ιδρυμάτων) και κινητών (ακόμα και κλοπιμαίων), χωρίς τη συνδρομή καμίας άλλης προϋπόθεσης πέραν της νομής τους επί σαράντα έτη (ο χρόνος αργότερα μειώθηκε στα 30 έτη). Αποτελούσε την κυριότερη εξαίρεση στον κανόνα του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας στο ρωμαϊκό δίκαιο, δικαιολογούμενη από την μακρά απραξία του κυρίου της έναντι των παραβιάσεων τρίτων.
Έκτακτη χρησικτησία (ΑΚ 1045) επέρχεται στο σύγχρονο δίκαιο με 20 έτη νομής για κινητά και ακίνητα, χωρίς άλλες προϋποθέσεις. Στο σύγχρονο δίκαιο απαγορεύεται όμως η χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου. Μόνη σχετική δυνατότητα αποτελεί η απόδειξη ότι ο χρόνος χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί έως τις 11.9.1915, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις, δηλαδή το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, όπως αυτές εφαρμόζονται εν προκειμένω από τα σύγχρονα δικαστήρια, παρέμποντας στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, τον Πανδέκτη και τα Βασιλικά. ΑΠ 4/2013: "Επειδή κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των νόμων 8 παρ.1 Κώδ (7.39), 9 παρ.1 Β (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4), 6 Πανδ (44.3), 76 παρ.1 Πανδ (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3), κατά τις οποίες σύμφωνα με το άρθρο 51 Εισ. ΝΑΚ, κρίνεται η απόκτηση κυριότητας, εφ' όσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία από ιδιώτη και συνεπώς και σε ακίνητα, έστω και αν αυτά ανήκαν στο δημόσιο. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές είναι η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία." Η χρησικτησία από τον Ιουστινιανό και μετά. Ο Ιουστινιανός αναμόρφωσε το θεσμό της χρησικτησίας. Ο όρος usucapio διατηρείται για τα κινητά μόνο, ο χρόνος χρησικτησίας των οποίων ορίζεται σε 3 χρόνια. Για τα ακίνητα γενικεύεται ο κανόνας της μακρού χρόνου παραγραφής (longi temporis praescriptio), με χρόνο χρησικτησίας τα 10 έτη μεταξύ παρόντων (στην ίδια πόλη ή επαρχία), και τα 20 έτη μεταξύ απόντων (κατοίκων διαφορετικών επαρχιών). Τόσο επί χρησικτησίας κινητών όσο και επί ακινήτων, διατηρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις: πράγμα δεκτικό χρησικτησίας, νόμιμος τίτλος, καλή πίστη και νομή. Το Ιουστινιάνειο δίκαιο διατηρεί την μακροτάτου χρόνου παραγραφή (longissimi temporis praescriptio), ανερχόμενη σε 30 έτη, ενώ κατ εξαίρεση, για πράγματα που ανήκουν στην εκκλησία, σε μονές και ορφανοτροφεία ο χρόνος χρησικτησίας ανέρχεται σε 40 έτη. Στο σύγχρονο δίκαιο, ο χρόνος τακτικής χρησικτησίας ορίζεται σε τρία χρόνια για τα κινητά και δέκα για τα ακίνητα (άρθρο 1041 ΑΚ). ii) Επιδίκαση Πρωτότυπο τρόπος κτήσεως κυριότητας αποτελεί η επιδίκαση ιδιοκτησίας με δικαστική απόφαση (adiudicatio), στις περιπτώσεις αγωγής ιθύνσεως ορίων, διανομής κληρονομίας και διανομής κοινού πράγματος μεταξύ συγκυρίων. iii) Οι "φυσικοί" τρόποι κτήσεως κυριότητας Οι "φυσικοί" τρόποι κτήσεως κυριότητας οδηγούσαν στην πρωτότυπη κτήση κυριότητας επί πράγματος που δεν ανήκε πριν σε κανένα. Διαμορφώθηκαν ως πρωτότυποι τρόποι κτήσεως κυριότητας κατά naturalis ratio (φυσική λογική), ως ισχύοντες σε όλους τους λαούς κατά το ius gentium. viii Αποτελούν την πλέον πρωτόγονη μορφή κτήσεως κυριότητας (έχουν αποκληθεί από σύγχρονους ιστορικούς του δικαίου και "νόμος της ζούγκλας"), ix που επιτρέπει την κατάληψη πραγμάτων που βρίσκει κάποιος πρώτος στη φύση, κατ' εφαρμογή στο πεδίο του εμπραγμάτου δικαίου ενός συνήθους νομικού κανόνα, της άντλησης δικαιωμάτων από την αρχή της χρονικής προτεραιότητας (prior temporis, potior iure). Απασχόλησαν τους Ρωμαίους νομικούς ιδίως όσον αφορά την θήρα και την αλιεία, εν όψει της σημασίας τους για την αρχαία οικονομία και διατροφή. Παρά την εκτενή περιπτωσιολογία που συναντούμε στις ρωμαϊκές πηγές (και τα αρκετά άρθρα που τους αφιερώνονται στους σύγχρονους Αστικούς Κώδικες), στην πράξη αποτελούν τους λιγότερο συνήθεις τρόπους κτήσεως κυριότητας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η κατάληψη των αδεσπότων που αποτελούν τα θηράματα και τα
ψάρια, αλλά και πραγμάτων που έχουν εγκαταλειφθεί (ιδίως αγρών που εγκατέλειπαν οι ιδιοκτήτες τους αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στα φορολογικά και άλλα βάρη), η εύρεση θησαυρού, η ένωση πραγμάτων (είτε κινητά σε ακίνητο, είτε κινητά με κινητά) και η ειδοποιία (η μεταμόρφωση μίας πρώτης ύλης). 1. Κατάληψη (occupatio) Η κατάληψη της νομής (occupatio) συνιστούσε τον παλαιότερο τρόπο κτήσεως κυριότητας επί πραγμάτων που δεν ανήκαν σε κανέναν (res nullius), είτε αυτά ήταν αδέσποτα είτε εγκαταλειφθέντα είτε κρυμμένοι θησαυροί. Ι. Αδέσποτα πράγματα (res nullius) Άγρια ζώα. Η συνηθέστερη κατηγορία αδεσπότων πραγμάτων (res nullius), δηλαδή πραγμάτων που δεν είχαν ποτέ κύριο, ήταν τα άγρια ζώα και τα θηράματα. Σε αυτά εκδηλώνεται κυρίως η πρωτότυπη κτήση κυριότητας, με την σύλληψή τους. Αναγκαίο στοιχείο για την διατήρηση κυριότητας των άγριων ζώων αποτελεί η νομή τους, καθώς αν ξεφύγουν από τον έλεγχό μας αυτή χάνεται, εκτός αν συνηθίζουν να φεύγουν και ξανάρχονται, όπως τα περιστέρια που διατηρούν την "έξη της επιστροφής" (animus revertendi). Για τα οικόσιτα (π.χ. ένας σκύλος που φεύγει και επιστρέφει στον κύριό του) ισχύει το ίδιο, η νομή τους διατηρείται, εκτός και αν αποβάλλουν την έξη της επιστροφής, δηλαδή πάψουν να επιστρέφουν στην εστία του κυρίου τους. Οι ρωμαϊκές πηγές εξετάζουν περιπτωσιολογικά διάφορα ζώα, για τα οποία υπήρχε δυσκολία κατάταξής τους στην κατηγορία των εξημερωμένων ή μη ζώων (π.χ. περίπτωση ελαφιού που, αν και είχε εκπαιδευτεί να φεύγει και να επιστρέφει από το δάσος, θεωρείται άγριο ζώο). x Τα θηράματα θεωρούντο αδέσποτα και καταλαμβάνονταν από τον κυνηγό, ακόμα και εάν είχαν θηρευθεί σε ξένη ιδιοκτησία (αν και η παράνομη είσοδος σε αυτή θα μπορούσε να συνιστά iniuria), εφόσον αυτή δεν είχε επιφυλαχθεί ειδικά για κυνήγι από τον ιδιοκτήτη της (κυνηγετική ρεζέρβα). Ιδιαιτέρως απασχόλησε τους Ρωμαίους νομικούς το ζήτημα του σμήνους μελισσών (όπως εξάλλου και τον Αστικό Κώδικά μας, που τους αφιερώνει όχι λιγότερα από τρία άρθρα, 1078, 1079, 1080), για τις οποίες ίσχυαν σε γενικές γραμμές τα ίδια κριτήρια, με κρίσιμο κριτήριο την στέγασή τους σε κυψέλη μας. xi "Όλα τα ζώα που συλλαμβάνονται στη γη, τη θάλασσα ή τον αέρα, δηλαδή τα θηρία, τα πουλιά και τα ψάρια, γίνονται ιδιοκτησία αυτού που τα συλλαμβάνει." Γάιος, D. 41.1.1 Λοιπά αδέσποτα. Μεταξύ των παραδειγμάτων αδεσπότων, οι ρωμαϊκές πηγές αναφέρουν τους "εκβρασθέντες σε ακτή πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια", και "νησί που είχε αναφανεί σε αιγιαλό", που γινόταν κτήμα όποιου το καταλάμβανε, αν και, όπως αναφέρεται στις Εισηγήσεις, κάτι τέτοιο σπάνια συμβαίνει. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν επίσης αδέσποτα όσα πράγματα ανήκαν σε εχθρούς, δικαίωμα που εν συνεχεία περιορίστηκε με διατάξεις δημοσίου δικαίου σχετικά με τα λάφυρα. Έτσι τα κινητά ορίστηκε ότι ανήκαν στο ρωμαϊκό δημόσιο, που δικαιούτο να τα πουλήσει με δημοπρασία, ενώ τα καταλαμβανόμενα εδάφη των κατακτημένων περιοχών που δεν συνδέονταν με συνθήκη με τη Ρώμη, περιέρχονταν κατά κυριότητα στο ρωμαϊκό λαό.
Στο σύγχρονο δίκαιο, η κατάληψη αδεσπότων ρυθμίζεται από το άρθρο 1075 του ΑΚ, περιοριζόμενη όμως σε κινητά πράγματα. Το άρθρο 1077 ρυθμίζει, αναλόγως προς το Ρωμαϊκό Δίκαιο, την τύχη των αγρίων ζώων, προσδιορίζοντας ποια θεωρούνται ως τέτοια (τα ευρισκόμενα στη φυσική ελευθερία τους και όχι όσα βρίσκονται σε περιφραγμένο χώρο, περιλαμβανομένων των ψαριών ιχθυοτροφείου). Άγριο ζώο που έχει ανακτήσει την ελευθερία του καθίσταται αδέσποτο, αν ο κύριός του δεν λάβει άμεσα μέτρα προς καταδίωξή του. Τιθασευμένο ζώο καθίσταται αδέσποτο, αν αποβάλλει την έξη της επιστροφής. Ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τις μέλισσες ρυθμίζονται στα άρθρα 1078-1080 ΑΚ. ΙΙ. Εγκαταλειφθέντα πράγματα (res derelictae). Είναι όσα πράγματα εγκατέλειψε ηθελημένα ο κύριός τους, με την πρόθεση να πάψει να είναι πλέον κύριος, όχι όμως τα απολεσθέντα. Ειδικά για τα εγκαταλειφθέντα πράγματα της κατηγορίας των res mancipi η σχολή των Προκουλιανών xii θεωρούσε ότι για την κτήση της κυριότητός τους έπρεπε να συμπληρωθεί και ο χρόνος της χρησικτησίας. Στη μετακλασική περίοδο οι κανόνες που διέπουν τα res derelictae εφαρμόζονται και σε εγκαταλελειμμένους αγρούς. Εάν ο κύριος αγρού, αδυνατώντας να πληρώσει τους φόρους επ αυτού, τον εγκατέλειπε και, καλούμενος να επανέλθει, δεν το έπραττε εντός έξι μηνών από την πρόσκληση, κύριος του αγρού γινόταν όποιος καταλάμβανε το κτήμα και αναδεχόταν τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Επίσης, κύριος αγρού γινόταν όποιος καλλιεργούσε εγκαταλελειμμένο αγρό για δύο χρόνια, χωρίς εναντίωση του τέως κυρίου. "Ας δούμε κατά πόσον κάποιος, που βρήκε κάτι χωρίς να ξέρει σε ποιον ανήκει και το πήρε για να το επιστρέψει στο πρόσωπο που θα το αναζητήσει ή θα αποδείξει ότι είναι δικό του, ευθύνεται για κλοπή. Δεν πιστεύω ότι ευθύνεται για κλοπή. Πολλοί άνθρωποι συνηθίζουν να αναρτούν ανακοινώσεις ότι βρήκαν κάτι και θα το επιστρέψουν, όταν αναζητηθεί. Αυτό επομένως καταδεικνύει ότι δεν έχουν ενεργήσει με δόλια προαίρεση. Αν όμως κάποιος ζητήσει τα επονομαζόμενα "εὔρετρα"; Και πάλι δεν λογίζεται για κλέφτης, ακόμα κι αν ζητήσει κάτι αντίθετα με τους καλούς τρόπους." Oυλπιανός, D.47.2.43.8-9 Στο σύγχρονο δίκαιο, το άρθρο ΑΚ 1076 ορίζει ότι κινητό πράγμα καθίσταται αδέσποτο, εάν ο κύριος εγκαταλείψει τη νομή του, με σκοπό να παραιτηθεί από την κυριότητα επ αυτού. ΙΙΙ. Εύρεση θησαυρού (thesauri inventio). Θησαυρός θεωρείται το κινητό πράγμα με περιουσιακή αξία, που έμεινε κρυμμένο τόσο καιρό, ώστε να μην είναι πλέον γνωστός ο κύριός του. Σύμφωνα με διάταξη του Αδριανού, ο ευρίσκων θησαυρό στο ακίνητό του γίνεται κύριος αυτού, αν δε ο θησαυρός βρεθεί σε ξένο ακίνητο, το ήμισυ του θησαυρού περιερχόταν στον κύριο του ακινήτου και το άλλο ήμισυ στον ευρέτη, εάν η ανεύρεση ήταν τυχαία. Σήμερα το άρθρο 1093 ΑΚ υιοθετεί τη ρύθμιση του αυτοκράτορα Αδριανού περί εξ ημισείας κυριότητας του θησαυρού που βρίσκεται σε ξένο ακίνητο. 2. Καρποκτησία Ως καρποί νοούνται τόσο ό,τι παράγει η γη και τα ζώα (φυσικοί καρποί), όπως και οι πρόσοδοι (πολιτικοί καρποί, π.χ. μίσθωμα ακινήτου). Η κυριότητα των τελευταίων αποτελεί αντικείμενο ενοχικής συμφωνίας με τον κύριο του ακινήτου (π.χ. ο εκμισθωτής αγροτικού ακινήτου λαμβάνει το μίσθωμα, ενώ ο μισθωτής κατά κανόνα κρατεί τους καρπούς που παράγει, έχοντας δυνάμει της μισθωτικής
συμφωνίας ατομικά -in personam- δικαίωμα συλλογής τους). Ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας των φυσικών καρπών (fructus) εξαρτάται από το είδος του δικαιώματος του αποκτώντος. Ι. Κτήση καρπών με αποχωρισμό τους (per separationem). Οι φυσικοί καρποί ανήκουν στον κύριο του καρποφόρου πράγματος, και, εφόσον παραμένουν ενωμένοι με το κύριο πράγμα ως συστατικά του, ακολουθούν την τύχη του στις συναλλαγές. Από τον αποχωρισμό τους όμως, με οιονδήποτε φυσικό ή τεχνητό τρόπο, ο κύριος του καρποφόρου πράγματος γίνεται κύριος των, αυτοτελών πλέον, καρπών. Η ίδια λύση γινόταν δεκτή και για τον καλής πίστεως νομέα και τον εμφυτευτή. xiii Την ίδια λύση ακολουθεί και το σύγχρονο Αστικό Δίκαιο, στο άρθρο 1064 ΑΚ. ΙΙ. Κτήση καρπών δια της συλλογής τους (per perceptionem). Τρίτα πρόσωπα που έχουν εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί των παραγόμενων φυσικών καρπών, αποκτούν τους καρπούς μόνο από τη συλλογή (συγκομιδή) τους. Τέτοιο δικαίωμα έχουν ο επικαρπωτής (ειδικά για τα ζώα, ο επικαρπωτής αποκτά τα νεογνά από τη γέννησή τους per separationem), ο ενεχυρούχος δανειστής, εάν έχει συμφωνηθεί η λήψη των καρπών, και ο μισθωτής, εφόσον δεν την απαγόρευε ο εκμισθωτής. 3. Ένωση πραγμάτων (accessio) Υπό τον όρο accessio, το Ρωμαϊκό Δίκαιο περιλαμβάνει διάφορες περιπτώσεις υλικής σύνδεσης στερεών ή ανάμειξης στερεών και υγρών πραγμάτων, έτσι ώστε τα δύο πράγματα να χάσουν την αυτοτέλειά τους και να καταστούν ένα. Στη διαμόρφωση των τρόπων αυτών κτήσεως κυριότητας συνέβαλε η ελληνική φιλοσοφία. Για τις προκρινόμενες λύσεις λαμβάνεται υπ όψιν η δυνατότητα ή μη επαναφοράς των συνδεθέντων πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και η οικονομική σημασία των συνενωθέντων πραγμάτων. Παρόμοιες περιπτώσεις μπορούσαν να περιλαμβάνουν ένωση κινητών με ακίνητο (όπως ανοικοδόμηση, σπορά), ακινήτου με ακίνητο (σε παρόχθια ακίνητα, ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης της γης με τα ύδατα) και κινητών με κινητά (με την πάσης φύσεως επεξεργασία τους). "Ο κάτοικος ενός ξένου ακινήτου τοποθέτησε σε αυτό πόρτες και παράθυρα. Μετά από ένα χρόνο ο ιδιοκτήτης του ακινήτου τα αφαίρεσε. Ρωτώ εάν αυτός που τα εγκατέστησε μπορεί να τα διεκδικήσει. Απάντησε ότι μπορεί, καθώς ό,τι συνδέεται με ξένο ακίνητο παραμένει μέρος του ακινήτου όσο είναι συνδεδεμένο με αυτό. Μόλις όμως αποχωρισθεί, αμέσως επανέρχεται στην προηγούμενη νομική του κατάσταση." Ιουλιανός, D.6.1.59 Ι. Ένωση κινητού με ακίνητο. Superficies solo cedit. Η κυριότητα στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, σύμφωνα με την γενική αρχή τἀ ὑπερκείμενα εἴκει τοῖς ὑποκειμένοις (superficies solo cedit), επεκτείνεται απεριορίστως σε ό,τι υπέρκειται και ό,τι υπόκειται του ακινήτου, δηλαδή, τόσο στα φυτά και δέντρα που φυτρώνουν σε αυτό, στα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί επί του εδάφους σε όλο τους το ύψος, όσο και το υπέδαφος και τα προϊόντα του. Σε αντίθεση με το σύγχρονο δίκαιο, το ρωμαϊκό γνωρίζει μόνο την κάθετο ιδιοκτησία και όχι την οριζόντια, δηλαδή δεν υπήρχε δυνατότητα κατ' όροφον ιδιοκτησίας σε
πολυώροφα ακίνητα, τα οποία ήταν συνήθη, ιδίως στην πολυάνθρωπη Ρώμη. (Οι πολυκατοικίες, που συνήθως προορίζονταν για τις λαϊκές τάξεις, αποκαλούντο insulae ενώ οι αριστοκρατικές μονοκατοικίες domus). Οι ένοικοι των ορόφων ήταν συνήθως μισθωτές του κυρίου όλου του ακινήτου. Ο ΑΚ 1001 ορίζει ότι η κυριότητα επί ακινήτου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει αλλιώς, εκτείνεται στον υπέρ και υπό το έδαφος χώρο, αλλά στο άρθρο 1002, σε αντίθεση με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ορίζονται οι προϋποθέσεις συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας. Δύο σχετικές περιπτώσεις διακρίνονται: α. Ανοικοδόμηση (inaedificatio) σε ξένο οικόπεδο ή με ξένα υλικά από τον κύριο οικοπέδου. Κύριος της οικοδομής που χτιζόταν με ξένα υλικά γινόταν ο κύριος του οικοπέδου. Η διάταξη ανάγεται στο Δωδεκάδελτο, xiv σύμφωνα με τον οποίο, αν ξένα υλικά είχαν ενσωματωθεί σε οικοδομή, ο ιδιοκτήτης δεν μπορούσε να αναγκαστεί να τα αφαιρέσει, αλλά ευθυνόταν για το διπλάσιο της αξίας τους (ωσάν δηλαδή να είχαν κλαπεί). Αν τυχόν η οικοδομή κατεδαφιζόταν, μπορούσε να τα διεκδικήσει δικαστικά. Το Ιουστινιάνειο δίκαιο θα παράσχει, υπό προϋποθέσεις, στον κύριο των υλικών, δικαίωμα αφαιρέσεώς τους από την οικοδομή. "Περαιτέρω, αυτό το οποίο κτίζεται σε δικό μας έδαφος από άλλον, ακόμα κι αν το έχτισε επ' ονόματί του, γίνεται δικό μας φυσικώ δικαίω, αφού ό,τι ανοικοδομείται ανήκει στο υποκείμενο ακίνητο (superficies solo cedit)." Γάιος, Εισηγήσεις, 2.73 β. Φύτευση και σπορά σε ξένο ακίνητο (implantatio). Ο κύριος του ακινήτου καθίσταται κύριος των φυτών, αφότου αυτά ριζώσουν ή φυτρώσουν. Έκτοτε γίνονται συστατικά του εδάφους χωρίς αυθυπαρξία και ο αρχικός κύριος χάνει οριστικά την κυριότητά τους. "Αν φυτέψω το φυτό άλλου στο έδαφός μου, γίνεται δικό μου. Αντιστοίχως, αν φυτέψω το φυτό μου στο έδαφος άλλου, γίνεται δικό του. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις εννοείται ότι το φυτό έβγαλε ρίζες. Γιατί, πριν βγάλει ρίζες, ανήκει στον προηγούμενο κύριο." Γάιος, D.41.1.7.13 Σύμφωνα με το άρθρο 1057 του ΑΚ, ο κύριος του κινητού που ενώθηκε με ακίνητο χάνει οριστικά την κυριότητά του επ αυτού, η οποία δεν μπορεί πλέον να αναβιώσει. Προϋπόθεση όμως είναι η ένωση του κινητού με το ακίνητο να γίνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το πρώτο να καταστεί ουσιώδες συστατικό του δευτέρου. Αυτός που χάνει την κυριότητα ή εμπράγματο δικαίωμα επί του κινητού, έχει απαίτηση έναντι του ωφεληθέντος από την ένωση σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ή και αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας ή περί αποδόσεως δαπανών (1063 ΑΚ). ΙΙ. Ένωση ακινήτου με ακίνητο Στην κατηγορία αυτή συγκεντρώνονται διάφορες, μάλλον εξεζητημένες περιπτώσεις πρωτότυπης κτήσεως κυριότητας, λόγω της πάντως συνήθους στον μεσογειακό κόσμο- αλλαγής της κοίτης και ρύσης των ποταμών. α. Πρόσχωση παρόχθιου ακινήτου (alluvio) είναι η αύξηση της έκτασης παρόχθιου ακινήτου με τη βαθμιαία και ανεπαίσθητη προσθήκη εδάφους από ρεύμα ποταμού. Αν το ακίνητο έχει φυσικά όρια, σύμφωνα με το Γάιο, ο κύριος του ακινήτου γινόταν κύριος και της πρόσχωσης. β. Πρόσκλυση (avulsio) είναι η απόσπαση τμήματος εδάφους από την ορμή του ρεύματος ποταμού και η προσκόλλησή του σε άλλο ακίνητο, οπότε κύριος του
αποσπαθέντος τμήματος εδάφους γίνεται ο κύριος του ακινήτου, επί του οποίου προσκολλήθηκε, αφ ότου δέντρα ριζώσουν σε αυτό. γ. Η αναφυείσα νήσος σε δημόσιο ποταμό (insula nata) και η εγκαταλειφθείσα κοίτη ποταμού (alveus derelictus), περιέρχονται στους εκατέρωθεν παρόχθιους ιδιοκτήτες και προσαυξάνουν τα ακίνητά τους, κατανεμόμενες επί τη βάσει νοητής γραμμής κατά μήκος και εις το μέσο του ποταμού. Στο σύγχρονο δίκαιο ακολουθούνται σε γενικές γραμμές οι ρυθμίσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου για την ένωση ακινήτων (ΑΚ 1069-1071). Στην περίπτωση της προσχώσεως παρέχεται όμως προθεσμία ενός έτους στον κύριο του αποσπασθέντος τμήματος για να ανακτήσει τη νομή ή να εγείρει σχετική αγωγή, ενώ η διάταξη για την εγκαταλειφθείσα κοίτη ποταμού εφαρμόζεται σε μη πλεύσιμους ποταμούς. ΙΙΙ. Ένωση κινητού με κινητό Η ένωση κινητών πραγμάτων που ανήκουν σε διαφορετικούς κυρίους, εφ' όσον έγινε με τη σύμφωνη γνώμη αμφοτέρων, ανήκει σε αυτούς κατά τους όρους της συμφωνίας τους, άλλως ιδρύεται συγκυριότητα κατ' ιδανικά μερίδια. Αν η ένωση μπορεί να αναστραφεί, καθένας μπορεί να αναζητήσει το πράγμα που του ανήκει (π.χ. τον πολύτιμο λίθο από κόσμημα). Αν όμως η αναστροφή λόγω της φύσεως του πράγματος που δημιουργήθηκε από την συνένωση δεν είναι δυνατή, ανακύπτουν ζητήματα κυριότητας του πράγματος (δικαιώματα in rem) και αποζημίωσης (δικαιώματα in personam). Το βασικό κριτήριο που χρησιμοποιείται εν προκειμένω είναι αυτό της ταυτότητας του νέου αντικειμένου: ποια δηλαδή από τις ταυτότητες των συνενωθέντων πραγμάτων κυριαρχεί σε αυτό και ποια έχει απορροφηθεί από την άλλη. Το κριτήριο αυτό όμως δεν είναι πάντα εύκολο να διακριθεί στην πράξη και έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις μεταξύ των Ρωμαίων νομικών. α. Νέο απλό πράγμα. Εάν δύο ή περισσότερα κινητά πράγματα που ανήκουν σε διαφορετικούς κυρίους ενωθούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίσουν ένα νέο απλό πράγμα, τότε κύριος του νέου πράγματος γίνεται ο κύριος αυτού του πράγματος από τα ενωθέντα, το οποίο έχει μείζονα σημασία. Οι λύσεις δίδονταν συχνά κατά περίπτωση, χωρίς να είναι πάντοτε επιτυχείς ή πρακτικές. Επί βαφής (tinctura) υφασμάτων, κύριος γίνεται ο κύριος του υφάσματος, ακόμα και εάν η βαφή ήταν πολυτιμότερη του υφάσματος, όπως η πορφύρα. Επί γραφής (scriptura) κύριος γίνεται ο κύριος της περγαμηνής ή του παπύρου, ακόμα και αν η γραφή έγινε π.χ. με χρυσά γράμματα. Επί σφυρηλατήσεως μετάλλων (feruminatio), με τα οποία επέρχεται η συνένωσή τους σε ένα απλό πράγμα, χωρίς να διακρίνεται η ένωση, οι Προκουλιανοί δέχονται την ύπαρξη συγκυριότητας των κυρίων των συνενωθέντων μετάλλων, ενώ οι Σαβινιανοί θεωρούν ότι κύριος γίνεται ο κύριος του σημαντικότερου μετάλλου. Πνευματική ιδιοκτησία; "Η κυριότητα των εγγράφων, ακόμα και εάν είναι γραμμένα με χρυσά γράμματα, ακολουθεί την κυριότητα του παπύρου ή της περγαμηνής, όπως η κυριότητα της οικοδομής ή του σπαρμένου σπόρου ακολουθεί το έδαφος. Επομένως, εάν γράψω ένα ποίημα ή μια ιστορία ή έναν λόγο στο δικό σου πάπυρο ή περγαμηνή, εσύ, και όχι εγώ, θα λογίζεσαι κύριος του έργου. Εάν όμως εσύ μου ζητήσεις τον πάπυρο ή την περγαμηνή σου, και δεν είσαι πρόθυμος να πληρώσεις για το κόστος της