Παππά Λυδία Β Έτος Αριθμός Μητρώου : 9957 ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΜΗΝΙ Το Διμήνι είναι ένας από τους σημαντικότερους προϊστορικούς οικισμούς, ο οποίος δίνει την πιο ολοκληρωμένη εικόνα για έναν οργανωμένο νεολιθικό οικισμό. Βρίσκεται στην Θεσσαλία, στις Βορειοανατολικές παρυφές του σημερινού χωριού, πάνω σε μία φυσική τούμπα 16 μέτρων και απέχει 4 χιλιόμετρα απο την σημερινή πόλη του Βόλου. Η έκταση του οικισμού φτάνει τα 10 χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Το Διμήνι κατοικείται απο τις αρχές της 5 ης χιλιετίας, δηλαδή κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο έως και την Εποχή του Χαλκού. Γενικότερα οι οικισμοί της Θεσσαλίας ανέρχονται στους 63, όπως το Σέσκλο, το Διμήνι, ο Πύργος, το Παλαιόκαστρον κ.α, σίγουρα όμως υπάρχουν θέσεις που δεν έχουν αποκαλυφθεί και ανασκαφεί ακόμα. Αξιοσημείωτο θεωρείται το γεγονός ότι ο προϊστορικός οικισμός του Σέσκλου καταστράφηκε προς το τέλος της Μέσης Νεολιθικής εποχής, γύρω στο 4400 π.χ., ίσως από πυρκαγιά, σεισμό ή άλλα αίτια. Παρόμοιες καταστροφές σημειώθηκαν και σε άλλες θέσεις της Θεσσαλίας, όπως στο Τσαγγλί και τα Σέρβια. Η ακρόπολη του Σέσκλου έμεινε ακατοίκητη για 500 περίπου χρόνια και ξανακατοικήθηκε στην «φάση του Διμηνίου». Τα 500 αυτά έτη (4300-3800 π.χ.) αντιπροσωπεύουν προ-διμηνιακές φάσεις, το Τσαγγλί και τον Αράπη. Σε αυτές η κεραμεική είναι σκοτεινή, μονόχρωμη και εγχάρακτη, παρατηρούνται όμως και άφθονα πολύχρωμα αγγεία. Η ακρόπολη του Διμηνίου, όπως την ονόμασε ο ανασκαφέας Χ. Τσούντας, περιβάλλεται από περιβόλους, δηλαδή εξωτερικούς λίθινους δακτυλιόσχημους «τοίχους». Οι περίβολοι αντιπροσωπεύουν ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο και έχουν κατασκευαστεί από αργό λίθο, δηλαδή ακατέργαστες πέτρες. Οι πιο εξωτερικοί φτάνουν έως την κοιλάδα και χωρίζουν την ακρόπολη από την οροσειρά. Εντοπίζονται συνολικά έξι περίβολοι, υποθέτουν ωστόσο ότι υπήρχε και ένας έβδομος του οποίου δεν έχουν βρεθεί λείψανα. Όσον αφορά το ρόλο τους, σύμφωνα με τον Γ. Χουρμουζιάδη, συμβάλλουν στη διαμόρφωση του χώρου που δραστηριοποιούνται οι άνθρωποι του οικισμού, λειτουργούν όμως και ως αναλήμματα για τα κτίσματα που περιβάλλουν. Ωστόσο ο Χ.Τσούντας θεώρησε ότι είχαν οχυρωτικό χαρακτήρα, για την προστασία δηλαδή του οικισμού από τυχόν εισβολείς, μάλιστα θεώρησε ότι οι επιδιορθώσεις που σημειώθηκαν σ αυτούς οφείλονται σε εξωτερική εισβολή. Παρόλα αυτά η μόνη προστασία που φαίνεται να προσφέρουν σχετίζεται με την απομάκρυνση των άγριων ζώων από τον οικισμό.
Οι περίβολοι έχουν απόσταση από 1 μέχρι 15 μ. ή και μικρότερη του 1 μέτρου, ο τρίτος και τέταρτος για παράδειγμα. Σε ένα σημείο του νοτιοδυτικού τμήματος σχεδόν εφάπτονται. Το ύψος τους καθορίζεται από τα κτίρια που ακουμπούν στα τοιχώματα των περιβόλων. Η διάταξη τους είναι ζευγαρωτή, δηλαδή ο πρώτος είναι πιο κοντά με τον δεύτερο, ο τρίτος με τον τέταρτο και ο πέμπτος με τον έκτο. Αντίθετα στα διαστήματα μεταξύ δευτέρου με τρίτου και τετάρτου με πέμπτου διαγράφονται μεγάλα κενά, ικανά για την ανάπτυξη οικιστικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, ανάμεσα στον τρίτο και τέταρτο δακτύλιο εντοπίζεται ένα στρώμα σχιστόλιθου, το οποιό ειναι πιο σύγχρονο, όπως άλλωστε και ο τέταρτος περίβολος, ενώ μεταξύ πρώτου και δευτέρου υπάρχουν παλαιότερα ακόμη λείψανα περιβόλου. Στα σημεία του ορίζοντα σχηματίζονται τέσσερις διάδρομοι, πλακόστρωτοι και επικλινείς. Αυτοί χωρίζουν τον οικισμό σε τέσσερα τμήματα με διαφορετικό μέγεθος και δημιουργούν εισόδους προς την κεντρική αυλή. Με την πάροδο του χρόνου η ανατολική είσοδος σφραγίστηκε. Οι περίβολοι, όπως φαίνεται από τα λείψανα, δεν χτίστηκαν ταυτόχρονα, αλλά σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και ανάλογα με τις δημογραφικές, παραγωγικές και άλλες ανάγκες του οικισμού. Παρατηρούνται τρεις χρονολογικές φάσεις των περιβόλων. Η πρώτη που σχετίζεται με τα λείψανα του αρχαιότερου περιβόλου, η δεύτερη που περιλαμβάνει την διαδικασία ανάπτυξης των περιβόλων και η τρίτη που συμπίπτει με την γενικότερη παρακμή του οικισμού. Οι περίβολοι εγκαταλείπονται κατά την Εποχή του Χαλκού και πάνω τους ιδρύονται τάφοι. Το παράδοξο είναι ότι ο πρώτος περίβολος ακμάζει ακόμα τη στιγμή που το κεντρικό κτίριο της κεντρικής αυλής παίρνει την τελική μορφή του μεγάρου, οπότε κλείνουν την βόρεια και την νότια είσοδο, καθώς δεν είναι απαραίτητη η επικοινωνία της αυλής με τους χώρους οικοτεχνικής δραστηριότητας. Διατηρούν μόνο την ανατολική και την δυτική είσοδο, οι οποίες οδηγούν η μία στην θάλασσα και η άλλη στο βουνό αντίστοιχα. Η κεντρική αυλή αναπτύσσεται στο κέντρο του οικισμού και περιβάλλεται από των πρώτο περίβολο. Γύρω της τοποθετούνται τα δύο βασικά στοιχεία της χωροταξικής οργάνωσης, δηλαδή οι περίβολοι και οι θέσεις οικοτεχνικής δραστηριότητας. Έχει άμεση σχέση με την παραγωγική δραστηριότητα και τις κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν από αυτή. Καθορίζεται από τους περιβόλους, τις πύλες και τα κτίσματα που αναπτύσσονται σε αυτή. Η κεντρική αυλή περιέχει 14 μονόχωρα κτίσματα, τα οποία ακουμπούν πάνω στο τοίχωμα του πρώτου περιβόλου. Αυτά λειτουργούν ως βοηθητικοί χώροι του μεγάρου, δηλαδή ως αποθήκες ή εργαστήρια. Την περίοδο που το μέγαρο ήταν μονόχωρο, θα μπορούσαν κάποια από αυτά να θεωρηθούν και οικίες. Στα σημεία αυτά εντοπίζεται μονόχρωμη κεραμική αποθηκευτικής χρήσης. Δεν υπάρχουν κινητά ευρήματα, όπως κοσμήματα, είδώλια και γραπτή κεραμική. Παρόλα αυτά σε μερικά κτίσματα υπάρχουν τέτοιου είδους ευρήματα. Σε άλλα πάλι υπάρχουν κατάλοιπα φωτιάς που συνδέονται με τις τροφοπαρασκευαστικές
κατασκευές. Συμπερασματικά, τα κτίρια αυτά χρησιμοποιούνταν ως οικίες ή ως αποθηκευτικοί χώροι ή ως εργαστήρια. Σχεδόν στο κέντρο της αυλής υπάρχουν λείψανα κτίσματος που μπορούν να θεωρηθεί ότι συνδέονται με τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές. Ωστόσο, ο Χ. Τσούντας το θεώρησε κεντρικό βωμό του περιβόλου. Επίσης ο «τοίχος 10» που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της αυλής, καθορίζει τις οικοτεχνικές δραστηριότητες στο δυτικό τμήμα της, ενώ ο «τοίχος χ15» καθορίζει αυτές που βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα της αυλής. Επιπλέον, φαίνεται να χρησίμευε και για την απομάκρυνση των ζώων από αυτήν. Όπως και τα τείχη των περιβόλων έτσι και οι οικίες ήταν κατασκευασμένες από αργούς λίθους. Εκτός από πέτρες χρησιμοποιούσαν για την ανωδομή ωμές πλίνθους και ξύλα, όπως άλλωστε παρατηρείται και σε άλλους προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας, απλά δεν έχουν διασωθεί λείψανα λόγω της φθοράς που υφίστανται τα υλικά με την πάροδο του χρόνου. Οι πέτρες ήταν διαλεγμένες εκ φύσεως πλακωτές ή επεξεργασμένες και τις προμηθεύονταν από τα γειτονικά βουνά, που είχαν ως βασικό γεωλογικό συστατικό τον ασβεστόλιθο. Επιπλέον, οι κάτοικοι της Χαλκοκρατίας διατηρούσαν την ίδια δομή για τις οικίες τους και χρησιμοποιούσαν τα ίδια υλικά. Άρα ο ασβεστόλιθος ήταν ένα υλικό με ισχυρή παραγωγική δύναμη στην περιοχή. Σύμφωνα με τα λείψανα που βρέθηκαν είτε μέσα στα διάφορα κτίρια είτε στους υπαίθριους χώρους φαίνεται ότι ο άνθρωπος του Διμηνίου ασχολούνταν συστηματικά με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Ίσως να ασχολούταν και με την αλιεία στις ακτές του Αιγαίου, καθώς βρέθηκαν στην ακρόπολη όστρεα τύπου spondylus gaederopus. Επιπλέον, ήταν συστηματικοί γεωργικοί παραγωγοί, όπως φαίνεται από τα διάφορα λείψανα που βρέθηκαν σε αγγεία αποθηκευτικής χρήσης. Στο Διμήνι εκτός από οικίες παρατηρούνται και άλλα είδη κτισμάτων, όπως οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές, οι αποθηκευτικοί χώροι και τα εργαστήρια. Κάποια κτίσματα χρησίμευαν για οικοτεχνικές δραστηριότητες και κάποια άλλα για απλές κατοικίες. Τα κτίσματα έχουν όλα ευθλυγραμμη κάτοψη, εκτός από τις τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές. Έχουν λίθινα θεμέλια, ενώ άλλοτε απλό χώμα, βρεγμένο δηλαδή με νερό και έπειτα δυνατά χτυπημένο. Επιπλέον, μόνο τα κτίσματα της κεντρικής αυλής έχουν άνοιγμα προς αυτήν, ενώ αυτά που βρίσκονται στους άλλους περιβόλους επικοινωνούν μεταξύ τους με στενούς διαδρόμους που οδηγούν από τη μία οικιστική θέση στην άλλη. Όσον αφορά τη στέγαση των οικημάτων, η στέγη τους αποτελούνταν από χοντρά κλαδιά και καλάμια. Δεν εντοπίζονται λείψανα από πηλό στεγανοποίησης της στέγης. Οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές είχαν σχέση με το φωτισμό, τη θέρμανση και τη τροφοπαρασκευή. Είναι μικρές κυκλικές ή ορθογώνιες θέσεις από πέτρα και λάσπη. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η λειτουργία τους, γιατί μπορεί να είχαν ποικίλες χρήσεις ταυτόχρονα. Γι αυτό και ο Γ. Χουρμουζιάδης προτίμησε να τις ονομάσει γενικότερα «τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές». Ωστόσο με
επιφυλακτικότητα διέκρινε κάποιες ως εστίες, ιπνούς, κεραμικούς κλιβάνους και φούρνους. Σημειώνονται τέσσερις ομάδες με βάση τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής τους. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει κατασκευές που έχουν σχήμα «Π», οι οποίες αποτελούνται από μικρές πέτρες και είναι αλειμμένες με πηλό. Στη δεύτερη ομάδα έχουν το ίδιο σχήμα, αλλα κατασκευάζονται από πλακαρές πέτρες χωρίς καμία επάλειψη. Στην τρίτη ομάδα παρατηρούνται κατασκευές που έχουν σχήμα ανεστραμμένου «Π», κατασκευασμένες από πλακαρές πλάκες και έχουν επαλειμμένο μόνο το δάπεδο. Τέλος, στην τέταρτη ομάδα οι κατασκευές αποτελούνται από πλακαρές πλάκες ή όστρακα, είναι επίπεδες και όλη η επιφάνεια τους είναι αλειμμένη με πηλό. Σχετικά με τα εργαστήρια βρέθηκαν μόνο τέσσερα μέσα στις οικίες. Αυτά περιείχαν τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές και θήκες, δηλαδή αποθηκευτικούς χώρους. Αυτές είτε βρίσκονταν μέσα σε αυτά, είτε έξω από αυτά και απλά συνδέονταν. Άρα, ο προϊστορικός άνθρωπος του Διμηνίου εργάζοταν και σε στεγασμένους χώρους, όχι μόνο σε υπαίθριους. Θήκες βρέθηκαν σε όλες τις οικίες. Εκεί οι άνθρωποι αποθήκευαν τα προιόντα τους (π.χ. καρπούς) και καύσιμες ύλες. Κατασκευάζονταν ανάλογα με τις ανάγκες των ανθρώπων, δεν είχαν δηλαδή κάποια συγκεκριμένη δομή και σχήμα. Στον πρώτο περίβολο και συγκεκριμένα στη βορειοανατολική πλευρά τοποθετείται το Mέγαρον Α, το οποίο θεωρήθηκε αρχικά ως η οικία του άρχοντα από τον Χ. Τσούντα, επηρρεασμένος από την οργάνωση των Μυκηναϊκών ανακτόρων που ειδικευόταν. Το Μέγαρο αποτελεί το τρίτο χρονολογικά οίκημα που χτίστηκε στη θέση αύτη. Αρχικά, ήταν ένα μονόχωρο κτίσμα που επικοινωνούσε με ένα δωμάτιο στα δυτικά. Το σχήμα μεγάρου το απέκτησε κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, οπότε και προστέθηκαν δύο επιπλέον χώροι. Πρόκειται για το σημαντικότερο οίκημα στην ακρόπολη του Διμηνίου. Τα υπόλοιπα δωμάτια του πρώτου περιβόλου, τουλάχιστον κατα τη Χαλκοκρατία, θεωρούνται παραρτήματα του μεγάρου. Το Μέγαρο Α αποτελείται απο δύο κλειστά δωμάτια και μία στοά. Πιό συγκεκριμένα βλέπουμε στη μέση του Μεγάρου το Δωμάτιο 3, το οποίο ονομάζεται Δώμα. Έχει σχήμα τραπεζίου και το δάπεδο αυτού αποτελείτο από μικρές πλάκες. Επιπλέον, στο κέντρο του δωματίου υπάρχει μία εστία. Αριστερά και δεξιά της υπάρχουν δύο οπές, που μάλλον ήταν οι βάσεις για ξύλινα δοκάρια που στήριζαν την στέγη. Στην συνέχεια, βλέπουμε το Δωμάτιο 4 ή όπως ονομάζεται θάλαμος. Ο θάλαμος έχει ακανόνιστο σχήμα καθώς δανείζεται τον βόρειο τοίχο από τον πρώτο περιβόλο. Εκεί εντοπίζονται λείψανα τοιχώματος, ημικυκλικού από πλακωτούς λίθους, ο οποίος σχημάτιζε θόλο και μάλλον ήταν ιπνός. Το άλλο τοίχωμα που σώζεται έχει σχήμα σχεδόν κυκλικό και ίσως ήταν αποθήκη καρπών ή εστία. Παρόμοια κτίσματα παρατηρούνται και στο Σέσκλο. Τέλος μπροστά από το δώμα υπάρχει Στοά, δηλαδή ο πρόδομος στον οποίο υπαρχουν δύο οπές στο
έδαφος, όπως και στο δωμάτιο τρία, που τοποθετούνταν επίσης ξύλινα δοκάρια για την στέγη. Η Οικία Ν είναι ένα από τα πιο καλά διατηρημένα κτίρια της ακρόπολης. Αποτελείται από ένα μεγάλο δωμάτιο με είσοδο στα ανατολικά. Η οικία ανακαινίστηκε τρεις φορές, όπως φαίνεται από τα θεμέλια της. Στην Οικία Ν βρέθηκε ένα μονόχρωμο πήλινο αγγείο, στο οποίο υπήρχαν καμένα οστά νηπίου. Θεωρείται εργαστήριο, καθώς εκεί βρέθηκαν τα περισσότερα από τα ευρήματα οστρέων τύπου spondylus geaderopus. Τέτοια όστρεα βρέθηκαν γενικότερα στον οικισμό. Το Διμήνι βρίσκεται όπως ήδη αναφέραμε κοντά στην θάλασσα, επομένως είναι φυσικό να εντοπίζονται τέτοιου είδους όστρεα. Μάλιστα φαίνεται ότι διοχέτευαν τα όστρεα αυτά ως πρώτη ύλη, αλλά και ως επεξεργασμένο προιόν. Με αυτά κατασκεύαζαν κοσμήματα, περιαπτά, ψέλια κ.ά. Όσον αφορά τα λείψανα της Εποχής του Χαλκού διαπιστώνεται ότι τότε είχε κατασκευαστεί τάφρος για αμυντικούς λόγους, σύμφωνα με τον Χ. Τσούντα. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά μεταξύ δευτέρου και τρίτου περιβόλου. Είχε μήκος 50 μ. και εκτεινόταν από τη μεσημβρινή ως την βόρεια είσοδο. Είχε βάθος 3 μ. και πλάτος μικρότερο του 1 μ. Το εσωτερικό χείλος της ήταν υψηλότερο από το εξωτερικό λόγω της κλίσης του εδάφους. Αργότερα καλύφθηκε με χώμα και πάνω της κατασκευάστηκαν τάφοι και άλλα κτίσματα. Οι ταφές κατά την Εποχή του Χαλκού τόσο στο Διμήνι όσο και στο Σέσκλο έχουν πολλές ομοιότητες με τις ταφές των Κυκλάδων. Όσον αφορά τον «λιθικό αιώνα» (Χ. Τσούντας) δεν παρατηρείται καμία ταφή. Όμως στο μεσημβρινοδυτικό τμήμα της ακρόπολης του Διμηνίου, συγκεκριμένα στον τέταρτο περίβολο, βρέθηκαν ανθρώπινα οστά. Δίπλα σε αυτά υπήρχε ένα αγγείο, το οποίο χρονολογείται στο τέλος της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, καθώς είναι χειροποίητο. Ο Β. Στάης κατά το 1901-1905 προέβη σε συστηματικές ανασκαφές μαζί με τον Χ. Τσούντα. Ανακάλυψε συγκεκριμένα έναν μυκηναϊκό τάφο το 1901 και 8 ακόμα τάφους, ενώ ο Τσούντας 11 τάφους, εκ των οποίων ο ένας ήταν μυκηναϊκός. Οι τάφοι αυτοί δεν διέφεραν πολύ με τους «κιβωτοειδείς» της Κρήτης. Ήταν τετράπλευροι, οι πλευρές αυτών αποτελούνταν από τέσσερις μεγάλες πλάκες και πάνω τους τοποθετούνταν μία ακόμα ως κάλυμμα. Οι τάφοι όμως του Διμηνίου αποτελούνταν από πολλές μικρές πλάκες που στέκονταν όρθιες και καλύπτονταν από μία ή δύο μεγαλύτερες πλάκες. Οι τάφοι είχαν συνήθως μήκος από 1.50 έως 2 μ. Οι νεκροί κοίτονταν συνήθως προς την αριστερή πλευρά, το κεφάλι τους έβλεπε προς ανατολικά, τα σκέλη ήταν σε ύπτια σταση συνεσταλμένα προς το στήθος και το χέρι τους κάτω από το κρανίο σαν προσκέφαλο, ενώ το άλλο στεκόταν είτε κοντά στο πρόσωπο είτε στα γόνατα είτε στα πόδια. Είχαν δηλαδή την θέση των κατακειμένων οκλαδίων. Ο νεκρός στεκόταν άλλοτε πάνω σε μικρές πλάκες ή σε
χαλίκια ή και ορισμένες φορές υπήρχε μία μικρή πλάκα ως προσκέφαλο. Συνήθως κάθε τάφος περιείχε έναν νεκρό. Σχετικά με τους Μυκηναϊκούς τάφους που βρέθηκαν στο Διμήνι ο ένας είναι θολωτός και οι άλλοι δύο είναι κατασκευασμενοι από πλάκες. Ο πρώτος που ανακαλύφθηκε από τον Στάη το 1901 περιείχε μέσα δύο ειδώλια μυκηναϊκού τύπου και δύο αγγεία μυκηναϊκής κεραμικής. Επιπλέον, μέσα σε αυτόν βρέθηκε ένα αμαυρόχρωμο αγγείο παλαιότερης τεχνοτροποίας με ερυθρή και μελανή κόσμηση. Ο δεύτερος που ανακαλύφθηκε από τον Τσούντα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του κατεστραμμένος. Περιείχε δύο πρόχους και ένα ειδώλιο όμοιο με αυτά που βρήκε ο Στάης στον πρώτο τάφο. Ο θολωτός τάφος, γνωστός ως Λαμιόσπιτο, που βρέθηκε το 1886 από τους H. Lolling και P. Wolters, είχε πλευρές κατασκευασμένες από αργούς μικρούς λίθους. Το στόμιο του είχε πλάτος 1,60 εώς 1.65 μ., διότι αυξάνεται προς τα μέσα και βάθος 3,25 μ. Οι πλευρές του ήταν κατασκευασμένες από απελέκητες πλάκες αλλά πλακωτές από τη φύση τους και η θύρα του αποτελούνταν από τρεiς μεγάλες πλάκες. Η θόλος εν τέλει είχε διάμετρο 8.30 μ. και αποτελούταν από απελέκητες πλάκες εκ φύσεως πλακωτές. Ωστόσο δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε πηλός για την ένωση των πλακών. Μέσα στη θόλο υπάρχει τετράπλευρο κτίσμα προσκολλημένο σε αυτή, το οποίο καλύπτοτάν από πλάκες που στέκονταν στις πλευρές αυτού και σε ένα ξύλινο δοκάρι. Προκειται για κτιστό τάφο εντός του οικογενειακού θολωτού. Η ειδωλοπλαστική δεν ακολουθεί εξελικτική πορεία, τα ειδώλια του Διμηνίου είναι κατώτερα σε σχέση με αυτά του Σέσκλου. Στο Διμήνι βρέθηκαν 18 πήλινα και 21 λίθινα ειδώλια, οστέινα δεν αποκαλύφθηκαν. Έχουν απλό κορμό, δύο αποφύσεις για χέρια και μία πεπλατυσμένη απόφυση για το κεφάλι. Κάποια ήταν επιχρισμένα με λευκό χρώμα ή ερυθρό. Απαντούν κατά τους Λιθικούς Αιώνες, καθώς δεν εντοπίζονται τέτοια σε κτερίσματα ταφών της Εποχής του Χαλκού. Επομένως δεν παρουσιάζεται πρόοδος στην ειδωλοπλαστική της Θεσσαλίας, αντίθετα γίνεται οπισθοδρομική. Οι μορφές πλέον αποδίδονται σχηματικά και με απλότητα. Εξαφανίζεται η φυσιοκρατική απόδοση των ειδωλίων, όπως παρατηρείται παλαιότερα στο Σέσκλο. Ο Τσούντας συγκεκριμένα ανακάλυψε 7 ειδώλια στις ανασκαφές του, για τα οποία δεν μπόρεσε να δώσει σαφή χρονολόγηση. Εξαίρεση αποτελεί ένα κεφάλι ειδωλίου που βρέθηκε στον αρχαιότερο περίβολο, το οποίο χρονολογείται κατά τις αρχές της 5 ης χιλιετίας. Ωστόσο θεωρεί ότι τα περισσότερα απαντούν στην Εποχή του Λίθου και όχι στον «Χαλκούν Αιώνα».
Πλην δύο εξαιρέσεων, δηλαδή ενός ειδωλίου που απεικονίζει ένα πτηνό και ενός που απεικονίζει ένα τετράποδο ζώο, όλα τα υπόλοιπα αναπαριστούν ανθρώπινες μορφές χωρίς όμως να γνωρίζουμε την ταυτότητα του φύλου τους. Εξαίρεση αποτελεί ένα γυναικείο ειδώλιο, του οποίου το φύλο μαρτυρούν οι μαστοί που αποτυπώνονται στο στήθος. Ωστόσο η τάση απλούστευσης και επικράτησης της σχηματικότητας στις αποδόσεις των μορφών, οφείλεται στην δύσκολη και επίπονη διαδικασία που απαιτεί η επεξεργασία των λίθινων ειδωλίων. Όπως είναι φυσικό, στο οικισμό έχουν βρεθεί λείψανα από εργαλεία και όπλα. Αυτά κατασκευάζονται από λίθο, πυριτόλιθο και οψιανό, εισαγόμενο κυρίως από τη Μήλο και τα Καρπάθια. Όσον αφορά τα λίθινα εργαλεία περιλαμβάνουν τις άτρητες και τις τετριμένες αξίνες, τους σμίλους και τις κεφαλές ροπάλων, ενώ τα εργαλεία και όπλα κατασκευασμένα από πυριτόλιθο και οψιανό περιλαμβάνουν αιχμές βελών και δοράτων, λεπίδες, ξέστρες και πεσσούς σφενδονών. Χρησιμοποιούσαν τις άτρητες αξίνες για την κοπή των ξύλων και το σκάψιμο. Κάποιοι ονομάζουν τα εργαλεία αυτά «πελέκεις», όμως ο όρος περιορίζεται στην κοπή των ξύλων και η ποικίλη χρήση των εργαλείων αυτών δηλώνεται ορθότερα με τον όρο «αξίνα». Χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες. Οι αξίνες πρώτου τύπου είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τις άλλες και έχουν συμμετρικές πλευρές που καταλήγουν σε κοφτερή άκρη. Η πτέρνα, δηλαδή η απέναντι πλευρά απο την κόψη, είναι οξεία. Ωστόσο υπάρχουν αξίνες που έχουν πλατειά πτέρνα. Του δεύτερου τύπου είναι πολύ λεπτές σε σχέση με του πρώτου και πάντα έχουν λεία και στιλβωμένη επιφάνεια. Άλλοτε έχουν συμμετρικές πλευρές και άλλοτε η μία ειναι κυρτή και η άλλη επίπεδη. Όταν οι πλευρές είναι όμοιες η πτέρνα είναι οξεία, όταν όμως είναι ανόμοιες η πτέρνα είναι πλατειά. Του τρίτου τύπου με τετράπλευρη τομή έχουν πλευρές επίπεδες που οξύνονται στο ένα άκρο και σχηματίζουν την κόψη. Η επιφάνεια είναι σχεδόν πάντα λεία και η πτέρνα πλατειά. Τέλος ο τέταρτος τύπος στον οποίο η μία πλευρά είναι επίπεδη ή σχεδόν και η άλλη κυρτή. Έχουν τομή τετράπλευρη,η κόψη είναι λοξή και η επιφάνεια στιλβωμένη. Επιπλέον, υπάρχει μία παραλλαγή του δεύτερου και τέταρτου τύπου, η οποία ενώ έχει όλα τα χαρακτηριστικά του τέταρτου δεν έχει επίπεδη την μία πλευρά, αλλά κυρτή. Όλοι οι τύποι απαντούν και στο Διμήνι και στο Σέσκλο. Στο Διμήνι όμως έχουν βρεθεί μόνο οι τρεις πρώτοι τύποι και από την παραλλαγή του τέταρτου μόνο δύο αξίνες. Κατασκευάζονται από οφίτη, γρανίτη, ίασπι, κερατόλιθο κ.α. Οι πολυτιμότεροι φτιάχνονταν από ιάδειτο και μελαφύρο, σε αυτούς παρατηρείται και η χρήση του τροχού. Οι μεγαλύτερες έχουν μέγεθος 14 εκατοστά, ενώ οι μικρότερες 2 εκατοστά. Δεν είχαν λαβή, τις έπιαναν με τα δάκτυλα, γι αυτό και είχαν κοιλότητες, δηλαδή βαθουλώματα. Ωστόσο στο Διμήνι έχει βρεθεί στο «Μέγαρο Α» λαβή από κέρατο ελαφιού, στην άκρη του οποίου τοποθετούταν μία αξίνα τρίτου τύπου. Στο Σέσκλο βρέθηκαν δύο τέτοια κέρατα, ένας με δευτέρου βαθμού αξίνα
και ένας με μία μισή αξίνα, που είχε τετράπλευρη πτέρνα. Στην τάφρο του Διμηνίου βρέθηκε ένας αυλός από κέρατο, στο ένα άκρο ήταν κλειστός, ενώ στο άλλο είχε οπή για να τοποθετείται η αξίνα, η οποία έλλειπε. Επίσης στη μέση είχε διαμπερές τμήμα, στο οποίο τοποθετούταν στείλος ως λαβή. Βρέθηκαν επίσης σμίλοι, οι οποίοι ήταν στενοί και επιμήκεις. Έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους τέσσερις τύπους των αξινών, ίδιο σχήμα και ίδια κόψη. Επιπλέον όσον αφορά τις τετριμένες αξίνες, στο Διμήνι ανακαλύφθηκαν μόνο τέσσερις από τον Στάη, διότι ανήκουν μάλλον στην εποχή της Χαλκοκρατίας. Είναι μονόστομοι, χρησιμοποιούνται ως πελέκεις, έχουν τομή τετράπλευρη και η πτέρνα τους είναι παχειά, ενώ κάποιες φορές κυρτή. Σχετικά με τις κεφαλές ροπάλων, 12 εντοπίζονται στο Διμήνι εκ των οποίων οι δύο είναι άρτιες και 10 στο Σέσκλο εκ των οποίων πάλι υπάρχουν δύο άρτιες. Έχουν σχήμα κωνιακό, απιοειδές και σφαιρικό είτε κανονικό είτε πεπιεσμένο. Η διάμετρός τους φτάνει τα 3-7 εκατοστά και αποτελούνται κυρίως από λευκό τιτανόλιθο. Απαντούν στα νεότερα στρώματα, δηλαδή στην Εποχή του Χαλκού, ωστόσο βρίσκονται σε χρήση από τα τέλη της Εποχής του Λίθου. Οι αιχμές των βελών και των δοράτων, οι λεπίδες αλλά και οι ξύστρες είναι εργαλεία από πυρίτιο και οψιανό. Σχετικά με τις αιχμές των βελών βρέθηκαν μόνο δύο από πυριτόλιθο, ενώ οι υπόλοιπες ήταν από οψιανό. Υπάρχουν δύο τύποι, «ο μετά μίσχου» και «ο μετα εντομής» στην πτέρνα. Οι πρώτες είναι παλαιότερες, ενώ ο δεύτερος τύπος νεότερος, καθώς τον συναντάμε στη Μυκηναική Εποχή. Επιπλέον ο πρώτος τύπος απαντά μόνο στο Σέσκλο. Σπάνια εντοπίζουμε λεπίδες στο Διμήνι, συχνότερα στο Σέσκλο. Είναι κατασκευασμένες από πυρίτιο και, συχνότερα, από οψιανό. Έχουν ερυθρό, κίτρινο, τεφρό, λευκοκίτρινο και γαλακτώδες χρώμα. Οι λεπίδες οψιανού είναι μικρότερες, ενώ του πυριτίου έχουν μήκος 11 εκατοστά. Βρέθηκαν τρεις πυρήνες απο μελανότεφρο οψιανό στο Διμήνι, που προέρχεται από τη Μήλο και τα Καρπάθια. Το πυρίτιο δεν παράγεται σε καλή ποιότητα στη Θεσσαλία. Στα νεότερα στρώματα του «Λιθικού Αιώνα» εντοπίζονται στο Διμήνι δύο πεσσοί σφενδονών, ενώ στο Σέσκλο 11. Έχουν σχήμα ελιάς και η επιφάνεια τους είναι τραχεία και λεία. Το μήκος τους κυμαίνεται από 4-8 εκατοστά. Στα παλαιότερα στρώματα παρατηρούνται ίδιοι πεσσοί από πηλό μικρότερου μεγέθους, γι' αυτό το σχήμα τους είναι ήδη γνωστό. Στο Διμήνι διατηρούνται οι κεραμικές μορφές των προηγούμενων φάσεων. Εμφανίζονται ωστόσο νέα διακοσμητικά θέματα. Αυτά που προέρχονται από το Σέσκλο είναι τα μαιανδροειδή, το αβακωτό, τα βαθμιδωτά, η σπείρα κ.α. Η μεγάλη χρήση του μαιάνδρου και της σπείρας κάνει την φάση αυτή ιδιαίτερη. Για πρώτη
φορά διαχωρίζονται τα τεκτονικά μέρη του αγγείου, αλλά και ενσωματώνεται η σπείρα στο μαιανδρικό σύστημα. Η εξωτερική διαγράμμιση των κοσμημάτων δείχνει ότι πρώτα είχαν δοκιμάστει τα διακοσμητικά θέματα σε ξύλο και άλλα υλικά, πριν χρησιμοποιηθούν στην διακόσμηση των αγγείων. Όσον αφορά την τυπολογία στο Διμήνι απαντούν σκύφοι, αμφορείς, καρποδόχες, φιάλες και άλλα. Η κεραμική χωρίζεται σε τρία είδη, τη γραπτή, τη μελανοστεφή και την εγχάρακτη. Η γραπτή είναι πολυπληθέστερη, αποτελεί το 60% του συνόλου των αγγείων και χρονολογείται κατα την Αρχαιότερη Νεολιθική. Εντοπίζεται στο βαθύτερο στρώμα 3,15 μ. Υπάρχουν δύο τρόποι για την διακόσμηση της γραπτής κεραμικής, είτε μέσω της διαδικασίας της γραφής είτε μέσω της ξέσης. Με τον πρώτο τρόπο τα θέματα αποτυπόνωνται πάνω σε καθαρό πηλό ή συνηθέστερα πάνω σε λευκό επίχρισμα. Έχουν λευκό ή ερυθρό χρώμα, τα οποία εγγράφονται σε ερυθρή ή λευκή επιφάνεια αντίστοιχα. Υπάρχει ποικιλία και ελευθερία διακοσμητικων θεμάτων. Τα θέματα αυτά χωρίζονται σε γραμμικά και ελεύθερα. Τα ελεύθερα προέρχονται απο τον ζωικό και φυτικό κόσμο και έχουν κινητικότητα. Αντίθετα, στα γραμμικά θέματα υπάρχει γεωμετρισμός. Σπανιότερος είναι ο δεύτερος τρόπος. Συμφωνα με αυτόν η επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται αρχικά με χρώμα και έπειτα με τη διαδικασία της ξέσης διαμορφώνονται τα θέματα. Όσον αφορά τη διακόσμηση δεν υπάρχει ποικιλομορφία θεμάτων, περιορίζεται σε ανοργάνωτες παράλληλες γραμμές, που ορισμένες φορές σχηματίζουν τρίγωνα. Ήταν μία δύσκολη τεχνική, η οποία θα ξανά εμφανιστεί κατα την Μέση Νεολιθική εποχή, πλέον δημοφιλέστερη. Τα αγγεία της μελανόστεφης κεραμικής, γνωστής ως black topped, αποτελούν το 30% του συνόλου των αγγείων. Η ποιότητα της κεραμικής αυτής είναι ανώτερη της γραπτής. Ο πηλός είναι καθαρός και καλύτερης ποιότητας, ωστόσο υπάρχουν και αγγεία κατώτερης ποιότητας με ακάθαρτο πηλό. Για την κατασκευή τέτοιων αγγείων χρειάζεται ιδιαίτερη τεχνογνωσία, όπως η διαδικασία της όπτησης αλλά και η γνώση της αλλαγής που επιφέρει στο χρώμα των αγγείων. Σε αυτή την κατηγορία υπάρχει ένας μόνο τρόπος διακόσμησης, δηλαδή το αγγείο μελανώνεται στο εσωτερικό και στα χείλη με μελανή ταινία ή ανάποδα τρίγωνα. Η μελανόστεφη κεραμική χωρίζεται σε 4 κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία τα αγγεία έχουν επιφάνεια λευκή ή υπόλευκη και στιλβωμένη, ενώ το εσωτερικό μελανώνεται, το χείλος αυτών διακοσμείται με μελανή ταινία ή με τρίγωνα. Στη δεύτερη κατηγορία η εξωτερικη επιφάνεια διατηρεί το χρώμα του πηλού, είναι στιλβωμένη και φέρει την ίδια διακόσμιση με την πρώτη κατηγορία. Στην τρίτη η εξωτερική επιφάνεια διατηρεί το χρώμα του πηλού, παραμένει αστίλβωτη και η διακόσμηση είναι επίσης ίδια με τις άλλες κατηγορίες. Στην τέταρτη, η εξωτερική επιφάνεια είναι επιχρισμένη με λευκό ή τεφρό χρώμα και πάλι φέρει ίδια διακόσμηση. Ωστόσο η μελανόστεφη κεραμική δεν διαφέρει από την γραπτή, καθώς ο διακοσμητικός της κόσμος είναι ήδη γνωστός από αυτήν. Επομένως, οι ίδιοι κεραμείς εφάρμοζαν και
τις δύο τεχνικές, καθώς έχουν βρεθεί αγγεία γραπτής και μελανόστεφης κεραμικής σε ίδια στρώματα. Ίσως μάλιστα σε ορισμένες περιοχές να προηγείται της γραπτής. Σύμφωνα με το τρίτο είδος, την εγχάρακτη κεραμική, τα αγγεία κατασκευάζονται κυρίως από πηλό με βαθύ χρώμα και σπανιότερα με ερυθρό ή τεφρό. Κατα κύριο λόγο, ο πηλός αυτός είναι καθαρός. Τα τοιχώματα των αγγείων αυτών είναι παχειά, αλλά ωστόσο δεν φαίνονται χοντροκομμένα. Το πλάσιμο και η διακόσμιση γινόταν με ιδιαίτερη προσοχή. Η αίσθηση ότι τα αγγεία αυτά απαντούν σε μία κατώτερη κεραμική οφείλεται στο βαθύ χρώμα του πηλού. Τα θέματα σε αντίθεση με την γραπτή δεν έχουν ούτε ποικιλία ούτε ελευθερία. Με βάση τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι κεραμείς για την χάραξη των κοσμημάτων, τα διακοσμητικά θέματα χωρίζονται σε κατηγορίες. Συγκεκριμένα παρατηρούνται αυτά που κατασκευάζονται με την ονυχωτή διακόσμηση, από νυγμό του δείκτη ή του μεγάλου δακτύλου, από εργαλεία που έχουν πλατειά ή οξεία αιχμή και από εργαλεία που έχουν αμβλεία ομαλή ή ανώμαλη στην απόληξη. Συνοπτικά, το Διμήνι είναι ένας τέλεια οργανωμένος νεολιθικός αγροτικός οικισμός. Οι άνθρωποι του οικισμού ήταν καρποσυλλέκτες, γεωργοί, κτηνοτρόφοι και μερικοί ίσως να ασχολούνταν με την αλιεία. Οι έξι περιβόλοι που περιβάλλουν την ακρόπολη αποτελούν μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο, που συμβάλλει στη χωροταξική οργάνωση. Γύρω από την κεντρική αυλή και μεταξύ των περιβόλων αναπτύσσονται οικίες, εργαστήρια και τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές. Σχετικά με τα ευρήματα των ανασκαφών βρέθηκαν εργαλεία από λίθο, οψιανό και πυρίτιο, κοσμήματα, ειδώλια και πλήθος αγγείων γραπτής, εγχάρακτης και μελανόστεφης κεραμικής. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τσούντας Χ., 1908. «Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου», Αθήναι, Σακελλάριος. Δημήτρης Ρ. Θεοχάρης, 1981. «Νεολιθικός Πολιτισμός. Σύντομη επισκόπηση της Νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης, 1993, «Το Νεολιθικό Διμήνι», Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης, 1995, «Αναλογίες», Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη. Στρατής Παπαδόπουλος, 2016. «Οικιστική Οργάνωση στην Προιστορική Ελλάδα», Εκδόσεις Αθανασίου Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη. http://efamagvolos.culture.gr/index.html