κ ε φ ά λ α ι ο 1 Εισαγωγή 1.1 Πολλαπλασιαστικό Υλικό Κηπευτικών και η Σημασία της Σποροπαραγωγής Τα κηπευτικά είναι τομέας μεγάλης οικονομικής σημασίας για τη χώρα μας. Τα κηπευτικά, καλλιέργειες αναπόσπαστα δεμένες με τη γη και τις συνήθειες του λαού μας, απασχολούν σήμερα πάνω από 1,8 εκατομμύρια στρέμματα υπαίθρια και πάνω από 130.000 στρέμματα υπό κάλυψη, δίνοντας στο σύνολό τους μια παραγωγή που πλησιάζει τα 5 εκατομμύρια τόνους. Περισσότερες από 35 διαφορετικές καλλιέργειες κηπευτικών δίνουν μια ποικιλία προϊόντων, που διαμορφώνουν το διατροφικό πρότυπο του λαού μας και μπορούν να αναγάγουν τα κηπευτικά σε τομέα χρυσοφόρο για την Εθνική Οικονομία μας. Οι ανάγκες των κηπευτικών καλλιεργειών σε πολλαπλασιαστικό υλικό καλύπτονται κυρίως με εισαγωγή ξένων ποικιλιών και υβριδίων και ελάχιστα με ελληνικές ποικιλίες. Το ελεγχόμενο πολλαπλασιαστικό υλικό των κηπευτικών αντιπροσωπεύει ίσως λιγότερο από 30% της συνολικής διακινούμενης ποσότητας, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό προέρχεται από ανεξέλεγκτες πηγές. Η σημασία του πολλαπλασιαστικού υλικού για τις κηπευτικές καλλιέργειες της χώρας μας είναι τεράστια. Πρόκειται για υλικό μεγάλης χρηματικής αξίας. Η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του καθορίζουν αποφασιστικά
κεφάλαιο 1 την εξέλιξη και την τελική παραγωγή των κηπευτικών καλλιεργειών, ενώ η χρήση ακατάλληλου πολλαπλασιαστικού υλικού έχει πολλαπλασιαστικές αρνητικές επιπτώσεις για το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα των κηπευτικών καλλιεργειών και όχι ανάλογες της χρηματικής αξίας του υλικού. Σήμερα, προβάλλει αναγκαία η αναβάθμιση της ποιότητας των παραγόμενων κηπευτικών προϊόντων. Είναι υπαρκτή η στροφή που εκδηλώνεται προς τα επώνυμα προϊόντα, τα ποιοτικά προϊόντα με σταθερά και εγγυημένα χαρακτηριστικά, προς τα προϊόντα με ταυτότητα. Στην αναβάθμιση αυτή ο ελεγμένος σπόρος αποτελεί ανάγκη εκ των ων ουκ άνευ, προκειμένου να παραχθούν τα αναφερόμενα ποιοτικά προϊόντα. Η ανάπτυξη της σποροπαραγωγής πρέπει να στηρίζεται: α. Στη γνώση πάνω στην παραγωγή, στην τεχνολογία και στην εμπορία των σπόρων. β. Στον εφοδιασμό των παραγωγικών τάξεων με βελτιωμένες ποικιλίες, προσαρμοσμένες στις συνθήκες καλλιέργειάς τους. γ. Σε μια σύγχρονη νομοθεσία πάνω στην οργάνωση της παραγωγής και εμπορίας των σπόρων. δ. Σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου της ποιότητας των παραγόμενων και διακινούμενων σπόρων. Πρέπει να τονισθεί ότι η νομική και διαδικαστική πλευρά της παραγωγής και εμπορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού είναι πολύπλοκη και ιδιαίτερα εκτεταμένη, έχοντας το χαρακτηριστικό να εξελίσσεται διαρκώς, ακολουθώντας τη σχετική επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Η γνώση της, εκτός του ότι είναι απαραίτητη, είναι και εξίσου σημαντική με την τεχνολογία παραγωγής, αποθήκευσης, διακίνησης και εμπορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού. 1.2 Εμπόριο Σπόρων, Νόμοι και Εξέλιξη της Σποροπαραγωγής Το εμπόριο των σπόρων άρχισε στα μέσα του 19 ου αιώνα από Ευρωπαίους, κυρίως μεγάλους καλλιεργητές, που είχαν περίσσευμα σπόρων κυρίως σιτηρών και κτηνοτροφικών φυτών για να τους διαθέσουν σε άλλους καλλιεργητές που τους είχαν ανάγκη. Η επάρκεια σε σπόρους ποιότητας απασχολεί τόσο τις Κυβερνήσεις των κρατών όσο και τους διεθνείς Οργανισμούς. Οι σπόροι σποράς με πολύ γρήγορους ρυθμούς έγιναν αντικείμενο του παγκόσμιου εμπορίου και πεδίο ενδιαφέροντος για διεθνείς οργανισμούς, κυβερνήσεις και πολυ- 16
Εισαγωγή εθνικές εταιρείες, που σε μεγάλο βαθμό ελέγχουν την έρευνα, την παραγωγή και την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού. Από τότε που η παραγωγή σπόρων έπαψε να αποτελεί πρόβλημα του κάθε παραγωγού και οι σπόροι εισήλθαν στο κύκλωμα του διεθνούς εμπορίου, γεννήθηκε και η ανάγκη για την εκτίμηση της ποιότητάς τους, με τη μέτρηση διαφόρων ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών. Οι μέθοδοι εκτίμησης βασίζονται στην επιστημονική γνώση των σπόρων και στην εμπειρία που αποκτήθηκε και ακολουθούν κανονισμούς που έχουν θεσπίσει διεθνείς οργανισμοί (FAO, OOΣΑ κ.ά.). Στόχος αυτών των κανονισμών είναι η εφαρμογή κοινών κριτηρίων για την εκτίμηση, τους ελέγχους, τη δειγματοληψία κ.ά., έτσι ώστε τα αποτελέσματα του ελέγχου να μπορούν να επαληθεύονται ανεξάρτητα από το εργαστήριο και τη χώρα που πραγματοποιούνται και να είναι κοινώς αποδεκτά. Πρωτοπόροι για τη νομοθετική πλαισίωση της παραγωγής και εμπορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού υπήρξαν οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί από τις αρχές του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερα πολύ νωρίς, οι Ολλανδοί σποροπαραγωγοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να αποκτήσουν εγκυρότητα τα προϊόντα τους. Από αυτή την ανάγκη δημιουργήθηκε μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο ένας ημικρατικός οργανισμός, που έκανε την πιστοποίηση των σπόρων σποράς. Οι σπόροι σποράς των κηπευτικών (πλην πατάτας) που διακινούνται στην ευρωπαϊκή αγορά είναι κατηγορίας standard και όχι πιστοποιημένοι, όπως οι σπόροι των υπόλοιπων γεωργικών ειδών. Η βασική διαφορά στην παραγωγή των σπόρων μεταξύ standard και πιστοποιημένων είναι ότι, για την κατηγορία standard δεν είναι απαραίτητος ο κρατικός καλλιεργητικός έλεγχος των σποροκαλλιεργειών (από τους πιστοποιητές των ΚΕΠΠΥΕΛ), σε αντίθεση με τους πιστοποιημένους σπόρους. Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες, το 1969 στην τότε ΕΟΚ των 6 χωρών κατά τις συζητήσεις που κατέληξαν στην αρχική Οδηγία 70/458/ ΕΟΚ «περί εμπορίας σπόρων σποράς κηπευτικών» υπερίσχυσε η ολλανδική άποψη της θεσμοθέτησης της κατηγορίας standard, πέραν της κατηγορίας των πιστοποιημένων σπόρων. Η αντίσταση των Ιταλών για καθιέρωση μόνο της κατηγορίας των πιστοποιημένων σπόρων δεν έφερε αποτέλεσμα. Το γεγονός αυτό είχε καταλυτική επίδραση στην ευρωπαϊκή παραγωγή των σπόρων των κηπευτικών. Οι σπόροι standard επεκράτησαν πλήρως, λόγω του χαμηλότερου κόστους. Παράγονταν κυρίως από ολλανδικές επιχειρήσεις σπόρων στην Ανατολική Αφρική (Κένυα, Τανζανία) και μεταφέρονταν στο Άμστερνταμ για επεξεργασία και τυποποίηση από τις επιχειρήσεις και έλεγχο ως standard από την Ολλανδική Υπηρεσία Πιστοποίησης. Έτσι κατέληξε, «η μεγαλύτερη περιοχή παραγωγής σπόρων να είναι...η προκυμαία του Άμστερνταμ» όπως και σκωπτικά αναφερόταν! 17
κεφάλαιο 1 Εάν δεν είχε θεσμοθετηθεί η κατηγορία standard, τότε οι πιστοποιημένοι σπόροι θα παράγονταν κυρίως στον Ευρωπαϊκό Νότο, λόγω κλιματικού συγκριτικού πλεονεκτήματος. Οι αφρικανικές υπηρεσίες πιστοποίησης σπόρων δεν είχαν τις προϋποθέσεις για αναγνώριση «ισοδυναμίας καλλιεργητικών ελέγχων» που απαιτούσε η τότε ΕΟΚ. Έτσι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, χώρες που εντάχθηκαν αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απεδέχθησαν την παραπάνω δυσμενή κατάσταση ως «κοινοτικό κεκτημένο». Το πόσο είναι σημαντική η νομοθετική υποδομή για την ανάπτυξη του τομέα του πολλαπλασιαστικού υλικού, το απέδειξαν τα πρώτα ελληνικά νομοθετήματα, χρονολογημένα από το 1937. Είναι γνωστό ότι μέχρι τη 10ετία του 1930 η χώρα μας ήταν ελλειμματική σε σιτηρά. Το 1937 έγινε ο πρώτος νόμος, ο Α.Ν. 825/1937 «Περί οργανώσεως σποροπαραγωγής σιτηρών, κτηνοτροφικών φυτών και οσπρίων», ο οποίος συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το Ν.. 1348/42. Τα νομοθετήματα αυτά αποτέλεσαν τις στέρεες βάσεις για την επίτευξη της περίφημης «σιτάρκειας» κατά τη 10ετία του 1950 και τη γενικότερη στη συνέχεια ανάπτυξη της σιτοκαλλιέργειας στη χώρα μας. Υπήρξε η άποψη ότι η νομοθεσία αυτή έπρεπε να αλλάξει από τις αρχές της 10ετίας του 1970, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας και των παραδοσιακών διαδικασιών. Στο μη έγκαιρο εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας αποδίδονται δυσμενείς καταστάσεις, όπως εισαγωγές σπόρων, προοδευτική εξάρτηση από το εξωτερικό για τις ανάγκες σποράς και φύτευσης της χώρας, δυσκολίες στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, προοδευτική αύξηση της διαφοράς ποιότητας των τελικών προϊόντων σε βάρος μας έναντι των ανταγωνιστριών χωρών. Για τα κηπευτικά, από της σύστασης της πρώην κρατικής σποροπαραγωγής το 1943 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960, οι σπόροι σποράς όλων των κηπευτικών παράγονταν στη χώρα μας, με ποικιλίες της Γεωργικής Έρευνας του Υπουργείου Γεωργίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και σταδιακά άρχισαν οι εισαγωγές ξένων σπόρων κηπευτικών, που στο τέλος της δεκαετίας αυτής σχεδόν εκτόπισαν όλους τους ελληνικούς σπόρους σποράς από την ελληνική αγορά. Ο ιδιωτικός βίος της σποροπαραγωγής ξεκινά από 1-1-1986, οπότε η είσοδος της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ και η εκπνοή της πενταετούς μεταβατικής περιόδου επέβαλε την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου και το άνοιγμα της αγοράς των σπόρων. Σήμερα ολόκληρη σχεδόν η ελληνική αγορά σπόρων σποράς έχει κατακτηθεί από ξένες ποικιλίες και σπόρους. Η ελληνική σποροπαραγωγή υποχώρησε με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν οι εισαγωγές και η παραοικονομία (παραγωγή μη πιστοποιημένη, παραεμπορία). 18
Εισαγωγή Το Σεπτέμβριο του 1985 ψηφίστηκε ο Νόμος 1564/85 που αποτελεί το Νόμο-Πλαίσιο, σταθμό για το πολλαπλασιαστικό υλικό. Ο Ν. 1564/85 αντικατέστησε όλες τις παλαιές σχετικές διατάξεις, αλλά ταυτόχρονα είναι πιο ευρύς, γιατί αγκαλιάζει όλο το φάσμα του πολλαπλασιαστικού υλικού, ξεκινάει από τους φυτογενετικούς πόρους και καταλήγει μέχρι και τη χρήση του πολλαπλασιαστικού υλικού από τον καλλιεργητή. Ο νόμος αυτός μπορεί και σήμερα να γίνει ο κυριότερος μοχλός για μια νέα άνθηση της ελληνικής γεωργίας. Μπορεί να αναγάγει τη χώρα μας σε διεθνές κέντρο παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού με πολλές εξαγωγές, αφού η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα που συνδυάζει άριστες κλιματολογικές συνθήκες και ιδεώδη γεωγραφική διαμόρφωση για το σκοπό αυτό. Ιδιαίτερα σήμερα, που σε άλλες χώρες λαμβάνουν χώρα σοβαρές εξελίξεις και η έρευνα στρέφεται γύρω από το πολλαπλασιαστικό υλικό. Σήμερα, παγκόσμιες εταιρείες δραστηριοποιούνται έντονα στην έρευνα, παραγωγή και εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού. 1.3 ιαχειριστικό Πλαίσιο του Φυτικού Πολλαπλασιαστικού Υλικού Το διαχειριστικό πλαίσιο για το πολλαπλασιαστικό υλικό είναι από τα πλέον εκτεταμένα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς. Γενικά το φυτικό πολλαπλασιαστικό υλικό αποτελεί τρεις ενότητες, με διακριτά όρια μεταξύ τους: Πολλαπλασιαστικό Υλικό Κηπευτικών. Σπόροι σποράς Φυτών Μεγάλης Καλλιέργειας και Αρωματικών-Φαρμακευτικών Φυτών. Πολλαπλασιαστικό Υλικό ενδρωδών, Αμπέλου και Καλλωπιστικών. Η παρουσίαση του πλαισίου διαχείρισης κάθε μιας από τις πιο πάνω ενότητες απαιτεί μελέτη βάθους. Το παρόν βιβλίο αναφέρεται στο Πολλαπλασιαστικό Υλικό Κηπευτικών. Όπως αναφέρει ο τίτλος, το βιβλίο αυτό διαπραγματεύεται τις οργανωτικές, διαδικαστικές και νομικές πτυχές της παραγωγής και της εμπορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού των κηπευτικών φυτών, δηλαδή τη διαχείριση της παραγωγής και της εμπορίας. εν ασχολείται με την τεχνολογία παραγωγής των σπόρων κηπευτικών, που πρέπει να αποτελέσει γνωστικό αντικείμενο ενός ξεχωριστού βιβλίου, με αντικείμενα την επεξεργασία, τη συσκευασία και την αποθήκευση, προκειμένου οι σπόροι να διακινηθούν στο εμπόριο. 19
κεφάλαιο 1 Πιστεύουμε ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στο βιβλίο αυτό έχουν διαχρονική σημασία και χρησιμότητα. Επισημαίνουμε ότι το διαδικαστικό της διαχείρισης του πολλαπλασιαστικού υλικού και της σποροπαραγωγής των κηπευτικών όπως και του υπόλοιπου φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού ήταν σταθερό επί τέσσαρες δεκαετίες πριν τις αλλαγές του 1985 και από τότε εν πολλοίς σταθερό μέχρι σήμερα. Προσθήκες ή μεταβολές στο όλο πλαίσιο γίνονται μόνον όταν υπάρχουν σημαντικές πρόοδοι της επιστήμης ή αλλαγές στους στόχους των κρατών-μελών. Θεωρούμε ότι, τα στοιχεία που παρέχονται έχουν διαχρονική σημασία και χρησιμότητα, αφού ο μελετητής του πονήματος θα αποκτήσει στέρεα βάση για όλο το πλαίσιο που διέπει το πολλαπλασιαστικό υλικό στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς. Πάνω σ αυτό το πλαίσιο θα μπορεί εύκολα να κατανοεί και να ενσωματώνει στη γνώση του κάθε μετέπειτα τροπολογία και επέκταση του συστήματος. Προφανώς και για ό,τι αφορά ιδιαίτερα τις ελληνικές ποικιλίες των κηπευτικών, το πολλαπλασιαστικό αυτό υλικό έχει πάντα τη δική του διαχρονική σημασία και χρησιμότητα. Στο παρόν βιβλίο συμπεριλαμβάνεται και ο πατατόσπορος, καθότι στη χώρα μας η πατάτα θεωρείται κηπευτικό, σε αντίθεση με τις χώρες της Βόρειας και υτικής Ευρώπης, όπου η πατάτα συγκαταλέγεται στα γεωργικά είδη και αντιμετωπίζεται ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Στη χώρα μας η πατάτα περιλαμβάνεται στα λαχανοκομικά είδη και αντιμετωπίζεται ως κηπευτικό είδος. Στο βιβλίο δεν περιλαμβάνεται η φράουλα, γιατί τόσο στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα όσο και στη χώρα μας συγκαταλέγεται και αντιμετωπίζεται ως μικρό οπωροφόρο είδος. 20