ΥΠΕΡΕΤΗΣΙΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΜΑΚΡΟΦΥΚΗ ΤΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ: ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1998-2011 Μπαλανίκα Κ. 1,2, Κονίδα Κ. 1,2, Τσιάμης Κ. 1,2, Σαλωμίδη Μ. 2, Παναγιωτίδης Π. 2 1 Τμήμα Βιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, balanika_k@hotmail.com 2 Ινστ. Ωκεανογραφίας, Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, ppnaga@ath.hcmr.gr Περίληψη Τα μακροφύκη της ανώτερης υποπαράλιας ζώνης χρησιμοποιούνται ευρέως για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας και των μακροπρόθεσμων αλλαγών σε ένα παράκτιο οικοσύστημα. Ο Σαρωνικός κόλπος υπήρξε μια από τις πιο επιβαρυμένες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα με τη λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού της Ψυττάλειας στα τέλη του 90, ξεκίνησε η μελέτη των μακροφυκών της περιοχής. Κάθε χρόνο συλλέγονταν μέσω της «καταστροφικής» μεθόδου τρία εποχικά δείγματα από σταθμούς δειγματοληψίας κατά μήκος των ακτών του κόλπου. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια σαφή μείωση τόσο των νιτρόφιλων χλωροφυκών όσο και της συνολικής φυτοκάλυψης, γεγονός που υποδεικνύει τον σταδιακό περιορισμό του ευτροφισμού του Εσωτερικού Σαρωνικού. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, μείωση παρουσίασαν και οι πληθυσμοί του φαιοφύκους Cystoseira που θεωρούνται ως εμβληματικά είδη των καθαρών νερών. Ωστόσο, η μείωση σε αυτή την περίπτωση οφείλεται σε παράγοντες όπως η υπερβόσκηση από τους αχινούς και η καταστροφή των ενδιαιτημάτων. Συνεπώς, με βάση τα μακροφύκη καταγράφηκε σαφής τάση βελτίωσης της οικολογικής ποιότητας του Σαρωνικού κόλπου. Ωστόσο, η πληθυσμιακή αύξηση και η επέκταση της μητροπολιτικής περιοχής των Αθηνών προς την ανατολική Αττική θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την μέχρι τώρα πορεία με αμφίβολα αποτελέσματα για το μέλλον. Λέξεις κλειδιά: οικολογική ποιότητα, νιτρόφιλα χλωροφύκη, Cystoseira. LONG-TERM CHANGES OF MARINE MACROALGAE OF SARONIKOS GULF: DATA FROM THE YEARS 1998-2011 Balanika K. 1,2, Konida K. 1,2, Tsiamis K. 1,2, Salomidi M. 2, Panayotidis P. 2 1 Biology Dptm., University of Athens, balanika_k@hotmail.com 2 Institute of Oceanography, Hellenic Centre for Marine Research, ppnaga@ath.hcmr.gr Abstract Marine macroalgae of the upper sublittoral zone are widely used for assessing the ecological quality and long-term changes in a coastal ecosystem. The Saronikos Gulf was considered as one of the most polluted areas of the Eastern Mediterranean Sea. Along with the waste treatment plan of Psittalia in the late '90s, the monitoring of Saronikos macroalgae began. Every year three seasonal samples were collected by the destructive method from the sampling sites along the Gulf s coastline. The results revealed a clear reduction of both nitrophilous algae and the overall algal coverage, suggesting a gradual improvement in the trophic status of the Inner Saronikos Gulf. Nevertheless, the populations of Cystoseira, which are considered to be emblematic species of pristine ecosystems, were also reduced. This reduction of Cystoseira populations is connected to sea-urchin overgrazing and habitat destruction. In conclusion, a clear trend towards improved environmental quality was recorded based on macroalgal populations; however, the increase of population and the expansion of Athens metropolitan area towards eastern coasts of Attica could jeopardize the progress so far with unpredictable consequences. Keywords: ecological quality, nitrophilous algae, Cystoseira.
1. Εισαγωγή Τα θαλάσσια μακροφύκη συνίστανται από εξελικτικά κατώτερους φυτικούς οργανισμούς οι οποίοι διακρίνονται σε τρεις βασικές ομάδες (Χλωροφύκη, Φαιοφύκη και Ροδοφύκη). Αναπτύσσονται πάνω σε βραχώδες υπόστρωμα σχηματίζοντας καλά οργανωμένες βιοκοινωνίες, με χαρακτηριστική σύνθεση, δομή και λειτουργία (Pérès & Picard, 1964). Τα μακροφύκη παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία στις εκάστοτε αλλαγές των περιβαλλοντικών συνθηκών με αποτέλεσμα να αποτελούν έναν αξιόπιστο δείκτη της οικολογικής κατάστασης του παράκτιου χώρου (Lovett Doust et al. 1994; Ferrat et al. 2003). Ιδιαίτερα τα μακροφύκη της ανώτερης υποπαράλιας ζώνης, που ζουν σε μικρό βάθος (< 1 μέτρο) πάνω στα βράχια της ακτής, θεωρούνται από τους καλύτερους βιοδείκτες ποιότητας των νερών. Σε περιοχές με έντονη ανθρωπογενή επίδραση τα μακροφύκη της ανώτερης υποπαράλιας ζώνης χαρακτηρίζονται από την επικράτηση οργανισμών που ακολουθούν την r-στρατηγική, δηλαδή εφήμερα είδη με ταχείς ρυθμούς αύξησης και υψηλό δυναμικό αναπαραγωγής. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα Νιτρόφιλα Χλωροφύκη και συγκεκριμένα αντιπρόσωποι των γενών Ulva, Enteromorpha και Cladophora. Η ανάπτυξη των φυκών αυτών ενισχύεται κάτω από συνθήκες υψηλού οργανικού φορτίου και περίσσειας θρεπτικών συστατικών. Η υπέρμετρη παρουσία τους σε ένα θαλάσσιο περιβάλλον αποτελεί ένδειξη υποβαθμισμένης οικολογικής ποιότητας. Αντίθετα, σε αδιατάραχτες περιοχές η βλάστηση κυριαρχείται από μεγάλα Φαιοφύκη, όπως τα είδη του γένους Cystoseira (Ballesteros, 1984). Ο Σαρωνικός κόλπος υπήρξε μια από τις πιο επιβαρυμένες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου σαν αποτέλεσμα της αυξανόμενης αστικής ρύπανσης της Αθήνας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 20 ου αιώνα. Για το λόγο αυτό, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε η λειτουργία των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού των λυμάτων στην Ψυτάλλεια. Παράλληλα, ξεκίνησε και η μελέτη των μακροφυκών της περιοχής προκειμένου να αποτυπωθεί η πορεία της οικολογικής ποιότητας του Σαρωνικού κόλπου. Η συγκεκριμένη εργασία συνοψίζει τα δεδομένα που προέκυψαν και παρουσιάζει τις τάσεις στους πληθυσμούς των μακροφυκών του Σαρωνικού κόλπου τα τελευταία 13 χρόνια παρακολούθησής του. 2. Υλικά και Μέθοδοι Για τη μελέτη των μακροφυκών σκληρού υποστρώματος του παράκτιου χώρου του Σαρωνικού κόλπου επιλέχθηκαν οκτώ σταθμοί δειγματοληψίας στην ανώτερη υποπαράλια ζώνη του θαλάσσιου μετώπου της περιοχής, όπως φαίνεται στην Εικόνα 1. Κάθε χρόνο, από το έτος 1998 έως σήμερα, λαμβάνονταν εποχικά δείγματα (Μάρτιος, Ιούνιος, Σεπτέμβριος) από κάθε σταθμό. Τα δείγματα των μακροφυκών συλλέχθηκαν με ελεύθερη κατάδυση από σχεδόν οριζόντιες επιφάνειες βράχων στην ανώτερη υποπαράλια ζώνη, δηλαδή σε βάθος 30-50 cm από την κατώτατη στάθμη της θάλασσας. Εφαρμόστηκε η συμβατική μέθοδος δειγματοληψίας («καταστροφική» δειγματοληψία), κατά την οποία πραγματοποιήθηκε πλήρης αποψίλωση των
μακροφυκών με χρήση καλεμιού από επιφάνεια δειγματοληψίας μεγέθους 400 cm 2 (20cm x 20cm). Όλα τα δείγματα που συλλέχθηκαν στο πεδίο συντηρήθηκαν σε δοχεία που περιείχαν διάλυμα θαλασσινού νερού και φορμόλης 4%. Η μελέτη και αναγνώριση των ταξινομικών μονάδων (taxa) των μακροφυκών πραγματοποιήθηκε με χρήση στερεοσκοπίου Wild M5 και μικροσκοπίου Leitz Ortholux. Η ονοματολογία και η συστηματική κατάταξη των μακροφυκών βασίστηκε στους εξής χλωριδικούς καταλόγους: Gallardo et al. (1993) για τα χλωροφύκη, Ribera et al. (1992) για τα φαιοφύκη, Athanasiadis (1987) και Gomez-Garreta et al. (2001) για τα ροδοφύκη. Όπου δεν ήταν δυνατή η αναγνώριση σε επίπεδο είδους τα μακροφύκη αναγνωρίστηκαν σε επίπεδο γένους. Εικ. 1. Σταθμοί δειγματοληψίας φυτοβένθους. Από αριστερά προς τα δεξιά: ΠΣ=Περιστέρια, ΚΒ=Κακή Βίγλα, Α=Αμπελάκια, Π=Πειραϊκή, ΑΚ=Άγιος Κοσμάς, ΚΑ=Καβούρι, ΑΝ=Άγιος Νικόλαος, ΣΝ=Σούνιο. Ο σταθμός ΑΝ αποτελούσε μέχρι το 2004 το σταθμό αναφοράς αλλά λόγω υπερβόσκησης των μακροφυκών από τους αχινούς αντικαταστάθηκε το 2005 από το σταθμό ΣΝ. Το βέλος υποδεικνύει τη θέση του αγωγού εκβολής των λυμάτων της Ψυτάλλειας.
Η μέτρηση της κάλυψης (Coverage) του υποστρώματος από τα φυτά έγινε σύμφωνα με τους Boudouresque (1971) και Verlaque (1987). Έγινε διαλογή των οργανισμών σε κάθε δείγμα και η μερική επιφάνεια κάλυψης κάθε είδους (Ri) σε οριζόντια προβολή ποσοτικοποιήθηκε ως επί τοις εκατό κάλυψη στο σύνολο της επιφάνειας δειγματοληψίας (4 cm 2 = 1% της επιφάνειας δειγματοληψίας). Για τα είδη με ασήμαντη κάλυψη δόθηκε η συμβατική τιμή 0,1%. Η ολική κάλυψη (ΣRi) συνήθως υπερβαίνει το 100% λόγω της παρουσίας πολλών ορόφων βλάστησης (δενδρώδης όροφος, θαμνώδης όροφος και επίφυτα). 3. Αποτελέσματα 3.1 ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ Συνολικά μελετήθηκαν και αναγνωρίστηκαν 213 taxa μακροφυκών σε όλους τους σταθμούς μελέτης κατά τη διάρκεια όλων των εποχών και των ετών. Από αυτά τα 47 ανήκουν στα χλωροφύκη, 36 στα φαιοφύκη και 130 στα ροδοφύκη. 3.2 ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΜΑΚΡΟΦΥΚΩΝ Ο αριθμός των ειδών ανά μονάδα δειγματοληψίας έχει σαφώς αυξηθεί τα τελευταία χρόνια (διάγραμμα Εικ. 2). Ο αριθμός των ειδών έχει διπλασιαστεί κατά τα έτη 2001 2005. Η αυξητική πορεία συνεχίζει με μικρότερο ρυθμό μέχρι το έτος 2008, ενώ έκτοτε και μέχρι το 2011 παρατηρείται μια μικρή μείωση της τάξης του 5%. Εικ. 2. Μέσες τιμές του αριθμού των ειδών όλων των σταθμών δειγματοληψίας από το 1998 έως και το 2011. Οι κάθετες γραμμές αντιστοιχούν στην τυπική απόκλιση.
Σε αντίθεση με την πορεία του αριθμού των ειδών, η συνολική κάλυψη της βλάστησης ανά μονάδα δειγματοληψίας παρουσίασε απότομη μείωση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Από το 1998 έως το 2005 η τιμή της φυτοκάλυψης ελαττώθηκε σχεδόν στο μισό, με εξαίρεση το έτος 2003. Από το 2005 μέχρι το 2010 οι τιμές παρέμειναν σε σχετικά σταθερά επίπεδα, ενώ, τέλος, από το 2010 μέχρι το 2011 παρατηρήθηκε μια περαιτέρω μείωση της τάξης του 40% (Εικ. 3) Εικ. 3. Μέσες τιμές της ολικής φυτοκάλυψης όλων των σταθμών δειγματοληψίας από το 1998 έως και το 2011. Οι κάθετες γραμμές αντιστοιχούν στην τυπική απόκλιση. Η συνολική φυτοκάλυψη των νιτρόφιλων χλωροφυκών κατά τη διάρκεια των ετών 1998-2011 μειώθηκε περίπου στο 1/3 της αρχικής για το σύνολο των σταθμών δειγματοληψίας. Εξετάζοντας την πορεία των νιτρόφιλων χλωροφυκών ανεξάρτητα για τους σταθμούς του Εσωτερικού και Εξωτερικού Σαρωνικού παρατηρούμε πως η μείωση είναι εμφανής και στις δύο περιπτώσεις αλλά με διαφορετική ένταση. Στον Εσωτερικό κόλπο η αφθονία των νιτρόφιλων
χλωροφυκών εμφάνισε μια πολύ έντονη μείωση από το 1998 μέχρι το 2001 και έκτοτε η μείωση συνεχίζει αλλά με μικρότερο ρυθμό. Πιο συγκεκριμένα από το 1998 μέχρι το 2001 η φυτοκάλυψη των νιτρόφιλων μειώθηκε από 74% στο 30% και από τότε μέχρι το 2011 η τιμή έχει φτάσει στο 5% περίπου. Από την άλλη πλευρά, στους εξωτερικούς σταθμούς δειγματοληψίας που ανέκαθεν οι τιμές αφθονίας των συγκεκριμένων φυκών κυμαίνονταν σε χαμηλά επίπεδα, η κατάσταση έχει διατηρηθεί σε παραπλήσια επίπεδα στη διάρκεια της δεκαετίας. Ωστόσο, μια γενική μείωση παρατηρήθηκε και στους συγκεκριμένους σταθμούς, παρόλο που η μειωτική τάση ήταν πολύ πιο ομαλή (Εικ. 4). Εικ. 4. Μέσες τιμές της ολικής κάλυψης των νιτρόφιλων χλωροφυκών όλων των σταθμών δειγματοληψίας από το 1998 έως και το 2011. Με τη σκούρα μπλε γραμμή απεικονίζονται οι σταθμοί του Εσωτερικού Σαρωνικού, ενώ με την ανοιχτόχρωμη γραμμή οι σταθμοί που ανήκουν στον Εξωτερικό Σαρωνικό κόλπο. Οι κάθετες γραμμές αντιστοιχούν στην τυπική απόκλιση.
Η αφθονία των μεγάλων φαιoφυκών και συγκεκριμένα του γένους Cystoseira έχει παρουσιάσει σημαντικές αλλαγές κατά την πάροδο των ετών. Αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στους εξωτερικούς σταθμούς δειγματοληψίας (ΠΣ, ΑΝ, ΣΝ). Πράγματι, όπως φαίνεται στο διάγραμμα της Εικόνας 5, η φυτοκάλυψη του γένους Cystoseira μειώθηκε από περίπου 100% το έτος 1998 σε 40% το έτος 2011. Στον Εσωτερικό Σαρωνικό η κάλυψη της Cystoseira κυμαινόταν ήδη από το 1998 σε πολύ χαμηλά επίπεδα και παρέμεινε σε ασήμαντες αφθονίες καθόλη τη διάρκεια της περιόδου. Εικ. 5. Μέσες τιμές της % φυτοκάλυψης του γένους Cystoseira όλων των σταθμών δειγματοληψίας από το 1998 έως και το 2011. Οι κάθετες γραμμές αντιστοιχούν στην τυπική απόκλιση. 4. Συμπεράσματα - Συζήτηση Οι σταδιακές αλλαγές που συμβαίνουν στο παράκτιο οικοσύστημα του Σαρωνικού κόλπου αποτυπώνονται στις μεταβολές που παρατηρούνται στους πληθυσμούς των μακροφυκών. Αυτές οι μεταβολές είναι ιδιαίτερα έντονες στους σταθμούς του Εσωτερικού Σαρωνικού, οι οποίοι
θεωρούνται ως οι πιο επιβαρυμένοι σταθμοί εξαιτίας της γειτνίασής τους με το κέντρο λειτουργίας βιολογικού καθαρισμού της Ψυτάλλειας. Η παρατηρούμενη μείωση της φυτοκάλυψης των νιτρόφιλων χλωροφυκών τα τελευταία 13 χρόνια είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα στους σταθμούς του Εσωτερικού Σαρωνικού, και ουσιαστικά θα μπορούσε να συσχετιστεί με την γενικότερη βελτίωση της οικολογικής ποιότητας του Σαρωνικού κόλπου. Το γεγονός αυτό υποστηρίζεται και από άλλες μελέτες που δείχνουν μία σαφή μείωση των θρεπτικών συστατικών στη στήλη του νερού στα ίδια χρόνια μελέτης (Paulidou & Kapari 2010). Η ελάττωση των θρεπτικών συστατικών υποδεικνύει μείωση του ευτροφισμού στον Σαρωνικό που μπορεί να αποδοθεί στην αποτελεσματικότητα των εγκαταστάσεων του βιολογικού καθαρισμού της Ψυτάλλειας. Ο αυξανόμενος αριθμός των ειδών σχετίζεται με τη μείωση που παρατηρείται στην αφθονία των νιτρόφιλων χλωροφυκών. Οι νιτρόφιλες φυτοκοινωνίες χαρακτηρίζονται από χαμηλή βιοποικιλότητα κυριαρχούμενες από είδη όπως Ulva spp., Cladophora spp. και Enteromorpha spp. Οι φυτοκοινωνίες αυτές σταδιακά αντικαταστάθηκαν από λιγότερο νιτρόφιλα, θαμνώδη φύκη (Padina panonica, Halopteris scoparia και Dictyota dichotoma). Η παρατηρούμενη αύξηση του αριθμού των ειδών θα μπορούσε εν μέρει να συσχετιστεί και με την σταδιακή εξειδίκευση των ερευνητών στην ταξινομική των μακροφυκών. Η μείωση του ευτροφισμού εξηγεί και την απότομη πτώση της συνολικής φυτοκάλυψης στη διάρκεια των ετών. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η μείωση της αφθονίας των νιτρόφιλων χλωροφυκών και η σταδιακή αντικατάσταση των νιτρόφιλων κοινωνιών από φυτοκοινωνίες που αντανακλούν πιο ολιγοτροφικές συνθήκες με μικρότερη συνολικά βενθική κάλυψη, οδήγησε τελικά στην απότομη πτώση των τιμών ολικής φυτοκάλυψης. Δεδομένης της μετάβασης του Σαρωνικού κόλπου σε πιο ολιγοτροφικές συνθήκες, αναμενόταν οι πληθυσμοί των μεγάλων φαιοφυκών του γένους Cystoseira να ανακάμψουν και να σταθεροποιηθούν. Αντίθετα παρατηρήθηκε μια σαφής μείωση των πληθυσμών τους, κυρίως όσον αφορά τους σταθμούς του Εξωτερικού Σαρωνικού, οι οποίοι όμως δεν αντιμετώπιζαν ποτέ έντονα προβλήματα ευτροφισμού. Συνεπακόλουθα, η μείωση του γένους Cystoseira δεν σχετίζεται με το τροφικό καθεστώς του Σαρωνικού κόλπου αλλά οφείλεται σε άλλους παράγοντες, όπως είναι η υπερβόσκηση από τους αχινούς και γενικότερα η καταστροφή των παράκτιων ενδιαιτημάτων τους. Η υπερβόσκηση από τους αχινούς αποτελεί μια σημαντική απειλή για τα μακροφύκη όχι μόνο του Σαρωνικού κόλπου αλλά και για πολυάριθμες περιοχές των Μεσογειακών ακτών (Heure 2004, Thibaut et al. 2005, 2011). Ο υπερπληθυσμός των αχινών συνήθως αποδίδεται στην υπεραλίευση των θηρευτών τους από τον άνθρωπο (Harrold & Reed 1985, Watanabe & Harrold 1991, Vadas & Steneck 1995, Sala et al., 1998, Steneck 1998). Συμπερασματικά, η εικόνα της θαλάσσιας βενθικής βλάστησης του Σαρωνικού κόλπου παρουσιάζει σαφή τάση βελτίωσης η οποία θα μπορούσε δυνητικά να συνεχιστεί με προϋπόθεση την ομαλή λειτουργία του κέντρου επεξεργασίας των λυμάτων της Ψυττάλειας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, άλλοι παράγοντες, όπως η υπερβόσκηση από τους αχινούς και η καταστροφή των παράκτιων ενδιαιτημάτων, θεωρούνται αρκετά ανησυχητικοί. Επίσης, η αύξηση του πληθυσμού και η επέκταση της μητροπολιτικής περιοχής των Αθηνών προς την ανατολική Αττική, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την μέχρι τώρα πορεία με αμφίβολα αποτελέσματα για το μέλλον. 5. Βιβλιογραφικές Αναφορές
Athanasiadis, A. 1987. A survey of the seaweed of the Aegean Sea with taxonomic studies on the species of the tribe Antithamnieae (Rhodophyta). Ph.D. Thesis, University of Götenburg, 174 pages. Ballesteros, E. 1984. Eis vegetais I la zonaciolitoral: Especies, comunitats I factors que influeixenen la seva distrobocio. These Sci. nay.,univ. Barcelona: 587. Boudouresque, C.F. 1971. Méthodes d' étude qualitative et quantitative du benthos (en particulier du phytobenthos). Téthys, Fr. 3 (1): 79-104. Ferrat, L., C. Pergent-Martini & M. Roméo. 2003. Assessment of the use of biomarkers in aquatic plants for the evaluation of environmental quality: application to seagrasses. Aquatic Toxicology 65:187-204. Gallardo, T., Gomez-Garreta, A., Ribera M.A., Cormaci, M., Furnari, G., Giaccone, G., Boudouresque, C.F. 1993. Checklist of Mediterranean Seaweed. II. Chlorophyceae (Wille s.l.), Botanica Marina, 36: 399-421. Gomez Garreta, A., Gallardo, T., Ribera, MA., Cormaci, M., Furnari, G., Giaccone, G., Boudouresque, C.F. 2001 Check- List of Mediterranean Seaweeds. III. Rhodophyceae. Botanica Marina, 44: 425-460. Harrold, C., Reed, D.C., 1985. Food availability, sea urchin grazing, and kelp forest community structure. Ecology 66, 1160-1169. Hereu, B., 2004. The role of trophic interactions between fishes, sea urchins and algae in the northwestern Mediterranean rocky infralittoral. Ph.D. thesis. University of Barcelona. 237pp Lovett Doust, J., M. Schmidt & L. Lovett Doust. 1994. Biological assessment of aquatic pollution: a review, with emphasis on plants as biomonitors. Biol. Rev 69:147-186. Paulidou, A. & Kapari, M., 2010. Nutrients in transtional, coastal and marine waters. Report of Streamling European Biodiversity Indicators, GR-EEA-SEABI2010 15, pp.8. Pérès, J. M. & J. Picard, 1964. Nouveau manuel de bionomie benthique de la mer Méditerranée. Rec. Trav. St. Mar. Endoume. 31(47):5-137. Ribera, M.A., Gomez-Garreta, A., Gallardo, T., Cormaci, M., Furnari, G., Giaccone, G. 1992. Check-list of Mediterranean seaweed. I. Fucophyceae (Warming, 1884). Botanica Marina 35: 109-130. Sala, E., Boudouresque, C.F., Harmelin-Vivien, M., 1998. Fishing, trophic cascades, and the structure of algal assemblages: evaluation of an old but untested paradigm. Oikos 82, 425-439. Steneck, R.S., 1998. Human influences on coastal ecosystems: does overfishing create trophic cascades? Trends Ecol. Evol. 13, 429-430. Thibaut, T., Pinedo S., Torras, X. & Ballesteros, E., 2005. Long-term decline of the populations of Fucales (Cystoseira spp. and Sargassum spp.) in the Albères coast (Frame, North-western Mediterranean). Marine Pollution Bulletin 50: 1472-1489. Thibaut, T., Blanfune, A., Lorraine, B., Markovic, L., Meinesz, A. & Robvieux, P., 2011. Evaluation of the Fucales populations on the French Mediterranean coast. Proceedings of the 5 th European Phycological Congress, Rhodes Isl. Greece, 4-9 September, Taylor & Francis eds, p. 75. Vadas, R.L., Steneck, R.S., 1995. Overfishing and inferences in kelp-sea urchin interactions. In: Skjoldal, H.R., J.P. Valentine, C.R. Johnson / J. Exp. Mar. Biol. Ecol. 295 (2003) 63-90 89 Verlaque, M. 1987. Contribution à l étude du phytobenthos d un écosystème photophile thermophile marin en Méditerranée Occidentale. Thèse Doctorat d Etat-Sciences, Univ. Aix-Marseille II, Vol.1 (texte): 389 p. & Vol.2 (illustrations & annexe): 260pp. Watanabe, J.M., Harrold, C., 1991. Destructive grazing by sea urchins Stronglyocentrotus spp. in a central Californian kelp forest: potential roles of recruitment, depth, and predation. Mar. Ecol. Prog. Ser. 71, 125-141.