Το Ισχυρό Πρόγραµµα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης 85 5 Το Ισχυρό Πρόγραμμα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης Το Ισχυρό Πρόγραμμα Τη δεκαετία του 1970 μια ομάδα φιλοσόφων, κοινωνιολόγων και ιστορικών, με έδρα το Εδιμβούργο, επιχειρώντας να κατανοήσει όχι μόνο την οργάνωση αλλά και το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης με κοινωνιολογικούς όρους δημιούργησε το «ισχυρό πρόγραμμα στην κοινωνιολογία της γνώσης» (Bloor 1991 [1976] Barnes & Bloor 1982 MacKenzie 1981 Shapin 1975). Η πιο γνωστή και περιεκτική παρουσίαση του προγράμματος είναι οι «τέσσερις αρχές» του Ντέιβιντ Μπλουρ [David Bloor] για την κοινωνιολογία της επιστημονικής γνώσης, η οποία πρέπει να είναι: 1. 2. 3. 4. Αιτιακή, δηλαδή να ασχολείται με τις συνθήκες που προκαλούν πεποιθήσεις ή γνωσιακές καταστάσεις. Αμερόληπτη όσον αφορά την αλήθεια και το ψεύδος, την ορθολογικότητα ή την ανορθολογικότητα, την επιτυχία ή την αποτυχία. Και οι δύο πλευρές αυτών των διχοτομιών απαιτούν εξήγηση. Συμμετρική ως προς τους τρόπους εξήγησης. Τα ίδια είδη αιτιών πρέπει να εξηγούν, ας πούμε, αληθείς και ψευδείς πεποιθήσεις. Αναστοχαστική. Τα εξηγητικά της πρότυπα πρέπει να είναι καταρχήν εφαρμόσιμα στην ίδια την κοινωνιολογία (Bloor 1991 [1976], 5). Τα παραπάνω αντιπροσωπεύουν μια τολμηρή αλλά προσεκτικά επεξεργασμένη διατύπωση μιας νατουραλιστικής και ενδεχομένως επι-
86 Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας στημονικής στάσης απέναντι στην επιστήμη και στην επιστημονική γνώση, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί και στην τεχνολογική γνώση. Οι πεποιθήσεις αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα, και προκαλούνται από λόγους ή αιτίες. Έργο τού κοινωνιολόγου της γνώσης είναι να καταλάβει αυτούς τους λόγους ή τις αιτίες. Εάν θεωρηθούν αντικείμενα, δεν υπάρχει a priori διάκριση ανάμεσα σε πεποιθήσεις που κρίνουμε αληθείς και εκείνες που κρίνουμε ψευδείς, ή ανάμεσα σε εκείνες που κρίνουμε ορθολογικές και όσες κρίνουμε μη ορθολογικές στην πραγματικότητα, η ορθολογικότητα και η ανορθολογικότητα είναι κι αυτές αντικείμενα μελέτης. Και δεν υπάρχει λόγος να εξαιρέσουμε την ίδια την κοινωνιολογία της γνώσης από την κοινωνιολογική μελέτη. Από την εποχή του ισχυρού προγράμματος, οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας ασχολούνται με τον βαθμό στον οποίο η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να γίνουν κατανοητές βάσει της εργασίας των επιστημόνων, των μηχανικών και άλλων. Για να γίνει αυτό, ο κλάδος έδωσε έμφαση στην αυστηρή αρχή της συμμετρίας του Μπλουρ, δηλαδή στο ότι οι πεποιθήσεις που κρίνονται αληθείς και ψευδείς ή ορθολογικές και ανορθολογικές θα πρέπει να εξηγούνται με προσφυγή στα ίδια μέσα. Η μεθοδολογική συμμετρία αποτελεί αντίδραση σε ένα ασύμμετρο εξηγητικό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο οι αληθείς πεποιθήσεις απαιτούν ιντερναλιστικές και ορθολογικές εξηγήσεις, ενώ οι ψευδείς πεποιθήσεις απαιτούν εξτερναλιστικές ή κοινωνικές εξηγήσεις. Επομένως, η μεθοδολογική συμμετρία αντιτίθεται στις διάφορες αναχρονιστικές (Whig) ιστορίες της επιστήμης (κεφ. 2), ιστορίες δηλαδή που στηρίζονται στην υπόθεση ότι υπάρχει μια σχετικά απρόσκοπτη ορθολογική οδός από τον υλικό κόσμο στις ορθές πεποιθήσεις γι αυτόν. Η αναχρονιστική ιστοριογραφία προϋποθέτει μια θεμελιοκρατική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία τα παραδεδεγμένα γεγονότα και θεωρίες έχουν στέρεα θεμέλια στην ίδια τη φύση (ένθ. 2.2). Όπως δείχνουν τα προβλήματα επαγωγής στα οποία έχουμε αναφερθεί μέχρι τώρα, δεν υπάρχει εγγυημένη οδός από τον υλικό κόσμο στις επιστημονικές αλήθειες, και καμία μέθοδος δεν αναγνωρίζει τις αλήθειες με βεβαι-
Το Ισχυρό Πρόγραµµα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης 87 ότητα, επομένως η υπόθεση αυτή είναι εξαιρετικά προβληματική. Η αλήθεια και η ορθολογικότητα δεν θα πρέπει να κατέχουν πρωτεύουσα θέση στην εξήγηση της επιστημονικής γνώσης: οι ίδιοι παράγοντες που παίζουν ρόλο κατά την παραγωγή του αληθούς υπάρχουν και κατά την παραγωγή του ψευδούς. Εφόσον η ιδεολογία, η ιδιοσυγκρασία, οι πολιτικές πιέσεις κ.λπ. είναι αυτά που αναφέρονται συνήθως για να εξηγήσουν πεποιθήσεις που θεωρούνται ψευδείς, θα έπρεπε επίσης να αναφέρονται για να εξηγήσουν και πεποιθήσεις που θεωρούνται αληθείς. Αν και υπάρχουν πολλές πιθανές ερμηνείες της μεθοδολογικής συμμετρίας, στην πράξη αυτή συχνά ισοδυναμεί με τον αγνωστικισμό απέναντι στις επιστημονικές αλήθειες: Θα πρέπει να υποθέτουμε ότι οι διαμάχες είναι ανοιχτές, όταν επιχειρούμε να εξηγήσουμε την κατάληξή τους. Το πλεονέκτημα αυτού του αγνωστικισμού πηγάζει από την απαίτησή του για ακόμη πιο ολοκληρωμένες εξηγήσεις. Όσο λιγότερα είναι αυτά που θεωρούνται δεδομένα τόσο πιο πολύ απλώνονται τα δίχτυα για να δώσουν μια ικανοποιητική εξήγηση. Πιο συγκεκριμένα, ο υπερβολικός ορθολογισμός έχει την τάση να κάνει τον μελετητή να σταματά πολύ νωρίς. Πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορεί να επιφέρουν τη λήξη μιας διαμάχης, ώστε να φτάσει η επιστήμη στη γνώση ή να σταθεροποιηθεί η τεχνολογία, και άρα τα πολλαπλά αναλυτικά πλαίσια είναι απαραίτητα για τη μελέτη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Εκτός από τις ιδέες τους για τις δυνατότητες της κοινωνιολογίας της γνώσης, οι θεμελιωτές του ισχυρού προγράμματος, Μπλουρ (1991) και Μπάρι Μπαρνς [Barry Barnes] (1982 επίσης Barnes, Bloor & Henry 1996), προχώρησαν σε μια νέα και χρήσιμη αναδιατύπωση του προβλήματος της επαγωγής. Η «περατοκρατία» είναι η ιδέα ότι κάθε εφαρμογή ενός όρου, μιας ταξινομητικής κατηγορίας ή ενός κανόνα απαιτεί τη διατύπωση κρίσεων ως προς την ομοιότητα και τη διαφορά. Καμία περίπτωση δεν είναι ή είναι ταυτόσημη με περιπτώσεις που προηγήθηκαν εν τη απουσία ανθρώπινης απόφασης ως προς την ταυτότητα, παρότι οι άνθρωποι παρατηρούν και παίρνουν αποφάσεις βάσει ομοιοτήτων και διαφορών. Οι όροι, οι
88 Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας ταξινομήσεις και οι κανόνες επεκτείνονται σε νέες περιπτώσεις, αλλά δεν εφαρμόζονται έτσι απλά σε νέες περιπτώσεις πριν από την επέκτασή τους. Δρώντα υποκείμενα και παρατηρητές συνήθως δεν αισθάνονται ούτε βλέπουν τις ανοιχτές δυνατότητες που δημιουργεί η περατοκρατία. Σύμφωνα με τους Μπαρνς και Μπλουρ, αυτό συμβαίνει επειδή διαφορετικά είδη κοινωνικών συνδέσεων καλύπτουν τα περισσότερα κενά μεταξύ παλαιότερων πρακτικών και της επέκτασής τους σε νέες περιπτώσεις. Δηλαδή, εφόσον δεν υπάρχει λογική που να υπαγορεύει πώς εφαρμόζεται ο όρος, η ταξινόμηση ή ο κανόνας σε μια νέα περίπτωση, οι κοινωνικές δυνάμεις πιέζουν τις ερμηνείες προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αυτή η «κοινωνιολογική περατοκρατία» (βλ. ένθ. 5.1) ανοίγει έναν μεγάλο χώρο για την κοινωνιολογία της γνώσης! Όπως λέει ο Μπλουρ: Μπορεί η κοινωνιολογία της γνώσης να διερευνήσει και να εξηγήσει το ίδιο το περιεχόμενο και τη φύση της επιστημονικής γνώσης; Πολλοί κοινωνιολόγοι πιστεύουν ότι δεν μπορεί Περιορίζουν ηθελημένα το εύρος των ίδιων των αναζητήσεών τους. Θα υποστηρίξω ότι αυτό αποτελεί προδοσία της θέσης του επιστημονικού τους πεδίου. Κάθε γνώση, είτε αφορά τις εμπειρικές επιστήμες ή ακόμη και τα μαθηματικά, θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται, πέρα ως πέρα, ως υλικό προς διερεύνηση (Bloor 1991 [1976]: 1). Ένθετο 5.1 Κοινωνιολογική περατοκρατία Το επιχείρημα της περατοκρατίας αποτελεί αναδιατύπωση ενός επιχειρήματος του Βίτγκενσταϊν για τους κανόνες (ένθ. 3.2). Οι κανόνες επεκτείνονται σε νέες περιπτώσεις, όπου η επέκταση συνιστά διαδικασία. Επομένως, οι κανόνες αλλάζουν νόημα καθώς εφαρμόζονται. Οι ταξινομήσεις και οι εφαρμογές των όρων είναι απλώς ειδικές περιπτώσεις κανόνων. Μπορούμε να δούμε την εφαρμογή της περατοκρατίας σε μια εκλεπτυσμένη περίπτωση στην ιστορία των μαθηματικών, που αναλύει αρχι-
Το Ισχυρό Πρόγραµµα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης 89 κά ο Ίμρε Λάκατος [Imre Lakatos] (1976) και εκ νέου ο Μπλουρ (1978). Τα μαθηματικά παρουσιάζονται απλά και κατανοητά, ιδιαίτερα από τον Λάκατος. Η περίπτωση αφορά μια υπόθεση του μαθηματικού Λίοναρντ Όιλερ [Leonard Euler]: για τα πολύεδρα, V E + F = 2, όπου F είναι ο αριθμός των εδρών, E ο αριθμός των ακμών και V ο αριθμός των κορυφών. Η απόδειξη της υπόθεσης του Όιλερ ήταν κομψή και απλή στις αρχές του 19ου αιώνα, και κανονικά στα μαθηματικά η ιστορία θα είχε τελειώσει εκεί. Ωστόσο, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η απόδειξη φαίνεται ότι ώθησε σε αντιπαραδείγματα, σε περιπτώσεις πολυέδρων δηλαδή για τα οποία δεν ίσχυε το αρχικό θεώρημα! Ορισμένοι μαθηματικοί θεώρησαν ότι τα αντιπαραδείγματα συνιστούσαν ένα είδος κατηγορητηρίου εναντίον της αρχικής υπόθεσης επομένως, έργο των μαθηματικών ήταν να βρουν μια πιο σύνθετη σχέση μεταξύ V, E και F, που να διατηρεί την αρχική ιδέα, αλλά να ισχύει για όλα τα πολύεδρα. Άλλοι μαθηματικοί χρησιμοποίησαν τα αντιπαραδείγματα για να δείξουν μια απαράδεκτη χαλαρότητα που χαρακτηρίζει την κατηγορία των πολυέδρων έργο των μαθηματικών λοιπόν ήταν να βρουν έναν ορισμό των πολυέδρων που να επικυρώνει την υπόθεση και την απόδειξη του Όιλερ, και αποφάνθηκαν ότι τα παράξενα αντιπαραδείγματα ήταν «τέρατα». Άλλοι πάλι είδαν ευκαιρίες για τη δημιουργία ενός ενδιαφέροντος ταξινομητικού έργου, που διατηρούσε την αρχική υπόθεση και απόδειξη, ενώ αναγνώριζε το ενδιαφέρον που παρουσίαζαν τα αντιπαραδείγματα. Είναι εύλογο να πούμε ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ορθή απάντηση στο ερώτημα εάν τα αντιπαραδείγματα ήταν πολύεδρα. Παρά το γεγονός ότι οι μαθηματικοί δούλευαν με πολύεδρα χιλιάδες χρόνια, κάθε απάντηση θα μπορούσε να είναι σωστή, επειδή η σημασία των πολυέδρων έπρεπε να αλλάξει ανταποκρινόμενη στην απόδειξη και στα αντιπαραδείγματα. Σύμφωνα με την ανάλυση του Μπλουρ, τα είδη των εταιριών και των θεσμών στο πλαίσιο των οποίων εργάζονταν οι μαθηματικοί διαμόρφωναν και τις απαντήσεις τους, καθορίζοντας το κατά πόσο αντιμετωπίζουν τα παράξενα αντιπαραδείγματα ως ευπρόσδεκτα νέα μαθηματικά αντικείμενα που έχουν την ίδια βαρύτητα με τα παλαιότερα, ως ρυπογόνους παράγοντες στο σώμα των μαθηματικών ή απλώς ως νέα μαθηματικά αντικείμενα που θα ενσωματώνονταν σε σύνθετες ιεραρχίες και ταξινομήσεις.
90 Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας Ερμηνείες που στηρίζονται στην έννοια του συμφέροντος Οι τέσσερις αρχές του ισχυρού προγράμματος δεν θέτουν όρια ως προς τις διαθέσιμες πηγές από τις οποίες μπορεί κανείς να αντλήσει βοήθεια, προκειμένου να εξηγήσει την επιστημονική και τεχνολογική γνώση, και δεν προκρίνουν κάποια μέθοδο εξήγησης. Ειδικότερα, δεν κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στις εξτερναλιστικές ερμηνείες, οι οποίες επικεντρώνονται στις κοινωνικές δυνάμεις και ιδεολογίες που εκτείνονται πέρα από τις κοινότητες επιστημόνων και μηχανικών, από τη μία, και τις ιντερναλιστικές ερμηνείες, που επικεντρώνονται σε δυνάμεις που ενδημούν σε αυτές τις κοινότητες, από την άλλη. Η διάκριση αυτή δεν είναι απολύτως σαφής ή σταθερή, ούτε υπάρχουν πολλές εμπειρικές μελέτες που να περιορίζονται στη μία ή στην άλλη πλευρά της. Παρότι το ισχυρό πρόγραμμα μπορεί να καλύψει τόσο τις εξτερναλιστικές όσο και τις ιντερναλιστικές μελέτες, από νωρίς συνδέθηκε κυρίως με τις πρώτες. Όταν εμφανίστηκε το ισχυρό πρόγραμμα τη δεκαετία του 1970, οι ιστορικοί της επιστήμης είχαν εμπλακεί σε ιστοριογραφικές διαμάχες περί ιντερναλιστικής και εξτερναλιστικής ιστορίας, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας. Το ισχυρό πρόγραμμα πέρασε πολύ ομαλά στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής. Οι ιστορικοί ή οι κοινωνιολόγοι της επιστήμης που υποστηρίζουν την εξτερναλιστική προσέγγιση επιχειρούν να συσχετίσουν και να συνδέσουν ευρύτερες κοινωνικές δομές και συμβάντα με πνευματικά γεγονότα πιο περιορισμένης εμβέλειας. Μπορούμε να δούμε ορισμένες από τις δυσκολίες αυτού του εγχειρήματος στην αντιπαράθεση μεταξύ Στίβεν Σέιπιν [Steven Shapin] (Shapin 1975) και Τζέφρι Κάντορ [Geoffrey Cantor] (Cantor 1975). Ο Σέιπιν υποστηρίζει ότι στο Εδιμβούργο, τη δεκαετία του 1820, η ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για τη φρενολογία την ψυχολογία που βασιζόταν στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου κεφαλιού είχε σχέση με την ένταση της ταξικής πάλης στην περιοχή. Τα περισσότερα μέλη της Φρενολογικής Εταιρείας του Εδιμβούργου και του
Το Ισχυρό Πρόγραµµα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης 91 ακροατηρίου που παρακολουθούσε τις διαλέξεις για τη φρενολογία ανήκαν στη χαμηλότερη και στη μεσαία τάξη. Στο μεταξύ, τα μέλη της Βασιλικής Εταιρείας του Εδιμβούργου, πολλά από τα οποία ήταν οι σφοδρότεροι επικριτές της φρενολογίας, ανήκαν στις ανώτερες τάξεις. Οι λόγοι γι αυτές τις συσχετίσεις είναι κάπως αδιαφανείς, αλλά ο Σέιπιν υποστηρίζει ότι είχαν να κάνουν με τη σύνδεση ανάμεσα στη φρενολογία και τα μεταρρυθμιστικά κινήματα. Ο Κάντορ ασκεί κριτική σε διάφορα σημεία: (1) Η ταξικότητα δεν είναι ένα απολύτως σαφές ζήτημα, κι έτσι ίσως να μην είναι εύκολο να θεωρήσουμε ότι η συμμετοχή στις εν λόγω εταιρίες είχε ταξικό πρόσημο. Επιπλέον, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, η συμμετοχή χαρακτηριζόταν από σημαντική επικάλυψη μεταξύ των δύο εταιριών, κι αυτό θέτει το ερώτημα του κατά πόσο η Φρενολογική Εταιρεία μπορεί να θεωρηθεί οργάνωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. (2) Ο Σέιπιν δεν ορίζει με ακρίβεια την έννοια της «σύγκρουσης», κι έτσι δεν μπορεί να αποδείξει ότι η ταξική σύγκρουση στο Εδιμβούργο ήταν πολύ πιο έντονη τη δεκαετία του 1820 απ ό,τι σε κάποια άλλη χρονική στιγμή. (3) Ενώ η συνολική εικόνα των μελών των δύο εταιριών μπορεί να μοιάζει διαφορετική, και στις δύο τα ποσοστά των μελών που προέρχονταν από συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες ήταν παρόμοια. Για να τονίσει ακόμη πιο πολύ αυτή τη θέση του, ο Κάντορ θέτει την ανάγκη κοινωνικής ερμηνείας της ομοιότητας που παρουσίαζε η σύνθεση των δύο εταιριών. Μια συσχέτιση δεν αποτελεί πάντα απόδειξη για κάτι. Ενώ η κριτική του Κάντορ στον Σέιπιν αφορά αυτή τη συγκεκριμένη αφήγηση, μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες αφηγήσεις που στηρίζονται στην έννοια του συμφέροντος. Πολλές ιστορικές μελέτες ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Εντοπίζουν μια επιστημονική διαμάχη στην οποία οι αντιμαχόμενοι κάθε πλευράς είναι αναγνωρίσιμοι. Εντοπίζουν μια κοινωνική σύγκρουση, οι πλευρές της οποίας συσχετίζονται με τις αντιμαχόμενες πλευρές της επιστημονικής διαμάχης. Και τέλος, δίνουν μια εξήγηση που συνδέει τα θέματα της επιστημονικής διαμάχης με εκείνα της κοινωνικής σύγκρουσης (π.χ.
92 Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας MacKenzie 1978 Jacob 1976 Rudwick 1974 Farley & Geison 1974 Shapin 1981 Harwood 1976, 1977). Ακριβώς τα ίδια προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίζουν πολλές ιντερναλιστικές αφηγήσεις, αλλά δεν είναι τόσο εμφανή, επειδή οι αναφερόμενες κοινωνικές διαιρέσεις και συγκρούσεις συχνά μοιάζουν φυσικές όταν αφορούν την επιστήμη και την τεχνολογία, κι έτσι είναι πιο πειστικές ως αιτίες πεποιθήσεων. Συγκρούσεις μεταξύ φυσικών που έδιναν διαφορετική έμφαση στις μαθηματικές δεξιότητες (Pickering 1984), μεταξύ φυσικών φιλοσόφων με διαφορετικά μοντέλα επιστημονικών πειραμάτων (Shapin και Schaffer 1985) ή μεταξύ υποστηρικτών διαφορετικών μεθόδων κατασκευής χάλυβα (Misa 1992) εμπεριέχουν πιο άμεσες συνδέσεις μεταξύ συμφερόντων και πεποιθήσεων, επειδή αφορούν συμφέροντα που είναι εμφανώς εγγενή στην επιστήμη και στην τεχνολογία. Ο Στιβ Γούλγκαρ [Steve Woolgar] (1981) έχει ασκήσει περαιτέρω κριτική στις ερμηνείες που στηρίζονται στην έννοια του συμφέροντος. Οι μελετητές επικαλούνται τα συμφέροντα για να εξηγήσουν πράξεις ακόμη κι όταν δεν μπορούν να καταδείξουν μια καθαρά αιτιακή οδό από τα συμφέροντα στις πράξεις. Έτσι, για να γίνουν πειστικοί πρέπει να απομονώσουν ένα συγκεκριμένο σύνολο συμφερόντων ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο από την ιστορία που αφηγούνται. Ωστόσο, υπάρχει ένας απροσδιόριστος αριθμός εν δυνάμει συμφερόντων που μπορούν να εξηγήσουν μια πράξη, άρα κάθε επιλογή είναι υποκαθορισμένη. Ο Γούλγκαρ ασκεί κριτική στον «κοινωνικό ρεαλισμό», την υπόθεση ότι πλευρές του κοινωνικού κόσμου είναι καθορισμένες (ακόμη κι αν πλευρές του φυσικού κόσμου δεν είναι). Ο Γούλγκαρ, εφαρμόζοντας με συνέπεια την αναστοχαστική λειτουργία του ισχυρού προγράμματος, επισημαίνει ότι οι αφηγήσεις στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας κατασκευάζουν ρητορικά πλευρές του κοινωνικού κόσμου, στη συγκεκριμένη περίπτωση συμφέροντα, με τρόπους απολύτως ανάλογους προς εκείνους των επιστημόνων που κατασκευάζουν πλευρές του φυσικού κόσμου. Οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας θα έπρεπε να κάνουν την κοινωνική πραγματικότητα και τη φυσική πραγματικό-
Το Ισχυρό Πρόγραµµα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης 93 τητα συμμετρικές ή να δικαιολογήσουν την έλλειψη συμμετρίας τους. Η θεωρία δρώντος-δικτύου επιχειρεί το πρώτο (βλ. κεφάλαιο 8 Latour 1987 Callon 1986). Ο μεθοδολογικός σχετικισμός υιοθετεί τη δεύτερη στρατηγική (Collins & Yearley 1992). Επομένως, τα αναλυτικά μοτίβα που στηρίζονται στην έννοια του συμφέροντος αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα: (1) οι μελετητές έχουν την τάση να θεωρούν τους συμμετέχοντες στη διαμάχη δισδιάστατους χαρακτήρες, που έχουν ένα μόνο είδος κοινωνικού συμφέροντος και μια αρκετά απλή γραμμή επιστημονικής σκέψης (2) έχουν την τάση να χρησιμοποιούν μια απλοποιημένη κοινωνική θεωρία, απομονώνοντας κάποιες συγκρούσεις και συχνά απλοποιώντας τες (3) είναι δύσκολο να καταδειχτούν αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στη συμμετοχή σε μια κοινωνική ομάδα και στις πεποιθήσεις και (4) τα συμφέροντα συχνά θεωρούνται μόνιμα και η κοινωνία σταθερή, ακόμη κι αν αυτά είναι τόσο κατασκευασμένα και ευέλικτα όσο και τα επιστημονικά αποτελέσματα που κάθε φορά πρέπει να εξηγηθούν. Παρά τα προβλήματα αυτά, οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας δεν έχουν εγκαταλείψει την έννοια του συμφέροντος ως εξηγητικό εργαλείο η έννοια αυτή έχει μεγάλη αξία για να μπει έτσι απλά στο περιθώριο. Πρώτον, οι ερμηνείες που στηρίζονται στο συμφέρον είναι στενά συνδεδεμένες με τις εξηγήσεις που στηρίζονται στην ορθολογική επιλογή, σύμφωνα με τις οποίες οι δρώντες προσπαθούν να επιτύχουν τους στόχους τους. Οι ορθολογικές επιλογές πρέπει να τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο στο οποίο κάποιοι στόχοι προκρίνονται, ενώ οι διαθέσιμες επιλογές για την επίτευξη αυτών των στόχων περιορίζονται. Τα δύσκολα θεωρητικά προβλήματα απαντώνται στην πράξη, με πιο λεπτομερή και προσεκτική εμπειρική δουλειά. Δεύτερον, οι ερευνητές στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας δίνουν όλο και μεγαλύτερη προσοχή στις επιστημονικές και τεχνικές κουλτούρες, ιδιαίτερα στις υλικές κουλτούρες, και στον τρόπο με τον οποίο οι κουλτούρες αυτές διαμορφώνουν εναλλακτικές και επιλογές. Έχουν δώσει έμφαση σε καθαρά ιντερναλιστικά συμφέροντα, όπως τα συμφέροντα που αφορούν συγκεκριμέ-
94 Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας νες προσεγγίσεις ή θεωρίες. Ως αποτέλεσμα, οι ερευνητές στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας έχουν δείξει ότι τα κοινωνικά, πολιτισμικά και διανοητικά θέματα δεν λειτουργούν ξεχωριστά. Αντίθετα, τα διανοητικά θέματα είναι απολύτως συνυφασμένα με κοινωνικά και πολιτισμικά θέματα. Αυτό ισχύει κυρίως στις κουλτούρες και στις κοινωνίες που είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένες στην παραγωγή και στην κατανάλωση γνώσης (βλ. ένθ. 5.3), αλλά ισχύει και αλλού. Τρίτον, ενώ η τοποθέτηση αυτών των επιλογών σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο απαιτεί ρητορικού τύπου παρεμβάσεις από την πλευρά του μελετητή, τέτοιου είδους ρητορικές παρεμβάσεις απαιτούνται για κάθε ερμηνεία. Η κριτική του Γούλγκαρ δεν αφορά τόσο την έννοια του συμφέροντος, αλλά αποτελεί ένα ευρύτερο σχόλιο για την ερμηνεία (Ylikoski 2001). Ένθετο 5.2 Ο έλεγχος των τεχνολογιών Ο έλεγχος μιας τεχνολογίας δείχνει τις δυνατότητές της μόνο στον βαθμό που οι συνθήκες ελέγχου είναι ίδιες με τις συνθήκες του «πραγματικού κόσμου». Όμως σύμφωνα με το περατοκρατικό επιχείρημα, αυτό το θέμα είναι πάντοτε ανοιχτό σε ερμηνείες (Pinch 1993a Downer 2007). Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε, μαζί με τον Ντόναλντ Μακένζι [Donald MacKenzie] (1989): Πόσο ακριβείς είναι οι βαλλιστικοί πύραυλοι; Είναι ένα σημαντικό θέμα, και όχι μόνο για τον στρατό και τα κράτη που ελέγχουν τους πυραύλους. Έχουν γίνει πολλές δοκιμές αφοπλισμένων βαλλιστικών πυραύλων. Αν και τα περισσότερα αποτελέσματα αυτών των δοκιμών είναι απόρρητα, ορισμένες από τις διαμάχες για τα ζητήματα αυτά δεν είναι. Σύμφωνα με την τεκμηρίωση του Μακένζι, η κριτική που ασκείται στις δοκιμές των βαλλιστικών πυραύλων επισημαίνει πολλές διαφορές ανάμεσα στις συνθήκες των δοκιμών και στις υποτιθέμενες πραγματικές συνθήκες ενός πυρηνικού πολέμου. Παραδείγματος χάριν, στις Ηνωμένες Πολιτείες τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1980, όταν ο Μακένζι έκανε την έρευνά του, οι περισσότεροι διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι εκτοξεύονταν από την Αεροπορική Βάση Βάντενμπεργκ της Καλιφόρνιας στην ατόλη Κουατζαλέιν των Νησιών Μάρσαλ. Η ποι-
Το Ισχυρό Πρόγραµµα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης 95 κιλομορφία των πραγματικών σημείων εκτόξευσης, των στόχων, ακόμη και των καιρικών συνθηκών έλειπε από τις δοκιμές. Για μια δοκιμή, ένας ενεργός πύραυλος επιλέγεται τυχαία από οποιοδήποτε σημείο των ΗΠΑ και στέλνεται στο Τέξας εκεί αφαιρείται η πυρηνική κεφαλή του και αντικαθίσταται από ένα σύστημα κατόπτευσης και ο πύραυλος εφοδιάζεται με κατάλληλη συνδεσμολογία, ώστε να μπορούν να τον ανατινάξουν σε περίπτωση δυσλειτουργίας τέλος, στέλνεται στην Καλιφόρνια. Για να αντιμετωπιστούν τυχόν προβλήματα που προκλήθηκαν από τη μεταφορά, πραγματοποιείται ειδική διαδικασία συντήρησης του συστήματος οδήγησης πριν από την εκτόξευση. Στη συνέχεια, εκτοξεύεται από ένα σιλό που κι αυτό είναι μελετημένο και κατασκευασμένο με προσοχή. Είναι φανερό ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία που δίνουν λαβή σε όσους ασκούν κριτική στις δοκιμές. Ένας συνταξιούχος στρατηγός λέει ότι «Σχεδόν το μόνο πράγμα που είναι ίδιο [ανάμεσα στον πύραυλο της δοκιμής και στον Minuteman * του σιλό] είναι ο αριθμός πτητικής συσκευής κι αυτός εδώ διαφέρει, είναι γυαλισμένος» (MacKenzie 1989: 424). Είναι λοιπόν αντιπροσωπευτικές οι δοκιμές; Όπως είναι αναμενόμενο, οι ερμηνείες ποικίλλουν και είναι χονδρικά προβλέψιμες ανάλογα με τα συμφέροντα και τις θέσεις των φορέων τους. Ο Τρέβορ Πιντς [Trevor Pinch] (1993a) αντιμετωπίζει με έναν γενικό και θεωρητικό τρόπο τις ιδέες του Μακένζι για τον τεχνολογικό έλεγχο. Επισημαίνει ότι ανεξάρτητα από το εάν οι δοκιμές είναι προοπτικές (δοκιμή νέων τεχνολογιών), τρέχουσες (αξιολόγηση των δυνατοτήτων των εν χρήσει τεχνολογιών) ή αναδρομικές (αξιολόγηση των δυνατοτήτων των τεχνολογιών συνήθως ύστερα από μείζονα αστοχία), και στις τρεις περιπτώσεις πρέπει να γίνονται προβολές από τις συνθήκες της δοκιμής στις πραγματικές συνθήκες. Πρέπει να διατυπώνονται κρίσεις ομοιότητας, οι οποίες να είναι εν δυνάμει αναιρέσιμες. Μόνο μέσω της ανθρώπινης κρίσης μπορούμε να προβάλλουμε τις δυνατότητες της τεχνολογίας στο μέλλον, στο παρόν ή στο παρελθόν. * Minuteman: διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος [ΣτΜ].
96 Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας Γνώση, πρακτικές, κουλτούρες Σύμφωνα με την οπτική πολλών που ασκούν κριτική στο ισχυρό πρόγραμμα, αυτό απορρίπτει την αλήθεια, την ορθολογικότητα και την πραγματικότητα του υλικού κόσμου (π.χ. Brown 2001). Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς αυτές τις κριτικές. Το ισχυρό πρόγραμμα δεν απορρίπτει κανένα από αυτά τα κριτήρια, αλλά δείχνει ότι η ίδια η αλήθεια, η ορθολογικότητα και ο υλικός κόσμος έχουν περιορισμένη αξία, όταν πρόκειται να εξηγήσουμε γιατί ένας επιστημονικός ισχυρισμός γίνεται πιστευτός έναντι κάποιου άλλου. Για να κατανοήσουμε τις επιστημονικές πεποιθήσεις, πρέπει να στραφούμε στις ερμηνείες και στο ρητορικό πλαίσιο που επιτρέπει σε αυτές τις ερμηνείες να επικρατήσουν (Barnes κ.ά. 1996). Σύμφωνα με άλλες κριτικές, το ισχυρό πρόγραμμα είναι υπερβολικά δεσμευμένο στις έννοιες της αλήθειας και του υλικού κόσμου. Οι υποστηρικτές του (π.χ. Barnes κ.ά. 1996) απορρίπτουν αυτά που ενίοτε θεωρούνται ιδεαλιστικές τάσεις στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας. Ίσως τέτοιου είδους επιχειρήματα αποδυναμώνουν τη δέσμευση των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας στον μεθοδολογικό αγνωστικισμό σχετικά με την επιστημονική αλήθεια τη μεγαλύτερη ίσως συμβολή του ισχυρού προγράμματος στον κλάδο. Το κατά πόσο ισχύει αυτό παραμένει ανοιχτό ζήτημα. Τέλος, μια άλλη κριτική στο ισχυρό πρόγραμμα είναι ότι μένει προσκολλημένο στην πραγματικότητα και στη σκληρότητα του κοινωνικού κόσμου ότι υιοθετεί μια θεμελιοκρατία στον κοινωνικό κόσμο για να αντικαταστήσει τη θεμελιοκρατία που απορρίπτει στον υλικό κόσμο. Σύμφωνα με τον Γούλγκαρ, δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε τα συμφέροντα λιγότερο ευπροσάρμοστα από οτιδήποτε χρήζει εξήγησης. Η κριτική στην έννοια του συμφέροντος ενισχύθηκε από επιχειρήματα που λένε ότι τα συμφέροντα μεταφράζονται και τροποποιούνται καθώς παράγεται η επιστημονική γνώση και τα τεχνουργήματα (Latour 1987 Pickering 1995). Κοινωνία, επιστήμη και τεχνολογία παράγονται μαζί και από τις ίδιες διαδικασίες αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια «υπερσυμμετρία» (Callon και Latour 1992).
Το Ισχυρό Πρόγραµµα και η Κοινωνιολογία της Γνώσης 97 Ένθετο 5.3 Ο Πιερ Μπουρντιέ και η αγωνιστική επιστήμη Σύμφωνα με τον Γάλλο ανθρωπολόγο Πιερ Μπουρντιέ [Pierre Bourdieu] (1999 [1973]), μπορούμε να θεωρήσουμε τα επιστημονικά επιτεύγματα απότοκα της αλληλεπίδρασης των ερευνητών σε ένα επιστημονικό πεδίο. Ο Μπουρντιέ εισήγαγε τον όρο πολιτισμικό κεφάλαιο ως ομόλογο του κοινωνικού κεφαλαίου (ενός όρου που ο Μπουρντιέ συνέβαλε στη διάδοση της χρήσης του) και του οικονομικού κεφαλαίου. Τα δρώντα υποκείμενα εμφανίζονται σε ένα πεδίο με συγκεκριμένο μέγεθος καθεμιάς από αυτές τις μορφές κεφαλαίου, και τις αναπτύσσουν και τις αξιοποιούν για να αλλάξουν τη σχετική θέση τους μέσα στο πεδίο. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα επιστημονικά πεδία: Ο Μπουρντιέ λέει ότι «Ο καθαρός κόσμος ακόμη και της καθαρότερης επιστήμης είναι ένα κοινωνικό πεδίο όπως κάθε άλλο, με την κατανομή εξουσίας του και τα μονοπώλιά του, τους αγώνες και τις στρατηγικές του, τα συμφέροντα και τα κέρδη του». Η δράση σε ένα επιστημονικό πεδίο είναι αγωνιστική. Όλες οι επιστημονικές κινήσεις του δρώντος είναι ταυτόχρονα κινήσεις στον κλάδο: «Επειδή όλες οι επιστημονικές πρακτικές προσανατολίζονται στην απόκτηση επιστημονικού κύρους, αυτό που γενικά ονομάζεται συμφέρον σε μια συγκεκριμένη επιστημονική δραστηριότητα είναι πάντοτε αμφίπλευρο» (Bourdieu 1999). Κάθε ιδέα είναι επίσης και μια κίνηση αύξησης κεφαλαίου ο διαχωρισμός ανάμεσα στην αναζήτηση ιδεών και στον κοινωνικό κόσμο είναι κάτι τεχνητό. Υπάρχουν λοιπόν πολλές διαφορετικές στρατηγικές αύξησης του κεφαλαίου. Παραδείγματος χάριν: «Ανάλογα με τη θέση που καταλαμβάνουν στη διάρθρωση του κλάδου οι νεοεισερχόμενοι μπορεί να προσανατολιστούν είτε προς τις ασφαλείς επενδύσεις των στρατηγικών διαδοχής είτε προς τις στρατηγικές ανατροπής, τις απείρως δαπανηρότερες και πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις, που δεν θα τους φέρουν κέρδη παρά μόνο εάν πετύχουν τον πλήρη επαναπροσδιορισμό των αρχών που νομιμοποιούν την κυριαρχία». Το έργο του Μπουρντιέ είναι κάπως απομονωμένο από τον βασικό κορμό των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας, και το έχουν επιλέξει σχετικά λίγοι ερευνητές. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι η αγωνιστική θεωρία της επιστήμης εφαρμόζει τις αρχές του ισχυρού προγράμματος σε μια ατομικιστική κατεύθυνση, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της επιστήμης ως αποτέλεσμα των δράσεων μεμονωμένων ερευνητών.
98 Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας Από τη δεκαετία του 1970, το εκκρεμές στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, και γενικότερα στις ανθρωπιστικές και στις κοινωνικές επιστήμες, ταλαντεύεται από την έμφαση στις δομές στην έμφαση στην εμπρόθετη δράση (agency) (π.χ. Knorr Cetina & Cicourel 1981). Το ισχυρό πρόγραμμα συχνά συσχετίζεται με τις δομιστικές θέσεις, αν και τα όσα υποστηρίζει αφήνουν αυτό το θέμα εντελώς ανοιχτό. Το ισχυρό πρόγραμμα, ως φιλοσοφικό θεμέλιο των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας, συμπληρώνεται και από άλλες θεωρίες: τον δομισμό (π.χ. Knorr Cetina 1981), το εμπειρικό πρόγραμμα του σχετικισμού (Collins 1991 [1985]), τη θεωρία δρώντος-δικτύου (π.χ. Latour 1987), τη συμβολική διαντίδραση (π.χ. Clarke 1990) και την εθνομεθοδολογία (π.χ. Lynch 1985). Υπάρχει μια σύντομη περιγραφή αυτών των θέσεων σε άλλα κεφάλαια. Το βιβλίο αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος του, αποφεύγει την ανατομία θεωρητικών θέσεων και διαμαχών, εκτός εάν έχουν άμεση σχέση με τα βασικά του θέματα ωστόσο, οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για τα φιλοσοφικά και μεθοδολογικά θεμέλια θα μπορούσαν να δουν αυτά και πολλά άλλα έργα, για να γνωρίσουν κάποιες από τις δυναμικές διαμάχες για βασικά ζητήματα. Το ισχυρό πρόγραμμα πρόβαλε το επιχείρημα ότι μπορούμε να μελετήσουμε το περιεχόμενο της επιστήμης και της τεχνολογίας με κοινωνικούς και πολιτισμικούς όρους, προσφέροντας έτσι μια αρχική αιτιολόγηση για την ύπαρξη των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας. Με την ανάπτυξη του κλάδου, οι ίδιες οι επιστημονικές και τεχνολογικές πρακτικές έχουν γίνει ενδιαφέρουσες και όχι μόνο ως βήματα προς την κατανόηση της γνώσης. Παρομοίως, η επιστήμη ως δραστηριότητα έχει γίνει ένας σημαντικός και παραγωγικός τόπος μελέτης. Βασικές γνωσιολογικές κατηγορίες όπως ο πειραματισμός, η εξήγηση, η απόδειξη και η αντικειμενικότητα έχουν γίνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες υπό το πρίσμα των ρόλων που διαδραματίζουν στην επιστημονική πρακτική. Η προσήλωση του ισχυρού προγράμματος στην εξήγηση της γνώσης με κοινωνικούς όρους σήμερα θεωρείται μερική θεώρηση όσον αφορά την κατανόηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, ακόμη κι αν αποτελεί ένα βασικό θεμέλιο.