ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Π.Μ.Σ. Γλωσσολογία: Θεωρία και Εφαρμογές ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ελληνική Ιατρική Ορολογία Μορφοσημασιολογική ανάλυση της ελληνικής ιατρικής ορολογίας: Παραγωγή, σύνθεση και σημασιολογικά χαρακτηριστικά. ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: ΜΑΡΙΑ ΡΑΠΤΗ Α.Μ.: 58 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΓΙΩΡΓΙΟΣ ΞΥΔΟΠΟΥΛΟΣ Τριμελής επιτροπή: επίκουρος καθηγητής Γιώργος Ξυδόπουλος αναπληρωτής καθηγητής Αργύρης Αρχάκης αναπληρώτρια καθηγήτρια Άννα Ρούσσου Πάτρα, Οκτώβριος 2010
Ευχαριστίες Ευχαριστώ θερμά και εγκάρδια τον κύριο Γιώργο Ξυδόπουλο, επίκουρο καθηγητή Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, που ανέλαβε την επίβλεψη και καθοδήγηση της διπλωματικής μου εργασίας και υπομονετικά παρείχε τις συμβουλές του και τις γνώσεις του. Μεγάλο και θερμό ευχαριστώ οφείλω στην κυρία Άννα Ρούσσου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και τον κύριο Αργύρη Αρχάκη, αναπληρωτή καθηγητή Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, για τις χρήσιμες συμβουλές τους. Επίσης ευχαριστώ όλους τους καθηγητές του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών για τις γνώσεις που μου μετέδωσαν κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών χωρίς τις οποίες δε θα ήταν δυνατό να εκπονηθεί η παρούσα διπλωματική εργασία. Τέλος ευχαριστώ όσους με κάθε τρόπο με βοήθησαν και μου συμπαραστάθηκαν κατά την εκπόνηση της διπλωματικής μου εργασίας και ιδιαίτερα ευχαριστώ τη Μαρήνη. Ξεχωριστά όμως ευχαριστώ τη μητέρα μου που για ακόμα μία φορά με βοήθησε με το δικό της μοναδικό τρόπο. 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή. 7 8 1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ...9 19 1.1. Γένεση της ορολογίας...9 12 1.2. Γενικά χαρακτηριστικά της ορολογίας 12 16 1.3. Λεξιλογικά χαρακτηριστικά της ορολογίας.16 18 1.4. Πραγματολογικές Προεκτάσεις..18 19 1.5. Ιατρική και Ορολογία..20 2. Ελληνική Ιατρική Ορολογία και Προσφυματοποίηση 21 57 2.1. Η ιατρική ορολογία..21 22 2.2. Τυπικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιατρικής ορολογίας.23 2.3. Μορφοσημασιολογικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιατρικής ορολογίας..23 24 2.3.1. Μορφοσημασιολογική ανάλυση των προθημάτων της ελληνικής ιατρικής ορολογίας..24 2.3.1.1. Προθήματα με θετική έννοια 25 2.3.1.2. Προθήματα με αρνητική έννοια 26 27 2.3.1.3. Προθήματα με έννοια «διαχωρισμού» και «ένωσης».27 31 2.3.1.4. Προθήματα με «χρονική» έννοια.31 36 2.3.1.5. Προθήματα «στατικότητας»..36 43 2.3.1.6. Προθήματα «κίνησης».43 51 2.3.1.7. Προθήματα με «ποσοτική» έννοια..52 2.3.2. Τα επιθήματα στην ελληνική ιατρική ορολογία.53 2.3.2.1. Επιθήματα τοπικού προσδιορισμού..53 54 2.3.2.2 Επίθημα «Φλεγμονής»...53 2.3.2.3. Επιθήματα «ειδολογικού προσδιορισμού»..54 2.3.2.4.Επιθήματα δήλωσης «σύστασης»..55 2.3.2.5. Επιθήματα «κατάστασης» ή «ιδιότητας».56 3
2.3.2.6. Επιθήματα δήλωσης «Παθολογικής κατάστασης».56 57 3. Η Σύνθεση και τα Σύνθετα Πολλαπλής Σύστασης στην ελληνική ιατρική ορολογία 57 73 3.1. Η σύνθεση στο γενικό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής..57 59 3.2. Σύνθετα στην ελληνική ιατρική ορολογία..59 3.3. Τα Σύνθετα Πολλαπλής σύστασης στην ελληνική ιατρική ορολογία.59 73 3.3.1.Μορφολογική ανάλυση των συνθέτων πολλαπλής σύστασης 59 60 3.3.1.1. Κατηγορίες Συνθέτων Πολλαπλής Σύστασης..60 3.3.1.1.1. Επίθετα..60 62 3.3.1.1.2. Ονόματα...62 63 3.3.1.2.Η Δομή των Συνθέτων Πολλαπλής Σύστασης.63 66 3.3.1.3.Περιπτώσεις συνθέτων πολλαπλής σύστασης με αναδιπλασιασμό του ενός θέματος 66 68 3.3.2. Εννοιακές Σχέσεις και Σύνθετα Πολλαπλής Σύστασης.68 72 4. Σημασιολογική Ανάλυση των επιθημάτων ία και ωση στην ελληνικής ιατρική ορολογία...73 81 4.1. Σημασιολογική ανάλυση του επιθήματος ία 73 75 4.2. Σημασιολογική ανάλυση του επιθήματος ωση..75 77 5. Συμπεράσματα...78 81 6. Δύσκολα σημεία της έρευνάς μου 82 83 7. Ερευνητικές προτάσεις 84 Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία 85 87 Ξενόγλωσση βιβλιογραφία...87 4
Ιστότοποι..88 Παράρτημα 89 94 5
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών μου και σε βιβλιογραφική ερευνητική βάση στοχεύω με την παρούσα διπλωματική εργασία σε μία πρώτη προσέγγιση και ανάλυση της ορολογίας και συγκεκριμένα της ιατρικής ορολογίας. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η παρούσα έρευνα στηρίχτηκε κυρίως στη μελέτη επιστημονικών βιβλίων καθώς και σχετικών άρθρων με το θέμα που εξετάζεται. Το θεωρητικό και πρώτο μέρος της εργασίας βασίστηκε σε βιβλιογραφικές αναφορές σχετικές με τα θέματα που παρουσιάζονται στο εν λόγω μέρος. Για το ερευνητικό και δεύτερο μέρος της εργασίας βασική πηγή μου για την εύρεση και ανάλυση της ιατρικής ορολογίας ήταν τα ιατρικά λεξικά Ιατρικό Λεξικό του Dorland και Ιατρικό Λεξικό του Σταφυλίδη καθώς και το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (3 η έκδοση) του Γεωργίου Μπαμπινιώτη κυρίως όσον αφορά στις λέξεις του γενικού λεξιλογίου και πιο συγκεκριμένα στα προθήματα και επιθήματα αυτών των λέξεων. Επίσης πολλές φορές ιδιαίτερα διευκρινιστική και πολύτιμη για την κατανόηση των ιατρικών όρων ήταν η βοήθεια της γιατρού Μαρίας Ειρήνης Τσελεγκίδη. Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι στη διπλωματική μου εργασία δεν περιλαμβάνονται όροι που αναφέρονται σε ουσίες ή ένζυμα αλλά μόνο όροι που αφορούν παθολογικές καταστάσεις, μέρη ή όργανα του ανθρώπινου σώματος και ιατρικές επεμβάσεις, μεθόδους ή ιατρικά όργανα. Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι έχω εστιάσει στη μορφολογική και σημασιολογική ανάλυση των ιατρικών όρων σε συγχρονικό επίπεδο. 6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Με την παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρώ να προσεγγίσω αυτό που ονομάζεται ορολογία και συγκεκριμένα επιχειρώ μία πρώτη προσέγγιση της ορολογίας της ιατρικής. Θα ήθελα όμως στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι, αν και έχουν γίνει αρκετές μελέτες τόσο για την ορολογία γενικά όσο και για συγκεκριμένους κλάδους της ορολογίας, ο τομέας της ιατρικής ορολογίας αποτελεί έναν σχεδόν ολοκληρωτικά ανεξερεύνητο τομέα. Με δεδομένο λοιπόν το γεγονός ότι πρόκειται για έναν άγνωστο από ερευνητικής άποψης χώρο και προσπαθώντας να υπερβώ αυτή την ερευνητική δυσκολία, επέλεξα να εστιάσω τη γλωσσολογική μου έρευνα στα ακόλουθα θέματα: α) μορφοσημασιολογική ανάλυση των προσφυμάτων στο ελληνικό ιατρικό λεξιλόγιο και ξεχωριστά των επιθημάτων ία και ωση και β) μορφοσημασιολογική ανάλυση μιας ιδιαίτερης κατηγορίας σύνθετων όρων, των συνθέτων πολλαπλής σύστασης. Κριτήριο της επιλογής μου αυτών των θεμάτων ήταν πρώτον η ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα εμφάνισης στο ιατρικό λεξιλόγιο των επιθημάτων ία και ωση και δεύτερον η ιδιαιτερότητα από μορφοσημασιολογικής πλευράς των συνθέτων πολλαπλής σύστασης. Στο πρώτο κεφάλαιο πρώτον αναφέρομαι στην ορολογία γενικά παρουσιάζοντας την ιστορική της εξέλιξη, τα γενικά και λεξιλογικά της χαρακτηριστικά και την πραγματολογική της διάσταση και δεύτερον κάνω μία πολύ σύντομη αναφορά στην ιατρική επιστήμη προσπαθώντας να συσχετίσω την πορεία της με τους ιατρικούς όρους. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέρομαι στην ελληνική ιατρική ορολογία παρουσιάζοντας την εξέλιξή της, τα τυπικά και μορφοσημασιολογικά της χαρακτηριστικά και ολοκληρώνω την ενότητα αναλύοντας το σημασιολογικό ρόλο των προσφυμάτων στο ιατρικό λεξιλόγιο. Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρώ την μορφοσημασιολογική ανάλυση των Συνθέτων Πολλαπλής Σύστασης. Στο τέταρτο κεφάλαιο το οποίο χωρίζεται σε δύο ενότητες αναλύω τα επιθήματα ία και ωση από σημασιολογικής πλευράς. Κάθε ενότητα αναφέρεται σε ένα επίθημα και στις δύο αυτές ενότητες παρουσιάζω και τις σημασιολογικές κατηγορίες των όρων που δίνει το κάθε επίθημα εφόσον πρόκειται για δύο πολύσημα επιθήματα τα οποία δίνουν παραπάνω από μία εννοιακή κατηγορία το καθένα. Στο πέμπτο κεφάλαιο εκθέτω τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα σε όσα θέματα διαπραγματεύτηκα σε όλα τα κεφάλαια της διπλωματικής μου εργασίας. 7
Στο έκτο κεφάλαιο αναφέρω όρους για τους οποίους δε κατέστη δυνατό, από την έρευνα που έκανα για την εν λόγω διπλωματική εργασία, να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα σχετικά με το σημασιολογικό ρόλο των προθημάτων τους. Τέλος, ολοκληρώνω την παρούσα διπλωματική εργασία με το έβδομο κεφάλαιο στο οποίο εκθέτω ερευνητικές προτάσεις για περαιτέρω έρευνα του τομέα της ιατρικής ορολογίας. 8
1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθώ στη γένεση και εξέλιξη του κλάδου της ορολογίας. Επίσης θα παρουσιάσω τα τυπικά και λεξιλογικά γνωρίσματα της ορολογίας και τέλος θα επιχειρήσω να θίξω τις πραγματολογικές προεκτάσεις της ορολογίας. 1. Γένεση της Ορολογίας Κάθε ομάδα, επαγγελματική ή κοινωνική, εκτός από χρήση του γνωστού και κοινού σε όλους λεξιλογίου καταφεύγει και στη χρήση ειδικών/τεχνικών λεξιλογίων. Αυτά τα ειδικά λεξιλόγια ανήκουν σε συγκεκριμένες κοινωνιολέκτους ή επίπεδα ύφους (Ξυδόπουλος, 2008 : 264). Σκοπός αυτού του ειδικού λεξιλογίου είναι η αποδοτικότερη, σαφέστερη και πληρέστερη αποτύπωση των εννοιών, πραγμάτων, καταστάσεων και διαδικασιών που σχετίζονται με το κοινό στοιχείο που συνδέει την εκάστοτε ομάδα. Γι αυτό το λόγο γλωσσολόγοι, γιατροί, ναυτικοί, δικηγόροι, πολιτικοί κ.α. χρησιμοποιούν το δικό τους ειδικό λεξιλόγιο για την καλύτερη συνεννόηση με τους ομολόγους τους. Τα ειδικά ή αλλιώς τεχνικά λεξιλόγια αναφέρονται και ως ορολογία. Αν και υπάρχει η άποψη ότι η ορολογία είναι επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη, ανάλυση κα ταξινόμηση των ειδικών λεξιλογίων ( Cabré (1999: 32 38) και Sager (1999b: 258 259) η γλωσσολογική κοινότητα υποστηρίζει ότι η ορολογία είναι ένα σώμα ειδικού λεξιλογίου το οποίο μελετάται κατά κανόνα από τη λεξικολογία και κατ επέκταση από τη λεξικογραφία (Ξυδόπουλος, 2008: 264). Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ) ο όρος είναι λέξη ή φράση με ειδικό περιεχόμενο η οποία δηλώνει έννοια από συγκεκριμένο χώρο και ορολογία είναι το σύνολο των ειδικών όρων που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένο γνωστικό ή επαγγελματικό χώρο. Ο Rondeau, σύμφωνα με τον Παπαβασιλείου (2001: 15), θεωρεί ότι ο όρος είναι «ο συνδυασμός λεκτικής εκφοράς και έννοιας και διακρίνεται από τη λέξη λόγω 9
της χρήσης του σε ειδικούς θεματικούς τομείς». Ωστόσο τα όρια λέξης και όρου δεν είναι πάντα ευκρινή. Παρόλο που η συστηματοποίηση της ορολογίας είναι πρόσφατη, οι ενέργειες στο χώρο της ορολογίας ξεκινούν πολύ παλαιότερα. Τον όρο ορολογία πρωτοαναφέρει το 1786 ο Γερμανός φιλόσοφος Christian Gottfried Schütz ως «το σύνολο των όρων και των εννοιών που επιτρέπουν τον καθορισμό μιας φιλοσοφικής θεωρίας». Στη συνέχεια ο Γάλλος Sébastien Mercier σε έργο του για τη νεολογία χρησιμοποιεί τη λέξη ορολογία στην οποία όμως δίνει υποτιμητικό περιεχόμενο λέγοντας ότι πρόκειται για «την κατάχρηση εξεζητημένων και σε ένα βαθμό ακαταλαβίστικων από τους αμύητους, όρων». Όμως τον πρώτο ουσιαστικά ορισμό της ορολογίας δίνει ο Άγγλος William Whewell to 1837 αναφέροντάς τον ως «σύστημα όρων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των αντικειμένων της φυσικής ιστορίας». Το 1864 ο Bouillet στο έργο του Dictionnaire des sciences, des letters et des arts αναφέρει τον ορισμό «σύνολο των τεχνικών όρων μιας επιστήμης ή μιας τέχνης και οι ιδέες που αυτή εκφράζει» και τότε δίνεται ουσιαστικά η έννοια του συνόλου των όρων που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο τομέα. Από το 1872 και μετά η έννοια που δινόταν για την ορολογία περιορίστηκε στο σύνολο των όρων που χαρακτηρίζουν ένα δημιουργό ή μια ορισμένη μονάδα. Όμως το 1845 ο Bescherelle ορίζει την ορολογία ως «την επιστήμη των τεχνικών όρων ή των ιδεών που αυτοί εκφράζουν». (Παπαβασιλείου, 2001: 13, 14). Το 18 ο και τον 19 ο αι. η διάδοση της γνώσης και η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας έκαναν επιτακτική την ανάγκη θεμελίωσης της θεωρίας της ορολογίας σε όλους τους χώρους και κυρίως τους επιστημονικούς. Η ταχύτατη ανάπτυξη της τεχνολογίας επέβαλε όχι μόνο την ύπαρξη ορολογίας για τις νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις αλλά και τη συμφωνία απόψεων γύρω από τη χρησιμοποιούμενη ορολογία. Ωστόσο μόλις τον 20 ο αι. η ορολογία απέκτησε επιστημονικό προσανατολισμό (Rey 1995, όπως αναφέρεται στην Cabré 1999:1). Ο Eugen Wüster το 1930 με τη διδακτορική του διατριβή παρουσίασε επιχειρήματα για τη συστηματική και μεθοδική δουλειά στην ορολογία εδραιώνοντας με αυτόν τον τρόπο έναν αριθμό αρχών για την ορολογία και σκιαγραφώντας τα κύρια σημεία μιας μεθοδολογίας για την επεξεργασία των ορολογικών δεδομένων. Θεωρείται, λοιπόν ο ιδρυτής της «θεωρητικοποίησης της ορολογίας και της ορογραφικής πρακτικής» (Cabré 1999, Παπαβασιλείου 2001). Αξίζει να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι μέχρι τα μέσα του 20 ου ούτε οι γλωσσολόγοι ούτε οι επιστήμονες των υπόλοιπων ανθρωπιστικών επιστημών έδιναν τη δέουσα προσοχή στην 10
ορολογία. Μόνο μετά το 1950 άρχισαν να ασχολούνται συστηματικά. Έτσι, αν και η ορολογία δεν είναι ένα νέο πεδίο έρευνας, πριν από λίγες δεκαετίας απέκτησε συστηματική και εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση των κανόνων, των βάσεων και της μεθοδολογίας της και μάλιστα πριν από μερικά χρόνια απέκτησε την πραγματική επιστημονική της προσέγγιση. Ωστόσο, παρόλο που η συστηματοποίησή τους είναι σχετικά πρόσφατη, οι όροι στη ζωή και το λεξιλόγιο των ανθρώπων μετρούν εκατομμύρια χρόνια καθώς, σύμφωνα και πάλι με τον Παπαβασιλείου (2001), υπάρχουν από την παλαιολιθική εποχή τότε που οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τα πρώτα εργαλεία τα οποία φυσικά και χρειάζονταν ονομασία. Ο Παπαβασιλείου (2001: 15) προσθέτει επίσης ότι η ορολογία είναι ένας διεπιστημονικός τομέας που χρησιμοποιεί στοιχεία από την επιστήμη της γλωσσολογίας, της λογικής, της οντολογίας και της πληροφορικής. Συνεχίζει λέγοντας ότι η ορολογία είναι «το σύνολο των πρακτικών και των μεθόδων για τη συλλογή, την περιγραφή και την παρουσίαση των όρων καθώς και το σύνολο των προϋποθέσεων, των επιχειρημάτων και των συμπερασμάτων που απαιτούνται για την ερμηνεία των σχέσεων μεταξύ των εννοιών και όρων, οι οποίες σε τελική ανάλυση είναι θεμελιώδους σημασίας για μία συνεκτική σχέση θεωρίας και πράξης». Την ίδια άποψη είχε εκφράσει και ο Wüster ο οποίος θεωρεί την ορολογία έναν ανεξάρτητο τομέα που ασχολείται με τη σχέση ανάμεσα σε επιστήμες όπως η ιατρική, η φυσική, η χημεία και ο οποίος προέρχεται από το συνδυασμό άλλων επιστημονικών τομέων όπως η γλωσσολογία, η οντολογία, η λογική και η πληροφορική. Οι Βαλεοντής και Μάντζαρη υποστηρίζουν ότι αυτή η διεπιστημονικότητα της ορολογίας είναι αποτέλεσμα του «πολύπλευρου χαρακτήρα των ορολογικών μονάδων». Έτσι ως γλωσσικές οντότητες σχετίζονται με τη γλωσσολογία, ως εννοιακές οντότητες με την οντολογία και τις γνωσιακές επιστήμες και τέλος ως επικοινωνιακές μονάδες με την πληροφορική και γενικά με τον τεχνικό τομέα. Αυτός ο νέος, λοιπόν, επιστημονικός τομέας της ορολογίας, υπάρχει για να: περιγράφει το λεξιλόγιο ενός συγκεκριμένου τομέα (ιατρική, γλωσσολογία, νομική, πληροφορική κ.α.) περιγράφει τις μεθόδους συλλογής, διάδοσης και τυποποίησης των όρων. προσδιορίζει και αποσαφηνίζει έννοιες, καταστάσεις και αντικείμενα του επιστημονικού τομέα στον οποίο αναφέρεται. 11
Ωστόσο η Cabré(1999) αναφέρει ότι δεν υπάρχει ομοφωνία απόψεων σχετικά με την αυτονομία του κλάδου της ορολογίας καθώς για μερικούς η ορολογία είναι μία πρακτική που σχετίζεται με κοινωνικές ανάγκες που συχνά αφορούν πολιτικούς ή/και εμπορικούς σκοπούς. Για κάποιους άλλους η ορολογία είναι ένας κανονικός επιστημονικός κλάδος ο οποίος οφείλει πολλά στα άλλα υποκείμενα πεδία από τα οποία και δανείζεται θεμελιώδεις έννοιες. Καταλήγει όμως ότι παρόλα αυτά θεωρείται ένας ξεχωριστός επιστημονικός τομέας από την άποψη ότι έχει ανασχηματίσει και ανασυνθέσει τα πρωτότυπα επιστημονικά πεδία ώστε να είναι πλέον σε θέση να δημιουργήσει το δικό επιστημονικό πεδίο. της 1.1. Γενικά χαρακτηριστικά της Ορολογίας Οι όροι ανήκουν στο γλωσσικό σύστημα και αποτελούν μέρος αυτού. Για τον Rondeau, όπως αναφέρει ο Παπαβασιλείου (2001: 15), ο όρος είναι ο συνδυασμός της λεκτικής εκφοράς και της έννοιας και διακρίνεται από τη λέξη λόγω της χρήσης του σε ειδικούς θεματικούς τομείς. Ως μέρος όμως του γλωσσικού συστήματος οι όροι υπόκεινται στους βασικούς μορφολογικούς και σημασιολογικούς κανόνες στους οποίους υπακούει και το γενικό λεξιλόγιο. Οι όροι βέβαια, αν και διαφοροποιούνται σε πολλά σημεία από το γενικό λεξιλόγιο, δε συνιστούν ένα ομοιογενές σύνολο (Γιαννουλοπούλου 2001). Κατά συνέπεια οι ορολογία/ειδικές γλώσσες ως μέρος του εκάστοτε γλωσσικού συστήματος αντλούν τα γενικά χαρακτηριστικά τους από το γλωσσικό σύστημα στο οποίο ανήκουν. Υπάρχουν, λοιπόν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ αυτών των δύο συστημάτων επικοινωνίας/ κωδίκων επικοινωνίας (γλώσσας ειδικών λεξιλογίων) παρά τις διαφορές τους. Τα κοινά χαρακτηριστικά της ορολογίας με το γενικό λεξιλόγιο σύμφωνα με την Cabré (1999:73) είναι: α) ίδιο φωνολογικό σύστημα, β) ίδιο σύστημα γραφηματικής απεικόνισης, γ) ίδιο μορφολογικό σύστημα, δ) ίδιο συντακτικό σύστημα, ε) ίδιοι τύποι προτάσεων. Διαφέρουν ωστόσο στο λεξικό καθώς αποτελούνται από i) λέξεις του γενικού λεξιλογίου π.χ. ανάλυση, άμυνα, αποκόλληση, ii) λέξεις που απαντώνται τόσο στα ειδικά όσο και στα γενικά λεξιλόγια π.χ. λαβύρινθος, ακρόαση, δακτύλιος, τύμπανο iii) λέξεις που συναντώνται μόνο στα ειδικά λεξιλόγια (Cabré 1999 80 81) π.χ. χείμετλα, ειλεός, κίρρωση, ίκτερος (οι 12
όροι αυτοί έχουν μία και μόνη σημασία, την ιατρική, ακόμα και όταν συναντώνται στο γενικό λεξιλόγιο). Η Αναστασιάδη Συμεωνίδη (1986) υποστηρίζει ότι το γενικό λεξιλόγιο διαφοροποιείται από τα ειδικά λεξιλόγια στα ακόλουθα σημεία: α) τα ειδικά λεξιλόγια αποτελούνται κυρίως από μη γραμματικές λεξικές μονάδες. Έτσι χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια εν αντιθέσει με το γενικό λεξιλόγιο όπου υπάρχουν τόσο γραμματικές όσο και μη γραμματικές λεξικές μονάδες παρά το γεγονός ότι οι πρώτες είναι πιο συχνές, β) στα ειδικά λεξιλόγια η σημασία των λεξικών μονάδων είναι η δηλωτική ενώ στο γενικό λεξιλόγιο οι λεξικές μονάδες μπορεί να έχουν τόσο δηλωτική όσο και συνυποδηλωτική σημασία, γ) «οι λεξικές μονάδες των ειδικών λεξιλογίων ορίζονται με βάση τα διακριτικά χαρακτηριστικά τους που τις διακρίνουν από τα συνυπώνυμά τους. Πρόκειται για ταξινομημένες λεξικές μονάδες όπου προτεραιότητα έχει το αντικείμενο αναφοράς σε σχέση με τη μορφή του γλωσσικού σημείου. Από την ιδιότητα αυτή προκύπτουν ορισμένα χαρακτηριστικά των λεξικών μονάδων των ειδικών λεξιλογίων, όπως η καθολική αξία που τείνει να πάρει το αντικείμενο αναφοράς, πράγμα που διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των αλλοδαπών επιστημόνων, επιτρέπει το σχηματισμό καθολικού λεξιλογίου για κάθε ειδικότητα και ευνοεί το δανεισμό ξένων λεξικών μονάδων». Αντίθετα στο γενικό λεξιλόγιο οι λεξικές μονάδες έχουν συνώνυμο ή συνώνυμη περίφραση, η οποία μπορεί να αντικαταστήσει τη λεξική μονάδα στο εκφώνημα, δ) στο γενικό λεξιλόγιο μπορεί ένα σημαινόμενο να έχει διαφορετικά σημαίνοντα ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας. Όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο στα επιστημονικά λεξιλόγια που χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια η οποία είναι απαραίτητη για στην «ταξινόμηση και τη μετάδοση της γνώσης», ε) το γενικό λεξιλόγιο προσφέρεται για την ύπαρξη πολυσημίας ενώ τα ειδικά λεξιλόγια για τη μονοσημία και γι αυτό το λόγο δημιουργούνται νέες λεξικές μονάδες όποτε το επιτάσσει η εξωγλωσσική πραγματικότητα, στ) η συνωνυμία που υπάρχει στο γενικό λεξιλόγιο διαφέρει από την αντίστοιχη των ειδικών λεξιλογίων. Παρόλο που και στα δύο λεξιλόγια συναντάται η συνωνυμία, η διαφορά είναι ότι στη συνωνυμία που υπάρχει στα ειδικά λεξιλόγια «η αλλαγή δεν βρίσκεται στη συνυποδήλωση παρά μόνο στα σημαίνοντα», ζ) στα ειδικά λεξιλόγια, αν και είναι νεολογιογόνοι τομείς, είναι εύκολη η πλήρης καταγραφή σε μία συγκεκριμένη εποχή των λεξικών μονάδων που τα απαρτίζουν. Ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο με το γενικό λεξιλόγιο όπου λόγω της απεριόριστης πολυσημίας που υπάρχει είναι αδύνατη η πλήρης καταγραφή του. 13
Σχετικά με τα προαναφερθέντα σημεία ε και στ των θέσεων της Αναστασιάδη Συμεωνίδη θα ήθελα να προσθέσω ότι όσον αφορά στο σημείο ε παρατήρησα πως στο λεξιλόγιο της ιατρικής υπάρχουν πολύσημοι όροι όπως για παράδειγμα οι όροι απονεύρωση που αναφέρεται και σε χειρουργική αφαίρεση νεύρου αλλά και σε κάποιο ανατομικό σχηματισμό και πώρωση που είναι και ο σχηματισμός πώρου για αποκατάσταση οστού που έχει υποστεί κάταγμα αλλά και ο σχηματισμός κοιλότητας. Όσον αφορά στο σημείο στ θα ήθελα να προσθέσω ότι σύμφωνα με τον Horecky (1968), όπως αναφέρεται στον Polackova G (2001: 174), η συνωνυμία αποτελεί μειονέκτημα για την ορολογία διότι καθιστά την επικοινωνία περισσότερο πολύπλοκη. Επίσης ο Petrovsky (1983), σύμφωνα και πάλι με τον Polackova G (2001: 174), χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η συνωνυμία στην ορολογία δηλώνει λέξεις ή συνδυασμούς λέξεων οι οποίοι αν και διαφέρουν φωνητικά, εκφράζουν το ίδιο επιστημονικό περιεχόμενο σε συγκεκριμένα μικροσυστήματα. Τέλος για τον Polackova G. (2001) το πρόβλημα της συνωνυμίας στην ιατρική ορολογία σχετίζεται κυρίως με την κλινική ιατρική π.χ. σχετίζεται μόνο σε ένα μικρό βαθμό με τους ανατομικούς όρους. Θα ήθελα ακόμη να αναφέρω μερικούς συνώνυμους όρους που εντόπισα κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου. Αυτοί είναι: σπονδυλοδυνία και σπονδυλαλγία, οξυκεφαλία και πυργοκεφαλία, ρινορραγία και επίσταξη, τελαγγειεκτασία και ευρυαγγεία. Η Αναστασιάδη Συμεωνίδη (1986) επίσης χωρίζει τη νεολογία σε γλωσσική και ψυχολογική. Τη γλωσσική την υποδιαιρεί σε πραγματωμένη νεολογία και δυνάμει νεολογία. Η πραγματωμένη νεολογία περιλαμβάνει τη δηλωτική και τη συνυποδηλωτική. Στη δηλωτική νεολογία εντάσσονται οι νεολογισμοί που δημιουργούνται με σκοπό να πάρουν όνομα νέες έννοιες, ιδέες, καταστάσεις, φαινόμενα, αντικείμενα. Οι εν λόγω νεολογισμοί δημιουργούνται λόγω των εξελίξεων στην εξωγλωσσική πραγματικότητα και δεν υπαγορεύονται από γλωσσικούς παράγοντες. Στους συγκεκριμένους νεολογισμούς ανήκει η ορολογία. Τέλος η Αναστασιάδη Συμεωνίδη καταλήγει ότι στα γενικά λεξιλόγια η δημιουργία νέων όρων (λέξεων) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξωγλωσσική πραγματικότητα ενώ στο γενικό λεξιλόγιο η δημιουργία νέων λέξεων οφείλεται «στην εφαρμογή των κανόνων του συστήματος της γλώσσας και στη δημιουργική ικανότητα των ομιλητών». Επιπροσθέτως, η Αναστασιάδη Συμεωνίδη (1986) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τόσο η βάση όσο και ο σχηματισμός των στοιχείων στα ειδικά λεξιλόγια συχνά είναι αρχαιοελληνικά και ως εκ τούτου συνοδεύονται από τα χαρακτηριστικά του λόγιου τύπου. 14
Το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρείται και στην ιατρική ορολογία. Για τη Γιαννουλοπούλου (2001: 24) οι βασικότεροι λόγοι, όπως αναφέρονται και από τον Nybakken, που τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά λεξιλογικά στοιχεία κατακλύζουν τα επιστημονικά λεξιλόγια από την εποχή της Αναγέννησης είναι οι ακόλουθοι: α) η αδιαμφισβήτητη συμβολή του αρχαιοελληνικού κόσμου στην ανάπτυξη των επιστημών είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας οργανωμένης ονοματολογίας για πολλούς επιστημονικούς τομείς, η οποία λειτούργησε ως παρακαταθήκη για τους νεότερους επιστήμονες, β) με δεδομένο το γεγονός ότι τα επιστημονικά λεξιλόγια απαιτούν σταθερότητα στη μορφή και ακρίβεια στην περιγραφή για την κάλυψη των δηλωτικών αναγκών, οι δύο πια νεκρές κλασικές γλώσσες χαρακτηρίζονταν από σταθερή και αμετάβλητη σημασία του λεξιλογίου τους και έτσι προσέφεραν λεξιλογικά στοιχεία που ήταν ανεπηρέαστα στις σημασιολογικές και μορφολογικές αλλαγές στις οποίες υπόκειται κάθε ζωντανή και ομιλούμενη γλώσσα, γ) και οι δύο κλασικές γλώσσες (αρχαία ελληνική και λατινική) χαρακτηρίζονται από πλούσια κλίση με αποτέλεσμα να ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις της σύνθεσης και της παραγωγής και κατά συνέπεια στη δημιουργία μη απλών τύπων οι οποίοι αποτυπώνουν καλύτερα τις σχέσεις προσδιορισμού ή παράταξης σε μία λεξική μονάδα, δ) και η αρχαία ελληνική αλλά και η λατινική ήταν γνωστές στους τότε μορφωμένους της Αναγέννησης γεγονός που καθιστούσε ευκολότερη την επικοινωνία και συνεννόηση μεταξύ των επιστημόνων διαφορετικών γλωσσών και ε) οι αρχαιοελληνικές, οι λατινικές λέξεις ή όσες έμοιαζαν με αυτές φαίνονταν ότι είχαν μια χροιά «ξενικότητας» και «επιστημονικότητας» και έτσι δεν έμοιαζαν με τα γνωστά στους ομιλητές των ευρωπαϊκών γλωσσών μοντέλα παραγωγής. Η Cabré (1999: 73) υποστηρίζει ότι τα ειδικά λεξιλόγια έχουν συγκεκριμένα τυπικά χαρακτηριστικά α) μορφολογικούς σχηματισμούς από λατινικές ή αρχαίες ελληνικές ρίζες π.χ. καρδιοπάθεια, β) Συντομευμένους τύπους και σύμβολα π.χ. Κ.Ν.Σ. (Κεντρικό Νευρικό Σύστημα), Α.Ν.Σ. (Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα), γ) Ονοματοποιημένους τύπους ρημάτων, δ) Σύνθετες ονοματικές φράσεις π.χ. ανεστραμμένο κάταγμα του Barton, επίδεσμος εν είδει καλύπτρας νευρική ανορεξία. Σύμφωνα με τον Ξυδόπουλο (υπό δημοσίευση) στόχος της ορολογίας γενικά είναι «η αντιστοίχιση και περιγραφή της εννοιολογικής δομής ενός εξειδικευμένου επιστημονικού πεδίου» και, συνεχίζει λέγοντας ότι, για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός χρησιμοποιείται η «ονομασιολογική» προσέγγιση. Ως εκ τούτου, καταλήγει, κύριο χαρακτηριστικό της επιστημονικής ορολογίας είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια στην αποτύπωση 15
της όποιας επιστημονικής έννοιας χωρίς ωστόσο να είναι πάντα εφικτό να αποτραπούν οι αμφίσημοι όροι. Βέβαια, όπως επισημαίνει, η αμφισημία εμφανίζεται όταν κάποιος όρος δε βρίσκεται στο περιβάλλον εφαρμογής του και η οποία ωστόσο εξαφανίζεται άμα τη εμφανίσει του στο κατάλληλο περιβάλλον. Εν ολίγοις, η ορολογία είναι: Ένα τεχνικό και τεχνητό λεξιλόγιο Ένας μη ολοκληρωμένος και ανεξάρτητος κώδικας καθώς για τη λειτουργία και πραγμάτωσή του χρειάζεται το Συντακτικό τομέα της εκάστοτε γλώσσας στην οποία ανήκει. Μία τεχνική και τεχνητή υπογλώσσα που χρησιμοποιείται για εξαιρετικά συγκεκριμένους σκοπούς και δεν παρουσιάζεται συχνά για ανεξάρτητους από τα σημεία αναφοράς της λόγους Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χαρά της επικοινωνίας. Επιτελεί και προσπαθεί να εκφράσει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και δεν χρησιμοποιείται έξω από αυτόν ή το περιβάλλον εφαρμογής του. Αν παρουσιαστεί σε μη εξειδικευμένο περιβάλλον ή περίσταση επικοινωνίας τότε ενεργοποιούνται οι εννοιολογικές σχέσεις της ειρωνείας, μεταφοράς, παρομοίωσης, ευφημισμού. Η σημασία των όρων διαχρονικά είναι σταθερή και για να μεταβληθεί πρέπει να αλλάξει και το αντικείμενο αναφοράς (Sager 1990). 1.3. Λεξικολογικά χαρακτηριστικά της ορολογίας Σύμφωνα και πάλι με την Cabré (1999: 85 87) στα ειδικά λεξιλόγια παρατηρείται υψηλός βαθμός εξειδίκευσης ως προς α) τη μορφή: i) μονομορφηματικά ή πολυμορφηματικά π.χ. νευρόλυση, ii) να παράγονται με προσφυματοποίηση π.χ. υπερλίπωση, iii) να συμμετέχουν στη διαδικασία της παραγωγής ως βάσεις π.χ. λεμφαδενίτιδα, β) τη λειτουργία: i) ονόματα, ii) επίθετα, iii) ρήματα και iv) επιρρήματα, γ) την προέλευση: i) από την ίδια γλώσσα, ii) από άλλες γλώσσες (δανεισμός): α) αρχαία ελληνική και λατινική ως νεοκλασικά δάνεια, β) 16
ζωντανές/ σύγχρονες γλώσσες ως πραγματικά δάνεια, γ) γεωγραφικές ή κοινωνικές διαλέκτους ή ειδικά λεξιλόγια της ίδιας γλώσσας ως εσωτερικά δάνεια. Για την Αναστασιάδη Συμεωνίδη (1986) όλα τα επιθήματα /επιθηματικά στοιχεία ονοματοποίησης είναι εξαιρετικά παραγωγικά στα ειδικά λεξιλόγια π.χ. ισμός, ποίηση, ποία, λόγω του ότι οι περισσότεροι νεολογισμοί των ειδικών λεξιλογίων είναι ουσιαστικά. Ο ρόλος του επιθήματος/επιθηματικού στοιχείου στο γενικό λεξιλόγιο δεν είναι ίδιος με αυτόν του ειδικού λεξιλογίου. Στο γενικό λεξιλόγιο η προσθήκη του επιθήματος /επιθηματικού στοιχείου χρησιμοποιείται συνήθως για να αλλάξει τη γραμματική κατηγορίας της λέξης στην οποία προσκολλάται. Αντίθετα στα ειδικά λεξιλόγια τα επιθήματα/επιθηματικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για την κατηγοριοποίηση κάποιου φαινομένου της εξωγλωσσικής πραγματικότητας π.χ. ίτιδα που σημαίνει την ύπαρξη φλεγμονής όπως ο όρος κολπίτιδα, ωμα που δηλώνει κυρίως την ύπαρξη όγκου όπως φαίνεται για παράδειγμα στον όρο λίπωμα. Επίσης η Συμεωνίδη (1986) υποστηρίζει ότι τα ειδικά λεξιλόγια είναι από τους πιο νεολογιογόνους τομείς καθώς ανανεώνονται πιο γρήγορα απ ότι συμβαίνει στο γενικό λεξιλόγιο. Ωστόσο παρατηρεί ότι ο ρυθμός δεν είναι ίδιος για όλα τα ειδικά λεξιλόγια εφόσον «ορισμένα επιστημονικά και τεχνικά λεξιλόγια είναι πιο νεολογιογόνα από άλλα». Την αιτία στο διαφορετικό ρυθμό ανανέωσης των λεξικών μονάδων των ειδικών λεξιλογίων τα αποδίδει σε εξωγλωσσικούς παράγοντες. Οι φρενήρεις ρυθμοί ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας απαιτούν νέες ονομασίες για τη διατύπωση νέων ιδεών, εννοιών και σχέσεων και είναι από τους κύριους λόγους σχηματισμού νέων όρων. Τα ειδικά λεξιλόγια που ευνοούν περισσότερο τη δημιουργία νεολογισμών είναι της ιατρικής, βιοϊατρικής, βιολογίας, πυρηνικής φυσικής, αστροναυτικής, χημείας, βακτηριολογίας, πληροφορικής, πολιτικής, σπορ, διαφήμισης, τυπογραφίας, δημοσιογραφίας, οπτικοακουστικών μέσων. Θα ήθελα τέλος να προσθέσω ότι οι όροι μπορούν να υπάρξουν και να μεταφραστούν με ακρίβεια από μία γλώσσα σε μία άλλη. Αντιθέτως οι λέξεις του γενικού λεξιλογίου δεν είναι δυνατόν πάντοτε να μεταφραστούν με πλήρη εννοιολογική αντιστοιχία και συχνότατα μάλιστα για κάποιες λέξεις δεν αντιστοιχεί άλλη λέξη στην προς μετάφραση γλώσσα. 17
1.4. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ Η Cabré (1999,80 81) υποστηρίζει «Οι όροι δε φαίνεται να είναι πολύ διαφορετικοί από τις λέξεις όταν τους εξετάσουμε από τη μορφική ή σημασιολογική πλευρά. Διαφέρουν από τις λέξεις όταν τους εξετάσουμε ως πραγματολογικές και επικοινωνιακές μονάδες. Το πλέον εξέχον διακριτικό χαρακτηριστικό της ορολογίας σε σύγκριση με το λεξιλόγιο της γενικής γλώσσας βρίσκεται στο γεγονός ότι χρησιμοποιείται για να περιγράψει έννοιες που αρμόζουν σε ειδικούς τομείς και δραστηριότητες. Για την Cabré οι όροι εκτός από τη μορφολογική και σημασιολογική τους όψη έχουν και πραγματολογική εφόσον είναι γλωσσικές μονάδες με χρήση σε συγκεκριμένο επικοινωνιακό περιβάλλον και με αναφορά σε πράγματα, στοιχεία και καταστάσεις του γύρω κόσμου. Γενικά θεωρεί ότι η πραγματολογία είναι ο παράγοντας που διαφοροποιεί τις λέξεις από τους όρους καθώς πραγματολογικά οι όροι διαφοροποιούνται από τις λέξεις όσον αφορά τους χρήστες, τις περιστάσεις επικοινωνίας, τη θεματολογία της επικοινωνίας και το είδος του λόγου (discourse) όπου συναντώνται. Εν κατακλείδι για την Cabré (1999: 112) το γενικό λεξιλόγιο διαφοροποιείται από την ορολογία στα ακόλουθα σημεία: πρώτον ο βασικός στόχος του γενικού λεξιλογίου είναι επιτελεστικός, εκφραστικός και επικοινωνιακός ενώ ο βασικός στόχος της ορολογίας είναι ο αναφορικός, δεύτερον το αντικείμενο του γενικού λεξιλογίου μπορεί να είναι γενικό ενώ του ειδικού λεξιλογίου είναι εξειδικευμένο, τρίτον οι χρήστες του γενικού λεξιλογίου είναι γενικοί ενώ του τεχνικού λεξιλογίου είναι συγκεκριμένοι/ ειδικοί, τέταρτον για να χρησιμοποιηθεί το γενικό λεξιλόγιο δεν απαιτείται η επικοινωνιακή περίσταση να είναι δομημένη εν αντιθέσει με το ειδικό λεξιλόγιο το οποίο χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες περιστάσεις και πέμπτον ο λόγος (discourse) όπου χρησιμοποιείται το γενικό λεξιλόγιο είναι γενικός ενώ το ειδικό λεξιλόγιο χρησιμοποιείται σε λόγους επαγγελματικούς και επιστημονικούς. Ο Nybakken (1959) (όπως αναφέρεται στη Γιαννουλοπούλου 2001:20) έχει μία πιο παραδοσιακή γλωσσολογική άποψη. Για τον Nybakken λοιπόν, τα χαρακτηριστικά της ορολογίας των επιστημών πρέπει να είναι α) ακριβής και καθορισμένη περιγραφικότητα, β) προσανατολισμός στην εννοιολογική της περιοχή καθώς και σε άλλες που σχετίζονται με αυτή, γ) εξειδίκευση, δ) γλωσσική ορθότητα, ε) καθαρότητα, στ) ευφωνία, ζ) ένταξη στο γλωσσικό σύστημα, η) οικονομία, θ) σταθερότητα, ι) εγκυρότητα. Ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει, όπως αναφέρει ο Παπαβασιλείου 2001: 16, ότι οι όροι, με δεδομένο ότι στην επικοινωνία έχουν ξεχωριστή γλωσσική λειτουργία, αποκτούν και γλωσσικές ιδιότητες 18
ώστε να διαφοροποιούνται από το συνήθη τρόπο που χρησιμοποιούνται οι λέξεις. Οι ιδιότητες αυτές είναι α) ο νεολογικός τους χαρακτήρας, β) η συνθετική υφή τους, γ) ο επώνυμος χαρακτήρας τους (κάποιος οι τους δημιουργούν) και δ) η πολυμορφία τους (η ύπαρξη αρχικά πολλών όρων έως την καθιέρωση κάποιου από την χρήση κάποιου δόκιμου όρου). Η ορολογία, κατά τη γνώμη μου, εντάσσεται στην αναφορική λειτουργία 1 της γλώσσας εφόσον δίνει έμφαση στον εξωτερικό κόσμο και τονίζει το πλαίσιο επικοινωνίας. Είναι ένα λεξιλόγιο που εγγενώς φέρει οδηγίες πραγματολογικής χρήσης με δεδομένο το γεγονός ότι οι όροι δημιουργούνται για να χρησιμοποιηθούν σε συγκεκριμένα περιβάλλονται και να καλύψουν συγκεκριμένες λεξιλογικές ανάγκες. Όμως, οι όροι, αν και κουβαλούν ενσωματωμένες πληροφορίες πραγματολογικής καταλληλότητας, κατασκευάζονται κυρίως αλλά όχι μόνο για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Αυτό σημαίνει ότι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν και σε περιβάλλοντα διαφορετικά από εκείνα για τα οποία κατασκευάστηκαν. Ωστόσο η χρήση ενός τεχνικού λεξιλογίου έξω από το αρχικό πλαίσιο δημιουργίας του μπορεί να οδηγήσει στη χρήση «διπλής γλώσσας» και να έχει ως συνέπεια την ασάφεια σε επικοινωνιακό επίπεδο π.χ. η σημασία της έκφρασης «απόφραξη του παχέος εντέρου», η οποία συνιστά μία ιατρική έκφραση, δεν είναι κατανοητή στον καθημερινό λόγο με αποτέλεσμα να μη γίνεται εύκολα αντιληπτό στους δέκτες ότι πρόκειται ουσιαστικά για όγκο στο παχύ έντερο του ασθενούς. Συνεπώς σχηματίζεται λανθασμένη εικόνα για την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ασθενής γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε παραπληροφόρηση. 1 Σύμφωνα με το επικοινωνιακό μοντέλο του Jakobson στην επικοινωνία συμμετέχουν έξι παράγοντες: το ίδιο το μήνυμα, ο πομπός του μηνύματος, ο δέκτης του μηνύματος, ο κώδικας επικοινωνίας που χρησιμοποιείται, το πλαίσιο αναφοράς του μηνύματος και το κανάλι μέσω του οποίου στέλνεται το μήνυμα. Σε καθένα όμως από τους προαναφερθέντες έξι παράγοντες αντιστοιχεί και μία λειτουργία της γλώσσας. Η λειτουργίες αυτές, ανάλογα με το ποιος από τους έξι παράγοντες τονίζεται κάθε φορά, είναι η συγκινησιακή (που αφορά τον αποστολέα), η βουλητική (που αφορά το δέκτη), η ποιητική (για το ίδιο το μήνυμα), η μεταγλωσσική ( που αφορά τον χρησιμοποιούμενο κώδικα), η φατική (για το κανάλι επικοινωνίας) και η αναφορική (για το πλαίσιο αναφοράς του μηνύματος). 19
1.5. Ιατρική και Ορολογία Η Ιατρική είναι η επιστήμη που εξετάζει λεπτομερώς τον άνθρωπο καθώς και τα στοιχεία και μέρη από τα οποία αποτελείται, με σκοπό αφενός μεν τη διατήρηση της υγείας του αφετέρου δε τη θεραπεία των νόσων του. Η ιατρική, αν και εξακολουθούσε να είναι στενά συνδεδεμένη με τη Θρησκεία, με την εμφάνιση των πρώτων πολιτισμών αποκτά σιγά σιγά συστηματοποιημένη μορφή. Ο αρχαιότερος γιατρός στην ιστορία είναι ο Αιγύπτιος Ιμχοτέπ που έζησε μεταξύ 2700 και 2600 π.χ. (Ο ρόλος και η ιστορία της Ιατρικής Επιστήμης http://topaiditisplateias.blogspot.com/2009/01/blog post_25.html 01/03/2010). Στον ελλαδικό χώρο η ιατρική πρωτοεντοπίζεται στα Ομηρικά Έπη με την αναφορά στη δράση του Χείρωνα του Κενταύρου. Ωστόσο ο πρώτος γιατρός τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής ιστορίας θεωρείται ο μυθικός βασιλιάς του Άργους, ο Μελάμπους. Έδρασε το 14 ο αι π.χ., 400 χρόνια πριν από τον Ασκληπιό και 900 πριν από τον Ιπποκράτη. Όμως ιδρυτής της ιατρικής θεωρείται ο Ασκληπιός, ο γιος του Απόλλωνα, ενώ ο Ιπποκράτης (460 360 π. Χ. ) έχει συνδεθεί με την επιστημονική εδραίωση της ιατρικής ( http:// www.engarde.gr). Ο Ιπποκράτης λοιπόν, ήταν ο πρώτος που ταξινόμησε με συστηματικό τρόπο την ιατρική και εξήγησε τις μεθόδους θεραπείας των ασθενειών μέσω της μεθοδευμένης θεραπείας των νοσημάτων. Έτσι η πρώτη, μεθοδολογική και επιστημονική αντιμετώπιση της ιατρικής βρίσκεται στον 5 ο αι. και κατά συνέπεια τότε παρουσιάζονται ουσιαστικά και οι πρώτοι ιατρικοί όροι. Ωστόσο και στα Ομηρικά κείμενα υπάρχουν λέξεις όροι που αφορούν στην ιατρική π.χ. αβληχρός που σημαίνει τον ήπιο, τον αντίθετο του οξέος, βρέγμα που είναι το επάνω και πρόσθιο μέρος του κρανίου (επί τα εκτός του μετώπου), βουβών που είναι η περιοχή μεταξύ μηρού και γεννητικής χώρας, διαμαρτία που είναι σφάλμα στη διάπλαση, ιγνύς αφορά την περιοχή πίσω από την άρθρωση του γόνατου, κηδεμών που είναι ένα μηχάνημα για την υποστήριξη πάσχοντος ή ανάπηρου μέλους, λοβός που αφορά κάθε 20
τμήμα του οργάνου που χωρίζεται από άλλο τμήμα με βαθιά σχισμή, στέαρ που είναι το λίπος, ταρσός που αναφέρεται στο μεταξύ των σφυρών και των δακτύλων τμήμα του ποδιού, ωδίνες είναι οι πόνοι του τοκετού (Βασίλειος Κ. Θεοδώρου. 2003: 32). 2. Ελληνική Ιατρική Ορολογία και προσφυματοποίηση Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθώ εν συντομία στην ιστορία της ιατρικής ορολογίας καθώς και στα τυπικά και μορφοσημασιολογικά χαρακτηριστικά που πλέον τη διακρίνουν. Επίσης θα αναλύσω το μορφοσημασιολογικό ρόλο που τα προθήματα και επιθήματα έχουν στην ελληνική ιατρική ορολογία. 2.1. Η ιατρική ορολογία Η ιατρική ορολογία συνίσταται από τις λέξεις και τις εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο χώρο της ιατρικής επιστήμης για την περιγραφή, απόδοση και μετάδοση των εννοιών, καταστάσεων και αντικειμένων που σχετίζονται αλλά και αφορούν στην ιατρική. Σήμερα η ιατρική ορολογία αριθμεί γύρω στους 60.000.000 όρους. Από τα μέσα του 18 ου αι. παρατηρείται αύξηση στον αριθμό των ιατρικών αλλά και των σχετικών με την ιατρική βιβλίων που εκδίδονται. Στα εν λόγω βιβλία είναι εμφανής η προσπάθεια των συγγραφέων τους να δημιουργήσουν τους αντίστοιχους ελληνικούς ιατρικούς όρους για την Ανατομία, τη Φυσιολογία και την Παθολογία. Θα αναφέρω ενδεικτικά μερικές περιπτώσεις των προσπαθειών των συγγραφέων να δημιουργήσουν όρους. Ο όρος, για παράδειγμα, νευρικό σύστημα χρησιμοποιείται από τον Γ. Χρυσοβελόνη, Ομιλία φυσιολογική, 1802, σ. 19 και αργότερα από τον Αναστάσιο Γεωργιάδη, Αντιπανάκεια, 1810, σ. 534 και Ιατροφυσιολογική ανθρωπολογία, 1810, σ. 76. Τον όρο ουροδόχος κύστις αναφέρει ο Δημ. Πούλος, Λόγος εισαγωγικός, 1806, σ. 56 και ο Κων. Κούμας, Χημείας επιτομή, 1808 τομ 2, σ 204 ενώ ως ουρική κύστις απαντάται στον Ερμή Λόγιο 1817 και ως φούσκα αναφέρεται από τον Αντώνιο Στρατηγό, Διδασκαλία θεωρικοπρακτική περί των πυρετών, 1745, σ. 82. Ο όρος μυϊκό σύστημα αναφέρεται από τον Ιωάννη Ασάνη και αργότερα από τον Π. Ηπήτη στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, 1811, σ. 94 και 1817 σ. 533, αντίστοιχα. Ο όρος κυκλοφορία του αίματος είναι ο συνηθέστερος στα 21
ιατρικά κείμενα της προεπαναστατικής περιόδου αλλά έχουν καταγραφεί και οι όροι περικύκλωση από τον Αντώνιο Στρατηγό, Διδασκαλία Θεωρικοπρακτική, 1745, περιδρομή από τον Ιωάννη Αδάμη, Σύντομος Ερμηνεία περι ιατρικών, 1756, σ. 60 και περιφορά από τον Κ. Κούμα, Σειράς στοιχειώδους, 1807, τομ 8, σ. 30. Επίσης ο όρος κυκλοφορικό σύστημα εισάγεται στον Ερμή το Λόγιο, 1811, σ 94 (Δ. Καραμπελόπουλος 2008). Ο καθηγητής της Ιστορίας των Επιστημών και Ακαδημαϊκός Μιχάλης Στεφανίδης αναφέρει ότι «εκ των καλλιτέρων εργασιών των προεπαναστατικών λογίων είναι η κατάθεση των πρώτων ελληνικών επιστημονικών όρων, οίτινες εν πολλοίς παραμένουν η θεμελιώδης βάσις της στοιχειώδους νεοελληνικής ονοματολογίας». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο β μισό του 18 ου αι. και στις δύο προεπαναστατικές δεκαετίες οι συγγραφείς πλάθουν δικούς τους όρους με σκοπό να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μετάφρασης, λόγω της σχεδόν παντελούς έλλειψης ελληνικής ιατρικής ορολογίας. Αρκετοί είναι οι όροι που καθιερώθηκαν εκείνη την εποχή στη σύγχρονη ελληνική ιατρική ορολογία. Το 1809 ο Άνθιμος Γαζής εξέδωσε το «Λεξικόν» της Ελληνικής γλώσσας στο οποίο καταχωρήθηκαν και όροι της ανατομίας και της φυσιολογίας, οι οποίοι συχνά συνοδεύονταν με κείμενα των ελλήνων κλασικών ιατρών. Ο Κωνσταντίνος Κούμας ανέφερε ότι με το συγκεκριμένο Λεξικό «έδωκεν ο Γαζής εις το Γένος του ωφέλιμον λεξικόν και καλύτερον αφ όσα είχαμε έως τότε ή να ειπώ κάλλιον, απεκτήσαμεν λεξικόν ενώ δεν είχαμεν ακόμη. Διά τούτο θέλει επαινείσθαι παντοντε μεταξύ των ομογενών του». Ο Καραμπελόπουλος (1993) χαρακτηριστικά αναφέρει ότι την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού απουσίαζε η επιστημονική ορολογία, γεγονός που είχε ως συνέπεια την ύπαρξη στην ελληνική βιβλιογραφία ποικίλων όρων για την απόδοση των ανατομικών και των φυσιολογικών λειτουργιών. Τα παραδείγματα που ακολουθούν αποδεικνύουν την ελλιπή ή και ανύπαρκτη ελληνική ιατρική ορολογία την εν λόγω περίοδο καθώς και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι συγγραφείς στην απόδοση των όρων. Ο γιατρός Αναστάσιος Γεωργιάδης το 1810 αναφέρει ότι «δημιούργησε κάποιες λέξεις από τα ελληνικά αλλά ήταν σε κάθε περίπτωση αδύνατο να αποφύγει τις ξένες λέξεις». Ο νεαρός γιατρός Δημήτριος Μπίρδας το 1830 ζητά από τους αναγνώστες του συγγνώμη που χρησιμοποιεί ξενική ιατρική ορολογία καθώς η ελληνική γλώσσα δε διαθέτει ιατρικούς όρους. Στις δυσκολίες της ονοματολογίας αναφέρεται το 1836 και ο γιατρός Δημήτριος Αλ. Μαυροκορδάτος. Ακόμη οι Ξαϋέριος Λανδέρερ και Λουκάς Παπαϊωάννου αναφέρουν ότι προσπάθησαν αρκετά να δημιουργήσουν νέους όρους που να υπακούουν στους κανόνες της ελληνικής γλώσσας. 22
Είναι πασιφανές λοιπόν, ότι την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού υπήρξε στους συγγραφείς και τους λογίους έντονη η ανάγκη δημιουργίας ελληνικού επιστημονικού λεξιλογίου. Γι αυτό, όπως ανέφερα και παραπάνω, ο Στεφανίδης υποστηρίζει ότι τότε θεμελιώθηκε η στοιχειώδης νεοελληνική ονοματολογία και δημιουργήθηκαν και οι πρώτοι ελληνικοί επιστημονικοί όροι, μεταξύ των οποίων και πολλοί ιατρικοί. 2.2. Τυπικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιατρικής ορολογίας Η Συμεωνίδη (1986) χαρακτηριστικά αναφέρει ότι τόσο η βάση όσο και ο σχηματισμός των στοιχείων στα ειδικά λεξιλόγια συχνά είναι αρχαιοελληνικά και ως εκ τούτου συνοδεύονται από τα χαρακτηριστικά του λόγιου τύπου. Ο Πετρούνιας (2002: 401) συγκεκριμένα χρησιμοποιεί την ονομασία διεθνή ελληνικά για να αναφερθεί στον τεράστιο αριθμό φιλοσοφικών, επιστημονικών και άλλων όρων που υπάρχουν στις νεότερες γλώσσες και στηρίζονται σε αρχαία ελληνικά λεξιλογικά στοιχεία. Τα διαχωρίζει από τα νέα ελληνικά τα οποία θεωρεί μία ολοκληρωμένη γλώσσα η οποία ωστόσο έχει στενά γεωγραφικά και αριθμητικά όρια που περιορίζονται στην Ελλάδα, την Κύπρο και στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στην ιατρική ορολογία όπου αρκετά προθήματα, επιθήματα ή α β συνθετικά είναι αρχαιοελληνικής προέλευσης. Παρόμοια συχνότητα εμφάνισης με τα αρχαία ελληνικά παρουσιάζουν και τα λατινικά καθώς από το 16 ο αι. ήταν η γλώσσα των επιστημών. Τα λατινικά τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα ήταν βασική γλώσσα της ιατρικής και γενικά της επιστήμης. Ακόμα και όταν περιορίστηκε η εμφάνισή τους (των δύο αυτών γλωσσών), κυρίως μετά το 16 ο αι., διατήρησαν την επιρροή τους στην ιατρική ορολογία. Γι αυτό το λόγο η πλειονότητα των όρων της ιατρικής είναι αρχαίας ελληνικής ή λατινικής προέλευσης. 2.3. Μορφοσημασιολογικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιατρικής ορολογίας Οι όροι, όπως και οι λέξεις, διαθέτουν μορφολογικό και σημασιολογικό σύστημα το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό ίδιο με του γενικού λεξιλογίου. Εν προκειμένω στην ελληνική ιατρική ορολογία οι όροι διαθέτουν όλες τις διαδικασίες σχηματισμού λέξεων που 23
υπάρχουν και στο γενικό λεξιλόγιο. Έτσι στην ελληνική ιατρική ορολογία οι όροι έχουν κλίση, παραγωγή και σύνθεση. Όσον αφορά στην κλίση οι όροι της ελληνικής ιατρικής ορολογίας ακλουθούν τους κανόνες του κλιτικού συστήματος στο οποίο υπάγονται και οι λέξεις του γενικού λεξιλογίου. Στη διαδικασία της παραγωγής συμμετέχουν σχεδόν όλα τα παραγωγικά προσφύματα, τόσο τα προθήματα όσο και τα επιθήματα που χρησιμοποιούνται και για το σχηματισμό των λέξεων του γενικού λεξιλογίου. Το ίδιο ισχύει και για τη σύνθεση όπου οι σύνθετοι ιατρικοί όροι παρουσιάζουν τα ίδια δομικά χαρακτηριστικά με αυτά των σύνθετων λέξεων του κοινού σε όλους μας λεξιλογίου. 2.3.1. Μορφοσημασιολογική ανάλυση των προθημάτων της ελληνικής ιατρικής ορολογίας Ιδιαίτερα συχνή είναι η παρουσία των προθημάτων στο ιατρικό λεξιλόγιο και μάλιστα τα προθήματα που χρησιμοποιούνται είναι τα ίδια με του γενικού λεξιλογίου. Κατά συνέπεια στους ιατρικούς όρους εμφανίζονται τα προθήματα ανα, αντι, από, δια, εις, εν, εκ, επί, κατά, μετά, παρά, περί, προ, προσ, συν, υπέρ, από. Τα προθήματα αυτά, όπως αναφέρει η Ράλλη (2002β, 2004), προέρχονται από την Αρχαία ελληνική και λειτουργούν σήμερα ως προθήματα αν και ήταν ελεύθερα μορφήματα στο παρελθόν και ανήκαν στην κατηγορία των προθέσεων. Επίσης στην ιατρική ορολογία χρησιμοποιούνται και τα προθήματα α, δυσ, ευ τα οποία και στο γενικό λεξιλόγιο έχουν αποκτήσει πλέον καθαρό προθηματικό χαρακτήρα. Ωστόσο από τα προθήματα που χρησιμοποιούνται στο γενικό λεξιλόγιο απουσιάζει από την ελληνική ιατρική ορολογία το πρόθημα ξε το οποίο μάλιστα παρουσιάζει υψηλό βαθμό παραγωγικότητας στο γενικό λεξιλόγιο. Η απουσία του από τους ιατρικούς όρους οφείλεται στο γεγονός ότι το εν λόγω πρόθημα, το οποίο εμφανίστηκε κατά τη μεσαιωνική περίοδο από την ένωση της αρχαίας πρόθεσης εκ και της συλλαβής ε, δεν συγκαταλέγεται στα λόγια προθήματα και ως εκ τούτου δεν ταιριάζει με τον αρχαιοπρεπή και λόγιο χαρακτήρα των προθημάτων τα οποία προτιμώνται στην ελληνική ιατρική ορολογία για τον σχηματισμό των όρων. 24
Στη συνέχεια θα παρουσιάσω τα προαναφερθέντα προθήματα επιχειρώντας όμως συγχρόνως και μία εννοιολογική κατηγοριοποίησή τους. Με άλλα λόγια η σειρά παρουσίασης των προθημάτων δεν είναι αλφαβητική αλλά γίνεται βάσει της σημασίας που φέρουν και που προσδίδουν στο θέμα στο οποίο προστίθενται. 2.3.1.1. Προθήματα με Θετική έννοια 2 Θα ξεκινήσω με ένα πρόθημα του οποίου η βασική έννοια είναι η θετική. Πρόκειται για το πρόθημα ευ. Η παρουσία του προθήματος ευ στις λέξεις του γενικού λεξιλογίου δηλώνει πρώτον την ευκολία ως προς τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί αυτό που σημαίνει η βάση στην οποία προστίθεται όπως δείχνουν οι λέξεις εύκαμπτο, ευανάγνωστο, ευάλωτο, δεύτερον την καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει η βάση στην οποία προστίθεται για παράδειγμα ευπαρουσίαστος, ευυπόληπτος, εύγλωττος και τέλος την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό της ιδιότητας ή του χαρακτηριστικού που δηλώνει η βάση (στην οποία προστίθεται) παραδείγματος χάριν ευμεγέθης, εύσωμος. Όσον αφορά στην ιατρική ορολογία το πρόθημα ευ διατηρεί τις σημασίες που έχει και στο γενικό λεξιλόγιο. Ως εκ τούτου, στους όρους εύπεπτος που είναι αυτός που χωνεύεται εύκολα, ευερέθιστος που είναι αυτός που εύκολα έχει φλεγμονές, ευερεθιστότητα που είναι η κατάσταση διέγερσης ή υπερευαισθησίας σε ερεθίσματα η οποία παρατηρείται σε ψυχικές διαταραχές και οργανικά σύνδρομα, εύθρυπτος που αναφέρεται στην ιδιότητα ενός υλικού ή μιας δομής να θρύβεται εύκολα ή να υφίσταται κατάτμηση με την εφαρμογή ελάχιστης δύναμης ( παράδειγμα ιστού εύθρυπτου αποτελεί το συκώτι ) είναι φανερή η έννοια του ότι κάτι γίνεται με εύκολο τρόπο η οποία δίδεται από το πρόθημα ευ. Υπάρχουν επίσης οι όροι ευθυρεοειδικός που είναι κάθε άτομο με φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, ευμετρία που είναι η φυσιολογική κατάσταση των νευρικών ερεθισμάτων ώστε μία εκούσια κίνηση να φθάνει ακριβώς στον επιδιωκόμενο στόχο, 2 Η σημασιολογική ανάλυση όλων των προσφυμάτων των λέξεων του γενικού λεξιλογίου προέρχεται από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (3 η έκδοση) του Γεωργίου Μπαμπινιώτη (Μπαμπινιώτης, Γ. 2005. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (3 η έκδοση). Αθήνα : Κέντρο Λεξικολογίας). 25
ευτοκία που είναι ο φυσιολογικός τοκετός, ευρυθμία που είναι η κανονικότητα του σφυγμού, ευτροφία που είναι κατάσταση φυσιολογικής (καλής) θρέψης. Όλοι αυτοί οι όροι, που μόλις προανέφερα, έχουν την έννοια του ότι κάτι λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, δηλ καλά, έννοια η οποία οφείλεται στην παρουσία του προθήματος ευ και της σημασίας του «καλώς» που φέρει στους εν λόγω όρους. Επιπροσθέτως στο ιατρικό λεξιλόγιο, σημειώνεται και ο όρος ευμεγέθης που είναι πρώτον αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος ή είναι υπέρβαρος και δεύτερον αυτός που λόγω του μεγάλου μεγέθους του φαίνεται χωρίς τη χρήση μικροσκοπίου. Σε αυτή την περίπτωση το ευ είναι αυτό που δίνει την έννοια του μεγάλου φαινόμενο που παρατηρείται και στο γενικό λεξιλόγιο και το οποίο δεν αλλάζει στην ιατρική ορολογία. Συμπεραίνω λοιπόν, ότι το ευ στην ιατρική ορολογία δεν παρουσιάζει καμία ιδιαιτερότητα καθώς, με βάση αυτά που μόλις προανέφερα, διατηρεί τα ίδια σημασιολογικά χαρακτηριστικά που έχει και στο γενικό λεξιλόγιο. 2.3.1.2. Προθήματα με Αρνητική έννοια Συνεχίσω την κατηγοριοποίηση έχοντας ως κριτήριο την αρνητική έννοια. Τη συγκεκριμένη έννοια φέρουν τα προθήματα α, δυσ αλλά και το ανα 3. Το πρόθημα α (αν ) στο γενικό λεξιλόγιο χρησιμοποιείται για να δηλωθούν οι έννοιες της στέρησης, έλλειψης, ανεπάρκειας, ανικανότητας, ανωμαλίας, κατάργησης. Ομοίως και στην ιατρική ορολογία το πρόθημα α όταν προστίθεται στους ιατρικούς όρους δηλώνει ανεπάρκεια, ανικανότητα, ανωμαλία, έλλειψη ή κατάργηση αυτού που δηλώνει η βάση στην οποία προστίθεται. Πιο αναλυτικά, ανεπάρκεια δείχνουν οι όροι αναιμία, ανικανότητα οι όροι αϋπνία, αγνωσία, ανωμαλία ο όρος αρρυθμία και έλλειψη οι όροι αναλγησία, άπνοια, αβουλία, αμαστία, άνοια. Φαίνεται λοιπόν, ότι και στους ιατρικούς όρους το πρόθημα α διατηρεί τα ίδια σημασιολογικά χαρακτηριστικά που φέρει και όταν εφαρμόζεται στις λέξεις του γενικού λεξιλογίου. Από την ανάλυσή μου παρατηρώ ακόμη, ότι το πρόθημα α παρουσιάζει πολύ υψηλή συχνότητα εμφάνισης στους ιατρικούς όρους με το επίθημα ία. Έτσι το πρόθημα α σε συνδυασμό και με το επίθημα ία αποτυπώνουν την τελική έννοια του εκάστοτε ιατρικού όρου και στην προκειμένη περίπτωση λόγω της παρουσίας του προθήματος α δηλώνονται οι έννοιες της έλλειψης και γενικότητα της στέρησης από την κατάσταση την 3 Επειδή είναι λίγοι οι όροι όπου το ανα- έχει την αρνητική σημασία θα παρουσιάσω την ανάλυσή του στην κατηγορία του τόπου στην οποία δίνει περισσότερους όρους. 26
οποία δηλώνει το ία (βλ. παρακάτω για το επίθημα ία). Σε αυτούς τους όρους η έννοια της ανικανότητας/αδυναμίας δηλώνεται από το πρόθημα α ενώ η εμφάνιση του επιθήματος ία δείχνει ότι αναφέρεται σε κάποια κατάσταση σχετική με την ιατρική. Παραδείγματος χάριν υπάρχουν οι όροι ατονία και δυστονία. Ο όρος ατονία αναφέρεται στη μείωση ή την παντελή έλλειψη μυϊκού τόνου ενώ η δυστονία αφορά μία κατάσταση την οποία δεν τη χαρακτηρίζει κάποια στέρηση μυϊκού τόνου αλλά κάποια διαταραχή στο μυϊκό τόνο. Έτσι παρόλο που και οι δύο προαναφερόμενοι όροι έχουν το ίδιο θέμα και επίθημα έχουν διαφορετική τελική σημασία η οποία προκύπτει από το πρόθημα. Λιγότερο συχνά παρουσιάζεται το πρόθημα α στους ιατρικούς όρους με το επίθημα ωση αλλά και με τα υπόλοιπα επιθήματα χωρίς όμως, όπου παρουσιάζεται, να μεταβάλλει τις σημασιολογικές του ιδιότητες. Εν κατακλείδι, το πρόθημα α εμφανίζεται κατά κόρον στους ιατρικούς όρους σε ία. Όποτε όμως και αν υπάρχει σε έναν ιατρικό όρο πάντοτε δηλώνονται οι έννοιες της κατάργησης, ανεπάρκειας ή έλλειψης από το φυσιολογικό ή αναμενόμενο. Το πρόθημα δυσ στο γενικό λεξιλόγιο σημαίνει πρώτον κακή ιδιότητα για παράδειγμα δυσειδής, δύστροπος και δεύτερον δυσκολία για κάτι, όπως δείχνουν οι λέξεις δυσεπίλυτος, δύσβατος. Όσον αφορά στο ιατρικό λεξιλόγιο το εν λόγω πρόθημα διατηρεί τις ίδιες έννοιες που έχει και στο γενικό λεξιλόγιο. Ως εκ τούτου, οι όροι δυσκινησία που αφορά την έκπτωση της εκούσιας κινητικότητας, δύσπνοια που είναι η δυσχέρεια στην αναπνοή, δυσφωνία που είναι η δυσχέρεια στην ομιλία, δυσπραξία που είναι η μερική απώλεια της ικανότητας εκτέλεσης συντονισμένων κινήσεων ενέχουν την έννοια της δυσκολίας που δίδεται από το πρόσθημα δυσ. Επίσης υπάρχουν και οι όροι για παράδειγμα δυσόστωση που είναι η ελαττωματική οστεοποίηση των εμβρυϊκών χόνδρων και δυσπλασία που αφορά ανωμαλία της ανάπτυξης. Αυτοί οι μόλις προαναφερόμενοι όροι έχουν την έννοια του ότι κάτι δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση (δηλαδή ότι έχει μία κακή ιδιότητα), οφείλεται στην παρουσία του προθήματος δυσ. έννοια η οποία Εν κατακλείδι, το πρόθημα δυσ δεν παρουσιάζει σημασιολογικές μεταβολές στο ιατρικό λεξιλόγιο αλλά διατηρεί τις ίδιες σημασίες που φέρει και όταν προσαρτάται στις λέξεις του γενικού λεξιλογίου. Ωστόσο, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η πλειονότητα των όρων στους οποίους υπάρχει το πρόθημα δυσ έχουν το επίθημα ία γεγονός που παρατήρησα και στο πρόθημα α το οποίο και αυτό έχει αρνητική έννοια δεδομένου ότι δηλώνει στέρηση, ανεπάρκεια, έλλειψη, ανικανότητα και κατάργηση. 27