ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Σχετικά έγγραφα
Μέτρο ιαμβικό (U _ ) : αργά ντυθεί, αργά αλλαχθεί, / αργά να πάει το γιόμα U- / U- / U- / U- / U- / U-/ U-/ U Μέτρο τροχαϊκό ( _ U ) : Έπεσε το πούσι

2 - µεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό επίπεδο = δευτερεύουσα αφήγηση που εγκιβωτίζεται στη κύρια αφήγηση, π.χ η αφήγηση του Οδυσσέα στους Φαίακες για τις π

Βασικά στοιχεία Αφηγηματολογίας

15/9/ ποίηση & πεζογραφία στρέφονται προς νέες κατευθύνσεις Νέα εκφραστικά μέσα

Αφηγηματικές τεχνικές -αφηγηματικοί τρόποι

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Τίτλος Μαθήματος: Εισαγωγή στην παιδική λογοτεχνία. Κωδικός Μαθήματος: ΓΛ0307. Διδάσκων: Διδάσκουσα: Τσιλιμένη Τασούλα,

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ 21 / Εισαγωγή στην αρχαία Ελληνική και Πρώιμη Βυζαντινή Λογοτεχνία

και απευθύνεται σε ένα άλλο μέλος αυτού τον κόσμου, τον λεγόμενο αποδέκτη της α- φήγησης. Μ άλλα λόγια, τα ζεύγη συγγραφέα/αναγνώστη και

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

ΑΦΗΓΗΣΗ 1. Ποιος αφηγείται; 2. Τι αφηγείται; 3. Πώς αφηγείται;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

«Οι σελίδες αφηγούνται»

της ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΑΒΕΡΚΙΟΥ Παιδαγωγός MEd, Εκπαίδευση Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Διδακτική της Λογοτεχνίας

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Τα φύλα στη λογοτεχνία Τάξη: Α Λυκείου

«Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ημερήσιου και Γ και Δ εσπερινού ΓΕΛ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ «ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΟΥΣΑ ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ»

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

Το παιδί ως αναγνώστης: Τα στάδια ανάπτυξης της ανάγνωσης και η σημασία της στην ευρύτερη καλλιέργεια του παιδιού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΒΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το μάθημα των Νέων Ελληνικών στα ΕΠΑΛ: Ζητήματα διδασκαλίας και αξιολόγησης. Βενετία Μπαλτά & Μαρία Νέζη Σχολικές Σύμβουλοι Φιλολόγων 5/10/2016

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ & ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΛΟΓΟΥ Το Διαδικαστικό Μοντέλο

Τρόπος αξιολόγησης των μαθητών/-τριών στις ενδοσχολικές εξετάσεις: προαγωγικές, απολυτήριες και ανακεφαλαιωτικές

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΤΑΞΗ: Β ΛΥΚΕΙΟΥ. Οι μαθητές και οι μαθήτριες να είναι σε θέση να:

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

ΠΡΟΣ : ΚΟΙΝ.: Ι. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

Ανάγνωση ιστοριών και παραμυθιών. Ευφημία Τάφα

Το μυστήριο της ανάγνωσης

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ & ΛΟΓΟΥ ΙΙΙ Υπεύθυνη: Μαρία Κακαβούλια ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

Η πρόσληψη της Καινής Διαθήκης στη λογοτεχνία και την τέχνη

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Β ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

ΕΝΤΥΠΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 3

ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

Κείμενο Νεανική ηλικία (5539)

Κοινωνικο-πολιτισμική ετερότητα & Αναλυτικό Πρόγραμμα

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικε ς πληροφορι ες

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου Μάρω Λοΐζου: Η προσφορά της στη Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Η Δημιουργική Γραφή στο σχολείο: Θεσμικό πλαίσιο. Μαρία Νέζη Σχολική Σύμβουλος

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

«Η ανάπτυξη είναι μια σειρά από διαδοχικές γεννήσεις» Μαρία Μοντεσσόρι, Δεκτικός Νους

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ. 5η ΕΝΟΤΗΤΑ: Περίοδοι διδασκαλίας: 7

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Κείμενο Γλώσσα και λογοτεχνική δημιουργία (10394)


Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Εφηβεία. Πώς επιδρά η σημερινή κοινωνία την ανάπτυξη του εφήβου; 21 ΓΕΛ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ Α1, ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

Αξιολόγηση της συμπεριφοράς παιδιών προσχολικής ηλικίας

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Η ΤΑΞΗ ΩΣ «ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ»

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Φροντιστήρια "ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ" 1. Οδηγίες για την αξιολόγηση των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο

Η Αναπαράσταση του Οικογενειακού και Κοινωνικού Περιβάλλοντος ηρώων με ειδικές ανάγκες στα σύγχρονα παιδικά αφηγήματα.

Ο θαυμαστός κόσμος της ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ. 5ος ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ. για τους μαθητές και τις μαθήτριες του Δημοτικού και του Γυμνασίου

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟ: EΣΤΙΑΣΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Διδακτικές Τεχνικές (Στρατηγικές)

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ : «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΈΡΓΟ ΤΗΣ Α. ΖΕΗ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ : ΘΕΟΦΙΛΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΡΟΔΟΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ» ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ : «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΈΡΓΟ ΤΗΣ Α. ΖΕΗ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ : ΘΕΟΦΙΛΗ ΔΗΜΗΤΡΑ Α.Μ. : 421/2014010 ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ : ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ : ΈΛΕΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΡΟΔΟΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017 2

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η παρούσα εργασία αποτελεί διπλωματική εργασία στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος «Παιδικό βιβλίο και Παιδαγωγικό υλικό» του τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Πριν την παρουσίαση της παρούσας διπλωματικής εργασίας, αισθάνοµαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω ορισµένους από τους ανθρώπους που γνώρισα, συνεργάστηκα µαζί τους και έπαιξαν πολύ σηµαντικό ρόλο στην πραγµατοποίησή της. Πρώτο από όλους θέλω να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτρια της διπλωματικής εργασίας, Διαμάντη Αναγνωστοπούλου για την πολύτιμη καθοδήγηση της. Στη συνέχεια θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιτροπή, την καθηγήτρια Κυρία Έλενα Θεοδωροπούλου και τον Επίκουρο Καθηγητή Κύριο Ιωάννη Παπαδάτο, που δέχτηκαν να είναι μέλη της επιτροπής αξιολόγησης της μεταπτυχιακής εργασίας. Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τους γονείς μου Διονύση και Μαρίνα, καθώς και τον σύντροφο μου Γιάννη, που με υπομονή και κουράγιο πρόσφεραν την απαραίτητη ηθική συμπαράσταση για την ολοκλήρωση της μεταπτυχιακής μου εργασίας. 3

Περίληψη Τόσο η παιδική όσο και η εφηβική λογοτεχνία αποτελούν δύο ιδιαίτερα πεδία της γραμματολογίας. Το γεγονός ότι και τα δύο αυτά είδη λογοτεχνίας χαρακτηρίζονται από ορισμένα στοιχεία που δεν καθιστούν εύκολο τον διαχωρισμό τους είναι ένα δείγμα της ιδιαιτερότητας αυτής. Επιπλέον, τα βιβλία παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας χαρακτηρίζονται από την παρουσία ιδεολογικών στοιχείων τα οποία απηχούν κυρίως προβληματισμούς και σκέψεις που απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό της ηλικίας αυτής, διαφέροντας τόσο υφολογικά όσο και ουσιαστικά από την αποκαλούμενη «λογοτεχνία ενηλίκων». Η παρούσα εργασία μελετά τα ιδεολογικά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε ορισμένα από τα παιδικά και τα εφηβικά έργα της συγγραφέως Άλκης Ζέη. Σκοπός αποτελεί η παρουσίαση και ανάλυση των κυριότερων εξ αυτών τα οποία συνδέονται άμεσα με τις έννοιες του παιδιού και του εφήβου και που συμβάλουν καταλυτικά στην λογοτεχνική τους αναπαράσταση. Λέξεις-κλειδιά: παιδί, έφηβος, λογοτεχνία, ιδεολογία, αναπαράσταση, εικόνα, παρουσία. Abstract Both children s as well as young adult literature constitute two particular fields of grammatology. The fact that both these types of literature are characterized by some elements that make their distinction difficult is one example of this particularity. Moreover, children s and young adult s books of literature are characterized by the presence of ideological elements which reflect mostly concerns and thoughts that address to the reading audience of this age, and this way they differ from the so-called adult literature both as regards to the style and in the essence. The present paper studies the ideological elements included in some of the children s and young adult works of the writer Alkis Zei. The purpose is the presentation and analysis of those that are connected directly to the concerns of the child and the teenager and that contribute strongly to their literature representation. Key-words: child, teenager, literature, ideology, representation, image, presence 4

Περιεχόμενα Σελίδα Τίτλου... Error! Bookmark not defined. Περίληψη... 4 Ευχαριστίες... Error! Bookmark not defined. Εισαγωγή... 6 Κεφάλαιο Πρώτο... 8 Προσεγγίζοντας την παιδική και την εφηβική λογοτεχνία... 8 1.1. Τι είναι η παιδική λογοτεχνία... 8 1.2. Τι είναι η εφηβική λογοτεχνία... 11 Κεφάλαιο Δεύτερο... 17 Προσεγγίζοντας την αφήγηση... 17 2.1. Τι είναι η αφήγηση... 17 2.2. Η θεωρία του Genette... 20 2.3. Τα κύρια σημεία της αφήγησης... 21 2.3.1. Φωνή... 21 2.3.2. Τρόπος/Έγκλιση... 24 2.3.3. Ο αφηγηματικός χρόνος... 27 Κεφάλαιο Τρίτο... 33 Ιδεολογία και παιδική/εφηβική λογοτεχνία... 33 3.1. Ορίζοντας την ιδεολογία... 33 3.2. Η ιδεολογία στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία... 34 3.3. Οι έμφυλες αναπαραστάσεις στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία... 38 Κεφάλαιο Τέταρτο... 60 5

Ιδεολογική χρήση και λειτουργία της αφηγηματικής οικονομίας στα έργα της Άλκης Ζέη 41 4.1. Λίγα λόγια για την Άλκη Ζέη... 41 4.2. Το παιδί και ο έφηβος στα έργα της Άλκης Ζέη... 44 4.2.1 Η αναπαράσταση του παιδιού... 44 4.2.2. Η αποτύπωση του εφήβου... 60 4.2.3. Οι περιπτώσεις των παραβατικών παιδιών και εφήβων... 68 4.3. Η οικογένεια στα έργα της Άλκης Ζέη... 73 4.3.1. Η θέση της μητέρας... 73 4.3.2. Η θέση του πατέρα... 79 4.3.3. Τα πρόσωπα του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος Ο παππούς και η γιαγιά 82 Συμπεράσματα... 92 Βιβλιογραφία... 95 1. Πρωτογενής Βιβλιογραφία... 95 2. Δευτερογενής Βιβλιογραφία... 95 Εισαγωγή Είναι γεγονός πως ο χώρος της λογοτεχνίας είναι ένα προσφιλές πεδίο το οποίο επιτρέπει την καλλιέργεια και την ανάπτυξη πολλαπλών ιδεών που σχετίζονται με την ανθρώπινη ζωή. Δεν είναι λίγες οι φορές που σε λογοτεχνικά έργα τα οποία απευθύνονται σε ενήλικες ενσωματώνονται ιδέες που αντιστοιχίζονται πλήρως με γεγονότα και καταστάσεις οι οποίες απαντώνται και στην πραγματική ζωή. Ωστόσο, όταν πραγματοποιείται μια απόπειρα ενσωμάτωσης των ίδιων ιδεών σε λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή λόγω των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενό της την ιδεολογική χρήση και λειτουργία της αφηγηματικής οικονομίας στα έργα της Άλκης Ζέη. Μέσα από την ενδελεχή μελέτη και 6

έρευνα πάνω στο αντικείμενο αυτό επιδιώκεται η αποτύπωση ορισμένων από τα κυριότερα ιδεολογικά ζητήματα που είναι δυνατόν να εντοπιστούν σε μερικά από πιο γνωστά έργα της. Τα ζητήματα αυτά είναι στενά συσχετιζόμενα με τις έννοιες του παιδιού και του εφήβου και αφορούν τόσο τον τρόπο αναπαράστασής τους όσο και τον τρόπο αναπαράστασης συναφών με αυτές εννοιών. Αναλυτικότερα, το πρώτο κεφάλαιο της εργασίας αποτελεί ένα είδος εισαγωγής σε μερικά βασικά χαρακτηριστικά της παιδικής και της εφηβικής λογοτεχνίας. Σκοπός του κεφαλαίου είναι η παράθεση όσο το δυνατόν περισσότερων, λεπτομερέστερων και αναλυτικότερων πληροφοριών αναφορικά με τις βασικές έννοιες που προσδιορίζουν τα δύο πεδία της λογοτεχνίας. Το δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει ουσιώδη στοιχεία που σχετίζονται με το πεδίο της αφήγησης. Πιο συγκεκριμένα, παρατίθενται πληροφορίες σχετικά με την ουσία της αφήγησης, τη θεωρία του Genette, μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες θεωρίες για την αφήγηση, και τα κύρια σημεία της αφήγησης. Το τρίτο κεφάλαιο έχει ως θέμα του τη μελέτη της ιδεολογίας στο πλαίσιο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας. Ειδικότερα, πραγματοποιείται ένας ορισμός της έννοιας της ιδεολογίας, ενώ γίνεται αναφορά στα είδη ιδεολογίας και στις μεθόδους με τις οποίες η ιδεολογία ενσωματώνεται στην παιδική και την εφηβική λογοτεχνία. Τέλος, γίνεται παρουσίαση ενός ιδιαίτερου ζητήματος που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την ιδεολογία στην λογοτεχνία, αυτού δηλαδή των έμφυλων αναπαραστάσεων. Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο επικεντρώνεται αποκλειστικά στη μελέτη των ιδεολογικών φασμάτων που εντοπίζονται σε έξι από τα έργα της Άλκης Ζέη. Πιο συγκεκριμένα, σε πρώτο επίπεδο ερευνώνται οι ιδεολογικές απηχήσεις που σχετίζονται με τις αναπαραστάσεις του παιδιού και του εφήβου, όπως αυτές εντοπίζονται στα υπό μελέτη μυθιστορήματα της εν λόγω συγγραφέως, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στις περιπτώσεις των παραβατικών ηρώων. Σε δεύτερο επίπεδο, ερευνώνται οι ιδεολογικές απηχήσεις που συνδέονται με την έννοια της οικογένειας. Αναλυτικότερα, μελετώνται η θέση της μητέρας και του πατέρα στο έργο της Άλκης Ζέη, οι σχέσεις του παιδιού/του εφήβου με το οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και ο ρόλος που παίζουν τα πρόσωπα του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος. Η εργασία ολοκληρώνεται με την παράθεση των συμπερασμάτων που εξήχθησαν από την ανάλυση των παρατιθέμενων στοιχείων. Κλείνοντας, αναφορά θα πρέπει να γίνει στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την υλοποίηση της ανά χείρας εργασίας. Ειδικότερα, για την θεωρητική τεκμηρίωση των απόψεων που παρουσιάστηκαν πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική επισκόπηση άρθρων και συγγραμμάτων που έχουν άμεση συνάφεια με το υπό πραγμάτευση θέμα. Επιπρόσθετα, μελετήθηκαν έξι βιβλία από την εργογραφία της Άλκης Ζέη, προκειμένου να υπάρξει συσχέτιση της θεωρίας με τα λογοτεχνήματα στην πράξη. Τα βιβλία που 7

χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα Κοντά στις ράγιες, Το καπλάνι της βιτρίνας, Η μωβ ομπρέλα, Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Ο ψεύτης παππούς. Κεφάλαιο Πρώτο Προσεγγίζοντας την παιδική και την εφηβική λογοτεχνία 1.1. Τι είναι η παιδική λογοτεχνία Ένα από τα ζητήματα που έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τους μελετητές της λογοτεχνίας είναι ο διαχωρισμός της με βάση την ηλικία. Ως εκ τούτου, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις έως και ενστάσεις για την κατηγοριοποίηση της λογοτεχνίας βάσει του συγκεκριμένου κριτηρίου. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί πως ένας τυπικός διαχωρισμός της λογοτεχνίας σε σχέση με την 8

ηλικία των αναγνωστών, στους οποίους απευθύνεται, είναι ο εξής: παιδική λογοτεχνία, εφηβική λογοτεχνία και λογοτεχνία ενηλίκων. Επικεντρώνοντας την προσοχή της στον ακριβή ορισμό της έννοιας της παιδικής λογοτεχνίας η Κανατσούλη (2002:23-24) αναφέρει πως ο συγκεκριμένος όρος, μαζί με τον γενικότερο όρο της λογοτεχνίας, αποτελούν προβληματικές "οντότητες", μιας και η νοηματική τους σημασία ποικίλλει από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων είναι η έγερση δυσκολιών ως προς τον ακριβή ορισμό τους και εν τέλει ο περιορισμός τους στην τελική περιγραφή του πεδίου αναφοράς τους με συγκριτικό τρόπο. Δηλαδή, καθορίζονται σε σύγκριση με τις εννοιολογικές αναφορές της λογοτεχνίας των ενηλίκων. Ενδεικτικά, η Lukens αναφέρει πως η διαφορά της παιδικής λογοτεχνίας από τη λογοτεχνία ενηλίκων εντοπίζεται στον βαθμό, όχι στο είδος και πως κατά τη διάρκεια της συγγραφής βιβλίων για παιδιά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα ίδια στάνταρ, όπως και στο γράψιμο για ενηλίκους. Την ίδια στιγμή, ο Tucker υπογραμμίζει το γεγονός πως ο συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας θα πρέπει να περιορίζεται αναγκαστικά σε ορισμένες περιοχές της εμπειρίας και του λεξιλογίου. Ο Miles McDowell προσεγγίζει την έννοια της παιδικής λογοτεχνίας μέσα από την αναφορά στα χαρακτηριστικά του παιδικού βιβλίου. Τα χαρακτηριστικά αυτά σχετίζονται με τη συντομία, την προτίμηση της ενεργής δράσης, την ύπαρξη διαλόγων και την παράθεση γεγονότων, την παρουσία παιδικών χαρακτήρων ως κεντρικών ηρώων, τη χρήση γλώσσας που προσανατολίζεται στη γλώσσα του παιδιού, αλλά και κατάλληλων συμβάσεων, την ύπαρξη ευδιάκριτης δομής και στοιχείων του μαγικού και του φανταστικού, της απλότητας και της περιπέτειας (Κανατσούλη, 2002:23-24). Από τη δική του οπτική γωνία ο Παπαντωνάκης (2000:14-16) παρατηρεί πως η έννοια της παιδικής λογοτεχνίας δεν περιλαμβάνει το σύνολο των βιβλίων που κυκλοφορούν για παιδιά, καθώς ενδέχεται σ αυτά να ενταχθούν επί παραδείγματι και κείμενα παραλογοτεχνίας, κείμενα χαμηλής ή αμφίβολης αισθητικής αξίας κ.ά. τα οποία χαρακτηρίζονται από πενιχρό λεξιλόγιο και δεν έχουν κανένα συγκεκριμένο στόχο πέρα από τη δημιουργία μιας πιθανής τέρψης ή κάποιου διδακτικού μηνύματος, ενώ δεν λείπει και η συμπερίληψη στοιχείων βωμολοχίας. Για τον εν λόγω ερευνητή τα «καθαρά» στοιχεία παιδικής λογοτεχνίας έχουν συνταχθεί και καλλιεργηθεί από ενηλίκους που απευθύνονται κατά κύριο λόγο στα παιδιά, είτε ενσυνείδητα είτε ασυνείδητα. Εν ολίγοις, η παιδική λογοτεχνία αποτελεί το σύνολο των αισθητικά δικαιωμένων κειμένων που μπορούν να συμβάλλουν καταλυτικά στην ψυχαγωγία των παιδιών και στην πνευματική τους καλλιέργεια, και ειδικότερα στην ανάπτυξη της ικανότητας για αντίληψη της ομορφιάς, στην ωρίμαση της προσωπικότητας και στη διαμόρφωση ελεύθερης συνείδησης. 9

Λαμβάνοντας υπόψη το προαναφερθέν πλαίσιο, θα μπορούσε να ειπωθεί πως η παιδική λογοτεχνία συμπεριλαμβάνει κείμενα που αποτελούν προϊόντα πρωτότυπης παραγωγής, κριτικά κείμενα που εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας και της Κριτικής και εργασίες που προσεγγίζουν την πρωτότυπη παραγωγή της Παιδικής Λογοτεχνίας κατά τρόπο ερμηνευτικό και διδακτικό. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό είναι πως η παιδική λογοτεχνία βρίσκεται σε στενή σχέση και διαρκή επικοινωνία με τη λογοτεχνία ενηλίκων. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός πως τα βιβλία της παιδικής λογοτεχνίας μπορούν να διαβαστούν και διαβάζονται από αρκετούς ενηλίκους οι οποίοι λειτουργούν και ως κριτικοί τους, επιτρέποντας ή απαγορεύοντας βάσει των δικών τους κριτηρίων την ανάγνωση τους από τα παιδιά. Επιπλέον, διαπιστώνεται και η ύπαρξη μιας αλληλένδετης σχέσης ανάμεσα στη λογοτεχνία για παιδικά και στη λογοτεχνία για ενηλίκους η οποία χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα, μιας και κείμενα που έχουν γραφτεί για παιδιά είναι δυνατόν να μετασχηματιστούν σε κείμενα για ενηλίκους και το αντίστροφο (Παπαντωνάκης, 2000:16-18). Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει η Κατσίκη-Γκίβαλου (1995:152), η παιδική λογοτεχνία προσφέρει αισθητικά την ίδια απόλαυση με εκείνη της λογοτεχνίας των ενηλίκων. Η συγκεκριμένη διαπίστωση απορρέει, κατά την ερευνήτρια, από την πεποίθηση ότι τα παιδιά αναζητούν την απόλαυση μιας ιστορίας, όμως οι πηγές αυτής της απόλαυσης δεν είναι και τόσο μεγάλες ή εκτεταμένες, μιας και οι παιδικές εμπειρίες θεωρούνται περιορισμένες συγκριτικά με εκείνες των ενηλίκων. Αυτό συνεπάγεται ότι τα παιδιά αδυνατούν να κατανοήσουν πλήρως τις ιδέες που εμπεριέχονται σε ένα προϊόν παιδικής λογοτεχνίας λόγω από τη μια της συνθετότητάς του και από την άλλη της έλλειψης βιωματικών εμπειριών. Καταλυτική στην προσπάθεια εύρεσης κοινών ή/και διαφοροποιητικών στοιχείων ανάμεσα στην παιδική λογοτεχνία και στη λογοτεχνία ενηλίκων είναι η άποψη του Hollindale. Για τον εν λόγω μελετητή η παιδική λογοτεχνία μπορεί να επανοριστεί μέσα από την παραδοχή ότι τα ενήλικα άτομα επιτρέπουν αναπόφευκτα την εισχώρηση προσωπικών βιωμάτων, αναγνωστικά και μη, σε συζητήσεις για παιδικά βιβλία. Αποτέλεσμα αυτού είναι να εγείρεται ένα βασικό ερώτημα αναφορικά με το κατά πόσο τα πραγματικά βιώματα και οι πραγματικές εμπειρίες των παιδιών αποτελούν το υλικό των παιδικών βιβλίων ή και το αντίστροφο, κατά πόσο τα παιδικά βιβλία αποτελούν μια εικόνα που οι ενήλικοι αναπαράγουν για τα παιδιά (Κανατσούλη, 2002:26-28). Εν ολίγοις, το ζήτημα που θέτει ο Hollindale αναφορικά με τον προσδιορισμό της λογοτεχνίας βάσει του κριτηρίου της ηλικίας στην οποία απευθύνεται, περιστρέφεται γύρω από την έννοια της "παιδικότητας", που σχετίζεται κάθε άλλο με την ηλικιακή φάση της προετοιμασίας του παιδιού προς την ενηλικίωση. Πιο συγκεκριμένα, η αξία της παιδικότητας δεν συνδέεται αποκλειστικά με το σύνολο των γνώσεων που συγκεντρώνει ένα παιδί στην πορεία της μετάβασής του προς την ενηλικίωση, αλλά σχετίζεται άμεσα με τα βιώματα που τα ίδια τα παιδιά αποκομίζουν στη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής τους (Κανατσούλη, 2002:26-28). Αξιοσημείωτη είναι και η θεώρηση του Χαντ (1991:89, 93) ο οποίος παρατηρεί πως οι όποιες 10

προσπάθειες καθορισμού της ουσίας της παιδικής λογοτεχνίας τελούνται κυρίως έχοντας ως βασικό άξονα τους σκοπούς που αυτή υπηρετεί. Για το λόγο αυτό, είναι τρομερά δύσκολο η παιδική λογοτεχνία να οριστεί βάσει συγκεκριμένων πλαισίων, τη στιγμή που τα δημιουργήματά της, τα παιδικά βιβλία, μπορούν να προσδιοριστούν μονάχα από τη σχέση τους με τον υπονοούμενο αναγνώστη. Συγκεντρώνοντας όλα τα στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω, ένας τελικός ορισμός που θα μπορούσε να συμπεριλάβει εξ ολοκλήρου όλα τα χαρακτηριστικά της παιδικής λογοτεχνίας είναι αυτός που δόθηκε από το Γιάκο (1993:7). Σύμφωνα με το συγκεκριμένο ερευνητή, η παιδική λογοτεχνία δεν σχετίζεται μόνο με τα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί από τα ίδια τα παιδιά ή γράφονται για τα παιδιά, αλλά περιλαμβάνει και όλα τα αισθητικώς δικαιωμένα λογοτεχνικά κείμενα που ενδεχομένως μπορούν να φέρουν ένα παιδί σε επαφή με την Τέχνη γενικότερα και τη Λογοτεχνία ειδικότερα. Ωστόσο, αυτό που ισχύει σε γενικές γραμμές είναι το γεγονός πως τα κείμενα που εντάσσονται στην κατηγορία της παιδικής λογοτεχνίας είναι κατά κανόνα πνευματικά δημιουργήματα των ενηλίκων, οι οποίοι διακρίνονται από τα χαρακτηριστικά της ωριμότητας και των αναπτυγμένων δεξιοτήτων/ικανοτήτων μεταφοράς των αισθητικών συγκινήσεων, που μπορεί να προσφέρει η Τέχνη προς τα μικρότερα ηλικιακά άτομα. Ως εκ τούτων, οι ενήλικοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως κομιστές κατάλληλων ιδεών που θα βοηθήσουν τα παιδιά να διαμορφώσουν σωστές αισθητικές αντιλήψεις ή αξιολογήσεις (Γιάκος, 1993:7-8). Συμπληρωματικά προς τον ορισμό του Γιάκου, ο Δελώνης (1990:12) επισημαίνει πως στο πεδίο της παιδικής λογοτεχνίας απαντώνται και συνυπάρχουν όλα εκείνα τα άρτια λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται στις αισθητικές απαιτήσεις και τα ενδιαφέροντα της νηπιακής, παιδικής και εφηβικής ηλικίας, και ανταποκρίνονται στις αντιληπτικές, γλωσσικές και συναισθηματικές τους δεξιότητες. Συνοπτικά λοιπόν, η παιδική λογοτεχνία εσωκλείει όλα εκείνα τα πολυεπίπεδα αισθητηριακά στοιχεία που αντιστοιχούν στην ηλικία των ατόμων στα οποία απευθύνεται. 1.2. Τι είναι η εφηβική λογοτεχνία Είναι γεγονός πως η λογοτεχνία αποτελεί ένα ιδιαίτερο είδος τέχνης που αφορά κατεξοχήν στη γραπτή έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων. Ακόμη περισσότερο, όπως αναφέρει η Δαράκη (2000:85-87), όταν γίνεται αναφορά στη λογοτεχνία που απευθύνεται σε παιδιά, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός πως μέσω αυτής παρέχεται η δυνατότητα στο παιδί να έρχεται σε επαφή με λεπτά συναισθήματα και λεπτές συγκινήσεις, από τις οποίες δεν διαθέτει ακόμα προσωπικές βιωματικές εμπειρίες, καθώς δεν του έχουν ακόμα προσφερθεί από τη ζωή. Η λογοτεχνία λοιπόν αποτελεί, κατά τη συγκεκριμένη ερευνήτρια, το μέσο 11

που θα οδηγήσει στην ωρίμανση της συνείδησης του παιδιού, στην καλλιέργεια των αισθητικών του κριτηρίων, καθώς επίσης και στην πνευματική και συναισθηματική του ανάπτυξη. Με λίγα λόγια, η λογοτεχνία δεν αποτελεί μια έννοια αποκομμένη από το ευρύτερο περιβάλλον του παιδιού, αλλά μπορεί να αναχθεί σε μια αξία επικουρική και συμπληρωματική για την πορεία της ζωής του. Ο Σακελλαρίου (1993:119-128) μάλιστα, χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία και σαν ένα βασικό μέρος του κοινωνικού μηχανισμού που επιτρέπει στα παιδιά να κοινωνικοποιούνται και ο οποίος είναι θεμελιωμένος πάνω στους κανόνες και τις συμπεριφορές της κοινωνίας στην οποία ανήκουν. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση πάντοτε ο βασικός ρόλος της κοινωνικοποίησης θα ανήκει στην έννοια της αγωγής δια του παραδείγματος και θα εκδηλώνεται μέσα από τη μίμηση προσώπων και χαρακτήρων. Η περίπτωση της εφηβικής λογοτεχνίας αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, η οποία έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των κριτικών της λογοτεχνίας. Καθώς τα όρια ανάμεσα στην παιδική και στην εφηβική λογοτεχνία είναι λεπτά και δυσδιάκριτα, πολλοί είναι εκείνοι που έχουν αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες ως προς τον προσδιορισμό του εν λόγω λογοτεχνικού είδους. Όπως αναφέρουν οι Κωτόπουλος κ.ά. (2012:93-162), οι σύγχρονες τάσεις στη θεωρητική και ερμηνευτική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων εντοπίζουν ένα πρώτο δείγμα της λεγόμενης εφηβικής λογοτεχνίας σε μυθιστορήματα που εμφανίζονται αρχικά στην Αμερική στη δεκαετία του 60 και εν συνεχεία σε λογοτεχνήματα που εντοπίζονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό όμως που έχει καταστεί σαφές είναι πως τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν ήταν εφικτός ο διαχωρισμός της εφηβικής λογοτεχνίας από τη λογοτεχνία για παιδιά. Από εκείνο το σημείο και προηγουμένως, δεν είναι δυνατόν να ειπωθεί με ακρίβεια τι θεωρούνταν στην πραγματικότητα εφηβική λογοτεχνία και σε ποιο χωροχρονικό σημείο εντοπίζονται οι απαρχές της. Για τους Nodelman και Reimer (2003:187, 191-192 στο Κωτόπουλος κ.ά, 2012:93-162) η εφηβική λογοτεχνία εντάσσεται στα όρια της παιδικής λογοτεχνίας παραδεχόμενοι πως μόνο τα εικονογραφημένα βιβλία αποτελούν λογοτεχνικά προϊόντα που απευθύνονται σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Στον αντίποδα οι Nilsen και Donelson (2001:25-33 στο Κανατσούλη, 2002:196-204) διακρίνουν μια σειρά από διαφοροποιητικά στοιχεία τόσο ανάμεσα στο δίπολο εφηβική - παιδική λογοτεχνία, όσο και μεταξύ της εφηβικής και παιδικής λογοτεχνίας σε σύγκριση με την ενήλικη λογοτεχνία. Πιο συγκεκριμένα: i. στην εφηβική λογοτεχνία οι συγγραφείς τείνουν να υιοθετούν την οπτική γωνία των εφήβων κατά την αφήγηση, ενώ τις περισσότερες φορές στα λογοτεχνήματα αυτής της κατηγορίας οι πρωταγωνιστές είναι έφηβοι, κάτι που ισχύει και για τους αναγνώστες. 12

ii. Τις περισσότερες φορές στα δημιουργήματα της εφηβικής λογοτεχνίας συμβαίνει η πλοκή να σχετίζεται με το ζήτημα της ανεξαρτητοποίηση των ηρώων-εφήβων από τον στενό κλοιό προστασίας της οικογένειας, με τον οποίο τους έχουν περιβάλλει οι ίδιοι οι γονείς τους. Επιπλέον, δεν είναι σπάνιο να απαντάται στην πλοκή και η ύπαρξη αντιπαράθεσης μεταξύ παιδιών και γονέων, μια αέναη σχέση αντιπαλότητας και ανταγωνισμού, με τελικό σκοπό την ανάδειξη του νικητή. Βασικό μέλημα του εφήβου είναι να αναδειχθεί καλύτερος από τους γονείς του. iii. Για πολλούς κριτικούς της λογοτεχνίας η χρησιμότητα της εφηβικής λογοτεχνίας έγκειται στην ομαλή μετάβαση των νεαρών ατόμων από την παιδική στην εφηβική ηλικία. Ωστόσο, αυτό που κάνει ιδιαίτερη περίπτωση είναι πως ενώ θα περίμενε κανείς πως τα βιβλία της εφηβικής λογοτεχνίας θα υιοθετούσαν στερεοτυπικές λογοτεχνικές μεθόδους για την αποτύπωση αυτού του μεταβατικού σταδίου, στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει ποτέ. Απόδειξη αυτού είναι η ύπαρξη ποικίλων και πολλαπλών στοιχείων που χαρακτηρίζουν διαφορετικά τα λογοτεχνικά είδη, τη θεματολογία και τους αφηγηματικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται κατά τη συγγραφή. iv.η μυθοπλασία της εφηβικής λογοτεχνίας σχετίζεται θεματικά σε μεγάλο βαθμό με ζητήματα που απαντώνται στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον και με προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους των πόλεων. Μερικά από αυτά είναι η διαδικασία ενός διαζυγίου, η αντιμετώπιση μιας πρόωρης εγκυμοσύνης, το ενδεχόμενο μιας έκτρωσης, τα φαινόμενα αλκοολισμού ή εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες, τα οποία, όπως είναι φυσικό, επηρεάζουν τη ζωή και την ωρίμανση των ηρώων. v. Συχνά στις εφηβικές ιστορίες απαντώνται ορισμένα ιδιαίτερα τεχνικά λογοτεχνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ύπαρξη γρήγορου ρυθμού κατά την εξέλιξη της πλοκής, η ζωηρή αφήγηση και η απόδοση έμφασης στις εικόνες εντυπωσιασμού. Απώτερος στόχος ενός συγγραφέα εφηβικής λογοτεχνίας είναι να αποδώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη δυναμική και τη ζωηράδα καθημερινότητας των εφήβων, οι οποίοι διακρίνονται από την ανυπομονησία τους να μεγαλώσουν γρήγορα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας τέτοιας στάσης. Συνεπώς, η εφηβική λογοτεχνία αποδίδει στο μέγιστο βαθμό τις έντονες καταστάσεις και τα ισχυρά συναισθήματα που βιώνουν οι «ατίθασοι» νέοι. vi. Τέλος, ένα σύνηθες φαινόμενο που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια της συγγραφής ενός έργου της εφηβικής λογοτεχνίας είναι η δημιουργία ενός αισιόδοξου σκηνικού, που αγγίζει ακόμα και τα όρια του μαγικού. Συμπερασματικά, όσο κι αν επιδιώκεται η αναπαράσταση ενός καθαρά ρεαλιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο ζουν και δρουν οι έφηβοι ήρωες, σχεδόν σε κάθε περίπτωση, προστίθενται φανταστικά στοιχεία, που οδηγούν τον αναγνώστη μακριά από το απτό κόσμο και τον καθαιρούν από 13

την πραγματικότητα. Αυτή είναι μια τάση που απαντάται ιδιαίτερα στα αμερικανικά εφηβικά λογοτεχνήματα της δεκαετίας του 1970. Εστιάζοντας στην εμφάνιση έργων που έχουν στο επίκεντρό τους τα νιάτα, όσον αφορά τα ελληνικά τεκταινόμενα, οι Σαχίνης (1983:40) και Καστρινάκη (1995:24) υπογραμμίζουν πως οι έννοιες που σχετίζονται άμεσα με εκείνες του νέου, του εφήβου και του παιδιού κάνουν την εμφάνισή τους στη λογοτεχνία, αρχικώς, μέσα από την ανάπτυξη του ρομαντικού μυθιστορήματος. Η περαιτέρω έντασή τους θα σημειωθεί μέσα από την ανάπτυξη του ηθογραφικού διηγήματος και του αστικού μυθιστορήματος της Γενιάς του 30. Όλη αυτή η πορεία θα έχει ως κατάληξη την καθιέρωση της μετέπειτα κατηγορίας του μυθιστορήματος εφηβείας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των Κωτόπουλου κ.ά. (2012:93-162) τα κείμενα που συνετέθησαν την περίοδο της Γενιάς του 30 δεν είναι δυνατόν να ενσωματωθούν στην ίδια κατηγορία με αυτό που σήμερα αποκαλείται εφηβική λογοτεχνία. Η επισήμανση αυτή στηρίζεται στο γεγονός, πως εντός των έργων αυτής της περιόδου, η νεότητα προβάλλεται μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο και συχνά δεν καθορίζεται ηλικιακά επακριβώς. Αν ληφθούν υπόψη τα σημερινά δεδομένα που ισχύουν στην εφηβική λογοτεχνία, θα πρέπει οι απαρχές του σύγχρονου νεοελληνικού εφηβικού μυθιστορήματος να τοποθετηθούν στη δεκαετία του 1980 και κυρίως του 1990. Ειδικότερα, όπως επισημαίνουν οι συγκεκριμένοι μελετητές, στο σύγχρονο νεοελληνικό εφηβικό μυθιστόρημα δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν στοιχεία από τα παλαιότερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα, αλλά είναι εφικτός ο εντοπισμός συγκεκριμένων χαρακτηριστικών από τα μυθιστορήματα της Γενιάς του 30, όπως για παράδειγμα ο πρώτος μεγάλος έρωτας και τη μοναχική πορεία του ήρωα. Στα νεότερα χρόνια οι δημιουργοί αναπαριστούν τον έφηβο ήρωα με τρόπο που να αποτυπώνεται η οπτική γωνία του, αλλά και όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι ταυτισμένα με την εφηβεία, όπως η αναζήτηση της πραγματικής ταυτότητας, η προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού, η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας από το οικογενειακό περιβάλλον, η αίσθηση της ανάγκης για απομόνωση (ίσως και για αυτοκαταστροφή), οι σχέσεις με το άλλο φύλο, ο έρωτας και οι πρώτες αναμετρήσεις με τα μεγάλα ιδεολογικά και ηθικά προβλήματα της εποχής του (Κωτόπουλος κ.ά, 2012:93-162). Συνοπτικά, κατά τους Κωτόπουλο κ.ά. (2012:93-162) η σημασία της παιδικής/εφηβικής λογοτεχνίας έγκειται: στην ανάπτυξη της φαντασίας του παιδιού, στην ανάπτυξη της γλώσσας, 14

στην προαγωγή της πνευματικής ανάπτυξης, στη συμβολή της για την «επίλυση» προβλημάτων, στη συμβολή της στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην ενίσχυση της αυτοαντίληψης, στην καλλιέργεια του αισθήματος της αυτοπεποίθησης, στην ανάπτυξη προσδοκιών για το ρόλο του φύλου, στην καλλιέργεια μιας θετικής στάσης απέναντι στο παιδί/στον έφηβο, στην παρουσίαση του θέματος της διαφορετικότητας, στην προώθηση των αισθημάτων της ασφάλειας και της αισιοδοξίας, στην αναγνώριση της αξίας της ατομικότητας, στην αρωγή για κατανόηση και έκφραση των συναισθημάτων από μέρους των παιδιών/εφήβων, στη διάλυση των όποιων αβάσιμων φόβων, στην προώθηση της κοινωνικής και ηθικής ανάπτυξη του παιδιού/εφήβου, στην προσφορά εμπειριών, στην ταύτιση των παιδιών/εφήβων με υποδείγματα συμπεριφοράς, στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας των παιδιών/εφήβων, στην παροχή αρωγής προς τα παιδιά/τους εφήβους για την κατανόηση των διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους και για την εκτίμησή τους, στην παροχή κινήτρων προς τα παιδιά/τους εφήβους για την ανακάλυψη ηθικών προβλημάτων και ζητημάτων. 15

16

Κεφάλαιο Δεύτερο Προσεγγίζοντας την αφήγηση 2.1. Τι είναι η αφήγηση Ένα από τα σημαντικότερα ίσως ζητήματα στη μελέτη της λογοτεχνίας διαχρονικά αποτελεί η προσέγγιση και η ανάλυση ενός συγκεκριμένου δομικού στοιχείου της, αυτού της αφήγησης. Ήδη από την αρχαιότητα, η αφήγηση απασχόλησε τους πρώιμους «ερευνητές» του τότε συνόλου της γραμματείας. Επί παραδείγματι, στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας (393α κ.ε.) του, ο Πλάτωνας κατασκεύασε ένα τριαδικό σχήμα για την ανάλυση των ποιητικών γενών. Το σχήμα αυτό περιλαμβάνει α) την καθαρή «διήγηση», όπου ο ποιητής μιλά πάντα ο ίδιος και στην οποία εντάσσονται ορισμένα αφηγηματικά ποιητικά είδη, όπως ο διθύραμβος και τα έπη του Ησιόδου, β) την καθαρή «μίμηση», όπου ο ποιητής αφήνει να μιλάνε τα πρόσωπά του και στην οποία εντάσσεται το δράμα (τραγωδία, κωμωδία) και γ) ένα μεικτό είδος (διήγηση και μίμηση) στο οποίο εντάσσονται τα ομηρικά έπη. Στη συνέχεια, βάσει αυτής της διάκρισης ο Αριστοτέλης δημιούργησε το δικό του δυαδικό ειδολογικό σύστημα, το οποίο απαντάται στην Ποιητική (κεφ. 3) (Βελούδης, 2002:129). Τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η αφήγηση έχει έρθει στο επίκεντρο της επιστημονικής μελέτης. Την ίδια στιγμή, πολλοί είναι εκείνοι που έχουν προσπαθήσει να την προσδιορίσουν μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνιογνωστικής αξίας της. Συγκεκριμένα, η έννοια της αφήγησης έχει ταυτιστεί με ένα είδος «μετάφρασης» ή οργάνωσης της γνώσης σε λόγο (White, 1981:1-24) ή με ένα διαπολιτισμικό μετακώδικα που επικοινωνεί μορφές παγκόσμιας πραγματικότητας μέσα από νοηματικές σταθερές αποδεκτές και κατανοητές από όλους. Εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, η αφήγηση έχει επίσης προσδιοριστεί και ως ένας συγκεκριμένος τρόπος επιλογής των γεγονότων που χαρακτηρίζεται από την ενότητα του θέματος και τη χρονολογική-λογική σειρά (Scholes, 1980:204-212) ή ακόμα, ως μια ανοιχτή ερμηνευτική δομή που λειτουργεί ως μοντέλο για την επανάληψη της περιγραφής του κόσμου (Ricoeur, 1980:169-192). Ουσιαστικά λοιπόν, τα λογοτεχνικά κείμενα που χαρακτηρίζονταν από πλούσια, ευρηματική και εκλεπτυσμένη αφηγηματική δόμηση, αποτέλεσαν μια κατάλληλη βάση που θα επέτρεπε την πραγμάτωση δύο επιμέρους στόχων, α) την εξερεύνηση, την κατάδειξη, αλλά και την ανάλυση του αφηγηματικού υλικού σε όλο το φάσμα των δυνατοτήτων του και β) τη μετέπειτα δυνατότητα ανάπτυξης μιας μεθόδου με όσο το δυνατόν ακριβέστερα και πιο εξειδικευμένα αναλυτικά εργαλεία (Κακαβούλια, 2001:71-102). 17

Η γένεση του μυθιστορήματος, ως απόρροια της διάλυσης του μεσαιωνικού, ιπποτικού-εθνικού έμμετρου έπους, αλλά και η βαθμιαία επικράτηση της πρόζας από τον 18 ο αιώνα και ύστερα δεν επέτρεψαν τη σύνδεση των νέων μορφών αφήγησης με τις προγενέστερες εκδοχές της. Ως εκ τούτων, η έννοια «αφήγηση» υποκατάστησε σε μεγάλο βαθμό στη σύγχρονη γραμματολογική θεωρία τον παραδεδομένο όρο «έπος» (Βελούδης, 2002:130), με αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα απόδοσης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σε αυτή. Έτσι, στη σημερινή εποχή, η αφήγηση λογαριάζεται ως ένα είδος λόγου που χρησιμοποιείται σε ποικίλες περιστάσεις, με σκοπό την κάλυψη ενός ευρέος φάσματος αναγκών της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στο πεδίο της αφήγησης μπορούν να συμπεριληφθούν φερ ειπείν εξιστορήσεις προσωπικών περιστατικών, δείγματα της επιστολογραφίας, ειδήσεις, ιστορικές αφηγήσεις, κείμενα λογοτεχνικής εξιστόρησης κλπ., δηλαδή κείμενα που οργανώνονται με βάση τον αφηγηματικό λόγο (Prince, 1987:70-71). Από τη δική του πλευρά ο Propp (1988:45) ορίζει το αφήγημα ως είδος λόγου που πραγματεύεται τη μετάβαση από μια αρχική κατάσταση πραγμάτων στη ρήξη και, στη συνέχεια, στην αποκατάσταση της αρχικής κατάστασης με τροποποιημένη μορφή, ύστερα από μια ή περισσότερες εμπρόθετες πράξεις. Από τους πρώτους σύγχρονους μελετητές της θεωρίας της λογοτεχνίας ο Genette (1987:15-43) όρισε τη διήγηση σαν «την αναπαράσταση ενός συμβάντος ή μιας σειράς συμβάντων, πραγματικών ή φανταστικών, διαμέσου του λόγου και πιο συγκεκριμένα του γραπτού λόγου». Ο ίδιος ο Genette, σχολιάζοντας αυτό τον ορισμό, από τη μια αποδέχεται και παραδέχεται την σαφήνεια και την απλότητά του, από την άλλη όμως θεωρεί πως τα στοιχεία αυτά απομακρύνουν τον ερευνητή από τη θέαση της πραγματικής φύσης της διήγησης, εξαλείφοντας κατά κάποιο τρόπο τα όρια της άσκησής της και τις συνθήκες της ύπαρξής της. Στην πραγματικότητα, για τον ερευνητή «η διήγηση περιλαμβάνει, αν και σιωπηρά αναμιγμένες, και σε πολύ διαφορετικές αναλογίες, από τη μια μεριά αναπαραστάσεις πράξεων και συμβάντων, οι οποίες συνιστούν την καθεαυτό αφήγηση, και από την άλλη μεριά, αναπαραστάσεις αντικειμένων ή προσώπων, οι οποίες αποτελούν το γεγονός αυτού που σήμερα αποκαλούμε περιγραφή». Το γεγονός της μη ύπαρξης ενός σαφούς πλαισίου που θα επιτρέπει την προσέγγιση και την ανάλυση των ειδικών χαρακτηριστικών της αφήγησης έχει εγείρει μια σειρά σημαντικών ερωτημάτων γύρω από αυτή. Πιο συγκεκριμένα, τα ερωτήματα αυτά σχετίζονται με το ποια είναι η φύση της αφήγησης, με ποιο τρόπο η εξιστόρηση των γεγονότων μπορούν να αποτελέσουν αφήγηση, ποιος είναι ο αφηγητής και ποια είναι η σχέση του με το συγγραφέα, ποια είναι η σχέση του αφηγητή με την αφηγούμενη ιστορία, ποια είναι η οπτική γωνία από την οποία ο αφηγητής αφηγείται την ιστορία και με ποιο τρόπο αυτό τελείται (Χαντ, 1991:164). Το μόνο που θεωρείται επιβεβαιωμένο είναι ότι η αφήγηση αποτελεί ουσιαστικά ένα είδος «ομπρέλας» κάτω από το οποίο εντοπίζεται ένα σημαντικό σύνολο εννοιών και όρων. Σύμφωνα με τους Παρίση και Παρίση (2003:28-29) ο όρος αφήγηση σχετίζεται με την επικοινωνιακή διαδικασία κατά την οποία παρουσιάζεται ένα γεγονός ή μια σειρά πραγματικών ή μυθοπλαστικών γεγονότων, είτε σε γραπτό είτε σε 18

προφορικό λόγο. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει τη συμμετοχή διαφόρων παραγόντων, όπως ο πομπός (αφηγητής), ο δέκτης (αποδέκτης της αφήγησης) και το μήνυμα (θέμα, περιεχόμενο). Από αυτή τη διαδικασία και το τελευταίο της στοιχείο, δηλαδή το περιεχόμενο, μπορεί να συσχετιστεί και να δηλωθεί ως αφήγηση. Ως αφήγηση, τέλος, μπορεί να εννοηθεί και το τελικό προϊόν που προκύπτει από αυτή τη διαδικασία, δηλαδή το γραπτό ή προφορικό κείμενο. Η ανάγκη για ενδελεχή μελέτη της αφήγησης ως ξεχωριστού μέρους της κειμενικής ολότητας οδήγησε στη δημιουργία ενός ξεχωριστού κλάδου του οποίου θα αποτελούσε αντικείμενο έρευνας. Σύμφωνα με τον Culler (2000:114-115) η θεωρία της αφήγησης, δηλαδή της αφηγηματολογίας, υπήρξε ένας ενεργός κλάδος της λογοτεχνικής θεωρίας, ο οποίος στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στις θεωρίες της αφηγηματικής δομής και ειδικότερα στις έννοιες της πλοκής, των διαφορετικών ειδών αφήγησης, των αφηγηματικών τεχνικών. Απώτερος σκοπός της ήταν τόσο η κατανόηση των συστατικών της αφήγησης, αλλά ταυτόχρονα και η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι συγκεκριμένες αφηγήσεις επιτυγχάνουν τους προσδοκώμενους και προκαθορισμένους στόχους τους. Ως εκ τούτων προκύπτει το γεγονός πως η αφήγηση δεν αποτελεί απλά ένα ακαδημαϊκό ζήτημα, αλλά μια βασική ανθρώπινη παρόρμηση για την ανάπτυξη και τη χρήση της λεγόμενης «βασικής αφηγηματικής ικανότητας», της δεξιότητας δηλαδή δημιουργίας και εξιστόρησης γεγονότων, πραγματικών ή φανταστικών. Συμπερασματικά, η θεωρία της αφήγησης μπορεί να νοηθεί ως μια προσπάθεια έκφρασης και κατανόησης αυτής της αφηγηματικής δεξιότητας, όντας η εξωτερίκευση μιας διαισθητικής πολιτισμικής γνώσης ή κατανόησης (Culler, 2000:114-115). Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη της αφηγηματολογίας ως μερικώς ανεξάρτητου επιστημονικού κλάδου έλαβε χώρα σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από τη γενικότερη άνθηση του ενδιαφέροντος για την θεωρία της λογοτεχνίας, η οποία τοποθετείται χρονικά από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και μετά. Για τον Τζιόβα (1987:40) η αφηγηματολογία αποτελεί ουσιαστικά τον πάροχο όλων εκείνων των εργαλείων και των μεθόδων, τα οποία θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση μιας πιο αντικειμενικής προσέγγισης και κατανόησης των στοιχείων και των αφηγηματικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται στη σύνθεση του κειμένου. Έχοντας ως αφετηρία το κείμενο, αντίστοιχο του γλωσσολογικού σημαίνοντος, η αφηγηματολογία αναλύει τις αφηγηματικές τεχνικές, επεκτεινόμενη εν συνεχεία στη σχέση αφηγηματικού περιεχομένου και κειμένου, αλλά και στη σχέση αφηγηματικής πράξης και κειμένου. Όμως, παρά τις όποιες καινοτομίες που εισήχθησαν στο κομμάτι της ανάλυσης της αφήγησης, η αφηγηματολογία δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει μια αυτόνομη «επιστήμη της αφήγησης», σύμφωνα με τις αρχές του Todorov. Ως εκ τούτου, παρέμεινε ένα ιδιαίτερο κομμάτι της θεωρίας της λογοτεχνίας, καθώς κατάφερε να αποκτήσει μια ιδιότυπη αυτοτέλεια έγινε ένας κλάδος της θεωρίας με συγκεκριμένο αντικείμενο, μοντέλα και διακριτή ορολογία, με ονομαστά περιοδικά, με πλήθος εγχειρίδια και λεξικά και μια ευρεία επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με αυτήν ακόμη και σήμερα (Αρετάκη, 2015:141-152). 19

2.2. Η θεωρία του Genette Η αφηγηματολογία είναι στενά συνδεδεμένη με το όνομα του Gerard Genette και την προσπάθειά του να εκθέσει μια ολοκληρωμένη θεωρητική και μεθοδολογική πρόταση αναφορικά με την πράξη της αφήγησης και τους τρόπους εκφοράς του αφηγηματικού λόγου. Ουσιαστικά, η θεωρία του Genette είναι θεμελιωμένη πάνω σε ένα ολόκληρο σύστημα «εννοιών βάσης», η αξία των οποίων έγκειται τόσο στα πολλαπλά θεωρητικά προβλήματα που αναδεικνύουν, όσο και στις απαντήσεις που εμπεριέχουν γι αυτά (Καψωμένος, 2003:135). Ωστόσο, η πιο σημαντική συμβολή του Genette στο σύνολο της θεωρίας της αφήγησης, εντοπίζεται στην αποσαφήνιση των τριών επιπέδων εννοιών, στα οποία διακρίνει την αφήγηση. Το 1972 ο Genette εισήγαγε για πρώτη φορά μια αφηγηματολογική διάκριση ανάμεσα στην αφήγηση, που για τον ερευνητή σημαίνει την ακολουθία των γεγονότων που περιλαμβάνονται στο κείμενο, την ιστορία, δηλαδή την ακολουθία με την οποία συνέβησαν πραγματικά τα γεγονότα (όπως αυτό μπορεί να συναχθεί μέσα από το ίδιο το κείμενο), και την αφηγηματική πράξη, η οποία αφορά την ίδια την πράξη της αφήγησης. Το σημείο που ο Genette εφιστά την προσοχή του κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της θεωρίας του, είναι η διαφορά ανάμεσα στην αφήγηση, δηλαδή στην πράξη και τη διαδικασία αφήγησης μιας ιστορίας, και στο αφήγημα, δηλαδή στο τι περιγράφει κανείς (Ήγκλετον, 1996:163, 165). Σχηματικά, η τριμερής διάκριση του Genette αποδίδεται ως εξής: Ιστορία (histoire): πρόκειται για μια σειρά ή ακολουθία γεγονότων, που λαμβάνει χώρα σε ορισμένο τόπο και χρόνο και πραγματώνονται από κάποιους συγκεκριμένους φορείς, τους χαρακτήρες. Πρόκειται λοιπόν για την προϋπάρχουσα χρονική και αιτιακή σχέση των γεγονότων, η οποία υφίσταται πριν τη λεκτική έκφραση τους. Αφήγηση (recit/narrative): πρόκειται για τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων, δηλαδή το ίδιο το κείμενο. Στο πλαίσιο της αφήγησης μπορούν να ενταχθούν κατά κύριο λόγο όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ο συγγραφέας προσθέτει στην ιστορία και τα οποία ουσιαστικά συνιστούν την πλοκή της αφήγησης. Η αφηγηματική πράξη (narration): πρόκειται για το συναγόμενο αίτιο της αφήγησης, την ίδια την αφηγηματική πράξη. 20

2.3. Τα κύρια σημεία της αφήγησης Η θεωρία του Genette υπήρξε ένα κομβικό σημείο στο πλαίσιο της θεωρίας της αφηγηματολογίας, καθώς έδωσε το έναυσμα για μια πιο ενδελεχή μελέτη της αφήγησης τόσο σε γενικό επίπεδο, όσον αφορά το σύνολό της, όσο και σε ειδικό επίπεδο, όσον αφορά τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Ειδικότερα, ο Genette διακρίνει τρεις αφηγηματικές κατηγορίες βάσει των οποίων μπορεί να πραγματωθεί η ανάλυση ενός αφηγηματικού κειμένου. Οι κατηγορίες αυτές αναφέρονται συνοπτικά ως φωνή, τρόπος/έγκλιση και χρόνος. Η κατηγορία της φωνής είναι συνδεδεμένη με τις έννοιες του αφηγητή και του αποδέκτη του, δηλαδή των εννοιών που σχετίζονται με το υποκείμενο της εκφώνησης. Με τη σειρά της η κατηγορία του τρόπου/έγκλισης σχετίζεται με τις φόρμες και τους βαθμούς της αφηγηματικής αναπαράστασης, ενώ, τέλος, η κατηγορία του χρόνου συνδέεται με τη μελέτη των χρονικών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στην αφήγηση και την ιστορία (Ήγκλετον, 1996:164-165). 2.3.1. Φωνή Το ζήτημα της μορφής που κρύβεται πίσω από την αφήγηση των γεγονότων μιας ιστορίας είναι κάτι που συναντάται από τα πρώιμα χρόνια εμφάνισης της λογοτεχνίας. Ήδη ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης είχαν διακρίνει τρία βασικά είδη αφηγητή: τον ομιλητή, ποιητή ή οποιοδήποτε είδος συγγραφέα που χρησιμοποιεί τη δική του φωνή, αυτόν που υιοθετεί τη φωνή κάποιου άλλου προσώπου ή προσώπων και μιλά με μια φωνή που δεν είναι η δική του και αυτόν που χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό της δικής του φωνής και της φωνής των άλλων (Cuddon, 2005:87). Στη σύγχρονη αφηγηματολογία το ζήτημα αυτό έλαβε πολλές προεκτάσεις. Έτσι, μια από αυτές, η οποία απασχόλησε πολύ τον Genette, ήταν αυτή της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στο συγγραφέα και στον αφηγητή. Κάθε αφήγηση, είτε είναι προφορική, είτε γραπτή, είτε αναφέρει επαληθεύσιμα, αληθινά γεγονότα, είτε φανταστικά, είτε μια απλή σειρά πράξεων μέσα στο χρόνο, προϋποθέτει όχι μόνο τουλάχιστον έναν αφηγητή, αλλά και έναν αποδέκτη της αφήγησης (Prince, 1991:185). Σύμφωνα με το Genette, ο αφηγητής μπορεί να λογαριαστεί σαν μια πρακτική που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας προκειμένου να μεταδώσει την ιστορία του στον αναγνώστη. Είναι αυτός που παρεμβαίνει στην οργάνωση του κειμένου, διατηρεί την επικοινωνία με τον αναγνώστη, προβαίνει στο σχολιασμό των γεγονότων και των εξελίξεων ή ασκεί μια ιδεολογική λειτουργία (Genette, 2007:331-336). Καθώς λοιπόν ο συγγραφέας/δημιουργός δεν δύναται να έρθει σε επαφή με τον αναγνώστη σε ένα μυθοπλαστικό κείμενο, παρά μόνο μέσω του δημιουργήματός του, θα πρέπει να υπάρξει ένας τρόπος μέσω του οποίου θα «μιλάει» στον αναγνώστη. Αυτός ο τρόπος είναι ο αφηγητής, ένα πλασματικό πρόσωπο που διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες της αφήγησης. Η διαφορά του από το συγγραφέα ισοδυναμεί με εκείνη ανάμεσα στο 21

φανταστικό και στο πραγματικό, ενώ ακόμα και αν υπάρξει ταύτιση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αφηγητή, αυτό θα συνιστά μια ρητορική χειρονομία. Επιπλέον, η σχέση του πραγματικού συγγραφέα με το κείμενό του άπτεται της αρμοδιότητας των γενετικών ή μεταδομικών θεωριών και όχι της κειμενικής ανάλυσης. (Καψωμένος, 2003:136). Πολλοί υπήρξαν οι μελετητές που προσπάθησαν να αποδώσουν με κάποιο ορισμό την έννοια του αφηγητή. Για παράδειγμα, για τον Chatman (1975:97-124) ο αφηγητής μπορεί να είναι μια φανερή ή μια καλυμμένη πλασματική περσόνα ως φανερή πλασματική περσόνα παράγει την αφήγηση, σχολιάζει τη δράση, παρεμβαίνει και σχολιάζει τους χαρακτήρες, εκφέρει άποψη για την ίδια την αφήγηση και μπορεί να εντοπιστεί εύκολα από τον αναγνώστη, ενώ ως καλυμμένη πλασματική περσόνα απλά αφηγείται την ιστορία του, χωρίς αυτό να γίνεται πάντοτε με απόλυτη επιτυχία, καθώς πάντοτε θα υπάρχουν στοιχεία μέσα στο κείμενο, που θα αποκαλύπτουν την ταυτότητά του και θα προδίδουν την παρουσία του (Παρίσης και Παρίσης, 2003:31). Στη θεωρία του ο Genette επιχειρεί μια βαθύτερη τομή στο πεδίο της μορφής του αφηγητή, διαχωρίζοντας το «ποιος μιλά» από το «ποιος βλέπει» μέσα στην ιστορία, δύο διαφορετικά επίπεδα που συχνά συγχέονται. Το «ποιος μιλά» αφορά τη συμμετοχή του αφηγητή μέσα στην ιστορία, ενώ το «ποιος βλέπει» αφορά το ποσοστό της πληροφορίας, που μεταδίδεται στον αναγνώστη (Καψωμένος, 2003:139). Καθώς αυτά τα δύο επίπεδα συγχέονται αρκετές φορές, ο Genette (2007:257) καθιέρωσε την αφηγηματική κατηγορία της φωνής, προκειμένου να καταστήσει σαφές ποιανού φωνή ακούγεται μέσα στην αφήγηση. Η κατηγορία της φωνής αντικατοπτρίζει τον τρόπο της ενέργειας του ρήματος σε σχέση με το υποκείμενό του, τόσο με την έννοια αυτού που ενεργεί ή υφίσταται την ενέργεια όσο και με την έννοια αυτού που την αναφέρει, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που συμμετέχουν ακόμα και παθητικά στην πράξη της αφήγησης (Τζούμα, 1997:139). Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται επίσης και οι τρεις κύριες χρονικές στιγμές που μπορούν να προσδιοριστούν ανάμεσα στον ιστορικό χρόνο και τη στιγμή της τέλεσης της πράξης της αφήγησης. Ο Genette προβαίνει στην ταξινόμηση του αφηγητή λαμβάνοντας υπόψη το αφηγηματικό επίπεδο στο οποίο αυτοί εντάσσονται, αλλά και το βαθμό συμμετοχής τους στην αφηγούμενη ιστορία. Όσον αφορά τον προσδιορισμό των αφηγηματικών επιπέδων, αυτά ορίζονται ως εξής: κάθε γεγονός που εξιστορείται από μια αφήγηση, βρίσκεται σε ένα διηγητικό επίπεδο αμέσως ανώτερο από το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η αφηγηματική πράξη που παράγει αυτή η αφήγηση (Τζούμα, 1997:150). Από αυτό τον προσδιορισμό λοιπόν προκύπτουν τρία είδη αφηγηματικών επιπέδων, τα οποία είναι: Tο εξωδιηγητικό. Περιλαμβάνει την αφήγηση γεγονότων που είναι εξωτερικά σε σχέση με το κείμενο. Αφήγηση γεγονότων που ανάγονται σε αυτό το επίπεδο μπορούν να εντοπιστούν π.χ. στον 22

πρόλογο, στην εισαγωγή ή στον επίλογο ενός έργου. Το διηγητικό ή ενδοδιηγητικό. Αποτελεί το επίπεδο που συγκροτείται από τα γεγονότα της κύριας αφήγησης. Το μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό. Είναι το επίπεδο που περιλαμβάνει κάθε αφήγηση που ενσωματώνεται/εγκιβωτίζεται στην κύρια. Ως εκ τούτων δημιουργούνται τρία είδη αφηγητή: ο εξωδιηγητικός αφηγητής. Είναι αυτός που αφηγείται τα γεγονότα που αναφέρονται στο κείμενο ως «εξωτερικός κριτής», βγαίνοντας ουσιαστικά από την ιστορία για να την αφηγηθεί. Ο ενδοδιηγητικός αφηγητής. Είναι αυτός που διηγείται τα γεγονότα που αναφέρονται μέσα στην ιστορία «εκ των έσω», καθώς μπορεί να αποτελεί έναν από τους ήρωες αυτής. Η διήγηση των γεγονότων από τον αφηγητή αυτού του τύπου συνιστά μετα-αφήγηση. Ο μεταδιηγητικός αφηγητής. Είναι αυτός που μπορεί να αποτελεί ήρωα μιας δευτερεύουσας ιστορίας και να αφηγείται μια άλλη ιστορία που εντάσσεται στο κύριο σώμα του κειμένου. Από το βαθμό συμμετοχής του αφηγητή στην ιστορία μπορεί να δημιουργηθούν δύο είδη αφηγητή: Ο ομοδιηγητικός αφηγητής. Είναι αυτός που μετέχει και ο ίδιος στην ιστορία που αφηγείται, διηγούμενος αυτή σε πρώτο πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση). Στην περίπτωση που ο αφηγητής είναι πρωταγωνιστής της αφήγησής του, τότε αποκαλείται αυτοδιηγητικός, ενώ όταν είναι παρατηρητής και αυτόπτης μάρτυρας, τότε αποκαλείται αλλoδιηγητικός. Ο ετεροδιηγητικός αφηγητής. Είναι αυτός που δεν έχει καμία συμμετοχή στην ιστορία που αφηγείται, με την αφήγηση να τελείται σε τρίτο πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση) (Τζούμα, 1997:150-165). 23

Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, εν τέλει καταλήγουμε σε τέσσερις βασικές κατηγορίες αφηγητή, οι οποίες είναι: Ο εξωδιηγητικός-ετεροδιηγητικός τύπος. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού (δηλαδή ανήκει στο πρώτο επίπεδο αφήγησης), ο οποίος αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο μια ιστορία στην οποία δεν μετέχει. Ο εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια δική του ιστορία στην οποία μετέχει. Ο ενδοδιηγητικός-ετεροδιηγητικός τύπος. Πρόκειται για έναν αφηγητή δευτέρου βαθμού (όταν υπάρχει και δεύτερο επίπεδο αφήγησης), ο οποίος δε μετέχει στις δευτερεύουσες ιστορίες που αφηγείται μέσα στο σύνολο του έργου. Ο ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος. Πρόκειται για έναν αφηγητή δευτέρου βαθμού, ο οποίος ανήκει στην κύρια ιστορία και αφηγείται την προσωπική του ιστορία (Παρίσης και Παρίσης, 2003:31-32). 2.3.2. Τρόπος/Έγκλιση Επιδιώκοντας την απόδοση του γαλλικού όρου mode, ο οποίος δηλώνει τους διάφορους τρόπους που μπορούν να συντελέσουν στην αφηγηματική επεξεργασία των διαδραματιζόμενων δρώμενων και την λεκτική τους έκφραση, πολλοί είναι εκείνοι που έκαναν χρήση των εννοιών του τρόπου και της έγκλισης. Στην πραγματικότητα όμως η έννοια της έγκλισης χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να επιφέρει την κάλυψη των δύο κύριων μηχανισμών που ρυθμίζουν την αφηγηματική πληροφορία και τη μέθοδο παρουσίασής της, δηλαδή την απόσταση και την προοπτική ή εστίαση. Στην πραγματικότητα ο Genette, υιοθετεί τη διάκριση που είχε ήδη κάνει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης του λόγου, στους οποίους συγκαταλέγονται η απλή διήγηση, η μίμηση και ο συνδυασμός αυτών των δύο (Καψωμένος, 2003:140). Ωστόσο, αναφερόμενος στο δικό του μοντέλο ανάλυσης υποστηρίζει ότι δεν είναι ποτέ δυνατό η αφήγηση να υπολογιστεί ως καθαρή μίμηση, καθώς πρόκειται για ένα εκ φύσεως λεκτικό είδος, στο οποίο ακόμα και η απλή παράθεση των λόγων των ηρώων έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη ενός 24

αφηγητή, ο οποίος θα δρα ως μεσάζων που μεταφέρει τα λεγόμενα των ηρώων. Επιπλέον, όσον αφορά την έννοια της μίμησης, ο Genette υποστηρίζει πως αυτή δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως απομίμηση, δηλαδή ως είδος αντιγραφής ενός ήδη υπάρχοντος μοντέλου, αλλά ως μια μίμηση δημιουργική και πρωτότυπη, η οποία θα εξαρτάται άμεσα από τη φύση των πράξεων ή των δράσεων (Μουλλάς, 1984:55-84). Αναφερόμενος στην έννοια του τρόπου, ο Genette προβαίνει στη διάκρισή του σε δύο αφηγηματικά επίπεδα το πρώτο, σχετίζεται με το ποιος «μιλάει» μέσα στην ιστορία και το δεύτερο, με το ποιος «βλέπει» μέσα στην ιστορία. Το ποιος μιλάει έρχεται σε άμεση συνάφεια με την έννοια του αφηγηματικού λόγου, η οποία καλύπτει όλη τη διαδικασία, όπως εκτείνεται από τη μίμηση ως τη διήγηση. Αποτέλεσμα αυτού, είναι η διάκριση τριών επιμέρους μορφών λόγου, του αφηγηματοποιημένου ή αφηγηματικού λόγου, του αναφερόμενου λόγου και του μετατιθέμενου λόγου. Πιο συγκεκριμένα, συντελείται ένας σημαντικός διαχωρισμός, αναφορικά με τη μέθοδο αφήγησης των γεγονότων και τη μέθοδο αφήγησης των λόγων, υποκαθιστώντας έτσι το δίπολο μίμηση-διήγηση με εκείνο του κειμένου των προσώπων - κειμένου των αφηγητών. Ως εκ τούτων, προκύπτουν τρεις βαθμοί απόδοσης του λόγου οι οποίοι καλύπτουν όλη την κλίμακα από τη μίμηση ως τη διήγηση. Αναλυτικότερα, στον αφηγηματοποιημένο ή αφηγημένο λόγο, ο λόγος των προσώπων αφομοιώνεται από τον λόγο του αφηγητή ο οποίος τον μετατρέπει σε γεγονός, μέσω της συνοπτικής ή αναλυτικής έκθεσης του περιεχομένου του. Ουσιαστικά πρόκειται για το είδος λόγου που προσεγγίζει τη διήγηση. Η αφήγηση του γεγονότος γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, ενώ τα λόγια των ηρώων αναφέρονται σε πλάγιο λόγο (Καψωμένος, 2003:141-142 Angelet & Herman, 2000:208-210). Στον αναφερόμενο λόγο ο αφηγητής φαίνεται πως παραχωρεί το λόγο στους χαρακτήρες, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ένα "λόγο ηρώων" ο οποίος αντιδιαστέλλεται στον λόγο του αφηγητή. Η αναγνώριση του αναφερόμενου λόγου μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από τον εντοπισμό της χρήσης σημείων στίξης, όπως εισαγωγικών, παύλας, ή άνω και κάτω τελείας, προκειμένου να επιτευχθεί η ακριβής απόδοση των λεγομένων των ηρώων. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο αναφερόμενος λόγος είναι το κατ' εξοχήν λεκτικό είδος που προσεγγίζει τη μίμηση (Καψωμένος, 2003:141-142 Angelet & Herman, 2000:208-210). Τέλος, ο μετατιθέμενος λόγος τείνει προς τη μίμηση, χωρίς να αποβάλει τα στοιχεία της διήγησης, καθώς ο αφηγητής ενσωματώνει στο λόγο του εκείνον του ήρωα, υιοθετώντας κατ' αυτό τον τρόπο την προοπτική του. Προέκταση του μετατιθέμενου λόγου θεωρείται ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, καθώς είναι ο μόνος τρόπος έκφρασης των σκέψεων και των συναισθημάτων των ηρώων, που αποδίδεται μέσω του αφηγητή. Ο μετατιθέμενος λόγος βρίσκεται στο ενδιάμεσο του λόγου του αφηγητή και του λόγου του ήρωα, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και ο προσανατολισμός του λόγου μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμφίσημος, μιας και ο λόγος του αφηγητή είτε συγκλίνει προς το λόγο του ήρωα είτε τον υπονομεύει μέσα από την άρνηση, την ειρωνεία ή την παρωδία (Καψωμένος, 2003:141-142 Angelet & Herman, 2000:208-210). 25