ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ & ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Σχετικά έγγραφα
Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 6: Ανθρωπιστικές θεωρίες: Η θεωρία της ιεραρχίας των αναγκών του Abraham Maslow

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά):

Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στη Δ τάξη

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Κείμενο 1 [Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση]

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

Το μυστήριο της ανάγνωσης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Δρ Γεωργία Αθανασοπούλου Σχ. Σύμβουλος Δυτικής Αττικής και Ν. Φωκίδας

Για την εξέταση των Αρχαίων Ελληνικών ως μαθήματος Προσανατολισμού, ισχύουν τα εξής:

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός. Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Ασκήσεις φυσικής και Δυσλεξία

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Οι διδακτικές πρακτικές στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Προκλήσεις για την προώθηση του κριτικού γραμματισμού.

Η ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας Εισαγωγή Ορισμοί Αυτό-αντίληψη Αυτό-εκτίμηση Μηχανισμοί ενίσχυσης και προστασίας της αυτό-εκτίμησης

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 11 Εισαγωγή στη Διοικητική Επιχειρήσεων και Οργανισμών. 1 η Γραπτή Εργασία. Ενδεικτικές Απαντήσεις

Μαθησιακά Αποτελέσματα Matrix Ελληνική Έκδοση

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

2.2. Η έννοια της Διοίκησης

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Όμιλος Γλώσσας : «Παιχνίδια γλώσσας και δημιουργική γραφή» ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΦΟΡΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Στάση του μαθητή/τριας κατά τη διάρκεια του μαθήματος: Δεν την κατέχει. Την κατέχει μερικώς. επαρκώς

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

Εισηγητής Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος. Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

- Καθυστέρηση λόγου (LLI)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Σύνθετα μέτρα στην ποσοτική έρευνα: Δείκτες, κλίμακες και διαστάσεις

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ: ΤΟ ΝΕΟ Π.Δ.

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 1: Εισαγωγή στην αναπτυξιακή Ψυχολογία

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 1 ο : Εισαγωγή στην γλωσσική τεχνολογία. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος:

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Οργανωτική Θεωρία και Οργανωσιακή Συμπεριφορά

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 3 ο

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ. Νικολιδάκης Συμεών, Τσάνταλη Καλλιόπη,

Α. Φραγκουδάκη. (1987). Γλώσσα και ιδεολογία, Αθήνα: Οδυσσέας (διασκευή). Γλώσσα και ηλικιωμένοι

3 ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Α. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κίνητρο και εμψύχωση στη διδασκαλία: Η περίπτωση των αλλόγλωσσων μαθητών/τριών

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΟΜΑΔΑ Α ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ-ΛΑΘΟΥΣ

Θεόδωρος Βυζάς Ελευθερία Δογορίτη ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ

Ανακτήθηκε από την ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ (

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο : ΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ:

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ)

Πέτρος Κλιάπης 3η Περ. Ημαθίας

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

Αξιολόγηση μεταφράσεων ιταλικής ελληνικής γλώσσας

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

Ηγετικές Ικανότητες. Στάλω Λέστα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Paper 3 Reading and Understanding 1GK0/3F or 3H

Δρ Άντρη Καμένου ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΥΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΠΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΥΛΥΚΟ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ

Προσόντα με υψηλή αξία για τους εργοδότες σε σχέση με την αναπηρία

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Οργανωσιακή μάθηση. Εισηγητής : Δρ. Γιάννης Χατζηκιάν

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 3. Δημιουργία και Βελτίωση Κοινωνικού Εαυτού

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ HMEΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΟΜΑ Α A ) 2012

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Ενότητα 1: Πώς να διδάξεις ηλικιωμένους για να χρησιμοποιήσουν τη ψηφιακή τεχνολογία. Ημερομηνία: 15/09/2017. Intellectual Output:

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η ψυχολογία των αθλητών και η άμεση σχέση της με την προπόνηση και τη φυσικοθεραπεία

Transcript:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ & ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ΑΝΝΑΣ (Α. Μ. 4404) ΘΕΜΑ: ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ & ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: MANAGEMENT OF ORGANIZATIONAL BEHAVIOR, Utilizing Human Resources ΕΠΟΠΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΒΥΖΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009

2

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ την αδερφή μου, η οποία με βοήθησε με τις γνώσεις της περί ψυχολογίας αλλά και μου συμπαραστάθηκε ψυχολογικά κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της εργασίας μου. Ευχαριστώ τους γονείς μου οι οποίοι ήταν τόσο υπομονετικοί όλο αυτόν τον καιρό. Ευχαριστώ τον επόπτη καθηγητή μου κ. Βυζά Θεόδωρο για τη βοήθειά του και τον χρόνο του. 3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Α.1. Γλώσσα... 8 Α.2. Μετάφραση... 9 Α.2.1. Η Ερμηνευτική στη Μετάφραση... 11 Α.2.2. Ιδιωματικές Εκφράσεις... 12 Α.2.3. Μεταφραστικά προβλήματα... 13 Α.3. Όροι Ορολογία Ειδική Γλώσσα... 15 Α.3.1. Διακρίσεις Όρων... 17 Α.4. Ξενισμοί... 18 Α.5. Μετάφραση Ειδικών Κειμένων... 19 Β. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ... 22 Γ. ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ... 37 Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 42 Ε. ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑ... 44 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η επιλογή του βιβλίου έγινε κατά τη διάρκεια παραμονής μου στο Ρέθυμνο, όπου πραγματοποίησα την πρακτική μου άσκηση, και όπου είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Εκεί λοιπόν βρήκα το προς μετάφραση κείμενό μου, η επιλογή του οποίου έγινε από το ενδιαφέρον μου για την εργασιακή συμπεριφορά, τη διαχείριση ανθρωπίνων πόρων και το ρόλο της ψυχολογίας στο εργασιακό περιβάλλον. Επέλεξα να μεταφράσω το κεφάλαιο 2 του βιβλίου το οποίο έχει τίτλο Motivation and Behavior και το οποίο αναφέρεται στα κίνητρα και πώς αυτά επηρεάζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου εντός και εκτός του εργασιακού περιβάλλοντος, στις ανάγκες του ανθρώπου και πώς αυτές κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με τη θεωρία του Maslow και τέλος σε μία ανάλυση των αναγκών αυτών. Η εισαγωγή ακολουθείται από ένα θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο υπάρχουν στοιχεία για τη μετάφραση, το ρόλο της ερμηνευτικής τέχνης στη μετάφραση, καθώς και μία ανάλυση των ιδιωματικών εκφράσεων. Ακολουθεί αναφορά στα προβλήματα τα οποία έχει να αντιμετωπίσει ο μεταφραστής κατά τη μεταφραστική διαδικασία, ανάλυση του τι είναι όρος, ορολογία και ειδική γλώσσα, καθώς και διάκριση και τυπολογία των όρων. Εν συνεχεία γίνεται αναφορά στη μετάφραση των ειδικών κειμένων και τέλος ορίζεται η έννοια ξενισμός. Στη συνέχεια ακολουθεί το μεταφρασμένο κείμενο το οποίο δεν έχει υποστεί αλλαγές ως προς τη μορφή. Παρόλα ταύτα, για να διατηρηθεί η συνοχή του κειμένου, τα σχήματα που υπάρχουν στο πρωτότυπο κείμενο έχουν μεταφερθεί στο τέλος του μεταφράσματος. Κατόπιν, γίνεται ειδικός σχολιασμός του κειμένου, σε σχέση πάντα με τους όρους οι οποίοι έχουν διαχωριστεί σε μονολεκτικούς, διλεκτικούς, τριλεκτικούς, τους ιδιωματισμούς και άλλες μεταφραστικές δυσκολίες, τα οποία αναγράφονται με αλφαβητική σειρά. Δίπλα στους όρους αναγράφεται η σελίδα του πρωτοτύπου για διευκόλυνση του αναγνώστη. Στους όρους τους οποίους συναντάμε στον τομέα της ψυχολογίας γίνεται μία μικρή επεξήγησή τους για την καλύτερη κατανόηση τους από τον αναγνώστη. Επίσης, σε ορισμένα σημεία που συνάντησα δυσκολία ως προς τη 5

μετάφραση, αναφέρω πώς έλυσα το πρόβλημα και γιατί επέλεξα να μεταφράσω με τον συγκεκριμένο κάθε φορά όρο ή τρόπο. Υπάρχει επίσης γλωσσάριο με όλους τους όρους σε αλφαβητική σειρά ως προς την αγγλική γλώσσα για διευκόλυνση του αναγνώστη. Έπεται η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της εργασίας η οποία περιλαμβάνει βιβλία, ηλεκτρονικές διευθύνσεις, σημειώσεις καθηγητών, λεξικά, άρθρα και διδακτορικές διατριβές. Τέλος, ακολουθεί το παράρτημα στο οποίο περιλαμβάνεται το πρωτότυπο κείμενο. 6

Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 7

Α.1. Γλώσσα Γλώσσα είναι οποιοδήποτε σύνολο ή σύστημα τυποποιημένων συμβόλων, σημείων, ήχων ή κινήσεων, που συνθέτει έναν κώδικα επικοινωνίας, που αποτελεί μέσο ανταλλαγής μηνυμάτων. Μία δεύτερη σημασία της γλώσσας είναι ο κατά ομάδες, κυρίως κατά έθνη, καθιερωμένος κώδικας επικοινωνίας, που συνίσταται στην απόδοση συγκεκριμένων σημασιών με λέξεις και εκφράσεις (τόσο ως εσωτερικό οργανωμένο γραμματικό, συντακτικό και λεξιλογικό σύστημα, ως «λόγος» όσο και ως πράξη, εφαρμογή, δηλαδή ως «ομιλία». Γλώσσα επίσης είναι κάθε επιμέρους διάλεκτος (επαγγελματική, κοινωννική, γεωγραφική) ή μορφή (π.χ. βάσει δεδομένης ιστορικής εξελίξεως) αυτού του κώδικα. Το γλώσσα της ελληνικής συνδέεται ετυμολογικά με τις αρχαίες λέξεις γλωχίν και γλώξ, όπου και τα δύο σήμαιναν κάτι μυτερό, αιχμηρό (γλώξ = το γένειο του στάχυος, η άκρη του σταχυού, γλωχίν = αιχμή, μυτερή απόληξη). Γλώσσα/γλώττα. Το σχήμα της γλώσσας (ως ανατομικού οργάνου του στόματος) φαίνεται ότι οδήγησε στη σύνδεση (μεταφορική ή εκφραστική) της γλώσσας με την έννοια της αιχμής, του άγανου (γένι του σταχυού), της αιχμής του βέλους κ.τ.ο. Από τη σημασία «γλώσσα του στόματος» αναπτύχθηκε η σημασία «λόγος, γλωσσική επικοινωνία» ήδη στον Όμηρο. Και οι δύο σημασίες της λέξης γλώσσα χρησιμοποιούνται από τότε μέχρι σήμερα. Μία τρίτη σημασία της λέξης γλώσσα «σπάνια, διαλεκτική λέξη», δεν σώζεται σήμερα. Από μια άλλη Ι.Ε. ρίζα (*dngh-wa-) προήλθαν οι περισσότερες από τις λέξεις που δήλωσαν τη γλώσσα ως όργανο του σώματος και, κατ επέκταση, ως όργανο επικοινωνίας, όπως και στα Ελληνικά. Τέτοιες είναι η λατινική λέξη lingua (από το τ.dingua, συνδεόμενη με το lingere «γλείφω») από όπου τα ιταλ. lingua, γαλλ. langue και langage (από όπου και αγγλ.language), ισπ. lengua, ρουμ. limba, αγγλ. tongue, κ.ά. Στην ελληνική, αρχαία και νέα, για τη γραπτή και προφορική γλωσσική επικοινωνία χρησιμοποιήθηκε η λέξη λόγος (προφορικός γραπτός λόγος) που δείχνει πως εξ αρχής οι Έλληνες συνέλαβαν τον στενό σύνδεσμο νόησης και γλώσσας. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το oratio «γλώσσα, λόγος» (από το oro «προσεύχομαι, παρακαλώ, επικοινωνώ με τον Θεό» ομόρριζο του ελληνικού αρά «ευχή, προσευχή κατάρα») και το sermo (πιθανότατα από το sero «συνδέω, ενώνω, συνθέτω» ή από ρίζα *swer-, από όπου και το αγγλ. swear «ορκίζομαι»). Από ρίζες που σήμαιναν «μιλώ» ή «λέγω» προήλθαν: αγγλ. Speech, γερμ. sprache, ολλ. spraak, γαλλ. parole (parler «μιλώ») κ.ά. (Μπαμπινιώτης, 1998: 433, 434). 8

Α.2. Μετάφραση Η μετάφραση, σύμφωνα με τον Mounin, (2002: 12) είναι επαφή γλωσσών, είναι φαινόμενο διγλωσσίας. Το Λεξικό Γλωσσολογίας του Larousse (από Κεντρωτή, 1996:53) δίνει τον εξής ορισμό: μετάφραση είναι η έκφραση σε μιαν άλλη γλώσσα (ή γλώσσα στόχος) αυτού που έχει ήδη εκφρασθεί σε μιαν άλλη γλώσσα πηγή, κατά διατήρηση δε των σημασιολογικών και υφολογικών ισοδυναμιών. Μετάφραση είναι η διαδικασία της μεταφοράς και απόδοσης ενός κειμένου (προφορικού ή γραπτού) σε γλώσσα ή μορφή γλώσσας διαφορετική από αυτή της παραγωγής του (Μπαμπινιώτης, 1998: 1094) Σύμφωνα με τον Κουτσιβίτη (1994:29-30) μετάφραση είναι μια νέα σύνταξη ενός υπάρχοντος κειμένου και συνίσταται στη μεταφορά της ουσίας ενός κειμένου από μια γλώσσα σε μια άλλη. Η μετάφραση πριν να είναι «μετά-», είναι φράση. Είναι δηλαδή σύνταξη ενός κειμένου που υπακούει στις ίδιες αρχές με οποιοδήποτε άλλο κείμενο. Είναι ένα νοητικό προϊόν που ξεκινά από μια πρόθεση και επιδιώκει ένα αποτέλεσμα. Η εκπόνηση του νέου κειμένου αναλύεται σε τρεις φάσεις: κατανόηση του πρωτοτύπου, σύνταξη του μεταφράσματος, αξιολόγηση. Επομένως, με τον όρο μετάφραση εννοούμε ταυτόχρονα τρεις καταστάσεις: μια διαδικασία, μια πρακτική, ένα προϊόν. Ο μεταφραστής όντας δίγλωσσος, αφού συλλάβει την ουσία του κειμένου συνταγμένου σε μια γλώσσα, τη μεταφέρει σε μια άλλη γλώσσα συντάσσοντας ένα νέο κείμενο. Ο μεταφραστής ωστόσο, αιωρείται μεταξύ των τυποποιημένων στοιχείων (τύποι, όροι, μετακωδικοποίηση) και των μη τυποποιημένων (ελεύθερο κείμενο, ερμηνεία). Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι μετάφραση είναι η αντιστοιχία των λέξεων του κειμένου πηγή στο κείμενο στόχος. Αν όμως μία λέξη από το κείμενο πηγή έχει πολλές σημασίες τότε για ποια αντιστοιχία μιλάμε; Επομένως, η μετάφραση είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αντιστοιχία. Σύμφωνα με τον Paepcke (Γεωργίου, 2004: 9) το περιεχόμενο ενός κειμένου δεν εξάγεται από τις επιμέρους λέξεις αλλά και από το vouloir dire του συγγραφέα. Το προς μετάφραση δηλαδή κείμενο θεωρείται ως ολότητα, καθώς δε μεταφράζονται λέξεις ή προτάσεις αλλά ολόκληρα κείμενα. Σύμφωνα με τον Wolfram Wilss (Γεωργίου, 2004: 12) η μετάφραση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, η οποία επιτελείται υπό ορισμένες αναγκαίες προϋποθέσεις, μία εκ 9

των οποίων είναι η ύπαρξη του κειμένου πηγής καθώς αυτό θέτει το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να κινηθεί ο μεταφραστής. Ο Newmark διακρίνει δύο είδη μετάφρασης: α) επικοινωνιακή και β) σημασιολογική. Στόχος της επικοινωνιακής μετάφρασης είναι η δημιουργία μιας αίσθησης που να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο εκείνη του πρωτοτύπου. Αντίθετα, στόχος της σημασιολογικής είναι η παραγωγή της ακριβούς κειμενικής σημασίας του πρωτοτύπου με κάθε πιστότητα που επιτρέπουν οι σημασιολογικές και συντακτικές δομές του. Στην περίπτωση που το κείμενο μεταδίδει ένα γενικότερο νόημα μπορεί τα δύο είδη μετάφρασης να συμπίπτουν. Σ αυτή την περίπτωση η επικοινωνιακή μέθοδος δίνει έμφαση στη «δύναμη» του νοήματος ενώ η σημασιολογική στο περιεχόμενο. Χαρακτηριστικό υλικό για την επικοινωνιακή μετάφραση παρέχουν τα εξής είδη κειμένων: μη λογοτεχνικά, δημοσιογραφικά, άρθρα και βιβλία πληροφοριακού χαρακτήρα, διδακτικά, εκθέσεις, επιστημονικά ή τεχνικά εγχειρίδια, εμπορική αλληλογραφία, διαφήμιση, αγγελίες, κωδικοποιημένα κείμενα, λαϊκά μυθιστορήματα και ειδικά κείμενα, δηλαδή το «κωδικοποιημένο λεξιλόγιο». Από την άλλη μεριά επιβάλλεται να μεταφραστούν σημασιολογικά τα εξής κείμενα: αυτοβιογραφίες, προσωπική αλληλογραφία, οποιαδήποτε εκδήλωση προσωπικών συναισθημάτων, επειδή η «εσωτερική» αίσθηση που αποπνέει το πρωτότυπο είναι σημαντικότερη από την αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη (Δανιηλίδης, Κυλιντηρέα, Νίκα, 2001: 69-73). Όπως και να έχει όμως, τρεις είναι οι καταστάσεις της μεταφραστικής διαδικασίας: α) η μετακωδικοποίηση, δηλαδή η αντιστοιχία ένα προς ένα β) η μετάφραση, υπό τη στενή έννοια, δηλαδή η ισοδυναμία ενός προς περισσότερα και γ) η ερμηνεία, δηλαδή η ελεύθερη από κάθε προκαθορισμένη αντιστοιχία ή ισοδυναμία δημιουργία (Κουτσιβίτης, 1994: 31). Ο μεταφραστής έρχεται αντιμέτωπος με τις δυσκολίες ενός κειμένου, το οποίο πρέπει να μεταφέρει στη γλώσσα του αναγνώστη. Από αυτή την οπτική γωνία η μετάφραση εξετάζει το κείμενο από όλες τις απόψεις, το ερμηνεύει και κατόπιν εντατικού ελέγχου όλων των πιθανών λύσεων προκύπτει το μετάφρασμα. Αποτέλεσμα αυτού του ελέγχου κατά τη διαδικασία της μετάφρασης είναι η αντικατάσταση του εκάστοτε πρώτου, αυθόρμητου μεταφράσματος από την τελική απόδοση (Paepcke, 1998 από Γεωργίου, 2004: 10). Σύμφωνα με τον Κουτσιβίτη (1994: 31) η μετάφραση εντασσόμενη στο σύνολο της πνευματικής και πολιτιστικής δημιουργίας πρέπει να κρίνεται, πρώτον ως κείμενο καθ αυτήν, 10

δεύτερον σε σχέση με την πρόθεση του συγγραφέα, τρίτον σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα επί του αναγνώστη και τέταρτον σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο. Μια μετάφραση εξαρτάται πάντα από τις υποκειμενικές επιλογές και την κρίση του εκάστοτε μεταφραστή. Επειδή ακριβώς εμπλέκεται ο ανθρώπινος παράγοντας που γνωρίζει φυσικά όρια και περιορισμούς, εξυπακούεται ότι και η μετάφραση ως προϊόν ανθρώπινης δράσης εντάσσεται σε αυτούς τους περιορισμούς (Reib, 1982 όπως αναφέρει η Γεωργίου, 2004: 24). Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι στη μετάφραση υπάρχει ένα κείμενο σε μία ξένη γλώσσα το οποίο ο μεταφραστής καλείται να συντάξει σε μία άλλη γλώσσα διατηρώντας τις σημασιολογικές και συντακτικές ισοδυναμίες καθώς και το «θέλειν ειπείν» του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Ακόμα, η μετάφραση μας βοηθά να έρθουμε σε επαφή με άλλους πολιτισμούς καθώς αποτελεί ένα μέσο διάδοσης της γνώσης η οποία δεν αφορά μόνο στο παρόν αλλά και στο παρελθόν. Α.2.1. Η Ερμηνευτική στη Μετάφραση Η Ερμηνευτική καθορίστηκε από τον Schleiermacher ως γενική αρχή της τέχνης του «κατανοείν» και κατόπιν ο Dilthey την όρισε ως μεθοδολογική βάση όλων των θεωρητικών επιστημών. Ο Schleiermacher θεωρεί ότι όπου η ξένη έρχεται σε επαφή με την οικεία γλώσσα, η ερμηνευτική επικοινωνία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξεύρεση του βαθύτερου νοήματος και αλήθειας (Γεωργίου, 2004: 3,5). Η ερμηνεία δεν αφορά τα λεξιλογικά στοιχεία και τη γραμματική δομή του κειμένου αλλά το κείμενο στο σύνολό του. Η ερμηνευτική προσέγγιση επικεντρώνεται στην κατανόηση του κειμενικού νοήματος οπότε και ο μεταφραστής πρέπει να ταυτιστεί με τον συγγραφέα του πρωτοτύπου για να εξάγει το νόημα. Άρα κάθε μετάφρασμα είναι απαραιτήτως προϊόν ερμηνείας. Γενικά ο μεταφραστής βρίσκεται αντιμέτωπος με κείμενα των οποίων ο συγγραφέας και το αναγνωστικό κοινό απουσιάζουν. Επομένως, ξεκινά ένας διάλογος μεταξύ του κειμένου και του μεταφραστή. Ο επικοινωνιακός στόχος επιτυγχάνεται όταν συμπίπτουν η προθετικότητα του συγγραφέα και οι προσδοκίες του αναγνώστη (Wills, 1996 από Γεωργίου, 2004: 13) 11

Επομένως, ο μεταφραστής στην προσπάθειά του να μεταφράσει ένα κείμενο θα πρέπει αρχικά να το διαβάσει, να αντιληφθεί τις διαφορές ανάμεσα στη ΓΠ και στη ΓΣ και παράλληλα να το κατανοήσει, να το ερμηνεύσει. Βέβαια, καθώς ο μεταφραστής «ξεκλειδώνει» το νόημα του κειμένου μέσω της δικής του ερμηνείας είναι φυσικό ότι το μετάφρασμα θα πάρει νέα διάσταση στην κατανόηση του κειμένου. Α.2.2. Ιδιωματικές εκφράσεις Ιδιωματισμός είναι έκφραση της οποίας η σημασία δεν προκύπτει από τον συνδυασμό των λέξεων που την αποτελούν π.χ. σιγά τα λάχανα (Μπαμπινιώτης, 1998: 776). O Norrick (1985) (Μπολλά Μαυρίδου: 5-6) υποστηρίζει ότι κύριο χαρακτηριστικό των ιδιωματικών εκφράσεων είναι η στερεότυπη μορφή τους. Αυτή η στερεοτυπία προέρχεται από την ανάγκη να γίνονται αντιληπτές σαν παροιμίες από τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας. Ο ομιλητής χρησιμοποιεί μια παροιμία υποθέτοντας ότι είναι γνωστή στο συνομιλητή του. Με τη σειρά του ο συνομιλητής κάνει την απαιτούμενη προσπάθεια για να αντιληφθεί τη σωστή σημασία της ιδιωματικής έκφρασης σύμφωνα με τη μεταφορική της έννοια και όχι σαν κυριολεκτική πρόταση. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η στερεότυπη μορφή των ιδιωματικών εκφράσεων δεν βοηθά μόνο στην αναγνώρισή τους από τα μέλη της ίδιας γλωσσικής κοινότητας, αλλά κυρίως στην εύκολη απομνημόνευσή τους. Η Χατζητάκη Καψωμένου (1990) (Μπολλά Μαυρίδου: 6, 9, 10) υποστηρίζει ότι οι ιδιωματικές εκφράσεις για να αποτυπωθούν ευκολότερα στη μνήμη του λαού δανείζονται τεχνικές του ποιητικού λόγου, όπως μέτρο, ρυθμό, παρήχηση, ελλειπτικότητα κλπ. Ένα άλλο χαρακτηριστικό το οποίο βοηθά στην απόμνημόνευσή τους είναι η συντομία τους. Τα σύντομα αυτά είδη παρουσιάζουν μια σταθερότητα στη δομή και τη μορφή τους που δεν επιτρέπει περιθώρια για παραλλαγές. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι στερεότυπες εκφράσεις μπορούν να εμφανίζουν και κυριολεκτική και μεταφορική σημασία ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Σ αυτή την περίπτωση άλλοτε υπερτερεί η κυριολεκτική και άλλοτε η μεταφορική έννοια. 12

Α.2.3. Μεταφραστικά προβλήματα Σύμφωνα με τον Κουτσιβίτη (1994: 35-36) ένα από τα κύρια μεταφραστικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο μεταφραστής είναι να κατανοήσει την πρόθεση του συντάκτη και να αναπαραγάγει το ίδιο επικοινωνιακό αποτέλεσμα για τον αναγνώστη. Αυτή η δυσκολία απορρέει από την πολυσημαντότητα, την ορολογία και τη συνεκδοχή. Θα πρέπει δηλαδή ο μεταφραστής να βρει την ακριβή σχέση μεταξύ αυτού που θέλει να πει ο συγγραφέας και αυτού που λέει, καθώς και να αναρωτηθεί γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη λέξη ή φράση και ποιο το βάρος της νοηματικά. Ένα δεύτερο εμπόδιο που έχει να αντιμετωπίσει ο μεταφραστής είναι η γραμματική, καθώς μπορεί να περιέχει στοιχεία τα οποία είτε διαφεύγουν του μεταφραστή είτε τον οδηγούν σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Τρίτο πρόβλημα είναι το επίπεδο και ο τόνος της γλώσσας. Ο μεταφραστής θα πρέπει να λάβει υπόψη του ερωτήματα όπως ποιος μιλάει, σε ποιον, περί τίνος πρόκειται, γιατί, πότε και πώς. Τέλος θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξωγλωσσικά προβλήματα τα οποία αφορούν την οπτική γωνία υπό την οποία αντιλαμβάνονται τον κόσμο ο συντάκτης, ο μεταφραστής και οι αναγνώστες των δύο κειμένων. Με κίνδυνο να δηλώσω το προφανές θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι ο μεταφραστής θα πρέπει να είναι πολύ καλός γνώστης και της γλώσσας πηγή και της γλώσσας στόχου έτσι ώστε να είναι ικανός να ξεπερνά τα εμπόδια της αναντιστοιχίας μεταξύ των γλωσσών και ιδίως των αμοιβαίων στεγανών που υπάρχουν ανάμεσα στις συντάξεις τους (Mounin, 2002: 245). Συχνά, ο μεταφραστής, γράφοντας ή προφέροντας μια φράση στη ΓΣ, χρησιμοποιεί αφύσικα λεκτικά σχήματα, τα οποία ποτέ δε θα χρησιμοποιούσε ένας φυσικός ομιλητής. Σίγουρα, αυτή η φράση, δεν υστερεί στη γραμματική ή ακόμα και στο λεξιλόγιο, αλλά υστερεί στη μη αποδεκτή «σύνδεση των λέξεων μεταξύ τους» (collocazione). Πρέπει δηλαδή ο μεταφραστής να πραγματοποιεί ένα συμβιβασμό ανάμεσα στους κανόνες των δύο υπό εξέταση γλωσσών και στο συγγραφέα του πρωτοτύπου. Επίσης, ο μεταφραστής απαιτείται να έχει κάποια γνώση ετυμολογίας για να μπορεί να: α) αξιολογήσει το σημαινόμενο μιας σύγχρονης λέξης στη ΓΠ, ενός νεολογισμού ή ενός αρχαϊσμού, β) να ανακαλύψει την έννοια μιας λέξης σε ένα κείμενο το οποίο γράφτηκε σε προηγούμενη εποχή γ) να εντοπίζει την επαναχρησιμοποίηση των παλαιότερων εννοιών μιας λέξης, δ) να κατανοήσει την εξέλιξη της γλώσσας και της κουλτούρας, ε) να εξοικειωθεί με τις σχέσεις ανάμεσα σε παρεμφερείς 13

λέξεις και με την εξέλιξη της έννοιας, στ) να καταλάβει αν μια λέξη χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική ή τη μεταφορική της σημασία (Καγιόγλου, 2001: 75-79). Όπως αναφέρει ο Catford (Κεντρωτής, 1996: 54) κύριο πρόβλημα της πρακτικής της μετάφρασης είναι η ανεύρεση μεταφραστικών ισοδυνάμων στη γλώσσα στόχο. Αδιαμφισβήτητα ο μεταφραστής θα πρέπει επίσης: α) να έχει γνώση της γλώσσας αφίξεως, β) γνώση του προς μετάφραση κειμένου, γ) γνώση της γλώσσας αφετηρίας, δ) γνώση του πεδίου του προς μετάφραση κειμένου, ε) σημασιολογική και συντακτική γνώση, για να μη του διαφύγει ακόμα και το λεγόμενο κατά λέξη νόημα (Κεντρωτής, 1996: 125). Καθίσταται επίσης σαφές το πόσο σημαντικό είναι ο μεταφραστής να διαθέτει ευρύ γνωστικό υπόβαθρο στο οποίο να περιλαμβάνονται και ειδικές τεχνικές και γενικές πολιτισμικές γνώσεις καθώς λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα σε δύο γλώσσες. Επίσης, σύμφωνα με τον Wills (1990: 25), ο μεταφραστής χρειάζεται εμπειρία, συνδυαστική φαντασία και πλούτο μεθοδολογικής εφευρετικότητας για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αντιφατικές καταστάσεις μιας γλώσσας. Ωστόσο, ο μεταφραστής δεν έχει μόνο να μεταφράσει το κείμενο πηγή αλλά και να το επαναδιατυπώσει. Το μετάφρασμα επομένως, θα πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο κείμενο, διατυπωμένο με φυσικό και πειστικό τρόπο ώστε να είναι αναγνώσιμο και αποδεκτό από το αναγνωστικό κοινό (Stolze, 1994 από Γεωργίου, 2004: 15). Η μετάφραση αποτελεί, σε διαφορετικούς βαθμούς, ένα μείγμα τυποποιημένων και μη τυποποιημένων στοιχείων. Από τη μία οι επαναλαμβανόμενες, κωδικοποιήσιμες αντιστοιχίες, από την άλλη οι ανεπανάληπτες ισοδυναμίες. Από τη μία μεριά οι τύποι, οι όροι, η μετακωδικοποίηση, από την άλλη το ελεύθερο κείμενο, η ερμηνεία. Ο μεταφραστής λοιπόν αιωρείται συνεχώς μεταξύ των δύο αυτών πόλων, αναζητώντας τη σωστή κίνηση, το σωστό ρυθμό (Κουτσιβίτης, 1994: 34). Σύμφωνα με τους Van Dijk και Kintsch (1983) (Wills, 1990: 25) αν μία έκφραση δεν έχει ιδιαίτερα δύσκολες, προβληματικές ή ασυνήθιστες ιδιότητες, τότε η παραγωγή και η κατανόησή της είναι μία αυτόματη δραστηριότητα. Αν πάλι ο μεταφραστής δεν γνωρίζει τη σημασία μιας λέξης, μπορεί να ρωτήσει κάποιον, να συμβουλευτεί ένα λεξικό ή να μαντέψει τη σημασία της λέξης από το νόημα του κειμένου. Και αν ακόμα η δομή μιας πρότασης είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, μπορεί να γυρίσει πίσω και να την ξαναδιαβάσει. 14

Είναι προφανές ότι ο μεταφραστής έχει να αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα κατά τη μεταφραστική διαδικασία. Γι αυτό θα πρέπει να γνωρίζει καλά όχι μόνο τις γραμματικές και λεξικολογικές ιδιαιτερότητες της γλώσσας πηγή αλλά και της γλώσσας στόχου. Επίσης ο μεταφραστής θα πρέπει να λάβει υπ όψιν του το αναγνωστικό κοινό, το νόημα του κειμένου και την πρόθεση του συγγραφέα. Α.3. Όροι Ορολογία Ειδική Γλώσσα Όρος είναι η λέξη ή η φράση με ειδικό περιεχόμενο, η οποία δηλώνει έννοια από συγκεκριμένο χώρο (επιστήμες, καλές τέχνες, επαγγέλματα κ.λπ). Ορολογία είναι το σύνολο των ειδικών όρων που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένο γνωστικό ή επαγγελματικό χώρο (Μπαμπινιώτης, 1998: 1291). Σύμφωνα με την M. T. Cabre (Βυζάς, 2008: 3) ο όρος είναι μονάδα της οποίας τα γλωσσικά χαρακτηριστικά δεν διαφέρουν από εκείνα της λέξης, εκείνος όμως χρησιμοποιείται σε εξειδικευμένο πεδίο. Με άλλα λόγια όρος είναι μια λέξη που προέρχεται από κάποιο ειδικό πεδίο. Πολλές φορές ένας όρος μπορεί να ανήκει πρωτογενώς σε ένα πεδίο, ενδέχεται ωστόσο, να τον συναντήσουμε και σε κείμενο όπου εμπλέκονται διάφορες ειδικότητες. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος έχει τεχνητά κατατμήσει την πραγματικότητα σε πεδία για καλύτερη παρατήρηση και μελέτη και επίσης επειδή κάθε επιστημονικό φαινόμενο μπορεί να παρουσιάζει πολλές πλευρές και άρα να προσεγγίζεται από διάφορες σκοπιές (Βυζάς, 2008: 12,13). Οι Γαβριηλίδου Λαμπροπούλου (2004: 314) αναφέρουν ότι όροι θεωρούνται οι λεκτικές πραγματώσεις, μονολεκτικές ή πολυλεκτικές, των εννοιών ενός γνωστικού (επιστημονικού ή τεχνικού) τομέα. Ο Κουτσοβίτης αναφέρει ότι σε ένα τεχνικό ή επιστημονικό κείμενο ο όρος αποτελεί ιδιαίτερο στρώμα λόγου, απαραίτητο στην επικοινωνία εξαιτίας της εξ ορισμού συντομίας, πυκνότητας, σαφήνειας και ακρίβειάς του (Βυζάς, 2008: 5). Σύμφωνα με το Λεξικό της κοινής ελληνικής ορολογία είναι το σύνολο των ειδικών όρων που χρησιμοποιούνται σε μία επιστήμη, τέχνη, τεχνική ή άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα (Κατσογιάννου Ευθυμίου, 2004: 27). Ο R. Dubuc επισημαίνει ότι ορολογία είναι η τέχνη του να εντοπίζουμε, να αναλύουμε και εν ανάγκη να δημιουργούμε λεξιλόγιο που απαιτεί μία ορισμένη δραστηριότητα, έτσι ώστε 15

αυτό να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ομιλητών για ακριβή έκφραση και επικοινωνία (Κατσογιάννου Ευθυμίου, 2004: 28). Η ανάπτυξη της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας μιας γλώσσας η οποία θα χρησιμοποιείται από τους επιστήμονες ή και μη επιστήμονες του ίδιου επιστημονικού τομέα για καλύτερη συνεννόηση μεταξύ τους. Ωστόσο, η ύπαρξη της ειδικής γλώσσας και η τεράστια αύξηση των ειδικών λεξιλογίων έχουν δημιουργήσει πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων πληθυσμιακών στρωμάτων ακόμα και μεταξύ των ειδικών. Ένας βιολόγος δεν θα καταλάβει ένα νομικό, ένας χημικός δεν θα κατανοήσει έναν ψυχολόγο. Επομένως, είναι ύψιστη η ανάγκη ενός συμβιβασμού μεταξύ της ειδικής και της κοινής γλώσσας, μεταξύ ειδικών και μη ειδικών. Ο συμβιβασμός αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί με την άνοδο του γενικού επιπέδου μόρφωσης, με την απόκτηση βασικών γνώσεων για κάθε τεχνικό τομέα (Κεραμίδας, :26-29). Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ειδικής γλώσσας είναι ότι διαθέτει τη δική της ορολογία, το δικό της ειδικό λεξιλόγιο. Σύμφωνα με τον W. Schmidt (Κεραμίδας: 17-19) η ειδική γλώσσα είναι το μέσο για τη βέλτιστη κατανόηση σε έναν τομέα μεταξύ ειδικών. Χαρακτηρίζεται από εξειδικευμένο λεξιλόγιο και ειδικές νόρμες για την επιλογή, τη χρήση και τη συχνότητα γλωσσικών και γραμματικών μέσων της κοινής γλώσσας και συναντάται σε ειδικά κείμενα. Οι όροι της ειδικής γλώσσας μπορεί είτε να συναντιούνται έξω από τη γλώσσα αυτή είτε να χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη αλλά με διαφορετικό τρόπο Στην πρώτη περίπτωση οι όροι ανήκουν στην ιδιολεκτική ή επιστημονική ορολογία ενώ στη δεύτερη οι όροι ανήκουν στη λεγόμενη κοινολεκτική ή εμπειρική ορολογία (Κουτσιβίτης, 1994: 246 Στεφανίδης, 1944: 320). Πρέπει επίσης, να σημειώσουμε ότι η ορολογία συνίσταται ακριβώς στη διασταύρωση της γλωσσολογίας με άλλες επιστήμες. Επομένως, η ορολογία αποτελεί από μόνη της διεπιστημονικό πεδίο. Άρα είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα: αν υπάρχει ορολογία που να προέρχεται από ένα και μόνο γνωστικό πεδίο, αφού είναι αδύνατον να διαχωριστεί σαφώς η ορολογία συναφών πεδίων. Η επιστήμη της ορολογίας ασχολείται με τον εντοπισμό ή τη δημιουργία όρων (νεολογισμοί), την περιγραφή των σχέσεων μεταξύ τους, καθώς και με τις έννοιες που ονοματοδοτούν, τον ορισμό, την ιεράρχηση, την τυποποίηση, την καταγραφή και τη χρήση των όρων ενός επιστημονικού πεδίου (Βυζάς, 2008: 3). 16

Οι μελέτες που γίνονται στο χώρο της ορολογίας ενδιαφέρουν όσους ασχολούνται με την ανάπτυξη, την επεξεργασία και τη διάδοση της επιστημονικής, τεχνολογικής και τεχνικής γνώσης δηλαδή του ερευνητές, τεχνικούς, διδάσκοντες και σπουδαστές όλων των κλάδων οι οποίοι έχουν ανάγκη τα ειδικά λεξικά και γλωσσάρια με σαφή και ακριβή περιγραφή των όρων του γνωστικούς πεδίου τους. Επίσης, η ορολογία απευθύνεται σε όσους ασχολούνται με την τεκμηρίωση, στους συγγραφείς τεχνικών κειμένων, στους λεξικογράφους, στους μεταφραστές (Κατσογιάννου Ευθυμίου, 2004: 26). Η ειδική γλώσσα θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ακρίβεια, οικονομία και εύκολο χειρισμό (γραφή, προφορά). Αν το ελεύθερο κείμενο χαρακτηρίζεται από ευκαμψία, τότε ο χειρισμός των όρων επιβάλλει την αυστηρότητα (Κουτσιβίτης, 1994: 248 Κεραμίδας: 25). Το σίγουρο είναι ότι η ειδική γλώσσα χρησιμεύει στην καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των επαγγελματιών συγκεκριμένων τομέων, καθώς λειτουργεί ως όργανο κατανόησης, καταγραφής και μετάδοσης γνώσεων. Α.3.1. Διακρίσεις των όρων Οι μονολεκτικοί όροι πραγματώνονται με λέξεις που είναι φορείς σημασίας, δηλαδή ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα και επιρρήματα. Παράλληλα οι ίδιες κατηγορίες λέξεων μπορούν να συμμετέχουν στο σχηματισμό πολυλεκτικών όρων. Σε αυτή την περίπτωση, συστατικά των πολυλεκτικών όρων μπορούν να είναι και ορισμένες λειτουργικές λέξεις (άρθρα, σύνδεσμοι, προθέσεις κλπ.) οι οποίες δηλώνουν γραμματικές ή σημασιολογικές σχέσεις, αλλά δεν συνεισφέρουν στο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου. Οι συνδυασμοί γραμματικών κατηγοριών με τους οποίους εκφέρονται οι πολυλεκτικοί όροι σχηματίζουν συγκεκριμένες δομές, οι οποίες διαφοροποιούνται ανάλογα με τη γλώσσα (Γαβριηλίδου - Λαμπροπούλου, 2004: 314). Οι Γαβριηλίδου Λαμπροπούλου (2004: 314-316) επισημαίνουν ότι οι δομές σύμφωνα με τις οποίες εκφέρονται οι διλεκτικοί όροι στην ελληνική γλώσσα είναι οι εξής: 1. επίθετο + ουσιαστικό 2. ουσιαστικό + ουσιαστικό σε γενική 3. ουσιαστικό + [πρόθ.] + ουσιαστικό 4. ουσιαστικό + ουσιαστικό (ομοιόπτωτα) 5. ρήμα + ουσιαστικό. 17

Όσον αφορά στην τυπολογία των τριλεκτικών όρων παρατηρούνται ελάχιστοι όροι οι οποίοι είναι «εκ γενετής» τριλεκτικοί. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η παραγωγή των όρων αυτών γίνεται με πυρήνα τους ήδη υπάρχοντες διλεκτικούς συνδυασμούς στους οποίους έχει προστεθεί μία επιπλέον λεκτική μονάδα. Οι δομές για τους τριλεκτικούς όρους είναι οι εξής: 1. ουσιαστικό + επίθετο σε γενική + ουσιαστικό σε γενική 2. επίθετο + επίθετο + ουσιαστικό (ομοιόπτωτα) 3. ουσιαστικό + ουσιαστικό σε γενική + ουσιαστικό σε γενική 4. ουσιαστικό + [πρόθ.] + ουσιαστικό + ουσιαστικό σε γενική 5. ρήμα + επίθετο + ουσιαστικό 6. ρήμα + ουσιαστικό + ουσιαστικό σε γενική Α.4. Ξενισμοί Ξενισμός είναι η χρησιμοποίηση ξένων λέξεων και συντάξεων αντί των αντιστοίχων της μητρικής γλώσσας (Μπαμπινιώτης, 1998: 1226). Σύμφωνα με την Αναστασιάδη Συμεωνίδη (1994: 150,151) για να θεωρηθεί ένα γλωσσικό σημείο ως ξενισμός πρέπει το αντικείμενο αναφοράς του να είναι χαρακτηριστικά ξένο. Ο ξενισμός χρησιμοποιείται στο λόγο της γλώσσας στόχου ως ξένη λέξη που εκφράζει μια ξένη πραγματικότητα. Ξενισμοί είναι τα κύρια ονόματα, ονόματα ιστορικών προσώπων, ομάδων, τόπων καθώς και τα κοινά ουσιαστικά που μαρτυρούν μια ξένη πραγματικότητα. Από τυπογραφική άποψη οι ξενισμοί συνήθως παρουσιάζονται με λατινικούς χαρακτήρες και με εισαγωγικά. Σκοπό έχουν να τονίσουν την ιδιαίτερη παρουσία τους στο κείμενο καθώς και τη στάση του ανθρώπου που τους χρησιμοποιεί. Για τη μεταφορά ενός ξενισμού στα Ελληνικά χρησιμοποιούνται οι μέθοδοι του μεταγραμματισμού και της μεταγραφής: Σύμφωνα με τον Τσαούση μεταγραμματισμός είναι η γραφή ενός γράμματος (ελληνικού ή ξένου) με το αντίστοιχο γράμμα ενός αλλού (ξένου ή ελληνικού) αλφάβητου. Μεταγραφή είναι η απόδοση της προφοράς (δηλαδή των ήχων που αντιπροσωπεύει) ενός γράμματος ή ενός συνδυασμού γραμμάτων μιας γλώσσας με ένα όσο γίνεται πλησιέστερο σύστημα γραπτής απόδοσης της ίδιας (ή πλησιέστερης) προφοράς σε μια άλλη γλώσσα (Στρίκου, 2008: 52). 18

Α.5. Μετάφραση Ειδικών Κειμένων Τη σημερινή εποχή καθώς ο όγκος των προς μετάφραση τεχνικών κειμένων ολοένα και αυξάνεται, σημαντικό ρόλο παίζει το επάγγελμα του μεταφραστή, καθώς είναι αυτός ο οποίος συνδυάζει τις γνώσεις ενός ή περισσοτέρων τεχνικών τομέων μαζί με τις απαραίτητες γλωσσικές γνώσεις. Δυστυχώς όμως τα ειδικά λεξικά δεν συμβαδίζουν με την εξέλιξη των επιστημονικών τομέων καθιστώντας το έργο του μεταφραστή χρονοβόρο, καθώς θα πρέπει να εξοικειωθεί με την ορολογία του σχετικού κειμένου πριν τη μετάφρασή του. Ευτυχώς όμως υπάρχει πλέον η ειδικότητα του ορολόγου ο οποίος συλλέγει, συστηματοποιεί και επεξεργάζεται ειδικούς όρους οι οποίοι όμως θα πρέπει να ελέγχονται κατά διαστήματα και να ενημερώνονται καταλλήλως (Κεραμίδας, :29-31). Όπως επισημαίνει ο Κουτσοβίτης (Βυζάς, 2008: 5) ο μεταφραστής οφείλει να γνωρίζει τα ειδικά χαρακτηριστικά και τους ειδικούς περιορισμούς των όρων και να μπορεί, καθώς μεταφράζει ένα επιστημονικοτεχνικό κείμενο, να τους αναγνωρίζει. Συχνά όμως ενώπιον ενός ξένου όρου ο μεταφραστής θα βρεθεί στην ανάγκη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ διαφόρων όρων στη γλώσσα στόχο ή ακόμη και να δημιουργήσει το ισοδύναμό τους και όχι πάντα να ανατρέξει απλώς στη μνήμη του ή στην τεκμηρίωσή του για να ανασύρει το παγιωμένο μοναδικό αντίστοιχο. Όσον αφορά τα ειδικά κείμενα αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η μετάφραση πρέπει να είναι λειτουργική. Ο μεταφραστής δηλαδή πρέπει να λάβει υπόψη του το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται η μετάφραση. Επομένως, το μετάφρασμα θα είναι διαφορετικά διατυπωμένο αν απευθύνεται στο επιστημονικό σώμα ή στο ανειδίκευτο κοινό. Στην πρώτη περίπτωση κύριο μέλημα του μεταφραστή είναι η παραγωγή ενός κειμένου σύμφωνο με τις γλωσσικές συμβάσεις που διέπουν το συγκεκριμένο είδος κειμένων στη ΓΣ. Στη δεύτερη περίπτωση κύριο μέλημα του μεταφραστή είναι να μεταφέρει το περιεχόμενο του κειμένου με όσο το δυνατό κατανοητό και ευανάγνωστο τρόπο (Γεωργίου, 2004: 34). Η ειδική γλώσσα στις εφαρμοσμένες επιστήμες εξυπηρετεί την περιγραφή και τη μετάδοση γνώσεων σχετικά με αντικείμενα και σχέσεις της εξωγλωσσικής πραγματικότητας. Το σύνολο των όρων εντάσσεται σε ένα εννοιολογικό σύστημα το οποίο εμπλουτίζεται καθημερινά με την πρόοδο της τεχνολογίας. Γι αυτό ο μεταφραστής πρέπει να έρθει σε επαφή με την καταγραφή της ορολογίας σε βάσεις δεδομένων και με άλλες ερευνητικές μεθόδους στο χώρο αυτό. Αντίθετα, στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες η 19

ορολογία χαρακτηρίζεται από πολυσημαντότητα και απαιτεί ενίοτε την ερμηνευτική παρέμβαση του αναγνώστη/μεταφραστή. Το περιεχόμενο των όρων είναι προϊόν συμβατικής συμφωνίας μεταξύ των επιστημόνων και γι αυτό συχνά προκαλούνται διαφωνίες. Σ αυτή την περίπτωση ο μεταφραστής θα πρέπει να βρει το σωστό και πλήρες περιεχόμενο ενός όρου από το γνωστικό του υπόβαθρο (Γεωργίου, 2004: 33, 34). Πολλές φορές ο μεταφραστής εξειδικευμένων κειμένων χρησιμοποιεί ειδικά λεξικά, δίγλωσσα ή και πολύγλωσσα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει ο ίδιος να κάνει δουλειά ορολόγου. Αυτό συμβαίνει γιατί ορισμένες φορές ενδέχεται ένας όρος να έχει ονοματοδοτηθεί από μια γλωσσική κοινότητα ενώ να μην έχει ονοματοδοτηθεί από μια άλλη. Να διαθέτει δηλαδή όνομα σε μια γλώσσα και όχι σε μια άλλη. Σ αυτή την περίπτωση ο μεταφραστής για να βεβαιωθεί ότι οι επιλογές του δεν είναι ατυχείς, χρειάζεται όχι μόνο τα ακριβή ισοδύναμα στη γλώσσα στόχο αλλά και συγκείμενο χρήσης των όρων αυτών, πληροφορίες για τον συνδυασμό των όρων μεταξύ τους και πληροφορίες σχετικές με τις εκφραζόμενες έννοιες (Βυζάς, 2008: 14). Ο μεταφραστής ειδικών κειμένων πρέπει να διερευνά με ιδιαίτερη προσοχή κατά πόσο ο συντάκτης του κειμένου πηγή χρησιμοποιεί μια λέξη χάριν ύφους ή χάριν ορολογικής ακρίβειας. Η σωστή διάγνωση αυτής της πρόθεσης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για μια εύστοχη μετάφραση (Κουτσιβίτης, 1994: 249). Με λίγα λόγια ο μεταφραστής θα πρέπει κατ αρχήν να έχει κατανοήσει το πρωτότυπο εξειδικευμένο κείμενο, να γνωρίζει τους όρους του πρωτοτύπου και να διαθέτει κάποες γνώσεις πάνω στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου. Ύστερα, βασιζόμενος στην προσωπική του κρίση και εμπειρία, θα πρέπει να ανακαλύψει ή και να επινοήσει λύσεις στις δυσκολίες που συναντά κατά τη μεταφραστική διαδικασία έτσι ώστε να καταφέρει να τις αποδώσει στη γλώσσα στόχο όσο καλύτερα μπορεί. 20

Β. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ 21

Β.1. ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ Behavior (σ.π. 18): Η λέξη μεταφράζεται «συμπεριφορά» χωρίς να παρουσιάζει καμία δυσκολία στην απόδοσή της. Η συμπεριφορά περιγράφεται και αποδίδεται παραστατικά με τη χρήση του τύπου: Σ =σ. Π. Ε., όπου Σ = συμπεριφορά, σ = συνάρτηση, Π = προσωπικότητα και Ε = ερεθίσματα. Αυτά σημαίνουν ότι η συμπεριφορά είναι συνάρτηση διαφόρων ικανοτήτων, εμπειριών, αναγκών, συναισθημάτων κ.τ.λ. και γενικά της προσωπικότητας του ατόμου και των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη σχολική επίδοση: αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τη νοημοσύνη του μαθητή αλλά και τις ικανότητες των δασκάλων του, από το ενδιαφέρον του για το σχολείο, τα κίνητρά του κ.τ.λ. (Παπαδόπουλος,2003: 28). Compensation (σ.π. 42): Όρος ο οποίος έχει επικρατήσει στον κλάδο της ψυχολογίας και μεταφράζεται «αντιστάθμιση». Στην αντιστάθμιση ο ανθρώπινος οργανισμός έχει την ικανότητα να μεταστρέφει κάτι στο εκ διαμέτρου αντίθετό του με σκοπό να το καταστήσει λιγότερο απειλητικό (McWilliams, 2000: 291) Expectancy (σ.π. 29): Ο όρος μεταφράζεται «προσδοκία» και δεν παρουσιάζει δυσκολία στην απόδοσή του. Σύμφωνα με τον Tolman (από Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 92) προσδοκία είναι η γνώση για ένα γεγονός και στη συνέχεια στόχος και πρόβλεψη. Είναι μια εσωτερική γνωστική κατάσταση η οποία έχει τη δύναμη να κινητοποιήσει τη συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του επιθυμητού στόχου. Fixation (σ.π. 23): Το αγγλο ελληνικό λεξικό του Oxford δίνει τις σημασίες: προσήλωση, καθήλωση. Ύστερα όμως από τη συμβουλή ψυχολόγου μετέφρασα τον όρο «καθήλωση», καθώς έτσι αναφέρεται στη ψυχολογία. Σύμφωνα με τη Μαλικιώση Λοϊζου (1999: 105) η καθήλωση είναι ένα κράτημα ή σταμάτημα σε ένα συγκεκριμένο στάδιο δραστηριότητας και η μη - δυνατότητα περάσματος στο επόμενο στάδιο, που έχει ως αποτέλεσμα το σταμάτημα της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης σ αυτό το επίπεδο. Συνήθως οφείλεται σε υπερβολικό άγχος που συνδέεται με τη μετάβαση από το ένα στάδιο εξέλιξης στο άλλο. Το παιδί αποφεύγει αυτό το άγχος συνεχίζοντας να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο, παρόλο που ο τρόπος αυτός δεν είναι 22

τόσο αποτελεσματικός στο νέο εξελικτικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται και δεν προσπαθεί να μάθει νέους τρόπους αντίδρασης. Goal (σ.π. 19): η λέξη μεταφράζεται «στόχος» χωρίς καμία δυσκολία στην απόδοσή της. Σύμφωνα με τον Geen (1995, από Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 236) στόχοι είναι οι επιθυμητές καταστάσεις τις οποίες ορίζει το άτομο για τον εαυτό του και για την επίτευξη των οποίων είναι πρόθυμο να καταβάλει κάποια προσπάθεια. Είναι μια τελική κατάσταση που θεωρείται εφικτή εφόσον υπάρχει ένα δεδομένο επίπεδο ικανότητας και καταβολή προσπάθειας. Σε αυτή την περίπτωση οι στόχοι έχουν δύναμη κινήτρου, διότι επηρεάζουν όχι μόνο την κατεύθυνση της συμπεριφοράς αλλά και την ένταση της προσπάθειας που θα καταβληθεί. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχει συμπεριφορά που να μην ξεκινά από κάποιο στόχο είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Goal oriented (σ.π. 18): Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη oriented είναι επίθετο. Ωστόσο, στα ελληνικά δε θα μπορούσε να μεταφραστεί κατά τον ίδιο τρόπο. Ο αγγλικός δηλαδή μονολεκτικός όρος δεν αντιστοιχεί σε μονολεκτικό ελληνικό. Για καλύτερο λοιπόν νόημα τη μετέφρασα περιγραφικά «καθορίζεται από ένα στόχο». Incentive (σ.π. 19): Σύμφωνα με το λεξικό του Oxford η σημασία της λέξης είναι: κίνητρο, ελατήριο. Το λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου δίνει επίσης την ίδια σημασία και επεξηγεί ότι πρόκειται για μέσο που παρακινεί, υποκινεί, παροτρύνει στην εκτέλεση της πράξης. Δεν μπορούμε όμως να δώσουμε τη σημασία «κίνητρο», αφού έτσι έχουμε μεταφράσει τον όρο motive. Από τη στιγμή όμως που στο κείμενο εμπλέκεται και το πεδίο της ψυχολογίας μεταφράζουμε τον όρο ως «παρότρυνση», αφού είναι συνώνυμο του κινήτρου. Motivation (σ.π. 18): Η λέξη αποτελεί όρο μονολεκτικό της ψυχολογίας ο οποίος έχει πολλές έννοιες όπως: υποκίνηση, κίνητρο, παρακίνηση, κίνητρο συμπεριφοράς. Μία αρχική σκέψη μου ήταν να τη μεταφράσω «κίνητρο», αλλά στη συνέχεια θα υπήρχε σύγχυση με τη λέξη motive, η οποία θα μεταφραζόταν επίσης «κίνητρο». Γι αυτό το λόγο η μετάφραση 23

έγινε σύμφωνα με την απόδοση που δίνει το λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου «υποκίνηση». Υποκίνηση είναι η διαδικασία της παρότρυνσης ενός ατόμου να προβεί σε ενέργειες για την επίτευξη ενός επιθυμητού στόχου. Ο Herzberg κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο οι ανάγκες που αντιστοιχούν στα επίπεδα της αυτοεκτίμησης και της αυτοολοκλήρωσης μπορούν να δράσουν σαν παράγοντες υποκίνησης (http://chouvi.blogspot.com/2005/07/motivation.html). Motive (σ.π. 18): Η λέξη δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία στην απόδοσή της και μεταφράζεται «κίνητρο». Κίνητρο είναι το αίτιο που προκαλεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και δράση, ή ο λόγος που τις εξηγεί. Είναι ο,τιδήποτε κινεί, ωθεί ή παρασύρει σε δράση ένα άτομο. Σύμφωνα με τον Heckhausen (1991) το κίνητρο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα προσανατολισμό προς ένα συγκεκριμένο στόχο, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο άτομο (Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 17,23). Τα κίνητρα δεν προϋποθέτουν αναγκαστικά εκούσιο και συνειδητό έλεγχο της συμπεριφοράς. Μπορεί να είναι δηλαδή συνειδητά ή ασυνείδητα. Personality (σ.π. 18): Όρος ο οποίος δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία στην απόδοσή του. Κατά τον Perls η προσωπικότητα αποτελείται από τον εαυτό, την εικόνα του εαυτού (selfimage) και την ύπαρξη. Ο εαυτός είναι ό,τι είναι πράγματι ο άνθρωπος, η εικόνα του εαυτού είναι ό,τι θα έπρεπε να είναι κάποιος σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων (Μαλικιώση Λοίζου, 1999: 179). Productivity (σ.π. 27): Μονολεκτικός όρος της οικονομίας ο οποίος, σύμφωνα με το λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου, μεταφράζεται «παραγωγικότητα». Πρόκειται για την ποσότητα των προϊόντων (ή των υπηρεσιών) που παράγει ένας εργαζόμενος σε ορισμένη χρονική περίοδο. Rate busters (σ.π. 40): Ο όρος αναγράφεται στο λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου: «εργαζόμενος που υπερβαίνει το όριο παραγωγής και προκαλεί την αναπροσαρμογή του από τη διοίκηση της επιχείρησης». Η απόδοση του όρου είναι 24

περιγραφική, αλλά για λόγους ευκολίας επιλέγουμε να μεταφράσουμε μονολεκτικά «ταραξίες», εφόσον αυτό σημαίνει και η παραπάνω περιγραφή. Rationalization (σ.π. 23): Πρόκειται για μονολεκτικό όρο της ψυχολογίας ο οποίος μεταφράζεται «εκλογίκευση». Η εκλογίκευση ανήκει στους μηχανισμούς άμυνας του Φρόιντ, οι οποίοι λειτουργούν προστατευτικά για το άτομο σε καταστάσεις εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων. Όταν μιλάμε για άμυνες συνήθως αναφερόμαστε σε ασυνείδητους μηχανισμούς οι οποίοι τίθενται σε λειτουργία όταν αποτυχαίνουν οι διάφορες συνειδητές προσπάθειες. Επομένως, η εκλογίκευση λειτουργεί όταν το άτομο δίνει εσφαλμένες αλλά κοινωνικά αποδεκτές ερμηνείες για να δικαιολογήσει την αμφισβητήσιμη συμπεριφορά του. Για παράδειγμα, ένας αθλητής που δεν επιλέγεται στην ομάδα του μπάσκετ, γιατί δε διαθέτει τις απαραίτητες ικανότητες, καταλήγει ότι στην πραγματικότητα δεν ήθελε να είναι στην ομάδα γιατί θα έχανε πολύ χρόνο στις προπονήσεις. (Μαλικιώση Λοϊζου, 1999: 110, Παπαδόπουλος, 2003: 135) Regression (σ.π. 23): Μονολεκτικός όρος της ψυχολογίας ο οποίος αντιστοιχεί σε επίσης μονολεκτικό όρο στα ελληνικά και μεταφράζεται «παλινδρόμηση». Πρόκειται για έναν ακόμη μηχανισμό άμυνας στον οποίο η συμπεριφορά κάποιου επιστρέφει σε προηγούμενη πιο παιδική συμπεριφορά, προκειμένου να αντιμετωπίσει μια (πραγματική ή υποτιθέμενη) απειλή ή μια δύσκολη κατάσταση. Παράδειγμα, ένας ενήλικος τρώει δύο ή και τρία παγωτά, επιστρέφοντας σε συμπεριφορές της εφηβείας, κάτω από μια πίεση ή αγχώδη κατάσταση (Παπαδόπουλος, 2003: 136). Satisficed (σ.π. 21): Ο όρος αυτός παρουσίασε δυσκολία στη μετάφραση καθώς δε συναντάται σε κανένα λεξικό. Για το λόγο αυτό ανέτρεξα σε παράλληλη βιβλιογραφία σχετικά με τον Maslow όπου και βρήκα τη λέξη «ομοιόσταση». Είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία λειτουργεί ο θερμοστάτης. Όταν δηλαδή ψυχραίνει, ανοίγει τη θερμότητα και όταν θερμαίνεται, την κλείνει. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και το σώμα. Όταν δηλαδή του λείπει μια ουσία, δημιουργεί πείνα γι αυτή. Όταν την αποκτήσει, σταματά να πεινάει. Επομένως, ο όρος αποδίδεται «ομοιοστατικός» (http://biographies.nea- 25

acropoli.gr/index.php?option=com_content&view=article&catid=10:psychologiaparapsychologia&id=63:--1908-1970-abraham-maslow&itemid=2). Self insight (σ.π. 19): Όρος ο οποίος αποδίδεται «αυτογνωσία» χωρίς να παρουσιάζει δυσκολία στην απόδοσή του. Β.2. ΔΙΛΕΚΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ Adaptive behavior (σ.π. 34): Διλεκτικός όρος ο οποίος αποτελείται από τους όρους 1. adaptive και 2. behavior. Μεταφράζεται κατά λέξη «προσαρμοστική συμπεριφορά». Basic needs (σ.π. 32): Διλεκτικός όρος της ψυχολογίας, ο οποίος έχει επικρατήσει ως «βασικές ανάγκες». Πρόκειται για μία κατηγορία αναγκών που ανήκουν στην ιεραρχία των αναγκών του Maslow. Οι ανάγκες αυτές είναι καθολικές στο ανθρώπινο είδος και βιολογικά δοσμένες. Ο Maslow διαχώρισε πέντε ομάδες βασικών αναγκών: τις φυσιολογικές ανάγκες, τις ανάγκες για ασφάλεια, τις ανάγκες για κατοχή και αγάπη, τις ανάγκες για εκτίμηση και την ανάγκη για αυτοπραγμάτωση (Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 75-79). Bell shaped curve (σ.π. 28): Αφού ανέτρεξα στο λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου διαπίστωσα ότι ο όρος bell curve αναφέρεται ως καμπύλη που πήρε την ονομασία της από το σχήμα της καμπάνας. Ωστόσο, ο όρος είναι συνώνυμος με τον όρο normal curve, ο οποίος μεταφράζεται «κανονική καμπύλη». Η καμπύλη εκφράζει τη σχέση της συχνότητας και των αποκλίσεων μιας σειράς μετρήσεων, από το μέσο όρο και παίρνει το σχήμα της καμπάνας. Cognitive dissonance (σ.π. 22): Πρόκειται για διλεκτικό ψυχολογικό όρο ο οποίος αποτελείται από τις λέξεις: 1. cognitive 2. dissonance, και μεταφράζεται με τον επίσης διλεκτικό όρο «γνωστική ασυμφωνία». Τη θεωρία αυτή διατύπωσε ο Leon Festinger. Γνωστική ασυμφωνία δημιουργείται όταν ένα άτομο συντηρεί δύο ασυνεπείς μεταξύ τους γνώσεις. Είναι μια απωθητική κατάσταση και χρειάζεται να περιοριστεί, έτσι ώστε το άτομο να επανέλθει σε κατάσταση γνωστικής συνέπειας. Παράδειγμα γνωστικής ασυμφωνίας μπορεί να θεωρηθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι καπνιστές οι οποίοι, από τη μια θέλουν να 26

συνεχίσουν τη «θελκτική» γι αυτούς συνήθεια και από την άλλη βρίσκονται συνεχώς εκτεθειμένοι σε πληροφορίες του περιβάλλοντος σχετικά με τις βλάβες που προκαλεί το κάπνισμα (Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 158-159). Conscious mind (σ.π. 18): εφόσον η λέξη conscious σημαίνει «συνειδητός» και η λέξη mind «μυαλό, διάνοια, νους» θα μεταφραζόταν κατά λέξη «συνειδητός νους». Ωστόσο, η απόδοση «συνείδηση» ξεφεύγει από την κατά λέξη μετάφραση και ακούγεται πιο σωστά στα ελληνικά. Coping behavior (σ.π. 21): Η λέξη coping είναι ενεργητική μετοχή του ρήματος cope που σημαίνει «αντιμετωπίζω». Εδώ μεταφράζουμε τον όρο περιγραφικά για καλύτερη απόδοση. Επομένως, η μετάφραση είναι «συμπεριφορά αντιμετώπισης μιας δυσκολίας». Degrees of success: Σύμφωνα με το λεξικό του Oxford η λέξη degree σημαίνει: μοίρα (κύκλου), βαθμός, πτυχίο κ.τ.λ. Για καλύτερη προσαρμογή όμως στα δεδομένα του κειμένου το αποδίδουμε «αποτελέσματα επιτυχίας». Esteem needs (σ.π. 34): Πρόκειται για διλεκτικό όρο που αποτελείται από τις λέξεις 1. esteem 2. needs και μεταφράζεται «ανάγκες για εκτίμηση», καθώς έτσι έχει επικρατήσει ο όρος στην ψυχολογία. Κατά την Κωσταρίδου Ευκλείδη (1999:80) οι ανάγκες αυτές περιλαμβάνουν την αυτοεκτίμηση και την εκτίμηση από τους άλλους. Η πρώτη περιλαμβάνει τις ανάγκες για ισχύ, επιτυχία, ικανότητα, ανεξαρτησία. Η δεύτερη περιλαμβάνει ανάγκες για θέση status, αναγνώριση, προσοχή, θετική αξιολόγηση. Expectancy theory (σ.π. 28): Διλεκτικός όρος ο οποίος αποτελείται από τους όρους 1. expectancy και 2. theory. Μεταφράζεται «θεωρία των προσδοκιών» χωρίς να παρουσιάζει δυσκολία στην απόδοσή του. Feedback loop (σ.π. 31): Αφού ανατρέξαμε στο λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακοπούλου ανακαλύψαμε ότι η λέξη feedback έχει πολλές σημασίες: ανάδραση, ανατροφοδότηση, αναπληροφόρηση, ανασύζευξη. Ωστόσο, θα μεταφράσουμε «ανάδραση» 27

καθώς είναι και η επικρατέστερη. Για τη λέξη loop δίνονται οι εξής σημασίες: βρόχος, θηλειά, καμπύλη. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «καμπύλη», αλλά αφού δούμε και την αναπαράσταση διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για καμπύλη αλλά περισσότερο για σχήμα. Επομένως, μεταφράζουμε «σχήμα ανάδρασης». Fringe benefits (σ.π. 37): όρος της οικονομίας ο οποίος αποτελείται από τις λέξεις 1. fringe 2. benefits και μεταφράζεται, σύμφωνα με το λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου «πρόσθετες παροχές». Πρόκειται για εξτρά ή ωφέλειες σε εργαζομένους, πέρα από τις κανονικές τους αποδοχές, όπως π.χ. πληρωμή αργιών, ημερών αδείας, κρατήσεων και εισφορών, παροχή μέσων ψυχαγωγίας, αναψυχής κλπ. Hierarchy of needs (σ.π. 32): Πρόκειται για διλεκτικό όρο ο οποίος αποτελείται από τις λέξεις 1. hierarchy 2. needs και μεταφράζεται «ιεραρχία των αναγκών». Θεμελιωτής της ιεραρχίας των αναγκών είναι ο Abraham Maslow ο οποίος διαμόρφωσε ένα σύστημα πολλαπλών κινήτρων, στο οποίο οι ανάγκες κατατάσσονται, ανάλογα με την ισχύ τους, στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Το μοντέλο του Maslow δεν είναι στατικό αλλά μεταβάλλεται, εξελίσσεται μέσα στο χρόνο και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως ο πολιτισμός, η ανάπτυξη, η τεχνολογία, οι προσδοκίες, οι μεταβολές αξιών κ.α. Η ιεράρχηση των αναγκών στηρίζεται στην ισχύ τους, στη σειρά ανάπτυξης τους κατά τη διάρκεια της ζωής, στη σειρά εμφάνισής τους στην εξελικτική κλίμακα και στο βαθμό στον οποίο πρέπει να ικανοποιηθεί η ανάγκη για να επιβιώσει το άτομο (Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 75-79) Inferiority complex (σ.π. 42): Πρόκειται για διλεκτικό όρο ο οποίος αποτελείται από τις λέξεις 1. inferiority 2. complex και έχει επικρατήσει στη ψυχολογία «σύμπλεγμα κατωτερότητας». Τα αισθήματα κατωτερότητας δημιουργούνται από την κινητοποίηση του ανθρώπου προς την τελειότητα (Μαλικιώση Λοϊζου, 1999: 86) Motivator of behavior (σ.π. 21): Το λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου δίνει στη λέξη motivator τη σημασία ενός ατόμου το οποίο αναλαμβάνει να υποκινήσει, να εμψυχώσει τους πωλητές, το προσωπικό κ.λ.π. με ομιλίες, φυλλάδια κλπ. για να επιτευχθούν οι στόχοι της επιχείρησης. Αυτή η μετάφραση δεν θα απέδιδε το νόημα της πρότασης του 28

κειμένου πηγή με τον καλύτερο τρόπο γι αυτό και μεταφράζουμε περιγραφικά «κινητήρια δύναμη της συμπεριφοράς». Overload principle (σ.π. 45): Διλεκτικός όρος ο οποίος συναντάται κυρίως στον κλάδο της γυμναστικής, αποτελείται από τους όρους 1. overload και 2. principle και μεταφράζεται «αρχή της υπερφόρτωσης». Σύμφωνα με αυτή την αρχή για τη διαρκή βελτίωση της αθλητικής απόδοσης θα πρέπει να εξασφαλίζεται η συστηματική αύξηση της προπονητικής επιβάρυνσης. Σημαντικό ρόλο επίσης παίζουν η συχνότητα, η ένταση και η διάρκεια της προπόνησης (Didtrich, Claus, Claus: 20) Path Goal theory (σ.π. 29): Πρόκειται για τριλεκτικό όρο της οικονομίας ο οποίος, σύμφωνα με το λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακοπούλου, μεταφράζεται περιγραφικά ως εξής: «θεωρία σύμφωνα με την οποία ο ηγέτης οφείλει να διασαφηνίζει την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν οι υφιστάμενοί του για να επιτύχουν τους στόχους που έχουν τεθεί και να παρέχει ευκαιρίες για να ικανοποιήσουν και τις προσωπικές τους φιλοδοξίες». Physiological needs (σ.π. 32): Διλεκτικός όρος της ψυχολογίας ο οποίος μεταφράζεται με τον επίσης διλεκτικό όρο «φυσιολογικές ανάγκες» χωρίς να παρουσιάζει καμία δυσκολία στην απόδοσή του. Οι ανάγκες αυτές ανήκουν στην ομάδα των βασικών αναγκών. Είναι καθαρά βιολογικές ανάγκες όπως για παράδειγμα η ανάγκη για τροφή, ύπνο, κ.τ.λ. και αποτελούν το υπόβαθρο για την εκδήλωση οποιασδήποτε ανώτερης ανάγκης. Όλες οι ανάγκες που βρίσκονται πάνω από τις φυσιολογικές είναι ψυχολογικές (Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 79). Production quota (σ.π. 27): Η ερμηνεία της λέξης production είναι παραγωγή. Ο όρος quota έχει πολλές σημασίες. Κάποιες από αυτές, σύμφωνα με το λεξικό του Χρυσοβιτσιώτη Σταυρακόπουλου, είναι: αναλογία, μέρος, μερίδιο, καθορισμένο ποσοστό, ποσότητα κτλ. Εδώ το μεταφράζουμε «παραγωγικό ποσοστό» για καλύτερη απόδοση με το περιεχόμενο του κειμένου. 29

Safety needs or security needs (σ.π. 33): Σε αυτή την περίπτωση η λέξη safety θα μπορούσε να μεταφραστεί «ασφάλεια» και η λέξη security «σιγουριά». Αφού όμως ανέτρεξα σε ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με την ιεραρχία των αναγκών του Maslow διαπίστωσα ότι έχει επικρατήσει ο όρος «ανάγκες για ασφάλεια». Επομένως, ο όρος μεταφράζεται «ανάγκες για ασφάλεια» χωρίς όμως να μεταφράζεται η λέξη security. Σύμφωνα με τη Κωσταρίδου Ευκλείδη (1999: 80) η ανάγκη για ασφάλεια περιλαμβάνει την ανάγκη για σταθερότητα, εξάρτηση, προστασία, ελευθερία από φόβο και άγχος, επιθυμία για δομή και τάξη κ.α.. Οι ανάγκες αυτές είναι ιδιαίτερα ισχυρές κατά την παιδική ηλικία. Η επιμονή τους κατά την ενηλικίωση βρίσκεται σε συνάρτηση προς υπάρχουσες νευρώσεις. Self-actualization needs (σ.π. 34): Ψυχολογικός όρος ο οποίος αποτελείται από τις λέξεις 1. self actualization 2. needs. Μεταφράζεται «ανάγκες αυτοπραγμάτωσης», καθώς έτσι έχει συναντάται ο όρος στην ψυχολογία. Η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση βρίσκεται στο ψηλότερο ιεραρχικά σημείο της ιεραρχίας των αναγκών και προϋποθέτει την ικανοποίηση άλλων θεμελιωδέστερων αναγκών. Σύμφωνα με τον Carl Rogers (1951, 1959, 1961 στην Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 76-80) η προσωπικότητα των ανθρώπων χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική τάση για ψυχολογική αύξηση και ολοκλήρωση. Υπάρχει μια τάση για ενεργοποίηση, ένα μέρος της οποίας είναι η αυτοπραγμάτωση. Η τάση για αυτοπραγμάτωση κινεί το άτομο να συμπεριφέρεται με συνέπεια προς την εικόνα του εγώ του την κάθε συγκεκριμένη στιγμή καθώς επίσης περικλείει την επιθυμία να εκπληρώσει ο άνθρωπος δυναμικά όλα αυτά που μπορεί να είναι, να γίνει πιο ολοκληρωμένος, πιο «γεμάτος». Social needs (σ.π. 33): Διλεκτικός όρος της ψυχολογίας ο οποίος αποτελείται από τις λέξεις 1. social 2. needs και μεταφράζεται «κοινωνικές ανάγκες». Οι ανάγκες αυτές οδηγούν το άτομο στην επιδίωξη σχέσεων στοργής με άλλους και περιλαμβάνουν το να δίνεις και να παίρνεις αγάπη. Ματαίωση των αναγκών αυτών προκαλεί αισθήματα απόρριψης, μοναξιάς, έλλειψης φίλων (Κωσταρίδου Ευκλείδη, 1999: 80). Thanksgiving Day (σ.π. 25): Γιορτή η οποία γιορτάζεται στις Η. Π. Α. την τέταρτη Πέμπτη του Νοεμβρίου και στον Καναδά τη δεύτερη Δευτέρα του Οκτωβρίου, εκφράζοντας τις 30