ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ιωάννης Συμπέθερος Καθηγητής ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ - ΦΡΑΓΜΑΤΑ Χειμερινό Εξάμηνο Ακαδ. Έτος 2017-18
Οι αγροτικές καλλιέργειες αποτελούν τον κυριότερο καταναλωτή νερού στην Ελλάδα ( 84 87% των καταναλωτικών χρήσεων νερού). Η υψηλή κατανάλωση νερού στη γεωργία, αν και θα μπορούσε σε αρκετό βαθμό να περιορισθεί, είναι αποτέλεσμα κλιματολογικών συνθηκών. [Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες βορειότερες χώρες της Ευρώπης, η εξατμισοδιαπνοή της θερινής περιόδου είναι ιδιαίτερα υψηλή (πλησιάζει το 1 m) ενώ οι βροχοπτώσεις είναι σχεδόν μηδενικές. Κατά συνέπεια, οι περισσότερες καλλιέργειες έχουν σημαντικά μεγάλες ανάγκες σε νερό].
Εφόσον η γεωργία όχι μόνον παραμένει ως μια από τις σημαντικές παραγωγικές δραστηριότητες της χώρας, αλλά προβλέπεται να ενισχυθεί ο ρόλος της στην εθνική οικονομία, η διαχείριση των υδατικών πόρων της χώρας καθορίζεται αναπόφευκτα σε μεγάλο βαθμό από τη διαχείριση του νερού για αρδευτικούς σκοπούς. Η Ελλάδα διαθέτει εκτεταμένα αρδευτικά δίκτυα σε μεγάλες και μικρές πεδιάδες σε συνολική έκταση αναλογικά μεγαλύτερη από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Ωστόσο, παραμένουν ακόμη πολλές εκτάσεις χωρίς αρδευτική υποδομή, για τις οποίες έχουν γίνει μελέτες ή προχωρεί η κατασκευή έργων, αλλά με σχετικά αργούς ρυθμούς.
Παρά την ανάγκη για επέκταση της αρδευτικής υποδομής, το ποσοστό της αρδευόμενης έκτασης επί της συνολικής ήδη ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και εκείνο των άλλων μεσογειακών χωρών της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των αρδευόμενων γεωργικών γαιών στην Ελλάδα ανέρχεται στο 32% του συνόλου, ενώ περίπου το 60% των πεδινών εδαφών αρδεύεται (Ελληνική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης, 2001). Ειδικότερα, από τα συλλογικά εγγειοβελτιωτικά έργα αρμοδιότητας του Υπουργείου Γεωργίας αρδεύεται ποσοστό 40% της συνολικά αρδευόμενης έκτασης, δηλαδή 5 200 000 στρέμματα επί συνόλου 13 200 000. Το υπόλοιπο 60% των αρδευόμενων εκτάσεων της χώρας αρδεύεται από ιδιωτικά αρδευτικά έργα (Υπουργείο Γεωργίας, 2002).
Τα συλλογικά αρδευτικά έργα υδροδοτούνται, σχεδόν αποκλειστικά, από επιφανειακά νερά, ενώ τα ιδιωτικά αρδευτικά έργα υδροδοτούνται κυρίως από υπόγεια νερά μέσω γεωτρήσεων. Παράλληλα όμως λειτουργεί σημαντικός αριθμός παράνομων αντλήσεων-γεωτρήσεων στα όρια δικαιοδοσίας των συλλογικών εγγειοβελτιωτικών έργων, αλλά και των ιδιωτικών έργων, με αποτέλεσμα την ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση των νερών, ιδιαίτερα σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας και σε περιοχές εδαφών με υποβαθμισμένα χαρακτηριστικά (αλατούχων, αλατούχων-αλκαλιωμένων, αλκαλιωμένων με νάτριο εδαφών) (Περγιαλιώτης, 2001).
Όπως προαναφέρθηκε υπάρχει δυνατότητα σημαντικής εξοικονόμησης νερού στην άρδευση, που λόγω και της κυριαρχίας της αρδευτικής χρήσης, θα έχει αποτέλεσμα την σημαντική εξοικονόμηση νερού στο σύνολο των υδροδοτικών αναγκών της χώρας. Εξοικονόμηση νερού μπορεί να επιτευχθεί (επιγραμματικά): με αποδοτικότερες μεθόδους άρδευσης (π.χ. στάγδην αντί επιφανειακή άρδευση), και τη χρήση εναλλακτικών υδατικών πόρων (π.χ. επαναχρησιμοποίηση νερού), με επιλογή λιγότερο υδροβόρων καλλιεργειών.
Για να υλοποιηθούν τα παραπάνω, δεν αρκεί μόνον η διάθεση για συνεργασία από τη μεριά των αγροτών (η οποία δεν είναι δεδομένη), αλλά απαιτούνται (επιγραμματικά): οικονομικές επενδύσεις, στρατηγική αγροτικής πολιτικής, και οικονομικά διαχειριστικά εργαλεία.
Η παροχή αρδευτικού νερού δεν μπορεί να είναι απρόσκοπτη, αφού εξαρτάται από τις φυσικές χρονικές διακυμάνσεις της διαθεσιμότητας υδατικών πόρων και ιδιαίτερα τις ξηρασίες. Η χρονική διακύμανση της προσφοράς αρδευτικού νερού, είναι μικρότερη σε περιοχές όπου έχουν ταμιευτήρες υπερετήσιας ρύθμισης της ροής, οι οποίοι όμως έχουν σχεδιαστεί με επίπεδο αξιοπιστίας 80%-90% σε ετήσια βάση. Αυτό σημαίνει ότι ένα στα πέντε έως δέκα χρόνια δεν είναι δυνατή η πλήρης κάλυψη των αρδευτικών αναγκών. Το πρόβλημα είναι συχνότερο σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν ταμιευτήρες υπερετήσιας ρύθμισης.
Η αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούν οι ξηρασίες στους καλλιεργητές μιας περιοχής, δεν πρέπει να βασίζεται στην προσπάθεια εξεύρεσης πρόσθετων ποσοτήτων νερού, λύση υψηλού κόστους συνήθως, αλλά σε οικονομικά εργαλεία, όπως γεωργικές ασφαλίσεις και αποζημιώσεις. Παράλληλα, και με σκοπό την προετοιμασία για τις περιόδους ξηρασίας, που είναι αναπόφευκτες, θα πρέπει να υπάρχουν σχέδια ορθολογικού καταμερισμού του ελλειμματικού αρδευτικού νερού κατά τις περιόδους ξηρασίας (π.χ. να αρδεύονται πολυετείς δενδρώδεις καλλιέργειες και να διακόπτονται ετήσιες καλλιέργειες). Βασικό εργαλείο διαχείρισης του νερού άρδευσης είναι η αξιόπιστη καταμέτρηση και η επαρκής τιμολόγησή του, είτε πρόκειται για συλλογικό είτε για ιδιωτικό αρδευτικό έργο. H μη καταμέτρηση και τιμολόγηση οδηγεί στη σπάταλη χρήση του.
Στην περίπτωση των ιδιωτικών αρδευτικών έργων που υδροδοτούνται από υπόγεια νερά μέσω νομίμων ή σε πολλές περιπτώσεις παρανόμων γεωτρήσεων, η έλλειψη καταμέτρησης και τιμολόγησης του αρδευτικού νερού έχει οδηγήσει σε υπεράντληση νερού και έχει προξενήσει δύσκολα επανορθώσιμες και συχνά ανεπανόρθωτες βλάβες στους υδροφορείς όπως: Ποσοτική υποβάθμιση από υπεράντληση: Άντληση ποσοτήτων νερού που ξεπερνούν κατά πολύ τα ανανεώσιμα αποθέματα, με αποτέλεσμα την μεγάλης κλίμακας ταπείνωση της στάθμης των υδροφορέων, η οποία μπορεί να προκαλέσει καθιζήσεις εδαφών, π.χ. Θεσσαλία, αλλά και τη σοβαρή επιβάρυνση του ενεργειακού και οικονομικού ισοζυγίου εξαιτίας των αντλήσεων υπόγειου νερού από εξαιρετικά μεγάλα βάθη. Ποιοτική υποβάθμιση από υπερεκμετάλλευση: Ποιοτική καταστροφή μεγάλων τμημάτων παράκτιων υδροφορέων λόγω εισχώρησης θαλασσινού νερού στην ξηρά (υφαλμύριση). Ποιοτική υποβάθμιση από ρύπανση: Εκτεταμένη διάσπαρτη ρύπανση από τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Επισημαίνεται ότι η χρήση αζωτούχων και φωσφορικών λιπασμάτων στην Ελλάδα τοποθετείται πολύ πάνω από το μέσο όρο της Ευρώπης
Παραδοσιακά, τα υπόγεια νερά στη χώρα μας ήταν τα πλέον κατάλληλα για ύδρευση λόγω της πολύ καλής ποιοτικής κατάστασής τους. Σήμερα αυτό έχει αντιστραφεί για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, εκτός από τους ορεινούς υδροφορείς, σε περιοχές που δεν υπάρχουν γεωργικές χρήσεις γης.
Απαιτείται άμεσα η λήψη ριζικών μέτρων προστασίας των υπογείων υδάτων από περαιτέρω υποβάθμιση και ανάκαμψης της κακής κατάστασης όπου αυτή είναι δυνατή. Αναφέρονται επιγραμματικά διάφορες μέθοδοι, οι οποίες ουσιαστικά στοχεύουν στην αειφορική διαχείριση των υπόγειων υδατικών πόρων: Η διακοπή ή η ουσιαστική μείωση των αντλήσεων υπόγειου νερού με αντίστοιχη εξοικονόμηση νερού για άρδευση και μετατροπή αρδευόμενων εκτάσεων σε ξηρικές. Η υποκατάσταση των υπόγειων νερών με επιφανειακά, μέσω της κατασκευής έργων ταμίευσης επιφανειακών νερών. Ο τεχνητός εμπλουτισμός των υδροφορέων, λύση που από τη φύση της συνδυάζεται με την αμέσως προηγούμενη. Όσον αφορά τη ρύπανση από γεωργικές καλλιέργειες, είναι κρίσιμη η υιοθέτηση των Ορθών Γεωργικών Πρακτικών που προβλέπει η νέα ΚΑΠ. Η λύση που μπορεί να περιορίσει σημαντικά τη ρύπανση και να οδηγήσει σε αειφορία είναι οι βιολογικές καλλιέργειες παράγουν προϊόντα υψηλότερης ποιότητας και παρέχουν μεγαλύτερη διατροφική ασφάλεια. [Η Ελλάδα, σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκεται πίσω στο ποσοστό των εκτάσεων βιολογικών καλλιεργειών (περίπου 1% της καλλιεργήσιμης γης). Το μεγαλύτερο ποσοστό συγκεντρώνεται στους Νομούς Λακωνίας, Λέσβου και Αχαΐας, με την ελιά να έχει την πρώτη θέση στα σχετικά προϊόντα (55%)]
Η σημερινή κατάσταση της γεωργίας είναι αντιαειφορική διότι προκαλεί προκαλεί υπερεκμετάλλευση, υποβάθμιση και ρύπανση των υπόγειων νερών, όπως εξηγήθηκε παραπάνω. έχει μεγάλο ενεργειακό «αποτύπωμα». Ενώ παραδοσιακά, η γεωργία ήταν μια δραστηριότητα αειφορική, αφού η ενεργειακή της τροφοδοσία γινόταν με δέσμευση ηλιακής ενέργειας, μέσα από τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης των φυτών, από το 1950 και μετέπειτα η γεωργία και τα προϊόντα της (δηλαδή τα τρόφιμα) τροφοδοτούνται ενεργειακά και από πετρέλαιο (κυρίως για την παραγωγή λιπασμάτων, την κίνηση των αγροτικών μηχανημάτων και τις μεταφορές των προϊόντων).
Η γεωργική έρευνα και η ανάπτυξη της αγροτικής τεχνολογίας μπορούν να συμβάλλουν στη ορθολογικότερη χρησιμοποίηση υδατικών πόρων, ιδιαίτερα των υπόγειων υδατικών πόρων, αλλά και να περιορίσουν τις ενεργειακές απαιτήσεις των αγροτικών δραστηριοτήτων. Αναφέρονται ενδεικτικά σχετικοί τομείς έρευνας: Ανάπτυξη βελτιωμένων ποικιλιών καλλιεργειών κατάλληλων για ξηρικές καλλιέργειες, ανεκτικών σε ξηρασίες και ανθεκτικών σε ασθένειες. Ανάπτυξη καλλιεργειών με πιο αποδοτική χρήση νερού και βελτιστοποίηση της οικονομικής απόδοσης του νερού που χρησιμοποιείται στην άρδευση Εξέταση της πιο αποδοτικής διαχείρισης του ισοζυγίου των αλάτων και των στραγγίσεων. Ενίσχυση της φωτοσυνθετικής ικανότητας των φυτών ώστε να καταστεί αποδοτικότερη η παραγωγή βιοκαυσίμων. Επισημαίνεται όμως ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων σε μεγάλη κλίμακα σε ορισμένες χώρες, πχ. Βραζιλία, ΗΠΑ, έχει δεχθεί κριτική επειδή θεωρείται υπαίτια για τη μεγάλη αύξηση τιμών βασικών τροφίμων.
Η βιώσιμη σχέση νερού και αγροτικού τομέα αγροτικής παραγωγής προϋποθέτει σύγχρονη οργάνωση των αγροτών, που να υπερβαίνει το σημερινό μοντέλο των ΟΕΒ, το οποίο παρά την αναμφισβήτητη συμβολή του στην ανάπτυξη της Ελληνικής γεωργίας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες. Το νέο μοντέλο οργάνωσης, αναγκαστικά θα δίνει μεγάλο βάρος στην επαρκή ανάκτηση του κόστους του αρδευτικού νερού, στο οποίο περιλαμβάνεται το κόστος φυσικού πόρου και το περιβαλλοντικό κόστος, όπως επιτάσσει η Οδηγία Πλαίσιο 2000/60 για την Προστασία των Υδάτων, και η συμμόρφωση με την αρχή ότι «ο ρυπαίνων πληρώνει». Αυτό θα απαιτήσει καταμέτρηση του καταναλώμενου αρδευτικού νερού και τιμολογιακή πολιτική η οποία θα είναι εφαρμόσιμη και δίκαιη. Εφόσον αναπτυχθούν οικονομικά εύρωστοι οργανισμοί αγροτών, θα υπάρχει δυνατότητα συντήρησης και αναβάθμισης των υφιστάμενων υποδομών και ανάπτυξης νέων, καθώς και ορθολογικής διαχείρισης του νερού, μέσω της εκπαίδευσης των αγροτών στην εφαρμογή νέων επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων που οδηγούν σε οικονομία νερού και ποιοτικότερη γεωργική παραγωγή.