ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ. Το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό την παράθεση των αποτελεσμάτων πάνω σε μια έρευνα με τίτλο, οι ιδέες των παιδιών σχετικά με το φως και την όραση, Selley (1996). Η έρευνα αυτή θέλει να εξετάσει ποιες είναι οι αντιλήψεις των παιδιών σχετικά με τη λειτουργία της όρασης, προτού δεχθούν μια οποιαδήποτε μορφή διδασκαλίας. Το άρθρο στην εισαγωγή του μας αναφέρει μερικές μελέτες που έγιναν κατά καιρούς πάνω σε αυτό το θέμα από διάφορους ερευνητές, αναφέροντας επίσης και το γενικό συμπέρασμα της κάθε μελέτης. Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν ήταν τα εξής: Παιδιά ηλικίας 13 χρονών πίστευαν ότι το φως από την πηγή εγκαθίσταται πάνω στο αντικείμενο και ότι το μάτι συλλέγει πληροφορίες από αυτό με το να στείλει πάνω του μια ακτίνα «όρασης», Guesne (1976). Οι Stead και Osborne (1980) διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα παιδιά, ηλικίας 13 χρονών, αντιλαμβάνονται ότι το φως από τη λάμπα ή το κερί, κατά τη διάρκεια της μέρας, παραμένει πάνω ή κοντά στην ίδια την πηγή. Οι Anderson και Kärrqvist (1983) βρήκαν ότι οι μαθητές θεωρούσαν το φως σαν μια κατάσταση φωτισμού και όχι σαν μια φυσική οντότητα η οποία κατέχει κάποιο χώρο ή και ακόμα ταξιδεύει διαμέσου αυτού. Όσον αφορά το ρόλο του ματιού σε αυτή τη διαδικασία της όρασης οι μελέτες που έγιναν έδειξαν ότι τα παιδιά πιστεύουν ότι φως από την πηγή πρώτα φθάνει το μάτι και μετά επανακατευθύνεται στο αντικείμενο, Crookes και Golby (1984). Οι Ramadas και Driver (1989), δουλεύοντας με τις γραπτές απαντήσεις παιδιών ηλικίας 13 χρονών βρήκαν ότι η πορεία του φωτός από το μάτι στο αντικείμενο ήταν πολύ κοινή στα παιδιά. Οι Guenne (1976) και Watts (1985) διαπίστωσαν τις ομοιότητες που παρουσιάζουν αυτές οι αντιλήψεις των παιδιών με τις αντιλήψεις των αρχαίων φιλοσόφων. Μια γενική διαπίστωση από όλους είναι ότι οι περισσότεροι μαθητές πιστεύουν ότι το μάτι λειτουργεί ενεργητικά. Συνεχίζοντας, ο ερευνητής αναφέρεται στο σωστό επιστημονικό μοντέλο λειτουργίας της όρασης, στο οποίο, το φως εκπέμπεται από μια φωτεινή πηγή και αφού διαχυθεί ή ανακλαστεί πάνω στο αντικείμενο φτάνει στο μάτι μας με τη βοήθεια του οποίου αποτυπώνεται η εικόνα του αντικειμένου στον εγκέφαλο μας. Μετά κάνει μια ιστορική αναδρομή στις κυριότερες απόψεις που επικράτησαν στην αρχαιότητα σχετικά με τον τρόπο που βλέπουμε. Αναφέρεται στις απόψεις που είχαν ο Ευκλείδης, οι φιλόσοφοι, ο Πλάτωνας και οι Ατομιστές. Κεντρική ιδέα όλων αυτών των απόψεων είναι ότι μια οπτική ακτίνα φεύγει από το μάτι κτυπά το αντικείμενο και με κάποιο τρόπο μεταφέρεται πίσω στο μάτι. Μια άποψη η οποία αντιτίθεται στις πιο πάνω και φαίνεται να πλησιάζει περισσότερο το επιστημονικό μοντέλο, διατυπώθηκε τον 11 ο αιώνα μ.χ από τον μαθηματικό και φυσικό Ibn al Haytham, στο Ισλαμικό σχολείο επιστήμης της Αλεξάνδρειας. Σύμφωνα με τον Ibn al Haytham, όταν το φως 1
φτάσει σε κάποιο αντικείμενο, ένα μέρος του επανεκπέμπεται σε όλες τις κατευθύνσεις, προκαλώντας την εντύπωση ότι προέρχεται από αυτό. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε και στην Ευρώπη και έγινε ευρέως γνωστή μέχρι τον 16 ο αιώνα, όμως η προσπάθεια για να διδαχθεί στο σχολείο έγινε χωρίς επιτυχία και θεωρήθηκε πολύ στοιχειώδης για να συμπεριληφθεί στα πρώτα επιστημονικά συγγράμματα. Με την πάροδο του χρόνου η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε περισσότερο με μερικές από τις βασικές αρχές του σύγχρονου αυτού μοντέλου για την όραση και την απεικόνιση να αναφέρονται στο άρθρο αυτό. Όπως σε κάθε έρευνα ακολουθείται μια διαδικασία για την ολοκλήρωση της, έτσι και εδώ η μεθοδολογία της έρευνας αυτής έγινε ως εξής: Ως δείγμα χρησιμοποιήθηκε μια τάξη με 28 παιδιά ενός σχολείου μιας μικρής πόλης έξω από το Λονδίνο. Τα χαρακτηριστικά του δείγματος αυτού ήταν ότι τα παιδιά προέρχονταν από οικογένειες μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, γνώριζαν τον ερευνητή και δεν είχαν προηγουμένως δεχθεί μια οποιαδήποτε μορφή διδασκαλίας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Ο τρόπος συλλογής των δεδομένων έγινε με γραπτές απαντήσεις συνοδευμένες από σχέδια και στη συνέχεια με συνεντεύξεις για να γίνουν οι απαντήσεις που έδωσαν πιο ξεκάθαρες και πιο εύκολες στην επεξεργασία τους. Η χρονική διάρκεια της συλλογής των δεδομένων διήρκεσε δύο χρόνια και έγινε σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση τα παιδιά εξετάστηκαν όταν ήταν 9 χρονών, στη δεύτερη φάση τα ίδια παιδιά εξετάστηκαν όταν ήταν 10 χρονών και στη τρίτη εξετάστηκαν όταν ήταν 11 χρονών. Στην πρώτη φάση στα παιδιά δόθηκε η ερώτηση: «Πώς βλέπουμε αυτό το λουλούδι» και αφού απάντησαν γραπτά και σχεδιάζοντας τις ιδέες τους, χωρίστηκαν σε ομάδες και ακολούθησε μια συζήτηση μεταξύ τους και με τον ερευνητή. Στη δεύτερη φάση στα παιδιά δόθηκε ένα ερωτηματολόγιο με 8 ερωτήσεις ανοικτού και κλειστού τύπου για να καταγράψουν πάλι τις απόψεις τους πάνω στο φως και την όραση. Στη φάση αυτή ο ερευνητής συνομίλησε μόνο με τους μισούς μαθητές, προσπαθώντας πάντα να κρατά ένα ουδέτερο ρόλο σε σχέση με αυτά που του ανέφεραν τα παιδιά. Στην τρίτη και τελευταία φάση στα παιδιά δόθηκε το ίδιο ερωτηματολόγιο, μέσα από το οποίο επιλεγήκαν δύο συγκεκριμένοι μαθητές για συνέντευξη επειδή οι απαντήσεις τους είχαν αρκετό ενδιαφέρον. Αφού έγινε μια ποιοτική ανάλυση των απαντήσεων των παιδιών, αυτές ταξινομήθηκαν σε 9 διαφορετικά σχήματα (μοντέλα) και παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα. Τα ευρήματα που βρέθηκαν για την πρώτη φάση παρουσίαζαν ότι τα μοντέλα «O» και «Α0» ήταν τα πιο διαδεδομένα, σχήμα 1. Η πλειοψηφία των παιδιών υποστήριζε ότι η πορεία του φωτός ήταν από το μάτι στο αντικείμενο και μόνο ένα παιδί ανέφερε το επιστημονικά αποδεκτό μοντέλο «Β1». Όσον αφορά τα ευρήματα που βρέθηκαν στη δεύτερη φάση αυτά δείχνουν ότι το 25% των παιδιών έχει υιοθετήσει το μοντέλο «O». Τα υπόλοιπα παιδιά 2
χρησιμοποιούν δυαδικά μοντέλα. Από αυτά, τα 13 πιστεύουν ότι «κάτι» εκπέμπεται από το μάτι ενώ τα υπόλοιπα απορρίπτουν τέτοια εκδοχή. Το μοντέλο «Α2» απέκτησε περισσότερους υποστηρικτές κατά τη διάρκεια των συζητήσεων. Τρία παιδιά υποστηρίζουν το επιστημονικά αποδεκτό μοντέλο «Β1». Στην τρίτη φάση τα ευρήματα παρουσιάζουν ότι όλα τα παιδιά χρησιμοποιούν δυαδικά μοντέλα και ότι απομακρύνονται από το μοντέλο «O». Εικοσιένα παιδιά υποστηρίζουν ότι «κάτι» εκπέμπεται από το μάτι και μόνο 2 παιδιά απορρίπτουν τέτοια εκδοχή. Διαπιστώνεται ότι αυξάνονται οι υποστηρικτές της ενεργής όρασης. Σχήμα 1. Μοντέλα όρασης που καταγράφηκαν από παιδιά ηλικίας 9 και 10 χρονών. Μετά και από την παράθεση των ευρημάτων του ο ερευνητής κατέληξε σε μερικά συμπεράσματα που πηγάζουν μέσα από αυτά: Με το πέρασμα των δύο χρόνων όλο και περισσότερα παιδιά υιοθετούν τα μοντέλα εκπομπής. Πολύ λίγα παιδιά υποστηρίζουν το επιστημονικό μοντέλο και πρόκειται για παιδιά που επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη σκέψη. Το μοντέλο συνεργατικής εκπομπής «Α2» είναι πολύ αποδεκτό από τα παιδιά και θεωρείται ως το πιο δημοφιλές μοντέλο στην ηλικία των 10 και 11 χρονών. Ακόμα, οι απόψεις των παιδιών σχετικά με το φως και την όραση προσεγγίζουν τις απόψεις αρχαίων φιλοσόφων. 3
Τελειώνοντας το άρθρο του αυτό ο ερευνητής αναφέρει, πως οι εκπαιδευτικοί πρέπει να προτρέπουν τα παιδιά να εκφράζουν τις ιδέες τους έστω και αν αυτές είναι λανθασμένες και στη συνέχεια με επιδείξεις, διερεύνηση και κατευθυνόμενη συζήτηση να βελτιώνουν και να ξεκαθαρίζουν τις ιδέες αυτές. Μπορεί ορισμένα παιδιά να μην κατανοούν πλήρως ή να διαφωνούν με την σωστή προσέγγιση ενός θέματος, χωρίς αυτό να αποτελεί μια οποιαδήποτε άρνηση επί του θέματος, αλλά μέσα από την πάροδο του χρόνου και τις εμπειρίες που θα αποκτήσουν να μπορέσουν τα ίδια να διακρίνουν και να κατανοήσουν την σωστή θεωρία. Ανάλυση του εντύπου Το άρθρο αυτό μπορούμε να το χωρίσουμε σε τέσσερα μέρη: το θεωρητικό μέρος, το μεθοδολογικό, το μέρος της παρουσίασης των αποτελεσμάτων και το μέρος των συμπερασμάτων. Στο θεωρητικό μέρος ο ερευνητής με απλή γλώσσα και σαφήνεια αναφέρεται στη σωστή θεωρία που διέπει την όραση, κάνοντας συνάμα και μια ιστορική αναδρομή. Αναφέρεται σε προηγούμενες βιβλιογραφικές αναφορές, οι οποίες όμως είναι πεπαλαιωμένες. Μέσα από αυτή την βιβλιογραφική και ιστορική ανασκόπηση ο ερευνητής κατορθώνει να μεταδώσει τα ερευνητικά ερωτήματα αυτού του άρθρου, αλλά δεν κάνει καμιά αναφορά στις αιτίες που προκαλούν τις λανθασμένες αντιλήψεις των παιδιών για τη όραση. Όσον αφορά το θεωρητικό μέρος υπάρχει και εδώ μια σχετική σαφήνεια στο τρόπο με τον οποίο εργάστηκε, αλλά μπορούσε να μας αναφέρει περισσότερα στον τρόπο και τις ερωτήσεις που έκανε στα παιδιά όταν τους πήρε συνέντευξη. Έδωσε μια λεπτομερή περιγραφή των τριών φάσεων και των διαφόρων μέσων συλλογής δεδομένων και χρησιμοποίησε και στις τρεις φάσεις το ίδιο δείγμα ατόμων. Μπορούμε όμως να πούμε, ότι το δείγμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί πολύ μικρό και δεν αναφέρει τι ποσοστό είναι σε σχέση με το συνολικό αριθμό των παιδιών του σχολείου. Επίσης δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι δεν έχει βοηθήσει ή κατευθύνει τα παιδιά με τις απαντήσεις τους. Στο μέρος της παρουσίασης των αποτελεσμάτων έγινε μια λεπτομερής παρουσίαση των αποτελεσμάτων της 1 ης και 2 ης φάσης αλλά όχι της τρίτης. Στα θετικά καταγράφεται και το ότι έδωσε ένα σχέδιο μαζί με τα σχόλια των παιδιών για να μας δείξει πως αντιλαμβάνονται τα παιδιά την έννοια της όρασης. Μερικά από τα σχόλια που είχε κάνει μπορούσε να τα τοποθετήσει στο μέρος της συζήτησης. Στο μέρος της συζήτησης σωστά εξάγει τα συμπεράσματα που βρήκε με βάση το αποτέλεσμα της έρευνας του, με τις απόψεις και τις διδακτικές εφαρμογές που παρατίθενται να στηρίζονται σε λογικά επιχειρήματα. Δεν γίνεται όμως αναφορά σε περιορισμούς της έρευνας και προτείνεται υιοθέτηση μοντέλων στην τάξη τα οποία δεν είναι επιστημονικά αποδεκτά. 4
Προσωπικά βρήκα το άρθρο αυτό αρκετά ενδιαφέρον και με βρίσκει σύμφωνο με αρκετά του σημεία. Ως καθηγητή της φυσικής μου δίνει ιδέες και τρόπους για να μπορέσω να βοηθήσω τους μαθητές μου να κατανοήσουν όσο το δυνατό καλύτερα την πολύπλοκή όπως φάνηκε και από τα αποτελέσματα του άρθρου έννοια της όρασης. Σίγουρα θα το πρότεινα και σε κάποιον άλλο. Βιβλιογραφία N. J. SELLEY, (1996) Children s ideas on light and vision. Science Education, 18 (6), 713 723. 5