ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Σωτήριος Στάθης Ο λόγος της εξορίας Η μεταποιητική και η ειδολογική διάσταση των Tristia και των Epistulae ex Ponto του Οβίδιου Διδακτορική Διατριβή Επιβλέπων καθηγητής: Ευστράτιος Κυριακίδης Συμβουλευτική Επιτροπή: Θεόδωρος Παπαγγελής, Βασίλης Φυντίκογλου Θεσσαλονίκη 2018
2 Περιεχόμενα Πρόλογος... 4 Εισαγωγή... 5 1 Tr. 5.1: Στο μεταίχμιο των Tristia και των Epistulae ex Ponto... 23 i In medias res: προλήψεις και αναλήψεις... 23 ii Il Proemio al mezzo... 56 2 Ο προγραμματικός λόγος των Tristia... 61 i Tr. 1.1: Ταξιδιωτικές οδηγίες... 61 ii Tr. 1.11: Ημερολόγιο καταστρώματος... 85 iii Tr. 3.1: Η ξενάγηση ενός εξόριστου στη Ρώμη του Αυγούστου... 90 iv Tr. 3.14: Η ποιητική της παρακμής... 102 v Tr. 4.1: Ο ειδολογικός εμπλουτισμός του ποιητικού λόγου της εξορίας... 116 vi Tr. 4.10: Ille ego qui ο αυτο(βιο)γραφικός απολογισμός ενός ελεγειακού ποιητή... 149 vii Tr. 5.7-5.12: carmina digna sui domini tempore, digna loco... 183 3 Epistulae ex Ponto: rebus idem, titulo differt... 196 i Η συστατική επιστολή της Ex P. 1.1... 196 ii Ex P. 3.9: Ποιητολογικά υστερόγραφα... 202 iii Ex P. 3.3: Ο Έρωτας της εξορίας... 209 4 Magna tibi imposita est nostris persona libellis: Ο καθοριστικός ρόλος της συζύγου στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας... 220 i Tr. 5.14: Quanta monumenta dederim: μνημεία συζυγικής πίστης και αφοσίωσης... 220 ii Τα τυπικά γνωρίσματα μιας ελεγειακής matrona... 228 iii Τα ίχνη της ελεγειακής puella στον ποιητικό λόγο της εξορίας... 261 iv Scripta coniunx... 269 5 Musa officiosa: Η ευσυνείδητη οβιδιακή ποίηση της εξορίας... 277 i De Amicitia... 277 ii Ο κύκλος των χαμένων ποιητών της Ρώμης... 283 iii Ο Οβίδιος ως περιστασιακός ποιητής... 287 iv Δημόσια θεάματα και πανηγυρικές εκδηλώσεις... 290 v Ο ποιητής και ο αυτοκράτορας... 298 vi Η θριαμβολογία των Tristia και των Epistulae ex Ponto... 308
3 Επιλεγόμενα... 330 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 338 Περίληψη... 363 Summary... 365
4 Πρόλογος Η πρώτη μου επαφή με τη Λατινική γλώσσα έγινε μέσω ενός κειμένου στο σχολικό εγχειρίδιο της Β Λυκείου που ανέφερε τα εξής: Ovidius poeta in terra Pontica exulat. Epistulas Romam scriptitat. Epistulae plenae querelarum sunt. Romam desiderat et fortunam adversam deplorat. Narrat de incolis barbaris et de terra gelida. Poetam curae et miseriae excruciant. Epistulis contra iniuriam repugnat. Musa est unica amica poetae. Το περιεχόμενο εκείνου του κειμένου έμελλε να αποτελέσει σε αδρές γραμμές και το περιεχόμενο της διδακτορικής μου διατριβής που χρειάστηκε μάλιστα για να περατωθεί τόσα χρόνια όσα πιθανολογείται πως και ο Οβίδιος έζησε εκτοπισμένος στους αφιλόξενους Τόμους. Σε όλο αυτό το διάστημα ο επόπτης της εργασίας, ο ομότιμος καθηγητής κ. Στρατής Κυριακίδης, μου συμπαραστάθηκε άοκνα και με βοήθησε απεριόριστα με τις συμβουλές του, τις προτάσεις του και κυρίως με τις σχολαστικές του διορθώσεις πάνω στα απρόσεκτα αρχικά μου κείμενα. Του οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη. Θερμές ευχαριστίες επιβάλλεται να απευθύνω και στα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής, τον καθηγητή κ. Θεόδωρο Παπαγγελή, που με την άρτια γνώση του πάνω σε θεωρητικά ζητήματα της λατινικής ποίησης και τη φιλολογική του οξυδέρκεια κατηύθυνε ερμηνευτικά το εγχείρημα, και τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Βασίλη Φυντίκογλου, που με την ευθικρισία του και τις καίριες παρατηρήσεις του βελτίωσε σημαντικά την τελική μορφή της εργασίας. Σε αυτό συνέβαλαν και τα υπόλοιπα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, ο καθηγητής κ. Σταύρος Φραγκουλίδης, η επίκουρη καθηγήτρια κ. Χρυσάνθη Τσίτσιου-Χελιδόνη, η καθηγήτρια κ. Σοφία Παπαϊωάννου και ο καθηγητής κ. Ανδρέας Μιχαλόπουλος, οι οποίοι με τις επισημάνσεις τους και τα σχόλιά τους κατά τη διαδικασία της υποστήριξης της διατριβής μου δημιούργησαν έναν γόνιμο προβληματισμό σχετικά με κάποιες επιλογές μου. Οφείλω, επίσης, να ευχαριστήσω τον λέκτορα κ. Θεόδωρο Αντωνιάδη για την κριτική ανάγνωση μέρους της εργασίας, τις κατά καιρούς συζητήσεις μας αλλά και για τις εγκάρδιες παροτρύνσεις του. Καθοριστική, ε- ξάλλου, υπήρξε η συμβολή της συναδέλφου Παρασκευής Τόμα που με προμήθευσε αδιαμαρτύρητα το απαραίτητο, αλλά ογκώδες, βιβλιογραφικό υλικό από την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Μίνστερ. Θέλω, τέλος, να ευχαριστήσω τους γονείς μου και τον αδερφό μου για την αμέριστη υλική και ηθική στήριξη που μου παρείχαν καθόλη τη διάρκεια της συγγραφής της διατριβής.
5 Εισαγωγή Ο τίτλος της διδακτορικής διατριβής ενδέχεται να κεντρίσει το ιστορικιστικό ενδιαφέρον των α- ναγνωστών και παράλληλα να διαψεύσει τις όποιες φορμαλιστικές προσδοκίες. Παρά το γεγονός, άλλωστε, ότι η συγγραφή της Ars Amatoria στάθηκε κατά πάσα πιθανότητα η αφορμή που οδήγησε τον αυτοκράτορα Αύγουστο να επιβάλει το 8 μ.χ. την τιμωρία της εξορίας στον ποιητή Οβίδιο, 1 η βαθύτερη αιτία αυτής της απόφασης είναι ακόμη ανεξακρίβωτη. Στην εξιχνίαση της υπόθεσης δεν συμβάλλουν ούτε οι πληροφορίες που παραδίδει ο ίδιος ο εξόριστος ποιητής στο απολογητικό του υπόμνημα προς τον Αύγουστο, στο δεύτερο βιβλίο των Tristia (perdiderint cum me duo crimina, carmen et error, / alterius facti culpa silenda mihi, Tr. 2.207-208), οι οποίες αντί να διαφωτίζουν το όλο ζήτημα, το συσκοτίζουν ακόμη περισσότερο με τη σιωπή που επιβάλλουν (culpa silenda). 2 Το μυστήριο της οβιδιακής εξορίας, επομένως, εξακολουθεί να παραμένει ά- λυτο, παρά τις φιλότιμες ιστορικές και φιλολογικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν το προηγούμενο χρονικό διάστημα. 3 Σε τέτοιου είδους έρευνες, όμως, η παρούσα μελέτη δεν φιλοδοξεί να συνδράμει. Δεν σκοπεύει, δηλαδή, να ιστορικοποιήσει το κείμενο της οβιδιακής εξορίας, αλλά να κειμενικοποιήσει την ιστορία της οβιδιακής εξορίας, να την αντιμετωπίσει, δηλαδή, ως ένα ποιητικό κατασκεύασμα πρωτίστως, που δεν καταγράφει με ακρίβεια την ιστορική πραγματικότητα αλλά προβάλλει ένα μοντέλο πραγματικότητας μέσα από την υποκειμενική προοπτική ενός εκτοπισμένου ελεγειακού ποιητή. 1 Για λόγους νομικής ακρίβειας, αξίζει να επισημανθεί ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Οβίδιο δεν ήταν αυτή τoυ exilium αλλά της relegatio (quippe relegatus, non exul, dicor in illo, Tr. 2.137), με βάση την οποία ο ποιητής διατηρούσε τα πολιτικά και ιδιοκτησιακά του δικαιώματα. Για μια αναλυτική αποσαφήνιση των όρων, βλ. McGowan (2009) 20 σημ. 13, 51 με σημ. 59-61, αλλά και τη σχετική συζήτηση του Bretzigheimer (1991). 2 Για μια δύσκολη, ομολογουμένως, απόπειρα αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας πίσω από την πολύκροτη αυτή υπόθεση, βλ. Syme (1978) 215-229, Gaertner (2005) 14-16, McGowan (2009) 55-62. Πρβ. και την ιχνηλάτηση των λογοτεχνικών και ιστορικών στοιχείων που κρύβονται πίσω από τους όρους carmen και error από τους Luisi- Berrino (2008). 3 Τόσο ο Thibault (1964) όσο και ο Verdière (1992) παραθέτουν αναλυτικά όλες τις πιθανές και απίθανες υποθέσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν για τη φύση του οβιδιακού αμαρτήματος (error) που ώθησε τον Αύγουστο στην απόφαση για εκτοπισμό. Πρβ. Green (1982), Claassen (1986) 22-23, Leitner (2005), Luisi-Berrino (2008) 13 σημ. 2, Alvar Ezquerra (2010) 111-118, και ιδίως τη σημ. 9 της σελ. 111 του τελευταίου με σχολαστικές παραπομπές στην πρόσφατη βιβλιογραφία.
6 Γίνεται, συνεπώς, προφανές πως το ερευνητικό και ερμηνευτικό αντικείμενο της διατριβής δεν είναι η διερεύνηση των πιθανών λόγων της εξορίας του Οβίδιου, αλλά η εξέταση του ποιητικού λόγου της οβιδιακής εξορίας που αρθρώνουν τα δύο πολύτομα ελεγειακά έργα, τα Tristia και οι Epistulae ex Ponto. 4 Η μελέτη αυτού του λόγου, των σημάτων του και των κωδικοποιημένων μηνυμάτων που αυτός μεταφέρει εντάσσεται, όπως δηλώνεται και από τον διευκρινιστικό υπότιτλο της εργασίας, σε ένα ευρύτερο ειδολογικό και μεταποιητικό πλαίσιο, μέσω του οποίου επιδιώκεται να αναδειχθεί η στενή και συχνά αιτιώδης σχέση μορφής και περιεχομένου. Αυτή η σημειωτική προσέγγιση που εστιάζει στα γλωσσικά σημεία και το ποιητικό ή μεταποιητικό σημασιολογικό φορτίο που αυτά προσλαμβάνουν, όταν συμφραστικοποιούνται με τα ειδολογικά τους συγκείμενα, ερείδεται στη θεωρία περί λογοτεχνικού είδους που εισηγήθηκε ο Gian Biagio Conte στο γενικού περιεχομένου δοκίμιο Genre between Empiricism and Theory 5 και κυρίως στο αποκλειστικά ελεγειακού ενδιαφέροντος άρθρο Love without Elegy: The Remedia amoris and the Logic of a Genre, 6 όπου και ερμηνεύει τις διατάξεις του σχετικού γραμματειακού κώδικα. Συμπληρωματικά με τις θέσεις του Conte λειτουργεί η θεωρητική προσέγγιση του Stephen Hinds στα ζητήματα του ειδολογικού προσδιορισμού και της διακειμενικότητας σε μια σειρά άρθρων και μονογραφιών. 7 Καθοριστική, εν τέλει, για την οργάνωση και την τακτοποίηση των θεωρητικών αυτών σχημάτων υπήρξε η κατηγοριοποίηση των φορμαλιστικών, των θεματικών και των μεταποιητικών δεικτών ενός λογοτεχνικού είδους από τον Stephen Harrison, προκειμένου να προσδιοριστούν με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά ενός λογοτεχνικού φαινομένου που ο ίδιος αποκαλεί ειδολογικό εμπλουτισμό (generic enrichment). 8 Όπως είναι γνωστό, η οβιδιακή ποίηση της εξορίας επικρίθηκε έντονα από μια σειρά φιλολόγων για τη μονότονη θεματική της πραγμάτευση, το τετριμμένο της ύφος αλλά και για τις 4 Ως εκ τούτου, ο όρος οβιδιακή ποίηση της εξορίας που χρησιμοποιείται από εδώ και στο εξής στο κείμενο της διατριβής αναφέρεται στα Tristia και τις Epistulae ex Ponto, αποκλείοντας την ιδιότυπη περίπτωση του Ibis, ενός ελεγειακού ποιήματος με σκωπτικό και ιαμβικό περιεχόμενο που συγγράφηκε και αυτό εκείνη την περίοδο. Για την ειδολογική και θεματική ιδιαιτερότητα αυτού του οβιδιακού έργου, βλ. ενδεικτικά Williams (1996), Schiesaro (2011). Δεν λαμβάνονται, τέλος, υπόψη τα χωρία των Μεταμορφώσεων και των Fasti που ενδεχομένως επεξεργάστηκε ο Οβίδιος κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, καθώς και τα κείμενα των διπλών επιστολών των Ηρωίδων που εικάζεται από ορισμένους μελετητές πως συντέθηκαν σε αυτή τη φάση. Βλ. σχετικά Fantham (2006) 373 σημ. 2, Ingleheart (2011) 4-6, Μιχαλόπουλος (2014 b) 30 σημ. 79, και κυρίως Harrison (2017) 197-200. 5 Conte (1994 a) 105-128. 6 Conte (1989). 7 Βλ. ενδεικτικά Hinds (1987), (1989), (1992), (1998), (2000). 8 Harrison (2007) 1-33.
7 τεχνικές της ατέλειες. 9 Οι αξιολογικές αυτές κρίσεις βρίσκουν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνο και τον ίδιο τον ποιητή των Tristia και των Epistulae ex Ponto, ο οποίος επανειλημμένα σχολιάζει με αυτοϋποτιμητική και περιφρονητική διάθεση το ποιόν της ποίησής του, προγραμματίζοντας και προκαταλαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο τις μεταγενέστερες φιλολογικές αντιδράσεις. 10 Απέναντι στις απόψεις του ποιητή και κυρίως απέναντι στο κυρίαρχο (επι)κριτικό ρεύμα εκείνης της εποχής τάχθηκαν τρεις μελέτες των μέσων του εικοστού αιώνα που συνέβαλαν σημαντικά στην απόδοση κύρους στην ύστερη οβιδιακή ποίηση. Ο George Luck με μια εξαντλητική στυλιστική ανάλυση των Tristia κατέδειξε πως τα ποιήματά τους δεν υστερούν ουσιαστικά ως προς το τεχνικό και μετρικό τους μέρος από το υπόλοιπο οβιδιακό corpus, 11 ενώ ο Edward Kenney συσχέτισε παραδειγματικά ορισμένες οβιδιακές ελεγείες της εξορίας με την οικεία λογοτεχνική τους παράδοση και ανέδειξε τον τυπικό και συμβατικό τους χαρακτήρα. 12 Πιο καινοτόμος, ωστόσο, και πρωτοποριακή υπήρξε η συμβολή του Helmut Rahn, ο οποίος προσδιόρισε ως ελεγειακή επιστολή (elegische Epistel) το γραμματειακό είδος στο οποίο υπάγονται τα οβιδιακά έργα της εξορίας και όρισε σε αδρές γραμμές, με αναφορές στις οβιδιακές Ηρωίδες και τις ορατιανές Επιστολές, το ειδολογικό τους πλαίσιο. 13 Τις προγραμματικές και μεταποιητικές προεκτάσεις της θέσης του Rahn περί ελεγειακής επιστολής ανέλυσε αρκετά χρόνια αργότερα ο Stephen Hinds στο άρθρο του Booking the Return Trip με μια υποδειγματική ανάγνωση της προλογικής ελεγείας των Tristia. 14 Σταδιακά, η συζήτηση για τα Tristia και τις Epistulae ex Ponto τίθεται σε νέες θεωρητικές βάσεις. 15 9 Αντιπροσωπευτικές για αυτή την επικριτική τοποθέτηση είναι οι απόψεις του Wilkinson (1955) 359-365. Βλ., επίσης, την αναλυτική επισκόπηση της πρόσληψης αυτών των κειμένων από τα τέλη του 18 ου αιώνα μέχρι το 1985 από την Claassen (1986) 12-22, καθώς και τις συνοπτικές σχετικές αναφορές του Little (1990) 26, και του Williams (2002) 337-338. 10 Βλ. Scholte (1933) XIV κ.ε., Williams (1994) 50-52, Williams (2002) 354-360. 11 Luck (1961). 12 Kenney (1965). 13 Rahn (1958). Εκτός από τις τρεις αυτές καθοριστικές εισηγήσεις, μερικές ακόμη φιλολογικές παρεμβάσεις που διαπνέονταν από ανάλογο ερμηνευτικό πνεύμα συνέβαλαν καθοριστικά στην επανεκτίμηση των Tristia και των Epistulae ex Ponto και την εδραίωσή τους στον κανόνα των κλασικών έργων της λατινικής λογοτεχνίας. Ξεχωρίζει η ανακοίνωση του Lee (1959) που συμπεριλαμβάνεται στη δίτομη έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου που διεξήχθη στην Πίζα για τον εορτασμό των δύο χιλιάδων χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, η εισαγωγή του Dickinson (1973) στην ποίηση των Tristia καθώς και οι μεταγενέστερες μονογραφίες της Nagle (1980), του Evans (1983) και της Claassen (1986) που ανέδειξαν σημαντικές θεματολογικές, υφολογικές αλλά και ποιητολογικές πτυχές της οβιδιακής ποίησης της εξορίας. 14 Hinds (1985). 15 Για τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο των φιλολογικών ερευνών σχετικά με την οβιδιακή ποίηση της εξορίας, βλ. ενδεικτικά Videau-Delibes (1991), Williams (1994), καθώς και τον αφιερωμένο αποκλειστικά στην ποίηση της εξορίας τόμο υπ αριθμόν 26 του περιοδικού Ramus που κυκλοφόρησε το 1997 σε επιμέλεια των G. D. Williams και A. D. Walker. Πρβ., επίσης, Nagle (1980) 5-15. Ενδεικτική αυτής της άνθησης των σπουδών που σχετίζονται με τα
8 Από τη μια μεριά, η επιστολιμαία εμφάνιση αποδεικνύεται πως δεν είναι μια αμελητέα φορμαλιστική επιλογή που υποβάλλει μόνο τη γεωγραφική απόσταση και το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τον εξόριστο ποιητή από τα αγαπημένα του πρόσωπα και τη Ρώμη ή επηρεάζει μόνο την υφολογική όψη του κειμένου, 16 αλλά συμβάλλει αποφασιστικά στην υπόδειξη των λογοτεχνικών μοντέλων των Tristia και των Epistulae ex Ponto με τους διακειμενικούς και υπαινικτικούς συνειρμούς που προκαλεί, 17 ενώ παράλληλα συνδιαμορφώνει και τη διάταξη της θεματικής ύλης. Η παρέμβαση αυτή γίνεται αμέσως αντιληπτή στη συλλογή των Epistulae ex Ponto, όπου η προφανής επιστολική φόρμα και η κατονομασία των παραληπτών της οβιδιακής αλληλογραφίας καθορίζει την επιμέρους οργάνωση των ελεγειών και αναπροσαρμόζει τη θεματική πραγμάτευση. 18 Η περίπτωση των Tristia είναι διαφορετική. Η ανωνυμία των συνομιλητών του εξόριστου ποιητή συντηρεί ένα κλίμα συγκάλυψης και καχυποψίας που δεν επιτρέπει την ανάρτηση τυπικών επιστολικών δεικτών. 19 Εντούτοις, ο αναγνώστης της συλλογής παρακολουθεί κατά τη μετάβαση από το ένα βιβλίο στο επόμενο τη διαβάθμιση της επιστολικής υπαινικτικότητας και τη σταδιακή επίταση της σημασίας της. 20 Αν η επιστολικότητα ορίζει το γενικό πλαίσιο ή, με ακόμη πιο θεωρητικούς όρους, αν η επιστολική γραφή συνιστά τον τρόπο ή τη λειτουργία (mode) με την οποία παρουσιάζεται ο ποιητικός λόγος της εξορίας, υπό την έννοια ότι η οβιδιακή ποίηση της εξορίας χρησιμοποιεί ορισμένα μόνο φορμαλιστικά στοιχεία της επιστολογραφίας, 21 το βασικό λογοτεχνικό είδος των Tristia και τις Epistulae ex Ponto είναι και η κυκλοφορία μιας σειράς υπομνημάτων τις τελευταίες τρεις δεκαετίες: Galasso (1995), Helzle (2003), Gaertner (2005), Ingleheart (2010 a), Larosa (2013), Tissol (2014), Formicola (2017). 16 Την παρουσία των επιστολικών συμβάσεων στα Tristia και τις Epistulae ex Ponto, τη θεματολογία τους καθώς και το πεζολογικό ύφος που αυτές μεταφέρουν σχολιάζουν οι Thraede (1970) 47-65, Stroh (1981) 2641-2643, Davison (1981), (1985), Helzle (1989 a) 19-21, Claassen (1999 a) 114-119, Gaertner (2007 b) 168-172, Roussel (2008) 44-56. 17 Για τέτοιου είδους φιλολογικές αναζητήσεις, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται, όπως είναι αναμενόμενο, οι Ηρωίδες, ορισμένες προπερτιανές ελεγείες που φέρουν επιστολικά χαρακτηριστικά, η ποιητική συλλογή των Επιστολών του Οράτιου αλλά και το πεζό corpus της κικερώνειας επιστολογραφίας, βλ. ενδεικτικά Nagle (1980) 32-39, Rosenmeyer (1997), Ingleheart (2010 a) 6-10, Tissol (2014) 2-6. 18 Την επιμελημένη διάρθρωση των ελεγειών της συλλογής Epistulae ex Ponto με βάση τον παραλήπτη κάθε επιστολής κατέδειξε με την επιδραστική του διατριβή ο Froesch (1968). Βλ., επίσης, Evans (1983) 110-112, και Formicola (2017) 28-34. 19 Η Oliensis (1997 a) 172-181, και η Citroni Marchetti (2000) 295-315, εκλαμβάνουν την αποσιώπηση των ονομάτων στα Tristia ως μια σαφή έκφραση αυτολογοκρισίας του Οβίδιου και ως ένα έμμεσο σχόλιό του για την πολιτική κατάσταση στη Ρώμη των ύστερων αυγούστειων χρόνων. 20 Βλ. σχετικά Luck (1977) 4-6, Hinds (1985) 16, Davisson (1985) 238-240, Rosenmeyer (1997) 30-32. Πρβ. και τη στατιστική ανάλυση της παρουσίας επιστολικών χαρακτηριστικών στις ελεγείες των Tristia από τον Korenjak (2005 a) 47 σημ. 3, σύμφωνα με την οποία 11 από τα 14 ποιήματα του πέμπτου τόμου των Tristia (ή ποσοστό 78%) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επιστολές. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το 1 ο, το 3 ο και το 4 ο βιβλίο είναι 36%, 43% και 50%. 21 Για τον ορισμό του τρόπου ή της λειτουργίας, βλ. Fowler (1982) 52, καθώς και τη μεταφορά αυτών των όρων στην προσέγγιση της αυγούστειας ποίησης από τον Harrison (2007) 16. Είναι γεγονός πως η ποικιλία των θεμάτων
9 Tristia και των Epistulae ex Ponto είναι αναμφίβολα το ελεγειακό. Η επιστροφή σε αυτό το είδος της ποιητικής γραφής παρουσιάζεται από τον εξόριστο ποιητή ως μια αναγκαστική και επιβεβλημένη επιλογή: flebilis ut noster status est, ita flebile carmen, / materiae scripto conveniente suae (Tr. 5.1.5-6). Η δεδομένη θρηνητική θεματολογία υποδεικνύει και την κατάλληλη λογοτεχνική της φόρμα που για ιστορικούς γραμματειακούς λόγους (versibus impariter iunctis querimonia primum, Ορ. Ars 75) δεν μπορεί να είναι άλλη από την ελεγειακή. Με περιορισμένες και προκαθορισμένες τις ειδολογικές του κινήσεις εμφανίζεται και ο εραστής-ποιητής των Amores στην πρώτη ελεγεία εκείνης της συλλογής, όπου παρά την επική του ευχέρεια (cum bene surrexit versu nova pagina primo, Am. 1.1.17), καταλήγει μετά την υφαρπαγή ενός μετρικού πόδα από τον Έρωτα να είναι κάτοχος μιας λογοτεχνικής φόρμας κενής ερωτικού περιεχομένου (nec mihi materia est numeris levioribus apta, Am. 1.1.19). Οι μετρικοί πόδες των Tristia και των Epistulae ex Ponto χωλαίνουν και αυτοί όχι, όμως, από το πεδίκλωμα του Έρωτα αλλά από την κουραστική απόσταση που ως ποιητικά τέκνα ενός εξόριστου στην άκρη του κόσμου δημιουργού οφείλουν να διανύσουν για να επιστρέψουν στη Ρώμη και το κοινό του (clauda quod alterno subsidunt carmina versu, / vel pedis hoc ratio, vel via longa facit, Tr. 3.1.11-12). Όπως γίνεται σαφές «είτε η φόρμα διαλέγει το θέμα ή το ανάποδο». 22 Η επίγνωση της νόρμας των ειδών και η εκμετάλλευση του θεματικού εύρους της ελεγείας επιτρέπει στον Οβίδιο να μετα-χειρίζεται την ίδια λογοτεχνική φόρμα με διαφορετικό κάθε φορά θεματικό αντικείμενο. Ο Οβίδιος, επομένως, αποφασίζει να συνθέσει τις ελεγείες της εξορίας στο μέτρο με το οποίο αρχικά μεγαλούργησε (tantum se nobis elegi debere fatentur, / quantum Vergilio nobile debet epos, Rem. 395-396:) αλλά και με το οποίο προκάλεσε τόσες έντονες αντιδράσεις που επέφεραν την εξορία του (Quid mihi vobiscum est, infelix cura, libelli, / ingenio perii qui miser ipse meo?, Tr. 2.1-2). Ευθύς εξαρχής η ελεγειακή ποίηση της εξορίας είναι επιφορτισμένη με το ειδικό ειδολογικό βάρος να αποσείσει από πάνω της τις κοινωνικοπολιτικές συνδηλώσεις που φέρει η εκφορά ενός ερωτικού ελεγειακού λόγου στη Ρώμη των ύστερων αυγούστειων χρόνων και να που αναπτύσσεται στις αρχαιοελληνικές και τις λατινικές επιστολές αλλά και ο ανομοιόμορφος χαρακτήρας τους (δημόσιος ή προσωπικός, πεζός ή έμμετρος, πραγματικός ή φανταστικός) δυσχεραίνει τη διατύπωση ενός καθολικού ορισμού και την καθιέρωση μιας ενδεικτικής τυπολογίας. Για τους προβληματισμούς σχετικά με την ύπαρξη ή μη ενός επιστολικού γένους, που, όπως ορθά παρατηρούν οι Gibson-Morrison (2007) 2, είναι ανάλογοι με αυτούς που σχετίζονται με την ύπαρξη ενός ξεχωριστού διδακτικού γένους ή ενός αυτόνομου είδους της αρχαίας νουβέλας, και τις θεωρίες που έχουν προταθεί κατά καιρούς, βλ. Rosenmeyer (2001) 1-16, Trapp (2003) 1-3, Morello-Morrison (2007) v-xii, Gibson-Morrison (2007) 1-16. Εν προκειμένω, ωστόσο, αναφέρομαι στα φορμαλιστικά και τα θεματικά στοιχεία που δανείζονται οι οβιδιακές συλλογές της εξορίας από κοινούς επιστολικούς τόπους. 22 Conte (1994 a) 124.
10 αποδείξει πως η σύνταξη ενός διαφορετικού ποιητικού λόγου εντός του ίδιου ειδολογικού πλαισίου είναι εφικτή, όπως ήταν στην περίπτωση των Fasti για παράδειγμα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα Tristia και οι Epistulae ex Ponto δηλώνουν με εμφατικό τρόπο σε κάθε προγραμματική ευκαιρία την ουσιαστική τους διαφοροποίηση από τα ερωτικά κείμενα του παρελθόντος. Ο έλεγχος αυτών των εξαγγελιών μέσα από μια συστηματική αντιπαραβολή των ποιητικών λόγων του έρωτα και της εξορίας υπήρξε μια προσφιλής φιλολογική μέθοδος. Τα πιο χρήσιμα και αξιοποιήσιμα πορίσματα μιας τέτοιας συγκριτικής εξέτασης ανήκουν σε δύο Ιταλούς φιλολόγους. 23 Η Lechi το 1978 χαρακτηρίζει ως παλινωδία τη σύνθεση της ελεγειακής ποίησης της εξορίας, 24 ενώ ο Labate το 1987 αναφέρεται στη μετατροπή της εύθυμης ερωτογραφικής ποίησης στη θλιμμένη και θλιβερή ελεγεία των Tristia και των Epistulae ex Ponto. 25 Η αναίρεση και η ανάκληση των προηγούμενων ερωτικών ελεγειακών λεγομένων που επισημαίνουν στους τίτλους τους τα δύο άρθρα ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στον συμβατικό και κομφορμιστικό χαρακτήρα που προβάλλει, και ορισμένες φορές επιδεικνύει, ο Οβίδιος στην ποίηση της εξορίας. Υπό αυτό το ερμηνευτικό πρίσμα, η προσέγγισή τους στο σύνθετο αυτό ζήτημα είναι πιο επισταμένη και εμπεριστατωμένη από τη σχετική ανάλυση που παραθέτει η Nagle, επιδιώκοντας την ενδοκειμενική και διακειμενική συμφραστικοποίηση της οβιδιακής ποίησης της εξορίας. 26 Η Nagle, παρά τις επιμέρους εύστοχες τοποθετήσεις της για λεκτικές και θεματικές απηχήσεις της προγενέστερης ερωτικής ελεγείας στα κείμενα των Tristia και των Epistulae ex Ponto, απλουστεύει και αδικεί εν τέλει τη διαλεκτική διαδικασία που συντελείται κατά την ειδολογική διαμόρφωση της οβιδιακής ποίησης της εξορίας, κάνοντας ουσιαστικά λόγο για μια απλή αντικατάσταση ή μερική προσαρμογή εκφραστικών τρόπων και θεματικών μοτίβων. Σε αντίθεση με τα όσα διατείνεται η Nagle, θεωρώ πως ο Οβίδιος δεν επιλέγει αποσπάσματα του ερωτικού ελεγειακού λόγου για να τα μεταφέρει και να τα επισυνάψει στον ποιητικό κόσμο της εξορίας του, αλλά συνθέτει εξαρχής ένα νέο οργανικό και ομοιογενές σύνολο, κάθε μέρος του οποίου διακρίνεται για την ιδιαίτερη σημασία και την ξεχωριστή του λειτουργία. Οι αναλογίες και οι ομοιότητες με το παρελθόν είναι αναπόφευκτες στη σύνταξη ενός ελεγειακού 23 Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί και η απόπειρα ειδολογικής αποσαφήνισης της οβιδιακής ποίησης της εξορίας από δύο Γερμανούς φιλολόγους, τον Luck (1977) 1-6, και τον Stroh (1981) 2640-2644. Πρβ., επίσης, τις σχετικές τοποθετήσεις της Videau-Delibes (1991) 50-62. 24 Lechi (1978). 25 Labate (1987). 26 Nagle (1980) 19-70.
11 κατά βάση λόγου, όπως είναι αυτός των Tristia και των Epistulae ex Ponto. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως αυτά τα σημαίνοντα που οικειοποιείται η οβιδιακή ποίηση της εξορίας από τον ερωτικό λόγο του παρελθόντος διατηρούν αυτούσιο το σημασιολογικό και εννοιολογικό τους φορτίο. Αυτή καθεαυτή η μεταφορά διαφοροποιεί το νόημά τους. Για να επικαλεστώ και να παραφράσω μια χαρακτηριστική φράση του Conte σχετικά με την ερωτικοποίηση των εξω-ελεγειακών σημαινόντων σε κείμενα της λατινικής ερωτικής ελεγείας, αυτή η εισαγωγή φράσεων και θεμάτων του ερωτικού λόγου στην ποίηση των Tristia και των Epistulae ex Ponto εκτελείται «με πλήρη συνείδηση της ουσιώδους διαφοράς ανάμεσα στο κείμενο προέλευσης και το κείμενο της άφιξης». 27 Τα γλωσσικά σήματα των Amores, της Ars Amatoria ή των Ηρωίδων, προκειμένου να ενταχθούν στον ποιητικό λόγο των Tristia και των Epistulae ex Ponto πρέπει να ανα-σημασιοδοτηθούν και να αφομοιωθούν από τα νέα ελεγειακά τους συγκείμενα, ούτως ώστε να μπορέσουν και αυτά με τη σειρά τους να σηματοδοτούν κάθε φορά το νέο ειδολογικό τους περιβάλλον. Το εύλογο ερώτημα, επομένως, σε ποια ακριβώς λογοτεχνική παράδοση βασίστηκε ο Ο- βίδιος για να εγγράψει τα βάσανα της εξορίας του στον ελεγειακό κώδικα, δεδομένου ότι οι εκπρόσωποι του είδους στη Ρώμη εξειδίκευσαν σε τόσο μεγάλο βαθμό το αρχαιοελληνικό και ελληνιστικό πολυθεματικό του περιεχόμενο που η συγγραφή ελεγειακής ποίησης ταυτίστηκε σχεδόν με τη συγγραφή ερωτικής ποίησης, μπορεί να απαντηθεί, πλέον, με την επίκληση αυτής της μετάφρασης των ερωτικών σημαινόντων. 28 Η σχετική, μάλιστα, τοποθέτηση του Gaertner, σύμφωνα με την οποία ο Οβίδιος «όχι μόνο αντλεί ελεύθερα από την προγενέστερη λογοτεχνία περί εξορίας, αλλά συνενώνει αυτή την παράδοση με στοιχεία της δικής του προγενέστερης ποίησης», 29 συνιστά μια πιο ακριβή απάντηση και μια κοινά, πλέον, αποδεκτή παραδοχή. 30 Στο κλείσιμο, όμως, της συζήτησής του, που περιλαμβάνει μια αναλυτική και εμπεριστατωμένη παράθεση διάφορων ρητορικών και θεματικών στοιχείων των Tristia και των Epistulae ex Ponto που προέρχονται από την προγενέστερη λογοτεχνική παράδοση, ο Gaertner καταλήγει στο συμπέρασμα πως «η ποίηση της εξορίας δεν είναι ούτε μια συλλογή ψυχογραφημάτων, ούτε ένα λογοτεχνικό είδος ή τρόπος, αλλά ένα σύνολο λογοτεχνικών ρόλων που διαρκώς επανεργοποιούνται». 31 Το πρόβλημα με 27 Conte (1989) 446. 28 Πρβ. Claassen (1999 c). 29 Gaertner (2007 b) 159-160. 30 Βλ. ενδεικτικά τις επισημάνσεις της Davisson (1983) για τη χρήση συμβάσεων από τις λογοτεχνικές παραδόσεις της εξορίας, της παραμυθίας και των γεωγραφικών περιγραφών στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας. Πρβ. Dickinson (1973) 158-159. 31 Gaertner (2007 b) 172.
12 αυτή την προσέγγιση είναι ότι τείνει να ταυτίσει το είδος αποκλειστικά και μόνο με τα θεματικά του μοτίβα, τους λογοτεχνικούς ρόλους (literary roles) όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, αδιαφορώντας για την κυρίαρχη ιδεολογία που το διέπει και η οποία αντιστοιχίζει εν τέλει το εκάστοτε θεματικό περιεχόμενο με τη λογοτεχνική του μορφή. 32 Eίναι γεγονός πως τα διαθέσιμα γραμματολογικά στοιχεία δεν επαρκούν για την υποστήριξη της ύπαρξης ενός ξεχωριστού είδους περί εξορίας και την πρόταση μιας λεπτομερούς τυπολογίας. 33 Η θεώρηση, όμως, της ποίησης της εξορίας ως μιας λογοτεχνικής φόρμας που απλώς αναπαράγει παραδοσιακά θέματα και μοτίβα σχετικά με το ζήτημα της εξορίας και η ταυτόχρονη άρνηση ακόμη και της ύπαρξης ενός ιδιαίτερου τρόπου, μιας διακριτής, δηλαδή, ελεγειακής έκφρασης που οργανώνει το κείμενο των Tristia και των Epistulae ex Ponto με βρίσκει άκρως αντίθετο. Η ανάδειξη, εξάλλου, αυτής της ελεγειακής ιδιομορφίας των Tristia και των Epistulae ex Ponto είναι ένα σημείο στο οποίο εστιάζει προγραμματικά και εμφατικά η παρούσα εργασία. Η διαπίστωση της ιδιαιτερότητας της οβιδιακής ποίησης της εξορίας προϋποθέτει κατ αρχάς την εξέταση των διαθέσιμων εκφραστικών μέσων και τρόπων. Για τη συγγραφή των ερωτικών του ελεγειακών ποιημάτων ο Οβίδιος είχε στη διάθεσή του έναν πλήρως διαμορφωμένο ερωτογραφικό κώδικα με συγκεκριμένες διατάξεις και κατευθυντήριες γραμμές. Για τη σύνθεση των Tristia και των Epistulae ex Ponto, όμως, δεν υπήρχε εύκαιρη καμία «άμεση και ειλικρινής γλώσσα να μιλήσει για τέτοιους είδους εμπειρίες». 34 Η γραμματική, βέβαια, της ρωμαϊκής ελεγειακής γλώσσας περιελάμβανε εξ ορισμού τη θρηνητική έγκλιση και αυτή αξιοποιείται συστηματικά από τον Οβίδιο για τη διατύπωση των πεισιθάνατων σκέψεων και των παραπόνων του. 32 Για τους ερευνητικούς κινδύνους που διατρέχει μια τέτοια θεώρηση του είδους και η οποία ανάγεται στη σχετική θεωρία του Cairns (1972), βλ. Conte (1994 a) 107. 33 Μια τέτοια απόπειρα έκανε ο Somerville (2006) με την (αδημοσίευτη) διδακτορική του διατριβή: αναζήτησε, δηλαδή, σε ελληνιστικά και λατινικά πρότυπα τις λογοτεχνικές πηγές του Οβίδιου για τη συγγραφή των Tristia και των Epistulae ex Ponto, αλλά, παρά τις επιμέρους εξαιρετικές του παρατηρήσεις για διακειμενικές σχέσεις της οβιδιακής ποίησης της εξορίας με προγενέστερα κείμενα, η πρότασή του για την ύπαρξη ενός αυτούσιου ελεγειακού είδους της εξορίας δεν είναι πειστική. Εξίσου προβληματική είναι και η θέση που διατυπώνει η Claassen (1999 a) 11-15, σχετικά με την ύπαρξη ενός λογοτεχνικού είδους της εξορίας στο οποίο συμπεριλαμβάνει αδιάκριτα όλα τα κείμενα που θεματοποιούν το ζήτημα της εξορίας, ασχέτως της λογοτεχνικής τους φόρμας. Ενώ η ίδια αναγνωρίζει τις δυσκολίες μιας τέτοιας ομαδοποίησης, όταν στη σ. 12 δηλώνει πως «η λογοτεχνία περί εξορίας (exilic literature) δεν είναι ενδεχομένως ένα γραμματειακό είδος της ίδιας τάξης μεγέθους με το δράμα ή το έπος για παράδειγμα, αλλά διαμορφώνει μια θεματική ενότητα (topical unit)», εντούτοις καταλήγει στη σ. 14 στην άποψη πως «όλες οι λογοτεχνικές φόρμες που πραγματεύονται την εξορία μπορούν επομένως να συνδυαστούν σε μια ειδολογική μελέτη της λογοτεχνίας περί εξορίας». Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση του Doblhofer (1987), ο οποίος μάλιστα επιχειρεί και μια ενδεικτική καταγραφή των χαρακτηριστικών της λογοτεχνίας της εξορίας (βλ. σσ. 59-66). Για μια κριτική στάση απέναντι σε αυτές τις θεωρήσεις, βλ. Gaertner (2007 a) 1-6. 34 Barchiesi (1997) 3. Βλ., όμως, και την τοποθέτηση του Tissol (2014) 15-16, σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχουν διαφορετικές διαθέσιμες ποιητικές γλώσσες για το πραγματικό και το φανταστικό».
13 Παρ όλα αυτά, το υπαρξιακό δράμα του εξόριστου Οβίδιου καθώς και η παραμονή του στους Τόμους δεν αποδίδεται με τον αναμενόμενο και προσδοκώμενο ρεαλισμό. «Τα ποιήματα της εξορίας», απεναντίας, «μετατρέπονται σε λογοτεχνικές παραστάσεις (performances) όπου τον κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η γλώσσα της αισθητικής και της λογοτεχνικής κριτικής. Όσο περισσότερο οι αναγνώστες αναμένουν αληθινή ζωή από έναν καλλιτέχνη που θα είχε να μας διηγηθεί τόσο πολλά από τα βάσανά του (πώς είναι να διώκεται κανείς από τον αυτοκράτορα; πώς είναι η ζωή στα έσχατα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας;), τόσο περισσότερο ο ποιητής συνεχίζει να απαντά μέσω της αλεξανδρινής του παιδείας». 35 Τα λόγια του Barchiesi αποτυπώνουν με εύγλωττο και εύληπτο τρόπο την αμηχανία που προκαλεί συχνά η επαφή με την οβιδιακή ποίηση της εξορίας. Ο αναγνώστης των Tristia και των Epistulae ex Ponto βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα είδος ποίησης που από τη μια μεριά θεματοποιεί και καταγράφει μια έντονη και οδυνηρή εμπειρία με ισχυρή αυτοβιογραφική βάση και από την άλλη υπονομεύει και υποβαθμίζει τα όποια βιωματικά στοιχεία των περιεχομένων του με διαρκή καταφυγή στη λογοτεχνική γλώσσα και την ποιητική μεταγλώσσα. Αντί για ιστορικά και εθνογραφικά ντοκουμέντα τα οβιδιακά κείμενα της εξορίας δίνουν ολοένα και περισσότερο την εντύπωση πως συνιστούν μια ακόμη συνέχεια στις ειδολογικές αναζητήσεις του δημιουργού τους και αντί για επιτόπια έρευνα αποδεικνύεται, πλέον, πως ο Οβίδιος βασίστηκε περισσότερο στις βιβλιογραφικές του σημειώσεις για την ελεγειακή χαρτογράφηση της περιοχής του Πόντου. 36 Η ανάδειξη, ωστόσο, του λογοτεχνικού χαρακτήρα ακόμη και αυτής, της αυτο(βιο)γραφικής ποίησης της εξορίας, 37 καθώς και η επισήμανση της ρητορικής τάσης του εξόριστου Οβίδιου να υπερβάλλει και να μεγαλοποιεί τις καταστάσεις που βιώνει, 38 οδήγησε τη φιλολογική συζήτηση σε ερμηνευτικά άκρα. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η δημοσίευση μιας σειράς άρθρων στο περιοδικό Liverpool Classical Monthly τη δεκαετία του 1980 που υποστήριξαν, επικαλούμενα κάθε λογής δεδομένα από θερμοκρασιακούς πίνακες της περιοχής των Τόμων μέχρι και 35 Barchiesi (1997) 3. 36 Για την αποδελτίωση των διακειμενικών αναφορών που απαντούν στις περιγραφές του τοπίου και των ανθρώπων του Πόντου στα κείμενα των Tristia και των Epistulae ex Ponto, βλ. Ehlers (1988) 148-149, Helzle (1988) 79-83, Claassen (1990), Lechi (1993) 6 σημ. 2, Williams (1994) 8-25, Claassen (1999 a) 190-197, Kettermann (1999), Williams (2002) 340-349, Green (2005) xxvii-xxxvii, Gaertner (2007 b) 157 σημ. 11, Alvar Ezquera (2010) 119 σημ. 23, Bérchez Castaño (2015) 89-118, 145-174. 37 Χρησιμοποιώ συχνά τη γραφή αυτό(βιο)γραφικός για να δηλώσω τον ποιητικό βίο που περιγράφεται στις ελεγείες των Tristia και των Epistulae ex Ponto και ο οποίος δεν συμπίπτει υποχρεωτικά με τον ιστορικό βίο του ποιητή. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις στις οποίες το επίθετο βιογραφικός τίθεται εντός εισαγωγικών. 38 Για έναν εξαιρετικό ερμηνευτικό σχολιασμό της ρητορικής μεταχείρισης της υπερβολής στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας και των επιδιώξεών της, βλ. Tissol (2014) 6-18.
14 τα ακριβή θαλάσσια δρομολόγια που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να προσεγγίσει τη Μαύρη Θάλασσα, ότι ο Οβίδιος δεν εξορίστηκε ποτέ στην πραγματικότητα και πως συνέθετε ανέμελος την ποίηση της εξορίας του από την έπαυλή του στη Ρώμη, συνεχίζοντας τη μυθοπλαστική πρακτική των Amores και των Ηρωίδων. 39 Η φιλολογική αντίδραση απέναντι σε αυτές τις προωθημένες ιδέες υπήρξε, όπως ήταν αναμενόμενο, σφοδρή, ακαριαία και επιχείρησε να διαφυλάξει τον ιστορικό πυρήνα της οβιδιακής ποίησης της εξορίας. 40 Η άμεση και αιτιώδης σχέση, εξάλλου, ανάμεσα στην πραγματικότητα της εξορίας και τη λογοτεχνική της καταγραφή προσλαμβάνει προγραμματική και καθοριστική διάσταση στα Tristia και τις Epistulae ex Ponto. 41 Στην εισαγωγική ελεγεία του πέμπτου τόμου των Tristia ο ποιητής 39 Βλ. Fitton Brown (1985), Holleman (1985), Hofmann (1987). Πρβ. και την πρόσφατη σχετικά τοποθέτηση του Bérchez Castaño (2015), που στηρίζεται στη διδακτορική του διατριβή του 2008, σύμφωνα με την οποία ο Οβίδιος μπορεί μεν να εκτοπίστηκε, αλλά δεν βρέθηκε στην περιοχή των Τόμων. Για την ιστορία αυτής της θέσης, βλ. Claassen (1986) 24, Chwalek (1996) 28-31, Claassen (1999 a) 34, Alvar Ezquerra (2010) 107-110, Tissol (2014) 13-16, Bérchez Castaño (2015) 25-44, Formicola (2017) 24 σημ. 5. 40 Βλ. Ehlers (1988) 155-157, Helzle (1989 a) 15 σημ. 55, Little (1990), Green (2005) xxii-xxvi, Tissol (2014). Τη θέση της πραγματικής επιβολής της εξορίας στον Οβίδιο και της σύνθεσης των Tristia και των Epistulae ex Ponto στους Τόμους ασπάζομαι προσωπικά επί του θέματος. Παρόλο που, όπως δηλώθηκε εισαγωγικά, η παρούσα μελέτη δεν εξετάζει τις, ούτως ή άλλως, δυσεξιχνίαστες ιστορικές συνθήκες της οβιδιακής εξορίας αλλά μόνο τη μεταποιητική και ειδολογική της πτυχή, εντούτοις θεωρώ υπερβολική την υπόθεση ο Οβίδιος να επένδυσε ένα τόσο ογκώδες λογοτεχνικό υλικό σε ένα αποκλειστικά φανταστικό γεγονός χωρίς καμία ιστορική βάση. Από την άλλη μεριά δεν συμμερίζομαι την απόλυτη θέση και τις ακραίες εκφράσεις της Oliensis (2004) 319, που θεωρεί αναγκαία την πίστη στην πραγματικότητα της οβιδιακής εξορίας, παρά την υπερβολική λογοτεχνική της αναπαράσταση, αλλά χαρακτηρίζει ως «τρέλα να θεωρεί κανείς πως ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν επηρεάζει την ανάγνωση του Οβίδιου. Το να παρουσιάζει κανείς την ποίηση της εξορίας ως μια αυτόνομη μυθοπλασία ισοδυναμεί με την εξουδετέρωση της εκδικητικής της διάθεσης. Αν ο Οβίδιος και ο Αύγουστος είναι απλώς χαρακτήρες σε μια οβιδιακή ιστορία, τι έχει καταφέρει τότε η οβιδιακή ποίηση της εξορίας να επιφέρει στον Αύγουστο;». Αυτό που επέφερε σύμφωνα με τον Hinds (2007 b) 211-213, είναι την «ίδια την κατασκευή του ποιητικού λόγου της εξορίας Για τον Οβίδιο η δημόσια συζήτηση της καταδίκης σε εξορία ισοδυναμεί με την εισαγωγή της πιθανότητας ύπαρξης μιας ερμηνευτικής αρχής για την καταδίκη της εξορίας διαφορετικής από αυτή του Αυγούστου και υπό μία έννοια αυτή είναι ήδη μια πράξη απειθαρχίας». Με άλλα λόγια, «η παρουσία φωνών που ερμηνεύουν ή έστω μερικώς επαναλαμβάνουν τον κώδικα του Καίσαρα, και συνεπώς οδηγούν τη γλώσσα της εξουσίας σε πολυφωνία, απομακρύνοντας τον Καίσαρα από το σήμα του, είναι αυτό που αποτρέπει ένα αυτοκρατορικό μονοπώλιο στη γλώσσα, δηλαδή στην ίδια την εξουσία, και δεν της επιτρέπει τελικά να καταστεί απόλυτη και ανερμήνευτη». Όταν, κατά τον Barchiesi (2001) 80, η πρόσληψη ως «πολιτικής δήλωσης» ακόμη και του δεύτερου βιβλίου των Tristia που φέρνει σε άμεση και ευθεία αντιπαράθεση τον ποιητή με τον αυτοκράτορα «απλώς και μόνο επειδή ο Οβίδιος είναι ένας εξόριστος που απευθύνεται στον άρχοντα της μοίρας του, σημαίνει την απώλεια της αίσθησης ότι ένα μεγάλο μέρος της επιστολής είναι ένα μάθημα λογοτεχνικής ιστορίας», τότε η ανάγκη της ιστορικοποίησης και της προσωποποίησης των ζητημάτων δεν είναι πλέον τόσο αδήριτη όσο την εμφανίζει η Oliensis. Η ιστορική συμφραστικοποίηση συμβάλλει αναμφίβολα στη δραματοποίηση των περιεχομένων των Tristia και των Epistulae ex Ponto, αλλά μια λογοτεχνική ανάλυση με τον τρόπο που εν προκειμένω υποδεικνύουν ο Hinds και ο Barchiesi δεν αποδραματοποιεί τις καταστάσεις. Κάθε άλλο. Η ένταση ανάμεσα στον Οβίδιο και τον Αύγουστο συντηρείται αμείωτη. Πρβ. και την άποψη του Habinek (1998) 218 σημ. 9, σύμφωνα με την οποία «η ιδεολογική δύναμη της περιγραφής των κατοίκων των Τόμων και του Οβίδιου δεν θα ήταν ριζικά διαφορετική, εάν όλο το σχέδιο ήταν φανταστικό». Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί πως ο Habinek (1998) 151-169, διαβάζει την οβιδιακή ποίηση της εξορίας ως μια αποικιοκρατική αφήγηση που αναπαράγει τα ρωμαϊκά στερεότυπα του διαφορετικού και του άλλου και με αυτόν τον τρόπο κατασκευάζει μια ταυτότητα του πολίτη ενός αυτοκρατορικού καθεστώτος. 41 Ο McGowan (2009) 17-25, σχολιάζει προσεκτικά και αναλύει συνοπτικά τα δεδομένα αυτής της σχέσης στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας.
15 διατείνεται εμφατικά πως είναι ειλικρινής και λέει μόνο την αλήθεια. Η ποίησή του δεν συνιστά απλώς μια ρεαλιστική απεικόνιση και αναπαράσταση της ζωής του είναι πλέον μια ευθεία αντανάκλασή της: sumque argumenti conditor ipse mei (Tr. 5.1.10). 42 Η πραγματικότητα αφομοιώνεται και ταυτίζεται με τη λογοτεχνία σε τέτοιο βαθμό που τα Tristia μετατρέπονται σε αξιόπιστα ντοκουμέντα της διαβίωσης ενός Ρωμαίου ποιητή στη γη του Πόντου. «Η ποίησή του είναι πλέον μια αδιαμεσολάβητη έκφραση της καθημερινής του εμπειρίας». 43 Η επισήμανση της αλήθειας των περιεχομένων του είναι αναγκαία για έναν ποιητικό λόγο που είναι διατυπωμένος με βάση τους κανόνες και τον τρόπο της επιστολικής αυτοβιογραφίας, αλλά αυτή η έμφαση προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, όταν αντιπαρατεθεί με την πρακτική που ακολούθησε ο Οβίδιος κατά τη συγγραφή των ερωτικών του κειμένων. Στους Amores, κατά παράβαση της ελεγειακής απαίτησης για γνήσιο πάθος, ρεαλισμό και αληθοφάνεια, ο ίδιος προτίμησε, για μετα-ειδολογικούς κυρίως λόγους, την αποστασιοποίηση, την ψευδαίσθηση και την προσποίηση ως ζωτικά και αναπόσπαστα στοιχεία της ελεγειακής του γραφής. 44 Για την περίπτωση των Tristia και των Epistulae ex Ponto, όμως, ο Οβίδιος προκρίνει ως απαραίτητα δομικά συστατικά την άμεση συναισθηματική εμπλοκή, την ειλικρίνεια και την αλήθεια. Με αυτά τα υλικά, βέβαια, κατασκευάστηκε και ο praeceptor amoris της Ars Amatoria, ο οποίος στον πρόλογο εκείνης της συλλογής διαβεβαίωνε τους αναγνώστες του για την επαρκή του διδακτική εμπειρία, επικαλούμενος τα αληθινά ερωτικά βιώματα που αποκόμισε στις ελεγείες των Amores: Usus opus movet hoc: vati parete perito; / vera canam. coeptis, mater Amoris, ades (Ars 1.29-30). Η ποιητική persona της Ars Amatoria, σε αντίθεση με αυτή των Amores, έχει ανάγκη τα αναγνωρισμένα ερωτικά διαπιστευτήρια, προκειμένου να διασφαλιστεί η εγκυρότητα του διδακτικού μηνύματος που απευθύνει στους ερωτευμένους αποδέκτες της. 45 Μια ανάλογη αγωνία διακατέχει και τον εξόριστο ποιητή των Tristia και των Epistulae ex Ponto να κριθεί από τους αναγνώστες του ως αξιόπιστος συνομιλητής και φερέγγυος μάρτυρας των όσων συμβαίνουν στον Πόντο. Αντιλαμβανόμενος, όμως, τον κίνδυνο που διατρέχει να ταυτιστεί με το λογοτεχνικό προσωπείο που τον οδήγησε στην καταστροφή, ο εκτοπισμένος Οβίδιος σπεύδει να αποκαλύψει στον υπέρτατο αναγνώστη και κριτή της ποίησής του, τον Αύγουστο, ένα κοινό λογοτεχνικό μυστικό: crede mihi, distant mores a carmine nostri: / vita verecunda est, Musa 42 Βλ. και τις παρόμοιες επισημάνσεις του εκτοπισμένου ποιητή σε μια από τις πιο ποιητολογικές ελεγείες του ποιητικού corpus της οβιδιακής εξορίας, στην Ex P. 3.9 που κλείνει τη συλλογή των Epistulae ex Ponto 1-3: Musa mea est index, nimium quoque vera, malorum, / atque incorrupti pondera testis habet, Ex P. 3.9.49-50. 43 Hardie (2002 b) 283. 44 Βλ. σχετικά Conte (1989) 449-461, Παπαγγελής (2000) 165-174, Αντωνιάδης (2017) 11-19. 45 Βλ. Lechi (1993) 8-11.
16 iocosa mea. / magnaque pars mendax operum est et ficta meorum (Tr. 2.353-355). Η ζωή του δεν πρέπει να ταυτίζεται απόλυτα με την ποίησή του, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής του παραγωγής αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Η θέση αυτή μπορεί μεν να ικανοποιεί τις α- πολογητικές προθέσεις του δεύτερου βιβλίου των Tristia, αποσταθεροποιεί, όμως, και εν τέλει υπονομεύει την επιδεικτική ανυποκρισία που προβάλλει και διαφημίζει ο Οβίδιος στο υπόλοιπο ποιητικό corpus της εξορίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, «στην παλινωδία» του δεύτερου βιβλίου των Tristia «ο Οβίδιος σχεδόν ανακαλύπτει την έννοια της ελεγειακής persona για την οποία κομπάζουν πολλοί κριτικοί αυτού του αιώνα. Ο συγγραφέας και το υποκείμενο της ερωτικής εμπειρίας μπορούν και πρέπει να διαχωριστούν». 46 Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση μιας ποίησης που περιγράφει πλέον όχι τα ερωτικά βιώματα αλλά την έντονη εμπειρία της εξορίας; Μπορεί ή, ακόμη περισσότερο, πρέπει να αποσπαστεί το πρόσωπο του ποιητή από το ποιητικό του προσωπείο; «Οι σύγχρονες θεωρίες της λογοτεχνίας εκλαμβάνουν ως αξιωματική συνθήκη ότι στην αυτοβιογραφική ποίηση υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στον ποιητή ως εμπειρικό συγγραφέα και τον ποιητή ως μια βολικά επινοημένη persona». 47 Η εφεκτικότητα ορισμένων σχολιαστών της ποίησης της εξορίας να αναγνωρίσουν σε αυτή την ύπαρξη ενός προσωπείου και να κατηγοριοποιήσουν τις λειτουργίες του είναι δηλωτική όχι μόνο της βαρύτητας με την οποία αξιολογούνται οι επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις απόλυτης ταύτισης της πραγματικότητας με την ποίηση, αλλά κυρίως της απορίας που προκαλεί η προαναφερθείσα απουσία ενός πλήρως διαμορφωμένου και κατασκευασμένου ειδολογικού υ- πόβαθρου. Η οβιδιακή persona των Amores αποκαλύπτει την ειδολογική της ιδιαιτερότητα, όταν η συμπεριφορά της αντιπαραβάλλεται με την αντίστοιχη της τιβουλλικής ή της προπερτιανής persona σε παρόμοιες σεναριακές καταστάσεις. Αυτή η αντιβολή είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη για τον πρωταγωνιστή της ποίησης της εξορίας. Χαρακτηριστικό δείγμα ενός κριτικού λόγου που αποδέχεται άκριτα και αναντίρρητα τις συναισθηματικές εκρήξεις του εξόριστου ποιητή αποτελεί η ψυχαναλυτική προσέγγιση του Doblhofer που εκλαμβάνει τους στίχους του εκτοπισμένου Οβίδιου ως γνήσια και ειλικρινή ξεσπάσματα μιας δραματικής εμπειρίας και δεν διαχωρίζει ουσιαστικά το ποιητικό Εγώ από τον ποιητικό δημιουργό. 48 Στην επισήμανση αυτής της ιδιότυπης βιογραφικής πλάνης και στην ανάδειξη της λογοτεχνικής υπόστασης του αφηγηματικού ήρωα 46 Barchiesi (2001) 98. 47 Claassen (2008) 8. 48 Doblhofer (1980), (1987) passim.
17 των Tristia και των Epistulae ex Ponto συνέβαλε καθοριστικά η διδακτορική διατριβή της Thomsen με την κατάδειξη της αποστασιοποίησης (detachment) του Οβίδιου από τις ιστορίες που αφηγείται αλλά και της χειραγώγησης (manipulation) των αναγνωστών από τον πρωταγωνιστή των ελεγειών μέσα από την ανάληψη διάφορων ρόλων, 49 όσο, κυρίως, η συστηματική μελέτη του ζητήματος από την Claassen. 50 Οικειοποιούμενη την έννοια της αμφιταλαντευόμενης ταυτότητας (wavering identity) που εισηγήθηκε ο Fränkel για την ερμηνεία των ποικίλων αφηγητών που απαντούν στο κείμενο των Μεταμορφώσεων, 51 η Claassen επιδιώκει να συνθέσει τις απόψεις περί λογοτεχνικής ειλικρίνειας του Allen 52 και του Griffin 53 και προτείνει τελικά την ύπαρξη πολλαπλών προσωπείων στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας, τα οποία και συγκεκριμενοποιεί σε αυτά του poeta, του exsul και του vates. Παρά τις επιμέρους ενστάσεις για την προτεινόμενη κατηγοριοποίηση, 54 η Claassen κατέδειξε πως ο Οβίδιος στην ποίηση της εξορίας μετέρχεται τα ίδια ρητορικά σχήματα και τα ίδια υφολογικά μέσα με την προγενέστερη ελεγειακή ποίηση για να κατασκευάσει ένα πειστικό και ρεαλιστικό ποιητικό προσωπείο. Από αυτή την άποψη είναι αξιοσημείωτη η υπαναχώρηση και η άκρως προσεκτική διατύπωση επί του θέματος από τη Seibert στην πιο πρόσφατη μονογραφία που ασχολήθηκε επισταμένως με το ζήτημα: «στην οβιδιακή λογοτεχνία της εξορίας συναντάται μια ποιητική persona που ανακαλεί σε ορισμένα της σημεία τις προγενέστερες ερωτικές ελεγείες, αν και βασίζεται πολύ πιο ξεκάθαρα στον πραγματικό συγγραφέα». 55 Η δύναμη που ασκεί το αυτοβιογραφικό περιεχόμενο της ποίησης είναι τέτοιο που το προσωπείο του εξόριστου ποιητή θεωρείται πως διαθέτει ισχυρότερο ιστορικό και οντολογικό έ- ρεισμα από αυτό του εραστή-ποιητή. Έχοντας υπόψη αυτές τις προτάσεις και αυτούς τους προβληματισμούς, επέλεξα τελικά να ακολουθήσω τον βασικό διαχωρισμό και να διακρίνω για τις ανάγκες της διατριβής τον Οβίδιο, τον ποιητή και τον δημιουργό των Tristia και των Epistulae ex Ponto, από τον εξόριστο ή εκτοπισμένο ποιητή, την ποιητική του persona, δηλαδή, που αφηγείται τα βάσανα και τις περιπέτειες 49 Thomsen (1979). 50 Βλ. Claassen (1986), (1988), (1999 a.), (2008). 51 Fränkel (1945). 52 Allen (1950). 53 Griffin (1985). 54 Βλ. σχετικά Chwalek (1996) 22-23. 55 Seibert (2014) 41. Για τα ακριβή χαρακτηριστικά της ποιητικής persona των Tristia και των Epistulae ex Ponto που βασίζονται σε μια αφηγηματολογική ανάγνωση των ελεγειακών αυτών συλλογών, βλ. σσ. 108-162, ενώ για μια ακόμη πιο σθεναρή υποστήριξη της παρουσίας ενός ποιητικού προσωπείου στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας, βλ. Holzberg (2002) 21-27. Πρβ. επίσης και τη θέση της Rosenmeyer (1997) 29, ότι «η εξόριστη ποιητική persona του Οβίδιου αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια της αλληλογραφίας της σαν μια λογοτεχνική συρραφή άλλων κειμένων και ταυτοτήτων».
18 της εξορίας. 56 Ο όρος εξόριστος ποιητής επιχειρεί να μεταφράσει στα συμφραζόμενα των Tristia και των Epistulae ex Ponto, καθώς και να ανακαλέσει στη μνήμη του αναγνώστη, τον σχετικό όρο του εραστή-ποιητή που χρησιμοποιείται κατά κόρον στις αναλύσεις της ρωμαϊκής ερωτικής ε- λεγείας. 57 Με αυτόν τον τρόπο δηλώνεται ο συμβατικός και τυπικός χαρακτήρας αυτού του προσωπείου που μπορεί να μην υπακούει στους ίδιους ακριβώς κανόνες και στις ίδιες διατάξεις με αυτές του εραστή ποιητή, είναι, όμως, και αυτός εξίσου ειδολογικά και προγραμματικά (προ)καθορισμένος. O εκτοπισμένος ποιητής είναι ρυθμισμένος να θρηνεί και να καταγράφει με έναν υποκειμενικό και συναισθηματικά φορτισμένο τρόπο τις εμπειρίες της εξορίας να αλληλογραφεί όχι με χαριτωμένες κοπέλες και ερωτοχτυπημένους φίλους, όπως στους Amores, αλλά με τη σεμνή του σύζυγο και την καλλιτεχνική και πολιτική ελίτ της Ρώμης, επικαλούμενος μάλιστα τον άγραφο ηθικό κώδικα της amicitia, όπως αρμόζει εξάλλου σε έναν μετανιωμένο και μετανοημένο πολίτη του ρωμαϊκού imperium και, τέλος, να σχολιάζει και να υποσημειώνει διαρκώς αυτόν καθεαυτόν τον ποιητικό λόγο που εκφέρει. Ο αναστοχασμός πάνω στο είδος και την ποιότητα του λογοτεχνικού κειμένου δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αποκλειστικό γνώρισμα του εξόριστου ποιητή των Tristia και των Epistulae ex Ponto. Σε ανάλογες δηλώσεις προβαίνουν τόσο ο τιβουλλικός, όσο κυρίως ο προπερτιανός και ο οβιδιακός εραστής-ποιητής των Amores. Αν, όμως, για λόγους που άπτονται με το καθυστερημένο χρονικό σημείο της συγγραφής της, εκείνη η οβιδιακή συλλογή «ευνοούσε την ένταση της ποιητικής μεταγλώσσας, δηλαδή έναν ελεγειακό ποιητικό λόγο που μιλούσε για τον εαυτό του και που έρεπε στον αυτοσυνείδητο επισχολιασμό της καταγωγής του με άλλα λόγια στον θεωρητικό αυτοστοχασμό και στην αυτο-ανακλαστικότητα», 58 τότε η χρονική συγκυρία της συγγραφής των Tristia και των Epistulae ex Ponto που συμπίπτει με το κλείσιμο της οβιδιακής ποιητικής καριέρας 56 Για λόγους εκφραστικής variatio χρησιμοποιούνται στο κείμενο της εργασίας και οι όροι εκτοπισμένος Οβίδιος ή εξόριστος Οβίδιος που δηλώνουν και αυτοί με τη σειρά τους το ποιητικό Εγώ της οβιδιακής ποίησης της εξορίας. 57 Αξίζει να διευκρινίσω σε αυτό το σημείο πως στην εργασία δεν γίνεται χρήση της περαιτέρω διάκρισης που εισηγείται ο Conte (1989) 449-456, ειδικά για τους Amores, και με την οποία το προσωπείο του ποιητή διαφοροποιείται από αυτό του εραστή. Και στην περίπτωση των Amores, δηλαδή, ξεχωρίζω τον Οβίδιο, τον εμπειρικό συγγραφέα, από τον εραστή- ποιητή, το ποιητικό του προσωπείο, έχοντας επίγνωση, βέβαια, της μεγαλύτερης αντίληψης του ελεγειακού κώδικα και των διατάξεών του που διαθέτει η συγκεκριμένη persona σε σχέση με αυτές που απαντούν στις ελεγείες του Τίβουλλου και του Προπέρτιου. 58 Παπαγγελής (2000) 172.
19 επιτρέπει στον εξόριστο ποιητή, και πίσω από αυτόν στον ίδιο τον Οβίδιο, να εντείνει ακόμη περισσότερο την ποιητική μεταγλώσσα και να αναστοχαστεί όχι μόνο τη θέση του στον ελεγειακό κανόνα αλλά και την εν γένει καλλιτεχνική του παρουσία στα λογοτεχνικά πράγματα της Ρώμης. Εκτός αυτού, βέβαια, η προκείμενη περίοδος σηματοδοτεί και ευρύτερες λογοτεχνικές α- νακατατάξεις, δεδομένου ότι εγκαινιάζει την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο της λατινικής ποίησης. Τοποθετημένη χρονικά σε αυτό το κρίσιμο μεταβατικό σημείο ανάμεσα στο κλείσιμο της κλασικής και την έναρξη της μετακλασικής περιόδου, η οβιδιακή ποίηση της εξορίας με την έμφαση που αποδίδει στο ζήτημα της ποιότητας του εκφερόμενου ποιητικού λόγου κατά κάποιο τρόπο προκαταλαμβάνει και προοικονομεί τη συζήτηση περί υποβάθμισης ή και υποτίμησης της λατινικής ποίησης εκείνης της περιόδου. Η θεματοποίηση της παρακμής (decline) συνιστά το κατεξοχήν μεταποιητικό σήμα που απαντά στο κείμενο των Tristia και των Epistulae ex Ponto και αποτελεί αντικείμενο μείζονος πραγμάτευσης στην παρούσα μελέτη όχι μόνο ως προς τη συγχρονική του εκπομπή μέσα στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας, αλλά και στη διαχρονική του αναπαραγωγή και πρόσληψη από εκπροσώπους της πρώιμης αυτοκρατορικής περιόδου της λατινικής λογοτεχνίας. Άρρηκτα συνυφασμένη με το ζήτημα της παρακμής ή για την ακρίβεια με τη ρητορική της παρακμής στην οβιδιακή ποίηση της εξορίας είναι η έννοια της νεωτερικότητας. Δεν νοείται μεταποιητική και ποιητολογική συζήτηση στο συμβατικό και τυποποιημένο πλαίσιο της λατινικής ποίησης χωρίς τη χρήση και την επίκληση της καλλιμαχικής ποιητικής και της σχετικής ορολογίας. Σε αυτή τη συζήτηση, όμως, τα σχετικά χωρία των Tristia και των Epistulae ex Ponto συμμετέχουν όχι για να δηλώσουν τη συμμόρφωσή τους με τους καλλιμαχικούς κανόνες και τη νεωτερική νόρμα, όπως ακριβώς έκαναν, δηλαδή, οι εκπρόσωποι του αλεξανδρινισμού στη Ρώμη της εποχής, αλλά προκειμένου να εκφράσουν τη δυσκολία που αντιμετωπίζει πλέον ο εκτοπισμένος ποιητής να ανταποκριθεί στις αυστηρές προδιαγραφές της νεωτερικότητας καθώς και το άγχος που τον έχει καταλάβει για την ενδεχόμενη απώλειά της. Ο έλεγχος αυτών των αναφορών και η εξακρίβωση της εγκυρότητάς τους ανάγεται εκ των πραγμάτων σε κεντρικό άξονα της σπουδής του ποιητικού λόγου της εξορίας. Μια ενδεικτική συζήτηση των θεμάτων που αναφέρθηκαν στις προηγούμενες σελίδες α- παντά στους στίχους της ελεγείας Tr. 5.1, της ελεγείας, δηλαδή, που προλογίζει το πέμπτο βιβλίο της συλλογής αλλά και το κυρίως μέρος αυτής της εργασίας. Η πρόταξη της ανάλυσης αυτού του