Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Σχολή Περιβάλλοντος Τµήµα Περιβάλλοντος, ΠΜΣ Περιβαλλοντική Πολιτική και ιαχείριση



Σχετικά έγγραφα
Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης

Η πολιτική που αφορά τη δομή της παραγωγικής διαδικασίας και όχι το παραγόμενο γεωργικό προϊόν

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ» ΜΥΤΙΛΗΝΗ 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΕΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΘΕΟ ΩΡΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΗΜΕΡΙ Α ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ AGROQUALITY FESTIVAL. Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ελληνικό Αγρο-διατροφικό Σύστημα και Κ.Α.Π. Κλωνάρης Στάθης Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

Τεχνολογική Προοπτική Διερεύνηση στην Ελλάδα ( )

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ «ΑΛΕΞΑΝ ΡΟΣ ΜΠΑΛΤΑΤΖΗΣ»

Κοινή Διαρθρωτική Πολιτική. Πολιτική Ανάπτυξης της Υπαίθρου (Rural Development)

acert Ευρωπαϊκός Οργανισµός Πιστοποίησης Α.Ε ιεύθυνση Μάρκετινγκ & Πωλήσεων Πιστοποίηση των Αγροτικών Προϊόντων και Επιχειρηµατικότητα στα Βαλκάνια

Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)


Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

«Η επιχειρηματικότητα στις ορεινές περιοχές του Δήμου Πύλης»

Τ Ρ Ι Η Μ Ε Ρ Ο - ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑ ΑΣ (Τ.Ε.Ε.)

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

foodstandard ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΑΓΡΟΤΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ Δηµήτριος Μελάς Προϊστάµενος Αγροτικού Τοµέα Μόνιµη Ελληνική Αντιπροσωπεία στη Ε.Ε.

Ι. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε.

ΠΕΠ ΑΝ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Κτηνοτροφία Ορεινών Περιοχών & Κοινωνική Επιχειρηματικότητα ΚΑΝΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙ ΡΟΥΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Επεξεργασία Μεταποίηση. ΝτουµήΠ. Α.

Μελέτες Περιπτώσεων. Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

Σύγχρονη Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων.

Αγροτική Οικονομία. Ενότητα 1: Εισαγωγή

Τοπική ανάπτυξη & κοινωνική επιχειρηματικότητα

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

«Αναδιάρθρωση της καλλιέργειας του καπνού : Επιχειρηµατική Καθοδήγηση για την Βιωσιµότητα των Αγροτικών Επιχειρήσεων & Προοπτικές

Πανελλήνιο συνέδριο νέων αγροτών Ρόδος Σεπτεμβρίου Subtitle. Συντάκης Μιλτιάδης ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΕ

ΕΘΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Προστιθέμενη αξία και τρόφιμα με Γεωγραφικές Ενδείξεις

Χάραξη πολιτικής για την προώθηση αειφόρων μορφών γεωργίας και τη στήριξη νέων αγροτών

Ορεινή µορφολογία, ακραίες καιρικές συνθήκες, µικρή

Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική και η βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη στην Ελλάδα

Αγροτική Επιχειρηματικότητα: Τάση ή Εργαλείο Ανάπτυξης

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή στη Διοίκηση Επιχειρήσεων

Επιχειρηματική ευφυΐα και τουρισμός

Το Επενδυτικό σχέδιο 3. Βασικές έννοιες και ορισµοί

Αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι,

ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΑ ΠΟΤΑ

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. 1) Παράδειγµα κριτηρίου ερωτήσεων κλειστού τύπου - ανοικτού τύπου (εξέταση στο µάθηµα της ηµέρας)

8. Συµπεράσµατα Προτάσεις

1. Οικονομική Πολιτική, Περιφερειακή Πολιτική,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. με τη διατύπωση συγκεκριμένου Αναπτυξιακού Σχεδίου, με την στήριξη του Σχεδίου από μια ισχυρή και βιώσιμη εταιρική σχέση και

Βιολογική προβατοτροφία

Ημερομηνία: Σεπτέμβριος 8, 2016

Οι δραστηριότητες του Ο.Γ.Ε.Ε.Κ.Α «ΗΜΗΤΡΑ» στον τοµέα της κατάρτισης των αγροτών σχετικά µε την παραγωγή βιολογικών προϊόντων Πηνελόπη.

Workshop 1. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ & ΚΥΚΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ στο νησιωτικό χώρο

ΤΟΣ Εφοδιαστική Αλυσίδα (Logistics)

9. Κάθε στρατηγική επιχειρηματική μονάδα αποφασίζει για την εταιρική στρατηγική που θα εφαρμόσει. α. Λάθος. β. Σωστό.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Προτεραιότητες Εθνικής και Περιφερειακής Στρατηγικής Έξυπνης Εξειδίκευσης. Αγροδιατροφικό Σύμπλεγμα

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΣΠΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή

Θέµα: ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 3299/2004

ΙΚΤΥΟ ΟΙΝΟΠΟΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

«Αγροτικό Ζήτημα» ή «Αγροτικό Πρόβλημα» Ο κλασικός ορισμός:

Η σύγχρονη προσέγγιση στην εκπαίδευση για το μέλλον του αγροδιατροφικού τομέα στην Ελλάδα. Perrotis College Dr. Konstantinos Rotsios

«Αναδιάρθρωση της καλλιέργειας του καπνού µε άλλες ανταγωνιστικές καλλιέργειες»

43,97 % 43,97 % 1698/2005,

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ 2020

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΦΕΚ 3313/B/ Αθήνα, Αρ. Πρωτ.: 2635 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Επιχειρηµατικότητα στα βιολογικά προϊόντα

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Ηαποδοτικότητατουαγροτικού µάρκετινγκ. ΝτουµήΠ. Α.

Ταμείου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ:

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Οµιλία Του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου Χάρη Κυριαζή

«Ασφάλεια και Πιστοποίηση Τοπικών Παραδοσιακών Προϊόντων»

ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 4 «ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ» ΤΟΥ ΕΠΑΛΘ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΕΤΘΑ:

Ηέννοιατωναγροτικών προϊόντων ΝΤΟΥΜΗΠ. Α.

Ε.Π. Κ.Π. «LEADER+» ( )

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Χρηματοοικονομική Διοίκηση ΙΙ

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο : πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Τοπικά προϊόντα, ταυτότητα και τουρισμός: Μια απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη - Σπύρ Παρασκευή, 27 Μαΐου :00

Η Πρόκληση της Ανταγωνιστικότητας Η Εκθεση για την Παγκόσµια Ανταγωνιστικότητα,

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Αγροτική πολιτική από το 2004:

ΠΡΟΣ: κ. Βουτσινάς Γεώργιος, Πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ιουλίδας «Η Καστριανή» Κέα - Νομού Κυκλάδων Fax:

Transcript:

Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Σχολή Περιβάλλοντος Τµήµα Περιβάλλοντος, ΠΜΣ Περιβαλλοντική Πολιτική και ιαχείριση Ιδιότυπα αγρο-διατροφικά προϊόντα και βιώσιµη ανάπτυξη Λιγότερο Ευνοηµένων Περιοχών: η περίπτωση του νησιωτικού χώρου ιδακτορική ιατριβή Βακουφάρης Χρήστος Μυτιλήνη 2007

Περιεχόµενα 1. Εισαγωγή 10 1.1. Ερευνητικό ερώτηµα 11 1.2. Επισκόπηση µεθοδολογικού πλαισίου 11 1.3. Πρωτοτυπία διδακτορικής διατριβής 12 2. Αναδροµή στη βιβλιογραφία 15 2.1. Βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου 15 2.1.1. Η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης προβλήµατα λειτουργικού ορισµού 15 2.1.2. Προβλήµατα του παραγωγιστικού γεωργικού µοντέλου 16 2.1.3. Βιώσιµη γεωργία Μετάφραση του όρου της βιώσιµης ανάπτυξης στον πρωτογενή τοµέα 17 2.1.4. Βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου 18 2.2. Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές 22 2.2.1. Ορισµός των Λιγότερο Ευνοηµένων Περιοχών 22 2.2.2. Εφαρµογή του Σχεδίου για τις ΛΕΠ 25 2.2.3. Αποτίµηση των επιπτώσεων του Σχεδίου για τις ΛΕΠ 26 2.2.4. Υπάρχουσα κατάσταση 28 2.2.5. Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές στην Ελλάδα 28 2.3. Τα νησιά ως µειονεκτικές περιοχές 34 2.3.1. Ορισµός και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιών 34 2.3.2. Τα χαρακτηριστικά των Ελληνικών νησιών και των κατοίκων τους 37 2.3.3. Τα Ελληνικά νησιά ως Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές 39 2.4. Ποιότητα αγρο-διατροφικών προϊόντων 40 2.4.1. Ορισµός της ποιότητας των αγρο-διατροφικών προϊόντων 42 2.4.2. Από την ποιότητα στην ιδιοτυπία 44 3. Θεωρητικό πλαίσιο 46 3.1. Προς µία µεθοδολογία για την επίτευξη της βιώσιµης ανάπτυξης 46 3.2. Προς ένα ευρύτερο ορισµό των µειονεκτικών περιοχών 47 3.3. Ορισµός της ιδιοτυπίας 48 3.3.1. Κατηγορίες ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 50 3.3.2. Θεωρίες ερµηνείας των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 55 3.3.2.1. Οικονοµική προσέγγιση των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 55 3.3.2.2. Κοινωνικο-οικονοµικές προσεγγίσεις των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων _58 3.3.2.3. Εναλλακτικές, Βραχείες & Υβριδικές αλυσίδες των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 62 3.3.3. Συνεισφορά των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στη βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου 64 3.3.3.1. Οικονοµικά οφέλη 65 3.3.3.2. Κοινωνικά πολιτισµικά οφέλη 65 3.3.3.3. Περιβαλλοντικά οφέλη 67 3.3.3.4. Ενστάσεις για τη συνεισφορά των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στη βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου 67 3.4. ιάκριση επιχειρήσεων σε επιβιώνοντες, ικανοποιητές κέρδους και αθροιστές 71 4. Μεθοδολογικό πλαίσιο 73 4.1. Καθοριστικοί Παράγοντες για την επιτυχία των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 73 4.2. Καθοριστικοί Παράγοντες για τις επιπτώσεις των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στη βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου 80 4.3. Βαθµολόγηση των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 83 4.4. Η επιλογή της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου ως περιοχής µελέτης περίπτωσης 84 1

4.4.1. Σύντοµη περιγραφή της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου 84 4.4.2. Καταγραφή των αλυσίδων των αγρο-διατροφικών προϊόντων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου 86 4.4.3. Βαθµολόγηση των αγρο-διατροφικών προϊόντων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας των προϊόντων 88 4.4.3.1. Τυρί 89 4.4.3.2. Ελαιόλαδο 94 4.4.3.3. Οίνος 95 4.4.3.4. Μαστίχα 96 4.4.3.5. Μέλι 97 4.4.3.6. Γάλα 97 4.4.3.7. Χυµός Βιολογικός Χυµός 97 4.5. Επιλογή των προϊόντων περιπτωσιολογικής µελέτης 98 4.6. Ο σχεδιασµός της έρευνας 99 5. Παρουσίαση της έρευνας και των αποτελεσµάτων 103 5.1. Ελαιόλαδο ΠΓΕ Λέσβου Χύµα Ελαιόλαδο Λέσβου 103 5.1.1. εδοµένα ιδιοκτήτη - εργαζοµένων 104 5.1.2. εδοµένα επιχειρήσεων 105 5.1.3. Ιδιαιτερότητες τεχνογνωσίας - δεξιότητες 106 5.1.4. Παραγωγή προϊόντων 107 5.1.5. ίκτυα διανοµής των τελικών προϊόντων 112 5.1.6. Καθετοποίηση παραγωγής 114 5.1.7. Έρευνα και ανάπτυξη ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης 115 5.1.8. Συνεργασία µεταξύ των επιχειρήσεων επάρκεια ελέγχων 115 5.1.9. Προβλήµατα επιχειρήσεων 117 5.1.10. ιαχείριση αποβλήτων 118 5.1.11. Προστιθέµενη αξία περιθώρια κέρδους 118 5.2. Λαδοτύρι ΠΟΠ Μυτιλήνης Γραβιέρα Λέσβου 120 5.2.1. εδοµένα ιδιοκτήτη - εργαζοµένων 123 5.2.2. εδοµένα επιχειρήσεων 124 5.2.3. Ιδιαιτερότητες τεχνογνωσίας - δεξιότητες 125 5.2.4. Παραγωγή προϊόντων 131 5.2.5. ίκτυα διανοµής των τελικών προϊόντων 142 5.2.6. Καθετοποίηση παραγωγής 143 5.2.7. Έρευνα και ανάπτυξη ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης 143 5.2.8. Συνεργασία µεταξύ των επιχειρήσεων επάρκεια ελέγχων 144 5.2.9. Προβλήµατα επιχειρήσεων 147 5.2.10. ιαχείριση αποβλήτων 149 5.2.11. Προστιθέµενη αξία περιθώρια κέρδους 150 5.3. Οίνος VQPRD Σάµου Χύµα Οίνος Σάµου 152 5.3.1. εδοµένα ιδιοκτήτη - εργαζοµένων 155 5.3.2. εδοµένα επιχειρήσεων 155 5.3.3. Ιδιαιτερότητες τεχνογνωσίας - δεξιότητες 156 5.3.4. Παραγωγή προϊόντων 157 5.3.5. ίκτυα διανοµής των τελικών προϊόντων 163 5.3.6. Καθετοποίηση παραγωγής 164 5.3.7. Έρευνα και ανάπτυξη ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης 164 5.3.8. Συνεργασία µεταξύ των επιχειρήσεων επάρκεια ελέγχων 165 5.3.9. Προβλήµατα επιχειρήσεων 166 5.3.10. ιαχείριση αποβλήτων 167 5.3.11. Προστιθέµενη αξία περιθώρια κέρδους 167 5.4. Μαστίχα Χίου ΠΟΠ 169 5.4.1. εδοµένα ιδιοκτήτη - εργαζοµένων 169 5.4.2. εδοµένα επιχειρήσεων 169 5.4.3. Ιδιαιτερότητες τεχνογνωσίας - δεξιότητες 170 5.4.4. Παραγωγή προϊόντων 171 5.4.5. ίκτυα διανοµής των τελικών προϊόντων 176 2

5.4.6. Καθετοποίηση παραγωγής 177 5.4.7. Έρευνα και ανάπτυξη ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης 179 5.4.8. Συνεργασία µεταξύ των επιχειρήσεων επάρκεια ελέγχων 181 5.4.9. Προβλήµατα επιχειρήσεων 182 5.4.10. ιαχείριση αποβλήτων 184 5.4.11. Προστιθέµενη αξία περιθώρια κέρδους 184 6. Συζήτηση των αποτελεσµάτων της έρευνας 186 6.1. Βαθµολόγηση των επιχειρήσεων βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας τους 186 6.1.1. Βαθµολόγηση των επιχειρήσεων τυποποίησης ελαιολάδου βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας τους 186 6.1.2. Βαθµολόγηση των τυροκοµικών επιχειρήσεων βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας τους 189 6.1.3. Βαθµολόγηση των επιχειρήσεων οινοποίησης βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχία τους 193 6.1.4. Βαθµολόγηση της ΕΜΧ βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας της 196 6.1.5. Βαθµολόγηση των επιχειρήσεων βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας τους _198 6.2. Εκτίµηση οικονοµικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων 202 6.2.1. Εκτίµηση οικονοµικών επιπτώσεων 202 6.2.2. Εκτίµηση κοινωνικών επιπτώσεων 216 6.2.3. Εκτίµηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων 220 7. Συµπεράσµατα 225 7.1. Για τα αποτελέσµατα της έρευνας 225 7.2. Για το µεθοδολογικό πλαίσιο της έρευνας 232 7.3. Προτάσεις για περαιτέρω έρευνα 234 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 236 3

Πίνακες Πίνακας 1: Χρησιµοποιούµενη Γεωργική Γη (ΧΓΓ) σε ΛΕΠ στην ΕΕ (1996) 25 Πίνακας 2: Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές στην Ελλάδα (2001) 29 Πίνακας 3: Χρήσεις γης στις κανονικές περιοχές και στις ΛΕΠ ως % της Χρησιµοποιούµενης Γεωργικής Γης για το έτος 2001 και τάσεις αυτών σε σχέση µε το 1991 31 Πίνακας 4: ιαρθρωτικά χαρακτηριστικά των εκµεταλλεύσεων των ΛΕΠ της Ελλάδος (2001) _32 Πίνακας 5: Αριθµός εκµεταλλεύσεων και µέση εξισωτική αποζηµίωση ανά εκµετάλλευση στην Ελλάδα 33 Πίνακας 6: Πληθυσµός των νησιωτικών Νοµών µεταξύ (1951-2001) 37 Πίνακας 7: είκτης Γήρανσης των νησιωτικών Νοµών (1991-2001) 38 Πίνακας 8: Επίπεδο εκπαίδευσης (%) στους νησιωτικούς Νοµούς (1991-2001) 38 Πίνακας 9: Ανεργία στους νησιωτικούς Νοµούς ως % του συνολικού πληθυσµού και ως % του ενεργού πληθυσµού 1971-2001 39 Πίνακας 10: Σύγκριση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των εκµεταλλεύσεων των ΛΕΠ των νησιωτικών και των ηπειρωτικών περιοχών (2001) 40 Πίνακας 11: Χρήσεις γης στις κανονικές και στις ΛΕΠ νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές ως % της Χρησιµοποιούµενης Γεωργικής Γης για το έτος 2001 και τάσεις αυτών σε σχέση µε το 1991 40 Πίνακας 12: Ατέλειες της αγοράς της συµβατικής αγρο-διατροφικής αλυσίδας στον τοµέα του γάλατος στην Ελβετία 58 Πίνακας 13: Τα χαρακτηριστικά των 4 παραγωγικών κόσµων 61 Πίνακας 14: ιαφορές µεταξύ συµβατικών και εναλλακτικών αλυσίδων διάθεσης τροφίµων_ 63 Πίνακας 15: Χαρακτηριστικά 4 επιτυχηµένων ιδιότυπων τυριών στην Ευρώπη 76 Πίνακας 16: Κατηγοριοποίηση των Καθοριστικών Παραγόντων για την Επιτυχία των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων και χαρακτηρισµός αυτών 77 Πίνακας 17: Επιλεγµένοι Καθοριστικοί Παράγοντες για την επιτυχία των ιδιότυπων αγροδιατροφικών προϊόντων και Μεταβλητές µέτρησης της επιτυχίας 79 Πίνακας 18: Επιλεγµένοι Καθοριστικοί Παράγοντες για την εκτίµηση των επιπτώσεων των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 82 Πίνακας 19: Παράδειγµα άθροισης των χρησιµοποιούµενων Μεταβλητών 83 Πίνακας 20: Πληθυσµός στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, είκτης γήρανσης και είκτης εξάρτησης (1991-2001) 85 Πίνακας 21: Άνεργοι στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου (1991-2001) 85 Πίνακας 22: Συνεισφορά του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς Τοµέα ως % του ΑΕΠ στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου (1992-1998) 86 Πίνακας 23: ΑΕΠ των Νοµών της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και ΑΕΠ ως % του µέσου όρου της Ελλάδος (2000-2002) 86 Πίνακας 24: Αριθµός εκµεταλλεύσεων και επιχειρήσεων µεταποίησης τυποποίησης των αγροδιατροφικών προϊόντων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου 87 Πίνακας 25: ιάρθρωση της παραγωγής στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου για τα προϊόντα τυρί, ελαιόλαδο, οίνος, µαστίχα, µέλι, γάλα, χυµοί 88 Πίνακας 26: Βαθµολόγηση των προϊόντων βάσει των Μεταβλητών µέτρησης επιτυχίας 98 Πίνακας 27: Αριθµός επιχειρήσεων που αποτέλεσαν το δείγµα της έρευνας 100 Πίνακας 28: Τυποποιητήρια ελαιολάδου στη Λέσβο, νοµική µορφή αυτών και εργαζόµενοι το 2002 & το 2005 104 4

Πίνακας 29: Ελαιόλαδο (σε τόνους) που διακινούν οι επιχειρήσεις τυποποίησης ανά κατηγορία ποιότητας (2005) 107 Πίνακας 30: Αριθµός παραγωγών και αριθµός ελαιοτριβείων µε τα οποία συνεργάζονται οι επιχειρήσεις τυποποίησης (2005) 108 Πίνακας 31: Κόστος (σε ) λοιπών πρώτων υλών της επιχείρησης Ν ο 4 (2003-2004) 110 Πίνακας 32: Μέσες τιµές παραγωγού και πώλησης χύµα - τυποποιηµένου προϊόντος (σε / λίτρο) 111 Πίνακας 33: Λιανικές τιµές (σε ) διαφόρων προϊόντων τυποποιηµένου ελαιολάδου σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδος για την περίοδο 16/5/2004-6/5/2005 111 Πίνακας 34: Τζίροι και κέρδη (σε ) ορισµένων από τις επιχειρήσεις βάσει των ισολογισµών αυτών (2000-2004) 119 Πίνακας 35: Ορισµένα οικονοµικά χαρακτηριστικά όπως αυτά δηλώθηκαν από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τυποποίησης ελαιολάδου για το έτος 2004 119 Πίνακας 36: Μέσες χονδρικές τιµές χύµα, παρθένου, έξτρα παρθένου και ΠΓΕ ελαιολάδου ( / λίτρο) της επιχείρησης Ν ο 4 (2001-2004) 120 Πίνακας 37: Τυροκοµεία στη Λέσβο, νοµική µορφή αυτών & εργαζόµενοι (2002-2005) 123 Πίνακας 38: Τεχνικές τυροκόµισης των τυροκοµείων της Λέσβου 128 Πίνακας 39: Αριθµός κτηνοτρόφων µε τους οποίους συνεργάζονται τα τυροκοµεία της Λέσβου 132 Πίνακας 40: Ποσότητες πρώτων υλών (σε κιλά) για την παραγωγή τυριών και τιµές αυτών (σε / κιλό) (2004-2005) 134 Πίνακας 41: Τυριά που παράγουν τα τυροκοµεία του δείγµατος της έρευνας 136 Πίνακας 42: Παραγωγή του ΠΟΠ τυριού Λαδοτύρι Μυτιλήνης (2001-2005) στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου (σε κιλά) 136 Πίνακας 43: Παραγωγή Γραβιέρας (2001-2005) στην Περιφέρεια Β. Αιγαίου (σε κιλά) 137 Πίνακας 44: Χονδρικές και λιανικές τιµές ( / κιλό) Λαδοτυριού ΠΟΠ και Γραβιέρας των επιχειρήσεων του δείγµατος 138 Πίνακας 45: Λιανικές τιµές ( / κιλό) διαφόρων τυριών σε Αθήνα-Μυτιλήνη (8/1/2004-6/5/2005) 139 Πίνακας 46: Τζίροι και κέρδη (σε ) τριών επιχειρήσεων βάσει των ισολογισµών αυτών (2000-2003) 151 Πίνακας 47: Ορισµένα οικονοµικά χαρακτηριστικά (σε ) όπως αυτά δηλώθηκαν από τους υπευθύνους των τυροκοµείων για το έτος 2004 151 Πίνακας 48: Νοµική µορφή, µόνιµοι και εποχικοί εργαζόµενοι των τριών οινοποιείων του δείγµατος 155 Πίνακας 49: Παραγόµενες ποσότητες σταφυλιών (σε κιλά) ανά ποικιλία της ΕΟΣΣ (1996-2005) 157 Πίνακας 50: Παραγόµενες ποσότητες οίνων (σε λίτρα) ανά είδος της ΕΟΣΣ (1996-2004) 157 Πίνακας 51: Χύµα και εµφιαλωµένοι οίνοι της ΕΟΣΣ (σε λίτρα), αξίες αυτών (σε ) και µέσες τιµές (σε ) για την περίοδο 1990-1998 158 Πίνακας 52: Προκαταβολές παραγωγών (σε ) 159 Πίνακας 53: Πρώτες ύλες και κόστος αυτών για τις επιχειρήσεις Ν ο 1 και Ν ο 2 (2005) 159 Πίνακας 54: Παραγόµενα προϊόντα από τις επιχειρήσεις Ν ο 1 και Ν ο 2 (2005) 160 Πίνακας 55: Τιµοκατάλογος της ΕΟΣΣ (σε ) για τα έτη 2002 και 2005 160 Πίνακας 56: Εκτίµηση* των παραγόµενων προϊόντων (σε λίτρα) της ΕΟΣΣ και χονδρικές τιµές αυτών (σε / λίτρο) 161 Πίνακας 57: Λιανικές τιµές ( / 750 ml) των οίνων της ΕΟΣΣ και άλλων οίνων σε 3 πόλεις της Ελλάδος σε συγκεκριµένα σούπερ µάρκετ την περίοδο 10/1/2005-6/5/2005 162 5

Πίνακας 58: Εξαγωγές της ΕΟΣΣ χύµα αλλά και εµφιαλωµένου οίνου (1998) 163 Πίνακας 59: Ορισµένα οικονοµικά χαρακτηριστικά (σε ) όπως αυτά δηλώθηκαν από τους υπευθύνους των οινοποιείων για το έτος 2004 167 Πίνακας 60: Έσοδα και έξοδα της ΕΟΣΣ (σε ) για την περίοδο 1996-2004 168 Πίνακας 61: Τζίροι και κέρδη (ζηµίες) της ΕΟΣΣ (σε ) σύµφωνα µε τους ισολογισµούς της 168 Πίνακας 62: Παραγωγή Μαστίχας (τόνοι) και τιµή παραγωγού ( / κιλό) (1998-2004) 173 Πίνακας 63: Παραγόµενες ποσότητες των διαφόρων προϊόντων (πλην φυσικής Μαστίχας) της ΕΜΧ και τιµές αυτών (2005) 174 Πίνακας 64: Εξαγωγές Μαστίχας της ΕΜΧ (σε κιλά) για την περίοδο 1995-2004 174 Πίνακας 65: Εξαγωγές Τσίκλας της ΕΜΧ (σε κιλά) για την περίοδο 1995-2004 175 Πίνακας 66: Εξαγωγές Μαστιχέλαιου της ΕΜΧ (σε κιλά) για την περίοδο 1995-2004 175 Πίνακας 67: Το Στρατηγικό Σχέδιο ανάπτυξης της ΕΜΧ για την περίοδο 2003-2007 180 Πίνακας 68: Τα βασικά οικονοµικά µεγέθη της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου για τα έτη 1998-2004 185 Πίνακας 69: Βαθµολόγηση επιχειρήσεων τυποποίησης ελαιολάδου βάσει των Μεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας τους 189 Πίνακας 70: Βαθµολόγηση των τυροκοµείων βάσει τωνμεταβλητών µέτρησης της επιτυχίας τους 192 Πίνακας 71: Βαθµολόγηση των επιχειρήσεων οινοποίησης βάσει των Μεταβλητών επιτυχίας _ 195 Πίνακας 72: Βαθµολόγηση της ΕΜΧ βάσει των Μεταβλητών επιτυχίας της 198 Πίνακας 73: Βαθµολόγηση των επιχειρήσεων Ελαιολάδου, Τυριού, Οίνου και Μαστίχας βάσει των Μεταβλητών επιτυχίας τους 199 Πίνακας 74: Βαθµολόγηση των συνδυασµών προϊόντων επιχειρήσεων βάσει των Μεταβλητών επιτυχίας τους 201 Πίνακας 75: Ταξινόµηση των συνδυασµών προϊόντων επιχειρήσεων βάσει της βαθµολογίας επιτυχίας τους και βάσει των ποσοτήτων των παραγόµενων προϊόντων των επιχειρήσεων 227 6

Σχήµατα Σχήµα 1: είκτες ποιότητας και δηµιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος 43 Σχήµα 2: Τυποποίηση (standardization) πρότυπα (standards) και διαφοροποίηση (differentiation) ως στοιχεία της ποιότητας των αγρο-διατροφικών προϊόντων 45 Σχήµα 3: Η βιώσιµη ανάπτυξη ως συνεχής αναπτυξιακή διαδικασία 46 Σχήµα 4: Τυπικότητα, ιδιοτυπία και χαρακτηριστικά αγρο-διατροφικών προϊόντων 49 Σχήµα 5: Σχηµατική αναπαράσταση της έννοιας της ιδιοτυπίας 50 Σχήµα 6: Οι 4 παραγωγικοί κόσµοι 61 Σχήµα 7: ιάκριση επιχειρήσεων σε επιβιώνοντες, ικανοποιητές κέρδους και αθροιστές 71 Σχήµα 8: Κανάλια διανοµής του Λεσβιακού ελαιολάδου (2005) 113 Σχήµα 9: Κανάλια διανοµής του Λαδοτυριού ΠΟΠ (2005) 142 Σχήµα 10: Κανάλια διανοµής της Γραβιέρας (2005) 142 Σχήµα 11: Κανάλια διανοµής των επιχειρήσεων οινοποίησης Ν ο 1 και 2 (2005) 164 Σχήµα 12: Κανάλια διανοµής των προϊόντων Μαστίχας (2004) 177 Σχήµα 13: Ταξινόµηση των προϊόντων βάσει της βαθµολογίας επιτυχίας τους και βάσει των παραγόµενων ποσοτήτων τους από τις επιχειρήσεις 228 7

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να ευχαριστήσω: Τους Ιουλία, Θανάση, Τέτα, Βίκτωρα και τον αδερφό µου Στάθη. Όλοι «ήταν εκεί» όταν κάποιοι άλλοι «ήταν αλλού». Ένα πλήθος ερευνητών ακαδηµαϊκών οι οποίοι µε τις γνώσεις τους διαµόρφωσαν σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό το κείµενο της διατριβής. Πιο συγκεκριµένα τους: Χρήστο Φωτόπουλο, Ευθαλία ηµαρά, Αλεξάνδρα Βάκρου, Ηλία Μαµαλάκη, Ειρήνη Τζουραµάνη, Κωνσταντίνο Γαλανόπουλο, Κωνσταντίνο Μάττα, Αθανάσιο Κρυστάλλη, Κώστα Χαλβαδάκη, Γιώργο Φιλιππίδη, Αντωνία Τριχοπούλου, Βασιλική Μουτάφη, Βασιλική Γιακουµάκη, ηµήτρη Τσούχλη, Μάριο Μπαλλή, Andrea Marescotti, Giovanni Belletti Αυτή η διατριβή υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του Μέτρου 8.3. του ΕΠ Ανταγωνιστικότητα Γ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και συγχρηµατοδοτείται κατά 75% της ηµόσιας απάνης από την Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταµείο 25% της ηµόσιας απάνης από το Ελληνικό ηµόσιο Υπουργείο Ανάπτυξης Γενική Γραµµατεία Έρευνας και Τεχνολογίας Και από τον ιδιωτικό τοµέα 8

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Τίτλος ιατριβής: Ιδιότυπα αγρο-διατροφικά προϊόντα και βιώσιµη ανάπτυξη Λιγότερο Ευνοηµένων Περιοχών: η περίπτωση του νησιωτικού χώρου Περίληψη: Η στροφή προς την ποιότητα η οποία χαρακτηρίζει τον αγρο-διατροφικό κλάδο και την ύπαιθρο θεωρείται πως µπορεί να αποτελέσει µία αναπτυξιακή λύση για περιθωριοποιηµένες γεωργικά περιοχές οι οποίες δεν µπόρεσαν να ακολουθήσουν το µοντέλο της εντατικής γεωργίας. Η ιατριβή αυτή εξετάζει την συνεισφορά των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στην βιώσιµη ανάπτυξη των Λιγότερο Ευνοηµένων Περιοχών εστιάζοντας στο νησιωτικό χώρο. PhD Title: Specific agro-food products and sustainable development of Less Favoured Areas: the case of insular space Abstract: The turn to quality which characterizes the agro-food sector and the countryside is supposedly a solution for the development of agriculturally marginalized areas which were unable to follow the intensive agriculture model. This PhD thesis examines the contribution of specific agri-food products to the sustainable development of Less Favoured Areas by focusing on insular space. 9

Είναι γεγονός πως το µέλλον της Ευρωπαϊκής γεωργίας δεν βρίσκεται στη µαζική παραγωγή η οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είναι ανταγωνιστική στην παγκόσµια αγορά αλλά στην ποιότητα και στο κύρος των επεξεργασµένων προϊόντων, τα οποία προσθέτουν αξία στα αγροτικά µας αγαθά Franz Fischler (Πρώην Επίτροπος Γεωργίας & Ανάπτυξης της Υπαίθρου), 17/4/2004 1. Εισαγωγή Το µοντέλο της εντατικής γεωργίας που επικράτησε στην Ευρώπη µεταπολεµικά, επέτρεψε την κάλυψη των διατροφικών αναγκών ευρύτερων στρωµάτων του πληθυσµού µε σχετικά φθηνά προϊόντα, δηµιούργησε όµως κοινωνικο-οικονοµικά και περιβαλλοντικά προβλήµατα καθώς και χωρικές ανισότητες που στον ευρωπαϊκό χώρο εν µέρει ενισχύθηκαν και από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (Roep and de Bruin 1994). Οι περιοχές µε τα πιο γόνιµα εδάφη είχαν τις προδιαγραφές να ανταπεξέλθουν όσον αφορά στο εντατικό αυτό µοντέλο της γεωργίας, ενώ οι λιγότερο γόνιµες, που πολύ συχνά χαρακτηρίζονται από διάφορα φυσικά µειονεκτήµατα, δεν µπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν µία πορεία περιθωριοποίησης του πρωτογενούς τους τοµέα (Parrott et al 2002). Παράλληλα περιβαλλοντικές ανησυχίες άρχισαν να λαµβάνονται υπόψη στο σχεδιασµό της πολιτικής της ΕΕ και να ενσωµατώνονται σταδιακά σε αυτή. Οι προσπάθειες της ΕΕ όσον αφορά στη δηµιουργία µίας περιβαλλοντικής πολιτικής είχαν ως αποτέλεσµα την ενσωµάτωση σε αυτή της έννοιας της βιώσιµης ανάπτυξης. Η αυξανόµενη σηµασία που δόθηκε στην έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης φαίνεται από το γεγονός πως αποτελεί πλέον επίσηµο στόχο της ΕΕ που οφείλει να διατρέχει οριζόντια τις δράσεις της. Στον αγροτικό χώρο έννοιες όπως η αειφόρος ή βιώσιµη γεωργία καθώς και η βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου αποκτούν όλο και µεγαλύτερη σηµασία. Επιπλέον, φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές επικροτούνται από την ΕΕ, χρηµατοδοτούνται στα πλαίσια της ΚΑΠ και ανταµείβονται από την αγορά, καθώς υποστηρίζεται (Weatherell et al 2003, Ilbery and Maye 2005a) πως όλο και περισσότεροι καταναλωτές είναι διατεθειµένοι να πληρώσουν υψηλότερες τιµές για αγροδιατροφικά προϊόντα τα οποία έχουν παραχθεί µε περιβαλλοντικά φιλικό τρόπο, είναι ασφαλή για την υγεία τους ή αναγνωρίζονται από αυτούς ως πιο ποιοτικά από τα λεγόµενα µαζικά προϊόντα. Εξάλλου τα αγρο-διατροφικά προϊόντα ποιότητας έχουν αρχίσει να αποκτούν ιδιαίτερη σηµασία τα τελευταία χρόνια τόσο για τους καταναλωτές µετά τις τελευταίες διατροφικές κρίσεις (π.χ. νόσος BSA), όσο και για την ίδια την ΕΕ που υποστηρίζει επίσηµα (τόσο µέσω της νοµοθεσίας και επίσηµων κειµένων της, όσο και µέσω οικονοµικών κινήτρων) αυτή τη στροφή προς την ποιότητα (Commission of the European Communities 1999a, Committee of the Regions 1996, European Commission 2003a, 2003b, 2004, Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2000β) 1. Σύµφωνα µε έρευνα σε 16.000 καταναλωτές (International Research Association 1996) σε 16 χώρες της υτικής Ευρώπης, οι καταναλωτές δείχνουν αυξανόµενο ενδιαφέρον για τη γεωγραφική προέλευση των τροφίµων και προτιµούν τις παραδοσιακές από τις µαζικές παραγωγικές µεθόδους (Ilbery and Kneafsey 2000b). 1 Αντίστοιχα εθνικά κείµενα είναι: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων ΟΠΕΓΕΠ (2004), Υπουργείο Γεωργίας (1999, 2003). 10

1.1. Ερευνητικό ερώτηµα Στο πλαίσιο αυτό έχει εκφραστεί από πολλούς (ερευνητές αλλά και θεσµικά όργανα) η άποψη (η οποία ωστόσο βασίζεται σε αντικρουόµενα ερευνητικά ευρήµατα) πως τα αγρο-διατροφικά προϊόντα ποιότητας είναι µία σηµαντική αναπτυξιακή ευκαιρία για την ύπαιθρο και ιδιαίτερα για τις περιθωριοποιηµένες γεωργικά περιοχές, οι οποίες όπως ήδη αναφέρθηκε είναι κυρίως περιοχές που δεν µπόρεσαν να υιοθετήσουν το µοντέλο εντατικής γεωργίας (Ilbery and Kneafsey 1999, Sage 2003, Tregear 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1992β, Gilg and Battershill 1998, Parrott et al 2002, Murdoch et al 2000, Λαµπριανίδης κ.α. 2004). Η άποψη αυτή βασίζεται κυρίως στη διαφοροποίηση των αγρο-διατροφικών προϊόντων ποιότητας από τα µαζικά παραγόµενα (European Commission 2004) είτε µε την ενσωµάτωση σε αυτά χωρικών χαρακτηριστικών των περιοχών αυτών (πιστοποιηµένα προϊόντα Προστατευόµενης Ονοµασίας Προέλευσης (ΠΟΠ)/ Προστατευόµενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ)/ - αλλά και µη πιστοποιηµένα τοπικά, παραδοσιακά προϊόντα), είτε µε τη χρήση συγκεκριµένων παραγωγικών µεθόδων (Ειδικά Παραδοσιακά Προϊόντα Εγγυηµένα (ΕΠΠΕ), βιολογικά προϊόντα, προϊόντα ολοκληρωµένης παραγωγής). Η διαφοροποίηση αυτή θεωρείται πως τους παρέχει συγκριτικό πλεονέκτηµα στην αγορά (Parrott et al 2002). Σύµφωνα µε τους Parrott et al (2002) το 70% των ΠΟΠ ΠΓΕ προϊόντων στους ΕΕ-15 παρουσιάζεται σε Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές (ΛΕΠ), γεγονός που αποδεικνύει τη στενή σύνδεση των προϊόντων αυτών µε τις ΛΕΠ. Στα πλαίσια αυτής της διατριβής χρησιµοποιείται η έννοια της ιδιοτυπίας (specificity specific character) για την περιγραφή του συνόλου των ποιοτικών προϊόντων, πιστοποιηµένων και µη πιστοποιηµένων. Η στροφή προς την έννοια της ιδιοτυπίας γίνεται αφενός γιατί δεν υπάρχει ένας γενικά αποδεκτός ορισµός της έννοιας της ποιότητας (ενώ αντίθετα αναγνωρίζεται πως υπάρχουν πολλοί ορισµοί οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις είναι αντικρουόµενοι Renting et al (2003)), αφετέρου γιατί η έννοια της ιδιοτυπίας δεν είναι τόσο έντονα φορτισµένη όσο η έννοια της ποιότητας. Το ερευνητικό ερώτηµα αυτής της διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση του αν τα ιδιότυπα αγρο-διατροφικά προϊόντα µπορούν να αποτελέσουν µία βιώσιµη επιλογή για τις Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές (ΛΕΠ). Οι ΛΕΠ εξ ορισµού είναι αδύνατον να ανταγωνιστούν τις κανονικές (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1993β) ή ευνοηµένες περιοχές βάσει του επικρατούντος παραγωγιστικού µοντέλου ανάπτυξης (Parrott et al 2002, Σπιλάνης κ.α. 2004) και ως εκ τούτου πρέπει να ακολουθήσουν άλλες στρατηγικές για την επιβίωσή τους. Η στροφή προς την ποιότητα - ιδιοτυπία θεωρητικά µπορεί να αποτελέσει µία τέτοια στρατηγική, µία βιώσιµη επιλογή. Βιώσιµη επιλογή για τους εµπλεκόµενους στην παραγωγική διαδικασία (π.χ. ικανοποιητικά εισοδήµατα, αναπαραγωγή κοινωνικού συστήµατος), για τους καταναλωτές (προτίµηση προς τα προϊόντα αυτά), αλλά και όσον αφορά στις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ως υπόθεση εργασίας θα δεχτούµε πως τα ιδιότυπα αγρο-διατροφικά προϊόντα µπορούν όντως να συνεισφέρουν στη βιώσιµη ανάπτυξη των ΛΕΠ. 1.2. Επισκόπηση µεθοδολογικού πλαισίου Θα διερευνηθεί η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης και ο τρόπος µε τον οποίο αυτή µεταφράζεται στο γεωργικό τοµέα και στην ύπαιθρο. Συγκεκριµένα θα επιχειρηθεί µία προσέγγιση του τι σηµαίνει η βιώσιµη ανάπτυξη για τη γεωργία, για την ύπαιθρο και συγκεκριµένα για την ύπαιθρο των Λιγότερο Ευνοηµένων Περιοχών. 11

Οι Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές και οι ιδιαιτερότητες που τις χαρακτηρίζουν θα αποτελέσουν επίσης αντικείµενο µελέτης. Θα πραγµατοποιηθεί µία ιστορική αναδροµή της εφαρµογής του Σχεδίου για τις ΛΕΠ στην ΕΕ και στην Ελλάδα. Θα αναλυθούν τα ιδιαίτερα τους χαρακτηριστικά, η πολιτική στήριξής τους και τα αποτελέσµατα αυτής. Παράλληλα το βάρος της εστίασης θα δοθεί σε µία ιδιαίτερη κατηγορία ΛΕΠ, αυτή του νησιωτικού χώρου (που ως επί το πλείστον αποτελεί ΛΕΠ). Θα αναλυθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιωτικών περιοχών της Ελλάδος και το δυναµικό τους για µία στροφή προς την ποιότητα / ιδιοτυπία. Αφενός οι νησιωτικές περιοχές στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι περιοχές οι οποίες δεν µπόρεσαν να ακολουθήσουν το παραγωγιστικό µοντέλο ανάπτυξης, αφετέρου χαρακτηρίζονται από πλήθος ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων 2. Θα διερευνηθεί η έννοια της ποιότητας, αλλά και αυτή της ιδιοτυπίας των αγροδιατροφικών προϊόντων ώστε να αποσαφηνιστεί ποια είναι τα προϊόντα αυτά, πως ορίζονται και ποια είναι τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά. Θα αναλυθούν οι οικονοµικές και κοινωνικο-οικονοµικές προσπάθειες ερµηνείας της ύπαρξης των ιδιότυπων προϊόντων. ιάφορες θεωρίες και προσεγγίσεις για την ερµηνεία των ιδιότυπων προϊόντων υπάρχουν: από τις αυστηρά οικονοµικές ως τις κοινωνικοοικονοµικές. Θα επακολουθήσει η καταγραφή των διαφόρων παραγόντων επιτυχίας, των παραγόντων εκτίµησης των επιπτώσεων των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στη βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου και των διαφόρων µεθοδολογικών εργαλείων που χρησιµοποιούνται για την εκτίµηση των επιπτώσεων αυτών. Τα παραπάνω θα αποτελέσουν το θεωρητικό τµήµα της διατριβής. Όσον αφορά στο ερευνητικό τµήµα από το οποίο θα συλλεχθεί το εµπειρικό υλικό για να ελεγχθεί η θεωρητική υπόθεση: - Θα επιλεχθεί η περιοχή µελέτης η οποία θα πρέπει να αποτελεί αφενός ΛΕΠ αφετέρου νησιωτική περιοχή, - Θα πραγµατοποιηθεί µία χαρτογράφηση των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στην περιοχή αυτή και µία πρώτη βαθµολόγηση τους βάσει των παραγόντων επιτυχίας τους, - Θα γίνει επιλογή των προϊόντων τα οποία θα αποτελέσουν αντικείµενο µελετών περίπτωσης, - Θα εκτιµηθούν οι επιπτώσεις των επιλεγµένων προϊόντων µε τη χρήση των κατάλληλων µεθοδολογικών εργαλείων και η συνεισφορά αυτών στη βιώσιµη ανάπτυξη της περιοχής µελέτης σε σχέση µε τα αντίστοιχα συµβατικά. 1.3. Πρωτοτυπία διδακτορικής διατριβής Η µη ύπαρξη ενός κοινά αποδεκτού ορισµού της ποιότητας των αγρο-διατροφικών προϊόντων (Leat et al 2000) αλλά και η αντίληψη που επικρατεί στους κόλπους της ΕΕ πως η ποιότητα των προϊόντων αυτών είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την πιστοποίηση τους (π.χ. προϊόντα Προστατευόµενης Ονοµασίας Προέλευσης, Προστατευόµενης Γεωγραφικής Ένδειξης, Ειδικά Παραδοσιακά Προϊόντα Εγγυηµένα, βιολογικά προϊόντα) (Segale et al 1997) συνηγορούν υπέρ της διεξοδικής 2 Όσον αφορά στα πιστοποιηµένα ποιοτικά προϊόντα αναφέρεται πως 21 από τα 61 ΠΟΠ προϊόντα, 10 από τα 23 ΠΓΕ προϊόντα και 13 από τους 28 ΟΠΑΠ και ΟΠΕ οίνους της Ελλάδος παράγονται αποκλειστικά σε νησιωτικές περιοχές. Όσον αφορά στα βιολογικά προϊόντα κάποιες νησιωτικές περιοχές χαρακτηρίζονται από σηµαντικό ποσοστό βιολογικών εκτάσεων στο σύνολο της χρησιµοποιούµενης γεωργικής γης ενώ κάποιες άλλες από πολύ µικρό ποσοστό. 12

µελέτης της έννοιας, αλλά και των λεγόµενων ποιοτικών αγρο-διατροφικών προϊόντων. Παράλληλα, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην έννοια της ιδιοτυπίας, ως έννοιας η οποία µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την περιγραφή του συνόλου των ποιοτικών αγρο-διατροφικών προϊόντων. Το Σχέδιο για τις Λιγότερο Ευνοηµένες Περιοχές παρόλη την στήριξη που έχει προσφέρει στις µειονεκτικές περιοχές της ΕΕ συγκεντρώνει τα τελευταία χρόνια τα πυρά ακόµη και των ίδιων των οργάνων της (European Court of Auditors 2003). Παρόµοια κριτική έχει εκφραστεί και για τις ΛΕΠ της Ελλάδος (Παπαδόπουλος και Λιαρίκος 2004). Συνεπώς, η µελέτη των ΛΕΠ της Ελλάδος και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους είναι επιβεβληµένη καθώς έτσι θα διευκρινιστεί το επίπεδο µειονεξίας τους. Περαιτέρω, δίνεται έµφαση σε µία ιδιαίτερη κατηγορία µειονεκτικών περιοχών, σε αυτή του νησιωτικού χώρου και στα χαρακτηριστικά του (νησιωτικότητα). Όπως ήδη αναφέρθηκε υπάρχει η άποψη πως τα ποιοτικά αγρο-διατροφικά προϊόντα µπορούν να αποτελέσουν µία ευκαιρία για την ανάπτυξη των µειονεκτικών περιοχών. Αναγνωρίζεται ωστόσο πως υπάρχει έλλειψη κατάλληλων εργαλείων και θεωρίας για την περιγραφή και την ερµηνεία των ποιοτικών αγρο-διατροφικών προϊόντων αλλά και έλλειψη κατάλληλων µεθόδων για την ικανοποιητική εκτίµηση των επιπτώσεων των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στην ανάπτυξη της υπαίθρου (Arfini et al 2003, Renting et al 2003, Maye and Ilbery 2003, Parrott et al 2002). Τα εργαλεία και η θεωρία που χρησιµοποιούνται από τους ερευνητές για την ερµηνεία των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων περιλαµβάνουν τα Εναλλακτικά ίκτυα Τροφίµων (Ε Τ-Alternative Agro-food Networks), τις Βραχείες Αλυσίδες ιάθεσης Τροφίµων (ΒΑ Τ-Short Food Supply Chains), την έννοια της κοινωνικής ενσωµάτωσης (social embeddedness), την θεωρία του δικτύου των δρώντων (actor-network theory) και την θεωρία των συµβασεων (theory on conventions), αλλά και τυπικές οικονοµικές θεωρίες (µονοπωλιακός ανταγωνισµός). Παρά την φαινοµενική πληθώρα εργαλείων και θεωριών αναγνωρίζεται πως τα ζεύγη αντίθετων εννοιών (binary opposites) όπως τοπικό προϊόν/ µη τοπικό προϊόν, Μακρές Αλυσίδες ιάθεσης Τροφίµων/ Βραχείες Αλυσίδες ιάθεσης Τροφίµων, Συµβατικά ίκτυα Τροφίµων/ Εναλλακτικά ίκτυα Τροφίµων, δεν είναι τόσο απλά και ξεκάθαρα και αναγνωρίζεται πως υπάρχει ασάφεια των διαφορών µεταξύ των συµβατικών και των εναλλακτικών τροφίµων. Ο διαχωρισµός αυτός των τροφίµων σε συµβατικά και εναλλακτικά δεν αντικατοπτρίζει την πραγµατικότητα στον αγρο-διατροφικό τοµέα. Αυτό από θεωρητικής πλευράς ενθαρρύνει την αναζήτηση για νέα εννοιολογικά και µεθοδολογικά εργαλεία για την διερεύνηση της φύσης και της δυναµικής των εναλλακτικών τροφίµων (Sonnino and Marsden 2005). Οι Renting et al (2003) τονίζουν πως είναι σηµαντικό να µην προδικάζουµε και να µην περιορίζουµε θεωρητικά τον ορισµό των εναλλακτικών τροφίµων, δεδοµένης της ανεπάρκειας των σχετικών µε αυτά θεωρητικών εργασιών και εµπειρικών ερευνών που έχουν πραγµατοποιηθεί. Επίσης αναγνωρίζουν πως υπάρχει επείγουσα ανάγκη για πιο εξειδικευµένες έννοιες οι οποίες θα µας βοηθήσουν να κατανοήσουµε την ποικιλότητα των εναλλακτικών αγρο-διατροφικών αλυσίδων και θα µας παρέχουν µία βελτιωµένη εργαλειοθήκη µε την οποία θα µπορέσουµε να ερευνήσουµε την ετερογένεια τους. Όσον αφορά στις µεθόδους εκτίµησης των επιπτώσεων των ιδιότυπων αγροδιατροφικών προϊόντων στην βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου διάφορες, οικονοµικές 13

(Kizos et al 2003, Marsden and Smith 2005, Mattia 2004), κοινωνικο-οικονοµικές (de Roest and Menghi 2000, Leat et al 2000, McDonagh and Commins 1999, Berard and Marchenay 1998, Renting et al 2003), ή ακόµα και κοινωνικές/ οικονοµικές/ περιβαλλοντικές επιπτώσεις (Ilbery and Maye 2005b, Arfini et al 2003, Jahn et al 2005) εκτιµώνται κάτω από ένα όχι ιδιαίτερα συστηµατικά διατυπωµένο και διαµορφωµένο πλαίσιο. Αυτή η διαφορετικότητα των µεθόδων που χρησιµοποιείται αλλά και η περιορισµένη έκταση (συνήθως µόνο ένα ιδιότυπο προϊόν) πολλών µελετών περίπτωσης δυσκολεύει την θεωρητική κατανόηση των ιδιότυπων αγροδιατροφικών προϊόντων αλλά και την ικανοποιητική αποτίµηση των επιπτώσεών τους. Περαιτέρω, δεδοµένης της έλλειψης εµπειρικών δεδοµένων και του σχετικά πρόωρου αναπτυξιακού σταδίου στο οποίο βρίσκονται πολλά Εναλλακτικά ίκτυα Τροφίµων, αναγνωρίζεται ότι είναι ακόµα πολύ δύσκολο να εκτιµηθεί η βιωσιµότητα και η αποτελεσµατικότητα τους στο να επιτύχουν στόχους βιώσιµης γεωργίας και ανάπτυξης της υπαίθρου (Sonnino and Marsden 2005, Renting et al 2003, Buller and Morris 2004). Στην Ελλάδα υπάρχει περιορισµένη έρευνα στον χώρο των ιδιότυπων αγροδιατροφικών προϊόντων τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εµπειρικό επίπεδο. Η διατριβή αυτή αποτελεί µία προσπάθεια διερεύνησης ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων στην Ελλάδα τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εµπειρικό επίπεδο. Πιο συγκεκριµένα, η διατριβή αυτή εξετάζει κριτικά την έννοια της ποιότητας και προτείνει την έννοια της ιδιοτυπίας (specificity) ως πιο κατάλληλης για την περιγραφή των ποιοτικών αγρο-διατροφικών προϊόντων. Η έννοια της ιδιοτυπίας αποτελεί µία συνθετική προσέγγιση διαφόρων εννοιών και ορισµών οι οποίοι χρησιµοποιούνται για να περιγράψουν διαφορετικές αποσπασµατικές εκφάνσεις αυτών των ποιοτικών αγρο-διατροφικών προϊόντων. Περαιτέρω, η διατριβή προτείνει µία µέθοδο για την µέτρηση της επιτυχίας των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων αλλά και για την εκτίµηση των επιπτώσεων τους στη βιώσιµη ανάπτυξη των περιοχών που τα παράγουν. Η διάκριση αυτή ανάµεσα στην επιτυχία και στις επιπτώσεις δεν αποτελεί σχήµα οξύµωρο καθώς µπορούν να υπάρξουν επιτυχηµένα αγρο-διατροφικά προϊόντα τα οποία να έχουν περιορισµένες επιπτώσεις στις περιοχές που τα παράγουν κυρίως λόγο της περιορισµένης διασύνδεσης τους µε την πρωτογενή παραγωγή αυτών (π.χ. το ούζο). Η µέθοδος αυτή αποτελεί επίσης µία συνθετική προσέγγιση διαφόρων µεθοδολογικών προσεγγίσεων η οποία στοχεύει στην ανίχνευση Καθοριστικών Παραγόντων για την επιτυχία αλλά και Καθοριστικών Παραγόντων για την εκτίµηση των επιπτώσεων των ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων. Η µέθοδος µπορεί να χρησιµοποιηθεί από τους δρώντες (παραγωγούς, µεταποιητές κτλ.) των αλυσίδων των διάφορων ιδιότυπων αγρο-διατροφικών προϊόντων για την αναγνώριση δυνατών/ αδύναµων σηµείων που προσδιορίζουν την επιτυχία των προϊόντων, την βελτίωση των σηµείων αυτών ώστε να υπάρξει θετικότερη επίπτωση (οικονοµική, κοινωνική, περιβαλλοντική) των προϊόντων. 14

2. Αναδροµή στη βιβλιογραφία 2.1. Βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου 2.1.1. Η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης προβλήµατα λειτουργικού ορισµού Η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης πρωτοεµφανίστηκε το 1981 στο κείµενο της ιεθνούς Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (International Union for the Conservation of Nature) Παγκόσµια Στρατηγική Προστασίας, το οποίο εστίαζε κυρίως στην οικολογική διάσταση της έννοιας, και υιοθετήθηκε αργότερα από την Παγκόσµια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη µέσω της Έκθεσης του 1987 µε τίτλο Το Κοινό µας Μέλλον. Σύµφωνα µε την έκθεση αυτή «βιώσιµη ανάπτυξη είναι αυτή που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να κάνει συµβιβασµούς ως προς την ικανότητα των µελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους» (World Commission on Environment and Development 1987, σ. 8). Αυτός είναι ο πιο ευρέως χρησιµοποιούµενος και αποδεκτός ορισµός της έννοιας της βιώσιµης ανάπτυξης χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει πως είναι και ο µοναδικός. Ο ορισµός της έννοιας εξαρτάται από το αν λαµβάνονται υπόψη κοινωνικές, οικονοµικές ή περιβαλλοντικές παράµετροι ή το σύνολο αυτών. ιαφορετικές κοινωνίες έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης καθώς και διαφορετικές απαιτήσεις για αυτή, οι οποίες βασίζονται στις διαφορετικές πολιτιστικές προσδοκίες τους και στους διαφορετικούς περιβαλλοντικούς περιορισµούς τους (Gibbon and Jakobsson 1999). Η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης είναι γενική και ασαφής. Αναγνωρίζεται πως η πραγµατική της αξία είναι η ικανότητα της να ξεπερνάει τη παλιά διχοτοµία ανάµεσα στους υποστηρικτές της οικονοµικής ανάπτυξης και στους υποστηρικτές της προστασίας του περιβάλλοντος. Η ασάφεια της βιώσιµης ανάπτυξης είναι που την κάνει τόσο ελκυστική καθώς επιτρέπει να ξεπεραστούν δυσκολίες και διαφορές µεταξύ των δύο πλευρών ενώ µπορεί να θεωρηθεί ένας καταλύτης πραγµατικά δηµιουργικών σκέψεων και πρακτικών (Murdoch et al 1994). Υπάρχει η αντίθετη άποψη πως ο όρος είναι χρήσιµος για την περιγραφή πρότυπων αντικειµενικών στόχων, ωστόσο έχει πολύ µικρή ερµηνευτική και επεξηγηµατική δύναµη, και άρα υπό αυτό το πρίσµα µπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχει εννοιολογική υπόσταση (Richardson 1997, Redclift and Sage 1994) ή ότι η χρησιµότητα του είναι εξαιρετικά περιορισµένη (Baker et al 1997). Περαιτέρω, υπάρχει και ο κίνδυνος της χρησιµοποίησης της έννοιας για τη συγκάλυψη και την αποδοχή παραδοσιακών µη βιώσιµων πρακτικών. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο χρειάζεται ένας πιο ξεκάθαρος ορισµός του τι είναι βιώσιµες πρακτικές (Murdoch et al 1994). Είναι χαρακτηριστικό πως µία λειτουργική µεθοδολογία για την επίτευξη µακροχρόνιας βιωσιµότητας δεν έχει ακόµα διαµορφωθεί. Για την επίτευξη βιώσιµης ανάπτυξης απαιτούνται σηµαντικές αλλαγές στην οικονοµία έτσι ώστε να υπάρξει βελτίωση της περιβαλλοντικής ποιότητας και της ανθρώπινης ευηµερίας µακροχρόνια. Θεωρώντας πως η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης όντως περιλαµβάνει πέρα από τις οικονοµικές παραµέτρους τόσο τις κοινωνικές όσο και τις περιβαλλοντικές, τότε οποιαδήποτε και αν είναι αυτή η µεθοδολογία για την επίτευξη της βιωσιµότητας, θα πρέπει να στοχεύει τόσο στην οικονοµική αποδοτικότητα, όσο και στην κοινωνική ισότητα και στην περιβαλλοντική προστασία (Giaoutzi and Nijkamp 1993). Η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης λοιπόν είναι πολυδιάστατη. Οι οικονοµικοί, κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί στόχοι µπορούν, σε ένα βαθµό, να προάγουν συνέργιες. Όµως οι 15

στόχοι αυτοί δεν είναι πάντοτε αµοιβαία υποστηρικτικοί. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχει ανταγωνισµός µεταξύ αυτών. Σε αυτή την περίπτωση η έννοια της βιώσιµης ανάπτυξης αναφέρεται στην ανάγκη εξεύρεσης της σωστής ισορροπίας µεταξύ των τριών αυτών στόχων (European Commission 2001). 2.1.2. Προβλήµατα του παραγωγιστικού γεωργικού µοντέλου Μέχρι τη δεκαετία του 60 η ανάπτυξη και η αριστοποίηση των καλλιεργητικών πρακτικών γινόταν υπό το πρίσµα µίας ποικιλοµορφίας κοινωνικών και οικολογικών συνθηκών 3 (Roep and de Bruin 1994). Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα τη δηµιουργία συγκεκριµένων αγροτικών παραγωγικών διαδικασιών οι οποίες µε τη σειρά τους αναπαρήγαγαν ή ακόµα και ενδυνάµωναν την ποικιλοµορφία. Τις επόµενες δεκαετίες η επιστηµονικά βασισµένη τεχνολογία εµφάνιση νέων µηχανηµάτων, φυτοφαρµάκων, λιπασµάτων, κτλ - αποτέλεσε την κύρια κινητήρια δύναµη στο γεωργικό τοµέα και έχοντας πλήρη πολιτική υποστήριξη αναδιαµόρφωσε τις σχέσεις ανάµεσα στις καλλιεργητικές πρακτικές και στις οικολογικές συνθήκες. Η πολυπαραγωγικότητα και η ποικιλοµορφία αυτών των αγροτικών παραγωγικών διαδικασιών σιγά, σιγά εξαλείφθηκε καθώς η επιστηµονικά βασισµένη τεχνολογία αντανακλά µία παραγωγιστική (productivist) αντίληψη της αγροτικής ανάπτυξης που βασίζεται στην εξειδίκευση και στη µεγιστοποίηση της παραγωγικότητας κάτω από άριστες παραγωγικές συνθήκες. Η ικανότητα αφοµοίωσης και εφαρµογής της επιστηµονικά βασισµένης τεχνολογίας αποτέλεσε ένα σηµαντικό δείκτη µέτρησης του βαθµού εκσυγχρονισµού των καλλιεργητών, των εκµεταλλεύσεων τους καθώς και ολόκληρων περιοχών οι οποίες άρχισαν να χαρακτηρίζονται προοδευτικές ή οπισθοδροµικές (Roep and de Bruin 1994). Η ΕΕ µε την ΚΑΠ υποστήριξε και ενθάρρυνε το παραγωγιστικό αυτό µοντέλο γεωργίας. Οι αρχικοί στόχοι της ΚΑΠ όπως αναφέρονται στη Συνθήκη της Ρώµης και συγκεκριµένα στο Άρθρο 39.1 ήταν οι εξής: - Αύξηση της παραγωγικότητας του πρωτογενούς τοµέα µε την ανάπτυξη της τεχνικής προόδου, µε την εξασφάλιση της ορθολογικής ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής, καθώς και µε την άριστη χρησιµοποίηση των συντελεστών παραγωγής, ιδίως του εργατικού δυναµικού, - Εξασφάλιση κατ αυτό τον τρόπο ενός δίκαιου βιοτικού επιπέδου στο γεωργικό πληθυσµό, ιδίως µε την αύξηση του ατοµικού εισοδήµατος των εργαζόµενων στη γεωργία, - Σταθεροποίηση των αγορών, - Εξασφάλιση της οµαλής ροής προϊόντων προς τους καταναλωτές, - ιασφάλιση λογικών τιµών κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές (Swinbank 1994). Τα κίνητρα αυτά είχαν σαν αποτέλεσµα ένα Ευρωπαϊκό σύστηµα που συνδύαζε την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, την προστασία ενάντια στις φθηνές εισαγωγές για τη διασφάλιση της παραγωγής τροφίµων και την επιδότηση των εξαγωγών. Το µοντέλο αυτό της Ευρωπαϊκής γεωργίας µπορεί να πέτυχε την πολυπόθητη επάρκεια σε τρόφιµα αλλά είχε σαν αποτέλεσµα και ένα πλήθος προβληµάτων. Τα βασικά αίτια της αµφισβήτησης του µοντέλου αυτού ήταν: 3 Σύµφωνα µε τον Ellis (1988) τα χαρακτηριστικά του παραγωγιστικού γεωργικού µοντέλου άρχισαν να γίνονται εµφανή στις ΗΠΑ ήδη από τις αρχές του 20 ου αιώνα. 16

1. Το κλιµακούµενο κόστος της αγροτικής ενίσχυσης (συχνά για την παραγωγή πλεονάζουσας ποσότητας τροφίµων), 2. Οι έντονες ανησυχίες για την ποιότητα των τροφίµων, 3. Η εµφάνιση αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (Morgan and Murdoch 2000). Αποτέλεσµα της αναγνώρισης των προβληµάτων της ΚΑΠ αποτέλεσαν οι προσπάθειες µεταρρύθµισης της. Συνολικά έξι προσπάθειες µεταρρύθµισης της ΚΑΠ έχουν γίνει από το πρώτο έτος εφαρµογής της το 1958. Η πρώτη προσπάθεια µεταρρύθµισης έγινε το 1968. Τα βασικά αίτια ήταν η αύξηση των πλεονασµάτων και η επιβάρυνση του προϋπολογισµού της ΕΕ. Η πρώτη αυτή απόπειρα µεταρρύθµισης υπήρξε αποτυχηµένη, αλλά ξεχωρίζει από τις άλλες διότι προσπάθησε να βελτιώσει τη δοµή του πρωτογενούς τοµέα και δεν αποτέλεσε αντίδραση στις αρνητικές επιδράσεις της ΚΑΠ όπως συνέβη µε τις επόµενες µεταρρυθµίσεις 4. Οι δύο επόµενες µεταρρυθµίσεις (1984, 1988) είχαν τα ίδια αίτια. Η µεταρρύθµιση του 1984 κατάφερε εν µέρει να αντιµετωπίσει το πρόβληµα των πλεονασµάτων µε τη χρησιµοποίηση των ποσοστώσεων στο γαλακτοκοµικό τοµέα, ενώ η αντίστοιχη µεταρρύθµιση του 1988 είχε ως αποτέλεσµα να αποφασιστούν σταθεροποιητές προϋπολογισµού. Οι επόµενες δύο µεταρρυθµίσεις της ΚΑΠ έλαβαν χώρα το 1992 και το 1999 και σηµατοδότησαν την ενσωµάτωση περιβαλλοντικών µέτρων και στόχων σε αυτή, αλλά και την έννοια της ανάπτυξης της υπαίθρου ως στόχου των διαφόρων δράσεων, οι οποίες έπαψαν να έχουν αυστηρά τοµεακό χαρακτήρα. Οι επιπτώσεις της τελευταίας, ως τώρα, µεταρρύθµισης της ΚΑΠ (2003) δεν µπορούν προς το παρόν να εκτιµηθούν. 2.1.3. Βιώσιµη γεωργία Μετάφραση του όρου της βιώσιµης ανάπτυξης στον πρωτογενή τοµέα Ο όρος αειφόρος ή βιώσιµη γεωργία εµφανίστηκε ως µία απάντηση για την επίλυση των προβληµάτων του επικρατούντος παραγωγιστικού (productivist) γεωργικού µοντέλου. εν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισµός της έννοιας, ωστόσο η ΕΕ αναγνωρίζει ότι η επιθυµητή σχέση ανάµεσα στη γεωργία και το περιβάλλον µπορεί να ειδωθεί µέσα από την έννοια της αειφόρου γεωργίας (Commission of the European Communities 1999a). Η αειφόρος γεωργία έχει περιγραφεί ως έννοια που περιλαµβάνει διάφορες ιδεολογικές προσεγγίσεις στη γεωργία (λειτουργεί ως έννοια οµπρέλα ) και περιλαµβάνει τη βιολογική γεωργία, την εναλλακτική γεωργία, την αγροοικολογία κτλ. Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις και ερµηνείες της έννοιας της αειφόρου γεωργίας. Αναγνωρίζονται οι εξής προσεγγίσεις: 1. Ως ιδεολογία: αποτελεί φιλοσοφία που βασίζεται στις ανθρώπινες αξίες, και στην κατανόηση των µακροχρόνιων επιπτώσεων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον, 4 Συγκεκριµένα οι µεταρρυθµίσεις του Σχεδίου Mansholt περιλάµβαναν µέτρα για τη µείωση του αγροτικού δυναµικού, µέτρα για τη µείωση της έκτασης της γης που ήταν αφιερωµένη στη γεωργία και µέτρα για την προσαρµογή των συνθηκών εµπορίας προς το σκοπό της βελτίωσης της ισορροπίας της αγοράς. Τα δύο πρώτα µέτρα αποτελούσαν µία ρήξη σε σχέση µε την ως τότε δυτικοευρωπαϊκή αγροτική πολιτική. Το σχέδιο Mansholt οδηγούσε σε µία µετατόπιση πόρων από τη στήριξη τιµών σε µαζικές διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις. 17

2. Ως σύνολο στρατηγικών: έχει να κάνει µε την επιλογή υβριδίων, ποικιλιών, συστηµάτων άρδευσης κτλ, και µε µία προσπάθεια ελαχιστοποίησης των εξωτερικών εισροών και µεγιστοποίησης των εσωτερικών εισροών των αγροτικών συστηµάτων, 3. Ως ικανότητα για την επίτευξη ενός αριθµού στόχων: ως στόχος νοείται η οικονοµική, κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιµότητα, 4. Ως ικανότητα για συνέχεια: διατήρηση της παραγωγικότητας και του καθαρού κέρδους για την κοινωνία (Hansen 1996). Αυτός ο διαχωρισµός της βιωσιµότητας της γεωργίας ως συστηµικά περιγραφικής έννοιας (system-describing, περιπτώσεις 1, 2) και ως έννοιας για την περιγραφή στόχων (goal prescribing, περιπτώσεις 3, 4), αναγνωρίζει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις που διακρίνονται από διαφορετικούς στόχους. Στην πρώτη περίπτωση διακρίνεται ως κίνητρο η υιοθέτηση εναλλακτικών προσεγγίσεων, ενώ στη δεύτερη η βιωσιµότητα χρησιµοποιείται ως κριτήριο για την καθοδήγηση της γεωργίας καθώς αυτή ανταποκρίνεται στις ταχύτατες αλλαγές του φυσικού, κοινωνικού και οικονοµικού περιβάλλοντος. Ουσιαστικά η αειφόρος γεωργία µπορεί να ειδωθεί ως µία προσέγγιση στη γεωργία, ή ως µία ιδιότητα της γεωργίας. Η αειφόρος γεωργία χαρακτηρίζεται από περιβαλλοντικές, οικονοµικές και κοινωνικές διαστάσεις (Sands and Podmore 2000, Tisdell 1999). Παρά τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις οι προσπάθειες για ένα πιο ακριβή λειτουργικό ορισµό της αειφόρου γεωργίας είναι εξαιρετικά προβληµατικές. Η γενικότερη αντίληψη πάντως είναι πως η αειφόρος γεωργία είναι ένας απώτερος στόχος στον οποίο πρέπει να τείνουν οι παρεµβάσεις παρά ένα σύνολο γεωργικών πρακτικών ή µεθόδων που καθορίζονται σε συγκεκριµένο χώρο και χρόνο (Pretty 1995a). Εξάλλου, όπως ορθά επισηµαίνει ο Black (1995), βιώσιµες πρακτικές και µέθοδοι για ένα αγρότη ή µία εκµετάλλευση σε ένα συγκεκριµένο χωρικό και χρονικό σηµείο, µπορεί να µην είναι βιώσιµες για έναν άλλο αγρότη ή εκµετάλλευση σε άλλο χωρικό και χρονικό σηµείο 5. Η αειφόρος γεωργία υπονοεί την ικανότητα της προσαρµογής και της αλλαγής, καθώς οι εσωτερικές και οι εξωτερικές συνθήκες αλλάζουν (Pretty 1995β). Ως στόχος, η αειφόρος γεωργία υπονοεί κάποια βασικά αξιώµατα και χαρακτηριστικά. Πρέπει να είναι οικονοµικά βιώσιµη, κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνη (Rigby and Caceres 2001, Marsh 1997, Steininger 1999). 2.1.4. Βιώσιµη ανάπτυξη της υπαίθρου Η επιτυχία της έννοιας της υπαίθρου βασίζεται στην προφανή της διαύγεια. Είναι άµεσα αντιληπτή από τον οποιονδήποτε, υπό την έννοια ότι θυµίζει ένα σύνολο φυσικών, κοινωνικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών τα οποία αποτελούν το αντίθετο της έννοιας του αστικού (European Commission 1997). Ωστόσο οι προσπάθειες για τη δηµιουργία ενός αντικειµενικού και µη παραπλανητικού ορισµού της έχουν αποβεί άκαρπες. Σε Ευρωπαϊκή κλίµακα υπάρχει µικρή πιθανότητα να υπάρξει γενική αποδοχή του τι σηµαίνει ύπαιθρος. Αυτό συµβαίνει 5 Ένα αγροτικό σύστηµα το οποίο είναι µη επικερδές κάτω από ένα σύνολο συγκεκριµένων συνθηκών (συνθήκες αγοράς, επιπτώσεις των τιµών στα κόστη των γεωργικών εισροών, κανονισµοί που καθορίζουν την χρήση συγκεκριµένων γεωργικών πρακτικών) µπορεί να είναι επικερδές κάτω από ένα άλλο σύνολο γεωργικών πρακτικών. Περαιτέρω, δηµογραφικοί, κοινωνικοί και πολιτισµικοί παράγοντες συχνά αντιµάχονται την υιοθέτηση συγκεκριµένων αγροτικών συστηµάτων που υπό άλλες συνθήκες θα µπορούσαν να είναι επικερδή και οικολογικά βιώσιµα (Black 1995). 18

διότι δεν υπάρχει γενικά αποδεκτός ορισµός της υπαίθρου, ενώ οι διαφορές που υπάρχουν στις πολιτιστικές, δηµογραφικές, περιβαλλοντικές, πολιτικές και κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες και περιστάσεις µεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών, έχουν σαν αποτέλεσµα οι Ευρωπαίοι πολίτες να αντιλαµβάνονται ανόµοιες ιδιότητες ως χαρακτηριστικά-κλειδιά της υπαίθρου τους. Οι Ευρωπαϊκές υπαίθριες περιοχές διακρίνονται από διαφορές στις ανθρώπινες δραστηριότητες που λαµβάνουν χώρα σε αυτές, καθώς και στο ρυθµό κοινωνικοοικονοµικού και δηµογραφικού µετασχηµατισµού τους, ωστόσο έχουν δύο κοινά στοιχεία: Μικρές πληθυσµιακές πυκνότητες και σε αρκετές περιπτώσεις εκτατικές χρήσεις γης που συνδέονται, σε ένα σηµαντικό βαθµό, µε το φυσικό περιβάλλον. Εξετάζοντας τους διοικητικούς ορισµούς της υπαίθρου γίνεται εύκολα αντιληπτό πως οι υπαίθριες περιοχές είναι πιο εύκολα αναγνωρίσιµες ως µη αστικός, παρά ως υπαίθριος χώρος (Hoggart et al 1995). Τόσο η EUROSTAT όσο και ο OECD ορίζουν τις υπαίθριες περιοχές χρησιµοποιώντας ως βασικό κριτήριο την πληθυσµιακή πυκνότητα. Ο OECD διακρίνει δύο ιεραρχικά επίπεδα χωρικών ενοτήτων το τοπικό και το περιφερειακό. Σε επίπεδο τοπικών κοινοτήτων (NUTS 5) ο OECD ορίζει ως υπαίθριες περιοχές τις κοινότητες που έχουν πυκνότητα πληθυσµού µικρότερη των 150 κατοίκων/ Km 2 (µε την εξαίρεση της Ιαπωνίας, στην οποία υπαίθρια κοινότητα είναι αυτή που έχει πυκνότητα µικρότερη των 500 κατοίκων/ Km 2 ). Σε περιφερειακό επίπεδο (NUTS 3) ο OECD διαχωρίζει τις περιφέρειες σε κυρίως υπαίθριες (predominantly rural), στις οποίες πάνω από το 50% του πληθυσµού ζει σε υπαίθριες κοινότητες, σε σηµαντικά υπαίθριες (significantly rural), στις οποίες το 15-50% του πληθυσµού ζει σε υπαίθριες κοινότητες, και σε κυρίως αστικές (predominantly urban), στις οποίες λιγότερο από το 15% του πληθυσµού ζει σε υπαίθριες περιοχές (Huillet 1994). Η EUROSTAT προσεγγίζει το θέµα βάσει του βαθµού αστικοποίησης. Οι Ευρωπαϊκές περιφέρειες διαχωρίζονται σε πυκνοκατοικηµένες ζώνες (densely populated zones) στις οποίες περιλαµβάνονται κοινότητες µε πληθυσµιακή πυκνότητα µεγαλύτερη από 500 κατοίκους/ Km 2, και µε συνολικό πληθυσµό τουλάχιστον 50.000 κατοίκων, σε ενδιάµεσες ζώνες (intermediate zones) στις οποίες περιλαµβάνονται κοινότητες µε πληθυσµιακή πυκνότητα µεγαλύτερη από 100 κατοίκους/ Km 2, οι οποίες δεν ανήκουν στις πυκνοκατοικηµένες ζώνες, και µε συνολικό πληθυσµό τουλάχιστον 50.000 κατοίκων, και σε αραιοκατοικηµένες ζώνες (sparsely populated zones) στις οποίες περιλαµβάνονται κοινότητες που δεν ανήκουν στις άλλες δύο κατηγορίες (European Commission 1997). Ο επίσηµος ελληνικός ορισµός της υπαίθρου είναι αυτός της ΕΣΥΕ σύµφωνα µε τον οποίο υπαίθριες περιοχές είναι οι περιοχές των δήµων και κοινοτήτων των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισµός έχει λιγότερους από 2.000 κατοίκους (ΕΣΥΕ 2001β, Carabatsou-Pachaki 1993). Η έλλειψη ενός γενικά αποδεκτού ορισµού για το τι είναι ύπαιθρος έχει σαν αποτέλεσµα την ασάφεια του τι σηµαίνει ανάπτυξη της υπαίθρου. Η συνεχής µεταβολή της υπαίθρου έχει σαν αποτέλεσµα το συνεχή επαναπροσδιορισµό της έννοιας της ανάπτυξης της υπαίθρου. Ενώ στο παρελθόν ως ανάπτυξη της υπαίθρου αναγνωρίζονταν ο εκσυγχρονισµός της γεωργίας και των υπαίθριων υπηρεσιών (Γούσιος 1999, Gray 2000, Υπουργείο Γεωργίας 2003, Midmore and Whitaker 2000) ώστε οι υπαίθριες περιοχές να ακολουθήσουν τα πρότυπα ανάπτυξης των αστικών περιοχών, σήµερα αποκτάει όλο και περισσότερο ειδικό βάρος η άποψη πως η 19

ανάπτυξη της υπαίθρου πρέπει να βασίζεται στις ενδογενείς ποιότητες των υπαίθριων περιοχών και να επιδιώκει την παράλληλη προστασία αυτών. Γι αυτό το λόγο οι ανάγκες, οι ιδιαιτερότητες, αλλά και οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε µία υπαίθρια περιοχή δεν είναι ίδιες για µία άλλη (Baldock et al 2001). Η ανάπτυξη της υπαίθρου σήµερα νοείται ως µία πολυεπίπεδη, πολύπλευρη έννοια. Νοηµατικά µπορεί να ειδωθεί αφενός ως το σύνολο των παγκόσµιων αλληλεπιδράσεων και αλληλεξαρτήσεων ανάµεσα στη γεωργία και την κοινωνία, αφετέρου ως ένα νέο αναπτυξιακό µοντέλο του αγροτικού τοµέα (Marsden et al 2001), ενώ αποκτά διαφορετικό νόηµα και ερµηνεία όταν αναφερόµαστε σε επίπεδο αγροτικού νοικοκυριού, σε επίπεδο οικονοµίας και οικονοµικών δρώντων, καθώς και σε επίπεδο επίσηµων πολιτικών και προγραµµάτων. Περαιτέρω, η ανάπτυξη της υπαίθρου περιλαµβάνει διαφορετικές και αλληλοσυνδεόµενες πρακτικές. Η ανάπτυξη της υπαίθρου υπονοεί τη δηµιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών και τη σχετιζόµενη µε αυτές ανάπτυξη νέων αγορών 6. Επίσης, αφορά στην ανάπτυξη νέων µορφών µείωσης του κόστους µέσω της ανάπτυξης νέων τεχνολογικών εφαρµογών και µέσω της παραγωγής και αναπαραγωγής συγκεκριµένων σχετιζόµενων βάσεων γνώσης (van der Ploeg et al 2000). Επιπλέον αναφέρεται σε νέα δίκτυα, σε νέες συνδιαλέξεις και µερικές φορές σε νέες θεσµικές διατάξεις (van der Ploeg and Renting 2000). Ως νέες δραστηριότητες νοούνται η παραγωγή υψηλής ποιότητας και η παραγωγή προϊόντων συγκεκριµένων γεωγραφικών περιοχών, η διατήρηση της φύσης, η διαχείριση των τοπίων, ο αγροτουρισµός και η ανάπτυξη βραχείας έκτασης (short supply) αλυσίδων τροφίµων (Knickel and Renting 2000). Οι νέες αυτές διαδικασίες έχουν σαν αποτέλεσµα την αναδιαµόρφωση των ήδη υπαρχόντων καταστάσεων και συνθηκών µε αποτέλεσµα ο πρωτογενής τοµέας µέσω της έννοιας της ανάπτυξης της υπαίθρου να οδηγείται πέρα από το µοντερνισµό. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί πως η ανάπτυξη της υπαίθρου δεν µεταφράζεται αποκλειστικά και µόνο ως προσθήκη µίας νέας διαδικασίας. Υπάρχει λοιπόν µία σειρά έντονων αλλαγών οι οποίες µας οδηγούν από την αντίληψη των υπαίθριων περιοχών ως χώρων για πρωτογενή παραγωγή σε µία νέα αντίληψη στην οποία η ύπαιθρος σχετίζεται µε ένα πλήθος παραγωγικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων, στις οποίες το τοπίο και οι φυσικές του ποιότητες κατέχουν µία κεντρική θέση. Με αυτό τον τρόπο η γεωργία, ως η παραδοσιακή οργανωτική και προσδιοριστική δραστηριότητα της ευρωπαϊκής υπαίθρου, έχει αντικατασταθεί από την ευρύτερη και λιγότερο µονολειτουργική έννοια της υπαίθρου (Hoggart et al 1995). Με άλλα λόγια η ανάπτυξη της υπαίθρου αποτελεί µία αλλαγή πορείας και νοοτροπίας σε σχέση µε το παραγωγιστικό µοντέλο ανάπτυξης. Η γεωργία δεν µπορεί πλέον να αντιµετωπίζεται υπό το πρίσµα µίας διακριτής τοµεακής πολιτικής η οποία ακολουθεί τους δικούς της παραγωγιστικούς στόχους. Αντίθετα η διαδικασία µε την οποία οι αγροτικές µέθοδοι παραγωγής αλληλεξαρτώνται και ενσωµατώνονται σε άλλες µορφές παραγωγικών διαδικασιών είναι που καθορίζει και προσδιορίζει την ανάπτυξη της υπαίθρου (Marsden 1999). Με αυτό τον τρόπο η 6 Ο Marsden (1998, 1999) αναγνωρίζει τουλάχιστον τέσσερις διαστάσεις οι οποίες σχετίζονται µε την ανάπτυξη της υπαίθρου. Αυτές είναι οι µαζικές αγορές τροφίµων, οι αγορές προϊόντων ποιότητας, η γεωργικά σχετιζόµενη ανάπτυξη και η αναδιάρθρωση της υπαίθρου (µη γεωργικά σχετιζόµενη ανάπτυξη). Οι διαστάσεις αυτές αντικατοπτρίζουν διαφορετικές δυναµικές σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο, διαφορετικές παραγωγικές και καταναλωτικές σχέσεις, διαφορετικά είδη ρυθµίσεων και η σχετική βαρύτητα τους µεταβάλλεται ανάλογα µε την επικρατούσα κοινωνική και πολιτική δοµή της υπαίθρου. 20