ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ & ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Βαθμονόμηση Πιστοληπτικής Ικανότητας στη Λιανική Τραπεζική Εκπόνηση Εργασίας: Αθηνά-Μαρία Κ. Λιαρομάτη (Α.Μ. 333/2008010) Επιβλέπων Καθηγητής: Στέλιος Ξανθόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Στατιστικής & Αναλογιστικών Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών Καρλόβασι, 2010 1
2
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ & ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Βαθμονόμηση Πιστοληπτικής Ικανότητας στη Λιανική Τραπεζική Αθηνά-Μαρία Κ. Λιαρομάτη Επιβλέπων Καθηγητής: Στέλιος Ξανθόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Στατιστικής & Αναλογιστικών Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών Εγκρίθηκε από την τριμελή εξεταστική επιτροπή την 8 η Σεπτεμβρίου 2010. Στέλιος Ξανθόπουλος Στέλιος Γεωργίου Τζων Τσιμήκας Επίκουρος Καθηγητής Αναπληρωτής Καθηγητής Αναπληρωτής Καθηγητής, Σ.Α.Χ.Μ. Σ.Α.Χ.Μ. Πρόεδρος Τμήματος Σ.Α.Χ.Μ. Καρλόβασι, 2010 3
Αφιερώνεται στη μητέρα μου.. 4
Βαθμονόμηση Πιστοληπτικής Ικανότητας στη Λιανική Τραπεζική Αθηνά-Μαρία Κ. Λιαρομάτη Σημαντικοί όροι: Πιστωτικός Κίνδυνος, Υποδείγματα Πιστωτικού Κινδύνου, Βαθμονόμηση Πιστοληπτικής Ικανότητας - Credit scoring, Διαχωριστική Ανάλυση. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η έννοια του κινδύνου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής πραγματικότητας και προτάσσει την ανάγκη διαχείρισής του με την ανάπτυξη ολοκληρωμένων συστημάτων εκτίμησης, τιμολόγησης και ελέγχου του. Ιδιαίτερα ο πιστωτικός κίνδυνος αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο κίνδυνο για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και η μέτρηση και διαχείριση του αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Αυτή η διπλωματική εργασία στοχεύει να παρουσιάσει τα βασικά ζητήματα του πιστωτικού κινδύνου όπως αυτός εμφανίζεται στη διαδικασία πιστοδοτήσεων και να εφαρμόσει κάποιες από τις στατιστικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υποδειγμάτων βαθμονόμησης πιστοληπτικής ικανότητας στη λιανική Τραπεζική. Η βαθμονόμηση πιστοληπτικής ικανότητας (Credit Scoring) είναι μία από τις πιο επιτυχημένες εφαρμογές της στατιστικής μοντελοποίησης στον Τραπεζικό τομέα. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα χρηματοοικονομικά εργαλεία διαχείρισης κινδύνου που αναπτύχθηκαν, που αξιολογεί τον κίνδυνο αθέτησης του δανειολήπτη και μειώνει την υποκειμενικότητα των πιστοδοτικών αποφάσεων, συμβάλλοντας έτσι στην βελτίωση της αποδοτικότητα της πιστοδοτικής δραστηριότητας. Η δομή αυτής της εργασίας έχει ως εξής: Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη αναφορά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο ρόλο που διαδραματίζουν οι τράπεζες μέσω των δραστηριοτήτων τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύεται η σπουδαιότητα του Πιστωτικού Κινδύνου για τις τράπεζες, και γίνεται μια σύντομη ανασκόπηση των κανόνων της Επιτροπής της 5
Βασιλείας σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο (Basel Accord), με άμεση αναφορά στις τεχνικές που ακολουθούνται για την αποτίμησή του. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά του Πιστωτικού Κινδύνου, ενώ στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στα είδη υποδειγμάτων για την αξιολόγηση και την εκτίμησή του. Στο πέμπτο κεφάλαιο, επικεντρωνόμαστε στα υποδείγματα βαθμονόμησης πιστοληπτικής ικανότητας credit scoring, με μια μικρή αναφορά και στα συστήματα συμπεριφοριστικής βαθμονόμησης behavioural scoring, ενώ στο έκτο κεφάλαιο αναλύεται η μέθοδος της Διαχωριστικής Ανάλυσης που πρόκειται για μια στατιστική τεχνική για την κατασκευή καρτών βαθμονόμησης πιστοληπτικής ικανότητας-scorecards-. Τέλος, στο έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια πρακτική εφαρμογή του credit scoring, μέσω του στατιστικού προγράμματος SPSS. 6
Ευχαριστίες «Για την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας, πέρα από την προσωπική μου προσπάθεια, σημαντική ήταν και η βοήθεια κάποιων ανθρώπων τους οποίους και θα ήθελα να ευχαριστήσω. Πρώτα από όλους θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Καθηγητή κ. Στέλιο Ξανθόπουλο, που ως επιβλέπων καθηγητής συνέβαλε σημαντικά στην συγγραφή αυτής της εργασίας. Η σωστή καθοδήγησή του και οι εύστοχες παρατηρήσεις του καθ όλη τη διάρκεια εκπόνησής της αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες κατανόησης του αντικειμένου, της έρευνας και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της. Θερμές ευχαριστίες οφείλω επίσης στον Αναπληρωτή Καθηγητή Στέλιο Γεωργίου για την άψογη συνεργασία που είχαμε και για τις πολύτιμες συμβουλές που μου παρείχε. Ακόμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Θοδωρή Λεουτσάκο για την βοήθειά του στα πρώτα στάδια αυτής της εργασίας, καθώς επίσης και όλους όσοι ήταν δίπλα μου συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση των σπουδών μου είτε με την υποστήριξή τους είτε με τις ανεκτίμητες συμβουλές τους. Τέλος, ευχαριστώ θερμά τους την οικογένειά μου για την χωρίς όρους και όρια συμπαράσταση και κατανόησή τους σε κάθε μου προσπάθεια». 7
Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1: «Εισαγωγή» 11 1.1 Το χρηματοπιστωτικό σύστημα... 11 1.2 Η έννοια της τράπεζας και ο ρόλος της... 11 Κεφάλαιο 2: «Προσέγγιση Πιστωτικού Κινδύνου».. 13 2.1 Εισαγωγή..13 2.2 Σπουδαιότητα Πιστωτικού Κινδύνου για τις Τράπεζες... 14 2.3 Συστατικά Στοιχεία Πιστωτικού Κινδύνου. 15 2.4 Αναμενόμενη και μη αναμενόμενη ζημιά 20 2.5 Τραπεζική Εποπτεία - «Βασιλεία Ι» - «Βασιλεία ΙΙ».. 23 2.5.1 Τραπεζική Εποπτεία. 23 2.5.2 «Βασιλεία Ι». 24 2.5.3 «Βασιλεία ΙΙ» 26 2.6 Πιστωτικός Κίνδυνος: Τυποποιημένη Προσέγγιση και η προσέγγιση των Εσωτερικών Διαβαθμίσεων... 27 Κεφάλαιο 3: «Χαρακτηριστικά Πιστωτικού Κινδύνου». 30 3.1 Ανάλυση Πιστωτικού Κινδύνου.. 30 3.2 Κατάταξη των δανειοληπτών σε περιοχές κινδύνου (credit rating) 31 3.3 Κριτήρια Αξιολόγησης Πιστοδοτήσεων.. 32 3.3.1 Βασικά πιστωτικά κριτήρια 32 3.3.2 Επικουρικά κριτήρια... 33 3.3.3 Χρήση χρηματοοικονομικών δεικτών 33 3.4 Κριτήρια αξιολόγησης ιδιωτών... 41 8
Κεφάλαιο 4: «Υποδείγματα Μέτρησης Πιστωτικού Κινδύνου». 42 4.1 Είδη Μοντέλων Πιστωτικού Κινδύνου... 42 4.2 Ανάπτυξη Υποδειγμάτων Μέτρησης Πιστωτικού Κινδύνου.. 44 4.2.1 Εργαλεία Διαχείρισης Πιστωτικού Κινδύνου.. 44 4.2.2 Παράμετροι Μέτρησης του Πιστωτικού Κινδύνου. 47 Κεφάλαιο 5: «Υποδείγματα Credit Scoring & Behavioural Scoring»... 49 5.1 Εισαγωγή. 49 5.2 Τι είναι η βαθμονόμηση πιστοληπτικής ικανότητας - credit scoring.. 50 5.3 Η εξέλιξη της βαθμονόμησης πιστοληπτικής ικανότητας - credit scoring.. 51 5.4 Υποδείγματα Credit Scoring 52 5.4.1 Υπόδειγμα Γραμμικής Πιθανότητας (linear probability model).. 53 5.4.2 Υποδείγματα Logit... 54 5.4.3 Υποδείγματα Probit.. 55 5.4.4 Διακριτική ανάλυση (Discriminant Analysis)... 56 5.5 Υποδείγματα Behavioural Scoring.. 60 Κεφάλαιο 6: «Διαχωριστική Ανάλυση». 64 6.1 Εισαγωγή. 64 6.2 Κανόνες Διαχωρισμού Ομάδων.. 65 6.2.1 Κανόνας μέγιστης πιθανοφάνειας. 65 6.2.2 Κανόνας του Bayes 66 6.2.3 Ελαχιστοποίηση του κόστους λανθασμένης κατάταξης 66 6.3 Ταξινόμηση κανονικών υπό-πληθυσμών σε δύο ομάδες 70 6.3.1 Ταξινόμηση των κανονικών πληθυσμών όταν Σ 1 =Σ 2 =Σ.. 70 9
6.3.2 Ταξινόμηση των κανονικών υπό-πληθυσμών όταν Σ 1 Σ 2... 73 6.4 Η Διαχωριστική συνάρτηση του Fisher... 75 6.5 Γενίκευση Διαχωριστικής ανάλυσης του Fisher για k ομάδες 76 6.6 Άλλες προσεγγίσεις για το διαχωρισμό ομάδων.. 77 6.6.1 Λογιστική παλινδρόμηση 77 6.6.2 Δένδρα αποφάσεων....78 6.6.3 Νευρωνικά Δίκτυα... 79 Κεφάλαιο 7: «Εφαρμογή Παραδείγματος με τη χρήση του SPSS». 80 7.1 Εισαγωγή. 80 7.2 Προϋποθέσεις Διαχωριστικής Ανάλυσης 81 7.3 Διαχωριστική Ανάλυση... 84 7.4 Επικύρωση της Διαχωριστικής Ανάλυσης.. 98 7.5 Πιστοποίηση ενός συστήματος Credit Scoring... 98 Παράρτημα..103 Βιβλιογραφικές Αναφορές Πηγές...121 10
Κεφάλαιο 1 «Εισαγωγή» 1.1 Το χρηματοπιστωτικό σύστημα Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της οικονομίας όλων των χωρών. Τρεις παράγοντες εξηγούν την ραγδαία εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού τομέα διεθνώς την τελευταία 25ετία. 1. Η απελευθέρωση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 (αρχικά στις ΗΠΑ). Η εισαγωγή του ευρώ επιτάχυνε την ολοκλήρωση της χρηματοοικονομικής αγοράς στην ζώνη του ευρώ. 2. Η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος στην πληροφορική και τις επικοινωνίες. Συνέβαλε αποφασιστικά στην αλματώδη αύξηση του πλήθους των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, όπως και στην ικανότητα γρήγορης τιμολόγησης σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων (παράγωγα). 3. Οι ευνοϊκές διεθνείς οικονομικές συγκυρίες, όπως η ραγδαία άνοδος της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και του διεθνούς εμπορίου, ο χαμηλός πληθωρισμός, τα χαμηλά επιτόκια και η χαμηλή μεταβλητότητα των τιμών στις αγορές χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, η νομισματική πολιτική στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, μεταξύ των οποίων είναι και η ζώνη του ευρώ, στοχεύει στη δημιουργία συνθηκών που να στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. 1.2 Η έννοια της τράπεζας και ο ρόλος της Οι τράπεζες αποτελούν βασικό πυλώνα του χρηματοοικονομικού συστήματος κάθε χώρας. Για παράδειγμα στην Ελλάδα το 76% του συνολικού ενεργητικού του χρηματοοικονομικού τομέα ανήκει στις τράπεζες [22]. 11
Οι τράπεζες διακρίνονται από τα υπόλοιπα είδη χρηματοοικονομικών εταιριών για την παροχή καταθετικών και δανειακών προϊόντων [29]. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τους επιτρέπεται να αποδέχονται καταθέσεις από το ευρύ κοινό. Ως εκ τούτου η αξιοπιστία τους έχει ιδιαίτερη σημασία. Τα καταθετικά προϊόντα εξοφλούνται εν ζητήσει ή έπειτα από κάποια ειδοποίηση. Οι καταθέσεις αποτελούν υποχρεώσεις για τις τράπεζες, οι οποίες πρέπει να τις διαχειριστούν, αν η τράπεζα προσδοκά σε μεγιστοποίηση του κέρδους της. Από την άλλη, οι τράπεζες διαχειρίζονται το ενεργητικό τους που αποτελείται κυρίως από δάνεια. Επομένως, η πρώτη κύρια δραστηριότητά τους είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στους καταθέτες και τους δανειολήπτες [23]. Η δεύτερη κύρια δραστηριότητα των τραπεζών είναι η προσφορά ρευστότητας στους πελάτες της. Καταθέτες και δανειολήπτες έχουν διαφορετικές προτιμήσεις ρευστότητας. Η τράπεζα οφείλει να διαχειριστεί με αποτελεσματικό τρόπο τα προβλήματα ρευστότητας που ενδέχεται να αντιμετωπίσει, ως διαμεσολαβητής, λόγω αυτών των διαφορετικών προτιμήσεων. Η Επιτροπή της Βασιλείας, η οποία θέτει ορισμένους κανόνες και αρχές για την λειτουργία των τραπεζών, έχει διαχωρίσει τις δραστηριότητες που αναλαμβάνουν οι τράπεζες σε επιχειρηματικούς τομείς. Μια ενδεικτική ταξινόμηση των δραστηριοτήτων μπορεί να γίνει σε χρηματοδότηση επιχειρήσεων, σε διαπραγμάτευση και πωλήσεις χρηματοπιστωτικών μέσων, στην λιανική τραπεζική, στην εμπορική τραπεζική, στην διενέργεια και διακανονισμό πληρωμών, στις υπηρεσίες πρακτόρευσης, στην διαχείριση ενεργητικού και στις χρηματιστηριακές υπηρεσίες λιανικής [13]. 12
Κεφάλαιο 2 «Προσέγγιση Πιστωτικού Κινδύνου» 2.1 Εισαγωγή Ο πιστωτικός κίνδυνος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη φύση των δραστηριοτήτων μιας τράπεζας και ορίζεται ως ο κίνδυνος ζημίας λόγω αθέτησης των υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων της. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει επιδείνωση των οικονομικών της μεγεθών και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να διακυβευτεί η ίδια η ύπαρξή της. Η κύρια δραστηριότητα των τραπεζών που δημιουργεί πιστωτικό κίνδυνο είναι η χορήγηση δανείων. Στη συνέχεια αυτής της εργασίας, θα εστιάσουμε στον πιστωτικό κίνδυνο όπως αυτός εμφανίζεται στα πλαίσια της χορήγησης δανείων. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι τα δάνεια μπορούν να διαχωριστούν ανάλογα με τη φύση του δανειολήπτη και το σκοπό τους σε επιχειρηματικά δάνεια (ο δανειολήπτης είναι επιχείρηση) και σε δάνεια λιανικής τραπεζικής (ο δανειολήπτης είναι ιδιώτης). Τα δάνεια λιανικής τραπεζικής περιλαμβάνουν καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Είναι προφανές ότι, ο πιστωτικός κίνδυνος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων. Η πιθανότητα αυτή είναι συνάρτηση των ακόλουθων παραγόντων: Του τρόπου αποπληρωμής του δανείου: ο οποίος επηρεάζει όπως είναι φυσικό την εξέλιξη του ανεξόφλητου ύψους του δανείου μέχρι τη λήξη του. Της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πελάτη: η οποία επηρεάζει την ικανότητα του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του για την καταβολή των τόκων και των δόσεων του δανείου. Η χρηματοοικονομική κατάσταση του πελάτη αποτυπώνεται στη θέση στην οποία η τράπεζα τον κατατάσσει με βάση ορισμένα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια τα οποία πιστεύει ότι αντανακλούν την πιστοληπτική του ικανότητα. Για παράδειγμα στην 13
περίπτωση που ο δανειολήπτης είναι επιχείρηση τα κριτήρια αυτά μπορεί να αναφέρονται στη δομή του ισολογισμού, το ιστορικό της επιχείρησης, το επίπεδο της διοίκησης και τις προοπτικές του κλάδου. Επιχειρήσεις με καλή αξιολόγηση που δραστηριοποιούνται σε δυναμικούς κλάδους και οι οποίοι διακρίνονται για την ισχυρή χρηματοοικονομική τους δομή, με υψηλό βαθμό ρευστότητας και ικανοποιητική κερδοφορία, παρουσιάζουν χαμηλότερη πιθανότητα αθέτησης των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Στην περίπτωση που ο δανειολήπτης είναι ιδιώτης τέτοια κριτήρια θα μπορούσαν να είναι η περιουσιακή του κατάσταση, η σταθερότητα των εισοδημάτων του, το επάγγελμά του και πιθανόν άλλα δημογραφικά κριτήρια 1 όπως θα δούμε αναλυτικότερα στην εφαρμογή μας στο τέλος της εργασίας. Της διάρκειας του δανείου: Τα μακροπρόθεσμα δάνεια παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα μεταφοράς τους στις οριστικές καθυστερήσεις γιατί στο βάθος του χρόνου αυξάνεται και η πιθανότητα μεταβολής της πιστοληπτικής ικανότητας του πελάτη. Της ποιότητας των εξασφαλίσεων: από την οποία εξαρτάται το ποσοστό του δανείου που η τράπεζα ανακτά σε περίπτωση που αυτό μεταφερθεί στις καθυστερήσεις και η τράπεζα επιδιώξει τη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προκειμένου να επανακτήσει μέσω αυτών μέρος του δανείου [5]. 2.2 Σπουδαιότητα Πιστωτικού Κινδύνου για τις Τράπεζες Η ιστορία των τραπεζικών συστημάτων σε όλο τον κόσμο διδάσκει ότι ο πιστωτικός κίνδυνος αποτελεί τη σοβαρότερη απειλή για τη φερεγγυότητα των πιστωτικών οργανισμών. Οι περισσότερες χρεοκοπίες τραπεζών έχουν συνδεθεί μέχρι στιγμής με τα προβλήματα που δημιουργούν στον ισολογισμό των τραπεζών οι ζημιές από επισφαλείς απαιτήσεις. Είναι προφανές ότι οι ζημιές από επισφαλείς απαιτήσεις μειώνουν την κερδοφορία και τα αποθεματικά της τράπεζας, γεγονός με δυσμενείς επιπτώσεις στην πιστοληπτική ικανότητα και το κόστος δανεισμού της στη διατραπεζική αγορά. 1 Βλέπε παράρτημα Ενότητα 1 η. 14
Η σημασία λοιπόν, του πιστωτικού κινδύνου για τη σταθερότητα των τραπεζικών οργανισμών, οδήγησε τις εποπτικές αρχές των τραπεζικών συστημάτων στην καθιέρωση αποδεκτών κανόνων ελέγχου των κινδύνων των τραπεζικών χαρτοφυλακίων χορηγήσεων. Οι κανόνες αυτοί είναι γνωστοί ως κανόνες της Βασιλείας επειδή οι συνεδριάσεις για την υιοθέτηση τους γίνονται στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας. Σκοπός, λοιπόν, της πιστωτικής ανάλυσης είναι ο περιορισμός των επισφαλειών που ανακύπτει από την κακή εξυπηρέτηση μιας οποιασδήποτε μορφής δανείου, η όσο το δυνατόν έγκαιρη ανίχνευση οποιουδήποτε προβλήματος ανακύψει στο μέλλον στην εξόφληση ενός δανείου, στην ανάλυση της οικονομικής κατάστασης και κατ επέκταση της πιστοληπτικής ικανότητας του πελάτη. 2.3 Συστατικά Στοιχεία Πιστωτικού Κινδύνου Θα διατυπώσουμε τώρα ένα πολύ απλό παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι μια τράπεζα έχει χορηγήσει 100 δάνεια ύψους 1.000.000 το καθένα, με παρόμοια διάρκεια και όρους, σε δανειολήπτες που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά ως προς την επικινδυνότητα των δραστηριοτήτων τους. Η τράπεζα βάση κάποιων ιστορικών στοιχείων γνωρίζει ότι στατιστικά ο ένας από τους εκατό δανειολήπτες θα αθετήσει τις υποχρεώσεις του (βέβαια δεν γνωρίζει ποιος, αλλιώς δεν θα τους χορηγούσε το δάνειο). Δηλαδή, υπό αυτή την έννοια, η τράπεζα γνωρίζει ότι δανειολήπτες με αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν 1% πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεών τους. Το άνοιγμα της τράπεζας (λόγω αυτών των δανείων) είναι 100.000.000. Ας υποθέσουμε πλέον ότι για κάθε τέτοιο δάνειο, η τράπεζα έχει υπολογίσει ότι αν ο επιχειρηματίας αθετήσει τις υποχρεώσεις του θα καταφέρει να ανακτήσει (μέσω εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, εγγυήσεων, κλπ.) ένα ποσοστό της τάξης του 60% του δανείου. Δηλαδή το ποσοστό ανάκτησης του δανείου (Recovery Rate) είναι 60%. Με άλλα λόγια, το ποσοστό ζημιάς που θα υποστεί η τράπεζα σε περίπτωση αθέτησης σε κάποιο από αυτά τα δάνεια θα είναι: Loss Given Default (LGD) = 1 Recovery Rate (RR) = 40% Άρα, η αναμενόμενη ζημιά της τράπεζας από αυτό το χαρτοφυλάκιο δανείων θα είναι: 15
Expected Loss (EL) = 1% * 40% * 100.000.000 Όπως είδαμε από αυτό το πολύ απλό παράδειγμα τα συστατικά στοιχεία του πιστωτικού κινδύνου είναι τα εξής τρία [12] : Ο κίνδυνος αθέτησης Η έκθεση στον κίνδυνο και Ο κίνδυνος ανάκτησης. Αυτά τα συστατικά αντανακλούν τα εξής τρία ερωτήματα κατά την χορήγηση ενός δανείου: 1) Σε ποιόν δανείζει η τράπεζα η τράπεζα (πόσο αξιόπιστος είναι, δηλαδή ποιά η πιθανότητα να αθετήσει τις υποχρεώσεις του). 2) Τι ποσό δανείζει η τράπεζα (αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει την έκθεση στον πιστωτικό κίνδυνο). 3) Πώς θα αποπληρωθεί το δάνειο και τι εξασφαλίσεις υπάρχουν (αντιπροσωπεύει τον κίνδυνο ανάκτησης). Αναλυτικότερα: Ο Κίνδυνος Αθέτησης Ο κίνδυνος αθέτησης (default risk) αναφέρεται στο ενδεχόμενο αθέτησης των υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων ενός πιστωτικού ιδρύματος. Αθέτηση εκδηλώνεται όταν μια προγραμματισμένη πληρωμή δεν εξοφλείται για κάποιο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της (για παράδειγμα 3 μήνες). Πρέπει όμως να προσδιορισθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η έννοια της αθέτησης. Μπορούμε να διακρίνουμε: 1. Την «τεχνική αθέτηση» (technical default), σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει κάποια από τις αναγραφόμενες στο συμβόλαιο υποχρεώσεις, γεγονός που συνήθως προκαλεί επαναδιαπραγμάτευση των όρων του συμβολαίου. 2. Την «οικονομική αθέτηση» (economic default), όταν η αξία των στοιχείων του ενεργητικού είναι μικρότερη από την αξία του παθητικού, με συνέπεια τα ίδια κεφάλαια να είναι αρνητικά. 16
Οι τράπεζες μετρούν τον κίνδυνο αθέτησης χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία για δανειζόμενους με χαρακτηριστικά παρόμοια με τον υπό εξέταση. Συχνά χρησιμοποιούν στοιχεία που δημοσιεύονται από εταιρίες αξιολόγησης, όπως η Moody s, η Standard & Poor s, ενώ πολλές τράπεζες καταφεύγουν στη δημιουργία δικών τους συστημάτων αξιολόγησης και ταξινόμησης. Ο κίνδυνος αθέτησης μετράται από την πιθανότητα εμφάνισης του γεγονότος αυτού και εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα του δανειζομένου, η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Στην περίπτωση που ο δανειολήπτης είναι επιχείρηση τέτοιοι παράγοντες θα μπορούσαν να είναι το μέγεθος της εταιρίας, οι παράγοντες ανταγωνισμού, οι συνθήκες της αγοράς, η ποιότητα της διοίκησης της επιχείρησης και οι μέτοχοι. Στην περίπτωση που ο δανειολήπτης είναι ιδιώτης τέτοιοι παράγοντες θα μπορούσαν να είναι η περιουσιακή του κατάσταση, η σταθερότητα των εισοδημάτων του, το επάγγελμά του και πιθανόν άλλα δημογραφικά κριτήρια. Ποιοί από τους παράγοντες αυτούς είναι σημαντικοί και πόσο είναι πάντα προς διερεύνηση. Η Έκθεση στον Κίνδυνο Η έκθεση στον κίνδυνο, ή διαφορετικά κίνδυνος ανοίγματος (exposure risk), αναφέρεται στο συνολικό ποσό που είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο. Στην περίπτωση του χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων το συνολικό ποσό ταυτίζεται με την ονομαστική αξία των πιστοδοτήσεων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να κάνουμε μια μικρή αναφορά στα διαφορετικά είδη τραπεζικών προϊόντων τα οποία δημιουργούν πιστωτικό κίνδυνο: Δάνεια & Ομολογίες: Για τις ομολογίες, η έκθεση στον κίνδυνο είναι παρούσα αξία των ταμειακών ροών που δεν έχουν εξοφληθεί, προεξοφλημένων με συντελεστή προεξόφλησης που εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη. Παρόμοια και για τα δάνεια. Παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα: Σημαντικός, κίνδυνος υπάρχει στην περίπτωση των παράγωγων προϊόντων. Στην περίπτωση αυτή, η πηγή του κινδύνου είναι οι μεταβολές της αγοράς. Η τιμή ρευστοποίησης των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων εξαρτάται από αυτές τις μεταβολές που είναι συνεχείς. Ακόμα και όταν η τιμή ρευστοποίησης είναι θετική, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος για τον τραπεζικό οργανισμό, αφού μπορεί να χάσει χρήματα λόγω της αφερεγγυότητας του αντισυμβαλλομένου. 17
Εγγυητικές Επιστολές: Η εγγυητική επιστολή 2 είναι ένα ιδιωτικό έγγραφο με το οποίο η τράπεζα που το εκδίδει, λειτουργεί ως εγγυητής και υπεισέρχεται στη σχέση δύο άλλων μερών, του δικαιούχου και του εντολέα, για να διασφαλίσει τον πρώτο έναντι κάποιας ζημίας, που πιθανόν να προκύψει λόγω υπαιτιότητας του δευτέρου. Τα είδη των εγγυητικών επιστολών είναι τα εξής: α) Συμμετοχής σε διαγωνισμούς β) Καλής εκτέλεσης όρων συμβάσεων γ) Πληρωμής Ο κίνδυνος μεταβάλλεται ανάλογα το είδος της εγγυητικής επιστολής, με αυτές της πρώτης κατηγορίας να ενέχουν τον μικρότερο κίνδυνο, ενώ αυτές του τρίτου είδους τον μεγαλύτερο. Ενέγγυες Πιστώσεις: Τραπεζική ενέγγυα πίστωση ονομάζεται η γραπτή υπόσχεση της τράπεζας του εντολέα προς τον δικαιούχο, ότι θα του καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε συγκεκριμένη προθεσμία με την παράδοση από την πλευρά του δικαιούχου συγκεκριμένων φορτωτικών εγγράφων και την τήρηση συγκεκριμένων όρων. Υποχρεώσεις για δανεισμό: Η τράπεζα έχει την υποχρέωση να προβαίνει σε δανεισμό όταν το επιθυμεί ο πελάτης, μέχρι το όριο της πίστωσης που έχει προεγκριθεί στο δανειζόμενο ο οποίος επιβαρύνεται με τόκους για το ποσό που έχει δανειστεί, καθώς και με προμήθεια για το υπόλοιπο ποσό που έχει δικαίωμα να δανειστεί. Στην έκθεση στον κίνδυνο υπολογίζεται ολόκληρο το ποσό της διευκόλυνσης, είτε έχει χρησιμοποιηθεί από τον δανειζόμενο, είτε όχι. Ο Κίνδυνος Ανάκτησης Σύμφωνα με τις βασικές αρχές δανεισμού η καλύτερη εγγύηση για την ομαλή εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή ενός δανείου είναι η καλή οικονομική κατάσταση και οι καλές προοπτικές για την πορεία των εργασιών του αντισυμβαλλομένου. Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι εξασφαλίσεις που συνοδεύουν μία χρηματοδότηση, αφού κάποιες φορές ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Ο κίνδυνος ανάκτησης (recovery risk) αναφέρεται 2 Οι εγγυητικές επιστολές όπως επίσης οι ενέγγυες πιστώσεις καθώς και οι υποχρεώσεις για δανεισμό αποτελούν οιωνεί δάνεια. 18
στο ποσοστό ικανοποίησης της τράπεζας από το συνολικό ποσό που είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου, και είναι συνάρτηση της αξίας των εξασφαλίσεων της τράπεζας καθώς και της σειράς ικανοποίησης της. Επομένως ο κίνδυνος ανάκτησης εξαρτάται από το είδος των εξασφαλίσεων, δηλαδή το μέρος της χρηματοδότησης που δεν θα καλυφθεί από τις εξασφαλίσεις στην περίπτωση της αθέτησης του αντισυμβαλλομένου. Οι εξασφαλίσεις χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις ενοχικές και τις εμπράγματες. Ενοχικές εξασφαλίσεις: Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ενοχή, δηλαδή η υποχρέωση που δημιουργείται με την υπογραφή της σύμβασης από τον αντισυμβαλλόμενο και τους εγγυητές. Δεν είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν, ώστε να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό της ζημίας στην περίπτωση αθέτησης. Η ύπαρξη εγγυητών σε ένα δάνειο είναι επιθυμητή για την τράπεζα, καθώς μειώνει τον κίνδυνο αθέτησης. Εμπράγματες εξασφαλίσεις: Είναι οι εξασφαλίσεις επί κάποιων αντικειμένων κινητών ή ακινήτων. Οι εμπράγματες εξασφαλίσεις διακρίνονται σε ενέχυρα και σε υποθήκες. Η κύρια διαφορά μεταξύ τους είναι ότι το ενέχυρο αναφέρεται σε κινητά αντικείμενα π.χ. επιταγές, συναλλαγματικές, εμπορεύματα, φορτωτικά έγγραφα, τραπεζικές καταθέσεις κ.ά., ενώ η υποθήκη σε ακίνητα ή σε πλοία και αεροπλάνα. Η ανάκτηση μέρους της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης δεν είναι προβλέψιμη και εξαρτάται από τον τύπο της αθέτησης και άλλους παράγοντες, όπως οι εγγυήσεις από τον αντισυμβαλλόμενο και για τον λόγο αυτό υπάρχει ο κίνδυνος ανάκτησης. Το είδος της εγγύησης που προσφέρει ο αντισυμβαλλόμενος στην τράπεζα σε περίπτωση που αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, θα πρέπει να εκποιηθούν για να καλύψει το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα τις ζημίες που προέκυψαν από αυτή την αθέτηση. Η τράπεζα όμως δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων αν θα μπορέσει να πουλήσει στο μέλλον και σε ποια τιμή τα στοιχεία που έχει λάβει ως εγγύηση και γι αυτό πλέον οι τράπεζες ζητούν ως εγγύηση αντικείμενα, των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό του δανεισμού σε ποσοστό ανάλογο με το είδος των εγγυήσεων. 19
2.4 Αναμενόμενη και μη αναμενόμενη ζημιά Στο σύνολο των αντισυμβαλλομένων μιας τράπεζας πάντα υπάρχει ένα ποσοστό το οποίο θα αδυνατεί να εκπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις, πράγμα το οποίο μεταφράζεται σε απώλεια του δανεισθέντος κεφαλαίου (όλου ή μέρους του), πλέον των αναλογούντων τόκων, εντός μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Η απώλεια αυτή, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ισοδυναμεί με ζημιά για την τράπεζα και διαφέρει από έτος σε έτος ανάλογα με τον αριθμό αυτών που αθετούν και τη σοβαρότητα (ποσό, ποσοστό επί του επιμέρους ή του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου κ.λπ.) των συγκεκριμένων αθετήσεων [5]. Μια τράπεζα αν και δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει εκ των προτέρων τις ζημιές που ενδέχεται να υποστεί σε ένα συγκεκριμένο έτος, εντούτοις είναι εφικτό να προβλέψει το μέσο επίπεδο των ζημιών από τα δάνεια που έχει χορηγήσει. Οι ζημιές αυτές αναφέρονται ως Αναμενόμενες Ζημιές (Expected Losses EL) και ουσιαστικά αφορούν το κόστος της χορήγησης δανείων και αντιμετωπίζονται με διάφορους τρόπους όπως, με την εξειδικευμένη τιμολόγηση των διαφόρων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, με τη διενέργεια προβλέψεων και με τη διαγραφή απαιτήσεων (οι οποίες είναι σε καθυστέρηση για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, π.χ. 1-3 έτη). Το ύψος των αναμενόμενων ζημιών προσδιορίζεται από την παρακάτω σχέση [18] : ή ως ποσοστό EAD από τη σχέση: EL = PD LGD EAD EL% = PD LGD Στην περίπτωση αυτή οι γνωστές παράμετροι 3 ειδικότερα ως εξής: πιστωτικού κινδύνου ορίζονται PD: η πιθανότητα αθέτησης ανά βαθμίδα κατάταξης η οποία δίδει το μέσο ποσοστό των αντισυμβαλλομένων οι οποίοι θα αθετήσουν στη συγκεκριμένη βαθμίδα κατά τη διάρκεια του έτους. 3 Σε αρκετά άρθρα οι παράγοντες PD, LGD και EAD αναφέρονται ως μεταβλητές που χαρακτηρίζονται και ως παράμετροι πιστωτικού κινδύνου, πάνω στις οποίες βασίζεται η Βασιλεία II. 20
EAD: το υπόλοιπο των εν ισχύ δανείων σε περίπτωση αθέτησης, δηλαδή το υπόλοιπο των τοκοχρεολυτικών δανείων πλέον του χρησιμοποιηθέντος ορίου (υπολοίπου) των Αλληλόχρεων Τρεχούμενων Λογαριασμών (Α.Τ.Λ.) + του μη χρησιμοποιηθέντος ορίου των Α.Τ.Λ. LGD: το ποσοστό του ανοίγματος (EAD) το οποίο είναι πιθανόν να απολεσθεί σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου και το οποίο εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το είδος και το ποσό των ληφθέντων εξασφαλίσεων όπως επίσης και από την κατηγορία του αντισυμβαλλομένου. Συχνά το LGD εκφράζεται μέσω της σχέσης: LGD = 1 RR, όπου RR το ποσοστό ανάκτησης (Recovery Rate) του δανείου στην περίπτωση αθέτησης. Έτσι, η αναμενόμενη ζημιά μπορεί να γραφτεί και ως: EL = PD (1-RR) EAD. Μια από τις χρήσεις του κεφαλαίου ενός Πιστωτικού Ιδρύματος (Π.Ι.) είναι η προστασία των αντισυμβαλλομένων του (καταθετών) από ακραίες ζημιές οι οποίες υπερβαίνουν τα αναμενόμενα επίπεδα. Οι ζημιές αυτές, οι οποίες υπερβαίνουν τα αναμενόμενα επίπεδα, ονομάζονται μη-αναμενόμενες (Unexpected Losses - UL). Αν και τα Π.Ι. γνωρίζουν ότι οι ζημιές αυτές μπορούν να συμβούν, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, εντούτοις δεν είναι δυνατόν να προβλέψουν εκ των προτέρων, αφενός το χρόνο που θα προκύψουν και αφετέρου τη σοβαρότητά τους. Η κάλυψη μέρους των ζημιών αυτών είναι εφικτή μέσω του καθορισμού συγκεκριμένων επιπέδων επιτοκίων και ειδικότερα μέσω των κατάλληλων περιθωρίων επιτοκίου. Πάντως το πλέον αποδεκτό και κατάλληλο μέσο για την κάλυψη έναντι των μηαναμενόμενων ζημιών είναι το απαραίτητο εποπτικό κεφάλαιο (ή ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση/minimum capital requirement). Το απαραίτητο εποπτικό κεφάλαιο αναφέρεται και ως οικονομικό κεφάλαιο (economic capital) ή εσωτερικό κεφάλαιο [14]. 21
Ουσιαστικά είναι η εκτίμηση της τράπεζας αναφορικά με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες μπορεί να συγκλίνουν ή να αποκλίνουν από τις αντίστοιχες της εποπτεύουσας αρχής. Το απαραίτητο κεφάλαιο ορίζεται έτσι ώστε να είναι δυνατό να καλύψει το σημαντικότερο τμήμα αυτών των ζημιών, σε ποσοστό έως και 99,9%, ούτως ώστε το ύψος αυτών να υπερβαίνουν το ύψος του κεφαλαίου μόνο κατά ένα πολύ μικρό ποσοστό (ίσο με 0,1%). Η συγκεκριμένη προσέγγιση απεικονίζεται στο Σχήμα 1, το οποίο παρατίθεται ακριβώς παρακάτω. Σχήμα 1: Κατανομή ζημιών & \/ΑR (Value at Risk) δανειακού χαρτοφυλακίου Πηγή:BCBS, 2005a Η καμπύλη του παραπάνω σχήματος απεικονίζει την κατανομή απωλειών. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη ισούται με 100%. Η καμπύλη δείχνει ότι μικρές σχετικά ζημιές, με τιμές κοντά στην ΕL, προκύπτουν συχνότερα απ' ότι οι μεγάλες ζημιές. Η πιθανότητα οι ζημιές να υπερβαίνουν το άθροισμα ΕL + UL, (δηλαδή η πιθανότητα να μην είναι σε θέση το πιστωτικό ίδρυμα να καλύψει τις υποχρεώσεις του μέσω των κερδών και του κεφαλαίου του) είναι η μικρή περιοχή στα δεξιά της καμπύλης του σχήματος 1.1. Η τιμή του 100% μείον την προαναφερθείσα πιθανότητα είναι το σχετικό διάστημα εμπιστοσύνης και το σχετικό κατώφλιο ονομάζεται Αξία σε Κίνδυνο (Value-at-Risk - VaR) στο συγκεκριμένο διάστημα εμπιστοσύνης. Κατ' αυτή την έννοια, το απαραίτητο κεφάλαιο καθορίζεται σύμφωνα με το άνοιγμα μεταξύ EL και VaR. Εφόσον η ΕL καλύπτεται επαρκώς από προβλέψεις ή έσοδα, τότε η πιθανότητα η τράπεζα να εξακολουθεί να είναι φερέγγυα (με χρονικό ορίζοντα ενός 22
έτους) ισούται με το εν λόγω διάστημα εμπιστοσύνης (π.χ. 99,9%). Σύμφωνα δε με την Βασιλεία II, το απαραίτητο κεφάλαιο καθορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να διατηρείται ένα σταθερό επίπεδο εμπιστοσύνης σύμφωνα με τις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών. 2.5 Τραπεζική Εποπτεία - «Βασιλεία Ι» - «Βασιλεία ΙΙ» 2.5.1 Τραπεζική Εποπτεία Η διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο τραπεζικό σύστημα είναι ο κύριος λόγος για την άσκηση προληπτικής εποπτείας από τους αρμόδιους φορείς εποπτείας (prudential supervision). Κάθε πιθανή έλλειψη φερεγγυότητας ή ρευστότητας ενός τραπεζικού ιδρύματος είναι δυνατό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη του κοινού και να καταλήξει σε αλυσιδωτή αντίδραση που θα επεκταθεί σε όλο το τραπεζικό σύστημα, επηρεάζοντας με αυτό τον τρόπο το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Το βασικό εργαλείο των εποπτικών αρχών είναι η κεφαλαιακή επάρκεια: οι εποπτικές αρχές εστιάζουν σε εκ των προτέρων (ex-ante) ενέργειες, υποχρεώνοντας τις τράπεζες σε παρακράτηση κεφαλαίων αντίστοιχη με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν, προκειμένου να περιορίσουν τον κίνδυνο αθέτησης υποχρέωσης από πλευράς τους. Μια τράπεζα, γενικά, χρηματοδοτεί τις δραστηριότητες της από τα ίδια κεφάλαια και από τις καταθέσεις των πελατών της. Στην περίπτωση που εμφανίζονται ζημιές, αυτές επιβαρύνουν τα ίδια κεφάλαια. Αν αυτές οι ζημιές είναι πάρα πολύ μεγάλες, τότε τα ίδια κεφάλαια ίσως να είναι ανεπαρκή προκειμένου να τις καλύψουν. Σε μια τέτοια περίπτωση η τράπεζα οδηγείται σε πτώχευση. Το «οικονομικό κεφάλαιο» είναι το ποσό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται για την κάλυψη όλων των κινδύνων που αντιμετωπίζει η τράπεζα. Αντιπροσωπεύει ένα ποσοτικό μέτρο της χρηματοοικονομικής υποστήριξης που απαιτείται ώστε να αντιμετωπιστούν μη αναμενόμενες ζημιές για ένα προκαθορισμένο επίπεδο εμπιστοσύνης. Για παράδειγμα, δεδομένων των κινδύνων που έχει αναλάβει η τράπεζα ας υποθέσουμε ότι με πιθανότητα 99,9% η ζημιά την οποία ενδέχεται να αντιμετωπίσει η τράπεζα εντός του έτους δεν θα υπερβεί το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Το οικονομικό κεφάλαιο σε αυτή την περίπτωση (με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,9% ) είναι ένα δισεκατομμύριο ευρώ. 23
Με τον όρο «εποπτικά κεφάλαια», εννοούμε τα κεφάλαια τα οποία η εποπτική αρχή θεωρεί ότι η τράπεζα καλύπτεται απέναντι στους διάφορους κινδύνους που αναλαμβάνει. Εκφράζουν κατά κάποιο τρόπο την άποψη της εποπτικής αρχής για το οικονομικό κεφάλαιο της τράπεζας και ενσωματώνουν τους φόβους της εποπτικής αρχής για την ασφάλεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι εποπτικές αρχές θέλουν να εξασφαλίσουν ότι η τράπεζα χρηματοδοτεί επαρκώς τις δραστηριότητές της και με δικά της κεφάλαια, ανάλογα με τον κίνδυνο της δραστηριότητας. Από την άλλη, η τράπεζα επιθυμεί να δεσμεύει όσο το δυνατόν λιγότερα κεφάλαια σε κάθε δραστηριότητα προκειμένου να μοχλεύσει σε μεγάλο βαθμό τα ίδια κεφάλαιά της. 2.5.2 «Βασιλεία Ι» Είναι αλήθεια ότι πριν από το 1974 είχε σημειωθεί ελάχιστη πρόοδος στον τομέα της διεθνούς τραπεζικής εποπτείας. Το Σεπτέμβριο του 1974 η ομάδα των Δέκα με τη συμμετοχή της Ελβετίας και του Λουξεμβούργου συνέστησαν μια επιτροπή, την Committee on Banking Regulations and Supervisory Practices, γνωστή κυρίως σαν Επιτροπή της Βασιλείας I (Basel Committee) που ως στόχο είχε να προάγει την ασφάλεια και την αξιοπιστία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και να δημιουργήσει ένα δίκαιο πεδίο ανταγωνισμού για τις διεθνώς δραστηριοποιημένες τράπεζες. Κύριος σκοπός της επιτροπής αυτής ήταν η διασφάλιση κεφαλαιακής επάρκειας από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι των κινδύνων που είχαν να αντιμετωπίσουν. Συγκεκριμένα, οι κίνδυνοι που έχει να αντιμετωπίσει ένα πιστωτικό ίδρυμα, κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με την Επιτροπή της Βασιλείας Ι ως εξής : Πιστωτικός Κίνδυνος (credit risk) Κίνδυνος Αγοράς (market risk) Λειτουργικός Κίνδυνος (operational risk) Ως πιστωτικός κίνδυνος ορίζεται η πιθανότητα αδυναμίας ανάκτησης ενός στοιχείου του ενεργητικού λόγω αδυναμίας του οφειλέτη ή λόγω καθυστέρησης αποπληρωμής ενός δανείου. Γενικά, ο πιστωτικός κίνδυνος αποτελεί ένα σημαντικό μέρος στην διαχείριση κινδύνων αφού σχετίζεται με την πιστοληπτική ικανότητα των δανειζόμενων και γενικά των αντισυμβαλλομένων με την τράπεζα. Δηλαδή, 24
σχετίζεται με την πιθανή ζημιά που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας τραπεζικός οργανισμός. Ο πιστωτικός κίνδυνος είναι σημαντικός, αν αναλογιστούμε ότι η αφερεγγυότητα πολλών μικρών καταναλωτών μπορεί να δημιουργήσει τεράστιες ζημιές. Στην κατηγορία του πιστωτικού κινδύνου ανήκει επίσης ο κίνδυνος αφερεγγυότητας (default risk), ο κίνδυνος χώρας (sovereign risk) και ο κίνδυνος αντισυμβαλλόμενου (counterparty risk). Η πρώτη αυτή συμφωνία για την κεφαλαιακή επάρκεια εστίασε στον πιστωτικό κίνδυνο με την δημιουργία του περίφημου λόγου του Cooke. Στόχος της ήταν να πετύχει ένα ελάχιστο ύψος κεφαλαιακών απαιτήσεων της τάξεως του 8%, ώστε να επιτευχθεί η προστασία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τον αναλαμβανόμενο πιστωτικό κίνδυνο. Η βασική ιδέα ήταν ότι τα πιο επικίνδυνα στοιχεία του ενεργητικού έπρεπε να «απασχολούν» μεγαλύτερο μέρος από τα κεφάλαια της τράπεζας. Ωστόσο, σύμφωνα με την Βασιλεία Ι, το σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών κατηγοριοποιούνταν μόνο σε τέσσερις κατηγορίες κινδύνου (risk-weighted assets- RWA): Μηδενική στάθμιση σε περιουσιακά στοιχεία μηδενικού κινδύνου όπως τα κρατικά ομόλογα. 20% στάθμιση σε δάνεια με χαμηλό επίπεδο κινδύνου. 50% στάθμιση για στεγαστικά δάνεια με υποθήκη πάνω σε περιουσιακά στοιχεία. Πλήρη 100% στάθμιση για δάνεια στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων και των δανείων ανακυκλούμενης πίστης όπως είναι οι πιστωτικές κάρτες. Έτσι, σύμφωνα με το πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας της Βασιλείας Ι, στοιχεία του ενεργητικού με εντελώς διαφορετικά επίπεδα κινδύνου κατατάσσονταν στην ίδια κατηγορία κινδύνου. Επιπλέον, οι σταθμίσεις δεν αποτελούσαν αντιπροσωπευτικά μεγέθη έναντι των κινδύνων που αντιστοιχούσαν στα διάφορα τραπεζικά προϊόντα. Για παράδειγμα, τα στεγαστικά δάνεια απαιτούσαν την μισή ποσότητα κεφαλαίου για κάθε ευρώ δανεισμού σε σχέση με τις πιστωτικές κάρτες και άλλου παρόμοιο τύπου δάνεια. Με αυτό τον τρόπο, μπορεί το μεγάλο πλεονέκτημα της Βασιλείας Ι να ήταν η απλότητα ως προς την εφαρμογή της, κατακρίθηκε όμως για την απλουστευτικότητά της στην κατηγοριοποίηση των διαφόρων στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών. 25
2.5.3 «Βασιλεία ΙΙ» Τις αδυναμίες που ενείχε το θεωρητικό πλαίσιο της Επιτροπής της Βασιλείας Ι ήρθε να καλύψει η Επιτροπή της Βασιλείας ΙΙ, η οποία σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελείται από ένα πιο περίπλοκο πλαίσιο το οποίο αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη επιτυχία τις δυσκολίες των ισολογισμών των σύγχρονων τραπεζών. H δομή του νέου συμφώνου της Επιτροπής της Βασιλείας ΙΙ περιλαμβάνει 3 αλληλένδετες και συμπληρωματικές θεματικές ενότητες (πυλώνες), οι οποίες συνέβαλλαν στην ασφάλεια και σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος: Ο πρώτος πυλώνας αφορά την ποσοτικοποίηση και τον υπολογισμό των κινδύνων και των ανάλογων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται στην εποπτεία των συστημάτων διαχείρισης κινδύνου της τράπεζας από την Κεντρική Τράπεζα. Τέλος, ο τρίτος πυλώνας αφορά την δημοσίευση και γνωστοποίηση των στοιχειών προς την αγορά που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια και την διαχείριση κινδύνων της τράπεζας. ΔΟΜΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΙΙ ΠΥΛΩΝΑΣ Ι ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙ ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙΙ Τροποποίηση πλαισίου υπολογισμού ελάχιστων κεφαλαιακών υποχρεώσεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου με την προσθήκη απαιτήσεων για την κάλυψη και του λειτουργικού κινδύνου. Διαδικασίες για τον έλεγχο σε μόνιμη βάση της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Γνωστοποίηση πληροφοριών με σκοπό την ενδυνάμωση της πειθαρχίας που επιβάλει η αγορά στις τράπεζες. Πίνακας 1: Δομή Βασιλείας II Αναλυτικότερα έχουμε: Πρώτος πυλώνας: Ελάχιστα όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Η νέα Συμφωνία προβλέπει ένα φάσμα επιλογών που θα έχουν οι τράπεζες όσον αφορά τον τρόπο 26
μέτρησης των κινδύνων και της κεφαλαιακής επάρκειας. Δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στον υπολογισμό των κινδύνων από τις ίδιες τις τράπεζες. Σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο εισάγεται η χρήση των εξωτερικών αξιολογήσεων για τις μικρότερες σε όγκο εργασιών τράπεζες. Τράπεζες με προχωρημένες ικανότητες μέτρησης κινδύνων θα μπορούν να χρησιμοποιούν μηχανισμούς εσωτερικής βαθμολόγησης των πιστωτικών κινδύνων. Δεύτερος πυλώνας: Εποπτική επιθεώρηση της κεφαλαιακής επάρκειας ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού από τις εποπτικές αρχές. Προτείνονται διαδικασίες που επιτρέπουν στους ελεγκτές να διακρίνουν αν μια τράπεζα έχει εγκαταστήσει ασφαλείς εσωτερικές μεθόδους για την αξιολόγηση της επάρκειας κεφαλαίου και τον ορισμό στόχων για τα ίδια κεφάλαια που είναι ανάλογοι με την επικινδυνότητα της τράπεζας. Τρίτος πυλώνας: Πειθαρχία μέσω της αγοράς ως μηχανισμού ενδυνάμωσης της φερεγγυότητας των τραπεζών. Τίθενται προϋποθέσεις για την αποκάλυψη στοιχείων σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας και την επικινδυνότητα που τη χαρακτηρίζει. Τα κρίσιμα αυτά στοιχεία θα επιτρέπουν σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά (καταθέτες, δανειστές, δανειζόμενους, εποπτικές αρχές κλπ.) να αξιολογούν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Η πειθαρχία της αγοράς προϋποθέτει την επιβολή κανόνων διαφάνειας. Με τον όρο διαφάνεια, η Επιτροπή της Βασιλείας υπονοεί την υποχρεωτική αποκάλυψη αξιόπιστων και έγκαιρων πληροφοριών που να καθιστά ικανούς τους ενδιαφερόμενους χρήστες αυτών των πληροφοριών να προβούν σε ακριβείς εκτιμήσεις σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση, αποδοτικά, μελλοντικά σχέδια, συνολική έκθεση σε τραπεζικούς κινδύνους και πολιτική διαχείρισης κινδύνων μιας τράπεζας. 2.6 Πιστωτικός Κίνδυνος: Τυποποιημένη Προσέγγιση και η προσέγγιση των Εσωτερικών Διαβαθμίσεων Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο που θα μας απασχολήσει στην εργασία αυτή, η Επιτροπή της Βασιλείας ΙΙ προτείνει δύο προσεγγίσεις υπολογισμού των κεφαλαίων που ένα πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διακρατεί για εποπτικούς σκοπούς: 27
Την τυποποιημένη προσέγγιση (Standardized Approach). Σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση της Βασιλείας ΙΙ, οι σταθμίσεις κινδύνου των στοιχείων του ενεργητικού μιας τράπεζας παραμένουν προκαθορισμένες αλλά λίγο πιο αναλυτικές σε σχέση με την Βασιλεία Ι. Τη προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων (Internal Ratings Based Approach). Στην προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων, οι τράπεζες παρέχουν οι ίδιες τις βασικές παραμέτρους υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα χαρτοφυλάκιά τους. Οι παράμετροι αυτές τροφοδοτούν τις συναρτήσεις στάθμισης κινδύνου, δηλαδή το μαθηματικό πλαίσιο που παρέχει η Βασιλεία ΙΙ και παράγουν τις σταθμίσεις κινδύνου για κάθε στοιχείο του ενεργητικού της τράπεζας. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εκδοχές της μεθόδου εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB), την θεμελιώδη και την εξελιγμένη IRB προσέγγιση. Και στις δύο περιπτώσεις, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να υπολογίζουν την πιθανότητα αθέτησης PD των χαρτοφυλακίων τους. Ωστόσο, οι τράπεζες που χρησιμοποιούν την εξελιγμένη προσέγγιση είναι υποχρεωμένες να προβαίνουν και στον υπολογισμό της ζημιάς δεδομένης της αθέτησης (LGD) και του χρηματοδοτικού ανοίγματος (EAD). Επομένως, κάτω από την εξελιγμένη προσέγγιση εσωτερικών διαβαθμίσεων IRB της Βασιλείας ΙΙ, οι τράπεζες προχωρούν στην εκτίμηση τριών βασικών μεγεθών: Πιθανότητα Αθέτησης (Probability of Default ή PD) Είναι η πιθανότητα ο δανειζόμενος ή μια ομάδα δανειζομένων να αθετήσει την υποχρέωσή του σε ότι αφορά την οφειλή του προς την τράπεζα. Το μέγεθος εκφράζεται σε όρους ποσοστού. Ζημία Δεδομένης της Αθέτησης (Loss Given Default ή LGD) Η ζημιά δεδομένης της αθέτησης είναι η χρηματική ζημιά μετά την αθέτηση εκπλήρωσης υποχρέωσης, δηλαδή η ζημιά που θα υποστεί η τράπεζα σε περίπτωση αθέτησης. Το μέγεθος εκφράζεται σε όρους ποσοστού επί του συνολικού ύψους του δανεισμού του χαρτοφυλακίου (χρηματικές μονάδες ζημιάς έναντι χρηματικών μονάδων συνολικού ανοίγματος κατά την αθέτηση). 28
Χρηματοδοτικό Άνοιγμα (Exposure At Default ή EAD) Είναι το χρηματικό ποσό ανοίγματος στον κίνδυνο τη στιγμή της αθέτησης. Το χρηματικό άνοιγμα είναι το συνολικό ποσό που εκτίθεται σε πιστωτικό κίνδυνο την συγκεκριμένη χρονική στιγμή της αθέτησης. Το μέγεθος εκφράζεται σε χρηματικό ποσό στο νόμισμα του χαρτοφυλακίου. Έχοντας εκτιμήσει τις τρεις παραπάνω παραμέτρους, τα πιστωτικά ιδρύματα προβαίνουν στη διενέργεια προβλέψεων για την κάλυψη των αναμενόμενων ζημιών από αθέτηση υποχρεώσεων των οφειλετών και παρακρατούν το αντίστοιχο οικονομικό κεφάλαιο που αντικατοπτρίζει τις εν λόγω προβλέψεις, ήτοι και το μέγεθος του πιστωτικού κινδύνου που αναλαμβάνουν. 29
Κεφάλαιο 3 «Χαρακτηριστικά Πιστωτικού Κινδύνου» 3.1 Ανάλυση Πιστωτικού Κινδύνου Η ανάλυση πιστωτικού κινδύνου (credit risk analysis) είναι ουσιαστικά η εύρεση της πιθανότητας μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης να μην πληρωθεί ή η εύρεση της πιθανότητας διαγραφής ενός δανείου από τον ισολογισμό της τράπεζας ως ζημιά εξ' επισφαλών απαιτήσεων. Η πιθανότητα αυτή είναι συνάρτηση της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη, του τρόπου αποπληρωμής του δανείου, της διάρκειας των ενοχικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων του δανείου. Η αξιολόγηση των δανειοληπτών προκύπτει από δύο συνιστώσες [5] : 1. Την αξιολόγηση από τον εισηγητή της τράπεζας και τα αρμόδια εγκριτικά κλιμάκια ανάλογα με το επίπεδο χορήγησης και 2. Την εφαρμογή αυτοματοποιημένου συστήματος βαθμολόγησης. Για την αξιολόγηση του δανειολήπτη από τον εισηγητή/εγκριτικά κλιμάκια λαμβάνονται υπόψη: o Χαρακτήρας-προσωπικότητα πιστούχου o Επιχειρηματική δραστηριότητα-ικανότητα o Συνολικό κεφάλαιο - κύκλος εργασιών που έχει ο πιστούχος στη διάθεσή του o Οικονομικές συνθήκες o Ενοχικές και εμπράγματες διασφαλίσεις o Η συναλλακτική τάξη του πιστούχου, εφόσον βέβαια υπήρχε προηγούμενη συνεργασία μαζί του o Η συνολική δανειακή επιβάρυνσή του o Η φήμη του στην αγορά o Η μεταβλητότητα των κερδών του o Η ύπαρξη άλλων εγγυήσεων o Η οικονομική κατάσταση του κλάδου (στην περίπτωση επιχείρησης). 30
Άλλα κριτήρια που επίσης λαμβάνονται υπόψη είναι η ειλικρίνεια και η ηλικία του αντισυμβαλλομένου, η διαδοχή του στην επιχείρηση κ.λ.π. 3.2 Κατάταξη των δανειοληπτών σε περιοχές κινδύνου (credit rating) Επενδυτικές υπηρεσίες μεγάλων οργανισμών (Credit Rating Agencies, CRA), όπως η Moody s Investors Services, η Standard & Poor's και η Fitch έχουν μελετήσει σε βάθος τη συμπεριφορά αθέτησης υποχρέωσης αντισυμβαλλόμενων εταιριών (πιστωτική φερεγγυότητα). Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών καταλήγουν στη διερεύνηση της ιστορικής σχέσης μεταξύ πιστοληπτικής ικανότητας και των αντίστοιχων πιθανοτήτων (ή ποσοστών αθέτησης) για διάφορους χρονικούς ορίζοντες. Η σχέση αυτή μπορεί να μελετηθεί από ένα απλό υπόδειγμα παλινδρόμησης γραμμικής μορφής, στο οποίο εξαρτημένη μεταβλητή είναι το ποσοστό αθέτησης (δηλαδή η πιθανότητα μη εξόφλησης του δανείου) και ανεξάρτητες μεταβλητές είναι διάφοροι χρηματοοικονομικοί δείκτες, όπως οι λόγοι κεφάλαιο κίνησης προς σύνολο ενεργητικού, παρακρατηθέντα κέρδη προς σύνολο ενεργητικού, κέρδη προ φόρων προς σύνολο ενεργητικού, πωλήσεις, κ.ά. Το επίπεδο κινδύνου για κάθε δανειολήπτη καθορίζεται χρησιμοποιώντας κατάλληλο σύστημα βαθμολόγησης. Στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται οι κατηγορίες πιστωτικού κινδύνου. Αξιολογική Κλίμακα Πιστοδοτήσεων Moody s S&P Fitch Κατηγορίες χαμηλού κινδύνου (investment grade) Πολύ υψηλή Aaa AAA AAA Υψηλή Aa1 έως Aa3 AA+ έως AA- AA+ έως AA- Ισχυρή ικανότητα εκπλήρωσης υποχρεώσεων A1 έως A3 A+ έως A- A+ έως A- Επαρκής ικανότητα εκπλήρωσης υποχρεώσεων Baa1 έως Baa3 BBB+ έως BBB- BBB+ έως BBB- Κατηγορίες υψηλού κινδύνου (speculative grade) Πιθανότητα ύπαρξης πιστωτικού κινδύνου Ba1 έως Ba3 BB+ έως BB- BB+ έως BB- Αξιόλογος βαθμός πιστωτικού B1 έως B3 B+ έως B- B+ έως B- 31
κινδύνου Υψηλός βαθμός πιστωτικού κινδύνου Caa1 έως Caa3 CCC+ έως CCC- CCC+ έως CCC- Πιθανή αθέτηση υποχρέωσης Ca CC CC Η αθέτηση υποχρέωσης είναι αναπόφευκτη C C C Σε κατάσταση αθέτησης υποχρέωσης - D,SD DDD,DD,D Πίνακας 2: Απεικόνιση κλιμάκων αξιολόγησης των Moody s, S & P και Fitch Πηγή: Van Roy (2005). 3.3 Κριτήρια Αξιολόγησης Πιστοδοτήσεων Οι πιστοδοτήσεις κάθε τράπεζας γίνονται σύμφωνα με συστηματοποιημένους κανόνες, όπου προσδιορίζονται τα βασικά κριτήρια με τα οποία γίνεται η αξιολόγηση των αιτημάτων και η λήψη απόφασης. Προκειμένου να επιτευχθεί ο βασικός στόχος που είναι η διασφάλιση των συμφερόντων του Πιστωτικού Ιδρύματος με την ελαχιστοποίηση των πιστωτικών κινδύνων χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια πιστοδοτήσεων. Τα κριτήρια αυτά χωρίζονται σε βασικά κριτήρια (πιστωτικά) και επικουρικά κριτήρια (εξασφαλίσεις, απόδοση, κ.λ.π.). Παρακάτω παρατίθενται τα κυριότερα κριτήρια που χρησιμοποιούνται σήμερα στις επιχειρήσεις. 3.3.1 Βασικά πιστωτικά κριτήρια Πιστωτικά κριτήρια είναι εκείνα τα οποία από την ανάλυση και εκτίμησή τους προκύπτει η ύπαρξη ή όχι πιστωτικού κινδύνου, καθώς επίσης η δυνατότητα του πιστούχου να εξυπηρετήσει την πιστοδότηση. Αυτά είναι: 1. Προσδιορισμός της ανάγκης που θα καλύψει η αιτούμενη πιστοδότηση 2. Εξέταση των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά: Τα κυριότερα στοιχεία που εξετάζονται είναι: Αριθμός και μεγέθη επιχειρήσεων, μερίδια στην αγορά, περιθώρια κέρδους, οικονομική κατάσταση (δείκτες ρευστότητας, δανειακής επιβάρυνσης, αποδοτικότητας κ.τ.λ.) Σύγκριση χαρακτηριστικών επιχείρησης με αυτών του κλάδου 32
Κατάσταση της αγοράς που δραστηριοποιείται η επιχείρηση Πλεονεκτήματα της επιχείρησης σε σχέση με τον ανταγωνισμό 3. Εξέταση της πιστοληπτικής ικανότητας της επιχείρησης και εκτίμηση της δυνατότητάς της για την ομαλή εξυπηρέτηση της πιστοδότησης. 3.3.2 Επικουρικά κριτήρια Μερικά από τα κριτήρια που λαμβάνονται επικουρικά υπόψη είναι: Οι παρεχόμενες εξασφαλίσεις, Η αποδοτικότητα της συνεργασίας, Η εξασφάλιση της πιστοδότησης. Πέραν των παραπάνω αναφερομένων, προσδιορίζεται επίσης και η δυνατότητα αποπληρωμής της πιστοδότησης η οποία προκύπτει από την ανάλυση διαφόρων οικονομικών στοιχείων του εκάστοτε πιστούχου. 3.3.3 Χρήση χρηματοοικονομικών δεικτών Η ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων και των χρηματοοικονομικών δεικτών, είναι το πιο διαδεδομένο εργαλείο στην καθημερινή πρακτική των τραπεζών, και χρησιμοποιείται ευρέως κατά το στάδιο της αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου. Μέσω αυτής και των προβλέψεων, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι σε θέση να αξιολογήσουν την οικονομική κατάσταση του υποψήφιου δανειολήπτη και να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν ή όχι στο στάδιο της χρηματοδότησης. Παρακάτω εξετάζονται οι εξής κατηγορίες χρηματοοικονομικών δεικτών: 1) Ρευστότητας 2) Αποδοτικότητας 3) Δραστηριότητας 4) Κεφαλαιακής Διάρθρωσης (Μόχλευσης) Αναλυτικότερα έχουμε: 33
1. Δείκτες Ρευστότητας Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της βραχυχρόνιας οικονομικής θέσεως μιας επιχείρησης και της ικανότητάς της να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της, ονομάζονται δείκτες ρευστότητας. Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται ευρέως από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι οι εξής: Δείκτης Γενικής (Κυκλοφοριακής) Ρευστότητας Ο δείκτης κυκλοφοριακής ρευστότητας εκφράζει την ικανότητα της επιχείρησης να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες (βραχυπρόθεσμες) υποχρεώσεις και υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο: Ο δείκτης γενικής ρευστότητας πρέπει οπωσδήποτε να είναι μεγαλύτερος της μονάδας και συνήθως, συνιστάται η σχέση δύο προς ένα (2:1). Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης γενικής ρευστότητας, τόσο καλύτερη από πλευράς ρευστότητας είναι η θέση της συγκεκριμένης επιχείρησης. Γενικά ένας δείκτης γύρω στο 2 μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικός για μια βιομηχανική ή εμπορική επιχείρηση. Ο δείκτης αυτός είναι ένας γενικά χαλαρός θα λέγαμε δείκτης, που δίνει μια γενική εικόνα της κατάστασης της ρευστότητας της επιχείρησης [10]. Δείκτης ειδικής (άμεσης) ρευστότητας (Acid Test Ratio) Ο δείκτης ειδικής ρευστότητας επινοήθηκε για να περιλάβει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία μετατρέπονται εύκολα και γρήγορα σε ρευστά και αγνοεί εκείνα τα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού τα οποία δεν μετατρέπονται εύκολα σε ρευστά, δηλαδή μας δείχνει πόσες φορές τα ταχέως ρευστοποιήσιμα στοιχεία της επιχείρησης καλύπτουν τις βραχυχρόνιες υποχρεώσεις της. Ένας υψηλός αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας, λόγω μεγάλων αποθεμάτων, δεν προσδίδει ρευστότητα στην επιχείρηση. Ως εκ τούτου ο αριθμοδείκτης ειδικής ρευστότητας αποτελεί καλύτερη ένδειξη της ικανότητας μιας επιχείρησης να εξοφλεί τις τρέχουσες υποχρεώσεις της από ότι ο προηγούμενος δείκτης [8]. Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται αν από το κυκλοφορούν ενεργητικό αφαιρεθούν τα αποθέματα και το υπόλοιπο διαιρεθεί με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. 34
Καθαρό Κεφάλαιο Κίνησης Για τον υπολογισμό του κεφαλαίου κινήσεως, αρκεί να αφαιρέσουμε τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις από το κυκλοφορούν ενεργητικό. Αν το αποτέλεσμα που θα προκύψει ισούται με το μηδέν, σημαίνει ότι οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις καλύπτουν επακριβώς τις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις της επιχείρησης και αν ρευστοποιηθούν άμεσα θα καλύψουν τις υποχρεώσεις. Αν το καθαρό κεφάλαιο κίνησης είναι μεγαλύτερο του μηδενός, τότε σημαίνει ότι οι βραχυπρόθεσμες επενδύσεις καλύπτουν όλες τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και ένα μέρος των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων και τέλος όταν το καθαρό κεφάλαιο κίνησης είναι μικρότερο από το μηδέν, σημαίνει ότι οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις είναι μεγαλύτερες από τις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις και καλύπτουν επιπλέον και ένα μέρος μακροπρόθεσμων επενδύσεων. 2. Δείκτες Αποδοτικότητας (Profitability ratios) Η ανάλυση της καταστάσεως αποτελεσμάτων χρήσης έχει πολύ μεγάλη σημασία για την επιχείρηση. Τούτο, διότι κατά κανόνα, όλες οι επιχειρήσεις έχουν σαν σκοπό το κέρδος και κατά συνέπεια οι ενδιαφερόμενοι δίνουν μεγάλη σημασία στο πόσο αποδοτική υπήρξε αυτή από απόψεως κερδών, ως και ποιες είναι οι προοπτικές της για το μέλλον. Έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη χρησιμοποιήσεως των δεικτών αποδοτικότητας, οι οποίοι αναφέρονται αφενός στις σχέσεις κερδών και απασχολουμένων στην επιχείρηση κεφαλαίων και αφετέρου στις σχέσεις μεταξύ κερδών και πωλήσεων. Οι δείκτες μετρήσεως της αποδοτικότητας που χρησιμοποιούν τα τραπεζικά ιδρύματα είναι: Δείκτης Μικτού Περιθωρίου ή Μικτού Κέρδους 35