ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΜΕΑΣ: ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΘΕΜΑ: ΠΑΓΕΤΩΔΕΙΣ ΚΑΙ KΑΡΣΤΙΚΕΣ ΓΕΩΜΟΡΦΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ (ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ) ΛΥΤΟΣΕΛΙΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΡΑ 2014
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1.Εισαγωγή... 2.Γεωλογία της περιοχής... 2.1 Γενικά... 2.1.1 Υποπελαγονική Ζώνη... 2.1.2 Ενότητα Βοιωτίας... 2.1.3 Ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας... 2.2 Τεκτονική εξέλιξη... 3. Μορφολογία της περιοχής μελέτης... 3.1 Γλύφες... 3.2 Δολίνες... 3.3 Ουβάλες... 3.4 Πόλγες... 3.5 Καρστικά φρέατα... 3.6 Σπήλαια... 3.7 Καρστικός κύκλος εξέλιξης... 3.8 Διαχείριση και επιπτώσεις των καρστικών περιοχών... 4.Συμπεράσματα... 5.Βιβλιογραφία...
1.Εισαγωγή Η παρούσα διπλωματική εργασία με τίτλο «Παγετώδεις και Kαρστικες γεωμορφές στον Παρνασσό (Κεντρική Ελλάδα) Σκοπός της εργασίας είναι η αναγνώριση και καταγραφή των Παγετώδων και καρστικες γεωμορφές φυσικογεωγραφικών και γεωμορφικών στοιχείων της περιοχής μελέτης. Για το αυτό έγιναν, παρατηρήσεις και ερμηνείες από το τοπογραφικό φύλλο Αμφίκλεια της Γ Υ Σ 1976, κλίμακας 1: 50000, από αεροφωτογραφίες και από το Google Earth για την περιοχή έρευνας. Η οροσειρά του Παρνασσού είναι μέρος της γεωτεκτονικής ζώνης Παρνασσού στην Κεντρική Ελλάδα. Είναι μια ρηχή πλατφόρμα ανθρακικών αποθέσεων από το Άνω Τριαδικό έως το κάτω Κρητιδική. Η αλληλουχία χαρακτηρίζεται από τρεις βοξιτικούς ορίζοντες. Εικόνα 1: Τοπογραφικό φύλλο της Αμφίκλειας Γ Υ Σ 1976, 1: 50000.
2.Γεωλογία της περιοχής 2.1 Γενικά Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στα όρια μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών ελληνίδων γεωτεκτονικών ζωνών. Συγκεκριμένα στη περιοχή παρατηρούνται τρεις γεωτεκτονικές ζώνες η Υποπελαγονική ζώνη ανατολικά (όρος Καλλίδρομο), η ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας δυτικά (ορεινός όγκος του Παρνασσού) και ενδιάμεσα τους εμφανίζονται οι λιθολογικοί σχηματισμοί της ενότητας της Βοιωτίας (υπολεκάνη Τσουκαλάδων, κάλυμμα Γερολέκα, Τούφας και Επταλόφου). Οι γεωτεκτονικές ζώνες συνδέονται μεταξύ τους με τεκτονικά όρια. (Καρκάνας Α.Π, 2006, Πάσουλας Ξ, 2008) Εικόνα 2 : Γεωτεκτονικό σκαρίφημα της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας με τη θέση της Βοιωτικής ζώνης (1) μεταξύ των γεωτεκτονικών ζωνών Παρνασσού-Γκιώνας (2) και Υποπελαγονικής (3) (Μουντράκης, 1985)
2.1.1 Υποπελαγονική Ζώνη Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Υποπελαγονικής ζώνης είναι οι μεγάλες οφειολιθικές μάζες και η σχιστοκερατολιθική διάπλαση που τις συνοδεύει. Αναλυτικότερα παρουσιάζει τρεις στρωματογραφικές τεκτονικές διαδοχές των πετρωμάτων της, ανάλογα με το αν η οφιολιθική ακολουθία με τα συνοδά της ιζήματα βαθιάς θάλασσας είναι τοποθετημένη πάνω σε πελαγικά ανθρακικά πετρώματα ή είναι επωθημένη πάνω σε νηριτικά ανθρακικά πετρώματα ηπειρωτικού περιθωρίου, είτε ακόμη χωρίς την ύπαρξη τεκτονικού υπο-βάθρου. (Καρκάνας Α.Π, 2006) Οι λιθολογικοί σχηματισμοί της ζώνης είναι νηριτικά ανθρακικά πετρώματα, που αποτελούν μέλη μιας ασβεστολιθικής ακολουθίας, ηλικίας από το άνω Τριαδικό έως το κάτω Ιουρασικό, η οποία διακόπτεται από δυο σχιστοκερατολιθικές διαπλάσεις και από εκχύσεις βασικών εκρηξιγενών πετρωμάτων. Οι σχιστοκερατολιθικές αυτές διαπλάσεις συνίστανται από λεπτόκοκκα ιζήματα, όπως κόκκινοι, πράσινοι, μαύροι αργιλικοί σχιστόλιθοι, ραδιολαριτικούς κερατολίθους, μάργες, λεπτόκοκκους ψαμμίτες, πηλίτες, αργιλοπηλίτες και παρεμβολές λεπτόκοκκων πελαγικών ασβεστολίθων. Μέσα στις σχιστολιθικές διαπλάσεις εντοπίζονται συχνά παρεμβαλλόμενα-συμπτυχωμένα μικρά και μεγάλα οφειολιθικά σώματα. (Μουντράκης Δ.Μ, 1985) Εικόνα 3 : Σκαρίφημα, που δείχνει τις παλαιογεωγραφικές συνθήκες της μέσο-ανωκρητιδικής επίκλυσης στο χώρο της Υποπελαγονικής ζώνης. 1:φλύσχης άνω Μαιστριχτίου, 2:μαργαϊκοί άνω κρητιδικοί ασβεστόλιθοι, 3:ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι, 4:επικλυσιγενές κροκαλοπαγές βάσης του Κενομανίου, 5:ψαμμίτες, 6:μάργες και αργιλικοί σχιστόλιθοι, 7:λατυποπαγείς ασβεστόλιθοι μέσουάνω Ιουρασικού, 8:πλακώδεις ασβεστόλιθοι, 9:κερατολιθικές ενστρώσεις, 10:ασβεστόλιθοι Λιασίου, 11:ασβεστόλιθοι με φύκη, 12:ωολιθικοί ασβεστόλιθοι, 13:μέσο-ανωτριαδικοί ασβεστόλιθοι της φάσης Ammonitico Rosso, 14:κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι. 15.οφιόλιθοι και συνοδά ιζήματα,
16:λατεριτικά σιδηρονικελιούχα κοιτάσματα και 17:τεκτονική τοποθέτηση των οφιολίθων και των συνοδών ιζημάτων πριν την επίκλυση. (Μουντράκης, 1985) Κατά το άνω Ιουρασικό έως το κάτω Κρητιδικό σχηματίζονται ασβεστόλιθοι άστρωτοι, οι οποίοι σήμερα εντοπίζονται έντονα καρστικοποιημένοι και διερρηγμένοι και η ανώτερη σχιστοψαμμιτοκερατολιθική διάπλαση. Κατά το άνω Ιουρασικό εμφανίζονται ένας ή δυο βωξιτικοί ορίζοντες κάτω από ασβεστόλιθους. Τέλος κατά το ανώτερο Κρητιδικό εμφανίζεται το κροκαλοπαγές της άνω κρητιδικής επίκλυσης. (Καρκάνας Α.Π, 2006) Στο άνω Κρητιδικό σχηματίζονται επίσης κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι, οι οποίοι σε ορισμένες θέσεις αποτελούν το κάλυμμα σιδηρονικελιούχων κοιτασμάτων. Είναι ισχυρά διερρηγμένοι και καρστικοποιημένοι. Μέχρι το κατώτερο Τριτογενές σχηματίζονται ασβεστόλιθοι, κατά τόπους μαργαϊκοί, πλακώδεις, με κερατολιθικούς κονδύλους, έντονα διερρηγμένοι και καρστικοποιημένοι. Η απόθεση του φλύσχη, που περιλαμβάνει αργιλομαργαϊκές αποθέσεις, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες και ασβεστολιθικούς φακούς, συντελείται μέχρι το κατώτερο Τριτογενές. (Καρκάνας Α.Π, 2006) 2.1.2 Ενότητα Βοιωτίας Η λιθοστρωματογραφία της ενότητα της Βοιωτίας περιλαμβάνει τρείς ορίζοντες (Μουντράκης Δ.Μ, 1985): Στο Τριαδικό-Μέσω Ιουρασικό σχηματίζονται ασβεστόλιθοι και νηριτικοί δολομίτες μεγάλου πάχους. Κατά το Μέσω-Άνω Ιουρασικό αποτέθηκε μια σειρά ραδιολαριτικών κερατολίθων και πελιτών. Τέλος στο Κάτω-Ανώτερο Κρητιδικό σχηματίζεται ο φλύσχης, ο οποίος είναι ο χαρακτηριστικότερος σχηματισμός αυτής της ζώνης και αποτελείται από ρυθμικές επαναλήψεις ψαμμιτών, ασβεστολίθων και κλαστικών ιζημάτων με στοιχεία οφειολιθικά και ραδιολαριτικά.
Εικόνα 4 : Σχηματική λιθοστρωματογραφική στήλη της ενότητας Βοιωτία. 1:ψαμμίτες, 2:πελίτες, μάργες, αργιλικοί σχιστόλιθοι, 3:κροκαλοπαγή και λατυποπαγή, 4:ασβεστολιθικές ενστρώσεις, 5:κερατόλιθοι, 6:νηριτικοί ασβεστόλιθοι, 7:δολομίτες. (Μουντράκης, 1985) Στο Τριαδικό-Μέσω Ιουρασικό σχηματίζονται ασβεστόλιθοι και νηριτικοί δολομίτες μεγάλου πάχους. Κατά το Μέσω-Άνω Ιουρασικό αποτέθηκε μια σειρά ραδιολαριτικών κερατολίθων και πελιτών. Τέλος στο Κάτω-Ανώτερο Κρητιδικό σχηματίζεται ο φλύσχης, ο οποίος είναι ο χαρακτηριστικότερος σχηματισμός αυτής της ζώνης και αποτελείται από ρυθμικές επαναλήψεις ψαμμιτών, ασβεστολίθων και κλαστικών ιζημάτων με στοιχεία οφειολιθικά και ραδιολαριτικά. 2.1.3 Ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας Το βασικότερο χαρακτηριστικό της ζώνης αυτής, είναι η ύπαρξη των τριών διαφορετικών βωξιτικών οριζόντων, που παρεμβάλλονται στην συνεχή ανθρακική ακολουθία. Οι βωξίτες σχηματίστηκαν σε περιόδους χέρσευσης της περιοχής, που σημαίνει ότι έγιναν τρεις διακοπές της ιζηματογένεσης, που συνδέονται αντίστοιχα με τρεις ορογενετικές περιόδους. (Μουντράκης Δ.Μ, 1985) Η ιζηματογένεση στη ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας άρχισε στο Τριαδικό, με την απόθεση στιβάδας μεγάλου πάχους, αποτελούμενης από εναλλαγές δολομιτών,
ασβεστόλιθων και δολομιτικών ασβεστόλιθων, τεφρού έως λευκού χρώματος και συνεχίστηκε στο μέσο και κάτω Ιουρασικό με την απόθεση ασβεστόλιθων, συχνά ωολιθικών στα ανώτερα στρώματα και σε εναλλαγές με δολομίτες στα κατώτερα, όπου μεταβαίνουν βαθμιαία στο Τριαδικό. Οι ωολιθικοί ασβεστόλιθοι του μέσου-άνω Ιουρασικού αποτελούν το πάτωμα του πρώτου (κατώτερου) βωξιτικού ορίζοντα, ο οποίος καλύπτεται από ασβεστόλιθους του ανώτερου Ιουρασικού, που είναι σκοτεινόχρωμοι έως μαύροι, συχνά ωολιθικοί και σπάνια κλαστικοί. Ο βωξίτης αυτός είναι ερυθρόχρωμος, πισσολιθικός, διασπορικού τύπου. (Καρκάνας Α.Π, 2006) Πάνω στους ασβεστόλιθους του ανώτερου Ιουρασικού, βρίσκεται ο δεύτερος (ενδιάμεσος) βωξιτικός ορίζοντας, που περιέχει βαιμιτικού τύπου βωξίτες. Ο μεσαίος ορίζοντας καλύπτεται από λευκούς ή τεφρούς ασβεστόλιθους (ενδιάμεσοι ασβεστόλιθοι), ηλικίας άνω Ιουρασικού-άνω Κρητιδικού, οι οποίοι υπόκεινται του πρώτου (ανώτερου) βωξιτικού ορίζοντα. Οι βωξίτες του ορίζοντα αυτού είναι ερυθροκαστανόχρωμοι, πισσολιθικοί και κυρίως διασπορικού τύπου. (Καρκάνας Α.Π, 2006) Το υπερκείμενο στρώμα του ανώτερου βωξιτικού ορίζοντα αποτελείται από ρουδιστοφόρους ασβεστόλιθους του ανώτερου Κρητιδικού. Η ιζηματογένεση συνεχίζεται προς τα πάνω, με σκοτεινόχρωμους ρουδιστοφόρους ασβεστόλιθους του ανώτερου Κρητιδικού και λευκοφαίους ασβεστόλιθους πελαγικής φάσης του Μαιστριχτίου (ανώτατο Κρητιδικό) και φτάνει μέχρι το κάτω Τριτογενές (Παλαιόκαινο). (Καρκάνας Α.Π, 2006) Εικόνα 5 : Σχηματική στρωματογραφική στήλη της ζώνης Παρνασσού-Γκιώνας. 1:δολομίτες, 2:ασβεστόλιθοι παχυστρωματώδεις σκοτεινού τεφρού χρώματος, 3:
ωολιθικοί ασβεστόλιθοι, 4: ενδιάμεσοι λευκοί ασβεστόλιθοι, 5:ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι, 6:κονδυλώδεις ασβεστόλιθοι, 7:φλύσχης(Μουντράκης, 1985) Τέλος, κατά τη διάρκεια του κατώτερου Τριτογενούς, πραγματοποιείται η απόθεση του φλύσχη, ο οποίος από τα κατώτερα στρωματά του προς τα ανώτερα αποτελείται από κίτρινους και ερυθροβυσσινόχρωμους αργιλικούς σχιστόλιθους, ψαμμίτες, μάργες και μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και μεταβαίνει στα ανώτερα σε ψαμμιτοπηλίτες και ασβεστολιθικά κροκαλοπαγή. (Καρκάνας Α.Π, 2006) 2.2 Τεκτονική εξέλιξη Κατά το Άνω Ιουρασικό-Κάτω Κρητιδικό οι Κρητιδικοί σχηματισμοί της Υποπελαγονικής ζώνης αναδύονται λόγω της ορογενετικής δράσης στην περιοχή και η ζώνη χερσεύει προκαλώντας τη δημιουργία των λατεριτών. Στην ζώνη αυτή έχουμε δύο διευθύνσεις κλίσης των πτυχώσεων που παρατηρήθηκαν, μία ΒΒΑ-ΝΝΔ και μια ΒΔ-ΝΑ. Η ΒΔ-ΝΑ διεύθυνση κλίσης θεωρείται ότι στην επώθηση των οφειολίθων από το δυτικό ωκεάνιο χώρο της Υποπελαγονικής προς τα ανατολικά πάνω στο περιθώριο της Πελαγονικής. Η λήξη της απόθεσης του φλύσχη έγινε όταν αναδύθηκε οριστικά η Υποπελαγονική ζώνη στο τέλος του Ηωκαίνου. (Μουντράκης Δ.Μ, 1985). Ως κύριο χαρακτηριστικό, όσον αφορά τον τεκτονισμό στην ενότητα της Βοιωτίας, θεωρούνται τα τεκτονικά λέπια, τα οποία σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια των τεκτονικών φάσεων του Τριτογενούς. Συγκεκριμένα εδώ, εφιππεύουν τη ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας. (Μουντράκης Δ.Μ, 1985).Η ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας, λόγω του ότι συνορεύει με τις εσωτερικές γεωτεκτονικές ζώνες, δέχθηκε την μακρινή επίδραση των πρώιμων ορογενετικών φαινομένων που τις έπλητταν. Αποτέλεσμα αυτών των επιδράσεων ήταν οι ανοδικές κινήσεις που προκάλεσαν παραλιακό περιβάλλον,το οποίο συνέβαλε στη δημιουργία βωξιτικών κοιτασμάτων αλλά και στο σχηματισμό ιζηματολογικών ασυμφωνιών μεταξύ των ασβεστολίθων χωρίς διακοπή της ιζηματογένεσης. Η ζώνη αναδύθηκε οριστικά στο Ανω Ηώκαινο. Πάνω στη ζώνη εμφανίζονται επωθημένα στρώματα της Υποπελαγονικής και ιδιαίτερα της ενότητας Βοιωτίας. Οι πτυχές έχουν γενική διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ, ενώ παρατηρήθηκαν και
μερικές πτυχές με διευθύνσεις Α-Δ και ΒΑ-ΝΔ. Στα βουνά Παρνασσού και Γκιώνας εντοπίστηκε μια σειρά από μέγα-αντίκλινα και μέγα-σύγκλινα. (Μουντράκης Δ.Μ, 1985). Ένα σύστημα ρηγμάτων με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, που βρίσκεται στους ΒΑ πρόποδες του όρους Παρνασσός, το οποίο μαζί με το σύστημα ρηγμάτων του Καλλίδρομου, είναι υπεύθυνο για το σχηματισμό του βυθίσματος του Βοιωτικού Κηφισού. (Καρκάνας Α.Π, 2006) 3. Μορφολογία της περιοχής μελέτης Πολλές παγετώδεις και καρστικές γεωμορφές αναπτύσσονται τόσο στον ορεινό όγκο του Παρνασσού όσο και στις γύρο περιοχές. Εντοπίζονται πολλές καρστικές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δολίνες, ουβάλες ή και πόλγες. Επάνω στο τοπογραφικό χάρτη οι επιφανειακοί αυτοί σχηματισμοί διακρίνονται από τις ισοϋψείς που στο εσωτερικό τους έχουν μικρές κάθετες γραμμές. Στην βιβλιογραφία, Maull (1923), Hagedorn (1969) και Pechoux (1970) γίνεται αναφορά και για παγετώδεις γεωμορφές όπως αμφιθεατρικές λεκάνες, παγετώδεις κοιλάδες και μορενικές απόθεσης.
Οι καρστικές γεωμορφές, διακρίνονται σε επιφανειακές και υπόγειες και αποτελούν μορφολογικούς σχηματισμούς οι οποίοι προκύπτουν από τη διαλυτική δράση του νερού, σε ευδιάλυτα στο νερό πετρώματα όπως είναι τα ανθρακικά πετρώματα( ασβεστόλιθοι, δολομίτες) και οι εβαπορίτες τα οποία εμφανίζονται στο 30% περίπου της γήινης επιφάνειας. Η καρστικοποίηση ενός πετρώματος επηρεάζεται από τις κλιματικές, γεωλογικές, γεωμορφολογικές και τεκτονικές συνθήκες της περιοχής, καθώς και από το ποσοστό του ασβεστίτη που περιέχεται στο πέτρωμα. Όταν υπάρχουν δυσδιάλυτα ορυκτά, επηρεάζεται η ομοιογενή καρστικοποίηση μιας περιοχής. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει το πάχος καθώς και η τεκτονική καταπόνηση (διαρρήξεις, διακλάσεις) των ανθρακικών πετρωμάτων στην εξέλιξη της καρστικοποίησης. Το 33% της λιθολογίας της Ελλάδας, αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα, γεγονός που εξηγεί την παρουσία πολυάριθμων καρστικών γεωμορφών στη χώρα μας. (Παυλόπουλος Κ.Π. 2011) Στην περιοχή μελέτης, όπου στο μεγαλύτερο εύρος της αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα, συναντάται πλήθος καρστικών μορφών του μεσογειακού
κάρστ (από τη χημική δράσης του νερού και τη μηχανική αποσάθρωση), οι οποίες συχνά παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την εξαγωγή συμπερασμάτων της εξελικτικής πορείας της περιοχής κατά το Νεογενές και το Τεταρτογενές. (Παυλόπουλος Κ.Π. 2011, Καρκάνας Α.Π, 2006) 3.2 Δολίνες Η δημιουργία των δολινών είναι αποτέλεσμα της εμβάθυνσης του ασβεστολιθικού εδάφους λόγω της διάλυσης, κατάρρευσης, κατακλυσμού, περιφερειακής καθίζησης και διεύρυνσης των ρωγμών. Οι δολίνες είναι μορφές καρστικής διάβρωσης μεγαλύτερες από τις γλυφές και τα καρστικά φρέατα. Είναι κλειστές, κοίλες μορφές, κυκλικού ή ελλειπτικού σχήματος, με σχήμα χοάνης ή λεκάνης είτε ακόμη και λέβητα. Η διάμετρος των δολινών κυμαίνεται από είκοσι έως εκατοντάδες μέτρα και είναι πάντα μεγαλύτερη από το βάθος τους, το οποίο μπορεί να κυμανθεί από δυο έως εκατό μέτρα. (Δεληγίαννη ΓΚ.Μ. 2011) Εικόνα 9 : Φωτογραφία δολίνης
Στην περιοχή έρευνας, οι δολίνες είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. Εμφανίζονται διάσπαρτες σχεδόν σε όλους τους ασβεστολιθικούς όγκους, κυρίως σε ασβεστόλιθους Ιουρασικής ηλικίας και έχουν συνήθως κύρια ανάπτυξη των οποίων η διεύθυνση είναι ΒΔ-ΝΑ. Στην περιοχή μεταξύ του ρέματος της Άνω Τιθορέας και των καλυμμάτων Τούφας και Επταλόφου εντοπίζονται δεκάδες δολίνες, μικρού συνήθως βάθους (4-10m), των οποίων ο πυθμένας είναι συνήθως καλυμμένος με terra rossa (ερυθρά γη). Οι περισσότερες από αυτές δεν είναι πολύ καλά αναπτυγμένες και είναι διαλυσιγενείς. Σε χαμηλότερα υψόμετρα και κυρίως στους ορεινούς όγκους της Υποπελαγονικής εντοπίζονται λίγες, αλλά καλά αναπτυγμένες εγκατακρημνισιγενείς δολίνες. Μια χαρακτηριστική δολίνη που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον βρίσκεται στο όρος Φιλοβοιωτός (εικόνα 9). Βρίσκεται σε υψόμετρο 317m και έχει διαστάσεις 250mx175m. Είναι εγκατακρημνησιγενής, με κατακόρυφα τοιχώματα, στη βάση των οποίων τα πρανή είναι κεκλιμένα. Το βάθος της ανέρχεται περίπου στα 40m. Στο τοπογραφικό φύλλο της Αμφύκλειας εμφανίζονται περίπου 90 δολίνες, συνήθως κοντά σε άλλες δολίνες.(καρκάνας Α.Π, 2006) 3.3 Ουβάλες Οι ουβάλες είναι κοίλες καρστικές μορφές, οι οποίες προκύπτουν από συνένωση ( λόγω προέκτασης της διάλυσης ή της κατακρήμνισης) γειτονικών λεκανοειδών δολινών. Οι ουβάλες αποτελούν ευρέα βυθίσματα ή κλειστές λεκάνες, συνήθως χωρίς κανονικό περίγραμμα αν και γενικά το σχήμα τους είναι ελλειψοειδές, από την άποψη ότι το μήκος τους είναι πολύ μεγαλύτερο από το πλάτος τους. Στην περιοχή μας οι ουβάλες που εντοπίζονται είναι ελάχιστες και βρίσκονται κυρίως στους ασβεστολιθικούς λόφους του κεντρικού τμήματος της περιοχής έρευνας όπως στο όρος Φιλοβοιωτός, Ηδύλλειο και Σφίγγειο. Στο τοπογραφικό φύλλο φαίνονται περίπου 30 ουβάλες.
3.4 Πόλγες Οι πόλγες μοιάζουν με τις δολίνες, αλλά έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια που ξεπερνά το 1 km^2. Το μήκος και το πλάτος τους μπορούν να φτάσουν τις δεκάδες χιλιόμετρα και το βάθος τους μέχρι δεκάδες μέτρα. Eίναι μεγάλες, κλειστές λεκάνες του καρστ με επίπεδο πυθμένα, ο οποίος καλύπτεται από αλλουβιακές αποθέσεις και ερυθρογή. Οι λεκάνες αυτές έχουν απότομες κλίσεις στις πλαγιές τους και παρατηρείται αποστράγγιση των επιφανειακών νερών. Οι πόλγες είναι ευρείες, επιμηκυμένες και κλειστές ή μισόκλειστες καρστικές μορφές και η ύπαρξή τους συνήθως οφείλεται στην ενδογενή δυναμική. Υπάρχουν πόλγες που η αποστραγγισή τους γίνεται επιφανειακά μέσω ενός ποτάμιου ρεύματος που την διαρρέει ενώ υπάρχουν άλλες όπου αποστραγγίζονται υπόγεια μέσω των καταβοθρών. Στην περιοχή έρευνας εντοπίζονται δύο στο νοτιοδυτικό τμήμα του τοπογραφικού φύλλο και η μία περικλείει την άλλη στη περιοχή Λιβάδια όπως φαίνεται με πράσινο χρώμα στην ακόλουθη εικόνα (Δεληγίαννη ΓΚ.Μ. 2011)
3.5 Καρστικά φρέατα Τα καρστικά φρέατα είναι μικρές ή μεγάλες κοιλότητες διαφόρων σχημάτων, συχνά και στρόγγυλου, που ανήκουν στις μορφές της υπόγειας καρστικής διάβρωσης των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Εσωτερικά σε αυτά συγκεντρώνονται τα προϊόντα της καρστικής διάλυσης, στον πυθμένα κλειστών επιφανειών αλλά και σε διάφορες θέσεις του ασβεστολιθικού πετρώματος. Έχουν συνήθως κάθετα τοιχώματα και το βάθος τους ποικίλει. Πολλές φορές συνδέονται με άλλες μορφές του υπόγειου καρστ όπως τα σπήλαια και οι καταβόθρες. Τα καρστικά φρέατα έχουν διαφορετικό τύπο και τρόπο τοποθεσίας από τα σπήλαια και τις καταβόθρες. Το εύρος τους ποικίλει και πολλές φορές υπερβαίνει τα 100 μέτρα. Το βάθος τους μπορεί να φτάσει μέχρι τα βαθύτερα τμήματα της ασβεστολιθικής μάζας. Στην περιοχή μας εντοπίζονται αρκετά καρστικά φρέατα στο δυτικό μέρος του Ελικώνα, στη θέση Κάρκαρος της ανατολικής Γκιώνας, στην περιοχή Τρύπη βόρεια της Λυκώρειας Παρνασσού, στη θέση Μεγάλη Βρύση και Μαυροκαλλή περίπου 4km νότια του Επταλόφου, στην περιοχή του Μεγάλου Ελάτου, στη θέση Καταβόθρα της περιοχής Αγία Βαρβάρα ΒΑ της Ελάτειας κ.α...(καρκάνας Α.Π, 2006)
Καρστικό φρέαρ 4.Συμπεράσματα Τα καρστικά περιβάλλοντα αποτελούν πολύ ευαίσθητα συστήματα διότι μπορούν πολύ εύκολα να μολυνθούν και μαζί μ αυτά να μολυνθούν και τα νερά του υδροφόρου τους. Οι καρστικές γεωμορφές έχουν ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη γρήγορη επιφανειακή και υπόγεια μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων νερών σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα με ανεπαρκείς συνθήκες φιλτραρίσματος που έχουν σαν αποτέλεσμα την μεταφορά βλαβερών υλικών. Τα μέτρα προστασίας τους είναι πολυάριθμα τόσο σε κρατικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, δυστυχώς όμως συχνά δεν τηρούνται με αποτέλεσμα την εκτενή μόλυνση του υπεδάφους και των νερών.
Στην περιοχή μελέτης μας το καρστικό περιβάλλον βρίσκεται τουλάχιστον στο στάδιο της ωριμότητας γι αυτό τόσο οι κάτοικοι όσο και οι βιομηχανίες που λειτουργούν στην περιοχή πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί με την διαχείριση των αποβλήτων που παράγονται και να ακολουθούν τη σχετική νομοθεσία. Πολυάριθμες γεωμορφές παγετώνων αναφέρονται στην περιοχή όπως αμφιθεατρικές λεκάνες και κοιλάδες. Οι κοιλότητες παγετώνων που διατηρούνται στις κορυφές του Παρνασσού έχουν λειτουργήσει και λειτουργούν ακόμη και σήμερα ως Καρστικά εγκοίλα που προσδίδουν στο ανάγλυφο μια ιδιαίτερη και χαρακτηριστική μορφολογία. Έχουν γεωμετρίες ανεστραμμένου κώνου και ασύμμετρα εγκάρσια προφίλ. Η ανάπτυξή τους σχετίζεται με κρυοκλαστικες που ασκούνται από τα νερά. Εικόνα 16 : Σχηματική απεικόνιση της λειτουργίας ενός καρστικού περιβάλλοντος (πηγή: http://www.erb.umich.edu)
5.Βιβλιογραφία 5.1.Βιβλία: Μουντράκης Δ.Μ. (1985) Γεωλογία της Ελλάδας Καρκάνας Α.Π. (2006) Διδακτορική Διατριβή Ολοκαινικά περιβάλλοντα απόθεσης και η σύγχρονη ιζηματολογία του Βοιωτικού Κηφισού ποταμού Πάσουλας Ξ. (2008) Πτυχιακή εργασία Γεωγραφική μελέτη τμήματος της υδρογραφικής λεκάνης του Βοιωτικού Κηφισού Δεληγιάννη ΓΚ.Μ. (2011) Διδακτορική διατριβή Καρστική γεωμορφολογική εξέλιξη στη Δυτική Ελλάδα: Η περίπτωση της περιοχής του Ξηρόμερου. Βουβαλίδης Κ. (2002) Μαθήματα Φυσικής Γεωγραφίας. Παυλόπουλος Κ.Π. (2011) Γεωμορφολογία, Εφαρμογές στις Γεωεπιστήμες. Hagedorn, J. 1969: Beitrage zur Quartargeomorphologie griechischer Hochgebirge. Gott.Geogr.Abh., 50. Pavlopoulos K, Evelpidou N, Vassilopoulos A (2009) Mapping Geomorphological Environments 5.2 Ιστότοποι: http://web.viu.ca/geoscape/karst.htm http://walkingasturias.com/?page_id=412 http://karst.iah.org/karst_hydrogeology.html http://karst.iah.org/karst_hydrogeology.html http://www.erb.umich.edu/research/student-research/2010/holycrossabbey.pdf