ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Κατεύθυνσης. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Ημερησίων & Γενικών Λυκείων

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέµπτη 19 Νοεµβρίου Αγαπητή Κίττυ,

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ. Επιμέλεια Θεμάτων: Μεταξά Ελευθερία. Θέματα.

ΑΣΕΠ 2000 ΑΣΕΠ 2000 Εμπορική Τράπεζα 1983 Υπουργείο Κοιν. Υπηρ. 1983

Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.

Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν

ΚΛΑΔΟΣ: ΠΕ11 ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Eισηγητής: Μουσουλή Μαρία

ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ 595 μ.χ.

23/2/07 Sleep out Πλατεία Κλαυθμώνος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΗ ΟΜΑΛΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΡΙΩΡΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ A ΛΥΚΕΙΟΥ. Ονοματεπώνυμο Τμήμα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

HISTÒRIA DE LA LLENGUA GREGA: DEL GREC CLÀSSIC AL GREC MODERN MORFOLOGIA DELS PRONOMS PERSONALS (teoria, praxi, autoavaluació) 2015

Κείµενο διδαγµένο Κείµενο από το πρωτότυπο

Ας υποθέσουμε ότι ο παίκτης Ι διαλέγει πρώτος την τυχαιοποιημένη στρατηγική (x 1, x 2 ), x 1, x2 0,

ΘΕΜΑ: Διαφορές εσωτερικού εξωτερικού δανεισμού. Η διαχρονική κατανομή του βάρους από το δημόσιο δανεισμό.

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2008

Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Το κράτος είναι φτιαγμένο για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος. A. Einstein Πηγή:

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2014 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

HY 280. θεμελιακές έννοιες της επιστήμης του υπολογισμού ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ. Γεώργιος Φρ.

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο ( )

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

Ελένη Δημητρίου ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ. Μετάφραση. Ελένη Δημητρίου. Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων

ΣΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του αποκτά πρόσβαση στο περιβάλλον του ιατρού που παρέχει η εφαρμογή.

Εισαγωγικά. 1.1 Η σ-αλγεβρα ως πληροφορία

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Α1) Ορισμένα από τα βασικά θέματα της Επτανησιακής. Σχολής που εντοπίζουμε στο παραδοθέν χωρίο είναι:

2. Κατάθεσε κάποιος στην Εθνική Τράπεζα 4800 με επιτόκιο 3%. Μετά από πόσο χρόνο θα πάρει τόκο 60 ; α) 90 ημέρες β) 1,5 έτη γ) 5 μήνες δ) 24 μήνες

Eισηγητής: Μουσουλή Μαρία

Οι γέφυρες του ποταμού... Pregel (Konigsberg)

γραπτή εξέταση στo μάθημα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο (στ ) ΧΟΡΟΣ ηλοῖ τὸ γέννηµ' ὠµὸν ἐξ ὠµοῦ πατρὸς 471 τῆς παιδὸς εἴκειν δ'οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ: ΠΩΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. Επιμέλεια θεμάτων και απαντήσεων: Μεταξά Ελευθερία. Κείμενο

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Ταξινόμηση των μοντέλων διασποράς ατμοσφαιρικών ρύπων βασισμένη σε μαθηματικά κριτήρια.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ σελ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Διδακτική ενότητα

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

- 1 - Ποιοι κερδίζουν από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών; Γιατί η άμεση ανταλλαγή αγαθών, ορισμένες φορές, είναι δύσκολο να

"Η απεραντοσύνη του σύμπαντος εξάπτει τη φαντασία μου. Υπάρχει ένα τεράστιο σχέδιο, μέρος του οποίου ήμουν κι εγώ".

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ

ιδαγµένο κείµενο 'Αριστοτέλους 'Ηθικά Νικοµάχεια (Β6, 4-10)

Μονάδες α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον παρακάτω πίνακα σωστά συµπληρωµένο.

Οι Τρείς «Διαστάσεις» για το Σώμα (Eugene T. Gendlin)

Αναγνώριση Προτύπων. Σήμερα! Λόγος Πιθανοφάνειας Πιθανότητα Λάθους Κόστος Ρίσκο Bayes Ελάχιστη πιθανότητα λάθους για πολλές κλάσεις

To παιχνίδι την Αρχαία Ελλάδα

ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Ημέρα 4 η (α) Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης. (β) Η απόλυτη υπεραξία. Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης

«ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ»

ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του έχει πρόσβαση στο περιβάλλον του φαρμακείου που παρέχει η εφαρμογή.

21/11/2005 Διακριτά Μαθηματικά. Γραφήματα ΒΑΣΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ : ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΙ Δ Ι. Γεώργιος Βούρος Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Το εγχειρίδιο του καλού κηπουρού

Η ανισότητα α β α±β α + β με α, β C και η χρήση της στην εύρεση ακροτάτων.

ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: Μ.Ι.Θ.Ε.

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ. ΘΕΜΑ 1ο

ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

«Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»

Ημέρα 3 η. (α) Aπό την εργασιακή διαδικασία στη διαδικασία παραγωγής (β) Αξία του προϊόντος και αξία της εργασιακής δύναμης

ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ

{ i f i == 0 and p > 0

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1 4

Βιωματική Απόκριση. (Άρθρο του Eugene Gendlin) ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Βιωμένο νόημα

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ. Επιμέλεια θεμάτων και απαντήσεων: Μεταξά Ελευθερία ΘΕΜΑΤΑ

ΕΚΠΑ, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΝΑΥΤΙΛΟΣ

ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Παραδείγµατα ερωτήσεων ανοικτού τύπου και σύντοµης απάντησης. Εισαγωγή: Ο Σωκράτης διηγείται τη συζήτησή του µε τον Πρωταγόρα σε έναν φίλο του.

Φροντιστήριο 2: Ανάλυση Αλγόριθμου. Νικόλας Νικολάου ΕΠΛ432: Κατανεμημένοι Αλγόριθμοι 1 / 10

( ιμερείς) ΙΜΕΛΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Α Β «απεικονίσεις»

Προτεινόμενα θέματα. στο μάθημα. Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. ΟΜΑΔΑ Α: Ερωτήσεις Σωστού Λάθους.

Μεγέθη ταλάντωσης Το απλό εκκρεμές

Επιλέγοντας τις κατάλληλες γλάστρες

Γιάννης Ι. Πασσάς. Γλώσσα. Οι λειτουργίες της γλώσσας Η γλωσσική 4εταβολή και ο δανεισ4ός

2 Η ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ Α ΦΥΣΙΚΗΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείμενο από το πρωτότυπο (στίχοι )

Τράπεζα θεμάτων Αρχαία Κατεύθυνσης Β Λυκείου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

ΠΡΟΒΑΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ FOUCAULT ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Το σχέδιο στην τέχνη του Γιάννη Μόραλη

20 Γιά νά σέ κοιµηθῶ παράνοµα Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου Κοµµάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν Κοµµάτια πέτρες τ' ἀποσπάσµατα τοῦ Ἡράκλειτου.

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΙΑ 1

Δίκαιο και Οικονομικά: Οι Εξετάσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ( (με μερικές τροποποιήσεις)

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ

Α. Από το κείµενο που σας δίνεται, να µεταφράσετε στο τετράδιό σας τους στίχους (οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθὲς... κέρδος φέρει;).

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικοµάχεια Β, 1, 4-7

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Ιωάννου διαμόρφωσε τη δική του συγγραφική φυσιογνωμία. Με υλικό

BACCALAURÉATS GÉNÉRAL ET TECHNOLOGIQUE

Transcript:

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Φιλολογική επιμέλεια θεμάτων και απαντήσεων: Ντίνια Μαρία, φιλόλογος ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ: ΚΕΙΜΕΝΟ: Γεωργίου Βιζυηνού, Το αμάρτημα της μητρός μου Ἀλλʹ ὁποία ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξὶς των, ὅταν, ὁλίγας μετὰ τοὺς γάμους ἡμέρας, τὴν εἶδον νὰ ἔρχεται εἰς τὴν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τὴν ἀγκάλην της ἓν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τὴν φορὰν ἐν σπαργάνοις! Τὸ κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπὶ τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δὲν τὸ ἔφθανε πῶς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόνʹ ἀπέθανε καὶ ἡ μάνα του καὶ τὸ ἄφηκε μὲσʹ στὴ στράτα! Καὶ, εὐχαριστημένη τρόπον τινὰ ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως, ἐπεδείκνυε τὸ λάφυρόν της θριαμβευτικῶς πρὸς τοὺς ἐνεοὺς ἐκ τῆς ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου. Τὸ υἱικὸν σέβας ἦτο πολύ, καὶ ἡ αὐθεντεία τῆς μητρὸς μεγάλη, ἀλλʹ οἱ πτωχοὶ ἀδελφοί μου ἦσαν τόσον ἀπογοητευμένοι, ὥστε δὲν ἐδίστασαν νὰ ὑποδείξουν εὐσχήμως πως εἰς τὴν μητέρα των, ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ παραιτηθῇ τοῦ σκοποῦ της. Ἀλλὰ τὴν εὖρον ἀμετάπειστον. Τότε ἐδήλωσαν φανερὰ τὴν δυσαρέσκειάν των καὶ τῇ ἠρνήθησαν τὴν διαχείρισιν τοῦ βαλαντίου των. Ὅλα εἰς μάτην. Μὴ μοῦ φέρετε τίποτε, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου, ἐγὼ δουλεύω καὶ τὸ θρέφω, ʹσὰν πῶς ἔθρεψα καὶ σᾶς. Καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ Γιωργῆς μου ἀπʹ τὴν ξενιτειά, θὰ τὸ προικίσῃ καὶ θὰ τὸ ʹπανδρέψῃ. Ἀμʹ τί θαρρεῖτε! Ἐμένα τὸ παιδί μου μὲ τὸ ὑποσχέθηκε. Ἐγώ, μάνα, θὰ σὲ θρέφω καὶ σένα καὶ τὸ ψυχοπαίδι σου. Ναί! ἔτσι μὲ τὸ εἶπε, ποῦ νἄχῃ τὴν εὐχή μου! Ὁ Γιωργῆς ἤμην ἐγώ. Καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην τὴν εἶχον δώσει ἀληθῶς, ἀλλὰ πολὺ προτήτερα.

Ἦτο καθʹ ἣν ἐποχὴν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διὰ νὰ θρέψῃ τὴν πρώτην μας θετὴν ἀδελφὴν καθὼς καὶ ἡμᾶς. Ἐγὼ τὴν συνώδευον κατὰ τὰς διακοπὰς τῶν μαθημάτων, παίζων παρʹ αὐτῇ, ἐνῶ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἢ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τὴν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς φεύγοντες τὸν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφʹ οὗ ὁλίγον ἔλειψε νὰ λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου. Καθʹ ὁδὸν κατελήφθημεν ὑπὸ ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες συμβαίνουσι παρʹ ἡμῖν συνήθως, μετὰ προηγηθείσαν ὑπερβολικὴν ζέστην ἢ λαύραν, καθὼς τὴν ὀνομάζουν οἱ συντοπίται μου. Δὲν ἤμεθα πλέον πολὺ μακρὰν τοῦ χωρίου, ἀλλʹ ἔπρεπε νὰ διαβῶμεν ἕνα χείμαρρον, ὅστις πλημμυρήσας ἐκατέβαινεν ὁρμητικώτατος. Ἡ μήτηρ μου ἠθέλησε νὰ μὲ σηκώσῃ εἰς τὸν ὦμον της. Ἀλλʹ ἐγὼ ἀπεποιήθην. Εἶσαι ἀδύνατη ἀπὸ τὴ λιποθυμία, τῇ εἶπον. Θὰ μὲ ρίψῃς μὲσʹ στὸν ποταμό. Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου. Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ. Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετʹ ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρʹ ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον. Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν οἶκον καὶ μὲ ἀπέθεσε χαμαὶ ἀπὸ τὸν ὦμον της, ἤμην ἀκόμη παραζαλισμένος. Διὰ τοῦτο, ἀντὶ νὰ αἰτιαθῶ τὴν ἀπρονοησίαν μου διὰ τὸ συμβάν, ἀπέδωκα αὐτὸ εἰς τὰς ἐργασίας τῆς μητρός μου. Μή δουλεύεις πιά, μάνα, τῇ εἶπον, ἐνῷ ἐκείνη μʹ ἐνέδυε στεγνὰ φορέματα. Ἀμʹ ποιός θὰ μᾶς θρέψῃ, παιδί μου, ʹσὰν δὲν δουλεύω ἐγώ; Ἠρώτησεν ἐκείνη στενάξασα.

Ἐγώ, μάνα! ἐγώ! τῇ ἀπήντησα τότε μετὰ παιδικοῦ στόμφου. Καὶ τὸ ψυχοπαίδι μας; Κʹ ἐκεῖνο ἐγώ! Ἡ μήτηρ ἐμειδίασεν ἀκουσίως, διὰ τὴν ἐπιβλητικὴν στάσιν, ἣν ἔλαβον προφέρων τὴν διαβεβαίωσιν ταύτην. Ἔπειτα διέκοψε τὴν ὁμιλίαν ἐπειποῦσα Ἄμʹ θρέψε δὰ πρῶτα τὸν ἑαυτό σου καὶ ὕστερα βλέπουμε. Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ἀπηρχόμην εἰς τὰ ξένα. Ἡ μήτηρ βεβαίως οὐδʹ ἐσημείωσε κἂν τὴν ὑπόσχεσιν ἐκείνην. Ἐγὼ ὅμως ἐνθυμούμην πάντοτε, ὅτι ἡ αὐταπάρνησίς της μοὶ ἐχάρισε διὰ δευτέραν φορὰν τὴν ζωήν, τὴν ὁποίαν τῇ ὥφειλον. Διὰ τοῦτο εἶχον τὴν ὑπόσχεσιν ἐκείνην ἐπὶ τῆς καρδίας μου, καὶ ὅσον ἐμεγάλωνα, τόσῳ σπουδαιότερον ἐνόμιζα τὸν ἐαυτόν μου ὑποχρεωμένον πρὸς ἐκπλήρωσίν της. Μὴν κλαίγῃς μητέρα, τῇ εἶπον ἀναχωρῶν. Ἐγὼ πηγαίνω πιὰ νὰ κάμω παρᾶδες. ἔννοια σου! Ἀπὸ τώρα καὶ νὰ πάγῃ θὰ σὲ θρέφω καὶ σένα καὶ τὸ παραπαίδι σου. Ἀλλά, ἀκούεις; Δὲν θέλω πιὰ νὰ δουλεύῃς! Δὲν ἤξευρον ἀκόμη ὅτι δεκαετὲς παιδίον ὄχι τὴν μητέρα, ἀλλʹ οὐδὲ τὸν ἐαυτόν του δὲν δύναται νὰ θρέψῃ. Καὶ δὲν ἐφανταζόμην, ὁποίαι φοβεραὶ περιπέτειαι μὲ περιέμενον καὶ πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νὰ ποτίσω τὴν μητέρα μου διὰ τῆς ξενιτείας ἐκείνης, διʹ ἧς ἤλπιζον νὰ τὴν ἀνακουφίσω. Ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλʹ οὐδὲ μίαν ἐπιστολὴν κατώρθωσα νὰ τῇ στείλω. Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ. Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα. Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! απεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν ʹμπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! Ἀλλὰ μετʹ ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου. Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους. Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πάʹ στὸν Ἅγιο Τάφο. Ἀλλὰ μετʹ ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα νʹ ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.

Καὶ ὅμως, ὁσάκις ἐπρόκειτο περὶ της θετὴς αὐτὴς θυγατρὸς, τὰ ἐλησμόνει ὅλα ταύτα καὶ ἐφοβέριζε τους ἀδελφοὺς μου, ὅτι ἐλθῶν ἐγὼ ἀπὸ τὰ ξένα θὰ τοὺς ἐντροπιάσω διὰ τῆς γενναιότητός μου, καὶ θὰ προικίσω καὶ θὰ ὑπανδρεύσω τὴν κόρην της ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει. Ἔ; Ἄμʹ τὶ θαρρεῖτε! Ἐμένα τὸ παιδί μου μὲ τὸ ὑποσχέθηκε! Ἂς ἔχῃ τὴν εὐχή μου! Εὐτυχῶς αἱ κακαὶ ἐκείναι εἰδήσεις δὲν ἦσαν ἀληθεῖς. Καὶ ὅταν, μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν, ἐπέστρεφα εἰς τὸν οἶκον μας, ἤμην εἰς θέσιν νὰ ἐκπληρώσω τὴν ὑπόσχεσίν μου, ὡς πρὸς τὴν μητέρα μου κἄν, ἡ ὁποία ἦτο τόσον ὀλιγαρκής. Ὡς πρὸς τὸ ψυχοπαίδι της ὅμως δὲν μʹ εὖρε τόσον πρόθυμον, ὅσον ἤλπιζεν. Ἀπʹ ἐναντίας μόλις εἶχον φθάσει καὶ ἐξεφράσθην ἐναντίον τῆς διατηρήσεώς του, πρὸς μεγίστην τῆς μητρός μου ἔκπληξιν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν ἤμην κυρίως ἐναντίος τῆς ἀδυναμίας τῆς μητρός μου. Τὴν πρὸς τὰ κοράσια κλίσιν της τὴν εὔρισκον σύμφωνον πρὸς τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς πόθους μου. Τίποτε ἄλλο δὲν ἐπεθύμουν περισσότερο, παρὰ νὰ εὔρω ἐπιστρέφων εἰς τὸν οἶκον μας μίαν ἀδελφήν, τῆς ὁποίας ἡ φαιδρὰ μορφὴ κʹ αἱ συμπαθητικαὶ φροντῖδες νὰ ἐξορίσουν ἀπὸ τῆς καρδίας μου τὴν ἐκ τῆς μονώσεως μελαγχολίαν, καὶ νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τῆς μνήμης μου τὰς κακοπαθείας ὅσας ὑπέστην ἐν τῇ ξένῃ. Πρὸς ἀνταλλαγὴν ἐγὼ θὰ ἐπροθυμούμην νὰ τῃ διηγῶμαι τὰ θαυμάσια τῶν ξένων χωρῶν, τὰς περιπλανήσεις καὶ τὰ κατορθώματά μου, καὶ θὰ ἤμην πρόθυμος νὰ τῇ ἀγοράζω ὅ,τι ἀγαπᾷ νὰ τὴν ὁδηγῶ εἰς τοὺς χοροὺς καὶ τὰς πανηγύρεις νὰ τὴν προικίσω, καὶ τέλος νὰ χορεύσω εἰς τοὺς γάμους της. Ἀλλὰ τὴν ἀδελφὴν ταύτην τὴν ἐφανταζόμην ὡραίαν καὶ συμπαθητικήν, ἀνεπτυγμένην καὶ ἔξυπνον, μὲ γράμματα, μὲ χειροτεχνήματα, μὲ ὅλας ἐν γένει τὰς ἀρετὰς ὅσας εἶχον αἱ κόραι τῶν χωρῶν, ὅπου ἔζων μέχρι τότε. Καὶ ἀντὶ τούτων ὅλων τί εὖρον; Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον. Ἡ θετή μου ἀδελφὴ ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καὶ πρὸ πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, ὥστε εὐθὺς ἐξʹ ἀρχῆς μʹ ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν. Δός του ʹπίσου τὸ Κατερινιὼ, ἔλεγον μίαν ἠμέραν εἰς τὴν μητέρα μου. Δός το ʹπίσου, ἂν μʹ ἀγαπᾶς. Αὐτὴν τὴν φορὰν σὲ τὸ λέγω μὲ τὰ σωστά μου! Ἐγὼ θὰ σὲ φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφὴ ἀπὸ τὴν Πόλι. Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, ποὺ νὰ στολίσῃ μίαν ἡμέρα τὸ σπίτι μας. Ἔπειτα περιέγραψα μὲ τὰ ζωηρότερα χρώματα ὁποῖον θὰ ἦτο τὸ ὀρφανὸν, τὸ ὁποῖον ἔμελλον νὰ τῆς φέρω, καὶ πόσον πολὺ θὰ τὸ ἠγάπων.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1. Ο Γεώργιος Βιζυηνός θεωρείται ότι έχει δεχθεί επιρροές και από το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού. Διαφαίνεται τέτοια είδους επίδραση στο απόσπασμα που σας δίνεται; Να αναφερθείτε σε τρία ενδεικτικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. (μονάδες 15) 2. Η αφήγηση από τις πρώτες σελίδες του διηγήματος δίνει την εντύπωση ότι κινείται γραμμικά, ότι τα γεγονότα δίνονται με τη χρονολογική σειρά. Ωστόσο, σε πολλά σημεία του διηγήματος έχουμε αναχρονίες. Παρατηρείτε στο δοθέν απόσπασμα κάποιες τέτοιες παραβιάσεις της γραμμικότητας του χρόνου; Να εξηγήσετε τη λειτουργικότητά τους. (μονάδες 20) 3. «Τα φυσικά φαινόμενα και ο τόπος της Θράκης δεν είναι ένα ειδυλλιακό ντεκόρ, όπου κινούνται απλά, γραφικά πρόσωπα... Οι άνθρωποι του Βιζυηνού βρίσκονται σε στενή επαφή και οργανική σχέση με τον περίγυρό τους, τόσο τον ανθρώπινο όσο και τον ευρύτερα φυσικό» (Κ. Μητσάκης). Επιβεβαιώνεται η παραπάνω άποψη μέσα από το δοθέν απόσπασμα; (μονάδες 20) 4. «νὰ εὔρω ἐπιστρέφων εἰς τὸν οἶκον μας μίαν ἀδελφήν, τῆς ὁποίας ἡ φαιδρὰ μορφὴ κʹ αἱ συμπαθητικαὶ φροντῖδες νὰ ἐξορίσουν ἀπὸ τῆς καρδίας μου τὴν ἐκ τῆς μονώσεως μελαγχολίαν»: Ποιο είναι το πρότυπο της γυναίκας που παρουσιάζεται μέσα από τα λόγια του αφηγητή; (μονάδες 20) 5. Aνάμεσα στο διδαγμένο απόσπασμα και το παρακάτω απόσπασμα που προέρχεται πάλι από διήγημα του Βιζυηνού υπάρχουν αναλογίες ως προς τη σχέση των παιδιών με τη μητέρα τους. Να τις εντοπίσετε και να αναδείξετε την ιδιαίτερη αυτή σχέση μέσα από τα κείμενα που σας δίνονται. Γεωργίου Βιζυηνού, Ο Μοσκώβ Σελήμ (μονάδες 25)

Εγεννήθην από Μπέηδες και είχα πλουσίαν οικογένειαν. Είχα ακόμη δυο αδελφούς ομομητρίους. Επειδή δε ήμην ο τελευταίος, και αδελφήν δεν είχομεν, η μητέρα μας η συγχωρεμένη, όχι μόνον δεν ήθελε να με εβγάλη από το «χαρέμι», αλλά και μ εστόλιζεν ως να ήμουν κόρη. ʹΗθελε βλέπεις η καϋμένη να γελά τον εαυτόν της και [να] παρηγορή την λύπιν της, διότι δεν είχε κ εκείνη μίαν θυγατέρα. ʹΕγινα δώδεκα χρόνων παιδί και ακόμη είχα μακρυά μαλλιά, ʺκηνιασμέναʺ νύχια, βαμμένα μάγουλα, κ εφορούσα κοριτσίστικα φορέματα. Η μητέρα μ εκαμάρωνε Θεός συγχωρέσοι την! τόσω περισσότερον, όσω φανερώτερον ήτο, ότι μόνον εγώ την ωμοίαζα καθ όλα. Εγώ, ενόσω ήμην μικρός, υπέφερα να με ζωγραφίζουν και να με στολίζουν ωσάν κούκλα. Ενόσω όμως εμεγάλωνα, επερίσσευε και η αηδία μου διά τα χαϊδεύματα των γυναικών. Αυτό προξενούσε μεγάλην θλίψιν εις την καλήν μου την μητέρα, διότι το έβλεπεν η καϋμένη πως ήμουν ανυπόμονος, πως δεν έβλεπα την ώρα να πετάξω έξω από τα χέρια της. Τον πατέρα μας τον έβλεπα πολύ σπανίως ήταν υπερήφανος, αυστηρός άνθρωπος και δεν ωμιλούσε πολύ εις το χαρέμι. Εμένα ποτέ δεν μ επήρεν εις την ποδιάν του να με χαϊδεύση θαρρείς πως μ εσυχαινόνταν όταν μ έβλεπε με μακρυά μαλλιά και κοριτσίσια ρούχα. Ποτέ δεν μ εχάρισε τίποτα, και πάντοτε με ωνόμαζε με εμπαιχτικά παρονόματα. ʹΗταν όμως και παλληκαράς άνθρωπος αγαπούσε πολύ τα άλογα και τα όπλα και επερίπαιζε τα γυναικίστικα πράγματα. Εγώ μέσα τον ελάτρευα κ επιθυμούσα να γίνω σαν εκείνον, ωπλισμένος καβαλάρης, τόσω θερμότερα, όσω περισσότερον επέμεναν να με κρατούν εις το χαρέμι! To βλέπω πως δεν μ αγαπάς εμένα, με είπεν η μητέρα μου μίαν ημέραν, ενώ εχάιδευε τα μαλλιά μου. Καϋμένο παιδί! Δεν το ξεύρεις πως ο πατέρας έχει τώρα και άλλην γυναίκα, πως εμάς δεν θέλει πια να μας γνωρίζει! Αν πας κ εσύ μαζί του, εγώ θ αποθάνω! Το ξεύρεις; Μα έχει και εύμορφο «άτι» ο πατέρας, είπα εγώ τότε, ωσάν παιδί, έχει και χρυσά πιστόλια εις την μέση, γι αυτό έχει και άλλην γυναίκα. Καλά, είπεν η μητέρα μου, ύστερα αφού εσκέφθη πολλήν ώρα λυπημένη. Το μπαϊράμι δεν είναι μακρυά αρνί μου. Αν θέλης να μ αγαπάς όσον σ αγαπώ εγώ, και πιστόλια θα σε αγοράσω τότε και ό, τι άλλο θελήσης. Δος με μόνον την υπόσχεσί σου πως δεν θα γένης και συ αδιάφορος σαν τ άλλα σου τ αδέλφια. Καθώς είπα, θα ήμην έως δώδεκα χρόνων παιδί, και θαρρώ πως άλλο από το γάλα που μ εβύζαξε, τίποτα δεν ημπόρεσε να με αφομοιώση τόσον εις την μητέρα μου, όσον η υπόσχεσις ότι θα μ εβγάλη τα κοριτσίστικα και [θα] με φορέση πιστόλια. Αγάπην

αγάπην ησθανόμην δι αυτήν άπειρον και μόνον δι αυτήν την αγάπην της εστάθη δυνατόν να με έχουν τόσον καιρό μεταμορφωμένον και φυλακισμένον. Από την στιγμήν όμως που με έδωκε να καταλάβω ότι ο πατέρας την καταφρονεί προς χάριν μιας άλλης δεν ήξευρα με ποιον τρόπον να της φανερώσω την αγάπην μου όσον το δυνατόν περισσότερον. Ποτέ δεν έφευγα από κοντά της. Ποτέ δεν παρήκουσα τους λόγους της. ʹΟταν με αγαπάς εσύ, έλεγε πολλές φορές η μητέρα μου Θεός σχωρέσοι την δεν αισθάνομαι την περιφρόνησι των άλλων. Ιδέ τ αδέλφια σου, επήραν από τον πατέρα τους, δεν έχουν καρδιά μέσα στα στήθια. Μόνον εσύ ωμοίασες εμένα. Ο Θεός να σε δώση την ευλογία του! (Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ίσχυε η πολυγαμία, αφού πρόκειται για παραδοσιακή τουρκική οικογένεια). κινιασμένα: κιτρινωπά, βαμμένα με κινά. άτι: πολεμικό άλογο, το γεροδεμένο άλογο. Μπαϊράμι: θρησκευτική γιορτή των Μουσουλμάνων. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1. Ο Γεώργιος Βιζυηνός, ως σημαντικός εκπρόσωπος της λογοτεχνικής γενιάς του 1880 θεωρείται ότι έχει δεχθεί επιρροές, μεταξύ άλλων, και από το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού. Η δραματικότητα και το συγκρουσιακό στοιχείο από τη μια, η εμμονή του στην επιλογή θεμάτων σχετικών με το θάνατο ή την παραφροσύνη από την άλλη, η έλξη του από την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής αλλά και η αγάπη του στις αντιθέσεις, κυρίως του χώρου, αποτελούν κάποιες από τις ενδείξεις που πιστοποιούν την επιρροή αυτή. Άλλα επίσης χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνουν επίδραση από το ρομαντισμό είναι η φαντασία και η μυθοπλαστική βούληση που αρνείται ο ρεαλισμός. Σημαντικό είναι πως η παρατήρησή του δεν στρέφεται στο χώρο, στοιχείο που θεωρείται ίδιον της ηθογραφίας, αλλά στον άνθρωπο, την εσωτερική ζωή ανθρώπου και ομάδας. Συνεπώς, δεν τον ενδιαφέρει να περιγράψει, αλλά να εξηγήσει τον μυστικό ψυχισμό των ηρώων του. Έτσι, τα περιγραφικά στοιχεία υπηρετούν τα ψυχογραφικά. Ο ρομαντισμός του

Βιζυηνού εξάλλου αναγνωρίζεται και στη γλώσσα, φαναριώτικο κατάλοιπο, όπου προσπαθεί να συμφιλιώσει τις, τελικά ασύμβατες, αντιθέσεις της καθαρεύουσας με τη δημοτική, αλλά και στη βαθιά θρησκευτικότητά του. Εντοπίζοντας κάποια από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά στο απόσπασμα που μας δίνεται, παρατηρούμε πως όντως η παρατήρησή του δε στρέφεται στο χώρο αλλά στον άνθρωπο, αν αναλογιστούμε τι εξυπηρετεί η λεπτομερειακή περιγραφή του επεισοδίου στο ποτάμι. Έχουμε ειδικότερα μια καταπληκτική περιγραφή των καιρικών συνθηκών από το Βιζυηνό, που ενέχει αντιθέσεις: αφόρητος καύσωνας από τη μια, λαύρα και ραγδαία καταιγίδα από την άλλη. Η μητέρα αναλαμβάνει άλλο ένα αντρικό καθήκον πέρα από τη χειρωνακτική εργασία, να σηκώσει στους ώμους της το παιδί της. Η περιγραφή είναι ιδιαίτερα παραστατική, η εικόνα διακρίνεται για τη ζωντάνια και την παραστατικότητά της, ώστε να δίνει εύστοχα την κίνηση. Παράλληλα, από εκφραστική ακόμα άποψη, η παρήχηση του «ρ» προσδίδει και ακουστικότητα στην παραπάνω οπτική και κινητική εικόνα κι αποδίδει την ορμητικότητα του χειμάρρου: «δρομαίος... ρεύμα... πριν... ανατραπείς παρεσύρθην από του χειμάρρου... καρύου». Επίσης, με μια φροντισμένη εικόνα, που είναι ταυτόχρονα οπτική, κινητική και ακουστική, και με γρηγοράδα δίνεται η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση της μάνας με την οποία ορμά να σώσει το παιδί της («Μια σπαρακτική κραυγή... να με σώσει»). Όλες οι συνθήκες για τη μητέρα είναι αντίξοες, προκειμένου να επιτελέσει τη δοκιμασία της, κάτι που ηρωοποιεί ακόμα περισσότερο την πράξη της. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως ο συγγραφέας μέσα από την περιγραφική του δεινότητα εξυπηρετεί τις επιταγές του ρομαντισμού, αφού αναδεικνύει τον άνθρωπο, την εσωτερική ζωή του κι όχι την ίδια την παρατήρηση, όπως θα συνέβαινε στο ρεαλισμό. Επιπρόσθετα, ο ρομαντισμός του Βιζυηνού αναγνωρίζεται και στη θρησκευτικότητά του. Μάλιστα, δεν είναι λίγα εκείνα τα στοιχεία του διηγήματος, όπου το θρησκευτικό στοιχείο είναι εμφανέστατο: («Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πάʹ στὸν Ἅγιο Τάφο, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων»). Τέλος, η γλώσσα, Φαναριώτικο κατάλοιπο στο Βιζυηνό, φανερώνει επίσης επίδραση από το ρομαντισμό. Ο συγγραφέας προσπαθεί να συμφιλιώσει τις, τελικά ασύμβατες, αντιθέσεις της καθαρεύουσας με τη δημοτική, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, κι αυτό διαφαίνεται και στο απόσπασμα που μας δίνεται («Ἔ; Ἄμʹ τὶ θαρρεῖτε! Ἐμένα τὸ παιδί μου μὲ τὸ ὑποσχέθηκε! Ἂς ἔχῃ τὴν εὐχή μου!», «τῆς

ὁποίας ἡ φαιδρὰ μορφὴ κʹ αἱ συμπαθητικαὶ φροντῖδες νὰ ἐξορίσουν ἀπὸ τῆς καρδίας μου τὴν ἐκ τῆς μονώσεως μελαγχολίαν, καὶ νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τῆς μνήμης μου τὰς κακοπαθείας ὅσας ὑπέστην ἐν τῇ ξένῃ»). 2. Η αφήγηση από τις πρώτες σελίδες του διηγήματος δίνει την εντύπωση ότι κινείται γραμμικά, ότι δηλαδή τα γεγονότα δίνονται με τη χρονολογική τους σειρά. Η ασθένεια του κοριτσιού, η μετάβαση στην εκκλησία, ο θάνατος του κοριτσιού, το πένθος της μάνας, η συνειδητοποίηση του οικονομικού αδιεξόδου, η πρώτη υιοθεσία και άλλα γεγονότα επιβεβαιώνουν αυτήν την εντύπωση. Ωστόσο, στο διήγημα έχουμε αναχρονίες, όπως αναλήψεις ή αναδρομές (flashback) που καλύπτουν κενά της ιστορίας ή λειτουργούν αποφορτιστικά για τον αναγνώστη (για παράδειγμα, η σύνθεση του μοιρολογιού καταπραΰνει την ένταση του αναγνώστη απ την αναμονή του θανάτου της Αννιώς και επιτρέπει και μια περιήγηση στο χώρο της ηθογραφίας) αλλά και προλήψεις με τη μορφή, κυρίως, πρόωρων ενδείξεων, που εξυπηρετούν το νόμο της αγωνίας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρατηρούμε ότι πράγματι παραβιάζεται η χρονική σειρά των γεγονότων με αναχρονίες, όπως συμβαίνει με την αναδρομική αφήγηση του περιστατικού στο ποτάμι, με την οποία ο αφηγητής προσπαθεί να εξηγήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή η υπόσχεση δόθηκε. Η εποχή στην οποία ανατρέχει είναι η εποχή της πρώτης υιοθεσίας, τότε που η μητέρα είχε αναλάβει εργαζόμενη την ανατροφή και τη φροντίδα όλης της οικογένειας. Έτσι, ο συγγραφέας καταφέρνει να στήσει μια συναρπαστική πλοκή με την τεχνική της πλαστής πραγματικότητας, να προβάλει το δράμα του «αδικημένου» παιδιού, να αναδείξει την τραγικότητα της μάνας και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο. Άλλο σημείο στο οποίο παρατηρείται πρόδρομη, αυτή τη φορά, αφήγηση θα μπορούσε να θεωρηθεί το σημείο εκείνο το οποίο αναφέρεται στα βάσανα και τις πικρίες του αφηγητή στα ξένα: «Και δεν εφανταζόμην... ανακουφίσω». Η ενότητα αυτή συνδέεται με την προηγούμενη με τις άσχημες ειδήσεις που λάμβανε η μάνα και με την υπόσχεση που είχε δώσει ο αφηγητής. Παράλληλα, άλλο ένα σημείο στο οποίο παρατηρείται αφηγηματικό κενό και κατά το οποίο παραβιάζεται η χρονική ακολουθία των γεγονότων είναι επίσης το κενό κατά το οποίο ο αφηγητής βρισκόταν στα ξένα και κατά το οποίο δεν έχουμε καμιά πληροφορία σχετικά με το ποια γεγονότα μεσολάβησαν, ποιες

ήταν οι οικονομικές συνθήκες. Με αυτές τις παραβιάσεις του χρόνου που αφορούν τη διάταξη των γεγονότων συχνά καλύπτονται κενά της ιστορίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της απουσίας του Γιωργή, ή έχουμε κάποιο είδος αποφόρτισης για τον αναγνώστη. Επίσης, εξυπηρετείται ο νόμος της αγωνίας, όπως συμβαίνει με την όλη περιγραφή του περιστατικού στο ποτάμι, ενώ επίσης εξυπηρετούνται οι ανάγκες της αφηγηματικής πράξης με τις παραπάνω τεχνικές να εναλλάσσονται. 3. Ο Κάρολος Μητσάκης παρατήρησε χαρακτηριστικά ότι τα φυσικά φαινόμενα και ο τόπος της Θράκης δεν είναι ένα ειδυλλιακό ντεκόρ, όπου κινούνται απλά, γραφικά πρόσωπα, αλλά ότι οι άνθρωποι του Βιζυηνού βρίσκονται σε στενή επαφή και οργανική σχέση με τον περίγυρό τους, τόσο τον ανθρώπινο όσο και τον ευρύτερα φυσικό. Μια προσεκτική προσέγγιση του αποσπάσματος αυτού θα μπορούσε να μας βοηθήσει να επιβεβαιώσουμε την παραπάνω άποψη. Αρχικά, είναι σκόπιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας στην περιγραφή της σκηνής στο ποτάμι. Μέσα από μια λεπτομερειακά δοσμένη σκηνή της καταιγίδας δίνεται η στενή σχέση του ανθρώπου με τη φύση, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται έντεχνα και παραστατικότατα καταστάσεις και συναισθήματα με δραματικότητα. Έχουμε μια καταπληκτική περιγραφή των καιρικών συνθηκών από το Βιζυηνό («Μίαν ημέραν... συντοπίται μου») που εκφραστικά ενέχει αντιθέσεις, όπως είναι ο αφόρητος καύσωνας και η λαύρα από τη μια πλευρά, κι από την άλλη πλευρά η ραγδαία καταιγίδα. Έτσι, η μητέρα αναλαμβάνει ένα αντρικό καθήκον, πέρα από τη χειρωνακτική εργασία, να σηκώσει στους ώμους της το παιδί της. Ο Γιωργής αρνείται, όμως, παρουσιάζοντάς της δύο επιχειρήματα για να την αποτρέψει, ένα συναισθηματικό, που φανερώνει την αγάπη, το ενδιαφέρον και την κατανόησή του προς τη μάνα κι ένα καθαρά ορθολογιστικό, λογικό. Ακολουθεί μια παραστατική περιγραφή («Και εσήκωσα... καρύου») στην οποία η εικόνα διακρίνεται για τη ζωντάνια και την παραστατικότητά της, ενώ δίνεται εύστοχα και η κίνηση. Η παρήχηση του «ρ» προσδίδει παράλληλα και ακουστικότητα στην παραπάνω οπτική και κινητική εικόνα κι αποδίδει την ορμητικότητα του χειμάρρου: «δρομαίος... ρεύμα... πριν... ανατραπείς παρεσύρθην από του χειμάρρου... καρύου». Όλα τα σκηνικά στοιχεία, όλη αυτή η περιγραφή του τόπου

και του χώρου δεν αποτελούν μια απλή καταγραφή, μια απλή φωτογραφική αναπαράσταση του τοπίου αλλά μέσα από αυτή τη φροντισμένη εικόνα, που είναι ταυτόχρονα οπτική, κινητική και ακουστική δίνεται η αυτοθυσία και η αυταπάρνηση με την οποία η μάνα ορμά να σώσει το παιδί της («Μια σπαρακτική κραυγή...να με σώσει»). Παρακολουθούμε, επιπλέον, ότι όλες οι συνθήκες για τη μητέρα είναι αντίξοες, προκειμένου να επιτελέσει τη δοκιμασία της, κάτι που ηρωοποιεί ακόμα περισσότερο την πράξη της («Και όμως η μήτηρ μου... αυτής εις κίνδυνον»), αφού η μάνα είναι λιπόθυμη, κατάκοπη, «βεβαρημένη... φορέματα», «δεξιότερον κολυμβητήν...», στοιχείο που υπερτονίζει την πράξη της και δίνει, επίσης, το αποτέλεσμα της δοκιμασίας ως εξισορρόπηση με την προηγούμενη πράξη της. Επέρχεται έτσι η κάθαρση και η λύτρωση της μητέρας από τις τύψεις. Ο αφηγητής αποκαθιστά τις σχέσεις του με τη μητέρα του, αφού η αυτοθυσία της μητέρας για αυτόν δηλώνει αγάπη. Είναι άξιο παρατήρησης στο σημείο αυτό να δούμε πώς η περιγραφή της φύσης λειτουργεί σε σχέση με το συγκεκριμένο επεισόδιο: όσο πιο ραγδαία είναι η βροχή, όσο πιο ορμητικός είναι ο χείμαρρος, όσο πιο κακή φήμη είχε ο χείμαρρος, όσο πιο αφόρητος ο καύσωνας και η μάνα λιπόθυμη, τόσο πιο μεγάλο αποδεικνύεται το κατόρθωμά της, η αυτοθυσία της και η αγάπη της για το Γιωργή. Η αγάπη της πλέον είναι αποδεδειγμένη, αφού επισφραγίστηκε με μια ηρωική δοκιμασία. Κι όλη αυτή η περιγραφή των καιρικών συνθηκών και της σκηνής στο ποτάμι καταδεικνύει ότι οι ήρωες του Βιζυηνού, τα συναισθήματά τους, η τραγικότητα που διέπει τη μοίρα τους, οι ψυχικές τους συγκρούσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένα ακόμα και με τον τόπο, τον περίγυρό τους, τόσο τον ανθρώπινο όσο και τον ευρύτερα φυσικό. 4. Στο σημείο αυτό του αποσπάσματος ο αφηγητής αναπτύσσει το λόγο της διαφωνίας του με τη μητέρα του σχετικά με την κόρη που η μάνα υιοθέτησε κι επιθυμεί να κρατήσει. Συγκεκριμένα, ο αφηγητής επιθυμεί μια διαφορετική αδελφή την οποία περιγράφει με τα παρακάτω χαρακτηριστικά: «φαιδρά μορφή», «συμπαθητικαί φροντίδες», «ωραία, εύμορφη αναπτυγμένην», «έξυπνον με γράμματα...». Από την περιγραφή της ιδανικής αδερφής θα μπορούσαμε να εικάσουμε ποιο είναι για τον αφηγητή το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας. Η ιδανική, λοιπόν, γυναίκα, σε γενικές γραμμές, είναι ως προς τα εξωτερικά γνωρίσματα όμορφη, συμπαθητική και εύσωμη, με εντυπωσιακό παράστημα («ωραίαν, συμπαθητικήν, ανεπτυγ

μένην»). Ως προς τις ικανότητες και τα προσόντα, οφείλει να είναι έξυπνη, εγγράμματη και καλλιεργημένη, επιδέξια, χρυσοχέρα και δημιουργική («έξυπνον, με γράμματα, με χειροτεχνήματα»). Τέλος, ως προς τη συμπεριφορά της θα πρέπει να είναι καλοσυνάτη και πρόσχαρη, περιποιητική, κοινωνική και κεφάτη («φαιδρά μορφή, συμπαθητικαί φροντίδες, εις τους χορούς και τας πανηγύρεις»). Η περιγραφή αυτή παραπέμπει σε μοτίβα κυρίως της ρομαντικής λογοτεχνίας, σύμφωνα με τα οποία η ιδανική γυναίκα είναι απαραίτητο να παρουσιάζει τέτοιου είδους εικόνα σε ό,τι αφορά τόσο την εξωτερική της εμφάνιση όσο και την προσωπικότητά της. 5. Στο απόσπασμα από το «Αμάρτημα της Μητρός μου» ο αφηγητής παρουσιάζει την άρνηση των αδελφών του στην πρόθεση της μάνας τους να υιοθετήσει για άλλη μια φορά ένα κορίτσι, ενώ παρακολουθούμε και την ίδια τη μητέρα να αναφέρει την υπόσχεση του γιου να συντηρήσει την ίδια και το ψυχοπαίδι της. Παράλληλα, παρακολουθούμε την αντίδραση του ίδιου του Γιωργή σχετικά με το παραπάνω οικογενειακό ζήτημα. Στο απόσπασμα από το «Μοσκώβ Σελήμ», από την άλλη μεριά, παρακολουθούμε την προσπάθεια της μάνας να κρατήσει κοντά το γιο της ντύνοντάς τον με γυναικεία ενδύματα. Και στα δυο αυτά αποσπάσματα διαφαίνεται η ιδιαίτερη σχέση μητέρας και παιδιού, στην παρουσίαση της οποίας μπορούμε να επισημάνουμε αναλογίες. Αρχικά, μπορούμε να αναφέρουμε ότι και στα δύο αποσπάσματα η μάνα είναι ιδιαίτερα δεμένη και βρίσκεται πιο κοντά με τον αφηγητή σε σύγκριση μάλιστα και με τα υπόλοιπα παιδιά της. Έτσι, τόσο στο «Αμάρτημα της μητρός μου» όσο και στο «Μοσκώβ Σελήμ», οι μάνες έχουν κι άλλους γιους με τους οποίους όμως η σχέση δεν είναι τόσο βαθιά και δυνατή όσο με τους αφηγητές. Αυτό συμβαίνει επειδή η μάνα στο «Αμάρτημα της μητρός μου» αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, την άρνηση των άλλων παιδιών για την υιοθεσία της κόρης, κάτι που την κάνει να νιώθει μόνη στην απόφασή της ενώ παράλληλα ψάχνει στήριγμα συμπαράσταση στην απόφασή της, κάτι που βρίσκει στο πρόσωπο του γιου. Αντίστοιχα, και στο δεύτερο απόσπασμα η μάνα έχει νιώσει την προδοσία και την εγκατάλειψη τόσο από την πλευρά του συζύγου της όσο κι από την πλευρά των υπολοίπων της γιων κι επίσης αναζητά στον αφηγητή παρηγοριά και συμπαράσταση, καθώς για εκείνη αυτός αποτελεί το μόνο της στήριγμα. Από την πλευρά των αγοριών, εντοπίζουμε επίσης ομοιότη

τες που αφορούν τη σχέση τους με τη μητέρα τους. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» ο αφηγητής νιώθει απέραντη αγάπη για τη μάνα του, δείχνει να κατανοεί και να συναισθάνεται τις αδυναμίες της, κατανοεί απόλυτα τις ιδιαιτερότητες της συμπεριφοράς της και είναι ικανός να την ερμηνεύσει: «Είναι αληθές ότι δεν ήμην κυρίως ενάντιος της αδυναμίας της μητρός μου. Την προς τα κοράσια κλίσιν της την ευρισκον σύμφωνον προς τα αισθήματα και τους πόθους μου». Επίσης, καταλαβαίνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ως γυναίκα για να ανταποκριθεί σε αντιξοότητες επιβίωσης: «Μη δουλεύεις πια, μάνα, τη ειπον, ενώ εκείνη μ ενέδυε στεγνά φορέματα». Ανάλογα, και στο «Μοσκώβ Σελήμ» ο γιος αγαπά πολύ τη μάνα του: «Αγάπην αγάπην ησθανόμην δι αυτήν άπειρον και μόνον δι αυτήν την αγάπην της εστάθη δυνατόν να με έχουν τόσον καιρόν μεταμορφωμένον και φυλακισμένον», «από την στιγμήν όμως που με έδωκε να καταλάβω ότι ο πατέρας την καταφρονεί προς χάριν μιας άλλης, δεν ήξευρα με ποίον τρόπον να της φανερώσω την αγάπην μου όσον το δυνατόν περισσότερον. Ποτέ δεν έφευγα από κοντά της. Ποτέ δεν παρήκουσα τους λόγους της». Και στα δύο αποσπάσματα, εξάλλου, η αγάπη των αφηγητών προς τη μάνα επιβεβαιώνεται κι από το γεγονός ότι κι οι δύο δέχονται και υπομένουν μια κατάσταση με την οποία δε συμφωνούν. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» ο Γιωργής δηλώνει ότι: «Ως προς το ψυχοπαίδι της όμως δεν μ εύρε τόσον πρόθυμον, όσον ήλπιζεν. Απ εναντίας μόλις είχον φθάσει και εξεφράσθην εναντίον της διατηρήσεώς του, προς μεγίστην της μητρός μου έκπληξιν», ενώ παράλληλα στο δεύτερο απόσπασμα ο γιος εκφράζει την υπακοή από αγάπη στη μάνα του και την υπομονή σε μια κατάσταση που του είναι αφόρητα καταπιεστική και δυσάρεστη: «και μόνον δι αυτήν την αγάπην της εστάθη δυνατόν να με έχουν τόσον καιρόν μεταμορφωμένον και φυλακισμένον». Μια άλλη αναλογία που αφορά την ισχυρή σχέση των δύο μητέρων με τα παιδιά τους αποτελεί το γεγονός ότι και τα δυο αγόρια από αγάπη πάντα προς τη μητέρα τους έχουν δώσει κάποια υπόσχεση που πιστοποιεί κατά κάποιο τρόπο την αγάπη τους για αυτή. Στο πρώτο απόσπασμα ο Γιωργής, προκειμένου να προστατεύσει τη μάνα από δύσκολες καταστάσεις επιβίωσης, υπόσχεται να τη βοηθήσει στην ανατροφή της τότε υιοθετημένης κόρης και να συμβάλει στα οικογενειακά βάρη. Στο δεύτερο απόσπασμα η μάνα προσπαθεί επίσης να αποσπάσει μια υπόσχεση από το γιο πως δε θα την εγκαταλείψει κι αυτός όπως τα άλλα

του αδέρφια και ο σύζυγός της. Είναι αξιοπρόσεκτο εδώ πως και στα δυο διηγήματα η υπόσχεση δίνεται κάτω από κάποιες περιστάσεις και αφορά άσχετα θέματα από αυτά που επιδιώκει να πραγματοποιήσει με την υπόσχεσή του κάθε ήρωας. Παρόλα αυτά, και στις δύο περιπτώσεις η αγάπη και το έντονο δέσιμο μεταξύ μάνας και γιου υποκινούν τις υποσχέσεις αυτές. Θα άξιζε, επίσης, να εστιάσουμε την προσοχή μας και σε κάποιες από τις επιρροές του λογοτεχνικού ρεύματος του ρεαλισμού και του ρομαντισμού, τα οποία λειτουργούν και στα δύο κείμενα με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύουν τη στενή σχέση των δύο γιων με τις μητέρες τους και το θέμα της αγάπης ανάμεσά τους. Πιο συγκεκριμένα, η δραματικότητα και το συγκρουσιακό στοιχείο, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ρομαντισμού, αλλά και το γεγονός ότι η παρατήρηση του συγγραφέα δε στρέφεται στο χώρο αλλά στον άνθρωπο είναι στοιχεία που συντελούν στην ανάδειξη της ιδιαίτερης σχέσης των αγοριών με τη μάνα τους και στα δύο αποσπάσματα. Ειδικότερα, δεν ενδιαφέρει το Βιζυηνό να περιγράψει, αλλά να εξηγήσει τον μυστικό ψυχισμό των ηρώων του. Έτσι, τα περιγραφικά στοιχεία υπηρετούν τα ψυχογραφικά. Τόσο στο απόσπασμα από το «Αμάρτημα της μητρός μου» όσο και στο απόσπασμα από το «Μοσκώβ Σελήμ» τα δυο αγόρια παλεύουν μέσα τους με τον εαυτό τους. Νιώθει, για παράδειγμα, συγκρούσεις ψυχικές κι ενοχές ο Γιωργής για τη μάνα που εργάζεται και παλεύει να αντεπεξέλθει στα βάρη της οικογένειας. Από την άλλη, το αγόρι στο «Μοσκώβ Σελήμ» επίσης συγκρούεται και παλεύει μέσα του με την ανδρική του φύση την οποία πρέπει να καταπνίξει. Τούτα τα στοιχεία κάνουν φανερό και στις δύο περιπτώσεις ότι ο Βιζυηνός μέσα από το ρομαντισμό καταφέρνει να προσεγγίσει την ανθρώπινη προσωπικότητα αλλά και να αναδείξει στα συγκεκριμένα διηγήματα την αγάπη και το δέσιμο των παιδιών με τις μητέρες τους. Επισημαίνεται, τέλος, πως η παρατήρηση, στοιχείο που αντλείται και από το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού αλλά και του ρεαλισμού δε στρέφεται στο χώρο αλλά στον άνθρωπο. Εξετάζοντας εκ παραλλήλου τα δύο αποσπάσματα παρατηρούμε στοιχεία παρατήρησης και αληθοφανούς απεικόνισης κατάστάσεων που καταφέρνουν να υπηρετούν το ψυχολογικό στοιχείο και να προβάλλουν τη σχέση μάνας και γιου, την αγάπη και το ιδιαίτερο δέσιμο των αγοριών με τη μάνα τους. Έτσι, έχουμε στο «Αμάρτημα της μητρός μου» την περιγραφή της σφοδρής βροχόπτωσης στο ποτάμι, την περιγραφή κάθε κίνησης διάσωσης του αγοριού από τη μάνα, που τελικά καθιστά ηρωική την πράξη της