ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΕΝΔΕΚΑΤΟΥ ΑΙΩΝΑ (ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ-ΕΠΙΡΡΟΕΣ-ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ)

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΕΝΔΕΚΑΤΟΥ ΑΙΩΝΑ (ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ-ΕΠΙΡΡΟΕΣ-ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ)"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΠΕΤΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΕΝΔΕΚΑΤΟΥ ΑΙΩΝΑ (ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ-ΕΠΙΡΡΟΕΣ-ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ) ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... 3 Βραχυγραφίες... 5 Βιβλιογραφία Α) Πηγές... 8 Β) Βοηθήματα Εισαγωγή Α) Εξελίξεις στο εσωτερικό της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη διάρκεια του 11 ου αιώνα Β) Οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με τα μουσουλμανικά κράτη της Μέσης Ανατολής μέχρι τα μέσα του 11 ου αιώνα Γ) Τα τουρκικά φύλα και οι μετακινήσεις τους ως τα μέσα του 11ου αιώνα. α) Τα νομαδικά φύλα και οι σχέσεις τους με τις αυτοκρατορίες της Άπω Ανατολής.. 39 β) Ο εξισλαμισμός των τουρκικών φύλων, η είσοδος τους στη Μέση Ανατολή και η οικογένεια των Σελτζούκων. 43 Μέρος Πρώτο: Πολιτική και διπλωματία Α) Οι πρώτες συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές της αυτοκρατορίας με τους Σελτζούκους ως το α) Οι πρώτες συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές ως τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ (μέσα 11 ου αιώνα-1055) β) Οι συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές στην εποχή των διαδόχων του Κωνσταντίνου Θ ( ) γ) Οι συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές στην εποχή του Κωνσταντίνου Ι ( ) Β) Η πολεμική δράση του Ρωμανού Δ και οι διπλωματικές επαφές στην περίοδο α) Η άνοδος του Ρωμανού Δ στον θρόνο και η πρώτη μικρασιατική εκστρατεία του ( ). 78 β) Οι πολεμικές συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές των ετών γ) Η προετοιμασία του Ρωμανού Δ για την τρίτη μικρασιατική εκστρατεία του ( ) δ) Η μάχη και η συνθήκη του Μαντζικέρτ (1071) ε) Ο βυζαντινός εμφύλιος του και η εκθρόνηση του Ρωμανού Δ. 107 Γ) Η πολιτικο-στρατιωτική αναστάτωση της Μ. Ασίας και οι συνεργασίες/ προσεγγίσεις με σελτζουκικές και τουρκομανικές δυνάμεις στην περίοδο α) Το στασιαστικό κίνημα του Ουρσέλιου και οι επιπτώσεις του για τη Μικρά Ασία ( /6) β) Η ανάμιξη των Τούρκων αρχηγών στις βυζαντινές εσωτερικές έριδες των ετών γ) Το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού και η ίδρυση του σουλτανάτου του Ρουμ ( ) Δ) Οι διπλωματικές σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Τούρκους στο πρώτο μισό της βασιλείας του Αλεξίου Α Κομνηνού. α) Οι σχέσεις με τους Μεγάλους Σελτζούκους και τους Σελτζούκους του Ρουμ ( /3) β) Ο εμίρης της Σμύρνης Τζαχάς ( /7)

3 Μέρος Δεύτερο: Διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις: Οι αντιλήψεις και η στάση των Βυζαντινών απέναντι στους Τούρκους, όπως αυτές διακρίνονται μέσα από τα ιστοριογραφικά κείμενα Α) Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι και οι απόψεις τους. 184 Β) Οι αντιλήψεις και η στάση των Βυζαντινών απέναντι στους Τούρκους α) Επίσημη στάση της κυβέρνησης. 205 β) Στάση και αντιλήψεις της αριστοκρατίας γ) Στάση και αντιλήψεις των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων. 224 Γ) Οι αντιλήψεις για τους Τούρκους που εντάχθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία. Σε ποιον βαθμό αυτοί ενσωματώθηκαν Επίλογος-Συμπεράσματα Α) Οι διπλωματικές σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Τούρκους στον 11 ο αιώνα Β) Οι αντιλήψεις των Βυζαντινών για τους Τούρκους και η εξέλιξη της στάσης τους απέναντι στους εισβολείς από τα μέσα του 11 ου αιώνα μέχρι το πρώτο μισό του 12 ου Χάρτες

4 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα εργασία είχε αρχικά σκοπό τη μελέτη της βυζαντινής διπλωματίας προς τους Σελτζούκους Τούρκους (τόσο τον κλάδο της Βαγδάτης, όσο και εκείνον της Μικράς Ασίας) στο δεύτερο μισό του 11 ου αιώνα. Σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας, η διπλωματία αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι και συγχρόνως πολύτιμο εργαλείο της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής. Ρύθμιζε τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τα ξένα κράτη μέσω της σύναψης συνθηκών με τους ηγεμόνες τους και ωθούσε τους νομαδικούς λαούς πέρα από τα σύνορα να αναλάβουν πολεμική δράση εναντίον των εχθρών του Βυζαντίου. Οι ιδιαιτερότητες στην περίπτωση των Σελτζούκων θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο εξής ερώτημα, σε ποια από τις δύο παραπάνω κατηγορίες θα μπορούσε να ενταχθεί ο συγκεκριμένος λαός; Αφ ενός υπήρχε η κυρίαρχη οικογένεια των απογόνων του Seljuk, η οποία, ήδη από νωρίς στον 11 ο αιώνα, ίδρυσε μια πολιτική εξουσία και αφ ετέρου υπήρχαν πολυάριθμες ομάδες Τουρκομάνων νομάδων, που δρούσαν ανεξάρτητα. Η απάντηση στο ερώτημα θα ήταν μάλλον ότι οι Σελτζούκοι ανήκουν και στις δύο κατηγορίες. Το γεγονός αυτό (σε συνδυασμό με πολλούς άλλους παράγοντες) δημιούργησε για την αυτοκρατορία μια κατάσταση, για την αντιμετώπιση της οποίας η αυτοκρατορική πολιτική, αλλά και η διπλωματία χρειάστηκε να προσαρμοστούν. Η περίοδος αυτής της προσαρμογής της βυζαντινής διπλωματίας, που είναι το αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας, θα μπορούσε χονδρικά να τοποθετηθεί στο δεύτερο μισό του 11 ου αιώνα, από τις πρώτες επαφές της αυτοκρατορίας με τους Σελτζούκους, λίγα χρόνια πριν τα μέσα του αιώνα, μέχρι περίπου το τέλος του, λίγο πριν την πρώτη σταυροφορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι για λόγους οικονομίας της ύλης, στην παρούσα μελέτη δεν συμπεριλήφθηκε η εξέταση των σχέσεων των από τη δεκαετία του 1070 περίπου ανεξαρτητοποιημένων Αρμενίων και Σύρων ηγεμόνων με τους Τούρκους. Εξαιτίας της προαναφερθείσας κατάστασης, στην οποία η αυτοκρατορία συνομιλούσε ταυτόχρονα με μια κεντρική εξουσία και με ανεξάρτητους νομάδες, η μελέτη των σχέσεων του Βυζαντίου με τους Τούρκους, από αυστηρά διπλωματική άποψη, θα ήταν αναγκαστικά ελλιπής. Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στη Μικρά Ασία στις τελευταίες δεκαετίες του 11 ου αιώνα, οι Βυζαντινοί υπήκοοι είχαν συχνά οι ίδιοι δοσοληψίες με τους Τούρκους εισβολείς, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν σταδιακά διαπροσωπικές σχέσεις και να πραγματοποιηθούν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η σύμπραξη μεμονωμένων Βυζαντινών με Τούρκους αρχηγούς καθόρισε την έκβαση σημαντικών γεγονότων με αντίκτυπο για την ίδια την αυτοκρατορία. Γι αυτό, απαραίτητη κρίνεται και η μελέτη των προσωπικών επαφών ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Τούρκους, σ αυτήν την περίοδο. Όπως και με τη διπλωματία, η ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στους Τούρκους και τους ανεξαρτητοποιημένους Αρμενίους και Σύρους υπηκόους της αυτοκρατορίας θα παραλειφθεί. Τελειώνοντας το προλογικό αυτό σημείωμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτριά μου, την κυρία Π. Κατσώνη, για την υπομονετική της καθοδήγηση, σε όλη τη διάρκεια της εκπόνη- 3

5 σης της παρούσας εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Γ. Λεβενιώτη, για τις συμβουλές του και για την παραχώρηση δυσεύρετων πηγών και βοηθημάτων, σημαντικών για την εργασία μου. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Στ. Κορδώση, για τις διευκρινήσεις του σε σχέση με τα τουρκικά φύλα, για τις βιβλιογραφικές υποδείξεις του και για την παραχώρηση χρήσιμων βοηθημάτων, σχετικών με το θέμα μου. 4

6 Archives de l Athos Αθηνά BB BF ΒΙΜ ΒΚΜ BS BS/ÉB Bsl. BV Byz. Βυζαντινά BZ CFHB ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ Archives de l Athos, Paris 1937 κ.ε. Ἀθηνά. Σύγγραμμα Περιοδικὸν τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐπιστημονικῆς Ἑταιρείας, Αθήνα 1889 κ.ε. Bibliothèque de Byzantion, Bruxelles 1966 κ.ε. Byzantinische Forschungen. Internationale Zeitschrift für Byzantinistik, Amsterdam 1966 κ.ε. Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών. Βυζαντινὰ Κείμενα καὶ Μελέται. Δημοσιεύματα Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν Φιλοδοφικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἐκδιδόμενα ὡς παράρτημα τῶν «Βυζαντινῶν», Θεσσαλονίκη 1970 κ.ε. Byzantina Sorbonensia, Paris 1975 κ.ε. Byzantine Studies/Études Byzantines, University of Ankara 1974 κ.ε. Byzantinoslavica. Revue internationale des études byzantines, Prague 1929 κ.ε. Byzantina Vindobonensia. Herausgegeben von der Kommission für frühchristlich und ostkirchliche Kunst der Österreichischen Akademie der Wissenschaften und vom Institut für Byzantinistik der Universität Wien. Byzantion. Revue internationale des études byzantines, Paris-Liège , Paris-Brussels 1931 κ.ε. Βυζαντινά. Ἐπιστημονικὸν Ὄργανον Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1969 κ.ε. Byzantinische Zeitschrift. Begründet von K. Krumbacher mit unterstützung zahlreicher Fachkollegen herausgegeben A. Berger, Leipzig 1892 κ.ε. Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Washington- Berlin-Wien-Bruxelles-Roma-Thessalonique 1967 κ.ε. CSHB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, τ. 1-50, 5

7 Bonnae D.I. Der Islam, Zeitschrift fur Geschichte und Kultur des islamischen Orients, Berlin-Leipzig , Berlin , Berlin-New York 1971 κ.ε. DOP Dumbarton Oaks Papers, Cambridge Mass κ.ε. Δ.Τ. ΕΒΕ Διαδικτυακός Τόπος. Εταιρεία Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη. Ε.Ι. Encyclopedia of Islam (new edition), επιμ. H. A. R. Gibb, J. Schacht, C. E. Bosworth κ.ά., τ. 1-10, London-Leiden ΕΙΕ ΕΜΣ ΕΠΛΒΙΠ GRBS ΙΒΕ Ι.Ε.Ε. ΙΜΧΑ J.A. ΚΒΕ ΜΙΕΤ MM/PEC ÖAW Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη. Εγκυκλοπαιδικό προσωπογραφικό λεξικό βυζαντινής ιστορίας και πολiτισμού, επιμ. Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Αθήνα 1996 κ.ε. Greek, Roman and Byzantine Studies, Texas- Durham New Caroline 1958 κ.ε. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Γ. Χριστόπουλος, Ι. Μπαστιάς, Κ. Σιμόπουλος, Χ. Δασκαλοπούλου, τ. Α -ΙΣτ, Αθήνα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη. Journal Asiatique, Paris 1869 κ.ε. Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης The Medieval Mediterranean. Peoples, Economies and Cultures, Österreichische Akademie der Wissenschaften. Philosophisch-historische Klasse, Universität Wien. ODB The Oxford Dictionary of Byzantium, επιμ. A. Kazhdan, τ. 1-3, New York-Oxford,

8 REA Revue des études arméniennes, Paris 1920/ /33, nouvelle série Paris 1964 κ.ε. REB SPBS ΣΣΜ S.I. Σύμμεικτα TIB ΤΜ UL/RTHP VR ZRVI Revue des études byzantines (publié avec le concours du Centre National de la Recherche Scientifique), Bucarest 1943 κ.ε., Paris 1949 κε. Society for the Promotion of Byzantine Studies (Variorum), Aldershot 1991 κ.ε. Σειρά στρατηγικών μελετών. Studia Islamica, Paris 1953 κ.ε. Σύμμεικτα. Περιοδική έκδοση του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1966 κ.ε. Tabula Imperii Byzantini. εκδ. J. Koder, (ÖAW), Wien 1976 κ.ε. Travaux et mémoires. Επιστημονικό περιοδικό του Centre de recherches d histoire et civilization byzantine, Paris 1965 κ.ε. Université de Louvain. Recueil de Travaux d Histoire et de Philologie. Variorum Reprints. Collected Studies Series, London-Aldershot 1970 κ.ε. Zbornik Radova Vizantinoloskog Instituta, Beograd 1952 κ.ε. 7

9 Α) ΠΗΓΕΣ Al- Azīmī Άννα Κομνηνή Aristakēs Lastivertc i Bar Εβραίος ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Muhammad bin Ali al- Azīmī, Tārīkh al- Azīmī, έκδ. Cl. Cahen, La chronique abrégée d al- Azīmī, J.A. 230 (1938) Ἄννης τῆς Κομνηνῆς Ἀλεξιάς, έκδ. D. R. Reinsch - A. Kambylis, Annae Comnenae Alexias, Pars prior: Prolegomena et Textus, Pars altera: Indices, [CFHB 40], Berlin Aristakēs Lastivertc i, Patmut iwn: Aristakès de Lastivert. Récit des malheurs de la nation arméniènne, γαλλική μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια M. Canard - H. Berbérian d après l édition et la traduction, russe de K. Yuzbashian, [BB 5], Bruxelles The chronography of Gregory Abu l Faraj the Son of Aaron, the Hebrew physician commonly known as Bar Hebraeus being the first part of his political history of the world, έκδ. E. A. W. Budge, τ. 1: συριακό κείμενο, τ. 2: αγγλική μετάφραση, Oxford- London G. T. Dennis, Treatises G. T. Dennis, Three Byzantine Military Treatises, [CFHB 25], Washington D.C F. Dölger, Regesten F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565 bis Teil: Regesten von Zweite, erweiterte und verbesserte Auflage bearbaeitet von P. Wirth, München Γεώργιος Κεδρηνός Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ἱστοριῶν, έκδ. I. Bekker, Georgius Cedrenus Compendium Historiarum. Ioannis Scylitzae Ope, τ. 1-2, [CSHB], Bonnae Ibn al-athir, al-kāmil (I) Ibn al-athir, al-kāmil (II) The annals of the Saljuq Turks, Selections from alkāmil fīl-ta rikh of Izz al-dīn Ibn al-athīr, μετάφραση και σχόλια D. S. Richards, London- Routledge The Chronicle of Ibn al-athir for the Crusading Period from al-kāmil fī l-ta rīkh. Part 1. The Years / , The Coming of the Franks and the Muslim Response, μετάφραση D. S. Richards, Aldershot-Burlington Ιωάννης Κίνναμος Ἰωάννου Κιννάμου Ἱστοριῶν βιβλία Ζ, έκδ. A. 8

10 Meineke, Ioannis Cinnami Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, Bonnae Ιωάννης Σκυλίτζης Ἰωάννου τοῦ Σκυλίτζη Σύνοψις Ἱστοριῶν, έκδ. I. Thurn, Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, [CFHB 5], Berlin Ιωάννης Ζωναράς Ἰωάννου τοῦ Ζωναρᾶ Ἐπιτομἠ Ἱστοριῶν, έκδ. M. Pinder - Th. Büttner-Wobst, Ioannis Zonarae Epitome Historiarum libri XVIII, [CSHB], τ. 1-3 (τ. 1-2 ως «Ἰωάννου τοῦ Ζωναρᾶ Χρονικόν»), Bonnae K artlis Cxovreba Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος Ματθαίος Εδέσσης The Georgian chronicle, αγγλική μετάφραση του αρμενικού κειμένου της έκδοσης του A. T iroyan από τον R. Bedrosian, New York 1991, στον Δ.Τ.: Ἔκθεσις τῆς βασιλείου τάξεως. Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καὶ ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ τῷ αἰωνίῳ βασιλεῖ βασιλέως υἱοῦ Λέοντος τοῦ σοφωτάτου καὶ ἀειμνήστου βασιλέως σύνταγμά τι καὶ βασιλείου σπουδῆς ὅντος ἄξιον πόνημα, έκδ. I. Reiske, De Cerimoniis aulae byzantinae, [CSHB], Bonnae Armenia and the Crusades, Tenth to twelfth centuries. The chronicle of Matthew of Edessa, μετάφραση-σχόλια-εισαγωγή A. E. Dostourian, Lanham- New York-London Μένανδρος Προτίκτωρ Μενάνδρου Προτίκτορος τὰ σωζόμενα, έκδ. I. Bekker-B. G. Niebuhri, Dexippi, Eunapii, Petri Patricii, Prisci, Malchi, Menadri Historiarum [CSHB], Bonnae Μιχαήλ Ατταλειάτης Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία Μιχαήλ Ψελλός, Επιστολή στον Malik-Shāh Μιχαήλ Σύρος Ἱστορία ἐκτεθεῖσα παρὰ Μιχαήλ, προέδρου, κριτοῦ ἐπὶ τοῦ ἱπποδρόμου καὶ τοῦ βήλου, τοῦ Ἀτταλειάτου, έκδ. E. Tsolakis, Michaelis Attaliatae Historia, [CFHB 50], Αθήνα Μιχαὴλ Ψελλοῦ Χρονογραφία, έκδ. É. Renauld, Michel Psellos Chronographie ou Histoire d un - siè cle de Byzance ( ), τ. 1-2, Paris P. Gautier, Lettre au sultan Malik-shah redigée par Michel Psellos, REB 35 (1977) Chronique de Michel le Syrien Patriarche Jacobite d Antioche ( ), έκδ.-μετάφραση J.B. Chabot, τ. Α -Γ, Paris 1899, 1901, 1905 (ανατύπω- 9

11 ση Bruxelles 1963). Νικήτας Χωνιάτης Χρονικὴ διήγησις τοῦ Χωνιάτου κῦρ Νικήτα ἀρχομένη ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ λήγουσα μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, έκδ. J. L. van Dieten, Nicitae Choniatae Historia, Pars prior: Praefationem et textum continens. Pars altera: Indices continens, [CFHB 11/1], Berlin Νικηφόρος Βρυέννιος Νικηφόρος Βρυέννιος, Ὕλη Ἱστορίας, έκδ. P. Gautier, Nicephori Bryennii Historiarum libri quattuor, [CFHB 9], Bruxelles Notitia Urbis Notitia Dignitatum, accedunt Notitia Urbis Constantinopolitanae et Latercula Provinciarum, έκδ. O. Seeck, Frankfurt 1876, Περί Στρατηγίας Περὶ Στρατηγίας, έκδ. G. T. Dennis, Treatises, Smbat Sparapet Στρατηγικόν Μαυρικίου Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Θεοφύλακτος Αχρίδος Smbat Sparapet s chronicle, αγγλική μετάφραση του αρμενικού κειμένου της έκδ. S. Agĕlian, Venecia-San Lazzaro 1956 από το R. Bedrosian, Long Branch-New Jersey 2005 (στον Δ.Τ.: Μαυρικίου Στρατηγικόν, έκδ. G. T. Dennis, μετάφραση E. Gamillscheg, Das Strategikon des Maurikios, [CFHB 17], Wien Ἰωάννου Σκυλίτση Χρονογραφίας Συνέχεια (Ioannes Skylitzes Continuatus), έκδ. Ε. Τσολάκης, Ἡ Συνέχεια τῆς Χρονογραφίας τοῦ Ἰωάννου Σκυλίτση, [ΕΜΣ/ΙΜΧΑ 105], Θεσσαλονίκη Θεοφύλακτος Ἀχρίδος, Λόγος εἰς τὸν αὐτοκράτοραν κῦριν Ἀλέξιον τὸν Κομνηνὸν, έκδ. P. Gautier, Théophylacte d Achrida discours, traités, poésies, [CFHB 16/1], Θεσσαλονίκη 1980,

12 Β) ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Actes du XIIe Congrès Actes du XIIe Congrès International des Études Byzantines (Ochride Sept. 1961), εκδ. G. Ostrogorsky-J. Ferluga-F. Barisić, τ. 1-3, Beograd 1963 (τ. 1), 1964 (τ. 2-3). H. Ahrweiler, Smyrne H. Ahrweiler, L histoire et la géographie de la region de Smyrne entre les deux occupations torques ( ), particulièrement au XIII siècle, ΤΜ 1 (1965) Alexios Komnenos Alexios Komnenos. I. Papers of the Second Belfast International Colloquium April 1989, εκδ. M. Mullet-D. Smythe, Belfast M. Angold, Πολιτική ιστορία M. Angold, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204: μια πολιτική ιστορία, London 1984 (μετάφρ. Ε. Καργανιώτη, Αθήνα 1997). Anna Komnene and her Times Anna Komnene and her Times, εκδ. Th. Gouma- Peterson, New York-London H. Antoniadis-Bibicou, Michel VII Doukas H. Antoniadis-Bibicou, Une page d histoire diploet Robert Guiscard matique de Byzance au XIe siècle: Michel VII Doukas, Robert Guiscard et la pension des dignitaires, Byz ( ) H. Antoniadis-Bibicou, Relations H. Antoniadis-Bibicou, Un aspect des relations Byzantino-Turques en , στο Actes du XIIe Congrès, τ. 2, W. Barthold - C. J. Heywood, Kars W. Barthold - C. J. Heywood, Kars, Ε.Ι., τ. 4, H.-G. Beck, Βυζαντινή χιλιετία H.-G. Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, München 1978 (μετάφραση Δ. Κούρτοβικ, (ΜΙΕΤ), Αθήνα ). Kl. Belke, Paphlagonien und Honōrias Kl. Belke, Paphlagonien und Honōrias [TIB 9], Wien K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien, [TIB 7], Wien Kl. Belke - M. Restle, Galatien und Lykaonien Kl. Belke - M. Restle, Galatien und Lykaonien, [TIB 4], Wien C. E. Bosworth, Ghaznevid military organisation C. E. Bosworth, Ghaznevid military organisation, D.I. 36 (1961) C. E. Bosworth, History C. E. Bosworth, The political and dynastic history of the Iranian world (A.D ), στο Cambridge History of Iran, τ. 5 (The Saljuq and Mon- 11

13 gol Periods), εκδ. J. A. Boyle, Cambridge 1968, C. E. Bosworth, Malik-Shāh C. E. Bosworth, Malik-Shāh, Ε.Ι., τ. 6, C. E. Bosworth, Masud ibn Mahmud C. E. Bosworth, Masud ibn Mahmud, Ε.Ι., τ. 6, 780. C. E. Bosworth, Toghril (I) Beg C. E. Bosworth, Toghril (I) Beg, Ε.Ι., τ. 10, Ch. Brand, Turkish element Byzantine diplomacy Byzantium in the Year 1000 Ch. Brand, The Turkish Element in Byzantium, Eleventh-Twelfth Centuries, DOP 43 (1989) The Byzantine diplomacy. Papers from the twentyfourth spring symposium of Byzantine studies, Cambridge, March 1990, (SPBS. Publications 1), εκδ. J. Shepard-S. Franklin, (VR), Ipwich-Suffolk Byzantium in the Year 1000, εκδ. P. Magdalino, [MM/PEC, vol. 45], Leiden-Boston Cl. Cahen, Alp Arslan Cl. Cahen, Alp Arslan, E.I., τ. 1, Cl. Cahen, Artukids Cl. Cahen, Artukids, E.I., τ. 1, Cl. Cahen, Barkyārūk Cl. Cahen, Barkyārūk, E.I., τ. 1, Cl. Cahen, Bursuk Cl. Cahen, Bursuk, E.I., τ. 1, Cl. Cahen, Buwayhids Cl. Cahen, Buwayhids/Büyids, E.I., τ. 1, Cl. Cahen, Campagne Cl. Cahen, Diplomatie Cl. Cahen, Mantzikert Cl. Cahen, Première Pénétration Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey Cl. Cahen, Une campagne du Seldjukide Alp-Arslan en Géorgie, Bédi Kartlisa/Revue de Kartvélologie (1962) (= Cl. Cahen, Turcobyzantina, αρ. VII). Cl. Cahen, La diplomatie orientale de Byzance face à la poussée seldjukide, Byz. 35 (1965) (= Cl. Cahen, Turcobyzantina, αρ. ΙΙΙ). Cl. Cahen, La campagne de Mantzikert d après les sources musulmanes, Byz. 9 (1934) (= Cl. Cahen, Turcobyzantina, αρ. II, όπου περιλαμβάνεται το δεύτερο μέρος της μελέτης, ). Cl. Cahen, La première pénétration turque en Asie Mineure (seconde moitié du XIe siècle), Byz. 18 (1948) 5-67 (= Cl. Cahen, Turcobyzantina, αρ. Ι). Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey. A general survey of 12

14 the material and spiritual culture and history, c , London Cl. Cahen, Qutlumush Cl. Cahen, Tribus turques Cl. Cahen, Turcobyzantina Cambridge History of Iran Cl. Cahen, Qutlumush et ses fils avant l Asie Mineure, D.I. 39 (1964) (= Cl. Cahen, Turcobyzantina, αρ. V). Cl. Cahen, Les tribus turques d Asie Centrale pendant la periode seljukide, στο Wiener Zeitschrift für die Kunde des Morgenlandes 51 ( ) (= Turks in Islamic World, εκδ. C. E. Bosworth, αγγλική μετάφραση P. Simpson, αρ. XVI, σ ). Cl. Cahen, Turcobyzantina et Oriens Christianus, (VR), London The Cambridge History of Iran, εκδ. W. B. Fisher, τ. 1-7, Cambridge University Press M. Canard, Byzance et les musulmanes M. Canard, Byzance et les musulmanes du Proche Orient (VR), London M. Canard, Expansion M. Canard, L expansion arabo-islamic et ses répercussions, (VR), London M. Canard, Prise d Ani M. Canard, Le campagne arménienne du sultan salğuqide Alp Arslan et le prise d Ani en 1064, REA (n.s.) 2 (1965) (= M. Canard, Expansion, αρ. VI). M. Canard, Sources Arabes M. Canard, Les sources arabes de l histoire byzantine aux confines des Xe et XIe siècles, «Mélanges R. Janin», REB 19 (1961) (= M. Canard, Byzance et les musulmanes, αρ. XVII). M. Canard - H. Berbérian, Aristakès, Aristakès de Lastivert. Récit des malheurs de la nation arméniènne, γαλλική μετάφραση-εισαγωγήσχόλια M. Canard - H. Berbérian d après l édition et la traduct, russe de K. Yuzbashian, [BB 5], Bruxelles F. Chalandon, Essai F. Chalandon, Les Comnènes. Études sur l Empire byzantin au XIe et XIIe siecles. I: Essai sur le regne d Alexis 1er Comnène ( ), Paris F. Chalandon, Les Comnènes F. Chalandon, Les Comnènes. Études sur l Empire byzantin au XIe et XIIe siecles. II: Jean II Comnène ( ) et Manuel I Comnène ( ), Paris P. Charanis, Eleventh Century P. Charanis, The Byzantine Empire in the Eleventh 13

15 Century, στο K. M. Setton, Crusades, τ. 1, J.-Cl. Cheynet, Aristocracy J.-Cl. Cheynet, Basil J.-Cl. Cheynet, Conception militaire J.-Cl. Cheynet, Mantzikert J.-Cl. Cheynet, Politique militaire J.-Cl. Cheynet, Pouvoir J.-Cl. Cheynet, Résistance Στ. Χονδρίδου, Κωνσταντίνος Θ The Byzantine aristocracy and its military function, εκδ. J.-Cl. Cheynet, (VR), Aldershot J.-Cl. Cheynet, Basil II and Asia Minor, στο Byzantium in the Year 1000, (= J.-Cl. Cheynet, A- ristocracy, αρ. VIII). J.-Cl. Cheynet, La conception militaire de la frontière orientale (IX-XIII siècle), στο Eastern approaches, J.-Cl. Cheynet, Mantzikert: une désastre militaire?, Byz (1980) (= J.-Cl. Cheynet, Aristocracy, αρ. XIII). J.-Cl. Cheynet, La politique militaire Byzantine de Basile II à Alexis Comnène, ZRVI (1991) (= J.-Cl. Cheynet, Aristocracy X). J.-Cl. Cheynet, Pouvoir et contestations à Byzance ( ), [BS 9], Paris J.-Cl. Cheynet, La résistance aux Turques en Asie Mineure entre Mantzikert et la première croisade, Ευψυχία, τ. 1, (= J.-Cl. Cheynet, Aristocracy, αρ. XIV). Στ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ Μονομάχος και η εποχή του (ενδέκατος αιώνας μ.χ.), Αθήνα Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία, τ. Α , Αθήνα 1975, Β , Αθήνα 1981, Β , Αθήνα 1988, Γ , Αθήνα Constantinople and its Hinterland Constantinople and its Hinterland: Papers from the Twenty-seventh Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford April 1993, εκδ. C. Mango - G. Dagron, Aldershot A. E. Dostourian, Matthew of Edessa, Armenia and the Crusades, Tenth to Twelfth Centuries. The Chronicle of Matthew of Edessa, μετάφραση-σχόλια-εισαγωγή A. E. Dostourian, Lanham-New York-London Eastern Approaches Eastern Approaches to Byzantium. Papers from the Thirty-third Spring Symposium of Byzantine Studies, University of Warwick, Coventry, March 1999, εκδ. A. Eastmond, (SPBS. Publications 9), Arlington-Burlington USA-Singapore-Sydney 14

16 2001. Ευψυχία Ευψυχία. Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler, (Publications de la Sorvonne. Université de Paris I- Panthéon-Sorbonne. Série BS 16), τ. 1-2, Paris G. Fehérvári, Mihrāb G. Fehérvári, Mihrāb, Ε.Ι., τ. 7, σ W. Felix, Islamische Welt W. Felix, Byzanz und die Islamische Welt im früheren 11. Jahrhundert (Geschichte der Politischen Beziehungen von 1001 bis 1055), [BV 14], Wien Cl. Foss, Nicomedia Cl. Foss, Nicomedia and Constantinople, Constantinople and its Hinterland, P. Francopan, Nikephoros Melissenos P. Francopan, The Fall of Nicaea and the Towns of Western Asia Minor to the Turks in the Later 11th Century: The Curious Case of Nikephoros Melissenos, Byz. 76 (2006) P. Gautier, Bryennios P. Gautier, Nicéphore Bryennios Histoire, εισαγωγή-γαλλική μετάφραση-κείμενο-σημειώσεις P. Gautier, [CFHB], Bruxelles P. Gautier, Lettre au Malik-Shah P. Gautier, Lettre au sultan Malik-shah redigée par Michel Psellos, REB 35 (1977) P. Gautier, Théophylacte P. Gautier, Théophylacte d Achrida discours, traités, poésies, εισαγωγή-γαλλική μετάφραση-κείμενοσημειώσεις P. Gautier, [CFHB 16/1], Thessalonique Στ. Γεωργίου, Τιμητικοί τίτλοι Στ. Γεωργίου, Οι τιμητικοί τίτλοι επί Κομνηνών ( ), Θεσσαλονίκη 2005 (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή). Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ιδεολογία Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Paris 1975 (μετάφραση Τ. Δρακοπούλου, Αθήνα ). P. Golden, Turkic Peoples P. Golden, An introduction to the history of the Turkic Peoples. Ethnogenesis and State-Formation in Medieval and Early Modern Eurasia and the Middle East, Wiesbaden Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης Α. Γκουτζιουκώστας, Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνας). Τα κοσμικά δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας, ΚΒΕ, [ΒΚΜ 37], Θεσσαλονίκη

17 H. Grégoire, Nicéphore Bryennios H. Grégoire, Le cesar Nicéphore Bryennios. Les quatre livres des histoires, Byz. 23 (1953) Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Οργανωτικά μέτρα Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Οργανωτικά μέτρα του Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου. Το πρόβλημα του στρατού της Ιβηρίας, [ΕΒΕ 4], Θεσσαλονίκη Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή και πτώση Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή και πτώση του θεματικού θεσμού, Συμβολή στην εξέλιξη της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του Βυζαντίου από τον 10ο αι. κ.ε., Θεσσαλονίκη 1985 (Θεσσαλονίκη ). Guerre et Société Guerre et Société au Moyen Âge, Byzance- Occident (VIIIe-XIIIe siècle), εκδ. D. Barthélemy - J.-Cl. Cheynet, (College de France. Centre de recherche d histoire et civilisation de Byzance), Monographies 31, Paris R. Guilland, Études de titulature R. Guilland, Études de titulature et de prosopographie byzantines. Les chefs de la marine byzantine: drongaire de la flotte, grand dorngaire de la flotte, duc de la flotte, mégaduc, BZ 44 (1951) R. Guilland, Les logothètes R. Guilland, Les logothètes, REB 29 (1971) A. Guillou, Βυζαντινός Πολιτισμός A. Guillou, Ο Βυζαντινός πολιτισμός, Paris 1974 (μετάφραση P. Odorico - Σμ. Τσοχανταρίδου, Αθήνα ). J. Haldon, Approaches J. Haldon, Approaches to an Alternative Military History of the Period ca , στο Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα, J. Haldon, Logistique J. Haldon, La logistique de Mantzikert, στο Guerre et Société, J. Haldon, Palgrave Atlas J. Haldon, The Palgrave Atlas of Byzantine History, Houndmills/Basingstoke/Hampshire-New York J. Haldon, Πόλεμοι J. Haldon, Οι πόλεμοι του Βυζαντίου: μάχες και εκστρατείες της Βυζαντινής εποχής, London 2001 (μετάφραση Ν. Πρωτονοτάριος-επιμέλεια Μ. Μπλέτας, [ΣΣΜ], Αθήνα 2004). A. Hamdani, Relations A. Hamdani, Byzantine-Fatimid Relations before the Battle of Mantzikert, BS/ÉB 1.2 (1974) Fr. Hild - H. Hellenkemper, Kilikien Fr. Hild - H. Hellenkemper, Kilikien und Isaurien. und Isaurien Teil 1-2, [TIB 5], Wien

18 F. Hild - M. Restle, Kappadokien F. Hild - M. Restle, Kappadokien (Kappadokia, Charsianon, Sebasteia und Lykandos), [TIB 2], Wien C. Hillenbrand, Manzikert C. Hillenbrand, Turkish Myth and Muslim Symbol, The Battle of Manzikert, Edinburgh P. Hitti, History P. Hitti, History of the Arabs: from the earliest times to the present, London 1943 (New York ). E. Honigmann, Ostgrenze E. Honigmann, Die Ostgrenze des byzantinischen Reiches von 363 bis 1071 nach griechischen, arabischen, syrischen und armenischen Quellen, [A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes III], Bruxelles H. Hunger, Λογοτεχνία H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, München 1978 (μετάφραση Τ. Κόλιας - Κ. Συνέλλη - Γ. Χ. Μακρής - Ι. Βάσσης, τ. Α -Γ, Αθήνα 1992). H. Inalcik, Ottoman Empire H. Inalcik, The Ottoman Empire: Conquest, Organisation and Economy, (VR), London H. Inalcik, Methods H. Inalcik, Ottoman Methods of Conquest, S.I. 2 (1954) (= H. Inalcik, Ottoman Empire, αρ. Ι). İ. Kafesoglu, Seljuks İ. Kafesoglu, A History of the Seljuks. İ. Kafesoglu s Interpretation and the Resulting Controversy, εκδ.-αγγλική μετάφραση-εισαγωγή G. Leiser, Southern Illinois University Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Α ( ), Θεσσαλονίκη 1978 (ε ανατύπωση 1995) τ. Β ( ) Θεσσαλονίκη 1993 (ε ανατύπωση) τ. Γ 1 ( ), Θεσσαλονίκη Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. Α (4ος-7ος αι.), Αθήνα 1997 τ. Β (8ος- 10ος αι.), Αθήνα 2002 τ. Γ (11ος-12ος αι.), Αθήνα A. Kazhdan - A. Wharton Epstein, A. Kazhdan - A. Wharton Epstein, Αλλαγές στον Αλλαγές βυζαντινό πολιτισμό κατά τους 11ο και 12ο αι., Berkeley-Los Angeles-London 1985 (μετάφραση Α. Παππάς, μετάφραση παραρτήματος Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 1997 (ανατύπωση 2004)). A. Kazhdan - S. Franklin, Byzantine A. Kazhdan - S. Franklin, Studies on Byzantine Li- 17

19 Literature terature of the Eleventh and Twelfth Centuries, Paris H. Kennedy, Diplomacy H. Kennedy, Byzantine-Arab Diplomacy in the Near East from the Islamic Conquests to the Mid Eleventh Century, στο Byzantine diplomacy, (= H.Kennedy, Near East, αρ. IX). H. Kennedy, Near East H. Kennedy, The Byzantine and Early Islamic Near East, (VR), Aldershot Α. Κόλια-Δερμιτζάκη, Ιερός πόλεμος Α. Κόλια-Δερμιτζάκη, Ο Βυζαντινός «ιερός πόλεμος»: η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέμου στο Βυζάντιο, Αθήνα Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική Γ. Τ. Κόλιας, Ἡ έξωτερικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἀλεξίου Α Κομνηνοῦ ( ), Αθηνά 59 (1955) Μ. Κορδώσης, Δρόμος προς την Ανατολή Μ. Κορδώσης, Το Βυζάντιο και ο δρόμος προς την Ανατολή, Πρωτοβυζαντινή περίοδος ( μ.χ.), (ΒΙΜ 280), Αθήνα Στ. Κορδώσης, Τούρκοι Στ. Κορδώσης, Οι Τούρκοι ανάμεσα στην Κίνα και το Βυζάντιο ( μ.χ.). Ο ρόλος τους στην ευρασιατική πολιτική, διπλωματία και στρατηγική, Α- θήνα A. Külzer, Ostthrakien A. Külzer, Ostthrakien (Eurōpē), [TIB 12], Wien A. Laiou, Introduction A. Laiou, Introduction: Why Anna Komnene?, στο Anna Komnene and her Times, Α. Λαΐου, Κατάληψη Μικράς Ασίας Α. Λαΐου, Η κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Οθωμανούς, Ι.Ε.Ε., τ. Θ, A. K. S. Lambton, Isfahan A. K. S. Lambton, Isfahan, Ε.Ι., τ. 4, D. Lee - J. Shepard, Placing the Peri D. Lee - J. Shepard, A double life: Placing the Peri Presbeon Presbeon, Bsl. 52 (1991) G. Leiser, Δανισμέντ Μαλίκ Γαζί G. Leiser, Δανισμέντ Μαλίκ Γαζί, ΕΠΛΒΙΠ, τ. 6, 144. G. Leiser, Sulayman G. Leiser, Sulayman, Ε.Ι., τ. 9, P. Lemerle, Actes de Kutlumus P. Lemerle, Actes de Kutlumus, εισαγωγή-κείμενο P. Lemerle, [Archives de l Athos II], Paris Y. Lev, Fatimids and Byzantium Α Y. Lev, The Fatimids and Byzantium, 10th-12th Centuries, Graeco-Arabica 6 (1995) (= Ε Διεθνές 18

20 Συνέδριο ελληνο-ανατολικών και ελληνο-αφρικανικών σπουδών, Λευκωσία 30 Απριλίου-5 Μαΐου 1996, εκδ. V. Christides, τ. 6, Αθήνα 1995) Y. Lev, Fatimids and Byzantium Β Y. Lev, The Fatimids and Byzantium, 10th-12th Centuries, Graeco-Arabica 7-8 ( ) (= Proceedings of the Sixth International Congress of Graeco-Oriental and African Studies, Nicosia 30 April-5 May 1996, εκδ. V. Christides - Th. Papadopoulos) Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Γ. Λεβενιώτης, Η πολιτική κατάρρευση του Βυζαντίου στην Ανατολή: το ανατολικό σύνορο και η κεντρική Μικρά Ασία κατά το β ήμισυ του 11ου αιώνα, KBE, [ΒΚΜ 43 Α -Β ], Θεσσαλονίκη Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Γ. Λεβενιώτης, Το στασιαστικό κίνημα του Νορμανδού Ουρσέλιου (Ursel de Bailleul), στη Μικρά Ασία ( ), [ΕΒΕ 19], Θεσσαλονίκη Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη Γ. Λεβενιώτης, Η συνθήκη ειρήνης Ρωμανού Δ Διογένη-Alp Arslan μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (τέλη Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου 1071), Βυζαντιακά 27 (2008) Λεξικό H. G. Liddell - R. Scott H. G. Liddell - R. Scott, Μέγα λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, μεταφρασθὲν ἐκ τῆς ἀγγλικῆς εἰς τὴν ἐλληνικὴν ὑπὸ Ξ. Π. Μόσχου, διὰ πολλῶν δε βυζαντινῶν ἰδίως λέξεων καὶ φράσεων πλουτισθὲν ἐπιστασίᾳ Μ. Κωνσταντινίδου, τ. Α -Δ, Α- θήνα P. Magdalino, Αυτοκρατορία P. Magdalino, Η Αυτοκρατορία του Μανουήλ Α Κομνηνού , Cambridge University Press 1993 (μετάφραση Α. Κασδαγλή, Αθήνα, 2008). P. Magdalino, Hellenism P. Magdalino, Hellenism and Nationalism in Byzantium, στο Tradition and Transformation, (VR), αρ. XIV, P. Magdalino, Alexiad P. Magdalino, The Pen of the Aunt: Echoes of the Mid-Twelfth Century in the Alexiad, στο Anna Komnene and her Times, P. Magdalino, Tradition and Transformation P. Magdalino, Tradition and Transformation in Medieval Byzantium, (VR), Great Yarmouth, Norfolk E. Malamut, Alexis E. Malamut, Alexis 1er Comnène, Paris Δ. Μαμαγκάκης, Γυναικεία πορτραίτα Δ. Μαμαγκάκης, Γυναίκα και πολιτική δράση στο 19

21 Βυζάντιο: η μαρτυρία της Άννας Κομνηνής: τέσσερα γυναικεία πορτραίτα μέσα από την Αλεξιάδα, [Σειρά εκδόσεων Ινστιτούτου Σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας 5], Λευκωσία R. Mantran, Čā ūsh R. Mantran, Čā ūsh, Ε.Ι., τ. 2, 16. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη Μεγάλη Ελληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, διευθυντὴς τῆς συντάξεως Π. Δρανδάκης, τ. Α -ΚΔ, χ.τ. χ.χ. 2 I. Mélikoff, Dânishmendids I. Mélikoff, Dânishmendids, Ε.Ι., τ. 2, I. Mélikoff, Ghāzī I. Mélikoff, Ghāzī, Ε.Ι., τ. 2, S. Mešanović - V. Stepanenko - S. Mešanović - V. Stepanenko - J. Shepard, Βραχά- J. Shepard, Βραχάμιοι/Βραχαμίων οίκος μιοι/βραχαμίων οίκος, ΕΠΛΒΙΠ, τ. 5, D. A. Miller, Logothete of the Drome D. A. Miller, The logothete of the Drome in the Middle Byzantine Period, Byz. 36 (1966) V. Minorsky, Daylam V. Minorsky, Daylam, Ε.Ι., τ. 2, V. Minorsky - C. E. Bosworth, Rayy V. Minorsky - C. E. Bosworth, Rayy, Ε.Ι., τ. 8, V. Minorsky - C. E. Bosworth, Tiflis V. Minorsky - C. E. Bosworth, Tiflis, E.I., τ. 10, M. Miotto, Ανταγωνισμός M. Miotto, Ο ανταγωνισμός Βυζαντίου και Χαλιφάτου των Φατιμιδών στην Εγγύς Ανατολή και η δράση των ιταλικών πόλεων στην περιοχή κατά τον 10ο και τον 11ο αι., ΚΒΕ, [ΒΚΜ 48], Θεσσαλονίκη Χ. Μυλωνόπουλος, Τσαχάς Χ. Μυλωνόπουλος, Ο εμίρης Τσαχάς. Ο Σελτζούκος πειρατής που ονειρεύθηκε τον θρόνο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στο Ιστορία Εικονογραφημένη, τ. 57 (Μάρτιος 1973) D. Nastase, Débuts D. Nastase, Les débuts de la communité oecuménique de Mont Athos, Σύμμεικτα 6 (1985) Novum Millennium Novum Millennium. Studies on Byzantine history and culture dedicated to Paul Speck, εκδ. Cl. Sode - S. Takács, Aldershot D. Obolensky, Principles D. Obolensky, The Principles and Methods of Byzantine Diplomacy στο Actes du XIIe Congrès, τ. 1,

22 N. Oikonomides, Listes N. Oikonomides, Les listes de préséance byzantines des IX et X siècles, εισαγωγή-κείμενο-μετάφρασησχόλια N. Oikonomides, (Éditions du centre nationnal de la recherche scientifique), Paris Α. Α. Παπαδόπουλος, Αμάσεια Α. Α. Παπαδόπουλος, Αμάσεια, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 4, Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική Χρ. Παπασωτηρίου, Βυζαντινή υψηλή στρατηγική: 6ος-11ος αιώνας, Αθήνα Ι. Πολέμης, Ατταλειάτης Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια Ι. Πολέμης, [Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 8], Αθήνα D. Polemis, Chronology D. Polemis, Notes on Eleventh Century Chronology ( ), BZ 58 (1965) D. Polemis, Doukai D. Polemis, The Doukai, A Contribution to Byzantine Prosopography, London Polychronion Proceedings of the XIIIth Congress Polychronion-Festschrift F. Dolger zum 75. Geburtstag, εκδ. P. Wirth, Heidelberg Proceedings of the XIIIth International Congress of Byzantine Studies, Oxford 5-10 September 1966, εκδ. J. M. Hussey - D. Obolensky - St. Runciman, London-New York-Toronto W. M. Ramsay, Geography W. M. Ramsay, The Historical Geography of Asia Minor, London 1890 (Amsterdam 1962). D. R. Reinsch - A. Kambylis, Alexias D. R. Reinsch - A. Kambylis, Annae Comnenae A- lexias, Pars prior: Prolegomena et Textus, Pars altera: Indices, [CFHB 40], Berlin É. Renauld, Michel Psellos É. Renauld, Michel Psellos Chronographie ou Histoire d un siècle de Byzance ( ), κείμενογαλλική μετάφραση É. Renauld, τ. 1-2, Paris D. S. Richards, Annals The annals of the Saljuq Turks, Selections from alkāmil fīl-ta rikh of Izz al-dīn Ibn al-athīr, μετάφραση και σχόλια D. S. Richards, London- Routledge St. Runciman, Crusades St. Runciman, A History of the Crusades, τ. 1-2, Cambridge (ανατύπωση Harmondsworth 1978). St. Runciman, First Crusade St. Runciman, The First Crusade: Constantinople to Antioch, στο K. M. Setton, Crusades, τ. 1,

23 Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Abu l-qāsim Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Abu l-qāsim, ΕΠΛΒΙΠ, τ. Β, A. G. C. Savvides, Kilij Arslan I A. G. C. Savvides, Kilij Arslan I of Rûm, Byzantines, Crusaders and Danishmendids A.D , Βυζαντινά 21 (2000) Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Μελετήματα Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Βυζαντινοτουρκικά μελετήματα, Ανατύπωση άρθρων , Αθήνα A. G. C. Savvides, Rapsomates, Concerted A. G. C. Savvides, Can we refer to a concerted a- action ction among Rapsomates, Caryces and the emir Tzachas between A.D and 1093? Byz. 70 (2000) Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Το Βυζάντιο και οι Σελτζούκοι Τούρκοι τον 11ο αι., Αθήνα 1980 (β έκδοση Αθήνα 1988). Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο, Α : Προ-οθωμανικά φύλα στην Ασία και στα Βαλκάνια, Αθήνα Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τουρκόφωνοι μισθοφόροι Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Ἐκχριστιανισμένοι τουρκόφωνοι μισθοφόροι στὰ βυζαντινὰ καὶ στὰ λατινικὰ στρατεύματα τῆς Ἀνατολῆς, Πρακτικά Ι Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1989, (= Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Μελετήματα, αρ. XVI). Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Ο Σελτζούκος εμίρης της Σμύρνης Τζαχάς (Çaka) και οι επιδρομές του στα μικρασιατικά παράλια, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και την Κωνσταντινούπολη, c c. 1106, στο Χιακά Χρονικά 14 (1982) 9-24 (α μέρος), Χιακά Χρονικά 16 (1984) (β μέρος) (= Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Μελετήματα, αρ. IV-V). K. M. Setton, Crusades A History of the Crusades, επιμ. έκδ. K. M. Setton τ. 1: The First Hundred Years, εκδ. M. W. Baldwin, Philadelphia 1958 τ. 2: The Later Crusades, εκδ. R. L. Wolff-H. W. Hazard, Philadelphia J. Shepard, Byzantine diplomacy J. Shepard, Byzantine diplomacy, : means and ends, στο Byzantine diplomacy, J. Shepard, Information J. Shepard, Information, disinformation and delay in Byzantine diplomacy, BF 10 (1985) J. Shepard, Father or scorpion J. Shepard, «Father» or «Scorpion»? Style and Substance in Alexios s Diplomacy, στο Alexios Komnenos,

24 J. Shepard, Scylitzes on Armenia J. Shepard, Scylitzes on Armenia in the 1040 s and the role of Catakalon Cecaumenos, REA (n.s.) 11 ( ) Α. Σιδέρη, Αλεξιάς Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, μετάφραση Α. Σιδέρη, τ. Α -Β, Αθήνα B. Skoulatos, Personnages B. Skoulatos, Les personages byzantins de l Alexiade, Analyse prosopographique et synthèse, [UL/RTHP. 6e série, Fascicule 20], Louvain D. Sourdel - C. E. Bosworth, Ghulām D. Sourdel - C. E. Bosworth, Ghulām, E.I., τ. 2, D. Sourdel - C. E. Bosworth- A. K. S. D. Sourdel - C. E. Bosworth- A. K. S. Lambton, Lambton, Hādjib Hādjib, E.I., τ. 3, P. Soustal, Thrakien P. Soustal, Thrakien (Thrakē, Rodopē Haimimontos), [TIB 6], Wien B. Spuler, Ghaznawids B. Spuler, Ghaznawids, E.I., τ. 2, F. Sümer, Turks in Eastern Asia Minor F. Sümer, The Turks in Eastern Asia Minor in the Eleventh Century, στο Proceedings of the XIIIth Congress, Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα Η αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα ( ), επιμ. Β. Βλυσίδου, (ΕΙΕ-ΙΒΕ, Διεθνή Συμπόσια 11, Κέντρο για τη μελέτη του ελληνισμού «Σπύρος Βασίλειος Βρυώνης»), Αθήνα Δ. Τσουγκαράκης, Νικηφόρος Βρυέννιος Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, μετάφρασησχόλια Δ. Τσουκλίδου, εισαγωγή Δ. Τσουγκαράκης, [Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 6], Αθήνα Turks in Islamic World The Turks in the Early Islamic World, εκδ. C. E. Bosworth, (The Formation of the Classical Islamic World, γεν. εκδ. L. I. Conrad. τ. 9), Aldershot Z. Udaltsova - G. Litavrin - Z. Udaltsova - G. Litavrin - I. Medvedev, Βυζαντι- I. Medvedev, Διπλωματία νή διπλωματία, μετάφραση Π. Ματέρη - Δ. Πατέλης, Αθήνα Κ. Βαρζός, Γενεαλογία Κ. Βαρζός, Ἡ γενεαλογία τῶν Κομνηνῶν, ΚΒΕ, ΒΚΜ 20 Α -Β, Θεσσαλονίκη E. de Vries-van der Velden, Mantzikert E. de Vries-van der Velden, Psellos, Romain IV Diogènes et Mantzikert, Bsl (1997)

25 Sp. Vryonis, Captivity Sp. Vryonis, Crisis Sp. Vryonis, Internal History Sp. Vryonis, Mantzikert Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Sp. Vryonis, Personal History Sp. Vryonis, Social basis Βυζαντινή Μικρά Ασία Sp. Vryonis, The Greek and Arabic Sources on the Eight-day Captivity of the Emperor Romanus IV in the Camp of the Sultan Alp Arslan after the Battle of Mantzikert, στο Novum Millennium, Sp. Vryonis, The Eleventh Century: was there a Crisis in the Empire? The Decline of Quality and Quantity in the Byzantine armed Forces, στο Το Βυζάντιο τον 11ο αι., Sp. Vryonis, Byzantium: its Internal History and Relations with the Muslim World. Collected Studies, (VR), London Sp. Vryonis, The Greek and Arabic sources on the battle of Mantzikert (1071 A.D.), στο Byzantine studies. Essays on the Slavic world and the eleventh century, εκδ. Sp. Vryonis, New Rochelle-New York 1992, Σπ. Βρυώνης, H παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος-15ος αι.), Berkeley-Los Angeles-London 1971 (μετάφραση Κ. Γαλαταριώτου, Αθήνα 2008). Sp. Vryonis, A Personal History of the History of the Battle of Mantzikert, στο Βυζαντινή Μικρά Α- σία, Sp. Vryonis, Byzantium: The Social Basis of Decline in the Eleventh Century, GRBS 2.2 (1959) (= Sp. Vryonis, Internal History, αρ. ΙΙ). Η βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αι.), επιμ. Στ. Λαμπάκης, (ΕΙΕ-ΙΒΕ. Διεθνή Συμπόσια 6), Αθήνα A. J. Wensinck, Khutba A. J. Wensinck, Khutba, E.I., τ. 5, Ε. Ζαχαριάδου, Εξάπλωση Τούρκων Ε. Ζαχαριάδου, Η εξάπλωση των Τούρκων στον ελληνικό χώρο, Ι.Ε.Ε., τ. Θ,

26 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α) Εξελίξεις στο εσωτερικό της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη διάρκεια του 11 ου αιώνα. Στην εποχή των διαδόχων του αυτοκράτορα Βασιλείου Β ( ) 1, η βυζαντινή αυτοκρατορία γνώρισε ένα πλήθος αλλαγών σε πολιτικό, διοικητικό, στρατιωτικό, κοινωνικό, οικονομικό, αλλά και ε- θνολογικό επίπεδο, οι οποίες αποδείχτηκαν καθοριστικής σημασίας για το μέλλον του κράτους. Οι αλλαγές αυτές, ωστόσο, δεν έκαναν απότομα την εμφάνισή τους από το δεύτερο τέταρτο του 11 ου αιώνα, αλλά παρουσιάστηκαν ως εξέλιξη τάσεων, που είχαν εμφανιστεί ήδη πολύ νωρίτερα. Η βυζαντινή αντεπίθεση στην Ανατολή εναντίον των Αράβων που κορυφώθηκε στο δεύτερο μισό του 10 ου αιώνα έφερε στην αυτοκρατορία νέα εδάφη. Την ίδια εποχή, όμως, στα μικρασιατικά εδάφη του κράτους εδραιώθηκε μια επαρχιακή στρατιωτική αριστοκρατία. Οι ισχυρότερες οικογένειες αυτής της αριστοκρατίας αφ ενός συγκέντρωσαν πλούτο λόγω των αχανών αγροτικών εκτάσεών τους (που εν μέρει βρίσκονταν στα νεοκατακτημένα εδάφη) και αφ ετέρου απέκτησαν δύναμη, καθώς παρείχαν την ηγεσία των στρατευμάτων της αυτοκρατορίας. Αυτά ήταν περισσότερο δεμένα με τους διοικητές τους, παρά με τη μακρινή κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης. Κατά συνέπεια, οι μεγάλοι αριστοκρατικοί οίκοι της Μικράς Ασίας άρχισαν να αποτελούν έναν πόλο πολιτικής ισχύος και να ανταγωνίζονται την άρχουσα τάξη της πρωτεύουσας. Γι αυτό οι αυτοκράτορες του 10 ου αιώνα προσπάθησαν να περιορίσουν τη δύναμη των οίκων αυτών. Ιδιαίτερα ο Βασίλειος Β, η εξουσία του οποίου απειλήθηκε σοβαρά από τις φιλοδοξίες ισχυρών στρατηγών του, θέσπισε αυστηρούς νόμους, με σκοπό να συρρικνώσει τα κτήματα των μεγαλογαιοκτημόνων. Έτσι, μέχρι τον θάνατο του Βασιλείου Β και μετά από πολλούς αγώνες, οι παλαιές πανίσχυρες αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, όπως εκείνες των Φωκάδων, των Σκληρών και των Μαλεΐνων, παρήκμασαν και αντικαταστάθηκαν από άλλες, όπως εκείνες των Αργυρών, των Δουκών, των Βοτανειατών, των Κομνηνών και άλλων, που στις επόμενες δεκαετίες θα πρωταγωνιστούσαν στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας 2. Την ίδια εποχή, έλαβαν χώρα μεγάλες αλλαγές στα βυζαντινά στρατεύματα. Καθώς η αυτοκρατορία υιοθετούσε μια πιο επιθετική πολιτική σε σύγκριση με το παρελθόν, παρουσιάστηκε η ανάγκη για μόνιμους επαγγελματίες μισθοφόρους (συχνά ξένους), οι οποίοι ήταν περισσότερο αποτελεσματικοί στη μάχη, αλλά ακριβότεροι σε σχέση με τους επιστρατευμένους, αν και φθηνότερους, στρατιώτες των θεμάτων. Οι τελευταίοι διέθεταν χαμηλότερη μαχητική αξία και επιπλέον δεν ήταν συνεχώς διαθέσιμοι, ενώ ακόμη και οι μόνιμοι στρατιώτες, που αποτελούσαν τον πυρήνα των θεματικών στρατιών, ήταν πολύ λί- 1 Για τη βασιλεία του Βασιλείου Β, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική , 254, για τη συμμετοχή των αριστοκρατικών στρατιωτικών οικογενειών στην εξουσία τον 10 ο αιώνα αυτόθι J.-Cl. Cheynet, Basil 6-8, 17-24, 33. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 663. Επιπλέον, για την ανέλιξη των αριστοκρατικών στρατιωτικών οικογενειών στη διάρκεια του 9 ου και του 10 ου αιώνα, βλ. Β. Βλυσίδου, Αριστοκρατικές οικογένειες και εξουσία (9 ος -10 ος αι.): Έρευνες πάνω στα διαδοχικά στάδια αντιμετώπισης της αρμενο-παφλαγονικής και της καππαδοκικής αριστοκρατίας, Θεσσαλονίκη

27 γοι για να μπορέσουν να στηρίξουν μια μακροπρόθεσμη επεκτατική πολιτική. Αντιθέτως, οι μισθοφόροι, αν και πιο ολιγάριθμοι εξαιτίας του μεγαλύτερου κόστους τους, διέθεταν ανώτερη μαχητική αξία, μπορούσαν να είναι διαθέσιμοι για μακρινές και μεγάλης διάρκειας εκστρατείες, μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη εξειδίκευση στα όπλα (όπως ως τοξότες, ελαφρύ ή βαρύ ιππικό κ.ά.) και επιπλέον, ήταν πιστοί στην κεντρική κυβέρνηση, εφόσον βέβαια πληρώνονταν τακτικά τους μισθούς τους. Μ αυτόν τον τρόπο, η κεντρική εξουσία είχε καλύτερο έλεγχο στα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Μάλιστα, σύμφωνα με τον J. Haldon, οι ξένοι μισθοφόροι μπορούσαν συχνά να φανούν πιο αφοσιωμένοι στην κυβέρνηση από ότι οι ντόπιοι στρατιώτες των θεμάτων. Έτσι, ήδη από την εποχή των προκατόχων του Βασιλείου Β, στο βυζαντινό στράτευμα υπήρχαν αρκετές μονάδες ξένων μισθοφόρων, Ρώσων, Αράβων και Αρμενίων. Ο ίδιος ο Βασίλειος Β, που, όπως φάνηκε παραπάνω, επιδίωξε συνειδητά να ενδυναμώσει την κεντρική εξουσία, υιοθέτησε και μάλιστα διεύρυνε σημαντικά την πολιτική των προκατόχων του στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αναγνωρίζοντας ότι τα θεματικά στρατεύματα της Μικράς Ασίας δεν μπορούσαν πλέον να διεξαγάγουν εκστρατεία χωρίς ενίσχυση από μισθοφορικά σώματα, μείωσε τη σημασία τους προς όφελος των ξένων μισθοφόρων. Έτσι, μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα, τα ανατολικά στρατεύματα της αυτοκρατορίας αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από μισθοφόρους, αρκετοί από τους ο- ποίους ήταν ξένοι: Αρμένιοι, Ρώσοι (που σχημάτιζαν και την αυτοκρατορική φρουρά των Βαράγγων) και Βούλγαροι, ενώ επιπλέον, υπήρχαν και σώματα δυτικού ιππικού και Πετσενέγων 3. Παρά την προσαρμογή αυτή του βυζαντινού στρατού στις ανάγκες μιας πιο επιθετικής πολιτικής, ό- μως, φαίνεται ότι μέχρι την έναρξη της βασιλείας του Βασιλείου Β η αυτοκρατορία είχε ήδη φτάσει στα μέγιστα δυνατά όριά της στην Ανατολή. Τα στρατεύματα του Νικηφόρου Β Φωκά ( ) και ακολούθως του Ιωάννη Α Τζιμισκή ( ), χάρη στις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της εποχής, αλλά και χάρη στις στρατιωτικές ικανότητες των συγκεκριμένων αυτοκρατόρων, συνέτριβαν τις α- ραβικές στρατιές στο πεδίο της μάχης και επιπλέον κατακτούσαν αραβικές πόλεις: το 965 παραδόθηκαν η Ταρσός και η Μοψουεστία 4, το 969 παραδόθηκε η Αντιόχεια, λίγο αργότερα το Χαλέπι έγινε φόρου υποτελές και το 975 τα αυτοκρατορικά στρατεύματα έφτασαν ως την ενδοχώρα της Συρίας και της Παλαιστίνης. Ωστόσο, όταν ανέβηκε ο Βασίλειος Β στον θρόνο, κατά την άποψη του J.-Cl. Cheynet, θεώρησε πως τα βυζαντινά σύνορα στη Μέση Ανατολή είχαν ήδη φτάσει στα μέγιστα όριά τους. Επιπλέον, ο ίδιος αυτοκράτορας επιθυμούσε, όπως προαναφέθηκε, να μειώσει τη δύναμη των ισχυρών στρατιωτικών οικογενειών της Μικράς Ασίας, οι οποίες ευνοούνταν οικονομικά από τους επεκτατικούς πολέμους, στη Μέση Ανατολή. Γι αυτό, ο Βασίλειος Β προτίμησε να στραφεί στην υποταγή των Βουλγάρων στα Βαλκάνια, ώστε να ενισχύσει την ασφάλεια των δυτικών περιοχών της αυτοκρατορίας, αλλά και της ί- 3 J.-Cl. Cheynet, Politique militaire Του ιδίου, Basil J. Haldon, Approaches Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Η Ταρσός ήταν η παλαιά πρωτεύουσα της Κιλικίας. Για την ιστορία της, βλ. Fr. Hild - H. Hellenkemper, Kilikien und Isaurien Η Μοψουστία βρισκόταν 26 χλμ. ανατολικά των Αδάνων, στη δυτική όχθη του ποταμού Πύραμου, στη σημερινή τοποθεσία Havraniye. Πρόκειται για το σημερινό Yakapınar. Για την ιστορία της, βλ. Fr. Hild - H. Hellenkemper, Kilikien und Isaurien

28 διας της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, κύρια πολιτική του στην Ανατολή ήταν η ενίσχυση της άμυνας των νεοκατακτημένων συνοριακών περιοχών 5. Η άμυνα της αυτοκρατορίας στην Ανατολή βασιζόταν πλέον σε ένα σύστημα διαφορετικό από το παλαιό θεματικό, το οποίο βρισκόταν πια σε παρακμή. Η επεκτατική πολιτική προκάλεσε τον σχηματισμό νέων στρατιωτικών περιφερειών στα σύνορα, με διαφορετικούς διοικητές, οι οποίες είχαν μικρή έ- κταση, επικεντρώνονταν συνήθως γύρω από συγκεκριμένα φρούρια και προστατεύονταν από ξένους μισθοφόρους. Ταυτόχρονα, τα θέματα της κεντρικής και δυτικής Μικράς Ασίας παραμελήθηκαν και παρήκμασαν στρατιωτικά, ενώ τα στρατεύματά τους μειώθηκαν αριθμητικά και έχασαν την παλαιότερη μαχητική αξία τους. Η ύπαρξη των καινούριων διοικητικών περιφερειών της Ανατολής εξυπηρετούσε στην προστασία των εσώτερων περιοχών της αυτοκρατορίας. Καθώς όμως οι διοικητές των περιφερειών αυτών διέθεταν μικρές δυνάμεις, ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν μόνο τοπικές επιθέσεις περιορισμένης έκτασης, ενώ η αντιμετώπιση των μεγαλύτερης κλίμακας εχθρικών διεισδύσεων έπεφτε στην ευθύνη του ίδιου του αυτοκράτορα, που έπρεπε να συγκεντρώσει τις απαραίτητες δυνάμεις και να εκστρατεύσει. Ακόμη, οι νέες διοικήσεις παρουσίαζαν μικρότερη συγκεντρωτικότητα από ότι τα θέματα, ως προς την οργάνωσή τους και επιπλέον, η αντίδρασή τους σε εχθρικές επιθέσεις ήταν αρκετά βραδεία, εξαιτίας του δυσκίνητου των στρατευμάτων τους. Κατά συνέπεια, η αυτοκρατορία στερήθηκε την παλαιότερη εις βάθος άμυνα που προσέφερε το θεματικό σύστημα εφόσον ένας εχθρός μπορούσε να διασπάσει τη συνοριακή γραμμή, ήταν ελεύθερος να προωθηθεί δυτικά σχετικά ανεμπόδιστος. Παρόλα αυτά, το καινούριο σύστημα φαίνεται πως αρχικά λειτούργησε με επιτυχία, αφού υποστηριζόταν από την ύπαρξη κάποιων υποτελών κρατών γύρω από τα βυζαντινά σύνορα και συνδυαζόταν με μια επιτυχημένη διπλωματία 6. Έτσι, στον νότιο τομέα του ανατολικού συνόρου, η αυτοκρατορία φρόντισε να έχει τη συμμαχία και υποταγή του εμιράτου του Χαλεπίου και εκείνου του Diyar Bakr, που λειτουργούσαν ως προστατευτική ζώνη ανάμεσα στο Βυζάντιο και στους μουσουλμάνους αντιπάλους του, κυρίως τους Φατιμίδες της Αιγύπτου και τους Βεδουίνους νομάδες στη Συρία. Ταυτόχρονα, ο Βασίλειος Β φρόντισε να διατηρεί συνεχώς διπλωματικές σχέσεις με τα δύο μεγάλα χαλιφάτα, των Αββασιδών και των Φατιμιδών 7. Διαφορετικά εξελίχτηκαν τα πράγματα στο βορειοανατολικό σύνορο, στον Καύκασο. Εκεί, ο Βασίλειος Β δεν αρκέστηκε στην εξασφάλιση της υποτέλειας των ντόπιων Αρμενίων και Ιβήρων ηγεμόνων, αλλά επενέβη στρατιωτικά και προσάρτησε ολόκληρες περιοχές ο ηγεμόνας του ιβηρικού κρατιδίου Taō, Γεώργιος Δαβίδ, μετά τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο κίνημα του Βάρδα Φωκά είχε υποχρεωθεί να κληροδοτήσει το κράτος του στον Βασίλειο Β μετά τον θάνατο του. Πράγματι, το έτος 1000, ο 5 J.-Cl. Cheynet, Politique militaire 63. Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική για τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις αυτής της εποχής και για τη βυζαντινή επέκταση στην Ανατολή αυτόθι J.-Cl. Cheynet, Basil 1, 24-25, J.-Cl. Cheynet, Conception militaire 63. Του ιδίου, Basil 32-33, 35. J. Haldon, Approaches Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση για τις διοικητικές αλλαγές στα θέματα αυτόθι , Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική J.-Cl. Cheynet, Basil 25-27, J. Haldon, Approaches

29 Βασίλειος Β έσπευσε μετά τον θάνατο του Γεωργίου Δαβίδ να προσαρτήσει το Taō. Ίδιοι όροι επιβλήθηκαν το 1022 στον επαναστατημένο ηγεμόνα της Αρμενίας Yovanēs Smbat και στον ηγεμόνα της Αβασγίας και της Ιβηρίας Γεώργιο Α ( ). Τέλος, ο ηγεμόνας του Βασπουρακάν Senek erim- Yovanēs μπροστά στις καταστροφές που είχε υποστεί η επικράτειά του, γύρω στο 1016/8, από τις επιδρομές του νέου εχθρού, των Τούρκων, παρέδωσε στον Βασίλειο Β το βασίλειό του για προστασία, ε- νώ ο ίδιος με την οικογένειά του και σημαντικό τμήμα του πληθυσμού του Βασπουρακάν κατέφυγε στα αυτοκρατορικά εδάφη και έλαβε ως αντάλλαγμα κτήματα στις περιοχές του Ευφράτη, της Τεφρικής και της Σεβάστειας, καθώς και τη διοίκηση του θέματος Καππαδοκίας. Η ενέργεια αυτή του Βασιλείου Β που θα αποτελούσε υπόδειγμα για τους διαδόχους του προκάλεσε την κριτική πολλών νεότερων ερευνητών, καθώς αποδυνάμωσε τις τοπικές δομές εξουσίας του Καυκάσου, που για αιώνες είχαν χρησιμεύσει ως προστατευτική ζώνη απέναντι στις μουσουλμανικές επιθέσεις και μ αυτόν τον τρόπο εξέθεσε τα βυζαντινά σύνορα. Ωστόσο, κατά τον J.-Cl. Cheynet, πέρα από το γεγονός ότι τα κρατίδια αυτά δεν αποδεικνύονταν πάντοτε αρκετά για να συγκρατήσουν τις εχθρικές εισβολές, η επέμβαση του αυτοκράτορα στον Καύκασο δεν οφειλόταν σε συνειδητή επεκτατική πολιτική, αλλά στην εξουδετέρωση των τοπικών ηγεμόνων, που είτε είχαν δεσμούς με τους Φωκάδες, είτε είχαν συμμετάσχει ενεργά στο κίνημα του Βάρδα Σκληρού υπέρ του τελευταίου. Έτσι, η υποταγή τους στην κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης θα εξασφάλιζε την ειρήνη στο ανατολικό σύνορο 8. Σε κάθε περίπτωση, η προσάρτηση των αρμενικών και ιβηρικών περιοχών στην αυτοκρατορία συνεπαγόταν την ένταξη πολυάριθμων αλλοεθνών, αλλόγλωσσων και συχνά αλλόδοξων πληθυσμών (καθώς αρκετοί Αρμένιοι δεν ήταν ορθόδοξοι) στη βυζαντινή επικράτεια. Αυτό οφειλόταν στο ότι μαζί με τους ηγέτες τους που εγκαθίσταντο στο μικρασιατικό έδαφος μετανάστευαν και πολλά μέλη της ελίτ, καθώς και υπήκοοί τους μαζί με τις οικογένειές τους. Μ αυτόν τον τρόπο, ο Βασίλειος Β δημιούργησε, σύμφωνα με τον M. Angold, σημαντικές μειονότητες όχι μόνο στα βυζαντινά σύνορα, αλλά και στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, υποσκάπτοντας την παλαιότερη ομοιογένειά της. Επιπλέον, η εύνοια του Βασιλείου Β τόσο απέναντι στην αρμενική όσο και απέναντι στη συριακή Εκκλησία προκάλεσε αντιδράσεις από τους ορθόδοξους πληθυσμούς. Αντίθετη άποψη υποστήριξε ο J.-Cl. Cheynet, που θεώρησε ότι η μετακίνηση αυτή των Αρμενίων στα δυτικά (κυρίως στην Καππαδοκία, την Κιλικία και τη βόρεια Συρία) δεν πρέπει να ανέτρεψε τη δημογραφική εικόνα από δογματική άποψη, καθώς ένα μέρος τους ήταν ορθόδοξοι, ενώ πολλά από τα μέλη της αρμενικής ελίτ αποδείχτηκε πως θα υπηρετούσαν πιστά την αυτοκρατορία στα επόμενα χρόνια. Οι Ίβηρες επίσης δεν προκάλεσαν αλλοίωση από θρησκευτική σκοπιά, αφού ήταν ορθόδοξοι. Όσον αφορά την ίδια την πολιτική της εγκατάστασης αλλόδοξων Αρμενίων στα βυζαντινά εδάφη, αυτή φαίνεται ότι βρισκόταν ήδη σε εφαρμογή από την εποχή του Νικηφόρου Β Φωκά. Ανάμεσα στους εποίκους, οι ορθόδοξοι των ανώτερων στρωμάτων επιλέγονταν συχνά από τον 8 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β , για τις επεμβάσεις του Βασιλείου Β στην Ιβηρία και την Αρμενία. Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική 272. J.-Cl. Cheynet, Basil 27-30, Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 74-75,

30 αυτοκράτορα και για τη διοίκηση των νεοαποκτημένων περιοχών. Μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, ο Βασίλειος Β ανέθεσε τη διοίκηση του (αποδυναμωμένου στρατιωτικά) θέματος της Καππαδοκίας στον Senek erim-yovanēs, πρώην ηγεμόνα του Βασπουρακάν, κίνηση που επιπλέον ίσως να στόχευε στον χλευασμό της τοπικής αριστοκρατίας, η οποία συνδεόταν ως τότε με τους Φωκάδες 9. Κατά συνέπεια, όλες οι ενέργειες του Βασιλείου Β αποσκοπούσαν στην αύξηση της δύναμης του αυτοκράτορα και στη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του, με αποτέλεσμα η τελευταία να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και τις ικανότητές του. Στην εξωτερική πολιτική, δεν επιδίωξε να συνεχίσει την επέκταση της αυτοκρατορίας, αλλά να ενισχύσει τις βυζαντινές συνοριακές άμυνες, ενώ, στο εσωτερικό, κύριο μέλημά του ήταν η εξασφάλιση της παραμονής της οικογένειάς του στον θρόνο και η αποδυνάμωση των ισχυρών αριστοκρατικών οικογενειών, που θα μπορούσαν να απειλήσουν την κεντρική εξουσία. Ωστόσο, ο Βασίλειος Β δεν φρόντισε να διαιωνίσει την οικογένεια αυτή ο ίδιος δεν παντρεύτηκε, ούτε πάντρεψε τις ανιψιές του, οι οποίες μετά τον θάνατό του ήταν μεγάλης ηλικίας και δεν μπορούσαν πια να τεκνοποιήσουν. Έτσι, όπως υποστήριξε ο J.-Cl. Cheynet, «τελικά, ήταν ο αγώνας για την εδραίωση μιας νέας δυναστείας, καθώς έλειπε οποιαδήποτε κυρίαρχη αριστοκρατική ομάδα μετά την καθυπόταξη των Φωκάδων από τον Βασίλειο, που, μαζί με τις ξένες εισβολές, έθεσε την κατάσταση εκτός ελέγχου» 10. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β και τη σύντομη βασιλεία του αδελφού του, Κωνσταντίνου Η ( ) 11, ο θρόνος πέρασε στη θυγατέρα του τελευταίου, Ζωή, ο γάμος με την οποία συνδεόταν ά- μεσα με την άνοδο στην εξουσία. Η αυτοκράτειρα παντρεύτηκε όχι λιγότερες από τρεις φορές, ανεβάζοντας στον θρόνο μια σειρά αδύναμων ηγεμόνων. Η άνοδος των ηγεμόνων αυτών, σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, συνδέεται με τις εσωτερικές έριδες του Βυζαντίου, που, σ αυτήν την εποχή, εκδηλώθηκαν με μεγάλη ένταση. Πρώτος ο Σπ. Βρυώνης υποστήριξε ότι η εσωτερική αστάθεια που γνώρισε το Βυζάντιο, στον 11 ο αιώνα, οφειλόταν στη σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στις ισχυρότερες ομάδες της αυτοκρατορίας, τους εκπροσώπους της πολιτικής γραφειοκρατίας της πρωτεύουσας και τους στρατιωτικούς μεγαλογαιοκτήμονες των επαρχιών. Οι πρώτοι περιλάμβαναν ορισμένες αριστοκρατικές οικογένειες που είχαν συνδεθεί με την κεντρική διοίκηση, με μια μερίδα της συγκλήτου και με καθηγητές και απόφοιτους του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Οι «γραφειοκράτες» αντλούσαν τη δύναμή τους από την κατοχή της απόρθητης πρωτεύουσας, από την προσωπική επιρροή στον αυτοκράτορα και από τον έλεγχο της κρατικής οικονομίας. Οι δεύτεροι προέρχονταν από τις προαναφερθείσες οικογένειες της στρατιωτικής αριστοκρατίας της αυτοκρατορίας, τους οποίους ο Βασίλειος Β είχε πασχίσει (και προσωρινά 9 M. Angold, Πολιτική ιστορία J.-Cl. Cheynet, Basil 16, για την ένταξη των Αρμενίων και των Ιβήρων στην αυτοκρατορική υπηρεσία αυτόθι 29, Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση για την ένταξη των αρμενικών περιοχών στη βυζαντινή διοίκηση και των Αρμενίων στη βυζαντινή επικράτεια. 10 M. Angold, Πολιτική ιστορία 61-63, 70-71, που ουσιαστικά κατηγόρησε τον Βασίλειο Β ότι εξαιτίας της οικονομικής και φιλοεπεκτατικής πολιτικής του άφησε στους διαδόχους του μια σειρά από πολύ δύσκολες επιλογές. J.-Cl. Cheynet, Basil 24-25, (και σημ. 145), που αντέκρουσε την άποψη του M. Angold. J. Haldon, Approaches Για τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Η, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β

31 πετύχει) να περιορίσει. Η δύναμή τους πήγαζε, όπως και στο παρελθόν, από τις τεράστιες κτηματικές ε- κτάσεις τους και από τη μονοπώληση των ανώτερων στρατιωτικών αξιωμάτων. Και οι δύο παρατάξεις χρησιμοποίησαν χωρίς δισταγμό όλες τις δυνάμεις που είχαν στη διάθεσή τους για να επικρατήσουν έ- ναντι του αντιπάλου. Όπως μάλιστα υποστήριξε ο Σπ. Βρυώνης, «κύριο γνώρισμα της διαμάχης ήταν έ- να στοιχείο κοινό στους πολιτικούς αγώνες αυτού του είδους: η αποφασιστικότητα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η αδιαφορία για το τίμημα και τις συνέπειες». Έτσι, τα αποτελέσματα της σύγκρουσης αυτής απέβησαν καταστροφικά για την αυτοκρατορία 12. Η άποψη αυτή του Σπ. Βρυώνη, αν και γενικά αποδεκτή, θεωρείται από τους σύγχρονους ερευνητές κάπως υπεραπλουστευτική. Συγκεκριμένα, ο Χρ. Παπασωτηρίου αναφερόμενος στην αντιπαράθεση των δύο πλευρών (ήδη πριν τον 11 ο αιώνα) υποστήριξε ότι θα έπρεπε να αποφύγει κανείς την «υπεραπλουστευτική σχηματοποίηση» των δύο παρατάξεων «τόσο προσφιλή αλλά και αυτοϋπονομευτική σε μαρξιστικές αναλύσεις, που παρουσιάζει συμπαγείς τάξεις να παλεύουν μεταξύ τους. Η νέα στρατιωτική αριστοκρατία αποτελούσε μεν ως σύνολο απειλή για το πολιτικό μονοπώλιο της άρχουσας τάξης της Κωνσταντινούπολης, τα μέλη της ωστόσο ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για την κατάληψη των ανωτάτων στρατιωτικών θέσεων και του ίδιου του αυτοκρατορικού θρόνου. Εξίσου αδίστακτος ήταν ο αγώνας για την εξουσία μέσα στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης της βασιλεύουσας. [...] Η εσωτερική σύγκρουση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περνάει από δαιδαλώδεις φάσεις, στις ο- ποίες αναδύονται συγκυριακές συμμαχίες μεταξύ των στρατηλατών και Κωνσταντινουπολιτών» 13. Παρομοίως, ο J.-Cl. Cheynet, αναφερόμενος στην πολιτική του Ρωμανού Δ Διογένη υπέρ της στρατιωτικής αντιμετώπισης των τουρκικών επιδρομών, επεσήμανε ότι η πολιτική αυτή βρήκε υποστηρικτές και αντιπάλους τόσο στην «πολιτική» παράταξη, όσο και στη «στρατιωτική». Με την άποψη αυτή συμφώνησε ο Γ. Λεβενιώτης, ο οποίος πρόσθεσε, σχετικά με το ζήτημα, ότι «οι διαχωριστικές γραμμές των δύο παρατάξεων υπήρξαν ουσιαστικά εξαιρετικά δυσδιάκριτες, αν όχι ανύπαρκτες», καθώς πολλές προσωπικότητες που χαρακτηρίζονται ως «γραφειοκράτες» σχετίζονταν, στην πραγματικότητα, άμεσα και με τη «στρατιωτική» παράταξη. Χαρακτηριστικά, ο Κωνσταντίνος Ι Δούκας ξεκίνησε ως υποστηρικτής του Ισαάκιου Κομνηνού και τον βοήθησε να ανέλθει στον θρόνο το 1057, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης ή- ταν διακεκριμένος στρατιωτικός και ο Μιχαήλ Ψελλός ασκούσε πραγματική επιρροή μόνο στη διάρκεια των βασιλειών των «στρατιωτικών» αυτοκρατόρων, του Ισαάκιου Α Κομνηνού και του Ρωμανού Δ Διογένη 14. Παρά τις ενστάσεις του αυτές σχετικά με τον ενδοβυζαντινό ανταγωνισμό, ο Γ. Λεβενιώτης 12 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β , για το ζήτημα της διαδοχής του Κωνσταντίνου Η αυτόθι για τη βασιλεία του Ρωμανού Γ, αυτόθι για τη βασιλεία του Μιχαήλ Δ, αυτόθι για τη βασιλεία του Μιχαήλ Ε, αυτόθι για τη βασιλεία της Ζωής και της Θεοδώρας, το 1042 και για την άνοδο του Κωνσταντίνου Θ στον θρόνο. Sp. Vryonis, Social basis , 174. Του ιδίου, Παρακμή M. Angold, Πολιτική ιστορία Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική , J. Haldon, Approaches Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική Για τις βασιλείες των Ισαάκιου Α Κομνηνού ( ), Κωνσταντίνου Ι Δούκα ( ) και Ρωμανού Δ Διογένη ( ), βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β , ,

32 θεώρησε ότι οι εμφύλιες συγκρούσεις που προκλήθηκαν απ αυτόν, όπως και οι ολέθριες συνέπειές τους για το κράτος, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν 15. Στην ίδια εποχή, των διαδόχων του Βασιλείου Β, έλαβαν χώρα και άλλες αλλαγές που σε κάποιον βαθμό σχετίζονταν με τον προαναφερθέντα εσωτερικό ανταγωνισμό και που είχαν επίσης επιζήμιες συνέπειες για την αυτοκρατορία. Όσον αφορά τη διοικητική οργάνωση των νεοκατακτημένων περιοχών, φαίνεται ότι εφαρμόστηκαν ορισμένες διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Η οργανωτική δομή τους αποτελούσε ένα κράμα του συγκεντρωτικού βυζαντινού διοικητικού συστήματος με τις τοπικές φεουδαρχικού τύπου διοικητικές παραδόσεις. Ο νέος αυτός «εύκαμπτος» τύπος διοίκησης προτιμήθηκε γιατί ανταποκρινόταν καλύτερα στις ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ Μονομάχος προχώρησε περαιτέρω τις μεταρρυθμίσεις στην περιοχή και έλαβε το αμφιλεγόμενο μέτρο της αποστράτευσης των παλαιών φεουδαρχικού τύπου αρμενικών στρατιωτικών σωμάτων, τα οποία αντικατέστησε με μονάδες μισθοφόρων. Ο αυτοκράτορας ουσιαστικά αφαίρεσε από τους ντόπιους τις φοροαπαλλαγές ή αμοιβές που λάμβαναν για τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους. Το μέτρο αυτό το έλαβε για οικονομικούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους, κυρίως μάλλον γιατί τα στρατεύματα αυτά είχαν ήδη αποδειχτεί αναποτελεσματικά απέναντι στους ευκίνητους Σελτζούκους ιπποτοξότες και τους Τουρκομάνους νομάδες και γιατί ίσως ο ίδιος δεν τα εμπιστευόταν ιδιαίτερα. Αποτέλεσμα πάντως του μέτρου ή- ταν να οδηγηθούν πολυάριθμοι Αρμένιοι στρατιώτες σε οικονομικό αδιέξοδο και να αυτομολήσουν για λόγους επιβίωσης στους Τούρκους, τους οποίους μάλιστα ενίσχυαν στις επιδρομές τους. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό αρχικά δεν υπέσκαψε πολύ την άμυνα της αυτοκρατορίας στην ανατολή 16. Την ίδια περίοδο συνεχίστηκε η παρακμή των θεματικών στρατών της Μικράς Ασίας. Καθώς στα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β η αυτοκρατορία δεν είχε να αντιμετωπίσει έναν ι- σχυρό αντίπαλο, οι αυτοκράτορες προτίμησαν να μη διατηρούν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στο ε- σωτερικό της χερσονήσου. Έτσι, συχνά επέτρεπαν τον απαργυρισμό της στρατιωτικής θητείας και με τα χρήματα που εξοικονομούνταν προσλάμβαναν μικρότερες αριθμητικά μονάδες ξένων μισθοφόρων, που τοποθετούνταν στα σύνορα. Η πολιτική αυτή ασφαλώς εμπεριείχε και πολιτικούς λόγους οι «γραφειοκράτες» αυτοκράτορες είχαν συμφέρον την αποδυνάμωση των θεματικών στρατών, που ελέγχονταν από τα μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Γι αυτό και οι συγκεκριμένοι αυτοκράτορες έκαναν περικοπές στις δαπάνες της μισθοδοσίας των θεματικών στρατών. Επιπλέον, στερούσαν από τους στρατηγούς, προνόμια και προαγωγές, όπως έπραξε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Στ ( ) 17. Η χρήση των στρατιών αυτών, στη συνέχεια, από τους «στρατιωτικούς» για να διεκδικήσουν την εξουσία, ιδιαίτερα το 15 J.-Cl. Cheynet, Mantzikert Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Πρβλ. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 30-33, 81-84, 668. Αναλυτικότερα, για τα μέτρα του Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου στις συγκεκριμένες περιοχές, βλ. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Οργανωτικά μέτρα passim. Για τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου ( ), βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Για τη βασιλεία του Μιχαήλ Στ, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β

33 1057 με την πολύνεκρη σύρραξη στη Νίκαια, επίσης αποδυνάμωσε αποφασιστικά τα θεματικά στρατεύματα 18. Βέβαια, οι περικοπές των αυτοκρατόρων στο στράτευμα δεν οφείλονταν αποκλειστικά στη διαμάχη με τους στρατιωτικούς. Παράλληλα, είχαν να αντιμετωπίσουν σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Αυτά πήγαζαν αφ ενός από τη μείωση της φορολογίας και τις φοροαπαλλαγές που υποχρεώνονταν να παρέχουν στους όλο και ισχυρότερους μεγαλογαιοκτήμονες (μετά από τη χαλάρωση της κρατικής νομοθεσίας που τους περιόριζε) και στην Εκκλησία και αφ ετέρου από τις αυξημένες απαιτήσεις που προκαλούσε η εξακολούθηση της επεκτατικής πολιτικής στην Αρμενία. Πέρα απ αυτά, σπατάλες των αυτοκρατόρων επιβάρυναν την κατάσταση. Τέλος, τα οικονομικά προβλήματα της αυτοκρατορίας προκάλεσαν υποτίμηση του νομίσματος 19. Παρ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία, η επέκταση στην Αρμενία συνεχίστηκε ακόμη και μετά τα μέσα του 11 ου αιώνα. Μετά τον θάνατο του προαναφερθέντος Yovanēs Smbat (1017/ ), ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ έσπευσε να αξιώσει την ενσωμάτωση του βασιλείου της Μεγάλης Αρμενίας στην αυτοκρατορία, γεγονός που πραγματοποιήθηκε, παρά τη ντόπια αντίσταση, μέχρι το Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα (1064/5) η αυτοκρατορία ενσωμάτωσε και το αρμενικό κρατίδιο του Καρς, ο ηγεμόνας του οποίου, Κακίκιος ( /5), το παραχώρησε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι, εξαιτίας της πίεσης των τουρκικών επιδρομών, όπως θα φανεί παρακάτω και ο ίδιος μετανάστευσε στα βυζαντινά εδάφη και έλαβε σε αντάλλαγμα γαίες στον Πόντο, τη Σεβάστεια και την Καππαδοκία. Οι βυζαντινές αυτές ενέργειες στόχευαν στην απόκτηση κυριότητας των οχυρών, που έ- λεγχαν τις οδούς, τις οποίες ακολουθούσαν οι Τούρκοι επιδρομείς, για να μεταβούν από το Ιράν στη Μικρά Ασία. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πολιτική επεκτατισμού στην Αρμενία, όπως και στην περίπτωση του Βασιλείου Β, έχει κατακριθεί από ένα μέρος της σύγχρονης έρευνας, αφού η διάλυση των αρμενικών κρατιδίων σε συνδυασμό με τη διάλυση των αρμενικών στρατιών εξέθεσαν την αυτοκρατορία στις τουρκικές επιθέσεις. Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο Γ. Λεβενιώτης, που επεσήμανε ότι τα κρατίδια αυτά δεν ήταν σε θέση να προστατευτούν από μόνα τους και ότι οι περιοχές που προσάρτησε η αυτοκρατορία ήταν ζωτικής σημασίας για την καλύτερη άμυνά της, λόγος για τον οποίο η βυζαντινή κυβέρνηση φρόντισε να πάρει μια σειρά μέτρων, ώστε να ενισχύσει το βορειοανατολικό σύνορο 20. Μια άλλη συνέπεια της επέκτασης στην Αρμενία ήταν η περαιτέρω εθνολογική αλλοίωση των ανατολικότερων περιοχών της αυτοκρατορίας, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τους Αρμένιους ηγεμόνες που 18 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή J.-Cl. Cheynet, Politique militaire 65-70, ο οποίος όμως θεώρησε ότι οι περικοπές του Μιχαήλ Στ στο στράτευμα δεν αποτελούσαν πραγματικά αντιστρατιωτική πολιτική. Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική 283. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 70-71, M. Angold, Πολιτική ιστορία 63-68, 140, που υποστήριξε ότι μερίδιο της ευθύνης για τα οικονομικά προβλήματα της αυτοκρατορίας έφερε ο Βασίλειος Β με την οικονομική πολιτική του. Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική J.-Cl. Cheynet, Conception militaire 58, 61. M. Angold, Πολιτική ιστορία 81.- Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση για τις κρίσεις των ερευνητών σχετικά με την προσάρτηση της Αρμενίας και τα μέτρα της βυζαντινής κυβέρνησης για την ενίσχυση του βορειοανατολικού συνόρου αυτόθι 74-81,

34 μετανάστευαν στα βυζαντινά εδάφη τους ακολουθούσαν χιλιάδες υπήκοοί τους. Καθώς μάλιστα οι τουρκικές επιδρομές στην Αρμενία αυξάνονταν από τα μέσα του 11 ου αιώνα, όλο και περισσότεροι Αρμένιοι κατέφευγαν στο μικρασιατικό έδαφος. Κατά συνέπεια, η αυτοκρατορία περιλάμβανε πλέον λόγω των κατακτήσεων πληθυσμούς με διαφορετική γλώσσα, καταγωγή και θρησκευτικές πεποιθήσεις και λόγω των μετακινήσεων των αρμενικών πληθυσμών, η εικόνα αυτή μεταφέρθηκε και στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι πληθυσμοί αυτοί (κυρίως Έλληνες, Αρμένιοι και Σύροι) βρίσκονταν συχνά σε διαμάχη μεταξύ τους και οι σχέσεις τους χειροτέρευσαν από τη δεκαετία του 1060 με την αυστηρή και μάλλον άτοπη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι. Έτσι, όσο χαλάρωνε ο αυτοκρατορικός έλεγχος στις ανατολικές επαρχίες, τόσο πιο οξεία γινόταν η μεταξύ τους διαμάχη, συμβάλλοντας στην κατάρρευση της βυζαντινής κυριαρχίας στις περιοχές αυτές 21. Όλες αυτές οι ενέργειες συνδυασμένες οδήγησαν σταδιακά, αλλά σχετικά γρήγορα (μέσα σε πενήντα χρόνια), το κράτος στα πρόθυρα της διάλυσης, γεγονός που έρχεται σε έντονη αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της ανάπτυξης και των συνεχών επιτυχιών. Γι αυτό πολλοί νεότεροι ερευνητές προσπάθησαν να εξηγήσουν την απότομη αλλαγή. Χαρακτηριστικά, ο Χρ. Παπασωτηρίου υποστήριξε ότι «με το αποκορύφωμα της βυζαντινής ηγεμονίας το Βυζάντιο γνώρισε μεγαλύτερη εξωτερική ασφάλεια από ό,τι ποτέ άλλοτε στη μεσαιωνική του ιστορία. Η απουσία εξωτερικών απειλών επέτρεψε στους διαδόχους του Βασιλείου Β να αφοσιωθούν σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής αμελώντας την άμυνα της αυτοκρατορίας. Οι εσωτερικές διαμάχες πήραν μεγάλες διαστάσεις, που θα είχαν αποφευχθεί, αν υπήρχε η συσπειρωτική πίεση από εξωτερικούς εχθρούς» 22. Καθώς όμως από τα μέσα του 11 ου αιώνα άλλαζαν οι διεθνείς συνθήκες στις περιοχές πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, η προσωρινή κατάσταση ασφάλειας που απολάμβανε ως τότε το κράτος α- ναιρέθηκε και το Βυζάντιο βρέθηκε εκ νέου σε αμυντική θέση. Στα βαλκανικά του σύνορα, τα νομαδικά φύλα των Πετσενέγων και των Ούζων διεξήγαγαν καταστροφικές επιδρομές στην Ιταλία, οι Νορμανδοί κατακτούσαν τις βυζαντινές κτήσεις και σύντομα ετοιμάζονταν να εισβάλουν στα Βαλκάνια τέλος και ίσως το σημαντικότερο, στην Ανατολή, η άφιξη των Σελτζούκων Τούρκων προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στον μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής και μάλιστα οι νομάδες αυτοί άρχισαν να ασκούν όλο και μεγαλύτερη πίεση στα βυζαντινά σύνορα, όπως θα φανεί παρακάτω 23. Η ταυτόχρονη εμφάνιση των εξωτερικών απειλών στα σύνορα της αυτοκρατορίας και κυρίως η χρονική στιγμή της εμφάνισής τους (ιδιαίτερα των Τούρκων) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για τις μετέπειτα εξελίξεις. Πρώτα-πρώτα, όταν άρχισαν οι τουρκικές επιδρομές, η παλαιά οργάνωση των αρμενικών πε- 21 Sp. Vryonis, Social basis Του ιδίου, Παρακμή 63, M. Angold, Πολιτική ιστορία 81. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 29-30, 33-35, 663, , Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική , που παραθέτει και τις απόψεις προηγούμενων ερευνητών. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Σπ. Βρυώνης, Παρακμή για μια συνοπτική επισκόπηση της άφιξης των Σελτζούκων στη Μέση Ανατολή και των α- νακατατάξεων που προκάλεσε η άφιξή τους. Αναλυτικότερα, θα γίνει λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία. J.-Cl. Cheynet, Politique militaire 68. Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική

35 ριοχών είχε διαλυθεί, αλλά οι καινούριες στρατιωτικό-διοικητικές μεταρρυθμίσεις, στις οποίες στόχευε η αυτοκρατορία, δεν είχαν προλάβει να εδραιωθούν. Επιπλέον, οι νέοι πληθυσμοί που πέρασαν στον έ- λεγχο της αυτοκρατορίας (και ιδιαίτερα τα μέλη της αριστοκρατίας τους) δεν πρόλαβαν να αναμιχθούν με τους ντόπιους και επομένως να επέλθει ομοιομορφία, ενώ και η βυζαντινή πολιτική έλλειψης θρησκευτικής ανοχής χειροτέρευσε την κατάσταση. Εκτός απ αυτά, μεγάλης σημασίας ήταν το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί, απασχολημένοι από τις εσωτερικές τους διαμάχες, δεν αντιλήφθηκαν την κρισιμότητα του εξωτερικού κινδύνου, μέχρι που ήταν αργά σύμφωνα με τον Χρ. Παπασωτηρίου, «όταν εμφανίστηκαν [...] νέες εξωτερικές απειλές, οι εμφύλιες συγκρούσεις είχαν κλιμακωθεί τόσο, ώστε να μην μπορούν να παραμεριστούν γρήγορα». Τέλος, όταν η αυτοκρατορία προσπάθησε πράγματι να αντιμετωπίσει τους νέους εχθρούς, οι μέθοδοί της αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές η εξωτερική πολιτική του Βασιλείου Β, η οποία βρισκόταν σε εφαρμογή από τους διαδόχους του σε μεγάλο μέρος του 11 ου αιώνα, στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε μια αποτελεσματική διεθνή διπλωματία, που ρύθμιζε τις σχέσεις της με τους γείτονές της και γενικότερα εξισορροπούσε την κατάσταση πέρα από τη βυζαντινή σφαίρα επιρροής. Ωστόσο, η διπλωματία αυτή, που απευθυνόταν σε σταθερές πολιτικές δυνάμεις, δεν μπόρεσε να φέρει θετικά αποτελέσματα απέναντι σε λαούς, όπως οι Πετσενέγοι ή οι Σελτζούκοι και οι Τουρκομάνοι, που δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους διπλωματία Χρ. Παπασωτηρίου, Υψηλή στρατηγική , 281. J.-Cl. Cheynet, Basil J. Haldon, Approaches 66, 72. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

36 Β) Οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με τα μουσουλμανικά κράτη της Μέσης Ανατολής μεχρι τα μέσα του 11 ου αιώνα. Η βυζαντινή διπλωματία απέναντι στον ισλαμικό κόσμο, στη διάρκεια της μέσης περιόδου φαίνεται πως παρουσίαζε διαφορές από τη διπλωματία απέναντι στους βόρειους και δυτικούς γείτονες της αυτοκρατορίας. Όπως παρατήρησε η νεότερη έρευνα, αν και οι μουσουλμάνοι ήταν οι μόνοι γείτονες του Βυζαντίου με επαρκώς ανεπτυγμένη γραφειοκρατία, ώστε να χρησιμοποιηθεί η διπλωματία απέναντί τους σε όλη την έκτασή της, οι διπλωματικές επαφές των Βυζαντινών μαζί τους ήταν ακανόνιστες και μη εξεζητημένες. Αυτό οφειλόταν στο ότι οι Άραβες ηγεμόνες προέρχονταν από ένα πλούσιο πολιτισμι- κό-θρησκευτικό περιβάλλον και παράλληλα, καθώς διέθεταν πλούτο και μόρφωση σε ίσο ή και μεγαλύτερο βαθμό από τους Βυζαντινούς, δεν μπορούσαν να μαγευτούν από τις βυζαντινές μεθόδους εντυπωσιασμού, που είχαν τόση επιτυχία απέναντι στους αδύναμους βόρειους και δυτικούς ηγεμόνες. Η ίδια η διπλωματία απέναντι στους μουσουλμάνους ουσιαστικά αντιδρούσε σε μεμονωμένα γεγονότα και προσπαθούσε να προστατεύσει το κράτος από άμεσες απειλές, παρά να πάρει πρωτοβουλίες ή να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για μια μακροπρόθεσμη κατάσταση ασφάλειας 25. Σύμφωνα με τον H. Kennedy, η βυζαντινό-αραβική διπλωματία της μέσης βυζαντινής περιόδου θα μπορούσε να χωριστεί σε τέσσερις φάσεις. Η πρώτη απ αυτές άρχισε ήδη από τη μουσουλμανική εξάπλωση και διήρκεσε μέχρι την αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, το Σε αυτήν την ε- ποχή, οι διπλωματικές επαφές ήταν ακανόνιστες και οφείλονταν κυρίως σε εσωτερικές κρίσεις των δύο πλευρών, οπότε η ανακωχή με τον εξωτερικό αντίπαλο κρινόταν απαραίτητη. Η συνηθέστερη κατάσταση πάντως ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν ο πόλεμος, ενώ η ειρήνη χάρη σε ανακωχές ήταν η εξαίρεση. Στη δεύτερη φάση (718-δεκαετία του 780), οι διπλωματικές επαφές ελαχιστοποιήθηκαν, με εξαίρεση ο- ρισμένα αιτήματα για ανακωχή. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό μάλλον στις εσωτερικές αναταραχές του ισλαμικού κόσμου και κατ επέκταση στη μη συμμετοχή των χαλιφών στον πόλεμο για την πίστη. Στην αρχή της επόμενης, τρίτης φάσης (δεκαετία του 780-μέσα του 10 ου αιώνα), οι διπλωματικές επαφές εντάθηκαν και πάλι με σκοπό την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης, αλλά στην πορεία του 9 ου αιώνα, καθώς ο συσχετισμός της δύναμης ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Άραβες άλλαζε και επήλθε κάποια ισορροπία, άλλαξε και ο προσανατολισμός της διπλωματίας οι Βυζαντινοί συνελάμβαναν πλέον ί- διο αριθμό αιχμαλώτων όσο και οι Άραβες. Γι αυτό, η διπλωματική δραστηριότητα ανάμεσα στις δύο πλευρές αφορούσε πια κυρίως την ανταλλαγή και την απελευθέρωση αιχμαλώτων. Μάλιστα, την ίδια ε- ποχή, αυξήθηκε και η απευθείας επικοινωνία των αυτοκρατόρων με τους χαλίφες, μέσω των επιστολών. Οι διπλωματικές επαφές με το χαλιφάτο της Βαγδάτης συνεχίστηκαν μέχρι περίπου τα μέσα του 10 ου αι- 25 J. Shepard, Information 234. Του ιδίου, Byzantine diplomacy 53, Μάλιστα, όπως επεσήμανε ο συγκεκριμένος ερευνητής στην ίδια μελέτη (Byzantine diplomacy 48-51, 52-53, 57-58), οι Άραβες ηγεμόνες δεν ενδιαφέρονταν καν να στείλουν απεσταλμένους για ακρόαση στον αυτοκράτορα οι ακροάσεις αυτές αποτελούσαν μια σημαντική βυζαντινή διπλωματική τακτική, καθώς είχαν ως στόχο τον εντυπωσιασμό του απεσταλμένου. Ακόμη και αν οι Άραβες ηγεμόνες δεν εντυπωσιάζονταν τόσο εύκολα όσο άλλοι συνομιλητές του Βυζαντίου, φαίνεται πάντως ότι επηρεάστηκαν από τη συγκεκριμένη βυζαντινή πρακτική και την εφάρμοσαν στις δικές τους αυλές. H. Kennedy, Diplomacy

37 ώνα, οπότε φαίνεται πως σταμάτησαν τελείως. Αυτό οφειλόταν στην αποδυνάμωση του χαλίφη και στη συγκέντρωση, το 945, της εξουσίας στα χέρια της στρατιωτικής οικογένειας των Buwayhid (/Μπουίδες, για τους οποίους θα γίνει λόγος παρακάτω), που δεν ενδιαφέρονταν για το βυζαντινό σύνορο 26. Η τέταρτη φάση (μέσα 10 ου αιώνα-μέσα 11 ου αιώνα) παρουσίασε αλλαγές σε σχέση με τις προηγούμενες. Ως επακόλουθο της βυζαντινής επέκτασης στην Ανατολή και ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση της Αντιόχειας, το 969, η βυζαντινή διπλωματία είχε στο εξής πιο συγκεκριμένους στόχους: την προστασία των νεοκατακτημένων περιοχών. Επιπλέον, η διπλωματική προσπάθεια απευθυνόταν πλέον κατά κύριο λόγο στους Φατιμίδες της Αιγύπτου. Οι τελευταίοι, το 909, απέκτησαν έλεγχο στην Τυνησία και ως σιιτική δυναστεία αντιμάχονταν τους Αββασίδες, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των σουννιτών αντιπάλων τους. Κύριος σκοπός της πολιτικής των Φατιμιδών ήταν η εξόντωση των Αββασιδών και δευτερευόντως η διεξαγωγή του ιερού πολέμου εναντίον των απίστων, γεγονός που καθιστούσε τις σχέσεις τους με τους Βυζαντινούς αμφίρροπες, αλλά όχι χωρίς τη δυνατότητα συνδιαλλαγής. Στο πρώτο στάδιο της ύπαρξης του κράτους τους ( , με κέντρο την Τυνησία), οι Φατιμίδες, όσον αφορά το Βυζάντιο, διεξήγαγαν ναυτικές επιδρομές στη Σικελία και τη νότια Ιταλία και γι αυτό, η ασφάλεια της περιοχής για τους Βυζαντινούς εξαρτιόταν άμεσα από την καλή διάθεση των Φατιμιδών. Ως αποτέλεσμα, η βυζαντινή στρατιωτική προσπάθεια για την άμυνα της Σικελίας συνοδευόταν και από διπλωματική προσέγγιση προς τους Φατιμίδες. Αυτή ήταν η γενικότερη βυζαντινή πολιτική απέναντι στη νέα μουσουλμανική δυναστεία 27. Την ίδια εποχή που οι Βυζαντινοί κατακτούσαν την Αντιόχεια, οι Φατιμίδες κυρίευσαν την Αίγυπτο (969), όπου μεταφέρθηκε το κέντρο του κράτους τους και ακολούθως συνέχισαν την επέκτασή τους προς την Παλαιστίνη και τη Συρία, έχοντας ως απώτατο στόχο τη Βαγδάτη. Η φατιμιδική επέκταση στη Συρία τους έφερε στα βυζαντινά σύνορα. Έτσι, η βυζαντινή διπλωματία, σε αυτήν την τέταρτη φάση των σχέσεων της αυτοκρατορίας με τον ισλαμικό κόσμο, ήταν στην ουσία αμυντική, έχοντας ως στόχο τη διατήρηση του Χαλεπίου ως ανεξάρτητου, αλλά φόρου υποτελούς κρατιδίου, το οποίο θα δρούσε συγχρόνως ως προστατευτική ζώνη για τα αυτοκρατορικά εδάφη. Σύμφωνα με τον H. Kennedy, αυτή ή- ταν η μοναδική φάση των βυζαντινό-αραβικών σχέσεων, στην οποία οι Βυζαντινοί εφάρμοσαν μια πλήρως ανεπτυγμένη εξωτερική πολιτική απέναντι στους μουσουλμάνους, εκμεταλλευόμενοι μέσω της διπλωματίας τις αντιπαλότητες και τις αδυναμίες των τελευταίων. Από την πλευρά τους, οι Φατιμίδες επιθυμούσαν να ενσωματώσουν τη σημαντική αυτή πόλη στην επικράτειά τους. Άλλος λόγος αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο δυνάμεις αποτελούσε η κατοχή της Συρίας και ιδιαίτερα των παραλιακών πόλεών της. Συνεπώς, οι δύο πλευρές έχοντας αναδειχτεί ως μεσογειακές δυνάμεις είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα, πολιτικά και οικονομικά, τα οποία εκτείνονταν σε μια ευρεία περιοχή. Τα αίτια αυτά προκαλού- 26 H. Kennedy, Diplomacy H. Kennedy, Diplomacy 142. Y. Lev, Fatimids and Byzantium Α Για τους Φατιμίδες, βλ. P. Hitti, History M. Miotto, Ανταγωνισμός passim, με λεπτομερή περιγραφή των βυζαντινο-φατιμιδικών σχέσεων και με αναλυτική βιβλιογραφία για το θέμα. 36

38 σαν συχνά έντονες προστριβές ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους Φατιμίδες, οι οποίες όμως φαίνεται πως αφορούσαν και περιορίζονταν μόνο στη Συρία. Μάλιστα, οι δύο πλευρές ταυτόχρονα με την ε- νίσχυση της παρουσίας τους στη Συρία ακολουθούσαν συνειδητή πολιτική αποφυγής της άμεσης αντιπαράθεσης με τον αντίπαλο 28. Στον 11 ο αιώνα, στις βυζαντινό-φατιμιδικές διπλωματικές επαφές προστέθηκε μια έντονα θρησκευτική πτυχή, που προέκυψε από την αντιχριστιανική πολιτική του χαλίφη al-hakim ( ), ο οποίος, το 1009, κατέστρεψε τον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα. Οι θρησκευτικές διώξεις μέσα σε λίγα χρόνια σταμάτησαν και επιπλέον, οι Φατιμίδες υπό τον χαλίφη al-zahir ( ) επέτρεψαν την ανακατασκευή του Πανάγιου Τάφου, το 1027/8, ωστόσο, τα συγκεκριμένα ζητήματα εξακολουθούσαν να συντηρούν ένα δυσάρεστο κλίμα ανάμεσα στις δύο πλευρές. Όπως επεσήμανε ο J. Shepard, στις σχέσεις των Βυζαντινών με τον μουσουλμανικό κόσμο, η θρησκεία προκαλούσε δυσκολίες σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε απέναντι στους υπόλοιπους γείτονες της αυτοκρατορίας αφ ενός, ο εκχριστιανισμός, που α- ποτελούσε σημαντικό εργαλείο της βυζαντινής διπλωματίας, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το ίδιο αποτελεσματικά απέναντι στους Άραβες, τους οποίους ένωνε η μουσουλμανική πίστη και αφ ετέρου, οι μουσουλμάνοι λόγω των επιταγών της πίστης τους ωθούνταν σε ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων και κατά συνέπεια ήταν πιθανότερο να βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου με την αυτοκρατορία παρά σε συνομιλίες μαζί της. Ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με τις βυζαντινο-φατιμιδικές σχέσεις, φαίνεται ότι η θρησκεία ήδη από την έναρξή τους είχε έναν λανθάνοντα ρόλο. Λόγω της επιδίωξης των Φατιμιδών για πρωτοκαθεδρία μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο, τα μέλη της δυναστείας ήταν υποχρεωμένα να προβάλλονται στους υπηκόους τους και στους υπηκόους των υπόλοιπων Αράβων ηγεμόνων ως υπέρμαχοι του ιερού πολέμου. Έτσι, οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο διχάζονταν ανάμεσα στην πρακτική αναγκαιότητα της συνδιαλλαγής και τις θρησκευτικές διακηρύξεις τους. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η θρησκεία μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελέσει εφαλτήριο για συνομιλίες οι Βυζαντινοί φαίνεται πως ενδιαφέρονταν κυρίως για την καλή κατάσταση των χριστιανικών ναών της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης. Οι Φατιμίδες συνεχώς προσέγγιζαν την αυτοκρατορία για δύο ζητήματα, την απελευθέρωση μουσουλμάνων αιχμαλώτων (ώστε να προβληθούν οι ίδιοι ως προστάτες του Ισλάμ) και για τη διεξαγωγή της προσευχής της Παρασκευής (της khutba) στο τέμενος της Κωνσταντινούπολης στο όνομα του Φατιμίδη χαλίφη (για την οποία θα γίνει εκτενέστερα λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία) 29. Εν τέλει, παρά τις κατά καιρούς αντιπαραθέσεις τους, στην ουσία η αυτοκρατορία και οι Φατιμίδες διατήρησαν ειρηνικές σχέσεις σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 11 ου αιώνα και έστελναν συχνά 28 H. Kennedy, Diplomacy Y. Lev, Fatimids and Byzantium Α Του ιδίου, Fatimids and Byzantium Β J. Shepard, Information 234. Y. Lev, Fatimids and Byzantium Α 192, 197, 198, 199, 201, Του ιδίου, Fatimids and Byzantium Β

39 πρεσβείες για να διατηρηθεί επαφή. Μάλιστα, το 1035/6, το Βυζάντιο και οι Φατιμίδες σύνηψαν δεκαετή συνθήκη ειρήνης 30. Γενικότερα, στο πρώτο μισό του 11 ου αιώνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία χάρη στις στρατιωτικές επιτυχίες των προηγούμενων δεκαετιών είχε αναδειχτεί σε κυρίαρχη δύναμη της ανατολικής Μεσογείου, παρά τις τοπικές διεκδικήσεις των Φατιμιδών. Αφού νικήθηκαν οι εχθροί της αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί θεώρησαν, όπως φάνηκε παραπάνω, ότι για την ασφάλεια του κράτους αρκούσε η διατήρηση κάποιων στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα, σε συνδυασμό με μια δυναμική διπλωματία προς τους γείτονες της αυτοκρατορίας. Την προτίμηση της πολιτικής αυτής, που βρισκόταν σε εφαρμογή ήδη από την εποχή του Βασιλείου Β, ενίσχυε και η αντίληψη της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης ότι η ειρήνη είχε πια διασφαλιστεί και ότι δεν υπήρχε πια λόγος να συντηρούνται μεγάλες στρατιές από ιδεολογική πλευρά η ίδια πολιτική ερχόταν σε συμφωνία με τη βυζαντινή αντίληψη ότι ο αυτοκράτορας είναι «ειρηνοποιός», μια ιδιότητα που αντανακλούσε σημαντικές βυζαντινές αξίες και που αναδείκνυε τη φιλανθρωπική μέριμνα του αυτοκράτορα. Κατά συνέπεια της αύξησης αυτής του διεθνούς κύρους του Βυζαντίου, πρεσβείες των εμίρηδων των ανατολικών συνόρων αλλά και των κυριότερων μουσουλμανικών δυνάμεων κατέφταναν συνεχώς στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας ακρόαση από τον αυτοκράτορα και η βυζαντινή διπλωματία υπηρετούσε αποτελεσματικά την αυτοκρατορική πολιτική μέχρι και τα μέσα του αιώνα. Η κατάσταση αυτή, όμως, θα άλλαζε μετά την εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων στη Μέση Ανατολή και τη συνακόλουθη μετακίνηση πλήθους Τουρκομάνων νομάδων στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου. Απέναντι στους νομάδες αυτούς οι παραδοσιακές μέθοδοι της βυζαντινής διπλωματίας, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές. Έτσι, η αυτοκρατορική διπλωματία ό- πως και οι στρατιωτικές τακτικές και η αυτοκρατορική εξωτερική πολιτική γενικότερα κλήθηκε να προσαρμοστεί σε καινούριες συνθήκες, που προέκυψαν από την επαφή με τον νέο αντίπαλο H. Kennedy, Diplomacy 143. Y. Lev, Fatimids and Byzantium Α J. Shepard, Byzantine diplomacy 55. H. Kennedy, Diplomacy 143. J. Haldon, Approaches 60-61, 66, 72. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 677. Όσον αφορά τη βυζαντινή διπλωματία απέναντι στον καινούριο αντίπαλο, τους Σελτζούκους Τούρκους, αξίζει να μελετηθεί και η ορολογία που χρησιμοποιούν οι πηγές για τις διάφορες πτυχές της (όπως για τους απεσταλμένους, αλλά και για τις ίδιες τις διπλωματικές επαφές). Ωστόσο, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ λόγω των περιορισμών της παρούσας εργασίας ελπίζω να διευρύνω κάποτε την έρευνά μου στο σημείο αυτό. 38

40 Γ) Τα τουρκικά φύλα και οι μετακινήσεις τους ως τα μέσα του 11ου αιώνα. α) Τα νομαδικά φύλα και οι σχέσεις τους με τις αυτοκρατορίες της Άπω Ανατολής. Τα τουρκικά φύλα εντάσσονται στον λεγόμενο Ουραλο-αλταϊκό γλωσσικό τύπο. Τα φύλα αυτά είχαν ως πεδίο δράσης, στην πρώτη χιλιετία μετά Χριστόν, την ευρασιατική στέπα 32. Η ίδια η λέξη «Τούρκος» (Türk) εμφανίζεται στις κινεζικές και σε άλλες πηγές για πρώτη φορά μόλις στα μέσα του 6 ου αιώνα μ.χ. για να προσδιορίσει την τουρκική νομαδική αυτοκρατορία της Κεντρικής Ασίας, που δημιουργήθηκε αυτήν την εποχή 33. Ωστόσο, οι ερευνητές χρησιμοποιούν επίσης τον συγκεκριμένο όρο (Turkic peoples) αναχρονιστικά, δηλαδή και πριν τον 6 ο αιώνα, για να προσδιορίσουν ένα υποσύνολο των ουραλο-αλταϊκών φύλων, μέσα στο οποίο εμφανίστηκαν αργότερα και οι Τούρκοι (Türk), προσδίδοντας έτσι στον όρο περισσότερο την έννοια της γλωσσικής συγγένειας των λαών αυτών παρά της ε- θνικής 34. Τα νομαδικά αυτά φύλα είχαν φυλετική οργάνωση, δηλαδή οργανώνονταν σε φυλές, οι οποίες αποτελούσαν ενώσεις οικογενειών ή και φατριών συνήθως ως αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων, όπως ο α- νταγωνισμός από άλλες πιο οργανωμένες αντίπαλες ομάδες. Στο εσωτερικό της εκάστοτε φυλής, κυριαρχούσαν οι δεσμοί αίματος. Γι αυτό, συχνά φατρίες της φυλής που συνδέονταν μεταξύ τους με δεσμούς αίματος έρχονταν σε αντιπαράθεση με άλλες φατρίες της ίδιας φυλής, αν και μπροστά σε έναν εξωτερικό αντίπαλο η φυλή παρουσίαζε κοινό μέτωπο. Επιπλέον, η έλλειψη μόνιμου τόπου κατοικίας ε- πέτρεπε ελευθερία στις κινήσεις, αλλά και στους πολιτικούς συσχετισμούς των μελών της φυλής, δίνοντας τη δυνατότητα στα τελευταία, εφόσον ήταν δυσαρεστημένα, να αποχωρήσουν και να περάσουν σε άλλη ομάδα. Γι αυτούς τους λόγους οι νομαδικές φυλές είχαν κινητικότητα και ρευστότητα στο εσωτερικό τους, που επέτρεπε την εύκολη ανασύνταξή τους και κατά συνέπεια, παρουσίαζαν την εικόνα συνεχώς μετατρεπόμενων σχηματισμών 35. Οι νομαδικές φυλές έρχονταν, σε σταθερή βάση, σε επαφή με τις μόνιμα εγκατεστημένες ή «εδραίες» (sedentary) κοινωνίες που βρίσκονταν στα όρια του νομαδικού κόσμου. Το φάσμα των σχέσεών τους ποίκιλε από ειρηνικές δοσοληψίες (όπως εμπορικές σχέσεις) μέχρι πολεμικές συγκρούσεις. Μάλιστα, η σύγχρονη έρευνα εικάζει ότι οι σχέσεις των νομαδικών φύλων με ισχυρά εδραία κρατικά μορφώματα, όπως η Κίνα, αποτέλεσαν καταλύτη για τον σχηματισμό ισχυρών νομαδικών συνομοσπονδιών, οι οποίες με τη σειρά τους ίδρυσαν νομαδικές αυτοκρατορίες είτε για να αντιμετωπίσουν ευκολότερα τους 32 Ο όρος Ευρασία προσδιορίζει την Ευρώπη και την Ασία. Για τον όρο, βλ. Στ. Κορδώσης, Τούρκοι Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 1. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι P. Golden, Turkic Peoples για τις ουραλο-αλταϊκές γλώσσες αυτόθι Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Στ. Κορδώσης, Τούρκοι P. Golden, Turkic Peoples για τον προσδιορισμό του όρου «Turkic peoples». Στ. Κορδώσης, Τούρκοι για τις έννοιες του όρου «Τούρκος» στα ελληνικά και για τη διάκριση ανάμεσα στους όρους «turkic» και «turkish» σε άλλες γλώσσες. 35 P. Golden, Turkic Peoples

41 μόνιμα εγκατεστημένους γείτονές τους, είτε γιατί επηρεάστηκαν από τους τελευταίους κατά τις δοσοληψίες τους 36. Οι συνομοσπονδίες αυτές φαίνεται ότι συγκροτούνταν από πολυάριθμα και ποικίλα στοιχεία όχι μόνο τουρκόφωνα, αλλά και μογγολικά ή και προερχόμενα από πληθυσμούς μόνιμα εγκατεστημένων κοινωνιών (π.χ. κινεζικών, ιρανικών, σιβηρικών). Οι σχέσεις τους με τις γειτονικές αυτοκρατορίες ήταν πολύπλευρες, καθώς δεν περιορίζονταν στις πολεμικές συγκρούσεις και τις επιδρομές, αλλά επίσης περιλάμβαναν την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών των νομάδων στις αυτοκρατορίες εναντίον των αντιπάλων των τελευταίων, τη σύναψη σχέσεων υποτέλειας και τις επιγαμίες ανάμεσα στα μέλη των αρχουσών δυναστειών των δύο πλευρών. Ένα από τα πρώτα τουρκόφωνα φύλα που ίδρυσαν εκτεταμένη αυτοκρατορία στην Ευρασία ήταν οι Hsiung-nu, οι οποίοι θα πρέπει να είχαν μογγολική προέλευση, αν και η πολιτική οντότητα που δημιούργησαν θεωρείται ότι συμπεριλάμβανε πολλά τουρκόφωνα φύλα, καθώς και (κατακτημένους) πληθυσμούς ευρωπαϊκής προέλευσης. Οι Hsiung-nu (παρακλάδι των οποίων είναι οι μεταγενέστεροι Ούννοι, που υπό τον Αττίλα ίδρυσαν μια αυτοκρατορία στην κεντρική Ευρώπη τον 5 ο αιώνα μ.χ. 37 ) αναφέρονται στις κινεζικές πηγές από τα τέλη του 4 ου αιώνα π.χ. Εκτός από τη Μογγολία και τη νότια Σιβηρία, η αυτοκρατορία τους κυρίευσε και τη βόρεια Κίνα, με τους μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς της (μέσα 2 ου αιώνα π.χ.), ενώ οι επιδρομές τους προωθήθηκαν ακόμη νοτιότερα. Ωστόσο, η στρατιωτική αντίδραση της κινεζικής δυναστείας των Han, καθώς και εσωτερικές έριδες ανάμεσα στους Hsiung-nu είχαν ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της αυτοκρατορίας τους. Μάλιστα το νότιο τμήμα της κυριεύτηκε από την Κίνα και οι υποταγμένοι αυτοί Hsiung-nu (μαζί με νομάδες άλλων, εχθρικών φύλων) χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στους νομάδες του βόρειου τμήματος, δηλαδή τους ανεξάρτητους Hsiung-nu. Οι τελευταίοι μέχρι τα μέσα του 2 ου αιώνα μ.χ. αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν δυτικότερα και μ αυτόν τον τρόπο καταλύθηκε η αυτοκρατορία τους. Τη θέση τους πήραν, στα τέλη του 4 ου αιώνα μ.χ., οι Jou-Jan ή Άβαροι, που επίσης σχημάτισαν μια συνομοσπονδία πολλών φύλων και κυριάρχησαν στις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Οι Άβαροι, αν και συχνά βρίσκονταν σε εχθρικές σχέσεις με τη βόρεια κινεζική αυτοκρατορία (καθώς εκείνη την εποχή η Κίνα μαστιζόταν από δυναστικές έριδες), ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι παράλληλα, επιδίωκαν συχνά σχέσεις επιγαμίας με τους ηγεμόνες της. Με παρόμοιο τρόπο ορίζονταν οι σχέσεις της συνομοσπονδίας των Εφθαλιτών (5 ος - 6 ος αι.) με την περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών 38. Η συνομοσπονδία των Εφθαλιτών αποτελούνταν από τουρκόφωνα, αλλά και ιρανικά στοιχεία, που ήδη από τα μέσα του 4 ου αιώνα διεξήγαγαν επιδρομές στα σύνορα της Περσίας και που ο Σασσανίδης ηγεμόνας Šâpûr Β προσπάθησε να χρησιμοποιήσει στους πολέμους του εναντίον της Ρώμης. Οι σχέσεις των φύλων αυτών (υπό την ηγεσία των Heftal από τον 5 ο αιώνα) αποτελούν κλασικό παράδειγμα των σχέσεων ανάμεσα στους νομάδες και στις «ε- 36 P. Golden, Turkic Peoples 6-10, Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 1. Στ. Κορδώσης, Τούρκοι Για τους Εφθαλίτες και την εισβολή τους στην Περσία κάνει λόγο και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης , ο οποίος, όμως, μάλλον τους συγχέει με τους μεταγενέστερους Σελτζούκους Τούρκους. 40

42 δραίες» αυτοκρατορίες της Ευρασίας: οι νομάδες συνεχώς διεξήγαγαν επιδρομές στα περσικά σύνορα, ενώ οι Πέρσες ηγεμόνες σε ορισμένες περιπτώσεις διεξήγαγαν εκστρατείες εναντίον τους στο εσωτερικό της στέπας. Παράλληλα, όμως, οι Πέρσες εκμίσθωναν τις υπηρεσίες των νομάδων και τους χρησιμοποιούσαν στους πολέμους τους, αλλά και στις εσωτερικές διαμάχες τους για τον περσικό θρόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Σασσανίδης ηγεμόνας Kavad ( ), που επανέκτησε τον θρόνο του με την υποστήριξη των Εφθαλιτών (στους οποίους πιθανώς δήλωσε υποτέλεια). Επίσης, οι νομάδες φαίνεται πως σε κάποια περίπτωση κλήθηκαν ως βοήθεια από τους επαναστατημένους Καυκάσιους υ- ποτελείς του Σασσανίδη Peroz, ενώ και η ίδια η περσική κυβέρνηση χρησιμοποίησε νομάδες για να τρομοκρατήσει τους επαναστατημένους υπηκόους της. Συνεπώς, κατά τον P. Golden, οι νομάδες αποδείχτηκαν «ένα αβέβαιο και συχνά απρόβλεπτο στοιχείο στις σασσανιδικές κρατικές υποθέσεις» 39. Όπως προαναφέρθηκε, το όνομα «Τούρκοι» εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 6 ο αιώνα και αναφέρεται στην τουρκική νομαδική αυτοκρατορία του 6 ου -8 ου αιώνα. Η εκτεταμένη αυτή αυτοκρατορία δημιουργήθηκε από μια συνομοσπονδία φύλων υπό την ηγεσία του φύλου των Türk (Τούρκοι), που προηγουμένως ήταν υποτελείς των Αβάρων και που μέσα στη συνομοσπονδία των τελευταίων λειτουργούσαν ως μεταλλουργοί. Η ακριβής προέλευση του φύλου αυτού δεν είναι γνωστή, αλλά η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι μάλλον οι Τούρκοι αποτελούσαν μια σύνθετη ομάδα, που σχηματίστηκε από ποικίλα στοιχεία. Ο τόπος, όπου έλαβε χώρα αυτή η ένωση, ήταν πιθανώς το όρος Αλτάι της Κεντρικής Ασίας όπως εικάζουν οι ερευνητές, στην τοποθεσία αυτή θα πρέπει να έφτασε η οικογένεια/φατρία A-shih-na, η οποία έθεσε υπό την κυριαρχία της τα ντόπια στοιχεία (που πιθανώς ειδικεύονταν στη μεταλλουργία) δημιουργώντας μια φυλετική ένωση. Όσον αφορά την καταγωγή του κυρίαρχου στοιχείου της ένωσης, δηλαδή των A-shih-na, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις. Αν δεν κατάγονταν από την περιοχή του Αλτάι, τότε, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, ίσως να προέρχονταν από την περιοχή ανάμεσα στο όρος αυτό και τα Ουράλια όρη (δηλαδή από έναν δυτικό τόπο προέλευσης) ή από την περιοχή της λίμνης Βαϊκάλης (δηλαδή από έναν ανατολικό τόπο προέλευσης). Οι Τούρκοι το 552 επαναστάτησαν και κατέστρεψαν τους επικυρίαρχούς τους, τους Άβαρους και ακολούθως υπέταξαν πολλές περιοχές της Κεντρικής Ασίας. Συμμάχησαν με τους Πέρσες εναντίον των Εφθαλιτών και στη συνέχεια με τους Βυζαντινούς ε- ναντίον των Περσών (δεύτερο μισό του 6 ου αιώνα) 40. Στα σύνορα με την Κίνα, το ανατολικό τμήμα της τουρκικής αυτοκρατορίας (καθώς αυτή είχε διπλή διοίκηση) διενεργούσε επιδρομές επωφελούμενο τις κινεζικές δυναστικές έριδες. Από την πλευρά τους οι Κινέζοι ηγεμόνες της βόρειας Κίνας χρησιμοποιούσαν κλασικές μεθόδους συμπεριφοράς απέναντι στους νομάδες, αποδίδοντάς τους δώρα ή πάκτα και προτείνοντας επιγαμίες, για να κερδίσουν τη συμμαχία τους εναντίον των ανταγωνιστών τους και 39 P. Golden, Turkic Peoples για τους Hsiung-nu αυτόθι 70, για τους Άβαρους αυτόθι για τους Εφθαλίτες. 40 Για τις βυζαντινο-τουρκικές αυτές διπλωματικές επαφές κάνει λόγο και ο Βυζαντινός συγγραφέας Μένανδρος Προτίκτωρ , , , , , που περιγράφει τις ανταλλαγές πρεσβειών ανάμεσα στις δύο πλευρές. Βλ. και P. Golden, Turkic Peoples

43 για να σταματήσουν οι επιδρομές. Σύντομα, όμως, η ισορροπία της δύναμης άλλαξε, καθώς οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε δικές τους δυναστικές έριδες επί δεκαετίες, τις οποίες οι Κινέζοι έσπευδαν με τη σειρά τους να υποδαυλίζουν, για να αποδυναμώσουν τους επικίνδυνους γείτονές τους. Μάλιστα, όταν το ανατολικό τμήμα διαλύθηκε, το 630, η κινεζική δυναστεία των T ang ενθάρρυνε μερικές από τις ισχυρότερες φατρίες των Τούρκων να εισέλθουν στην υπηρεσία της, ενώ σύντομα, αν και για μικρό χρονικό διάστημα, η ίδια δυναστεία έφερε υπό την προστασία της και το δυτικό τμήμα της τουρκικής αυτοκρατορίας (δεύτερο μισό του 7 ου αιώνα). Τελικά, παρά την αναβίωση της τουρκικής αυτοκρατορίας, αυτή και πάλι περιέπεσε σε εσωτερικές έριδες και μέχρι τα μέσα του 8 ου αιώνα, είχε αντικατασταθεί από άλλους νομαδικούς σχηματισμούς 41. Τη θέση της τουρκικής αυτοκρατορίας πήρε μια συνομοσπονδία τουρκόφωνων φύλων υπό την ηγεσία των Uyğur (/Ουίγουρoι), που ονομάζονταν επίσης από τις κινεζικές πηγές Chiu hsing («Εννέα φυλές» στις αραβικές πηγές αντίστοιχα Toquz Oğuz). Πριν τη δημιουργία της αυτοκρατορίας τους, χρησιμοποιούνταν συχνά από τους Κινέζους εναντίον της αυτοκρατορίας των Τούρκων. Αφού δημιούργησαν τη δική τους πολιτική οντότητα (μέσα του 8 ου αιώνα) στήριξαν στρατιωτικά την αποδυναμωμένη εκείνη την εποχή Κίνα και φρόντιζαν να επεμβαίνουν στις υποθέσεις της αδύναμης δυναστείας των T ang και να τη διατηρούν στην εξουσία, ώστε να μπορούν να εκμεταλλεύονται οικονομικά την Κίνα. Παράλληλα, σύνηπταν δεσμούς μέσω επιγαμίας με την κινεζική άρχουσα δυναστεία και με πολλές οικογένειες της κινεζικής αυλής. Ωστόσο, όπως παρατήρησε η σύγχρονη έρευνα, οι Ουίγουροι εξαιτίας της επιτυχίας της πολιτικής τους και της επικέντρωσής τους στην πρωτεύουσά τους, όπου συγκέντρωναν τον πλούτο τους, έχασαν το μεγαλύτερο πλεονέκτημά τους, την κινητικότητα. Ως αποτέλεσμα, το κράτος τους αποδυναμώθηκε και μέχρι τα μέσα του 9 ου αιώνα διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από μικρότερες ενώσεις 42. Την αυτοκρατορία των Ουιγούρων διαδέχτηκε ένα σύνολο από φύλα, όπως οι Qirğiz, οι Qitan, οι Qarluq (/Καρλούκοι) και άλλοι. Καθώς, μάλιστα, αυτήν την εποχή, οι Μογγόλοι άρχισαν (για αδιευκρίνιστους λόγους) να αντικαθιστούν τα τουρκόφωνα φύλα στην περιοχή της Μογγολίας, τα τελευταία φαίνεται πως μετακίνησαν το πεδίο δράσης τους προς τα δυτικά. Ανάμεσά τους, ιδιαίτερα επιθετικοί φάνηκαν οι Oğuz (/Ογούζοι), που σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, ίσως μοιράζονταν το όνομα των Toquz Oğuz, επειδή πιθανώς βρίσκονταν κάτω από την ηγεσία ενός πυρήνα φατριών ή φυλών, που προέρχονταν από την ένωση εκείνη. Στη διάρκεια των μετακινήσεων των Ογούζων, βέβαια, προστέθηκαν σ αυτούς και άλλα στοιχεία. Οι Ογούζοι έδρασαν στα όρια της Τρανσοξιανής, ανατολικά της λίμνης Α- 41 P. Golden, Turkic Peoples για την καταγωγή και τη σύνθεση του φύλου των Τούρκων αυτόθι για την τουρκική νομαδική αυτοκρατορία. Επίσης, βλ. P. Golden, Turkic Peoples για τις φυλές, τη διοίκηση, τη θρησκεία, τη γραφή και την οικονομία της τουρκικής νομαδικής αυτοκρατορίας. 42 P. Golden, Turkic Peoples , για το κράτος των Ουιγούρων. 42

44 ράλης και για τις συχνές και καταστροφικές επιδρομές τους γίνεται λόγος από τους μουσουλμάνους συγγραφείς 43. Ως αυτό το σημείο, τα τουρκικά φύλα έφτασαν στα όρια του ισλαμικού κόσμου. Όπως φάνηκε, ήδη από την εποχή των Hsiung-nu είχαν αναπτύξει ένα σύστημα σχέσεων με τις μεγάλες εδραίες αυτοκρατορίες, που περιλάμβανε επιδρομές, εμπορικές συναλλαγές, αλλά και εκμίσθωση στρατιωτικών υπηρεσιών. Το ίδιο σύστημα, σύμφωνα με τον P. Golden, όριζε και τις σχέσεις των νομάδων με τις μεγάλες αυτοκρατορίες στα νότια της στέπας, το αραβικό χαλιφάτο και το Βυζάντιο. Έτσι, «οι νομάδες που μετακινήθηκαν δυτικά, ασφαλώς, είχαν εκτίσει τη μαθητεία τους στα κινεζικά σύνορα» 44. β) Ο εξισλαμισμός των τουρκικών φύλων, η είσοδος τους στη Μέση Ανατολή και η οικογένεια των Σελτζούκων. Οι πρώτες επαφές των τουρκικών φύλων με τον ισλαμικό κόσμο άρχισαν ήδη από το πρώτο μισό του 8 ου αιώνα, όταν οι Άραβες κυρίευσαν την περιοχή της Τρανσοξιανής. Τότε, οι τουρκικές κοινότητες της περιοχής, μαζί με τους ντόπιους πληθυσμούς εντάχτηκαν στο αραβικό χαλιφάτο. Μεμονωμένοι Τούρκοι άρχισαν να εξισλαμίζονται και να εισέρχονται στις τάξεις του στρατού, αν και παρέμεναν λίγοι στον αριθμό. Τον επόμενο αιώνα, ωστόσο, οι Αββασίδες χαλίφες, καθώς δεν εμπιστεύονταν τα α- ραβικής και ιρανικής προέλευσης στοιχεία του στρατού τους, άρχισαν να εισάγουν σ αυτό σκλάβους, προερχόμενους κατά κύριο λόγο (αλλά όχι αποκλειστικά) από αιχμαλώτους επιδρομών στην Κεντρική Ασία. Μ αυτόν τον τρόπο σχηματίστηκαν οι φρουρές των ghulām και μέχρι το δεύτερο μισό του ένατου αιώνα η πλειονότητα των στρατιωτικών σωμάτων (και κατ επέκταση των διοικητών τους) αποτελούνταν από τουρκόφωνους σκλάβους. Οι αριθμοί τους μάλιστα αυξήθηκαν σημαντικά μέχρι τα τέλη του 10 ου αιώνα, αν και, όπως παρατήρησε η σύγχρονη έρευνα, οι σκλάβοι αυτοί είχαν ανατραφεί από νεαρή ηλικία ως μουσουλμάνοι και συνεπώς δεν εισήγαγαν πραγματικά τουρκικά στοιχεία στον μουσουλμανικό κόσμο 45. Πολύ σημαντικότερος για την είσοδο των τουρκικών φύλων στη Μέση Ανατολή ήταν ο μαζικός εξισλαμισμός πολλών απ αυτά, την ίδια εποχή. Το Ισλάμ εισχώρησε στους τουρκόφωνους πληθυσμούς ό- χι τόσο πολύ μέσω των πολεμικών συγκρούσεων και της βίας γενικότερα, αλλά μέσα από την εντυπωσιακή εικόνα του πλούσιου πολιτισμού (από υλική και πνευματική άποψη) που πρόβαλλαν οι πόλεις του μουσουλμανικού κόσμου στους νομάδες της στέπας φαίνεται ότι το Ισλάμ (στη σουννιτική μορφή του) εξαπλώθηκε στους τελευταίους πρωτίστως μέσω των εμπόρων και των δασκάλων Sûfî (Σούφι). Οι 43 Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 4-5. P. Golden, Turkic Peoples για τους Qirğiz αυτόθι για τους Qitan αυτόθι για τους Καρλούκους αυτόθι για τους Ογούζους. 44 P. Golden, Turkic Peoples 66: «This system of relationships, raiding and trading with a neighboring sedentary state and the latter s use of barbarians to kill barbarians is a consistent theme of not only Chinese relations with the Hsiung-nu and their successors, but of the other great empires to the south of the steppes, Iran/Arabian Caliphate, Rome/Byzantium, with their nomadic neighbors. The nomads that moved west, of course, had served their apprenticeship on the Chinese borders». 45 Cl. Cahen, Première Pénétration 7-8. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 6-9. P. Golden, Turkic Peoples

45 νομαδικοί πληθυσμοί απ την πλευρά τους είχαν ήδη εξοικειωθεί με τις υπόλοιπες μεγάλες θρησκείες μέσα από τις επαφές τους με τους γείτονές τους και γι αυτό μπορούσαν να κατανοήσουν σε κάποιον βαθμό τις θεμελιώδεις αρχές μιας μονοθεϊστικής θρησκείας. Ο εξισλαμισμός των τουρκικών φύλων κλιμακώθηκε κατά τον 10 ο αιώνα και έλαβαν χώρα μαζικοί εξισλαμισμοί, γεγονός που επέφερε άμεσες συνέπειες στον κόσμο της στέπας. Μάλιστα, την ίδια εποχή, χρησιμοποιείται από τις πηγές ο (ήδη υπάρχων) όρος Τουρκομάνοι (Türkmen στα αραβικά) για να δηλώσει συγκεκριμένα τους εξισλαμισμένους Τούρκους νομάδες, διαχωρίζοντάς τους αφ ενός από τους μόνιμα εγκατεστημένους τουρκικούς πληθυσμούς και αφ ετέρου από τους άπιστους νομάδες. Αργότερα, ο ίδιος όρος προσδιόριζε ειδικά τους Ο- γούζους μουσουλμάνους νομάδες. Όπως, υποστήριξε ο Cl. Cahen, το Ισλάμ, στο οποίο μυήθηκαν τα τουρκικά φύλα δεν ήταν το εξεζητημένο Ισλάμ των μουσουλμάνων θεολόγων, αλλά «μάλλον, το παγκόσμιο, πρωτόγονο Ισλάμ [που βρισκόταν] σε πόλεμο με τους άπιστους γείτονές του». Με τον εξισλαμισμό των τουρκικών φύλων, ένα νέο στοιχείο εισήλθε στον ισλαμικό κόσμο. Εκτός αυτού, το Ισλάμ με τις κοσμικές (πέρα από πνευματικές) επιταγές του αποτέλεσε για τα τουρκικά φύλα το καταλυτικό στοιχείο, ώστε να οργανώσουν δικά τους κράτη στον μουσουλμανικό κόσμο και για να καταφέρουν να κυβερνήσουν μόνιμα εγκατεστημένους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στη Μέση Ανατολή 46. Τον βορειοανατολικό χώρο του ισλαμικού κόσμου, την ίδια εποχή, τον μοιράζονταν μερικά μουσουλμανικά κράτη, που βρίσκονταν συνεχώς σε αντιπαράθεση μεταξύ τους και που συχνά αποζητούσαν τις υπηρεσίες των νομάδων, εναντίον των αντιπάλων τους. Τον 9 ο αιώνα, η περιοχή του Khurāsān (/Χορασάν) πέρασε στον έλεγχο της οικογένειας των Tâhirid (/Ταχιρίδες), που κυβερνούσαν την περιοχή στο όνομα των Αββασιδών, αλλά ουσιαστικά δημιούργησαν μια ημιαυτόνομη ηγεμονία ( ). Μετά την πτώση τους, τον έλεγχο στην περιοχή συγκέντρωσαν στα χέρια τους οι πρώην υφιστάμενοί τους, οι Sāmānid (/Σαμανίδες, ), που μάλλον είχαν ιρανική προέλευση. Οι τελευταίοι αποτελούσαν το τείχος προστασίας του μουσουλμανικού κόσμου απέναντι στους νομάδες της στέπας και μάλιστα είχαν τον έλεγχο του δουλεμπορίου των αιχμάλωτων νομάδων, καθώς και της εκπαίδευσής τους. Οι επιθέσεις των Σαμανιδών κατευθύνονταν προς το νομαδικό κράτος των Qarakhānid (/Καραχανίδες), που είχαν ως πεδίο δράσης το σημερινό Τουρκεστάν. Οι τελευταίοι δημιούργησαν το πρώτο κρατικό μόρφωμα που συνδύαζε την τουρκική με τη μουσουλμανική πολιτική παράδοση. Οι Καραχανίδες, στο πρώτο μισό του 10 ου αιώνα, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ και στο τέλος του ίδιου αιώνα εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές έριδες των Σαμανιδών κυρίευσαν το βόρειο τμήμα του κράτους τους. Το νότιο τμήμα της επικράτειας των Σαμανιδών πέρασε στην κατοχή του υφισταμένου τους, διοικητή της Γάζνας, Mahmūd ( ), που απέκτησε τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής από τις δυτικές πεδιάδες της Ινδίας ως το βόρειο Ιράν και από τις εκβολές του Ινδού ποταμού ως το Khwarasm, νοτίως της λίμνης Αράλης. Σύνορό του με τους Καραχανίδες ήταν ο ποταμός Ώξος. Η δυναστεία των Γαζναβιδών είχε τουρκική κατάγωγή και στηριζόταν σε Τούρκους στρατιώτες, αλλά κυβερνούσε έναν ιρανικό πληθυσμό και διατήρησε 46 Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 8-9. C. E. Bosworth, History 17. P. Golden, Turkic Peoples

46 τις πολιτικές παραδόσεις που συνδέονταν με τον πληθυσμό αυτό. Γι αυτό, σύμφωνα με τους νεότερους ερευνητές, το κράτος τους δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ένα τουρκικό κρατικό μόρφωμα 47. Την ίδια εποχή, η τουρκική φυλετική ένωση των Ογούζων γνώριζε εσωτερικές έριδες. Φαίνεται ότι ένα τμήμα τους μετακινήθηκε στις εκβολές του Ιαξάρτη ποταμού στη λίμνη Αράλη και έλεγχαν τρεις εμπορικές πόλεις: την Jand, την Khuvār και την Yengi-Kent. Από εκεί επιδίδονταν σε καταστροφικές ε- πιδρομές στο Khwarasm, χωρίς όμως να αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο για το εκεί πολιτικό μόρφωμα, ε- ξαιτίας του διχασμού τους. Από την ηγετική φυλή Qιnιq της ένωσης των Ογούζων προερχόταν και η οικογένεια των Σελτζούκων. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Seljuk (πιθανώς Salčuq ή Selčük), υιός του Toqaq Temir Yaliğ, που κατείχε τον τίτλο sü baši, δηλαδή διοικητής του στρατού του Ογούζου φύλαρχου. Μετά από την εκδήλωση αντιπαλότητας με τον τελευταίο, ο Seljuk δραπέτευσε με την οικογένειά του στην προαναφερθείσα πόλη Jand, γύρω στο 985, όπου ασπάστηκε το Ισλάμ (στη σουννιτική του εκδοχή), μαζί με τους υποστηρικτές του και ακολούθως, δρώντας ως πολεμιστής της πίστης (γαζής 48 ), εξαπέλυε επιθέσεις εναντίον των μη εξισλαμισμένων Τούρκων της στέπας. Στις επόμενες δεκαετίες, την ηγεσία της οικογένειας ανέλαβαν οι τρεις υιοί του Seljuk, ο Mûsâ, ο Arslan Isrâ îl και ο Mîkâ îl, καθώς και οι δυο υιοί του τελευταίου, ο Toğrul (/Τογρούλ) και ο Čağri (/Τσαγκρί). Οι φύλαρχοι αυτοί ζούσαν προσφέροντας τις υπηρεσίες των πολεμιστών τους στους ντόπιους ηγεμόνες του Khwarasm και της Τρανσοξιανής, τους Καραχανίδες και στους Σαμανίδες, αναζητώντας ως αντάλλαγμα βοσκότοπους για τα κοπάδια τους 49. Το 1026, οι τουρκικές ομάδες της οικογένειας των Σελτζούκων χωρίστηκαν. Ο Arslan Isrâ îl με τους πολεμιστές του ζήτησε άδεια από τον Γαζναβίδη Mahmūd να εγκατασταθεί στο βόρειο Χορασάν, με α- ντάλλαγμα τις υπηρεσίες του, ενώ οι Toğrulκαι Čağri παρέμειναν με τους Καραχανίδες κοντά στην πόλη Μπουχάρα, βορείως του μέσου τμήματος του ποταμού Ώξου. Η πρώτη από τις δύο ομάδες ήρθε σύντομα σε σύγκρουση με τον Mahmūd και μετά την αιχμαλωσία και τον θάνατο του αρχηγού της, του Arslan Isrâ îl, γύρω στο 1027, μετακινούνταν προς κάθε κατεύθυνση λεηλατώντας άσκοπα. Το 1028 ο ηγεμόνας του Αζερμπαϊτζάν, Vahsūdān ibn Mamlān ibn Abi l-haijā (περίπου ), κάλεσε τους 47 Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History 5-7. P. Golden, Turkic Peoples , Για τους Γαζναβίδες βλέπε και C. E. Bosworth, Ghaznevid military organisation Ο όρος γαζής (ghāzī) προσδιόριζε αυτούς που λάμβαναν μέρος στην ghazwa, δηλαδή την «επιδρομή εναντίον των απίστων» και αργότερα δήλωνε μόνο εκείνους που είχαν διαπρέψει στις επιδρομές αυτές. Επρόκειτο για περιπλανώμενες ομάδες, οι οποίες συντηρούνταν κυρίως από τη λεία που συγκέντρωναν από την ghazwa και οι οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, όπου διεξαγόταν πόλεμος εναντίον απίστων ή αιρετικών. Οι ομάδες αυτές, που οι ηγέτες τους μπορούσαν να αποκτήσουν μεγάλο κύρος ή και μια θέση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και που αποτελούσαν απειλή για την κυβέρνηση σε περίοδο ειρήνης, δρούσαν στα σύνορα του μουσουλμανικού κόσμου: στο Χορασάν, στην Τρανσοξιανή και στα βυζαντινά σύνορα. Οι πολεμιστές αυτοί της πίστης προέρχονταν από πολλές εθνότητες, αλλά με την πάροδο του χρόνου, όσο περισσότερο οι Τούρκοι προτιμούνταν για τη στελέχωση των αραβικών και περσικών στρατιών, τόσο οι τελευταίοι κυριαρχούσαν και στις συγκεκριμένες ομάδες που διεξήγαγαν τις επιδρομές. Έτσι, σταδιακά οι βυζαντινο-αραβικές συνοριακές μάχες μετατρέπονταν σιγά-σιγά σε βυζαντινο-τουρκικές μάχες. Αναλυτικότερα, βλ. I. Mélikoff, Ghāzī Cl. Cahen, Première Pénétration 8-9. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History Του ιδίου, Toghril (I) Beg 553. İ. Kafesoglu, Seljuks 21-28, με αναλυτική εξιστόρηση των βίων του Toqaq και του Seljuk σύμφωνα με τις μουσουλμανικές πηγές. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι P. Golden, Turkic Peoples Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

47 πολεμιστές της συγκεκριμένης ομάδας, για να τους χρησιμοποιήσει εναντίον των πολυάριθμων εχθρών του, χριστιανών (Αρμένιων και Γεωργιανών) και μουσουλμάνων. Σ αυτήν την ενέργεια απέδωσε ο C. E. Bosworth την έναρξη των τουρκομανικών επιδρομών στην Αρμενία 50. Μερικά χρόνια αργότερα (μετά το 1034), η δεύτερη ομάδα των Σελτζούκων αναγκάστηκε μετά από μια ήττα της να περάσει επίσης στο Χορασάν. Ωστόσο, ο τότε Γαζναβίδης ηγεμόνας, Mas ud Α ( ), υιός του Mahmūd, αρνήθηκε να τους παραχωρήσει μερικές πόλεις για να συντηρούνται και ως αποτέλεσμα οι Σελτζούκοι μαστιζόμενοι από στερήσεις ακολούθησαν την τακτική της πρώτης ομάδας και άρχισαν να λεηλατούν τις πλούσιες πόλεις του Χορασάν. Ως το 1035, ο Mas ud προσπαθούσε να τους χαλιναγωγήσει, αλλά μη καταφέρνοντάς το, αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει στρατιωτικά και ως το 1040 έστελνε συνεχώς πολυάριθμες στρατιές εναντίον τους. Παρά κάποιες επιτυχίες, όμως, ο δυσκίνητος στρατός των Γαζναβίδων (που συμπεριλάμβανε ελέφαντες και πολιορκητικές μηχανές) δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους γρήγορους και συνηθισμένους στις κακουχίες νομάδες. Παράλληλα, αν και οι πόλεις του Χορασάν δεν κινδύνευαν να αλωθούν από τους νομάδες (που δεν είχαν πολιορκητικές γνώσεις), οι διοικητές τους πανικόβλητοι από τις καταστροφές και απελπισμένοι από την εγκατάλειψή τους εκ μέρους του Mas ud, τις παρέδιδαν εθελοντικά στους Σελτζούκους. Χαρακτηριστικά, η Merv παραδόθηκε το 1037, το Herāt και η Nīshāpūr το Ο C. E. Bosworth παρατήρησε ότι σ αυτό το στάδιο οι νομάδες δεν είχαν κάποια φιλοδοξία, παρά να λαφυραγωγούν, εκτός από τον Toğrul, που αργότερα θα πρωταγωνιστούσε στην ανάληψη της διακυβέρνησης του χαλιφάτου της Βαγδάτης από την οικογένεια των Σελτζούκων. Η αποφασιστική μάχη που έκρινε τη μετέπειτα εξέλιξη των Σελτζούκων και των Γαζναβίδων έλαβε χώρα το 1040, όταν ο Mas ud οδήγησε αυτοπροσώπως μια μεγάλη στρατιά (που συμπεριλάμβανε 100 ελέφαντες) εναντίον των Τούρκων. Οι τελευταίοι είχαν να α- ντιπαρατάξουν ιππείς. Ο Mas ud παρασύρθηκε από τον αντίπαλό του στο Dandānqān, που βρισκόταν στις ερημικές εκτάσεις ανάμεσα στις πόλεις Sarakhs και Merv, στο βόρειο Χορασάν 51. Ο στρα- 50 Cl. Cahen, Première Pénétration 9 (και σημ. 1), 10. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History 18-19, 32, 40. İ. Kafesoglu, Seljuks 27, 28-29, που χρονολόγησε τις πρώτες τουρκικές επιδρομές στην Αρμενία υπό την ηγεσία των Σελτζούκων στα Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 16-17, που επίσης θεώρησε ότι οι πρώτες τουρκικές επιδρομές στην Αρμενία άρχισαν το Σχετικά, με τη χρονολόγηση της έναρξης των τουρκικών επιδρομών στην Αρμενία, βλ. και την άποψη του Γ. Λεβενιώτη, Κατάρρευση , με παράθεση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για το θέμα, καθώς και βιβλιογραφία. Όπως, παρατήρησε ο τελευταίος ερευνητής, σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να προτιμηθούν οι πληροφορίες του Ματθαίου Εδέσσης, ο οποίος παραδίδει πως οι επιδρομές άρχισαν το 1016/1018 και συνεπώς η συγκεκριμένη χρονολόγηση θα εξηγούσε την παράδοση της περιοχής του Βασπουρακάν στο Βυζάντιο για προστασία, παράδοση που έλαβε χώρα το 1019 ή το Στην είσοδο των Σελτζούκων στο Χορασάν και την αντιπαράθεσή τους με τους Γαζναβίδες αναφέρονται και οι Βυζαντινοί συγγραφείς: Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός , ο οποίος ακολουθεί τον Ιωάννη Σκυλίτζη. Νικηφόρος Βρυέννιος (ο οποίος ακολουθεί τη διήγηση του Ιωάννη Σκυλίτζη, κατά τον P. Gautier, Bryennios 88, σημ. 3). Οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι Τούρκοι κατοικούσαν βόρεια του Καυκάσου και ότι την ε- ποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β, ο «ἀρχηγὸς Περσίδος καὶ Χωρασμίων καὶ Ὠρητανῶν καὶ Μηδίας ὑπάρχων Μουχούμετ» (δηλαδή ο Mahmūd της Γάζνας. Στην πραγματικότητα, οι Βυζαντινοί συγγραφείς τον συγχέουν με τον υιό του, τον Mas ud, όπως παρατήρησε ο P. Gautier, Bryennios 90, σημ. 1) τους κάλεσε σε βοήθεια εναντίον των Αράβων αντιπάλων του. Καθώς όμως ο Μουχούμετ δεν τους επέτρεψε να επιστρέψουν στη γη τους, εκείνοι αποστάτησαν και υποχωρώντας στην «Καρβωνῖτην [...] ἔρημον» (δηλαδή το Κιρμάν, νοτιοανατολικά της ερήμου του βορειοανατολικού Ιράν, κατά τον P. Gautier, Bryennios 91, σημ. 6) επιδόθηκαν σε επιδρομές. Μετά από μια αποτυχία των Γαζναβιδών να νικήσουν τους Σελτζούκους στην Καρβωνίτιδα έρημο, οι τελευταίοι ισχυροποιήθηκαν σημαντικά και ο Μουχούμετ αποφάσισε να τους αντιμε- 46

48 τός του Γαζναβίδη ηγεμόνα νικήθηκε κατά κράτος και ο ίδιος τράπηκε σε φυγή και δραπέτευσε στην Ινδία, όπου εκθρονίστηκε από τους στρατιώτες του 52. Έτσι, οι Σελτζούκοι έγιναν κύριοι του Χορασάν και σύντομα επεξέτειναν την κυριαρχία τους στο α- νατολικό Ιράν και δυτικά στο Χορασάν μέχρι τη σημαντική πόλη του Rayy (/Ράι. Το Ρε των βυζαντινών πηγών) (1042), που έγινε μια από τις έδρες τους 53. Το σημαντικό για τους Σελτζούκους ήταν ότι για πρώτη φορά έγιναν κυβερνήτες κάποιων χωρών και δεν ήταν απλώς νομάδες αρχηγοί, οπότε χρειάστηκε, κατά τον P. Golden, να αποκτήσουν διοικητικές και διπλωματικές γνώσεις, αλλά και να επιβληθούν σε πολυπληθείς μόνιμα εγκατεστημένους υπηκόους με διαφορετικές αντιλήψεις για την εξουσία. Για τα πρώτα δύο οι Σελτζούκοι στηρίχτηκαν στην ιρανική γραφειοκρατία, ενώ για το τρίτο στο κοινό έδαφος που παρείχε η θρησκεία του Ισλάμ. Παρόλα αυτά, όπως παρατήρησε ο C. E. Bosworth, οι συχνές εξεγέρσεις, όπως εκείνες του Ibrahim Inal (/Ιμπραήμ Ινάλ) και του Kutulmish (/Κουτλουμούς), υιού του Arslan Isrâ îl, δείχνουν ότι ούτε οι Τούρκοι αρχηγοί κατανοούσαν ακόμα την ιεραρχία της νέας εξουσίας, που θα εδραιωνόταν σταδιακά 54. Άλλο πρόβλημα για τους Σελτζούκους αποτελούσαν οι ίδιες οι μάζες των Τουρκομάνων υποστηρικτών τους, οι οποίοι αρνούνταν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και να αποκτήσουν μόνιμη ε- γκατάσταση και οι οποίοι ενισχύονταν συνεχώς από την άφιξη καινούριων φύλων, που έφταναν από την Κεντρική Ασία. Τα τελευταία, αφού πληροφορήθηκαν για τις σελτζουκικές επιτυχίες, μετακινούνταν δυτικά αναζητώντας στόχους για επιδρομές και λεηλασία. Οι Τουρκομάνοι προκαλούσαν προβλήματα στους μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς της επικράτειας των Σελτζούκων, αλλά επειδή συγχρόνως αποτελούσαν την κύρια δύναμη του Toğrul, ο Σελτζούκος ηγέτης τους χρειαζόταν. Γι αυτό, θέλοντας να προστατεύσει τις περιοχές του, τους ενθάρρυνε να μετακινηθούν προς τα δυτικά, στα όρια του μουσουλμανικού κόσμου, ώστε να απασχολούνται διεξάγοντας επιδρομές στα πλαίσια του ιερού πολέμου τωπίσει ο ίδιος. Αφού συγκέντρωσε τεράστιο στρατό, που περιλάμβανε και πολεμικούς ελέφαντες, τους επιτέθηκε στο «Ἀσπαχάν» (δηλαδή στην πόλη Isfahan, στο ανατολικό Ιράκ, πληροφορία εσφαλμένη, αφού η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Dandānqān, κατά τον P. Gautier, Bryennios 94, σημ. 3), αλλά νικήθηκε και σκοτώθηκε. Ακολούθως, οι Τούρκοι αυτοί άνοιξαν τη φρουρούμενη γέφυρα του Άραξι ποταμού (στην πραγματικότητα, αναφέρονται στον ποταμό Ιαξάρτη ή Συρ Νταριά, κατά τον P. Gautier, Bryennios 91, σημ. 5. Επίσης, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία για την ύπαρξη κάποιας φρουρούμενης γέφυρας εκεί), κάνοντας εύκολη τη μετακίνηση των Τούρκων στην Περσίδα, την οποία σύντομα κυρίευσαν. Από τις παραπάνω πληροφορίες, γίνεται φανερό ότι στα έργα των Βυζαντινών συγγραφέων υπάρχει μεγάλη σύγχυση, όταν κάνουν λόγο για μακρινά γεγονότα, στα οποία πρωταγωνιστούν άγνωστοι σ αυτούς ηγεμόνες και νομάδες αρχηγοί. Μερικά γεγονότα τα συμπτύσσουν, ενώ άλλα, όπως και πρόσωπα και τόπους, τα συγχέουν. Δίνουν, τέλος και κάποιες ονομασίες τόπων που οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να ταυτίσουν με υπαρκτές τοποθεσίες. Για την ερμηνεία κάποιων από τις ονομασίες που αναφέρουν, βλ. τα σχόλια του P. Gautier, Bryennios (σημ. 4-7), (σημ. 1-6), 92 (σημ. 1-2), 94 (σημ. 1-6). 52 Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History B. Spuler, Ghaznawids C. E. Bosworth, Toghril (I) Beg 553. Του ιδίου, Masud ibn Mahmud 780. Του ιδίου, Ghaznevid military organisation 76-77, με αναλυτική εξιστόρηση της μάχης του Dandānqān. İ. Kafesoglu, Seljuks Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι P. Golden, Turkic Peoples Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Το Ράι ήταν οι αρχαίες Ραγαί. Βρισκόταν στα νότια της Κασπίας, περίπου 8 χλμ. νότια της σημερινής Τεχεράνης. Αποτελούσε μια από τις έδρες των Σελτζούκων. Βλ. V. Minorsky-C. E. Bosworth, Rayy , όπου παρατίθεται αναλυτικά η ι- στορία του. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 96, σημ Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 22. C. E. Bosworth, History V. Minorsky - C. E. Bosworth, Rayy 472. İ. Kafesoglu, Seljuks P. Golden, Turkic Peoples

49 στις χριστιανικές επικράτειες. Η προώθηση αυτή, μάλιστα, από τη δεκαετία του 1040 έγινε πιο συστηματική και αποτέλεσε ένα από τα εργαλεία της πολιτικής του Toğrul. Ο τελευταίος φαίνεται πως δεν ενδιαφερόταν για την κατάκτηση χριστιανικών εδαφών. Αντιθέτως, κύριος στόχος του ήταν να φέρει υ- πό τον έλεγχό του την πλούσια μουσουλμανική γη του Ιράν και να χρησιμοποιήσει το Ιράκ ως προμαχώνα εναντίον των σιιτών Φατιμιδών της Αιγύπτου. Παρόλ αυτά, ο Toğrul συνειδητοποιώντας ότι οι επιδρομές στα αρμενικά και στα βυζαντινά εδάφη θα του έφερναν κύρος ανάμεσα στους Τουρκομάνους του τις ενθάρρυνε και μάλιστα, όπως θα φανεί, διεξήγαγε και ο ίδιος μια επιδρομή στην τότε βυζαντινή Αρμενία 55. Όπως προαναφέρθηκε, ένας από τους κύριους στόχους του Toğrul ήταν να φέρει υπό τον έλεγχό του το Ιράκ. Την εποχή αυτή, κυρίαρχοι της Βαγδάτης και κατ επέκταση του Ιράκ (και ολόκληρου του χαλιφάτου των Αββασιδών) ήταν μέλη της οικογένειας των Μπουιδών, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους τους χαλίφες και συνεπώς το χαλιφάτο. Οι Μπουίδες προέρχονταν από το Daylam, δηλαδή τη γη που βρίσκεται στις νοτιοδυτικές ακτές της Κασπίας θάλασσας. Η περιοχή αυτή αποτελούσε συχνά πηγή μισθοφόρων για το χαλιφάτο και στα μέσα του 10 ου αιώνα, το 945, μέσα από την αστάθεια που επικρατούσε στο χαλιφάτο, ο Ahmad ibn-buwayh αναδείχτηκε στο αξίωμα του amir al-umara (διοικητής των διοικητών) και έθεσε υπό την κηδεμονία του τον χαλίφη al-mustakfi ( ). Η (σιιτική) οικογένεια εξακολούθησε να ελέγχει το χαλιφάτο και να ανεβάζει στον θρόνο χαλίφες σύμφωνα με τις προτιμήσεις της για εκατόν δέκα χρόνια, ως το Μετά την απόκτηση ελέγχου στο Χορασάν και την επέκταση προς τα δυτικά, ο ηγέτης των Σελτζούκων, Toğrul, στράφηκε εναντίον των Μπουιδών. Ήδη, απ όταν κυρίευσε τη Νισαπούρ, το 1038, ο Toğrul άρχισε να καλλιεργεί διπλωματικές σχέσεις με τον χαλίφη al-kaim ( ) και όταν, το 1054, φαινόταν ότι η διακυβέρνηση των Μπουιδών είχε περιπέσει σε χάος και η εξουσία κινδύνευε να περάσει στα χέρια του Τούρκου στρατηγού Abu l-harith Arslan Basasiri (που ήταν ύποπτος για σιισμό και για σχέσεις με τους αντιπάλους Φατιμίδες), ο βεζίρης του χαλίφη, ο Ibn al-muslima, κάλεσε τον Σελτζούκο αρχηγό για βοήθεια. Τότε, ο Toğrul, αφού ετοίμασε στρατό, τον Δεκέμβριο του 1055, μπήκε στη Βαγδάτη, όπου συνέλαβε τον τελευταίο Μπουίδη, Al-Malik al-rahim. Το 1058, ο Toğrul έλαβε από τον χαλίφη τον τίτλο του σουλτάνου. Ωστόσο, ο Basasiri εξακολουθούσε να προβάλλει αντίσταση, ερχόμενος σε συνεννόηση με τους Φατιμίδες και στα τέλη του 1058 ξαναπήρε τη Βαγδάτη. Ο Toğrul ό- μως δεν μπόρεσε να τον αντιμετωπίσει αμέσως, γιατί το 1059 στασίασαν ο Ibrahim Inal και οι δυο υιοί του αδελφού του, του Er-Tash κατά τον C. E. Bosworth, αντιπροσώπευαν το αίσθημα των συντηρητικών νομάδων, που ήταν απογοητευμένοι από την πολιτική του Toğrul και την προσπάθειά του να ελέγ- 55 Cl. Cahen, Première Pénétration 11-12, Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History 22-23, Σπ. Βρυώνης, Παρακμή P. Golden, Turkic Peoples 221. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Πρβλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι 23, P. Hitti, History C. E. Bosworth, History 30, V. Minorsky, Daylam Αναλυτικά για τους Μπουίδες και για την κηδεμονία του αββασιδικού χαλιφάτου απ αυτούς, βλ. Cl. Cahen, Buwayhids/Buyids

50 ξει όλους τους νομάδες. Τελικά, η εξέγερση καταπνίγηκε και ο Ibrahim Inal βρέθηκε στραγγαλισμένος με μια χορδή τόξου 57. Η τελική σύγκρουση του Toğrul και του Basasiri έγινε το 1060, στην οποία το τελευταίος ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Ο Toğrul κράτησε τον τίτλο του ως το 1063, οπότε πέθανε στο Ράι 58. Η πολιτική του Toğrul, όσον αφορά τους Τουρκομάνους, θα έβρισκε συνεχιστή τον διάδοχό του, τον Alp-Arslan (/Αλπ-Αρσλάν, ), ο οποίος μάλιστα την προχώρησε περαιτέρω επιθυμώντας να εδραιώσει την εξουσία του και να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του για επέκταση σε βάρος των αραβικών κρατιδίων στη Συρία και τελικά σε βάρος των Φατιμιδών, ενθάρρυνε ακόμη περισσότερο τους Τουρκομάνους να διεισδύουν στη βυζαντινή επικράτεια και μάλιστα αυτήν την εποχή, οι επιδρομές τους έφτασαν ακόμη βαθύτερα στο μικρασιατικό έδαφος. Ταυτόχρονα, η ένταση των επιδρομών αυξανόταν και εξαιτίας της δράσης ανυπότακτων Τουρκομάνων που αναζητούσαν καταφύγιο έξω από τη μουσουλμανική γη Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History 44. İ. Kafesoglu, Seljuks Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι P. Hitti, History C. E. Bosworth, History Του ιδίου, Toghril (I) Beg İ. Kafesoglu, Seljuks Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι Cl. Cahen, Première Pénétration για τις επιδρομές την εποχή του Alp-Arslan. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey P. Golden, Turkic Peoples Επίσης, βλ. C. E. Bosworth, History για αναλυτική επισκόπηση της βασιλείας του Alp-Arslan. 49

51 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Πολιτική και διπλωματία Α) Οι πρώτες συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές της αυτοκρατορίας με τους Σελτζούκους ως το α) Οι πρώτες συγκρούσεις και οιδιπλωματικές επαφές ως τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ (μέσα 11 ου αιώνα-1055). Οι πρώτες μαρτυρούμενες από τις βυζαντινές πηγές διπλωματικές επαφές της αυτοκρατορίας με τους Σελτζούκους Τούρκους, στον 11 ο αιώνα, φαίνεται πως έλαβαν χώρα ήδη πριν τα μέσα του αιώνα. Υπόνοια για τη σύναψη συνθηκών ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους Σελτζούκους ήδη στη δεκαετία του 1030 φαίνεται να κάνει ο Μιχαήλ Ψελλός. Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ Παφλαγόνας ( ), όταν του το επέτρεπε η κλονισμένη υγεία του, επιδιδόταν με ζήλο στις υ- ποθέσεις του κράτους και φρόντιζε, στα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής, να προστατεύει την αυτοκρατορία από τις επιθέσεις των ξένων λαών είτε με την αποστολή πρέσβεων ή δώρων, είτε με την κινητοποίηση στρατευμάτων. Έτσι, «...οὔθ ὁ τῆς Αἰγύπτου τὴν ἐξουσίαν λαχὼν [δηλαδή ο Φατιμίδης χαλίφης] τῶν δεδογμένων ἀντιπαρεκίνει, οὔτε ὁ τὰς Περσικὰς ἔχων δυνάμεις, οὔτε μὴν ὁ Βαβυλώνιος [δηλαδή ο Αββασίδης χαλίφης], οὔτ ἄλλ ἄλλως τι τῶν βαθυτέρων ἐθνῶν τὴν ἑαυτῶν ἐπεγύμνουν δυσμένειαν ἄλλ οἳ μὲν καὶ πάντη πρὸς ἡμᾶς διελύοντο, οἳ δὲ τοῦ βασιλέως τὴν ἐπιμέλειαν δεδιότες φόβῳ τοῦ μὴ παθεῖν εἰς ἑαυτοὺς συνεστέλλοντο» 60. Ο εκδότης της Χρονογραφίας του Μιχαήλ Ψελλού, É. Renauld, θεώρησε ότι η αναφορά του Βυζαντινού ιστορικού στον ηγέτη των περσικών δυνάμεων («...ὁ τὰς Περσικὰς ἔχων δυνάμεις...») αφορά τον Σελτζούκο ηγεμόνα 61. Όπως, όμως, φάνηκε παραπάνω, στην εποχή αυτή μέχρι το 1040, οι Σελτζούκοι Τούρκοι δρούσαν ακόμη στο Χορασάν, όπου πολεμούσαν με τους Γαζναβίδες και επομένως βρίσκονταν αρκετά μακριά από την αυτοκρατορία αν και οι Αρμένιοι γείτονες του Βυζαντίου υπέκειντο ήδη από καιρό στην καταστροφική δράση των Τουρκομάνων επιδρομέων. Έτσι, παρότι ο Μιχαήλ Ψελλός χρησιμοποιεί σε άλλα σημεία του έργου τον όρο «Πέρσες» για να δηλώσει τους Σελτζούκους, ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται πιθανότερο ότι ο συγγραφέας με τον όρο αυτό προσδιορίζει γενικά τα νομαδικά φύλα που δρούσαν πέρα από τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας 62. Η α- σαφής αυτή αναφορά του Μιχαήλ Ψελλού θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδοθεί στην προσπάθειά του να δώσει μια εξιδανικευμένη αλλά συγχρόνως γενική εικόνα για μια προγενέστερη εποχή, για την ο- ποία δεν είχε προσωπική γνώση. Κατά συνέπεια, οι πρώτες διπλωματικές επαφές μεταξύ Βυζαντινών 60 Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Α 64, XIX.9-15, βλ. και 64, XIX É. Renauld, Michel Psellos, Α 64, σημ Για τη χρήση του όρου «Πέρσες» στο έργο του Μιχαήλ Ψελλού προκειμένου να δηλωθούν οι Σελτζούκοι, βλ. Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 158, ΧΙ.11, 161, ΧΧ.2: «...ὁ τῶν Περσῶν ἢ Κούρτων βασιλεὺς...» αυτόθι 171, XLI.2: «...Περσικὴν συμμαχίαν...». 50

52 και Σελτζούκων θα πρέπει μάλλον να χρονολογηθούν (με βάση τις μαρτυρίες των πηγών) μερικά χρόνια αργότερα. Οι επαφές αυτές φαίνεται πως σχετίζονταν με την έναρξη, την ίδια εποχή, των τουρκομανικών επιδρομών στα αυτοκρατορικά εδάφη. Οι πρώτες τουρκομανικές επιδρομές στα αρμενικά εδάφη της αυτοκρατορίας έλαβαν χώρα, σύμφωνα με τις πηγές, στα μέσα της δεκαετίας του 1040, ως αποτέλεσμα κυρίως της προαναφερθείσας πολιτικής του Σελτζούκου ηγέτη, Toğrul, που ευνοούσε τη μετακίνηση Τουρκομάνων προς τα δυτικά όρια της επικράτειάς του 63. Η πρώτη μαρτυρούμενη τουρκική επίθεση πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τη σύντομη αφήγηση του Μιχαήλ Ατταλειάτη, στην Ιβηρία (κατά τους ερευνητές το 1045/6), όταν Τούρκοι διεξήγαγαν επιδρομή στα σύνορα και επιπλέον αιχμαλώτισαν τον «τὴν ἀρχὴν περιεζωσμένον τῆς Συρίας, Λειχούδην ἐπικαλούμενον», δηλαδή τον κατεπάνω της Βαασπρακανίας Στέφανο Λειχούδη 64. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (καθώς και οι Γεώργιος Κεδρηνός, Νικηφόρος Βρυέννιος και Ιωάννης Ζωναράς, που τον αντιγράφουν) εξιστορεί αναλυτικότερα το περιστατικό, εντάσσοντάς το σε μια ευρύτερη διήγηση της επέκτασης των Σελτζούκων. Σύμφωνα με τον χρονογράφο, ο Toğrul, αφού έγινε κύριος της Βαβυλώνας, δηλαδή της Βαγδάτης, έστειλε τον εξάδελφό του, Kutulmish, εναντίον του κυβερνήτη της Μοσούλης, Mutamid ad-daula Qirwas ibn Muqallad (του αρχηγού των Αράβων Καρβέση, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη). Ο Kutulmish, όμως, ηττήθηκε και προκειμένου να επιστρέψει στο σελτζουκικό έδαφος χρειάστηκε να διέλθει από τη Βαασπρακανία για τον σκοπό αυτό, ο Τούρκος αρχηγός «στέλλει πρεσβευτὰς πρὸς αὐτόν [τον Λειχούδη], ἀξιῶν συγχωρηθῆναι διελθεῖν ἀκωλύτως, ὑπισχνούμενος μεθ ὅρκων φρικωδεστάτων ἄψαυστον καὶ ἀσινῆ διατηρῆσαι τὴν χώραν». Ο Λειχούδης δέχτηκε τους πρέσβεις, αλλά θεώρησε την παράκληση ως σημάδι δειλίας (ὁ δὲ τοὺς πρέσβεις δεξάμενος καὶ τὴν παράκλησιν δειλίαν εἶναι ὑποτοπάσας...) και συγκεντρώνοντας στρατό, έσπευσε να επιτεθεί στους Τούρκους. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Τούρκοι, αν και στερούνταν μέρος των ίππων και του ο- πλισμού τους, νίκησαν κατά κράτος και επιπλέον αιχμαλώτισαν τον Λειχούδη, τον οποίο και πώλησαν στον τοπάρχη του Tabriz (Ταβρέζιον, στην πηγή) κατά την επιστροφή τους προς την σελτζουκική επικράτεια. Στη συνέχεια, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη, ο Kutulmish προσπάθησε να απολογηθεί στον Toğrul για την αποτυχία του εναντίον του Qirwas και του ανέφερε την ευκολία με την οποία αντιμετώπισε τους Βυζαντινούς, προτρέποντας ουσιαστικά τον Σελτζούκο ηγεμόνα να επιτεθεί στην αυτοκρατορία. Η προσπάθειά του όμως δεν είχε θετικό αποτέλεσμα, καθώς ο Toğrul δίσταζε να κινήσει τα όπλα ε- ναντίον των Βυζαντινών «δεδιὼς καὶ φρίττων ἐκ μόνης τῆς φήμης τὰ τῶν προηγησαμένων τριῶν 63 Όπως επεσήμανε ο Γ. Λεβενιώτης, η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα σε βυζαντινά και τουρκικά στρατεύματα στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα, έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1030, στο φρούριο Berkri (/Περκρί, στις α- νατολικές ακτές της λίμνης Βαν): οι Βυζαντινοί απέκτησαν κατοχή του φρουρίου, εκδιώχτηκαν απ αυτό από ένα τουρκικό εκστρατευτικό σώμα και λίγο αργότερα το ανέκτησαν. Αναλυτικότερα, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση με αναφορά στις πηγές. Για την πολιτική του Toğrul και την έναρξη των τουρκικών επιδρομών, βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Qutlumush Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 42-43, Μιχαήλ Ατταλειάτης Βλ. Cl. Cahen, Qutlumush 18. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β 522. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

53 βασιλέων ἀνδραγαθήματα, Νικηφόρου, Ἰωάννου καὶ Βασιλείου, καὶ ὑποπτεύων τὴν αὐτὴν ἀρετὴν ἔτι καὶ δύναμιν προσεἶναι Ῥωμαίοις». Επιπλέον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ιωάννη Σκυλίτζη, ο Kutulmish έπεσε στη δυσμένεια του Toğrul και σύντομα κατέφυγε στην οχυρότατη πόλη Πάσαρ «ἐν Χωρασμίοις κειμένην», όπου πολιορκήθηκε από τον Toğrul, με αποτέλεσμα να προκύψει εμφύλιος α- νάμεσα στους Σελτζούκους 65. Η παραπάνω πληροφορία του Ιωάννη Σκυλίτζη θα μπορούσε με μια πρώτη ματιά να θεωρηθεί ότι α- ποτελεί την πρώτη μαρτυρούμενη από τις πηγές αποστολή πρέσβεων από τους Σελτζούκους στους Βυζαντινούς 66. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί από τη σύγχρονη έρευνα, το συγκεκριμένο χωρίο του Ιωάννη Σκυλίτζη είναι προβληματικό και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με προσοχή. Όπως παρατήρησε ο Cl. Cahen, ο χρονογράφος στο εν λόγω σημείο συγχέει διαφορετικά περιστατικά που έλαβαν χώρα στην ίδια περιοχή: οι τουρκικές δυνάμεις που ηττήθηκαν από τον Mutamid ad-daula Qirwas ibn Muqallad και υποχώρησαν προς τον βορρά περνώντας από βυζαντινά εδάφη αποτελούσαν μια ομάδα Τουρκομάνων και όχι μια στρατιά υπό τον Kutulmish. Οι Τουρκομάνοι αυτοί, κατά τον Γ. Λεβενιώτη (που, σ αυτήν την περίπτωση, ακολουθεί τη διήγηση του Ματθαίου Εδέσσης), δρούσαν καταστροφικά στην περιοχή του Κουρδιστάν, χωρίς να εμποδίζονται από τον Toğrul (ο οποίος δεχόταν παράπονα από τους εμίρηδες της περιοχής) και μάλιστα κυρίευσαν τη Μοσούλη. Ακολούθως, ο Qirwas συγκέντρωσε στρατό από Κούρδους και Άραβες και νίκησε κατά κράτος τους Τουρκομάνους στην Ra s al-aiyil, στις 21 Απριλίου 1044, ενώ οι επιζώντες των ηττημένων (περίπου πέντε χιλιάδες) υποχώρησαν στο Diyar Bakr. Εκεί, παροτρύνθηκαν από τον Toğrul να κατευθυνθούν στο Αζερμπαϊτζάν και να διεξαγάγουν επιδρομές στο Βυζάντιο, αφήνοντας τις μουσουλμανικές περιοχές. Οι Τουρκομάνοι λεηλάτησαν τις περιοχές του Paghin και του T lkhum και για να επιστρέψουν στα εδάφη τους, προωθήθηκαν προς βορρά στη Βαασπρακανία, που αποτελούσε τη μοναδική ασφαλή διαδρομή. Στη συνέχεια, όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Σκυλίτζης, ζήτησαν να τους επιτραπεί διέλευση, αλλά ο διοικητής Στέφανος Λειχούδης αρνήθηκε, οπότε ακολούθησε σύγκρουση (κατά τον Ματθαίο Εδέσσης, στο Archēsh/Αρτζές), στην οποία ο Βυζαντινός διοικητής ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Cl. Cahen, Qutlumush 19. P. Gautier, Bryennios 98, σημ. 4. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , 151. Όσον αφορά την πόλη Πάσαρ ἐν Χωρασμίοις, αυτή βρισκόταν στο Khwarasm (περιοχή στις νότιες ακτές της λίμνης Αράλης), αλλά δεν έχει ταυτιστεί από τους ερευνητές. Βλ. Cl. Cahen, Qutlumush 23. P. Gautier, Bryennios 98, σημ. 5. Ο W. Felix υποστήριξε ότι ενδεχομένως να πρόκειται για την αρχαία Περσέπολη: W. Felix, Islamische Welt 175, σημ Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 151, σημ Ιωάννης Σκυλίτζης : «στέλλει πρεσβευτὰς πρὸς αὐτόν [...] ὁ δὲ τοὺς πρέσβεις δεξάμενος». Πρβλ. Γεώργιος Κεδρηνός, Β : «στέλλει πρὸς αὐτόν πρεσβευτὰς [...] ὁ δὲ τοὺς πρέσβεις δεξάμενος». Νικηφόρος Βρυέννιος : «πρεσβεύεται πρὸς τὸν τῆς χώρας ἄρχοντα [...] ὁ δὲ τοῖς πρεσβεῦσιν ἐντυχὼν». Ιωάννης Ζωναράς, Γ : «διαπρεσβεύεται πρὸς τὸν τῆς Μηδίας ἄρχοντα...». 67 Ματθαίος Εδέσσης 74, ο οποίος αποτυπώνει σωστά την πορεία των Τουρκομάνων, αλλά θεωρεί, όπως ο Ιωάννης Σκυλίτζης, ότι ολόκληρη η επιχείρηση αποτελούσε εκστρατεία μετά από εντολή του Toğrul μάλιστα, ονοματίζει τους Τούρκους στρατηγούς ως Poghi, Puki και Anazughli. Ακόμη, παραδίδει ότι ο αιχμάλωτος Λειχούδης («κατεπάνω Στέφανος») ο- δηγήθηκε στην πόλη Her, όπου πέθανε μετά από πολλά βασανιστήρια και η σωρός του εξαγοράστηκε από τους δικούς του έ- ναντι dahekan. Πρβλ. Smbat Sparapet 21. Βλ. Cl. Cahen, Qutlumush 19. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Για 52

54 Αντιθέτως, η ήττα του Kutulmish έλαβε χώρα πολλά χρόνια αργότερα. Όταν το 1055 ο Toğrul εκστράτευσε στη Βαγδάτη εναντίον του στρατιωτικού διοικητή της και υπηρέτη των Μπουιδών, Arslan al-basasiri, για να διεκδικήσει την κυριαρχία στο Ιράκ, όρισε τον Kutulmish διοικητή στην περιοχή της Μοσούλης. Ο τελευταίος, όμως, το 1056 ή 1057 (9 Ιανουαρίου 1057, κατά τον Ibn al-athir), ηττήθηκε κοντά στο Sindjar από τον al-basasiri (που είχε στο μεταξύ εκδιωχτεί από τη Βαγδάτη) και τον Άραβα εμίρη Dubais bin Ali, χάνοντας μάλιστα χίλιους διακόσιους άνδρες στο πεδίο της μάχης. Ο Kutulmish ακολούθως υποχώρησε στο Sindjar και μετά στο Αζερμπαϊτζάν. Η ήττα του δεν προκάλεσε την οργή του Toğrul, αφού λίγους μήνες αργότερα, σύμφωνα με τον Ibn al-athir, συναντάται ακόμη στο πλευρό του Σελτζούκου ηγεμόνα, κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας του τελευταίου εναντίον της Μοσούλης: ο Kutulmish ζήτησε από τον Toğrul να εκδικηθεί την κακομεταχείρισή του από τους κατοίκους του Sindjar, κατά την προαναφερθείσα υποχώρησή του. Παρόλα αυτά, κατά τον Cl. Cahen, από τότε άρχισαν να ψυχραίνονται οι σχέσεις του Kutulmish με τον Toğrul 68. Επομένως, φαίνεται πιθανό ότι οι συνομιλίες των Τούρκων με τους Βυζαντινούς στη Βαασπρακανία, το 1045, που παραδίδει ο Ιωάννης Σκυλίτζης, δεν αποτελούσαν, στην πραγματικότητα, ανταλλαγή πρεσβειών ανάμεσα σε έναν αξιωματικό των Σελτζούκων και έναν Βυζαντινό διοικητή, αλλά συνομιλίες ανάμεσα στον τελευταίο και μια ομάδα Τουρκομάνων, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ανεξάρτητων από τους Σελτζούκους. Η επόμενη σημαντική τουρκική επίθεση στα εδάφη της αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκε το 1048, μετά από εντολή του Toğrul. Έτσι, με την πράξη αυτή ο Σελτζούκος ηγεμόνας ουσιαστικά υιοθέτησε «για πρώτη φορά πολιτική στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την αυτοκρατορία» 69. Αρχηγός της εκστρατείας ορίστηκε ο ονομαζόμενος από τον Ιωάννη Σκυλίτζη «Ασάν ο Κωφός», ανιψιός του Toğrul 70. Το τουρκικό στράτευμα, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, αριθμούσε (αριθμός που φαίνεται υπερβολικός) και είχε ως διαταγή να κυριεύσει τη Βαασπρακανία. Κατά τον χρονογράφο, οι Τούρκοι έφτασαν στη Βαασπρακανία δια μέσου του Tabriz (Ταβρέζιον, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη) και της Τιφλίδας του Καυκάσου (Τεφλίς, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη) 71. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πολυπληθείς εισβολείς, ο κατεπάνω της Βαασπρακανίας Ααρών Ραδομηρός κάλεσε σε βοήθεια τον δούκα του Ανίου και της Ιβηρίας Κατακαλών Κεκαυμένο 72. Ωστόσο, τα υπάρχοντα στρατεύματα ακόμα και μετά την ά- το χρονολογικό σφάλμα του Ιωάννη Σκυλίτζη σχετικά με τη συγκεκριμένη σύγκρουση, βλ. και J. Shepard, Scylitzes on Armenia (και σημ. 31). 68 Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 106, Bar Εβραίος 209. Βλ. Cl. Cahen, Qutlumush Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 148, σημ Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Η συγκεκριμένη προσωπικότητα δεν έχει ταυτιστεί με βεβαιότητα από τη σύγχρονη έρευνα όπως παρατήρησε ο Cl. Cahen, δεν είναι γνωστό κάποιο μέλος της οικογένειας των Σελτζούκων με αυτό το όνομα και πιθανώς πρόκειται, στην πραγματικότητα, για τον Hasan υιό του Musa Yabghu ή Baighu, που αναφέρεται από τον al-bundari να κατοικεί στο ανατολικό Χορασάν. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 15, σημ. 1. Πρβλ. W. Felix, Islamische Welt 164, σημ Η Τιφλίδα βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Kur και ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου εμιράτου. Αναλυτικότερα, βλ. V. Minorsky - C. E. Bosworth, Tiflis Η αδυναμία αυτή του Ααρών να αντιμετωπίσει μόνος τους εισβολείς οφειλόταν, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, στην α- πόσυρση βυζαντινών στρατευμάτων από τα σύνορα με διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ, προκειμένου να αντιμε- 53

55 φιξη του Κεκαυμένου δεν επαρκούσαν, οπότε οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τέχνασμα και νίκησαν τους επιδρομείς κατά κράτος, ενώ ο Ασάν ήταν ανάμεσα στους πρώτους που σκοτώθηκαν. Οι λίγοι Τούρκοι επιζώντες κατέφυγαν στο Αζερμπαϊτζάν 73. Το ίδιο έτος, ο Toğrul έστειλε εναντίον των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας νέο, μεγαλύτερο στράτευμα με επικεφαλής τον Ibrahim Inal. Μάλιστα, κατά τον Ibn al-athir, ο Ibrahim Inal έ- στειλε συγχρόνως και μια πολυπληθή ομάδα Τουρκομάνων σε επιδρομές, η οποία είχε προηγουμένως φτάσει στα εδάφη του από την Τρανσοξιανή και την οποία δεν μπορούσε ο ίδιος να θρέψει. Η ομάδα αυτή διεξήγαγε επιδρομή στο Μαντζικέρτ, στη Θεοδοσιούπολη, στο Qaliqala και στην Τραπεζούντα και κατά την άποψη του Γ. Λεβενιώτη, δρούσε ως αντιπερισπασμός για την επιδρομή του Ibrahim Inal 74. Ο στρατός του τελευταίου, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη (που αποκαλεί Αβράμιο Αλείμ τον Τούρκο αρχηγό), αποτελούνταν από Τούρκους, Καβείρους και Διλιμνίτες και αριθμούσε, σύμφωνα με τη μάλλον υπερβολική μαρτυρία του Βυζαντινού χρονογράφου, άνδρες 75. Στο μεταξύ, οι Βυζαντινοί διοικητές Κατακαλών Κεκαυμένος και Ραδομηρός Ααρών συμφώνησαν να αντιμετωπίσουν από κοινού τον εχθρό. Μετά από διαβουλεύσεις, οι Βυζαντινοί αποφάσισαν να οχυρωθούν στα φρούρια της περιοχής και παράλληλα να ειδοποιήσουν τον αυτοκράτορα για την τουρκική επίθεση. Έτσι, υποχώρησαν στην πεδιάδα Ordoru (Ουρτρού, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη) στην Ιβηρία και επιπλέον συγκέντρωσαν τον άμαχο πληθυσμό στα κάστρα της περιοχής 76. Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε για την επίθεση, έστειλε μήνυμα στον τοπάρχη της Μεσχίας Λιπαρίτη να σπεύσει προς βοήθεια των Βυζαντινών στρατηγών και ειδοποίησε τους ίδιους να μην ενεργήσουν πριν φτάσει ο Λιπαρίτης 77. Ακολούθως, ο τωπιστεί ο Τορνίκιος, που είχε στασιάσει το προηγούμενο έτος (1047). Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 15. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 78, 480, σημ. 40. Πρβλ. J. Haldon, Approaches 56. Για το κίνημα του Τορνίκιου, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ι- στορία, Β Ιωάννης Σκυλίτζης , Γεώργιος Κεδρηνός, Β , Aristakēs Lastivertc i Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 68, ο οποίος αναφέρει μόνο ότι πραγματοποιήθηκε μια αποτυχημένη εκστρατεία από έναν συγγενή του Toğrul. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 15. Του ιδίου, Qutlumush 19-20, όπου ο ερευνητής υπέθεσε ότι ίσως η εκστρατεία του Ασάν να σχετιζόταν με τις ε- πιχειρήσεις του Kutulmish, που δρούσε στην ευρύτερη περιοχή και που, το , είχε επιτεθεί στους Shaddādid (/Σανταντίδες) της Ganğa. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 78. J. Shepard, Scylitzes on Armenia W. Felix, Islamische Welt 164 (και σημ. 95), που θεώρησε ότι το πεδίο δράσης των Τούρκων, στη διάρκεια της συγκεκριμένης επιδρομής ήταν προς Βορρά στη Sper, στο Taik και στο Aršarunik, βορειοδυτικά στις κοιλάδες της Basean και της Θεοδοσιούπολης ως τα όρια της Χαλδίας, και τέλος, προς Νότο στο Tarawn, στη Hašteank και στη Xorjean. İ. Kafesoglu, Seljuks 40, που επίσης συνέδεσε την εκστρατεία του Ασάν με τις επιχειρήσεις του Kutulmish. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Τέλος, σύμφωνα με τους M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 59, σημ. 2-5, το Sper ήταν περιφέρεια της Άνω Αρμενίας ανατολικά της Χαλδίας στον άνω ρου του ποταμού Čoroχ το Aršarunik αποτελούσε περιφέρεια της επαρχίας του Ayrarat στον Άνω Άραξι η Hašteank επίσης βρισκόταν στο Ayrarat, κατά μήκος του ποταμού Αρσανία και τέλος, η Xorjean ήταν επαρχία βορείως της Hašteank. 74 Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 67. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Κατά τον W. Felix, οι Κάβειροι ήταν ένας λαός που εμφανίζεται, τον 9 ο αιώνα, στον Καύκασο και πιθανώς επρόκειτο για τους Καβάρους, που αναφέρονται να επαναστατούν εναντίον των Χαζάρων. Οι Διλιμνίτες ήταν οι κάτοικοι του Daylam, που από το 1042 είχαν αναγνωρίσει την επικυριαρχία των Σελτζούκων. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 166, σημ Επίσης, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 90, ο οποίος θεώρησε ότι οι δύο αυτές ονομασίες δηλώνουν Τουρκομάνους στρατιώτες. Επιπλέον, για τους Διλιμνίτες, βλ. V. Minorsky, Daylam Κατά τον W. Felix, Islamische Welt 166, σημ. 102, η πεδιάδα Ordoru βρίσκεται στην περιοχή της Basean. 77 Ο Λιπαρίτης ήταν στρατηγός του βασιλιά της Ιβηρίας-Αβασγίας Bagrat Δ (Παγκρατίου, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη) ( ), με τον οποίο είχε φτάσει σε ανοικτή διένεξη. Μετά την παρέμβαση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ ο Bagrat και ο Λιπαρίτης συμβιβάστηκαν: ο πρώτος παρέμεινε βασιλιάς και ο δεύτερος αναγνωρίστηκε άρχων του σημαντικό- 54

56 Ibrahim Inal, μετά την άφιξή του στην Ιβηρία και μετά από μια μάταιη καταδίωξη της βυζαντινής στρατιάς, στράφηκε εναντίον της πλούσιας, αλλά όχι πολύ οχυρής, πόλης του Arcn (Άρτζε, στις βυζαντινές πηγές) 78. Οι Βυζαντινοί στρατηγοί είχαν ειδοποιήσει τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν στην οχυρωμένη, γειτονική Θεοδοσιούπολη. Οι κάτοικοι ωστόσο προτίμησαν να παραμείνουν στην πόλη και να αντισταθούν. Μετά από έξι ημέρες πολιορκίας, το Άρτζε κυριεύτηκε και ακολούθησαν σφαγή και λεηλασία, που οι πηγές της εποχής περιγράφουν με δραματικό τρόπο 79. Μετά την άλωση του Άρτζε και την αποκόμιση τεράστιας λείας, οι επιδρομείς αναζήτησαν εκ νέου τη βυζαντινή στρατιά. Ο Λιπαρίτης είχε ήδη συναντήσει τους Βυζαντινούς στρατηγούς και είχαν πλέον στρατοπεδεύσει μαζί στους πρόποδες ενός όρους, στο φρούριο Kaputru (Καπετρόν, στις βυζαντινές πηγές) 80. Μόλις ο Ibrahim Inal εντόπισε τους Βυζαντινούς, οι δύο στρατιές παρατάχτηκαν για μάχη, που έλαβε χώρα στις 19 Σεπτεμβρίου Στα δεξιά της βυζαντινής παράταξης βρισκόταν ο Κεκαυμένος, στο μέσο ο Λιπαρίτης και στα αριστερά ο Ααρών Ραδομηρός. Απέναντι από τον πρώτο βρισκόταν ο Ibrahim Inal, απέναντι από τον Λιπαρίτη ο ετεροθαλής αδελφός του Ibrahim Inal, Ασπάν Σαλάριος και απέναντι από τον Ααρών ο Χωροσάντης 82. Η μάχη φαίνεται πως είχε αμφίρροπη έκβαση. Οι μαρτυρίες για τη μάχη διαφέρουν σε κάποιον βαθμό μεταξύ τους, αλλά οι περισσότερες πηγές (Μιχαήλ Ατταλειάτης, Aristakēs Lastivertc i, Ματθαίος Εδέσσης, Ibn al-athir) συγκλίνουν στο ότι η μάχη κατέληξε σε βυζαντινή ήττα. Αντίθετα, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη (καθώς και τον Γεώργιο Κεδρηνό και τον Ιωάννη Ζωναρά, που τον ακολουθούν), τα δύο βυζαντινά άκρα υπό τον Κεκαυμένο και τον Ραδομηρό έ- τρεψαν τους αντιπάλους τους σε φυγή και τους καταδίωξαν, σκοτώνοντας και τον Χωροσάντη. Στο κέντρο, όμως, ο Λιπαρίτης αιχμαλωτίστηκε (μαζί με άλλους Ίβηρες) και οι Τούρκοι παίρνοντάς τον μαζί τερου μέρους της περιοχής της Μεσχίας υπό την επικυριαρχία του Bagrat. Για τον βίο του, βλ. Ιωάννης Σκυλίτζης W. Felix, Islamische Welt , σημ Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 91-92, σημ. 437 με την ανάλογη βιβλιογραφία. 78 Το Άρτζε βρισκόταν πιθανώς 15 χλμ. νοτιοδυτικά της Θεοδοσιούπολης. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 167, σημ Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Aristakēs Lastivertc i Ματθαίος Ε- δέσσης 76-77, ο οποίος αναφέρει ότι μπροστά στα τείχη του Άρτζε έλαβε χώρα μια μάχη ανάμεσα στους Αρμένιους υπερασπιστές της πόλης και τους επιδρομείς, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να τραπούν σε φυγή. Επίσης, αναφέρει ότι μαζί με τον I- brahim Inal στρατηγός των Τούρκων σ αυτήν την εκστρατεία ήταν και ο Kutulmish. (Σχετικά μ αυτό, ο Cl. Cahen, Qutlumush 20 επεσήμανε ότι αν και δυνατό λόγω της εγγύτητας του Kutulmish στην περιοχή, φαίνεται μάλλον απίθανο γιατί δεν αναφέρεται από άλλη πηγή. Πρβλ. W. Felix, Islamische Welt 168, σημ. 108). Ιωάννης Ζωναράς. Γ Smbat Sparapet 22. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration W. Felix, Islamische Welt İ. Kafesoglu, Seljuks 40, που φαίνεται να αποδέχεται την πληροφορία του Ματθαίου Εδέσσης ότι ο Kutulmish συνόδευε τον Ibrahim Inal. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Το Καπετρόν βρισκόταν στη Basean κοντά στην πεδιάδα Ordoru και στην Ōkōmi (/Καστροκώμη/Οκώμιον), στην περιφέρεια του Arjovit. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 168, σημ Πρβλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 93, σημ Φαίνεται πως υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους ερευνητές για τη χρονολογία της μάχης. Κάποιοι ερευνητές, όπως ο Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 78, ο Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β 522, ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 26, ο J. Haldon, Approaches 56 και άλλοι θεώρησαν ότι η εκστρατεία και η μάχη έλαβαν χώρα το Αντίθετα, οι M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 70, σημ. 1, ο J. Shepard, Scylitzes on Armenia , ο W. Felix, Islamische Welt 168, ο Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 94 και άλλοι τις χρονολόγησαν στο Αναλυτικότερα για το ζήτημα, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 94, σημ. 447 (με την ανάλογη βιβλιογραφία). 82 «Ασπάν Σαλάριος» («Ασπάμ Σελάριος» κατά τον Γεώργιο Κεδρηνό, Β ) είναι τίτλος και σημαίνει «αρχηγός του στρατού». Προέρχεται από το περσικό sipāh, δηλαδή στρατός και το salar, δηλαδή εμίρης ή στρατηγός. «Χωροσάντης» («Χωροσανίτης» κατά τον Γεώργιο Κεδρηνό, Β , «Χοροσάνης» κατά τον Ιωάννη Ζωναρά, Γ 639.9) προέρχεται από το Hurāsān-Sālār, δηλαδή «στρατηγός από το Χορασάν». Βλ. W. Felix, Islamische Welt 168 σημ Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

57 τους ενώθηκαν με τους υπόλοιπους δικούς τους και υποχώρησαν στην Καστροκώμη. Οι Βυζαντινοί στρατηγοί έμαθαν αργότερα τι είχε συμβεί και αφού παρέμειναν τη νύκτα στην περιοχή, την επόμενη η- μέρα επέστρεψε ο καθένας στην έδρα του: ο Ραδομηρός επέστρεψε στην πόλη Ιβάν 83 της Βαασπρακανίας και ο Κεκαυμένος στο Ανί. Παράλληλα, ο Ibrahim Inal αρκούμενος στην αιχμαλωσία του Λιπαρίτη πήρε και αυτός το δρόμο της επιστροφής και σε πέντε ημέρες έφτασε στo Ράι, φέρνοντας στον Toğrul τα νέα της αιχμαλωσίας 84. Οι διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση του Λιπαρίτη φαίνεται πως αποτέλεσαν εφαλτήριο για τη διεξαγωγή των πρώτων μαρτυρούμενων από τις πηγές βυζαντινο-σελτζουκικών διπλωματικών επαφών. Οι πηγές που αναφέρουν τις συνομιλίες παραδίδουν διαφορετικές πτυχές τους, καθώς κάθε συγγραφέας ασχολήθηκε με το ζήτημα μόνο που τον αφορούσε. Έτσι, αν συνδυαστούν οι μαρτυρίες τους, θα μπορούσε ενδεχομένως να σχηματιστεί μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για τις διπλωματικές αυτές επαφές. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ μόλις πληροφορήθηκε την αιχμαλωσία του Λιπαρίτη επιχείρησε μέσω της διπλωματικής οδού να πετύχει την απελευθέρωσή του και συγχρόνως να κλείσει ειρήνη 85. Ωστόσο, ο Ματθαίος Εδέσσης (όπως και ο Smbat Sparapet) δηλώνει ότι ο Λιπαρίτης παρέμεινε κοντά στον Toğrul για δύο χρόνια, ενώ και ο Ibn al-athir φαίνεται να τοποθετεί κάποιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην αιχμαλωσία του Λιπαρίτη και τις συνομιλίες για την απελευθέρωσή του. Ο τελευταίος συγγραφέας, μάλιστα, αποδίδει στον Toğrul και όχι στον αυτοκράτορα την πρωτοβουλία για διαπραγματεύσεις σχετικά με την ειρήνη 86. Ως αυτό το σημείο, αν ληφθούν υπόψη, αφ ενός η έντονη επιθυμία του αυτοκράτορα να ελευθερώσει τον Λιπαρίτη 87 και αφ ε- τέρου το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να πραγματοποιηθεί η απελευθέρωση, θα μπορούσε ίσως να υποτεθεί ότι σε όλο αυτό το διάστημα έγιναν απόπειρες από την πλευρά του αυτοκράτορα για 83 Πρόκειται για το Van. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 170, σημ Μιχαήλ Ατταλειάτης Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Aristakēs Lastivertc i Ματθαίος Εδέσσης Ιωάννης Ζωναράς, Γ Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 67-68, 144, ο οποίος εσφαλμένα θεωρεί ότι ο αιχμάλωτος Qarit ήταν ο βασιλιάς της Ιβηρίας. Επίσης, αναφέρει ότι ο Λιπαρίτης, μόλις αιχμαλωτίστηκε, υποσχέθηκε στον Ibrahim Inal dīnār ως λύτρα, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε και προτίμησε να τον οδηγήσει μπροστά στον Toğrul. Smbat Sparapet 23, ο οποίος φαίνεται πως ακολουθεί τον Ματθαίο Εδέσσης. Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 78. J. Shepard, Scylitzes on Armenia , που προτίμησε τις συγκλίνουσες μαρτυρίες των υπόλοιπων συγγραφέων, αντί για εκείνη του Ιωάννη Σκυλίτζη, παρότι η τελευταία είναι λεπτομερέστερη. W. Felix, Islamische Welt (και ιδιαίτερα 169, σημ. 109). Ο συγκεκριμένος ερευνητής έκρινε πιο αξιόπιστους τους συγγραφείς που αναφέρουν βυζαντινή ήττα, καθώς θεώρησε ότι η διήγηση του Ιωάννη Σκυλίτζη περιέχει αντιφάσεις και ότι η αδράνεια των Βυζαντινών μετά τη μάχη, καθώς και η μη καταδίωξη των αντιπάλων φανερώνει πως δεν ήταν σε θέση πλέον να πολεμήσουν. İ. Kafesoglu, Seljuks Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση θεώρησε τη μαρτυρία του Ιωάννη Σκυλίτζη πιο αξιόπιστη σε σχέση με εκείνες των υπολοίπων, γιατί η συγκεκριμένη διήγηση είναι εκτενέστερη όσον αφορά τις πληροφορίες στη διάρκεια της μάχης. 85 Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Ιωάννης Ζωναράς, Γ Ματθαίος Εδέσσης 79. Smbat Sparapet 23. Κατά τον Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 67-68, 73-74, ο Λιπαρίτης ελευθερώθηκε στο έτος Εγίρας 441 ( ), ενώ η μάχη του Καπετρού έλαβε χώρα στο 440 ( ). Επίσης, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 44, σημ. 174, ο οποίος ανέφερε ότι, σύμφωνα με τον Ibn al-athir, η απελευθέρωση έγινε ανάμεσα στις 4 Ιουνίου 1049 και 25 Μαΐου W. Felix, Islamische Welt 170. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Οι Ιωάννης Σκυλίτζης , Γεώργιος Κεδρηνός, Β , Ιωάννης Ζωναράς, Γ και Bar Εβραίος 206 μαρτυρούν την πρόθεση αυτή του Κωνσταντίνου Θ να απελευθερώσει τον Λιπαρίτη, προσφέροντας πλουσιοπάροχα ανταλλάγματα. Ο Bar Εβραίος, μάλιστα (ο οποίος θεωρεί εσφαλμένα ότι ο Λιπαρίτης ήταν αρχικά αιχμάλωτος του Bar Marwan, «κυβερνήτη της Αρμενίας»), αναφέρει ότι οι Βυζαντινοί προσέφεραν μάταια dīnār για εκείνον, ώσπου ο αιχμάλωτος πέρασε στην κατοχή του Toğrul και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Επίσης, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

58 την απελευθέρωση, οι οποίες όμως έμειναν άκαρπες, ώσπου ο Toğrul έδειξε ενδιαφέρον να επιτευχθεί ειρήνη με την αυτοκρατορία. Ο Toğrul, κατά τον Ibn al-athir, αφού κατέστειλε τη στάση του Ibrahim Inal που είχε ξεσπάσει λίγο νωρίτερα και αφού απαίτησε από τον εμίρη του Diyar Bakr, Nasr al-dawla ibn Marwan, να αρχίσει να κηρύσσει την khutba 88 στο όνομα του ίδιου (του Toğrul), έστειλε στον αυτοκράτορα ένα μεγαλόπρεπο δώρο και ζήτησε τη σύναψη συνθήκης, αίτημα το οποίο ο αυτοκράτορας δέχτηκε. Ο τελευταίος, φαίνεται ότι έσπευσε να αδράξει την ευκαιρία, για να προωθήσει το ζήτημα του Λιπαρίτη, γιατί, σύμφωνα με τον Ibn al-athir, ζήτησε από τον Nasr al-dawla να μεσολαβήσει στον Toğrul, ώστε να μπορέσει να εξαγοραστεί ο Λιπαρίτης («ο Βασιλιάς των Γεωργιανών») έναντι λύτρων. Ο Nasr al-dawla έστειλε τότε στον Toğrul τον «Σεΐχη του Ισλάμ» Abu Abd Allah ibn Marwan, για να συνομιλήσει σχετικά με το θέμα 89. Κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη, που δεν αναφέρει καμία μεσολάβηση, ο Κωνσταντίνος Θ έστειλε α- πευθείας στον Toğrul τον Γεώργιο Δρόσο, που ήταν υπογραμματεύς του Ααρών Ραδομηρού, μαζί με πολυτελή δώρα και λύτρα και έχοντας ως στόχο την απελευθέρωση του αιχμαλώτου και τη σύναψη σπονδών ειρήνης 90. Σ αυτό το σημείο, αξίζει να εξεταστεί σύντομα η επιλογή της συγκεκριμένης προσωπικότητας για τη διπλωματική αποστολή. Σύμφωνα με σφραγίδες που βρέθηκαν, ο Γεώργιος Δρόσος ήταν επίσης εκείνη την περίοδο πατρίκιος, ανθύπατος και κριτής επί του ιπποδρόμου στη Χαλδία και στην Derjan. Λόγω του αξιώματος αυτού, κατά την άποψη του Γ. Λεβενιώτη, ο Γεώργιος Δρόσος επιλέχτηκε για τη συγκεκριμένη αποστολή 91. Πρέπει να παρατηρηθεί επιπλέον ότι, όπως υποστήριξε ο A. Guillou, τα μέλη των βυζαντινών πρεσβειών επιλέγονταν σύμφωνα με «την ποιότητα των συνδιαλεγομένων». Παραδείγματος χάρη, η αυτοκράτειρα Ειρήνη είχε στείλει δύο ανώτατους αξιωματούχους, τον σακελλάριο Κωνσταντίνο και τον πριμικήριο Σταυράκιο, με σκοπό να διαπραγματευτούν τον γάμο του Κωνσταντίνου Στ με μια θυγατέρα του Καρόλου του Μεγάλου και αργότερα, το 781, η ίδια αυτοκράτειρα είχε στείλει τον λογοθέτη του δρόμου, τον μάγιστρο Πέτρο και τον δομέστικο Αντώνιο στον Χαρούν αλ-ρασίντ 92. Έτσι, εφόσον ληφθούν τα παραπάνω υπ όψη, θα μπορούσε να συναχτεί ίσως ότι ο Toğrul, για τους Βυζαντινούς στην εποχή του Κωνσταντίνου Θ, κατείχε θέση στην ιεραρχία των ηγεμόνων, με τους οποίους σχετιζόταν η αυτοκρατορία, αλλά όχι πολύ υψηλή. 88 H khutba είναι το κήρυγμα που κάνει ο khatīb, πριν την προσευχή της Παρασκευής. Ήταν συνηθισμένο, στη διάρκειά της να μνημονεύεται το όνομα του μουσουλμάνου ηγεμόνα, αν και αυτό δεν ήταν υποχρεωτικό από τον νόμο. Ασφαλώς, η αναφορά του ονόματος του ηγεμόνα είχε μεγάλη σημασία, αφού μαρτυρούσε τις πολιτικές πεποιθήσεις του khatīb. Αναλυτικότερα για την khutba, βλ. A. J. Wensinck, Khutba Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 73. Πρβλ. Bar Εβραίος 206. Βλ. J. Shepard, Scylitzes on Armenia , σημ. 30. W. Felix, Islamische Welt 170. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Βλ. J. Shepard, Scylitzes on Armenia , σημ. 30. W. Felix, Islamische Welt 170. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 43 (σημ. 171), (με τη σημ. 3534). Για τον κριτή επί του ιπποδρόμου, βλ. παρούσα εργασία, σελ. 185, σημ A. Guillou, Βυζαντινός πολιτισμός

59 Σε κάθε περίπτωση, ο Toğrul, που φαίνεται πως είχε σε εκτίμηση τον Λιπαρίτη 93, τον ελευθέρωσε τελικά και μάλιστα του έδωσε ως δώρο τα λύτρα που είχε στείλει ο αυτοκράτορας για την απελευθέρωσή του. Οι πηγές δεν αποδίδουν κάποιο κρυφό κίνητρο στη γενναιοδωρία αυτή του Toğrul, παρά μόνο την πρόθεσή του να φανεί μεγαλόψυχος κατ εξαίρεση, ο Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρει ότι ο Toğrul ώθησε επιπλέον τον Λιπαρίτη να υποσχεθεί πως δεν θα κινήσει ξανά τα όπλα εναντίον των Τούρκων. Έτσι, όπως παρατήρησε ο W. Felix, οι πηγές χρεώνουν την απελευθέρωση του Λιπαρίτη αφ ενός στην προσωπικότητά του, που εντυπωσίασε τον Toğrul και αφ ετέρου στην πρόθεση του τελευταίου να φανεί γενναιόδωρος, παροτρύνοντας μ αυτόν τον τρόπο τον Λιπαρίτη να κάνει για το μέλλον «μια υπόσχεση πολιτικής καλής συμπεριφοράς» 94. Ο Γ. Λεβενιώτης πρόσθεσε ότι ο Toğrul μάλλον ελευθέρωσε τον Λιπαρίτη, ώστε να προκληθούν έριδες στο βασίλειο της Γεωργίας και να αποδυναμωθεί ο βασιλιάς Bagrat Δ, με τον οποίο ο Λιπαρίτης είχε στο παρελθόν έρθει σε σύγκρουση, όπως προαναφέρθηκε. Στο διάστημα της αιχμαλωσίας του Λιπαρίτη, ο Bagrat Δ είχε επιβληθεί στην Ιβηρία, είχε βοηθήσει τους Βυζαντινούς στην επίθεση στην Ganğa (το Καντζάκιον των βυζαντινών πηγών) και μάλιστα δέχτηκε έκκληση από τους κατοίκους της Τιφλίδας, που βρισκόταν υπό μουσουλμανική επικυριαρχία, να καταλάβει την πόλη 95 τα γεγονότα αυτά ώθησαν τον Toğrul, κατά τον Γ. Λεβενιώτη πάντα, να απελευθερώσει τον Λιπαρίτη, ώστε να δημιουργηθούν διχόνοιες ανάμεσα στους Ίβηρες 96. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Λιπαρίτης μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές και αφού έλαβε πλού- 93 Για την εκτίμηση του Toğrul για τον Λιπαρίτη, που οφειλόταν στη γενναιότητα του τελευταίου, βλ. Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Ἀλλ ὅ γε [ο Toğrul] τοῦτον [τον Λιπαρίτη] ἰδών, καὶ τὸ γένος τούτου μεμαθηκὼς προκατέλαβε γὰρ αὐτὸν ἡ φήμη τῆς τοῦ ἀνδρὸς γενναιότητος, ἤρετο τοῦτον ὅπως δὴ χρηστέον αὐτῷ. Ὁ δὲ βασιλικῶς ἔφη. Καὶ αὐτίκα τῆς δυστήνου τύχης τοῦτον ὁ σουλτάνος ἐλευθεροῖ καὶ πάντων ὧν κατὰ τὸν πόλεμον ἀποβεβλήκει πολλαπλασίονα τὴν ἀντέκτισιν δούς, τὴν πρὸς Ῥωμαίους οὕτω συνεχώρει ἔξοδον, θαυμάσας τὴν τοῦ ἀνδρὸς εὐψυχίαν καὶ τὸ τοῦ φρονήματος εὐσταθές καὶ θελήσας μὴ δεύτερος αὐτοῦ γενέσθαι περὶ τὸ τῆς πράξεως εὐγενὲς καὶ ἀφιλοχρήματον». Επίσης, Ματθαίος Εδέσσης 79, που παραδίδει ότι ο Toğrul γνώριζε για τη γενναιότητα του Λιπαρίτη και τον κράτησε κοντά του δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο τελευταίος «πραγματοποίησε πολλές γενναίες πράξεις σε διάφορους τόπους». Τελικά, συνεχίζει ο Ματθαίος Εδέσσης, ο Λιπαρίτης νίκησε και σκότωσε μπροστά στον Toğrul έναν ισχυρό και γενναίο Αιθίοπα, με αποτέλεσμα ο Toğrul να τον ελευθερώσει και να τον στείλει πίσω στην αυτοκρατορία με πολλά δώρα. Ο Smbat Sparapet 23 επίσης αναφέρει ότι μετά από δύο χρόνια ο Toğrul ελευθέρωσε τον Λιπαρίτη εκτιμώντας τη γενναιότητά του. Επίσης, βλ. W. Felix, Islamische Welt 170. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 44, σημ Μιχαήλ Ατταλειάτης Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Aristakēs Lastivertc i 72, ο οποίος αναφέρει ότι ο Λιπαρίτης ήταν αιχμάλωτος του Χαλίφη και όχι του Toğrul. Επίσης, δεν αναφέρει τα αίτια για τα οποία ελευθερώθηκε ο Λιπαρίτης. Ματθαίος Εδέσσης 79, που αναφέρει ότι ο Toğrul τον ελευθέρωσε λόγω της γενναιότητας που έδειξε. Ιωάννης Ζωναράς, Γ , που αναφέρει μόνο την υπόσχεση του Λιπαρίτη να μην στραφεί ξανά εναντίον των Τούρκων. Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 73, 144, που αποδίδει την απελευθέρωση στη γενναιοδωρία του Toğrul. Bar Εβραίος 206. Smbat Sparapet 23, ο οποίος αποδίδει την απελευθέρωση στη γενναιότητα του Λιπαρίτη. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 170 (και σημ. 113). İ. Kafesoglu, Seljuks 41. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Η βυζαντινή εκστρατεία στην Ganğa εναντίον του εμίρη του Dvin (Τίβιο, στις βυζαντινές πηγές) Abu l-aswār πραγματοποιήθηκε στο διάστημα της αιχμαλωσίας του Λιπαρίτη. Η αυτοκρατορία είχε συνάψει συνθήκη ειρήνης μαζί του το 1047, αλλά δυο χρόνια αργότερα, ο εμίρης διεξήγαγε επιδρομές στα εδάφη του Βυζαντίου, παραβιάζοντας τη συνθήκη. Κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη, εναντίον του εμίρη στάλθηκε ο ραίκτωρ Νικηφόρος, ο οποίος ανάγκασε τον εμίρη να ανανεώσει τη συνθήκη και να δώσει επιπλέον ως όμηρο τον υιό του ανιψιού του. Η βυζαντινή στρατιά προέλασε, μάλιστα, ως τη γειτονική Ganğa και απέτρεψε την κατάκτησή της από τις σελτζουκικές δυνάμεις, που την πολιορκούσαν από το Βλ. Ιωάννης Σκυλίτζης , ο οποίος εσφαλμένα χρονολογεί την εκστρατεία μετά την πολιορκία του Μαντζικέρτ από τον Toğrul. Γεώργιος Κεδρηνός, Β W. Felix, Islamische Welt (και σημ. 115). Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση και ιδιαίτερα, σημ. 470 για τις προτάσεις των ερευνητών σχετικά με τη χρονολογία της εκστρατείας. 96 Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 44 (σημ. 174), 99 (και σημ. 480). Ο ερευνητής, αναφερόμενος στη δράση του Bagrat Δ στην Ιβηρία μετά την αιχμαλωσία του Λιπαρίτη, παραπέμπει στο έργο «K art lis Cxovreba», δηλαδή «Χρονικό της Γεωργίας». 58

60 σια δώρα από τον αυτοκράτορα, του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Ιβηρία και κατά τον Γ. Λεβενιώτη, να επιβληθεί εκεί σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, ο Κωνσταντίνος Θ προέβη σ αυτήν την πράξη, ε- πειδή η αύξηση του τουρκικού κινδύνου στο ανατολικό σύνορο, η πρόσφατη εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της αυτοκρατορίας στην περιοχή του Ανίου (1045), οι θεολογικές διαφορές, αλλά και τα μέτρα που ο αυτοκράτορας σκόπευε να λάβει στην περιοχή της Μεγάλης Αρμενίας, του επέβαλλαν «τον προσεταιρισμό των ισχυρών Αρμενίων και Γεωργιανών της περιοχής» 97. Οι διπλωματικές επαφές, όμως, των Βυζαντινών με τους Σελτζούκους δεν σταμάτησαν εκεί, αλλά συνεχίστηκαν με σκοπό τη σύναψη συνθήκης ειρήνης, σηματοδοτώντας, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, την έναρξη των σχέσεων του αυτοκράτορα με τον σουλτάνο, οι οποίες, στο μέλλον, θα ανανεώνονταν συνεχώς: «Ἐξ ἐκείνου τοίνυν ἀρχὴν ὁ τοῦ σουλτάνου μετὰ τοῦ Ῥωμαίων βασιλέως παρέλαβε σύλλογος καὶ παρ ἑκατέρων πρέσβεις πρὸς ἀλλήλους ἐπέμποντο καὶ δεξιώσεις ὡσαύτως τὴν φιλίαν ἀνανεούμεναι» 98. Ο αυτοκράτορας έσπευσε να στείλει πλούσια δώρα στον σουλτάνο. Ο Bar Εβραίος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ δώρισε στον Toğrul δέματα μεταξένιου υφάσματος, 500 κομμάτια από άλλα αντικείμενα, 500 ίππους, τριακόσιους όνους και αίγες με μαύρα μάτια και κέρατα, που ήταν μεγάλες σαν όνοι. Ο Ibn al-athir αναφέρει ότι τα δώρα του αυτοκράτορα ήταν πιο πλούσια απ ότι στο παρελθόν: μανδύες από πολύτιμο ύφασμα, άλλοι 500 διαφόρων ειδών, 500 ίπποι και άλλα ζώα, dīnār, 100 ράβδοι αργύρου, 300 ημίονοι Shihri, 300 αιγυπτιακοί όνοι και αίγες με λευκό δέρμα, μαύρα μάτια και κέρατα. Εκτός απ αυτά, ο αυτοκράτορας διέταξε την επισκευή του μουσουλμανικού τεμένους της Κωνσταντινούπολης, που βρισκόταν σε κακή κατάσταση, κρέμασε φώτα στο εσωτερικό του, επισκεύασε τον μιναρέ του τεμένους και μέσα στο mihrab τοποθέτησε ένα τόξο και ένα βέλος, δηλαδή το βασιλικό έμβλημα του Toğrul, κατά τον F. Sümer 99. Εκτός από την επισκευή του τεμένους, επέτρεψε την επαναλειτουργία του, διόρισε ιμάμηδες να προσεύχονται, τους οποίους πλήρωνε ο ίδιος και τέλος, το κυριότερο, όρισε να τελείται η khutba στο όνομα του Toğrul και του σουννίτη χαλίφη al-qā im, αντί για τον σιίτη χαλίφη του Καΐρου, al-mustansīr bin Allāh ( ). Με την ενέργεια αυτή, όπως έχει επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα, ο αυτοκράτορας ουσιαστικά αναγνώριζε πλέον τον al-qā im (αντί για τον al-mustansīr) ως ανώτατη θρησκευτική αρχή των μουσουλμάνων και τον Toğrul ως ανώτατο πολιτικό ηγέτη των σουννιτών Μιχαήλ Ατταλειάτης Ματθαίος Εδέσσης 79. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 44, σημ Για την προσάρτηση του Ανίου και τις μεταρρυθμίσεις του Κωνσταντίνου Θ στην περιοχή, βλ. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Οργανωτικά μετρα passim. Επίσης, Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Για τις θρησκευτικές αντιθέσεις, βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Μιχαήλ Ατταλειάτης Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διπλωματικές επαφές της αυτοκρατορίας με τα διάφορα τουρκικά φύλα (εκτός των Σελτζούκων) ανάγονται ήδη στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο και μάλιστα μαρτυρούνται επαφές με τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας στον 6 ο αιώνα: Βλ. Μένανδρος Προτίκτωρ , , , , Z. Udaltsova - G. Litavrin - I. Medvedev, Διπλωματία Μ. Κορδώσης, Δρόμος προς την Ανατολή Ωστόσο, οι Sp. Vryonis - A. Kazhdan, Central Asia, ODB 398 θεώρησαν ότι οποιεσδήποτε επαφές ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Κεντρική Ασία διακόπηκαν μετά την αραβική εξάπλωση. 99 Το mihrab είναι η αψίδα της προσευχής μέσα στο τέμενος. Αναλυτικότερα, βλ. G. Fehérvári, Mihrāb Bar Εβραίος 206. Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 73-74, 144. Cl. Cahen, Première Pénétration 16. Βλ. F. Sümer, Turks in Eastern Asia Minor 439. W. Felix, Islamische Welt İ. Kafesoglu, Seljuks 41. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 44-59

61 Οι Ibn al-athir και Bar Εβραίος δίνουν την εντύπωση πως οι παραχωρήσεις αυτές του Κωνσταντίνου Θ σχετικά με το τέμενος της Κωνσταντινούπολης και την khutba συνέβησαν αυθόρμητα, ως δείγμα καλής θέλησης και ως επακόλουθο της προαναφερθείσας μεγαλοψυχίας του Toğrul στο ζήτημα του Λιπαρίτη. Αυτήν την άποψη φαίνεται πως δέχτηκε και ο W. Felix 101, αλλά κάτι τέτοιο θα πρέπει να α- ντιμετωπιστεί με προσοχή, αν ληφθούν υπ όψη οι καλές σχέσεις που διατηρούσε εκείνη την εποχή ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ με τους αντιπάλους των Σελτζούκων, τους Φατιμίδες 102. Φαίνεται απίθανο ότι ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας θα διακινδύνευε τη φιλία των Φατιμιδών μόνο και μόνο για να κάνει καλή εντύπωση στον Toğrul. Η Στ. Χονδρίδου, μάλιστα, που θεώρησε ότι οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με την Αίγυπτο διαταράχτηκαν επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας και όχι επί Κωνσταντίνου Θ, αμφισβήτησε ότι η αλλαγή στην Προσευχή πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων συνομιλιών 103. Έτσι, ακόμη και αν η επισκευή του τεμένους της Κωνσταντινούπολης πραγματοποιήθηκε ως δείγμα καλής θέλησης, η τέλεση, τουλάχιστον, της khutba στο όνομα του Toğrul θα πρέπει να προέκυψε μετά από διαπραγματεύσεις και σύμφωνα με αίτημα των Σελτζούκων 104. Παρόλα αυτά, η παραχώρηση του αυτοκράτορα σχετικά με την khutba δεν πρέπει να κράτησε πολύ, καθώς οι διαπραγματεύσεις έμειναν τελικά χωρίς αποτέλεσμα 105. Όπως παραδίδει ο Ιωάννης Σκυλίτζης, μετά τη συμφωνία για την έναρξη διαπραγματεύσεων, ο Toğrul έστειλε στον αυτοκράτορα έναν απεσταλμένο. Αυτός κατείχε τον τίτλο του «σέριφου», δηλαδή ήταν για τον χαλίφη, κατά τον Βυζαντινό χρονογράφο, ό,τι ο σύγκελλος για τον πατριάρχη. Ο W. Felix υπέθεσε ότι ίσως ο συγκεκριμένος σέριφος ήταν ο Šarīf Nāghija ibn Ismā īl al-hasanī, που αναφέρεται από τον al-qādī ar Rašīd ως απεσταλμένος του Toğrul στον Μιχαήλ Στ, το Ο σέριφος αυτός παρουσιάστηκε σε ακρόαση μπροστά στον Κωνσταντίνο Θ, αλλά φάνηκε υπεροπτικός και αδιάλλακτος και απαίτησε από τον αυτοκράτορα την καταβολή φόρου υποτέλειας στον Toğrul. Όπως παρατήρησε ο Γ. Λεβενιώτης, στην πραγματικότητα, μάλλον επρόκειτο για πάκτα και όχι για φόρο υποτέλειας. Η απαίτηση, πάντως, απορρίφθηκε από τον 45. Όσον αφορά την χρονολογία της επαναλειτουργίας του τεμένους, ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τον Cl. Cahen, Diplomatie 13, αυτό λειτουργούσε ήδη από το 1037 και η khutba τελούνταν στο όνομα του Φατιμίδη χαλίφη. 101 W. Felix, Islamische Welt Τουλάχιστον, έτσι φαίνεται από τη διατύπωση του κειμένου: «Diese Haltung Tughril Begs bewirkte, dass Konstantin IX. die Moschee in Konstantinopel wieder erneuern und auf einige Zeit darin trotz fātimidischen Missvergnugens das Kanzelgebet für Tughril Begs nominellen Oberherren, den abbāsidischen Chalifen al-qā im, verrichten liess». 102 Για τις σχέσεις αυτές θα γίνει λόγος παρακάτω. 103 Στ. Χονδρίδου, Κωνσταντίνος Θ Ο Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 45 φαίνεται να θεωρεί ότι η επαναλειτουργία του τεμένους και η τέλεση της khutba στο ό- νομα του Toğrul υπήρξαν αποτέλεσμα συζητήσεων, χωρίς όμως να αναλύει περισσότερο: «Τελικά, συμφωνήθηκε ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους Σελτζούκους η επισκευή, η λειτουργία και ο κατάλληλος φωτισμός του μουσουλμανικού τεμένους στην Κωνσταντινούπολη [...] καθώς και η αντικατάσταση του ονόματος του σιίτη χαλίφη της Αιγύπτου [...] με εκείνα του πιο επίφοβου πλέον Tuğhrul beg και του σουννίτη χαλίφη στο κήρυγμα της Khutba...». 105 Cl. Cahen, Diplomatie 13. W. Felix, Islamische Welt 171, σημ Αναλυτικότερα για το θέμα θα γίνει λόγος παρακάτω. 60

62 αυτοκράτορα, καθώς κρίθηκε ταπεινωτική για την αυτοκρατορία και ο απεσταλμένος αποχώρησε ά- πρακτος, ενώ οι Βυζαντινοί ετοιμάστηκαν να ασφαλίσουν τα ανατολικά τους σύνορα 106. Παρά την αποτυχία των διπλωματικών συνομιλιών, φαίνεται πως η αυτοκρατορία δεν ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Σελτζούκους στα αμέσως επόμενα χρόνια. Εξάλλου, κατά τον W. Felix, ο Toğrul μετά το 1049 ήταν απασχολημένος με πολλά ζητήματα στο Ιράν 107. Ωστόσο, αυτό το γεγονός δεν σημαίνει ότι σταμάτησαν οι τουρκομανικές επιδρομές στα ανατολικά εδάφη της αυτοκρατορίας, όπως μαρτυρεί και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης: «τὸ δὲ ληστρικὸν τῶν Οὔννων οὐκ ἔληγε τῆς ἐπιδρομῆς. καὶ ἡ σκήψις τοῦ σουλτάνου [δηλαδή του Toğrul] ὅτι τινὲς τῶν ἐπὶ τῆς λῃστείας οὐδ αὐτῷ γινωσκόμενοι τὴν ἔ- φοδον δίκην ἀγρίων λύκων πεποίηνται» 108. Σύμφωνα με τον Cl. Cahen, βέβαια, η δήλωση του Toğrul ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τις πολυάριθμες και ανεξέλεγκτες ομάδες των Τουρκομάνων ήταν εν μέρει ειλικρινής από την άλλη πλευρά, όμως, όπως παρατήρησε ο Γ. Λεβενιώτης, ο Toğrul πιθανώς δεν επιθυμούσε να τις ελέγξει, όσο αυτές απασχολούνταν με την αυτοκρατορία 109. Σ αυτήν την περίοδο πρέπει να έλαβε χώρα μια επιδρομή στην πόλη Kars (/Καρς. Κάρσε, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη), που είχε ως αποτέλεσμα την άλωση και λεηλασία της πόλης 110. Η επιδρομή χρονολογείται από τη σύγχρονη έρευνα πιθανώς στο 1053/1054 και μαρτυρείται από τον Aristakēs Lastivertc i 111. Σύμφωνα με τον Cl. Cahen, ο al-azimi επίσης διηγείται την άλωση του Καρς και επιπλέον κατονομάζει ως αρχηγό των επιδρομέων τον Kutulmish. Για την άλωση του Καρς από τον Kutulmish κάνει λόγο και ο Ιωάννης Σκυλίτζης, αλλά, όπως επισημάνθηκε από τον Cl. Cahen και αργότερα από τον W. Felix, ο χρονογράφος κάνει σφάλματα όσον αφορά τη χρονολογία και το υπόβαθρο της επιδρομής. Σχετικά με τη χρονολογία της επιδρομής, ο Ιωάννης Σκυλίτζης την τοποθετεί μετά από εκείνη που διεξήγαγε ο Toğrul στην Αρμενία (κατά την επικρατούσα σήμερα άποψη το 1054), αλλά οι Cl. Cahen και W. Felix προτίμησαν σ αυτό το σημείο τις μαρτυρίες των Aristakēs Lastivertc i και al- Azimi. Επιπλέον, όσον αφορά το υπόβαθρο της επιδρομής του Kutulmish, ο Ιωάννης Σκυλίτζης ι- σχυρίζεται ότι αυτό είχε ως εξής: ο Kutulmish, όπως είχε προαναφερθεί, προσέφερε βοήθεια στον στασιαστή Ibrahim Inal. Όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε, ο Kutulmish κατέφυγε στην Αρμενία με στρατό ζητώντας με αποστολή πρέσβεων τη συμμαχία και φιλία του αυτοκράτορα. Παράλληλα, όμως 106 Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. W. Felix, Islamische Welt 171 (και σημ. 114). İ. Kafesoglu, Seljuks 41. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 44 (και κυρίως σημ. 176), Cl. Cahen, Première Pénétration 16.- W. Felix, Islamische Welt Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρέπει να σημειωθεί, όμως, ότι ο συγκεκριμένος ιστορικός δεν αναφέρει αποτυχία των συνομιλιών, οπότε ίσως εννοεί ότι οι επιδρομές αυτές λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια των διπλωματικών επαφών και ίσως ακόμη ότι αποτέλεσαν ένα από τα αίτια για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Αμέσως μετά, πάντως και χωρίς καμία ε- ξήγηση για την αλλαγή της κατάστασης, αρχίζει να εξιστορεί την εκστρατεία του Toğrul στην Αρμενία (πιθανώς το 1054), για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω. 109 Cl. Cahen, Première Pénétration 16. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Το Καρς ήταν οχυρωμένη πόλη στα δυτικά του Ανίου και από το 962 αποτελούσε έδρα του αρμενικού βασιλείου του Vanand. Στις αρχές του 11 ου αιώνα περιβαλλόταν από βυζαντινές κτήσεις και το 1064 ο τελευταίος ηγεμόνας του, Gagik ( ), μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο, το παρέδωσε στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο Ι Δούκα. Αναλυτικότερα, βλ. W. Barthold - C. J. Heywood, Kars Επίσης, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 116, σημ. 570, για α- ναλυτική βιβλιογραφία. 111 Για τις προτάσεις των ερευνητών σχετικά με τη χρονολογία, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 117, σημ

63 πολιόρκησε και κυρίευσε το Καρς, εκτός από την ακρόπολη, το οποίο και λεηλάτησε. Ακολούθως, επειδή τον καταδίωκε ο Toğrul, κατέφυγε με τον στρατό του στην Ευδαίμονα Αραβία. Οι πληροφορίες αυτές του Ιωάννη Σκυλίτζη έχουν αμφισβητηθεί από τη σύγχρονη έρευνα πρώτον γιατί αντικρούουν εκείνες των ανατολικών πηγών, που αναφέρουν ότι η ρήξη του Kutulmish με τον Toğrul άρχισε μόλις κατά το 1058 (και κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1060 εναντίον του Alp-Arslan) και δεύτερον γιατί οι πληροφορίες αυτές δεν εναρμονίζονται με την πραγματικότητα: παραδείγματος χάρη, η πληροφορία ότι ο Kutulmish χρειαζόταν να ζητήσει άδεια για να καταφύγει στην αυτοκρατορία και ότι επέλεξε ως προορισμό την Ευδαίμονα Αραβία, περνώντας μέσα από τα εδάφη των Φατιμιδών. Έτσι, πιθανότερο φαίνεται ότι ο Kutulmish κυρίευσε το Καρς, όντας ακόμη στην υπηρεσία του Toğrul, καθώς, σύμφωνα με τον al-husaynī (στον οποίο παραπέμπει ο Cl. Cahen ως Συγγραφέα της Zubda), ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας είχε σταλεί και δρούσε στο Αζερμπαϊτζάν. Όσον αφορά την προσφυγή του Kutulmish στον αυτοκράτορα με τη διπλωματική αποστολή, ο Cl. Cahen θεώρησε ότι ο Ιωάννης Σκυλίτζης γνωρίζοντας πως συνέβαιναν πράγματι τέτοιες προσφυγές, τις μπερδεύει με περιστατικά που έλαβαν χώρα σε αυτήν την περίοδο 112. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, η καταδίωξη αυτή του Kutulmish από τον Toğrul είχε ως επακόλουθο μια εισβολή του τελευταίου στην Ιβηρία. Μετά τη δραπέτευση του Kutulmish στην Ευδαίμονα Αραβία, ο Toğrul άρχισε να λεηλατεί την ύπαιθρο της Ιβηρίας. Τότε, ο αυτοκράτορας έστειλε τον «ακόλουθο» Μιχαήλ στην Ιβηρία, με σκοπό να συγκεντρώσει τους διεσπαρμένους στην περιοχή «Φράγγους» και Βαράγγους στρατιώτες και να αντιμετωπίσει τον σουλτάνο. Ο τελευταίος, όμως, μόλις πληροφορήθηκε την προσέγγισή τους, υποχώρησε αμαχητί στο Tabriz 113. Η πληροφορία αυτή δεν αναφέρεται από καμιά άλλη πηγή και επιπλέον, αν ληφθεί υπόψη το υποτιθέμενο αίτιο που την προκάλεσε (δηλαδή η καταδίωξη του Kutulmish), το οποίο φαίνεται μάλλον απίθανο, τότε η συγκεκριμένη μαρτυρία θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με προσοχή. Η σημαντικότερη επιχείρηση, αυτή την εποχή, ήταν η επιδρομή που διεξήγαγε ο ίδιος ο Toğrul στην Αρμενία και που τοποθετείται χρονικά μάλλον στο Στόχος της εκστρατείας του Toğrul, κατά τον Cl. Cahen, ήταν αφ ενός να ενισχύσει τους δεσμούς του με τον Abu Mansūr Wahsūdān ibn Muhammad, ηγεμόνα του Tabriz και με τον Abu l-aswār του Dvin οι δύο αυτοί ηγεμόνες είχαν πρόσφατα αναγνωρίσει τη σελτζουκική επικυριαρχία και ο Toğrul επιθυμούσε μ αυτόν τον τρόπο να συσφίξει τις σχέσεις του με εκείνους και να τους ενισχύσει ενάντια στο γειτονικό Βυζάντιο. Αφ ετέρου, κατά τον ίδιο ερευνητή, ο Toğrul ήθελε να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο επάνω στους Τουρκομάνους 112 Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Aristakēs Lastivertc i Βλ. Cl. Cahen, Qutlumush 20-21, (και σημ. 42). W. Felix, Islamische Welt 173 (και σημ. 118), , σημ Αντίθετα, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 100, 117, ο οποίος φαίνεται να δέχεται τη μαρτυρία του Ιωάννη Σκυλίτζη. 113 Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Για τη χρονολογία της επιδρομής έχουν γίνει πολλές προτάσεις από τη σύγχρονη έρευνα. Η επικρατέστερη άποψη δέχεται ως έτος της επιδρομής το Αναλυτικότερα, βλ. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου Οργανωτικά μέτρα , σημ. 95, με αναλυτική βιβλιογραφία για το ζήτημα. 62

64 του, ώστε να έχει την υπακοή τους εν όψει των σχεδίων του στην περιοχή του Ιράκ. Έτσι, αυτός ο Ιερός Πόλεμος ήταν, κατά τον Cl. Cahen, μια «διπλωματική προετοιμασία» του Toğrul 115. Η στρατιά του Toğrul, που περιλάμβανε και πολιορκητικές μηχανές, εισχώρησε, κατά τον Ματθαίο Εδέσσης (και τον Smbat Sparapet), στη Βαασπρακανία, κυριεύοντας το Περκρί και εξαναγκάζοντας το Αρτζές να υποταχθεί στον ίδιο. Ωστόσο, ο Aristakēs Lastivertc i, που, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, είναι εδώ πιο αξιόπιστος, αναφέρει ότι ο Toğrul διείσδυσε στη Βαασπρακανία βόρεια της λίμνης Βαν αγνοώντας το Περκρί και το Αρτζές, πληροφορία που συμφωνεί και με τη δήλωση του Ιωάννη Σκυλίτζη ότι ο Toğrul, όταν προχώρησε στη βυζαντινή επικράτεια, βρήκε όλες τις πόλεις οχυρωμένες και αναγκάστηκε να στραφεί στο Manazkert (/Μαντζικέρτ. Μανζικίερτε, κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη) 116. Μετά από πολιορκία τριών ημερών του Μαντζικέρτ, κατά τον Aristakēs Lastivertc i, ο Toğrul αποχώρησε προς βορρά και μετέβη στην περιφέρεια του Tuaracoy Tap και της Basean, όπου διαπίστωσε ότι τόσο το φρούριο Avnik, όσο και η Θεοδοσιούπολη (Karin, κατά τον Aristakēs Lastivertc i) ήταν καλά οχυρωμένα και δεν θα μπορούσε να τα κυριεύσει 117. Τότε, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, πληροφορήθηκε τη συγκέντρωση βυζαντινών δυνάμεων στην Καισάρεια και αναγκάστηκε να κατευθυνθεί εκ νέου προς το Μαντζικέρτ. Η πόλη είχε εν τω μεταξύ προετοιμαστεί για πολιορκία, η οποία κράτησε ένα μήνα. Η πόλη αμύνθηκε επιτυχώς κάτω από την καθοδήγηση του ικανού στρατηγού Βασιλείου Αποκάπη, ενώ αποφασιστικής σημασίας για τη σωτηρία της πόλης έπαιξε, κατά τους Μιχαήλ Ατταλειάτη και Aristakēs Lastivertc i, η ενέργεια ενός («Λατίνου», σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη) στρατιώτη, ο ο- ποίος με μια τολμηρή ενέργεια έκαψε μια τεράστια πολιορκητική μηχανή των Τούρκων. Ακολούθως, ο Toğrul αναγκάστηκε να αποχωρήσει, καθώς, κατά την άποψη του Γ. Λεβενιώτη, φοβόταν πιθανότατα την άφιξη βυζαντινών στρατευμάτων από τα δυτικά. Κατά την υποχώρησή του, σύμφωνα με τον Aristakēs Lastivertc i, ο Toğrul κατέλαβε και λεηλάτησε το φρούριο Arckē (/Αρτζικέ) Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 93. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration W. Felix, Islamische Welt Η πόλη του Μαντζικέρτ βρισκόταν στα βόρεια της λίμνης Βαν. Για την προσάρτησή του στο Βυζάντιο, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Το Μαντζικέρτ φαίνεται πως αποτελούσε έναν από τους κύριους στόχους του Toğrul, καθώς ή- ταν πολύ οχυρό και βρισκόταν σε στρατηγική θέση: αποτελούσε έναν από τους κυριότερους δρόμους που οδηγούσαν στη βυζαντινή επικράτεια. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 17. W. Felix, Islamische Welt Το Tuaracoy Tap ήταν μια περιφέρεια ανάμεσα στον άνω ρου του Άραξι και τις πηγές του Αρσανία, βορειοδυτικά του Μαντζικέρτ. Το Avnik βρισκόταν νότια του άνω Άραξι, στη Basean. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 175, σημ. 125, Μιχαήλ Ατταλειάτης Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Aristakēs Lastivertc i 75-87, που παραδίδει ότι παράλληλα με την πολιορκία του Μαντζικέρτ, ο Toğrul είχε στείλει και ομάδες επιδρομέων προς όλες τις κατευθύνσεις, οι οποίες προκαλούσαν καταστροφές: στα βόρεια, ως το λεγόμενο Φρούριο των Αβγαζών, το όρος Parxar και τα δάση του Čanet στα νότια, ως το όρος Sim επίσης, στην Derjan και στην Ekeleac με τις ενδιάμεσες περιοχές τέλος, ως το Baiburt (στην πηγή, Baberd), όπου συνάντησαν ένα σώμα Βαράγγων, αναχαιτίστηκαν και υποχώρησαν. Ματθαίος Εδέσσης Ιωάννης Ζωναράς, Γ , ο οποίος κάνει απλή αναφορά στην επιδρομή του Toğrul. Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 93. Bar Εβραίος 207. Smbat Sparapet 25. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration W. Felix, Islamische Welt İ. Kafesoglu, Seljuks 42. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Οργανωτικά μέτρα Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Τέλος, το Parxar ήταν το αρχαίο όρος Παρυάδρης, στα δυτικά του Taik τo Čanet ή- ταν η αρχαία Λαζική το όρος Sim ήταν ένα τμήμα του Αντίταυρου, νότια του Αρσανία η Derjan ήταν περιφέρεια της άνω Αρμενίας, στον άνω Ευφράτη η Ekeleac είναι το σημερινό Erzinğan. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 174, σημ Το Αρτζικέ, κατά τους M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 36, σημ. 5, ήταν πόλη στη βόρεια ακτή της λίμνης Βαν. 63

65 Στη συνέχεια, ο Toğrul παρέμεινε στο Ράι ως τα τέλη του 1055, οπότε ξεκίνησε την εκστρατεία του προς τη Βαγδάτη, που θα του χάριζε την αρχηγία του σουννιτικού Ισλάμ και επισήμως πια τον τίτλο του σουλτάνου 119. β) Οι συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές στην εποχή των διαδόχων του Κωνσταντίνου Θ ( ). Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ Μονομάχος απεβίωσε στις 11 Ιανουαρίου 1055 και τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας ανέλαβε η Θεοδώρα ( ) 120, η οποία ακολούθησε διαφορετική εξωτερική πολιτική από τον προκάτοχό της. Ο Κωνσταντίνος Θ ασκούσε μια μεγαλεπήβολη πολιτική που βασιζόταν στον συνδυασμό διπλωματίας και στρατιωτικών επεμβάσεων, όπου αυτές φαίνονταν απαραίτητες αντίθετα, η Θεοδώρα, ανησυχώντας μάλλον για την αύξηση της δύναμης του Toğrul στον μουσουλμανικό κόσμο, εγκαινίασε μια πολιτική κατευνασμού απέναντί του 121. Το 1055, ο Toğrul έστειλε, κατά τον Aristakēs Lastivertc i, απεσταλμένους στην αυτοκράτειρα α- παιτώντας να του αποδοθούν όλα τα φρούρια που είχαν αφαιρεθεί από την κατοχή των μουσουλμάνων τα τελευταία χρόνια ή να του αποσταλούν ημερήσια πάκτα dahekan, δηλαδή αρμενικών δηναρίων. Η Θεοδώρα απέρριψε τις παραχωρήσεις φρουρίων, αλλά έστειλε αντί φόρου πλούσια δώρα: λευκούς ίππους και ημιόνους, πολλούς θησαυρούς και πορφυρά ενδύματα. Τα δώρα έγιναν δεκτά από τον Toğrul, ο οποίος, όμως, δεν επέτρεψε στον Βυζαντινό απεσταλμένο να επιστρέψει και τον πήρε μαζί του στη Βαγδάτη (Βαβυλωνία, κατά τον Aristakēs Lastivertc i). Επίσης, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Bar Εβραίου, η Θεοδώρα έστειλε διπλωματική αποστολή στον χαλίφη της Βαγδάτης, προσφέροντας χρήματα από φόρους, προς ενίσχυση της ειρήνης 122. Την ίδια εποχή (πιθανότατα το 1056), έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, κατά τον Ibn Muyassar (τις πληροφορίες του οποίου παραδίδει ο Cl. Cahen), μια αντιπροσωπεία του Toğrul, υπό τον Šarīf (σέριφο) Nāghija ibn Ismā īl al-hasanī, η οποία διαπραγματεύτηκε και πέτυχε να διεξάγεται η khutba στο όνομα του Toğrul αντί του Φατιμίδη χαλίφη. Η πληροφορία αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Ibn al-athir, που, όπως προαναφέρθηκε, χρονολογεί την αλλαγή της Προσευχής στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση του Λιπαρίτη, επί Κωνσταντίνου Θ. Η αντίφαση αυτή θα μπορούσε να εξηγηθεί, σύμφωνα με τον Cl. Cahen, αν υποτεθεί ότι καθένας από τους δύο μουσουλμάνους συγγραφείς αναφέρεται σε διαφορετικό γεγονός: η πρώτη αλλαγή της Προσευχής θα πρέπει να έλαβε χώρα το 1049, αλλά μάλλον αναιρέθηκε σύντομα, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων ο Cl. Cahen 119 C. E. Bosworth, Toghril (I) Beg 553. W. Felix, Islamische Welt 178. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Cl. Cahen, Diplomatie 12. Στ. Χονδρίδου, Κωνσταντίνος Θ J. Haldon, Approaches 66. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Aristakēs Lastivertc i Bar Εβραίος 207. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Cl. Cahen, Diplomatie 12, ο οποίος υποστήριξε ότι η βυζαντινή πρεσβεία που μετέφερε τα δώρα στον Toğrul έκανε, στη διαδρομή, μια στάση στον κοινό σύμμαχο των δύο πλευρών, τον εμίρη του Diyar Bakr. W. Felix, Islamische Welt Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 46,

66 θεώρησε ότι η συγκεκριμένη διπλωματική επαφή ήταν «ένα συμβάν δίχως αύριο» και ότι ο τουρκικός κίνδυνος ήταν για την αυτοκρατορία πολύ μικρός, για να τεθούν σε κίνδυνο οι καλές σχέσεις με τους Φατιμίδες. Από την άλλη πλευρά, στις διπλωματικές επαφές μετά το 1055 φαίνεται ότι η αυτοκρατορία ήταν διατεθειμένη να διεξαγάγει πιο σοβαρές συζητήσεις από πριν, διακινδυνεύοντας τη ρήξη με τους Φατιμίδες 123. Οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους τελευταίους υπήρξαν αρκετά φιλικές στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ. Ήδη, το 1045/6 ο αυτοκράτορας ανανέωσε με τον Φατιμίδη χαλίφη al-mustansīr bin Allāh ( ) μια δεκαετή συνθήκη ειρήνης. Στα επόμενα χρόνια, ανταλλάχθηκαν ανάμεσα στους δύο ηγεμόνες πολλά δώρα, επιστολές και πρεσβείες. Ενδεικτικά, ο χαλίφης, για να ευχαριστήσει τον αυτοκράτορα για τη σύλληψη ενός πράκτορα των Αββασιδών (που δρούσε εναντίον των Φατιμιδών), αναγνώρισε τη βυζαντινή προστασία επάνω στην εκκλησία του Πανάγιου Τάφου, στην Ιερουσαλήμ (Μάιος 1052-Απρίλιος 1053). Ακολούθως, στις 11 Απριλίου 1053, κατά τον Γ. Λεβενιώτη (ο οποίος παραπέμπει στον Ibn al-zubayr), ο αυτοκράτορας έστειλε διπλωματική αποστολή στο Κάιρο, στέλνοντας στον χαλίφη πλούσια δώρα, συμπεριλαμβανομένων Τούρκων δούλων, που ήταν κοινοί εχθροί των δύο κρατών. Ο Βυζαντινός απεσταλμένος κατά την επιστροφή του πέρασε από την εκκλησία του Πανάγιου Τάφου, όπου προσευχήθηκε και απέθεσε πλούσια δώρα 124. Οι βυζαντινο-φατιμιδικές σχέσεις διαταράχτηκαν για πρώτη φορά, στην αρχή της βασιλείας της Θεοδώρας, εξαιτίας του εξής περιστατικού, που παραδίδει ο Ibn Muyassar (τις πληροφορίες του οποίου παραθέτει ο Cl. Cahen): το , λόγω της χαμηλής στάθμης των νερών του Νείλου, προέκυψαν στην Αίγυπτο ακρίβεια, λιμός και πανώλη ο χαλίφης έστειλε, το 1054, στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ αντιπροσωπεία με επί κεφαλής τον καδή Abu Abdallāh al-qudā ī, για να ζητήσει να αποσταλούν στην Αίγυπτο φορτία σίτου, ποσότητας Ardabb, δηλαδή, λιτρών. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε, αλλά, στο μεταξύ, επήλθε ο θάνατός του. Η Θεοδώρα, στη συνέχεια, δεσμεύτηκε να στείλει τον σίτο, εάν ο χαλίφης δεχόταν να προχωρήσουν σε σύναψη αμυντικής συμμαχίας (κατά τον W. Felix, εναντίον των εσωτερικών εχθρών της Θεοδώρας και κατά τη Στ. Χονδρίδου, εναντίον των Σελτζούκων). Καθώς ο χαλίφης αρνήθηκε, η αυτοκράτειρα ματαίωσε την αποστολή σίτου, προκαλώντας την οργή του Φατιμίδη ηγεμόνα. Στη διάρκεια (κατά πάσα πιθανότητα) της ίδιας διπλωματικής αποστολής των Φατιμιδών στην Κωνσταντινούπολη (σύμφωνα με τη μαρτυρία του al-maqrizi, την οποία παραδίδει ο W. Felix) με επίκεφαλής τον καδή και ιστορικό al-quda i, βρέθηκε στη βυζαντινή πρωτεύουσα και η προαναφερθείσα σελτζουκική πρεσβεία, που ζήτησε να διεξάγεται η khutba στο όνομα του Toğrul. Με τη θετική απάντηση της Θεοδώρας, η αυτοκρατορία επισήμως αναγνώριζε τον Αββασίδη χαλίφη ως 123 Cl. Cahen, Diplomatie 11-13, με τις μαρτυρίες των πηγών. Πρβλ. W. Felix, Islamische Welt 171, σημ. 114, που αναφέρει ότι ο al-qādī ar Rašīd θεωρεί πως η αποστολή του Nāghija, το 1056, απευθυνόταν στον Μιχαήλ Στ αυτόθι 178, σημ M. Miotto, Ανταγωνισμός 252, σημ M. Canard, Sources Arabes (και σημ. 14). Cl. Cahen, Diplomatie 10. W. Felix, Islamische Welt (και σημ. 221 για τα δώρα του Κωνσταντίνου Θ στον al-mustansīr). Στ. Χονδρίδου, Κωνσταντίνος Θ Y. Lev, Fatimids and Byzantium, Β M. Miotto, Ανταγωνισμός 251, σημ Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 45, σημ

67 θρησκευτική κεφαλή των μουσουλμάνων και τον Toğrul ως ανώτατο πολιτικό ηγέτη των σουννιτών, στερώντας, έτσι, από τους Φατιμίδες τα πρωτεία εντός του μουσουλμανικού κόσμου. Η αποδοχή, συνεπώς, εκ μέρους της Θεοδώρας του σελτζουκικού αιτήματος είχε μοιραίες επιπτώσεις στις σχέσεις της αυτοκρατορίας με την Αίγυπτο, καθώς, σύμφωνα με τον Y. Lev, «υπέσκαψε το πιο σημαντικό θεμέλιο των φατιμιδο-βυζαντινών διμερών σχέσεων» 125. Σύμφωνα με τον al-maqrizi (τις πληροφορίες του οποίου παραθέτει ο Y. Lev), όταν ο Φατιμίδης χαλίφης πληροφορήθηκε τις παραπάνω εξελίξεις, προέβη αμέσως σε αντίποινα. Κατάσχεσε από τον Πανάγιο Τάφο τους θησαυρούς του και απομάκρυνε τον Πατριάρχη από το κτίριο της εκκλησίας. Επιπλέον, άλλες εκκλησίες στη Συρία και την Αίγυπτο έκλεισαν, ο κεφαλικός φόρος (jizya) των χριστιανών αυξήθηκε και οι κληρικοί, που ήταν απαλλαγμένοι από τον φόρο αυτό, υποχρεώθηκαν να τον πληρώσουν α- ναδρομικά για τέσσερα έτη. Τέλος, ξέσπασαν και τοπικές στρατιωτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Φατιμίδες στην περιοχή της συριακής Λαοδίκειας, οι οποίες, όμως, δεν είχαν κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα. Ο πόλεμος αυτός διεξήχθη, κατά τον al-maqrizi, το (λογικά το 1056) και ακολούθησαν διαπραγματεύσεις ως το 1058, οπότε εκτελέστηκε ο βεζίρης al-yazuri, ο υπεύθυνος των συνομιλιών. Ακολούθως, οι Φατιμίδες ήταν απασχολημένοι με τον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1062 και διήρκεσε ως το 1074 και κατά τον M. Miotto, δεν είχαν τη δυνατότητα «να επιδοθούν σε υψηλού επιπέδου διπλωματικές ενέργειες», με αποτέλεσμα οι σχέσεις τους με την αυτοκρατορία να παραμείνουν ασαφείς ή και να ψυχρανθούν. Από την πλευρά τους οι Βυζαντινοί, τους οποίους η κατάσταση στο ανατολικό σύνορο άρχισε να απασχολεί όλο και περισσότερο, δεν δίστασαν να επιδιώξουν τη σελτζουκική ουδετερότητα απέναντι στην αυτοκρατορία, παραμελώντας τις σχέσεις τους με τους Φατιμίδες 126. Παρά τις προσπάθειες αυτές των Βυζαντινών να πετύχουν κάποια σταθερότητα στο ανατολικό σύνορο, οι τουρκικές επιθέσεις δεν σταμάτησαν. Το 1055, κατά τον Aristakēs Lastivertc i, επιτέθηκαν στην Αρμενία Τούρκοι στρατιώτες, που είτε ανήκαν στον Toğrul, είτε στον Abu l-aswār εμίρη του Dvin και της Ganğa. Αυτοί κυρίευσαν και λεηλάτησαν το Ανί. Την ίδια εποχή ο κυβερνήτης του 125 Cl. Cahen, Diplomatie W. Felix, Islamische Welt (και σημ. 223, 226), Y. Lev, Fatimids and Byzantium M. Miotto, Ανταγωνισμός Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 45. Ο ίδιος ερευνητής, ωστόσο, θεώρησε (Κατάρρευση 47) ότι οι σχέσεις Βυζαντινών-Φατιμιδών υποσκάφτηκαν ήδη επί Κωνσταντίνου Θ, λόγω της προσπάθειας του αυτοκράτορα να προσεγγίσει τους Σελτζούκους. 126 Cl. Cahen, Diplomatie 12-13, 15. W. Felix, Islamische Welt Στ. Χονδρίδου, Κωνσταντίνος Θ 407. Y. Lev, Fatimids and Byzantium, Β , με τη μαρτυρία των πηγών. M. Miotto, Ανταγωνισμός (και σημ. 110). Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 45, ο οποίος θεώρησε ότι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με την khutba, που οδήγησαν στη ρήξη του Βυζαντίου με τους Φατιμίδες, άρχισαν επί Κωνσταντίνου Θ, αποδεχόμενος έτσι ότι η αλλαγή της Προσευχής έγινε μία φορά και όχι δύο. Σχετικά με το μέλλον των βυζαντινο-φατιμιδικών σχέσεων, αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με τον ar-râshid ibn az-zubayr (τις πληροφορίες του οποίου παραθέτει ο W. Felix, Islamische Welt ), ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Στ ( ) έστειλε μια διπλωματική αποστολή στον Φατιμίδη χαλίφη al-mustansīr και στη βασίλισσα μητέρα του, as- Sajjida, προσκομίζοντας και πλούσια δώρα. Η πληροφορία αυτή, όμως έχει διχάσει τη σύγχρονη έρευνα: σύμφωνα με τον Cl. Cahen, Diplomatie 13-14, πρόκειται για σφάλμα του ar-râshid και η πρεσβεία στάλθηκε, στην πραγματικότητα, από τον Μιχαήλ Δ ( ) ή ίσως τον Μιχαήλ Ε ( ), επειδή, στην εποχή του Μιχαήλ Στ, η βασίλισσα δεν είχε μεγάλη επιρροή επάνω στον χαλίφη. Αντιθέτως, οι M. Canard, Sources Arabes 291 και W. Felix, Islamische Welt (και σημ. 228) θεώρησαν ότι η αποστολή έγινε επί Μιχαήλ Στ. Ο τελευταίος ερευνητής επιχειρηματολόγησε ότι ο ar-râshid στηρίζει τις πληροφορίες του στον υιό του βεζίρη al-jazūrī, που κατείχε διοικητικό αξίωμα την ίδια περίοδο ( ). 66

68 Tarawn, Κωνσταντίνος, υιός του Ααρών (Ραδομηρού), σκοτώθηκε από Τουρκομάνους επιδρομείς, οι ο- ποίοι ακολούθως λεηλάτησαν την περιοχή του Xlat (Χλιάτ/Χλεάτ, κατά τις βυζαντινές πηγές) 127. Τον επόμενο χειμώνα, επιδρομείς επιτέθηκαν στην πόλη Mankan Gom, την οποία και λεηλάτησαν 128. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, οι διπλωματικές επαφές της Θεοδώρας και τα δώρα της στον Toğrul είχαν ως α- ποτέλεσμα, ο τελευταίος να σταματήσει τις επιθέσεις στην Αρμενία και να στραφεί στη Βαγδάτη 129. Παρόλα αυτά, όπως παρατηρεί ο Aristakēs Lastivertc i, οι γείτονες της Αρμενίας εξακολούθησαν να εισβάλλουν και να λεηλατούν, όπως συνέβη στην Ōkōmi, στους πρόποδες του όρους Ciranis, που βρισκόταν στην περιοχή της Basean 130. Σύμφωνα με τους M. Canard και H. Berbérian, η επιδρομή αυτή αναφέρεται στη δράση του Samuh (/Σαμούχ), ο οποίος το 1057 πραγματοποίησε πολυάριθμες επιδρομές στην ανατολική Μικρά Ασία. Από την εποχή αυτή, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, άρχισε να αυξάνεται σημαντικά η παρουσία Τουρκομάνων στο Αζερμπαϊτζάν, με αποτέλεσμα, όπως μαρτυρούν οι πηγές, μέσα σε λίγα χρόνια να υποφέρουν και να ερημώνονται όλες οι ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας: Ιβηρία, Μεσοποταμία, Χαλδία, Μελιτηνή, Κολώνεια και οι όχθες του Ευφράτη 131. Την πολιτική της Θεοδώρας απέναντι στους Σελτζούκους φαίνεται πως υιοθέτησε και ο διάδοχός της, Μιχαήλ Στ ( ), γνωστός για την αντιστρατιωτική πολιτική του. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Aristakēs Lastivertc i, ο αυτοκράτορας μετά την άνοδό του στον θρόνο κάλεσε τους υψηλούς (στρατιωτικούς) αξιωματούχους και τους ανακοίνωσε ότι είτε θα σπεύσουν εκείνοι να πολεμήσουν τους Πέρσες (Τούρκους) είτε θα χρησιμοποιήσει ο ίδιος τους μισθούς των στρατιωτικών, για να πληρώσει τους εχθρούς και να διατηρήσει την ειρήνη 132. Καθώς οι αξιωματούχοι αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τον αυτοκράτορα που υπονόμευε τη θέση τους, ο Μιχαήλ Στ θα πρέπει να ακολούθησε τη δεύτερη επιλογή. Στα πλαίσια διπλωματικών επαφών, όπως μαρτυρεί ο al-qādī ar-râshid ibn az-zubayr (τις πληροφορίες του οποίου παραδίδει ο Γ. Λεβενιώτης), ο Toğrul έστειλε στον αυτοκράτορα πρεσβεία υπό τον Qutb al-dawla και τον Šarīf (σέριφο) Nāghija ibn Ismā īl al-hasanī, ο οποίος ήταν πιθανώς ο ίδιος σέριφος που είχε σταλεί το Οι απεσταλμένοι αυτοί προσέφεραν, μάλιστα, στον αυτοκράτορα πλούσια δώρα, αξίας dīnār, δηλαδή περίπου βυζαντινών χρυσών νομισμάτων. Όπως παρατήρησε ο Γ. Λεβενιώτης, η συγκεκριμένη στάση του Toğrul υποδεικνύει πιθανώς ότι ο σουλτάνος επιθυμούσε 127 Η σημερινή πόλη Ahlat, στα βορειοδυτικά της λίμνης Βαν. Βλ. M. Canard-H. Berbérian, Aristakès 90, σημ. 1. Κατά τον E. Honigmann, Ostgrenze 151, σημ. 8, βρισκόταν σε απόσταση 42 χλμ. από το Μαντζικέρτ. 128 Άγνωστη τοποθεσία. Βλ. E. Honigmann, Ostgrenze 183, που υπέθεσε ότι η πόλη βρισκόταν στην περιοχή του Hark. Σύμφωνα με τους M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 90, σημ. 3 (που αναφέρουν την άποψη του E. Honigmann), το Hark είναι η περιοχή Turuberan, που βρίσκεται δυτικά του Μαντζικέρτ και κατά μήκος του ποταμού Αρσανία. 129 Βέβαια, όπως φάνηκε, η στροφή του Toğrul προς το Ιράκ δεν οφειλόταν στη διπλωματική προσέγγιση της Θεοδώρας, αλλά στα προσωπικά του σχέδια, στα οποία πάντα προτεραιότητα είχε η επιβολή στον μουσουλμανικό κόσμο. 130 Η Ōkōmi ήταν η Καστροκώμη ή Οκώμιον, ανατολικά της Θεοδοσιούπολης. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 102. Για το όρος Ciranis, βλ. M. Canard-H. Berbérian, Aristakès 93, σημ Aristakēs Lastivertc i 89-90, Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 93, σημ. 1. W. Felix, Islamische Welt Στ. Χονδρίδου, Κωνσταντίνος Θ 407. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 47, , Aristakēs Lastivertc i 95. Για την αντιστρατιωτική πολιτική του αυτοκράτορα, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β

69 να αποτρέψει μια ενδεχόμενη βυζαντινή αντεπίθεση στα ανατολικά, όσο ο ίδιος ήταν απασχολημένος με την επιβολή του στη Μέση Ανατολή και με τον ανταγωνισμό του με τους Φατιμίδες. Παράλληλα, όσο ο ίδιος ήταν απασχολημένος με τα δικά του σχέδια, χρησιμοποιούσε το Βυζάντιο ως στόχο, για να απασχολούνται με επιδρομές 133 οι Τουρκομάνοι και οι άλλοι γαζήδες που συγκεντρώνονταν στα σύνορα με την αυτοκρατορία 134. Η άμυνα των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας υποσκάφτηκε ακόμη περισσότερο στους τελευταίους μήνες της βασιλείας του Μιχαήλ Στ, καθώς τότε έλαβε χώρα ένα καθοριστικής σημασίας γεγονός: ο Ισαάκιος Κομνηνός, ο Κατακαλών Κεκαυμένος και άλλοι στρατιωτικοί διοικητές της Ανατολής, απογοητευμένοι από την αντιστρατιωτική πολιτική του αυτοκράτορα, στασίασαν και τον Ιούνιο του 1057, ανακήρυξαν αυτοκράτορα στα Γουνάρια της Καππαδοκίας τον Ισαάκιο Κομνηνό. Οι στασιαστές κατευθύνθηκαν προς την Κωνσταντινούπολη παίρνοντας μαζί τους το μεγαλύτερο μέρος των στρατιών της Μικράς Ασίας. Στο κίνημα δεν συμμετείχαν οι στρατιώτες από το θέμα Ανατολικών και από το θέμα Χαρσιανού, που παρέμειναν πιστοί στον Μιχαήλ Στ. Στην αποφασιστική σύγκρουση, που πραγματοποιήθηκε κοντά στη Νίκαια, νίκησαν οι στασιαστές, αλλά οι απώλειες και των δύο πλευρών ήταν πολύ μεγάλες. Έτσι, τα ανατολικά σύνορα έμειναν σχεδόν απροστάτευτα, αφού οι στρατιώτες της Μικράς Ασίας έσπευσαν να λάβουν μέρος στην εμφύλια διαμάχη και μάλιστα, εξαιτίας των μεγάλων α- πωλειών του εμφυλίου, αρκετοί απ αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στις περιοχές τους. Αποτέλεσμα ήταν ότι οι τουρκικές επιδρομές στη Μικρά Ασία αυξήθηκαν, αφού οι επιδρομείς δρούσαν πλέον ανενόχλητοι 135. Πράγματι, όπως παραδίδει ο Aristakēs Lastivertc i, την απασχόληση των Βυζαντινών με τον εμφύλιο έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Iwanē, υιός του Λιπαρίτη. Στον Iwane είχε παραχωρηθεί ως τόπος ε- γκατάστασης το φρούριο Erēz στην περιφέρεια της Hašteank, μαζί με τα γειτονικά χωριά, για τη φύλαξη των οποίων ήταν υπεύθυνος 136. Ο τελευταίος επιτέθηκε πρώτα στο φρούριο Ełanc'-berd στα βορειοανατολικά της περιφέρειάς του, το οποίο και κυρίευσε 137. Ακολούθησε το Hawačič στην περιφέρεια του Ałori, που του παραδόθηκε οικειοθελώς. Στη συνέχεια, στράφηκε προς τη Θεοδοσιούπολη, την οποία προσπάθησε ανεπιτυχώς να κυριεύσει και αφού λεηλάτησε τα περίχωρα, επέστρεψε στον τόπο του. Στη συνέχεια, κάλεσε σε βοήθεια κάποιους Τούρκους, οι οποίοι άδραξαν την ευκαιρία, για να λεηλατήσουν τις δυτικότερες περιοχές της Αρμενίας. Κατά τον Aristakēs Lastivertc i, έφτασαν στον Iwanē φέρνοντας μαζί τους πολυάριθμους στρατιώτες, που προκάλεσαν δέος στον Iwanē. Ο τελευταίος, μόλις τους είδε, 133 Σύμφωνα με τους Aristakēs Lastivertc i και Μιχαήλ Σύρο, Γ 160, οι επιδρομές αυτήν την εποχή ρήμαξαν την Αρμενία, τις περιοχές ως τη Θεοδοσιούπολη και τον Εύξεινο Πόντο και πολλές πόλεις στη Μεσοποταμία. 134 Cl. Cahen, Diplomatie 13. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης Ιωάννης Σκυλίτζης Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 79. M. Angold, Αυτοκρατορία Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β (και 554, σημ. 236). 136 Κατά τους M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 97, σημ. 1, το φρούριο Erēz βρισκόταν στο σύνορο ανάμεσα στο Aršamunik και τη Hašteank. 137 Κατά τους M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 97, σημ. 2, το Ełanc'-berd βρισκόταν απέναντι από το όρος Karer, στην α- ριστερή όχθη του ποταμού Göinük. 68

70 κλείστηκε σε ένα ισχυρό φρούριο και μετά από έντονες πιέσεις, τους έδωσε έναν οδηγό για την περιοχή. Εκείνοι διείσδυσαν στην περιφέρεια του Xałtik, λεηλατώντας την μέχρι το δάσος Xrt i στην Čanet. Μετά επέστρεψαν στον τόπο τους, αλλά βλέποντας ότι η περιοχή ήταν αφύλακτη από βυζαντινές στρατιές, σύντομα επέστρεψαν. Στη δεύτερη αυτή επιδρομή, έφτασαν στην περιφέρεια του Mananałi και χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη επιτέθηκε και κυρίευσε την πόλη Ekełeac και μετά το χωριό Blur στην περιφέρεια της Θεοδοσιούπολης. Η δεύτερη διείσδυσε στις περιφέρειες Hanjet και Xorjean και λεηλάτησε την πόλη Haraw του θέματος Μεσοποταμίας 138. Στο μεταξύ, οι στασιαστές ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Στ, τον Αύγουστο του 1057, να παραιτηθεί. Στον θρόνο ανέβηκε ο Ισαάκιος Α Κομνηνός ( ), που ήταν εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας και έδειχνε ειλικρινή διάθεση να ανορθώσει το κράτος 139. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο νέος αυτοκράτορας έδειξε δυναμική στάση και στην εξωτερική πολιτική όποτε δεχόταν ξένες πρεσβείες, «ἀπὸ δὲ τοῦ κρείττονος πάσαις [τις πρεσβείες] ὡμίλει σχήματος, [...] καὶ τὴν μὲν εἰρήνην αἰτουμένοις ἐδίδου, τὸν δὲ πόλεμον ἠπείλει εἴ τί που παρανομῆσαι τολμήσαιεν. καὶ ταῦτα μὲν πρὸς Πάρθους [δηλαδή τους Σελτζούκους] καὶ Αἰγυπτίους [δηλαδή τους Φατιμίδες] ἐφθέγγετο...» 140. Η υποδοχή και οι συνομιλίες με απεσταλμένους των Φατιμιδών, που αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός, θα μπορούσε ίσως να εξηγηθεί, αν ληφθούν υπ όψη όσα αναφέρθηκαν παραπάνω: σύμφωνα με τον al-maqrizi, μετά την αποτυχία των συνομιλιών Φατιμιδών-Βυζαντίου επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έλαβε χώρα, στα περίπου, ένας τοπικός πόλεμος στην περιοχή της συριακής Λαοδίκειας, ενώ ως το 1058 διεξάγονταν διαπραγματεύσεις για την ειρήνη 141. Τόσο η προσφορά ειρήνης όσο και η απειλή πολέμου εκ μέρους του Ισαάκιου Α θα μπορούσαν ενδεχομένως να ε- νταχθούν στα πλαίσια αυτών των διαπραγματεύσεων. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τις συνομιλίες με τους Σελτζούκους, που αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αυτές αποσκοπούσαν στη διατήρηση της ειρήνης. Εξάλλου, όπως αναφέρει παρακάτω ο ίδιος ιστορικός, «ὁ δέ γε Πάρθος σουλτὰν [δηλαδή ο Σελτζούκος σουλτάνος Toğrul], ὅς δὴ κινῆσαι πάντα τετόλμηκε, μικροῦ δεῖν τοῖς ἀναποδισμοῖς χρώμενος καὶ μηδαμοῦ στηρίζων, μηδέ τινα ἐπέχων σταθμὸν, ὕπαυγός τε τὸ παραδοξότατον ἐγεγόνει καὶ οὐδενῖ τῶν πάντων ἐδείκνυτο» 142. Πράγματι, σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, από το 1055 ως τον θάνατο του Toğrul (1063), δεν πραγματοποιήθηκε καμία μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους Σελτζούκους 143, πράγμα που θα εξηγούσε τη μαρτυρία του Μιχαήλ Ψελλού για την απόσυρση του σουλτάνου από το θέατρο των επιχειρήσεων. Βέβαια, η παύση αυτή των εχθροπραξιών δεν οφειλόταν, 138 Aristakēs Lastivertc i Βλ. W. Felix, Islamische Welt 180. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 104, Μιχαήλ Ατταλειάτης Ιωάννης Σκυλίτζης Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 113, L L Al-Maqrizi, Itti az, II , Το παράθεμα μου είναι γνωστό από το Y. Lev, Fatimids and Byzantium, Β 275, σημ Βλ. και Y. Lev, Fatimids and Byzantium, Β Πρβλ. M. Miotto, Ανταγωνισμός Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 122, LXIII Cl. Cahen, Diplomatie 14. W. Felix, Islamische Welt

71 όπως υποστηρίζει ο Βυζαντινός ιστορικός, στον φόβο του σουλτάνου για τον Ισαάκιο Α. Κατά τον Cl. Cahen, ο Toğrul από το 1055 ήταν απασχολημένος με την εκστρατεία του στη Βαγδάτη, τη διαμάχη με τους Μπουίδες, την ταυτόχρονη πάταξη των στασιαστικών κινημάτων του Ibrahim Inal και (αργότερα) του Kutulmish και γενικότερα την επιβολή της εξουσίας του στο Ιράν 144. Συνεπώς, φαίνεται εύλογο ότι ο Toğrul επιθυμούσε, σε γενικές γραμμές, ειρηνικές σχέσεις με την αυτοκρατορία (σε επίσημο επίπεδο 145 ), συνεχίζοντας έτσι την πολιτική που αναφέρθηκε παραπάνω 146, επί Θεοδώρας και Μιχαήλ Στ. Ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει ακόμη ότι μπροστά στη φήμη του νέου αυτοκράτορα σταμάτησαν οι ε- πιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας: «[οι ανατολικοί και δυτικοί βάρβαροι] ἐπεφρίκεισαν, καὶ τὴν πρώτην νεωτερίσαντες, ἐπειδὴ τὴν τοῦ ἀνδρὸς γνώμην ἐμεμαθήκεσαν, τάς τε ἐφόδους κατέλυον, καὶ τειχίον ἐζήτουν ὑφ ὅ κρυβήσονται» 147. Η συγκεκριμένη πληροφορία του Μιχαήλ Ψελλού δεν φαίνεται πιθανή. Αντιθέτως, τι πραγματικά συνέβαινε στο ανατολικό σύνορο παραδίδεται σαφέστερα μάλλον σε άλλο σημείο της διήγησης του ιστορικού. Όπως αναφέρεται εκεί, ο Ισαάκιος Α δεχόταν πρεσβείες από ηγεμόνες (την ακρόαση των οποίων παρακολούθησε και ο ίδιος ο Μιχαήλ Ψελλός), που του προσέφεραν πολλές πόλεις, στρατιές και τις ίδιες τις πατρίδες τους και που ήταν πρόθυμοι να μεταναστεύσουν (εννοείται στο έδαφος του Βυζαντίου) ο αυτοκράτορας, αναλογιζόμενος τις ευθύνες που θα προέκυπταν, αρνείτο τις εκκλήσεις αυτές και κατηγορούσε τους ηγεμόνες για ανανδρία και για αμέλεια, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να τους αναπτερώσει το πεσμένο ηθικό 148. Η συγκεκριμένη πληροφορία του Μιχαήλ Ψελλού θα πρέπει να αναφέρεται στις μαζικές μετακινήσεις Αρμενίων στα εδάφη της αυτοκρατορίας αυτήν την εποχή, που αποτελούσαν επακόλουθο της αύξησης των τουρκικών επιδρομών στην περιοχή της Αρμενίας 149. Αντίθετα, η συγκέντρωση αφ ενός Τουρκομάνων στο Αζερμπαϊτζάν, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Toğrul στο Ιράκ 150 και αφ ετέρου η απογύμνωση των βυζαντινών συνόρων εξαιτίας του εμφυλίου, είχαν ως αποτέλεσμα την ένταση των επιδρομών. Όπως μαρτυρούν οι αρμενικές και συρια- 144 Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) για τη διαμάχη του Toğrul με τον al-basasiri, μέχρι το , για την ε- ξόντωση του Ibrahim Inal και του al-basasiri, 131 για την εκστρατεία του Toğrul στο Wasit ( ), 140 για την εκστρατεία του Toğrul στο Tarm, στο Dylam, για τον θάνατο του Toğrul. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Σύμφωνα με την άποψη του Σπ. Βρυώνη, ο σουλτάνος Toğrul κατεύθυνε σε γενικές γραμμές «τον συνοριακό πόλεμο των Τούρκων», που διεξαγόταν μέσω των επιδρομών στα βυζαντινά εδάφη. Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 85. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Toğrul επιθυμούσε πόλεμο με το Βυζάντιο. Όπως προαναφέρθηκε, η πολιτική του Toğrul σχετικά με την αυτοκρατορία αποσκοπούσε στην απασχόληση των διαφόρων τουρκομανικών ομάδων και όχι στην επέκταση. 146 Για τις βυζαντινο-σελτζουκικές σχέσεις επί Θεοδώρας και επί Μιχαήλ Στ, βλ. παρούσα εργασία, σελ Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 122, LXIII Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 114, L.8-20: «...τοῖς δὲ λοιποῖς ἔθνεσιν πόλεών τε ἐκείνῳ παραχωροῦσι πολλῶν καὶ στρατιωτικῶν τάξεων, αὐτῶν τε πατρίδων καὶ αὐτίκα μετασκηνοῦν αἱρουμένοις, ταῦτά τε <οὐ> ξυνεχώρει [...] Τοῖς δὲ γε πολλοῖς τῶν ἡγεμονίας ἐχόντων βαρβάρων ὁπόσα αὐτὸς ἐντυχάνων ἀκήκοα, καὶ ἀνανδρίαν ἐπωνείδιζε καὶ ὡς ἀμελῶς τῶν ἡγεμονιῶν ἔχοιντο κατῃτιᾶτο τούτους, ὤρθου τε αὐτοῖς καταπεπτωκυίας τὰς γνώμας τοῦτο δὲ ἐποίει ἵν ἐπιτείχισμα ἔχοι πρὸς τὴν βασιλείαν τῶν κρειττόνων ἐθνῶν». 149 Πρβλ. τα σχόλια της E. de Vries-van der Velden, Mantzikert, 284: «Un désèquilibre entre les positions des Byzantins et des Perses s annonçait. Dans la Chronographie Psellos fait mention de la réaction d Isaac Comnène face à la poussée arménienne. L empereur aurait tempêté contre les chefs arméniens, les taxant de lâcheté. Ils auraient du rester chez eux, pour servir d ἐπιτείχισμα contre l ennemi». Για τις αρμενικές μετακινήσεις, βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Αυτήν την εποχή περίπου, μάλιστα, έφτασε στην περιοχή ο υιός του Čağri, Yāqūtī beg, που είχε τη γενική αρχηγία των επιδρομών στην αυτοκρατορία. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

72 κές πηγές, ήδη, τον Οκτώβριο του 1057, λίγο μόνο καιρό μετά την άνοδο του Ισαάκιου Α στον θρόνο, μια ομάδα Τουρκομάνων υπό τον εμίρη Dinar εισήλθε στα εδάφη της αυτοκρατορίας, προωθήθηκε ως την Κάμαχα (Kamax, κατά τον Aristakēs Lastivertc i), νοτιοδυτικά της Ekełeac, όπου χωρίστηκε σε δύο ομάδες 151. Η πρώτη κυρίευσε την Κολώνεια και η δεύτερη κατευθύνθηκε προς την ουσιαστικά α- προστάτευτη Μελιτηνή, την οποία κυρίευσε και λεηλάτησε, αποκομίζοντας πλήθος αιχμαλώτων και λαφύρων. Ακολούθως, με την έλευση του χειμώνα, οι επιδρομείς αναγκάστηκαν να διαχειμάσουν στην περιοχή του Handzit, για πέντε μήνες. Τον Μάρτιο του 1058, κατευθύνθηκαν αρχικά προς την Xorjean, όπου επιχείρησαν ανεπιτυχώς να κυριεύσουν το φρούριο του χωριού Mormrean 152 και στη συνέχεια μετέβησαν στην περιφέρεια του Tarawn, όπου, όμως, δέχτηκαν την επίθεση του Αρμένιου κυβερνήτη του Sasun, T ornik. Ο τελευταίος τους νίκησε, τους διασκόρπισε και ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους 153. Λίγο αργότερα, ίσως το 1059 (σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη), διεξάχθηκε άλλη μια επιδρομή. Οι Τούρκοι εμίρηδες Samuh, Amr-Kāfūr και Kijaziz διείσδυσαν στην Αρμενία λεηλατώντας πολλές περιοχές, ώσπου έφτασαν στη Σεβάστεια. Η πόλη ήταν ανοχύρωτη και οι επιδρομείς της επιτέθηκαν και την κυρίευσαν, λεηλατώντας την για οκτώ ημέρες. Ακολούθως, επέστρεψαν πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, φέρνοντας αμέτρητους αιχμαλώτους και πολύτιμα λάφυρα 154. γ) Οι συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές στην εποχή του Κωνσταντίνου Ι ( ). Κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ι Δούκα ( ), η κατάσταση στο ανατολικό σύνορο ξέφυγε τελείως από τον έλεγχο των Βυζαντινών. Η άμυνα, που είχε ήδη επιβαρυνθεί από τις απώλειες του εμφυλίου του 1057, τώρα εξασθένησε και μάλιστα στον βόρειο τομέα του συνόρου κατέρρευσε, ε- ξαιτίας της απόσυρσης επιπλέον στρατιωτών στα Βαλκάνια για την αντιμετώπιση των Πετσενέγων και κυρίως εξαιτίας της αντιστρατιωτικής πολιτικής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι. Ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας, προσπαθώντας να εξοικονομήσει χρήματα, στέρησε από τους στρατιωτικούς τους μισθούς τους και μάλιστα μείωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Έτσι, υποβαθμίστηκε η ποιότητα των στρατιών και επλήγη το ηθικό των στρατιωτών 155. Επιπρόσθετα, καθοριστικής σημασίας 151 Κατά τους M. Canard - H. Berbérian, Aristakès 105, σημ. 3, η Κάμαχα βρισκόταν στην Άνω Αρμενία, στις πηγές του Ευφράτη. 152 Πρόκειται για το σημερινό Melomeran. Βλ. M. Canard-H. Berbérian, Aristakès 106, σημ Aristakēs Lastivertc i Ματθαίος Εδέσσης 92-93, ο οποίος χρονολογεί την επιδρομή στο Επίσης, θεωρεί ότι αρχηγός των Τούρκων επιδρομέων ήταν ο υιός του Λιπαρίτη και ότι πριν επιτεθεί στη Μελιτηνή, κυρίευσε την πόλη Hasaw, γεγονός που μάλλον έλαβε χώρα σε προηγούμενη τουρκική επιδρομή. Bar Εβραίος , ο οποίος παραδίδει ότι οι επιδρομείς ήταν Επίσης, θεωρεί ότι παρέμειναν στην πόλη είκοσι ημέρες. Μιχαήλ Σύρος, Γ , ο ο- ποίος θεωρεί ότι οι επιδρομείς παρέμειναν στη Μελιτηνή δέκα ημέρες. Smbat Sparapet 27, ο οποίος χρονολογεί την επιδρομή στο Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 79, 85. W. Felix, Islamische Welt 180. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 102, Ματθαίος Εδέσσης Smbat Sparapet 27. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση (και 502, σημ. 3103). Όπως παρατήρησε ο τελευταίος ερευνητής, η αναφορά του Ματθαίου Εδέσσης σε μαύρες σημαίες των επιδρομέων μαρτυρεί πως οι συγκεκριμένοι επιδρομείς είχαν δεσμούς με το αββασιδικό χαλιφάτο. Επίσης, θεωρεί ότι αποτελούσαν υφισταμένους του Yāqūtī beg. 155 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Sp. Vryonis, Crisis 35. J. Haldon, Approaches Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση ,

73 για τις εξελίξεις αποδείχτηκε και η θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου Ι στην Ανατολή, ο οποίος, κατά την άποψη του Σπ. Βρυώνη, επιθυμούσε να επιβάλει το δόγμα της Χαλκηδόνας στους Αρμενίους και Σύρους υπηκόους της αυτοκρατορίας και να πετύχει την ένωση των Εκκλησιών τους με εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον M. Angold, η πολιτική αυτή του Κωνσταντίνου Ι, ο- φειλόταν, στην πραγματικότητα, σε λόγους στρατηγικής. Ο αυτοκράτορας, όπως θεώρησε ο M. Angold, συνειδητοποίησε την αδυναμία του αμυντικού συστήματος των ανατολικών συνόρων του κράτους και γι αυτό, δοκίμασε να εφαρμόσει μια διαφορετική στρατηγική, η οποία έμοιαζε με εκείνη που εφαρμοζόταν ήδη στα Βαλκάνια. Συγκεκριμένα, ο αυτοκράτορας προσπάθησε να δημιουργήσει μια εκτεταμένη συνοριακή ζώνη, στην Αρμενία και στον Ευφράτη και να στηρίξει τον έλεγχό της στην κατοχή ορισμένων σημαντικών θέσεων, πράγμα που καθιστούσε απαραίτητη την αφοσίωση των ντόπιων πληθυσμών στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι, κρίθηκε αναγκαίο να επιτευχθεί θρησκευτική ομοιογένεια στους αλλόδοξους αρμενικούς και συριακούς πληθυσμούς, πράγμα που επιδιώχτηκε μέσω της θρησκευτικής ένωσης με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική αυτή πίεσης του αυτοκράτορα, που συχνά κατέφευγε στη βία, είχε ως επακόλουθο την έξαρση των εθνικο-θρησκευτικών διαφορών μεταξύ των Ελλήνων, Αρμενίων και Σύρων της ανατολικής Μικράς Ασίας, γεγονός που απέτρεψε τη συνεργασία τους, υπέσκαψε τον αυτοκρατορικό έλεγχο και διευκόλυνε περαιτέρω τις τουρκικές επιδρομές 156. Τον Μάρτιο του 1062, τρεις στρατηγοί του σουλτάνου Toğrul, ο Slar-Khorasan, ο ČmČm και ο Isulv διεξήγαγαν επιδρομή 157. Αυτοί εισέβαλαν με πολλές δυνάμεις στην περιφέρεια του Pałin, που ήταν τελείως απροστάτευτη, λεηλατώντας ολόκληρη την περιοχή και ακολούθως στο T lkhum και στο Arkni, με αποτέλεσμα, κατά τον Ματθαίο Εδέσσης, η Περσία να γεμίσει χριστιανούς αιχμαλώτους 158. Την ίδια περίπου εποχή, απεβίωσε ο σουλτάνος Toğrul (1063), τον οποίο διαδέχτηκε ο ανιψιός του, Alp-Arslan ( ). Ο νέος σουλτάνος, σύμφωνα με τον Cl. Cahen, ένωνε στο πρόσωπό του τις κληρονομιές του πατέρα του (Čağri, αδελφού του Toğrul) και του θείου του, Toğrul, δηλαδή την 156 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή M. Angold, Αυτοκρατορία Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 266, ο οποίος ακολουθεί την άποψη του Σπ. Βρυώνη. 157 Από το Hurāsān-sālār, δηλαδή «στρατηγός από το Χορασάν». Βλ. W. Felix, Islamische Welt 168 σημ Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 105, σημ Ματθαίος Εδέσσης Σύμφωνα με τον συγγραφέα αυτόν, μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την καταστροφή, έστειλε τον Ερβέβιο Φραγγόπωλο (Francopoulos, κατά τον Ματθαίο Εδέσσης) στο T lkhum με πολύ στρατό, για να προστατεύσει την περιοχή. Τον Φραγγόπωλο ενίσχυσε και ο δούκας της Έδεσσας Δαβατηνός (Dawatanos, κατά τον Αρμένιο χρονογράφο), που είχε συγκεντρώσει στρατό από την Έδεσσα, το Gargar και το Hisn-Mānsūr. Οι επιδρομείς στο άκουσμα της προσέγγισης της βυζαντινής στρατιάς τράπηκαν σε φυγή και οι Βυζαντινοί διοικητές στράφηκαν εναντίον της Άμιδας. Τότε, όμως, ο Φραγγόπωλος πρόδωσε στη διάρκεια των επιχειρήσεων τον Δαβατηνό και προκάλεσε τον θάνατό του. Στο μεταξύ, ο Αρμένιος διοικητής του Severak, Hehnuk, επιχείρησε να προστατεύσει τη περιοχή του με πεζούς ενάντια στους Τούρκους και τους Κούρδους και επιτέθηκε στην Άμιδα. Ωστόσο, παρά τις κάποιες επιτυχίες του, τελικά τράπηκε σε φυγή, από τον Κούρδο Khālid. Στη συνέχεια, ο Φραγγόπωλος κατευθύνθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη, όπου συγκρούστηκε με ένα τμήμα επιδρομέων που υπό τον εμίρη Yūsuf είχαν συμμετάσχει στην επιδρομή στο T lkhum. Οι Βυζαντινοί νίκησαν τους ε- πιδρομείς, σκότωσαν τον Yūsuf, παίρνοντας τα λάφυρά του και ελευθερώνοντας τους αιχμαλώτους. Ακολούθως, ο Φραγγόπωλος επιδόθηκε στην καταδίωξη και εξόντωση Τούρκων επιδρομέων, όπου τους έβρισκε, οικειοποιούμενος τα λάφυρα. Στο μεταξύ, όμως, ο αυτοκράτορας έμαθε για τον θάνατο του Δαβατηνού και αφού ανακάλεσε τον Φραγγόπωλο στην πρωτεύουσα, τον εκτέλεσε. Smbat Sparapet 28, που ακολουθεί με μερικές μικρές διαφοροποιήσεις τον Ματθαίο Εδέσσης. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 105,

74 κυριαρχία στο Χορασάν και στο Ιράν-Ιράκ. Η διαδοχή του δεν έγινε χωρίς δυσκολίες, καθώς χρειάστηκε να αφιερώσει το πρώτο διάστημα της βασιλείας του στην αντιμετώπιση ανταπαιτητών του θρόνου, ανάμεσά τους και τον Kutulmish. Αφού όμως βεβαίωσε τη θέση του, ο σουλτάνος διεξήγαγε ο ίδιος το 1064 μια εκστρατεία στην Αρμενία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της πόλης του Ανίου. Στόχοι του ήταν, κατά τον Cl. Cahen, αφ ενός να ενισχύσει τα σύνορά του και αφ ετέρου να ε- πιβεβαιώσει τον έλεγχό του επάνω στους υποτελείς του της περιοχής του Αζερμπαϊτζάν και στους Τουρκομάνους των συνόρων 159. Εξάλλου, όπως υποστήριξε ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης σχετικά με την ευρύτερη πολιτική του Alp-Arslan, ο σουλτάνος εκτός από την ικανοποίηση του ενστίκτου λεηλασίας των Τουρκομάνων του επιθυμούσε επίσης να κατακτήσει αρμενικές περιοχές, ώστε να καλύψει τα πλευρά του σε περίπτωση προώθησής του στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο 160. Χαρακτηριστικό της εκστρατείας ήταν ότι δεν είχε τον χαρακτήρα επιδρομής, αλλά φαίνεται πως στόχευε σε μόνιμη κατάκτηση εδαφών. Έτσι, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, η κατάκτηση της σημαντικής πόλης του Ανίου σήμανε την έναρξη μιας νέας περιόδου, στη διάρκεια της οποίας οι Τούρκοι εκτός από την πραγματοποίηση επιδρομών άρχισαν να επιδιώκουν συστηματικά την επέκταση σε βυζαντινά εδάφη 161. Για την εν λόγω εκστρατεία, οι πηγές (βυζαντινές, αρμενικές, συριακές και μουσουλμανικές) παρέχουν πλήθος πληροφοριών, οι οποίες όμως είναι συχνά αντιφατικές 162. Σύμφωνα με τον Ibn al-athir, ο Alp-Arslan ξεκίνησε από το Ράι στις 22 Φεβρουαρίου του 1064 και σύντομα ενισχύθηκε στο Marand από τον Τουρκομάνο εμίρη Tughtegin (πρόκειται για τον Gümüstekin, κατά τον Γ. Λεβενιώτη), ο οποίος γνώριζε την περιοχή, γιατί στο παρελθόν την είχε λεηλατήσει. Ακολούθως, ο σουλτάνος έφτασε στη Nakhchevan και αφού εξασφάλισε την υποταγή των πόλεων Khoy και Salmas 163, διέσχισε τον ποταμό Άραξι και διεξήγαγε επιδρομή στη Γεωργία. Ακολούθως, πολιόρκησε την πόλη A āl Lāl, την οποία κυρίευσε τον Ιούνιο-Ιούλιο του Τέλος, ο σουλτάνος έφτασε στο Α- νί, αφού πρώτα δέχτηκε την υποταγή των περιφερειών Sayl Wardeh Nura 164. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ματθαίο Εδέσσης, μετά την είσοδό του στην Αρμενία και πριν εισδύσει στη Γεωργία, ο Alp-Arslan προωθήθηκε στην Αλβανία, την οποία λεηλάτησε 165 και στη συνέχεια εξα- 159 Cl. Cahen, Première Pénétration 21, Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι 23, Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Για αναλυτική εξέταση και σύγκριση των πηγών που αναφέρονται στην εκστρατεία και στην άλωση του Ανίου, βλ. M. Canard, Prise d Ani Η Nakhchevan βρισκόταν βόρεια του Άραξι και ήταν πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Η Khoy βρίσκεται βόρεια της Salmas και οι δύο πόλεις βρίσκονται βορειοδυτικά της λίμνης Urmiya. Βλ. D. S. Richards, Annals 152, σημ. 129, Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) Όπως παραδίδει ο συγκεκριμένος συγγραφέας, παράλληλα με την επιδρομή του Alp- Arslan στη Γεωργία, ένα μέρος του τουρκικού στρατού, υπό την αρχηγία του υιού του σουλτάνου, Malik-Shāh (/Μαλίκ Σαχ) και του βεζίρη Nizām al-mulk (/Νιζάμ αλ-μουλκ), διείσδυσε στην κοιλάδα του Άραξι ποταμού και κυρίευσε ορισμένα βυζαντινά φρούρια, ανάμεσά τους το Surmari και την πόλη Miryam Nashin. Ακολούθως, ο Malik-Shāh και ο Nizām al-mulk, απαντώντας στο κάλεσμα του Alp-Arslan, έσπευσαν να τον συναντήσουν, ενώ στη διαδρομή κυρίευσαν διάφορα κάστρα, ό- πως το Subidh Shahr. Βλ. M. Canard, Prise d Ani İ. Kafesoglu, Seljuks 46. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Η Αλβανία του Καυκάσου ήταν η περιοχή βορειοανατολικά της Αρμενίας, ανατολικά της Ιβηρίας και ανάμεσα στην Κασπία Θάλασσα, τον ποταμό Kur και την οροσειρά του Καυκάσου. Βλ. N. G. Garsoïan, Albania, Caucasian, ODB

75 νάγκασε τον ηγεμόνα της, Gurgēn Β -Kvirike (1046/8-1081/9), βασιλιά του Lori και της Αλβανίας 166 (Kvirike, κατά τον Ματθαίο Εδέσσης), να υποταχθεί και να του δώσει ως νύφη τη θυγατέρα του 167. Το Ανί ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Αρμενίας, ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο, καθώς αποτελούσε σημείο διασταύρωσης των εμπορικών δρόμων που οδηγούσαν στον Εύξεινο Πόντο, αλλά και μια τοποθεσία πολύ οχυρή. Για τους λόγους αυτούς αποτελούσε την έδρα του δουκάτου «Ιβηρίας και Μεγάλης Αρμενίας» και από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1060, την έδρα του δουκάτου «Μεγάλης Αρμενίας» 168. Την ίδια εποχή, ο Αρμένιος (ή Γεωργιανός) Παγκράτιος Vxkac i ζήτησε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι να αναλάβει τη διακυβέρνηση του Ανίου, υποσχόμενος να υπερασπίσει την πόλη και την ευρύτερη περιοχή χωρίς βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, δέχτηκε. Ο νέος διοικητής του Ανίου επέβαλε νέα οικονομικά μέτρα, για να καλύψει τις στρατιωτικές ανάγκες της πόλης και οργάνωσε την άμυνά της. Τα μέτρα που πήρε, όμως, μάλλον δεν ήταν αποδοτικά, σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη. Αντιθέτως, επιβάρυναν τις σχέσεις του διοικητή με τον ντόπιο πληθυσμό και επιπλέον προκάλεσαν αριθμητική μείωση της φρουράς της πόλης 169. Έτσι, όταν έφτασε εκεί ο Alp-Arslan το καλοκαίρι του 1064, η πόλη μετά από σύντομη πολιορκία, κυριεύτηκε στις 16 Αυγούστου και λεηλατήθηκε. Ως αίτια της άλωσης η νεότερη έ- ρευνα πρόβαλλε διάφορους λόγους βασισμένη στις μαρτυρίες των πηγών που προβάλλουν κάθε μια διαφορετικά αίτια για την άλωση, όπως τη σφοδρότητα των τουρκικών επιθέσεων, που δημιούργησαν ρήγματα στα τείχη με τις πολιορκητικές τους μηχανές, την έλλειψη των απαραίτητων στρατιωτικών μέσων και εφοδίων των πολιορκημένων, τη στρατιωτική απειρία του Βυζαντινού διοικητή, Παγκρατίου, που σύντομα εγκατέλειψε την άμυνα και κατέφυγε στην ακρόπολη, τη διχόνοια ανάμεσα στους διοικητές της πόλης και τον ντόπιο πληθυσμό και τέλος, την έλλειψη πνεύματος αντίστασης από μέρους των πολιορκημένων, αφού έχασαν γρήγορα το κουράγιο τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, μπροστά στις εχθρικές επιθέσεις A. E. Dostourian, Matthew of Edessa Ματθαίος Εδέσσης 101. Πρβλ. το έργο K artlis Cxovreba , που αναφέρεται αναλυτικότερα στην αναγκαστική ε- πιγαμία και επισημαίνει τον ρόλο του βασιλιά της Γεωργίας (Αβγαζίας), Bagrat Δ, ο οποίος ήταν θείος της νύφης. Bar Ε- βραίος 218, ο οποίος χρονολογεί την επιγαμία στο Βλ. Cl. Cahen, Campagne 18, 19, ο οποίος παραθέτει τις (παρόμοιες) πληροφορίες του Sibt bin al-jawzī. M. Canard, Prise d Ani 248, 255, ο οποίος αναφέρει και τις πληροφορίες του al- Bundari η τελευταία πηγή παραδίδει εσφαλμένα ότι η νύφη ήταν κόρη του Bagrat Δ. 168 Για την ενσωμάτωση του Ανίου στην αυτοκρατορία, περίπου το 1045, τη σημασία της πόλης και τη διχοτόμηση του δουκάτου «Ιβηρίας και Μεγάλης Αρμενίας», βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 73-90, Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης , ο οποίος θεωρεί εσφαλμένα ότι ο διοικητής του Ανίου προκάλεσε την τουρκική επίθεση στην πόλη. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , που έχει παρόμοια στάση με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη. Aristakēs Lastivertc i Ματθαίος Εδέσσης , ο οποίος κατηγορεί τους Βυζαντινούς διοικητές της πόλης για εγκατάλειψη της άμυνας. Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) , που αποδίδει την τουρκική νίκη σε θεϊκή παρέμβαση, μέσω της κατάρρευσης ενός μέρους του τείχους της πόλης. Bar Εβραίος 216, που φαίνεται να ακολουθεί τον Ibn al-athir. Smbat Sparapet 29, που μάλλον ακολουθεί τον Ματθαίο Εδέσσης. K artlis Cxovreba 104. Βλ. M. Canard, Prise d Ani , , ο οποίος παραδίδει τις πληροφορίες πολλών πηγών, παραθέτοντας αποσπάσματα και ανάμεσά τους παραδίδει τις μαρτυρίες του Sibt bin al-jawzī, al-husaynī (συγγραφέα της Akhbār ad-daulat al-saldjuqiyya) και του Πέρση Ahmad ibn Muhammad Ğaffārī. İ. Kafesoglu, Seljuks 46. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

76 Η κατάκτηση του Ανίου δημιούργησε αίσθηση στον μουσουλμανικό κόσμο, που ύμνησε τη μεγάλη νίκη του Alp-Arslan. Ο τελευταίος, όπως προαναφέρθηκε, κατέλαβε μόνιμα το Ανί, καθώς και τις γύ- ρω περιοχές και διόρισε ως διοικητή τον Muhammad bin Mansur του Χορασάν 171. Τέλος, σύμφωνα με τον Sibt bin al-jawzī, το μέγεθος της καταστροφής ανάγκασε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι να αναζητήσει συνδιαλλαγή με τον σουλτάνο, με τη μεσολάβηση του χαλίφη, πληροφορία που συμφωνεί με την πληροφορία του Μιχαήλ Ψελλού, ότι ο Κωνσταντίνος Ι προτιμούσε να ρυθμίζει τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους ξένους λαούς μέσω της αποστολής δώρων και άλλων φιλοφροσυνών και όχι μέσω της πολεμικής αντιπαράθεσης, ώστε να εξοικονομεί χρήματα και να μην ταλαιπωρείται από τα προβλήματα που συνεπάγεται ο πόλεμος. Εξάλλου, όπως υποστήριξε ο Cl. Cahen, την εποχή αυτή, μπροστά στις τουρκικές επιδρομές, το Βυζάντιο ακολούθησε πολιτική διαπραγματεύσεων με τον σουλτάνο 172. Στη διάρκεια της ίδιας εκστρατείας, εκτός από την υποταγή του ηγεμόνα του Lori και της Αλβανίας, Gurgēn Β -Kvirike, ο Alp-Arslan ανάγκασε και τον βασιλιά της Γεωργίας, Bagrat Δ, να γίνει φόρου υποτελής. Την ίδια εποχή, σύμφωνα με τον Ματθαίο Εδέσσης, ο Alp-Arslan έστειλε μια διπλωματική αποστολή στον ηγεμόνα του Καρς, Gagik (/Κακίκιο), απαιτώντας από τον τελευταίο να προσέλθει και να δηλώσει την υποταγή του. Ο Κακίκιος, που κατά τον Αρμένιο συγγραφέα ήταν «ευφυής και σοφός άνθρωπος», φαίνεται πως κέρδισε τη συμπάθεια του σουλτάνου, ο οποίος κατόπιν τον επισκέφτηκε με όλο τον στρατό του, στο Καρς. Ο Alp-Arslan πρόσφερε στον Κακίκιο την φιλία του, καθώς και πλούσια ενδύματα ως δώρο και ο τελευταίος του πρόσφερε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Έτσι, κατά τον Ματθαίο Εδέσσης, «ο Κακίκιος ήσυχα ξεφορτώθηκε τον Alp-Arslan». Μετά την αποχώρηση του σουλτάνου, ο ηγεμόνας του Καρς παραχώρησε την επικράτειά του (1064/5) στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι και ως αντάλλαγμα έλαβε γαίες στις περιοχές του Πόντου, της Σεβάστειας και της Καππαδοκίας (στη Τζαμανδό, όπως παραδίδει ο Ματθαίος Εδέσσης) 173. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1067, ο Alp-Arslan διεξήγαγε άλλη μια εκστρατεία στην περιοχή του Καυκάσου. Η εκστρατεία αυτή, για την οποία πληροφορίες παρέχουν, σύμφωνα με τον Cl. Cahen, ο συγγραφέας της Akhbār ad-daulat al-saldjuqiyya (δηλαδή ο al-husaynī), ο Sibt bin al-jawzī, ο Bab al- Abwab και το Γεωργιανό Χρονικό (K artlis Cxovreba), έλαβε χώρα μάλλον από το φθινόπωρο του 1067 ως τις αρχές του Ο σουλτάνος επιτέθηκε πρώτα στην Ganğa υποτάσσοντας τον εμίρη Fadlûn ibn abî l Aswâr, διέσχισε τον ποταμό Kur, εισέβαλε στο Shakki και το Kakhet (Kaxet, στο έργο K artlis Cxovreba) της Γεωργίας, του οποίου ο άρχοντας, Akhsatan (Asxartan, στο έργο K artlis Cxovreba), δή- 171 Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 155. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration M. Canard, Prise d Ani 244. İ. Kafesoğlu, Seljuks 46. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 146, XVII.4-8: «τὸ γοῦν βουλόμενον αὐτῷ ἦν μὴ πολέμοις τὰ περὶ τῶν ἐθνών διατίθεσθαι, ἀλλὰ δώρων ἀποστολαῖς καί τισιν ἑτέραις φιλοφροσύναις, δυοῖν ἕνεκα, ἵνα μήτε τὰ πλείω καταναλίσκει τοῖς στρατιώταις, καὶ αὐτὸς διαγωγὴν ἔχοι ἀθόρυβον». Βλ. Cl. Cahen, Diplomatie 14. İ. Kafesoğlu, Seljuks 46, που αναφέρει τη μαρτυρία του Sibt bin al-jawzī. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , που επίσης αναφέρει τη μαρτυρία του Sibt bin al- Jawzī. 173 Ματθαίος Εδέσσης 104. Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 155. Smbat Sparapet 29. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 24. M. Canard, Prise d Ani 244, 248, ο οποίος αναφέρει και τις πληροφορίες του al-bundari. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 111, (και 116, σημ. 569). 75

77 λωσε υποταγή στον Alp-Arslan και μάλιστα ασπάστηκε το Ισλάμ, προκειμένου να διατηρήσει τις περιοχές του 174. Στη συνέχεια, ο Alp-Arslan κυρίευσε την Τιφλίδα, η οποία βρισκόταν από το 1062 υπό τον έλεγχο του Bagrat Δ της Γεωργίας. Σύμφωνα με τον Bab al-abwab, όταν ο εμίρης της Τιφλίδας, Dja far ibn Alî, απεβίωσε το 1046, τον διαδέχτηκαν οι δυο υιοί του, Abû Mansûr και Abû il-haydja. Οι τελευταίοι ήρθαν το 1062 σε διαμάχη μεταξύ τους και οι κάτοικοι της Τιφλίδας ζήτησαν την επέμβαση του Akhsatan, που πώλησε την πόλη στον Bagrat Δ. Μετά την κατάκτηση της πόλης από τον Alp- Arslan (είτε όσο παρέμενε εκεί, είτε, όταν διέμεινε στην Ganğa, κατά την επιστροφή από την εκστρατεία), οι εξόριστοι εμίρηδες προσήλθαν στον σουλτάνο, ζητώντας να τους αποδοθεί και πάλι η πόλη. Την ίδια εποχή όμως, ήρθε για να δηλώσει υποτέλεια και ο εμίρης της Ganğa, Fadlûn, που προσέφερε και πλούσια δώρα. Ο Alp-Arslan έδωσε την πόλη στον τελευταίο και έθεσε τους δύο εμίρηδες υπό κράτηση. Έτσι, κατά τον Cl. Cahen, ο Alp-Arslan με την ενέργεια αυτή επιδίωκε να εδραιώσει την ε- πιρροή του στην περιοχή, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα του Fadlûn, του οίκου των Σανταντιδών 175. Επομένως, όπως αναφέρθηκε ήδη, σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, όλες οι παραπάνω ενέργειες του Alp-Arslan στην περιοχή της Αρμενίας και του Καυκάσου, στα , είχαν ως στόχο να ισχυροποιήσει τα σύνορά του και να επεκτείνει την επιρροή του. Ο σουλτάνος κυρίευσε το στρατηγικό Ανί με τις γύρω περιοχές, επιδίωξε την υποτέλεια ισχυρών Αρμένιων και Γεωργιανών ηγεμόνων, όπως του βασιλιά της Γεωργίας Bagrat Δ, του Κακίκιου του Καρς και του Akhsatan του Kakhet και απαίτησε από τον Gurgēn Β -Kvirike του Lori και της Αλβανίας τη σύναψη συμμαχίας μέσω επιγαμίας. Επιπλέον, κυρίευσε την Τιφλίδα και την απέδωσε στον νέο υποτελή του, τον εμίρη Fadlûn της Ganğa, ισχυροποιώντας τον και θέτοντάς τον ουσιαστικά τοποτηρητή του στην περιοχή. Μάλιστα, κατά τον Cl. Cahen, α- κόμα και αφού ο Bagrat Δ απέσπασε εκ νέου την Τιφλίδα από τον Fadlûn, ο Alp-Arslan αναμίχτηκε ξανά, θέτοντας ως διαιτητή στις διαφορές των δύο αντιπάλων τον αξιωματούχο του, Savtegin 176. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την αυτοκρατορία, αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι πηγές δεν αναφέρουν καμία βυζαντινή παρέμβαση στη διάρκεια των συγκεκριμένων γεγονότων. Όπως φάνηκε παραπάνω, στη δεκαετία του 1040, επί Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου, η αυτοκρατορία διέθετε μια σφαίρα ε- πιρροής πέρα από τα ανατολικά της σύνορα 177. Αργότερα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1050, φαίνεται πως η αυτοκρατορία μπορούσε ακόμη να ασκεί διπλωματική πίεση στους ανατολικούς της γείτονες, ώστε να αντισταθούν στη σελτζουκική επέλαση, όπως ενδεχομένως μαρτυρεί η πληροφορία του 174 Ο Bar Εβραίος 218 αναφέρει κάποιον Αρμένιο πατρίκιο, τον Arîstâkîs, ο οποίος το 1067 συνελήφθη από τον Τούρκο εμίρη Shirwân Shâh και οδηγήθηκε μαζί με τους άνδρες του μπροστά στον σουλτάνο, υποσχόμενος να ασπαστεί το Ισλάμ, ό- πως και έγινε. Ακολούθως, οι Αρμένιοι αυτοί επέστρεψαν στην Έσω Αρμενία και αλλαξοπίστησαν εκ νέου. Ο Cl. Cahen, Campagne 18, σημ. 6 θεωρεί ότι η πληροφορία του Bar Εβραίου αφορά τον Akhsatan. 175 K artlis Cxovreba 105. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 24.- Του ιδίου, Campagne 17-20, ο οποίος υποστήριξε ότι η εύνοια που έδειχνε πλέον ο Alp-Arslan στον οίκο των Σανταντιδών φαίνεται και από το γεγονός ότι ο σουλτάνος νύμφευσε τον εμίρη Fadlûn με τη σύζυγο του ιδίου (του Alp-Arslan), την οποία είχε χωρίσει. Η συγκεκριμένη νύφη ήταν η θυγατέρα του Gurgēn Β -Kvirike του Lori, την οποία είχε απαιτήσει νωρίτερα (1064) ως σύζυγο ο σουλτάνος, όπως προαναφέρθηκε. Η επιγαμία αυτή, κατά τον Γάλλο ερευνητή, «υπογράμμιζε τη συμμαχία του Fadlûn με τον Alp-Arslan». 176 Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Campagne M. Canard, Prise d Ani Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι 23, Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 58 (και σημ. 95), για τα γεγονότα. 76

78 Μιχαήλ Ψελλού, σχετικά με την ακρόαση συμμαχικών πρεσβειών από τον Ισαάκιο Α Κομνηνό 178. Ω- στόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1060, δεν μαρτυρείται καμία αυτοκρατορική στρατιωτική ή διπλωματική επέμβαση στις περιοχές ανατολικά του κράτους, με βυζαντινή πρωτοβουλία. Οι τοπικοί ηγεμόνες του Καυκάσου, από την πλευρά τους, έσπευδαν πλέον να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία των Σελτζούκων, αν και μερικοί απ αυτούς αναιρούσαν την ενέργειά τους μετά την απομάκρυνση του σουλτάνου από τη χώρα τους. Τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν πιθανώς να θεωρηθούν ότι φανερώνουν την α- δυναμία της αυτοκρατορίας να προωθήσει τα συμφέροντά της πέρα από τα ανατολικά της σύνορα και ι- διαίτερα στην περιοχή του Καυκάσου 179. Μια τέτοια διαπίστωση θα μπορούσε να ενισχυθεί από τη μαρτυρούμενη από τις πηγές αποξένωση του Βυζαντίου από τους Αρμενίους (και τους Σύρους) εξαιτίας της θρησκευτικής πολιτικής του Κωνσταντίνου Ι και πολύ περισσότερο από τα οικονομικά και στρατιωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία αυτήν την εποχή 180. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, όπως θα φανεί παρακάτω, οι Βυζαντινοί δεν ήταν καν σε θέση να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα ε- δάφη της ίδιας της αυτοκρατορίας απέναντι στις αυξανόμενες τουρκικές επιδρομές. 178 Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία Β 114, L.8-20: «...τοῖς δὲ λοιποῖς ἔθνεσιν πόλεών τε ἐκείνῳ παραχωροῦσι πολλῶν καὶ στρατιωτικῶν τάξεων, αὐτῶν τε πατρίδων καὶ αὐτίκα μετασκηνοῦν αἱρουμένοις, ταῦτά τε <οὐ> ξυνεχώρει [...] Τοῖς δὲ γε πολλοῖς τῶν ἡγεμονίας ἐχόντων βαρβάρων ὁπόσα αὐτὸς ἐντυχάνων ἀκήκοα, καὶ ἀνανδρίαν ἐπωνείδιζε καὶ ὡς ἀμελῶς τῶν ἡγεμονιῶν ἔχοιντο κατῃτιᾶτο τούτους, ὤρθου τε αὐτοῖς καταπεπτωκυίας τὰς γνώμας τοῦτο δὲ ἐποίει ἵν ἐπιτείχισμα ἔχοι πρὸς τὴν βασιλείαν τῶν κρειττόνων ἐθνῶν». Πρβλ. E. de Vries-van der Velden, Mantzikert, Όσον αφορά τις γειτονικές περιοχές στον νότιο τομέα του συνόρου, δηλαδή στη Μεσοποταμία και τη Συρία, κάποιοι τοπικοί ηγεμόνες θα πρέπει να διατηρούσαν ακόμη στενές σχέσεις με την αυτοκρατορία. Για παράδειγμα, ο Ματθαίος Εδέσσης 126 αναφέρει για την ίδια εποχή ( ) ότι ο εμίρης της Νίσιβης ειδοποίησε τον δούκα της Έδεσσας Aruandanos για ε- πικείμενη τουρκική επίθεση και μάλιστα τον ενίσχυσε στρατιωτικά. Επίσης, βλ. και τη μουσουλμανική πηγή Kamāl al-dīn, Α , Β (Οι πληροφορίες της πηγής μου είναι γνωστές από το A. Hamdani, Relations 177, σημ. 46. Πρβλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 355) ότι ο εμίρης του Χαλεπίου, Mahmūd bin Şālih bin Mirdās, πλήρωσε (το 1068) πάκτα στο Βυζάντιο, αλλά στα μετά από παρέμβαση του Alp-Arslan, πέρασε στη δική του σφαίρα επιρροής. 180 Εξάλλου, όπως αναφέρει ο Ματθαίος Εδέσσης , ακόμη και ο Κακίκιος του Καρς, που είχε πρόσφατα παραχωρήσει την επικράτειά του στην αυτοκρατορία, τώρα απογοητευμένος από τη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι άρχισε μυστικές διπλωματικές επαφές με τον Alp-Arslan, ζητώντας βοήθεια, ώστε να πάρει πίσω τον θρόνο του. Μάλιστα, συνεχίζει ο Αρμένιος χρονογράφος, ο σουλτάνος είχε καλέσει τον πρώην βασιλιά κοντά του πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά εκείνος πάντα αρνείτο, επειδή ο Alp-Arslan ήταν αλλόθρησκος. 77

79 Β) Η πολεμική δράση του Ρωμανού Δ και οι διπλωματικές επαφές στην περίοδο α) Η άνοδος του Ρωμανού Δ στον θρόνο και η πρώτη μικρασιατική εκστρατεία του ( ). Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι και στο διάστημα της επιτροπείας της Ευδοκίας (Μάιος 1067-Ιανουάριος 1068) 181, επήλθε διεύρυνση του πεδίου των τουρκικών επιδρομών. Ό- πως παραδίδει ο Ιωάννης Ζωναράς, «ὅθεν οἱ βάρβαροι ποτὲ μὲν τῇ Μεσοποταμίᾳ ἐφήδρευον, ποτὲ δὲ τὰ περὶ τὴν Μελιτηνὴν ἐπόρθουν, ποτὲ δὲ τὴν Κιλικίαν ἐσίνοντο, καὶ ἄλλοτε τοῖς Καππαδόκαις ἐπῄεσαν καὶ τοῖς κατὰ Κοίλην Συρίαν ἐνίοτε» 182. Σύμφωνα με τον Ματθαίο Εδέσσης, την εποχή αυτή ολόκληρη η Αρμενία υπέφερε από επιδρομές 183. Η γειτονική Χαλδία φαίνεται πως μετά την άλωση της Σεβάστειας (περίπου 1059) και του Ανίου (1064) και την απώλεια του «αμυντικού προμαχώνα της Μεγάλης Αρμενίας-Ιβηρίας» άρχισε επίσης να υφίσταται επιδρομές 184. Την ίδια εποχή οι επιδρομές επεκτάθηκαν και στον νότιο τομέα του ανατολικού συνόρου. Το , ο εμίρης Khurasan Salar (Slar-Khorasan, κατά τον Ματθαίο Εδέσσης) εκστράτευσε εναντίον του οχυρού T lkhum και μετά από μια μάταιη πολιορκία κατευθύνθηκε προς το οχυρό Severak, που κατά τον Γ. Λεβενιώτη, αποτελούσε σημαντικό αμυντικό προπύργιο του δουκάτου Εδέσσης. Η βυζαντινή φρουρά δεν κατάφερε να αναχαιτίσει τους εισβολείς, που προέβησαν σε λεηλασία της ευρύτερης περιοχής και ακολούθως, προωθήθηκαν ως το οχυρό T orich στην περιοχή της Έδεσσας, λεηλατώντας την ύ- παιθρο. Μια ομάδα κυρίευσε το μικρό οχυρό Nshenek. Οι Βυζαντινοί εκ νέου απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς, αυτήν τη φορά εξαιτίας των ερίδων των Βυζαντινών διοικητών. Σύντομα, ο Khurasan Salar διεξήγαγε νέα επιδρομή στην περιοχή της Έδεσσας. Λεηλάτησε τα φρούρια Gullāb και Tēp στα νοτιοανατολικά της Έδεσσας και στρατοπέδευσε στο χωριό K sōs, που βρισκόταν ανάμεσα στην Έδεσσα και το Harran, δηλαδή τις αρχαίες Κάρρες. Οι βυζαντινές δυνάμεις της περιοχής τον έφτασαν στο T lak, κοντά στο K sōs, αλλά για άλλη μια φορά τράπηκαν σε φυγή. Μια τρίτη επιδρομή του Khurasan Salar στην περιοχή της Έδεσσας είχε ως αποτέλεσμα την λεηλασία του χωρίου Kupin 185. Το , ο hājib του Alp-Arslan, Gümüshtigin, λεηλάτησε την περιοχή του T lkhum, το οχυρό T lēt ut, πέρασε από την περιοχή της Έδεσσας και αφού διέσχισε τον Ευφράτη, λεηλάτησε την περιφέρεια του Hisn-Mānsūr 186. Στο μεταξύ, ο δούκας της Έδεσσας Αρβαντηνός (Aruandanos, κατά τον Ματθαίο Εδέσσης) πληροφορήθηκε τι συνέβη και ενισχυμένος από στρατιώτες του εμίρη της Νίσιβης επιτέ- 181 Για την επιτροπεία της Ευδοκίας βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ματθαίος Εδέσσης Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ματθαίος Εδέσσης Smbat Sparapet Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ο hājib ήταν ένας αξιωματούχος που παρουσίαζε μπροστά στον χαλίφη πρεσβευτές και αξιωματούχους. Ήταν αξιωματούχος της αυλής, αλλά καθώς αυτή στην περίοδο των Σελτζούκων είχε στρατιωτικό χαρακτήρα, ο hājib ήταν συγχρόνως και στρατιωτικός αξιωματούχος. Συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και κάποιες φορές διοικούσε ένα μέρος του στρατού του σουλτάνου. Βλ. D. Sourdel - C. E. Bosworth - A. K. S. Lambton, Hādjib και ιδιαίτερα 49 για το αξίωμα στην εποχή των Σελτζούκων. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 280, σημ

80 θηκε στους Τούρκους μπροστά στο οχυρό Ōshēn, αλλά οι Βυζαντινοί τράπηκαν σε φυγή και ο Αρβαντηνός αιχμαλωτίστηκε. Ακολούθως, ο Gümüshtigin, σύμφωνα με τον Bar Εβραίο, κυρίευσε το Harran, το Serûgh και το Kalônîkôs 187. Το δουκάτο Αντιοχείας άρχισε να υφίσταται επιδρομές, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, γύρω στο Τότε, όπως παραδίδουν οι Kamāl al-dīn, al- Azīmī και Sibt bin al-jawzī (τις πληροφορίες των οποίων παραθέτει ο Γ. Λεβενιώτης), ο Τουρκομάνος αρχηγός Hārūn ibn Hān έφτασε στο Χαλέπι και από εκεί πραγματοποίησε επιδρομή στη βυζαντινή επικράτεια 188. Την ίδια εποχή, ο Αρμένιος Γεώργιος Shirakats i λεηλάτησε με μια ομάδα Τουρκομάνων τα προάστια της Αντιόχειας, αναζητώντας εκδίκηση από τους Αντιοχείς, που τον είχαν αδικήσει στο παρελθόν 189. Το ο εμίρης Afsīn bin Bakğī, αφού δολοφόνησε στην περιοχή του Χλιάτ τον προαναφερθέντα Gümüshtigin για προσωπικούς λόγους, προωθήθηκε με μια ομάδα Τουρκομάνων στην περιοχή της Αντιόχειας, όπου επιδόθηκε σε λεηλασίες. Ι- διαίτερα υπέφεραν από τη δράση του οι πολυάριθμες μονές του Μαύρου Όρους, στα βόρεια της Αντιόχειας και η περιφέρεια του Τελούχ 190. Το 1067, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι, οι βυζαντινές πηγές μαρτυρούν ότι οι Τούρκοι επιδρομείς λεηλατούσαν επίσης τις περιοχές της Μεσοποταμίας και της Μελιτηνής. Στο ίδιο διάστημα μάλιστα, αναφέρεται ότι οι στρατιώτες της περιοχής της Μελιτηνής αρνούνταν να περάσουν τον Ευφράτη για να ενωθούν με τις υπόλοιπες βυζαντινές δυνάμεις και να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς. Ως αποτέλεσμα, οι Τούρκοι τους εντόπισαν μόνους, τους νίκησαν και ύστερα προωθήθηκαν ανενόχλητοι βορειοδυτικά, ώσπου έφτασαν στην Καισάρεια, την οποία και λεηλάτησαν. Επιστρέφοντας, πέρασαν στην Κιλικία, όπου παρέμειναν πολύ χρόνο, προκαλώντας καταστροφές. Στο μεταξύ, ο Τουρκομάνος αρχηγός Α- μερτικής, που βρισκόταν ως μισθοφόρος στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας, αποστάτησε, επειδή δεν έ- λαβε τα συμφωνημένα χρήματα και κατέφυγε στο Χαλέπι 191. Εκεί ενώθηκε με τους επιδρομείς που επέστρεφαν από την Κιλικία και λεηλάτησε την περιοχή γύρω από την Αντιόχεια, ενώ τα βυζαντινά στρατεύματα της περιοχής που ήταν απλήρωτα και ελλιπώς εφοδιασμένα αδυνατούσαν να τον αντιμετωπίσουν 192. Λίγο αργότερα (1067-Απρίλιο/Μάιο 1068), σύμφωνα με τον Kamāl al-dīn, ο εμίρης Afsīn λεηλάτησε και πάλι την περιοχή της Αντιόχειας, παίρνοντας μαζί του πολλούς αιχμαλώτους 193. Οι καταστροφές αυτές, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, έκαναν φανερή στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης την ανάγκη να αναδειχτεί αυτοκράτορας ένας στρατιωτικός που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει δυναμικά στις κρίσιμες περιστάσεις. Παρακάτω, ο ιστορικός αναφέρει πιο συγκεκριμένα 187 Ματθαίος Εδέσσης Bar Εβραίος Smbat Sparapet Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ματθαίος Εδέσσης 148. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ματθαίος Εδέσσης 125. Bar Εβραίος 218. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 25. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , Για τον Αμερτική βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 26, σημ. 2. Ch. Brand, Turkish element Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , , Kamāl al-dīn, Β 10. Οι πληροφορίες της πηγής μου είναι γνωστές από το Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 338, σημ Βλ. και Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

81 ότι η κατάσταση ήταν πολύ πιεστική, γιατί αφ ενός στα νότια οι επιδρομές είχαν θέσει την Αντιόχεια και την Κιλικία σε μεγάλο κίνδυνο και αφ ετέρου στα βόρεια είχε εκστρατεύσει ο ίδιος ο σουλτάνος (Alp-Arslan) με πολύ στρατό και έφτασε στα βυζαντινά σύνορα το φθινόπωρο, επιθυμώντας να διαχειμάσει εκεί και «ἀρχομένου τοῦ ἔαρος προσεχῶς προσβαλεῖν καὶ ἄρδην ἀνατρέψαι τὰ Ῥωμαίων καὶ καθελεῖν» 194. Στο σημείο αυτό, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης θα πρέπει να εννοεί την προαναφερθείσα εκστρατεία του Alp-Arslan στη Γεωργία (φθινόπωρο 1067-άνοιξη 1068). Όπως φάνηκε παραπάνω, σύμφωνα με τις υπόλοιπες πηγές που αναφέρονται στο γεγονός, στόχος της συγκεκριμένης εκστρατείας ή- ταν η επέκταση της σφαίρας επιρροής του σουλτάνου στους τοπικούς χριστιανούς και μουσουλμάνους ηγεμόνες του Καυκάσου, ενώ δεν γίνεται αναφορά σε κάποια επίθεση εναντίον της αυτοκρατορίας. Η κίνηση αυτή, όμως, ενδεχομένως να θεωρήθηκε από τους Βυζαντινούς ότι θα οδηγούσε σε επίθεση εναντίον τους. Για να αντιμετωπιστεί η κρίσιμη κατάσταση, αυτοκράτορας αναδείχτηκε ο βεστάρχης Ρωμανός Διογένης (Ρωμανός Δ ), που είχε διακριθεί ως στρατιωτικός διοικητής στα Βαλκάνια 195. Ο νέος αυτοκράτορας, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, άρχισε αμέσως να ανασυντάσσει τα στρατεύματα, να συζητεί με τους σημαντικότερους στρατιωτικούς για τις πολεμικές επιχειρήσεις και να προσπαθεί με κάθε τρόπο να εμποδίσει τις εχθρικές επιδρομές, ενώ συγχρόνως «ετοίμαζε και πρεσβευτές» 196. Ο ιστορικός δεν αναλύει περισσότερο την τελευταία αυτή φράση, αλλά, όπως θα φανεί παρακάτω, στη διάρκεια των επιχειρήσεων της πρώτης εκστρατείας του, ο αυτοκράτορας διεξήγαγε σε κάποιες περιπτώσεις διαπραγματεύσεις. Ο Ρωμανός Δ ξεκίνησε την πρώτη εκστρατεία του δύο μόλις μήνες μετά την άνοδό του στον θρόνο. Αρχικά, μετέβη στην περιοχή της Φρυγίας, στο θέμα Ανατολικών 197, όπου συγκεντρώθηκαν οι Βυζαντινοί στρατιώτες. Ο αυτοκράτορας, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, βρήκε τα βυζαντινά στρατεύματα σε άθλια κατάσταση, «ἁλλὰ τὸν βασιλέα τὸ τοιοῦτον συγκύρημα οὐ κατέπληξε» 198. Την ίδια εποχή, συνεχίζει ο ιστορικός, ο σουλτάνος μπροστά στη φήμη του αυτοκράτορα αποχώρησε (από το σημείο, όπου είχε προωθηθεί), αλλά άφησε πίσω του ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του στην Άνω Ασία (μάλλον εννοεί τη βορειοανατολική Μικρά Ασία), το οποίο χώρισε σε δύο μέρη: το πρώτο 194 Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και , Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Για την άνοδο του Ρωμανού Διογένη στον θρόνο, βλ. Μιχαήλ Ατταλειάτης Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Ο τίτλος του βεστάρχη βρισκόταν στην ιεραρχία ανάμεσα στον μάγιστρο και τον βέστη. Αναλυτικότερα, βλ. A. Kazhdan, Vestarches, ODB Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Τῶν γὰρ Ῥωμαϊκῶν σκήπτρων ἐπιλαβόμενος οὗτος, οὐκ ἔλαττον τῶν ἐν ποσὶ πολιτικῶν πραγμάτων, τῆς στρατιωτικῆς εὐταξίας ἐφρόντισε καὶ συστάσεως [...] Ἤρξατο γὰρ αὐτίκα ἐν αὐτοῖς τοῖς πολιτικοῖς διατάγμασι καὶ τῶν παρατυχόντων στρατιωτῶν τοῖς ἐπισημοτέροις συνομιλεῖν, καὶ περὶ πολεμικῶν ἀγώνων βουλεύεσθαι καὶ πρεσβευτὰς ἑτοιμάζειν καὶ πανταχόθεν τοῖς ἐναντίοις διακωλύειν τὰς προσβολὰς». Πρβλ. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «Ἤρξατο γὰρ τούς τε ἀξιολογωτέρους δεξιοῦσθαι καὶ τοῖς ἐχέφροσι καὶ πεπειραμένοις ὁμιλεῖν τῶν στρατιωτῶν καὶ πολεμικῶν ἐργων ἀντέχεσθαι πρεσβευτάς τε ἐτοιμάζειν καὶ πανταχόθεν τοῖς ἐναντίοις ἀποτειχίζειν τῆν πάροδον». Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Η Φρυγία ήταν η ορεινή περιοχή της Μικράς Ασίας ανάμεσα στο Αιγαίο πέλαγος και στο κεντρικό οροπέδιο της χερσονήσου. Βλ. Cl. Foss, Phrygia, ODB Για το θέμα Ανατολικών, βλ. Cl. Foss, Anatolikon, ODB Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτζη

82 στάλθηκε βόρεια και το δεύτερο νότια 199. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές που εξιστορούν την εκστρατεία του Alp-Arslan στην Γεωργία. Εντούτοις, ο Cl. Cahen, εξετάζοντας τη συγκεκριμένη εκστρατεία, συμπέρανε ότι ο Alp-Arslan επιθυμούσε να επιβεβαιώσει την επιρροή του στους τοπικούς ηγεμόνες του βορειοδυτικού Ιράν και ότι προσπαθούσε να διατηρήσει την ειρήνη που είχε συμφωνηθεί με τον αυτοκράτορα (Κωνσταντίνο Ι ), το Στην ίδια μελέτη, ο Γάλλος ερευνητής διαχώρισε την πολιτική του σουλτάνου στην περιοχή από την παράλληλη δράση των Τουρκομάνων, που αυξάνονταν συνεχώς σε αριθμούς και που διεξήγαγαν επιδρομές στη Μικρά Α- σία 200. Επομένως, ίσως οι τουρκικές στρατιές, που αναφέρει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, να αποτελούσαν, στην πραγματικότητα, τουρκομανικές ομάδες, που δρούσαν (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) ανεξάρτητα, την ίδια εποχή με την εκστρατεία του Alp-Arslan. Αν και δεν παραδίδεται από τις πηγές, δεν θα ήταν ίσως παρακινδυνευμένο να υποτεθεί πως οι τουρκομανικές αυτές ομάδες διεξήγαγαν επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη με την ενθάρρυνση του Alp-Arslan, ώστε να κρατήσουν την αυτοκρατορία απασχολημένη και να εμποδίσουν κάποια βυζαντινή παρέμβαση στη Γεωργία κατά τη διάρκεια της σουλτανικής εκστρατείας. Το πεδίο δράσης των επιδρομέων, η βορειοανατολική Μικρά Ασία, θα μπορούσε ενδεχομένως να φανερώνει ότι οι Τουρκομάνοι αυτοί προωθήθηκαν εκεί μέσω της περιοχής του Καυκάσου, όπου την ίδια εποχή βρισκόταν ο Alp-Arslan 201. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο Ρωμανός Δ επέλεξε να επιτεθεί στη νότια τουρκική στρατιά που λυμαινόταν τη Συρία και την Κιλικία, επειδή η βόρεια τουρκική στρατιά προσποιήθηκε ότι επιτίθεται και στη συνέχεια ότι υποχωρεί λόγω της προώθησης του αυτοκράτορα 202. Η νεότερη έρευνα εντόπισε διαφορετικά αίτια στην απόφαση του Ρωμανού να εκστρατεύσει στη Συρία. Τελικός στόχος της εκστρατείας του αυτοκράτορα φαίνεται πως ήταν η Ιεράπολη της Συρίας 203. Σύμφωνα με τον A. Hamdani και πιο πρόσφατα τον Γ. Λεβενιώτη, η συγκεκριμένη πόλη είχε στρατηγική σημασία, γιατί η κατοχή της εξασφάλιζε την επικοινωνία του ανατολικού τμήματος του δουκάτου Αντιοχείας με το δουκάτο της Έδεσσας και τα Σαμόσατα, ενώ παράλληλα, όποιος την κατείχε, ήταν σε θέση να εποπτεύει τις συγκοινωνίες ανάμεσα στην Αντιόχεια και το Χαλέπι, αλλά και ένα κοντινό πέρασμα του Ευφράτη. Ακόμη, κάποιον ρόλο ίσως έπαιξαν οι ενέργειες του Μιρδασίδη εμίρη του Χαλεπίου, 199 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Cl. Cahen, Campagne Παρόλ αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος ερευνητής δεν κάνει λόγο για το τέλος της εκστρατείας του Alp-Arslan και καθώς δεν είχα πρόσβαση στις μουσουλμανικές πηγές που χρησιμοποίησε ο Cl. Cahen (al-husaynī (Akhbār ad-daulat al-saldjuqiyya), Sibt bin al-jawzī και Bab al-abwab), στάθηκε αδύνατο να εξακριβώσω αν αυτές πράγματι αναφέρουν κάποια επιθετική κίνηση του Alp-Arslan εναντίον της αυτοκρατορίας, στη διάρκεια της συγκεκριμένης εκστρατείας. Το έργο K artlis Cxovreba 105 πάντως δεν αναφέρει καμία σύγκρουση με την αυτοκρατορία. 201 Εξάλλου, μια τέτοια τακτική δεν θα ήταν χωρίς προηγούμενο πρβλ. για παράδειγμα την υπόθεση του Γ. Λεβενιώτη, Κατάρρευση ότι η μαρτυρούμενη από τον Ibn al-athir τουρκομανική επιδρομή (με την ενθάρρυνση του Ibrahim Inal) στην περιοχή ανάμεσα στη Θεοδοσιούπολη και την Τραπεζούντα, το 1048, αποτελούσε ίσως αντιπερισπασμό, για να διευκολυνθεί η ταυτόχρονη επιδρομή του Ibrahim Inal στο Άρτζε. 202 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Η Ιεράπολη (/Manbiğ) βρισκόταν στη βορειοανατολική Συρία, στα βορειοανατολικά του Χαλεπίου. Αναλυτικότερα για τη θέση και την ιστορία της ως το 1068, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

83 Mahmūd bin Şālih bin Mirdās 204 ο τελευταίος, κατά με τον Kamāl al-dīn, πλήρωσε το 1068 στην αυτοκρατορία πάκτα ύψους dīnār, αλλά σύντομα διέκοψε την πληρωμή, εξαιτίας πίεσης από μέρους των Σελτζούκων. Σ αυτά τα επιχειρήματα ο Γ. Λεβενιώτης πρόσθεσε την αύξηση του αριθμού των Τουρκομάνων στην περιοχή και συνεπώς τη στρατιωτική πίεση, στην οποία υπέκειτο το δουκάτο Αντιοχείας από τις αραβοτουρκικές και τουρκομανικές δυνάμεις, που δρούσαν στην περιοχή οι τελευταίες μάλιστα πραγματοποιούσαν καταστροφικές επιδρομές που έφταναν ως το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και συγχρόνως απέκοπταν την επικοινωνία της Έδεσσας με την Αντιόχεια 205. Παρομοίως, ο M. Miotto επεσήμανε ότι η κατάληψη τον Ιούλιο του 1068 του γειτονικού Artāh (/Αρτάχ, στις βυζαντινές πηγές) από τον Τούρκο εμίρη Ibn Khan έφερε στην κατοχή των μουσουλμάνων ολόκληρη την περιοχή ανάμεσα στον Ορόντη και τον Ευφράτη, ανοίγοντας ένα επικίνδυνο ρήγμα στο νοτιοανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας 206. Συνεχίζοντας, ο ερευνητής υποστήριξε πως το γεγονός αυτό ώθησε τον Ρωμανό Δ να επέμβει στην περιοχή, για να κλείσει το ρήγμα, αφού «μία επίθεση κατά των διάσπαρτων και ευκίνητων ομάδων Τούρκων επιδρομέων στην ανατολική Μικρά Ασία δεν θα απέφερε κανένα όφελος στους Βυζαντινούς, αν πρώτα δεν είχε επιτευχθεί η διασφάλιση του νότιου συνόρου» 207. Έτσι, ο Ρωμανός Δ πριν φτάσει στη Σεβάστεια, κατευθύνθηκε νότια προς τη Λυκανδό 208, με στόχο να περάσει στη Συρία το φθινόπωρο, όταν θα μειωνόταν η ζέστη. Ωστόσο, σύντομα πληροφορήθηκε ό- τι μια ομάδα Τούρκων κυρίευσε και λεηλάτησε τη Νεοκαισάρεια. Ο αυτοκράτορας έσπευσε ως την περιοχή της Τεφρικής για να τους αντιμετωπίσει και εκείνοι εγκαταλείποντας τους αιχμαλώτους τράπηκαν αμέσως σε φυγή, με αποτέλεσμα να εξοντωθούν πολλοί από τους επιδρομείς και άλλοι να αιχμαλωτιστούν. Οι τελευταίοι, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, εκτελέστηκαν από τους Βυζαντινούς 209. Ακολούθως, επιστρέφοντας στην κύρια πορεία της εκστρατείας του, ο Ρωμανός Δ έφτασε τον Ο- κτώβριο του 1068 στο θέμα Τελούχ 210. Εκεί διαίρεσε ένα τμήμα του στρατού του και το έστειλε στη Μελιτηνή να προστατεύει τα ανατολικά θέματα και να αποκρούει τις τουρκικές ομάδες, που λυμαίνονταν την περιοχή. Αυτές είχαν ως αρχηγό τον προαναφερθέντα εμίρη Afsīn bin Bakğī, που εξαιτίας της αδράνειας του Βυζαντινού διοικητή παρενοχλούσε τη στρατιά του Ρωμανού Δ, ώσπου αποκρούστηκε. 204 Οι Μιρδασίδες κυβερνούσαν το Χαλέπι από το 1025, οπότε ο ιδρυτής της δυναστείας, Şālih bin Mirdās, κατέλαβε την πόλη. Αναλυτικότερα για τη δυναστεία και τις σχέσεις της με το Βυζάντιο ως το 1068, βλ. M. Miotto, Ανταγωνισμός , Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 355, σημ Kamāl al-dīn, Α , Β Οι πληροφορίες μου είναι γνωστές από τον A. Hamdani, Relations 177 και σημ. 46. Βλ. και A. Hamdani, Relations Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 355, Το Αρτάχ αποτελούσε πόλη-φρούριο ανάμεσα στο Χαλέπι και την Αντιόχεια, 40 χλμ. από την τελευταία. Έτσι, είχε μεγάλη στρατιωτική σπουδαιότητα, αφού κάλυπτε την Αντιόχεια. Αναλυτικότερα για την ιστορία του ως το 1068, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση M. Miotto, Ανταγωνισμός Για το θέμα Λυκανδού, βλ. Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Παρακμή και πτώση 41, σημ. 36, με την προηγούμενη βιβλιογραφία. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 474, 507. Η πόλη Τεφρική βρισκόταν στη βορειοανατολική Καππαδοκία, δυτικά του ποταμού Ευφράτη, περίπου 100 χλμ. νοτιοανατολικά της Σεβάστειας. Για την πόλη και το θέμα Τεφρικής, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Το Τελούχ ήταν κωμόπολη στην περιοχή ανάμεσα στη βόρεια Συρία και τη Μικρά Ασία, κοντά στη Γερμανίκεια. Από το 1030 μνημονεύεται η ύπαρξη θέματος Τελούχ. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , με τις μαρτυρίες των πηγών. 82

84 Ο αυτοκράτορας στη συνέχεια εισέβαλε στο εμιράτο του Χαλεπίου, λεηλατώντας το και σε λίγες ημέρες έφτασε στην Ιεράπολη. Το βράδυ, η τουρκική φρουρά έφυγε από φόβο για τον αυτοκράτορα και ακολούθως οι Αρμένιοι του βυζαντινού στρατού έκαναν έφοδο και κυρίευσαν την πόλη. Μεμονωμένες ε- στίες αντίστασης σε πύργους της πόλης κάμφθηκαν εύκολα, αλλά η ακρόπολη αντιστάθηκε σθεναρά και ο Ρωμανός Δ άρχισε κανονική πολιορκία. Σύντομα, όμως, εξαιτίας της πίεσης από την πολιορκία, οι πολιορκημένοι στρατιώτες «πρεσβεύσαντες γὰρ συγγνώμης τυχεῖν αἰτησάμενοι καὶ λύτρον τὴν ἱκετηρίαν αὐτῶν τε καὶ γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς λοιπῆς οὐσίας προθέμενοι τὸν βασιλέα κατεδυσώπησαν καὶ τῶν κατὰ σκοπὸν οὐ διήμαρτον» 211. Η αναφορά αυτή του Μιχαήλ Ατταλειάτη θα μπορούσε με μια πρώτη ανάγνωση να εννοεί ότι η α- κρόπολη παραδόθηκε μετά από διαπραγματεύσεις. Αμέσως μετά όμως ο ιστορικός συνεχίζει και αναφέρει ότι η ακρόπολη κυριεύτηκε με τη βοήθεια («μεσιτεύοντος») του Πέτρου Λιβελίσσιου 212, ο οποίος την πλησίασε με ένα τέχνασμα («εὐμηχάνως») και κατέλαβε τις πύλες της 213. Το νοηματικό αυτό κενό στο κείμενο του Μιχαήλ Ατταλειάτη θα μπορούσε να ερμηνευτεί ότι υποδηλώνει τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τους πολιορκημένους και παράλληλα τη μυστική αποστολή ενός σώματος Ρώσων στρατιωτών («ῥωσικοῖς ὅπλοις») υπό τον Πέτρο Λιβελίσσιο, για να καταλάβουν στο μεταξύ την ακρόπολη. Το αν πράγματι ο αυτοκράτορας σεβάστηκε τη ζωή των πολιορκημένων δεν είναι ξεκάθαρο. Οι πληροφορίες των υπόλοιπων πηγών είναι αντιφατικές. Η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση φαίνεται πως γενικά ακολουθεί τον Μιχαήλ Ατταλειάτη. Αναφέρει την πολιορκία, τη συμφωνία με τους πολιορκημένους μετά από διαπραγματεύσεις και την παρέμβαση («μεσάζοντος») του Πέτρου Λιβελίσσιου, αλλά ε- ξαιτίας ενός χάσματος στον κώδικα του χειρογράφου, το νόημα του χωρίου δεν ολοκληρώνεται και έτσι η διατύπωση φαίνεται διφορούμενη 214. Ο Ματθαίος Εδέσσης παραδίδει ότι η πόλη παραδόθηκε μετά α- πό διαπραγματεύσεις. συγκεκριμένα αναφέρει ότι στη διάρκεια της πολιορκίας όλες οι σημαντικές προσωπικότητες της πόλης ήρθαν μπροστά στον Ρωμανό Δ με πλούσια δώρα και έγιναν φόρου υποτελείς, γλιτώνοντας από τον θάνατο 215. Ο Ιωάννης Ζωναράς αναφέρει λακωνικά ότι ο αυτοκράτορας: «...εἰς Ἱε- 211 Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ο Πέτρος Λιβελίσσιος ήταν συριακής καταγωγής από την Αντιόχεια. Είχε διατελέσει δούκας Σελευκείας και γύρω στο 1068 έγινε δούκας Αντιοχείας. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 603 (αρ. πίνακα 264 και σημ. 3684), 624 (αρ. πίνακα 334 και σημ. 3780). 213 Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Κυριεύσαντες δὲ καὶ τῆς ἀκροπόλεως οἱ Ῥωμαῖοι, μεσιτεύοντος τοῖς πράγμασιν ἀνδρὸς Ἀσσυρίου μὲν τὸ γένος γέννημα τῆς μεγάλης Ἀντιοχείας τυγχάνοντος, ἄκρως δ ἐξησκημένου τήν τε Ῥωμαϊκὴν σοφίαν καὶ παίδευσιν καὶ τὴν τῶν Σαρακηνῶν διὰ τὸ τῆς φύσεως εὐσταλὲς καὶ μετέωρον, καὶ προσιόντος εὐμηχάνως τῇ ἀ- κροπόλει καὶ τὰς πύλας ῥωσικοῖς ὅπλοις ἐν τῷ εἰσιέναι κατεσχηκότος τῆς ἀκροπόλεως (Πέτρος ἡ προσηγορία τουτωῒ τῷ ἀνδρί, τὸ ἐπίκλην Λιβελλίσιος, τῇ δὲ τῶν μαγίστρων ἀξίᾳ τῷ τότε τετιμημένος)...». 214 Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτζη : «κατασχὼν μὲν τὴν Ἱεράπολιν χώμασι καὶ τειχομαχίαις καὶ στρατιωτικαῖς ἐπεξελεύσεσι, τὸ ἐπείσακτον δὲ τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων ἐπὶ συμφώνοις γυμνοὺς καὶ ἀόπλους ἀφείς, μεσάζοντος ἐν πᾶσι τοῦ μαγίστρου Πέτρου τοῦ Λιβελλισίου, ἀνδρὸς τήν τε τῶν Ἀσσυρίων καὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων παιδείαν ἄκρως ἐξησκημένου, θρέμματος καὶ γεννήματος ὄντος τῆς Ἀντιοχέων πόλεως καὶ τῶν τὰ πρῶτα ἐν αὐτῇ διενεγκόντων ἑνός <...>.». Βλ. και Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 358, σημ. 2161, που θεώρησε ότι το χωρίο αναφέρεται στους κατοίκους της πόλης και όχι στη φρουρά της ακρόπολης και ότι οι συνομιλίες κατέληξαν σε συμφωνία. 215 Ματθαίος Εδέσσης Πρβλ. Smbat Sparapet 34. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

85 ράπολιν τῆς Συρίας ἐγένετο. καὶ πολιορκεῖν ἐπιχειρήσας αὐτὴν ὁμολογίᾳ τὴν πόλιν παρέλαβεν» 216. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Bar Εβραίος και κάποιες μουσουλμανικές πηγές θεωρούν ότι ο αυτοκράτορας έσφαξε τους κατοίκους 217. Ο Kamāl al-dīn αναφέρει ότι ο πληθυσμός έφυγε πριν φτάσει ο αυτοκράτορας 218. Τέλος, ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ο al- Azīmī και ο Μιχαήλ Σύρος κάνουν απλή αναφορά στην κατάληψη της πόλης 219. Το πρόβλημα παραμένει ανεπίλυτο. Με βάση πάντως τη στάση του Ρωμανού σε όλη τη διάρκεια της συγκεκριμένης εκστρατείας δεν φαίνεται απίθανο ότι ο ντόπιος πληθυσμός σφαγιάστηκε 220. Ακολούθως, ο εμίρης του Χαλεπίου, Mahmūd bin Şālih bin Mirdās, επιτέθηκε με ισχυρές αραβοτουρκικές δυνάμεις σε τμήμα του βυζαντινού στρατού που είχε ταχθεί ανάμεσα στο βυζαντινό στρατόπεδο και την Ιεράπολη και το νίκησε. Την επόμενη ημέρα ο Ρωμανός Δ νίκησε και έτρεψε σε φυγή τον εμίρη, αλλά δεν τον καταδίωξε. Μετά, ο αυτοκράτορας άφησε φρουρά στην πόλη και κατευθύνθηκε προς το κοντινό φρούριο Azāz (Αζάς, στις βυζαντινές πηγές), βόρεια του Χαλεπίου, υπό τη συνεχή παρενόχληση των ανασυνταγμένων Αράβων 221. Ωστόσο, μόλις ο Ρωμανός Δ έφτασε στο Αζάς, διαπίστωσε ότι η εκπόρθησή του θα ήταν δύσκολη, γιατί ήταν πολύ οχυρό, δεν υπήρχε επαρκής ποσότητα νερού για τον βυζαντινό στρατό αρκετά κοντά στο φρούριο και επιπλέον ο χειμώνας πλησίαζε, ενώ παράλληλα το εχθρικό ιππικό αποτελούσε κίνδυνο. Έτσι, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να επιστρέψει στη βυζαντινή επικράτεια 222. Όσο βρισκόταν ακόμη στο Αζάς, ο Ρωμανός Δ δέχτηκε, σύμφωνα με τον Kamāl al-dīn, έναν Φατιμίδη αντιπρόσωπο, τον καδή Abu Abdallāh al-qudā ī, ο οποίος ήταν ο απεσταλμένος που, όπως προαναφέρθηκε, είχε διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ, το 1054, την αποστολή σίτου στην Αίγυπτο. Ο σκοπός της καινούριας διπλωματικής αποστολής είναι άγνωστος, αλλά ο A. Hamdani υπέθεσε ότι οι συνομιλίες αυτές του 1068 πιθανώς αποτέλεσαν εφαλτήριο μιας βυζαντινο-φατιμιδικής συνεννόησης, που, κατά τον ίδιο ερευνητή, θα οδηγούσε τελικά στην επιλογή του Μαντζικέρτ ως στό- 216 Ιωάννης Ζωναράς, Γ Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 166. Bar Εβραίος 218. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 358, που παραθέτει και τις πληροφορίες των Ibn al-jawzī και Sibt bin al-jawzī. 218 Kamāl al-dīn, Β Η πληροφορία μου είναι γνωστή από το A. Hamdani, Relations 177, σημ. 47. Βλ. και Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Νικηφόρος Βρυέννιος Μιχαήλ Σύρος 168. Al- Azīmī 358. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 359, σημ Βλ. τις πληροφορίες του Μιχαήλ Ατταλειάτη: : «[αναφερόμενος στην άμεση αποχώρηση του Ρωμανού Δ για εκστρατεία μετά την άνοδό του στον θρόνο] καὶ ὁ ζῆλος τῆς ἐκδικίας νενίκηκε τὴν κατὰ τὴν βασιλίδα τρυφήν τε καὶ θυμηδίαν...» αυτόθι : «πρὸ τῆς τοῦ Χάλεπ χώρας πανστρατιᾷ κατεσκήνωσε. Πρὸ τοῦ καταβῆναι δὲ τοῦ ἵππου, τούς τε Σκύθας καὶ τῶν Ῥωμαίων οὐκ ὀλίγους εἰς προνομὴν ἀποστείλας τὴν πολεμίαν χώραν κατεληίσατο, ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν καὶ βοσκημάτων δορυάλωτον πλῆθος οὐκ ἐλάχιστον ποιησάμενος» αυτόθι : «[μετά την κατάκτηση της Ιεράπολης] ἐπείπερ καὶ ἐκ παρόδου πολλὰς πόλεις, ἃς μὲν βραχείας ἃς δὲ καὶ μείζους, ἐκ πολέμου καὶ βίας ἀνήρπασαν» αυτόθι : «[κατά την επιστροφή από την εκστρατεία] καὶ πυρπολήσας χωρίον τι μέγιστον Κάτμα λεγόμενον, τῷ ἀμηρᾷ τοῦ Χάλεπ ἀφωσιωμένον ἐκ παλαιοῦ...». 221 Το Αζάς ήταν πόλη με σημαντικό φρούριο και βρισκόταν περίπου 40 χλμ. βόρεια του Halab, εκεί όπου διασταυρώνονταν οι δρόμοι Tall Bāšir-Αντιόχεια και Γερμανίκεια (/Mar aš)-halab. Βλ. W. Felix, Islamische Welt 57, σημ Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

86 χου της βυζαντινής εκστρατείας του Η υπόθεση αυτή του A. Hamdani (και η κριτική που της α- σκήθηκε) θα εξεταστεί παρακάτω. Όσον αφορά τη βυζαντινή διπλωματία, είναι φανερό ότι ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ στη διάρκεια της εκστρατείας στη Συρία δεν αμέλησε να χρησιμοποιήσει και διπλωματικά μέσα για να επιτύχει τους στρατιωτικούς του σκοπούς. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν αφ ενός οι διαπραγματεύσεις με τους πολιορκημένους της Ιεράπολης, που διεξήχθησαν μάλλον για να κυριευτεί στο μεταξύ ευκολότερα η ακρόπολη και αφ ετέρου, πιθανώς οι συνομιλίες με τους Φατιμίδες. Οι ενέργειες αυτές του Ρωμανού Δ ίσως να εξηγούν σε κάποιον βαθμό και τις αναφερόμενες «διπλωματικές προετοιμασίες» του αυτοκράτορα πριν ξεκινήσει από την Κωνσταντινούπολη. Μετά την αποχώρηση από το Αζάς, η βυζαντινή στρατιά συνέχισε την πορεία της προς τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Καθ οδόν πυρπόλησε το χωριό Κάτμα και αργότερα ανακατέλαβε με ευκολία το φρούριο Αρτάχ, που είχε πρόσφατα κυριευτεί, όπως προαναφέρθηκε, από τον Τούρκο εμίρη Ibn Khan. Ακολούθως, ο αυτοκράτορας πέρασε με τις δυνάμεις του από την Κιλικία και το όρος Ταύρο. Φτάνοντας στην περιοχή της Ποδανδού, πληροφορήθηκε ότι ο διοικητής της Μελιτηνής έμεινε άπρακτος επιτρέποντας σε μια ομάδα Τουρκομάνων υπό τον Afsīn bin Bakğī να διέλθει από την περιοχή του, να εισχωρήσει στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, να λεηλατήσει την πόλη του Αμορίου και να φύγει από τα εδάφη της αυτοκρατορίας ανενόχλητος, λεηλατώντας μάλιστα και την περιοχή της Τζαμανδού 224. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να αντιδράσει, λόγω του χειμώνα και αφού απέλυσε τους στρατιώτες για να διαχειμάσουν, ο ίδιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη (Ιανουάριος 1069) 225. β) Οι πολεμικές συγκρούσεις και οι διπλωματικές επαφές των ετών Σύντομα, όμως, ξεκίνησε και πάλι για εκστρατεία, πριν από το Πάσχα του Μετά την καταστολή της εξέγερσης του «Φράγγου» αρχηγού, Κρισπίνου, που είχε στο μεταξύ εκδηλωθεί, ο Ρωμανός Δ προωθήθηκε ως την Καισάρεια και μετά στη Λάρισσα κοντά στη Σεβάστεια 226. Εκεί, πληροφορήθηκε την προσέγγιση μιας μεγάλης τουρκικής στρατιάς και έσπευσε να την καταδιώξει. Μη καταφέρνοντας να φτάσει τους επιδρομείς, στρατοπέδευσε, αλλά δέχτηκε αιφνιδιαστικά το βράδυ επίθεση στο στρατόπεδο από τους συγκεκριμένους Τούρκους. Αφού τους νίκησε, τους καταδίωξε για λίγο και συγχρόνως τα βυζαντινά στρατεύματα, που είχαν παραμείνει στο στρατόπεδο, απώθησαν άλλη μια τουρκική ομάδα που τους επιτέθηκε. Μερικοί Τούρκοι στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι και ανάμεσά τους ένας αρχη- 223 Kamāl al-dīn, Β Η πληροφορία μου είναι γνωστή από τον A. Hamdani, Relations 177, σημ. 47, βλ. και σελ Βλ. και Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Το φρούριο της (ή του) Ποδανδού βρισκόταν περίπου 20 χλμ. βορειοανατολικά των Πυλών της Κιλικίας και έλεγχε την πρόσβαση στο κεντρικό οροπέδιο της Μικράς Ασίας. Από τον ενδέκατο αιώνα υπαγόταν μάλλον στο θέμα Σελευκείας. Αναλυτικότερα, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση και σημ Η Τζαμανδός βρισκόταν στην Καππαδοκία, ανάμεσα στην Καισάρεια και τη Μελιτηνή. Βλ. Cl. Foss, Tzamandos, ODB Επίσης, για τη διοικητική εξέλιξή της, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Bar Εβραίος 218, ο οποίος μάλιστα θεωρεί ότι η είδηση της πτώσης του Αμορίου ώθησε τον Ρωμανό να τερματίσει την εκστρατεία του και να επιστρέψει στο Βυζάντιο. Al- Azīmī 358. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , , Η Λάρισσα βρισκόταν 76 χλμ. νοτιοανατολικά της Σεβάστειας. Βλ. F. Hild - M. Restle, Kappadokien

87 γός τους, που διακρινόταν «ἀπὸ τῆς αἰσθῆτος, λαμπρυμονῶν γὰρ ἦν ἐν τοῖς ὅπλοις καὶ τῇ ἄλλη σκευῇ». Παρά τις εκκλήσεις του τελευταίου προς τον αυτοκράτορα να του χαρίσει τη ζωή έναντι πολλών λύτρων και Βυζαντινών αιχμαλώτων, ο Ρωμανός Δ τον εκτέλεσε όπως και τους υπόλοιπους αιχμαλώτους 227. Από τις πληροφορίες για τη λαμπρή ενδυμασία και τον οπλισμό του Τούρκου αρχηγού, καθώς και την προσφορά του να δώσει λύτρα και να ελευθερώσει Βυζαντινούς αιχμαλώτους ίσως θα μπορούσε να συναχτεί ότι η συγκεκριμένη προσωπικότητα κατείχε αξίωμα στην αυλή του σουλτάνου. Ω- στόσο, η άρνηση του αυτοκράτορα να του χαρίσει τη ζωή απέτρεψε τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε συνομιλιών. Μετά από τρεις ημέρες, ο Ρωμανός Δ ξεκίνησε με το στράτευμα, για να καταδιώξει τους Τούρκους επιδρομείς που είχαν ξεφύγει, αλλά πλησιάζοντας στη Μελιτηνή, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τους φτάσει και αποφάσισε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα και να αφήσει στην περιοχή μέρος του στρατού του με έναν στρατηγό για να αντιμετωπίζει τυχόν επιδρομές. Ο αυτοκράτορας άφησε ως αρχηγό τον Φιλάρετο Βραχάμιο και κατευθύνθηκε ο ίδιος με μέρος του στρατού του βόρεια 228. Σύντομα, ό- μως, πληροφορήθηκε ότι η δεύτερη βυζαντινή στρατιά είχε ηττηθεί και διασκορπιστεί. Οι Τούρκοι επιδρομείς τότε διείσδυσαν ανεμπόδιστοι στο θέμα Καππαδοκίας και κατευθύνθηκαν προς το Ικόνιο, το ο- ποίο λεηλάτησαν προτού προλάβει να τους φτάσει ο αυτοκράτορας. Ένα μέρος της βυζαντινής στρατιάς στάλθηκε τότε να ενισχύσει τον δούκα της Αντιόχειας, Khačatur (Χατατούριος, στις βυζαντινές πηγές) 229, αλλά οι ενωμένες βυζαντινές δυνάμεις, στρατοπεδευμένες στη Μοψουεστία 230, απέτυχαν να σταματήσουν τους επιδρομείς. Οι τελευταίοι είχαν δεχτεί επιθέσεις από Αρμένιους κατοίκους των ορεινών περιοχών της Σελεύκειας και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μεγαλύτερο μέρος της λείας 231. Μαθαίνοντας, όμως, για τα βυζαντινά στρατεύματα, οι επιδρομείς τα απέφυγαν και πέρασαν στα εδάφη του Χαλεπίου. Ο αυτοκράτορας, μη μπορώντας να πράξει τίποτε άλλο, άφησε ένα μέρος του στρατού να αντιμετωπίζει τις συνεχιζόμενες επιδρομές και ο ίδιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 204, 229, Ο Φιλάρετος Βραχάμιος προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια αρμενικής καταγωγής. Στο δεύτερο μισό του 11 ου αιώνα έλαβε πολλά αξιώματα, ανάμεσά τους εκείνο του δομέστικου των Σχολών της Ανατολής. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ εγκαταστάθηκε στην ανατολική Κιλικία και επέκτεινε την εξουσία του δυτικά στις πυκνοκατοικημένες περιοχές της Κιλικίας, ανατολικά στην κοιλάδα του Μέσου Ευφράτη και τελικά νότια στην Αντιόχεια. Προστάτευσε με φρούρια την επικράτειά του, της οποίας την ουσιαστική διακυβέρνηση κράτησε για τον εαυτό του. Όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, ο Φιλάρετος αναγνώρισε την επικυριαρχία του και έλαβε νέα αξιώματα, α- νάμεσά τους εκείνο του δούκα της Αντιόχειας. Αναλυτικότερα, για τον βίο και τη σταδιοδρομία του Φιλάρετου Βραχάμιου βλέπε A. Kazhdan, Brachamios, ODB 319. S. Mešanović - V. Stepanenko - J. Shepard, Βραχάμιοι/Βραχαμίων οίκος Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση (με τη σημείωση 1817), με την ανάλογη βιβλιογραφία. 229 Ο Χατατούριος διορίστηκε δούκας της Αντιόχειας το 1069 από τον Ρωμανό Δ. Στον μετέπειτα βυζαντινό εμφύλιο ( ), πήρε το μέρος του τελευταίου. Βλ. A. Kazhdan, Khačatur, ODB Πόλη της Κιλικίας. Βλ. Cl. Foss, Mopsuestia, ODB Επίσης, για τη συγκρότηση και την ιστορία της στρατηγίδας Μοψουεστίας ως το 1069, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Η Σελεύκεια ήταν παραλιακή πόλη της περιοχής της Ισαυρίας. Βλ. Cl. Foss, Seleukeia, ODB Επίσης, για τη συγκρότηση και την ιστορία του θέματος Σελευκείας ως το 1069, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 205, , 398, ,

88 Το επόμενο έτος (1070), ο Ρωμανός Δ αποφάσισε να μην εκστρατεύσει ο ίδιος και στη θέση του έ- στειλε ως αρχηγό του στρατού τον κουροπαλάτη Μανουήλ Κομνηνό, που κατευθύνθηκε με τον στρατό του στην Καισάρεια 233. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, παρά το νεαρό της ηλικίας του αποδείχτηκε ικανός διοικητής και μάλιστα σημείωσε μερικές επιτυχίες 234. Ο Cl. Cahen θεώρησε ότι οι μικρές αυτές επιτυχίες που πραγματοποίησε ο Μανουήλ Κομνηνός στις αρχές του 1070, σε συνδυασμό με τις καταστροφές που προκάλεσαν οι τουρκικές επιδρομές το 1069 και τη σχετική αποτυχία της εκστρατείας του Ρωμανού Δ στην Αρμενία την ίδια χρονιά, οδήγησαν ίσως στη μαρτυρούμενη από τον Sibt bin al-jawzī ανακωχή ανάμεσα στον Ρωμανό Δ και τον Alp-Arslan μέσα στο Κατά τον ί-διο ερευνητή, η σιωπή των Βυζαντινών συγγραφέων σχετικά με την ανακωχή οφείλεται είτε στο ότι δεν τη θεωρούσαν αρκετά ένδοξη, είτε στο ότι η συγκεκριμένη ανακωχή χρησίμευσε στον αυτοκράτορα μό-νο και μόνο για να ετοιμαστεί «πιο ήσυχα» για την επερχόμενη εκστρατεία του επόμενου έτους 235. Στη συνέχεια, ο Μανουήλ Κομνηνός χρειάστηκε να αποστείλει μέρος του στρατού του στην Ιεράπολη της Συρίας, που πολιορκείτο, για να την ενισχύσει. Η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση και ο Ιωάννης Ζωναράς αποδίδουν την ενέργεια αυτή στον αυτοκράτορα, ο οποίος, υποτίθεται, φθόνησε τη δόξα που είχε αποκτήσει ο Μανουήλ Κομνηνός, ενώ και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης φαίνεται να υπονοεί το ίδιο. Ακολούθως, ο Μανουήλ Κομνηνός, που έμεινε με λιγότερες δυνάμεις, κινήθηκε το φθινόπωρο προς τη Σεβάστεια, όπου συνάντησε μια μεγάλη ομάδα Τουρκομάνων 236. Οι Τουρκομάνοι αυτοί ονομάζονταν Yavgιyya 237 και είχαν ως αρχηγό τον Χρυσόσκουλο (/Ktrič /Arîsîghî/El-Basan 238 ). Ο τελευταίος ήταν πιθανώς υιός του Yūnis ibn Selğūq και είχε νυμφευθεί την Gevher Hatun, αδελφή του Alp-Arslan και του Qāvurt, ηγεμόνα του Kirmān. Για τη ζωή του Χρυσόσκουλου πριν το 1070 είναι γνωστό ότι έλαβε μέρος το 1059 στις επιχειρήσεις εναντίον του Abu l- 233 Ο Μανουήλ Κομνηνός (περ ) ήταν ο πρωτότοκος υιός του Ιωάννη Κομνηνού και μεγάλος αδελφός του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κομνηνού. Έλαβε από τον Ρωμανό Δ τους τίτλους του πρωτοστράτορα και του κουροπαλάτη και διορίστηκε μέγας δομέστικος της Ανατολής. Αναλυτικότερα, βλ. Κ. Βαρζός, Γενεαλογία, Α Ο τίτλος του κουροπαλάτη κατείχε υψηλή θέση στην ιεραρχία των βυζαντινών τίτλων και κατά τον 11 ο αιώνα αποδιδόταν συχνά σε στρατηγούς. Αναλυτικότερα, βλ. A. Kazhdan, Kouropalates, ODB Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 443, , Cl. Cahen, Mantzikert 625, ο οποίος υποστήριξε ότι και ο Bar Εβραίος αναφέρει τις εν λόγω διαπραγματεύσεις για ανακωχή, ενώ ο συγκεκριμένος συγγραφέας κάνει λόγο μόνο για τις συνομιλίες του επόμενου έτους (Bar Εβραίος 220). Του ι- δίου, Diplomatie Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 362, , 508. Η νεότερη έρευνα φαίνεται πως δεν δέχεται την κατηγορία των Βυζαντινών συγγραφέων προς τον Ρωμανό Δ. Βλ. P. Gautier, Bryennios , σημ. 5. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 476, σημ. 2117, 508, σημ Οι Yavgιyya ή Yabgulular ή Yavgulu αποτελούσαν υποομάδα των Σελτζούκων Τούρκων. Κατά τον Γ. Λεβενιώτη, Κατάρρευση 226, σημ (ο οποίος στηρίχθηκε στον O. Turan) μετά τον θάνατο του Seljuk, όσοι Τουρκομάνοι του ακολούθησαν τους Toğrul και Čağri έγιναν γνωστοί ως «Σελτζούκοι», ενώ όσοι ακολούθησαν τον Ibrahim Inal έγιναν γνωστοί ως «Yavgιyya». Βλ. επίσης Cl. Cahen, Tribus turques Ο μόνος Βυζαντινός συγγραφέας που τον ονοματίζει (ως «Χρυσόσκουλο») είναι ο Νικηφόρος Βρυέννιος 101.5, Ματθαίος Εδέσσης 129, που τον ονομάζει Ktrič. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 27-28, σημ. 3. Ο συγκεκριμένος ερευνητής υπέθεσε ότι το «Χρυσόσκουλος» ίσως είναι μεταγραφή του Arīscul. Του ιδίου, Mantzikert 625, σημ. 1. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 226, σημ. 1268, ο οποίος στηριζόμενος στον O. Turan ταύτισε τον Χρυσόσκουλο με τον Arîsîghî (στα αραβικά) ή El-Basan (στα τουρκικά). Ο ίδιος ερευνητής επεσήμανε ότι η ονομασία «Erisgen» που απέδωσε στη συγκεκριμένη προσωπικότητα ο Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 27 είναι εσφαλμένη. 87

89 Harith Arslan Basasiri και ότι είχε υποστηρίξει τον Alp-Arslan εναντίον του Sulaymān ibn Kutulmish (Σουλεϊμάν ιμπν Κουτλουμούς), μετά τον θάνατο του Toğrul. Ο Χρυσόσκουλος το 1067 συμμάχησε με τον Qāvurt εναντίον του Alp-Arslan, επειδή δεν συμφωνούσε με τη συγκεντρωτική οργάνωση του σελτζουκικού κράτους. Τελικά, όμως αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μικρά Ασία με μια ομάδα Τουρκομάνων, καταδιωκόμενος από τον Afsīn bin Bakğī (με διαταγή του Alp-Arslan). Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι ο Qāvurt αμφισβήτησε το 1072 τη διαδοχή του Alp-Arslan από τον Malik-Shāh, αλλά ηττήθηκε σε μάχη και θανατώθηκε. Ακολούθως, η Gevher Hatun προσπάθησε να καταφύγει στον σύζυγό της στα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά συνελήφθη και εκτελέστηκε 239. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη και τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση, ο Μανουήλ Κομνηνός επιτέθηκε στους Τούρκους του Χρυσόσκουλου, αλλά αυτοί προσποιήθηκαν υποχώρηση. Έτσι, οι Βυζαντινοί στρατιώτες διασκορπίστηκαν και η μάχη άλλαξε τροπή πολλοί Βυζαντινοί σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν, ανάμεσά τους και ο Μανουήλ Κομνηνός. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος μάλιστα, που περιγράφει αναλυτικότερα το περιστατικό, αναφέρει ότι ο Βυζαντινός στρατηγός αρχικά προωθήθηκε μέχρι το τουρκικό στρατόπεδο, όπου περικυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε μαζί με τους δύο γαμπρούς του, τον Νικηφόρο Μελισσηνό και τον Μιχαήλ Ταρωνίτη. Στο σημείο αυτό ο Ματθαίος Εδέσσης προσθέτει ότι ο Αρμένιος βασιλιάς και όλοι οι Αρμένιοι άρχοντες έκαναν ειρήνη με τον Χρυσόσκουλο και συμμάχησαν μαζί του. Κατά την εκτίμηση του Γ. Λεβενιώτη, η πληροφορία αυτή του Αρμένιου χρονογράφου αναφέρεται στον οίκο των Arcruni, που συγγένευε με τον βασιλικό οίκο των Bagratuni και που είχε εγκατασταθεί στη Σεβάστεια. Ο ίδιος ερευνητής θεώρησε ότι η κίνηση αυτή των Αρμενίων αρχόντων της Σεβάστειας είναι ενδεικτική της επιδείνωσης των σχέσεων των Αρμενίων με τη βυζαντινή αυτοκρατορική εξουσία 240. Σύμφωνα με τους Βυζαντινούς συγγραφείς, μόλις η είδηση της καταστροφής της βυζαντινής στρατιάς και της αιχμαλωσίας του Μανουήλ Κομνηνού έφτασαν τον αυτοκράτορα, εκείνος ταράχτηκε λόγω των εξελίξεων, ενώ λίγες ημέρες αργότερα έφτασε και η είδηση ότι η πόλη Χώναι της δυτικής Μικράς Ασίας εκπορθήθηκε και λεηλατήθηκε από μια ομάδα Τουρκομάνων 241. Σύντομα, όμως, αγγέλθηκε ότι ο Τούρκος αρχηγός που είχε αιχμαλωτίσει τον Μανουήλ Κομνηνό ήταν πρόθυμος να αυτομολήσει στην αυτοκρατορία. Ο Χρυσόσκουλος, που, όπως προαναφέρθηκε, καταδιωκόταν από τον Afsīn bin Bakğī με διαταγή του Alp-Arslan, ήρθε σε συνεννόηση με τον αιχμάλωτο Μανουήλ Κομνηνό, τον ελευθέρωσε 239 Cl. Cahen, Première Pénétration 27-28, σημ. 3. İ. Kafesoğlu, Seljuks 48, που θεωρεί τον Χρυσόσκουλο ως αδελφό του Ibrahim Inal. Ο ίδιος ερευνητής ονομάζει τον Χρυσόσκουλο Er-Sιghun. Με βάση αυτήν την ονομασία που του δίνει ο İ. Kafesoğlu ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί ότι από το συγκεκριμένο όνομα προέκυψε το «Erisgen» που δίνει Cl. Cahen. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 226, σημ Μιχαήλ Ατταλειάτης , ο οποίος θεωρεί ότι οι Τούρκοι προκάλεσαν τον Βυζαντινό στρατηγό σε μάχη. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ματθαίος Εδέσσης 129. Smbat Sparapet 34. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 226, , 476, Αναλυτικότερα για την αρμενική εγκατάσταση στην περιοχή και τις εντάσεις με τους Βυζαντινούς εξαιτίας της αυτοκρατορικής πολιτικής, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , Οι Χώναι βρίσκονταν στους πρόποδες του όρους Κάδμου στη Φρυγία. Βλ. K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien Cl. Foss, Chonai, ODB

90 μαζί με άλλους Βυζαντινούς αιχμαλώτους και ο Βυζαντινός στρατηγός τον οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη, για να εισέλθει στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, μάλιστα, θεωρεί ότι ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν εκείνος που προσέγγισε και έπεισε τον Χρυσόσκουλο να α- ναζητήσει την προστασία του αυτοκράτορα: «Καὶ προσελθὼν αὐτῷ καταμόνας καὶ τὰ κατ αὐτόν ἐ- ξετάζων, ἐπείπερ ἔγνω τὸν ἄνδρα ἐν φόβῳ πολλῷ καθεστῶτα ἠπόρει γὰρ ὡς πρὸς τὸν σουλτάνον ἀξιομάχου δυνάμεως, ἠπίων ἥπτετο λόγων πρὸς αὐτὸν καὶ δὴ μαλάξας τὸ τούτου σκληρόγνωμον δραστικοτέρων ἐχρῆτο λόγων φαρμάκοις πρὸς τὴν δευτέραν ἀπόπειραν. Τὰ δὲ ᾖν ὡς ἐπείπερ τῆς βασιλείας ἐρᾷ Περσῶν καὶ πρὸς τὸν κρατοῦντα ταύτην ἀδυνατεῖ παρατάξασθαι, ἅτε σπανίζων ἀξιολόγου δυνάμεως, οὐκ ἄν ποτ αὐτῷ τὰ κατά σκοπὸν ἀποβαίη, εἰ μὴ πρὸς τὸν βασιλέα Ῥωμαίων αὐτομολήσειε κἀκεῖνον ξύμμαχον σχοίη καὶ πρὸς τὸ προκείμενον συνεργόν. [...] καὶ ὁ τοῖς ὅπλοις κρατήσας ἑάλω λόγων δεινότητι» 242. Η πληροφορία αυτή ωστόσο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με προσοχή, καθώς ο Νικηφόρος Βρυέννιος συχνά αποδίδει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες (καθώς και την ικανότητα της πειθούς) στα μέλη της οικογένειας του Αλεξίου Κομνηνού, τα οποία επιδίωκε να εξυμνήσει με την Ιστορία του 243. Όσον αφορά τα παραπάνω γεγονότα, αξιοσημείωτο είναι πως ο Μανουήλ Κομνηνός και ο Χρυσόσκουλος δεν έφτασαν σε συνεννόηση εξαρχής, παρότι ο τελευταίος ή- ταν εχθρός του σουλτάνου. Όπως παρατήρησε ο Γ. Λεβενιώτης, το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε μάχη μεταξύ τους φανερώνει τόσο την επικρατούσα σύγχυση, όσο και την ανεπαρκή γνώση των Βυζαντινών για τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό του σουλτανάτου 244. Ακολούθως, ο Μανουήλ Κομνηνός, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, έφερε τον Χρυσόσκουλο στην Κωνσταντινούπολη και τον φιλοξένησε μερικές ημέρες στο σπίτι του. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας φαινόταν να μην τον δέχεται σε ακρόαση για αρκετές ημέρες, ώσπου τελικά τον δέχτηκε παρουσία της συγκλήτου στον χρυσοτρίκλινο την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος και του απέδωσε τον τίτλο του προέδρου 245. Η αναμονή που επιβλήθηκε στον Χρυσόσκουλο θυμίζει την πάγια τακτική των Βυζαντινών α- πέναντι στις ξένες προσωπικότητες, στις οποίες έδινε ακρόαση ο αυτοκράτορας 246. Όπως επεσήμανε ο J. Shepard, οι βυζαντινές διαδικασίες υποδοχής επέβαλλαν μεταξύ άλλων να θαμπώνεται και να υποτι- 242 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ματθαίος Εδέσσης 129. Smbat Sparapet 34. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration İ. Kafesoglu, Seljuks 48. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Για παράδειγμα, Νικηφόρος Βρυέννιος για τον προσεταιρισμό του Τουτάχ αυτόθι για το τέχνασμα του Αλεξίου, για να κρατήσει τον αιχμάλωτο Ουρσέλιο αυτόθι , όπου ο Αλέξιος παρέμεινε με γενναιότητα και χωρίς εντολές στην Ηράκλεια, για να υπερασπιστεί την περιοχή από επιδρομές. Πρβλ. και την παρατήρηση του Α. Καρπόζηλου, Ιστορικοί, Γ 367 ότι το έργο του Νικηφόρου Βρυέννιου αποτελεί ουσιαστικά ένα χρονικό τριών αριστοκρατικών οικογενειών (Κομνηνοί, Δούκες, Βρυέννιοι) και γι αυτό χαρακτηρίζεται συχνά από υποκειμενικότητα. 244 Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ματθαίος Εδέσσης 129. Smbat Sparapet Πρβλ. για παράδειγμα την επίσκεψη της Όλγας του Κιέβου στην Κωνσταντινούπολη, το 957. Η Z. Udaltsova στηριζόμενη στην πληροφορία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ) ότι η Ρωσίδα ηγεμονίδα έγινε δεκτή στα ανάκτορα στις 9 Σεπτεμβρίου και με τη γνώση ότι τα ρωσικά καραβάνια ξεκινούσαν για την αυτοκρατορία συνήθως το καλοκαίρι, θεώρησε ότι η Όλγα υποχρεώθηκε από τους Βυζαντινούς να περιμένει στα πλοία μέχρι να γίνει δεκτή από τον αυτοκράτορα. Βλ. Z. Udaltsova - G. Litavrin - I. Medvedev, Βυζαντινή Διπλωματία

91 μάται ο εκάστοτε επισκέπτης 247. Όσον αφορά την ίδια την ακρόαση, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης την περιγράφει σκιαγραφώντας παράλληλα και τις εντυπώσεις των Βυζαντινών που παρευρίσκονταν εκεί: «τότε δὲ πάντες οἱ συνιόντες καὶ τὸ διανοητικὸν εἴτ οὖν αἰσθητικὸν ἰσχυρότερον ἔχοντες ἐπὶ μεῖζον τὴν φωνὴν ἦραν καὶ τὸ πάθος ἐξῆραν ὡς εἰκός. νέος μὲν γὰρ ἦν ὁ φανείς, πυγμαῖος δὲ τὴν ἡλικίαν σχεδόν, τὴν ὄψιν Σκύθης καὶ ἄχαρις, ἐπειδὴ καὶ τοῦτο τὸ γένος ἐκ Σκυθῶν καὶ τῆς ἐκείνων κακοηθείας καὶ δυσμορφίας κατάγεται» 248. Από το χωρίο του Μιχαήλ Ατταλειάτη γίνεται φανερή η έκπληξη των συγκλητικών της Κωνσταντινούπολης, που πιθανώς δεν είχαν αντικρίσει ποτέ πριν έναν Τουρκομάνο αρχηγό συγχρόνως, όμως, μαρτυρούνται ίσως σε κάποιον βαθμό μέσα από τη διατύπωση του συγγραφέα και ορισμένα στερεότυπα των Βυζαντινών για τους Τούρκους 249. Ελαφρώς διαφορετική είναι η αφήγηση του Sibt bin al-jawzī, ο οποίος αναφέρει ότι, όταν ο Χρυσόσκουλος κατέφυγε στα εδάφη της αυτοκρατορίας και πλησίασε τη Σεβάστεια, έστειλε στον Μανουήλ Κομνηνό απεσταλμένους ζητώντας άσυλο. Ο τελευταίος όμως δεν πίστεψε τις προθέσεις του Τούρκου αρχηγού, επειδή οι Τουρκομάνοι του είχαν, στο μεταξύ, ήδη προξενήσει καταστροφές. Αφού έλαβε χώρα η μεταξύ τους μάχη και αιχμαλωτίστηκε ο Μανουήλ Κομνηνός, ο Χρυσόσκουλος, που καταδιωκόταν από τον Afsīn bin Bakğī, υποσχέθηκε στον αιχμάλωτο στρατηγό να τον ελευθερώσει, αν εκείνος του πρόσφερε προστασία απέναντι στον διώκτη του. Πράγματι, ο Μανουήλ Κομνηνός τον οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τέθηκε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Ακολούθως, ο Afsīn bin Bakğī ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του παραδώσει τον αποστάτη, υπενθυμίζοντας ότι ο ίδιος δεν προκάλεσε καταστροφές με τον στρατό του στα βυζαντινά εδάφη, σε αντίθεση με τον Χρυσόσκουλο επίσης, ε- πεσήμανε ότι καθώς ο Χρυσόσκουλος ήταν εχθρός του σουλτάνου, αν ο αυτοκράτορας δεν τον παρέδιδε, η συνθήκη μεταξύ τους θα αναιρούνταν και ο Afsīn bin Bakğī θα λεηλατούσε βυζαντινές περιοχές. Ο Ρωμανός Δ τότε απάντησε ότι ήταν αντίθετο στην τιμή του να παραδώσει κάποιον που είχε θέσει υπό την προστασία του και ως αποτέλεσμα ο Afsīn bin Bakğī λεηλάτησε ολόκληρη την Καππαδοκία φτάνοντας μέχρι τις Χώνες 250. Εκτός από τον Cl. Cahen, τις πληροφορίες αυτές του Sibt bin al-jawzī φαίνονται να αποδέχονται ο P. Gautier και ο Γ. Λεβενιώτης, που συμπέραναν ότι η μαρτυρούμενη από τις βυζαντινές πηγές λεηλασία των Χωνών πραγματοποιήθηκε μάλλον από τους άνδρες του Afsīn bin Bakğī 251. Από την άλλη πλευρά, η πληροφορία του Sibt bin al-jawzī, ότι ο Afsīn bin Bakğī λεηλάτησε τις Χώνες ως αντίποινα για την άρνηση του Ρωμανού Δ να του παραδώσει τον Χρυσόσκουλο, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με προσοχή, καθώς ο σύγχρονος των γεγονότων Μιχαήλ Ατταλειάτης δηλώνει σα- 247 J. Shepard, Diplomacy Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και τα σχόλια της Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση : «ἦν δὲ τὸ μὲν φαινόμενον νέος, πυγμαῖος δὲ σχεδὸν τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν ὄψιν Σκύθης καὶ ἄχαρις» και του Ιωάννη Ζωναρά, Γ : «ἦν δὲ τὴν ἡλικίαν βραχύτατος, τὴν δὲ μορφὴν εἰδεχθέστατος». Για τις αντιδράσεις αυτές των Βυζαντινών συγκλητικών στη θέα του Χρυσόσκουλου θα γίνει αναλυτικότερα λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία, σελ Cl. Cahen, Mantzikert , ο οποίος παραδίδει τις πληροφορίες του Sibt bin al-jawzī, χωρίς όμως να δίνει σαφείς παραπομπές στην πηγή. 251 P. Gautier, Bryennios , σημ. 1. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

92 φώς ότι ο αυτοκράτορας πρώτα πληροφορήθηκε την άλωση των Χωνών και μετά από λίγες ημέρες έ- μαθε για την αυτομόληση του Χρυσόσκουλου και την προσέγγισή του στην πρωτεύουσα 252. Παρόλ αυτά, η αναφορά σε συνομιλίες σχετικά με την παράδοση ή μη του Χρυσόσκουλου δεν θα έπρεπε να α- πορριφθεί. Ακόμη και αν αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται εύλογο ότι ο σουλτάνος θα διεκδικούσε να του αποδοθεί από τον αυτοκράτορα ο επικίνδυνος στασιαστής. Η άρνηση του Ρωμανού Δ ακολούθως να ικανοποιήσει το αίτημα του Alp-Arslan θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνευτεί όχι ως ένα ζήτημα τιμής (όπως το παρουσιάζει ο Sibt bin al-jawzī), αλλά ως μια ε- νέργεια που εξυπηρετούσε την πολιτική του. Καθώς ο Χρυσόσκουλος ήταν πολιτικός αντίπαλος του Alp-Arslan, ο αυτοκράτορας πιθανώς επιθυμούσε να του παράσχει άσυλο, για να καλλιεργήσει αίσθημα ανασφάλειας στον σουλτάνο για την εξουσία του και ακόμη ίσως να τον χρησιμοποιήσει εναντίον του, αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Σε κάθε περίπτωση, ο Afsīn bin Bakğī επιστρέφοντας από την επιδρομή υποχρεώθηκε, κατά τον Bar Εβραίο να διαχειμάσει στην περιοχή της Τζαμανδού, επειδή λόγω του χιονιού, οι άνδρες του δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν εφόδια. Τον έλεγχο της πόλης είχε τότε η Μαρία, κόρη του αποθανόντα Κακίκου Καρσιώτη και ευνοούμενη της αυτοκράτειρας Ευδοκίας. Υπό την απειλή καταστροφών, αυτή η Μαρία αναγκάστηκε να επιτρέψει στον Afsīn bin Bakğī την αγορά τροφίμων από την πόλη και τα γειτονικά χωριά και έτσι ο τελευταίος πέρασε τον χειμώνα στην περιοχή αναμένοντας την άνοιξη, για να κατευθυνθεί ανατολικά και να συναντηθεί με τον Alp-Arslan 253. Ο Alp-Arslan, την ίδια εποχή, βρισκόταν στην περιοχή της Μεσοποταμίας σε μια εκστρατεία που είχε ξεκινήσει ήδη από το καλοκαίρι του 1070 και που είχε ως τελικό στόχο την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τον Cl. Cahen, η εξουσία του σουλτάνου απειλούνταν από τον σιισμό, που ήταν ακόμη ισχυρός στο Ι- ράν και που προκαλούσε την εχθρότητα πολλών μουσουλμάνων υπηκόων στη νέα εξουσία ή και αιματηρά επεισόδια μέσα στην ίδια τη Βαγδάτη οι αντιθέσεις αυτές ενισχύονταν συχνά από τη φατιμιδική διπλωματία. Επιπλέον, η Συρία βρισκόταν υπό την κυριαρχία των σιιτών Φατιμιδών, ενώ και το κοντινότερο Χαλέπι φαινόταν συχνά ανυπόταχτο, αποτελώντας επίσης κίνδυνο για τους Σελτζούκους. Έτσι, το αίτημα ενός Φατιμίδη στασιαστή προς τον Alp-Arslan να τον ενισχύσει, για να ανακαταλάβει την Αίγυπτο, επέτρεψε στον τελευταίο, κατά τον Cl. Cahen, να επιστρέψει στο «πρόγραμμα που είχε καθοριστεί ήδη από την είσοδο του Toğrul Beg στη Βαγδάτη», δηλαδή την εξάλειψη του σιισμού 254. Ο στασιαστής αυτός ήταν ο Τούρκος στρατηγός Nāsir ad-dawla bin Hamdān. Όπως προαναφέρθηκε, η Αίγυπτος ανάμεσα στα ήταν βυθισμένη σε εμφύλιες διαμάχες 255. Το , την ουσιαστική εξουσία στην Αίγυπτο κατείχε ο Nāsir ad-dawla bin Hamdān, που στηριζόταν στους πολυάριθμους Τούρκους στρατιώτες του κράτους. Σύντομα, όμως, προέκυψαν έριδες στο εσωτερικό της τουρκι- 252 Μιχαήλ Ατταλειάτης Bar Εβραίος 220. Βλ. Cl. Cahen, Mantzikert Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Cl. Cahen, Première Pénétration 29. Του ιδίου, Mantzikert 623. Πρβλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 66 για τα γεγονότα και τις απόψεις των ερευνητών. 91

93 κής παράταξης και μια μερίδα τους υπό τον αξιωματικό Ildekuz εναντιωνόταν στον Nāsir ad-dawla bin Hamdān. Ο τελευταίος αναγκάστηκε να καταφύγει στην περιοχή της Buhayra, στη βορειοδυτική Αίγυπτο και αναζητούσε εξωτερική βοήθεια από συμμάχους εκτός της Αιγύπτου. Έτσι, κάλεσε τον Alp- Arslan, ο οποίος χρησιμοποίησε την πρόσκληση ως πρόσχημα, για να εισβάλει στην Αίγυπτο 256. Πριν θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του, ο σουλτάνος φαίνεται πως θέλησε πρώτα (καλοκαίρι του 1070) να ενισχύσει την άμυνα της επικράτειάς του απέναντι στη βυζαντινή αυτοκρατορία: πρώτη ενέργειά του ήταν να επιτεθεί στη Βαασπρακανία και να κυριεύσει το Αρτζές, καθώς και το εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας Μαντζικέρτ, που ήταν τα τελευταία βυζαντινά οχυρά στην περιοχή. Η συγκεκριμένη περιοχή είχε ήδη ερημωθεί από τις τουρκικές επιδρομές και, κατά τον Cl. Cahen, θεωρητικά μόνο βρισκόταν υπό βυζαντινό έλεγχο. Στη συνέχεια, κατά τον Sibt bin al-jawzī, ο Alp-Arslan, στις 11 Αυγούστου-8 Σεπτεμβρίου, ξεκίνησε την εκστρατεία του από το Hamadhān. Πρώτο μέλημα του σουλτάνου ήταν, κατά τον Cl. Cahen, να υποτάξει τους Άραβες εμίρηδες που βρίσκονταν ανάμεσα στο χαλιφάτο και στην Αίγυπτο. Έτσι, κατευθύνθηκε στην αραβική Maiperkât, όπου εισέπραξε φόρο υποτέλειας και μετά έφτασε στο Diyar Bakr, από τον εμίρη του οποίου έλαβε επίσης φόρο, αλλά και στρατιωτικές ενισχύσεις. Ακολούθως στράφηκε εναντίον της γειτονικής βυζαντινής περιοχής του φρουρίου Severak, ανάμεσα στο Diyar Bakr και τα Σαμόσατα, λαμβάνοντας ένα χρηματικό ποσό και κυρίευσε τα φρούρια T lt oraw, Ariwtsat il και T lkhum, όπου έλαβε χώρα σφαγή. Έπειτα, επιτέθηκε στη βυζαντινή Έδεσσα, την οποία πολιόρκησε με τους υποτελείς του εμίρηδες του Dvin και της Μοσούλης. Η πολιορκία κράτησε τριάντα ή πενήντα ημέρες, στη διάρκεια του χειμώνα του , χωρίς όμως να κυριευτεί η πόλη, χάρη κυρίως στην ηγεσία του διοικητή της, Βασιλείου Αλουσιάνου. Ο Alp-Arslan αναγκάστηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1071 να λύσει την πολιορκία, μετά από υπόσχεση των πολιορκημένων να του αποδώσουν χρηματικό ποσό ύψους dīnār, μόλις κατέστρεφε τις πολιορκητικές μηχανές του. Ω- στόσο, τελικά αρνήθηκαν να πληρώσουν και ο σουλτάνος (ο οποίος παράλληλα πιεζόταν από τους στρατιώτες του για την πληρωμή τους) αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Επόμενος σταθμός της εκστρατείας του ήταν το Χαλέπι, ο εμίρης του οποίου, Mahmūd ibn Naşr, είχε αρνηθεί να συμμετάσχει ως υποτελής του Alp-Arslan στις προηγούμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις του τελευταίου. Κατά τον Cl. Cahen, ο σουλτάνος αναγνώριζε τη στρατηγική σημασία του Χαλεπίου και γι αυτό ήθελε να το φέρει υπό τον έλεγχό του. Γι αυτό, ο Alp-Arslan πολιόρκησε το Χαλέπι (μάλλον τον Απρίλιο του 1071, κατά 256 Cl. Cahen, Mantzikert 623. M. Miotto, Ανταγωνισμός Ο στασιαστής ήρθε σε διπλωματική επαφή και με το Βυζάντιο, αφού το 1071 έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον απεσταλμένο του, Ibn al-khallāl, με δώρο ύψους dīnār και πολύτιμα αντικείμενα. Ο αυτοκράτορας ανταποκρίθηκε στέλνοντας επίσης δώρα. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση φαίνεται πως αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ουδετερότητας του Βυζαντινού αυτοκράτορα απέναντι στον Nāsir ad-dawla bin Hamdān, στον αγώνα του εναντίον του Φατιμίδη χαλίφη και γενικότερα την απόκτηση από τον στασιαστή διεθνούς αναγνώρισης. Βλ. Cl. Cahen, Diplomatie 15, ο οποίος υποστήριξε ότι το 1070 στάλθηκε μια φατιμιδική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να αναλύει περισσότερο (την οποία, όμως, ο ερευνητής διαχωρίζει σαφώς από την πρεσβεία του Nāsir ad- Dawla bin Hamdān, του 1071). Ίσως εδώ να εννοούνται στην πραγματικότητα οι συνομιλίες του 1068 στη Συρία. A. Hamdani, Relations 177. Y. Lev, Fatimids and Byzantium 276. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 283, σημ

94 τον εκδότη του Ibn al-athir, D. S. Richards 257 ), ώσπου τελικά ο εμίρης Mahmūd ibn Naşr αναγκάστηκε να έρθει σε συνεννόηση μαζί του και να δηλώσει την υποταγή του 258. γ) Η προετοιμασία του Ρωμανού Δ για την τρίτη μικρασιατική εκστρατεία του ( ). Στο μεταξύ, στη διάρκεια του χειμώνα του 1070/1071, ο Ρωμανός Δ ετοιμαζόταν για την εκστρατεία του επόμενου έτους. Στόχος του αυτοκράτορα κατά τον Ι. Καραγιαννόπουλο (και πιο πρόσφατα τον J. Haldon), ήταν να ανακτήσει τα οχυρά του Μαντζικέρτ και του Χλιάτ, που είχαν πρόσφατα κυριευτεί από τους Τούρκους και που λόγω της στρατηγικής τους θέσης χρησιμοποιούνταν από τους επιδρομείς ως βάσεις για τις εισβολές τους στη Μικρά Ασία έτσι, ο Ρωμανός Δ αποκαθιστώντας τον βυζαντινό έλεγχο στις αρμενικές περιοχές θα δημιουργούσε έναν αμυντικό φραγμό στις εχθρικές επιδρομές και θα ενίσχυε σε κάποιον βαθμό την παραμεθόρια άμυνα της αυτοκρατορίας 259. Ο M. Angold υποστήριξε ότι ο Ρωμανός αναζητούσε με την εκστρατεία του αυτή μια συνταρακτική επιτυχία, καθώς η αποτυχία του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις επιδρομές είχε ενισχύσει την αντιπολίτευση προς το πρόσωπό του, στην Κωνσταντινούπολη και συνεπώς η θέση του απειλούνταν 260. Ο J.-Cl. Cheynet συνδυάζοντας τους προαναφερθέντες παράγοντες, θεώρησε ότι ο στόχος της εκστρατείας ήταν για τον αυτοκράτορα διπλός: αφ ενός να απαλλάξει την αυτοκρατορία από τη σελτζουκική απειλή ενισχύοντας τα σύνορά της, συμπεριλαμβανομένων των αρμενικών περιοχών αφ ετέρου να αποδυναμώσει τους εσωτερικούς αντιπάλους του με μια αποφασιστική επίδειξη της επιτυχίας της πολιτικής του, ώστε να μπορέσει αργότερα να τους απομακρύνει από την εξουσία και να εγκαθιδρύσει μια δική του δυναστεία 261. Σε διαφορετικά αίτια απέδωσε ο A. Hamdani την απόφαση του Ρωμανού Δ να εκστρατεύσει στο Μαντζικέρτ. Ο ερευνητής, στηριζόμενος στην προαναφερθείσα συνάντηση του αυτοκράτορα με τον Φατιμίδη πρεσβευτή Abu Abdallāh al-qudā ī στη Συρία κατά την εκστρατεία του , θεώρησε ότι το Βυζάντιο και οι Φατιμίδες οδηγήθηκαν πιθανώς σε συνεννόηση για κοινή αντιμετώπιση του αμοιβαίου εχθρού, των Σελτζούκων Τούρκων 263. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον A. Hamdani, ο Φατιμίδης διπλωμάτης θα πρέπει να ώθησε τον Ρωμανό Δ να επιλέξει ως πεδίο δράσης του την Αρμενία, ώστε να αιφνιδιάσει τον Alp-Arslan και να ματαιωθεί η εκστρατεία του τελευταίου στην αδύναμη από τις εμφύλιες συγκρούσεις Αίγυπτο. Μ αυτόν τον τρόπο, συμπέρανε ο ερευνητής, χάρη στην επιτυχία της φατιμιδικής διπλωματίας σώθηκε η Αίγυπτος και επιπλέον αποτράπηκε η ενδυνάμωση των Σελτζούκων, ε- 257 D. S. Richards, Selections 169, σημ Ματθαίος Εδέσσης Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) Bar Εβραίος 219. Smbat Sparapet Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 158, Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β J. Haldon, Πόλεμοι M. Angold, Αυτοκρατορία J.-Cl. Cheynet, Mantzikert Πρβλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Βλ. παρούσα εργασία, σελ , για τα γεγονότα και τις απόψεις των ερευνητών. 263 Για τις διπλωματικές συνομιλίες των Βυζαντινών με τους Φατιμίδες, στο παρελθόν, και για το κατά πόσο αυτές επηρεάστηκαν από την εμφάνιση των Σελτζούκων, βλ. παρούσα εργασία, σελ , 60,

95 πομένως ευνοήθηκε και το ίδιο το Βυζάντιο 264. Η υπόθεση αυτή του A. Hamdani ωστόσο αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από τη σύγχρονη έρευνα. Η C. Hillenbrand θεώρησε αμφίβολο ότι ο Ρωμανός θα στρεφόταν προς την Αρμενία μόνο και μόνο επειδή τον προέτρεψαν οι Φατιμίδες διπλωμάτες για τους δικούς τους λόγους 265. Ο Γ. Λεβενιώτης, όπως προαναφέρθηκε, θεώρησε ότι ο Ρωμανός Δ επέλεξε να πραγματοποιήσει την εκστρατεία στην Αρμενία για λόγους στρατηγικής φύσης και εσωτερικής πολιτικής έτσι, ο τελευταίος ερευνητής υποστήριξε πως η υπόθεση του A. Hamdani θα έπρεπε να απορριφθεί, επισημαίνοντας ότι αυτή δεν στηρίζεται σε καμία μαρτυρία των πηγών 266. Την άνοιξη του 1071 και ενώ οι πολεμικές προετοιμασίες του Ρωμανού Δ βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο, φαίνεται ότι ο αυτοκράτορας διεξήγαγε συνομιλίες με τον σουλτάνο. Για τις συνομιλίες αυτές, κάνουν λόγο μόνο ο Bar Εβραίος και ο Sibt bin al-jawzī, αλλά, όπως επεσήμανε ο Γ. Λεβενιώτης, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν σύμφωνα με τις πληροφορίες των συγγραφέων αυτών δεν είναι σαφείς 267. Σύμφωνα με τον Bar Εβραίο, ο Ρωμανός Δ έστειλε μια πρεσβεία στον σουλτάνο, όταν ο τελευταίος είχε αποχωρήσει με τον στρατό του από την περιοχή της Έδεσσας 268. Ο αυτοκράτορας θεωρώντας, κατά τον Bar Εβραίο, ότι η εισβολή του Alp-Arslan στα βυζαντινά εδάφη οφειλόταν στη βυζαντινή κατάκτηση της Ιεράπολης, πρότεινε να αποδώσει στους Σελτζούκους την πόλη αυτή και να τους στέλνει ετησίως τα καθιερωμένα πάκτα. Ως αντάλλαγμα, ο Ρωμανός Δ ζητούσε να επιστραφούν στην αυτοκρατορία οι πρόσφατα κατακτημένες πόλεις Μαντζικέρτ και Αρτζές. Ακολούθως, όμως, ο Alp- Arslan πληροφορήθηκε από τον Afsīn bin Bakğī ότι η αυτοκρατορία ήταν αφύλακτη και γι αυτό άλλαξε γνώμη και εισέβαλε εκ νέου στο Βυζάντιο 269. Σύμφωνα με τον Sibt bin al-jawzī (τις πληροφορίες του οποίου παραθέτει ο Γ. Λεβενιώτης), οι Βυζαντινοί πρότειναν να αποδώσουν στους Σελτζούκους όλες τις μουσουλμανικές περιοχές που είχαν κυριεύσει πρόσφατα, ανάμεσά τους και την Ιεράπολη. Ωστόσο, ο Sibt bin al-jawzī δεν αναφέρει τι ακριβώς ζητούσαν οι Βυζαντινοί ως αντάλλαγμα. Σε κάθε περίπτωση, κατά τον ίδιο συγγραφέα, ο σουλτάνος δέχτηκε τις βυζαντινές προτάσεις. Παρόλ αυτά, όπως θα φανεί παρακάτω, ο Alp-Arslan σύντομα πληροφορήθηκε την προώθηση του αυτοκράτορα στην Αρμενία και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη 264 A. Hamdani, Relations C. Hillenbrand, Manzikert Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Σύμφωνα με την άποψη του Cl. Cahen, Mantzikert 627, η πολιορκία της Έδεσσας πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του Πρβλ. J. Haldon, Πόλεμοι 187, που χρονολόγησε την πολιορκία τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του Αντίθετα, βλ. D. S. Richards, Selections 169, σημ. 28, 30, ο οποίος παραπέμποντας στον Sibt bin al-jawzī, θεώρησε ότι η πολιορκία της Έ- δεσσας έληξε στις 16 Ιανουαρίου Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , ο οποίος επίσης χρονολόγησε την πολιορκία της Έδεσσας στα μέσα του χειμώνα του Σύμφωνα με τον τελευταίο ερευνητή, που επίσης παραπέμπει στον Sibt bin al-jawzī, η πολιορκία έληξε στις 19 Ιανουαρίου του Bar Εβραίος 220. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 284. Για τις βυζαντινές προτάσεις, πρβλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 29. Του ιδίου, Mantzikert 627, ο οποίος εσφαλμένα θεώρησε ότι, σύμφωνα με τον Bar Εβραίο, τα ετήσια πάκτα, που υποσχόταν ο Ρωμανός Δ, θα στέλνονταν ως αντάλλαγμα για τον τερματισμό των τουρκομανικών επιδρομών. 94

96 σχεδιαζόμενη εκστρατεία του εναντίον της Αιγύπτου, προκειμένου να καλύψει τα νώτα του απέναντι στους Βυζαντινούς 270. Οι σύγχρονοι ερευνητές φαίνεται πως ερμήνευσαν με διαφορετικούς τρόπους τις πληροφορίες αυτές των Bar Εβραίου και Sibt bin al-jawzī, σχετικά με τις διπλωματικές συνομιλίες πριν την εκστρατεία του Μαντζικέρτ. Πρώτα-πρώτα, ο Cl. Cahen, στηριζόμενος στον Sibt bin al-jawzī, θεώρησε ότι, στην πραγματικότητα, έλαβαν χώρα δύο διαφορετικές διπλωματικές επαφές, η πρώτη όταν ο σουλτάνος πολιορκούσε την Έδεσσα και η δεύτερη, όταν ο τελευταίος βρισκόταν πλέον στο Χαλέπι. Στην πρώτη περίπτωση, ο σουλτάνος δέχτηκε έναν απεσταλμένο του Ρωμανού Δ, ενώ παράλληλα διεξήγαγε συνομιλίες με τους πολιορκημένους. Αν και οι τελευταίοι εξαπάτησαν τον Alp-Arslan, ώστε να κάψει τις πολιορκητικές μηχανές του, αυτός δεν έβλαψε τον απεσταλμένο του Ρωμανού Δ (όπως αρχικά επιθυμούσε), αλλά έδειξε θετική στάση απέναντι στις προτάσεις του αυτοκράτορα, αν και αυτές, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, δεν είναι ξεκάθαρες. Στη δεύτερη διπλωματική επαφή (στο Χαλέπι), σύμφωνα πάντα με την εκτίμηση του Cl. Cahen, θα πρέπει να διατυπώθηκαν οι προτάσεις για ανταλλαγή πόλεων και για απόδοση ετήσιων πάκτων. Σ αυτήν την περίπτωση, μάλιστα, κατά την άποψη του ίδιου ερευνητή, οι βυζαντινές προτάσεις θα πρέπει να είχαν χαρακτήρα τελεσίγραφου, δηλαδή ο αυτοκράτορας ουσιαστικά α- πειλούσε με πόλεμο αν δεν γίνονταν αποδεκτές οι προτάσεις του. Την άποψη του Cl. Cahen φαίνεται πως ακολούθησε και ο J. Haldon 271. Αντίθετα, ο Γ. Λεβενιώτης, επίσης στηριζόμενος στον Sibt bin al- Jawzī, θεώρησε ότι πραγματοποιήθηκε μόνο μία διπλωματική επαφή, όταν ο σουλτάνος βρισκόταν στην περιοχή του Χαλεπίου 272. Η διάσταση ανάμεσα στις απόψεις των σύγχρονων ερευνητών σχετικά με τον αριθμό των βυζαντινο-σελτζουκικών διπλωματικών επαφών, την άνοιξη του 1071, μάλλον οφείλεται στη διαφορετική ερμηνεία της πληροφορίας του Sibt bin al-jawzī για τις συνομιλίες στην Έδεσσα. Ο Cl. Cahen θεώρησε ό- τι οι συνομιλίες έγιναν ανάμεσα στον Alp-Arslan και έναν απεσταλμένο του αυτοκράτορα. Αντίθετα, ο D. S. Richards και πιο πρόσφατα ο Γ. Λεβενιώτης θεώρησαν ότι οι συνομιλίες της Έδεσσας πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στον Alp-Arslan και τον απεσταλμένο των πολιορκημένων. Μάλιστα, κατά την 270 Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , που παραθέτει τις πληροφορίες του Sibt bin al-jawzī. 271 Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Mantzikert 627, ο οποίος, όμως, δεν δίνει παραπομπή για την πρώτη διπλωματική επαφή στην Έδεσσα. Του ιδίου, Diplomatie14-15, όπου η διπλωματική προσέγγιση του αυτοκράτορα στον σουλτάνο ερμηνεύεται είτε ως προειδοποίηση του πρώτου στον δεύτερο, είτε ως εκβιασμός, είτε ως παραπλάνηση. J. Haldon, Πόλεμοι , ο οποίος εσφαλμένα υποστήριξε ότι ο αυτοκράτορας πρότεινε να λυθεί η πολιορκία της Έδεσσας από τον σουλτάνο και ως αντάλλαγμα να αποδοθεί στον τελευταίο η Ιεράπολη. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο συγκεκριμένος ερευνητής (ο οποίος δεν παραπέμπει καθόλου στις πηγές) δεν ασχολείται στη μελέτη του με τις ίδιες τις διπλωματικές επαφές, αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τις χρησιμοποίησε ως επιχείρημα για να υποστηρίξει ότι δεν είναι βέβαιο αν ο Ρωμανός Δ επιθυμούσε με την εκστρατεία του 1071 να αντιμετωπίσει τον ίδιο τον σουλτάνο: «Η πρόθεσή του [δηλαδή του Ρωμανού Δ ] ήταν ασφαλώς να αποκαταστήσει την παραμεθόρια άμυνα της αυτοκρατορίας όσο ήταν δυνατόν, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι εάν είχε σκοπό να συναντήσει τον Αλπ Αρσλάν και να τον παρασύρει σε μάχη. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από ότι τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1071 [...] ο αυτοκράτορας είχε προτείνει συνθήκη ειρήνης στον σουλτάνο...». Πρβλ. Του ιδίου, Logistique 11, όπου διατυπώνεται η ίδια άποψη σχετικά με τους στόχους του Ρωμανού Δ, το Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

97 ερμηνεία των τελευταίων ερευνητών, η απειλή του σουλτάνου να εκτελέσει τον Βυζαντινό απεσταλμένο αφορούσε τον απεσταλμένο των πολιορκημένων (και όχι κάποιον αυτοκρατορικό πρεσβευτή) 273. Όσον αφορά τις επιδιώξεις των Βυζαντινών με αυτήν τη διπλωματική επαφή, σύμφωνα με την εκτίμηση του J. Haldon, ο αυτοκράτορας ήθελε να παραπλανήσει τον Alp-Arslan και να τον ωθήσει να στραφεί στα νότια αφήνοντας τους Βυζαντινούς να δράσουν ανενόχλητοι στην Αρμενία, να αποκαταστήσουν εκεί την κυριαρχία τους και πιθανώς να οργανώσουν ένα αμυντικό σύστημα εναντίον των τουρκομανικών επιδρομών. Από την άλλη πλευρά, ο J.-Cl. Cheynet απέδωσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις σε αμφιβολίες του Ρωμανού Δ σχετικά με τη σχεδιαζόμενη εκστρατεία 274. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, όπως θα φανεί, η αντιπαράθεση με τον σουλτάνο τελικά δεν αποφεύχθηκε. Συνολικά, στα τρία περίπου χρόνια της βασιλείας του ως την έναρξη της τελευταίας εκστρατείας του, φαίνεται ότι ο Ρωμανός Δ διεξήγαγε διπλωματικές επαφές σε αρκετές περιπτώσεις. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εκστρατείας του είχε μαζί του διπλωμάτες, πιθανώς για να είναι έτοιμος αν χρειάζονταν διαπραγματεύσεις, όπως πράγματι συνέβη στη Συρία. Αργότερα, το 1070, προσέφερε άσυλο σε έ- ναν Σελτζούκο αποστάτη, τον Χρυσόσκουλο, φέρνοντάς τον στην υπηρεσία του και επωφελούμενος α- πό τις ικανότητές του, μια πράξη που συχνά θα επαναλάμβαναν οι διάδοχοί του 275. Τέλος, ο αυτοκράτορας, προετοιμαζόμενος για την εκστρατεία του 1071, φρόντισε μέσω της διπλωματίας να παραπλανήσει τον αντίπαλο, ώστε να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις του 276. Συνεπώς, θα μπορούσε να συναχτεί ότι αν και ο Ρωμανός Δ εγκατέλειψε την προσπάθεια διπλωματικής αντιμετώπισης του τουρκικού κινδύνου, την οποία είχαν υιοθετήσει οι προκάτοχοί του, εντούτοις δεν παραμέλησε καθόλου την ίδια τη διπλωματία. Αντιθέτως, φαίνεται πως καλλιεργούσε διπλωματικές σχέσεις με ξένους ηγεμόνες και επιπλέον σε ορισμένες περιπτώσεις έθεσε τη διπλωματία την υπηρεσία των στρατιωτικών του στόχων, χρησιμοποιώντας τη για να καλύψει τα σχέδιά του. δ) Η μάχη και η συνθήκη του Μαντζικέρτ (1071). Τον Μάρτιο του 1071 ο Ρωμανός Δ αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη, για να ξεκινήσει την εκστρατεία του προς το Μαντζικέρτ 277. Ο αυτοκράτορας, που στη διαδρομή συγκέντρωνε τον στρατό 273 Cl. Cahen, Mantzikert 627. D. S. Richards, Selections 169, σημ. 28. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση J.-Cl. Cheynet, Mantzikert 417 και σημ. 31. J. Haldon, Πόλεμοι 188. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 158 (σημ. 858), 284, που ακολούθησε την άποψη του J. Haldon. 275 Για τη σημασία του προσεταιρισμού του Χρυσόσκουλου, βλ. και τα σχόλια του M. Angold, Αυτοκρατορία 87: «...η άφιξή του [του Χρυσόσκουλου] χαιρετίστηκε ως ένας μικρός θρίαμβος. Ο οπλαρχηγός τιμήθηκε και του παραχωρήθηκε το αξίωμα του «προέδρου». Αυτό επρόκειτο να προκαλέσει ένα κακό προηγούμενο. Προοικονομούσε τον καιρό που το μόνο μέσο που θα διέθεταν οι Βυζαντινοί ώστε να αντιμετωπίσουν την τουρκική απειλή ήταν να προσελκύσουν τους Τούρκους αρχηγούς στον αυτοκρατορικό στρατό». 276 Αναλυτικότερα για τη διπλωματική δραστηριότητα του Ρωμανού Δ ως την έναρξη της εκστρατείας του Μαντζικέρτ, βλ. παρούσα εργασία, σελ Για την εκστρατεία και τη μάχη στο Μαντζικέρτ κάνουν λόγο τριάντα επτά πηγές σε οκτώ διαφορετικές γλώσσες. Αναλυτικότερα για τις πηγές, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , σημ. 863, που τις παρουσιάζει αναλυτικά. Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη , σημ. 4. Γενικά, στη νεότερη έρευνα, έχουν γραφτεί επίσης πολυάριθμες μελέτες. Ανάμεσα στις σημαντικότερες απ αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι εξής: Cl. Cahen, Mantzikert passim. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Του ιδίου, Mantzikert passim, όπου εξετάζεται η αξιοπιστία των βυζαντινών και των μουσουλμανικών πηγών της μάχης και 96

98 του, κατευθύνθηκε από την Ελενόπολη της Βιθυνίας στο Δορύλαιο, μετά στο θέμα Ανατολικών, στην Κολώνεια της Καππαδοκίας, στο θέμα Χαρσιανού, στην Κρύα Πηγή, στη Σεβάστεια και τελικά στη Θεοδοσιούπολη 278. Όσον αφορά το μέγεθος της βυζαντινής στρατιάς που συγκεντρώθηκε, οι πηγές (και κυρίως οι μουσουλμανικές) δίνουν εξωπραγματικούς αριθμούς ( εως ), αλλά η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι το στράτευμα του Ρωμανού Δ αριθμούσε περίπου εως ανδρες 279. Φτάνοντας στην περιοχή της Αρμενίας, ο αυτοκράτορας έλαβε πληροφορίες από τον νέο δούκα Εδέσσης, Λέοντα Διαβατηνό, σύμφωνα με τις οποίες, ο σουλτάνος, μόλις έμαθε την προέλαση του αυτοκράτορα, υποχώρησε εσπευσμένα 280. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Alp-Arslan, κατά τον Γ. Λεβενιώτη (που στηρίχτηκε στις πληροφορίες του al-fāriqī), βρισκόταν μάλλον στην περιοχή της Μοσούλης και μόλις πληροφορήθηκε για την πορεία του αυτοκράτορα, έσπευσε να τον αντιμετωπίσει, καθώς φοβήθηκε ότι οι Βυζαντινοί θα πραγματοποιούσαν εισβολή στα εδάφη του. Σύμφωνα, με την ερμηνεία του Cl. Cahen, ο Alp-Arslan ξαφνιάστηκε από τη βυζαντινή αυτή κίνηση, επειδή ένιωθε ασφαλής λόγω των πρόσφατων διαπραγματεύσεων. Ο σουλτάνος πορεύτηκε προς την Αρμενία (από τη νότια πλευρά της λίμνης Βαν, κατά τον Γ. Λεβενιώτη) έχοντας μαζί του την προσωπική του φρουρά (4.000) και Κούρδους, αλλά στην πορεία ενισχύθηκε επιπλέον με περίπου Τουρκομάνους. Ο αυτοκράτορας, μη γνωρίζοντας την πραγματική απόσταση που τον χώριζε από τη στρατιά του σουλτάνου, χώρισε τον στρατό του σε τμήματα: ένα τμήμα το έστειλε στις βόρειες περιοχές της Αρμενίας και της Γεωργίας, για να τις ανακαταλάβει και να εξασφαλίσει προμήθειες. Ένα δεύτερο τμήμα στάλθηκε έναντίον της πόλης του Χλιάτ ακολουθούμενο από ένα τρίτο υπό τον Νορμανδό Ουρσέλιο de Bailleul και από ένα τέταρτο υπό τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη (που έλαβε μάλιστα τους πιο αξιόμαχους στρατιώτες) 281. Έτσι, στον αυτοκράτορα απέμειναν λιγότερα και χαμηλής μαχητικότητας στρατεύματα. Εκτός από την άγνοια για την ακριβή θέση του σουλτάνου, ο Ρωμανός Δ φαίνεται πως προέβη σ αυτήν την ενέργεια επειδή θεώρησε ότι δεν θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στο να καταβάλει τους μουσουλμάνους υπερασπιστές του Μαντζικέρτ πράγματι, μετά από μια αιφνιδιαστική επίθεση, κυριεύτηκε το εξωτερικό τείχος της ακρόπολης και οι πολιορκημένοι που είχαν καταφύγει στο κάστρο, έστειλαν πρέσβεις στον αυτοκράτορα προκειμένου να παραδοθεί η πόλη. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, μάλιστα, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας τίμησε με δώρα τους πρέσβεις και υποσχόμενος να σεβαστεί τις ζωές και τις περιουσίες τους, έ- στειλε έναν απεσταλμένο, για να παραλάβει την πόλη ωστόσο, εξαιτίας του ερχομού της νύκτας, οι κάασκείται κριτική στη νεότερη έρευνα. Του ιδίου, Captivity passim. Του ιδίου, Personal History passim. J.-Cl. Cheynet, Mantzikert passim. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη passim. C. Hillenbrand, Manzikert passim. J. Haldon, Logistique passim. 278 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Για τη λογιστική της εκστρατείας, βλ. J. Haldon, Logistique passim. 279 Για τον προσδιορισμό κατά προσέγγιση του μεγέθους της βυζαντινής στρατιάς, βλ. J.-P. Cheynet, Mantzikert passim. 280 Για την αριστοκρατική οικογένεια των Διαβατηνών, βλ. A. Kazhdan, Dabatenos, ODB Για την αριστοκρατική οικογένεια Ταρχανειώτη, βλ. A. Kazhdan, Tarchaneiotes, ODB I. Leontiades, Die Tarchaneiotai: eine prosopographisch-sigillographische Studie, ΚΒΕ, [ΒΚΜ 27], Θεσσαλονίκη Για τον Ουρσέλιο de Bailleul και τον βίο του θα γίνει αναλυτικότερα λόγος παρακάτω, στην παρούσα εργασία, σελ

99 τοικοι φοβήθηκαν ότι ίσως οι Βυζαντινοί τελικά τους βλάψουν και γι αυτό, προέταξαν αντίσταση. Μόλις όμως είδαν ότι η βυζαντινή στρατιά ετοιμαζόταν να επιτεθεί, συνθηκολόγησαν εκ νέου 282. Την επομένη μετά την κατάληψη του Μαντζικέρτ, ο Ρωμανός Δ επιθυμούσε να κατευθυνθεί προς το Χλιάτ, για να ενωθεί με τα υπόλοιπα στρατεύματά του, αλλά πληροφορήθηκε ότι μερικά τμήματα του στρατού του, που είχαν σταλεί για εξεύρεση εφοδίων, δέχτηκαν επίθεση. Θεωρώντας ότι επρόκειτο για κάποια ομάδα Τουρκομάνων, ο αυτοκράτορας έστειλε τον Νικηφόρο Βρυέννιο να τους αντιμετωπίσει, αλλά ο τελευταίος σύντομα ζήτησε ενισχύσεις 283. Ο Ρωμανός αγνοούσε ότι οι εχθροί ήταν, στην πραγματικότητα, μέρος της στρατιάς του σουλτάνου και κατηγόρησε τον Νικηφόρο Βρυέννιο για δειλία. Παρόλ αυτά, έστειλε ενισχύσεις υπό τον Νικηφόρο Βασιλάκιο, που καταδίωξε τους Τούρκους, αλλά τελικά αιχμαλωτίστηκε 284. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος κατάφερε να επιστρέψει στο βυζαντινό στρατόπεδο τραυματισμένος. Το ίδιο βράδυ, κάποιοι Τούρκοι ιππείς επιτέθηκαν στους Ούζους μισθοφόρους της βυζαντινής στρατιάς, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν άτακτα στο βυζαντινό στρατόπεδο και προκαλώντας αναστάτωση τους Βυζαντινούς που νόμιζαν ότι οι εχθροί έκαναν επίθεση (επειδή, σύμφωνα με τους Βυζαντινούς συγγραφείς, οι Ούζοι έμοιαζαν πολύ με τους Τούρκους) 285. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, έλαβαν χώρα αψιμαχίες με εχθρικούς στρατιώτες και την επόμενη ημέρα, σημειώθηκε λιποταξία μερικών Ούζων μισθοφόρων. Όλα αυτά τα περιστατικά έπληξαν το ηθικό των Βυζαντινών στρατιωτών. Την ίδια ημέρα, ο αυτοκράτορας απέστειλε αγγελιοφόρους, προσπαθώντας να επικοινωνήσει με τα τμήματα που υπό τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον Ουρσέλιο de Bailleul είχαν σταλεί στο Χλιάτ, αλλά τα τμήματα αυτά είχαν υποχωρήσει σε βυζαντινό έδαφος Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος , που αναφέρει τις επιστολές του Λέοντα Διαβατηνού. Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 30. Του ιδίου, Mantzikert Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος , ο οποίος αποκρύπτει ότι ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος ήταν εκείνος που δέχτηκε την επίθεση και που ζήτησε ενισχύσεις από τον αυτοκράτορα. Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 90. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος ήταν στρατηγός και ήταν περιβεβλημένος με τον τίτλο του μαγίστρου. Το , διορίστηκε δούκας της Βουλγαρίας. Αργότερα, στασίασε εναντίον του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ Δούκα (1077) και ακολούθως εναντίον του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη. Αναλυτικότερα, βλ. A. Kazhdan, Bryennios, Nikephoros, ODB Μιχαήλ Ατταλειάτης , που αναφέρει ότι στη διάρκεια των εχθροπραξιών, ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος σταμάτησε να προσφέρει κάλυψη στον Νικηφόρο Βασιλάκιο και υποχώρησε εν αγνοία του τελευταίου. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , που φαίνεται να ακολουθεί τον Μιχαήλ Ατταλειάτη.- Νικηφόρος Βρυέννιος , ο οποίος, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες βυζαντινές πηγές, αναφέρει πως ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος στάλθηκε προς ε- νίσχυση του Νικηφόρου Βασιλάκιου και πως έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να αποτρέψει την αιχμαλωσία του τελευταίου. Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 90. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση (και 173, σημ. 931), που φαίνεται πως προτιμά με κάποια επιφύλαξη την εκδοχή του Νικηφόρου Βρυέννιου. Για την αριστοκρατική οικογένεια των Βασιλάκιων, βλ. A. Kazhdan, Basilakes, ODB Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος , ο οποίος δεν κάνει λόγο για την τουρκική επίθεση και την υποχώρηση των Ούζων. Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 90. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 173. Η σύγχρονη έρευνα θεώρησε ως αμφιλεγόμενη κίνηση την υποχώρηση των Ταρχανειώτη και Ουρσέλιου. Συγκεκριμένα, ο J.-Cl. Cheynet, Pouvoir 348 υποστήριξε ότι η υποχώρηση αυτή πιθανώς οφειλόταν σε μια προσχεδιασμένη συνωμοτική κίνηση του Ιωσήφ Ταρχανειώτη και του Ουρσέλιου εναντίον του αυτοκράτορα σε συνεργασία με τον Ανδρόνικο Δούκα. Αντίθετα, ο Γ. Λεβενιώτης στηριζόμενος στις μαρτυρίες των Imād ad Dīn και Ibn al-athir, διατύπωσε την υπόθεση ότι οι διοικητές των βυζαντινών στρατευμάτων του Χλιάτ δέχτη- 98

100 Αργότερα, όσο οι Βυζαντινοί ετοιμάζονταν για μάχη, σύμφωνα με το σύνολο σχεδόν των πηγών, έ- φτασε στον αυτοκράτορα μια πρεσβεία του σουλτάνου, που ζητούσε ειρήνη. Σχετικά με το περιεχόμενο των συνομιλιών, υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση κυρίως ανάμεσα στις βυζαντινές και τις μουσουλμανικές πηγές που παραδίδουν το περιστατικό. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη (καθώς και τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση και τον Ιωάννη Ζωναρά, οι οποίοι μάλλον ακολουθούν τον Μιχαήλ Ατταλειάτη), ο Ρωμανός Δ δέχτηκε τους πρέσβεις σύμφωνα με τους κανονισμούς σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν τους φέρθηκε με πολλή ευγένεια: «ὁ δὲ βασιλεὺς ἐδέξατο μὲν αὐτούς καὶ λόγων αὐτοῖς κατὰ νόμον τῶν πρέσβεων μεταδέδωκεν, οὐ πάνυ δὲ τούτους φιλανθρώπως ἐδέξατο». Παρόλ αυτά, σύμφωνα με τον ιστορικό, τους παρέδωσε το «προσκυνούμενον σημεῖον» (δηλαδή έναν σταυρό, σύμφωνα με τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση), ώστε να μπορέσουν αργότερα να επιστρέψουν σ αυτόν με ασφάλεια, φέρνοντας την απάντηση του σουλτάνου. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί, μάλιστα, διαβεβαιώνουν ότι αυτή η ενέργεια του αυτοκράτορα ουσιαστικά έδωσε τη νίκη στον αντίπαλο, αφού: «[ο Ρωμανός Δ ] ἔλαθε δὲ τὴν νίκην διὰ τοῦ νικητικοῦ σημεῖου τοῖς ἐναντίοις παραπεμψάμενος, καθὼς οἱ τὰ τοιαῦ- τα διακριβοῦντες συμβάλλουσιν. Οὐ γὰρ ἔδει μάχης προκειμένης τοιοῦτον σύμβολον ἐξ ἑαυτοῦ πρὸς ἐναντίους μεταθεῖναι». Η συγκεκριμένη πληροφορία των Βυζαντινών συγγραφέων για την παράδοση ενός σταυρού στους αντίπαλους πρέσβεις, ως σύμβολο που θα τους εξασφάλιζε ασφαλή μετακίνηση μαρτυρεί ενδεχομένως μια διπλωματική πρακτική. Όσον αφορά την απάντηση του Ρωμανού Δ, φαίνεται πως αυτός δεν είχε σκοπό να δεχτεί τα τουρκικά αιτήματα και γι αυτό έθεσε εξ αρχής βαρείς όρους σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, επηρμένος από την κίνηση του Alp-Arslan, ο αυτοκράτορας φάνηκε αγέρωχος: απάντησε στον σουλτάνο ότι, προτού καν εξετάσει το ενδεχόμενο ειρήνης, θα έπρεπε ο τελευταίος να εγκαταλείψει το στρατόπεδό του, για να το καταλάβουν οι Βυζαντινοί. Κατά την ερμηνεία του Σπ. Βρυώνη, ο Ρωμανός Δ διατύπωσε αυτό το αίτημα, επειδή οι αντίπαλοι λόγω της θέσης του στρατοπέδου τους βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση συγκεκριμένα, από το στρατόπεδό τους οι Σελτζούκοι είχαν τον έλεγχο των γύρω λόφων και επιπλέον, μπορούσαν να απειλήσουν την παροχή νερού των Βυζαντινών στρατιωτών. Μετά την αποχώρηση των απεσταλμένων και όσο οι Τούρκοι εξέταζαν τη βυζαντινή πρόταση, κάποιοι σύμβουλοι του αυτοκράτορα, σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, τον έπεισαν ότι οι εχθρικές προτάσεις είχαν στόχο να τον εξαπατήσουν και ότι ο σουλτάνος τις χρησιμοποίησε ως πρόσχημα, για να προλάβει να συγκεντρώσει ενισχύσεις, καθώς ήταν αδύναμος. Έτσι, πριν οι αντίπαλοι προλάβουν να απαντήσουν, ο αυτοκράτορας διέταξε επίθεση. Η νεότερη έρευνα πρότεινε την ερμηνεία πως άλλοι λόγοι που ώθησαν τον Ρωμανό Δ να προτιμήσει την πολεμική αναμέτρηση ήταν ότι ο τελευταίος είχε εμπιστοσύνη στις (μειωμένες) δυνάμεις του, ότι αναλογίστηκε το κόστος της εκστρατείας, καθώς πιθανότατα δεν θα του δινόταν ξανά η ευκαιρία να συγκεντρώσει μια τόσο μεγάλη στρατιά καν τουρκική επίθεση και γι αυτό αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Αναλυτικότερα, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος , που παραθέτει και τις πληροφορίες των Imād ad Dīn και Ibn al-athir, καθώς και τις απόψεις των προηγούμενων ερευνητών σχετικά με την υποχώρηση των στρατευμάτων του Χλιάτ.- Του ιδίου, Κατάρρευση Για τα γεγονότα, βλ. και Cl. Cahen, Mantzikert

101 και επιπλέον να αναμετρηθεί προσωπικά με τον σουλτάνο και τέλος, ότι επιθυμούσε διακαώς να πετύχει έναν θρίαμβο, ώστε να καταφέρει να εδραιωθεί στον θρόνο 287. Ωστόσο, οι μουσουλμανικές πηγές (και ο Bar Εβραίος, που φαίνεται πως στηρίχτηκε αρκετά στον Sibt bin al-jawzī 288 ) παραδίδουν διαφορετικές πληροφορίες για την εν λόγω διπλωματική επαφή και μάλιστα εμφανίζουν και αποκλίσεις μεταξύ τους. Γενικά, οι μουσουλμάνοι συγγραφείς φαίνονται να αποδίδουν στον Ρωμανό Δ την πρόθεση να κυριεύσει την ίδια την έδρα του σουλτάνου, το Ράι 289. Ο Ibn al- Azraq al-fariqi (12ος αιώνας) αναφέρει ότι πριν τη μάχη οι δύο ηγεμόνες αντάλλαξαν επιστολές και κάποια στιγμή ο σουλτάνος έστειλε ως πρεσβευτή τον Ibn al-muhallaban. Ο συγγραφέας μάλιστα παραθέτει και μια υποτιθέμενη συζήτηση ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τον απεσταλμένο, στη διάρκεια της οποίας ο Ρωμανός Δ υποστήριξε ότι θα διαχείμαζε στην περιοχή του Isfahan, ενώ ο πρέσβης του απάντησε ότι αυτό δεν ήταν πολύ σίγουρο 290. Ο Ibn al-jawzi (12ος αιώνας) παραδίδει ότι οι δύο ηγεμόνες αντάλλαξαν μηνύματα με τη μεσολάβηση του χαλίφη και ότι ο Ρωμανός Δ απέρριψε τις προτάσεις του Alp-Arslan για ειρήνη, υποστηρίζοντας ότι είχε ξοδέψει πολλά χρήματα, για να συγκεντρώσει την τεράστια στρατιά του και, καθώς είχε τη νίκη σίγουρη, προτιμούσε να πολεμήσει και να κυριεύσει το Ράι ο αυτοκράτορας πρόσθεσε ότι θα έκανε στη γη του Ισλάμ ό,τι είχε συμβεί στη γη του Βυζαντίου 291. Ο al-husayni (13ος αιώνας), ο al-bundari (13ος αιώνας), ο Ibn al-athir (13ος αιώνας) και ο Ibn al- Adim (13ος αιώνας) αναφέρουν επίσης τη δήλωση του Ρωμανού Δ ότι θα κυρίευε το Ράι. Ο Sibt bin al-jawzī (13ος αιώνας) φαίνεται να ακολουθεί τον Ibn al-jawzi και αναφέρει τη μεσολάβηση του χαλίφη, τα έξοδα του Ρωμανού Δ για τη συγκέντρωση του στρατεύματος και την πρόθεση του τελευταίου να επιφέρει στη γη των μουσουλμάνων παρόμοιες καταστροφές με εκείνες που είχαν ταλαιπωρήσει τη δική του γη. Τέλος, ο Πέρσης ιστορικός Mirkhand (15ος αιώνας) δίνει μια ακόμη πιο ζωντανή περιγραφή της υποδοχής των Τούρκων απεσταλμένων από τον Ρωμανό Δ. Σύμφωνα με αυτόν, ο στρατηγός Savtegin στάλθηκε ως πρέσβης και προειδοποίησε τον αυτοκράτορα ότι αν δεν δεχτεί την ειρήνη, θα οδηγηθεί στην καταστροφή του. Ο αυτοκράτορας τότε, κατά τον συγγραφέα, οργισμένος άρπαξε έναν σταυρό από έ- ναν μοναχό δίπλα του και ορκίστηκε στην Αγία Τριάδα ότι θα εισερχόταν την ίδια ημέρα στην κατοικία 287 Μιχαήλ Ατταλειάτης , Πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 91. Του ιδίου, Mantzikert 135. Του ιδίου, Personal History Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Πρβλ. Cl. Cahen, Mantzikert Για τα γεγονότα βλ. και Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Sp. Vryonis, Personal History Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του al-turtushi (12ος αιώνας), ο οποίος παραδίδει ότι ο Ρωμανός Δ και οι στρατηγοί του σκόπευαν να μοιράσουν μεταξύ τους τις χώρες των μουσουλμάνων: τη Συρία, την Αίγυπτο, το Ιράκ, το Χορασάν και το Diyar Bakr. Την ίδια πληροφορία παραδίδει και ο Sibt bin al-jawzī, που προσθέτει ότι ο αυτοκράτορας επιθυμούσε να διαχειμάσει στο Ιράκ και να περάσει το καλοκαίρι στη δυτική Περσία επίσης, όμως, αναφέρεται ότι εξαίρεσε τη Βαγδάτη από τα κατακτητικά του σχέδια, καθώς θεωρούσε τον χαλίφη φίλο του. Βλ. C. Hillenbrand, Manzikert 27-28, 69 η οποία παραθέτει τα αποσπάσματα των πηγών. Επίσης, βλ. Sp. Vryonis, Mantzikert Ο Ibn al-muhallaban πιθανώς ήταν ένας καδής που (όπως αναφέρεται από τον συγγραφέα Ibn al-azraq al-fariqi) κατέφυγε στον σουλτάνο μετά την άλωση της πόλης από τον Ρωμανό Δ. Βλ. C. Hillenbrand, Manzikert 34, 47, σημ. 29. Το Isfahan ήταν πόλη και επαρχία του Ιράν. Για την ιστορία του, βλ. A. K. S. Lambton, Isfahan Sp. Vryonis, Mantzikert C. Hillenbrand, Manzikert 34, 38, όπου περιλαμβάνεται αγγλική μετάφραση των μουσουλμανικών πηγών. 100

102 του Alp-Arslan. Ακολούθως, απέπεμψε τον Savtegin με απαξιωτικό τρόπο και ετοιμάστηκε για μάχη 292. Η νεότερη έρευνα κατά κανόνα απορρίπτει τις πληροφορίες των μουσουλμανικών πηγών σχετικά με τη διπλωματική επαφή πριν τη μάχη 293. Ο Cl. Cahen, αν και προτιμά τις μουσουλμανικές πηγές για τη μάχη του Μαντζικέρτ, εντούτοις θεωρεί τις πληροφορίες τους σχετικά με την πρόθεση του Ρωμανού Δ να κυριεύσει το Ράι υπερβολικές και αποδέχεται μόνο τα πρόσωπα που στάλθηκαν ως πρεσβευτές και τη συμπεριφορά του Ρωμανού Δ απέναντί τους 294. Πράγματι, όσον αφορά τη συμπεριφορά του αυτοκράτορα, ακόμη και οι βυζαντινές πηγές, όπως φάνηκε, μαρτυρούν ότι ήταν σε κάποιον βαθμό αλαζονική, ενώ το όλο κλίμα των συνομιλιών θα πρέπει να ήταν ψυχρό παρά την τήρηση των τύπων από μέρους του αυτοκράτορα («...λόγων αὐτοῖς κατὰ νόμον τῶν πρέσβεων μεταδέδωκεν, οὐ πάνυ δὲ τούτους φιλανθρώπως ἐδέξατο») Ο Σπ. Βρυώνης στην προσπάθειά του να καταδείξει την ανωτερότητα των βυζαντινών πηγών, σχετικά με την αξιοπιστία των πληροφοριών για τα γεγονότα, παρατήρησε πως οι μουσουλμάνοι συγγραφείς έζησαν πολύ αργότερα από το γεγονός. Έτσι, ο θρύλος σε πολλές περιπτώσεις είχε ήδη αντικαταστήσει την πραγματική ιστορία στη γνώση τους για τη μάχη. Συνεπώς, η αφήγηση της μάχης εμπλουτίστηκε στο πέρασμα του χρόνου με μυθικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί σημαντικά. Τη διαδικασία αυτή επιτάχυναν περισσότερο οι ακόμη μεταγενέστεροι Πέρσες ιστορικοί, που απομακρύνθηκαν από την ημιμυθική αφήγηση των υπόλοιπων μουσουλμάνων συγγραφέων και πέρασαν την εξιστόρηση των γεγονότων στη σφαίρα της μυθοποίησης και του εντυπωσιασμού Η C. Hillenbrand ασχολήθηκε ακόμη διεξοδικότερα με την εξέταση των πληροφοριών των μουσουλμανικών πηγών για τη μάχη του Μαντζικέρτ και απέδωσε τις υπερβολές τους, σε μεγάλο βαθμό, στα χαρακτηριστικά της μουσουλμανικής ιστοριογραφίας του 12 ου -14 ου αιώνα οι πολιτικές συνθήκες της εποχής αυτής θα πρέπει να επηρέασαν σημαντικά τους μουσουλμάνους συγγραφείς. Έτσι, οι συγγραφείς του 12 ου και του 13 ου αιώνα, επιχειρώντας να γράψουν για το παρελθόν της τουρκικής άρχουσας δυναστείας του χαλιφάτου, αντιλαμβάνονταν τους προγόνους των Τούρκων σαν τους σύγχρονους ηγεμόνες τους και όχι ως έφιππους νομάδες-επιδρομείς. Κατ επέκταση, τους αντιλαμβάνονταν ως υπερασπιστές του Ισλάμ και η αντιπαράθεση του Alp-Arslan με έναν άπιστο αντίπαλο αναπόφευκτα προ- 292 Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 170. Bar Εβραίος 220. Βλ. Sp. Vryonis, Mantzikert C. Hillenbrand, Manzikert 54, 60, 65, 68, 75, , όπου περιλαμβάνεται αγγλική μετάφραση των μουσουλμανικών πηγών. 293 Αντίθετα, ο F. Sümer, Turks in Eastern Asia Minor 440 φαίνεται να δέχεται τις μουσουλμανικές μαρτυρίες. Μάλιστα, γράφει: «If Romanos Diogenes had concentrated his efforts on repulsing the Turkish attacks, instead of dreaming about a meeting with Alp Arslan in Ray, capital of the Saljuks in Iran, perhaps there would not have been a battle of Mantzikert, and consequently the conquest of Anatolia by the Turks would have been postponed». Την ίδια άποψη φαίνονται να συμμερίζονται οι A. Hamdani, Relations 178 (και σημ. 50) και İ. Kafesoglu, Seljuks 48. Το τελευταίος ερευνητής γράφει σχετικά με τους στόχους της εκστρατείας του 1071: «It was finally decided to drive the Turks from Anatolia once and for all and, if necessary, march on the capital of the Seljuk Empire». 294 Cl. Cahen, Mantzikert Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Sp. Vryonis, Mantzikert Του ιδίου, Personal History

103 καλούσε συνειρμούς για την εποχή τους. Πράγματι, την εποχή που γράφονταν οι συγκεκριμένες Ιστορίες, ο ισλαμικός κόσμος είχε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις τόσο των σταυροφόρων, όσο και των Μογγόλων και οι μουσουλμάνοι πιστοί ανέμεναν από τους Τούρκους ηγεμόνες τους να τους προστατεύσουν σ αυτά τα πλαίσια γράφτηκαν από τους μουσουλμάνους ιστορικούς έργα, για να προπαγανδίσουν την εικόνα των Τούρκων σουλτάνων ως καλών μουσουλμάνων που θα έσωζαν τον μουσουλμανικό κόσμο. Η αλαζονική συμπεριφορά που αποδίδουν οι συγγραφείς αυτοί στον Ρωμανό Δ κατά τη διάρκεια των συνομιλιών θα μπορούσε να ερμηνευτεί, αν ληφθεί υπ όψη η μεγάλη επιρροή του Κορανίου στην ισλαμική φιλολογία. Έτσι, μοτίβα όπως η συντριβή του υπερήφανου και άπιστου ηγεμόνα εντοπίζονται και στα ιστοριογραφικά έργα: ο Ρωμανός Δ παρομοιάζεται με τον Φαραώ του βιβλίου της Εξόδου στην Παλαιά Διαθήκη, που ήταν καταδικασμένος να συντριβεί εξαιτίας της αλαζονίας και της αναίδειάς του. Όσον αφορά τη μορφή, με την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι επιταγές της αραβικής ιστοριογραφίας. Αυτή είχε ως πρωταρχικό στόχο να διδάξει και να ψυχαγωγήσει, με αποτέλεσμα συχνά να τροποποιούνται τα ιστορικά γεγονότα. Συνεπώς, στην περίπτωση του Μαντζικέρτ, οι συγγραφείς θεωρούσαν ότι έπρεπε να διηγηθούν τη μεγαλειώδη αυτή ιστορία με αντάξιο τρόπο έτσι, η υπερβολή ήταν γι αυτούς απαραίτητη, ώστε να αποδοθεί το μέγεθος της νίκης. Διηγούνταν την ιστορία, επιχειρώντας να προκαλέσουν αγωνία στους αναγνώστες (ή στους ακροατές) τους και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους, παρά το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της μάχης τούς ήταν ή- δη γνωστό. Για ψυχαγωγικούς σκοπούς εισήχθησαν και φανταστικοί διάλογοι που θα προκαλούσαν ευχαρίστηση στους μουσουλμάνους αναγνώστες/ακροατές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παραδιδόμενη από τον Ibn al-azraq al-fariqi συζήτηση του Ρωμανού Δ με τον Σελτζούκο απεσταλμένο, κατά τη διάρκεια της διπλωματικής επαφής, στο τέλος της οποίας, ο απεσταλμένος αποστόμωσε με κομψό τρόπο τον αυτοκράτορα, όπως φάνηκε παραπάνω. Συνολικά, οι μουσουλμάνοι ιστορικοί είχαν ως σκοπό μάλλον να εξυμνήσουν τα πολεμικά κατορθώματα των στρατιωτικών ηγετών τους, των Τούρκων, παρά να εκθέσουν με ακρίβεια κάποια ιστορικά γεγονότα. Επιθυμούσαν να εξυμνήσουν την πρώτη μεγάλη νίκη της τουρκικής δυναστείας του χαλιφάτου ενάντια στους αλλόθρησκους και απ αυτήν α- ντλούσαν υπερηφάνεια, βεβαιότητα για τον αναπόφευτκο θρίαμβο του Ισλάμ, αλλά και κουράγιο μπροστά στους κινδύνους της δικής τους εποχής 297. Όσον αφορά την τύχη των διαπραγματεύσεων, αυτές δεν οδήγησαν πουθενά. Όπως προαναφέρθηκε, ο Ρωμανός Δ τελικά προτίμησε να πολεμήσει εναντίον του σουλτάνου. Οι βυζαντινές πηγές παραδίδουν ότι η βυζαντινή στρατιά παρατάχθηκε για μάχη και κινήθηκε εναντίον του αντιπάλου, αιφνιδιάζοντάς τον, καθώς ο σουλτάνος εξέταζε ακόμη τις βυζαντινές προτάσεις. Από την άλλη πλευρά, όπως φάνηκε παραπάνω, οι μουσουλμανικές πηγές δηλώνουν σαφώς ότι ο αυτοκράτορας είχε απορρίψει τις τουρκικές προτάσεις και οι δύο αντίπαλοι ετοιμάστηκαν συγχρόνως για μάχη. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε, μάλλον, την Παρασκευή 26 Αυγούστου, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα. 297 C. Hillenbrand, Manzikert , ,

104 Η βυζαντινή στρατιά παρατάχθηκε ως εξής: η αριστερή πτέρυγα είχε επικεφαλής τον Νικηφόρο Βρυέννιο, το κέντρο τον αυτοκράτορα και η δεξιά τον Θεόδωρο Αλυάτη, ενώ ο Ανδρόνικος Δούκας είχε υπό τη διοίκησή του την οπισθοφυλακή. Η τουρκική στρατιά ήταν χωρισμένη σε τρία τμήματα, αποτελούμενα από πολυάριθμες διοικήσεις, που μπορούσαν να δρουν ανεξάρτητα, όπως ήταν η τακτική των νομάδων. Όταν άρχισε η μάχη, οι Βυζαντινοί επιχείρησαν να εμπλέξουν τους Τούρκους ιπποτοξότες σε μάχη εκ του σύνεγγυς, σύμφωνα με τις επιταγές των εγχειριδίων στρατιωτικής τακτικής. Το τουρκικό κέντρο πραγματοποίησε υποχώρηση και άρχισε να καταδιώκεται από τον αυτοκράτορα. Καθώς όμως τα τουρκικά πλευρά καθυστερούσαν με παρενοχλήσεις τα βυζαντινά πλευρά, το βυζαντινό κέντρο απομακρύνθηκε πολύ μπροστά. Το απόγευμα, ο Ρωμανός Δ κυρίευσε το άδειο τουρκικό στρατόπεδο, αλλά σύντομα διέταξε υποχώρηση προς το βυζαντινό στρατόπεδο, για να μη βρεθεί τη νύχτα σε εχθρική περιοχή και περικυκλωθεί. Φαίνεται ότι τότε οι απομακρυσμένες μονάδες της δεξιάς βυζαντινής πτέρυγας παρεξήγησαν την κίνηση και θεώρησαν ότι ο αυτοκράτορας ηττήθηκε, με αποτέλεσμα να τραπούν σε φυγή. Στο μεταξύ, σύμφωνα με πολλές βυζαντινές πηγές, ο διοικητής της οπισθοφυλακής, Ανδρόνικος Δούκας, που ήταν εχθρός του Ρωμανού Δ, διέδωσε επίτηδες ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί και η οπισθοφυλακή εγκατέλειψε τη μάχη, αφήνοντας το κεντρικό τμήμα εκτεθειμένο. Η κάλυψη από την οπισθοφυλακή είχε πρωταρχική σημασία για την πραγματοποίηση της οπισθοχώρησης, ενώ, όπως παρατήρησε ο M. Angold, ο ίδιος ο ελιγμός θα ήταν δύσκολος ακόμη και υπό φυσιολογικές συνθήκες. Συνεπώς, το βυζαντινό στράτευμα τράπηκε σε φυγή (συμπεριλαμβανομένης της αριστερής πτέρυγας υπό τον Νικηφόρο Βρυέννιο) και ο Ρωμανός Δ έμεινε μόνος μαζί με μερικές μονάδες. Μόλις το αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι, τον περικύκλωσαν και μετά από μάχη ο αυτοκράτορας συνελήφθη αιχμάλωτος 298. Με το πρωτοφανές γεγονός της αιχμαλωσίας του αυτοκράτορα των Ρωμαίων από έναν μουσουλμάνο ηγεμόνα ασχολήθηκαν όλες οι πηγές που αναφέρθηκαν στη μάχη του Μαντζικέρτ, χριστιανικές και μουσουλμανικές. Σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, αν και στα υπόλοιπα στάδια της μάχης οι βυζαντινές πηγές υπερτερούν, σε ό,τι αφορά το διάστημα της αιχμαλωσίας του Ρωμανού Δ φαίνεται ότι οι μουσουλμανικές πηγές προσφέρουν πλουσιότερες και πιο κατατοπιστικές πληροφορίες. Ανάμεσα στις βυζαντινές πηγές, εκείνες του Μιχαήλ Ατταλειάτη και της Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση είναι οι αναλυτικότερες. Ο τελευταίος φαίνεται πως ακολουθεί τον πρώτο, αν και διαφοροποιείται σε ορισμένες λεπτομέρειες. Πηγή των πληροφοριών για τους Βυζαντινούς συγγραφείς, καθώς κανένας τους δεν παρευρισκόταν στο τουρκικό στρατόπεδο, στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του Ρωμανού Δ, ήταν μάλλον η ε- πιστολή που έστειλε ο αυτοκράτορας στην σύζυγό του, Ευδοκία, για να την ενημερώσει για όσα του συνέβησαν Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι M. Angold, Αυτοκρατορία Sp. Vryonis, Mantzikert 134. J. Haldon, Πόλεμοι Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Sp. Vryonis, Mantzikert Του ιδίου, Captivity ,

105 Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο Ρωμανός Δ οδηγήθηκε μπροστά στον Alp-Arslan, αλλά ο τελευταίος είχε ακόμη αμφιβολίες για την ταυτότητα του αιχμαλώτου, ώσπου αυτή επιβεβαιώθηκε από πρέσβεις που είχαν σταλεί στον αυτοκράτορα προηγουμένως και «από άλλους». Η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση αναφέρει πιο συγκεκριμένα ότι ο Ρωμανός αναγνωρίστηκε από τους Τούρκους πρέσβεις και από τον Νικηφόρο Βασιλάκιο, που, όπως προαναφέρθηκε, είχε αιχμαλωτιστεί σε μια αψιμαχία πριν τη μάχη. Ο ίδιος συγγραφέας παραδίδει ότι τότε ο Alp-Arslan διέταξε να ξαπλώσουν τον Ρωμανό Δ στο έ- δαφος και τον πάτησε, συμβολική κίνηση που φανέρωνε τη νίκη του. Ακολούθως, ο σουλτάνος φέρθηκε με πολλή μετριοπάθεια και, αφού διαβεβαίωσε τον Ρωμανό Δ ότι δεν θα τον βλάψει καθόλου, του έδωσε δική του σκηνή και υπηρέτες, δειπνούσε μαζί του καθημερινά για οκτώ ημέρες, όσο κράτησε η αιχμαλωσία του και τον παρηγορούσε για την τύχη του. Μάλιστα, όπως αναφέρουν οι Βυζαντινοί συγγραφείς, ο σουλτάνος ρώτησε τον αυτοκράτορα πώς θα του φερόταν εκείνος αν είχαν αντιστραφεί οι θέσεις τους και στη δήλωση του Ρωμανού Δ ότι θα τον βασάνιζε, ο Alp-Arslan απάντησε ότι αυτή δεν θα ή- ταν η δική του επιλογή 300. Ανάμεσα στις μουσουλμανικές πηγές που παραδίδουν το γεγονός της αιχμαλωσίας, ο Σπ. Βρυώνης ξεχώρισε τον Ibn al-jawzi και τον Sibt bin al-jawzī, οι οποίοι φαίνεται ότι στήριξαν τις αφηγήσεις τους στον Ghars an-nima Muhammad ibn Hilal as-sabi, που ήταν σύγχρονος των γεγονότων, αλλά το ιστορικό έργο του χάθηκε. Οι πληροφορίες των δύο μουσουλμάνων συγγραφέων επιβεβαιώνονται σε μεγάλο βαθμό από εκείνες του αρκετά αξιόπιστου Μιχαήλ Ατταλειάτη και με τα επιπλέον στοιχεία τους βοηθούν να σχηματιστεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την αιχμαλωσία του Ρωμανού Δ 301. Όπως παραδίδει ο Sibt bin al-jawzī, ο Alp-Arslan αρχικά δεν πίστευε ότι συνελήφθη ο Ρωμανός Δ και έστειλε έναν υπηρέτη του, ονόματι Sadhi, να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του αιχμαλώτου, γιατί ο συγκεκριμένος υπηρέτης είχε προηγουμένως σταλεί στον αυτοκράτορα ως πρέσβης. Αργότερα, ο Ρωμανός Δ οδηγήθηκε μπροστά στον σουλτάνο και αυτός τον ράπισε και τον λάκτισε τρεις φορές επιπλήττοντάς τον για την άρνησή του να κάνουν ειρήνη και ακολούθως τον έδεσε με δεσμά. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε η παραδιδόμενη και από τις βυζαντινές πηγές ερώτηση του σουλτάνου για την τύχη του ίδιου αν είχε συλληφθεί από τον αυτοκράτορα. Μετά την ειλικρινή απάντηση του τελευταίου, ο σουλτάνος τον ρώτησε πώς θεωρούσε ότι θα του φερθεί εκείνος και ο Ρωμανός απάντησε ότι είτε θα τον σκότωνε, είτε θα τον διαπόμπευε, είτε θα του επέτρεπε να επιστρέψει στο Βυζάντιο ως υποτελής του δεχόμενος και λύτρα για την ελευθερία του. Αφού ο Alp-Arslan ανακοίνωσε ότι θα ελευθερώσει τον Ρωμανό Δ και, αφού καθορίστηκαν οι όροι της απελευθέρωσης, ο αιχμάλωτος υποχρεώθηκε να σερβίρει τον σουλτάνο, ως υποτελής του και επιπλέον να κοπούν τα μαλλιά του, να αλυσοδεθεί και να φιλήσει το έδαφος ως αντίποινα, επειδή είχε επιβάλει παρόμοιες ταπεινώσεις στον Σελτζούκο απεσταλ- 300 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 42. Sp. Vryonis, Mantzikert Του ιδίου, Captivity , Sp. Vryonis, Captivity

106 μένο, Ibn al-muhallaban. Συνεπώς, όπως φαίνεται, οι μουσουλμανικές και οι βυζαντινές πηγές παραδίδουν παρόμοια περιστατικά στη διάρκεια της οκταήμερης αιχμαλωσίας του Ρωμανού Δ. Διαφοροποιούνται στο ότι οι μεν παρουσιάζουν τον Alp-Arslan πιο αυστηρό και επιθετικό, ενώ οι δε τον θεωρούν απόλυτα μεγαλόψυχο 302. Όσον αφορά την αυστηρότητα αυτή του Alp-Arslan στις μουσουλμανικές πηγές (το μέγεθος της οποίας διαφέρει από πηγή σε πηγή), σύμφωνα με την C. Hillenbrand, αυτή οφείλεται και πάλι στα χαρακτηριστικά της μουσουλμανικής ιστοριογραφίας της εποχής, κατά την οποία γράφτηκαν οι συγκεκριμένες Ιστορίες. Όπως φάνηκε, οι μουσουλμάνοι συγγραφείς τότε έγραφαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη εξαιτίας των εξωτερικών εισβολών των σταυροφόρων και των Μογγόλων. Συνεπώς, ο Alp- Arslan παρουσιάζεται ως υποδειγματικός πολεμιστής της πίστης, που κατατροπώνει τον αλλόθρησκο εχθρό και του φέρεται με μεγαλοψυχία (για τα δεδομένα της εποχής, τουλάχιστον). Μ αυτόν τον τρόπο, οι ιστορικοί παρομοιάζουν τον Alp-Arslan με τον πιο πρόσφατο Saladin, που επίσης θεωρούνταν υ- ποδειγματικός πολεμιστής του Τζιχάντ. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, οι συγγραφείς αυτοί εμπλούτιζαν την ιστορία με υπερβολές, για να την κάνουν πιο ενδιαφέρουσα. Έτσι, ο αυτοκράτορας εμφανίζεται να σερβίρει τον σουλτάνο. Η συγκεκριμένη συμβολική ταπείνωση, όπως και άλλες που αναφέρονται α- πό μουσουλμάνους συγγραφείς, φαίνεται πως παραδίδεται με τόση έμφαση και για λόγους θεατρικότητας άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό της αραβικής ιστοριογραφίας. Στην επιδίωξη θεατρικότητας, τέλος, θα πρέπει να αποδοθεί η απόδοση του διαλόγου ανάμεσα στον αιχμάλωτο αυτοκράτορα και τον σουλτάνο, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ όψη το γεγονός ότι δεν αναφέρεται καμία μεσολάβηση διερμηνέα και οι δύο ετερόγλωσσοι ηγεμόνες παρουσιάζονται να συνομιλούν απευθείας μεταξύ τους (με την εξαίρεση του al-husaynī, που, όπως σημείωσε η C. Hillenbrand, κάνει λόγο για χρήση διερμηνέα) 303. Στο ίδιο διάστημα, ο αυτοκράτορας και ο σουλτάνος διεξήγαγαν διαπραγματεύσεις, που κατέληξαν στη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Η συνθήκη, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, θα πρέπει να συνήφθη στις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου (στις 3 ή στις 4). Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν εν συντομία ότι συμφωνήθηκε ειρήνη, φιλία και βασιλική επιγαμία, ενώ η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση προσθέτει ότι ορίστηκε οι δύο δυνάμεις να επιστρέψουν στα εδαφικά όρια που ίσχυαν πριν τη μάχη, να ελευθερωθούν οι Τούρκοι και οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι και να παύσουν οι επιδρομές: «Μετὰ τοῦτο γοῦν σπονδὰς ποιησάμενοι καὶ συνθήκας εἰρηνικὰς διηνεκεῖς καὶ κῆδος ἐπὶ τοῖς παισὶ συστησάμενοι, καὶ τᾶ δίκαια ἑκάστης ἐ- πικρατείας, ἃ ἦν ἐξ ἀρχῆς, θέμενοι, φιλίως τε ἀλλήλοις <ὡμολόγησαν> προσμίγνυσθαι, μηκέτι δὲ λεηλασίας τῆς τῶν Ῥωμαίων ἐπικρατείας παρ οὑτινοσοῦν τῶν Τούρκων γίνεσθαι ὑποστραφῆναί τε πάντας τοὺς ὅσοι ποτὲ κατὰ Ῥωμαίων ἐστάλησαν καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν ἅπασαν καὶ μάλιστα τὸ προέχον τῶν Ῥωμαίων καὶ ἔκκριτον, δεξίωσιν ἁδρὰν τοῦ βασιλέως προσομολογήσαντος τῷ σουλ- 302 Bar Εβραίος , που, όπως προαναφέρθηκε, γενικά ακολουθεί τον Sibt bin al-jawzī. Βλ. Sp. Vryonis, Captivity , όπου περιλαμβάνεται σε αγγλική μετάφραση η μαρτυρία του Sibt bin al-jawzī. 303 C. Hillenbrand, Manzikert 57, , ,

107 τάνῳ». Όσον αφορά τη βασιλική επιγαμία, όπως παρατήρησε ο Γ. Λεβενιώτης, είναι μια από τις πρώτες φορές στη βυζαντινή ιστορία, που ένας αυτοκράτορας δέχεται να συνάψει επιγαμική συμμαχία με έναν μουσουλμάνο ηγεμόνα 304. Οι μουσουλμανικές πηγές, σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, ιδιαίτερα ο Ibn al-jawzi και ο Sibt bin al- Jawzī, προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το ποσό των λύτρων που ορίστηκαν για την απελευθέρωση του Ρωμανού Δ και σχετικά με τις εδαφικές ρυθμίσεις των δύο κρατών. Κατά τον ίδιο ερευνητή, οι πληροφορίες των δύο συγγραφέων φαίνεται να απηχούν τις πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι διαπραγματεύσεις. Σύμφωνα με τον Sibt bin al-jawzī, ο σουλτάνος ζήτησε ως λύτρα dīnār (που είχαν περίπου ίση αξία με τα βυζαντινά νομίσματα), αλλά ο Ρωμανός Δ αποκρίθηκε ότι λόγω των ετοιμασιών για τον πόλεμο είχε εξαντλήσει οικονομικά την αυτοκρατορία και έτσι, μετά από διαβουλεύσεις κατέληξαν στο ποσό του dīnār, από το οποίο θα πληρώνονταν αμέσως και τα υπόλοιπα θα πληρώνονταν σε ετήσια πάκτα των Επιπλέον, ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε να στέλνει στρατιωτική υποστήριξη, όποτε του ζητηθεί και δέχτηκε επίσης να ελευθερώσει όλους τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους του Βυζαντίου, ε- νώ τέλος, ο σουλτάνος τον πίεσε να του αποδώσει τις πόλεις της Αντιόχειας, της Έδεσσας, της Ιεράπολης και του Μαντζικέρτ, που «είχε κυριεύσει πρόσφατα». Σχετικά με το τελευταίο αίτημα, ο Ρωμανός Δ απάντησε ότι θα προσπαθήσει, όταν επιστρέψει στην πρωτεύουσά του να το πραγματοποιήσει, αλλά για να τεθεί η συμφωνία σε εφαρμογή, θα έπρεπε να ελευθερωθεί γρήγορα, ώστε να μην οριστεί άλλος αυτοκράτορας, που πιθανώς θα απορρίψει τη συνθήκη. Τέλος, ο Πέρσης συγγραφέας Mirkhand προσθέτει επίσης την φανταστική πληροφορία ότι ο Ρωμανός Δ νύμφευσε τότε την κόρη του με τον υιό του Alp-Arslan, περιγράφοντας μάλιστα με λεπτομέρειες την τελετή 305. Εξετάζοντας τα λεγόμενα του Sibt bin al-jawzī ο Γ. Λεβενιώτης θεώρησε ότι η μαρτυρία σχετικά με την απόδοση πάκτων συμφωνεί μάλλον με τη δήλωση της Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση για «συνθήκας εἰρηνικὰς διηνεκεῖς», τις οποίες ο ερευνητής υπολόγισε πως είχαν διάρκεια είκοσι έτη (αφού οι Βυζαντινοί θα πλήρωναν το ποσό του dīnār σε ετήσια πάκτα των ), αν και ο Ibn al- Athir κάνει λόγο για πενήντα έτη. Όσον αφορά την απόδοση πόλεων στους Σελτζούκους, ο ερευνητής αμφισβήτησε ότι ο Ρωμανός Δ θα δεχόταν να παραχωρήσει σημαντικές πόλεις, όπως την Αντιόχεια και την Έδεσσα, οι οποίες εξάλλου δεν κινδύνευαν από τους Σελτζούκους. Επιπλέον, παρατήρησε, η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση αναφέρει ότι «τᾶ δίκαια ἑκάστης ἐπικρατείας, ἃ ἦν ἐξ ἀρχῆς, θέμενοι», ε- νώ και ο Νικηφόρος Βρυέννιος αναφέρει πως ο αυτοκράτορας «ἐβούλετο [...] μᾶλλον τεθνὰναι ἤ ἀναξίας συμβιβάσεις ποιεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ γενναιότητος». Πιο πιθανό θεώρησε ότι ο αυτοκράτορας α- 304 Μιχαήλ Ατταλειάτης Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 164, XXVI Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη Bar Εβραίος 222, που, ακολουθεί τον Sibt bin al-jawzī. Βλ. Sp. Vryonis, Captivity Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη C. Hillenbrand, Manzikert 103 για την πληροφορία του Mirkhand. 106

108 ναγνώρισε μόνο την τουρκική επικυριαρχία στη δυτική Βαασπρακανία, αφού, μόλις ο τελευταίος ελευθερώθηκε, φρόντισε να αποδώσει το Μαντζικέρτ στον σουλτάνο 306. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Ρωμανός Δ ξεκίνησε για να επιστρέψει στην επικράτειά του. Ο Alp-Arslan ελευθέρωσε όσους Βυζαντινούς του είχε ζητήσει ο αυτοκράτορας (επιφανείς, μάλλον) και επιπλέον του έδωσε Τούρκους πρέσβεις, για να τον συνοδεύσουν. Σύμφωνα με τον Ibn al-jawzi και τον Sibt bin al-jawzī, ο σουλτάνος συνόδευσε ο ίδιος τον αυτοκράτορα σε απόσταση περίπου 5 χλμ. και του έδωσε ως συνοδεία δύο hājib και εκατό ghulām 307 (ενώ οι Ibn al-athir και Ibn al- Adim αναφέρουν πιο αόριστα ότι ο σουλτάνος ανέθεσε σε μια φρουρά να συνοδεύσει τον αυτοκράτορα, στο ταξίδι της επιστροφής του) 308. ε) Ο βυζαντινός εμφύλιος του και η εκθρόνηση του Ρωμανού Δ. Παρά τους καλούς όρους υπό τους οποίους αποχαιρετίστηκαν ο Ρωμανός Δ και ο Alp-Arslan, φαίνεται ότι η συνθήκη που συνομολόγησαν έμεινε ανεφάρμοστη, εξαιτίας των μετέπειτα εξελίξεων. Ή- δη, στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του Ρωμανού Δ, οι Δούκες άδραξαν την ευκαιρία και αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον πρωτότοκο υιό του Κωνσταντίνου Ι, τον Μιχαήλ Ζ ( ). Ο Ρωμανός Διογένης πληροφορήθηκε τις συγκεκριμένες εξελίξεις στον δρόμο της επιστροφής, όταν βρισκόταν στο Μελισσοπέτριο, έχοντας περάσει από την Θεοδοσιούπολη και την Κολώνεια 309. Στους επόμενους μήνες, η προσοχή του έκπτωτου αυτοκράτορα εστιάστηκε στην ανάκτηση του θρόνου 310. Ο Ρωμανός Διογένης προωθήθηκε ως το θέμα Αρμενιακών και στρατοπέδευσε στο φρούριο Δοκεία 311. Στο μεταξύ, η νέα κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης συγκέντρωσε όσους στρατιώτες βρήκε διαθέσιμους και τους έστειλε υπό τον Κωνσταντίνο Δούκα εναντίον του Διογένη. Μετά από μερικές α- ψιμαχίες, ο τελευταίος άφησε τη διοίκηση του στρατού του στον Θεόδωρο Αλυάτη και κατευθύνθηκε προς την Καππαδοκία. Οι αντίπαλοί του όμως έλαβαν ενισχύσεις υπό τον Κρισπίνο και μετά από μάχη ο Αλυάτης νικήθηκε κατά κράτος, αιχμαλωτίστηκε και τυφλώθηκε. Ακολούθως, ο Διογένης με τους στρατιώτες που του απέμειναν κατέφυγε στο φρούριο Τυροποιό της Καππαδοκίας, αναζητώντας συγχρόνως ενισχύσεις. Ο Μιχαήλ Ζ έστειλε εναντίον του τον Χατατούριο, αλλά ο τελευταίος συντάχθηκε με τον Διογένη, από τον οποίο είχε στο παρελθόν ευεργετηθεί. Στη συνέχεια, ο Διογένης, καθώς είχε φτάσει ο χειμώνας, αποσύρθηκε στην Κιλικία, για να διαχειμάσει και να συγκεντρώσει ενισχύσεις. Φαί- 306 Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για φρουρά σκλάβων. Βλ. D. Sourdel - C. E. Bosworth, Ghulām Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Ibn al-athir, al- Kāmil (Ι) 172. Bar Εβραίος 222, που γενικά ακολουθεί τον Sibt bin al-jawzī, αλλά παραδίδει ότι τον Ρωμανό Δ συνόδευσαν στο ταξίδι της επιστροφής δύο εμίρηδες, αντί για δύο hājib. Βλ. Sp. Vryonis, Captivity 446. C. Hillenbrand, Manzikert 42, 50 (σημ. 81), 66, 72, Το Μελισσοπέτριο βρισκόταν 70 χλμ. βοριεοδυτικά της Κολώνειας. Βλ. P. Gautier, Bryennios , σημ Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Του ιδίου, Συνθήκη Η πόλη βρισκόταν δυτικά του ποταμού Άλυ και από τον 10 ο αποτελούσε μέρος του θέματος Αρμενιακών. Βλ. W. M. Ramsay, Geography

109 νεται ότι παράλληλα είχε επικοινωνήσει και με τον Alp-Arslan ζητώντας του ενισχύσεις, αφού σύμφωνα με τους Βυζαντινούς συγγραφείς, ο πρώην αυτοκράτορας ανέμενε σε λίγο καιρό την άφιξή τους: «καὶ τοὺς ἀπὸ τοῦ σουλτάνου πεμφθησομένους μετὰ διορίαν τοιαύτην καταλαβεῖν». Σύντομα ό- μως, ο νέος αυτοκράτορας έστειλε στρατό υπό τον Ανδρόνικο Δούκα (που είχε λάβει μέρος και στη μάχη του Μαντζικέρτ), ο οποίος νίκησε σε μάχη και αιχμαλώτισε τον Χατατούριο στην Κιλικία. Ο Διογένης αποκλείστηκε τότε στα Άδανα και πολιορκήθηκε, ώσπου αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί την παράδοσή του. Αν και ο αντίπαλός του τού εγγυήθηκε ασφάλεια, τελικά ο Διογένης τυφλώθηκε και πέθανε λίγες ημέρες μετά (4 Αυγούστου 1072) 312. Όσον αφορά τη συνθήκη που είχε συνάψει ο Ρωμανός Διογένης με τον Alp-Arslan, ο νέος αυτοκράτορας, σύμφωνα με τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση, προτίμησε να μην την αναγνωρίσει, με αποτέλεσμα να συνεχιστούν οι τουρκικές επιδρομές, όπως πριν: «τῶν γὰρ πρὸς Διογένην εἰρηνικῶν συμφώνων ἀργῶν μεινάντων καὶ ἀπράκτων θυμῷ συνεχόμενοι οἱ Τοῦρκοι [...] ἄραντες ἐκ Περσίδος παμπληθεῖ...» 313. Όπως υποστήριξε ο Γ. Λεβενιώτης, η επιλογή αυτή οφειλόταν αφ ενός στο ότι η νέα κυβέρνηση ήταν μέχρι τα μέσα του 1072 απασχολημένη με την αντιμετώπιση του Διογένη και αφ ετέρου στο ότι αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Επιπλέον, συνεχίζει, πιθανώς ο Μιχαήλ Ζ να μην επιθυμούσε να αποδώσει μεγάλο χρηματικό ποσό στους Τούρκους, ούτε να αναγνωρίσει τις εδαφικές παραχωρήσεις που πραγματοποίησε ο προηγούμενος αυτοκράτορας 314. Από την άλλη πλευρά, οι Ibn al-athir, Ibn al-jawzi, Sibt bin al-jawzī και Bar Εβραίος παραδίδουν ε- λαφρώς διαφορετικές πληροφορίες για τις κινήσεις του Ρωμανού Διογένη μετά την απελευθέρωσή του από τον Alp-Arslan και για την τύχη της συνθήκης. Όπως αναφέρουν, ο Ρωμανός Διογένης αρχικά, μαθαίνοντας για την άνοδο του Μιχαήλ Ζ στον θρόνο, αποδέχτηκε το γεγονός και ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα, αφού ενημέρωσε τον αυτοκράτορα για τη συνθήκη και του πρότεινε να την τηρήσει, πράγμα που ο Μιχαήλ Ζ δέχτηκε. Ο ίδιος ο Ρωμανός Διογένης έδρασε ως διαμεσολαβητής. Ωστόσο, σύμφωνα με τους μουσουλμάνους συγγραφείς (καθώς ο Bar Εβραίος δεν κάνει λόγο για τα συγκεκριμένα γεγονότα), ο Μιχαήλ Ζ εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων του μετά τον προηγηθέντα πόλεμο δεν κατάφερε να συγκεντρώσει ολόκληρο το ποσό και έστειλε στον Ρωμανό Διογένη μόνο dīnār. Σ αυτά ο τελευταίος πρόσθεσε κάποια πολύτιμα αντικείμενα που μάζεψε στο φρούριο της Δοκείας, α- ξίας dīnār και τα απέστειλε όλα στον σουλτάνο, ορκιζόμενος ότι ήταν όσα μπορούσε να συγκεντρώσει. Αργότερα, όμως, ο Μιχαήλ Ζ και ο Ρωμανός Διογένης ήρθαν σε σύγκρουση και ο τελευταίος, σύμφωνα με τον Sibt bin al-jawzī και τον Bar Εβραίο, κατέφυγε στη Μελιτηνή, από όπου επικοινώνησε με τον σουλτάνο ζητώντας στρατιωτικές ενισχύσεις. Ο Alp-Arslan δέχτηκε, αλλά ο Ρωμανός Διογένης 312 Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Τα Άδανα ήταν μια σημαντική πόλη της Κιλικίας και μητρόπολη. Βρίσκονταν στη δυτική όχθη του ποταμού Σάρου. Αναλυτικά για την ιστορία τους, βλ. F. Hild - H. Hellenkemper, Kilikien und Isaurien Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 50. Του ιδίου, Συνθήκη

110 αιχμαλωτίστηκε και τυφλώθηκε από τους αντιπάλους του, πριν αυτές φτάσουν. Οι μαρτυρίες αυτές, ό- μως, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, δεν φαίνονται αξιόπιστες και δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπ όψη, αφού, ό- πως φάνηκε, η εξέλιξη των γεγονότων μετά την επιστροφή του Ρωμανού Διογένη στα εδάφη της αυτοκρατορίας ήταν διαφορετική. Η πληροφορία, τέλος, των Sibt bin al-jawzī και Bar Εβραίου ότι ο Ρωμανός Διογένης κάλεσε σε βοήθεια τον Alp-Arslan συμφωνεί με τα λεγόμενα των Βυζαντινών συγγραφέων, αλλά ο τόπος, από όπου ήρθε σε επικοινωνία με τον σουλτάνο, η Μελιτηνή, είναι, κατά τον ίδιο ερευνητή, εσφαλμένος 315. Συνεπώς, η αυτοκρατορία δεν φαίνεται να ζημιώθηκε σημαντικά από την ίδια την ήττα στο Μαντζικέρτ, ούτε από τη συνθήκη ειρήνης που συνήψε ο Ρωμανός Δ. Όπως επεσήμανε ο J.-Cl. Cheynet, οι αρνητικές συνέπειες της μάχης για την αυτοκρατορία ήταν ουσιαστικά ψυχολογικές, αφού για πρώτη φορά ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας συνελήφθη αιχμάλωτος από μουσουλμάνους, οικονομικές, αφού το κόστος της εκστρατείας ήταν τεράστιο και κυρίως πολιτικές, αφού η ακόλουθη πτώση του Ρωμανού Δ εγκαινίασε μια δεκαετία εμφυλίων πολέμων για το Βυζάντιο. Ωστόσο, οι στρατιωτικές απώλειες ή- ταν σχετικά μικρές σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, οι Βυζαντινοί έχασαν στο Μαντζικέρτ περίπου πέντε έως δέκα τοις εκατό του εκστρατευτικού σώματος. Επιπλέον, ο M. Angold επεσήμανε ότι η αυτοκρατορία υπέστη λόγω της συνθήκης ειρήνης ελάχιστες ή και καθόλου εδαφικές απώλειες, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν φρούρια στην περιοχή της λίμνης Βαν. Σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, η εξουσία του Βυζαντίου αμέσως μετά τη μάχη αναγνωριζόταν από τον Εύξεινο Πόντο ως τη Μεσόγειο και από την Αρμενία ως τη Βιθυνία, συμπεριλαμβανομένων, του Μαντζικέρτ (προσωρινά, μάλλον), της Θεοδοσιούπολης, της Ιβηρίας, του Ταύρου και της Κιλικίας. Η νεότερη έρευνα θεώρησε πολύ πιο καταστροφικό για το Βυζάντιο τον εμφύλιο που ακολούθησε την απελευθέρωση του Ρωμανού Διογένη. Σύμφωνα με τον J.-Cl. Cheynet, η μάχη του Μαντζικέρτ δεν άλλαξε σημαντικά την ισορροπία δύναμης ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους εχθρούς της. Αντίθετα, ο εμφύλιος αποδείχτηκε ιδιαίτερα καταστροφικός, αφού διεξήχθη σε βυζαντινό έδαφος από στρατιωτικά σώματα αμιγώς βυζαντινά και αρμενικά, ε- νώ και οι απώλειες των δύο παρατάξεων ήταν πολύ υψηλές. Ακόμη, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, η πτώση του Ρωμανού Διογένη και το οικτρό τέλος του έπληξαν καίρια το ηθικό των μικρασιατικών στρατευμάτων, ιδιαίτερα εκείνων της Καππαδοκίας, για τα οποία ο συμπατριώτης τους αυτοκράτορας αποτελούσε, κατά κάποιον τρόπο, εθνικό ήρωα 316. Τέλος, ο εμφύλιος πόλεμος του εγκαινίασε για τους Βυζαντινούς την πρακτική της προσκλησης Τούρκων συμμάχων για την αντιμετώπιση των εσωτερικών τους αντιπάλων, στο έδαφος της αυτοκρατορίας. Όπως αναφέρθηκε, όταν ο Ρωμανός Διογένης μετά το τέλος του φθινοπώρου του Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) 172. Bar Εβραίος Βλ. Cl. Cahen, Mantzikert Sp. Vryonis, Captivity 446. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση (σημ. 211), (και σημ. 2944, 2945). Του ιδίου, Συνθήκη 192. C. Hillenbrand, Manzikert 43, η οποία παραδίδει το απόσπασμα του Ibn al-jawzi, σε αγγλική μετάφραση. 316 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 94-95, 100. J.- Cl. Cheynet, Mantzikert για τις συνολικές απώλειες της μάχης του Μαντζικέρτ αυτόθι για τις συνέπειες για την αυτοκρατορία. M. Angold, Αυτοκρατορία Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση

111 υποχώρησε στην Κιλικία, για να διαχειμάσει, ζήτησε στρατιωτική υποστήριξη από τον Alp-Arslan, ο οποίος δέχτηκε. Η μοιραία αυτή πράξη, κατά τον Σπ. Βρυώνη, «δημιούργησε κακό προηγούμενο», καθώς «έμελλε να γίνει συνηθισμένο φαινόμενο στις εσωτερικές διαμάχες της επόμενης, ζωτικής σημασίας, δεκαετίας» 317. Όσον αφορά τις τουρκικές ενισχύσεις που ανέμενε ο Ρωμανός Διογένης, αξιοπρόσεκτο είναι ότι αυτές δεν έφτασαν ποτέ. Παρά το γεγονός ότι η αποστολή τους μάλλον είχε ήδη συμφωνηθεί, το αργότερο, ως τα τέλη του φθινοπώρου του 1071, δεν γίνεται καμία αναφορά στην άφιξή τους μέχρι το τέλος του πολέμου (καλοκαίρι του 1072), δηλαδή αρκετούς μήνες αργότερα 318. Μια τρίτη συνέπεια του βυζαντινού εμφυλίου και κυρίως της κατάληξής του και της ακόλουθης θανάτωσης του Ρωμανού Διογένη ήταν ότι αυτή έδωσε πρόσχημα στον σουλτάνο Alp-Arslan να αναιρέσει τη δέσμευσή του ότι θα σταματήσουν οι τουρκικές επιδρομές στην αυτοκρατορία. Ο τελευταίος μετά τη νίκη του στο Μαντζικέρτ φαίνεται πως δεν έσπευσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να επιδιώξει την κατάκτηση του Βυζαντίου. Όπως επεσήμανε η νεότερη έρευνα, ο σουλτάνος πιθανώς συμφώνησε να του αποδοθούν περιορισμένες μόνο βυζαντινές εκτάσεις, επειδή οι απώλειες του αυτοκρατορικού στρατού ήταν σχετικά μικρές (επομένως η αυτοκρατορία δεν είχε αποδυναμωθεί σημαντικά) και επειδή είχε μάλλον συμφέρον να παραμείνει στον θρόνο ο αποδυναμωμένος Ρωμανός Διογένης, παρά να αναδειχτεί κάποιος άλλος αυτοκράτορας με άγνωστες διαθέσεις. Τέλος, σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι την απόφαση του Alp-Arslan επηρέασε η προσωπική συμπάθεια του σουλτάνου προς τον αιχμάλωτο αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τον Cl. Cahen, οι πολιτικές επιδιώξεις του Alp-Arslan δεν περιλάμβαναν την κατάκτηση του Βυζαντίου. Ο σουλτάνος θεωρούσε τη χριστιανική και τη μουσουλμανική αυτοκρατορία ως δύο υπάρξεις αιώνιες. Πρωταρχικός του στόχος ήταν η ενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου και γι αυτό επιθυμούσε την ουδετερότητα του Βυζαντινού αυτοκράτορα και ακόμη ίσως τη συμμαχία του εναντίον ανυπόταχτων ομάδων που δρούσαν στα όρια των δύο αυτοκρατοριών. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει και το ότι μετά το Μαντζικέρτ, ο Alp- Arslan προτίμησε να εκστρατεύσει στο Τουρκεστάν (τέλη 1072) 319. Ωστόσο, όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε τον θάνατο του Ρωμανού Διογένη, σύμφωνα με τις βυζαντινές και τις ανατολικές πηγές, οργίστηκε και για να εκδικηθεί τους αντιπάλους του αποθανόντα έκ- 317 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 95. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Μιχαήλ Ατταλειάτης : «[ο Χατατούριος] εἰς τὴν τῶν Κιλίκων χώραν διέζευξεν ὁμοῦ μὲν παραχειμασίαν ἐν αὐτῇ ποιησόμενος, παρήμειπτο γὰρ τὸ φθινόπωρον, ὁμοῦ δὲ δύναμιν ἑτέραν ἐν τῷ ἀσφαλεῖ συλλεξόμενος καὶ τοὺς ἀπὸ τοῦ σουλτάνου πεμφθησομένους μετὰ διορίαν τοιαύτην καταλαβεῖν». Πρβλ. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «[ο Ρωμανός Διογένης]...παραγίνεται εἰς Κιλικίαν, ἔνθα καὶ προσεκαρτέρει τὴν ἀπὸ τοῦ σουλτάνου ἀναμένων βοήθειαν, ὁ- μοῦ δὲ καὶ διὰ τὸν χειμῶνα διάγων ἐκεῖσε, ἀλεεινοτέραν τὴν Κιλικίαν ἐπιστάμενος, καὶ πάλιν πρὸς συλλογὴν στρατοῦ ἑαυτόν ἀπησχόλει». 319 Cl. Cahen, Première Pénétration 31. Του ιδίου, Mantzikert 638. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 93, 94. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Του ιδίου, Συνθήκη Για την εκστρατεία του Alp-Arslan στην περιοχή του Τουρκεστάν (Τρανσοξιανή) και για τον θάνατό του εκεί, βλ. Cl. Cahen, Alp Arslan 421, που χρονολόγησε την εκστρατεία στα τέλη του

112 πτωτου αυτοκράτορα, διέταξε να ξαναρχίσουν οι επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας 320. Όπως παρατήρησε, βέβαια, η νεότερη έρευνα, ο ισχυρισμός αυτός του σουλτάνου αποτελούσε μάλλον, στην πραγματικότητα, πρόσχημα, ώστε να αποδεσμευτεί από τη δυσάρεστη υποχρέωσή του να περιορίσει τους δύσκολα ελεγχόμενους Τουρκομάνους του. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Cl. Cahen, είναι αβέβαιο ότι οι Τουρκομάνοι θα σέβονταν τη συνθήκη, ακόμη και αν δεν ακυρωνόταν εξαιτίας του θανάτου του Ρωμανού Διογένη. Ο Γ. Λεβενιώτης τόνισε ότι ο Alp-Arslan (όπως και ο διάδοχός του, Malik-Shāh) ε- πιθυμούσε να προωθήσει στα δυτικά σύνορα της επικράτειάς του τις συχνά ανεξέλεγκτες τουρκομανικές ομάδες, αλλά και κάποιους επικίνδυνους για την εξουσία του εμίρηδες, που θα μπορούσαν πιθανώς να αμφισβητήσουν την εξουσία του 321. Συνεπώς, κατά τον Σπ. Βρυώνη, η ήττα του Ρωμανού Διογένη από τους αντιπάλους του, τους Δούκες, έδωσε στον Alp-Arslan την ευκαιρία να εξαπολύσει διάφορα τουρκικά φύλα σε μεγάλη κλίμακα στη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα ολόκληρη σχεδόν η χερσόνησος να υπόκειται σε επιδρομές. Μάλιστα άρχισαν να καταλαμβάνονται πολλές πόλεις της. Την ίδια εποχή, άρχισαν να ανεξαρτητοποιούνται Αρμένιοι τοπικοί ηγεμόνες των μικρασιατικών εδαφών, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε από τη συνέχιση των εμφυλίων πολέμων ανάμεσα σε βυζαντινές παρατάξεις και από στασιαστικά κινήματα μισθοφόρων αρχηγών, όπως εκείνο του Ουρσέλιου (για το οποίο θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω). Κατά συνέπεια, όπως υποστήριξε ο Σπ. Βρυώνης, «το Μαντζικέρτ είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή μιας σχετικά ισορροπημένης πολιτικής ενότητας στην Ανατολή, και την αντικατάστασή της με ένα συγκριτικά μη ισόρροπο σύνολο από μικρότερα αντιμαχόμενα κράτη [...] Η διοικητική εξουσία του Βυζαντίου κατέρρευσε στη Μικρά Ασία αμέσως μετά το Μαντζικέρτ, και στο χάσμα που δημιουργήθηκε Τούρκοι, Αρμένιοι και Νορμανδοί προσπαθούσαν να ι- δρύσουν τα δικά τους κράτη» Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , ο οποίος, αν και αναφέρεται στους Τούρκους γενικά, εννοεί μάλλον τον σουλτάνο. Aristakēs Lastivertc i 128. Νικηφόρος Βρυέννιος , που αναφέρει μόνο ότι οι Τούρκοι ακύρωσαν τη συνθήκη. Ματθαίος Εδέσσης , που αναφέρει ότι στο άκουσμα της θανάτωσης του Ρωμανού Διογένη, ο Alp-Arslan διεκήρυξε πως θα φονεύσει όλους τους χριστιανούς και θα υποδουλώσει τις χώρες τους και ακολούθως διέταξε τους υποτελείς του να διατρέχουν ασταμάτητα τη βυζαντινή ύπαιθρο σφάζοντας τους χριστιανούς. Ιωάννης Ζωναράς, Γ Smbat Sparapet 38. Βλ. İ. Kafesoglu, Seljuks 50, που (παραπέμποντας στους Aristakēs Lastivertc i, Ιωάννη Ζωναρά και Ματθαίο Εδέσσης) θεώρησε ότι ο Alp-Arslan διέταξε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 50. Του ι- δίου, Συνθήκη Cl. Cahen, Première Pénétration 31. Του ιδίου, Mantzikert 638, 641. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Του ιδίου, Συνθήκη Σπ. Βρυώνης, Παρακμή

113 Γ) Η πολιτικο-στρατιωτική αναστάτωση της Μ. Ασίας και οι συνεργασίες/προσεγγίσεις με σελτζουκικές και τουρκομανικές δυνάμεις στην περίοδο α) Το στασιαστικό κίνημα του Ουρσέλιου και οι επιπτώσεις του για τη Μικρά Ασία ( /6). Το σημαντικότερο και συγχρόνως το πιο καταστροφικό ανάμεσα στα στασιαστικά κινήματα, που έ- λαβαν χώρα στα χρόνια αμέσως μετά τον θάνατο του Ρωμανού Διογένη, ήταν εκείνο του Νορμανδού Ursel de Bailleul (Ουρσέλιος ή Ρουσέλιος ή Ρωσέλης, στις βυζαντινές πηγές) 323. Ο Ουρσέλιος έκανε την εμφάνισή του στο ιστορικό προσκήνιο στις αρχές της δεκαετίας του 1060, λαμβάνοντας μέρος στη νορμανδική κατάκτηση της Σικελίας υπό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο. Μάλιστα, όπως μαρτυρείται, ο Ουρσέλιος συμμετείχε στη μάχη του Cerami, δυτικά της Αίτνας. Αργότερα, ο Νορμανδός φαίνεται ότι γύρω στο πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην αυτοκρατορία ως μισθοφόρος αρχηγός. Το 1071, όπως προαναφέρθηκε, συμμετείχε στην εκστρατεία του Μαντζικέρτ, στην οποία, σύμφωνα με μέρος της σύγχρονης έρευνας, έπαιξε έναν αμφιλεγόμενο ρόλο. Ο Ουρσέλιος είχε λάβει επίσης τον τίτλο του βέστη και ίσως του είχαν παραχωρηθεί και μερικά κάστρα και κτήματα στο θέμα των Αρμενιακών, αν και ο Γ. Λεβενιώτης αντέκρουσε την τελευταία άποψη 324. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, το κίνημα του Ουρσέλιου, που χρονολογείται γύρω στα /6 325, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στην αυτοκρατορία, κατά τη δεδομένη περίοδο. Η βυζαντινή κυβέρνηση είχε από καιρό αναγκαστεί να στραφεί στη χρήση ξένων μισθοφόρων για την πιο αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων της αυτοκρατορίας. Η νομιμοφροσύνη των μισθοφόρων αυτών εξαρτιόταν κατά κύριο λόγο από την ικανότητα του αυτοκράτορα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του απέναντί τους, δηλαδή τη μισθοδοσία τους. Η προοδευτική εξασθένιση (ιδιαίτερα οικονομική) του κράτους, στη συγκεκριμένη περίοδο, έθεσε τη νομιμοφροσύνη των μισθοφόρων σε αμφισβήτηση και ως αποτέλεσμα, κρούσματα ανυπακοής από μέρους τους ή και τάσεις α- νεξαρτητοποίησης άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους όλο και συχνότερα. Η περίπτωση του Ουρσελίου φαίνεται ότι αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των τάσεων αυτών. Σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη, ο Ουρσέλιος, που κατείχε υψηλή στρατιωτική θέση, αντιλήφθηκε την αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στην αυτοκρατορία και θεώρησε τις συνθήκες κατάλληλες, για να ανεξαρτητοποιηθεί. Εξάλλου, όπως επεσήμανε ο Σπ. Βρυώνης, ο Ουρσέλιος, ό- πως όλοι οι απόγονοι των Νορμανδών, ξεχώριζε ανάμεσα στους μισθοφόρους του Βυζαντίου για το α- νεπτυγμένο του πολιτικό ένστικτο. Ο Γ. Λεβενιώτης πρόσθεσε τέλος στα αίτια της πραγματοποίησης του κινήματος του Ουρσέλιου και τον μαρτυρούμενο από τις πηγές ανυπότακτο και παρορμητικό χαρακτήρα του Νορμανδού Για τον βίο και το κίνημα του Ουρσέλιου, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος passim. 324 Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 38-41, , D. Polemis, Chronology P. Gautier, Bryennios (σημ. 6), 199 (σημ. 4). Ch. Brand, Roussel de Bailleul, ODB Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 96. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος

114 Ο Ουρσέλιος έκανε φανερές τις προθέσεις του υπό τις εξής συνθήκες: όπως προαναφέρθηκε, αμέσως μετά την πτώση και τον θάνατο του Ρωμανού Διογένη (1072), οι τουρκικές επιδρομές στη Μικρά Ασία αυξήθηκαν, ενώ πλέον καταλαμβάνονταν μόνιμα και ολόκληρες περιοχές. Κατά συνέπεια, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ συγκρότησε στράτευμα υπό τον Ισαάκιο Κομνηνό, αδελφό του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κομνηνού, και το έστειλε, για να αντιμετωπίσει τους επιδρομείς 327. Ένα τμήμα της στρατιάς, αποτελούμενο από τετρακόσιους περίπου «Φράγγους» ιππείς, βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ουρσέλιου. Ο τελευταίος, όταν το εκστρατευτικό σώμα έφτασε στο Ικόνιο, χρησιμοποίησε ως πρόσχημα την τιμωρία που επέβαλε ο Ισαάκιος σε έναν «Φράγγο» στρατιώτη, για να αποστατήσει και να ε- γκαταλείψει το βυζαντινό στράτευμα, κατευθυνόμενος προς τη Σεβάστεια, κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο ή ανατολικά, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη και τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτζη, άποψη που ο Γ. Λεβενιώτης θεωρεί προτιμότερη. Ακολούθως, ο αποστάτης φαίνεται ότι νίκησε μια ομάδα Τούρκων κοντά στη Μελιτηνή και μετά άρχισε να εξαναγκάζει διάφορες πόλεις της Γαλατίας και της Λυκαονίας να του καταβάλλουν φόρο υποτέλειας 328. Την ίδια εποχή, ο Ισαάκιος Κομνηνός, στον οποίο απέμεινε μια αποδυναμωμένη στρατιά, προσπάθησε να αιφνιδιάσει μια τουρκική ομάδα που τον πλησίαζε στα όρια της Καππαδοκίας, αλλά ηττήθηκε, το στράτευμά του διασκορπίστηκε και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε. Ακολούθως, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο βυζαντινό στρατόπεδο, στο οποίο βρισκόταν και ο πολύ νέος τότε αδελφός του Ισαάκιου, Αλέξιος Κομνηνός. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα, αλλά η προσπάθεια αποδείχτηκε ατελέσφορη και ο ίδιος ο Αλέξιος με δυσκολία απέφυγε την αιχμαλωσία 329. Η βυζαντινή αυτή ήττα ήταν καθοριστικής σημασίας για τις μετέπειτα εξελίξεις στη μικρασιατική χερσόνησο. Κατά τον Γ. Λεβενιώτη, η στρατιά του Ισαάκιου Κομνηνού ήταν η τελευταία βυζαντινή δύναμη που είχε τη δυνατότητα, ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη, να προωθηθεί ανενόχλητα μέχρι το εσωτερικό του μικρασιατικού οροπεδίου. Σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, μετά τη συγκεκριμένη μάχη, τα σύνορα έμειναν πλέον απροστάτευτα, καθώς οι διάφορες τουρκικές ομάδες έλεγχαν πλέον πολλές από τις οδικές αρτηρίες της Μικράς Ασίας. Η κυριαρχία των Τούρκων στα οδικά δίκτυα χαρακτήριζε την πρώτη φάση της κατάληψης της χερσονήσου, κατά την οποία οι επιδρομείς απέκοβαν τις καλά οχυρωμένες πόλεις από τη βυζαντινή πρωτεύουσα, ασκώντας τους ασφυκτική πίεση 330. Από το σημείο αυτό και στη συνέχεια, ο Νικηφόρος Βρυέννιος ξεφεύγει από την κύρια ιστορική α- φήγηση και διηγείται με λεπτομερή τρόπο τις περιπέτειες των δύο Κομνηνών, παραθέτοντας και κάποι- 327 Για τον Ισαάκιο Κομνηνό, βλ. Κ. Βαρζός, Γενεαλογία, Α Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος , Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Γαλατία ονομαζόταν η ορεινή περιοχή του κεντρικού μικρασιατικού οροπεδίου, από τα όρη της Παφλαγονίας ως την Αλμυρά λίμνη και από τον Σαγγάριο ποταμό μέχρι τον Άλυ. Βλ. Cl. Foss, Galatia, ODB 816. Λυκαονία ονομαζόταν το νότιο τμήμα του κεντρικού μικρασιατικού οροπεδίου. Η περιοχή έχει ξηρό κλίμα, κατάλληλο για κτηνοτροφία και περιβάλλεται από λόφους και όρη. Βλ. Cl. Foss, Lykaonia, ODB Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 100. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος

115 ες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη δράση των Τουρκομάνων επιδρομέων την εποχή αυτή και για τις δοσοληψίες τους με τους Βυζαντινούς. Μόλις ο Αλέξιος Κομνηνός έφτασε σε ασφαλές έδαφος, επιδόθηκε στην αναζήτηση του αδελφού του αρχικά μετέβη στην Άγκυρα, όπου, σύμφωνα με κάποιες φήμες, είχε καταφύγει ο Ισαάκιος. Αφού ο Αλέξιος βεβαιώθηκε ότι η φήμη ήταν ψευδής, άρχισε να στέλνει απεσταλμένους στη γύρω περιοχή, για να ζητήσει πληροφορίες για τον αδελφό του, ώσπου πληροφορήθηκε ότι ο Ισαάκιος είχε αιχμαλωτιστεί και ότι «βούλοιντο οἱ τὸν ἀδελφὸν κατασχόντες ἀποδόσθαι τιμῆς χρυσίου χιλιάδων συχνῶν». Έτσι, ο Αλέξιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, για να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό. Στο μεταξύ, ο αιχμάλωτος Ισαάκιος, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, φοβόταν ότι αν οι επιδρομείς απομακρύνονταν από τα βυζαντινά εδάφη, θα μειώνονταν πολύ οι πιθανότητές του να απελευθερωθεί. Γι αυτό, έστελνε απεσταλμένους στις γύρω πόλεις, διαδίδοντας την αιχμαλωσία του και τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε, με την ελπίδα να μαζευτούν λύτρα. Ένα μεγάλο μέρος των λύτρων συγκεντρώθηκε πράγματι χάρη στη βοήθεια εύπορων Βυζαντινών και ο Ισαάκιος ελευθερώθηκε από τους Τούρκους επιδρομείς με την υπόσχεση ότι θα τους αποδώσει και τα υπόλοιπα στη θέση του μάλιστα άφησε κάποιους άλλους ομήρους, που ο Βυζαντινός συγγραφέας δεν κατονομάζει 331. Οι πληροφορίες αυτές του Νικηφόρου Βρυέννιου φανερώνουν τη νοοτροπία των επιδρομέων, που, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δρούσαν συχνά ως ομάδες ανεξάρτητες από τη σελτζουκική κεντρική ε- ξουσία με αποκλειστικό στόχο τη λαφυραγώγηση και την αποκόμιση χρημάτων. Έχοντας αιχμαλωτίσει ένα πρόσωπο ευγενικής καταγωγής, δεν ενδιαφέρονταν να το παραδώσουν στον σουλτάνο, αλλά να βγάλουν απ αυτό το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Έτσι, φαίνεται ότι είτε θα τον αντάλλασσαν άμεσα για λύτρα, είτε θα τον έπαιρναν μαζί τους φεύγοντας, για να τον πωλήσουν πιθανώς ως δούλο σε περίπτωση που δεν μπορούσαν να κερδίσουν κάτι από την κράτησή του. Το ίδιο φανερώνει και το γεγονός ότι του επέτρεψαν να στέλνει απεσταλμένους σε βυζαντινές πόλεις και να ζητά λύτρα για την απελευθέρωσή του 332. Ο Ισαάκιος, αφού ελευθερώθηκε, κατέφυγε στην Άγκυρα, όπου μετά από λίγο, την ίδια ημέρα, έφτασε για δεύτερη φορά ο Αλέξιος Κομνηνός, φέρνοντας μαζί του τα λύτρα που είχε συγκεντρώσει για την απελευθέρωση του αδελφού του. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος περιγράφει σ αυτό το σημείο με μυθιστορηματικό και μάλλον κωμικό τρόπο τη συνάντηση των δύο αδελφών: ο Αλέξιος κατέφτασε στην Ά- γκυρα το βράδυ και βρίσκοντας τις πύλες κλειστές ζητούσε να του ανοίξουν. Οι φρουροί όμως αρνούνταν, γιατί έμαθαν πως στην περιοχή βρισκόταν μια ομάδα Τούρκων και φοβούνταν μήπως επρόκειτο για παγίδα τους. Ακολούθως, τα μέλη της συνοδείας του Αλεξίου προσπαθούσαν να πείσουν τους φρουρούς της πόλης για την ταυτότητα του αρχηγού τους, ώσπου ο Ισαάκιος, που είχε μόλις εγκατασταθεί σε 331 Νικηφόρος Βρυέννιος , Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 100. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, κάνει λόγο για δεύτερη αιχμαλωσία του Ισαάκιου Κομνηνού, λίγο αργότερα, στην περιοχή της Αντιόχειας. Τον αιχμάλωτο Ισαάκιο απελευθέρωσαν από τους Τούρκους επιδρομείς αυτήν τη φορά οι κάτοικοι της Αντιόχειας, έναντι χρυσών νομισμάτων. Το ποσό αυτό ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτικό για το ύψος στο οποίο κυμαίνονταν τα λύτρα για την απελευθέρωση μελών των βυζαντινών αριστοκρατικών οικογενειών από τους επιδρομείς. 114

116 ένα οίκημα κοντά στην πύλη, άκουσε τις φωνές του αδελφού του και αναγνωρίζοντάς τον, του άνοιξε ο ίδιος 333. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ακολούθως, συνεχίζοντας την περιγραφή του ταξιδιού της επιστροφής των δύο Κομνηνών, παραδίδει άλλο ένα αξιοπρόσεκτο περιστατικό. Οι δύο αδελφοί, αφού παρέμειναν τρεις ημέρες στην Άγκυρα, κατευθύνθηκαν προς τη Νικομήδεια. Μόλις πέρασαν τον Σαγγάριο ποταμό, έ- φτασαν στο χωριό Δέκτη, όπου κάποιος φίλος τους ζήτησε να τους φιλοξενήσει στην οικία του 334. Την ίδια ώρα, μια ομάδα διακοσίων Τούρκων επιδρομέων πέρασε από κοντά, χωρίς να αντιληφθεί τους Βυζαντινούς που κατέλυαν εκεί. Τότε, όμως, ένας αγρότης που τους είδε, τους χαιρέτησε θεωρώντας ότι ή- ταν προσκεκλημένοι του ιδιοκτήτη της οικίας και τους γνωστοποίησε πού βρίσκονταν οι Κομνηνοί. Οι Τούρκοι περικύκλωσαν το σπίτι, αλλά οι Βυζαντινοί κάτω από την καθοδήγηση του Αλεξίου ετοιμάστηκαν για μάχη. Οι επιδρομείς δείλιασαν και απομακρύνθηκαν, ενώ οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν και βγήκαν, για να τους καταδιώξουν. Τότε, οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν πως ήταν δεκαπλάσιοι από τους αντιπάλους και επέστρεψαν, αλλά στη μάχη που ακολούθησε οι επιδρομείς τράπηκαν σε φυγή. Στη συνέχεια, οι Κομνηνοί αναχώρησαν από τη Δέκτη και την τέταρτη ημέρα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη 335. Στην περιγραφή του ανωτέρω περιστατικού από τον Νικηφόρο Βρυέννιο, σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη, διακρίνεται έντονα η τάση του Βυζαντινού συγγραφέα να δίνει έμφαση σε γεγονότα μικρής σημασίας, ώστε να εξυμνήσει λεπτομερώς τα κατορθώματα μελών επιφανών βυζαντινών οικογενειών και ιδιαίτερα εκείνα του Αλεξίου Κομνηνού 336. Όσον αφορά τις πληροφορίες που δίνει ο Βυζαντινός ιστορικός σχετικά με την προσέγγιση των Τούρκων, αξίζει να ερευνηθεί γιατί ένας ντόπιος θεώρησε ότι κάποιοι Τούρκοι ιππείς δεν αποτελούσαν κίνδυνο, αλλά αντιθέτως ήταν καλεσμένοι του τοπικού άρχοντα. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η συγκεκριμένη περιοχή δεν είχε ακόμη γνωρίσει τις τουρκικές επιδρομές (καθώς είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές η προώθηση τουρκικών ομάδων στη Βιθυνία), φαίνεται απίθανο ότι ένας κάτοικος της υπαίθρου θα αγνοούσε τις καταστροφές που είχαν ήδη υποστεί άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας εξαιτίας των επιδρομών. Εξάλλου, η δήλωση αυτή του Νικηφόρου Βρυέννιου έρχεται σε αντίθεση με την προαναφερθείσα πληροφορία ότι οι κάτοικοι της Άγκυρας (που, όπως η Δέκτη, ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας, η οποία δέχτηκε το πρώτο κύμα των επιδρομών), μόλις πληροφορήθηκαν την προσέγγιση μιας τουρκικής ομάδας, 333 Νικηφόρος Βρυέννιος Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 112 (και σημ. 45, όπου σχολιάζει την αφήγηση του Νικηφόρου Βρυέννιου). 334 Η ακριβής τοποθεσία του συγκεκριμένου χωριού είναι άγνωστη. Ο P. Gautier, Bryennios 158, σημ. 1 υπέθεσε ότι αφού το χωριό βρισκόταν ανάμεσα στη Νικομήδεια και στην αριστερή όχθη του Σαγγαρίου, δεν θα πρέπει να απείχε περισσότερο από 30 χλμ. από την πόλη. Ο Δ. Τσουγκαράκης, Νικηφόρος Βρυέννιος 139, σημ. 116 το τοποθέτησε στην ευρύτερη περιοχή της Νικομήδειας, αλλά ο Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 113, σημ. 50 αντιμετώπισε την τελευταία άποψη με σκεπτικισμό, καθώς αυτή δεν αιτιολογείται. 335 Νικηφόρος Βρυέννιος Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Πρβλ. Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ 367, που παρατήρησε ότι το έργο του Νικηφόρου Βρυέννιου αποτελεί ουσιαστικά ένα χρονικό τριών μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών (Κομνηνοί, Δούκες, Βρυέννιοι) και γι αυτό χαρακτηρίζεται συχνά από υποκειμενικότητα. 115

117 φοβούνταν να ανοίξουν τις πύλες της πόλης τη νύκτα και ζητούσαν από τα μέλη της ολιγομελούς συνοδείας του Αλεξίου Κομνηνού απτές αποδείξεις για το ότι πράγματι συνόδευαν έναν Βυζαντινό αξιωματούχο. Συνεπώς, η αφήγηση του Νικηφόρου Βρυέννιου για το περιστατικό στην Άγκυρα φανερώνει μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από εκείνη που ο Βυζαντινός συγγραφέας περιγράφει στη διήγηση του περιστατικού της Δέκτης. Έτσι, με δεδομένη την τάση του Βυζαντινού ιστορικού να υπερβάλλει προκειμένου να εξυμνήσει τα κατορθώματα του Αλεξίου Κομνηνού, ίσως δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποτεθεί ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος πρόσθεσε αυτήν τη φανταστική λεπτομέρεια στη διήγησή του, ώστε να αυξήσει τη σημασία του κατορθώματος του Αλεξίου: ο μετέπειτα αυτοκράτορας παρουσιάζεται να ξεπερνά επιτυχώς μια ατυχία τελείως απρόσμενη, αφού οι εχθροί του επιτέθηκαν μόνο και μόνο εξαιτίας του σφάλματος ενός χωρικού. Παρόλ αυτά, πρέπει να επισημανθεί ότι ακόμη και αν ήταν πράγματι φανταστικό, το περιστατικό αυτό που παραδίδει ο Νικηφόρος Βρυέννιος δεν θα γινόταν πιστευτό από τους αναγνώστες της εποχής του αν δεν απεικόνιζε μια πραγματικότητα, η οποία ίσχυε τόσο στην εποχή του συγγραφέα (πρώτο μισό του 12 ου αιώνα), όσο και στη δεκαετία του 1070, δηλαδή τη σταδιακή ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα σε τοπικούς Βυζαντινούς άρχοντες της Μικράς Ασίας και σε Τούρκους αρχηγούς. Μετά την περάτωση της διήγησης των περιπετειών των Κομνηνών (που υπήρξαν επακόλουθο της ήττας του Ισαάκιου Κομνηνού από Τούρκους επιδρομείς μετά την αποστασία του Ουρσέλιου), ο Νικηφόρος Βρυέννιος επανέρχεται στην εξιστόρηση της στάσης του Ουρσέλιου, για την οποία παρέχουν πληροφορίες και οι άλλοι Βυζαντινοί ιστορικοί της περιόδου. Μόλις η βυζαντινή κυβέρνηση πληροφορήθηκε την ανεξαρτητοποίηση του Ουρσέλιου, διέβλεψε τον κίνδυνο που αποτελούσε ο τελευταίος και αμέσως ετοίμασε ένα στρατιωτικό σώμα με άμεσο στόχο να αποτρέψει την ισχυροποίηση του αποστάτη. Απώτερος στόχος της εκστρατείας, κατά τον Γ. Λεβενιώτη ήταν η αντιμετώπιση των τουρκικών επιδρομών και η αποκατάσταση του αυτοκρατορικού ε- λέγχου στις ανατολικές επαρχίες. Η εκστρατεία, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1074, είχε επικεφαλής τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα, ενώ μαζί του βρισκόταν και ο υιός του, Ανδρόνικος Δούκας, ο οποίος είχε συλλάβει τον Ρωμανό Διογένη, στη διάρκεια του βυζαντινού εμφυλίου του 1071/1072. Οι δύο αντίπαλες δυνάμεις συναντήθηκαν στη γέφυρα του Ζόμπου, στον Σαγγάριο ποταμό, κοντά στο Αμόριο. Αν και η αυτοκρατορική στρατιά ήταν πολυπληθέστερη, ωστόσο ηττήθηκε από εκείνη του αποστάτη, ενώ ο Ιωάννης και ο Ανδρόνικος Δούκας συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Κατά τον Γ. Λεβενιώτη, η μάχη αποτέλεσε καθοριστικής σημασίας γεγονός για τις μετέπειτα εξελίξεις στη Μικρά Ασία, καθώς έπληξε καίρια το στρατιωτικό κύρος της αυτοκρατορίας. Η αριθμητική μείωση του βυζαντινού στρατού τα τελευταία χρόνια, ο εξοπλισμός που προοδευτικά απέβη ελλιπής, η προβληματική μισθοδοσία, η κατάπτωση του ηθικού και της μαχητικότητας των στρατιωτών και κυρίως οι συνεχείς ήττες και εμφύλιοι πόλεμοι, με τελευταίο εκείνον εναντίον του Ουρσέλιου, εξάλειψαν σχεδόν εντελώς τις στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία. Έτσι, μετά το 1074, η βυ- 116

118 ζαντινή κυβέρνηση δεν ήταν πλέον σε θέση να εξοπλίσει νέο στράτευμα εναντίον του αποστάτη και α- ναγκάστηκε να στραφεί σε άλλα μέσα, για να τον αντιμετωπίσει 337. Μετά τη νίκη του Ουρσέλιου στη μάχη του Ζόμπου, το κύρος του Νορμανδού αυξήθηκε πολύ και σύντομα ενισχύθηκε από «Φράγγους» στρατιώτες που προσήλθαν σ αυτόν, ώσπου συγκέντρωσε ένα α- ξιόλογο στράτευμα περίπου στρατιωτών. Στη συνέχεια, ο Ουρσέλιος υπέταξε τις πόλεις στην ευρύτερη περιοχή του Σαγγάριου και προωθήθηκε ως τη Βιθυνία, όπου κατέλαβε το κάστρο της Μεταβολής, στους πρόποδες του όρους Σόφωνα, στα νοτιοανατολικά της Νικομήδειας. Επιπλέον λεηλάτησε τη Χρυσόπολη απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να ασκήσει πίεση στη βυζαντινή κυβέρνηση. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να συγκεντρώσει νέο στράτευμα εναντίον του, μάλλον το φθινόπωρο του 1074, αλλά αυτό σύντομα ματαιώθηκε. Την ίδια εποχή (τέλη του 1074), ο Ουρσέλιος ελευθέρωσε τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα και τον ανακήρυξε αυτοκράτορα. Οι ακριβείς στόχοι της ενέργειας αυτής δεν είναι γνωστοί, αλλά φαίνεται, σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη, ότι αποσκοπούσε στο να κερδίσει τη συμπάθεια του βυζαντινού πληθυσμού της περιοχής. Ο Ουρσέλιος, κατά την άποψη του ίδιου ε- ρευνητή, είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων του και προσπάθησε μ αυτήν την κίνηση να ισχυροποιήσει τη θέση του 338. Μπροστά στην προέλαση του Ουρσέλιου, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ και οι σύμβουλοί του αναζήτησαν τρόπους, για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Μη διαθέτοντας στρατιωτικά μέσα, στράφηκαν στη διπλωματία. Πρώτα, φαίνεται ότι η βυζαντινή κυβέρνηση απευθύνθηκε στον Νορμανδό Ροβέρτο Γυισκάρδο. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτζη, από την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ βρισκόταν στη νότια Ιταλία και, καθώς οι αυτοκράτορες ήταν απασχολημένοι με την ολοένα αυξανόμενη τουρκική πίεση, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος γινόταν ισχυρότερος και κυρίευε τις βυζαντινές πόλεις. Η τελευταία απ αυτές, η Βάρη, κατακτήθηκε το 1071, κατά τον Ι. Καραγιαννόπουλο και ακολούθως, οι Νορμανδοί ετοιμάζονταν να μεταφέρουν τις πολεμικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ, σύμφωνα με τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτζη, δεν προσπάθησε να τους α- ντιμετωπίσει, αλλά αντιθέτως επιχείρησε να συμμαχήσει μαζί τους, για να βρει βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Όμως, η διπλωματική αυτή κίνηση του Μιχαήλ Ζ, κατά την άποψη της H. Antoniadis- Bibicou, στην πραγματικότητα, εντάσσεται σε μια ευρύτερη εξωτερική πολιτική ουσιαστικά αποτέλεσε συνέχιση της πολιτικής του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ και αποσκοπούσε στο να αποφύγει η αυτοκρατορία τον πόλεμο σε δύο μέτωπα. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη, «στόχος του [Μιχαήλ Ζ ] ήταν η αποτροπή μιας ενδεχόμενης νορμανδικής επίθεσης και η εξασφάλιση βοήθειας για την 337 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. D. Polemis, Chronology Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 97. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος (και ιδιαίτερα για τη μάχη του Ζόμπου και για τη σημασία της). 338 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. D. Polemis, Chronology Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 97. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος (και ιδιαίτερα για την αναγόρευση του Ιωάννη Δούκα και τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τα αίτιά της). 117

119 αντιμετώπιση των ποικίλων δυσχερειών στα Βαλκάνια (εισβολές Πετσενέγων, εξέγερση Κωνσταντίνου Βοδίνου και στάση Νέστορος) και κυρίως στην Ανατολή (σελτζουκικές εισβολές, στάση Ουρσέλιου και στάση του πληθυσμού της Αντιόχειας με προεξάρχοντες τον Φιλάρετο Βραχάμιο αλλά και τον πατριάρχη Αιμιλιανό)». Συνεπώς, ανάμεσα στα οφέλη, τα οποία ήλπιζε να αποκομίσει ο Μιχαήλ Ζ από τη νορμανδική συμμαχία, θα πρέπει να συμπεριλαμβανόταν και η βοήθεια εναντίον του Ουρσέλιου 339. Ωστόσο, οι προσπάθειες διπλωματικής προσέγγισης που επιχείρησε ο Μιχαήλ Ζ (μάλλον το 1073, σύμφωνα με την H. Antoniadis-Bibicou) δεν απέφεραν καρπούς προσωρινά, τουλάχιστον. Γι αυτό, σύμφωνα με την ίδια ερευνήτρια, ο αυτοκράτορας στη συνέχεια θα πρέπει να απευθύνθηκε στους Σελτζούκους Τούρκους και συγκεκριμένα στον σουλτάνο Malik-Shāh ( ) 340. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση μαρτυρείται από δύο πηγές. Η πρώτη είναι ο Sibt bin al-jawzī, ο οποίος, σύμφωνα με τη μετάφραση του Γ. Λεβενιώτη, αναφέρει ότι ανάμεσα στις 30 Μαΐου με 27 Ιουνίου 1074 (δηλαδή τον μήνα Shawāl του έτους εγίρας 466) «κατέφθασε ένας απεσταλμένος του Nizām al-dīn bin Marwan από το Mayyāfāriqin [...] συνοδευόμενος από έναν πρεσβευτή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, ο οποίος κόμιζε δύο επιστολές για τον χαλίφη και τον βεζίρη γραμμένες με χρυσά γράμματα στην συριακή και σε μετάφραση στην αραβική. Το μήνυμα περιείχε μία έκκληση και στους δύο, ζητώντας τους να μεσολαβήσουν ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τον Melikşah με σκοπό την συμφωνία μιας εκεχειρίας» 341. Η δεύτερη πηγή που κάνει λόγο για τη διπλωματική προσέγγιση Μιχαήλ Ζ και Malik-Shāh είναι μια επιστολή του Μιχαήλ Ψελλού προς κάποιον (ανώνυμο) σουλτάνο. Στην επιστολή αναφέρεται ότι μετά την επιστροφή ενός Βυζαντινού απεσταλμένου από την αυλή του σουλτάνου, ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την ευγένεια και τη μεγαλοψυχία του σουλτάνου, που δεν επιθυμούσε να εξαλείψει τον χριστιανισμό από την επικράτειά του, αλλά που αντίθετα τον προστάτευε «Ὥσπερ δὴ παρὰ τοῦ ἡμετέρου πρέσβεως ἐδιδάχθημεν, τῶν πάντων ὀνομαστότατον καὶ ὅπερ δὴ καὶ μόνον ἀκουσθὲν ἀνὰ πᾶσαν γῆν τε καὶ θάλασσαν καὶ καθ ὅλης τῆς οἰκουμένης, εἰπεῖν δὲ ἀοικήτου, τὴν σὴν μεγαλοφροσύνην κηρύξει λαμπρότατα οὐ γὰρ ἀπορριζῶσαι δεῖν ᾠήθης τὴν ἡμετέραν πρὸς τὸ θεῖον εὐσέ- 339 Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «Ὁ δὲ Μιχαὴλ οὐ μόνον οὐκ ἀντεποιήσατο τῆς διαφεροῦσης αὐτῷ χώρας, ὡς εἴρηται, ἀλλ ὡς ἂν τοὺς Τούρκους τῆς ἀνατολῆς ἐξελάσειε, δέον ἐνόμισε σπείσασθαι αὐτῷ [δηλαδή τον Γυισκάρδο] καὶ δι αὐτῶν ἢ σὺν αὐτοῖς [δηλαδή τους Νορμανδούς] ἀποσοβῆσαι αὐτῶν τὴν ἄλογον κατὰ τῆς Ῥωμανίας ἐπέλευσιν». Πρβλ. και H. Antoniadis-Bibicou, Michel VII Doukas et Robert Guiscard Της ιδίας, Relations Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β 587. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 144, 146, 147. Για τις στάσεις των Κωνσταντίνου Βοδίνου και Νέστορος, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Για τη βασιλεία του Malik-Shāh, βλ. C. E. Bosworth, History H. Antoniadis-Bibicou, Michel VII Doukas et Robert Guiscard για μια συνοπτική έκθεση των βυζαντινο-νορμανδικών διπλωματικών επαφών αυτής της εποχής, με χρονολογική κατάταξη. Για τη χρονολόγησή τους, η ερευνήτρια στηρίχτηκε στις επιστολές προς τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, τις οποίες συνέταξε ο Μιχαήλ Ψελλός για λογαριασμό του αυτοκράτορα και στο χρονικό του Amatus του Monte Cassino. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 51-52, όπου παραδίδεται ελληνική μετάφραση του αποσπάσματος του Sibt bin al-jawzī. Πρβλ. H. Antoniadis-Bibicou, Relations 17-18, όπου παραδίδεται γαλλική μετάφραση του αποσπάσματος του Sibt bin al-jawzī. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος , όπου παραδίδεται ελληνική μετάφραση του αποσπάσματος του Sibt bin al-jawzī. Ο χαλίφης που αναφέρεται από τον Sibt bin al-jawzī είναι ο al-qā im ( ) και ο βεζίρης είναι ο Nizām al-mulk. Βλ. H. Antoniadis-Bibicou, Relations 18. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 146, σημ. 14. Το Mayyāfāriqin ήταν η βυζαντινή Μαρτυρόπολη, ανάμεσα στην Άμιδα και τη λίμνη Βαν. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 146, σημ

120 βειαν καὶ ἀλλοτριῶσαι τῆς σῆς μεγίστης ἡγεμονίας μᾶλλον μὲν οὖν καταφυτεῦσαι ταύτην προείλου καὶ περικαθάραι κύκλωθεν καὶ περιχαρακῶσαι, ἵν ὁμοῦ πίων καὶ εὐθαλὴς γένοιτο και εὐκληματοῦσα ἀκριβῶς ἄμπελος» 342. Στην επιστολή του, ο Μιχαήλ Ψελλός εξηγεί στον σουλτάνο θεολογικά ζητήματα, κυρίως σχετικά με τη Θεία Ενσάρκωση. Με βάση την περιγραφή της ανεκτικής συμπεριφοράς του σουλτάνου προς τους χριστιανούς (και λαμβάνοντας υπόψη και άλλες χρονολογικές ενδείξεις), η H. Antoniadis-Bibicou και ο P. Gautier συμπέραναν ότι η επιστολή μάλλον απευθυνόταν προς τον Malik-Shāh. Όσον αφορά τη χρονολόγηση της αποστολής της βυζαντινής πρεσβείας και στη συνέχεια της επιστολής του Μιχαήλ Ψελλού, ο P. Gautier πρότεινε ότι οι επαφές αυτές θα πρέπει να πραγματοποιήθηκαν γενικώς κατά το 1073 ή το Η H. Antoniadis-Bibicou χρονολόγησε ακριβέστερα την πραγματοποίηση των συνομιλιών. Θεώρησε ότι η πληροφορία του Μιχαήλ Ψελλού για την επιστροφή ενός Βυζαντινού πρέσβη στην αυλή του σουλτάνου θα πρέπει να αναφέρεται στην πρεσβεία που παραδίδει ο Sibt bin al-jawzī, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές του καλοκαιριού του Συνεπώς, κατά την ίδια ερευνήτρια, η επιστολή του Μιχαήλ Ψελλού θα πρέπει να στάλθηκε το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του ίδιου έτους, μετά την επιστροφή του Βυζαντινού πρεσβευτή, και ο πρεσβευτής αυτός θα είχε προμηθεύσει στον αυτοκράτορα τα απαραίτητα στοιχεία για τη σύνταξή της. Η H. Antoniadis- Bibicou υποστήριξε επίσης ότι η χρονολόγηση των συνομιλιών το καλοκαίρι του 1074, αν και αποτελεί υπόθεση, δικαιολογείται από την πολιτική του Μιχαήλ Ζ αυτήν την εποχή 343. Ο αυτοκράτορας, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, δεν διέθετε αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις, αναζητούσε συμμάχους, για να αποφύγει τον πολυμέτωπο αγώνα και πιθανώς για να λάβει κάποια βοήθεια ε- ναντίον των κινδύνων που αντιμετώπιζε. Έτσι, στους επόμενους μήνες μετά την (προσωρινή) αποτυχία των συνομιλιών με τους Νορμανδούς στα τέλη του 1073, ο Μιχαήλ Ζ, σύμφωνα με την H. Antoniadis- Bibicou, αποφάσισε να αλλάξει την πολιτική του απέναντι στους Σελτζούκους, πράγμα που οδήγησε στην αποστολή της προαναφερθείσας πρεσβείας στον Malik-Shāh και στη σύνταξη της επιστολής του Μιχαήλ Ψελλού. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση αποτελούσε την πρώτη προσπάθεια του αυτοκράτορα να συνδιαλλαγεί με τον Malik-Shāh, ώστε να τερματιστεί η εμπόλεμη κατάσταση ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες, που ίσχυε από την εποχή του Alp-Arslan. Ο Malik-Shāh από την πλευρά του φαίνεται, σύμφωνα με την εκτίμηση της H. Antoniadis-Bibicou, πως επιθυμούσε την ειρήνη με το Βυζάντιο, όπως και οι προκάτοχοί του, για να μπορέσει πρώτα να οργανώσει σε ικανοποιητικό βαθμό το κράτος του. Η φιλειρηνική αυτή πολιτική του σουλτάνου προς το Βυζάντιο υπαγορευόταν, κατά την ίδια ερευνήτρια, από τρεις παράγοντες: την απασχόληση του Malik-Shāh στα ανατολικά του σύνορα, τις εχθρικές του σχέσεις με τους μουσουλμάνους της Αιγύπτου και κυρίως την ανεπιθύμητη αύξηση της δύναμης ορισμένων Τουρκομάνων αρχηγών τόσο στη Συρία, όσο και στη Μικρά Ασία. Γι αυτό, ο σουλτάνος προ- 342 Μιχαήλ Ψελλός, Επιστολή στον Malik-Shāh Μιχαήλ Ψελλός, Επιστολή στον Malik-Shāh Βλ. H. Antoniadis-Bibicou, Relations P. Gautier, Lettre au Malik-Shah Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Του ιδίου, Κατάρρευση

121 τιμούσε να διευθετήσει διπλωματικά τις διαφορές του με το Βυζάντιο, ώστε να επιδιώξει την ουδετερότητά του ή και τη συμμαχία του 344. Τέλος, όσον αφορά τις διπλωματικές πρακτικές, κατά τις συγκεκριμένες συνομιλίες και ιδιαίτερα την επιστολή του Μιχαήλ Ψελλού, η H. Antoniadis-Bibicou παρατήρησε ότι διακρίνεται η προσπάθεια του αυτοκράτορα να κολακεύσει τον σουλτάνο, επισημαίνοντας την ευρέως γνωστή τότε ανεκτική στάση του τελευταίου απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους του. Η ε- μπλοκή του θρησκευτικού παράγοντα, σύμφωνα με την ερευνήτρια, ήταν συνηθισμένη στις διπλωματικές συνομιλίες της εποχής, σε διεθνές επίπεδο οι ηγεμόνες και εν προκειμένω οι αυτοκράτορες αφ ε- νός έδιναν μια θρησκευτική πτυχή σε προβλήματα που ήταν κυρίως πολιτικά, όπως το καθεστώς, στο ο- ποίο υπέκειντο οι χριστιανοί υποτελείς των μουσουλμάνων ηγεμόνων και αφ ετέρου επιδίδονταν σε θεολογικό διάλογο, καλλιεργώντας έτσι ένα πνεύμα συνύπαρξης ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες (τη χριστιανική και τη μουσουλμανική). Συνεπώς, συμπεραίνει η H. Antoniadis-Bibicou, οι δύο αυτοκρατορίες, επιδιώκοντας ένα καθεστώς συνύπαρξης ανάμεσά τους, ακολουθούσαν μια πολιτική αναγνώρισης της ισότητάς τους 345. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, φαίνεται πως η διπλωματική προσέγγιση του Μιχαήλ Ζ με τον Malik- Shāh δεν συνεχίστηκε. Κατά την H. Antoniadis-Bibicou, ο αυτοκράτορας επέλεξε να αλλάξει κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική του για δύο λόγους: αφ ενός γιατί αναγνώριζε ότι οι διάφοροι Τουρκομάνοι αρχηγοί ήταν πολύ ισχυροί για να υπακούσουν στον Malik-Shāh και να διακόψουν τις επιδρομές και αφ ετέρου γιατί, στο μεταξύ, οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Νορμανδούς (με τους οποίους γίνονταν ακόμη διαπραγματεύσεις) πήραν νέα τροπή. Πράγματι, όπως φαίνεται, μετά τη γέννηση του υιού του αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου, στις αρχές του 1074, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ έστειλε άλλη μια πρεσβεία στον Ροβέρτο Γυισκάρδο, προτείνοντας στον τελευταίο να νυμφεύσει μια θυγατέρα του με τον Κωνσταντίνο. Στα μέσα του ίδιου έτους, μια νορμανδική πρεσβεία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και φαίνεται ότι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Όπως μαρτυρείται από το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο προς τον Ροβέρτο Γυισκάρδο που συντάχτηκε από τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Αύγουστο του 1074, ο αυτοκράτορας συμφωνούσε να πραγματοποιηθεί βασιλική επιγαμία, να μεταβεί μόνιμα η νύφη στην Κωνσταντινούπολη και να παραχωρηθούν σαράντα τρεις τιμητικοί τίτλοι σε μέλη της αυλής του Νορμανδού, μαζί με τις χρηματικές παροχές, που αντιστοιχούσαν στους τίτλους. Από την πλευρά του ο Γυισκάρδος δεσμευόταν να δείχνει υποταγή στον αυτοκράτορα, να μην παραβιάζει τα σύνορά του, αλλά αντιθέτως να καταδιώκει εκείνους που τα παραβιάζουν ακόμη, ο Νορμανδός δεσμευόταν να έρχεται, ό- ποτε χρειαστεί, σε βοήθεια του αυτοκράτορα, να εχθρεύεται τους αντιπάλους του αυτοκράτορα, να μην τους παραχωρεί τη φιλία και τη συμμαχία του και τέλος, να διάκειται φιλικά απέναντι στους συμμάχους του αυτοκράτορα. Συνεπώς, μετά την επίτευξη της συμμαχίας με τους Νορμανδούς, ο Μιχαήλ Ζ δεν 344 H. Antoniadis-Bibicou, Relations P. Gautier, Lettre au Malik-Shah 76. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Του ιδίου, Κατάρρευση H. Antoniadis-Bibicou, Relations

122 χρειαζόταν πλέον την υποστήριξη των Σελτζούκων 346. Όσον αφορά την κατάληξη των συνομιλιών που είχαν ήδη διεξαχθεί, αυτή είναι άγνωστη, αλλά, όπως θα φανεί αμέσως παρακάτω, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, ο διάλογος του αυτοκράτορα και του σουλτάνου, το 1074, σχετιζόταν άμεσα ίσως με τις εκμισθώσεις Τούρκων αρχηγών ως μισθοφόρων, στις οποίες προχώρησαν οι Βυζαντινοί στους επόμενους μήνες, για να αντιμετωπίσουν τον Ουρσέλιο 347. Εκτός από τις διπλωματικές επαφές του με τους Νορμανδούς και με τους Σελτζούκους, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ επιδίωξε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και κυρίως τον Ουρσέλιο με την πρόσληψη ξένων στρατιωτών και συγκεκριμένα Τουρκομάνων. Όπως παρατήρησε ο Γ. Λεβενιώτης, η εξασφάλιση ξένης υποστήριξης ήταν συνηθισμένη στη βυζαντινή διπλωματία, όμως αυτήν την εποχή ο αυτοκράτορας προσλάμβανε πλέον όχι ξένες στρατιωτικές ομάδες, αλλά μεγάλα οργανωμένα σώματα, τα οποία είχαν δικούς τους αρχηγούς. Τα σώματα αυτά ήταν ουσιαστικά ανεξέλεγκτα και συχνά τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό. Στα τέλη του 1074 ή στις αρχές του ε- πόμενου έτους, ο αυτοκράτορας ήρθε κρυφά σε συνεννόηση με μια απ αυτές τις ομάδες, με αρχηγό τον Artuch (Αρτούχ, κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο που είναι ο μόνος Βυζαντινός συγγραφέας που τον κατονομάζει) 348. Ο τελευταίος με την ομάδα του, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, βρισκόταν τότε στις ανατολικές περιοχές, όπου δέχτηκε πρεσβεία του αυτοκράτορα και ανέλαβε έναντι πολλών ανταμοιβών να αντιμετωπίσει τον στασιαστή: «Ἀπογνοὺς γὰρ τῆς ἐκ τῶν Ῥωμαίων στρατευμάτων βοηθείας πρὸς τοὺς Τούρκους διεπρεσβεύσατο καὶ τὸν Ἀρτοὺχ τοῖς τῆς ἑῴας μέρεσιν ἐπιχωριάζοντα τὸν κατ ἐκείνων πόλεμον ἀναδέξασθαι πέπεικε, δώροις τε χρημάτων καὶ ὑποσχέσεσι τοῦτον παραθαρρύνας ὁ δέ καὶ γὰρ ἦν δεινὸς στρατηγός μετὰ πλείστης ὅτι δυνάμεως κατ ἐκείνων ἐξώρμα» 349. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης πιο συγκεκριμένα αναφέρει ότι η εν λόγω τουρκική ομάδα λεηλατούσε ήδη τα βυζαντινά εδάφη: «μεταπέμπεται δὲ [ο Μιχαήλ Ζ ] καὶ τοὺς Τούρκους λαθραίως, ἤδη τῇ Ῥωμαίων προσβαλόντας ἐπικρατείᾳ, καὶ πολλαῖς ὑποσχέσεσι πείθει τῷ Ῥουσελίῳ ἀνταγωνίσασθαι» 350. Η νεότερη έρευνα έχει υποστηρίξει διάφορες απόψεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους ο Artuch βρισκόταν στα βυζαντινά εδάφη και συνεργάστηκε με τον αυτοκράτορα. Ο Cl. Cahen υπέθεσε 346 H. Antoniadis-Bibicou, Michel VII Doukas et Robert Guiscard 43-54, Της ιδίας, Relations Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Cl. Cahen, Première Pénétration 33, σημ. 2. H. Antoniadis-Bibicou, Relations 17 (σημ. 7), 18. Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 73. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος (και σημ. 39). Του ιδίου, Κατάρρευση 52, , σημ Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 144, Ο D. Polemis, Chronology φαίνεται ότι χρονολογεί την ανακήρυξη του Ιωάννη Δούκα από τον Ουρσέλιο στα τέλη του 1074 και τις επόμενες εξελίξεις ως την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη στο Πρβλ. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 142, Λογικά και οι επαφές του αυτοκράτορα με τον Artuch θα πρέπει να έλαβαν χώρα την ίδια εποχή. Όσον αφορά τον Artuch, αυτός ανήκε στην τουρκομανική φυλή Döger και ήταν υιός του Ekseb. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1070 τέθηκε στην υπηρεσία του Malik-Shāh και αργότερα ίδρυσε τη δυναστεία των Αρτουκιδών με κέντρο την περιοχή του Diyar-Bakr, η οποία διήρκεσε ως τις αρχές του 15 ου αιώνα. Αναλυτικότερα για τον Artuch και για τη δυναστεία του, βλ. Cl. Cahen, Artukids Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Νικηφόρος Βρυέννιος Μιχαήλ Ατταλειάτης

123 ότι, εφόσον αργότερα ο Artuch βρέθηκε στην υπηρεσία του Malik-Shāh, ίσως να είχε ήδη από τότε σταλεί από τον σουλτάνο για να βοηθήσει τον αυτοκράτορα, ως απόρροια των συνομιλιών του Η H. Antoniadis-Bibicou αντέκρουσε αυτήν την άποψη, θεωρώντας ότι δεν είναι τεκμηριωμένη από όσα παραδίδει ο Sibt bin al-jawzī, αλλά δεν εξηγεί περαιτέρω την άποψή της 352. Ο Σπ. Βρυώνης θεώρησε ότι ο Artuch βρισκόταν στη Μικρά Ασία, διεξάγοντας επιδρομή 353. Ο Γ. Λεβενιώτης, τέλος, αναγνώρισε ότι ο λόγος της άφιξης του Artuch στην περιοχή δεν είναι σαφής, αλλά θεώρησε ως πιθανότερο πως ο Τουρκομάνος αρχηγός διεξήγε επιδρομή και δεν εκστράτευε με διαταγή του σουλτάνου. Όπως παρατήρησε, «η συναινετική εκμίσθωσή του ήταν μια πράξη εξαγοράς υπηρεσιών με αντάλλαγμα την παροχή δώρων και χρημάτων ή και υποσχέσεων. Ο ίδιος ήταν μέχρι τότε ένας απλός φύλαρχος και έτσι αντιμετωπίστηκε από την Κωνσταντινούπολη. Δεν πραγματοποιήθηκε καμιά εδαφική παραχώρηση, ούτε φυσικά του δόθηκε η κατοχή ή η διακυβέρνηση κάποιας περιοχής». Τα καθήκοντα του Artuch ήταν να πατάξει την εξέγερση του Ουρσέλιου και πιθανώς να αντιμετωπίσει τη δράση άλλων τουρκικών ομάδων. Συνεπώς, καταλήγει ο ίδιος ερευνητής, η ενέργεια αυτή δημιούργησε μια νέα κατάσταση: «οι καταστροφείς ως τότε της «ρωμαϊκής» επικράτειας, για την καταπολέμηση των οποίων είχε ουσιαστικά ε- νταχθεί στο βυζαντινό στράτευμα ο Ουρσέλιος, προσλήφθηκαν από τους κυβερνώντες, για να τον συλλάβουν. Η δράση τους νομιμοποιήθηκε τρόπον τινά, καλυπτόμενη από τις διαταγές του αυτοκράτορα» 354. Ο Artuch πλησίασε τον Ουρσέλιο στην περιοχή της Βιθυνίας και μόλις ο τελευταίος το αντιλήφθηκε, ετοιμάστηκε να τον αντιμετωπίσει στους πρόποδες του όρους Σόφωνος. Στη μάχη που έλαβε χώρα, οι Τούρκοι εφάρμοσαν για άλλη μια φορά την τακτική της ψευδούς υποχώρησης και κατόπιν περικύκλωσης του αντιπάλου, με αποτέλεσμα να σκοτώσουν πολλούς στρατιώτες του Ουρσέλιου και να αιχμαλωτίσουν τον ίδιο και τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα, που βρισκόταν μαζί του. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη και τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση, οι Τούρκοι κρατούσαν τον Ουρσέλιο σιδηροδέσμιο φυλάγοντάς τον ασταμάτητα, αλλά στον καίσαρα φέρθηκαν με τιμή και του επέτρεψαν να κυκλοφορεί ελεύθερα, φέροντας την ενδυμασία του. Παράλληλα έστειλαν μήνυμα (δεν διευκρινίζεται σε ποιόν α- κριβώς) ότι θα απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους έναντι αδράς αμοιβής: «ὅμως δ οὖν ἀμφοτέρους χρυσίνων ἱκανῶν ἀνταλλάττεσθαι διεμήνυον» Cl. Cahen, Première Pénétration 33, σημ. 2. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 73. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 150, σημ. 39, που αναφέρει την άποψη του Cl. Cahen. 352 H. Antoniadis-Bibicou, Relations 17, σημ. 7. Πρβλ. τα σχόλια του Γ. Λεβενιώτη, Ουρσέλιος 150, σημ Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 101. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 150, σημ. 40, ο οποίος φαίνεται να αποδέχεται με κάποια επιφύλαξη την άποψη του Σπ. Βρυώνη. 354 Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος , που δεν αναφέρει την αναγγελία της αιχμαλωσίας του Ουρσέλιου στον αυτοκράτορα.- Ιωάννης Ζωναράς, Γ , η διήγηση του οποίου είναι λακωνική. Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 97, 101. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος

124 Ο αυτοκράτορας, μόλις πληροφορήθηκε την αιχμαλωσία του Ουρσέλιου και του Ιωάννη Δούκα, έ- σπευσε να στείλει ανθρώπους του, για να τους εξαγοράσουν. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο Βασίλειος Μαλέσης, που προηγουμένως βρισκόταν κοντά στον Ιωάννη Δούκα, συμβούλευσε τον Μιχαήλ Ζ να βιαστεί να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους, γιατί οι Τούρκοι σκόπευαν να ανακηρύξουν τον καίσαρα αυτοκράτορα, έτσι ώστε να κερδίσουν την υποστήριξη πολλών μικρασιατικών πόλεων, χωριών και αρχόντων. Σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη, η είδηση για πιθανή ανακήρυξη του Ιωάννη Δούκα σε αυτοκράτορα είχε ως αποτέλεσμα να επιδιώξει με κάθε τρόπο ο Μιχαήλ Ζ την εξαγορά του καίσαρα έχοντας στον νου του τον εμφύλιο πόλεμο του με τον Ρωμανό Διογένη. Ωστόσο, πριν προλάβουν οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι να φτάσουν στον προορισμό τους, η σύζυγος του αιχμάλωτου Ουρσέλιου είχε προλάβει να πληρώσει λύτρα για εκείνον και να τον απελευθερώσει. Έτσι, οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι αρκέστηκαν να εξαγοράσουν μόνο τον καίσαρα από τους Τούρκους, που είχαν ήδη αποσυρθεί στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας (στην Άνω Φρυγία, κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο). Σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, πολλοί από αυτούς τους επιδρομείς θα πρέπει να παρέμειναν στη Μικρά Ασία, διεξάγοντας επιδρομές ή και κυριεύοντας ολόκληρες περιοχές 356. Τέλος, στην απόφαση των Τούρκων επιδρομέων να παραδώσουν τον Ουρσέλιο στη σύζυγό του, θα μπορούσε να διακριθεί η κερδοσκοπική τακτική που συχνά εφάρμοζαν αυτοί. Παρότι ανέλαβαν μια επιχείρηση για λογαριασμό του αυτοκράτορα έναντι αδράς αμοιβής, δεν ένιωσαν δεσμευμένοι να του παραχωρήσουν τον αιχμάλωτο και τον παρέδωσαν σε όποιον πλήρωνε αρκετά χρήματα, εν προκειμένω στη σύζυγό του. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Ουρσέλιος υποχώρησε στο θέμα Αρμενιακών, όπου σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη, που προβαίνει σε εκτίμηση των ενεργειών του, ήλπιζε να ιδρύσει μια αυτόνομη ηγεμονία. Πράγματι, συγκέντρωνε φόρους από τη συγκεκριμένη περιοχή και την υπεράσπιζε από τις τουρκικές επιδρομές. Στο μεταξύ (πιθανώς το 1075), ο αυτοκράτορας ετοίμασε νέα εκστρατεία εναντίον του στασιαστή. Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, επικεφαλής τέθηκε ο Νικηφόρος Παλαιολόγος, ο ο- ποίος στάλθηκε στην περιοχή του Καυκάσου, για να συγκεντρώσει μισθοφόρους, καθώς δεν υπήρχαν πλέον διαθέσιμες αρκετές βυζαντινές δυνάμεις 357. Ο Βυζαντινός στρατηγός απευθύνθηκε στον «άρχοντα Αλανίας», που, κατά την νεότερη έρευνα, θα πρέπει να ήταν ο βασιλιάς της Γεωργίας Giorgi Β ( ). Ο τελευταίος ήταν αδελφός της συζύγου του Μιχαήλ Ζ, Μαρίας της Αλανής και γι αυτό 356 Μιχαήλ Ατταλειάτης : «τοῦ δὲ τιμήματος τῶν ἑαλοκότων ἐπιζητουμένου παρὰ τῶν Τούρκων, ἔσπευδεν ὁ βασιλεὺς δι ἐξωνήσεως τούτους χειρώσασθαι. Ἐπικατέλαβε γὰρ καὶ ὁ [...] Βασίλειος πρωτοβέστης ὁ Μαλέσης [...] συμβουλεύων τῷ βασιλεῖ ταχέως πρίασθαι τούτους, ἵνα μὴ οἱ Τοῦρκοι, ὡς ἔστι βεβουλευμένον αὐτοῖς, βασιλέα Ῥωμαίων τὸν καίσαρα προχειρίσωνται καὶ διὰ τοῦτο μεγάλης ὠφελείας παρὰ τῶν ῥωμαϊκῶν πόλεων καὶ κωμῶν καὶ δυναστῶν ἀμαχητὶ ἐπιτεύξονται τοῦτο γαρ, φησὶν, ἐμεμαθήκει μελετῶντας αὐτούς. [...] Ἁδρὰν οὖν καὶ βαρυτάλαντον χρυσίου ποσότητα συστήσας ὁ βασιλεύων τοὺς ἐξωνησομένους αὐτοὺς ἀπέστειλεν». Πρβλ Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος , 184 (σημ. 231). Βλ. και τα σχόλια του τελευταίου (Ουρσέλιος 154) για την απελευθέρωση του Ουρσέλιου από την σύζυγό του: «Ο προκλητικός «πλειστηριασμός» έλαβε χώρα σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα, πράγμα που δείχνει χαρακτηριστικά την προοδευτική, αν και όχι ακόμη ολοκληρωτική, υποχώρηση του βυζαντινού ελέγχου στην Ανατολία, την πτώση του κύρους και την πολιτική αδυναμία της μέχρι πριν από λίγα έτη αγέρωχης αυτοκρατορίας». 357 Για τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 167, σημ

125 μάλλον ο αυτοκράτορας στράφηκε σ αυτόν για βοήθεια 358. Ο Νικηφόρος Παλαιολόγος μάζεψε ένα στράτευμα έξι χιλιάδων και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον Ουρσέλιο, αλλά καθώς δεν μπορούσε να τους αποδώσει τη συμφωνημένη αμοιβή, οι περισσότεροι από αυτούς τον εγκατέλειψαν και οι υπόλοιποι ηττήθηκαν με ευκολία από τον στασιαστή 359. Μετά τη νέα αυτή αποτυχία, φαίνεται ότι η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης περιήλθε σε απόγνωση 360. Αν και οι Βυζαντινοί συγγραφείς παραδίδουν ελαφρώς διαφορετικές εκδοχές σχετικά με τις επόμενες ενέργειες του αυτοκράτορα, οι οποίες οδήγησαν στην τελική σύλληψη του στασιαστή, όλοι τους συμφωνούν ότι στα γεγονότα που ακολούθησαν πρωταγωνίστησε ο Αλέξιος Κομνηνός. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο αυτοκράτορας προτιμώντας να επιτρέψει στους Τούρκους να αποφασίζουν για την τύχη της αυτοκρατορίας, παρά να αφήσει τον Ουρσέλιο να κατέχει έναν τόπο και να τον προστατεύει από τις επιδρομές, απευθύνθηκε στους επιδρομείς και προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα και υποσχέσεις να τους πείσει να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν. Γι αυτό έστειλε τον Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος, αφού έφτασε στην πόλη της Αμάσειας, παρακολουθούσε την εξέλιξη των πραγμάτων 361. Στη συνέχεια, όπως παραδίδει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο Ουρσέλιος συνήψε συνθήκες με τον αρχηγό μιας ομάδας Τούρκων επιδρομέων (χωρίς να εξηγούνται τα αίτια της ενέργειας αυτής του Νορμανδού) και συναντήθηκε μ αυτόν πολλές φορές, χωρίς συνοδεία. Τότε, κάποια φορά που ο Ουρσέλιος δειπνούσε μαζί του, εκείνος τον αιχμαλώτισε, ώστε να εισπράξει την αμοιβή του αυτοκράτορα. Μετά την αιχμαλωσία του στασιαστή, ο Αλέξιος Κομνηνός διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τους έδωσε δώρα, για να παραδώσουν τον αιχμάλωτο στον αυτοκράτορα 362. Συνεπώς, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο αυτοκράτορας ακολούθησε για άλλη μια φορά την τακτική της προσέγγισης τουρκικών ομάδων. Βρισκόταν ο ίδιος σε επαφή με τους Τούρκους και έστειλε τον Αλέξιο Κομνηνό ως εντεταλμένο του, για να επιβλέψει τη διαδικασία εφαρμογής των συμφωνιών του 363. Αυτήν τη φορά μάλιστα, ο εντεταλμένος του αυτοκράτορα στάλθηκε νωρίς στην ευρύτερη περιοχή δράσης του στασιαστή (ἐν τῷ ἄστει τῆς Ἀμασείας γενόμενος ἐκαραδόκει τὸ μέλλον), πριν πραγματοποιηθεί η σύλληψη του 358 Η Μαρία η Αλανή ήταν θυγατέρα του βασιλιά της Γεωργίας, Bagrat Δ. Νυμφεύτηκε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ γύρω στο 1073 και την επόμενη χρονιά γεννήθηκε από τον γάμο τους ο πορφυρογέννητος Κωνσταντίνος. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη ζωή της στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ. Το 1078, μετά την πτώση του Μιχαήλ Ζ η Μαρία νυμφεύτηκε τον καινούριο αυτοκράτορα, Νικηφόρο Γ Βοτανειάτη ( ). Για τον βίο της, βλ. B. Skoulatos, Personnages Νικηφόρος Βρυέννιος Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος (και 168, σημ. 148). 360 Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Η Αμάσεια βρίσκεται στον Πόντο, 70 χλμ. νότια της Αμισού. Αναλυτικότερα, βλ. Α. Α. Παπαδόπουλος, Αμάσεια Επίσης, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 176, σημ Μιχαήλ Ατταλειάτης : «ὁ δὲ βασιλεὺς [...] προῃρεῖτο μᾶλλον τοὺς Τούρκους τὰ Ῥωμαίων ἔχειν καὶ ἄγειν πράγματα ἢ τὸν Λατῖνον τοῦτον ἐν ἑνὶ τόπῳ χωρεῖσθαι καὶ ἀπεῖργειν τὰς ἐκείνων ἐπιδρομάς. Διὰ τοῦτο καὶ πολλὰς μηχανὰς καὶ συνθήματα καὶ ὑποσχέσεις τοῖς Τούρκοις δούς, εἰ τοῦτον ποιήσοιντο αὐτῷ ὑποχείριον, ἐξαπέστειλε τῶν ἐν ὑ- περοχαῖς ἀξιωμάτων ἕνα [...] Ἀλέξιον πρόεδρον τὸν Κομνηνόν ὃς ἐν τῷ ἄστει τῆς Ἀμασείας γενόμενος ἐκαραδόκει τὸ μέλλον. ὁ δὲ Ῥουσέλιος φιλίας καὶ συνθήκας μετὰ τοῦ τῶν Τούρκων ἐξάρχοντος ποιησάμενος συνήλθε τούτοις πολλάκις ἐψιλωμένος στρατιωτῶν. Ἐν μιᾷ δὲ σύνδειπνος τούτοις ὑπάρχων ἐπιβουλὴν ὑπέστη δεινήν οἱ γὰρ Τοῦρκοι, πᾶσαν φιλίαν προδιδόντες χρημάτων, κατέσχον αὐτὸν καὶ δεσμώτην ἀπέδειξαν [...] Καὶ ὁ μὲν κατείχετο δεσμώτης αὐτοῖς, ὁ δὲ πρόεδρος Ἀλέξιος ἐπραγματεύετο διὰ δώρων τὴν τούτου κατάσχεσιν καὶ ἀπόληψιν...». 363 J. Shepard, Father or scorpion 100, σημ

126 επαναστάτη, γεγονός που ίσως φανερώνει προσπάθεια να αποτραπούν πιθανές δυσάρεστες εξελίξεις, ό- πως εκείνες κατά την πρώτη αιχμαλωσία του Ουρσέλιου. Με παρόμοιο τρόπο περιγράφει το περιστατικό η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση. Αν και δεν κάνει λόγο για τις διαπραγματεύσεις του Μιχαήλ Ζ με τους Τούρκους, ωστόσο αντιγράφει σχεδόν αυτολεξεί το κείμενο του Μιχαήλ Ατταλειάτη, οπότε πιθανώς υιοθετεί και την ίδια οπτική για το ζήτημα 364. Διαφορετική φαίνεται η εκδοχή του Νικηφόρου Βρυέννιου, τον οποίο φαίνεται ότι ακολουθεί και η Άννα Κομνηνή. Σύμφωνα με τους τελευταίους, ο αυτοκράτορας ανέθεσε στον Αλέξιο Κομνηνό τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον του Ουρσέλιου. Ο Αλέξιος φτάνοντας στην Αμάσεια διέθετε ελάχιστο στρατό (150 στρατιώτες, πολλοί απ τους οποίους ήταν οι διασκορπισμένοι Αλανοί της προηγούμενης εκστρατείας, που τώρα συγκεντρώθηκαν γύρω του) και καθόλου χρήματα. Γι αυτό, απέφευγε να συγκρουστεί με τον ισχυρότερο στρατιωτικά αντίπαλο και προτίμησε να του προκαλεί φθορές, διεξάγοντας μικροεπιθέσεις και ενέδρες και αποκλείοντας τα οδικά δίκτυα, μέσω των οποίων μεταφέρονταν ε- φόδια ανάμεσα στα φρούρια του Ουρσέλιου. Κατά τον P. Gautier και τον Γ. Λεβενιώτη, η σύγκρουση αυτή του Αλεξίου με τον Ουρσέλιο θα πρέπει να έλαβε χώρα το Μεγάλο μέρος του συγκεκριμένου έτους πέρασε με τις αψιμαχίες αυτές. Αργότερα, ίσως το 1076, ο Ουρσέλιος, καθώς αδυνατούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον Αλέξιο Κομνηνό, στράφηκε για βοήθεια στον Τούρκο αρχηγό Τουτάχ, που είχε φτάσει τότε με πολύ στρατό, για να κάνει επιδρομή στα βυζαντινά εδάφη 365. Ο Νορμανδός έστειλε αρχικά πρέσβεις και μετά μετέβη και ο ίδιος στο τουρκικό στρατόπεδο, όπου κατέληξε σε συμφωνία με τους Τούρκους, υποσχόμενος ότι θα επέστρεφε εκ νέου. Τότε, ο Αλέξιος Κομνηνός αντιλήφθηκε την κίνηση του Ουρσέλιου και έσπευσε να την ανατρέψει: έστειλε και αυτός πρέσβεις με πολυτελή δώρα, οι οποίοι θύμισαν στον Τουτάχ τη φιλία του αυτοκράτορα με τον σουλτάνο και του ζήτησαν να στείλει στο βυζαντινό στρατόπεδο έναν έμπιστό του, ώστε να συζητήσει με τον Αλέξιο και να α- κούσει τις προτάσεις του. Ο Τουτάχ πείστηκε και έστειλε πράγματι τον έμπιστό του στον Αλέξιο Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐνωτιζόμενος ταῦτα μᾶλλον ἐνόμιζε συμφέρον τοὺς Τούρκους ἔχειν τὰ Ῥωμαίων ἢ τὸν Ρουσέλιον χωρεῖσθαι ἐν τόπῳ ἑνί, [...] Στέλλει τοίνυν τινὰ τῶν εὐπατριδῶν, [...] τὸν πρόεδρον Ἀ- λέξιον τὸν Κομνηνόν, ὃς ἐν τῷ ἄστει τῆς Ἀμασείας γενόμενος ἐκαραδόκει τὸ μέλλον. Ὁ δὲ Ῥουσέλιος συνθήκας καὶ φιλίας μετὰ τοῦ τῶν Τούρκων ἐξάρχοντος θέμενος συνήλθε τούτοις ἐψιλωμένος στρατιωτῶν ὡς ἤδη συνήθης καὶ ἐθάς. Ἐν μιᾷ δὲ συνδειπνῶν αὐτοῖς ἀλίσκεται καὶ δεσμώτης ἀποδείκνυται [...] Τοῦτον χρημάτων πολλῶν ὁ πρόεδρος Ἀλέξιος ὠνησάμενος εἰς βασιλέα ἀπάγει δέσμιον». Βέβαια, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο Μιχαήλ Ατταλειάτης και η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση κάνουν αργότερα κάποιον υπαινιγμό που ίσως φανερώνει ότι αποδίδουν στον Αλέξιο Κομνηνό μεγαλύτερο ρόλο στη σύλληψη του Ουρσέλιου: Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Ἀλέξιον τὸν Κομνηνόν, ὃς τὸν Ῥουσέλιον ἐν τῷ θέματι τῶν Ἀρμενιακῶν εὐμηχάνως ἐχειρώσατο καὶ διέσωσεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν». Πρβλ. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Εξάλλου, ο Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 173 θεώρησε ότι οι Μιχαήλ Ατταλειάτης και Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση παραδίδουν πως ο Αλέξιος ήταν εκείνος που ήρθε σε επαφή με τους Τούρκους και που τους έπεισε να συλλάβουν τον Ουρσέλιο. 365 Για τον Τουτάχ τίποτε δεν είναι γνωστό και δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάποια προσωπικότητα της εποχής. Κατά τον Cl. Cahen, Première Pénétration 33, σημ. 3, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον αδελφό του Malik-Shāh, Tutush (/Τουτούς), ο οποίος τότε ήταν ακόμη πολύ νέος. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος (και σημ. 176). 366 Νικηφόρος Βρυέννιος Άννα Κομνηνή , η οποία παραλείπει την ανταλλαγή πρέσβεων ανάμεσα στον Αλέξιο και τον Τουτάχ. Ιωάννης Ζωναράς, Γ , ο οποίος αναφέρει επίσης αν και πολύ λακωνικά ότι ο Αλέξιος ήταν εκείνος που προσέγγισε τους Τούρκους και όχι ο αυτοκράτορας. Βλ. P. Gautier, Bryennios 187 (σημ. 3), 193 (σημ. 2). Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος

127 Συνεπώς, μέσα από τη διήγηση του Νικηφόρου Βρυέννιου και της Άννας Κομνηνής, φαίνεται ότι ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον Ουρσέλιο με διαφορετικό τρόπο απ ότι παραδίδει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης. Ο Μιχαήλ Ζ, κατά τους Νικηφόρο Βρυέννιο και Άννα Κομνηνή, έστειλε τον Α- λέξιο Κομνηνό, για να αναλάβει πολεμική δράση εναντίον του στασιαστή και η διπλωματική επαφή του Βυζαντινού με τον Τούρκο αρχηγό δεν ήταν προσχεδιασμένη, αλλά πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Αλεξίου κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, για να αναιρεθεί η αντίστοιχη ενέργεια του Ουρσελίου. Ακολούθως, ο Νικηφόρος Βρυέννιος περιγράφει αναλυτικά τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Α- λέξιο Κομνηνό και τον Τουτάχ. Ο τελευταίος έστειλε, όπως προαναφέρθηκε, έναν έμπιστό του στον Βυζαντινό στρατηγό, στην Αμάσεια, ώστε να συνομιλήσουν. Ο Αλέξιος του επιφύλαξε θερμή υποδοχή και κατάφερε με λόγια και με δώρα να τον προσεταιριστεί και μόλις κέρδισε τη συμπάθειά του, άρχισε τις διαπραγματεύσεις. Σύμφωνα με όσα του αποδίδει ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ο Αλέξιος τόνισε ότι ο αυτοκράτορας και ο σουλτάνος είναι φίλοι, σε αντίθεση με τον Ουρσέλιο, που είναι εχθρός και των δύο. Ο Νορμανδός, σύμφωνα με τον Αλέξιο, προσποιήθηκε φιλία απέναντι στον εμίρη Τουτάχ μόνο και μόνο για να προκαλέσει διάσταση μεταξύ των δύο αντιπάλων του, των Βυζαντινών και των Τούρκων. Μόλις, όμως, παρέλθει ο κίνδυνος, θα στραφεί και πάλι εναντίον των Τούρκων. Αντιθέτως, αν ο Τουτάχ συμφωνούσε να συλλάβει και να παραδώσει τον Ουρσέλιο στον αυτοκράτορα έναντι χρημάτων, θα είχε τριπλό κέρδος: πλουσιοπάροχες αμοιβές, τη φιλία του αυτοκράτορα (απ την οποία πηγάζουν πολλές ευεργεσίες) και την εύνοια του σουλτάνου (καθώς θα έχει αντιμετωπίσει έναν επικίνδυνο αντίπαλο του τελευταίου). Οι προτάσεις αυτές του Αλεξίου έπεισαν τον απεσταλμένο, που τις μετέφερε στον Τουτάχ, κομίζοντας και βυζαντινά δώρα, με αποτέλεσμα να πειστεί με τη σειρά του και ο εμίρης: «καὶ δὴ δουλοῦται τοῖς ἀπαγγελθεῖσιν ὁ βάρβαρος καὶ ὅλος γίνεται τοῖς τοῦ στρατοπεδάρχου [δηλαδή του Α- λεξίου Κομνηνού] λόγοις καὶ γνώμῃ πειθήνιος». Τις ίδιες πληροφορίες παραδίδει και η Άννα Κομνηνή, αν και πιο συνοπτικά, αφού, όπως παραδέχεται η ίδια, με το συγκεκριμένο ζήτημα ασχολήθηκε διεξοδικά ο Νικηφόρος Βρυέννιος. Έτσι, η συγγραφέας παραλείπει την ανταλλαγή πρεσβειών και παραθέτει μόνο την ουσία των λόγων του Αλεξίου, σαν να απευθύνονται κατευθείαν προς τον Τουτάχ Νικηφόρος Βρυέννιος και κυρίως για την ομιλία του Αλεξίου: «Φίλοι μὲν, λέγων, ὦ τάν, ὅ τε βασιλεὺς Ῥωμαίων καὶ ὁ σουλτάνος, ὁ δὲ Οὐρσέλιος ἀμφοῖν ὑπάρχει ἐχθρός σίνεται μὲν γὰρ τὰ Ῥωμαίων, ἐπιτίθεται δὲ καὶ τοῖς Τούρκοις καὶ νῦν ἰδὼν τὸν σὸν ἀμυρὰν προσελθόντα, ὥσπερ δείσας μὴ ὑπ ἀμφοτέρων ἀναλωθείη, προσωπεῖον ὑποδὺς ἀγάπης ἀφίκετο πρὸς αὐτὸν τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενος ἐπειδὰν οὖτος παρέλθῃ, ἐχθρὸς ἐσεῖται πάλιν τῶν Τούρκων ὁποῖος καὶ πρότερον ἦν ἀλλ εἴ τι ἐμοῖ πείθεται, ἀφικόμενον αὖθις αὐτὸν ἀποδότω μοι χρημάτων πολλῶν τρία γὰρ ἐκ τούτου κερδανεῖ τὰ μέγιστα, χρημάτων πλῆθος, οἰκειότητα πρὸς βασιλέα Ῥωμαίων ἀφ ἧς μεγάλας ἕξει εὐεργεσίας, καὶ τρίτον τὸ τὸν σουλτάνον ἡσθῆναι τῶν Τούρκων ἀποσκευασάμενον τὸν ἐχθρόν». Άννα Κομνηνή , και κυρίως για τον λόγο του Αλεξίου: «φίλοι μὲν ἄμφω ἀλλήλοις ὅ τε σὸς σουλτάνος καὶ <ὁ> ἐμὸς βασιλεὺς. ὁ δὲ βάρβαρος οὖτος Οὐρσέλιος καὶ πρὸς ἄμφω ἀνταίρει τὰς χεῖρας καὶ ἐχθρὸς καὶ ἀμφοτέροις καθίσταται φοβερώτατος ἐκείνου μὲν κατατρέχων καὶ ἁεί τι τῆς μερίδος Ῥωμαίων κατὰ μικρὸν ὑποσπώμενος, ἀποστερίσκων δὲ τῇ Περσίδι ἅπερ ἂν καὶ ἐξῆν κἀκείνῃ περιγενέσθαι τέχνῃ δὲ τὸ ἅπαν μετέρχεται νῦν μὲν ἐμὲ παρασκιάζων διὰ τῆς σῆς δυνάμεως, αὖθις δὲ τοῦ καιροῦ τούτῳ συμπνεύσαντος ἀφέμενος ἐμοῦ ὡς ἤδη ἐν ἀκινδύνῳ καθεστηκὼς πάλιν ἐξ ὑποστροφῆς κατὰ σοῦ ἀρεῖται τὰς χεῖρας. ἀλλ εἴ τι ἐμοῖ πείθῃ, ἐπειδὰν καὶ αὖθις ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς, χρημάτων πολ- 126

128 Η H. Antoniadis-Bibicou χρονολόγησε τη βυζαντινο-τουρκική διπλωματική επαφή το φθινόπωρο του 1074 και τη συνέδεσε με τις προαναφερθείσες βυζαντινο-σελτζουκικές συνομιλίες του καλοκαιριού του ίδιου έτους. Εφαλτήριο για αυτήν την υπόθεση αποτέλεσε η φράση της Άννας Κομνηνής (και του Νικηφόρου Βρυέννιου) «φίλοι μὲν ἄμφω ἀλλήλοις ὅ τε σὸς σουλτάνος καὶ ἐμὸς βασιλεὺς», που, κατά την ερευνήτρια, αποτελεί αναφορά στις συνομιλίες του αυτοκράτορα με τον σουλτάνο. Μάλιστα, η τελευταία έχοντας κατά νου τα παραπάνω κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πληροφορία της Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση (και του Μιχαήλ Ατταλειάτη) πως ο αυτοκράτορας προτιμούσε να εγκαταλείψει τα βυζαντινά εδάφη στους Τούρκους παρά να επιτρέψει στον Ουρσέλιο να έχει υπό τον έλεγχό του κάποια περιοχή της αυτοκρατορίας «αποκτά νέα βαρύτητα» 368. Την άποψη αυτή της H. Antoniadis- Bibicou αντέκρουσε ο Γ. Λεβενιώτης, που υποστήριξε ότι η χρονολόγηση της επαφής του Αλεξίου με τον Τουτάχ στο 1074 είναι εσφαλμένη με βάση την εξέλιξη των γεγονότων (προτείνοντας ο ίδιος, όπως προαναφέρθηκε, το 1075/6). Σχετικά με το συμπέρασμά της για την αναφορά των Μιχαήλ Ατταλειάτη Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση και, ο Γ. Λεβενιώτης πρότεινε άλλη άποψη, καθώς θεώρησε ότι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ παρότι επιθυμούσε να καταστείλει τη στάση του Ουρσέλιου, ωστόσο ταυτόχρονα προσπάθησε με στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα να αντιμετωπίσει τις τουρκικές επιδρομές. Όσον α- φορά την αναφορά των πηγών στη φιλία του αυτοκράτορα με τον σουλτάνο, αν και ο ερευνητής παραδέχτηκε ότι δεν αποκλείεται να σχετίζεται με τη διπλωματική επαφή του 1074, ωστόσο παρατήρησε ότι η συγκεκριμένη φράση («φίλοι μὲν ἄμφω ἀλλήλοις ὅ τε σὸς σουλτάνος καὶ ἐμὸς βασιλεὺς») ενδεχομένως να ειπώθηκε από τον Αλέξιο «στα πλαίσια μιας σκόπιμης διπλωματικής αβρότητας», καθώς οι δύο ηγεμόνες αποτελούσαν τις ανώτατες κοσμικές κεφαλές δύο θρησκευτικών κόσμων και επιπλέον ή- ταν οι επικεφαλής δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, που η μία αναγνώριζε την ύπαρξη της άλλης. Τέλος, ο ίδιος ερευνητής κατέδειξε πως η συγκεκριμένη φράση αποτελεί τμήμα μιας υποτιθέμενης ομιλίας που εκφώνησε ο Αλέξιος Κομνηνός, το νόημα της οποίας παραδίδουν ο Νικηφόρος Βρυέννιος και η Άννα Κομνηνή. Συνεπώς, ούτε η ίδια η χρήση της εν λόγω φράσης δεν είναι βέβαιη 369. Παρόλ αυτά, ακόμη και αν πράγματι δεν ειπώθηκε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η φράση αυτή των βυζαντινών πηγών αποδίδει το πνεύμα των σχέσεων των δύο ηγεμόνων. Εξάλλου, όπως υποστήριξε ο Ι. Καραγιαννόπουλος, οι Βυζαντινοί απέδιδαν τον χαρακτηρισμό «φίλος» σε ορισμένους ξένους ηγεμόνες με βάση τη θέση που οι ηγεμόνες αυτοί κατείχαν (κατά τους Βυζαντινούς) στην ιεραρχία των λαών της οικουμένης 370. λῶν κρατῆσαι τὸν Οὐρσέλιον καὶ πρὸς ἡμᾶς ἐξαποστεῖλαι δεσμώτην. τρία γὰρ ἐντεύθεν [...] κερδανεῖς, ἓν μὲν χρημάτων πλῆθος ὅσον καὶ οἷον οὐδείς πω πρότερον, ἕτερον δὲ τὴν εὔνοιαν τοῦ αὐτοκράτορος συνεπισπάσῃ, ἀφ οὗπερ εἰς ἄκρον εὐδαιμονίας φθάσεις ἐληλυθώς, τρίτον δὲ ὅτι καὶ ὁ σουλτάνος τὰ μεγάλα ἡσθήσεται ἐχθροῦ τηλικούτου ἐκποδῶν γεγονότος καὶ τὰς χεῖρας ἀσκοῦντος καθ ἑκατέρων, κατά τε Ῥωμαίων καὶ Τούρκων». 368 H. Antoniadis-Bibicou, Relations 18: «...Je rappelle seulement l affirmation de Skylitzès, suivant laquelle l Empereur jugeait alors plus opportun d abandoner aux Turcs les pays grecs que de laisser Roussélios trouver place dans une région de l Empire. Cette affirmation, que nous retrouvons également chez Attaliate, prend maintenant une autre consistance». 369 Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 149 (και σημ. 35), 174. Του ιδίου, Κατάρρευση 52, (σημ. 3256). 370 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α

129 Σε κάθε περίπτωση, ο Τουτάχ αποφάσισε πράγματι να συνεργαστεί με τους Βυζαντινούς εναντίον του Ουρσέλιου. Οι μαρτυρίες των Νικηφόρου Βρυέννιου, Άννας Κομνηνής και Ιωάννη Ζωναρά συμφωνούν σ αυτό το σημείο με εκείνες των Μιχαήλ Ατταλειάτη και Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση. Ο Τούρκος αρχηγός υποδέχτηκε θερμά τον Ουρσέλιο στο στρατόπεδό του και την ώρα που δειπνούσαν μαζί, τον αιχμαλώτισε. Ακολούθως, διαπραγματεύτηκε με τον Αλέξιο Κομνηνό την εξαγορά του αιχμαλώτου. Οι Μιχαήλ Ατταλειάτης, Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση και Ιωάννης Ζωναράς αναφέρουν συνοπτικά ότι οι Τούρκοι ζήτησαν πλούσια λύτρα, τα οποία ο Αλέξιος Κομνηνός πλήρωσε αμέσως και έ- λαβε τον αιχμάλωτο. Οι Νικηφόρος Βρυέννιος και Άννα Κομνηνή, όμως, παραδίδουν αναλυτικότερες μαρτυρίες για το ζήτημα. Σύμφωνα με αυτούς, ο Τουτάχ έστειλε τον αιχμάλωτο στον Αλέξιο και έλαβε ομήρους, ώσπου να πληρωθούν τα λύτρα. Τα χρήματα, ωστόσο, που περίμενε ο Αλέξιος από την Κωνσταντινούπολη, αργούσαν να φτάσουν και οι Τούρκοι τον πίεζαν να τους πληρώσει, διαφορετικά θα έ- παιρναν πίσω τον αιχμάλωτο και θα τον ελευθέρωναν. Έτσι, ο Αλέξιος προσπάθησε να συγκεντρώσει ο ίδιος τα χρήματα: απευθύνθηκε στους εύπορους πολίτες της Αμάσειας, όπου βρισκόταν με τον αιχμάλωτο και τους ζητούσε να συνδράμουν οικονομικά, για να συγκεντρωθεί το ποσό. Οι τελευταίοι, όμως, δεν έδειχναν διάθεση να συνεργαστούν και αντιθέτως επιθυμούσαν να απελευθερώσουν τον Ουρσέλιο, πρόθεση που, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, οφειλόταν μάλλον στην προηγούμενη δράση του στασιαστή στην περιοχή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο Ουρσέλιος προστάτευε τις πόλεις του Αρμενιακού από τις τουρκικές επιδρομές, σε αντίθεση με την κεντρική εξουσία που αδυνατούσε να βοηθήσει. Τελικά, ο Α- λέξιος πέτυχε τον σκοπό του εφαρμόζοντας ένα τέχνασμα: προσποιήθηκε ότι τυφλώνει τον Ουρσέλιο ως αποτέλεσμα οι αντιρρησίες αποθαρρύνθηκαν και οι κάτοικοι της πόλης πείστηκαν να συνεργαστούν. Μ αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα χρήματα και να ολοκληρώθηκε η συναλλαγή, αν και οι πηγές δεν αναφέρουν την αποπληρωμή των Τούρκων 371. Ακολούθως, κατέφθασαν στην Αμάσεια απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, που πίεζαν τον Αλέξιο να μεταφέρει τον αιχμάλωτο στην πρωτεύουσα, αλλά εκείνος φοβούμενος τη συσπείρωση των υπόλοιπων Νορμανδών της περιοχής γύρω από έναν νέο ηγέτη, προτίμησε, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, να διεξαγάγει επιχειρήσεις εναντίον των φρουρίων που απέμεναν υπό νορμανδική κατοχή. Πράγματι, α- φού απέκλεισε πολλά κάστρα και επιτέθηκε σε μεμονωμένες ομάδες, απεκατέστησε την αυτοκρατορική κυριαρχία σε αρκετές πόλεις και κάστρα της περιοχής. Μετά, πήρε τον δρόμο της επιστροφής, διερχόμενος από την Παφλαγονία, ώσπου έφτασε στις ακτές του Πόντου. Εκεί, διέκοψε για λίγο την πορεία του, για να επισκεφτεί με μικρή συνοδεία τα πατρογονικά του κτήματα στην Κασταμονή, αλλά εκείνα είχαν ερημωθεί από τις τουρκικές επιδρομές και ο ίδιος με δυσκολία διέφυγε από μια τουρκική ενέ- 371 Μιχαήλ Ατταλειάτης , Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Άννα Κομνηνή , που αναφέρει ότι ο Αλέξιος έστειλε ομήρους στον Τουτάχ, καθώς και χρήματα, πριν την αιχμαλωσία του Ουρσέλιου. Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 98. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος (και για την ερμηνεία του περιστατικού της Αμάσειας). Του ιδίου, Κατάρρευση

130 δρα 372. Σχετικά με την συγκεκριμένη πληροφορία, ο Γ. Λεβενιώτης παρατήρησε ότι η ερήμωση αυτή των γαιών των Κομνηνών οφειλόταν στην προτίμηση της οικογένειας (όπως και πολλών άλλων αριστοκρατικών οικογενειών, αυτήν την εποχή) να κατοικεί στην ασφάλεια της πρωτεύουσας παρά να υπερασπίζεται τις αγροτικές εκτάσεις της. Αντιθέτως, συνέχισε ο ίδιος ερευνητής, στις περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου οι αριστοκρατικές οικογένειες παρέμειναν και τις υπερασπίστηκαν, η τουρκική διείσδυση έγινε με μικρότερη ευκολία 373. Ο Αλέξιος, ακολούθως, διήλθε από στενωπούς και τελικά έφτασε στην Ηράκλεια του Πόντου, όπου συνάντησε τον Μαύρηκα και φιλοξενήθηκε απ αυτόν. Ο τελευταίος, φαίνεται ότι είχε συγκεντρώσει ένα μικρό στρατιωτικό σώμα, το οποίο είχε ως διοικητή τον Μιχαήλ Βουτουμίτη και που, κατά τον P. Gautier, αποτελούνταν μάλλον από προσωπικούς του άνδρες και όχι από στρατιώτες της αυτοκρατορίας 374. Η διαμονή του Αλεξίου στην Ηράκλεια διαταράχτηκε από την είδηση της προσέγγισης μιας τουρκικής ομάδας, την οποία ο Κομνηνός έσπευσε να αντιμετωπίσει με τη βοήθεια των στρατιωτών του Μαύρηκα, αν και τελικά οι επιδρομείς αποχώρησαν αμαχητί. Τότε, μάλιστα, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Αλέξιος επιθυμούσε να παραμείνει στην περιοχή, για να την προστατεύσει από τις επιδρομές, αλλά σύντομα έφτασαν επιστολές του αυτοκράτορα, που τον διέτασσαν να επιβιβαστεί στο πλοίο που είχε καταφτάσει και να επιστρέψει στην πρωτεύουσα ταχέως με τον αιχμάλωτο, γιατί τα οδικά δίκτυα δεν ήταν ασφαλή, εξαιτίας των τουρκικών ομάδων. Μ αυτόν τον τρόπο, ο Αλέξιος Κομνηνός μετέφερε τον Ουρσέλιο στην Κωνσταντινούπολη, τερματίζοντας έτσι το κίνημά του 375. Η στάση του Ουρσέλιου προκάλεσε, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, καίρια πλήγματα στην αυτοκρατορία. Οι ήδη αποδυναμωμένες βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις ηττήθηκαν επανειλημμένα από τον Ουρσέλιο και κατά τον Γ. Λεβενιώτη, έπαψαν να αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη. Η ακόλουθη τακτική του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ να εκμισθώνει τις υπηρεσίες μεγάλων τουρκικών ομάδων για την πάταξη της στάσης έδωσε την ευκαιρία στις τελευταίες να προωθηθούν στο εσωτερικό της Μικράς Α- σίας φτάνοντας μέχρι τα βορειοδυτικά της παράλια. Οι ομάδες αυτές μάλιστα δρούσαν ανενόχλητες, υ- πό το πρόσχημα της προσφοράς υπηρεσιών προς τον αυτοκράτορα. Παράλληλα, καθώς η προσοχή της 372 Η Κασταμονή ήταν ένα φρούριο στην κοιλάδα του άνω Αμνία στη βόρεια Παφλαγονία, 89 χλμ. βόρεια της Γάγγρας. Α- ποτελούσε την ιδιαίτερη πατρίδα των Κομνηνών, καθώς εκεί βρίσκονταν τα κτήματα της οικογένειας. Βλ. Cl. Foss, Kastamon, ODB Kl. Belke, Paphlagonien und Honōrias Για την καταγωγή των Κομνηνών, βλ. Κ Βαρζός, Γενεαλογία, Α 25-26, που παρατήρησε ότι η γενέτειρα των Κομνηνών ήταν η κώμη Κόμνη της Θράκης και ότι η οικογένεια κάποια στιγμή απέκτησε κτήματα στην Κασταμονή, με την οποία συνδέθηκε έκτοτε. 373 Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Για τον βίο του (Μιχαήλ) Μαύρηκα υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία: οι αναφορές των πηγών φανερώνουν ότι αυτήν την εποχή είχε αναδειχτεί σε σπουδαίο ναυτικό κυβερνήτη. Βλ. P. Gautier, Bryennios , σημ. 4. Α. Kazhdan, Maurex, ODB Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 188, σημ Όσον αφορά τον Μιχαήλ Βουτουμίτη, σύμφωνα με τον P. Gautier, στην πραγματικότητα ο Νικηφόρος Βρυέννιος εννοεί μάλλον τον Μανουήλ Βουτουμίτη, που υπηρέτησε τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α Κομνηνό και διετέλεσε δούξ Βιθυνίας. Βλ. P. Gautier, Bryennios , σημ. 3. Δ. Τσουγγαράκης, Νικηφόρος Βρυέννιος 187, σημ Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος 189, σημ B. Skoulatos, Personnages Τέλος, η Ηράκλεια ήταν σημαντική πόλη-λιμάνι του Πόντου και βρίσκεται 64 χλμ. βόρεια της Κλαυδιουπόλεως. Είναι η σημερινή πόλη Ereğli. Βλ. Cl. Foss, Herakleia Pontike, ODB Kl. Belke, Paphlagonien und Honōrias Μιχαήλ Ατταλειάτης Νικηφόρος Βρυέννιος Άννα Κομνηνή Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 33. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 73. P. Gautier, Bryennios 197, σημ. 5. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 98. Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος (και 189, σημ. 257). 129

131 βυζαντινής κυβέρνησης είχε στραφεί στην αντιμετώπιση του στασιαστή, οι τουρκικές επιδρομές δεν α- ντιμετωπίζονταν, πλέον, με αποτέλεσμα οι επαρχίες να αποκοπούν από την πρωτεύουσα, οι πληθυσμοί της μικρασιατικής χερσονήσου να μείνουν ανυπεράσπιστοι και η κατάσταση αστάθειας και αποσύνθεσης που επικρατούσε να χειροτερεύσει. Εκτός αυτού, όμως, το κίνημα επιβάρυνε επίσης οικονομικά το κράτος λόγω των λεηλασιών, των πληρωμών μισθοφόρων, αλλά και της χορήγησης χρημάτων σε πόλεις, για να μην υποστηρίξουν τον Ουρσέλιο και τέλος, πολιτικά, καθώς προκάλεσε διχασμό στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας 376. β) Η ανάμιξη των Τούρκων αρχηγών στις βυζαντινές εσωτερικές έριδες των ετών Η γενικότερη αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης αυτήν την εποχή ενθάρρυνε την εμφάνιση και άλλων αποσχιστικών κινημάτων. Την ίδια περίπου εποχή ανεξαρτητοποιήθηκαν ορισμένοι Αρμένιοι αρχηγοί στις περιοχές της Καππαδοκίας, της Κιλικίας και της Μεσοποταμίας, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάρρευση της βυζαντινής εξουσίας στη Μικρά Ασία και την ορεινή τοπογραφία της περιοχής. Οι περιοχές, όπου εκδηλώθηκαν αυτά τα κινήματα, είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται εθνολογικά ήδη από τον προηγούμενο αιώνα και η συγκέντρωση Αρμενίων εκεί ενισχύθηκε σημαντικά μετά την έναρξη των τουρκικών επιδρομών στα εδάφη της Αρμενίας στο δεύτερο μισό του 11 ου αιώνα 377. Παράλληλα, έλαβαν χώρα άλλα δύο στασιαστικά κινήματα με φιλοδοξίες μεγαλύτερες από την ανεξαρτητοποίηση σε μια επαρχία: αφ ενός, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης στασίασε στη Μικρά Ασία και αφ ετέρου, ο Νικηφόρος Βρυέννιος στη Βαλκανική χερσόνησο λίγες, μάλλον, εβδομάδες αργότερα. Τα δύο κινήματα εκδηλώθηκαν μάλλον τον Οκτώβριο του Όσον αφορά τα αίτια της πραγματοποίησής τους, ο Σπ. Βρυώνης τα ενέταξε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού «γραφειοκρατών-στρατιωτικών» και θεώρησε ότι αποτελούσαν την εκδήλωση της στρατιωτικής αντίδρασης στη βασιλεία του Μιχαήλ Ζ. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος με την υποστήριξη του αδελφού του, Ιωάννη και του Νικηφόρου Βασιλάκιου κατευθύνθηκε με τις στρατιές της Δύσης προς την Κωνσταντινούπολη και τον Νοέμβριο του 1077 ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στην Τραϊανούπολη. Ακολούθως, εισήλθε στην Αδριανούπολη και πήρε με το μέρος του τις παραλιακές πόλεις Ραιδεστό και Πάνιο. Μετά, ο Ιωάννης Βρυέννιος με ένα τμήμα του στρατού έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη, με την ελπίδα ότι οι κάτοικοι θα του άνοιγαν τις πύλες, ωστόσο αυτό δεν συνέβη και έτσι, ο στασιαστής υποχώρησε στο χωριό Αθύρα της Θράκης, όπου παρέμεινε με ένα μέρος των στρατιωτών, ενώ τους υπόλοιπους τους έστειλε να διαχειμάσουν. Στα τέλη του 1077, ο αυτοκράτορας ελευθέρωσε τον Ουρσέλιο και τον έστειλε μαζί με τον Αλέξιο Κομνηνό να αντιμετωπίσουν τους στασιαστές. Οι δύο στρατηγοί πράγματι νίκησαν τον Ιωάννη Βρυέννιο και κατέλαβαν το χωριό Αθύρα. Ο στρατός των στασιαστών ηττήθηκε και άλλες φορές μέσα στη διάρκεια του 1078 και μάλιστα για ένα 376 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 98, Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Αναλυτικά για την ανεξαρτητοποίηση των Αρμενίων της Μικράς Ασίας, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , , 215, , , , , , , , , , ,

132 διάστημα ο Νικηφόρος Βρυέννιος πολιορκήθηκε μέσα στην Αδριανούπολη από μια ομάδα Πετσενέγων, που είχαν κάνει εισβολή στα εδάφη της αυτοκρατορίας 378. Στο μεταξύ, διαφορετική εξέλιξη είχε το κίνημα του Νικηφόρου Βοτανειάτη στη Μικρά Ασία. Ο τελευταίος είχε την υποστήριξη πολλών μεγαλογαιοκτημόνων της Μικράς Ασίας και σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, εκμεταλλεύτηκε την απογοήτευση των κατοίκων των επαρχιών εξαιτίας της εγκατάλειψής τους από τον αυτοκράτορα 379. Στις αρχές του 1078, ξεκίνησε την πορεία του προς τη Βιθυνία, εγκαταλείποντας τη Φρυγία, όπου βρισκόταν (συγκεκριμένα, στην πόλη Λάμπη, κατά τον P. Gautier), με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη 380. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, μάλιστα, ο στασιαστής στη διαδρομή δεν κινδύνευσε από τη δράση των Τουρκομάνων που κυριαρχούσαν στα οδικά δίκτυα, γιατί οι τελευταίοι δεν επιθυμούσαν να τον εμποδίσουν, αλλά αντίθετα επέτρεπαν στους υποστηρικτές του να αυτομολήσουν προς το μέρος του. Εξάλλου, όπως παρατήρησε ο Ι. Καραγιαννόπουλος, οι Τούρκοι είχαν συμφέρον να βρίσκονται οι Βυζαντινοί σε διαμάχη, για να δρούνε οι ίδιοι ανενόχλητοι 381. Παρόλ αυτά, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, μόλις ο Μιχαήλ Ζ πληροφορήθηκε για τη στάση του Νικηφόρου Βοτανειάτη, επιχείρησε να τον αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας για άλλη μια φορά την πρακτική της εκμίσθωσης Τούρκων, ώστε να τον συλλάβουν έναντι δώρων και πλούσιων υποσχέσεων και να του τον παραδώσουν: «...ἀλλὰ τῶν Τούρκων ὡς οἰκειοτάτων καὶ φιλίων ἀντιποιούμενος [δηλαδή ο Μιχαήλ Ζ ] διεπέμπετο πρὸς αὐτούς καὶ δώροις ἀμέτροις καὶ παντοδαπαῖς ὑποσχέσεσι διηρεθίζετο κατ αὐτοῦ, ὥστε παντὶ σθένει καὶ μηχανῇ καταγωνίσασθαι τοῦτον καὶ ἢ μαχαίρας ἔργον ποιήσασθαι εἴτ αἰχμάλωτον θέσθαι καὶ ὤνιον τοῖς μισοῦσιν αὐτὸν» 382. Ο ιστορικός Νικηφόρος Βρυέννιος αναφέρει πιο συγκεκριμένα ότι ο αυτοκράτορας έστειλε απεσταλμένους στον «άρχοντα των Τούρκων», τον Sulaymān ibn Kutulmish (Σολυμάν, κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο), ωθώντας τον να στραφεί εναντίον του στασιαστή: «Ὁ βασιλεὺς δὲ καὶ ὁ λογοθέτης τὸν ἐντὸς ἀγνοήσαντες πόλεμον πρὸς τὸν ἔ- ξωθεν ἐξηρτύοντο καὶ πρὸς τὸν τῶν Τούρκων διεπρεσβεύοντο ἄρχοντα ἦν δὲ τηνικαῦτα τούτων κατάρχων Σολυμάν, ὁ τοῦ Κουτλουμοῦς υἱός ἐξοπλίζοντες τοῦτον κα-τὰ τοῦ Βοτανειάτου» 383. Ο 378 Μιχαήλ Ατταλειάτης , , , Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος , , Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. P. Gautier, Bryennios 225, σημ. 6 για τη χρονολόγηση της ανακήρυξης του Νικηφόρου Βρυέννιου, 233, σημ. 4 για τη χρονολόγηση της άφιξης του Ιωάννη Βρυέννιου μπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 95. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β , ο οποίος, όμως, εσφαλμένα χρονολογεί την εκδήλωση του κινήματος του Νικηφόρου Βρυέννιου στις αρχές του Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Νικηφόρος Βρυέννιος Βλ. P. Gautier, Bryennios 237 (σημ. 5), 239 (σημ. 9), που χρονολογεί την αναχώρηση του Νικηφόρου Βοτανειάτη από τη Λάμπη στις αρχές του Για τη χρονολόγηση, βλ. και D. Polemis, Chronology Η Λάμπη ήταν πόλη και στρατιωτική περιφέρεια (βάνδον) της Φρυγίας. Πιθανότατα, βρισκόταν ανάμεσα στον άνω Μαίανδρο και τον Acı Göl. Για την ιστορία της, βλ. K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Πρβλ. Ιωάννης Ζωναράς, Γ : «διακηρυκεύεται τοίνυν πρὸς τοὺς Τούρκους ὁ βασιλεύς, ἁδρὰς αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενος δωρεάς, εἰ τοὺς ἀποστατήσαντας συσχόντες παραδοῖεν αὐτῷ». 383 Νικηφόρος Βρυέννιος Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή

133 Sulaymān φαίνεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελί-ξεις, που θα οδηγούσαν στην ίδρυση του σουλτανάτου του Ρουμ και γι αυτό είναι σκόπιμο να γίνει μια σύντομη επισκόπηση του βίου του μέχρι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για τον Sulaymān αναφέρονται στην αιχμαλωσία του ίδιου και των αδελφών του από τον Alp-Arslan ( ). Μετά την ήττα και τον θάνατο του πατέρα τους, Kutulmish, στην περιοχή του Isfara in στο Χορασάν (Δεκέμβριος 1063/Ιανουάριος 1064) και για τα ε- πόμενα δώδεκα περίπου χρόνια δεν υπάρχουν αναφορές στους υιούς του Kutulmish 384. Το 1075 εμφανίζονται, σύμφωνα με τον Sibt bin al-jawzī (τις πληροφορίες του οποίου παραθέτει ο Cl. Cahen), να υποστηρίζουν τους Φατιμίδες στη Συρία εναντίον του Atsiz ibn Uvaq al Khwarizmi, στρατηγού του σουλτάνου Malik-Shāh ( ) 385. Σύμφωνα με την παράδοση (κυρίως του Aqsarāyī και του ανώνυμου συγγραφέα του Seldjuknāmeh), κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Alp-Arslan οι αιχμάλωτοι υιοί του Kutulmish βρίσκονταν στα σύνορα της Συρίας, στον Ευφράτη, είτε ως εξόριστοι αρχηγοί μικρών ομάδων Τουρκομάνων, είτε ως φυλακισμένοι 386. Όταν το 1073 σκοτώθηκε ο Alp-Arslan, οι υιοί του Kutulmish άρπαξαν την ευκαιρία και δραπέτευσαν, πιθανότατα στη Μικρά Ασία, βρίσκοντας καταφύγιο ανάμεσα σε Τουρκομάνους, παλιούς υποστηρικτές του πατέρα τους και γενικά ανυπότακτους στην ε- ξουσία του σουλτάνου 387. Ο Cl. Cahen υποστήριξε ότι αν και η φυγή των υιών του Kutulmish στη Μικρά Ασία δεν είναι σίγουρη ως το 1078, οπότε αναφέρονται πλέον και από τους Βυζαντινούς συγγραφείς 388, βέβαιο παραμένει ότι ως το 1075 βρέθηκαν επικεφαλής σημαντικών ομάδων Τουρκομάνων, αφού εκείνη τη χρονιά, όπως προαναφέρθηκε, δύο υιοί του Kutulmish αναφέρονται από τον Sibt bin al-jawzī να πολεμούν εναντίον του Atsiz στη Συρία 389. Οι δύο αυτοί αδελφοί ταυτίστηκαν με κάποια επιφύλαξη από τον Cl. Cahen με τον Alp-Ilek (που αναφέρεται από τον Ματθαίο Εδέσσης και τον Μιχαήλ Σύρο) και τον Daulab (ο οποίος αναφέρεται από τον al-azimi). Ο Atsiz νίκησε και αιχμαλώτισε τους δύο αδελφούς, 384 Αυτή είναι η εκτίμηση του Cl. Cahen, αλλά ο συγκεκριμένος ερευνητής φαίνεται πως δεν λαμβάνει υπόψη του τη μαρτυρία του Μιχαήλ Σύρου, Γ , ο οποίος αναφέρει ότι ο Alp-Arslan έστειλε τον Sulaymān ibn Kutulmish να λεηλατήσει την Αρμενία, πριν εισβάλει ο ίδιος. Μάλιστα, ο Μιχαήλ Σύρος αποδίδει στον Sulaymān κάποιον ηγετικό ρόλο στη μάχη του Μαντζικέρτ. Για την άποψη του Cl. Cahen, βλ. Cl. Cahen, Qutlumush Του ιδίου, Pre-Ottoman Turkey Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή (Qutlumush 27, σημ. 55), οι υιοί του Kutulmish πρέπει να ήταν τέσσερις: Sulaymān, Mansūr και ίσως Alp-Ilek και Daulab. Αναλυτικά για την εξέγερση και τον θάνατο του Kutulmish, βλ. Του ιδίου, Qutlumush Cl. Cahen, Première Pénétration 35-36, όπου παρατίθεται η πληροφορία του Sibt bin al-jawzī. Αξιοσημείωτο είναι, όπως παρατήρησε ο ίδιος ερευνητής (Première Pénétration 35, σημ. 5), ότι, ενώ η αφήγηση των μουσουλμάνων συγγραφέων (Ibn Muyassar, Ibn Shaddād, Kamāl al-dīn, Sibt bin al-jawzī) για τον πόλεμο στη Συρία είναι ίδια, μόνο ο Sibt bin al-jawzī αναφέρει τη συμμετοχή δύο υιών του Kutulmish. Του ιδίου, Qutlumush Cl. Cahen, Qutlumush 25-26, με τις μαρτυρίες των πηγών. 387 Cl. Cahen, Qutlumush 26. Του ιδίου, Pre-Ottoman Turkey 74. Όπως υποστήριξε ο ίδιος ερευνητής (Première Pénétration 35. Του ιδίου, Qutlumush 26. Του ιδίου, Pre-Ottoman Turkey 74) η αντίληψη, που επικρατεί στην περσική ιστοριογραφία ότι οι υιοί του Kutulmish στάλθηκαν στη Μικρά Ασία, για να αποκτήσουν δικές τους επικράτειες, με την υποστήριξη του σουλτάνου Malik-Shāh, μάλλον δεν ισχύει και κατά πάσα πιθανότητα κατέφυγαν εκεί ως εχθροί του σουλτάνου. 388 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση θεωρεί ότι μαζί με τους αδελφούς αυτούς ήρθε και ο πατέρας τους, ο Kutulmish. Επίσης, ο Ιωάννης Ζωναράς αναφέρεται μόνο στον Kutulmish. Για το ζήτημα της υποτιθέμενης άφιξης του Kutulmish στη Μικρά Ασία, αυτήν την εποχή, θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω. 389 C. Cahen, Première Pénétration 35 και σημ 5, όπου παρατίθενται οι πληροφορίες του Sibt bin al-jawzī. 132

134 τους οποίους έστειλε στον σουλτάνο Malik-Shāh. Όσον αφορά τους εναπομείναντες υιούς του Kutulmish, φαίνεται πως ένας απ αυτούς διενεργούσε επιδρομές εναντίον του Χαλεπίου και μάλιστα προσπάθησε μάταια να ελευθερώσει τους αιχμάλωτους αδελφούς του, ενώ, αργότερα, εντοπίζονται και οι δύο (ο Sulaymān και ο Mansūr) στη Μικρά Ασία, όπου δρούσαν ως επιδρομείς επικεφαλής ομάδων Τουρκομάνων 390. Ακολούθως, όπως φάνηκε, οι υιοί του Kutulmish με τους Τουρκομάνους πολεμιστές τους έλαβαν μέρος σε βυζαντινές διαμάχες για την εξουσία. Ο Sulaymān πρώτα προσεγγίστηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ, κατά τον ιστορικό Νικηφόρο Βρυέννιο, με σκοπό να σταματήσει την προώθηση του Νικηφόρου Βοτανειάτη. Ο Τούρκος αρχηγός έφτασε πράγματι σε συμφωνία με τον αυτοκράτορα και επιτηρούσε τα οδικά δίκτυα και τα περάσματα, για να εμποδίσει τη διάβαση του Βοτανειάτη. Ο τελευταίος, κατά συνέπεια, μόλις έφτασε στο Κοτυάειο της Φρυγίας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις οδικές αρτηρίες και προσπάθησε να πλησιάσει κρυφά στη Νίκαια, ξεφεύγοντας από τους Τουρκομάνους 391. Ωστόσο, αυτοί αντιλήφθηκαν την κίνησή του και έσπευσαν να τον εμποδίσουν με τα τόξα τους. Τη λύση του προβλήματος στον στασιαστή έδωσε τελικά ο Τούρκος Χρυσόσκουλος. Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Χρυσόσκουλος κατά την εποχή της εκδήλωσης του κινήματος του Νικηφόρου Βοτανειάτη, ζούσε «στις δυτικές περιοχές» («ἐπιδημοῦντα τηνικαῦτα τοῖς τῆς ἑσπέρας μέρεσι»), δηλαδή, λογικά, στις περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας, όπου εξελισσόταν το κίνημα. Ο Χρυσόσκουλος συντάχτηκε με τον στασιαστή και όταν οι δυνάμεις του τελευταίου εμποδίστηκαν από τον Σουλεϊμάν, ο Τούρκος σύμμαχος του Βοτανειάτη στάλθηκε ως μεσολαβητής. Πράγματι, ο Χρυσόσκουλος πρόσφερε χρήματα και έπεισε τους Τουρκομάνους του Sulaymān να επιτρέψουν τη διάβαση στους άνδρες του Βοτανειάτη. Αν και δεν δηλώνεται ρητά από τον ιστορικό, ο Sulaymān θα πρέπει τότε να πέρασε στην παράταξη του Βοτανειάτη, γιατί αργότερα αναφέρεται ότι έστειλε στρατιωτική υποστήριξη στον τελευταίο, εναντίον του στασιαστή Νικηφόρου Βρυέννιου 392. Παρεμφερείς πληροφορίες δίνει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, που αναφέρει ότι οι Τούρκοι που στέλνονταν από τον αυτοκράτορα εναντίον του Βοτανειάτη προσέρχονταν τελικά στο πλευρό του, ενώ όσοι του επιτίθεντο, νικιούνταν. Παρακάτω, ο ιστορικός αναφέρει πιο συγκεκριμένα ότι οι «μισθοφόροι» που είχε στείλει ο αυτοκράτορας, για να φυλάσσουν τη Νίκαια, εγκατέλειψαν σχεδόν αμέσως την αποστολή τους και προσχώρησαν στον Βοτανειάτη, στο Κοτυάειο, όπου του δήλωσαν υποταγή. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης δεν προσδιορίζει την εθνική προέλευση των συγκεκριμένων μισθοφόρων, αλλά αμέσως μετά την αναφορά στην αυτομόλησή τους, σχολιάζει τον θαυμασμό που είχε προκαλέσει η υποταγή των ατί- 390 Ibn al- Athir, al-kāmil (Ι) 172, 190, , όπου περιγράφονται αναλυτικά οι επιχειρήσεις του Atsiz στη Συρία και στην Αίγυπτο, αλλά χωρίς αναφορά στους υιούς του Kutulmish. Βλ. C. Cahen, Première Pénétration και ιδιαίτερα 36, σημ. 1, 2. Του ιδίου, Qutlumush Του ιδίου, Pre-Ottoman Turkey Το Κοτυάειο βρίσκεται στην περιοχή της κοιλάδας του άνω Τέμβρου, περίπου 4 χλμ. δυτικά του ποταμού. Πρόκειται για τη σημερινή Κιουτάχεια. Για την ιστορία της πόλης, βλ. K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien Νικηφόρος Βρυέννιος για την προσχώρηση του Χρυσόσκουλου στο κίνημα του Βοτανειάτη. Αυτόθι , για το αίτημα του Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη για στρατιωτική βοήθεια από τον Sulaymān. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 75. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή

135 θασων Τούρκων στην παράταξη του Βοτανειάτη 393. Συνεπώς, ίσως να εννοεί ότι οι συγκεκριμένοι μισθοφόροι ήταν Τούρκοι, δήλωση που θα συμφωνούσε με τη μαρτυρία του ιστορικού Νικηφόρου Βρυέννιου. Λίγο αργότερα, μάλιστα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης αναφέρει ότι ανάμεσα στους Τούρκους που συντάχτηκαν με τον Βοτανειάτη στη Νίκαια, ήταν και κάποιοι αδελφοί με την επωνυμία Κουτλουμούση, οι οποίοι είχαν αριστοκρατική καταγωγή και ήταν συγγενείς του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον Βυζαντινό συγγραφέα, οι αδελφοί αυτοί είχαν έρθει σε σύγκρουση με τον σουλτάνο και κατέφυγαν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, για να εγκαθιδρύσουν ένα κράτος αντίπαλο προς εκείνο του συγγενή τους. Ο ιστορικός δεν προσδιορίζει αν οι συγκεκριμένοι Τούρκοι ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν προσληφθεί από τον Μιχαήλ Ζ, για να αντιμετωπίσουν τον Βοτανειάτη, αλλά ίσως μπορεί να υποτεθεί ότι ο Μιχαήλ Ατταλειάτης προσπαθεί σκόπιμα να αποκρύψει το συγκεκριμένο γεγονός, για να τονίσει ότι οι Τούρκοι αυτοί άρχοντες υποτάχτηκαν αποκλειστικά στον στασιαστή, αναδεικνύοντας έτσι το μεγαλείο του τελευταίου: «Διὸ καί τινες τῶν εὐπατριδῶν τῆς Περσίδος, ἀδελφοὶ κατὰ σάρκα καὶ φύσιν ὑπάρχοντες καὶ τὴν τοῦ Κουτλουμοῦση ἐπωνυμίαν ἐκ πατρῴας προσηγορίας ἐφέλκοντες, τῆς σουλτανικῆς δὲ μερίδος καὶ ἐξουσίας ἀντιποιοῦμενοι καὶ τῷ ἐθνάρχῃ τῶν Οὔννων ἀντιταττόμενοι καὶ κατὰ τοῦτο τῇ Ῥωμαίων προσφοιτήσαντες γῇ καὶ κράτος ἑαυτοῖς ἀντίθετον ἐκείνῳ περιποιούμενοι, προσῆλθον αὐτῷ κατὰ Νίκαιαν. Καὶ ὅπερ ἐν οὐδενὶ βασιλεῖ τῶν Περσῶν, γένους ὄντες βασιλικοῦ, οὔτε Ῥωμαίων κατεδέξατο πρᾶξαι, τοῦτο πρὸς αὐτὸν παραδόξως ἀπέδειξαν, γόνυ τε κλίναντες καὶ προοδοποιεῖν αὐτῷ τὴν εἰς τὴν βασιλίδα ὁδοιπορίαν σὺν πολλῇ πεποιθήσει διασημαίνοντες» 394. Τα ονόματα των συγκεκριμένων αδελφών δεν παραδίδονται από τον ιστορικό, αλλά θα μπορούσε ίσως να υποτεθεί ότι αυτοί ήταν ο Sulaymān και ο Mansūr, που κατά τον Cl. Cahen, ήταν οι εναπομείναντες υιοί του Kutulmish 395. Συνεπώς, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη και τον Νικηφόρο Βρυέννιο, οι υιοί του Kutulmish προσλήφθηκαν από τον Μιχαήλ Ζ στη διάρκεια του κινήματος του Νικηφόρου Βοτανειάτη, αλλά τελικά συντάχτηκαν με τον στασιαστή. Διαφορετικές πληροφορίες παραδίδει η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση, που παραλείπει να αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας είχε προσλάβει τους συγκεκριμένους (ή άλλους) Τούρκους, για να αντιμετωπίσουν 393 Μιχαήλ Ατταλειάτης , : «μισθοφορικὸν δ ἐκ τῆς τοῦ ἀντιθέτου βασιλέως ἀποστολῆς τῇ κατὰ Βιθυνίαν Νικαίᾳ ἐπιξενούμενον καὶ συντηροῦν τῷ βασιλεῖ τὴν πόλιν δῆθεν ἀπερικτύπητον, πρὸ τριῶν ἡμερῶν καταλιπὸν τὸ ἐπίταγμα καὶ τῆς τοῦ πέμψαντος εὐηθείας κατορχησάμενον, μετὰ δουλικοῦ καὶ συντάγματος καὶ σχήματος ἀπήντησε τούτῳ τῷ Κοτυαείῳ προσμίξαντι. καὶ τὴν δουλείαν ὁμολογῆσαν καὶ τὸ τῆς πίστεως τρανολογῆσαν ὑπόδειγμα προεπορεύετο καὶ προεκινδύνευε τούτου μετὰ τῶν ἰδίων ὅπλων καὶ ἵππων καὶ τῆς ἄλλης παρασκευῆς. Διὰ θαύματος δ ἐποιεῖτο πῶς οἱ θρασεῖς καὶ πολεμικώτατοι Τοῦρκοι τιθασσοὶ καὶ χειροήθεις γεγόνασι καὶ τὸν δουλικὸν ζυγὸν ὑπελθεῖν κατατίθενται καὶ περινοστοῦσι μὲν ἱππαζόμενοι, δορυφόρων δὲ τάξιν ἀποπληροῦντές εἰσι». Πρέπει, ωστόσο, να διατηρηθούν κάποιες αμφιβολίες για την ταύτιση των μισθοφόρων με τους Τούρκους, γιατί κατά την εξιστόρηση του κινήματος του Νικηφόρου Βοτανειάτη, ο ιστορικός πολύ συχνά παρεμβάλλει στη διήγησή του σχόλια σχετικά με τη στάση των Τούρκων, την ευμενή τους διάθεση απέναντι στον στασιαστή ή και την προσχώρησή τους στην παράταξή του. Επομένως, ίσως η παραπάνω δήλωση του Ατταλειάτη να αποτελεί ένα γενικό σχόλιο, άσχετο από την αυτομόληση των μισθοφόρων. 394 Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey

136 τον Βοτανειάτη. Αναφέρει αντιθέτως ότι ο τελευταίος βαδίζοντας προς τη Νίκαια συνέστησε μέσα στον στρατό του και ένα τουρκικό σώμα υπό τον Kutulmish και τους πέντε υιούς του, που ήταν συγγενείς του σουλτάνου της Βαγδάτης, πληροφορία που φαίνεται να αποδέχεται και ο Ιωάννης Ζωναράς. Μάλιστα, οι συγγραφείς αυτοί παραδίδουν και μια διήγηση για το πώς ο Kutulmish ήταν έτοιμος να συγκρουστεί με τον σουλτάνο, αλλά με την παρέμβαση του χαλίφη αποφασίστηκε να κατευθυνθεί ο Kutulmish στη γη των Ρωμαίων και να την κατακτήσει, ώστε να αποφευχθεί ο εμφύλιος ανάμεσα στους μουσουλμάνους 396. Ωστόσο, οι μουσουλμανικές πηγές (ανάμεσά τους ο al-bundari, o Zahir al-din Nishapuri, o Ibn al-athir και o Ibn Khallikan, οι πληροφορίες των οποίων παραθέτονται από τον C. E. Bosworth) παραδίδουν ότι ο Kutulmish σκοτώθηκε το 1063/4, άποψη, την οποία φαίνεται πως αποδέχεται και η σύγχρονη έρευνα 397. Οι μουσουλμάνοι αυτοί συγγραφείς βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στην περιοχή, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα της εξέγερσης του Kutulmish σε σύγκριση με τους απομακρυσμένους ιστορικούς του Βυζαντίου και επιπλέον, φαίνονται να συμφωνούν μεταξύ τους σε ό,τι έχει να κάνει με την τύχη του Kutulmish. Γι αυτό, οι πληροφορίες των μουσουλμάνων συγγραφέων σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα φαίνονται προτιμότερες. Επομένως από τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση και τον Ιωάννη Ζωναρά μπορεί να συναχτεί μόνο ότι η οικογένεια του Kutulmish συντάχτηκε με τον Βοτανειάτη. Σε κάθε περίπτωση, ο προσεταιρισμός της οικογένειας του Kutulmish από τον Νικηφόρο Βοτανειάτη ήταν καθοριστικής σημασίας για τις μετέπειτα εξελίξεις. Ο στασιαστής κατάφερε να προωθηθεί με ασφάλεια ως τη Χρυσόπολη. Στη συνέχεια, εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη εξέγερση, με αποτέλεσμα να εκθρονιστεί ο Μιχαήλ Ζ. Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης εισήλθε στην πόλη στις 3 Απριλίου του 1078 και στέφθηκε αυτοκράτορας Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ , ο οποίος, όμως, αναφέρει (Ιωάννης Ζωναράς, Γ ) επίσης την ανάθεση από τον αυτοκράτορα σε κάποιους Τούρκους να αντιμετωπίσουν τον Βοτανειάτη. Ε- πίσης, φαίνεται να διαχωρίζει τους Τούρκους των Kutulmish από τη φρουρά της Νίκαιας που προσχώρησε στην παράταξη του Βοτανειάτη (Ιωάννης Ζωναράς, Γ ). 397 Για τον Kutulmish σύμφωνα με τις μουσουλμανικές πηγές και ιδιαίτερα για τον θάνατό του, βλ. Cl. Cahen, Qutlumush και 24 για τον θάνατό του. C. E. Bosworth, History 58. Πρβλ. και P. Gautier, Bryennios 240, σημ. 2, όπου ο ερευνητής παρατήρησε ότι η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση και ο Ιωάννης Ζωναράς συγχέουν τον Sulaymān με τον πατέρα του, Kutulmish. Αντίθετα, ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 50, θεώρησε ότι ο Βοτανειάτης είχε αναπτύξει σχέσεις ως το 1077 με τον Kutulmish και μάλιστα τον αντάμειψε για τις υπηρεσίες του και ότι ο Τούρκος φύλαρχος δολοφονήθηκε την ίδια χρονιά από ανθρώπους του Malik-Shāh. Επίσης, ο ίδιος ερευνητής θεώρησε ότι ακολούθως τον Βοτανειάτη βοήθησε να ανέλθει στον θρόνο ο Sulaymān ibn Kutulmish. Όμως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι για να στηρίξει την άποψή του περί συνεργασίας του Νικηφόρου Βοτανειάτη με τον Kutulmish, ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης παραπέμπει σε χωρίο του ιστορικού Νικηφόρου Βρυέννιου (Νικηφόρος Βρυέννιος ), το οποίο, στην πραγματικότητα, αναφέρεται στην αποστολή πρεσβείας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ προς τον Sulaymān ibn Kutulmish εναντίον του Νικηφόρου Βοτανειάτη. Σε μεταγενέστερη μελέτη του (Τούρκοι, Α ), ο ίδιος ερευνητής αναφέρει σε κάποιο σημείο (Τούρκοι, Α 41) για το ίδιο ζήτημα ό- τι αρχηγός των Τούρκων συμμάχων του Βοτανειάτη, το 1078, ήταν ο Kutulmish, ενώ σε άλλο (Τούρκοι, Α 117) αναφέρει ότι ο Kutulmish είχε ήδη αποβιώσει γύρω στο Σε έναν χρονολογικό πίνακα στην ίδια μελέτη (Τούρκοι, Α 131) θεωρεί πιθανές και τις δύο χρονολογίες (δηλαδή είτε το 1063/4, είτε το 1077/8). 398 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Ι- ωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Όπως υποστήριξε ο συγκεκριμένος ερευνητής (με βάση την πληροφορία του Μιχαήλ Ατταλειάτη για τον σχηματισμό από τον στασιαστή ενός κοινού τάγματος, αποτελούμενου από Βυζαντινούς και Τούρκους), ο Βοτανειάτης ανέθεσε σε πολλούς από τους Τούρκους υποστηρικτές του τη φρούρηση των βιθυνικών πόλεων, από τις οποίες πέρασε κατά την πορεία του προς την πρωτεύουσα (Νίκαια, Χαλκηδόνα, Πύλες, Χρυσόπολη, Πραίνετος, Νικομήδεια, Ρουφινιανές, Κύζικος). Για τα γεγονότα, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι Για τη σημασία της προσχώρησης των υιών του Kutulmish στην παράταξη του Βοτα- 135

137 Μετά την άνοδό του στον θρόνο, ο νέος αυτοκράτορας φρόντισε να ανταμείψει τους υποστηρικτές του. Η σύγχρονη έρευνα βασισμένη στις μαρτυρίες των πηγών θεωρεί ότι στους χρόνους της βασιλείας του Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη ( ) έλαβε χώρα η εγκατάσταση του Sulaymān στη βορειοδυτική Μικρά Ασία 399. Οι πληροφορίες που δίνουν για αυτό το ζήτημα οι Βυζαντινοί ιστορικοί σε μεγάλο βαθμό συγκλίνουν. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης αναφέρει ότι με την άνοδο του Βοτανειάτη στον θρόνο, οι Τούρκοι των υιών του Kutulmish παρέμειναν στη Χρυσόπολη με πολλές ανέσεις, ενώ οι εμίρηδές τους μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη ως υποταγμένοι στον αυτοκράτορα και επέστρεψαν στους δικούς τους με πλούσια δώρα. Οι παροχές του αυτοκράτορα επαναλαμβάνονταν καθημερινά 400. Η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση αναφέρει πιο λακωνικά ότι, όταν ο Βοτανειάτης ανήλθε στον θρόνο, αντάμειψε τους Τούρκους συμμάχους του και τους επέτρεψε να κατασκηνώσουν στη Χρυσόπολη, όσο εκείνος α- σχολούνταν με άλλα ζητήματα 401. Ο ιστορικός δεν κατονομάζει τους Τούρκους συμμάχους του αυτοκράτορα και έτσι δεν είναι γνωστό αν θεωρεί αρχηγό τους ακόμη τον Kutulmish ή κάποιον από τους υιούς του, αλλά δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε ένα μέλος της οικογένειας του Kutulmish και όχι σε άλλη ομάδα Τουρκομάνων. Από την άλλη πλευρά, ο ιστορικός Νικηφόρος Βρυέννιος αναφέρει ότι, λίγο μετά την ενθρόνιση του Νικηφόρου Βοτανειάτη, οι υιοί του Kutulmish, Mansūr (Μασούρ, κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο) και Sulaymān (Σολυμάν, κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο), που ήταν άρχοντες Τούρκων, κατοικούσαν στη Νίκαια 402. νειάτη, αλλά και για τον τρόπο που αυτή παρουσιάζεται από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, πρβλ. και τα σχόλια του Ι. Πολέμη, Ατταλειάτης , σημ. 380, που έκρινε ότι ο Ατταλειάτης διαστρέφει την πραγματικότητα: «Χάρη στην υποστήριξη του Σουλεϊμάν, γιου του Κουτλουμούς και ανεψιού του Αλπ Αρσλάν, εξασφάλισε ο Βοτανειάτης ουσιαστικά τον θρόνο. Ο «σύμμαχος» του Βοτανειάτη εγκαταστάθηκε αμέσως στη Νίκαια, που έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του κράτους των Σελτζούκων της Μ. Ασίας, του σουλτανάτου του Ρουμ. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίον ο Ατταλειάτης διαστρέφει την πραγματικότητα». 399 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β 595, 613. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 24-25, 41, Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Ἀλλ ἐπὶ μὲν τῶν πολιτῶν καὶ τῶν σὺν αὐτῷ κἀν τῇ βασιλευούσῃ προϋπόντων στρατιωτῶν τὰ τοιαῦτα ἐτερατουργοῦντο καὶ ξενοτρόπως ἐπράττοντο, ἐπὶ δὲ τῆς ἐθνικῆς μερίδος ὑστέρει τὸ κατορθούμενον; οὐμενοῦν! Ἀλλ ἐπ ἐκείνων μᾶλλον τὰ βραβεῖα προσεπετείνοντο. Οἱ γὰρ Κουτλουμούσιοι Τοῦρκοι μετὰ πλήθους οὐννικοῦ ἐν Χρυσοπόλει κατασκηνούμενοι πλειόνων ἀγαθῶν ὡς τὴν δουλικὴν στοργὴν καὶ πίστιν τηροῦντες τῷ βασιλεῖ παραπήλαυον. Καὶ οἱ προεξάρχοντες τοῦ στρατοῦ αὐτῶν, ἀμηράδας οἶδε τούτους καλεῖν καὶ σελαρίους ἡ τῶν Τούρκων φωνή, τὴν βασιλίδα καταλαμβάνοντες ἐν δουλικῷ τῷ σχήματι καὶ φρονήματι, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς κόλπους ἐξῆγον πεπλησμένας χρυσῶν καὶ ὑφασμάτων πολυτελῶν. Καὶ αὐτοῖς τοῖς Κουτλουμουσίοις καθημερινή τις ἡ ἐκ τῶν βασιλικῶν θησαυρῶν καὶ ἀναρίθμητος ἐπίρροια ἐπεγίνετο καὶ διὰ τοῦτο τυμπάνων ἠχὴ καὶ εὐφημία παρὰ τοῦ φοσσάτου τῶν Τούρκων πολυειδὴς ἐκ Χρυσοπόλεως ἀνεπέμπετο». 401 Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Με τις διαπροσωπικές αυτές επαφές της οικογένειας του Kutulmish με τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, η οποία βοήθησε τον τελευταίο να ανέλθει στον βυζαντινό θρόνο, φαίνεται πως συνδέεται και ένας θρύλος, σχετικά με την ίδρυση και την ονομασία της μονής Κουτλουμουσίου, στο Άγιο Όρος. Σύμφωνα με τον θρύλο αυτόν (τον ο- ποίο παραδίδει ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης), στη διάρκεια των δοσοληψιών του Βοτανειάτη με την τουρκική αυτή οικογένεια, ο Kutulmish (ο οποίος, βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, είχε, στην πραγματικότητα, πεθάνει ήδη το 1063/4) εκχριστιανίστηκε μαζί με δύο ή τρεις από τους πέντε υιούς του, ένας από τους οποίους ίδρυσε ένα μοναστήρι στο Άγιο Όρος και του έδωσε το όνομά του. Βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 25. Όσον αφορά την ίδρυση και ονομασία της μονής, καθώς αυτές πραγματοποιήθηκαν κάτω από άγνωστες συνθήκες, η νεότερη έρευνα έχει διατυπώσει ποικίλες προτάσεις. Ενδεικτικά, ο P. Lemerle, Actes de Kutlumus 1-5 εξετάζοντας τις πληροφορίες των εγγράφων και τις παλαιότερες απόψεις των ερευνητών υπέθεσε ότι η μονή ιδρύθηκε στις αρχές ή στο πρώτο μισό του 12 ου αιώνα, με terminus ante quem το 1169, οπότε μαρτυρείται πλέον η ύ- παρξη της μονής. Η μονή, κατά τον ίδιο ερευνητή, θα πρέπει να ιδρύθηκε από ένα μέλος της δυναστικής οικογένειας του σουλτανάτου του Ικονίου, το οποίο πέρασε στο Βυζάντιο και εκχριστιανίστηκε. Ο D. Nastase, Débuts χρονολόγησε την ίδρυση της μονής λίγο μετά το 1081, συσχετίζοντάς τη με τη συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στον αυτοκράτορα Αλέξιο Α 136

138 Οι τελευταίοι μάλιστα εξακολούθησαν να προσφέρουν βοήθεια στον Νικηφόρο Γ. Πράγματι, ο νέος αυτοκράτορας, αμέσως μόλις ανήλθε στον θρόνο, είχε να αντιμετωπίσει το κίνημα του Νικηφόρου Βρυέννιου, που παρότι είχε υποστεί ήττες από τις στρατιές του προηγούμενου αυτοκράτορα, Μιχαήλ Ζ, ωστόσο εξακολουθούσε να διεκδικεί τον θρόνο. Ο Νικηφόρος Γ, αφού προσπάθησε μάταια να συνδιαλλαγεί με τον στασιαστή, ετοιμάστηκε να τον αντιμετωπίσει. Καθώς, όμως, δεν διέθετε παρά ελάχιστο στρατό, έστειλε, σύμφωνα με τον ιστορικό Νικηφόρο Βρυέννιο, απεσταλμένους στον Sulaymān και τον Mansūr, στη Νίκαια, ζητώντας ενισχύσεις. Οι Τούρκοι σύμμαχοί του του έστειλαν τότε (ιπποτοξότες, όπως θα φανεί κατά την εξέλιξη της σύγκρουσης με τον στασιαστή Βρυέννιο) και ετοίμαζαν και άλλους, για να στείλουν αργότερα. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, μάλιστα, σχολιάζει την αποστολή των τουρκικών ενισχύσεων λέγοντας ότι και ο προηγούμενος αυτοκράτορας είχε προσπαθήσει να διαπεραιώσει Τούρκους στη Δύση, αλλά δεν το είχε καταφέρει παρά τις πολλές υποσχέσεις και τα δώρα που τους είχε προσφέρει, ενώ, όταν το ζήτησε ο Νικηφόρος Γ, εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 403. Στο σημείο αυτό συνεπώς παρατηρείται η πρώτη μαρτυρούμενη από τις βυζαντινές πηγές μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος Κομνηνός, σύμφωνα με τον ιστορικό Νικηφόρο Βρυέννιο και την Άννα Κομνηνή που τον ακολουθεί (οι δύο τελευταίοι αποτελούν τις αναλυτικότερες πηγές για τη σύγκρουση), δεν ανέμενε την άφιξη των υπόλοιπων τουρκικών ενισχύσεων. Ξεκίνησε ως αρχηγός των αυτοκρατορικών στρατευμάτων να αναχαιτίσει τον στασιαστή Βρυέννιο, που πορευόταν προς την Κωνσταντινούπολη. Η στρατιά του Αλεξίου Κομνηνού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του J. Haldon, θα πρέπει να αριθμούσε περίπου έως 6.500, ενώ οι στρατιώτες του στασιαστή ήταν περισσότεροι από διπλάσιοι. Ο J. Haldon κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό σχετικά με τον συσχετισμό των δυνάμεων, αφ ενός στηριζόμενος στις μαρτυρίες των πηγών και αφ ετέρου σε δικές του υποθέσεις για την αριθμητική δύναμη κάθε μαρτυρούμενου στρατιωτικού σώματος. Η αποφασιστική σύγκρουση έλαβε χώρα κοντά στο φρούριο Καλαυρή της Θράκης 404. Οι Τούρκοι στρατιώτες φαίνεται ότι είχαν ενεργή συμμετοχή στη μάχη, ήδη από την έναρξή Κομνηνό και τον σουλτάνο του Ρουμ, Sulaymān ibn Kutulmish. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, ένας συγγενής του Sulaymān (μάλιστα ίσως ένας αδελφός του) πιθανώς να ήταν ο ιδρυτής της μονής (για την άποψη αυτή του D. Nastase και για την κριτική που της άσκησε ο Ch. Brand, θα γίνει λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία, σελ. 151, με την υποσημείωση 444). Τέλος, με την άποψη του D. Nastase φαίνεται να συμφωνεί και ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α (με την υποσημείωση, όπου γίνεται παράθεση βιβλιογραφίας), ο οποίος, ωστόσο, επεσήμανε ότι, σύμφωνα με απόψεις άλλων ερευνητών (όπως ο St. Runciman και ο Κ. Μπριλάκης), η ίδρυση της μονής χρονολογείται αργότερα, στις αρχές του 12 ου ή και στα τέλη του 13 ου αιώνα. 403 Μιχαήλ Ατταλειάτης και κυρίως : «καὶ Τούρκους διαπεραιωσάμενος καὶ καταριθμήσας τοῖς ἑαυτοῦ στρατιώταις, οὓς ὁ πρὸ αὐτοῦ βασιλεὺς, ὁ Μιχαὴλ, πολλαῖς ἐπαγγελίαις καὶ δώροις ἀμέτροις οὐκ ἠδυνήθη συμπεῖσαι καὶ περαιῶσαι πρὸς τὰ ἑσπέρια (ἐπείθοντο γὰρ καὶ ὑπέκυπτον τῷ Βοτανειάτῃ μᾶλλον ἢ ἑαυτοῖς ὡς ἕλκοντι πάντας πρὸς τὸν πόθον αὐτοῦ)...». Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , που δεν κάνει λόγο για έκκληση στους Τούρκους αρχηγούς για βοήθεια, αλλά αργότερα αναφέρεται στη δράση Τούρκων στρατιωτών κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τον στασιαστή. Νικηφόρος Βρυέννιος Άννα Κομνηνή , που γενικά ακολουθεί τον ιστορικό Νικηφόρο Βρυέννιο. Ιωάννης Ζωναράς, Γ , που δεν κάνει καθόλου λόγο για τουρκικές ενισχύσεις. Για τα ιστορικά γεγονότα, βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 43. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 96. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Φρούριο στις όχθες του παραπόταμου Αλμυρού, ανάμεσα στη Σηλυμβρία και την Ηράκλεια της Προποντίδας. Βλ. P. Gautier, Bryennios 266, σημ. 2, 3.- J. Haldon, Πόλεμοι

139 της, αφού τη νύκτα πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες, ο Αλέξιος Κομνηνός έστειλε μια ομάδα από Τούρκους, για να αναγνωρίσουν τις κινήσεις του αντιπάλου. Μερικοί απ αυτούς αιχμαλωτίστηκαν με αποτέλεσμα να λάβει ο στασιαστής πληροφορίες για το στράτευμα του αντιπάλου του. Περισσότερο αποφασιστική για την έκβαση της μάχης αποδείχτηκε η άφιξη των τουρκικών ενισχύσεων, που, όπως αναφέρθηκε, δεν πρόλαβαν να ενωθούν με το αυτοκρατορικό στράτευμα, κατά την αποχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη. Στην πρώτη φάση της μάχης, παρά τις προσπάθειες του Αλεξίου Κομνηνού να παρασύρει τον Βρυέννιο σε ενέδρα, οι άπειροι και κατώτεροι αριθμητικά στρατιώτες του Κομνηνού τράπηκαν σε φυγή, ενώ οι Φράγκοι μισθοφόροι του παραδόθηκαν. Τότε, ο Αλέξιος κατάφερε να διαδώσει επιτυχώς τη φήμη ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος είχε σκοτωθεί, με αποτέλεσμα να ανασυνταχτούν μερικοί στρατιώτες του, ενώ ταυτόχρονα κατέφτασαν οι τουρκικές ενισχύσεις. Ο Αλέξιος σχεδίασε εκ νέου ενέδρα για τους αποδιοργανωμένους πλέον στρατιώτες του εχθρού και ανέθεσε τον αιφνιδιασμό στους Τούρκους ιπποτοξότες, ενώ ο ίδιος με τους στρατιώτες του παρέσυρε τους αντιπάλους. Συνεπώς, ο Βυζαντινός στρατηγός στη συγκεκριμένη μάχη όχι μόνο στηρίχτηκε σε σημαντικό βαθμό σε Τούρκους μισθοφόρους, αλλά επιπλέον χρησιμοποίησε την κατεξοχήν τακτική τους. Όπως παρατήρησε ο J. Haldon, «στη δεύτερη αυτή φάση της μάχης ο Αλέξιος είχε χρησιμοποιήσει κλασικές τακτικές ιπποτοξοτών της στέπας, νικώντας έναν πολύ ισχυρότερο αντίπαλο τόσο σε αριθμούς όσο και σε εμπειρία. Ήταν μια μικρογραφία της μάχης του Μαντζικέρτ». Μετά την επιτυχή εκτέλεση της ενέδρας και τη διάλυση της τάξης των στρατευμάτων του στασιαστή Νικηφόρου Βρυέννιου, ακολούθησε καταδίωξη, στην οποία φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι οι Τούρκοι ιππείς, που αιχμαλώτισαν, μάλιστα και τον ίδιο τον στασιαστή 405. Η μάχη της Καλαυρής αποτελεί την πρώτη περίπτωση, που περιγράφεται από τους Βυζαντινούς συγγραφείς η δράση τουρκικών μονάδων στο πλαίσιο μιας βυζαντινής στρατιάς την ώρα της μάχης, αλλά και η πρώτη φορά που αναφέρεται ότι ένας Βυζαντινός στρατηγός υιοθέτησε την κατεξοχήν τακτική των Τουρκομάνων ιππέων. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι ήδη μετά από μερικές δεκαετίες συνύπαρξης και δοσοληψιών των Βυζαντινών με τους Τούρκους, άρχισαν να πραγματοποιούνται άλληλεπιδράσεις ανάμεσά τους. Όπως είναι φυσικό, καθώς οι δοσοληψίες αυτές μεταξύ των δύο πλευρών, στη συγκεκριμένη εποχή, ήταν κατά κύριο λόγο πολεμικής φύσης, το ίδιο ίσχυε και με τις πρώτες άλληλεπιδράσεις τους. Τέλος, χαρακτηριστικό είναι ότι αν και οι Τούρκοι στρατιώτες αποτελούσαν συμμαχικό σώμα, επικεφαλής τους τέθηκε ένας Βυζαντινός, ο Κωνσταντίνος Κατακαλών (τουλάχιστον, όσον αφορά τους Τούρκους που έλαβαν μέρος στην πρώτη φάση της μάχης) 406. Μετά την καταστολή της στάσης του Νικηφόρου Βρυέννιου, ο Νικηφόρος Γ είχε να αντιμετωπίσει και άλλα στασιαστικά κινήματα, με πρώτο εκείνο του Νικηφόρου Βασιλάκιου, το οποίο κατέστειλε και 405 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Άννα Κομνηνή Ιωάννης Ζωναράς, Γ , ο οποίος δεν περιγράφει τη μάχη, ούτε κάνει λόγο για τη συμμετοχή των τουρκικών ενισχύσεων. Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 96. J. Haldon, Πόλεμοι , ο οποίος εξετάζει αναλυτικά τη μάχη. 406 Νικηφόρος Βρυέννιος Άννα Κομνηνή

140 πάλι ο Αλέξιος Κομνηνός 407. Το επόμενο κίνημα εκδηλώθηκε στη Βιθυνία. Τα σχετικά γεγονότα αποτελούν πηγή πληροφοριών για τις συνθήκες που επικρατούσαν στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, στη διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου Γ. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο αδελφός του προηγούμενου αυτοκράτορα, Κωνστάντιος Δούκας, είχε εξοριστεί από τον Μιχαήλ Ζ, αλλά ο Νικηφόρος Γ τον ανακάλεσε στα ανάκτορα και του έδειχνε εύνοια 408. Την ίδια εποχή, οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές στη Μικρά Ασία και μάλιστα μαζί τους συνεργάζονταν και κάποιοι Βυζαντινοί, που στρέφονταν εναντίον των δικών τους: «ἐνόσει δὲ τὰ τῆς ἑῴας καὶ ταῖς Τούρκων ἐπιδρομαῖς καὶ τῇ συνθήκῃ τῶν κοινωνησάντων Ῥωμαίων αὐτοῖς καὶ κατὰ τῶν ὁμογενῶν ἐπανισταμένων...». Γι αυτό, ο αυτοκράτορας ε- τοίμασε ένα στρατιωτικό σώμα με επικεφαλής τον Κωνστάντιο (μάλλον την άνοιξη του 1079, κατά τον Δ. Πολέμη) και αφού το διαπεραίωσε στη Μικρά Ασία, το έστειλε στη Νίκαια, με σκοπό να αποκαταστήσει την τάξη στη χερσόνησο. Καθώς, όμως, οι στρατιώτες αρνούνταν να προωθηθούν στα ενδότερα της Ανατολής, ο Νικηφόρος Γ έστειλε και άλλους στρατιώτες, που διαπεραιώθηκαν στη Χρυσόπολη, ώστε να δημιουργηθεί ένα μεγάλο στράτευμα, το οποίο θα απάλλασσε τη χερσόνησο από τις επιδρομές και θα υπέτασσε τους στασιαστές: «τῶν Τούρκων τὴν ἑῴαν ἐλευθερῶσαι καὶ τοὺς ταραττομένους ὑ- ποκλινεῖς ποιῆσαι καὶ πρὸς ὑπακοὴν μεθαρμόσασθαι». Ωστόσο, οι νέοι αυτοί στρατιώτες ήταν α- νοργάνωτοι και αμφίβολης πίστης 409. Ο Κωνστάντιος, μάλιστα, στασίασε με μέρος των στρατιωτών, αλλά φαίνεται ότι οι στασιαστές τελικά υποτάχτηκαν στον αυτοκράτορα και τους απονεμήθηκε χάρη, ε- νώ στον Κωνστάντιο επιβλήθηκε μόνο η ποινή της εξορίας και ο υποχρεωτικός ασπασμός του μοναχικού σχήματος 410. Ακολούθως, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης σχολιάζει ότι παρά την εύκολη καταστολή της στάσης, ουσιαστικά η Μικρά Ασία ζημιώθηκε απ αυτήν, γιατί ο αυτοκράτορας έκρινε ότι οι στρατιώτες δεν ήταν αξιόπιστοι ούτε επαρκώς οργανωμένοι, με αποτέλεσμα να ανακληθούν και να χειροτερεύσει η κατάσταση στις ανατολικές επαρχίες, καθώς οι εχθροί ενέτειναν τις επιδρομές και μάλιστα πολιορκούσαν και φρούρια 411. Από τις παραπάνω πληροφορίες διαπιστώνεται η κατάσταση αποσύνθεσης, στην οποία είχε περιέλθει η βυζαντινή εξουσία στη δυτική Μικρά Ασία, στη συγκεκριμένη εποχή, καθώς και η αδυναμία της βυζαντινής κυβέρνησης να εξασφαλίσει τα στρατιωτικά μέσα, για να αντιμετωπίσει τους επιδρομείς. Οι τελευταίοι στο εξής δρούσαν χωρίς κανένα εμπόδιο και εκτός από την κυριαρχία στην ύπαιθρο επιδίωκαν και την κατοχή οχυρών τοποθεσιών. Επιπλέον, διακρίνεται η στάση των Βυζαντινών μπροστά στις συνθήκες που επικρατούσαν: κάποιοι στασίαζαν εναντίον του αυτοκράτορα ως αποτέλεσμα της αδυνα- 407 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Νικηφόρος Βρυέννιος Άννα Κομνηνή Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Για τον Κωνστάντιο Δούκα βλ. D. Polemis, Chronology 72 (και σημ. 71). D. Polemis, Doukai Μιχαήλ Ατταλειάτης , για τα αποσπάσματα. Πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , που δεν αναφέρει τις συνεργασίες Βυζαντινών-Τούρκων. Ιωάννης Ζωναράς, Γ , που δεν κάνει λόγο για βυζαντινο-τουρκική συνεργασία. Βλ. D. Polemis, Chronology 72-73, ιδιαίτερα για τη χρονολόγηση του κινήματος. 410 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. D. Polemis, Chronology για τα γεγονότα. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β 594 για τα γεγονότα. 411 Μιχαήλ Ατταλειάτης

141 μίας του τελευταίου, αλλά υπήρχαν και άλλοι που έφταναν στο σημείο να συνεργαστούν με τους επιδρομείς, εκμεταλλευόμενοι το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας. γ) Το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού και η ίδρυση του σουλτανάτου του Ρουμ ( ). Και οι δύο αυτές περιπτώσεις φαίνεται να συγκλίνουν στο πρόσωπο του Νικηφόρου Μελισσηνού 412. Ο τελευταίος, στη διάρκεια του στασιαστικού κινήματος του Νικηφόρου Βοτανειάτη, είχε παραμείνει πιστός στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ και γι αυτό μάλλον ο στασιαστής, μόλις ανέβηκε στον θρόνο, τον εξόρισε στην Κω. Κατά τον J.-Cl. Cheynet, ο Νικηφόρος Μελισσηνός θα πρέπει να ήταν εχθρικά διακείμενος απέναντι στον Νικηφόρο Γ σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του τελευταίου, αλλά το κίνημά του εκδηλώθηκε μόλις το φθινόπωρο του Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Νικηφόρος Μελισσηνός ευρισκόμενος στην Κω προσεταιρίστηκε τους Τούρκους αρχηγούς της Μικράς Α- σίας. Με τις δυνάμεις τους και με την υποστήριξή τους ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Ακολούθως, ο στασιαστής περιφερόταν στις πόλεις της «Ασίας» δηλαδή του θέματος Θρακησίων, κατά τον Η. Grégoire 414 οι οποίες τον υποδέχονταν ως αυτοκράτορα και του παραδίδονταν. Τότε, ο Νικηφόρος Μελισσηνός «καὶ ἄκων», κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο, τις παρέδιδε στους Τούρκους, με αποτέλεσμα, σύντομα να περιέλθουν όλες οι πόλεις της Ασίας (δηλαδή, του θέματος Θρακησίων), της Φρυγίας και της Γαλατίας στους Τούρκους, ενώ, αμέσως μετά, ο Νικηφόρος Μελισσηνός «ξὺν στρατεύματι γοῦν πλεῖστῳ τὴν ἐν Βιθυνίᾳ Νίκαιαν καταλαμβάνει κἀκεῖθεν τῆς βασιλείας ἀντεποιεῖτο Ῥωμαίων» 415. Η παραχώρηση αυτή των βυζαντινών πόλεων, σύμφωνα με την εκτίμηση του Ι. Καραγιαννόπουλου, θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε μετά από κάποια συμφωνία 416. Όσον αφορά την ταυτότητα των Τούρκων συμμάχων του στασιαστή, η νεότερη έρευνα θεωρεί ότι εκείνοι ανήκαν στις δυνάμεις του Sulaymān ibn Kutulmish, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, είχε υποστηρίξει πρόσφατα τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, αλλά τώρα φαίνεται πως άλλαξε στρατόπεδο και υποστήριζε τον αντίπαλο του αυτοκράτορα 417. Ωστόσο, σ 412 Ο Νικηφόρος Μελισσηνός προερχόταν από το Δορύλαιο και γύρω στο 1066 νυμφεύτηκε την θυγατέρα του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, Ευδοκία. Για τον γάμο του Νικηφόρου Μελισσηνού με την Ευδοκία Κομνηνή, βλ. Νικηφόρος Βρυέννιος Κ. Βαρζός, Γενεαλογία, Α Αναλυτικά για τον βίο του Νικηφόρου Μελισσηνού, βλ. B. Skoulatos, Personnages B. Skoulatos, Personnages J.-Cl. Cheynet, Pouvoir H. Grégoire, Nicéphore Bryennios 514, σημ. 1. P. Gautier, Bryennios 169 (σημ. 8), 301 (σημ. 4). J.-Cl. Cheynet, Pouvoir Νικηφόρος Βρυέννιος : «Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτα ἐπράττετο, ὁ Μελισσηνὸς Νικηφόρος [...] περὶ τὴν Κῶ διατρίβων τὰς Τούρκων δυνάμεις καὶ τοὺς Τούρκων ἄρχοντας ἑλκύσας πρὸς ἑαυτόν, περιῄει τὰς τῆς Ἀσίας πόλεις, τὰ κοκκοβαφῆ ὑποδησάμενος πέδιλα. Οἱ γοῦν πολῖται ὡς βασιλεῖ Ῥωμαίων σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τὰς πόλεις αὐτῷ παρεδίδουν. Ὁ δὲ καὶ ἄκων τοῖς Τούρκοις ἐνεχείριζεν, ὡς συμβῆναι διὰ βραχέως καιροῦ κἀκ τούτου τοῦ τρόπου πασῶν τῶν περὶ τὴν Ἀσίαν τε καὶ Φρυγίαν καὶ τὴν Γαλατίαν πόλεων κατακυριεῦσαι τοὺς Τούρκους ξὺν στρατεύματι γοῦν πλεῖστῳ τὴν ἐν Βιθυνίᾳ Νίκαιαν καταλαμβάνει κἀκεῖθεν τῆς βασιλείας ἀντεποιεῖτο Ῥωμαίων». Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 43. Του ιδίου, Pre-Ottoman Turkey 75. B. Skoulatos, Personnages 241. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β 594. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 41, Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β Cl. Cahen, Première Pénétration 43. Του ιδίου, Pre-Ottoman Turkey 75. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι Α 117. Όπως, μάλιστα, υποστήριξε ο Cl. Cahen, Première Pénétration 43 για τη μεταπήδηση των υιών του Kutulmish στο στρατόπεδο του 140

142 αυτό το σημείο, οι πληροφορίες του Νικηφόρου Βρυέννιου έρχονται σε αντίθεση με εκείνες που είχε μεταδώσει παραπάνω, όταν αναφερόταν στα γεγονότα του Όπως παραδίδει ο Βυζαντινός ι- στορικός, το 1078, ο Sulaymān ήταν εγκατεστημένος στη Νίκαια ως σύμμαχος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ. Αργότερα, ο Νικηφόρος Βρυέννιος παρατηρεί ότι ο στασιαστής Νικηφόρος Μελισσηνός έχοντας ως σύμμαχο τον Sulaymān κυρίευσε τη Νίκαια. Επομένως, τίθεται το ερώτημα γιατί ο Μελισσηνός χρειάστηκε να κυριεύσει τη Νίκαια, αφού την είχε ήδη υπό τον έλεγχό του ο σύμμαχός του, Sulaymān; Στο χωρίο αυτό του Νικηφόρου Βρυέννιου, ακόμη και η διατύπωση φαίνεται αμφίβολη. Ο Βυζαντινός ιστορικός χρησιμοποιεί το ρήμα «καταλαμβάνω» («τὴν ἐν Βιθυνίᾳ Νίκαιαν καταλαμβάνει») περιγράφοντας την πορεία του στασιαστή προς την Κωνσταντινούπολη. Οι νεότεροι ερευνητές α- πέδωσαν στο ρήμα τη σημασία «κυριεύω» 418. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί εδώ ότι το συγκεκριμένο ρήμα συχνά έχει, επίσης, την έννοια «φτάνω» 419. Οπότε θα μπορούσε ενδεχομένως ο Νικηφόρος Βρυέννιος να δηλώνει εδώ την απλή μετάβαση του Νικηφόρου Μελισσηνού στην ελεγχόμενη από τους συμμάχους του πόλη της Νίκαιας. Η αμφισβητούμενη διατύπωση, πάντως, του Νικηφόρου Βρυέννιου θα μπορούσε να έχει μια εύλογη εξήγηση. Από αυτήν την εποχή αρχίζει η επίσημη κυριαρχία των Σελτζούκων Τούρκων σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας. Η παραχώρηση αυτών των περιοχών αποδείχτηκε καθοριστικής σημασίας για τη μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων στη χερσόνησο. Αν και ο Sulaymān ibn Kutulmish κατέκλυζε τότε με τις επιδρομές του ολόκληρη τη δυτική και κεντρική Μικρά Ασία και κυριαρχούσε στην ύπαιθρο, σύμφωνα με τον Cl. Cahen, ο Σελτζούκος αρχηγός δεν θα ήταν σε θέση να καταλάβει τις πόλεις μόνος του 420. Επομένως, η συμφωνία του με τον Μελισσηνό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως πρόθεση να μετατρέψει την ουσιαστική κυριαρχία του επί της περιοχής και σε πολιτική κυριαρχία. Αξίζει να παρατηρηθεί ότι τον ίδιο αυτό σταδιακό τρόπο κατάκτησης νέων περιοχών θα εφάρμοζαν αργότερα και οι Οθωμανοί Τούρκοι για την κατάκτηση της Μικράς Ασίας στον 13 ο -14 ο αιώνα. Συγκεκριμένα, αρχικά οι πολεμιστές της ισλαμικής πίστης, οι γαζήδες, διενεργούσαν επιδρομές στα χριστιανικά εδάφη με σκοπό τη λεηλασία. Αυτοί αποκτούσαν σταθερά ορμητήρια στην περιοχή, κατέκλυζαν την ύπαιθρο και απομόνωναν τις πόλεις, οι οποίες πλέον δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν για την επιβίωση του πληθυσμού τους και υποχρεώνονταν να παραδοθούν. Συχνά, μάλιστα, οι Οθωμανοί επέβαλλαν πρώτα στις πόλεις αυτές βαριούς φόρους, επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν τυπικά την ελευθερία τους και αργότερα τις κυρίευ- Νικηφόρου Μελισσηνού: «λίγο τους ενδιέφερε η παράταξη [που θα υποστήριζαν], αφού και από τις δύο πλευρές το κέρδος για εκείνους θα ήταν το ίδιο». 418 P. Gautier, Bryennios 300. Δ. Τσουγκαράκης, Νικηφόρος Βρυέννιος 307, με απόδοση του κειμένου στα νεοελληνικά α- πό τη Δ. Τσουκλίδου. Με την ίδια έννοια μάλλον αποδίδει το συγκεκριμένο ρήμα και ο J.-Cl. Cheynet, Pouvoir 355, όπως, τουλάχιστον, φαίνεται από τη διατύπωση: «Mélissènos [...] appuyé sur de nombreux Turcs, s était emparé de l Asie Mineure occidentale et de Niceé où il afficha ses prétensions à l Empire». 419 Βλ. Λεξικό H. G. Liddell - R. Scott, Β , λήμμα καταλαμβάνω. 420 C. Cahen, Pre-Ottoman Turkey, G. Leiser, Sulayman, 825 για την έκταση του πεδίου δράσης των επιδρομών του Sulaymān. 141

143 αν 421. Βέβαια, στην περίπτωση του Sulaymān, στα τέλη του 11 ου αιώνα, η διαδικασία αυτή συντελέστηκε πολύ πιο γρήγορα, λόγω της μαζικής παραχώρησης πόλεων σ αυτόν από τον Νικηφόρο Μελισσηνό. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ έσπευσε να αντιμετωπίσει τον στασιαστή, διατάζοντας τον Αλέξιο Κομνηνό να διαπεραιώσει στρατιωτικές δυνάμεις από τα Βαλκάνια στη Μικρά Ασία. Ο Αλέξιος Κομνηνός, όμως, αρνήθηκε έντονα να λάβει μέρος στην εκστρατεία, φοβούμενος, κατά τον ιστορικό Νικηφόρο Βρυέννιο, ότι αν νικηθεί από τους πολυπληθέστερους Τούρκους, θα θεωρούνταν πως διέπραξε σκόπιμα προδοσία λόγω της εξ αγχιστείας συγγένειάς του με τον Νικηφόρο Μελισσηνό. Τότε, ο Νικηφόρος Γ ανέθεσε την εκστρατεία στον άπειρο στα στρατιωτικά ευνούχο Ιωάννη. Όταν η στρατιά πλησίασε στη Νίκαια, έγινε πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο ο ευνούχος Ιωάννης υποστήριξε ότι θα έ- πρεπε να επιτεθούν στην πόλη, αλλά οι σύμβουλοί του, Γεώργιος Παλαιολόγος και Βασίλειος Κουρτίκης, πρότειναν αντιθέτως να πλησιάσουν στο Δορύλαιο και εκεί να επιτεθούν στον «σουλτάνο» (δηλαδή τον Sulaymān), υποστηρίζοντας ότι αν επιτεθούν στη Νίκαια, θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση απέναντι στους πολιορκημένους, ενώ επιπλέον θα δεχτούν επίθεση από τους Τούρκους συμμάχους του Νικηφόρου Μελισσηνού, που βρίσκονταν στην ύπαιθρο 422. Ωστόσο, επικράτησε η άποψη του Ιωάννη και η στρατιά επιτέθηκε στη Νίκαια. Οι πολιορκητές ζήτησαν την παράδοση της πόλης και οι πολιορκημένοι καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις, για να έρθουν ενισχύσεις. Όταν πράγματι ανακοινώθηκε η προσέγγιση των Τούρκων, ο Ιωάννης αποφάσισε να αποσύρει το στράτευμα. Οι Βυζαντινοί, μάλιστα, φαίνεται ότι κατά την υποχώρησή τους δέχονταν συνεχείς επιθέσεις από τους Τούρκους ιππείς, ώσπου κατάφεραν να φτάσουν στην Ελενόπολη και να περάσουν απέναντι στην ευρωπαϊκή ακτή 423. Αξίζει να παρατηρηθεί, σ αυτό το σημείο, η χρήση του όρου «σουλτᾶν» από τον Νικηφόρο Βρυέννιο για να προσδιορίσει τον αρχηγό των Τούρκων. Κατά τις προηγούμενες αναφορές του στους ηγέτες των Τούρκων, ο ιστορικός χρησιμοποίησε τους όρους «ἄρχοντα», «ἐξάρχοντας» και «ἄρχοντας», α- ναφερόμενος σε γεγονότα πολύ πρόσφατα στην εκστρατεία του ευνούχου Ιωάννη (συγκεκριμένα, το 1078 και το 1080). Η χρήση του όρου «σουλτᾶν» (προσδιορίζοντας ένα πρόσωπο εκτός του σουλτάνου της Βαγδάτης) γίνεται από τον Νικηφόρο Βρυέννιο σ αυτό το σημείο για πρώτη φορά, μετά την 421 Πρβλ. H. Inalcik, Methods , ο οποίος παρατήρησε ότι οι κατακτήσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον 14 ο και 15 ο αιώνα γίνονταν με δύο τρόπους: είτε με την επιβολή έμμεσης επικυριαρχίας στις γειτονικές χώρες που ακολουθούνταν αργότερα από απόκτηση άμεσου ελέγχου, είτε με άμεση και συχνά βίαιη κατάκτηση. Η πρώτη από τις δύο μεθόδους θεωρούνταν πιο παραδοσιακή, αλλά και πιο αποτελεσματική μέθοδος επέκτασης για τους Οθωμανούς, γεγονός που παραπέμπει στους προαναφερθέντες τρόπους επέκτασης των Σελτζούκων και των πρώτων Οθωμανών, τηρουμένων των αναλογιών. Αναλυτικότερα, βλ. Ε. Ζαχαριάδου, Εξάπλωση Τούρκων Α. Λαΐου, Κατάληψη Μικράς Ασίας Ο Γεώργιος Παλαιολόγος ήταν κουνιάδος του Αλεξίου Κομνηνού. Μετά τον άνοδο του τελευταίου στον θρόνο, ο Γεώργιος Παλαιολόγος ορίστηκε δουξ Δυρραχίου και υπήρξε ακολούθως στενός συνεργάτης του αυτοκράτορα. Βλ. B. Skoulatos, Personnages Ο Βασίλειος Κουρτίκης (ή Κουρτίκιος) ήταν ξάδελφος του Γεωργίου Παλαιολόγου και είχε υ- ποστηρίξει τον στασιαστή Νικηφόρο Βρυέννιο, αλλά αμνηστεύτηκε. Επί Αλεξίου Κομνηνού αναδείχτηκε σε σπουδαίο στρατιωτικό διοικητή. Βλ. B. Skoulatos, Personnages Το Δορύλαιο βρισκόταν στην πεδιάδα ανάμεσα στον ποταμό Τέμβρο και τον παραπόταμό του, Βαθύ. Πρόκειται για τη σημερινή πόλη Şarhüyük, που βρίσκεται περίπου 3 χλμ. βορειο-ανατολικά του Eskişehir. Για την ιστορία του, βλ. K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien Νικηφόρος Βρυέννιος Βλ. B. Skoulatos, Personnages 44, 100. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Β 595. Ο P. Gautier, Bryennios 302, σημ. 2 χρονολόγησε την εκστρατεία του ευνούχου Ιωάννη στο Αντίθετα, ο B. Skoulatos, Personnages 241 και σημ. 13 υπέθεσε ότι η εκστρατεία έλαβε χώρα ίσως τον Φεβρουάριο του Η Ελενόπολη βρισκόταν στη μεσημβρινή ακτή του κόλπου της Νικομήδειας, δυτικά της Πραινέτου. Βλ. P. Gautier, Bryennios 310, σημ

144 πληροφορία πως οι πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας παραδόθηκαν στους Τούρκους. Μάλιστα, η τελευταία αναφορά ενός Τούρκου αρχηγού με τον όρο «άρχοντας» έγινε μόλις μερικές σειρές πριν από την πρώτη χρήση του όρου «σουλτάνος» 424. Με την αποτυχημένη εκστρατεία του ευνούχου Ιωάννη τελειώνει η Ύλη Ιστορίας του Νικηφόρου Βρυέννιου. Με την κατάληξη του κινήματος του Νικηφόρου Μελισσηνού ασχολείται η Άννα Κομνηνή, η οποία, όμως, παραδίδει διαφορετικές πληροφορίες για τη στάση. Η Βυζαντινή ιστορικός φαίνεται πως διαχωρίζει τη δράση του κινηματία από εκείνη των τουρκικών ομάδων, που κυριαρχούσαν στη δυτική Μικρά Ασία αυτήν την εποχή. Πιο συγκεκριμένα, η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι σε κάποια χρονική στιγμή (ίσως στις αρχές Φεβρουαρίου του 1081, κατά τον P. Gautier ), οι Τούρκοι κυρίευσαν την πόλη Κύζικο, στις ακτές της Προποντίδας. Μάλιστα, η συγγραφέας περιγράφει λεπτομερώς την ανακοίνωση της συγκεκριμένης αγγελίας (δηλαδή της άλωσης της Κυζίκου) από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ στους Ισαάκιο και Αλέξιο Κομνηνό και τις προσπάθειες των τελευταίων να τον καθησυχάσουν, διαβεβαιώνοντάς τον ότι οι κατακτητές της πόλης θα πλήρωναν στο επταπλάσιο. Λίγο καιρό μετά, ο Αλέξιος Κομνηνός έλαβε διαταγή να συγκεντρώσει ένα μέρος του στρατού από τα Βαλκάνια και να ανακαταλάβει την πόλη. Ο τελευταίος άδραξε την ευκαιρία, για να μαζέψει τους υποστηρικτές του και να στασιάσει εναντίον του αυτοκράτορα, θέλοντας να προστατευτεί, όπως διαβεβαιώνει η Άννα Κομνηνή, από κάποιους φθονερούς δούλους του αυτοκράτορα, που επιβουλεύονταν τη ζωή των Κομνηνών. Λίγο αργότερα (τον Μάρτιο, κατά τον B. Skoulatos), όταν ο Αλέξιος είχε ήδη ανακηρυχτεί αυτοκράτορας στην κωμόπολη Σχιζά στη Θράκη, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, έφτασαν φήμες στους Κομνηνούς ότι είχε στασιάσει και ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ο οποίος είχε προωθηθεί ως τη Δάμαλι «μεθ ἱκανῆς στρατιᾶς» και είχε ήδη ανακηρυχτεί αυτοκράτορας 426. Ο τελευταίος, μάλιστα, τότε μόνο έμαθε για το κίνημα των Κομνηνών και τους έστειλε πρέσβεις, προτείνοντας να μοιραστούν τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας: ένας από τους Κομνηνούς θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της Δύσης, ενώ ο Νικηφόρος Μελισσηνός εκείνη της Ασίας. Οι Κομνηνοί, αντιπρότειναν να παραχωρήσουν στον Μελισσηνό τον τίτλο του καίσαρα και την πόλη της Θεσσαλονίκης 427. Παρότι οι πρέσβεις αποδέχτηκαν τις προτάσεις (αν και με κάποιον ενδοιασμό), οι Κομνηνοί καθυστέρησαν ηθελημένα τις διαπραγματεύσεις, μέχρι 424 Για την έναρξη της χρήσης του όρου «σουλτάνος» αυτήν την εποχή από τους Βυζαντινούς συγγραφείς και τη σημασία που αποδίδει στο γεγονός η νεότερη έρευνα, θα γίνει αναλυτικότερα λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία, σελ (και 153, σημ. 449). 425 P. Gautier, Bryennios 301, σημ Για τη χρονολόγηση, βλ. B. Skoulatos, Personnages 241. Τα Σχιζά βρίσκονταν 9 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά του σημερινού Kucuk Cekmece και 2 χλμ. νότια του σημερινού Azatli. Για την ιστορία τους, βλ. A. Külzer, Ostthrakien Η Δάμαλις βρισκόταν στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, απέναντι από την πρωτεύουσα. Ονομαζόταν, επίσης, (η) Βόσπορος. Βλ. Α. Σιδέρη, Αλεξιάς Α 110, σημ Κατά τον J.-Cl. Cheynet, Pouvoir και σημ. 103, ο Αλέξιος πιθανώς απέδωσε στον Νικηφόρο Μελισσηνό ουσιαστικά μόνο τους φόρους της Θεσσαλονίκης και όχι την ίδια την πόλη. Ως επιχείρημα ο ερευνητής χρησιμοποίησε την παρόμοια (και μαρτυρούμενη σε έγγραφο της μονής της Μεγίστης Λαύρας) παραχώρηση των εισοδημάτων της χερσονήσου της Κασσάνδρας στον αδελφό του αυτοκράτορα, τον Αδριανό Κομνηνό. Σύμφωνα με την εκτίμηση του ίδιου ερευνητή, ο Αλέξιος Α επιπλέον παραχώρησε στον Νικηφόρο Μελισσηνό εκτάσεις γης στην περιοχή, καθώς και κάποια διοικητική εξουσία, στην ίδια περιοχή, «δημιουργώντας έτσι την πρώτη «apanage» της περιόδου των Κομνηνών». 143

145 να αποκτήσουν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα και να βεβαιωθούν ότι ο ανταπαιτητής του θρόνου δεν θα απέρριπτε τις προτάσεις τους. Τελικά, ο θρόνος περιήλθε στον Αλέξιο Κομνηνό, που μπήκε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη Απριλίου του Οι πληροφορίες αυτές της Άννας Κομνηνής για το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού αντικρούουν σε κάποιον βαθμό εκείνες του Νικηφόρου Βρυέννιου. Όπως προαναφέρθηκε, η Βυζαντινή συγγραφέας φαίνεται πως διαχωρίζει τη δράση των Τούρκων από εκείνη του Νικηφόρου Μελισσηνού. Την α- πώλεια των βυζαντινών μικρασιατικών επαρχιών την αποδίδει αποκλειστικά στην προώθηση των τουρκικών ομάδων, πράγμα που φαίνεται ίσως, στη διήγησή της, τόσο από την ανησυχία του αυτοκράτορα στο άκουσμα της άλωσης της Κυζίκου, όσο και από τη συγκέντρωση μέρους των στρατευμάτων της δύσης για την ανάκτηση της χαμένης πόλης 429. Αντίθετα, ο Νικηφόρος Βρυέννιος αναφέρει ότι οι περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας παραδόθηκαν στους Τούρκους από τον Νικηφόρο Μελισσηνό. Επιπλέον, η Άννα Κομνηνή χρονολογεί το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού μερικούς μήνες αργότερα απ ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος η Βυζαντινή ιστορικός αναφέρει ότι μόλις την άνοιξη του 1081, όταν οι Κομνηνοί είχαν αποστατήσει και βρίσκονταν καθ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη, αναγγέλθηκε ότι ο Νικηφόρος Μελισσηνός είχε στασιάσει στη Μικρά Ασία. Αντίθετα, ο Νικηφόρος Βρυέννιος αναφέρει ότι το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού εκδηλώθηκε πριν από εκείνο των Κομνηνών και μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αναθέσει στον Αλέξιο Κομνηνό την αντιμετώπισή του 430. Ακόμη, η Άννα Κομνηνή αναφερόμενη στην πορεία του Νικηφόρου Μελισσηνού προς την Κωνσταντινούπολη παραδίδει ότι ο στασιαστής είχε μαζί του πολύ στρατό, αλλά δεν γίνεται κανένας υπαινιγμός για χρήση Τούρκων στρατιωτών (που είναι γνωστή από το έργο του Νικηφόρου Βρυέννιου), ενώ τέλος στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των Κομνηνών με τον Νικηφόρο Μελισσηνό, η Άννα Κομνηνή παρουσιά- 428 Άννα Κομνηνή για την ανακοίνωση της άλωσης της Κυζίκου αυτόθι για την αντιπαλότητα των Κομνηνών με τους δούλους του αυτοκράτορα, τη φυγή των Κομνηνών από την πρωτεύουσα, την οργάνωση του κινήματος και την προώθηση των κινηματιών ως τα Σχιζά αυτόθι για την ανακήρυξη του Αλεξίου ως αυτοκράτορα αυτόθι για το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού, τις διαπραγματεύσεις του με τους Κομνηνούς και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Αλέξιο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά της Άννας Κομνηνής (Άννα Κομνηνή ) ότι, καθώς ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας (που ήταν πατέρας του πεθερού του Αλεξίου Κομνηνού) κατευθυνόταν προς το στρατόπεδο των επαναστατημένων Κομνηνών, για να συνταχτεί μαζί τους, συνάντησε κάποιους Τούρκους, που ετοιμάζονταν να περάσουν τον ποταμό Έβρο (Εύρο, στο έργο της Άννας Κομνηνής). Ο καίσαρας φρόντισε να τους προσφέρει πολλά χρήματα και άλλες υποσχέσεις, για να υποστηρίξουν τον Αλέξιο Κομνηνό. Εκείνοι πράγματι συμφώνησαν και μάλιστα έδωσαν «τον καθιερωμένο» όρκο πως θα υπηρετήσουν τον Αλέξιο Κομνηνό: «συντίθενται οὖν τηνικαῦτα, καὶ ὃς ὅρκον ἐκ τῶν ἡγεμόνων αὐτῶν ἀπαιτεῖ ἐμπεδῶσαι τὰς συνθήκας διὰ τούτου βουλόμενος. οἳ δ εὐθὺς κατὰ τὸ εἱθισμένον αὐτοῖς τὸν ὅρκον ἐπλήρουν συμμαχῆσαι τῷ Κομνηνῷ μάλα προθύμως διαβεβαιούμενοι». Η ομάδα αυτή των Τούρκων ενδεχομένως θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αποτελούσε κάποιο σώμα που είχε προσληφθεί από τον αυτοκράτορα και μετά είχε αποδεσμευτεί από την υπηρεσία του. Ίσως, μάλιστα, οι εν λόγω Τούρκοι να βρίσκονταν ανάμεσα στις ενισχύσεις που έλαβε ο Αλέξιος Κομνηνός κατά την αντιμετώπιση του στασιασή Νικηφόρου Βρυέννιου στη μάχη της Καλαυρής και συνεπώς είχαν ήδη συνεργαστεί μαζί του. Βλ. B. Skoulatos, Personnages , για το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ι-στορία, Β για το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού. 429 Άννα Κομνηνή , Ο P. Gautier, Bryennios 301, σημ. 6 υποστήριξε ότι οι Τούρκοι που αναφέρονται από την Άννα Κομνηνή ότι κυρίευσαν την Κύζικο ανήκαν στον Νικηφόρο Μελισσηνό, αλλά δεν αιτιολογεί την άποψή του. 430 Ο B. Skoulatos, Personnages 241 φαίνεται πως προσπαθεί να συνδυάσει τις πληροφορίες του Νικηφόρου Βρυέννιου και της Άννας Κομνηνής, σχετικά με το κίνημα του Νικηφόρου Μελισσηνού. Ωστόσο, αν και αναφέρει την πληροφορία της Αννας Κομνηνής ότι ο Νικηφόρος Μελισσηνός πληροφορήθηκε το κίνημα των Κομνηνών την άνοιξη του 1081, δεν σχολιάζει το γεγονός ότι οι δύο πηγές δίνουν διαφορετικές εκδοχές για το πότε έμαθαν οι Κομνηνοί για την αποστασία του Νικηφόρου Μελισσηνού. 144

146 ζει τον τελευταίο να διεκδικεί τη διακυβέρνηση των ασιατικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, αν και ε- κείνες θα πρέπει να βρίσκονταν πλέον, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, υπό τον έλεγχο των Τούρκων 431. Συνεπώς, θα μπορούσε ενδεχομένως να υποτεθεί ότι η Άννα Κομνηνή προσπαθεί σκόπιμα μέσα στη διήγησή της να αποκρύψει τον ρόλο του Νικηφόρου Μελισσηνού στην απώλεια της Μικράς Ασίας, ίσως γιατί ο τελευταίος ήταν εξ αγχιστείας συγγενής και συνεργάτης του πατέρα της, Αλεξίου Κομνηνού. Για να το πετύχει αυτό, φαίνεται ότι αφ ενός αποσιωπεί οποιαδήποτε συνεργασία ανάμεσα στους Τούρκους και τον Νικηφόρο Μελισσηνό και αφ ετέρου αποδίδει στο κίνημα του τελευταίου πολύ μικρότερη διάρκεια, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι το κίνημα αυτό απασχολούσε για αρκετούς μήνες την αυτοκρατορία και την αποδυνάμωνε, εμποδίζοντάς τη να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση της τουρκικής προέλασης Σύμφωνα με τον J.-Cl. Cheynet, Pouvoir 365, η απόδοση της Θεσσαλονίκης από τον Αλέξιο Κομνηνό στον Νικηφόρο Μελισσηνό αποτελούσε προσπάθεια να περιοριστούν οι βλέψεις τους τελευταίου. Όπως, όμως, παρατήρησε αλλού ο ίδιος ε- ρευνητής (Pouvoir ), η επιλογή βαλκανικών περιοχών για τη μετατόπιση των βυζαντινών αριστοκρατικών οικογενειών αυτήν την εποχή οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία, εξαιτίας των επιδρομών. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η απόδοση στον Νικηφόρο Μελισσηνό μιας περιοχής αποσκοπούσε στον περιορισμό των φιλοδοξιών του, αλλά η επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής και όχι κάποιας περιοχής της Μικράς Ασίας οφειλόταν μάλλον στην απώλεια των μικρασιατικών επαρχιών. Επομένως, η αναφορά της Άννας Κομνηνής για διεκδίκηση από τον Νικηφόρο Μελισσηνό της διακυβέρνησης των ασιατικών επαρχιών θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με προσοχή. Για τη μετακίνηση της βυζαντινής αριστοκρατίας μετά την πρώτη τουρκική κατάκτηση, βλ. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir Εξάλλου, όπως παρατήρησε ο J.-Cl. Cheynet, Mantzikert 434 και σημ. 122 αναφερόμενος βέβαια σε άλλο γεγονός, «η ε- πίσημη θέση (της ιστοριογραφίας) της εποχής των Κομνηνών ήταν πώς θα αποκρυβεί η ευθύνη του Αλεξίου Κομνηνού για τη Μικρά Ασία». Πρέπει επιπλέον να παρατηρηθεί ότι στο έργο της Άννας Κομνηνής διαφαίνεται κάποια «ευαισθησία» σχετικά με την κυριαρχία των Τούρκων στη Μικρά Ασία και τον ρόλο του πατέρα της σ αυτό το γεγονός. Για το συγκεκριμένο ζήτημα, θα γίνει αναλυτικότερα λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία, σελ Όσον αφορά τα γεγονότα που σχετίζονται με την απώλεια των βυζαντινών πόλεων της δυτικής και κεντρικής Μικράς Ασίας, διαφορετική πρόταση διατύπωσε ο P. Francopan, Nikephoros Melissenos Ο συγκεκριμένος ερευνητής προσπαθώντας να ανασυνθέσει τον βίο και τη σταδιοδρομία του Νικηφόρου Μελισσηνού συμπέρανε ότι ο άρχοντας αυτός διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο στις βυζαντινές πολιτικές εξελίξεις του τελευταίου τέταρτου του 11 ου αιώνα, ότι αποδείχτηκε αρκετά ισχυρός, ώστε να αποτελέσει για τους Κομνηνούς έναν άξιο ανταγωνιστή κατά τη διεκδίκηση του θρόνου και τέλος, ότι εξαφανίστηκε απότομα από τις πηγές γύρω στο 1094/5, δέκα ολόκληρα χρόνια πριν τον θάνατό του. Για να εξηγήσει το τελευταίο αυτό γεγονός ο P. Francopan υ- πέθεσε ότι ο Νικηφόρος Μελισσηνός (που μάλλον δεν ήταν ευχαριστημένος από τη θέση του στη νέα ιεραρχία) υπέσκαπτε τη θέση του αυτοκράτορα Αλεξίου Α (όπως φαίνεται μέσα από σύντομα σχόλια της Άννας Κομνηνής) και ότι ίσως να συμμετείχε στη συνωμοσία των υιών του Ρωμανού Διογένη, το 1094 όσον αφορά τη συνωμοσία αυτή, η Άννα Κομνηνή δεν α- ναφέρει τα πρόσωπα που υποστήριξαν τους συνωμότες (καθώς υπάρχει χάσμα στο κείμενό της), αλλά αναφέρει ότι συμμετείχε και ο Μιχαήλ Ταρωνίτης, που ήταν στενός συγγενής του αυτοκράτορα, οπότε, κατά την άποψη του ερευνητή, ίσως να συμμετείχαν και άλλα σημαντικά πρόσωπα της αυτοκρατορικής οικογένειας. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον P. Francopan, ο Μελισσηνός θα πρέπει τότε περίπου να παραμερίστηκε από την εξουσία εξαιτίας της προδοσίας του, γεγονός που δεν αναφέρει καμία πηγή, επειδή, όταν γράφονταν τα ιστοριογραφικά έργα της εποχής, οι συγγραφείς κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να συντηρήσουν την εικόνα που πρόβαλλαν οι Κομνηνοί για τον εαυτό τους, ότι δηλαδή τα μέλη της οικογένειας συνδέονταν μεταξύ τους με στενούς δεσμούς πίστης και αφοσίωσης. Έτσι, με δεδομένα όλα τα παραπάνω, ο ερευνητής υπέθεσε ότι ίσως εξαιτίας της ατίμωσης του Μελισσηνού, οι συγγραφείς της κομνήνειας εποχής τον αντιμετώπιζαν με ψυχρότητα και ε- πιπλέον τον χρησιμοποίησαν ως αποδιοπομπαίο τράγο για την απώλεια των βυζαντινών μικρασιατικών πόλεων, το 1080/1, ώστε να αποκρύψουν την ευθύνη που είχε ο Αλέξιος Α για το γεγονός αυτό. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη του P. Francopan πάντα, ο Νικηφόρος Βρυέννιος μέσα στο έργο του αναφέρεται ελάχιστες μόνο φορές στον Μελισσηνό (παρά τη σημαντική δράση του τελευταίου, την εποχή αυτή), χωρίς ποτέ να τον επαινεί και μάλιστα τον κατηγορεί απροκάλυπτα ότι ε- κείνος φταίει για την απώλεια των μικρασιατικών πόλεων, αφού ο Μελισσηνός παρουσιάζεται να παραδίδει τις πόλεις αυτές στους Τούρκους, για να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα. Ακόμη πιο σκληρή στάση τηρεί απέναντι στον Μελισσηνό η Άννα Κομνηνή, η οποία, όμως, όπως και οι Ιωάννης Ζωναράς, Κωνσταντίνος Μανασσής και Ιωάννης Κίνναμος δεν σχολιάζει την απώλεια της Μικράς Ασίας. Η σιωπή αυτή των πηγών σε συνδυασμό με τη συστηματική εξύμνηση του Αλεξίου Α για τη δράση του εναντίον των Τούρκων και τις σαφείς κατηγορίες του Νικηφόρου Βρυέννιου απέναντι στον Μελισσηνό ερμηνεύονται από τον P. Francopan ως προσπάθεια να α-πομακρυνθούν από τον Αλέξιο Α οι ευθύνες για την α- πώλεια της Μικράς Ασίας. Έτσι, ο ερευνητής καταλήγει ότι, παρά τη μαρτυρία του Νικηφόρου Βρυέννιου, οι πόλεις της Μι- 145

147 Η άνοδος του Αλεξίου Κομνηνού στον θρόνο σηματοδοτεί για την αυτοκρατορία το τέλος μιας περιόδου αστάθειας και εμφυλίων πολέμων. Επιπλέον, όμως, όσον αφορά τη διπλωματία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ορίζει το τέλος της πρώτης φάσης των βυζαντινο-σελζουκικών σχέσεων, που είχε ξεκινήσει από τις πρώτες επαφές ανάμεσα στις δύο πλευρές, στα μέσα στης δεκαετίας του Πολιτική της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, σε αυτήν την περίοδο, ήταν αρχικά η διατήρηση κάποιας ισορροπίας δυνάμεων και αργότερα η προστασία των εδαφών της απέναντι στις τουρκικές επιδρομές. Κατά συνέπεια, η βυζαντινή διπλωματία προσανατολιζόταν κατά κανόνα προς την επίτευξη ειρηνικών σχέσεων με τους Μεγάλους Σελτζούκους, που αποτελούσαν την επίσημη πολιτική αρχή των Τούρκων. Οι Μεγάλοι Σελτζούκοι, απ την πλευρά τους, όπως φάνηκε, επίσης είχαν προτεραιότητες διαφορετικές από την επέκταση εις βάρος του Βυζαντίου: πρωταρχικός στόχος τους ήταν η ενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου. Επομένως, οι δύο πλευρές είχαν φαινομενικά τουλάχιστον κοινά συμφέροντα και γι αυτό, επιδίωκαν σε αρκετές περιπτώσεις να συνομολογήσουν συνθήκες ειρήνης ή και φιλίας. Ωστόσο, φαίνεται ότι, στην πραγματικότητα, η αυτοκρατορία και οι Μεγάλοι Σελτζούκοι αντιλαμβάνονταν διαφορετικά το καθεστώς ειρηνικής συμβίωσης. Όταν οι Βυζαντινοί ζητούσαν ειρήνη, θεωρούσαν αυτονόητο πως θα σταματούσαν οι επιδρομές αντιθέτως, οι Μεγάλοι Σελτζούκοι ζητώντας ειρήνη, φαίνεται πως εννοούσαν την παύση των μεγάλης κλίμακας συγκρούσεων, αλλά είχαν συμφέρον να συνεχίζονται οι επιδρομές, ώστε να απασχολούνται οι ανεξέλεγκτες μάζες των Τουρκομάνων. Έτσι, οι δύο πλευρές είχαν, ουσιαστικά, αντικρουόμενα συμφέροντα, με αποτέλεσμα οι συνομιλίες τους να μην καταλήγουν ποτέ σε κράς Ασίας, στην πραγματικότητα, θα πρέπει να κυριεύτηκαν μετά την ενθρόνηση του Αλεξίου Α, πιθανώς στο διάστημα, όταν ο νέος αυτοκράτορας προσπαθούσε να εδραιωθεί στην εξουσία και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με εξωτερικούς κινδύνους, επιτρέποντας μ αυτόν τον τρόπο στους Τούρκους να ενισχύσουν τη θέση τους στη Μικρά Ασία. Μάλιστα, ο ερευνητής δεν αποκλείει ως ενδεχόμενο να παραχωρήθηκαν οι πόλεις αυτές από τον ίδιο τον Αλέξιο Α στους Τούρκους ως αντάλλαγμα για την ειρήνη, ώστε να μπορέσει ο αυτοκράτορας να ασχοληθεί με τον νορμανδικό κίνδυνο και επιπλέον να λάβει τουρκικές ενισχύσεις: «The other, darker alternative here is that the towns of Asia Minor whose loss Bryennios ascribes to Melissenos were in fact offered up by Alexios as concessions for the truce which kept the Turks out of Bithynia, provided mili[t]ary aid for the new Emperor, and allowed him to concentrate on the Norman attacks on Epirus». Σ αυτό το σημείο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν και η μελέτη του P. Francopan παρουσιάζει μερικά πειστικά επιχειρήματα σε ό,τι έχει να κάνει με τον βίο του Νικηφόρου Μελισσηνού, ωστόσο η επιχειρηματολογία του ερευνητή για τη στάση των πηγών απέναντι στον Μελισσηνό (και κατά συνέπεια για τις πληροφορίες που δίνουν για την απώλεια της Μικράς Ασίας) δεν φαίνεται επαρκής. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, αντίθετα από την άποψη του P. Francopan, δείχνει θετική διάθεση απέναντι στον Μελισσηνό. Όπως εξάλλου παρατήρησε ο B. Skoulatos, Personnages 244, ο Νικηφόρος Βρυέννιος τον αποκαλεί ευφυή και αξιοθαύμαστο άνδρα και υπογραμμίζει την ευγενική καταγωγή του. Η μικρή παρουσία του Μελισσηνού στο έργο του Βρυέννιου θα μπορούσε να εξηγηθεί, κατά τη γνώμη μου, από το ότι ο ιστορικός δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει τη διήγηση του κινήματός του και κατά συνέπεια να εκθέσει σε όλη της την έκταση τη δράση του στασιαστή και τη δύναμη που αυτός είχε αποκτήσει στις αρχές του Η Άννα Κομνηνή αντιμετωπίζει πράγματι με ψυχρότητα τον Μελισσηνό, αλλά αυτό ενδεχομένως είχε να κάνει περισσότερο με τις δικές της κοσμοαντιλήψεις (αφού ο Μελισσηνός υπήρξε έστω και για λίγο ανταγωνιστής του πατέρα της για την εξουσία) και λιγότερο με κάποια συστηματική προσπάθεια των συγγραφέων της κομνήνειας εποχής να μεταθέσουν την ευθύνη για την απώλεια της Μικράς Ασίας από τον Αλέξιο Α σε κάποιον ατιμασμένο Βυζαντινό αριστοκράτη. Αντιθέτως, όπως φάνηκε στην παρούσα εργασία, η Άννα Κομνηνή αποσιωπεί οποιαδήποτε βυζαντινή ευθύνη για την απώλεια της Μικράς Ασίας, την οποία χρεώνει αποκλειστικά στην τουρκική προώθηση. Όσον αφορά τη σιωπή των υπόλοιπων συγγραφέων της εποχής των Κομνηνών (δηλαδή του Ιωάννη Ζωναρά, του Κωνσταντίνου Μανασσή και του Ιωάννη Κίνναμου) για την απώλεια των μικρασιατικών πόλεων, αυτή επίσης θα μπορούσε να εξηγηθεί από άλλα αίτια ο Ιωάννης Ζωναράς έγραψε μια χρονογραφία, όπου τα γεγονότα εκθέτονται με μεγάλη συντομία, ο Κωνσταντίνος Μανασσής στηρίχτηκε στη σύντομη διήγηση του Ιωάννη Ζωναρά (χωρίς μάλιστα να φτάσει στη συγκεκριμένη χρονολογία, δηλαδή το 1080/1) και ο Ιωάννης Κίνναμος δεν ασχολήθηκε καν με τη συγκεκριμένη εποχή. Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα του ερευνητή ότι η σιωπή αυτή των πηγών έχει ως στόχο να αποκρύψει το γεγονός πως ο Αλέξιος Α παραχώρησε τις μικρασιατικές περιοχές στους Τούρκους ή προκάλεσε την απώλειά τους δεν φαίνεται πειστικό, καθώς απορρίπτει τις μαρτυρίες όλων των πηγών υπέρ μιας υπόθεσης χωρίς αποδείξεις. 146

148 κάποια συμφωνία με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Στη δεκαετία του 1070, οι πηγές της εποχής δεν α- ναφέρουν διπλωματικές επαφές των αυτοκρατόρων με τους Μεγάλους Σελτζούκους σουλτάνους, με ε- ξαίρεση τις συνομιλίες του 1074, που είναι άγνωστο αν κατέληξαν σε κάποια συμφωνία και που ούτως ή άλλως δεν φαίνεται ότι προκάλεσαν κάποια αλλαγή στην κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία. Η σιωπή αυτή των πηγών για το ζήτημα θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνευτεί ότι φανερώνει τη συνειδητοποίηση των Βυζαντινών την ίδια εποχή πως η συνεννόηση με τον σουλτάνο δεν θα τερμάτιζε τις επιδρομές. Στη δεκαετία του 1070, επιπλέον, οι αυτοκράτορες είχαν να υπολογίσουν έναν νέο παράγοντα στην πολιτική τους και συνεπώς στη διπλωματία τους. Ο παράγοντας αυτός ήταν οι Τουρκομάνοι αρχηγοί που, εκμεταλλευόμενοι τη σταδιακή κατάρρευση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων αυτής της περιόδου, κατέκλυσαν με τις ομάδες τους τη Μικρά Ασία και κυριάρχησαν στην ύπαιθρο και στα οδικά δίκτυα. Οι προσπάθειες των αυτοκρατόρων της συγκεκριμένης δεκαετίας να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές στηρίζονταν αρχικά τουλάχιστον σε στρατιωτικά εγχειρήματα, τα οποία βέβαια, όπως φάνηκε, υπονομεύονταν από ποικίλους παράγοντες, με συχνότερη την απόστασία. Η στρατιωτική εξάντληση της αυτοκρατορίας εξαιτίας των εμφύλιων αντιπαραθέσεων αυτής της εποχής υποχρέωσε, τελικά, τους αυτοκράτορες να αναζητούν για την αντιμετώπιση των αντιπάλων τους (εσωτερικών και εξωτερικών) όλο και συχνότερα τη βοήθεια των Τουρκομάνων αρχηγών, που διέθεταν ικανές στρατιωτικές δυνάμεις. Έτσι, παρατηρείται αλλαγή στον προσανατολισμό της διπλωματίας: το βάρος των προσπαθειών για διπλωματική προσέγγιση μετακινήθηκε από την επίσημη αρχή των Τούρκων, δηλαδή τον σουλτάνο, στους κατά τόπους Τούρκους αρχηγούς, που μπορούσαν να επέμβουν άμεσα έναντι κάποιας ανταμοιβής. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης τακτικής, όπως έχουν ήδη παρατηρήσει οι νεότεροι ερευνητές, ήταν η αύξηση της δύναμης των Τούρκων αρχηγών, οι οποίοι αναδείχτηκαν σε ρυθμιστές των εσωτερικών ζητημάτων της αυτοκρατορίας 433. Στη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας, έκανε έντονη την παρουσία της άλλη μια τάση. Φαίνεται ότι η πολιτική αδυναμία της κεντρικής εξουσίας και η γενικότερη αστάθεια που επικρατούσε έδωσαν σε μεμονωμένες βυζαντινές προσωπικότητες την ευκαιρία να πάρουν πρωτοβουλίες στη διεξαγωγή της διπλωματίας. Οι προσωπικότητες αυτές είτε αποτελούσαν πράκτορες του αυτοκράτορα, που ξεκινούσαν οι ί- διοι προσεγγίσεις προς τους διάφορους Τούρκους αρχηγούς και διεξήγαγαν μαζί τους διαπραγματεύσεις (όπως ο Αλέξιος Κομνηνός, αν γίνει αποδεκτή η εκδοχή του Νικηφόρου Βρυέννιου για την εξέλιξη των διπλωματικών επαφών της αυτοκρατορίας με τον εμίρη Τουτάχ), είτε ήταν στασιαστές, που χρησιμοποιούσαν διπλωματικά μέσα, για να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους σχέδια (όπως ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, ο Νικηφόρος Μελισσηνός, αλλά και ο Ουρσέλιος). Και στις δύο περιπτώσεις, η επιτόπια αυτή διπλωματία δεν απευθυνόταν σε ηγεμόνες κρατών, αλλά σε αρχηγούς ανεξάρτητων τουρκομανικών ο- 433 Για την ανάμιξη των Τούρκων αρχηγών στις βυζαντινές έριδες για την εξουσία και για την σταδιακή επικράτησή τους στη Μικρά Ασία, βλ. C. Cahen, Pre-Ottoman Turkey, Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 95-96,

149 μάδων και όσον αφορά τον χαρακτήρα των επαφών, φαίνεται ότι αυτές είχαν έντονο το στοιχείο της προσωπικής συνεννόησης. Βραχυπρόθεσμα, φαίνεται ότι η διεξαγωγή των συγκεκριμένων διπλωματικών επαφών, κυρίως στην περίπτωση των διεκδικητών του θρόνου, είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την αυτοκρατορία εξαιτίας της στρατιωτικής αδυναμίας τους, οι Βυζαντινοί αποστάτες δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγουν με τους Τούρκους αρχηγούς διαπραγματεύσεις επ ίσοις όροις, με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται να προχωρούν σε ολοένα και μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς τους τελευταίους, κατά τις διπλωματικές τους επαφές, ώσπου έφτασαν στο σημείο να τους παραδώσουν ολόκληρες περιοχές του κράτους. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι μακροπρόθεσμα η διπλωματική αυτή δραστηριότητα, που διεξήχθη σε τοπικό επίπεδο, εξόπλισε ένα ευρύ σύνολο Βυζαντινών αξιωματούχων με πολύτιμες γνώσεις και με την απαραίτητη εμπειρία, για να μάθουν πώς να συνεννοούνται α- ποτελεσματικά με τους Τούρκους. Έτσι, χάρη σ αυτήν την εμπειρία και επιπλέον χάρη στη σχετική σταθερότητα που θα απολαύσει η αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α Κομνηνού, αλλά και χάρη στις προσωπικές διπλωματικές ικανότητες του νέου αυτοκράτορα η βυζαντινή διπλωματία απέναντι στους Σελτζούκους Τούρκους, θα αποδώσει, στα επόμενα χρόνια, όπως θα φανεί, σημαντικούς καρπούς. 148

150 Δ) Οι διπλωματικές σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Τούρκους στο πρώτο μισό της βασιλείας του Αλεξίου Α Κομνηνού. α) Οι σχέσεις με τους Μεγάλους Σελτζούκους και τους Σελτζούκους του Ρουμ ( /3). Μόλις ο νέος αυτοκράτορας, Αλέξιος Α Κομνηνός ( ), εξασφάλισε τον θρόνο, άρχισε να επιδίδεται σε προετοιμασίες για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που απειλούσαν το κράτος. Πράγματι, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Άννας Κομνηνής, το 1081 η αυτοκρατορία απειλούνταν ταυτόχρονα από την Ανατολή και από τη Δύση. Στη Μικρά Ασία, οι Τούρκοι είχαν κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, ενώ στην Ιταλία, ο Νορμανδός ηγεμόνας Ροβέρτος Γυισκάρδος ετοιμαζόταν να διαπεραιωθεί στα Βαλκάνια με σκοπό να κυριεύσει την ίδια την Κωνσταντινούπολη 434. Ο τελευταίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε συνάψει το 1075/6 με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ συμμαχία μέσω επιγαμίας 435. Μετά την πτώση, όμως, του Μιχαήλ, το συνοικέσιο ακυρώθηκε, δίνοντας στον Γυισκάρδο την αφορμή, για να εισβάλει στα εδάφη της αυτοκρατορίας, με πρόσχημα την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της θυγατέρας του στον θρόνο και την αποκατάσταση του έκπτωτου αυτοκράτορα. Κατά τον F. Chalandon, η εκστρατεία εναντίον του Βυζαντίου καθυστέρησε, εξαιτίας της εκδήλωσης εξεγέρσεων στη νότια Ιταλία και γι αυτό ο Νορμανδός ηγεμόνας ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες του, μόλις τον Μάιο του Καθώς ο Αλέξιος Α δεν διέθετε αρκετό στρατό για να αντιμετωπίσει όλους τους αντιπάλους του, προτίμησε να δώσει προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του νορμανδικού κινδύνου, που κρίθηκε αμεσότερος, αφού οι Νορμανδοί απέβλεπαν στην κατάκτηση της ίδιας της πρωτεύουσας. Προκειμένου να ε- τοιμαστεί για να τους αντιμετωπίσει, ο Αλέξιος Α συγκέντρωσε όλα τα διαθέσιμα στρατεύματα της αυτοκρατορίας, ανακαλώντας και τις εναπομείνασες βυζαντινές δυνάμεις που βρίσκονταν ακόμη στο έδαφος της Μικράς Ασίας. Η Άννα Κομνηνή μνημονεύει συγκεκριμένα την Ηράκλεια του Πόντου και την Παφλαγονία, με τοποτηρητή τον Δαβατηνό, καθώς και την Καππαδοκία και την πόλη Χώμα της Φρυγίας, με τοπάρχη τον Βούρτζη επιπλέον, η ίδια συγγραφέας αναφέρει ότι υπήρχαν και άλλοι αξιωματούχοι στο μικρασιατικό έδαφος. Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να σπεύσουν στην πρωτεύουσα όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις, αλλά να παραμείνει στις συγκεκριμένες περιοχές ο αριθμός στρατιωτών που ήταν απαραίτητος για την άμυνά τους. Ωστόσο, κατά τον Σπ. Βρυώνη, η ενέργεια αυτή, στην πραγματικότητα, είχε ως αποτέλεσμα να διεισδύσουν οι Τούρκοι στις περιοχές αυτές, που βρίσκονταν ακόμη υπό βυζαντινό έλεγχο Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis Βλ. παρούσα εργασία, σελ , για τα γεγονότα και τις απόψεις των ερευνητών. Επιπλέον, βλ. F. Chalandon, Essai Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 245. E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή για τον βίο του Ροβέρτου Γυισκάρδου και την αφορμή της εισβολής στο Βυζάντιο αυτόθι για την προετοιμασία της εκστρατείας αυτόθι Βλ. F. Chalandon, Essai Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 103. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ι- στορία, Γ 20. J.-Cl. Cheynet, Résistance E. Malamut, Alexis Χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια της συγκε- 149

151 Παράλληλα, ο Αλέξιος Α προσπάθησε να αποφύγει τον διμέτωπο αγώνα, επιδιώκοντας να κλείσει ειρήνη με τον ηγεμόνα των Τούρκων της δυτικής Μικράς Ασίας, Sulaymān ibn Kutulmish. Για να το πετύχει αυτό, ο αυτοκράτορας συνδύασε στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα. Συγκεκριμένα, κατά την Άννα Κομνηνή, οι Τούρκοι είχαν φτάσει ως τις ακτές της Προποντίδας, όπου παρέμεναν μόνιμα, ενώ ο ηγεμόνας τους, Sulaymān, είχε εγκατασταθεί στη Νίκαια. Επιδρομείς του λεηλατούσαν συνεχώς ολόκληρη την περιοχή της Βιθυνίας και της Θυνίας και προωθούνταν μέχρι τη Βόσπορο/Δάμαλι, απέναντι από την πρωτεύουσα 438 γι αυτό, ο αυτοκράτορας συγκρότησε μικρές μονάδες ελαφρά οπλισμένων και απειροπόλεμων στρατιωτών, με δεκάρχες επικεφαλής, οι οποίοι είχαν την εντολή να διαπεραιώνονται τις νύκτες στην ασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, να επιτίθενται αιφνιδιαστικά σε ο- λιγάριθμους Τούρκους επιδρομείς και αμέσως να επιστρέφουν πίσω. Σύντομα, οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν από τις ακτές και ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή στους στρατιώτες να καταλάβουν τα πολίσματα των παραλίων και να διανυκτερεύουν εκεί. Ακόμη, διέταξε να επιτίθενται πλέον την ώρα της αυγής, ό- ταν οι αντίπαλοι έβγαιναν για προμήθειες και να τους προξενούν φθορές, χωρίς να επιχειρούν κάτι ριψοκίνδυνο. Έτσι, πριν περάσει πολύς καιρός, οι Τούρκοι υποχώρησαν ακόμη περισσότερο και οι Βυζαντινοί αναθάρρησαν, εξοπλίστηκαν καλύτερα και οι επικεφαλής τους προήχθησαν από δεκάρχες σε πεντηκοντάρχες. Οι αυτοκρατορικές αυτές ομάδες διεξήγαγαν στο εξής και την ημέρα επιθέσεις και απομάκρυναν τους επιδρομείς από τη Βιθυνία, τη Θυνία και την περιοχή της Νικομήδειας 439. Η δράση αυτή των Βυζαντινών είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, να αναγκαστεί ο Sulaymān να ζητήσει ειρήνη από τον αυτοκράτορα, ο οποίος δέχτηκε. Ωστόσο, ο F. Chalandon θεώρησε μάλλον απίθανο ότι οι μικρές επιτυχίες των Βυζαντινών ώθησαν τον Σελτζούκο ηγεμόνα να ζητήσει ειρήνη και υποστήριξε ότι πιθανότερο είναι πως ο ίδιος ο Αλέξιος Α πρότεινε τη σύναψη ειρήνης, έχοντας ίσως ως στόχο να του παραχωρηθούν κάποιες τουρκικές μονάδες ως ενισχύσεις στον επικείμενο αγώνα του εναντίον των Νορμανδών, όπως και πράγματι έγινε 440. Εξάλλου, η Άννα Κομνηνή κριμένης ερευνήτριας για την προτίμηση του Αλεξίου Α να δώσει έμφαση στην αντιμετώπιση των Νορμανδών: «Ainsi Alexis a préféré défendre l Occident plutôt que l Orient, parce que l enjeu pour Robert le Rusé était Constantinople: le duc normand avait, contrairement au sultan turc, un dessein impérial». 438 Θυνία ονομαζόταν η ακτή της Μικράς Ασίας, ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα, τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα. Βλ. F. Chalandon, Essai 72, σημ Άννα Κομνηνή Πρβλ. εξάλλου Στρατηγικόν Μαυρικίου 238, ια.2-10: «Χρὴ, ἐὰν πρὸς ξένον καὶ δυνατὸν ἔθνος ἐστὶν ὁ πόλεμος, καὶ ἐκ προλήψεώς τινος ἐν δειλίᾳ ἐστὶν ὁ στρατός, μὴ σπουδάζειν συμπλέκεσθαι αὐτῷ δημοσίως εὐθύς, ἀλλὰ πρότερον ἀσφαλῶς ἐπιτηδεύειν πρὸ τῆς ἡμέρας τοῦ πολέμου μετὰ ἐξπλήκτων καὶ χρησίμων ἀνδρῶν λεληθότως καὶ μὴ φανερῶς ἐπέρχεσθαι μέρει αὐτῶν. Ἐὰν γὰρ φονευθῶσί τινες τῶν ἐναντίων ἢ ζῶντες συλληφθῶσι, νομίζον τὸ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν δυνάμει γενέσθαι τὸ συμβάν, προθυμότεροι καθίστανται τὴν δειλίαν ἀποβαλλόμενοι, καὶ οὕτως κατὰ μικρὸν ἐθίζεται κατ αὐτῶν ἐγχειρεῖν». Βλ. F. Chalandon, Essai Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 103. E. Malamut, Alexis 89. Για την ιστορία της Νικομήδειας, βλ. Cl. Foss, Nicomedia Άννα Κομνηνή , , όπου αναφέρεται η έκκληση του Αλεξίου Α στον Sulaymān για αποστολή ενισχύσεων. Βλ. F. Chalandon, Essai 72. F. Dölger, Regesten, Β 87 (αρ. 1069), 88 (αρ. 1070a). Cl. Cahen, Première Pénétration 43, ο οποίος όμως φαίνεται πως δεν δέχεται ότι οι επιχειρήσεις των Βυζαντινών στη Βιθυνία στόχευαν στη σύναψη ειρήνης, προκειμένου να αποφευχθεί ο διμέτωπος αγώνας με τους Νορμανδούς. Αντίθετα, θεώρησε ότι ο Αλέξιος Α διεξήγαγε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων της Νίκαιας, επειδή οι τελευταίοι δεν αναγνώριζαν την εξουσία του και ότι υποχρεώθηκε να τερματίσει τις εχθροπραξίες, εξαιτίας της έναρξης του νορμανδικού πολέμου. Ωστόσο, δέχεται ότι η συνθήκη αποσκοπού- 150

152 μαρτυρεί ότι ο Αλέξιος Α εκτός από την εκδίωξη των Τούρκων από τις ακτές, τους «ανάγκασε» να συμφωνήσουν ειρήνη παρέχοντάς τους δώρα, πληροφορία που ενδεχομένως φανερώνει ότι η πρωτοβουλία για τη διαπραγμάτευση της ειρήνης ανήκε στον αυτοκράτορα 441. Όσον αφορά τους όρους της συνθήκης, που σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα συνήφθη μάλλον τον Ι- ούνιο του 1081 (πριν τις 17 του μηνός, οπότε άρχισαν οι εχθροπραξίες με τους Νορμανδούς), ορίστηκε ως σύνορο των δύο επικρατειών ο ποταμός Δράκων και συμφωνήθηκε να σταματήσουν οι τουρκικές ε- πιδρομές στη Βιθυνία 442. Με την κίνηση αυτή, ο Αλέξιος Α ουσιαστικά αναγνώριζε την κυριαρχία των Σελτζούκων Τούρκων σε μεγάλο μέρος των μικρασιατικών εδαφών 443. Σχετικά με την αναγνώριση αυτή της ύπαρξης του σουλτανάτου, ο D. Nastase υποστήριξε ότι ο αυτοκράτορας, σύμφωνα με τη βυζαντινή ιδεολογία, παραχώρησε στον Sulaymān τα χαμένα εδάφη, όπως θα παραχωρούσε κάποιες περιοχές σε έ- ναν υποτελή του. Έτσι, κατά τον ίδιο ερευνητή, επισήμως, ο Sulaymān έγινε υποτελής της αυτοκρατορίας. Τη συγκεκριμένη άποψη αποδέχτηκε ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης 444. Σύμφωνα με τον Cl. Cahen, η επιδίωξη του Αλεξίου Α με τη σύναψη αυτής της συνθήκης ήταν πιθανώς να απομακρύνει προσωρινά τον Sulaymān από τον Βόσπορο και να τον στρέψει προς την Ανατολή, εναντίον τοπικών Βυζαντινών διοικητών με τους οποίους η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης δεν διέθετε καλές σχέσεις. Σημαντικότερος ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Φιλάρετος Βραχάμιος, αυτονομημένος διοικητής της Κιλικίας και υποστηρικτής του προηγούμενου αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη. Κατά τον ίδιο ερευνητή, ο Αλέξιος Α ίσως επιδίωκε, ακόμα, να επιτρέψει στον Sulaymān να αποκτήσει μεγάλη δύναμη, ώστε να καταφέρει ο τελευταίος να θέσει υπό τον έλεγχό του τους Τουρκομάνους της Μικράς Ασίας, που λεηλατούσαν ανεξέλεγκτοι την ύπαιθρο 445. Μετά τη συνομολόγηση της συνθήκης, ο Αλέξιος Α ήταν πλέον ελεύθερος να ασχοληθεί με τη νορμανδική εισβολή, πράγμα που έ- σε βραχυπρόθεσμα στην απόκτηση τουρκικών ενισχύσεων. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 248. Cl. Cahen, Preottoman Turkey 75. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 103. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 21. E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή : «ἔνθέν τοι καὶ τοὺς Τούρκους διὰ παντοίας μεθόδου τῆς τε Δαμάλεως καὶ τῶν περὶ αὐτὴν παραλίων τόπων ἐκδιώξας, ἅμα καὶ δώροις δεξιωσάμενος, ἐξεβιάσατο εἰς εἰρηνικὰς ἀπονεῦσαι σπονδάς». Σχετικά με τα δώρα του αυτοκράτορα προς τον Sulaymān, η E. Malamut, Alexis 89 υπέθεσε ότι αυτά ίσως αποτελούσαν πορφυρά σκαραμάγγια από μετάξι ή πολύτιμα αντικείμενα που κοσμούσαν ναούς και ανάκτορα. 442 Για τη χρονολόγηση της συνθήκης ειρήνης, βλ. F. Dölger, Regesten, Β 88, αρ. 1070a. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 21. Κατά τον F. Chalandon, Essai 72, ο ποταμός Δράκων ρέει από τον Νότο προς τον Βορρά στην Βιθυνία, ορίζοντας τη χερσόνησο που φτάνει ως το σημερινό ακρωτήριο Bouz-Bournou. Γι αυτό, κατά τον ίδιο ερευνητή, δεν είναι σαφής η περιοχή που σημάδευε ο ποταμός και ίσως εννοείται πως με την συνθήκη οι Τούρκοι απαγορευόταν να επιτίθενται στις πόλης της α- κτής, στα δεξιά της εκβολής του ποταμού. 443 Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 72. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 248. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 103. G. Leiser, Sulayman, 825. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 21. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι Του ιδίου, Τούρκοι, Α 117. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 347. E. Malamut, Alexis D. Nastase, Débuts (κυρίως 265). Μάλιστα, σύμφωνα με τον ερευνητή, τη συμφωνία του Αλεξίου Α με τον Sulaymān σφράγισε η ίδρυση της μονής Κουτλουμουσίου στο Άγιο Όρος από έναν συγγενή ίσως αδελφό του Sulaymān. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 25. Αντίθετα, βλ. Ch. Brand, Turkish element 6-7, σημ. 18, ο οποίος δεν αποδέχτηκε ότι ο Sulaymān σε αντάλλαγμα για την αναγνώριση του σουλτανάτου υποχρεώθηκε να ιδρύσει ένα μοναστήρι, καθώς δεν υπάρχουν έγγραφα που να αποδεικνύουν την υπόθεση αυτή. 445 Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey

153 σπευσε να πράξει. Μάλιστα, όπως συμφωνήθηκε με τον Sulaymān, έλαβε και μονάδες τουρκικών σωμάτων, για να τις χρησιμοποιήσει εναντίον των Νορμανδών 446. Πράγματι, στο επόμενο διάστημα μέχρι το 1085, όσο ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν απασχολημένος με την αντιμετώπιση των Νορμανδών, φαίνεται ότι ο Sulaymān στράφηκε στην εδραίωση της ε- ξουσίας του και στην ισχυροποίηση της θέσης του μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο. Όπως υποστήριξε ο Cl. Cahen, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις των Σελτζούκων ιστοριογράφων του Ικονίου του 13 ου αιώνα, ο Sulaymān ibn Kutulmish δεν έλαβε ως προσωπική του επικράτεια τη Μικρά Ασία από τον Malik- Shāh. Αντιθέτως, οι σχέσεις του με τον τελευταίο ήταν μάλλον εχθρικές. Ο Μεγάλος Σελτζούκος σουλτάνος δεν επιθυμούσε την ισχυροποίηση των σε διάφορους βαθμούς επαναστατημένων συγγενών του 447. Ο Bar Εβραίος, μάλιστα, παραδίδει τα περιστατικά της σύγκρουσης των δύο σελτζουκικών συγγενικών κλάδων. Ο Malik-Shāh έστειλε ήδη από την εποχή της βασιλείας του Νικηφόρου Γ (γύρω στο ) τον εμίρη Bursuk, για να καταδιώξει τον Kutulmish (τον οποίο ο Σύρος χρονογράφος εσφαλμένα θεωρεί ζωντανό στην εποχή του Βοτανειάτη). Ο εμίρης πλησιάζοντας στην Κωνσταντινούπολη έστειλε απεσταλμένο και ζήτησε από τον Νικηφόρο Γ να του παραδώσει τον Kutulmish, αλλά ο αυτοκράτορας αρνήθηκε και οι δύο Τούρκοι τελικά συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης, όπου ο Kutulmish εξαπατήθηκε από τον αντίπαλό του και σκοτώθηκε. Οι στρατιώτες του ηττημένου, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, συγκεντρώθηκαν πλέον γύρω από τον υιό του, τον Sulaymān και διέφυγαν από τους εχθρούς τους. Εξετάζοντας τη συγκεκριμένη πληροφορία του Bar Εβραίου, ο Cl. Cahen υπέθεσε ότι ο Σύρος συγγραφέας, στην πραγματικότητα, ίσως δεν αναφέρεται στον ίδιο τον Kutulmish, αλλά στον Mansūr, τον αδελφό του Sulaymān, που αναφέρεται από τις βυζαντινές πηγές και που εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο αυτήν την εποχή. Ο ίδιος ερευνητής παραθέτει επιπλέον και την πληροφορία του al-bundari πως ο Bursuk στη διάρκεια της εκστρατείας του επέβαλε στην αυτοκρατορία πάκτο ύψους dīnār Άννα Κομνηνή για την έκκληση του Αλεξίου Α στον Sulaymān για αποστολή ενισχύσεων αυτόθι για τη φυγή των Τούρκων συμμάχων του Αλεξίου Α, κατά τη μάχη του Δυρραχίου αυτόθι για τη μάχη της Λάρισας και τη συμμετοχή Τούρκων ιππέων σ αυτήν. Βλ. F. Chalandon, Essai για τη μάχη του Δυρραχίου αυτόθι για τη μάχη της Λάρισας. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική για τον νορμανδικό πόλεμο. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ι- στορία, Γ για τη μάχη του Δυρραχίου αυτόθι για τη μάχη της Λάρισας. J. Haldon, Πόλεμοι , για μια αναλυτική εξέταση της μάχης του Δυρραχίου. E. Malamut, Alexis για τη μάχη του Δυρραχίου αυτόθι για τη μάχη της Λάρισας. Για βιβλιογραφία σχετικά με τον νορμανδικό πόλεμο, βλ. E. Malamut, Alexis 476. Επιπλέον, βλ. το πιο πρόσφατο Ε. Φιλίππου, Η παράδοση του πρώτου βυζαντινονορμανδικού πολέμου στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής και στις λατινικές πηγές: αποκλίσεις, παραλείψεις και χρονολογικά προβλήματα ( ), Βυζαντινά 29 ( ) Cl. Cahen, Première Pénétration 44. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 74. C. E. Bosworth, History 96. Αντίθετη άποψη υ- ποστήριξε ο İ. Kafesoglu, Seljuks 50, που θεώρησε (χωρίς, όμως, να παραπέμπει σε κάποια πηγή) ότι ο Sulaymān, αφότου έμεινε μοναδικός αρχηγός των Τούρκων της Μικράς Ασίας, αναγνωρίστηκε επίσημα από τον χαλίφη της Βαγδάτης ως κυρίαρχος της Μικράς Ασίας. 448 Bar Εβραίος 227. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 44 (και σημ. 1). Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 74. C. E. Bosworth, History 96. G. Leiser, Sulayman 825. Αντίθετα, ο İ. Kafesoglu, Seljuks 50 υποστήριξε (χωρίς παραπομπή σε πηγή) ότι ο Sulaymān ήταν εκείνος που εξόντωσε τον Mansūr σε συνεργασία με τον Bursuk. Κατά τον ίδιο ερευνητή, οι δύο αδελ- 152

154 Σε κάθε περίπτωση, ο Sulaymān απέμεινε ο μοναδικός αρχηγός των Τουρκομάνων της οικογένειάς του και αυτό το γεγονός, κατά τον Cl. Cahen, πιθανώς να ισχυροποίησε τη θέση του. Αυτήν την εποχή, εξάλλου, οι βυζαντινές πηγές αρχίζουν να αποκαλούν τον Sulaymān σουλτάνο. Όπως παρατήρησε η νεότερη έρευνα, όμως, δεν σώζονται νομίσματα της εποχής, για να αποδειχτεί αν ο Σελτζούκος ηγέτης χρησιμοποιούσε πράγματι τον τίτλο. Κατά τον Cl. Cahen, με αυτόν τον τίτλο τον αποκαλούσαν πιθανώς οι Τουρκομάνοι του, χωρίς να είναι γνωστό ποια ακριβώς έννοια έδιναν στον τίτλο, αφού κατά κύριο λόγο θεωρούσαν τον Sulaymān φύλαρχό τους. Σίγουρο παραμένει ότι ο τελευταίος δεν έλαβε τον τίτλο από τον εχθρό του, σουλτάνο Malik-Shāh, που θεωρούσε ότι μόνο ο ίδιος είχε δικαίωμα στη χρήση του, αλλά ούτε και από τον χαλίφη, που βρισκόταν υπό την κηδεμονία του Malik-Shāh 449. Πιο πρόσφατα, ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης δεχόμενος την πραοαναφερθείσα άποψη του D. Nastase (ότι, το 1081, ο Sulaymān δέχτηκε συμβολικά την επικυριαρχία του Αλεξίου Α ) υποστήριξε πως ο Sulaymān έλαβε τον τίτλο του σουλτάνου από τον Αλέξιο Α, στο πλαίσιο μιας προσέγγισης προς το Βυζάντιο για να αντιμετωπιστεί ο Malik-Shāh 450. Έδρα του Sulaymān έγινε η Νίκαια, όπου σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, ο Σελτζούκος ηγεμόνας είχε το «σουλτανίκιόν» του, δηλαδή το ανάκτορό του: «...τοῦ Σολυμᾶ τῆς ἑώας ἁπάσης ἐξουσιάζοντος καὶ περὶ τὴν Νίκαιαν αὐλιζομένου (οὗ καὶ τὸ σουλτανίκιον ἦν, ὅπερ ἄν ἡμεῖς βασίλειον ὀνομάσαιμεν)...» 451. Τα εδάφη που περιλάμβανε σε αυτή τη φάση το σουλτανάτο θα πρέπει να ήταν η Βιθυνία, το παλαιό θέμα Θρακησίων, η Φρυγία και η Γαλατία. Ο ακριβέστερος προσδιορισμός των ορίων του, εκτός από τα σύνορα με το Βυζάντιο, δεν φαίνεται δυνατός, δεδομένης της ύπαρξης πολυάριθμων τοπικών εμιράτων στη Μικρά Ασία και της απουσίας μαρτυριών από τις πηγές. Όσον αφορά την πολιτική του Sulaymān, σύμφωνα με τον Cl. Cahen, φαίνεται ότι αυτή προσανατολιζόταν προς τον μουσουλμανικό-τουρκικό κόσμο αν και η επικράτειά του βρισκόταν σε πρώην βυζαντινά εδάφη, πολύ μακριά από τον κύριο όγκο των τουρκικών δυνάμεων, ο Sulaymān δεν πρέπει να ξέχασε τον ανταγωνισμό της οικογένειάς του με τους συγγενείς του, τους Μεγάλους Σελτζούκους της Βαγδάτης. Γι αυτό, αλλά και για να μπορέσει να διατηρήσει την ανεξαρτησία του στην απομονωμένη περιοχή, όπου βρισκόταν, προσπαθούσε διαρκώς να διατηρήσει έναν σύνδεσμο με τον τουρκικό κόσμο φοί είχαν έρθει σε ρήξη, όταν προσπάθησαν να διεκδικήσουν ο καθένας για τον εαυτό του την ηγεμονία των Τούρκων της Μικράς Ασίας («... for claiming the sultanate...»). Για τον εμίρη Bursuk, βλ. Cl. Cahen, Bursuk Νικηφόρος Βρυέννιος : «[αναφερόμενος στην εκστρατεία του ευνούχου Ιωάννη στην Βιθυνία, το 1080, έναντίον του Νικηφόρου Μελισσηνού]...εἴτε εἰς τὸ Δορύλαιον ἀπελθόντας μετὰ τοῦ σουλτάνου συνάψαι πόλεμον» (βλ. και παρούσα εργασία, σελ ). Άννα Κομνηνή : «...τὰ περὶ εἰρήνης ἀνέπεισε τὸν σουλτάνον...» αυτόθι : «...καὶ τηνικαῦτα περὶ τούτου δηλοῖ τῷ σουλτάνῳ». Εκτός από τις βυζαντινές πηγές, ο Sulaymān αποκαλείται σουλτάνος και από τον Μιχαήλ Σύρο (Μιχαήλ Σύρος, Γ 172, 176), ο οποίος μάλιστα θεωρεί ότι ο ίδιος ο Alp-Arslan έστειλε τον Sulaymān στη Μικρά Ασία και του έδωσε την άδεια να αναγορευτεί σουλτάνος σύμφωνα με τον ίδιο χρονογράφο, όταν ο Sulaymān κυρίευσε τη Νίκαια και τη Νικομήδεια, αναγορεύτηκε επίσημα, έχοντας και την άδεια του χαλίφη. Όπως, όμως, ήδη προαναφέρθηκε, η νεότερη έρευνα δείχνει σκεπτικισμό απέναντι σε μια τέτοια πιθανότητα. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 44 (και σημ. 2). Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey C. E. Bosworth, History 96. G. Leiser, Sulayman 826. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Άννα Κομνηνή Βλ. Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 76. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α

155 και κατά συνέπεια, σύντομα στράφηκε προς την Ανατολή. Μάλιστα, σύμφωνα με τον G. Leiser, ο Σελτζούκος ηγεμόνας πιθανώς να αποσκοπούσε στο να προκαλέσει τον Malik-Shāh και να διεκδικήσει την κυριαρχία της σελτζουκικής αυτοκρατορίας της Βαγδάτης 452. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην εσωτερική πολιτική του και ιδιαίτερα στην πολιτική του απέναντι στους κατακτημένους, φαίνεται πως φέρθηκε με μετριοπάθεια ή και ευμένεια, προσφέροντας πολλές φορές, κατά τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη, καλύτερες βιοτικές συνθήκες από εκείνες που ίσχυαν πριν, υπό τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ο τελευταίος ερευνητής μάλιστα, στηριζόμενος σε κάποια αναφορά του Μιχαήλ Ατταλειάτη, υποστηρίζει ότι ο Sulaymān απάλλαξε τους χριστιανούς δουλοπάροικους της Βιθυνίας από τη βαριά φορολογία, με μια ειδική προκήρυξη, που όριζε πως θα απέδιδαν μόνο έναν ετήσιο συμβολικό κεφαλικό φόρο 453. Όπως αναφέρθηκε, ο Sulaymān προσπαθώντας να διατηρήσει δεσμούς με τον τουρκικό κόσμο στράφηκε προς τις περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη, πρόσθετος λόγος για την κίνηση αυτή υπήρξε η εγκατάσταση του Τουρκομάνου αρχηγού Melik Dānişmend (/Μαλίκ Ντανισμέντ) στο βόρειο τμήμα του κεντρικού μικρασιατικού υψιπέδου, που εμπόδιζε την επικοινωνία των Σελτζούκων του Ρουμ με το Αζερμπαϊτζάν και τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο. Έτσι, γύρω στο 1083/4, ο Σελτζούκος ηγεμόνας κυρίευσε το Ικόνιο και την Καβάλα 454, ενώ την ίδια εποχή προωθήθηκε στη Λυκαονία, την Καππαδοκία και την Κιλικία, ώσπου στα τέλη του 1084 α- ναμίχθηκε στις εσωτερικές έριδες της Αντιόχειας της Συρίας και κυρίευσε τη σημαντική πόλη (12 Δεκεμβρίου 1084) από τον Φιλάρετο Βραχάμιο. Ο Malik-Shāh αναγνώρισε την κατάκτηση της πόλης από τον Sulaymān στο όνομά του, εφόσον εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να επέμβει. Η κατάληψη της Α- ντιόχειας από τον Sulaymān, ωστόσο, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του εμίρη της Μοσούλης, της Άμιδας και του Χαλεπίου, Sharaf al-dawla Muslim ibn Quraysh, που θιγόταν από τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Ο τελευταίος απαίτησε την απόδοση εκ μέρους του Sulaymān του φόρου υποτέλειας που πριν του απέδιδε ο Βραχάμιος. Μετά την άρνηση του Sulaymān, έλαβαν χώρα συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο, ώσπου το θέρος του 1086 επενέβη ο αδελφός του Malik-Shāh και εμίρης της Δαμασκού, Tutush, ο ο- ποίος στις 4 Ιουνίου 1086 νίκησε κατά κράτος τον Sulaymān. Ο τελευταίος σκοτώθηκε (ή ίσως αυτοκτόνησε) στο πεδίο της μάχης. Ολόκληρη η περιοχή της Συρίας περιήλθε στον έλεγχο του Malik-Shāh, ενώ, παράλληλα, ο βεζίρης του Sulaymān στην Αντιόχεια προτίμησε να υποταχτεί στον Malik-Shāh και να του παραδώσει ως όμηρο τον νεαρό υιό του νεκρού πλέον ηγεμόνα του, τον Kïlïj Arslan (/Κιλίτζ Αρσλάν) Cl. Cahen, Première Pénétration 44. G. Leiser, Sulayman Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι Α, 32. Δυστυχώς, δεν στάθηκε δυνατό να εντοπίσω το συγκεκριμένο χωρίο του Μιχαήλ Ατταλειάτη. Για την άποψη του συγκεκριμένου ερευνητή σχετικά με την πολιτική των σουλτάνων απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, βλ. επίσης παρακάτω, παρούσα εργασία, σελ Η πόλη της Καβάλας βρισκόταν 11 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά του Ικονίου. Για την ιστορία της, βλ. Kl. Belke - M. Restle, Galatien und Lykaonien Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey G. Leiser, Sulayman Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση για λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων, κριτική των πληροφοριών των πηγών και αναλυτική βιβλιογραφία. 154

156 Τον θάνατο του Sulaymān ακολούθησε μια χαώδης κατάσταση με ανακατατάξεις στη Μικρά Ασία. Όπως παραδίδει η Άννα Κομνηνή, ο Sulaymān ξεκινώντας την εκστρατεία του είχε εμπιστευτεί τη φρούρηση των διαφόρων πόλεων και περιοχών της Μικράς Ασίας σε εμίρηδές του. Αυτοί μετά τον θάνατό του έσπευσαν να ιδιοποιηθούν τις περιοχές αυτές. Παρομοίως, ο σουλτάνος του Ρουμ είχε αφήσει τη διοίκηση της πρωτεύουσας του, της Νίκαιας, στον συγγενή του, Abu l-qāsim (/Αμπούλ Κασίμ. Α- πελχασήμ, κατά την Άννα Κομνηνή) 456. Αυτός οικειοποιήθηκε την εξουσία του νεκρού Sulaymān και όρισε τον δικό του αδελφό, Buldağī (Πουλχάση, κατά την Άννα Κομνηνή), διοικητή της Καππαδοκίας 457. Την ίδια εποχή, φαίνεται ότι ισχυροποιήθηκε ο Melik Dānişmend, που μάλλον δρούσε ήδη στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Για τη δράση του τελευταίου, ιδιαίτερα πριν το 1094 (οπότε γίνεται η πρώτη σαφής αναφορά στο πρόσωπό του) λίγα είναι με βεβαιότητα γνωστά, γιατί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, οι πηγές σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι λίγες και αντιτιθέμενες. Κύρια πηγή για τον βίο του αποτελεί το μεταγενέστερο έπος Dānişmendname, που αφηγείται τους αγώνες του εναντίον των χριστιανών της Μικράς Ασίας, το οποίο όμως δεν αποτελεί αξιόπιστη πηγή πληροφοριών. Γι αυτό, ο ακριβής προσδιορισμός της άφιξης και εγκατάστασής του στο μικρασιατικό έδαφος είναι δύσκολος. Κατά τον Cl. Cahen, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αν ο Melik Dānişmend είχε εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία πριν ή μετά τον θάνατο του Sulaymān. Πιο πρόσφατα, ο Γ. Λεβενιώτης στηριζόμενος σε πληροφορίες του Μιχαήλ Σύρου και του Bar Εβραίου πρότεινε ότι η οριστική εγκατάσταση του Melik Dānişmend στην περιοχή της Σεβάστειας θα πρέπει να έλαβε χώρα περίπου στα έτη Οι περιοχές που είχε υπό τον έλεγχό του συμπεριλάμβαναν την Καισάρεια, την Τζαμανδό, τη Σεβάστεια, το Develι, την Τοκάτη, τη Νεοκαισάρεια και την Αμάσεια. Η δυναστεία που ίδρυσε ο Melik Dānişmend διατηρήθηκε ως το 1177/8 και διατηρούσε άλλοτε ανταγωνιστικές και άλλοτε σχέσεις συνεργασίας με το σουλτανάτο του Ρουμ/Ικονίου, ώσπου προσαρτήθηκε από το τελευταίο 458. Αμεσότερο κίνδυνο για την αυτοκρατορία αποτελούσαν οι ανεξαρτητοποιημένοι εμίρηδες που είχαν ως πεδίο δράσης τη δυτική και βορειοδυτική Μικρά Ασία. Ωστόσο, ο Αλέξιος Α, αν και είχε στο μεταξύ αποκρούσει τους Νορμανδούς, εξακολουθούσε να αδυνατεί να επέμβει αποφασιστικά στη Μικρά Α- σία, επειδή την ίδια εποχή τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας ήταν απασχολημένα από τον πόλεμο ενα- 456 Για τον Abu l-qāsim, βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Abu l-qāsim Άννα Κομνηνή , , Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration και σημ. 2. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Του ιδίου, Abu l-qāsim Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Cl. Cahen, Première Pénétration και σημ. 2. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 78, C. E. Bosworth, History Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 104. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α για συνοπτική ιστορία της δυναστείας. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση , με αναλυτικές πληροφορίες και βιβλιογραφία για τον βίο και τη δράση του Melik Dānişmend. Για τον Melik Dānişmend και τους Ντανισμεντίδες, βλ. επίσης I. Mélikoff, Dânishmendids E. Zachariadou, Danişmendids, 586. G. Leiser, Δανισμέντ Μαλίκ Γαζί

157 ντίον των Πετσενέγων 459. Παρόλ αυτά, ο αυτοκράτορας δεν έχασε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τις έ- ριδες μεταξύ των Τούρκων αρχηγών, ώστε να τους εξουδετερώσει στρέφοντας τον έναν εναντίον του άλλου 460. Πρέπει να σημειωθεί ότι μοναδική πηγή για τις σποραδικές επεμβάσεις της αυτοκρατορίας στη μικρασιατική χερσόνησο αυτήν την εποχή αποτελεί η Άννα Κομνηνή, η οποία όμως φαίνεται πως δεν συσχετίζει χρονολογικά τα συγκεκριμένα γεγονότα με τον πόλεμο των Πετσενέγων, που συνέβαινε ταυτόχρονα. Αντίθετα, η Βυζαντινή ιστορικός αφηγείται όλα τα σχετικά γεγονότα μαζί στο Βιβλίο Στ της Ιστορίας της (κεφάλαια ΙΧ-ΧΙΙΙ), προτού αρχίσει την εξιστόρηση του πολέμου με τους Πετσενέγους και παρέχοντας ελάχιστες ενδείξεις για τη χρονολόγησή τους. Κατά συνέπεια, η χρονολόγηση των γεγονότων της περιόδου (περίπου) παρουσιάζει δυσκολίες, τις οποίες επιχείρησε να λύσει η νεότερη έρευνα. Περισσότερο εύλογη μεταξύ των θέσεων που προτάθηκαν φαίνεται, κατά τη γνώμη μου, η άποψη του P.Gautier, η οποία θα ακολουθηθεί στην παρούσα εργασία και που θα παρουσιαστεί παρακάτω, προκειμένου να εντοπιστούν οι περιπτώσεις προσέγγισης και σύναψης συνθηκών μεταξύ του Α- λεξίου Α και των Τούρκων εμίρηδων της Μικράς Ασίας 461. Ένας από τους πρώτους Τούρκους αρχηγούς, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία στα α- σιατικά της εδάφη, αυτήν την εποχή, ήταν ο Il Khan beglerbeg (τον οποίο η Άννα Κομνηνή ονομάζει Ελχάνη) 462. Η διήγηση της ιστορίας του Il Khan τοποθετείται στο έργο της Άννας Κομνηνής μετά την ε- ξιστόρηση άλλων γεγονότων που έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 1086 και το 1092 δίνοντας την εντύπωση ότι και η συγκεκριμένη ιστορία πραγματοποιήθηκε το 1092/3. Όπως υποστήριξε, όμως, ο P. Gautier, η έναρξη των επιθέσεων του Il Khan εναντίον της αυτοκρατορίας θα πρέπει να συσχετισθεί με τον θανατο του Sulaymān, όταν «ὁπόσοι τῶν σατραπῶν πόλεις καὶ πολίχνια ἔτυχον φυλάσσοντες, ἕκαστος ὅπερ ἔτυχε φυλάττων κάστρον κατέσχε καὶ ἰδιοποιήσατο». Γι αυτό ο ερευνητής χρονολογεί την ανεξαρτητοποίηση του Il Khan στο θέρος του Ωστόσο, όσον αφορά τη θέση αυτή του P. Gautier, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αφού γίνεται αποδεκτό από τη σύγχρονη έρευνα πως ο 459 Για την έναρξη της εισβολής των Πετσενέγων, βλ. Άννα Κομνηνή Για τον πόλεμο με τους Πετσενέγους, βλ. F. Chalandon, Essai Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική , Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 47-55, E. Malamut, Alexis Για τους Πετσενέγους, βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 64-82, (για βιβλιογραφία για το θέμα). 460 F. Chalandon, Essai 100. J. Shepard, Father or scorpion E. Malamut, Alexis P. Gautier, Théophylacte για την άποψη του P. Gautier. 462 Ο όρος «Il Khan» ήταν τίτλος, αλλά η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί τη λέξη ως κύριο όνομα. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration 52. P. Gautier, Théophylacte 82, σημ Άννα Κομνηνή για το απόσπασμα. Ο Cl. Cahen, Première Pénétration 52 χρονολογεί τη δράση του Il Khan μετά το 1092 και τον θεωρεί αξιωματικό του Kïlïj Arslan. Πρβλ. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 80-81, όπου ο ερευνητής διατηρεί την ίδια άποψη με το παλαιότερο έργο του. B. Skoulatos, Personnages 9, ο οποίος χρονολογεί καταρχάς τις επιχειρήσεις εναντίον του Il Khan στο 1085, αλλά αργότερα (Personnages 72 και σημ. 4) χρονολογεί τα ίδια γεγονότα στο Ch. Brand, Turkish element 4, που επίσης χρονολογεί τα συγκεκριμένα γεγονότα στο P. Gautier, Théophylacte 82, 84 που παρατήρησε ότι η αναφορά της Άννας Κομνηνής για έλλειψη ικανού βυζαντινού στόλου κατά τη διάρκεια των ε- πιχειρήσεων εναντίον του Il Khan θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο αν τα συγκεκριμένα γεγονότα είχαν λάβει χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1080, καθώς το 1092 η αυτοκρατορία διέθετε πλέον αξιόμαχο στόλο, τον οποίο χρησιμοποίησε με επιτυχία εναντίον του Τζαχά. 156

158 Sulaymān πέθανε τον Ιούλιο του 1086, τότε και η ανεξαρτητοποίηση του Τούρκου εμίρη Il Khan θα πρέπει να έλαβε χώρα το θέρος του ίδιου έτους. Ο Il Khan, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, κυρίευσε την Απολλωνιάδα και την Κύζικο και λεηλατούσε όλα τα παράλια της Προποντίδας 464. Σύμφωνα με τον P. Gautier, οι δύο αυτές πόλεις είχαν κυριευτεί από τον Sulaymān το 1081, αλλά μάλλον ο Αλέξιος Α τις ανακατέλαβε στη διάρκεια της βυζαντινής αντεπίθεσης που είχε διεξαχθεί το ίδιο έτος στα παράλια της Βιθυνίας. Από τότε, σύμφωνα τον ί- διο ερευνητή, μέχρι τον θάνατο του Sulaymān, οι όροι της συνθήκης του 1081 θα πρέπει να τηρούνταν και συνεπώς, οι πόλεις θα πρέπει να παρέμειναν στην κατοχή της αυτοκρατορίας. Εξάλλου, μέχρι τα μέσα του 1086, διοικητής της Κυζίκου αναφέρεται ο Κωνσταντίνος Ουμπερτόπουλος, που εκτός από τη φρουρά της πόλης είχε μαζί του και ένα φραγκικό σώμα 465. Η κατάκτηση της πόλης από τον Il Khan έ- λαβε χώρα μάλλον μετά το θέρος του 1086, όταν ο διοικητής της μετακλήθηκε στα Βαλκάνια μαζί με τους Φράγκους του, για να ενισχύσει τον βυζαντινό στρατό στον πόλεμο εναντίον των Πετσενέγων. Ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον του Τούρκου αρχηγού τον Αλέξανδρο Ευφορβηνό, ο οποίος πολιόρκησε για μερικές ημέρες την Απολλωνιάδα 466. Όταν όμως αντιλήφθηκε την προσέγγιση τουρκικών ενισχύσεων, διέταξε υποχώρηση και τελικά έπεσε σε παγίδα του Il Khan με αποτέλεσμα να διαλυθεί η στρατιά του και πολλοί Βυζαντινοί στρατιώτες να αιχμαλωτιστούν. Ο Αλέξιος Α, ακολούθως έστειλε καινούρια στρατιά υπό τον Κωνσταντίνο Ώπο 467. Ο τελευταίος κυρίευσε γρήγορα την Κύζικο και έστειλε τριακόσιους στρατιώτες εναντίον του Ποιμανηνού, το οποίο επίσης κυριεύτηκε. Τέλος, ο Βυζαντινός στρατηγός άρχισε να πολιορκεί την Απολλωνιάδα, ώσπου ο Il Khan παρέδωσε με τη θέλησή του την πόλη και επιπλέον αυτομόλησε μαζί με την οικογένειά του στον αυτοκράτορα, βαπτίστηκε και έλαβε πολλά δώρα. Μάλιστα, όπως παραδίδει η Άννα Κομνηνή, μερικοί άλλοι εμίρηδες, που αρχικά είχαν αρνηθεί να ακολουθήσουν τον Il Khan, ακολούθως, όταν έμαθαν τις τιμές και τα δώρα που έλαβε ο τελευταίος, προσήλθαν και αυτοί στην υπηρεσία του αυτοκράτορα και ευεργετήθηκαν εξίσου. Ανάμεσά τους, ήταν ο Σκαλιάριος, που αργότερα πολέμησε εναντίον των Πετσενέγων και των Νορμανδών και ένας ανώνυμος εμίρης, που κατά τη Βυζαντινή συγγραφέα τιμήθηκε υπερπερίλαμπρος Η Απολλωνιάδα βρισκόταν στις όχθες της λίμνης Απολλωνιάτιδος ή Αρτυνίας, στην τοποθεσία της σημερινής πόλης A- bulliont. Βλ. W. Ramsay, Geography Ο νορμανδικής καταγωγής Κωνσταντίνος Ουμπερτόπουλος ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν τον Αλέξιο Κομνηνό, όταν επαναστάτησε το Συμμετείχε στους πολέμους εναντίον των Νορμανδών και των Πετσενέγων, στους οποίους διοικούσε μονάδες Φράγκων μισθοφόρων. Το 1091 συνωμότησε εναντίον του Αλεξίου Α, αλλά αργότερα φαίνεται πως βρισκόταν και πάλι στην υπηρεσία του. Αναλυτικότερα για τον βίο του, βλ. B. Skoulatos, Personnages Ο Αλέξανδρος Ευφορβηνός φαίνεται πως αργότερα έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του Τζαχά και στον δεύτερο νορμανδικό πόλεμο. Αναλυτικότερα για τον βίο του, βλ. B. Skoulatos, Personnages Ο Κωνσταντίνος Ώπος αναφέρεται για πρώτη φορά το 1081, στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών, ως αρχηγός των Εξκουβήτων. Μετά τη νίκη επί του Il Khan, εμφανίζεται ως ναυτικός διοικητής στις επιχειρήσεις εναντίον του Τζαχά. Αναλυτικότερα για τον βίο του, βλ. B. Skoulatos, Personnages Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 136. Cl. Cahen, Première Pénétration 52. Του ιδίου, Preottoman Turkey 81. B. Skoulatos, Personnages 9-10, 72, 281. Ch. Brand, Turkish element 4. P. Gautier, Théophylacte (και σελ. 82 με τη σημ. 59, σελ. 84 με τη σημ. 69). Το Ποιμανηνόν βρισκόταν 56 χλμ. νοτίως της Κυζίκου και αποτελούσε ένα από τα ισχυρότερα οχυρά της περιοχής. Βλ. W. Ramsay, Geography Σχετικά με τον «υπερπερίλαμπρο», είναι άγνωστο αν ο όρος αυτός αποτελούσε κάποιον αυλικό τίτλο ή απλώς κάποιο τιμητικό επίθετο που χρησιμοποιούνταν ως 157

159 Σχετικά με την αυτομόληση του Il Khan, αν και η Άννα Κομνηνή παραδίδει ότι αυτή έγινε με πρωτοβουλία του ίδιου, ίσως δεν θα έπρεπε να απορριφθεί η πιθανότητα ότι ακολουθήθηκε ο συνηθέστερος με τη βυζαντινή πολεμική πρακτική τρόπος δράσης και η αυτομόληση έγινε μετά από πρόταση των Βυζαντινών. Σύμφωνα με τις προτροπές του Στρατηγικού του Μαυρικίου, ο στρατηγός θα έπρεπε να προσπαθήσει να προσεταιρισθεί έναν πολιορκημένο αντίπαλο (ακόμη και έναν ήδη ηττημένο αντίπαλο) και γενικά θα έπρεπε να προτιμά τη συμφωνία ειρήνης (εφόσον αυτή μπορεί να επιτευχθεί με συμφέροντες όρους) από την αβεβαιότητα του πολέμου 469. Έτσι, ο Il Khan, αφού ηττήθηκε και αποκλείστηκε στο τελευταίο του κάστρο, πιθανώς άρχισε διαπραγματεύσεις για να λυθεί η πολιορκία και να αποχωρήσει ο ί- διος με ασφάλεια και τότε οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι του πρότειναν να μπει στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, προσφέροντάς του συγχρόνως πλούσια δώρα, ώστε να τον δελεάσουν. Μάλιστα, καθώς η εκστρατεία διήρκεσε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν στάλθηκαν ειδικοί πρέσβεις από τον αυτοκράτορα για να διαπραγματευτούν με τον πολιορκημένο, αλλά ότι ο Αλέξιος Α είχε εξουσιοδοτήσει εξ αρχής τον επικεφαλής της βυζαντινής στρατιάς, Κωνσταντίνο Ώπο, να προσπαθήσει να προσεταιριστεί τον αποδεδειγμένα ικανό Τούρκο αρχηγό. Σε κάθε περίπτωση, είτε η πρωτοβουλία της αυτομόλησης ανήκε στους Βυζαντινούς, είτε στον ίδιο τον Il Khan, διαφαίνεται πάντως η πολιτική του αυτοκράτορα, που επιχειρούσε συνεχώς να ασκεί πίεση στους ανεξάρτητους Τούρκους αρχηγούς, μέχρι να αναγκαστούν να συνεργαστούν μαζί του ή να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Την ίδια εποχή (περίπου 1086/7), πολύ πιο επικίνδυνος για την αυτοκρατορία κρίθηκε ο σουλτάνος της Νίκαιας Abu l-qāsim, ο οποίος, κατά την Άννα Κομνηνή, «ἐπιθυμητικῶς [...] εἶχε τὰ σκῆπτρα τῆς Ῥωμαίων ἀναδήσασθαι ἀρχῆς, εἰ δὲ μὴ τοῦτο, ἀλλά γε τῶν παρὰ θάλατταν πάντων καὶ αὐτῶν δὴ τῶν νήσων τὴν ἐξουσίαν ἐσχηκέναι» 470. Ο Abu l-qāsim, όπως προαναφέρθηκε, είχε οριστεί διοικητής της Νίκαιας από τον Sulaymān και μετά τον θάνατο του τελευταίου πήρε ο ίδιος την εξουσία του προσφώνηση προς τον κάτοχο ενός τίτλου. Η εξέταση του εν λόγω προβλήματος ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας μελέτης. Σύμφωνα με την αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή του Στ. Γεωργίου, Τιμητικοί τίτλοι , τα παράγωγα της λέξης «λαμπρός» (αν και στο συγκεκριμένο έργο δεν γίνεται αναφορά στον όρο υπερπερίλαμπρος) αποτελούσαν τιμητικές προσφωνήσεις για τους τίτλους ανάμεσα στον πρωτονωβελίσσιμο και τον πρόεδρο συγκεκριμένα, ο πρωτονωβελίσσιμος προσφωνούνταν «εκλαμπρότατος», ο νωβελίσσιμος αναφέρεται ως «υπέρλαμπρος» και «πανυπέρλαμπρος», ο πρωτοπρόεδρος «πανυπέρλαμπρος» και «υπέρλαμπρος» και τέλος, ο πρόεδρος επίσης «υπέρλαμπρος» ή (στον 10 ο αιώνα) «λαμπρότατος». 469 Στρατηγικόν Μαυρικίου 254, ιβ.1-10: «Ὤσπερ οὖν καὶ, ἑὰν αἰσίως τὰ τοῦ πολέμου ἐξέλθει [...] δεῖ ἐπιμένειν τῇ τοῦ ἐχθροῦ τελείᾳ καταλύσει. Εἰ δὲ ἐν ὀχυρώματι καταφεύγει, σπεύδειν ἢ χειρὶ ἢ τῇ τῶν λειπόντων εἰδῶν τοῦς ἀνθρώποις ἢ τοῖς ἀλόγοις παραφυλακῇ στενοχωρεῖν αὐτὸν μέχρι ἢ τελείας αὐτοῦ καταλύσεως ἢ ἐπωφελῶν συμφώνων», 288, β : «Ἐτοίμως ὁ στρατηγὸς καὶ μετὰ νίκην ὑπακουέτω τὼν πολεμίων, εἰρήνην λυσιτελῆ προτεινόντων, ἐννοῶν τὸ τῶν πολέμων ἄδηλον», 314, γ.37-41: «καὶ, εἰ μὲν αἰσίως ἐξέλθῃ τὸ τοῦ πολέμου πέρας, μὴ ἀναβάλλεσθαι τὸν καιρόν, ἀλλ ἐν ὅσῳ ἐν φόβῳ καὶ ταραχῇ εἰσιν οἱ ἐχθροί, ἐπιτίθεσθαι αὐτοῖς, μέχρις οὗ τελείως καταλυθῶσι καὶ σκορπισθῶσιν ἢ σύμφωνα συμφέροντα γένωνται ἀσφαλῶς καὶ ἀναμφιβόλως», 338, α.23-29: «Χρὴ τοῖς πολιορκουμένοις μὴ προτείνειν ἐν προοιμίοις σκληρὰ καὶ βαρέα, ἵνα μὴ τῇ δυσχερείᾳ τῶν προτεινομένων τὸν κίνδυνον κουφότερον λογιζόμενοι, εἰς ἔνωσιν καὶ ἀπόνοιαν ἔλθωσιν, ἀλλ εὐχερῆ ἐπιζητεῖν ἢ τὰ ἄλογα αὐτῶν ἢ τι ἄρμα ἢ ἔτερά τινα τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς φορητά, ἵνα τῇ εὐχερείᾳ τῶν προτάσεων καὶ τῇ ἐλπίδι τῆς σωτηρίας εἰς διχόνοιαν ἔλθωσιν καὶ χαυ-νώτεροι γένωνται πρὸς ἀντικατάστασιν καὶ κίνδυνον». 470 Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 100. P. Gautier, Théophylacte για τη χρονολόγηση. E. Malamut, Alexis

160 σουλτανάτου και έδωσε στον αδελφό του, Buldağī, τη διοίκηση της Καππαδοκίας. Ο νέος σουλτάνος, μόλις ανέβηκε στον θρόνο, παραβίασε τη συνθήκη του Sulaymān με τους Βυζαντινούς και άρχισε να διεξάγει επιδρομές στη Βιθυνία και στις ακτές της Προποντίδας. Ο Αλέξιος Α ακολουθώντας την ίδια τακτική, όπως το 1081, απέκρουσε τις επιδρομές και υποχρέωσε τον σουλτάνο να αρχίσει ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Καθώς όμως ο τελευταίος καθυστερούσε τις διαπραγματεύσεις, ο αυτοκράτορας, προκειμένου να του ασκήσει πίεση, έστειλε εναντίον του μια ικανή στρατιά υπό τον Τατίκιο. Ο Βυζαντινός στρατηγός έφτασε ως τη Νίκαια και σε μια πρώτη σύγκρουση νίκησε την τουρκική φρουρά της πόλης, αλλά σύντομα πληροφορήθηκε από έναν αγρότη πως εναντίον του κατευθυνόταν ο εμίρης Bursuk (Προσσούχ, κατά την Άννα Κομνηνή), που είχε σταλεί από τον Μεγάλο Σελτζούκο σουλτάνο Malik- Shāh (αν και η Άννα Κομνηνή εσφαλμένα παραδίδει πως σουλτάνος ήταν πλέον ο υιός του Malik-Shāh, ο Barkyārūk ή Παργιαρούχ) 471. Η στρατιά του Bursuk, κατά τη Βυζαντινή συγγραφέα, ανερχόταν σε , αλλά η σύγχρονη έρευνα θεωρεί τον αριθμό αυτό υπερβολικό. Σε κάθε περίπτωση, ο Τατίκιος δεν διέθετε αρκετό στρατό, για να αντιμετωπίσει τον νέο αντίπαλο και επέλεξε να υποχωρήσει και να ε- πιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μέσω της Νικομήδειας. Καθώς υποχωρούσε, δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση του Abu l-qāsim, αλλά κατάφερε (κυρίως με τη συμβολή του «κελτικού» σώματος) να τρέψει τους Τούρκους σε φυγή και να επιστρέψει με ασφάλεια στην πρωτεύουσα 472. Μετά την εκστρατεία αυτή, η Άννα Κομνηνή συνεχίζει την εξιστόρηση της αντιπαράθεσης της αυτοκρατορίας με τον Abu l-qāsim, δίνοντας την εντύπωση ότι τα επόμενα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά. Όμως θα έπρεπε μάλλον να θεωρηθεί ότι σε αυτό το σημείο της διήγησης παρεμβάλλεται ένα χρονικό διάστημα, ίσως μερικών μηνών, αφού κατά τη διήγηση των επόμενων γεγονότων ο Abu l-qāsim έ- χει στην κατοχή του τις πόλεις Κίο και Νικομήδεια (η οποία στη διάρκεια της πρώτης εκστρατείας του Τατίκιου βρισκόταν ακόμη υπό βυζαντινό έλεγχο) και επιπλέον άρχισε την κατασκευή στόλου, που επίσης θα πρέπει να πήρε κάποιο χρονικό διάστημα 473. Την εποχή της πρώτης αντιπαράθεσης της αυτοκρατορίας με τον Abu l-qāsim ή ίσως λίγο μετά, στάλθηκε στον Αλέξιο Α ένας απεσταλμένος του σουλτάνου, ο Čā ūsh (τον οποίο η Άννα Κομνηνή ονομάζει Σιαούς) 474. Κατά την Άννα Κομνηνή, αίτιο της δι- 471 Για το σφάλμα της Άννας Κομνηνής σχετικά με τον Barkyārūk, βλ. F. Chalandon, Essai 100, σημ. 2. P. Gautier, Théophylacte 78. Για τον Barkyārūk, βλ. Cl. Cahen, Barkyārūk Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 100. Cl. Cahen, Première Pénétration 50. Του ιδίου, Preottoman Turkey B. Skoulatos, Personnages 288. E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή : «καθ οὕτως διὰ τῆς Βιθυνῶν πρὸς τὴν βασιλεύουσαν ὁ Τατίκιος ἐπανέρχεται. ὁ μέντοι Ἀ- πελχασὴμ οὐδαμῶς ἠρεμεῖν ἤθελεν [...] τοιαῦτα γοῦν λογιζόμενος πρότερον μὲν λῃστρικὰς νῆας κατασκευάζειν διενοεῖτο τὴν Κίον καταλαβῶν (πόλις δὲ αὕτη Βιθυνῶν παρὰ θάλατταν διακειμένη)...» αυτόθι : «ὡς δὲ τὴν Νικομήδους (πόλις δὲ αὕτη μητρόπολις Βιθυνίας) κατεῖχον οἱ τῆς Νικαίας ἐξάρχοντες Τοῦρκοι...». 474 Ο όρος Čā ūsh ήταν αξίωμα, αλλά η Άννα Κομνηνή τον χρησιμοποιεί ως κύριο όνομα. Βλ. Cl. Cahen, Première Pénétration Σύμφωνα με τον R. Mantran, με τον όρο Čā ūsh οι Τούρκοι εννοούσαν α) ανακτορικούς αξιωματούχους ή β) χαμηλόβαθμο στρατιωτικό προσωπικό. Υπό τους Σελτζούκους, ειδικότερα, οι Čā ūsh αποτελούσαν ένα προνομιούχο σώμα υπό τις άμεσες εντολές του σουλτάνου και συχνά αναλάμβαναν κάποιον σημαντικό ρόλο. Κατά τον ίδιο ερευνητή, από τον όρο αυτό προέρχεται ο όρος «μέγας τζαούσιος» που προσδιόριζε τον αρχηγό των αυτοκρατορικών αγγελιοφόρων υπό τους Λασκαρίδες και τους Παλαιολόγους. Αναλυτικότερα, βλ. R. Mantran, Čā ūsh 16. Όσον αφορά τον χρόνο που έλαβε χώρα η διπλωματική αποστολή του Čā ūsh, αξίζει να παρατηρηθεί ότι η Άννα Κομνηνή την εξιστορεί στο κεφάλαιο ΙΧ του έκτου βιβλίου της Αλεξιάδας, πριν την αφήγηση του πολέμου με τον Abu l-qāsim (κεφάλαιο Χ κ.ε.). Ωστόσο, σύμφωνα με την 159

161 πλωματικής αυτής προσέγγισης αποτέλεσε η ενδυνάμωση του Tutush, μετά την προαναφερθείσα νίκη του επί του Sulaymān ibn Kutulmish. Μόλις ο Malik-Shāh έμαθε για την ισχυροποίηση του αδελφού του, του Tutush, έστειλε τον Čā ūsh στον αυτοκράτορα επιδιώκοντας τη συμμαχία του 475. Με διαφορετικό τρόπο, όμως, ερμήνευσε ο Cl. Cahen τη διπλωματική αυτή προσέγγιση του Malik- Shāh και του Αλεξίου Α. Όπως υποστήριξε ο συγκεκριμένος ερευνητής, αυτή οφειλόταν στην πολιτική του σουλτάνου σχετικά με τους ημιανεξάρτητους Τουρκομάνους. Ο Malik-Shāh, όπως στο παρελθόν ο πατέρας του, δεν επιθυμούσε να κυριεύσει τα εδάφη της αυτοκρατορίας αντιθέτως, κύριος στόχος του ήταν να αναγνωρίζεται ως ο αρχηγός όλων των Τούρκων, πράγμα που προσπαθούσε να καταφέρει μέσω της εξασφάλισης της υποταγής (αν και όχι απαραίτητα της κατάκτησης) των διαφόρων Τουρκομάνων. Η επιθυμία αυτή αφορούσε ιδιαίτερα τους Τουρκομάνους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, όπως αποδείχτηκε στην περίπτωση του Sulaymān ibn Kutulmish, μπορούσαν να συγκεντρώσουν ισχυρές δυνά-μεις και δεν αποκλειόταν να επιχειρήσουν να επιστρέψουν στις ζωτικότερες περιοχές του σουλτανάτου της Βαγδάτης. Στην περίπτωση των συγκεκριμένων Τουρκομάνων ο Malik-Shāh έκρινε απαραίτητη τη βοήθεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα, αφού ο ίδιος αδυνατούσε να επέμβει αποτελεσματικά στην περιοχή εξαιτίας της μεγάλης απόστασης. Έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, ο Malik-Shāh διαπιστώνοντας ότι οι Βυζαντινοί είχαν επίσης συμφέρον να περιοριστούν οι Τουρκομάνοι προσπάθησε να πετύχει κάποια συμφωνία με τον Αλέξιο Α 476. Η ερμηνεία αυτή του Cl. Cahen φαίνεται πιο εύλογη σε σχέση με την εξήγηση που δίνει η Άννα Κομνηνή (δηλαδή τον φόβο του σουλτάνου για την ενδυνάμωση του Tutush), αφού εξηγείται από την πολιτική των δύο ηγεμόνων, αυτήν την εποχή. Εξάλλου, αν γίνει α- ποδεκτή η άποψη της Άννας Κομνηνής, τίθεται το ερώτημα γιατί να επιδιώξει ο σουλτάνος τη βοήθεια του αυτοκράτορα, προκειμένου να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο που δρούσε στη Συρία, στην οποία ο αυτοκράτορας ήταν αδύνατο να επέμβει με οποιονδήποτε τρόπο την εποχή εκείνη. Η αποστολή του Čā ūsh στον Αλέξιο Α αποτελούσε την πρώτη από δύο διπλωματικές επαφές ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Μεγάλους Σελτζούκους αυτήν την εποχή και σύμφωνα με τον P. Gautier, μάλλον έλαβε χώρα το 1086/7. Όπως υποστήριξε ο συγκεκριμένος ερευνητής, στοιχεία για τη χρονολόγηση της διπλωματικής επαφής στο 1086/7 παρέχει μια σουλτανική επιστολή, η οποία όμως, σύμφωνα άποψη του P. Gautier, Théophylacte η οποία θα αναλυθεί αμέσως παρακάτω στο σώμα της εργασίας η επιστολή που κόμιζε ο Čā ūsh περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στην αυτοκρατορία και κάνει λόγο για τους αντιπάλους που είχε να αντιμετωπίσει ο αυτοκράτορας. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, αφού η επιστολή αναφέρει μεταξύ άλλων και τις επιδρομές του Abu l-qāsim, θα μπορούσε ίσως να υποτεθεί ότι η διπλωματική α- ποστολή του Čā ūsh στάλθηκε, στην πραγματικότητα, μετά την έναρξη της αντιπαράθεσης του αυτοκράτορα με τον σουλτάνο της Νίκαιας και θα πρέπει να έφτασε αφότου τελείωσε η πρώτη, σύντομη φάση των εχθροπραξιών. Πρβλ. E. Malamut, Alexis 91, η οποία αναφέρει ότι η συγκεκριμένη διπλωματική αποστολή θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Αλεξίου Α με τον Abu l-qāsim, αλλά δεν δικαιολογεί την άποψή της. 475 Άννα Κομνηνή Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey Πρβλ. B. Skoulatos, Personnages 280, σημ. 2, ο οποίος χρονολογώντας την αποστολή του Čā ūsh ανάμεσα στα , υποστήριξε ότι ο Malik-Shāh έστειλε τον απεσταλμένο του, όταν, μετά τον θάνατο του Sulaymān ibn Kutulmish το 1085 (στην πραγματικότητα, μάλλον το 1086, όπως φάνηκε παραπάνω), αποφάσισε να παρέμβει στις υποθέσεις των τουρκικών κρατιδίων της Μικράς Ασίας και ότι αυτή η διπλωματική αποστολή θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε πριν το 1087, γιατί τότε ο Μεγάλος Σελτζούκος σουλτάνος εκστράτευσε ο ίδιος εναντίον των άλλων τουρκικών κρατών και η βυζαντινή συμμαχία ήταν πλέον περιττή. 160

162 με την Άννα Κομνηνή, παραδόθηκε στη διάρκεια της δεύτερης επαφής. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω ε- πιστολή ο σουλτάνος αναγνωρίζει τις δυσκολίες που πέρασε ο αυτοκράτορας και τις απαριθμεί: «ἠκηκόειν, ὦ βασιλεῦ, τὰ κατὰ σὲ καὶ ὅπως τὴν τῆς βασιλείας ἀναδησάμενος ἀρχὴν ἐκ προοιμίου πολλοῖς ἀγῶσιν ἐμπέπτωκας καὶ ὡς ἄρτι τὰ κατὰ τοὺς Λατίνους κατευνάσαντος [νίκη επί των Νορμανδών, 1085] οἱ Σκύθαι κατὰ σοῦ ἐτοιμάζονται [έναρξη πολέμου με τους Πετσενέγους, 1086/7] καὶ αὐτὸς ὁ ἀμὴρ Ἀπελχασὴμ τὰς μετὰ σοῦ τοῦ Σολυμᾶ σπονδὰς καταλύσας μέχρις αὐτῆς Δαμάλεως τὴν Ἀσίαν ληίζεται [έναρξη των επιδρομών του Abu l-qāsim, 1086]». Κατά τον P. Gautier, το χωρίο αυτό περιγράφει την κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει ο Αλέξιος Α γύρω στο 1086/7 και όχι το 1092 (οπότε πρέπει να πραγματοποιήθηκε η δεύτερη επαφή). Επομένως, συνεχίζει ο ερευνητής, η Άννα Κομνηνή θα πρέπει να μπέρδεψε τα (πιθανώς παρόμοια) κείμενα των επιστολών που στάλθηκαν στις δύο αυτές περιπτώσεις και το κείμενο της δεύτερης επιστολής (μέρος του οποίου παρέχει πληροφορίες που συνηγορούν υπέρ της χρονολόγησης στο 1086/7) θα πρέπει να αποτελεί, στην πραγματικότητα, κομμάτι της πρώτης επιστολής. Ως επιπλέον επιχείρημα ο P. Gautier χρησιμοποίησε την πρόταση του σουλτάνου που συμπεριλαμβάνεται στη δεύτερη (με τη σειρά της Άννας Κομνηνής) επιστολή και η ο- ποία κάνει λόγο για γάμο ανάμεσα σε μια θυγατέρα του αυτοκράτορα και στον πρωτότοκο υιό του σουλτάνου 477 ο συγκεκριμένος υιός, ο Ahmed, απεβίωσε το 1088 και στη σελτζουκική διαδοχή προω- θήθηκε ο Barkyārūk, επομένως, η πρόταση επιγαμίας δεν μπορεί να έγινε μετά από αυτήν τη χρονιά 478. Όπως παραδίδει η Άννα Κομνηνή, ο Čā ūsh παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα κομίζοντας σουλτανική επιστολή, με την οποία ο Malik-Shāh πρότεινε τη σύναψη επιγαμίας (ανάμεσα στις δύο ηγεμονικές οικογένειες, αν γίνει αποδεκτή η προαναφερθείσα άποψη του P. Gautier) και υποσχόταν ότι ακολούθως θα ανακαλούσε τους Τούρκους από τις παράκτιες περιοχές (αν και δεν διευκρινίζει ποιες ακριβώς), θα παρέδιδε τα κάστρα εκείνων των περιοχών και θα παρείχε κάθε υποστήριξη στον αυτοκράτορα. Ωστόσο, ο Αλέξιος Α αγνοώντας την πρόταση επιγαμίας προτίμησε να επιχειρήσει να προσεταιριστεί με κάθε τρόπο τον απεσταλμένο, ο οποίος φαινόταν ευφυής άνθρωπος αφού έμαθε ότι ο Čā ūsh είχε χριστιανή μητέρα από την Ιβηρία και Τούρκο πατέρα, ο Αλέξιος Α κατάφερε να τον πείσει να περάσει στη δική του υπηρεσία. Καθώς ο Čā ūsh είχε μαζί του ένα σουλτανικό διάταγμα, που εξουσιοδοτούσε τον κομιστή του να παραδώσει τις παράκτιες πόλεις στον αυτοκράτορα αν συναπτόταν η επιγαμία, ο τελευταίος διέταξε τον Σελτζούκο απεσταλμένο να μεταβεί στις συγκεκριμένες πόλεις και χρησιμοποιώντας το εν λόγω έγγραφο να τις επαναφέρει στον βυζαντινό έλεγχο. Ο Čā ūsh πράγματι εκπλήρωσε με επιτυχία την αποστολή του. Πρώτα, έδιωξε τον Τούρκο αρχηγό Qaratekin (Χαρατικής κατά την Άννα Κομνηνή), από τη Σινώπη, την οποία είχε κυριεύσει πρόσφατα, εμποδίζοντάς τον μάλιστα να πάρει μαζί του τα χρήματα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, που βρίσκονταν εκεί. Η πόλη παραδόθηκε 477 Σύμφωνα με τον P. Gautier, Théophylacte 81, σημ. 51, η θυγατέρα αυτή θα πρέπει να ήταν η Άννα Κομνηνή, που γεννήθηκε το 1083 ή η αδελφή της, η Μαρία, που γεννήθηκε το Άννα Κομνηνή , , για τα αποσπάσματα. Βλ. P. Gautier, Théophylacte Όπως προαναφέρθηκε, ο B. Skoulatos, Personnages 280 (και σημ. 2) επίσης χρονολόγησε τη διπλωματική αποστολή στο 1086/7. 161

163 στον απεσταλμένο του αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό και ακολούθως ο Čā ūsh έφερε και άλλες πόλεις (της ίδιας περιοχής λογικά) υπό βυζαντινό έλεγχο. Τέλος, ο Čā ūsh επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βαπτίστηκε χριστιανός, έλαβε πολλά δώρα και ορίστηκε δούκας της Αγχιάλου 479. Την απόφαση αυτή του Αλεξίου Α να πάρει με το μέρος του τον Σελτζούκο απεσταλμένο παρά να συνεργαστεί με τον σουλτάνο ο Cl. Cahen την απέδωσε στον σκεπτικισμό που πιθανώς διήπε τον αυτοκράτορα απέναντι στον Malik-Shāh. Η συμμαχία με τον τελευταίο, εκτός από υπερβολικές απαιτήσεις (όπως η βασιλική επιγαμία), θα μπορούσε πιθανώς να κρύβει και κινδύνους. Επιπλέον, συνέχισε ο ίδιος ερευνητής, ο αυτοκράτορας ίσως να μην κατανοούσε τις αντιθέσεις ανάμεσα στους Τούρκους ή ίσως να θεωρούσε ότι μπορούσε να πάρει με το μέρος του πολλούς απ τους Τούρκους της Μικράς Ασίας και να τους χρησιμοποιήσει εναντίον του πιο επικίνδυνου Malik-Shāh. Αντιθέτως, κατά την άποψη του J. Shepard, Αλέξιος Α απέρριψε την πρόταση του σουλτάνου, γιατί προτιμούσε να στηριχτεί αποκλειστικά στις δικές του προσπάθειες προκειμένου να προετοιμάσει τη βυζαντινή ανάκτηση της Μικράς Ασίας έτσι, ο αυτοκράτορας υποστήριζε αρχικά τα αδύναμα μικρασιατικά εμιράτα, ώστε αργότερα να επεκτείνει σιγά-σιγά τη βυζαντινή επικράτεια. Παρόμοια άποψη υποστήριξε η E. Malamut, που απέδωσε τη συμπεριφορά του Αλεξίου Α απέναντι στους Τούρκους στην υιοθέτηση μιας ρεαλιστικής πολιτικής από μέρους του: ο αυτοκράτορας ήταν καλά ενημερωμένος για την κατάσταση της Ανατολής και για τις δυναστικές έριδες των Σελτζούκων και αφού υπολόγιζε τις δυνάμεις και τις αδυναμίες των αντιπάλων του, ελισσόταν αναλόγως, ώστε να προωθήσει τα σχέδιά του για ανάκτηση των χαμένων επαρχιών 480. Στο μεταξύ, ο Abu l-qāsim, όπως προαναφέρθηκε, φιλοδοξώντας να κυριαρχήσει στις ακτές, στα νησιά και ίσως στην ίδια την Κωνσταντινούπολη κυρίευσε τη Νικομήδεια και την Κίο και άρχισε να κατασκευάζει πειρατικά πλοία. Όπως και τις προηγούμενες φορές, ο αυτοκράτορας έδρασε και πάλι με ταχύτητα και έσπευσε να εξουδετερώσει τον αντίπαλό του με έναν συνδυασμό στρατιωτικών και διπλωματικών μέσων. Έστειλε μια στρατιά υπό τον Τατίκιο που διαπεραιώθηκε στα μικρασιατικά εδάφη και παράλληλα μια ναυτική δύναμη υπό τον δούκα του στόλου Μανουήλ Βουτουμίτη με εντολή να πυρπολήσει όλα τα πλοία του Abu l-qāsim, σε όποια κατάσταση και αν βρίσκονταν. Ο Abu l-qāsim μαθαίνοντας για την προσέγγιση των Βυζαντινών υποχώρησε με τη δική του στρατιά σε πιο πλεονεκτικό 479 Άννα Κομνηνή για την κατάκτηση της Σινώπης από τον Qaratekin αυτόθι Πρβλ. Θεοφύλακτος Αχρίδος για τις κατά κανόνα φιλικές σχέσεις του Αλεξίου Α με τον Malik-Shāh: «Ταύτην σου τὴν ἀνδρείαν καῖ ὁ τὴν Περσῶν κατέχων βάρβαρος καὶ παίζων καὶ σπουδάζων ἐκπλήττεται, ὥστε κἀν τοῖς πότοις ὑπὲρ τῆς σῆς ὑγείας κρατῆρας ἵστησιν, ἰδών σε τοῖς ὠτίοις καὶ διὰ τῆς φήμης περιπλεκόμενος». Βλ. F. Chalandon, Essai Cl. Cahen, Première Pénétration 47, Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 80. B. Skoulatos, Personnages 61, Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 104, ο οποίος κάνει λόγο για τον Qaratekin, αλλά θεωρεί ότι η ανακατάληψη της Σινώπης πραγματοποιήθηκε το Ch. Brand, Turkish element 4. E. Malamut, Alexis 90-91, η οποία όμως δεν φαίνεται να διαχωρίζει με σαφήνεια τις δύο διπλωματικές επαφές του 1086/7 και του Όσον αφορά τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό, ο αξιωματούχος αυτός ήταν εκ μητρός συγγενής του Αλεξίου Α. Το 1090 ορίστηκε δουξ του στόλου και ακολούθως πρωταγωνίστησε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Τζαχά. Αναλυτικότερα για τον βίο του, βλ. B. Skoulatos, Personnages Τέλος, η Αγχίαλος βρισκόταν στη βαλκανική ακτή της Μαύρης Θαλασσας. Πρόκειται για τη σημερινή πόλη Pomorie, που βρίσκεται σε μια χερσόνησο του κόλπου του Burgas, 15 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά της εν λόγω πόλης. Αναλυτικά για την ιστορία της, βλ. P. Soustal, Thrakien A. Kazhdan, Anchialos, ODB Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey J. Shepard, Father or scorpion 90. E. Malamut, Alexis

164 έδαφος εγκαταλείποντας τα πλοία, με αποτέλεσμα ο Μανουήλ Βουτουμίτης να τα πυρπολήσει. Ακολούθως, μετά την άφιξη του Τατικίου, οι δύο αντίπαλοι επιδόθηκαν σε αψιμαχίες για αρκετές μέρες, ώσπου οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στους Τούρκους και τους νίκησαν κατά κράτος, ενώ ο ίδιος ο Abu l-qāsim δραπέτευσε στη Νίκαια. Ακολούθως, ο Αλέξιος Α προσέγγισε διπλωματικά τον σουλτάνο της Νίκαιας και με επιστολή τον προέτρεψε να σταματήσει τις επιθέσεις εναντίον της αυτοκρατορίας, με αντάλλαγμα πλούσια δώρα και έναν τιμητικό τίτλο. Ο Abu l-qāsim τότε πιεζόταν εξαιτίας της προώθησης του Bursuk, ο οποίος βρισκόταν ακόμη στο μικρασιατικό έδαφος κατακτώντας κάστρα και πλησιάζοντας στη Νίκαια. Γι αυτό, ο σουλτάνος του Ρουμ «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν, ὅ φασι, ποιησάμενος», σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, δέχτηκε την πρόταση του αυτοκράτορα για ειρήνη, η οποία, κατά τη σύγχρονη έρευνα, θα πρέπει να συμφωνήθηκε γύρω στο 1086/ Ωστόσο, ο Αλέξιος Α δεν αρκέστηκε στην ειρήνη, αλλά φρόντισε να εκμεταλλευτεί τη συνομολόγησή της, για να προωθήσει τα βυζαντινά συμφέροντα στην περιοχή της Βιθυνίας. Όπως προαναφέρθηκε, ο Abu l-qāsim είχε κυριεύσει πρόσφατα τη στρατηγικής σημασίας πόλη της Νικομήδειας 482. Ο Α- λέξιος Α επιθυμώντας να προετοιμάσει το έδαφος για την ανάκτησή της, θέλησε να κατασκευάσει ένα οχυρό κοντά στην ακτή. Καθώς λοιπόν, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, δεν είχε άλλο τρόπο για να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, ο αυτοκράτορας κάλεσε τον Abu l-qāsim στην Κωνσταντινούπολη, αμέσως μόλις συμφωνήθηκε η ειρήνη, υποσχόμενος να του παράσχει χρήματα και περιποιήσεις κάθε είδους. Ο σουλτάνος του Ρουμ μετέβη πράγματι στη βυζαντινή πρωτεύουσα, όπου έγινε δεκτός με τιμές. Παράλληλα, ο αυτοκράτορας φόρτωσε σε μεταγωγικά πλοία τα απαραίτητα υλικά για το κτίσιμο του ο- χυρού και τα απέστειλε μαζί με οικοδόμους υπό τον δρουγγάριο του στόλου Ευστάθιο στην περιοχή της Νικομήδειας 483. Στον Ευστάθιο έδωσε οδηγίες να φέρεται φιλικά σε οποιουσδήποτε Τούρκους διέρχονταν από εκείνο το μέρος, να τους παρέχει ό,τι χρειάζονται και να ισχυρίζεται ότι ο Abu l-qāsim είχε γνώση της κατασκευής του οχυρού και ότι την επέτρεπε. Συγχρόνως, ο Ευστάθιος έπρεπε να κρατά τα τουρκικά πλοία μακριά από τις ακτές της Βιθυνίας, ώστε να μην πληροφορηθεί τίποτε ο σουλτάνος. Στο μεταξύ, ο τελευταίος λάμβανε καθημερινά χρήματα, και ενθαρρυνόταν από τον αυτοκράτορα να πηγαίνει στα λουτρά, σε ιπποδρομίες και σε κυνήγια και να επισκέπτεται τις στήλες που ήταν στημένες στις 481 Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai , ο οποίος χρονολογεί τα συγκεκριμένα γεγονότα στο 1086, πριν τις επιθέσεις των Πετσενέγων. Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey P. Gautier, Théophylacte 78 για τη χρονολόγηση των κεφαλαίων Χ-ΧΙ. B. Skoulatos, Personnages 181, 288. E. Malamut, Alexis Ο Μανουήλ Βουτουμίτης συμμετείχε το 1092 στον πόλεμο εναντίον του Τζαχά και το επόμενο έτος κατέστειλε την στάση του Ραψομάτη στην Κύπρο. Στη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας, πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Νίκαιας και φαίνεται ότι λόγω των διπλωματικών του ικανοτήτων ο αυτοκράτορας τον έστειλε το ως απεσταλμένο σε μια διπλωματική αποστολή προς τους αρχηγούς των σταυροφόρων. Αναλυτικότερα για τον βίο του, βλ. B. Skoulatos, Personnages Για τη σημασία της Νικομήδειας στην άμυνα της Βιθυνίας, ιδιαίτερα μετά το 1071, βλ. Cl. Foss, Nicomedia Ο ευνούχος Ευστάθιος Κυμινειανός αργότερα ονομάστηκε μέγας δρουγγάριος του στόλου και το 1101/2 εκστράτευσε με επιτυχία στην Κιλικία. Το 1107, ο αυτοκράτορας αποχωρώντας για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς τον όρισε κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης μαζί με τον Νικηφόρο Δεκανό. Αναλυτικότερα για τον βίο του, βλ. B. Skoulatos, Personnages Για τον δρουγγάριο του στόλου και τον μέγα δρουγγάριο του στόλου, βλ. R. Guilland, Études de titulature Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή (Études de titulature 220, σημ. 5), ο Ευστάθιος άλλοτε αναφέρεται ως δρουγγάριος και άλλοτε ως μέγας δρουγγάριος, αλλά θα πρέπει να κατείχε το δεύτερο από τα αξιώματα αυτά. 163

165 λεωφόρους. Μάλιστα, ο Αλέξιος Α διέταξε και τη διεξαγωγή αρματοδρομίας «κατὰ τὸ πάλαι τῷ μεγάλῳ Κωνσταντίνῳ οἰκοδομηθὲν θέατρον» (δηλαδή στον Ιππόδρομο, σύμφωνα με τους D. R. Reinsch και A. Kambylis), όπου προέτρεπε τον Abu l-qāsim να πηγαίνει καθημερινά 484. Τελικά, αφού αποπερατώθηκε το οχυρό της Κιβωτού, κοντά στη Νικομήδεια 485, ο αυτοκράτορας πρόσφερε στον Abu l-qāsim πλούσια δώρα, του απένειμε τον τίτλο του σεβαστού και αφότου οριστικοποίησαν τη συνθήκη ειρήνης («τὰς συνθήκας ἐμπεδώσας»), τον απέστειλε μέσω θαλάσσης πίσω στα εδάφη του, με κάθε τιμή. Ο σουλτάνος, μόλις έφτασε στην επικράτειά του και πληροφορήθηκε την κατασκευή του ο- χυρού, οργίστηκε, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, αλλά μην μπορώντας να πράξει τίποτε αποδέχτηκε σιωπηρά το γεγονός 486. Καθώς η Αλεξιάδα είναι η μόνη πηγή που κάνει λόγο για την επίσκεψη αυτή του Abu l-qāsim στην Κωνσταντινούπολη, δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για το συγκεκριμένο γεγονός και γι αυτό δεν μπορούν να συναχτούν επιπλέον συμπεράσματα σχετικά με πρακτικές πτυχές της παραμονής του σουλτάνου στη βυζαντινή πρωτεύουσα, όπως ποιος ήταν ο τόπος διαμονής του ή πώς ήταν το τυπικό της συνάντησής του με τον αυτοκράτορα. Βέβαια, υπάρχουν παραδείγματα υποδοχής ξένων ηγεμόνων σε διάφορες περιόδους, αλλά η σύγκριση της επίσκεψης του Abu l-qāsim με τις περιπτώσεις αυτές εκφεύγει απ τα πλαίσια της παρούσας μελέτης 487. Τα μόνα συμπεράσματα που ενδεχομένως θα μπορούσαν να συναχτούν αφορούν τον βαθμό ελευθερίας που είχε παραχωρηθεί στον Abu l-qāsim, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. Η Άννα Κομνηνή παραδίδει ότι ο σουλτάνος ενθαρρυνόταν να πηγαίνει στα λουτρά, σε αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο, σε κυνήγια, ακόμη και να επισκέπτεται τις στήλες κατά μήκος των λεωφόρων. Οι πληροφορίες αυτές θυμίζουν τις προτροπές του ανώνυμου συγγραφέα του κειμένου «Περί Πρέσβεων», το οποίο έχει συμπεριληφθεί στο έργο «Περί στρατηγίας». Στο συγκεκριμένο κείμενο ορίζεται ότι θα πρέπει να ασκείται αυστηρός έλεγχος στους ξένους απεσταλμένους που επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτε- 484 Άννα Κομνηνή (Πρβλ. και Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 6, LXXXVI.10-11, όπου ο ιστορικός κάνει λόγο για την τοποθέτηση της κεφαλής του σκοτωμένου στασιαστή Γεωργίου Μανιάκη στο «μεγάλο θέατρο»: «...τὴν δέ γε κεφαλὴν ἐν μετεώρῳ τοῦ μεγάλου θεάτρου πήγνυσιν...». Η πληροφορία αυτή ερμηνεύτηκε από τον εκδότη του Μιχαήλ Ψελλού, É. Renauld, Michel Psellos, Β 6, σημ. 2 ότι αναφέρεται στον Ιππόδρομο). Βλ. D. R. Reinsch - A. Kambylis, Alexias, Β 141. Πρβλ. E. Malamut, Alexis 90. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί βέβαιη, γιατί σύμφωνα με τη Notitia Urbis 231, , στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν δύο κανονικά θέατρα: ένα στη δεύτερη ρεγεώνα της πόλης (δηλαδή στην ακρόπολη) και ένα άλλο στη δέκατη τέταρτη ρεγεώνα (δηλαδή στις Βλαχέρνες). Συνεπώς, το ζήτημα χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Θα ήθελα σ αυτό το σημείο να ευχαριστήσω τον κ. Δ. Δρακούλη για την υπόδειξη αυτή. 485 Η Κιβωτός βρισκόταν στη νότια πλευρά του κόλπου του Αστακού (ή αλλιώς της Νικομήδειας) και συγκεκριμένα στο πιο στενό σημείο της εισόδου του κόλπου. W. Ramsay, Geography 186, 208 (και 208, σημ. ). 486 Άννα Κομνηνή , Βλ. F. Chalandon, Essai Cl. Cahen, Première Pénétration 51. B. Skoulatos, Personnages 86 (και σημ. 3), ο οποίος χρονολογεί την επίσκεψη του Abu l-qāsim στην Κωνσταντινούπολη και την κατασκευή του οχυρού της Κιβωτού στο E. Malamut, Alexis Ενδεικτικά, βλ. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος για την υποδοχή της ηγεμονίδας του Κιέβου, Όλγας, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ, το 957. Ιωάννης Κίνναμος , ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς την επίσκεψη του σουλτάνου Kïlïj Arslan Β στην Κωνσταντινούπολη το 1161 και αναφέρει ότι ο σουλτάνος διέμενε σε κάποιο από τα νότια ανάκτορα της πόλης. Νικήτας Χωνιάτης , που περιγράφει αναλυτικά την επίσκεψη του Kïlïj Arslan Β. Μιχαήλ Σύρος, Γ 319, που επίσης κάνει λόγο για τη διάρκειας ογδόντα ημερών επίσκεψη του Kïlïj Arslan Β. Βλ. F. Chalandon, Les Comnènes Z. Udaltsova - G. Litavrin - I. Medvedev, Βυζαντινή Διπλωματία P. Magdalino, Αυτοκρατορία

166 ρα σε σχέση με τα μέρη της πόλης που θα τους επιτραπεί να δουν. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το «Περί Πρέσβεων», οι ξένοι απεσταλμένοι στην Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να γίνονται αποδεκτοί με τιμές και με γενναιοδωρία, αλλά συγχρόνως θα πρέπει να επιτηρούνται στενά, ώστε να μην αποκομίσουν πολύτιμες πληροφορίες για την άμυνα της αυτοκρατορίας συνομιλώντας με τους κατοίκους της πόλης. Επιπλέον, εφόσον οι απεσταλμένοι αυτοί έρχονται από μια μακρινή ή από κάποια γειτονική αλλά αδύναμη χώρα, τότε οι Βυζαντινοί οικοδεσπότες τους μπορούν να τους δείξουν ό,τι θέλουν. Αν όμως οι α- πεσταλμένοι προέρχονται από κάποια γειτονική ισχυρή χώρα, τότε συνιστάται να μην τους επιδεικνύεται ο πλούτος της πόλης, ούτε η ομορφιά των γυναικών της, αλλά ο αριθμός των στρατιωτών της, η καλή κατάσταση των όπλων και το ύψος των τειχών της 488. Μάλιστα, όπως έχει παρατηρηθεί από τη σύγχρονη έρευνα, η επιτήρηση των ξένων διπλωματών από τους Βυζαντινούς ήταν τόσο αυστηρή, ώστε προβλεπόταν η διαμονή τους σε ειδικές οικίες, που μετατρέπονταν ουσιαστικά σε φυλακές, αφού δεν ε- πιτρεπόταν να δεχτούν επισκέπτες, ούτε και να βγουν οι ίδιοι χωρίς συνοδεία 489. Ασφαλώς, τέτοιου είδους περιορισμοί δεν θα πρέπει να εφαρμόστηκαν στην περίπτωση του Abu l-qāsim, που ήταν ένας φιλοξενούμενος ηγεμόνας και όχι ένας απεσταλμένος. Εξάλλου, όπως μαρτυρείται από την Άννα Κομνηνή, ο σουλτάνος διατήρησε επαφή με τον έξω κόσμο, αφού ο αυτοκράτορας διέταξε τον δρουγγάριο του στόλου, Ευστάθιο, να κρατήσει τυχόν διερχόμενα τουρκικά πλοία μακρυά από τον τόπο οικοδόμησης του οχυρού, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να ενημερωθεί ο Abu l-qāsim (που τότε βρισκόταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη) για τις μυστικές ενέργειες των Βυζαντινών. Παρόλα αυτά, φαίνεται εύλογο να υποτεθεί ότι οι Βυζαντινοί άσκησαν σε ορισμένο βαθμό επιτήρηση στον φιλοξενούμενο σουλτάνο ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα μέρη της πρωτεύουσας που θα του επιτρεπόταν να επισκεφθεί. Τέλος, αξίζει να γίνει χωριστή αναφορά στην απόδοση του τίτλου του σεβαστού στον Abu l-qāsim. Με βάση το κομνήνειο σύστημα αξιών, ο τίτλος του σεβαστού ήταν ο κατώτερος τιμητικός τίτλος που 488 Περί Στρατηγίας : «ἐὰν μὲν πρὸς ἡμᾶς ἀποστέλλονται, χρὴ φιλοτίμως τε καὶ δαψιλῶς τούτους ὑποδέχεσθαι καὶ γὰρ τιμῶσι πάντες αὐτούς. τοὺς δὲ ὑπηρετουμένους αὐτοῖς δι ἀσφαλείας ἔχειν εἰς τὸ μηδενί τι διδάσκειν ἐπερωτωμένους αὐτούς. κἄν μὲν τῶν λίαν ἀφεστηκότων οἱ πρέσβεις εἶεν ὥστε μεταξὺ ἐκείνων τε καὶ ἡμῶν εἶναί τινα τῶν ἐθνῶν, ἐμφανίζειν αὐτοῖς τῶν ἡμετέρων ὁπόσα καὶ οἷα βουλόμεθα, ὁμοίως δὲ καὶ εἰ πλησιόχωροι μὲν ἡμῶν καθεστήκεσαν, ἐνδεῶς δὲ πρὸς τὴν ἡμετέραν ἔχουσι δύναμιν. εἰ δὲ κατὰ πολὺ ἡμῶν διενηνόχασιν εἴτε πλήθει στρατοῦ εἴτε ἀνδρείᾳ, χρὴ μήτε πλοῦτον μήτε γυναικῶν κάλλη ἐμφανίζειν αὐτοῖς. πλήθη δὲ ἀνδρῶν καὶ ὅπλων εὐκοσμίαν καὶ τειχῶν ὑψώματα». Βλ. D. Obolensky, Principles A. Guillou, Βυζαντινός Πολιτισμός D. Lee - J. Shepard, Placing the Peri Presbeon Στο ίδιο άρθρο (Placing the Peri Presbeon 15-39), οι ερευνητές εκτός από την ανάλυση του κειμένου απαριθμούν τις εκδόσεις του κειμένου «Περί πρέσβεων» και εκθέτουν τα προβλήματα που παρουσιάζει η ένταξή του σε κάποιο βυζαντινό έργο. J. Shepard, Diplomacy Z. Udaltsova - G. Litavrin - I. Medvedev, Βυζαντινή Διπλωματία Τέλος, εφόσον επιτράπηκε στον Abu l-qāsim να επισκέπτεται τις προαναφερθείσες από την Άννα Κομνηνή τοποθεσίες, ίσως θα μπορούσε να συναχτεί ότι ο σουλτάνος, στην αντίληψη των Βυζαντινών, ανήκε στην κατηγορία των «αδύναμων γειτονικών ηγεμόνων». 489 A. Guillou, Βυζαντινός Πολιτισμός D. Lee - J. Shepard, Placing the Peri Presbeon (και 33 σημ. 93). Ό- πως, υποστήριξαν οι τελευταίοι ερευνητές, η ειδική οικία που προοριζόταν για τους ξένους απεσταλμένους ονομαζόταν αποκρισιαρίκιον και με βάση την αφήγηση του Λιουτπράνδου της Κρεμόνας θα πρέπει να βρισκόταν στο δυτικό τμήμα της πόλης πιθανώς στην αραιοκατοικημένη περιοχή ανάμεσα στα κωνσταντίνεια και τα θεοδοσιανά τείχη. Υπεύθυνος για την οικία αυτή, αλλά και για την επιτήρηση των απεσταλμένων γενικότερα ήταν (στη μέση βυζαντινή περίοδο τουλάχιστον) ο κουράτωρ του αποκρισιαρικίου. Ο τελευταίος, κατά τον N. Oikonomides, Listes , υπαγόταν στον λογοθέτη του δρόμου. Z. Udaltsova - G. Litavrin - I. Medvedev, Βυζαντινή Διπλωματία 76 για την επιτήρηση των ξένων απεσταλμένων αυτόθι για αναλυτική περιγραφή της επίσκεψης του Λιουτπράνδου Κρεμόνας. Για τον κουράτορα του αποκρισιαρικίου, βλ. D. A. Miller, Logothete of the Drome R. Guilland, Les logothètes

167 αποδιδόταν αποκλειστικά στα (εξ αίματος ή εξ αγχιστείας) μέλη της οικογένειας των Κομνηνών και σε ανώτατους αξιωματούχους, που είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία. Αποτελούσε έτσι «τη βάση, στην οποία στηριζόταν όλο το οικοδόμημα της αυλικής ιεραρχίας». Καθώς ο Abu l- Qāsim ήταν ο ένας από τους δύο ξένους ηγεμόνες που έλαβαν τον συγκεκριμένο τίτλο (ο άλλος ήταν ο Βοημούνδος, το 1108) στην εποχή του Αλεξίου Α, φαίνεται ότι ο τίτλος αποδιδόταν πολύ σπάνια σε ξένους ηγεμόνες 490. Την ίδια εποχή που συνέβαιναν τα παραπάνω γεγονότα, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, έφτασε ο Bursuk στην περιοχή της Νίκαιας και άρχισε να πολιορκεί την ίδια την πόλη. Μετά από τρεις μήνες πολιορκίας και καθώς η κατάσταση δυσκόλευε συνεχώς για τους πολιορκημένους, ο Abu l-qāsim αναζήτησε τη βοήθεια του Αλεξίου Α : «...διαπεμψάμενοι [δηλαδή οι Τούρκοι της Νίκαιας] πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτοῦντο τῆς ἐξ αὐτοῦ βοηθείας τυχεῖν κρεῖττον λέγοντες ἡγεῖσθαι δούλους αὐτοῦ ὀνομάζεσθαι ἤ τῷ Προσοὺχ [δηλαδή τον Bursuk] δοῦναι χεῖρας» 491. Έτσι, φαίνεται ότι με την έκκληση αυτή, ο σουλτάνος της Νίκαιας αναζήτησε τη συμμαχία του αυτοκράτορα και με βάση τη φρασεολογία της Βυζαντινής ιστορικού («κρεῖττον λέγοντες ἡγεῖσθαι δούλους αὐτοῦ ὀνομάζεσθαι») ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ως συνέπεια της βυζαντινής υποστήριξης ο σουλτάνος θα περνούσε στη σφαίρα επιρροής της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος Α δέχτηκε πράγματι να ενισχύσει τον Abu l-qāsim, αλλά (όπως σπεύδει να διαβεβαιώσει εκτενώς η Άννα Κομνηνή) ο αυτοκράτορας δεν προέβη σ αυτήν την ενέργεια για να βοηθήσει τον σουλτάνο. Αντιθέτως, βλέποντας δύο εχθρούς της αυτοκρατορίας (δηλαδή τον Μεγάλο Σελτζούκο σουλτάνο Malik-Shāh και τον σουλτάνο του Ρουμ, Abu l-qāsim) να αντιτάσσονται ο ένας στον άλλο, ο αυτοκράτορας έκρινε προτιμότερο να βοηθήσει τον πιο αδύναμο εναντίον του ισχυρότερου, ώστε να εξουδετερώσει τον δεύτερο και μετά να μπορέσει πιο εύκολα να ανακτήσει τις χαμένες πόλεις που κατείχε πλέον ο πρώτος. Η βυζαντινή στρατιά προσέγγισε το οχυρό του Αγίου Γεωργίου, η τουρκική φρουρά του οποίου άνοιξε τις πύλες για να εισέλθουν οι Βυζαντινοί 492. Ακολούθως, οι πολιορκητές της Νίκαιας φοβούμενοι πως είχε έρθει ο ίδιος ο αυτοκράτορας εγκατέλειψαν την πολιορκία και έφυγαν, ε- νώ οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς αναγγέλθηκε πως θα ερχόταν στην περιοχή καινούρια πολυάριθμη τουρκική στρατιά 493. Τα επόμενα γεγονότα, που σχετίζονται με την ανατολική πολιτική της αυτοκρατορίας, πραγματοποιήθηκαν με διαφορά πέντε χρόνων (το ), αν και το κείμενο της Άννας Κομνηνής δίνει την ε- 490 Στ. Γεωργίου, Τιμητικοί τίτλοι 29, , 133, , που αναφέρει ότι ο τίτλος δόθηκε στον Abu l-qāsim και στον Βοημούνδο. 491 Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 80. E. Malamut, Alexis 90. Για τη σημασία που απέδιδαν οι Βυζαντινοί στη λέξη «δούλος» αναφορικά με ξένους ηγεμόνες, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Α Το οχυρό του Αγίου Γεωργίου βρισκόταν κοντά στην Ασκανία λίμνη, δυτικά ή βορειοδυτικά της Νίκαιας. Βλ. W. Ramsay, Geography Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 101. Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Preottoman Turkey 80. J. Shepard, Father or scorpion 83. E. Malamut, Alexis

168 ντύπωση πως έλαβαν χώρα λίγο μετά την προαναφερθείσα βυζαντινή επέμβαση. Πράγματι, η Βυζαντινή ιστορικός αρχίζει το κεφάλαιο ΧΙΙ του έκτου βιβλίου της Αλεξιάδας, εκθέτοντας τις συνέπειες της αυτομόλησης του Čā ūsh: «τὴν δὲ τοῦ Σιαοὺς ὑποστροφὴν ὁ σουλτὰν ἀπεκδεχόμενος, ἐπεὶ ἑώρα τοῦτον ἐμβραδύνοντα, μεμαθήκοι δὲ καὶ τὰ κατ αὐτόν, ὡς τὸν Χαρατικὴν μετὰ τρόπου τῆς Σινώπης ἀπήλασεν, ὡς ἐτετύχει τοῦ θείου βαπτίσματος καὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν παρὰ τοῦ αὐτοκράτορος ἀπεστάλη τὴν δουκικὴν ἐξουσίαν Άγχιάλου περιζωσάμενος, ἠνιᾶτο καὶ ἤσχαλλε». Όπως παρατήρησε ο P. Gautier, φαίνεται απίθανο ότι ο σουλτάνος Malik-Shāh χρειάστηκε πέντε χρόνια για να αντιληφθεί την προδοσία του απεσταλμένου του. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος ερευνητής επιχειρηματολόγησε, όπως φάνηκε παραπάνω, υπέρ μιας πρώιμης χρονολόγησης για τα προαναφερθέντα περιστατικά (1086/7) και μιας πιο ύστερης ( ) για τα επόμενα, θεωρώντας ότι η Άννα Κομνηνή παρέλειψε την εξιστόρηση των χρόνων που μεσολάβησαν ( ) 494. Βέβαια, πρέπει να παρατηρηθεί πως ο P. Gautier, αν και εξέθεσε πειστικά επιχειρήματα, δεν εξήγησε την πληροφορία της Άννας Κομνηνής ότι ο σουλτάνος δεν αντιλήφθηκε σε αυτό το διάστημα την αυτομόληση του Čā ūsh (τὴν δὲ τοῦ Σιαοὺς ὑποστροφὴν ὁ σουλτὰν ἀπεκδεχόμενος...). Πιστεύω, όμως, ότι θα μπορούσε να απορριφθεί η συγκεκριμένη φράση πιθανώς η Βυζαντινή ιστορικός εισήγαγε το θέμα με μια γενικολογία, για να το συνδέσει με τα προηγούμενα, αφενός γιατί δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τα ακριβή γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από δεκαετίες και τόσο μακριά από τα εδάφη του Βυζαντίου και αφετέρου για να δώσει περισσότερη ζωντάνια στο έργο της. Εξάλλου, σε άλλο σημείο της Αλεξιάδας φαίνεται πως πράττει το ίδιο: κάνοντας λόγο για τον θάνατο του σουλτάνου Malik-Shāh, περιγράφει λεπτομερώς την υποτιθέμενη δολοφονία του από τους Χάσιους, δηλαδή τους δολοφόνους που έστειλε ο αδελφός του, ο Tutush, γεγονός για το οποίο δεν έχει άμεση πληροφόρηση 495. Το 1092 ο Malik-Shāh προσπάθησε εκ νέου να εξουδετερώσει τον Abu l-qāsim. Όπως και την προηγούμενη φορά, ο Μεγάλος Σελτζούκος σουλτάνος συνδύασε στο εγχείρημά του αυτό στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα αφενός, έστειλε εναντίον του Ρουμ μία στρατιά υπό τον εμίρη της Έδεσσας Buzan και αφετέρου προσπάθησε να συνεννοηθεί με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α, αποστέλλοντας του μια επιστολή, την οποία κόμιζε ο ίδιος ο Buzan 496. Η επιστολή αυτή περιείχε παρόμοιες προτάσεις με ε- κείνες του 1086/7. Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, ο σουλτάνος πρότεινε να συνάψουν συμμαχία μέσω επιγαμίας των τέκνων τους και επιπλέον υποσχόταν ότι, μόλις έμπαινε σε εφαρμογή η συμφωνία, θα βοηθούσε τον Αλέξιο Α να ανακτήσει ολόκληρη τη Μικρά Ασία ως την Αντιόχεια και θα του παρείχε ό- 494 Άννα Κομνηνή Βλ. P. Gautier, Théophylacte 78-79, Άννα Κομνηνή Για τον θάνατο του Malik-Shāh από πυρετό και για τη δολοφονία του βεζίρη Nizām al- Mulk, βλ. Ibn al-athir, al-kāmil (Ι) , C. E. Bosworth, History 101, 102. Του ιδίου, Malik-Shāh 275, ο οποίος αναφέρει ότι ο πυρετός του Malik-Shāh ίσως να οφειλόταν σε δηλητηρίαση. Όπως παρατήρησε η Α. Σιδέρη, Αλεξιάς Α 244, σημ. 2, η Άννα Κομνηνή συγχέει τη δολοφονία του Nizām al-mulk με τη δηλητηρίαση του Malik-Shāh. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί εδώ ότι η ίδια η περιγραφή του γεγονότος από τη Βυζαντινή ιστορικό περιέχει φανταστικές λεπτομέρειες, καθώς αυτές δεν αναφέρονται από τις ανατολικές πηγές. 496 Σύμφωνα με τον Cl. Cahen, Première Pénétration 50, ο Buzan θα πρέπει να ήταν αυτήν την εποχή ο γενικός διοικητής των επιχειρήσεων στο χριστιανικό μέτωπο του σουλτανάτου. 167

169 σους στρατιώτες χρειαζόταν για τους πολέμους του. Βέβαια, όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, ο P. Gautier υποστήριξε πως το κείμενο της επιστολής της δεύτερης διπλωματικής προσέγγισης περιλαμβανόταν, στην πραγματικότητα, σε κάποια επιστολή της επαφής του 1086/ Σε κάθε περίπτωση, θα έ- πρεπε μάλλον να θεωρηθεί ότι η πρόταση του Malik-Shāh σχετικά με τη Μικρά Ασία περιλαμβανόταν πράγματι στην επιστολή του 1092: φαίνεται φυσικό ότι ο σουλτάνος, που χρειαζόταν τη συμμαχία του αυτοκράτορα, μετά την αποτυχία της πρώτης του προσπάθειας (στη διάρκεια της οποίας πρότεινε να του παραχωρήσει τα παράλια της Μικράς Ασίας) θα επιχειρούσε να προσεγγίσει τον υποψήφιο σύμμαχό του προσφέροντάς του μια πιο δελεαστική πρόταση. Το ερώτημα που προκύπτει, εφόσον γίνει αποδεκτή η υπόθεση του P. Gautier, είναι ποια μέλη των βασιλικών οικογενειών αφορούσε η πρόταση του σουλτάνου για επιγαμία (το 1092), αφού, όπως φάνηκε, ο πρωτότοκος υιός του Malik-Shāh, που αναφέρεται στην επιστολή, στην πραγματικότητα, είχε πεθάνει το Στο ερώτημα, όμως, αυτό δεν μπορεί να δοθεί απάντηση λόγω έλλειψης πληροφοριών από τις πηγές. Ο Buzan εκστράτευσε πράγματι εναντίον της Νίκαιας και παράλληλα προώθησε τη σουλτανική επιστολή στον αυτοκράτορα. Ο τελευταίος εξακολουθούσε να θεωρεί απαράδεκτη την πρόταση του σουλτάνου για επιγαμία μιας χριστιανής πριγκίπισσας με έναν μουσουλμάνο πρίγκιπα και επιπλέον, σύμφωνα με τον F. Chalandon, φοβόταν τη μόνιμη εγκατάσταση του Malik-Shāh σε μια περιοχή τόσο κοντινή στο Βυζάντιο. Γι αυτό, αν και δεν είχε πρόθεση να αποδεχτεί τους όρους του σουλτάνου, ωστόσο, προτίμησε να μην τους απορρίψει επίσημα, αλλά να δώσει στον σουλτάνο ψεύτικες ελπίδες: έστειλε στον Malik-Shāh τον Βασίλειο Κουρτίκιο μαζί με άλλους τρεις απεσταλμένους, για να αναγγείλουν ότι ο αυτοκράτορας δεχόταν την ειρήνη και τους όρους του σουλτάνου, αλλά είχε και δικούς του επιπλέον ό- ρους. Μ αυτόν τον τρόπο, κατά την Άννα Κομνηνή, ο Αλέξιος Α προσπαθούσε να παρατείνει τις διαπραγματεύσεις. Ο F. Chalandon υπέθεσε ότι με το να αποφεύγει να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο και παράλληλα να δείξει καλή διάθεση στον Malik- Shāh 498. Συγχρόνως, ο αυτοκράτορας μετά από αίτημα του Abu l-qāsim του έστειλε, όπως και στο παρελθόν, στρατιωτική βοήθεια, υποστηρίζοντάς τον εναντίον του Buzan. Ο τελευταίος αποσύρθηκε από την περιοχή της Νίκαιας και στράφηκε εναντίον άλλων κάστρων και πόλεων του Abu l-qāsim. Η πίεση που δεχόταν ο σουλτάνος του Ρουμ τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως δεν μπορούσε να αντισταθεί για 497 Άννα Κομνηνή και ιδιαίτερα για τις προτάσεις του Malik-Shāh: «...ἀπόστειλόν μοι τὴν σὴν θυγατέρα εἰς νύμφην ἐμὴν τῷ πρωτοτόκῳ τῶν ἐμῶν υἱῶν, καὶ τοῦ λοιποῦ οὐδέν σοι σκῶλον ἔσεται, ἀλλὰ πάντα ῥᾳδίως ἐξέσται σοι ἀνύειν ἐμοῦ σοι ἐπαρήγοντος οὐ κατὰ τὴν ἕω μόνον, ἀλλὰ καὶ μέχρις Ἰλλυρικοῦ καὶ τῆς ἑσπέρας ἁπάσης διὰ δυνάμεων ἀποστελλομένων σοι παρ ἡμῶν, καὶ ὁ ἀντικαθιστάμενός σοι τοῦ λοιποῦ οὐκ ἔσεται». Βλ. F. Chalandon, Essai Cl. Cahen, Première Pénétration 51, ο οποίος επεσήμανε για άλλη μια φορά ότι η πρόταση του σουλτάνου να παράσχει στρατό στον αυτοκράτορα θα αποτελούσε ένα αποτελεσματικό μέσο για να ξεφορτωθεί τους ανεξέλεγκτους Τουρκομάνους του. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 80. P. Gautier, Théophylacte 78-79, E. Malamut, Alexis 90, η οποία χρονολόγησε τη διπλωματική αυτή επαφή γύρω στο Άννα Κομνηνή , Ματθαίος Εδέσσης , ο οποίος εσφαλμένα παραδίδει πως η εκστρατεία του Buzan στη Νίκαια στρεφόταν εναντίον της αυτοκρατορίας. Βλ. F. Chalandon, Essai 135 και σημ. 1. Cl. Cahen, Première Pénétration 51. Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 79, 80. E. Malamut, Alexis

170 πολύ ακόμη και κατά συνέπεια αποφάσισε να μεταβεί ο ίδιος στον Malik-Shāh και προσφέροντάς του δώρα να συνδιαλλαγεί μαζί του. Ωστόσο, ο Malik-Shāh τον έστειλε στον Buzan ισχυριζόμενος ότι ο συγκεκριμένος εμίρης είχε εξουσιοδοτηθεί να αποφασίσει για την τύχη του Abu l-qāsim. Ο τελευταίος πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη Μικρά Ασία, ώστε να συναντήσει τον Buzan, αλλά εκείνος του έστειλε 200 «σατράπες» του, οι οποίοι τον δολοφόνησαν. Λίγο αργότερα, πέθανε και ο ίδιος ο σουλτάνος Malik-Shāh (30 Οκτωβρίου 1092), που όπως εσφαλμένα παραδίδει η Άννα Κομνηνή δολοφονήθηκε από ανθρώπους του αδελφού του, Tutush 499. Έτσι, η βυζαντινή πρεσβεία υπό τον Βασίλειο Κουρτίκιο, που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κόμιζε την απάντηση του αυτοκράτορα, πληροφορήθηκε καθοδόν τον θάνατο του Μεγάλου Σελτζούκου σουλτάνου και επέστρεψε πίσω άπρακτη. Αξίζει να σημειωθεί ό- τι, κατά τον F. Chalandon, είναι πιθανό πως μετά την απαλλαγή του Malik-Shāh από τον Abu l-qāsim ο σουλτάνος δεν θα ήταν πρόθυμος να ακούσει τις ασαφείς δηλώσεις φιλίας του αυτοκράτορα, αλλά ο θάνατός του ματαίωσε κάθε απάντηση 500. Στο μεταξύ, όσο εξελίσσονταν οι παραπάνω συνομιλίες μεταξύ Malik-Shāh και Αλεξίου Α και μεταξύ Abu l-qāsim και Malik-Shāh, φαίνεται ότι έλαβαν χώρα και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Α- λέξιο Α και τον Buldağī (Πουλχάσης, κατά την Άννα Κομνηνή), στον οποίο ο Abu l-qāsim είχε ε- μπιστευτεί τη διακυβέρνηση της Νίκαιας, κατά την απουσία του. Ο αυτοκράτορας εκμεταλλευόμενος την ενασχόληση των Τούρκων μεταξύ τους και ειδικότερα την απουσία του Abu l-qāsim άρχισε να τον παρακινεί να παραδώσει στην αυτοκρατορία την πόλη και να αποχωρήσει δεχόμενος πλούσια δώρα. Ο Buldağī, όπως διαβεβαιώνει η Άννα Κομνηνή, ήθελε να δεχτεί, αλλά καθυστερούσε συνεχώς τις διαπραγματεύσεις αναμένοντας την επιστροφή του Abu l-qāsim. Τελικά, ο αυτοκράτορας δεν πέτυχε τον σκοπό του, επειδή την ίδια εποχή επέστρεψε στη Νίκαια ο υιός του Sulaymān ibn Kutulmish, Kïlïj Arslan (Κλιτζιασθλάν, κατά την Άννα Κομνηνή). Ο τελευταίος είχε αιχμαλωτιστεί το 1086, όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του και παρέμεινε κρατούμενος του Malik-Shāh μέχρι το 1092, οπότε ο Μεγάλος Σελτζούκος σουλτάνος απεβίωσε. Τότε, ο Kïlïj Arslan δραπέτευσε μαζί με τον επίσης αιχμάλωτο (ανώνυμο) αδελφό του και επέστρεψε στη Νίκαια. Εκεί, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, «τούτους οἱ ἐ- ντὸς Νικαίας θεασάμενοι δημοκρατοῦντες οἷον περιχαρῶς ἐδέξαντο» και ο Buldağī παρέδωσε πρόθυμα την εξουσία στον Kïlïj Arslan, ο οποίος ανακηρύχτηκε σουλτάνος και συγκεντρώνοντας στη Νίκαια τους αξιωματούχους του με τις οικογένειές τους την έκανε πρωτεύουσά του. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, ο θάνατος του Malik-Shāh και η εμφύλια διαμάχη στην οποία περιέπεσε το σουλτανάτο στη συνέχεια είχαν ως αποτέλεσμα το τέλος των προσπαθειών των Μεγάλων Σελτζούκων να επέμβουν στη Μικρά Ασία και από τότε οι Τούρκοι της περιοχής αυτής μπόρεσαν να διεξαγάγουν με ανεξαρτησία τις δραστηριότητές τους. Τέλος, όσον αφορά την αυτοκρατορία, φαίνεται ότι η άφιξη και εγκατάσταση 499 Για τη χρονολόγηση του θανάτου του Malik-Shāh, βλ. D. S. Richards, Annals 258. Ωστόσο, ο P. Gautier, Théophylacte 81 τον χρονολόγησε στις 19 Νοεμβρίου Άννα Κομνηνή , Ματθαίος Εδέσσης Βλ. F. Chalandon, Essai 135. Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Pre-ottoman Turkey 79, 80. E. Malamut, Alexis

171 του Kïlïj Arslan στη Νίκαια δεν έφερε αλλαγή στο σκηνικό της δυτικής Μικράς Ασίας, το οποίο έμεινε σε γενικές γραμμές ίδιο για άλλα πέντε χρόνια, μέχρι την πρώτη σταυροφορία 501. β) Ο εμίρης της Σμύρνης Τζαχάς ( /7). Στη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α Κομνηνού, όπως φάνηκε, η αυτοκρατορία εκτός από τους σουλτάνους του Ρουμ κλήθηκε να αντιμετωπίσει και διάφορους τοπικούς εμίρηδες της Μικράς Α- σίας, λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητους από την εξουσία των Σελτζούκων. Ο πιο σημαντικός ανάμεσά τους θα μπορούσε μάλλον να θεωρηθεί ο εμίρης Τζαχάς, που για περισσότερο από δύο δεκαετίες αποδείχτηκε υπολογίσιμος αντίπαλος και σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνος. Εκείνο που ξεχώριζε τον Τζαχά από την πλειονότητα των Τούρκων αρχηγών της ίδιας εποχής και που τον καθιστούσε ιδιαίτερα επικίνδυνο ήταν ότι ο εμίρης αυτός είχε παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα στο Βυζάντιο και είχε έρθει σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, είχε αποκομίσει γνώσεις σχετικά με τη βυζαντινή διπλωματία, καθώς και σχετικά με τις πολεμικές τακτικές της αυτοκρατορίας 502. Ο Τζαχάς (τον οποίο η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει να διηγείται ο ίδιος το παρελθόν του), όταν ήταν νεαρός άνδρας, έκανε επιδρομές στη Μικρά Ασία επιδεικνύοντας πολύ θάρρος, αλλά εξαιτίας της απειρίας του έπεσε σε παγίδα και συνελήφθη από τον Βυζαντινό Αλέξανδρο Καβάλικα. Ο τελευταίος παρουσίασε τον αιχμάλωτο στον τότε αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ Βοτανειάτη ( ), ο οποίος φαίνεται ότι εντυπωσιασμένος από τα κατορθώματα του Τζαχά τον τίμησε με τον ανώτατο τίτλο του πρωτονοβελλίσιμου και του πρόσφερε πλούσιες δωρεές με αντάλλαγμα την αφοσίωσή του. Ακολούθως, ο Τζαχάς θα πρέπει να πέρασε κάποιο διάστημα στη βυζαντινή αυλή, ώσπου ανέβηκε στον θρόνο ο Αλέξιος Α Κομνηνός και οι επιχορηγήσεις προς τον Τούρκο διακόπηκαν για αδιευκρίνιστους λόγους η E. Malamut υπέθεσε πως ο Τζαχάς απώλεσε τη θέση του στη βυζαντινή αυλή επειδή τάχτηκε με το μέρος του Νικηφόρου Γ Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai Cl. Cahen, Première Pénétration Του ιδίου, Preottoman Turkey A. G. C. Savvides, Kilij Arslan I , ο οποίος υποστήριξε ότι ο Kïlïj Arslan απελευθερώθηκε από τον διάδοχο του Malik-Shāh, τον Mahmud Α. Επίσης, θεώρησε ότι ο Kïlïj Arslan επέστρεψε στη Νίκαια το Αντίθετα, βλ. P. Gautier, Théophylacte 79, ο οποίος φαίνεται ότι χρονολογεί την επιστροφή του Kïlïj Arslan στις αρχές του Για τον βίο του Kïlïj Arslan, βλ. A. G. C. Savvides, Kilij Arslan I Για την πρώτη σταυροφορία, βλ. το συλλογικό έργο K. M. Setton, Crusades passim. 502 F. Chalandon, Essai 126. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 104, 620 (σημ. 133). Χ. Μυλωνόπουλος, Τσαχάς 63.- Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 64. Του ιδίου, Τζαχάς, Α 9-11, 21 (σημ. 2). Του ιδίου, Τζαχάς, Β 66. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ Για αναλυτική επισκόπηση του βίου και της δράσης του Τζαχά, βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α 9-24 (και σελ. 8-10, σημ. 1 για αναλυτική βιβλιογραφία για το θέμα). Του ιδίου, Τζαχάς, Β Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 55-56, 57-58, 61-62, Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ , E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή : «ἴσθι ἐμὲ εἶναι τὸ μειράκιον ἐκεῖνο ὅπερ πάλαι τὴν Ἀσίαν κατατρέχον καὶ ἐκθύμως μαχόμενον ἐξ ἀπειρίας ἀπατηθὲν ἑάλων παρὰ τοῦ Καβάλικα ἐκείνου Ἀλεξάνδρου, κἀντεῦθεν ζωγρία παρ αὐτοῦ τῷ αὐτοκράτορι Νικηφόρῳ τῷ Βοτανειάτῃ προσενεχθὲν παραχρῆμα τῇ τῶν πρωτονοβελλισίμων άξίᾳ τετίμημαι καὶ δωρεῶν μεγάλων ἀξιωθεὶς ὑπεσχόμην δουλείαν αὐτῷ. ἐξότου δὲ τὰς τῆς βασιλείας ἡνίας ὁ Κομνηνὸς Ἀλέξιος περιεζώσατο, ἐκκέκοπται ἅπαντα». Βλ. F. Chalandon, Essai 126. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 256. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 64. Του ιδίου, Τζαχάς, Α Ch. Brand, Turkish element 2-3. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ , η οποία θεώρησε ότι ο Τζαχάς σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου Γ ήταν αιχμάλωτος και το 1081 εκμεταλλεύτηκε τη δυναστική αλλαγή για να δραπετεύσει στη Μικρά Ασία. E. Malamut, Alexis 92, η οποία υποστήριξε χωρίς όμως να παραπέμπει σε κάποια πηγή πως ο Τζαχάς αρχικά ήταν ένας από τους Τούρκους που επί Μιχαήλ Ζ Δούκα είχαν κληθεί να εξου- 170

172 Στη συνέχεια, ο Τζαχάς κατέφυγε στη Σμύρνη, ήδη από το 1081, κατά τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη, την ο- ποία κυρίευσε και μετέτρεψε σε μόνιμο ορμητήριό του. Η επιλογή της συγκεκριμένης πόλης, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, οφειλόταν τόσο στον πλούτο της, όσο και στη στρατηγική της θέση, την οχυρότητά της και την ύπαρξη του σπουδαίου λιμανιού της, το οποίο θα φαινόταν πολύτιμο στον Τζαχά, όταν αυτός θα στρεφόταν στη θάλασσα. Από εκεί κυρίευε πόλεις των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας και διεξήγαγε επιδρομές (ιδιαίτερα στην περιοχή της Μυσίας, στα παράλια της Προποντίδας και στις πλούσιες πεδιάδες γύρω από τον ποταμό Έρμο της Φρυγίας) μέχρι το 1086/7, οπότε εδραίωσε τη θέση του και αποφάσισε να διευρύνει την εξουσία του στο Αιγαίο 504. Η ευκαιρία να επεκταθεί στα νησιά του Αιγαίου δόθηκε στον Τζαχά, όταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α ήταν απασχολημένος από τον πόλεμο με τους Πετσενέγους. Ο Τούρκος εμίρης με τη βοήθεια ενός πλούσιου Σμυρναίου έμπειρου σε τέτοια ζητήματα κατασκεύασε έναν μεγάλο στόλο με αρκετά πειρατικά πλοία και επιπλέον σαράντα πλοιάρια. Σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, ο στόλος αυτός θα πρέπει να επανδρώθηκε όχι με Τούρκους, αλλά με ντόπιους χριστιανούς, οι οποίοι διέθεταν εμπειρία στη ναυτιλία, πράγμα που φανερώνει την σε κάποιον βαθμό συνεργασία των ντόπιων με τον κατακτητή. Όπως παρατήρησε ο Σπ. Βρυώνης, οι ντόπιοι χριστιανοί θα πρέπει να κατασκεύασαν και να επάνδρωσαν επίσης τον στόλο που επιχείρησε να συγκεντρώσει όπως φάνηκε παραπάνω ο Abu l-qāsim 505. Αφού απέκτησε στόλο, ο Τζαχάς κυρίευσε πρώτα τις γειτονικές πόλεις Κλαζομεναί και Φώκαια, το 1088/9, κατά τη σύγχρονη έρευνα 506. Ακολούθως, εκφόβισε τον Βυζαντινό κυβερνήτη της νήσου της Λέσβου, Αλωπό, ώστε να τον εξαναγκάσει να εγκαταλείψει το νησί. Πράγματι, μετά την εσπευσμένη α- ποχώρηση του Αλωπού, ο Τούρκος εμίρης κυρίευσε αμέσως το νησί, εκτός από τη Μήθυμνα και αποδετερώσουν τον επαναστατημένο Νικηφόρο Βοτανειάτη, αλλά αντί γι αυτό συντάχτηκαν με το μέρος του. Η ίδια ερευνήτρια θεώρησε ακόμα ότι η πρόταση του Τζαχά, επί Αλεξίου Α, για γάμο του υιού του εμίρη με κάποια θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού (για την πρόταση αυτή θα γίνει λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία) φαίνεται να υπονοεί πως στην εποχή του Νικηφόρου Γ είχε γίνει μια παρόμοια συμφωνία που αφορούσε κάποια πριγκίπισσα της αυτοκρατορικής οικογένειας, η οποία όμως ακυρώθηκε εξαιτίας της πτώσης του αυτοκράτορα. 504 Άννα Κομνηνή Βλ. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 137. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 64-65, ο οποίος παραπέμποντας στην Άννα Κομνηνή [Ἄννης τῆς Κομνηνῆς Ἀλεξιάς, έκδ. B. Leib, Anne Comnène, Alexiade. (Règne de l empereur Alexis I Comnène ), τ. I (Livres I-IV) Paris 1937, τ. II (Livres V-X) Paris 1943, τ. III (Livres XI-XV) Paris 1945 (β έκδοση Paris ). τ. Β 110] υποστήριξε ότι ο Τζαχάς το 1086 έδωσε τη θυγατέρα του ως νύφη στον σουλτάνο της Νίκαιας Abu l-qāsim (πράγμα που αποτέλεσε ένα από τα αίτια της ενδυνάμωσης του εμίρη). Δυστυχώς, όμως, δεν στάθηκε δυνατό να εντοπίσω το συγκεκριμένο χωρίο. Του ιδίου, Τζαχάς, Α Στην ίδια μελέτη (Τζαχάς, Α 10-11, 14), ο ερευνητής επανέλαβε την άποψή του σχετικά με την επιγαμία του Τζαχά με τον Abu l-qāsim. Του ιδίου, Kilij Arslan I 366, όπου γίνεται εκ νέου λόγος για την επιγαμία του Τζαχά με τον Abu l- Qāsim. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ Η πόλη της Σμύρνης βρισκόταν στην περιοχή νότια του όρους Τέμνου, βόρεια του όρους Ολύμπου και δυτικά του όρους Σιπύλου, στην πεδιάδα του Μεμανιωμένου, που βρέχεται από τον ποταμό Έρμο. Επιπλέον, για τη σημασία της Σμύρνης ως διοικητικού και εμπορικού κέντρου, καθώς και για την ιστορία της ανάμεσα στον 11 ο και τον 14 ο αιώνα, βλ. H. Ahrweiler, Smyrne 7-11, 16-17, για τη γεωγραφική θέση αυτόθι Ο ποταμός Έρμος πηγάζει από το όρος Gediz. Πρόκειται για τον σημερινό ποταμό Gediz Çayi, που εκβάλλει στο Αιγαίο. Αναλυτικότερα, βλ. K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai Cl. Cahen, Première Pénétration 52. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 81. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 189, 421. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 65. Του ιδίου, Τζαχάς, Α 16. Ch. Brand, Turkish element 3. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis 92, η οποία υποστήριξε ότι ο Τζαχάς κατασκεύασε τον στόλο του, αφού κυρίευσε τη Χίο. 506 Η Φώκαια βρισκόταν στην κοιλάδα του Μεμανιωμένου, βόρεια της Σμύρνης. Οι Κλαζομεναί βρίσκονταν στη χερσόνησο των Ερυθρών, νότια της Σμύρνης. Βλ. H. Ahrweiler, Smyrne

173 φεύγοντας να συγκρουστεί με τις βυζαντινές δυνάμεις που στάλθηκαν, στο μεταξύ, εναντίον του, έπλευσε προς τη Χίο, την οποία κυρίευσε. Μόλις το πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας, έστειλε εναντίον του (το 1089, σύμφωνα με τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη) έναν στόλο υπό τον Νικήτα Κασταμονίτη, ο οποίος όμως ηττήθηκε κατά κράτος 507. Στις αρχές του επόμενου έτους (1090), ο Αλέξιος έστειλε νέο στόλο υπό τους προαναφερθέντες Κωνσταντίνο Δαλασσηνό και Κωνσταντίνο Ώπο, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο νησί και άρχισαν αμέσως να πολιορκούν το κάστρο της Χίου, προσπαθώντας να το ανακτήσουν προτού επιστρέψει ο Τζαχάς, που είχε στο μεταξύ φύγει στη Σμύρνη, για να φέρει ενισχύσεις 508. Ο τελευταίος στρατολόγησε οκτώ χιλιάδες Τούρκους που στάλθηκαν δια ξηράς απέναντι από το νησί της Χίου, ενώ ο ίδιος παρέπλεε την ακτή με τον στόλο του, ώσπου έφτασε στον σημερινό Çesme, κατά τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη, ο οποίος (ο Çesme δηλαδή) βρίσκεται στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, ακριβώς απέναντι από τη Χίο. Τότε, ο Κωνσταντίνος Δαλασσηνός έστειλε τον Κωνσταντίνο Ώπο με τον στόλο, για να εμποδίσει την άφιξη του Τζαχά στο νησί. Ο Βυζαντινός διοικητής προτίμησε να μην συγκρουστεί με τον Τούρκο εμίρη βλέποντας ότι ο αντίπαλός του υιοθετώντας ένα ναυτικό τέχνασμα έδεσε τα πλοία του με μια αλυσίδα, ώστε να μην σπάσουν τον σχηματισμό τους. Ο βυζαντινός στόλος επέστρεψε στο λιμάνι της Χίου και ο τουρκικός προσορμίστηκε στην παραλία κοντά στο κάστρο του νησιού (το οποίο κατεχόταν ακόμη από τις δυνάμεις του Τζαχά). Τις επόμενες ημέρες, μετά από μια αποτυχημένη βυζαντινή επίθεση, η βυζαντινή στρατιά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και τα βυζαντινά πλοία να εγκαταλείψουν το λιμάνι της Χίου. Το σχέδιο του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού στη συνέχεια ήταν να συναντηθούν οι χερσαίες με τις θαλάσσιες δυνάμεις του, στο βορειοδυτικό ακρωτήριο του νησιού. Το σχέδιο αυτό προδόθηκε στον Τζαχά, που έστειλε κατασκόπους, για να παρακολουθούν τις κινήσεις των αντιπάλων του 509. Παράλληλα, ο Τζαχάς ζήτησε από τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό να αρχίσουν διαπραγματεύσεις, καθώς σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή «ἀπεγνωκὼς [ο Τζαχάς δηλαδή] [...] παντάπασι πρὸς τὸ τοῦ Δαλασσηνοῦ γενναῖον καὶ φιλοκίνδυνον ἀφορῶν». Ο Δαλασσηνός συμφώνησε και οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν πράγματι το πρωί της επόμενης ημέρας στην άκρη του βυζαντινού στρατοπέδου. Ο Τζαχάς (του οποίου τα λόγια μεταφέρει η Άννα Κομνηνή) εξιστόρησε αρχικά στον συνομιλητή του το πώς ανήλθε επί αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη στη βυζαντινή αυλή και πώς με την πτώση του τε- 507 Για τον Νικήτα Κασταμονίτη, βλ. B. Skoulatos, Personnages Μάλιστα, κατά την Άννα Κομνηνή, , οι πολιορκημένοι Τούρκοι, φοβούμενοι για τη ζωή τους, άρχισαν σε κάποια στιγμή να προσεύχονται στον Θεό για έλεος, στα ελληνικά. Σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη πληροφορία, ο Σπ. Βρυώνης, Παακμή 509, σημ. 247 παρατήρησε ότι οι συγκεκριμένοι στρατιώτες πιθανώς ήταν μιξοβάρβαροι. Βλ. επίσης, Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α Για το ζήτημα θα γίνει αναλυτικότερα λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία, σελ , Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 127. Cl. Cahen, Première Pénétration 52. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 257. Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 81. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 104. B. Skoulatos, Personnages 15, 61, 71-72, 249. Ο ερευνητής φαίνεται να χρονολογεί τα γεγονότα στα , αλλά στη σελίδα 249 χρονολογεί την πρώτη βυζαντινή εκστρατεία, υπό τον Νικήτα Κασταμονίτη, στα τέλη του 1091-αρχές Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 65. Του ιδίου, Τζαχάς, Α Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 55. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis 92, η οποία θεώρησε ότι ο Τζαχάς κυρίευσε επιπλέον τη Σάμο και τη Ρόδο, σ αυτήν τη φάση του πολέμου με την αυτοκρατορία. Αντίθετα, βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α

174 λευταίου έχασε όλα τα προνόμιά του. Έτσι, εκθέτοντας τους λόγους της εχθρότητάς του προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α, ζήτησε να του αποκατασταθούν όλα τα προνόμιά του και πρότεινε να πραγματοποιηθεί γάμος ανάμεσα στα τέκνα του ίδιου του Τζαχά και του Δαλασσηνού. Εάν επιτυγχανόταν κάποια συμφωνία, ο Τούρκος εμίρης υποσχόταν να εγκαταλείψει όλα τα νησιά που είχε κυριεύσει και να επιστρέψει στην πατρίδα του (δηλαδή τη Σμύρνη, κατά τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη). Ο Δαλασσηνός, όμως, κατά την Άννα Κομνηνή, είχε αντιληφθεί πως ο συνομιλητής του προσπαθούσε να τον εξαπατήσει και γι αυτό προτίμησε να αναβάλει την απάντησή του και εν τέλει να παραπέμψει το ζήτημα στον Ιωάννη Δούκα, ο οποίος αναμενόταν να φτάσει σύντομα με ισχυρές δυνάμεις. Έτσι, ο Δαλασσηνός απάντησε στον Τζαχά ότι δεν περίμενε πως εκείνος θα του παρέδιδε πράγματι τα νησιά και ότι ούτε ο ίδιος μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία και να αποδεχτεί τους όρους του Τζαχά. Ο εμίρης θα έπρεπε να περιμένει, για να διαπραγματευτεί με τον Ιωάννη Δούκα, μόλις εκείνος θα έφτανε 510. Μετά το πέρας των συνομιλιών, ο Τζαχάς αποσύρθηκε στο στρατόπεδό του, υποσχόμενος να επιστρέψει στο βυζαντινό στρατόπεδο την άλλη μέρα φέρνοντας πλήθος προμήθειες. Ωστόσο, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, όπως ανέμενε ο Δαλασσηνός, ο αντίπαλος επιχείρησε να τον εξαπατήσει. Το επόμενο πρωί, πριν ακόμη χαράξει, ο Τζαχάς επιβιβάστηκε κρυφά σε ένα πλοίο και έπλευσε προς τη Σμύρνη, με σκοπό να φέρει ενισχύσεις. Ο Δαλασσηνός, τότε, δεν έχασε καιρό και ξανάρχισε τις επιχειρήσεις ε- ναντίον των τουρκικών δυνάμεων της Χίου, ώσπου αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία στο νησί. Α- μέσως μετά κατευθύνθηκε στη Λέσβο, την οποία επίσης ανέκτησε (το θέρος του 1090, κατά τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη) 511. Μελετώντας την παραπάνω διπλωματική επαφή, θεωρώ ότι η Άννα Κομνηνή δεν εξηγεί τις επιδιώξεις των δύο πλευρών κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Μάλιστα, αν και η Βυζαντινή συγγραφέας επισημαίνει συχνά τον δολερό χαρακτήρα του Τζαχά και την πρόθεσή του να εξαπατήσει τον αντίπαλό του, ωστόσο, δεν αναλύει με ποιόν τρόπο ο Τούρκος εμίρης προσπάθησε να το πράξει αυτό. Τα σχόλια της Βυζαντινής ιστορικού για τη δολιότητα του Τζαχά απηχούν μάλλον τις γενικότερες απόψεις της για τους Τούρκους, τις οποίες συχνά κάνει φανερές, μέσα στο έργο της 512. Όσον αφορά τις επιδιώξεις του Τζαχά στη διάρκεια των συγκεκριμένων συνομιλιών, ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί πως αυτός, συνειδητοποιώντας πως δεν μπορούσε να νικήσει, θέλησε να κερδίσει χρόνο μέχρι να φέρει ενισχύσεις. Γι αυτό, ίσως, άρχισε διαπραγματεύσεις και έθεσε στον Δαλασσηνό όρους που γνώριζε ότι ο Βυζαντινός διοικητής δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί χωρίς να ζητήσει πρώτα την άδεια του αυτοκράτορα. Μ αυτόν 510 Άννα Κομνηνή Πρβλ. και , Βλ. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 257. B. Skoulatos, Personnages 61. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α Ch. Brand, Turkish element 3. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο ερευνητή, το ότι ο εμίρης αποκαλούσε τον Δαλασσηνό με το όνομά του και το ότι δεν δίστασε να προτείνει γάμο ανάμεσα στα τέκνα τους αποτελούν απόρροια της προηγούμενης παραμονής του στη βυζαντινή αυλή. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 55. E. Malamut, Alexis 92. Για την άποψη της τελευταίας ερευνήτριας σχετικά με την πρόταση του Τζαχά στον Δαλασσηνό για επιγαμία, βλ. παραπάνω στην παρούσα εργασία, σελ , σημ Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 127. Cl. Cahen, Première Pénétration 52. B. Skoulatos, Personnages 61. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α 23. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ Για τις αντιλήψεις αυτές της Άννας Κομνηνής, θα γίνει αναλυτικότερα λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία, σελ , , 196,

175 τον τρόπο, όσο αναμενόταν η απάντηση του τελευταίου, ο Τζαχάς θα είχε χρόνο να συγκεντρώσει ενισχύσεις στη Σμύρνη και να επιστρέψει ισχυρότερος από τον αντίπαλό του. Μόλις πληροφορήθηκε την αναμενόμενη άφιξη του Ιωάννη Δούκα, έσπευσε να πραγματοποιήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα το σχέδιό του, χωρίς, όμως, επιτυχία. Ο Κωνσταντίνος Δαλασσηνός από την πλευρά του πιθανώς να χρειαζόταν επίσης χρόνο μέχρι να φτάσουν οι βυζαντινές ενισχύσεις υπό τον Ιωάννη Δούκα, ώστε να αποκτήσει ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα. Όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις, φρόντισε να χρησιμοποιήσει την προσέγγιση των βυζαντινών ενισχύσεων για να εκφοβίσει τον αντίπαλό του, υπολογίζοντας ίσως ότι εκείνος θα προχωρούσε σε μια εσπευσμένη ενέργεια για να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων. Εξάλλου, όπως αναφέρει η Άννα Κομνηνή, ο Δαλασσηνός αντιλήφθηκε ότι ο Τζαχάς επιθυμούσε να τον εξαπατήσει. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ι. Καραγιαννόπουλο, ο Βυζαντινός στρατηγός προσπάθησε κι αυτός να εξαπατήσει τον αντίπαλό του, ώστε να τον απομακρύνει από το νησί και να δράσει ανεμπόδιστος 513. Πράγματι, ο Τούρκος εμίρης εγκατέλειψε αμέσως το νησί, για να μη βρεθεί σε μειονεκτική θέση και ο Δαλασσηνός εκμεταλλευόμενος την απουσία του αρχηγού των εχθρικών δυνάμεων, έσπευσε να ενισχύσει την παρουσία του στο νησί. Παρά την αποτυχία του αυτή και τον περιορισμό του στη Σμύρνη, ο δραστήριος εμίρης δεν πτοήθηκε. Σύντομα, το ίδιο έτος (1090), δημιούργησε μεγάλο στόλο και ξανακυρίευσε πολλά νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί καλύτερα από πριν την απειλή που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία από τους Πετσενέγους. Θέτοντας, κατά την εκτίμηση του Γ. Τ. Κόλια, ως τελικό στόχο την ίδια την Κωνσταντινούπολη, ο Τζαχάς προσέγγισε τους κοινούς εχθρούς του Βυζαντίου έστειλε α- πεσταλμένους στους Πετσενέγους και πρότεινε να συναφθεί μεταξύ τους συμμαχία. Οι Πετσενέγοι θα καταλάμβαναν τη χερσόνησο της Καλλίπολης, στη Θράκη 514, ενώ ο ίδιος με τον στόλο του θα τους ενίσχυε από τη θάλασσα και επιπλέον θα μπορούσε να πλεύσει με ασφάλεια στον Ελλήσποντο. Εκτός αυτού, μάλιστα, ο Τζαχάς παρότρυνε τους Τούρκους μισθοφόρους του αυτοκράτορα να διαρρήξουν τη συμφωνία τους μαζί του και να αυτομολήσουν στον ίδιο, υποσχόμενος να τους ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Οι διπλωματικές αυτές ενέργειες του Τζαχά πράγματι έφεραν την αυτοκρατορία σε δύσκολη θέση και σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, η Κωνσταντινούπολη αποκλείστηκε από ξηρά και θάλασσα τον χειμώνα Ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε την άνοιξη του 1091, όταν ο αυτοκράτορας μπόρεσε ε- πιτέλους, αφού καλυτέρευσαν οι καιρικές συνθήκες, να αναλάβει δράση. Αποφασίζοντας να αντιμετωπίσει πρώτα τους Πετσενέγους, ώστε να μην προλάβουν οι δύο αντίπαλοι να συνδυάσουν τις δυνάμεις τους, ο Αλέξιος Α έστειλε αμέσως εντολή στον Νικηφόρο Μελισσηνό να συγκεντρώσει ένα στράτευμα 513 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Η πόλη της Καλλίπολης βρισκόταν στη νότια ακτή της θρακικής χερσονήσου, στην είσοδο του Ελλησπόντου, περίπου 14 χλμ. νοτιοδυτικά του σημερινού Bolayır Πρόκειται για τη σύγχρονη πόλη Gelibolu. Αναλυτικά για την ιστορία της, βλ. A. Külzer, Ostthrakien

176 και να κατευθυνθεί στην Αίνο 515. Ο ίδιος μετέβη στην ίδια τοποθεσία με τις δικές του δυνάμεις και την κατέλαβε. Οι βυζαντινές στρατιές νίκησαν ένα σώμα Πετσενέγων στην περιοχή και παράλληλα οι δυνάμεις του αυτοκράτορα ισχυροποιήθηκαν σημαντικά μέσω των διπλωματικών ενεργειών του τελευταίου, όταν αυτός κατάφερε να προσεταιριστεί μια μεγάλη στρατιά Κομάνων που είχαν καταφτάσει ως σύμμαχοι των Πετσενέγων 516. Για να τους πάρει με το μέρος του ο Αλέξιος Α δεξιώθηκε τους αρχηγούς τους, τους πρόσφερε πλούσια δώρα, αντάλλαξε ομήρους μαζί τους και τέλος τους υποσχέθηκε ότι σε περίπτωση νίκης θα μπορούσαν να κρατήσουν ολόκληρη τη λεία. Έτσι, μετά από λίγες ημέρες, στις είκοσι εννιά Απριλίου του 1091, οι Βυζαντινοί και οι Κομάνοι συνέτριψαν τους Πετσενέγους στην τοποθεσία Λεβούνιο 517. Κατά συνέπεια, αφού το σχέδιο του Τζαχά δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, ο Τούρκος εμίρης εγκατέλειψε τον θαλάσσιο αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης, κατά τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη και επέστρεψε στη Σμύρνη, για να υπερασπιστεί τις κτήσεις του 518. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όμως, ο φιλόδοξος εμίρης, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, ξανάρχισε τις προσπάθειές του να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη ετοίμασε ξανά στόλο και διεξήγαγε συνεχώς επιδρομές στα νησιά του Αιγαίου. Ο αυτοκράτορας χρειάστηκε να προετοιμαστεί ολόκληρο το 1091 μέχρι και τις αρχές του 1092, με σκοπό να εξουδετερώσει οριστικά τον Τζαχά. Στους πρώτους μήνες του 1092, ο Αλέξιος Α έστειλε μια στρατιά με επικεφαλής τον Ιωάννη Δούκα, ο οποίος προχειρίστηκε μέγας δουξ 519, ενώ το στράτευμα συνόδευαν και ναυτικές δυνάμεις υπό τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό. Οι Βυζαντινοί στρατηγοί αποβιβάστηκαν στη Λέσβο και άρχισαν να πολιορκούν τη Μυτιλήνη, τη φρούρηση της οποίας ο Τζαχάς είχε αναθέσει στον αδελφό του, Yavlaç (Γαλαβάτζη, κατά την Άννα Κομνηνή). Ο ίδιος ο Τζαχάς είχε επιστρέψει στη Σμύρνη, όπου συγκέντρωσε ενισχύσεις και τις έφερε στη Λέσβο. Οι δύο αντίπαλοι, στη συνέχεια, συγκρούονταν καθημερινά για τρεις μήνες, ώσπου, στο τέλος, οι Βυζαντινοί κατάφεραν να συντρίψουν τις δυνάμεις του Τζαχά. Έτσι, ο τελευταίος συνειδητοποιώντας 515 Η πόλη της Αίνου βρισκόταν στην περιοχή του δέλτα του ποταμού Μαρίτζα, σε μια χερσόνησο νότια του ποταμού και βόρεια μιας λιμνοθάλασσας. Η πόλη απείχε 3 χλμ. από τη θάλασσα και βρισκόταν 16 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της Τραϊανούπολης. Βρίσκεται πολύ κοντά στη σημερινή Enez. Αναλυτικά για την ιστορία της, βλ. P. Soustal, Thrakien Για τους Κομάνους και τις σχέσεις τους με το Βυζάντιο, βλ. P. Golden, Turkic Peoples, Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 85-95, (για αναλυτική βιβλιογραφία). Ειδικότερα για τις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Κομάνους, την εποχή του Αλεξίου Α, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 52-54, 58-60, 61, 67-69, Το Λεβούνιο ήταν λόφος στην κάτω κοιλάδα του ποταμού Μαρίτζα. Η ακριβής τοποθεσία του είναι άγνωστη, αλλά ίσως βρισκόταν ανάμεσα στα Κύψελα και στο σημερινό χωριό Karpuzlu, 12 χλμ. νοτιοδυτικά από το τελευταίο. Βλ. P. Soustal, Thrakien Άννα Κομνηνή για τις διπλωματικές ενέργειες του Τζαχά αυτόθι για την εκστρατεία του αυτοκράτορα και τον προσεταιρισμό των Κομάνων αυτόθι για τη μάχη του Λεβουνίου. Βλ. F. Chalandon, Essai 129, Cl. Cahen, Première Pénétration 52. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική , που θεώρησε ότι α- πώτερος στόχος του Τζαχά μέσα από τις επιχειρήσεις αυτού του έτους ήταν η κατάκτηση της Κωνστνατινούπολης. P. Charanis, Eleventh Century 215. Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 81, που θεώρησε ότι με τις επιχειρήσεις αυτές του Τζαχά και των Πετσενέγων απειλήθηκε η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 66. Του ιδίου, Τζαχάς, Β 51-54, που επίσης θεώρησε ότι, το , ο Τζαχάς είχε ως στόχο τη βυζαντινή πρωτεύουσα και που παραθέτει τις απόψεις της παλαιότερης έρευνας σχετικά με τον χερσαίο και θαλάσσιο αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης. Στην ίδια μελέτη του (Τζαχάς, Β 52, σημ. 2) ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης υποστήριξε ότι οι Τούρκοι μισθοφόροι, τους οποίους προσεταιρίστηκε ο Τζαχάς, είχαν παραχωρηθεί στον Αλέξιο Α από τον σουλτάνο του Ρουμ Kïlïj Arslan Α. Ωστόσο, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σουλτάνος του Ρουμ ήταν ο Abu l-qāsim. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 89. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis Για τον μέγα δούκα, βλ. R. Guilland, Études de titulature

177 ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα αναγκάστηκε, όπως και το 1090, να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις, για να εξέλθει από τον κίνδυνο. Αυτήν τη φορά, ο Τούρκος εμίρης είχε ως μοναδικό αίτημα να του επιτραπεί να φύγει σώος από το νησί και να επιστρέψει στη Σμύρνη. Ο Ιωάννης Δούκας έθεσε ως ό- ρους, πρώτα-πρώτα να του αποδοθούν όμηροι από τον Τζαχά και επιπλέον να δεσμευτεί ο τελευταίος ό- τι δεν θα επιχειρούσε να βλάψει, ούτε να πάρει μαζί του κανέναν από τους κατοίκους της Μυτιλήνης 520. Ο Τζαχάς πράγματι έδωσε δύο από τους «σατράπες» του ως ομήρους και ορκίστηκε να μην πειράξει, ούτε να απαγάγει τους κατοίκους της Μυτιλήνης. Ο Ιωάννης Δούκας από την πλευρά του έδωσε ως Βυζαντινούς ομήρους τον Αλέξανδρο Ευφορβηνό και τον Μανουήλ Βουτουμίτη και ορκίστηκε ότι δεν θα του επετίθετο κατά την αναχώρησή του. Ωστόσο, ενώ πραγματοποιούνταν η συμφωνία, ο Τζαχάς, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, προσπάθησε τελικά να απαγάγει όλους τους κατοίκους μαζί με τις οικογένειές τους. Τότε, κατά τη Βυζαντινή ιστορικό, ο Ιωάννης Δούκας υποχρεώθηκε να αδρανήσει σεβόμενος τον όρκο που είχε δώσει. Φαίνεται, όμως, πως οι Βυζαντινοί διοικητές βρήκαν τελικά τρόπο να ε- πέμβουν: όσο εξελισσόταν το εν λόγω περιστατικό, ο Κωνσταντίνος Δαλασσηνός πλησίαζε με τον βυζαντινό στόλο στη Μυτιλήνη. Όταν πληροφορήθηκε τι συνέβη προσφέρθηκε να καταδιώξει ο ίδιος τον Τζαχά, υποστηρίζοντας ότι εκείνος δεν είχε δεσμευτεί με όρκο. Πράγματι, ο Δαλασσηνός επιτέθηκε στον Τζαχά και άρχισε να τον καταδιώκει, αν και ο τελευταίος, έχοντας προνοήσει για το ενδεχόμενο, κατάφερε να ξεφύγει και να επιστρέψει στη Σμύρνη. Στο μεταξύ, ο Ιωάννης Δούκας δραστηριοποιήθηκε και εκείνος και αφού επιτέθηκε στα υπόλοιπα πλοία του Τζαχά, τα κατέλαβε, εκτελώντας τα πληρώματα και ελευθερώνοντας όλους τους αιχμαλώτους πολέμου και τους αμάχους, που είχαν απαχθεί. Ακολούθως, ο Ιωάννης Δούκας οχύρωσε τη Μυτιλήνη και ο Δαλασσηνός με μέρος του βυζαντινού στόλου ανέκτησε τα πολυάριθμα, κατά την Άννα Κομνηνή νησιά που είχε κυριεύσει ο Τζαχάς, συμπεριλαμβανομένης της Σάμου (μέχρι τα μέσα του 1093, κατά τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη) 521. Μετά τις επιχειρήσεις αυτές, φαίνεται ότι ο Ιωάννης Δούκας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, απ όπου, αμέσως σχεδόν, στάλθηκε στην Κρήτη και στην Κύπρο για να καταστείλει τα στασιαστικά κινήματα του Καρύκη και του Ραψομάτη αντίστοιχα Για τις μεταφορές αυτές πληθυσμών θα γίνει λόγος παρακάτω στην παρούσα εργασία, σελ Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 261, ο οποίος θεώρησε ότι ο Τζαχάς μετά την ήττα του διατήρησε τον στόλο του και έχασε τη Σμύρνη. D. Polemis, Doukai 67. B. Skoulatos, Personnages 61-62, 147. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 66. Του ιδίου, Τζαχάς, Β Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Α Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή Σχετικά με τα κινήματα αυτά, έχει υποστηριχτεί από πολλούς ερευνητές, όπως τον G. Hill, την J. Herrin, την E. Malamut και τον Κ. Κύρρη, ότι πιθανώς υπήρχε υποστήριξη ή και συνεργασία ανάμεσα στους κινηματίες και τον εμίρη Τζαχά, άποψη που αντέκρουσαν ο Θ. Δετοράκης, ο Δ. Τσουγκαράκης και πιο πρόσφατα ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης. Ο τελευταίος επιχειρηματολόγησε πως η ίδια η κύρια πηγή της περιόδου, η Άννα Κομνηνή, διαχωρίζει τις ενέργειες των τριών προσωπικοτήτων και κυρίως πως από χρονολογική άποψη φαίνεται αδύνατο να υπήρξαν συνομιλίες ανάμεσα στους δύο κινηματίες και τον Τζαχά, καθώς, όταν εκδηλώθηκαν τα δύο κινήματα, ο τελευταίος ήταν ήδη απασχολημένος με το να αντιμετωπίζει τη βυζαντινή αντεπίθεση του Ιωάννη Δούκα και δεν θα υπήρχε χρόνος για να συντονίσει τις ενέργειές του μαζί τους. Αναλυτικότερα για τις απόψεις σχετικά με το θέμα (και ιδιαίτερα για την άποψη του Α. Γ. Κ. Σαββίδη), καθώς και για αναλυτική βιβλιογραφία, βλ. A. G. C. Savvides, Concerted action Για τον Καρύκη και τον Ραψομάτη, βλ. B. Skoulatos, Personnages , , ο οποίος, όμως, υποστήριξε ότι ο αυτοκράτορας φοβόταν πως αν οι κινηματίες δεν εξουδετερώνονταν σύντομα, ίσως αυτοί να συμμαχούσαν στη συνέχεια με τον Τζαχά. Για τα κινήματα του Καρύκη και 176

178 Παρά την ήττα του αυτή, φαίνεται ότι ο εμίρης Τζαχάς εξακολούθησε να προκαλεί προβλήματα για την αυτοκρατορία, τα οποία έγιναν ιδιαίτερα αισθητά στην εποχή της πρώτης σταυροφορίας 523. Συγκεκριμένα, το 1098, όταν οι σταυροφόροι βρίσκονταν ήδη μπροστά στην Αντιόχεια, ο Αλέξιος Α, εξαιτίας των συνεχών επιδρομών των Τούρκων εμίρηδων της δυτικής Μικράς Ασίας, υποχρεώθηκε να α- σχοληθεί πρώτα μαζί τους πριν ενισχύσει τους σταυροφόρους. Καθώς μάλιστα ορισμένοι εμίρηδες είχαν καταλάβει μερικά νησιά (ανάμεσά τους τη Ρόδο και τη Χίο), ο αυτοκράτορας φρόντισε να ετοιμάσει επίσης ισχυρές ναυτικές δυνάμεις. Αρχηγός των επιχειρήσεων σε ξηρά και σε θάλασσα ορίστηκε και πάλι ο Ιωάννης Δούκας, ο οποίος επιπλέον είχε μαζί του ως όμηρο τη θυγατέρα του Τζαχά και σύζυγο του σουλτάνου του Ρουμ, του Kïlïj Arslan Α. Η τελευταία είχε παραδοθεί στους Βυζαντινούς, στη διάρκεια της άλωσης της Νίκαιας (19 Ιουνίου 1097) από τους σταυροφόρους και ο Βυζαντινός στρατηγός θα την επεδείκνυε στους Τούρκους διοικητές των παραλιακών πόλεων της δυτικής Μικράς Ασίας ως απόδειξη πως η έδρα του σουλτάνου, η Νίκαια, καταλήφθηκε πράγματι από τις χριστιανικές δυνάμεις, με σκοπό να χάνουν οι Τούρκοι διοικητές τη διάθεση για αντίσταση και να παραδώσουν με ευκολία τις πόλεις στους Βυζαντινούς. Ο Ιωάννης Δούκας έθεσε ως επικεφαλής του βυζαντινού στόλου τον Κάσπακα και προωθήθηκαν και οι δύο από την Άβυδο προς τη Σμύρνη από ξηρά και από θάλασσα. Ό- ταν έφτασαν κοντά στην πόλη και στρατοπέδευσαν (ενώ ταυτόχρονα ο στόλος κατέλαβε το λιμάνι), οι πολιορκημένοι μην έχοντας διάθεση για αντίσταση προτίμησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις υποσχόμενοι να παραδώσουν την πόλη ειρηνικά, αν τους επιτρεπόταν να αποχωρήσουν με ασφάλεια. Ο Ιωάννης Δούκας δέχτηκε τις προτάσεις αυτές και κατά την Άννα Κομνηνή, ο Τζαχάς αποχώρησε πράγματι από την πόλη. Η διοίκηση της Σμύρνης ανατέθηκε, στη συνέχεια, στον προαναφερθέντα Κάσπακα, ο ο- ποίος όμως σχεδόν αμέσως δολοφονήθηκε από έναν μουσουλμάνο στη διάρκεια τυχαίου περιστατικού. Στη σύγχυση που ακολούθησε, οι Βυζαντινοί στρατιώτες εφόρμησαν στην πόλη και σφαγίασαν αδιακρίτως κατοίκους της. Μετά την αποκατάσταση της τάξης από τον Ιωάννη Δούκα, νέος διοικητής της πόλης ορίστηκε ο Υαλέας, ενώ ο Βυζαντινός στρατηγός με τις χερσαίες δυνάμεις του συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή, φέρνοντας υπό βυζαντινό έλεγχο την Έφεσο και αρκετές πόλεις της κοιλάδας του Μαιάνδρου, όπως τις Σάρδεις, τη Φιλαδέλφεια, τη Λαοδίκεια και το Πολύβοτο (Πολυβοτό, κατά την Άννα Κομνηνή) 524. του Ραψομάτη, βλ. F. Chalandon, Essai Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis Για τις προτάσεις της σύγχρονης έρευνας σχετικά με τη σειρά των ακόλουθων γεγονότων θα γίνει λόγος παρακάτω στο παρόν υποκεφάλαιο. 524 Άννα Κομνηνή , η οποία αναφέρει ακόμη ότι μετά την κατάληψη της Εφέσου, συνελήφθησαν Τούρκοι, που ακολούθως διασκορπίστηκαν στα νησιά της αυτοκρατορίας. Βλ. F. Chalandon, Essai St. Runciman, First Crusade 291. Ο τελευταίος ερευνητής (που στηρίχτηκε εκτός από την Αλεξιάδα και σε πηγές των σταυροφόρων) υποστήριξε ότι η θυγατέρα του Τζαχά, μαζί με τα τέκνα της, επιστράφηκε χωρίς λύτρα στον Kïlïj Arslan Α λίγους μήνες μετά την ά- λωση της Νίκαιας. D. Polemis, Doukai Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 162, 511 (σημ. 271), ο οποίος εσφαλμένα θεώρησε ότι οι αιχμάλωτοι Τούρκοι, συνελήφθησαν στη Σμύρνη, αντί για την Έφεσο. Χ. Μυλωνόπουλος, Τσαχάς 67, που υ- ποστήριξε ότι ο Κάσπαξ δολοφονήθηκε μαζί με χριστιανούς στη διάρκεια μιας επανάστασης, η οποία υποκινήθηκε α- πό τους μουσουλμάνους της Σμύρνης. B. Skoulatos, Personnages , 161. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι Του ιδίου, Τζαχάς, Β Ο συγκεκριμένος ερευνητής φαίνεται πως δέχεται (Τζαχάς, Β 62, σημ. 1) την προαναφερθείσα 177

179 Ωστόσο, ακόμη και μετά την απώλεια του ορμητηρίου του, ο Τζαχάς δεν έμεινε αδρανής. Στις αρχές του 12 ου αιώνα, ο Τούρκος αρχηγός ξανακυρίευσε τη Σμύρνη και άρχισε και πάλι να κατασκευάζει στολο. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α απ την πλευρά του έσπευσε να αναλάβει αμέσως δράση, για να τον α- ντιμετωπίσει έθεσε αρχηγό του βυζαντινού στόλου τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό και τον έστειλε εναντίον του Τζαχά. Επιπλέον, όμως, ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε ότι η πολεμική δράση δεν θα ήταν αρκετή για να εξουδετερώσει οριστικά τον Τζαχά. Έτσι, εφαρμόζοντας την πάγια τακτική του απέναντι στους Τούρκους αρχηγούς της Μικράς Ασίας 525, ο αυτοκράτορας προσπάθησε μέσω της διπλωματίας να σπείρει διχόνοια ανάμεσα στον Τζαχά και τον ισχυρό σύμμαχο και γαμπρό του τελευταίου, Kïlïj Arslan Α, σουλτάνο του Ρουμ. Όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης, «έχοντας δοκιμάσει όλους τους δυνατούς τρόπους για να εξοντώσει τον Τζαχά χωρίς επιτυχία, ο Αλέξιος Α φαίνεται ότι κατενόησε πως μόνο με τη διαβολή και τη συκοφαντία θα μπορούσε να απαλλαγεί από τον πεισματάρη αντίπαλό του». Συγκεκριμένα, ο Αλέξιος Α έστειλε μια επιστολή στον Kïlïj Arslan Α, στην ο- ποία υποστήριζε ότι ο Τζαχάς αν και φαινομενικά στρεφόταν εναντίον του Βυζαντίου (αφού μάλιστα αυτοαποκαλούνταν και «βασιλεύς»), στην πραγματικότητα, ο εν λόγω εμίρης γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να κυριεύσει μια τέτοια αυτοκρατορία επιβουλευόταν την εξουσία του ίδιου του σουλτάνου. Ακολούθως ο αυτοκράτορας ανακοίνωσε ότι θα αναλάμβανε δράση, ώστε να διώξει τον Τζαχά από τη βυζαντινή επικράτεια και συγχρόνως πρότεινε στον σουλτάνο να προσπαθήσει και εκείνος από το μέρος του να καθυποτάξει τον φιλόδοξο εμίρη στην εξουσία του είτε με ειρηνικά είτε με πολεμικά μέσα 526. Στη συνέχεια, ο Τζαχάς εκστράτευσε με τις χερσαίες δυνάμεις του εναντίον της Αβύδου του Ελλησπόντου, ενώ παράλληλα ανέμενε την άφιξη του στόλου του που ακόμη δεν είχε ετοιμαστεί. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, ο Τούρκος εμίρης θεωρώντας ότι είχε τα νώτα του ασφαλή χάρη στην εξ αγχιστείας συγγένειά του με τον Kïlïj Arslan Α επέλεξε να επιτεθεί στην Άβυδο, καθώς η τελευταία έ-λεγχε την είσοδο στην Προποντίδα και το πέρασμα στην Ευρώπη, αλλά και επειδή εκεί βρίσκονταν τα αυτοκρατορικά τελωνεία όλων των εμπορευμάτων που έφταναν από τη Μεσόγειο. Στο μεταξύ, ενώ ο άποψη του Χ. Μυλωνόπουλου σχετικά με την υποκίνηση επανάστασης μέσα στη Σμύρνη από τους μουσουλμάνους της πόλης. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 75. A. G. C. Savvides, Kilij Arslan Ι , όπου ο ερευνητής υποστήριξε ότι μαζί με τη θυγατέρα του Τζαχά, στη διάρκεια της άλωσης της Νίκαιας, συνελήφθησαν και τα παιδιά της και ότι, μόλις οι ό- μηροι αυτοί έπαυσαν να είναι χρήσιμοι στον Αλέξιο Α, ο τελευταίος τους απέδωσε και πάλι στον Kïlïj Arslan Α σώους. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ Οι Σάρδεις και η Φιλαδέλφεια βρίσκονταν στην κοιλάδα του μέσου Έρμου ποταμού, ανατολικά της Σμύρνης. Η Έφεσος βρισκόταν νότια της Σμύρνης. Βλ. H. Ahrweiler, Smyrne 17. Η Λαοδίκεια βρισκόταν στη σημερινή ερημωμένη θέση Eskihisar. Αναλυτικά για την ιστορία της, βλ. K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien Το Πολύβοτο βρισκόταν περίπου 5 χλμ. δυτικά-νοτιοδυτικά από το σημερινό Bolvadin, στο βορειοδυτικό άκρο της ε- κτεταμένης πεδιάδας της λίμνης των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Αναλυτικότερα, βλ. K. Belke - N. Mersich, Phrygien und Pisidien Για βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα, βλ. παραπάνω, παρούσα εργασία, σελ. 156 και σημ Άννα Κομνηνή Βλ. F. Chalandon, Essai 147. Cl. Cahen, Première Pénétration 52. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 262, που, όμως, χρονολόγησε τα συγκεκριμένα γεγονότα στο 1093 και τον ακολουθούν οι Ch. Brand, Turkish element 3 και Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ P. Charanis, Eleventh Century , που χρονολόγησε τα συγκεκριμένα γεγονότα λίγο μετά το Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 81. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 67. Του ιδίου, Τζαχάς, Β (και σελ. 63, σημ. 2). Του ιδίου, Kilij Arslan Ι 369. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis 93, που χρονολόγησε τα συγκεκριμένα γεγονότα στο 1093, αν και διατήρησε κάποιες αμφιβολίες. 178

180 Τζαχάς πολιορκούσε ακόμη την πόλη, έφτασε ο σουλτάνος με τα στρατεύματά του, παρακινημένος από τον αυτοκράτορα, όπως φάνηκε παραπάνω. Κατά τον Γ. Τ. Κόλια, ο σουλτάνος ήθελε με την κίνησή του αυτή να κάνει φανερή την αποδοκιμασία του για το εγχείρημα του Τζαχά και να επιδείξει ποια στάση θα τηρήσει αν ο τελευταίος εξακολουθήσει να προωθεί τις θέσεις του στον βορρά. Ο Τζαχάς συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τις δυνάμεις του σουλτάνου και του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού (που είχε στο μεταξύ φτάσει κι εκείνος με τον βυζαντινό στρατό) και επειδή συγχρόνως ένιωθε να απειλείται και από τους κατοίκους και τη φρουρά της Αβύδου, προτίμησε να προσέλθει στο στρατόπεδο του σουλτάνου, παραδεχόμενος την αποτυχία του και ίσως, κατά τον Γ. Τ. Κόλια, για να διαπιστώσει τις ακριβείς διαθέσεις του Kïlïj Arslan Α. Έτσι, μη γνωρίζοντας για τη μυστική συνεννόηση ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τον σουλτάνο, ο Τζαχάς μετέβη ανυποψίαστος στο σελτζουκικό στρατόπεδο, όπου δολοφονήθηκε στη διάρκεια ενός δείπνου. Ακολούθως, ο Kïlïj Arslan Α έκανε προτάσεις ειρήνης στον Αλέξιο Α και οι δύο ηγεμόνες έφτασαν σε συμφωνία αποκαθιστώντας μ αυτόν τον τρόπο την τάξη στις παραθαλάσσιες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη, που (ακολουθώντας την άποψη του Χ. Μυλωνόπουλου) χρονολόγησε το συγκεκριμένο γεγονός γύρω στο 1106, η εν λόγω συνθήκη αποτελούσε ίσως μια από τις δύο συνθήκες αυτής της εποχής (1106 και 1107), με τις οποίες, σύμφωνα με τον Ibn al-athir, ο σουλτάνος Kïlïj Arslan Α έστειλε Σελτζούκους και Τουρκομάνους μισθοφόρους στον Αλέξιο Α, ως ενισχύσεις εναντίον των Νορμανδών 527, που είχαν εισβάλει εκ νέου στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας 528. Όσον αφορά τη χρονολόγηση του θανάτου του Τζαχά και κατ επέκταση τη χρονολογική σειρά των γεγονότων μετά το 1093, φαίνεται πως υπάρχει διχογνωμία ανάμεσα στους νεότερους ερευνητές. Το πρόβλημα έγκειται στο κείμενο της Άννας Κομνηνής, καθώς η τελευταία αμέσως μετά την εξιστόρηση των στασιαστικών κινημάτων στην Κρήτη και την Κύπρο επιστρέφει στη διήγηση των συγκρούσεων της αυτοκρατορίας με τον Τζαχά (Βιβλίο Θ, κεφάλαιο ΙΙΙ). Το συγκεκριμένο κεφάλαιο καταλήγει στην προαναφερθείσα δολοφονία του Τζαχά από τον γαμπρό του, Kïlïj Arslan Α του Ρουμ 529. Αργότερα, όμως, η Βυζαντινή ιστορικός αφηγούμενη τις βυζαντινές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας, το , κάνει λόγο (Βιβλίο ΙΑ, κεφάλαιο V) για τη βυζαντινή 527 Για τον δεύτερο νορμανδικό πόλεμο ( ), βλ. Άννα Κομνηνή για τις προετοιμασίες αυτόθι , , για τις επιχειρήσεις αυτόθι για τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη και για τη συνθήκη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Νορμανδούς. F. Chalandon, Essai Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή Ibn al-athir, al-kāmil (ΙΙ) 114, που αναφέρει το αίτημα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α στον σουλτάνο του Ρουμ, Kïlïj Arslan Α και την αποστολή στρατιωτών από τον τελευταίο προς βοήθεια του πρώτου. Βλ. F. Chalandon, Essai 147. Cl. Cahen, Première Pénétration 52. Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική , 282 για τις συνθήκες του 1106 και 1107 με τον σουλτάνο. P. Charanis, Eleventh Century 216. Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 81. Χ. Μυλωνόπουλος, Τσαχάς 67, που πρότεινε πρώτος τη χρονολόγηση του θανάτου του Τζαχά στο 1106, χωρίς όμως παραπομπή στις πηγές. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 67. Του ιδίου, Τζαχάς, Β (και σελ. 65, σημ. 3). Ch. Brand, Turkish element 3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ A. G. C. Savvides, Kilij Arslan Ι 369. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ E. Malamut, Alexis Άννα Κομνηνή

181 κατάκτηση της Σμύρνης, η οποία ως τότε, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, βρισκόταν ακόμη στα χέρια του Τζαχά. Για την επίλυση της εν λόγω αντίφασης του κειμένου, η νεότερη έρευνα έκανε ποικίλες προ- τάσεις 530. Ο F. Chalandon και αργότερα ο Ι. Καραγιαννόπουλος ερμήνευσαν την εκ νέου αναφορά στο όνομα του Τζαχά ως ένδειξη ότι ο τελευταίος μάλλον επέζησε της δολοφονικής απόπειρας του Kïlïj Arslan Α 531. Ο St. Runciman, ο Cl. Cahen, ο Γ. Τ. Κόλιας, ο Ch. Brand και ο J. Shepard θεώρησαν ότι ο Τζαχάς πέθανε πράγματι στη διάρκεια των γεγονότων του πρώτου από τα δύο χωρία της Αλεξιάδας (δηλαδή γύρω στο 1092/3) και υπέθεσαν ότι ο αναφερόμενος ως «Τζαχάς» από την Άννα Κομνηνή, στην εποχή της πρώτης σταυροφορίας, θα πρέπει να ήταν κάποιος διάδοχος του πρώτου νεκρού πια Τζαχά και μάλιστα ίσως ο υιός του. Πιο συγκεκριμένα, ο Ch. Brand υποστήριξε πως ο δεύτερος κατά σειρά «Τζαχάς» ήταν πιθανώς ο υιός του πρώτου, καθώς οι Βυζαντινοί (και οι Δυτικοί) συγγραφείς συχνά συνέχεαν τα ονόματα και τα πατρώνυμα των μουσουλμάνων. Ο J. Shepard υποστήριξε ότι η αναφορά του ονόματος του Τζαχά, στην εποχή της πρώτης σταυροφορίας, φαίνεται παράξενη και έρχεται σε αντίθεση με τη δήλωση στο ίδιο χωρίο της Αλεξιάδας ότι οι άνθρωποι της Σμύρνης (και όχι ο ηγεμόνας τους) ήταν εκείνοι που άρχισαν διαπραγματεύσεις και που παραδόθηκαν στις βυζαντινές δυνάμεις («...οἱ ἐ- ντὸς τῇ Σμύρνῃ [...] οὐδόλως ἀντικαταστῆναι [...] ἠθέλησαν, ἀλλ εἰς λόγους καὶ σπονδὰς εἰρηνικὰς ἐλθεῖν ᾑρετίσαντο ὑποσχόμενοι...»). Άλλα επιχειρήματα του J. Shepard είναι πως η Άννα Κομνηνή δεν δίνει πληροφορίες για τη μετέπειτα τύχη του Τζαχά και κυρίως πως η αναφορά στον Τζαχά, στο χωρίο αυτό, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το προηγούμενο χωρίο (Βιβλίο Θ, κεφάλαιο ΙΙΙ) που αναφέρει ρητά τον θάνατο του εμίρη 532. Έτσι, κατά τον ίδιο ερευνητή, το πρώτο κατά σειρά από τα δύο χωρία (δηλαδή εκείνο στο ένατο Βιβλίο), το οποίο είναι λεπτομερές και έχει μεγαλύτερη συνοχή, θα έπρεπε να θεωρηθεί περισσότερο αξιόπιστο. Η αναφορά του ονόματος του Τζαχά στο ενδέκατο Βιβλίο, κατά τον J. Shepard, ίσως να οφείλεται στο ότι η Άννα Κομνηνή (ή η πηγή της) ονόμασε έτσι τον τότε Τούρκο η- γεμόνα της Σμύρνης, για να μεγαλοποιήσει την απειλή του τελευταίου και μ αυτόν τον τρόπο να δικαιολογήσει την απόφαση του Αλεξίου Α να διαθέσει σημαντικές βυζαντινές δυνάμεις για τις επιχειρήσεις στη δυτική Μικρά Ασία, αντί να μεταβεί ο ίδιος προς βοήθεια των σταυροφόρων. Εναλλακτικά, κατά τον ίδιο ερευνητή, η Άννα Κομνηνή ίσως να μπέρδεψε τον Τζαχά με τον υιό του, που πιθανώς έφερε το ίδιο όνομα. Τέλος, η E. Malamut θεώρησε ότι και οι δύο ερμηνείες είναι πιθανές (δηλαδή ότι ο Τζαχάς δολοφονήθηκε το 1093 ή ότι επέζησε ως την πρώτη σταυροφορία), επισημαίνοντας, όμως, ότι, αφού α- ναφέρεται στην Αλεξιάδα πως η γυναίκα και η θυγατέρα του Τζαχά (στην πραγματικότητα, μόνο η θυ- 530 Άννα Κομνηνή για τις βυζαντινές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία, στη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας και την κατάληψη της Σμύρνης. Για τις απόψεις που διατυπώθηκαν για το ζήτημα, καθώς και για βιβλιογραφία, βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α Του ιδίου, Τζαχάς, Β 62, σημ. 4. Επίσης, βλ. τα πιο πρόσφατα Ch. Brand, Turkish element 3 (και σημ. 8). J. Shepard, Father or scorpion 89 (και κυρίως σημ. 99). A. G. C. Savvides, Concerted action (και σημ. 4). Του ιδίου, Kilij Arslan Ι 369 (και σημ. 20, 21). Α. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Γ (και σελ. 50, σημ. 18, 19). E. Malamut, Alexis F. Chalandon, Essai 147, 196 (σημ. 2). Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Άννα Κομνηνή για το απόσπασμα αυτόθι για τον θάνατο του Τζαχά. 180

182 γατέρα, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή 533 ) συνελήφθησαν αιχμάλωτες από τους σταυροφόρους κατά την πολιορκία της Νίκαιας, ο Τζαχάς θα πρέπει να ήταν ζωντανός εκείνη την εποχή, γιατί διαφορετικά οι γυναίκες αυτές δεν θα είχαν καμία χρησιμότητα ως όμηροι 534. Συνεπώς, όλοι οι παραπάνω ερευνητές αποδέχτηκαν την σειρά με την οποία παραδίδει τα γεγονότα η Άννα Κομνηνή. Τελείως διαφορετική άποψη υποστήριξε ο Χ. Μυλωνόπουλος, ο οποίος θεώρησε πως η Άννα Κομνηνή αναφέρεται σε έναν μόνο Τζαχά. Την ίδια άποψη ακολούθησε και ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης, ο οποίος επιπλέον υποστήριξε πως η σύγχυση σχετικά με τον θάνατο του Τζαχά θα μπορούσε να εξηγηθεί από το ότι «η Κομνηνή δεν ακολουθεί πάντοτε με απόλυτη χρονολογική συνέπεια τα όσα αναφέρονται στην καριέρα του εμίρη, και ορισμένες φορές επανέρχεται στο θέμα σε μεταγενέστερα Βιβλία του έργου της, τα οποία πραγματεύονται μεταγενέστερες εποχές». Έτσι, οι παραπάνω ερευνητές αναδιοργάνωσαν το υ- λικό της Αλεξιάδας τοποθετώντας το χωρίο του ενδέκατου Βιβλίου πριν από εκείνο του ένατου Βιβλίου και χρονολογώντας το τελευταίο (δηλαδή εκείνο του Βιβλίου Θ ) μετά την πρώτη σταυροφορία (συγκεκριμένα, στο 1106). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη σειρά που πρότειναν ο Χ. Μυλωνόπουλος και αργότερα ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης, ο Τζαχάς μετά τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο, το (Βιβλίο Θ, κεφάλαιο Ι), περιορίστηκε στη Σμύρνη στη συνέχεια (Βιβλίο ΙΑ, κεφάλαιο V), την εποχή της πρώτης σταυροφορίας, επεκτάθηκε στιγμιαία, ώσπου εκδιώχτηκε από τη Σμύρνη το 1098/9 και τέλος (Βιβλίο Θ, κεφάλαιο ΙΙΙ), μερικά χρόνια αργότερα επανέκτησε τη Σμύρνη προσωρινά και συνέχισε τις επιθέσεις εναντίον της αυτοκρατορίας στη δυτική Μικρά Ασία, ώσπου δολοφονήθηκε από τον γαμπρό του, Kïlïj Arslan Α του Ρουμ, γύρω στο Με την άποψη αυτή συμφώνησε η Α. Χριστοφιλοπούλου, αν και φαίνεται πως η τελευταία έδειξε σκεπτικισμό απέναντι στη χρονολόγηση του θανάτου του Τζαχά στο 1106, αφού αυτή δεν αιτιολογείται επαρκώς 535. Την άποψη του Α. Γ. Κ. Σαββίδη αντέκρουσε ο Ch. Brand, ο οποίος όμως εσφαλμένα θεώρησε ότι ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης χρησιμοποίησε ως απόδειξη της υπόθεσής του τις αναφορές του Dānişmendname σε κάποιον «Τζαχά», ενώ ο ίδιος ο Ch. Brand υποστήριξε ότι θα έπρεπε να προτιμηθούν οι πιο αξιόπιστες πληροφορίες της σχεδόν σύγχρονης των γεγονότων Άννας Κομνηνής παρά οι μεταγενέστερες και μυθικές πληροφορίες του Dānişmendname. Περισσότερο πειστικό φαίνεται το προαναφερθέν επιχείρημα του J. Shepard, που επεσήμανε ότι στο χωρίο της Αλεξιάδας, όπου γίνεται λόγος για τα γεγονότα της πρώτης σταυροφορίας, ανάμεσα στις αναφορές στον Τζαχά γίνεται και μια ασαφής αναφορά στους κυ- 533 Άννα Κομνηνή για την παράδοση της αδελφής και της συζύγου (δηλαδή της θυγατέρας του Τζαχά) του σουλτάνου Kïlïj Arslan Α στους Βυζαντινούς, κατά τη συνθηκολόγηση των πολιορκημένων Τούρκων της Νίκαιας. 534 Cl. Cahen, Première Pénétration 52. St. Runciman, Crusades, Α (σημ. 1). Γ. Τ. Κόλιας, Εξωτερική πολιτική 263, ο οποίος κάνει λόγο για οπαδούς του Τζαχά, που πιθανώς να στρέφονταν εναντίον της αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του τελευταίου. Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 81, 85. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α Ch. Brand, Turkish element 3 (και σημ. 8). J. Shepard, Father or scorpion 89 (και κυρίως σημ. 99). E. Malamut, Alexis Χ. Μυλωνόπουλος, Τσαχάς 66-67, που πρότεινε πρώτος τη χρονολόγηση του θανάτου του Τζαχά στο 1106, χωρίς, όμως, να παραπέμπει στις πηγές. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Σελτζούκοι 67. Του ιδίου, Τζαχάς, Α Του ιδίου, Τζαχάς, Β Α. Χριστοφιλοπούλου, Γ (και σημ. 18, 19). Η τελευταία ερευνήτρια παρέπεμψε για τη χρονολόγηση των γεγονότων στα σχόλια του D. Reinsch, στη σελίδα 300 της Αλεξιάδας. Ωστόσο, δεν κατάφερα να εντοπίσω τις συγκεκριμένες χρονολογικές παρατηρήσεις. A. G. C. Savvides, Concerted

183 βερνήτες της πόλης γενικά (οἱ ἐντὸς τῇ Σμύρνῃ) οι τελευταίοι παρουσιάζονται να αποφασίζουν τη διαπραγμάτευση της παράδοσης της πόλης, πληροφορία που έρχεται σε αντίθεση με το υπόλοιπο χωρίο, το οποίο στη συνέχεια αναφέρει συγκεκριμένα τον Τζαχά ως κύριο της πόλης και υπεύθυνο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων 536. Ωστόσο, παρά τις πιθανές αδυναμίες της, η πρόταση των Χ. Μυλωνόπουλου και Α. Γ. Κ. Σαββίδη φαίνεται προτιμότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες απόψεις, καθώς λύνει σε ικανοποιητικό βαθμό το πρόβλημα που προκύπτει από το κείμενο της Άννας Κομνηνής. Πράγματι, αν προτιμηθεί η πρόταση των συγκεκριμένων ερευνητών, η ιστορία του Τζαχά αποκτά μεγαλύτερη συνοχή: το κεφάλαιο Ι του ένατου Βιβλίου καταλήγει στην υποχώρηση και τον περιορισμό του Τζαχά στη Σμύρνη («...ὡς πρὸς Σμύρνην ᾤχετο [ο Τζαχάς], καὶ δὴ καὶ ταύτην κατέλαβεν [...] καὶ ὁ Δούκας τὰ κατὰ τὴν Μιτυλήνην ἀσφαλισάμενος, ἐπεὶ καὶ ὁ Δαλασσηνὸς ἐκεῖθεν ὑπέστρεψε, τοῦ ῥωμαϊκοῦ στόλου πολὺ μέρος ἀφελόμενος κατὰ τῶν παρὰ τοῦ Τζαχὰ κατεχομένων [...] ἐξαπέστειλε, καὶ ἐξ ἐπιδρομῆς τήν τε Σάμον καί τινας ἄλλας νήσους κατασχῶν ἐπανέρχεται πρὸς τὴν βασιλεύουσαν») ακολούθως, το κεφάλαιο V του ενδέκατου Βιβλίου αρχίζει αναφέροντας πως ο Τζαχάς κατείχε ακόμη τη Σμύρνη («ὁ μὲν γὰρ Τζαχᾶς τὴν Σμύρνην ὥσπερ ἴδιόν τι λάχος κατεῖχεν...») και τελειώνει με την αποχώρησή του από την πόλη μετά από διαπραγματεύσεις («...[οι κυβερνώντες της Σμύρνης] εἰς λόγους καὶ σπονδὰς εἰρηνικὰς ἐλθεῖν ᾑρετίσαντο ὑποσχόμενοι [...] ἀναιμωτὶ καὶ μάχης ἄτερ τὴν Σμύρνην αὐτῷ παραδοῦναι. συντίθεται τοίνυν ὁ Δούκας τηνικαύτα τῇ τοῦ Τζαχᾶ γνώμῃ τὰ κατὰ σκοπὸν ἅπαντα πληρῶσαι ὑποσχόμενος. μετ εἰρήνης οὖν ἐκεῖθεν αὐτοὺς ἀπελάσας τῷ Κάσπακι τὴν πᾶσαν ἐξουσίαν τῆς Σμύρνης ἀνέθετο»). Τέλος, το κεφάλαιο ΙΙΙ του ένατου Βιβλίου αρχίζει με την εκ νέου κατάκτηση της Σμύρνης από τον Τζαχά («ὁ δέ γε Τζαχᾶς [...] μετ οὐ πολὺ τὴν Σμύρνην ἐπελθὼν κατέλαβε [δηλαδή κυρίευσε] καὶ αὖθις λῃστρικὰς ἐπιμελῶς κατεσκεύαζε ναῦς...») και τελειώνει με τη δολοφονία του από τον Kïlïj Arslan Α στη διάρκεια ενός δείπνου («ὁπηνίκα δὲ τοῦτον [δηλαδή τον Τζαχά] ἐμφορηθέντα οἴνου διέγνω [δηλαδή ο Kïlïj Arslan Α ], σπασάμενος ξίφος κατὰ τῶν λαγόνων ὦσεν αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς μὲν αὐτοῦ που νεκρὸς ἔκειτο») 537. Μετά από χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι χρόνια, η αυτοκρατορία κατάφερε να εξουδετερώσει τον επίμονο αντίπαλό της. Όπως αναφέρθηκε ήδη στην αρχή αυτού του υποκεφαλαίου, εκείνο που ξεχώριζε τον Τζαχά από τους άλλους Τούρκους εμίρηδες της ίδιας περιόδου ήταν πως αυτός είχε καλή γνώση της βυζαντινής πολιτικής, των πολεμικών τακτικών και της διπλωματίας, σε σημείο να 536 Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Β 61, ο οποίος απέδωσε τη φράση «οἱ ἐντὸς τῇ Σμύρνῃ» ως «οι Τούρκοι στρατιώτες του Τζαχά». Ch. Brand, Turkish element 3, σημ. 8. J. Shepard, Father or scorpion 89, σημ. 99. Επίσης, βλ. A. G. C. Savvides, Concerted action 123 για την απάντηση του Α. Γ. Κ. Σαββίδη στον Ch. Brand. Συγκεκριμένα, ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης υποστήριξε ότι ο Τζαχάς της εποχής της Πρώτης σταυροφορίας δεν μπορεί να ήταν κάποιο άλλο πρόσωπο, γιατί η Άννα Κομνηνή α- ναφέρεται σ αυτόν χρησιμοποιώντας το ίδιο ύφος και συνδέοντάς τον με την προηγούμενη δράση του. 537 Άννα Κομνηνή , , , ,

184 θεωρείται ότι «ήταν πιο εξοικειωμένος με τις βυζαντινές παρά με τις σελτζουκικές παραδόσεις» 538. Συγχρόνως, ο Τζαχάς ήταν ο μόνος Τούρκος αρχηγός της εποχής που (με βάση τη μαρτυρία της Άννας Κομνηνής) έδειξε σαφή διάθεση να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη. Αν και η Άννα Κομνηνή αποδίδει την ίδια πρόθεση και στον σουλτάνο Abu l-qāsim 539, ωστόσο, οι ενέργειες του τελευταίου δεν φανερώνουν σαφώς τέτοια σχέδια, αφού αυτός κατά κύριο λόγο διενεργούσε μόνο επιδρομές στα σύνορα με την αυτοκρατορία. Αντιθέτως, ο Τζαχάς κινήθηκε με μεθοδικότητα, προκειμένου να επιτύχει τον φιλόδοξο στόχο του. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του, κατασκεύασε στόλο, αναγνωρίζοντας τη σημασία του ναυτικού στην αντιπαράθεση με την αυτοκρατορία. Επιπλέον, καθώς δεν διέθετε ορδές Τουρκομάνων πολεμιστών, όπως οι σουλτάνοι του Ρουμ, χρησιμοποίησε κατά κόρον τη διπλωματία, είτε για να εξασφαλίσει συμμαχίες εναντίον των αντιπάλων του (όπως συνέβη με τη συνεννόηση με τους Πετσενέγους και με εκείνες με τους Σελτζούκους μισθοφόρους της αυτοκρατορίας, αλλά και με τον ίδιο τον Kïlïj Arslan Α ), είτε για να καθυστερήσει τους αντιπάλους του στα διάφορα πολεμικά μέτωπα, μέχρι να αλλάξει προς όφελός του τις συνθήκες του πολέμου (όπως στη Χίο, το 1090, αν γίνει δεκτή η άποψη της Άννας Κομνηνής), είτε, τέλος, για να εξασφαλίσει τη σωτηρία του με διαπραγματεύσεις, όταν οι πολεμικές αντιπαραθέσεις απέβαιναν εις βάρος του (όπως στη Λέσβο, το 1092 ή στη Σμύρνη, το 1097/8). Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Τζαχάς, αν και δεν διέθετε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, αποδείχτηκε μια πραγματική δοκιμασία για την αυτοκρατορία τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο 540. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο πολυμήχανος εμίρης, ο αυτοκράτορας χρειάστηκε αφ ε- νός να κινητοποιεί ξανά και ξανά πολυάριθμες στρατιές και αφετέρου να αναπτύξει και ο ίδιος αντίστοιχη διπλωματική δραστηριότητα (όπως συνέβη με τον προσεταιρισμό των Κουμάνων, το 1091 και με τη μυστική συνεννόηση με τον Kïlïj Arslan Α, το 1106). Τελικά, ο ικανός Τούρκος αρχηγός δεν εξουδετερώθηκε στο πεδίο της μάχης, αλλά εξοντώθηκε μόνο χάρη στην καλά σχεδιασμένη παγίδα που του έ- στησε ο Αλέξιος Α, φανερώνοντας ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας κατάφερε για άλλη μια φορά να προσαρμοστεί κατάλληλα, ώστε να αντιμετωπίσει τον επικίνδυνο αντίπαλό του όργανο του αυτοκράτορα για την εξόντωση του Τζαχά αποτέλεσε ο σύμμαχος και επιπλέον γαμπρός του τελευταίου, ο Kïlïj Arslan Α του Ρουμ, γεγονός που φανερώνει ότι η βυζαντινή διπλωματία απέναντι στους Σελτζούκους Τούρκους είχε αρχίσει πλέον να υπηρετεί αποτελεσματικά την αυτοκρατορική πολιτική. 538 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 620, σημ Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α 21, σημ. 2. Για τις κρίσεις των ερευνητών, όσον αφορά τη σχέση του Τζαχά με τον βυζαντινό πολιτισμό, βλ. παρούσα εργασία, σελ. 170, σημ Βλ. παρούσα εργασία, σελ Μάλιστα, σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, Παρακμή 162, οι δυνάμεις του Τζαχά μάλλον δεν αριθμούσαν περισσότερους από άνδρες. Βλ. επίσης, Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α 19, σημ

185 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις: Οι αντιλήψεις και η στάση των Βυζαντινών απέναντι στους Τούρκους, όπως αυτές διακρίνονται μέσα από τα ιστοριογραφικά κείμενα Α) Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι και οι απόψεις τους. Η εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων (και των Τουρκομάνων νομάδων που τους συνόδευαν) στα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, στο πλαίσιο μιας μεγάλης μεταναστευτικής κίνησης τουρκόφωνων λαών από την κεντρική Ασία, που έ- λαβε χώρα από τις αρχές του 11ου αιώνα 541. Έτσι, οι επαφές τους με τους Βυζαντινούς δεν περιορίζονταν μόνο σε συγκρούσεις μεταξύ στρατιωτών στα πεδία της μάχης και σε επίσημες διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ηγεμόνων. Αντίθετα, οι νεήλυδες φαίνεται πως σταδιακά ανέπτυξαν πολύπλευρες σχέσεις με όλα τα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, όχι πολύ διαφορετικές από εκείνες που, ό- πως φάνηκε, είχαν αναπτύξει στο παρελθόν οι νομάδες της κεντρικής Ασίας με τους μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς μεγάλων αυτοκρατοριών, όπως της Κίνας ή της Περσίας 542. Τις σχέσεις αυτές των Βυζαντινών με τους Τούρκους εισβολείς (και αργότερα μόνιμα εγκατεστημένους γείτονες) περιγράφουν σε κάποιον βαθμό οι Βυζαντινοί ιστορικοί που ήταν σύγχρονοι ή κατά μερικές δεκαετίες μεταγενέστεροι των γεγονότων. Στα ιστοριογραφικά κείμενα των τελευταίων, γίνονται φανερές ποικίλες πτυχές των βυζαντινο-τουρκικών σχέσεων και επιπλέον εκθέτονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αντιλήψεις διάφορων κοινωνικών ομάδων της βυζαντινής κοινωνίας για τους Τούρκους. Εκτός αυτού, οι Βυζαντινοί ιστορικοί δεν παραλείπουν, κάποιες φορές, να εκφράσουν και τις δικές τους απόψεις σχετικά με τους Τούρκους, τον χαρακτήρα τους και τις σχέσεις τους με τους Βυζαντινούς. Καθώς μάλιστα οι συγγραφείς αυτοί προέρχονται συχνά από διαφορετικά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, κάνουν φανερές ως έναν βαθμό τις αντιλήψεις και τις απόψεις του περιβάλλοντός τους. Συγκεκριμένα, ο Μιχαήλ Ψελλός παρά την ταπεινή καταγωγή του εντάχθηκε στην άρχουσα τάξη. Έχοντας αποκτήσει πλούσια και πολύπλευρη μόρφωση άρχισε τη σταδιοδρομία του σε αρκετά νεαρή η- λικία στην αυτοκρατορική αυλή και ανήλθε γρήγορα στην ιεραρχία της αυτοκρατορικής γραμματείας. Όπως διαπιστώνεται μέσα από το έργο του, φαίνεται πως είχε τη νοοτροπία του αυλικού και στη Χρονογραφία του έδειξε ενδιαφέρον κυρίως για την εσωτερική πολιτική και μάλιστα από τη σκοπιά της αυ- 541 Cl. Cahen, Pre-ottoman Turkey 4-5. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 74. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α (και κυρίως 14) για τις μετακινήσεις των τουρκικών φύλων προς τα δυτικά στη διάρκεια του μεσαίωνα. 542 Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 43 και σημ. 44 για τον παραλληλισμό εκ μέρους του P. Golden ανάμεσα στις σχέσεις νομάδων Κίνας και νομάδων Βυζαντίου. 184

186 λής και των συγκλητικών της πρωτεύουσας. Όπως παρατήρησε ο H.-G. Beck, «θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε ότι για τον Ψελλό η Αυτοκρατορία συμπίπτει με την Αυλή» 543. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης ήταν περίπου σύγχρονος του Μιχαήλ Ψελλού και φαίνεται πως μοιραζόταν την ταπεινή καταγωγή του τελευταίου. Χάρη στις σπουδές του, όμως, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου και έλαβε ορισμένα αξιώματα της αυτοκρατορικής υπαλληλίας, όπως εκείνα του κριτή επί του ιπποδρόμου και του βήλου επί Κωνσταντίνου Ι 544. Έτσι, συγκέντρωσε περιουσία σε ακίνητα στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, στη Ραιδεστό και στη Σηλυβρία. Επίσης διαχειριζόταν την περιουσία τεσσάρων μονών, που του είχαν παραχωρηθεί με τον θεσμό του χαριστικίου. Παρά τις ομοιότητες της κοινωνικής ανέλιξής του με εκείνη του Ψελλού, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης φαίνεται πως δεν συμμεριζόταν τις κοινωνικές και πολιτικές απόψεις του πρώτου. Σύμφωνα με τους A. Kazhdan και S. Franklin, ο Ατταλειάτης, αν και εντάχθηκε στην πολιτική ελίτ της πρωτεύουσας, ωστόσο δεν εξέφραζε στο έργο του τα συμφέροντα της ομάδας αυτής στο σύνολό της. Αντίθετα, θα πρέπει να σχετιζόταν με ένα μόνο μέρος της. Έτσι, οι πολιτικές απόψεις του δεν ταυτίζονταν απόλυτα με εκείνες ενός συγκλητικού. Παρομοίως, ο Βυζαντινός ιστορικός δεν έδειχνε μεγάλη συμπάθεια προς τα μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας (με εξαίρεση τον Νικηφόρο Βοτανειάτη), αλλά, παρ όλα αυτά, ασπαζόταν τις αριστοκρατικές ιδέες της ευγενούς καταγωγής και της γενναιότητας στη μάχη 545. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης έζησε από τα μέσα του 11 ου αιώνα μέχρι το πρώτο τέταρτο του 12 ου αιώνα και κατείχε υψηλά διοικητικά αξιώματα στη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α Κομνηνού. Όσον αφορά τις απόψεις του, όπως αυτές γίνονται φανερές μέσα από τα έργα του, τη Σύνοψη Ιστοριών και τη Συνέχεια της Χρονογραφίας, οι A. Kazhdan και S. Franklin παρατήρησαν ότι στο δεύτερο έργο διακρίνεται συμπάθεια προς τη στρατιωτική αριστοκρατία. Στη συμπάθεια αυτή και ακόμη στην υποστήριξη των συμφερόντων της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές, οφείλεται η διαφοροποίηση στις αντιλήψεις της Συνέχειας της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκυλίτση από την Ιστορία του Μιχαήλ Ατταλειάτη, η οποία αποτέλεσε πηγή της Συνέχειας στην Ιστορία του Ατταλειάτη παρατηρείται συμπάθεια προς μια μερίδα της πολιτικής αριστοκρατίας και επικριτική στάση απέναντι στη στρατιωτική αριστοκρατία, ενώ στη Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκυλίτση γίνεται έντονα 543 H. Hunger, Λογοτεχνία, Β 187, με την προηγούμενη βιβλιογραφία. H.-G. Beck, Βυζαντινή χιλιετία Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ 59-97, με την προηγούμενη βιβλιογραφία. 544 Οι κριτές επί του ιπποδρόμου και οι κριτές του βήλου ήταν δικαστικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι, κατά τον Α. Γκουτζιουκώστα, λειτουργούσαν ως εντεταλμένοι δικαστές ή ως πάρεδροι. Οι ακριβείς αρμοδιότητές τους και ο τόπος δραστηριοποίησής τους δεν είναι απολύτως σαφείς και γι αυτό έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις από τους ερευνητές. Σύμφωνα με τον Α. Γκουτζιουκώστα, οι κριτές επί του ιπποδρόμου εκδίκαζαν υποθέσεις στον χώρο του Σκεπαστού Ιπποδρόμου, στην Κωνσταντινούπολη. Οι κριτές του βήλου ήταν πιο υψηλόβαθμοι στην ιεραρχία σε σχέση με τους κριτές επί του ιπποδρόμου (από τους οποίους ίσως προάγονταν) και πιθανώς να εργάζονταν επίσης στον Σκεπαστό Ιππόδρομο. Ήταν δυνατόν κάποιος να κατέχει και τα δύο αξιώματα. Αναλυτικότερα, βλ. Α. Γκουτζιουκώστας, Απονομή δικαιοσύνης και κυρίως , , 158, που αναλύει και τις απόψεις της νεότερης έρευνας σχετικά με το ζήτημα. 545 H. Hunger, Λογοτεχνία, Β , με την προηγούμενη βιβλιογραφία. H.-G. Beck, Βυζαντινή χιλιετία A. Kazhdan - S. Franklin, Byzantine Literature (για μια διεξοδική εξέταση των κοινωνικών απόψεων του Μιχαήλ Ατταλειάτη) και ιδιαίτερα 58, 63, 66-73, A. Kazhdan - A. Wharton Epstein, Αλλαγές Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ , με την προηγούμενη βιβλιογραφία. 185

187 φανερή η εχθρότητα απέναντι στα μέλη της πολιτικής αριστοκρατίας και μετριάζεται ή και παραλείπεται η κριτική του Ατταλειάτη στα μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Α. Καρπόζηλο, οι αλλαγές αυτές στο έργο του Ιωάννη Σκυλίτζη οφείλονται κυρίως στην οικονομία της ύλης και στη σημασία που απέδωσε ο Βυζαντινός συγγραφέας στο εκάστοτε γεγονός που άντλησε από την Ιστορία του Ατταλειάτη. Έτσι, κατά τον τελευταίο ερευνητή, τα δύο έργα ουσιαστικά δεν έχουν σημαντικές διαφορές και μάλιστα διακρίνεται και κάποια συμφωνία στις απόψεις τους, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με τη στάση απέναντι στους Δούκες και στις ηθικοθρησκευτικές α- ντιλήψεις των δύο συγγραφέων 546. Ο Γεώργιος Κεδρηνός θεωρείται πως ήταν περίπου σύγχρονος με τον Ιωάννη Σκυλίτζη, του οποίου το έργο χρησιμοποίησε κατά κόρον στο τελευταίο μέρος της χρονογραφίας του. Κατά τον Α. Καρπόζηλο, μάλλον είχε κάποια θέση στη δικαιοσύνη ή στην αυτοκρατορική γραμματεία. Το έργο του αποτελεί συμπίλημα άλλων πηγών, χωρίς να προσθέτει τίποτα δικό του 547. Γι αυτό, δεν εκφράζει δικές του απόψεις, αλλά παρόλ αυτά, θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι οι απόψεις των άλλων πηγών, τις ο- ποίες παραθέτει, φανερώνουν τι έκρινε και ο ίδιος σημαντικό για να μνημονευτεί. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος έζησε ανάμεσα στα τέλη του 11 ου αιώνα και τα μέσα του 12 ου. Ήταν γόνος της στρατιωτικής οικογένειας των Βρυεννίων και ο ίδιος συνδεόταν στενά με την αυτοκρατορική οικογένεια, αφού ήταν σύζυγος της θυγατέρας του Αλεξίου Α Κομνηνού, Άννας. Το έργο του, σύμφωνα με τον Α. Καρπόζηλο, όπως προαναφέρθηκε, περιστρέφεται γύρω από την ιστορία τριών μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ερευνητή, αν και ο ίδιος ο Βρυέννιος δεν εξέφρασε προσωπικές απόψεις στο ημιτελές έργο του, ωστόσο, κάνει φανερές «τις αξίες, συνάμα δε και τις προκαταλήψεις και τις εμμονές της τάξης του». Συνεπώς, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ευγενική καταγωγή των ιστορικών προσωπικοτήτων, καθώς και στην ανδρεία και στη γνώση των στρατιωτικών πραγμάτων. Εκτός αυτού, δεν διστάζει να διαφοροποιηθεί από τις πηγές του, διορθώνοντάς τις για να υπερασπιστεί την οικογένειά του και εκείνη των Κομνηνών. Παράλληλα, ο Βρυέννιος φαίνεται πως κινούνταν και στους λόγιους κύκλους της εποχής του. Έτσι, με βάση τις αντιλήψεις του, ο συγκεκριμένος ιστορικός, σύμφωνα με τους A. Kazhdan και A. Wharton Epstein, «είναι ίσως ο πιο «φιλοαριστοκράτης» από τους 546 H. Hunger, Λογοτεχνία, Β , με την προηγούμενη βιβλιογραφία. Ο συγκεκριμένος ερευνητής, εξετάζοντας το ζήτημα της πατρότητας της Συνέχειας της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκυλίτση, θεώρησε ότι το εν λόγω έργο γράφτηκε από τον Ιωάννη Σκυλίτζη και όχι από κάποιον άλλο συγγραφέα. A. Kazhdan - S. Franklin, Byzantine Literature 33-35, 43, 47, 52-53, 66-68, 72. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές θεώρησαν (Byzantine Literature 44, 59, 66) ότι η Σύνοψη Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη και η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκυλίτση γράφτηκαν από διαφορετικούς συγγραφείς. Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ , , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα για σύγκριση ανάμεσα στη Συνέχεια της Χρονογραφίας και την Ιστορία του Μιχαήλ Ατταλειάτη. 547 H. Hunger, Λογοτεχνία, Β , με την προηγούμενη βιβλιογραφία. Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα ,

188 βυζαντινούς ιστορικούς αυτής της εποχής. [...] Ο καίσαρ Βρυέννιος, μεγάλος άρχοντας ο ίδιος, είναι, με λίγα λόγια, ο ιδεολόγος της στρατιωτικής αριστοκρατίας την περίοδο των Κομνηνών» 548. Η Άννα Κομνηνή ήταν περίπου συνομήλικη του συζύγου της Νικηφόρου Βρυεννίου. Καθώς ήταν η πορφυρογέννητη κόρη του Αλεξίου Α Κομνηνού και καθώς είχε λάβει μεγάλη μόρφωση, αποτελεί τυπική εκπρόσωπο τόσο της αριστοκρατίας της εποχής των Κομνηνών όσο και του κύκλου των διανοούμενων του 12 ου αιώνα. Ειδικότερα για την πρώτη περίπτωση, η σύγχρονη έρευνα συγκλίνει στην άποψη ότι το ιστορικό της έργο απηχεί τις απόψεις της αριστοκρατίας. Χαρακτηριστικά, ο M. Angold ενέταξε στα προτερήματα της Αλεξιάδας το ότι μας γνωστοποιεί τις θέσεις της άρχουσας τάξης, ο H. Hunger ε- ντόπισε στον τίτλο και στο πνεύμα του έργου τις ««ομηρικές» τάσεις της βυζαντινής φεουδαρχικής αριστοκρατίας», ενώ η Α. Λαΐου υποστήριξε ότι η Άννα Κομνηνή «ήταν σε μεγάλο βαθμό παιδί της εποχής της και της τάξης της: η κοσμοθεωρία της είναι εκείνη ενός αρκετά μορφωμένου μέλους της υψηλής α- ριστοκρατίας, σε εκείνη την περίοδο της Βυζαντινής ιστορίας, όταν η αριστοκρατία διέπρεπε». Πιο συγκεκριμένα, κατά την τελευταία ερευνήτρια, στην κοσμοθεωρία της Άννας Κομνηνής ο πατέρας της, Α- λέξιος Α Κομνηνός τοποθετείται στο κέντρο του κράτους και το κράτος, η βυζαντινή αυτοκρατορία, τοποθετείται στο κέντρο του πολιτισμένου κόσμου, της οικουμένης και προκαλεί το φθόνο όλων των άλλων λαών. Η αντίληψη αυτή του κόσμου, συνεχίζει η Α. Λαΐου, συμφωνεί με τις παραδοσιακές βυζαντινές αντιλήψεις και μάλιστα τις επαυξάνει 549. Τέλος, ο Ιωάννης Ζωναράς έζησε στο πρώτο μισό του 12 ου αιώνα και κατείχε υψηλά αξιώματα στην αυτοκρατορική γραμματεία, επί Αλεξίου Α Κομνηνού. Το έργο του είναι ουσιαστικά ένα συμπίλημα άλλων ιστορικών πηγών, ωστόσο, ο συγγραφέας συχνά συμπεριέλαβε και δικές του απόψεις. Οι απόψεις αυτές απηχούσαν τα συμφέροντα των ανώτερων βαθμίδων της κρατικής γραφειοκρατίας και κατ επέκταση τα συμφέροντα της πολιτικής αριστοκρατίας της πρωτεύουσας, των συγκλητικών. Όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, έτσι και ο Ζωναράς, αν και δεν ήταν ο ίδιος αριστοκρατικής καταγωγής, ωστόσο, εξιδανίκευε την πολιτική αριστοκρατία υπερασπιζόμενος τα συμφέροντά της και φαινόταν επικριτικός α- πέναντι στη στρατιωτική αριστοκρατία, παρότι γενικά αναγνώριζε τη σημασία της αριστοκρατικής καταγωγής 550. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς ασχολήθηκαν διεξοδικά στα έργα τους με την τουρκική κατάκτηση της Μικράς Ασίας, για την οποία παραδίδουν σημαντικές πληροφορίες. Πέρα απ αυτό, όμως, οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι της εποχής έδειξαν ενδιαφέρον και για τους ίδιους τους κατακτητές, για την 548 H. Hunger, Λογοτεχνία, Β , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα , 220, , A. Kazhdan - A. Wharton Epstein, Αλλαγές 171. Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα , H. Hunger, Λογοτεχνία, Β , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα , 230. M. Angold, Αυτοκρατορία 28. A. Laiou, Introduction 1-14 και ιδιαίτερα 1-2, 6-7. Δ. Μαμαγκάκης, Γυναικεία πορτραίτα 57-65, όπου εκθέτονται συνοπτικά οι απόψεις μελετητών για την Αλεξιάδα και ιδιαίτερα 58, 60. Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα , H. Hunger, Λογοτεχνία, Β , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα A. Kazhdan - S. Franklin, Byzantine Literature 59-63, A. Kazhdan - A. Wharton Epstein, Αλλαγές Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ , με την προηγούμενη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα

189 προέλευσή τους και για ορισμένα γεγονότα της εσωτερικής τους ιστορίας, στα πλαίσια ίσως μιας προσπάθειας να εξηγηθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην απώλεια των ανατολικών επαρχιών της βυζαντινής αυτοκρατορίας και στη δημιουργία του σουλτανάτου του Ρουμ, στα τέλη του 11 ου αιώνα. Έτσι, στα έργα των περισσότερων Βυζαντινών συγγραφέων της εποχής εντοπίζονται παρεκβάσεις ιστορικού περιεχομένου, σχετικά με τους Τούρκους. Συγκεκριμένα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, πριν αρχίσει να διηγείται την πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Τούρκους, εκθέτει πρώτα το πώς οι «Νεφθαλίτες Ούννοι», οι γείτονες των «Περσών», διέσχισαν τον ποταμό Γάγγη και μετά τον θάνατο του «Πέρση» ηγεμόνα κυριάρχησαν στην περιοχή και προσέγγισαν τα σύνορα του Βυζαντίου, όπου άρχισαν να διεξάγουν συνεχώς επιδρομές καταστρέφοντας τη ρωμαϊκή γη («καὶ συνεχεῖς ἐκδρομὰς ἐπετείους τὸ ἔθνος ποιούμενον οὐκ ὀλίγα τὴν ῥωμαϊκὴν κατέβλαπτε γῆν»). Σε άλλο σημείο, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης αναφερόμενος στην προσχώρηση των Τούρκων της οικογένειας του Kutulmish στην παράταξη του Νικηφόρου Βοτανειάτη βρίσκει την ευκαιρία να παραθέσει ότι οι «αδελφοί Κουτλουμούση» είχαν αριστοκρατική καταγωγή και, καθώς βρίσκονταν σε αντιπαλότητα με τον Τούρκο σουλτάνο, κατέφυγαν στη γη των Ρωμαίων, με σκοπό να ιδρύσουν ένα δικό τους κράτος, αντίπαλο προς εκείνο του σουλτάνου 551. Για τα ίδια γεγονότα κάνει λόγο και ο Ιωάννης Σκυλίτζης (και ο Γεώργιος Κεδρηνός που τον αντιγράφει), ο οποίος μάλιστα δίνει πολύ αναλυτικότερες πληροφορίες. Περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τη μετάβαση των Τούρκων στη χώρα των «Περσών» (δηλαδή των Γαζναβιδών), τις συγκρούσεις τους μαζί τους, την αποφασιστική μάχη και την κυριαρχία των Τούρκων στην Περσίδα. Επιπλέον, στη Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκυλίτση, κατά την εξιστόρηση του κινήματος του Νικηφόρου Βοτανειάτη και της άφιξής του στη Νίκαια, αναφέρεται ότι ο στασιαστής συνέστησε και ένα στρατιωτικό σώμα υπό τον Kutulmish (στην πραγματικότητα, τον Sulaymān ibn Kutulmish). Με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός, η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση κάνει μια σύντομη παρέκβαση για να εξηγήσει πώς άρχισε η κατάκτηση της Μικράς Ασίας από την οικογένεια του Kutulmish. Ο Kutulmish με τους πέντε υιούς του είχε βρεθεί σε αντιπαράθεση με τον Τούρκο σουλτάνο και ετοιμαζόταν να πολεμήσει εναντίον του κοντά στο «Ρε» (δη-λαδή στο Ράι). Τότε, ο χαλίφης έμαθε για την επικείμενη σύγκρουση και έσπευσε ο ίδιος στο πεδίο της μάχης με σκοπό να σταματήσει την εμφύλια σύρραξη «ἐπὶ συμφέροντι μὲν τῶν Περσῶν καὶ τῆς αὐτῶν ἀρχῆς, ἐπὶ κακῷ δὲ τῆς τῶν Ῥωμαίων ἐπικρατείας καὶ ἐξουσίας». Ο χαλίφης μεσολάβησε ανάμεσα στους δύο αντιπάλους και συμφωνήθηκε να διατηρήσει ο σουλτάνος την εξουσία του, ενώ ο Kutulmish με τους δικούς του να στραφούν προς το Βυζάντιο, να το κυριεύσουν και να ιδρύσουν εκεί ένα δικό τους κράτος, ώστε να μη βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τον Τούρκο 551 Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και ,

190 σουλτάνο. Έτσι, σύμφωνα με τη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση, με την παρέμβαση αυτή του χαλίφη «πᾶσα ἡ ἔρις ἀποδιοπομπεῖται, καὶ τὰ τῶν Ῥωμαίων καταδουλοῦν ἑαυτοῖς ἀπήρξαντο» 552. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος ξεκινώντας να γράφει για την πολεμική δραστηριότητα του Μανουήλ Κομνηνού, το 1070, κάνει επίσης μια παρέκβαση και επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί τις πληροφορίες του Ιωάννη Σκυλίτζη για την καταγωγή των Τούρκων, δείχνοντας έτσι τη σημασία που αποδίδει στο γεγονός της άφιξής τους στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Μετά την περιγραφή των πρώτων συγκρούσεων με τους Βυζαντινούς μάλιστα, καταλήγει πως «ἐκεῖθεν τοῦ πρὸς Ῥωμαίους πολέμου οἱ Τοῦρκοι ἀρξάμενοι διετέλεσαν μέχρι τῆς νῦν πολεμοῦντες Ῥωμαίοις» 553. Παρομοίως, ο Ιωάννης Ζωναράς παραθέτει εν συντομία τις πληροφορίες του Ιωάννη Σκυλίτζη για τις μετακινήσεις των Τούρκων και την άφιξή τους στα ανατολικά της αυτοκρατορίας, επισημαίνοντας ότι η μετακίνηση αυτή «τότε τὴν ἑῴαν διέλαβε καὶ μέχρι τοῦ νῦν αὐτὴν ἐπιβόσκεται». Μετά την περιγραφή των πρώτων συγκρούσεων των Τούρκων με την αυτοκρατορία, ο Ιωάννης Ζωναράς καταλήγει πως «ἔκτοτε προχωροῦν τὸ τῶν Τούρκων ἔθνος τῆς ἑῴας πάσης ἐκράτησε καὶ μέχρι τῆς ἀντιπόρθμου τῇ Βυζαντίδι ἠ- πείρου κατήντησε». Ο ίδιος συγγραφέας επαναλαμβάνει τις πληροφορίες της Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση για τη διαμάχη του Kutulmish με τον σουλτάνο και τη συμφωνία τους να στραφεί η παράταξη του Kutulmish εναντίον του Βυζαντίου, για να αποφευχθεί ο τουρκικός εμφύλιος 554. Η Άννα Κομνηνή δεν ασχολείται με την καταγωγή των Τούρκων, είτε γιατί δεν την αφορούσε το θέμα, είτε γιατί ο Νικηφόρος Βρυέννιος το είχε ήδη καλύψει στο δικό του έργο. Ωστόσο και η συγκεκριμένη ιστορικός δείχνει ενδιαφέρον για την εσωτερική ιστορία των Τούρκων. Όταν εξιστορεί τις συνομιλίες ανάμεσα στον Αλέξιο Α και τον Malik-Shāh, το 1092, τις εντάσσει στο ευρύτερο πλαίσιο των εξελίξεων στο εσωτερικό του χαλιφάτου και κάνει λόγο για τις έριδες των μελών της οικογένειας του σουλτάνου. Έτσι, αφηγείται λεπτομερώς τη δολοφονία του σουλτάνου Malik-Shāh από τους επαγγελματίες δολοφόνους που έστειλε ο αδελφός του, ο Tutush, τους Χάσιους. Καθώς μάλιστα αναφέρεται σ αυτούς, περιγράφει τον τρόπο δράσης τους και σχολιάζει την αιμοχαρή φύση τους και τις σκληρές αρχές του τάγματός τους: «τοιοῦτον γὰρ τὸ τῶν Χασίων ἐστὶν αἵμασι χαῖρον καὶ τρυφὴν αὐτὸ τοῦτο λογιζόμενον, εἰ μόνον διὰ σπλάγχνων τὸ ξίφος ἐλάσειαν. τοῦ λοιποῦ δέ, κἄν τινες αὐτοὺς ἴσως ἐπ αὐτῷ τοῦτῳ ἐπιθέμενοι καταχορδεύσειαν, καθάπέρ τι κῦδος τὸν τοιοῦτον λογίζονται θάνατον ὥσπέρ 552 Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , Πρβλ. και Αναλυτικότερα για τις πληροφορίες των Βυζαντινών συγγραφέων για τις μετακινήσεις των Τούρκων στη Μέση Ανατολή, βλ. παρούσα εργασία, σελ , σημ. 51. Επίσης, για κριτική των πληροφοριών της Συνέχειας του Ιωάννη Σκυλίτση σχετικά με τη συνεργασία του Νικηφόρου Βοτανειάτη με την οικογένεια του Kutulmish, βλ. παρούσα εργασία, σελ (και σημ. 397, με αναλυτική βιβλιογραφία για το θέμα). 553 Νικηφόρος Βρυέννιος Πρβλ. και Ιωάννης Ζωναράς, Γ , Πρβλ. και για την επικράτηση των Τούρκων στη Μέση Ανατολή, για τις πρώτες συγκρούσεις των Βυζαντινών με τους Τούρκους. 189

191 τινα πάτριον κλῆρον τὰ φονικὰ ταῦτα ἔργα ἄλλος πρὸς ἄλλον διαδεχόμενοί τε καὶ παραπέμποντες» 555. Το ενδιαφέρον αυτό των Βυζαντινών συγγραφέων για τους Τούρκους δεν συνεπάγεται, βέβαια και κάποια συμπάθεια προς τους τελευταίους. Οφείλεται μάλλον στην προσπάθεια των συγγραφέων αυτών να εξηγήσουν τη σύγχρονή τους κατάσταση. Όπως, μάλιστα, φάνηκε από τη φρασεολογία τους στα παραπάνω αποσπάσματα, οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι είχαν σαφώς αρνητική εικόνα για τους Τούρκους, αφού στις επιδρομές των τελευταίων εντοπίζουν την έναρξη των συμφορών της αυτοκρατορίας. Πέρα, όμως, απ αυτό, οι Βυζαντινοί συγγραφείς εκφράζουν μέσα στα έργα τους και άλλες αρνητικές απόψεις για τους Τούρκους, οι οποίες δεν σχετίζονται μόνο με την καταστροφική δράση των επιδρομέων, αλλά και με τις κοσμοαντιλήψεις των ίδιων των Βυζαντινών. Σε όλη την έκταση των έργων τους οι Βυζαντινοί συγγραφείς ονοματίζουν συχνότατα τους Τούρκους ως βαρβάρους 556. Η επικόλληση της ετικέτας του βαρβάρου σε όλους τους ξένους λαούς ήταν η παραδοσιακή στάση των Βυζαντινών απέναντι στους ξένους πολιτισμούς. Σύμφωνα με τους A. Kazhdan και A. Wharton Epstein, η προσκόλληση στις παραδοσιακές αντιλήψεις απέναντι στους ξένους ήταν μια από τις ισχυρότερες κληροδοτημένες προκαταλήψεις των Βυζαντινών. Οι Βυζαντινοί, ως απόγονοι των αρχαίων Ρωμαίων, θεωρούσαν τους εαυτούς τους προπύργιο του πολιτισμού και επιπλέον, ως χριστιανοί, θεωρούσαν πως ήταν ο περιούσιος λαός που απολαμβάνει την προστασία του Θεού 557. Έτσι, ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός του βαρβάρου ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με τους μη χριστιανικούς λαούς θα πρέπει να είχε για τους Βυζαντινούς συγγραφείς διττό νόημα: μια θρησκευτική και μια πολιτιστική χροιά. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι τονίζουν την ασέβεια που έδειχναν οι Τούρκοι επιδρομείς απέναντι στη χριστιανική θρησκεία, δίνοντας έμφαση στις καταστροφές των χριστιανικών ναών. Έτσι, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης περιγράφει λεπτομερώς τις καταστροφές που προξένησαν οι Τούρκοι στον ναό του Αγίου Βασιλείου της Καισάρειας, όταν λεηλάτησαν την πόλη, το 1067 και κάνει ιδιαίτερη μνεία για τη λεηλασία του ναού του αρχαγγέλου Μιχαήλ των Χωνών, το Τις πληροφορίες αυτές αναπαράγουν στα έργα τους η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση και (για τον ναό του αρχαγγέλου Μιχαήλ) ο Ιωάννης Ζωναράς 558. Ακόμη, σαφέστερα γίνεται φανερή η θρησκευτική χροιά του ό- 555 Άννα Κομνηνή Πρβλ. και (και ιδιαίτερα για τους Χάσιους). Για τις πληροφορίες της Άννας Κομνηνής σχετικά με την υποτιθέμενη δολοφονία του Malik-Shāh, βλ. και παρούσα εργασία, σελ. 167, σημ Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 155, VI.9, 159, XIII.1. Μιχαήλ Ατταλειάτης 62.25, 74.7, 74.9, , κ.α. Ιωάννης Σκυλίτζης 450.1, Γεώργιος Κεδρηνός, Β 576.1, Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση 113.4, , , κ.α. Νικηφόρος Βρυέννιος 157.9, , , κ.α. Άννα Κομνηνή 13.58, , , , κ.α. Ιωάννης Ζωναράς, Γ 636.6, , 639.4, κ.α. 557 A. Kazhdan - A. Wharton Epstein, Αλλαγές , Για την περιφρονητική αντιμετώπιση των ξένων λαών από τους Βυζαντινούς, αυτήν την εποχή, βλ. και Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος , με αναλυτική βιβλιογραφία για το θέμα. 558 Μιχαήλ Ατταλειάτης : «...ἐκτρέχουσιν ἄχρι Καισαρείας καταληιζόμενοι πάντα καὶ καταστρέφοντες καὶ πῦρ αὐτοῖς ἐπανάπτοντες. Καὶ τῷ μεγάλῳ σηκῷ τοῦ ἐν ἱεράρχαις περιωνύμου ἁγίου Βασιλείου ἐπεισπηδήσαντες δῃοῦσι μὲν ἅπαντα καὶ τὰ ἱερὰ διαρπάζουσι, προσραγέντες δὲ καὶ τῇ τοῦ ἁγίου σορῷ τῷ ἁγίῳ μὲν τούτῳ λειψάνῳ δρᾶσαί τι πονηρὸν οὐδαμῶς ἠδυνήθησαν (προκατησφάλιστο γὰρ καὶ περιεδεδόμητο κτίσμασιν ὀχυροῖς καὶ χρόνου πολλοῦ πρὸς καθαί- 190

192 ρου βάρβαρος στο έργο της Άννας Κομνηνής. Χαρακτηριστικά, σχολιάζοντας το γεγονός ότι η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει τον Τζαχά μέσα στην Αλεξιάδα να αυτοαποκαλείται βάρβαρος, ο Α. Γ. Κ. Σαββίδης παρατήρησε ότι «σ αυτό το σημείο η Κομνηνή έχει παρασυρθεί από τα αντι-μουσουλμανικά της αισθήματα και την περιφρόνησή της για τους Τούρκους» 559. Την αντιπάθειά της για τους μουσουλμάνους την εκφράζει και σε άλλα σημεία του κειμένου της, ονοματίζοντας τους Τούρκους άθεους ή αθεότατους 560, καθώς και διηγούμενη την ιστορία του Τούρκου Qaratekin (Χαρατική, κατά την Άννα Κομνηνή). Ο τελευταίος γύρω στο 1081 κυρίευσε τη Σινώπη. Λίγο αργότερα, ο πρεσβευτής του σουλτάνου της Βαγδάτης, Čā ūsh (ή Σιαούς), που είχε εισέλθει στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, εξαπάτησε με τέχνασμα τον Qaratekin και τον ώθησε να εγκαταλείψει την κατακτημένη πόλη, χωρίς να κρατήσει τα χρήματα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, που βρισκόταν εκεί. Πριν αποχωρήσει όμως, ο κατάκτητής παραβίασε το άβατο κάποιου ναού της Θεοτόκου, με αποτέλεσμα, κατά την Άννα Κομνηνή, να κυριευτεί από δαίμονα, να σωριαστεί κάτω και να αρχίσει να βγάζει αφρούς από το στόμα του 561. Από την άλλη πλευρά, η πολιτιστική πτυχή του όρου βάρβαρος συνάδει με τις αντιλήψεις των Βυζαντινών λογίων της εποχής, σχετικά με τους Βυζαντινούς και τους ξένους. Κατά την H. Glykantzi- Ahrweiler, ήδη από τον 10 ο αιώνα είχαν αυξηθεί οι αναφορές στον κλασικό κόσμο και στις αξίες του. Οι αρχαίοι συγγραφείς άρχισαν να μελετώνται περισσότερο και οι Βυζαντινοί συνειδητοποιούσαν όλο και περισσότερο τους δεσμούς τους με την αρχαιότητα. Οι όροι Έλληνας και ελληνικός άρχισαν να δηλώνουν όλο και περισσότερο τον αρχαίο Έλληνα και τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, παρά τον ειδωλολάτρη. Παράλληλα, σύμφωνα με την H. Glykantzi-Ahrweiler πάντα, οι Βυζαντινοί έδιναν στη λέξη βάρβαρος την αρχαιοελληνική σημασία, δηλαδή «τους μη πολιτισμένους λαούς που έμειναν μακριά από την ελληνική παιδεία». Έτσι, υπέθεσε η H. Glykantzi-Ahrweiler, καθώς οι Βυζαντινοί συνέδεαν τον ελληνικό πολιτισμό με τον εαυτό τους και πίστευαν ότι τον προστατεύουν, η πρόθεση διαφύλαξής του α- ποτέλεσε το έναυσμα για τον βυζαντινό πατριωτισμό: «...η εικόνα του βυζαντινού κόσμου και του βαρβαρικού που δημιουργείται απ αυτή την αντίληψη ήταν κατάλληλη για να αφυπνίσει τον βυζαντινό παρεσιν δεομένοις), τὰ δὲ τὴν ὀπὴν περιστέλλοντα θύρια πολυτελῶς καὶ ἀφθόνως ἔξειργασμένα χρυσῷ καὶ μαργάροις καὶ λίθοις, ἐξαίρουσι. Καὶ τὸν ὅλον κόσμον ὁμοῦ συμφορήσαντες αἴρουσιν ἐκεῖθεν, πολλοὺς ἐν τῇ Καισαρέων μητροπόλει σφαγῇ παραδόντες καὶ τὸν ναὸν καταχράντες.» αυτόθι : «...αὖθις ἑτέρα [φήμη] ἐπῆλθε τοὺς Τούρκους ἀπαγγέλλουσα τὴν ἐν Χώναις πολιτείαν καὶ αὐτὸν τὸν περιβόητον ἐν θαύμασι καὶ ἀναθήμασι τοῦ Ἀρχιστρατήγου ναὸν καταλαβεῖν ἐν μαχαίρᾳ καὶ φόνου μὲν ἅπαντα τὰ ἐκεῖσε πληρῶσαι καὶ λύθρου, πολλὰς δὲ ὕβρεις τῷ ἱερῷ ἐμπαροινηθῆναι...». Πρβλ. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , και ιδιαίτερα : «...ἱππῶνα τὸν πάνσεπτον ἐργασαμένους ναόν...». Ιωάννης Ζωναράς, Γ Άννα Κομνηνή : «ὡς ἔθος τοῖς Ῥωμαίοις καὶ ἡμῖν τοῖς βαρβάροις ἐστί». Βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α 22, σημ Άννα Κομνηνή : «...τοὺς μὲν ἀθεωτάτους Τούρκους περὶ τὴν Προποντίδα ἑώρα ἐνδιατρίβοντας...» αυτόθι : «...καὶ τοῖς ἀθέοις εἰσπίπτειν ἐκέλευεν...» αυτόθι : «ἤθελε μὲν οὖν οὕτως ὁ αὐτοκράτωρ μετὰ τῶν Λατίνων κατὰ τῶν ἀθέων συναπελθεῖν Τούρκων». Πρβλ. Μιχαήλ Ατταλειάτης 153.2: «μιαρωτάτων [...] ἐθνῶν». Βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Άννα Κομνηνή , και ιδιαίτερα : «γίνεται δέ τι τοιοῦτον ἐν τῷ τῆς Σινώπης ἐξέρχεσθαι αὐτόν κατεάξας τὸ ἐπ ὀνόματι τῆς ὑπεραμώμου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τέμενος δαίμονι καθάπέρ τινι ἀλάστορι ἐκ θείας προνοίας παραδοθεὶς ἔκειτο ἀφρίζων, καὶ οὕτως ἐκεῖθεν δαιμονιῶν ἐξεληλύθει». Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 526, για τη χρονολογία της κατάκτησης της Σινώπης από τον Qaratekin. 191

193 τριωτισμό, σε μια στιγμή που η Αυτοκρατορία περικυκλωμένη απ όλες τις πλευρές από δραστήριους και επιθετικούς εχθρούς, είχε ανάγκη να οργανώσει την αντίδρασή της. Η εθνική ενότητα έπρεπε να ε- πιτευχθεί εναντίον εχθρών, που ενώ ενεργούσαν ο καθένας για τα δικά του συμφέροντα, απειλούσαν ό- λοι με τον ίδιο τρόπο την Αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο ενδιαφερόταν να τους βάλει όλους κάτω από το ίδιο έμβλημα, την ετικέτα του βάρβαρου που τους ταίριαζε θαυμάσια, αφού κανένας απ αυτούς δεν είχε πράγματι κάποια σχέση με την ελληνική αρχαιότητα. Ξεκινώντας από κεί καλλιέργησε το Βυζάντιο την ιδιαιτερότητά του, βάση τώρα της εθνικής συνείδησης». Συνεπώς, η H. Glykantzi-Ahrweiler θεώρησε πρώτον ότι οι Βυζαντινοί έθεταν τόσο τους Τούρκους όσο και τους Δυτικούς Ευρωπαίους (αν και χριστιανούς) στον βαρβαρικό κόσμο και δεύτερον ότι η επαφή αυτή με τον ελληνικό πολιτισμό οδήγησε σε ένα είδος εθνικής αφύπνισης 562. Παρόμοια αλλά πιο μετριοπαθή άποψη εξέφρασε ο P. Magdalino, ιδιαίτερα όσον αφορά το αίσθημα εθνικισμού των Βυζαντινών λογίων. Παραδέχτηκε ότι οι Βυζαντινοί στον 12 ο αιώνα έδιναν μεγάλο βάρος στην κλασική παιδεία και ότι αντιμετώπιζαν τους ξένους, ακόμα και τους δυτικούς χριστιανούς, ως βαρβάρους, ειδικά αν ληφθεί υπ όψη η πίεση που δέχονταν την ίδια εποχή από τις εξωτερικές επιθέσεις. Όμως, θεώρησε ότι δεν πρέπει να υπερτονιστεί η σημασία που έδιναν οι Βυζαντινοί στον ελληνισμό και ότι «ο Ελληνισμός και ο εθνικισμός στο Βυζάντιο ήταν τα προϊόντα ενός συνεχούς διαλόγου α- νάμεσα σε ρητορικούς τόπους και μεθόδους σκέψης, στον οποίο ο πειραματισμός με τους πρώτους όχι μόνο αντανακλούσε αλλά και προκαλούσε αλλαγές στις δεύτερες... Το Ελληνικό αίσθημα και το εθνικό αίσθημα δεν ήταν βαθειές χθόνιες δυνάμεις καλυμμένες κάτω από τους επιφανειακούς τόπους της Βυζαντινής ρητορικής, αλλά ήταν τμήμα αυτών τόπων και της ικανότητας να τους χρησιμοποιεί κανείς» 563. Σε κάθε περίπτωση, άσχετα από τον βαθμό που ο ελληνισμός αφύπνισε ήδη εκείνη την εποχή κάποιο αίσθημα εθνικισμού στους Βυζαντινούς, σταθερό γεγονός παραμένει ότι οι τελευταίοι θεωρούσαν την ελληνική παράδοση κομμάτι τους και ότι έβλεπαν πως η μετουσίωσή τους σε αυτή τους διαχωρίζει από τους γείτονές τους, με αποτέλεσμα να τους αποδίδουν τον χαρακτηρισμό του βαρβάρου. Εκτός από τις καθαρά θεωρητικές αυτές αντιλήψεις των Βυζαντινών λογίων, στα ιστοριογραφικά κείμενα της εποχής διατυπώνονται από τους συγγραφείς τους και πιο συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον των Τούρκων. Πρώτα-πρώτα, επισημαίνεται η βίαιη φύση των Τούρκων ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με τις καταστροφές που προκαλούσαν ως επιδρομείς. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς κάνουν συχνά λόγο για τις λεηλασίες των πόλεων, τις σφαγές των πληθυσμών χωρίς διάκριση σε ηλικία, τους εξανδραποδισμούς, τις λαφυραγωγίες και τον λιμό που προκαλούνταν στις πόλεις 564. Επιπλέον, ο Μιχαήλ 562 Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ιδεολογία P. Magdalino, Hellenism 1-29 και ιδιαίτερα 2, 7-9, 11-13, Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Διὸ καὶ ἀνενδότως κατέτρεχον πᾶσαν τὴν Ἰβηρικήν, πολίχνια καὶ κώμας ἁρπάζοντες καὶ μεγίστας ἀνατρέποντες πολιτείας καὶ χώρας ἀναστάτους ποιούμενοι» αυτόθι : «...καὶ γίνεται φόνος τῶν ἔνδον ἀμύθητος οὔτε γὰρ ἡλικίας οὔτε φύσεως οὐθ αἱρέσεως ἔλεος ἧν, ἀλλὰ πάντες ἡβηδὸν ἀνῃροῦντο καὶ ποταμὸς αἵματος τὴν οἰκτρὰν ταύτην καὶ δύστηνον κατεδίαινε πόλιν» αυτόθι : «Γενόμενοι τοίνυν κατὰ τὸ Χάλεπ οἱ Οὖννοι [...] τὴν ἐν Συρίᾳ Ἀντιόχειαν καὶ τὰς παρ αὐτῇ πόλεις καὶ κώμας ἀπανθρώπως ἐμάστιζον. Καὶ ἡ μάστιξ σφαγαὶ καὶ 192

194 Ατταλειάτης κάνει λόγο για την αρπακτική φύση των Τούρκων, που εμπόδισε τον τερματισμό των επιδρομών με τη συνθήκη φιλίας ανάμεσα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ Μονομάχο και τον σουλτάνο Toğrul («τὸ δὲ λῃστρικὸν τῶν Οὔννων οὐκ ἔληγε τῆς ἐπιδρομῆς»). Αφηγούμενος τη μάχη του Μαντζικέρτ, χαρακτηρίζει τους Τούρκους ως «άγριους» και «ανελέητους» («τί γὰρ ἐλεεινότερον τοῦ στρατόπεδον ἅπαν βασιλικὸν φυγῇ καὶ ἥττῃ παρὰ βαρβάρων ἀπανθρώπων καὶ ἀποτόμων ἐλαύνεσθαι...»). Τέλος, αναφερόμενος στη συνεργασία ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Τούρκους υποστηρικτές του Νικηφόρου Βοτανειάτη, ο ίδιος ιστορικός παρομοιάζει τους πρώτους με πρόβατα ή ερίφια και τους δεύτερους με λύκους και παρδάλεις («τότε γὰρ πεπλήρωται τὸ προφητικόν, ὅτι πρόβατα μετὰ λύκων συμβοσκηθήσονται καὶ παρδάλεις μετὰ ἐρίφων») καθιστώντας σαφέστατη την εικόνα που έχει για τους Τούρκους 565. Παρομοίως κατονομάζει τη βίαιη φύση των Τούρκων και η Άννα Κομνηνή λέγοντας πως «τοιοῦτον γὰρ τὸ βάρβαρον ἅπαν ἔτοιμον πρὸς σφαγὰς καὶ πολέμους» και αλλού «ταύτην τοίνυν τὴν χώραν πονηροὶ γείτονες γεγονότες ἡμῖν ἀνέκαθεν οἱ τοῦ Ἰσμαὴλ κατὰ πολλὴν ἐρημίαν τῶν κωλυόντων διά τε Μαρυανδηνῶν καὶ τῶν πέραν Σαγγάρεως ῥᾳδίως κατεληίζοντο καὶ μᾶλλον τὴν Νικομήδους ὲπέθλιβον τὸν ποταμὸν διαπεραιούμενοι» 566. Μια άλλη κατηγορία που διατυπώνουν οι Βυζαντινοί συγγραφείς εναντίον των Τούρκων είναι εκείνη της δολιότητας, της πανουργίας και αναξιοπιστίας. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης αφηγούμενος την προσεκτική επιστροφή του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ στο βυζαντινό στρατόπεδο, πριν τη μάχη του Μαντζικέρτ, σχολιάζει πως «οἱ γὰρ Τοῦρκοι πονηρίᾳ καὶ ἐπινοίᾳ βαθυτάτῃ συζῶντες διὰ μηχανῶν τὸ πᾶν κατορθοῦσι καὶ συστολῶν ἀπηγκωνισμένων». Συνεχίζοντας μάλιστα την αφήγησή του, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης αμέσως μετά αναφέρει ότι οι Τούρκοι το ίδιο κιόλας βράδυ επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στους Ούζους συμμάχους των Βυζαντινών, που βρίσκονταν έξω από το στρατόπεδο, προκαλώντας έτσι πυρπολήσεις καὶ ἀνδραποδισμοὶ καὶ λαφυραγωγίαι καὶ ὅσα ταῖς βαρβαρικαῖς ἐπιδρομαῖς συμπαρέπονται» αυτόθι : «...ἔκτοτε τὰ τῶν βαρβάρων ἐθρασύνετο πλέον καὶ εἰς στενὸν κομιδῇ τὰ τῶν πόλεων περιίστατο, σιτοδείας πιεζούσης αὐτὰς καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων ἐνδείας» αυτόθι : «...οἱ πολέμιοι διελθόντες τὴν τοῦ Ἀμορίου πολιτείαν ἀνήρπασαν καὶ φόνον ἀνδρῶν ἀμύθητον πεποιήκασι καὶ πανοικεσίᾳ ταύτην ἠνδραποδίσαντο» αυτόθι : «Τὴν γὰρ τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ῥωμαίων ἐπιστρατείαν καὶ τὸ σφάττεσθαι τοσοῦτον γένος Χριστιανῶν καὶ δῃοῦσθαι κώμας καὶ χώρας καὶ ἄρδην ἀνάστατον τὴν ἑῴαν ὁρᾶσθαι, πῇ μὲν σφαζομένων ἀναριθμήτων ἀνθρώπων πῇ δὲ αἰχμαλωτιζομένων, ἐν δευτέρῳ ἐτίθετο» κ.α. Ιωάννης Σκυλίτζης : «Ἀσὰν δὲ ὁ κατὰ Ῥωμαίων πεμφεὶς παρὰ τοῦ σουλτάνου [...] ἦλθεν εἰς Βαασπρακανίαν, πάντα κείρων καὶ πυρπολῶν καὶ τοὺς προσπίπτοντας ἀναιρῶν καὶ μηδὲ φειδόμενος τῆς παιδικῆς ἡλικίας» αυτόθι : «καὶ λέγεται ἀπολέσθαι περὶ τὰς ἐκατὸν πεντήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν, τῶν μὲν μαχαίρας, τῶν δὲ πυρὸς παρανάλωμα γεγονότων. οὗτοι γὰρ ἐπεὶ κατισχυμένοι ἔγνωσαν, ἀποσφάττοντες γυναίκας καὶ τέκνα ἑαυτοὺς εἰς τὸ πῦρ ἀπερρίπτουν» αυτόθι , : «Τοῦρκος γάρ τις τὴν κλῆσιν Σαμοῦχ [...] περιπλανώμενος ἐν ταῖς πεδιάσι καὶ τοῖς ὑπτίοις τόποις τῆς μεγάλης Ἀρμενίας, καὶ αἰφνιδίους ποιούμενος ἐκδρομάς, κακῶς διετῖθει τὰ Ῥωμαίων καὶ ἐληΐζετο». Γεώργιος Κεδρηνός, Β , , , Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , : «γενόμενοι γοῦν ἒν οἵ τε Τοῦρκοι καὶ οἱ Χαλεπῖ-ται, καὶ ὁμολογίαν δόντες ἀλλήλοις, τὴν ἐν Συρίᾳ Ἀντιόχειαν καὶ τὰ περὶ αὐτὴν κακῶς διετίθεσαν σφάττοντες, πυρ-πολοῦντες, ἀνδραποδίζοντες, λεηλατοῦντες, αἰχμαλωτίζοντες καὶ πᾶν, εἴ τι χείριστον, διαπραττόμενοι» αυτόθι : «...καταλιπῶν ἕτερον λαὸν ὄπισθεν διὰ τὸ καὶ ἑτέρους Τούρκους καταληίζεσθαι τὴν ῥωμαϊκὴν γῆν κατὰ φατρίας καὶ μοίρας διαιρουμένους καὶ κατατρέχοντας κατὰ λωποδυτῶν τρόπον καὶ κλεπτῶν καὶ τὸ προστυχὸν ἅπαν ἀφανίζοντας καὶ ληίζοντας» αυτόθι Ιωάννης Ζωναράς, Γ , , , Μιχαήλ Ατταλειάτης 37.6, , Άννα Κομνηνή ,

195 πανικό και σύγχυση. Σε άλλο σημείο, ο ίδιος συγγραφέας περιγράφοντας τη σύλληψη του Ουρσέλιου α- πό έναν Τούρκο αρχηγό μετά από κρυφή συμφωνία του τελευταίου με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ, σχολιάζει πως «οἱ γὰρ Τοῦρκοι, πᾶσαν φιλίαν προδιδόντες χρημάτων, [...] παράγγελμα νόμιμον ἔ- χοντες τὸ τοὺς Ῥωμαίους ἀπατᾶν καὶ σφάττειν καὶ προδιδόναι καὶ μὴ δεδιέναι ὅρκον, ὅσον τὸ κατ αὐτούς», άποψη που επαναλαμβάνεται και στη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση 567. Οι λίγο μεταγενέστεροι συγγραφείς Άννα Κομνηνή και Ιωάννης Ζωναράς φαίνονται να συνδέουν την τουρκική πανουργία και δολιότητα ειδικά με τον εμίρη Τζαχά. Ο Ιωάννης Ζωναράς αναφερόμενος στον Τζαχά, σχολιάζει λακωνικά πως «Τοῦρκος δὲ καὶ οὗτος οὐ τῶν ἐπιφανῶν, δεινὸς δὲ καὶ τὴν πονηρίαν πολύς». Η Άννα Κομνηνή περιγράφοντας τις επιχειρήσεις των Βυζαντινών στη Χίο εναντίον του Τζαχά, αναφέρει ότι ο τελευταίος έκανε προτάσεις για ανακωχή υποσχόμενος να παραδώσει στον αυτοκράτορα τα νησιά που είχε καταλάβει, αλλά, όπως επισημαίνει η Βυζαντινή συγγραφέας, ο Βυζαντινός στρατηγός Κωνσταντίνος Δαλασσηνός δεν τον πίστεψε «ὡς ἅτε τὸ τῶν Τούρκων ἧθος δολερὸν πάλαι γινώσκων». Η πανουργία του Τζαχά δηλώνεται και παρακάτω, όταν περιγράφεται η υποχώρησή του από τη Μυτιλήνη, κατά την οποία παρά τη συμφωνία με τους Βυζαντινούς επιχείρησε να πάρει μαζί του τους κατοίκους του νησιού: «ἀλλ ὁ καρκῖνος ὀρθῶς βαδίζειν οὐκ ἐμάνθανεν, οὐδ ὁ Τζαχᾶς τῆς προτέρας ἀφίστατο πονηρίας πάντας γὰρ τοὺς Μιτυληναίους ἀπεπειρᾶτο σὺν γυναιξί καὶ τέκνοις ἑαυτῷ συνεπαγαγέσθαι» 568. Η αλαζονεία ανήκει επίσης στα αρνητικά χαρακτηριστικά που απέδιδαν οι Βυζαντινοί συγγραφείς στους Τούρκους. Οι Ιωάννης Σκυλίτζης, Γεώργιος Κεδρηνός και Ιωάννης Ζωναράς αναφερόμενοι στις διπλωματικές συνομιλίες ανάμεσα στον αυτοκράτορα Κωνταντίνο Θ και τον σουλτάνο Toğrul, περιγράφουν τον σουλτανικό απεσταλμένο («σέριφος») ως αλαζόνα 569. Η Άννα Κομνηνή, τέλος, περιγράφοντας την άρνηση του σουλτάνου του Ικονίου, Shahan-Shāh (ή Malik-Shāh/ Μαλίκ Σαχ, Στο κείμενο της Άννας Κομνηνής, Σαϊσάν), να δεχτεί τη συμβουλή και τη βοήθεια του αυτοκράτορα Α- λεξίου Κομνηνού στην εμφύλια σελτζουκική διαμάχη του 1116, σχολιάζει την υπερηφάνεια των βαρβά- 567 Μιχαήλ Ατταλειάτης , Πρβλ. και , Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «ἀπατᾶν γὰρ Ῥωμαίους ἐνωμότως παρὰ τοῖς Τούρκοις καὶ λόγος ἐνδόσιμος καὶ ἀλογοθέτητος». Την πανουργία των Τούρκων που συνεχώς απεργάζονταν συμφορές για τους Ρωμαίους επισημαίνει και η Άννα Κομνηνή : «ταύτην τοίνυν τὴν χώραν πονηροὶ γείτονες γεγονότες ἡμῖν ἀνέκαθεν οἱ τοῦ Ἰσμαὴλ κατὰ πολλὴν ἐρημίαν τῶν κωλυόντων διά τε Μαρυανδηνῶν καὶ τῶν πέραν Σαγγάρεως ῥᾳδίως κατεληίζοντο...». 568 Άννα Κομνηνή , Πρβλ. και , Ιωάννης Ζωναράς, Γ Ιωάννης Σκυλίτζης και ιδιαίτερα : «οὗτος τοίνυν ὁ σέριφος εἰσελθῶν ἐν τῇ βασιλίδι καὶ ἐς πρόσωπον ἐλθῶν τῷ βασιλεῖ καὶ ὁμιλίαν, πολλά τε μεγαλαυχήσας καὶ φρυαξάμενος, καὶ τελευταῖον ὑπόφορον θέσθαι σπεύσας τὴν Ῥωμαίων τῷ ἑαυτοῦ σουλτάνῳ...». Γεώργιος Κεδρηνός, Β και ιδιαίτερα Ιωάννης Ζωναράς, Γ και ιδιαίτερα : «εἰσελθῶν οὖν εἰς τὴν μεγαλόπολιν ὁ σερίφης καὶ εἰς ὁμιλίαν τῷ κρατοῦντι ἐλθῶν καὶ ὁμιλήσας ὑπερηφάνως φόρους τε τελεῖν ἀπαιτῶν τῷ σουλτάν, ἀπεπέμφθη». 194

196 ρων: «ἀλλ οὐδὲ πρὸς τοῦτο καταπειθὴς ὁ βάρβαρος ἦν, ὁποῖα τὰ τῶν βαρβάρων ἤθη ἀγέρωχα, μονονοὺ καὶ αὐτῶν νεφῶν ὑπερβάλλεσθαι οἰομένων...» 570. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι οι Βυζαντινοί συγγραφείς σε ορισμένες περιπτώσεις αποδίδουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς σε μεμονωμένους Τούρκους, κυρίως τους ηγέτες τους. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (και ο Γεώργιος Κεδρηνός, που τον αντιγράφει) φαίνεται πως παρουσιάζει τον σουλτάνο Toğrul ως έ- ναν οξύθυμο, φθονερό, ματαιόδοξο και μάλλον ανασφαλή ηγεμόνα. Ο Toğrul παρουσιάζεται να ετοιμάζει τη δολοφονία του Kutulmish, μετά την αποτυχία του τελευταίου εναντίον του Άραβα «Καρβέση», δηλαδή του κυβερνήτη της Μοσούλης, Mutamid ad-daula Qirwas ibn Muqallad. Αφού απέτυχε και ο ί- διος ο Toğrul εναντίον του Qirwas, «καὶ μὴ φέρων τὴν αἰσχύνην», στράφηκε εναντίον του Kutulmish, τον οποίο και πολιόρκησε στο φρούριο Πάσαρ, στο Χορασάν, ενώ παράλληλα έστειλε τον Ασάν έναντίον των Βυζαντινών. Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Ασάν εναντίον της αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος «εἰς μεγάλην ἐνέπεσε ἀγωνίαν καὶ ἐν σπουδῇ ἐποιῆτο, ὅπως ἄν τὴν γενομένην ἐπανορθώσηται ἀκληρίαν». Αποτέλεσμα της ακόλουθης τουρκικής εκστρατείας υπό τον Ibrahim Inal (Αβράμιο Αλείμ, στις βυζαντινές πηγές) εναντίον του Βυζαντίου ήταν η μάχη του Καπετρού και η αιχμαλωσία του Λιπαρίτη. Ο Toğrul τότε «τῷ δοκεῖν μὲν εὐφράνθη καὶ ἠγαλλιάσατο ἐπὶ τῇ ἀλώσει τοῦ Λιπαρίτου, ἐφθόνησε δὲ τῷ ἀδελφῷ τοιούτου [δηλαδή τον Ibrahim Inal] καταξιωθέντι τοῦ εὐτυχήματος, καὶ διὰ παντὸς ἐμελέτα καὶ πρόφασιν ἐζήτει τοῦτον ποιήσασθαι ἐκποδῶν». Όσον αφορά τον αιχμάλωτο Λιπαρίτη, ο αυτοκράτορας έστειλε στον Toğrul λύτρα για την απελευθέρωσή του και ο τελευταίος «μεγαλοπρεπὴς θέλων εἶναι βασιλεὺς μᾶλλον ἢ κάπηλος ἀνελεύθερος, ἀποδίδωσι τοῦτον δῶρον τῷ βασιλεῖ, λαβὼν μὲν τὰ λύτρα, πάντα δὲ τῷ Λιπαρίτῃ παρεσχηκὼς». Ωστόσο, οι ακόλουθες διαπραγματεύσεις για την ειρήνη ναυάγησαν, με αποτέλεσμα ο σουλτάνος να οργιστεί για την περιφρόνηση του πρέσβη του (του προαναφερθέντος «σερίφου») και να ετοιμαστεί για να επιτεθεί ο ίδιος εναντίον της αυτοκρατορίας: «ὁ δὲ σουλτάνος [...] βαρυθυμήσας διὰ τὴν τῶν αὐτοῦ καταφρόνησιν πρέσβεων καὶ τὴν τῶν θελημάτων ἀστοχίαν, ἄρας μετὰ πάσης αὐτοῦ τῆς δυνάμεως ἔξεισι κατὰ τῆς ὑπηκόου Ῥωμαίοις». Η επίθεσή του, όμως, εναντίον της πόλης του Μαντζικέρτ απέτυχε και έτσι «περιαλγήσας τῷ πάθει λύει τὴν πολιορκίαν καὶ ἀναζεύγνυσι, πλασάμενος ἀναγκαῖά τινα πράγματα κατεπείγειν αὐτὸν οἴκαδε ὑποστρέφειν, ἀπειλῶν εἰς τοὐπιὸν ἔαρ μετὰ μείζονος κατὰ τῶν Ῥωμαίων ἐπιστρατεῦσαι δυνάμεως». Στη συνέχεια, ο Toğrul έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του να δολοφονήσει τον Ibrahim Inal, ωστόσο ο τελευταίος κατέφυγε στον ακόμη πολιορκημένο Kutulmish. Ο σουλτάνος εκπόρθησε το κάστρο των επαναστατών και εκτέλεσε τον Ibrahim Inal, αλλά χρειάστηκε να καταδιώξει τον Kutulmish μέχρι τα εδάφη του Βυζαντίου. Τότε, ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον του σουλτάνου τον «Ακόλουθο Μιχαήλ» και ο σουλτάνος, μόλις το πληροφορήθηκε, «λογισάμενος, ὅπερ ἦν εἰκός, τὸ 570 Άννα Κομνηνή Πρβλ. και Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 373 για τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου του Ικονίου, Malik-Shāh. Για τον τελευταίο, βλ. İ. Kafesoglu, Seljuks

197 ἑκατέρωθεν τοῦ πράγματος ἄδοξον, καὶ ὅτι νικήσας μὲν δοῦλον ἔσται βασιλέως νενικηκώς, νικηθεὶς δὲ οὐ μικρὰν αἰσχύνην ἀποίσεται, ἄρας παντὶ τῷ στρατῷ ἀνέζευξε πρὸς τὸ Ταβρέζιον» 571. Παρομοίως, στη Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση, ο Kutulmish προσδιορίζεται ως «περιβόητος», λέξη που τονίζει ότι ο Τούρκος αρχηγός ήταν μια πασίγνωστη προσωπικότητα στην εποχή εκείνη, αλλά που συγχρόνως φέρει μια αρνητική χροιά. Τέλος, η Άννα Κομνηνή περιγράφοντας την αυτοκτονία του Sulaymān ibn Kutulmish στο πεδίο της μάχης δείχνει το μίσος της προς αυτόν: «...τοῦ κουλεοῦ τὸ ξίφος σπασάμενος κατὰ τῶν ἰδίων ὦσε σπλάγχνων διαμπερὲς τὸ ξίφος ἐλάσας καὶ κακὸς κακῶς ἀπώλετο». Ο Abu l-qāsim προσδιορίζεται από την ίδια συγγραφέα ως «τύραννος της Νίκαιας», ενώ και η εικόνα που δίνεται για τον σουλτάνο Malik-Shāh δεν είναι καλύτερη. Συγκεκριμένα, αναφερόμενη στην έντονη άρνηση του αυτοκράτορα Αλεξίου Α να νυμφεύσει κάποια από τις θυγατέρες του (πιθανώς την ίδια την Άννα Κομνηνή) με τον πρωτότοκο υιό του σουλτάνου, η Βυζαντινή ιστορικός αφήνει να φανεί ότι θεωρεί τη στάση του πατέρα της απόλυτα δικαιολογημένη, αφού κάτι τέτοιο με βάση τις βυζαντινές κοσμοαντιλήψεις θα ήταν απαράδεκτο στα μάτια του Θεού και η μέλλουσα νύφη θα ήταν καταδικασμένη να ζήσει σε συνθήκες ένδειας με τον «υιό του βαρβάρου». Κατά συνέπεια, ο σουλτάνος παρουσιάζεται ως ένας κατώτερος και φτωχός ηγεμόνας που εξαιτίας της ματαιοδοξίας του επιδίωξε να συνδεθεί μέσω μιας σχέσης επιγαμίας με τον αυτοκράτορα της οικουμένης 572. Πέρα απ αυτήν την αρνητική αντιμετώπιση (που φαίνεται να αποτελεί τον κανόνα), οι Βυζαντινοί συγγραφείς αποδίδουν και ορισμένες αρετές στους Τούρκους, οι οποίες, όμως, διαφέρουν από συγγραφέα σε συγγραφέα, ανάλογα με την κοσμοθεωρία του και με τις συνθήκες της εποχής του. Πρώτα-πρώτα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης θεωρεί ότι η κακοδαιμονία των Βυζαντινών της εποχής του οφείλεται στη θεία τιμωρία, γιατί σε αντίθεση με αυτούς, οι βαρβαρικοί λαοί (και ανάμεσά τους οι Τούρκοι) τιμούν τη δικαιοσύνη, τηρούν απαρέγκλιτα τις πατροπαράδοτες αρχές τους και γενικά πιστεύουν ότι κάθε ευτυχία πηγάζει από τον Θεό με το να ακολουθούν πιστά εκείνες τις ηθικές αρχές που είναι κοινές σε όλους 571 Ιωάννης Σκυλίτζης , , , , , , Πρβλ. και για την αποτυχημένη εκστρατεία του Kutulmish εναντίον του Qirwas, τη διαμάχη του με τον σουλτάνο Toğrul και την αποστολή του Ασάν εναντίον του Βυζαντίου αυτόθι για την αποτυχημένη εκστρατεία του Ασάν εναντίον της αυτοκρατορίας αυτόθι για την εκστρατεία του Ibrahim Inal, τη μάχη του Καπετρού και την αιχμαλωσία του Λιπαρίτη αυτόθι για την απελευθέρωση του Λιπαρίτη και τις συνομιλίες για τη σύναψη ειρήνης ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τον σουλτάνο αυτόθι για την εκστρατεία του σουλτάνου στο Μαντζικέρτ αυτόθι για τη σύγκρουση του σουλτάνου με τον Ibrahim Inal και τον Kutulmish και για την εκστρατεία του πρώτου στην Ιβηρία. Γεώργιος Κεδρηνός, Β , , , , , Αντίθετα, βλ. Μιχαήλ Ατταλειάτης , που φαίνεται πως αποδίδει την απελευθέρωση του Λιπαρίτη στην ανυστερόβουλη γενναιοδωρία και στη μεγαλοπρέπεια του σουλτάνου: «Ἀλλ ὅ γε τοῦτον ἰδών καὶ τὸ γένος τούτου μεμαθηκὼς, προκατέλαβε γὰρ αὐτὸν ἡ φήμη τῆς τοῦ ἀνδρὸς γενναιότητος, ἤρετο τοῦτον ὅπως δὴ χρηστὲον αὐτῷ. Ὁ δὲ «βασιλικῶς» ἔφη. Καὶ αὐτίκα τῆς δυστήνου τύχης τοῦτον ὁ σουλτάνος ἐλευθεροῖ καὶ πάντων ὧν κατὰ τὸν πόλεμον ἀποβεβλήκει πολλαπλασίονα τὴν ἀντέκτισιν δούς, τὴν πρὸς Ῥωμαίους οὕτω συνεχώρησεν ἔξοδον, θαυμάσας τὴν τοῦ ἀνδρὸς εὐψυχίαν καὶ τὸ τοῦ φρονήματος εὐσταθές καὶ θελήσας μὴ δεύτερος αὐτοῦ γενέσθαι περὶ τὸ τῆς πράξεως εὐγενὲς καὶ ἀφιλοχρήματον». Τέλος, ο Ιωάννης Ζωναράς, Γ , επαναλαμβάνει περιληπτικά τις πληροφορίες του Ιωάννη Σκυλίτζη, αλλά δείχνει πιο συγκρατημένη στάση απέναντι στον σουλτάνο Toğrul. 572 Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «...Κουτλουμοὺς ἐκεῖνος ὁ περιβόητος...». Άννα Κομνηνή , : «...τῷ τῆς Νικαίας τυράννῳ Ἀπελχασὴμ...» αυτόθι Για τις αντιλήψεις της Άννας Κομνηνής για τον αυτοκράτορα και για τη θέση του στην οικουμένη, βλ. A. Laiou, Introduction

198 τους λαούς και σε όλες τις θρησκείες 573. Βέβαια, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο «θαυμασμός» αυτός των βαρβάρων δεν είναι απολύτως ειλικρινής, αφού μέσα στο έργο του Ατταλειάτη εναλλάσσεται με τους καθόλου κολακευτικούς χαρακτηρισμούς, που όπως οι υπόλοιποι Βυζαντινοί συγγραφείς αποδίδει στους Τούρκους. Αντιθέτως, φαίνεται πως η αναγνώριση κάποιων ηθικών αρετών στους βαρβάρους διατυπώνεται πρωτίστως για να εξυπηρετήσει τη διάθεση αυτοκριτικής του ιστορικού. Ο τελευταίος έ- χοντας προ οφθαλμών την κατάπτωση της αυτοκρατορίας δίνει, μέσα στο έργο του, την εντύπωση πως νιώθει την ανάγκη να εξηγήσει τις καταστροφές που συνέβαιναν στο κράτος. Καθώς μάλιστα η θρησκεία και οι ηθικές αξίες της κλασικής παιδείας του κατείχαν σημαντική θέση στον τρόπο σκέψης του Ατταλειάτη, φαίνεται πως στηρίχτηκε σε ηθικοθρησκευτικά κριτήρια για την ερμηνεία της κατάστασης της εποχής του 574. Έτσι, στο πλαίσια της αυτοκριτικής, στάθηκε αναπόφευκτη η σύγκριση της σύγχρονής του βυζαντινής κοινωνίας τόσο με το απώτατο ρωμαϊκό παρελθόν όσο και με τους αντιπάλους της εποχής. Σε ό,τι έχει να κάνει με τους Τούρκους αντιπάλους, οι συνεχείς επιτυχίες τους φαίνονται να αποδίδονται από τον Ατταλειάτη σε δύο αίτια, αφ ενός στην προαναφερθείσα ηθική ανωτερότητα και ευσέβεια των ίδιων των Τούρκων νομάδων (και κατ επέκταση όλων των βαρβαρικών λαών), που δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί από την τήρηση του δικαίου και από τις πατροπαράδοτες αρχές τους και αφ ετέρου στις αμαρτίες των χριστιανών. Οι αμαρτίες αυτές, καθώς και η θεία τιμωρία που επισύρουν, κατέχουν σημαντική θέση στην αυτοκριτική του Μιχαήλ Ατταλειάτη. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην κλιμάκωση των τουρκικών επιδρομών μέχρι το 1067, σχολιάζει: «ἐδόκει μὲν γὰρ ἡ τοσαύτη τῶν ἐθνῶν ἔπαρσις καὶ κατακοπὴ τῶν ὑπὸ Ῥωμαίους τελούντων ὁργὴ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, οἳ τὴν Ἰβηρίαν καὶ Μεσοποταμίαν καὶ ἄχρι Λυκανδοῦ καὶ Μελιτηνῆς καὶ τὴν παρακειμένην οἰκοῦσιν Ἀρμε- 573 Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Διὰ ταῦτα τὴν τῶν γινομένων ἐν τοῖς Ῥωμαίοις καταστροφὴν ἐς αὐτὴν ἀναφέρω τὴν ἐκ τοῦ θείου νέμεσιν καὶ τὴν ἐκ τῆς ἀδεκάστου γνώμης ἀπόφασιν, ὅτι τοῖς ἔθνεσι τιμᾶσθαι τὸ δίκαιον λέγεται καὶ συντηρεῖσθαι τὰ πάτρια νόμιμα τούτοις ἀπαρεγχείρητα καὶ πᾶσαν τὴν εὐτυχίαν ἐκ τοῦ δημιουργοῦ καταπτᾶσαν αὐτοῖς συνεχῶς ἐπιλέγουσιν, ἅπερ κοινὰ πᾶσι τοῖς ἀνθρώποις εἰσὶ προτερήματα καὶ παρὰ πάσης ἀπαιτοῦνται θρησκείας». Παρόμοιες σκέψεις εκφράζει στο έργο του ο μεταγενέστερος Θεόδωρος Μετοχίτης. Προκειμένου να εξηγήσει την οριστική πια κατάλυση της βυζαντινής κυριαρχίας στη δυτική Μικρά Ασία, που λάμβανε χώρα στην εποχή του, απέδωσε τα πάντα πρωτίστως στην Τύχη, αλλά δευτερευόντως θεώρησε ότι υπήρχαν και πιο άμεσες αιτίες. Ανάμεσά τους, περιλαμβάνει την ηθική α- νωτερότητα των Οθωμανών Τούρκων, που, όπως θεωρούσε, ως νομάδες ζούσαν με πολύ απλό και κτηνώδη τρόπο αγνοώντας τις εκφάνσεις της πολιτισμένης ζωής (φιλοσοφία, ρητορική, γαστρονομία, θεολογία κ.ά.). Με αυτήν την απλοϊκή εικόνα που παρουσιάζει ο Θεόδωρος Μετοχίτης για τους Τούρκους, επιθυμεί ουσιαστικά, σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, να επαινέσει τον «ευγενή άγριο», με απώτατο σκοπό να χρησιμοποιήσει την ηθική αγνότητα του τελευταίου για να καυτηριάσει τα ε- λαττώματα της βυζαντινής κοινωνίας της εποχής του. Αναλυτικότερα για τις απόψεις του Θεοδώρου Μετοχίτη σχετικά με την απώλεια της Μικράς Ασίας, βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Όσον αφορά τη Θεία Πρόνοια, αυτή κατέχει σημαντικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του Μιχαήλ Ατταλειάτη, όπως φαίνεται από τις αναφορές που κάνει σ αυτή, μέσα στο έργο του: Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Ἀλλ ὁ πάντα δυνάμενος καὶ μετασκευάζων πρὸς τὸ συμφέρον Θεός, ὁ τὸ Χριστιανικὸν φῦλον περιέπων ἀεί, τινὶ τῶν Λατίνων ἰσχὺν καὶ βουλὴν ὑπερτέραν ἐννοίας ἐνέπνευσε» αυτόθι : «Καὶ ἀστασίαστον ἦν οὐ μόνον τὸ Ῥωμαίοις ὑπήκοον ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἀλλόφυλον, τοῦ Θεοῦ πάντως εὐαρεστουμένου τῇ ἀγαθοεργίᾳ τῶν πράξεων καὶ τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν ἐξομαλίζοντος» αυτόθι : «Διὰ τοῦτο καὶ ταῖς μὲν ὑποσχέσεσι τοῦ βασιλέως ἐθέλγοντο καὶ παρεκινοῦντο οἱ Τοῦρκοι, ἡ δὲ θεία ἀ- ντίληψις ἄλλως αὐτοῖς διετίθει τὴν ἔκβασιν». Όπως υποστήριξε ο Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ 198, για τον Μιχαήλ Ατταλειάτη η πορεία της ιστορίας έχει καθοριστεί από τον Θεό και γι αυτό, τα γεγονότα καθοδηγούνται από τη Θεία Πρόνοια. Έτσι, κάθε ανθρώπινη ενέργεια αντίθετη στη θέληση του Θεού είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. 197

199 νίαν καὶ οἳ τὴν ἰουδαϊκὴν τοῦ Νεστορίου καὶ τὴν τῶν Ἀκεφάλων θρησκεύουσιν αἴρεσιν καὶ γὰρ πλήθουσιν <αἵδε> αἱ χῶραι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας. Ἐπὰν δὲ καὶ τῶν ὀρθοδόξων ἥψατο τὸ δεινόν, εἰς ἀμηχανίαν ἦσαν πάντες οἱ τὰ Ῥωμαίων θρησκεύοντες». Αλλού, ο ίδιος συγγραφέας, κάνοντας λόγο για τον πνιγμό των κατοίκων των Χωνών, που είχαν καταφύγει στα γειτονικά σπήλαια μετά την ά- λωση της πόλης, το 1070, από Τούρκους επιδρομείς, αναφέρει πως «ταῦτα τοιγαροῦν ἐπιδιηγηθέντα πολλὴν ἐνῆκαν τὴν ἀθυμίαν ἡμῖν ὡς ἐκ θεομηνίας τῶν δεινῶν ἐπισυμβαινόντων καὶ μὴ μόνον τῶν πολεμίων ἀλλὰ καὶ τῶν στοιχείων ἀντιμαχομένων τοῖς καθ ἡμᾶς» 575. Παρόμοιες παρατηρήσεις, που σχετίζονται με την ασέβεια των Βυζαντινών και που φανερώνουν την αμηχανία του συγγραφέα σχετικά με την εγκατάλειψη από τον Θεό κάνει ο Ατταλειάτης και σε άλλα σημεία του έργου του: «τότε δὴ τότε μεγάλην ἡμῖν ἔσεσθαι τὴν ἐκ τοῦ θείου νέμεσιν προωττευσάμην αὐτός», «ἔλαθε [ο Ρωμανός Δ στο Μαντζικέρτ] δὲ τὴν νίκην διὰ τοῦ νικητικοῦ σημείου τοῖς ἐναντίοις παραπεμψάμενος, καθῶς οἱ τὰ τοιαῦτα διακριβοῦντες συμβάλλουσιν. Οὐ γὰρ ἔδει μάχης προκειμένης τοιοῦτον σύμβολον ἐξ ἑαυτοῦ πρὸς ἐναντίους μεταθεῖναι», «ἀλλὰ τοῦτων οὕτω γινομένων καὶ κακῶς διαγινομένων, θεήλατός τις ὀργὴ τὴν ἑῴαν κατέλαβεν» 576. Στο ίδιο πνεύμα αυτοκριτικής, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης κάνοντας λόγο για τις στρατιωτικές αποτυχίες της δεκαετίας του 1070 αναλογίζεται το πώς οι σύγχρονοί του Βυζαντινοί δεν διερωτώνται ποια αίτια τους οδήγησαν στη συμφορά, ούτε προσπαθούν να αποκαταστήσουν το θέλημα του Θεού και τους πατροπαράδοτους νόμους, αλλά αντίθετα αρνούνται να συνετιστούν. Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί ε- φαλτήριο για μια σύγκριση με το ρωμαϊκό παρελθόν. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι, αν και δεν είχαν γνωρίσει α- κόμη τον θείο λόγο και συνεπώς δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν τις χριστιανικές αρχές της ευσέβειας, της αρετής, της αγαθοεργίας και της ηθικής φρόντιζαν, ωστόσο, να συνετίζονται από τις ατυχίες τους. Έτσι, όποτε συνέβαινε μια καταστροφική ήττα ή φαινόταν ένας κακός οιωνός, οι αρχαίοι Ρωμαίοι ε- πιδίδονταν με κάθε τρόπο στο να ανακαλύψουν τι από τα δέοντα είχαν πράξει λάθος, όπως αν είχε ατιμασθεί κάποια από τις παρθένες που φύλασσαν τη διαρκώς αναμμένη φωτιά ή αν είχε διαπραχθεί κάποια άλλη παρανομία. Αφού έβρισκαν την αιτία, διόρθωναν το ατόπημα, εξευμένιζαν τους θεούς και μετά από αυτήν την ετοιμασία κινούνταν εναντίον των εχθρών με θάρρος, ενώ συγχρόνως φρόντιζαν να αποκαθάρουν και το ίδιο το στράτευμα από κάθε αδικία και ατόπημα κερδίζοντας έτσι σπουδαίες νίκες 577. Όμως, οι σύγχρονοι του ιστορικού Βυζαντινοί δεν έπρατταν τίποτα από αυτά. Αντιθέτως, οι ίδιοι οι ηγέτες τους έθεταν ως αυτοσκοπό τους το προσωπικό κέρδος, χωρίς να διστάζουν να πράξουν πλήθος ασεβείς και παράνομες πράξεις, αγνοώντας παντελώς το θέλημα του Θεού. Με παρόμοιο τρόπο φέρονταν οι στρατηγοί, τους οποίους μιμούνταν και οι υφιστάμενοι στρατιώτες τους. Έτσι, ως αποτέλεσμα, οι τελευταίοι «ἀκαθέκτοις καὶ ἀναισχύντοις ὁρμαῖς τοὺς ὁμοφύλους κακῶς καὶ ἀπανθρώπως με- 575 Μιχαήλ Ατταλειάτης , Πρβλ. και για την άλωση των Χωνών. 576 Μιχαήλ Ατταλειάτης , , Μιχαήλ Ατταλειάτης

200 τέρχονται, ἁρπάζοντες καὶ βιαζόμενοι τὰ τούτοις προσόντα καὶ τὰ τῶν πολεμίων δρῶντες ἐν τῇ ἰ- δίᾳ κατοικίᾳ καὶ χώρᾳ καὶ μηδεμιᾶς κακοποιίας ἢ λαφυραγωγίας παραχωροῦντες τοῖς λεγομένοις πολεμίοις. Ἀφ ὧν αἱ παλαμναιόταται τούτοις ἀραὶ παρὰ τῶν ὁμογενῶν ἐπιφέρονται, ὡς τῆς ἥττης αὐτῶν ἄνεσιν παρεχομένης πάσαις ταῖς τῶν Ῥωμαίων κώμαις καὶ χώραις καὶ πόλεσι τοιούτων πράξεων δρωμένων» 578. Τα παραπτώματα αυτά, καθώς και άλλα, κατονομάζει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης και αλλού στο έργο του, κατά περίπτωση. Επισημαίνει ότι ο διοικητής του Ανίου, Παγκράτιος, έθεσε σε κίνδυνο την πόλη γιατί αφ ενός δεν φρόντισε να την ενισχύσει με τα απαραίτητα και αφ ετέρου επιτέθηκε με σκοπό τα λάφυρα στη στρατιά του σουλτάνου που περνούσε από την περιοχή και που δεν προξενούσε καθόλου καταστροφές στο βυζαντινό έδαφος. Έτσι, ο σουλτάνος οργισμένος επιτέθηκε στην πόλη, η οποία κυριεύθηκε «δι ἀπληστίαν καὶ χρημάτων ἄκαιρον φυλακήν, μὴ εἰδότος τοῦ βασιλεύοντος ὅτι πολλάκις μὲν ὤνησε καὶ διαφόρως ἄφθονος χείρ, ἐν δὲ τοῖς ἀναγκαίοις διὰ παντός, ὀλιγάκις δὲ κἂν μὴ τοῖς ἀναγκαίοις κατέβλαψε, καὶ ὡς αὐτὸ τὸ ὄνομα τῶν χρημάτων χρῆσιν ἅμα παρυπεμφαίνει καὶ χρησιμότητα». Σε άλλο σημείο, κάνοντας λόγο για την αποτυχία των Βυζαντινών στρατιωτών να καταδιώξουν τους αντιπάλους τους και να τους συντρίψουν ολοκληρωτικά, στη διάρκεια της πρώτης εκστρατείας του Ρωμανού Δ, το 1068, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης παρατηρεί ότι οι Βυζαντινοί ηγέτες της εποχής του δεν ήταν ικανοί να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες, αλλά αρκούμενοι σε μικρές νίκες επέτρεπαν στους εχθρούς να καυχιούνται και κατά συνέπεια ευθύνονται οι ίδιοι για το ότι οι εχθροί ευνοούνται από τη βυζαντινή αδυναμία και έχουν καταστήσει τις βυζαντινές χώρες φόρου υποτελείς 579. Παρόμοιες σκέψεις με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη εκφράζει στα έργα του και ο Ιωάννης Σκυλίτζης, αν και δείχνει πιο συγκρατημένη διάθεση αυτοκριτικής. Έτσι, αναφέρει ότι ο Βυζαντινός διοικητής της Μηδίας, Στέφανος Λειχούδης, αρνήθηκε στον Kutulmish τη διέλευση, αν και ο τελευταίος δεσμεύ- τηκε πως δεν θα επιφέρει καταστροφές στο βυζαντινό έδαφος και μάλιστα του επιτέθηκε χωρίς λόγο, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί από τον Τούρκο αρχηγό. Επιπλέον, στη Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκυλίτση επαναλαμβάνονται πολλές από τις ηθικές και θρησκευτικές κατηγορίες που διατυπώνει και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης: οι Βυζαντινοί απέτυχαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία να συντρίψουν ολοκληρωτικά τους αντιπάλους τους στη Συρία, το 1068, ενώ ο θάνατος των κατοίκων των Χωνών, το 1070, αποδίδεται, όπως και από τον Ατταλειάτη, στη θεία οργή 580. Μάλιστα, ο ιστορικός αναφερόμενος στην αμηχανία των ορθοδόξων για τη διεύρυνση του πεδίου των επιδρομών προς τα δυτικά, συμπεραίνει ότι «οὐ μόνον πίστις ἀπαιτεῖται ὀρθή, ἀλλὰ καὶ βίος τῇ πίστει μὴ ἀνθιστάμενος». Ο ίδιος συγγραφέας, προσπαθώντας να απομακρύνει από τον Ρωμανό Δ την ευθύνη για τη μοιραία διαίρεση των 578 Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και για την ολιγωρία του Παγκράτιου και την επίθεση στον σουλτάνο αυτόθι για την άλωση του Ανίου αυτόθι για τη μη καταδίωξη των εχθρών από τη βυζαντινή στρατιά. 580 Ιωάννης Σκυλίτζης Γεώργιος Κεδρηνός, Β Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση ,

201 στρατευμάτων στο Μαντζικέρτ, αποδίδει στις άγνωστες βουλές του Θεού την τροπή που πήραν τα πράγματα, φανερώνοντας και αμηχανία για τη θεϊκή εγκατάλειψη: «μᾶλλον δὲ θεῖος χόλος ἢ λόγος ἡμῖν ἀπορρητότερος τὴν ἔκβασιν εἰς τοὐναντίον περιέτρεψε καὶ πρὸς τῷ τέλει τοῦ ἔργου καὶ τῇ αὐθημερινῇ τῶν στρατευμάτων ἑνώσει καὶ τὸν σουλτάνον ἀκηρυκτὶ τοῖς Τούρκοις ἐπέστησε καὶ τὰ δοκηθέντα τελεσθῆναι διακεκώλυκε». Κατά τα άλλα, φαίνεται να συμφωνεί πως η παράδοση του σταυρού στους Τούρκους απεσταλμένους, στο Μαντζικέρτ, οδήγησε στην ήττα των Βυζαντινών, πως οι καταστροφές στην Ανατολή οφείλονταν στη θεία οργή και πως οι Βυζαντινοί αποτύγχαναν να συνετιστούν από τις καταστροφές, σε αντίθεση με τους αρχαίους Ρωμαίους 581. Αυτό το αίσθημα αυτοκριτικής απουσιάζει από μεταγενέστερους συγγραφείς, καθώς στην εποχή τους η κατάσταση είχε αλλάξει. Στη διάρκεια της κρίσιμης βασιλείας του Αλεξίου Α Κομνηνού, η αυτοκρατορία απέκτησε και πάλι σταθερότητα στο εσωτερικό της και επιπλέον, μετά την πρώτη σταυροφορία, οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν τον έλεγχό τους σε εκτεταμένες περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β Κομνηνού, η βυζαντινή παρουσία στη Μικρά Ασία ενισχύθηκε και ο αυτοκράτορας διεξήγαγε αρκετές εκστρατείες που διεύρυναν τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι σημαντικότεροι ιστορικοί των μέσων του 12 ου αιώνα, ο Νικηφόρος Βρυέννιος και η Άννα Κομνηνή, έζησαν και έγραψαν σ αυτήν ακριβώς την εποχή της βυζαντινής ανάκτησης, στη διάρκεια της οποίας φάνηκε πως η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει και πάλι υπέρ του Βυζαντίου. Γι αυτό, φαίνεται πως δεν νιώθουν την ανάγκη να αναλογιστούν τη συμπεριφορά των Βυζαντινών, ούτε να προσδιορίσουν τους λόγους της επιτυχίας των αντιπάλων τους 582. Έτσι, οποιαδήποτε αναγνώριση ηθικής ανωτερότητας των Τούρκων απουσιάζει από τα έργα τους. Παρ όλα αυτά, η Άννα Κομνηνή διατυπώνει και θετικές απόψεις για τους Τούρκους, οι οποίες ό- μως έχουν πάντα να κάνουν με τις πολεμικές τους ικανότητες. Στη γενναιότητα Τούρκων αναφέρεται, όταν περιγράφει την επίθεση δύο στρατιωτών στον κινηματία Νικηφόρο Βρυέννιο κατά τη μάχη του με τον στρατηγό Αλέξιο Κομνηνό, όταν εξιστορεί τη σύγκρουση των Τούρκων με τον Βοημούνδο κατά την προέλαση των σταυροφόρων στη Μικρά Ασία και σε άλλες περιπτώσεις που αναφέρεται σε γεν- 581 Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , Πρβλ. και , , , , Για την υπεράσπιση της διαίρεσης του βυζαντινού στρατεύματος και την απόδοση της ανατροπής των βυζαντινών σχεδίων στον Θεό, βλ. και Μιχαήλ Ατταλειάτης Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ Ο Νικηφόρος Βρυέννιος φανερώνει μόνο σε ένα σημείο του έργου του (Νικηφόρος Βρυέννιος ) αμηχανία σχετικά με την εγκατάλειψη από τον Θεό, όταν κάνει λόγο για το πρωτόφαντο γεγονός της αιχμαλωσίας του Βυζαντινού αυτοκράτορα στο Μαντζικέρτ: «...καὶ τοῦτον τὸν τρόπον δορυάλωτος ὁ βασιλεὺς Ῥωμαίων γίνεται καὶ πρὸς τὸν σουλτάνον ἀ- ποκομίζεται δέσμιος οὐκ οἶδ οἷστισι λόγοις τοῦτο τῆς θείας προνοίας οἰκονομησάσης». Η Άννα Κομνηνή φανερώνει σε κάποιο σημείο του έργου της (Άννα Κομνηνή ) αίσθημα αυτοκριτικής. Προσπαθώντας να εξηγήσει τα δεινά που είχαν επισωρευτεί και είχαν προκαλέσει τις δυσκολίες, τις οποίες είχε να αντιμετωπίσει ο πατέρας της, αποδίδει το πρόβλημα είτε στη Θεία Βούληση, είτε στην ανικανότητα των προκατόχων του Αλεξίου Α. Πέρα, όμως, από αυτή τη σύντομη αναφορά, δεν ασκεί συστηματικά αυτοκριτική. Τέλος, ο Ιωάννης Ζωναράς αναπαράγει σποραδικά κρίσεις άλλων συγγραφέων, αλλά, επίσης, δεν φαίνεται να έχει διάθεση συστηματικής αυτοκριτικής για τις καταστροφές των τελών του 11 ου αιώνα. Βλ. Ιωάννης Ζωναράς, Γ για τη χωρίς λόγο επίθεση του κυβερνήτη της Μηδίας στον Kutulmish και την ήττα του από τον τελευταίο. Για τις υπόλοιπες θετικές κρίσεις του χρονογράφου υπέρ των Τούρκων θα γίνει λόγος παρακάτω στο παρόν κεφάλαιο, καθώς αυτές αφορούν τον Alp-Arslan. Για τις εκστρατείες του Ιωάννη Β Κομνηνού στη Μικρά Ασία, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 97, ,

202 ναίους στρατιώτες ανάμεσα στους Τούρκους. Εκτός αυτού, η Βυζαντινή ιστορικός αναφερόμενη σε μια μάχη, το 1113, στη διάρκεια της οποίας ο Ευστάθιος Καμύτζης περικυκλώθηκε από Τούρκους εχθρούς, παραδίδει ότι βλέποντας την ηρωική αντίστασή του οι εχθροί του τον θαύμασαν και αποφάσισαν να μην τον σκοτώσουν. Έτσι, ο «αρχισατράπης Μουχούμετ» (που γνώριζε τον Ευστάθιο Καμύτζη από παλιά 583 ) του πρότεινε το χέρι συμβουλεύοντάς τον να προτιμήσει τη σωτηρία και όχι τον θάνατο, πράγμα που ο Βυζαντινός έσπευσε να πράξει. Συνεπώς, οι Τούρκοι εν προκειμένω παρουσιάζονται ως γενναίοι πολεμιστές, που διέπονται από κάποιες ηθικές αρχές και είναι ικανοί να δείξουν έλεος 584. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει σε δύο περιπτώσεις στην ικανότητά τους στο τόξο και μάλιστα περιγράφει την πολεμική τακτική τους που στηρίζεται σ αυτό: «εἰδὼς γὰρ οὗτος ἐξ ἐμπειρίας πάνυ πολλῆς ὅτι ἡ τουρκικὴ παράταξις οὐ κατὰ τὰς τῶν ἄλλων ἐθνῶν παρατάξεις συνέστηκεν [...] ἀλλὰ πανταχόθεν κυκλοῦντες τὸν ἐχθρὸν τόξοις βάλλουσιν, καὶ ἔστιν ἡ ἄμυνα τούτων πόρρωθεν ὁπόταν διώκῃ, ἁλίσκει τῷ τόξῳ, καὶ διωκόμενος κρατεῖ τοῖς βέλεσι, καὶ βάλλει βέλος καὶ τὸ βέλος πετόμενον ἢ τὸν ἵππον ἢ τὸν ἱππότην ἔπληξεν, ἀπὸ δὲ βαρυτάτης χειρὸς αφεθὲν δι ὅλου τοῦ σώματος παρελήλυθεν οὕτως εἰσὶ τοξικώτατοι» 585. Οι σποραδικές αυτές θετικές αποτιμήσεις της Άννας Κομνηνής για τους Τούρκους μάλλον δεν οφείλονται στον θαυμασμό της γι αυτούς, καθώς (όπως ισχύει και για τον Μιχαήλ Ατταλειάτη) πολύ συχνότερες είναι οι αρνητικές της κρίσεις που καθιστούν σαφές ότι τους αντιπαθεί. Πιθανώς, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι οι αναφορές στην τουρκική γενναιότητα την ώρα της μάχης οφείλονται στο προαναφερθέν «επικό πνεύμα» της Αλεξιάδας που δεσμεύει τη συγγραφέα να υμνήσει και την ανδρεία των αντιπάλων. Σ αυτό συνηγορεί και το τυποποιημένο ορισμένων φράσεων, όπως «ἀλλὰ ταῦτα 583 Κατά τον Ch. Brand, Turkish element 14, σημ. 58, οι δύο προσωπικότητες ίσως γνωρίζονταν από την αντιπαράθεσή τους στο πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια τουρκικών επιδρομών (καθώς ο Ευστάθιος Καμύτζης ήταν διοικητής της Νίκαιας) ή κατά τη διάρκεια συνομιλιών με σκοπό την ανακωχή. 584 Άννα Κομνηνή για την επίθεση των Τούρκων στρατιωτών στον Νικηφόρο Βρυέννιο αυτόθι , για τη σύγκρουση ανάμεσα στους σταυροφόρους και τους Τούρκους (και ιδιαίτερα ) αυτόθι , για την αιχμαλωσία του Ευστάθιου Καμύτζη. Για την καταδίωξη και την αιχμαλωσία του στασιαστή Νικηφόρου Βρυεννίου, βλ. και Νικηφόρος Βρυέννιος , ο οποίος παραδίδει μια ελαφρώς διαφορετική εικόνα. Συγκεκριμένα, αναφέρει (Νικηφόρος Βρυέννιος ) ότι, όταν οι Τούρκοι διώκτες του στασιαστή τον κύκλωσαν, τον ικέτευαν να μην επιδιώξει τον θάνατό του, αλλά να παραδοθεί ειρηνικά, πράγμα που αυτός αναγκάστηκε να κάνει, αφού πρώτα, σύμφωνα με τον ιστορικό, πρόβαλε μανιασμένη αντίσταση: «ἀποβάντες οὖν οἱ λοιποὶ τῶν Τούρκων τῶν ἵππων ἱκέτευον μὴ θνῄσκειν ἐθέλειν αὐτόν, ἀλλὰ πρὸς τὸ ξυμπεσὸν ἐνδιδόναι. Ἕως μὲν οὖν αὐτῷ ἡ χεὶρ οὐ κεκοπίακεν, οὐκ ἐνέδωκε παίων τε καὶ παιόμενος ἐπεὶ δὲ κατάκοπος ἤδη γέγονεν, εἶξε καὶ ἄκων ταῖς τῶν ἐχθρῶν παρακλήσεσι καὶ οὑτω συνέβη τοῦτον ἁλῶναι». Η σκηνή αυτή (που μοιάζει αρκετά με εκείνη που παραδίδει η Άννα Κομνηνή για την αιχμαλωσία του Ευστάθιου Καμύτζη) ασφαλώς στόχο έχει να προβάλει τη γενναιότητα του παππού του συγγραφέα, Νικηφόρου Βρυεννίου και τον σεβασμό που ενέπνεε ακόμη και στους αντιπάλους του, αλλά η περιγραφή των Τούρκων στρατιωτών ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι φανερώνει πως ο συγγραφέας δεν τους αντιλαμβανόταν ως άγριους αντιθέτως, φαίνεται να τους παρουσιάζει ως πολεμιστές που διέπονται από ηθικές αρχές, οι οποίες αρμόζουν στα ηρωικά ιδεώδη του ιστορικού. Αναφορές στη γενναιότητα μεμονωμένων Τούρκων εντοπίζονται και στα έργα άλλων συγγραφέων. Συγκεκριμένα, βλ. Μιχαήλ Ατταλειάτης : «...καὶ ἀκαταμάχητον σθένος οἷον τοῖς ἐκεῖσε πᾶσιν [οι Τούρκοι] ἐναποδείξαντες...». Ιωάννης Σκυλίτζης : «Τοῦρκος γάρ τις τὴν κλῆσιν Σαμοῦχ, τὸ γένος οὐκ ἐπίσημος, πρὸς δὲ τὰ πολεμικὰ γενναῖος καὶ ἐνεργός...». Γεώργιος Κεδρηνός, Β Άννα Κομνηνή Πρβλ. και Για την πολεμική τακτική των νομάδων και ιδιαίτερα των Τούρκων, σύμφωνα με τους Βυζαντινούς συγγραφείς, βλ. και Στρατηγικόν Μαυρικίου 194, β.2-8 για περιγραφή της «σκυθικής ενέδρας», την οποία χρησιμοποιούν όλα τα «σκυθικά έθνη» αυτόθι 218, α.2-10 για τη σκυθική παράταξη αυτόθι 360, β.4-368, β.108 για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες των Τούρκων, για τον οπλισμό τους, για την τακτική τους, για τη συμπεριφορά τους στο πεδίο της μάχης, για τις ενέδρες τους και για τον σωστό τρόπο αντιμετώπισής τους. 201

203 μὲν τὰ τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Νορμάνων ἀνδραγαθήματα» και «προσεληλύθει δὲ τηνικαῦτα καὶ ὁ σουλτάνος μετὰ τῶν ὑπ αὐτὸν σατραπῶν, ὧν ὁ Μονόλυκος χρόνῳ καὶ πείρᾳ καὶ ἀνδρίᾳ πάντων τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν Τούρκων ὑπερφέρων προῆγε...» 586. Ο μοναδικός ανάμεσα στους Τούρκους που φαίνεται να απολαμβάνει τον ειλικρινή θαυμασμό της πλειονότητας των Βυζαντινών συγγραφέων είναι ο Alp-Arslan. Όπως προαναφέρθηκε στην παρούσα εργασία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, οι χριστιανοί συγγραφείς που ασχοληθήκαν με τη μάχη του Μαντζικέρτ δίνουν έμφαση στη μεγαλοψυχία και τη μετριοπάθεια του σουλτάνου, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους συγγραφείς που τον παρουσιάζουν αυστηρότερο, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους για τον υποδειγματικό υπερασπιστή του Ισλάμ 587. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την αντίδραση του σουλτάνου στην είδηση της αιχμαλωσίας του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης σχολιάζει πως «οὕτως ἀνθρωπίνως καὶ νουνεχῶς τὸ προτέρημα τῆς νίκης οἱ Τοῦρκοι ἐδέξαντο μήτε μεγαλαυχήσαντες, οἷα φιλεῖ περὶ τὰς εὐτυχίας ὡς ἐπίπαν περιπολεῖν, μήτε τῇ οἰκείᾳ δυνάμει τὸ γεγονὸς ἐπιτρέψαντες, ἀλλὰ τὸ πᾶν τῷ Θεῷ ἀναφέροντες ὡς μεῖζον ἢ κατὰ τὴν ἑαυτῶν ἰσχὺν ἀ- ποτελέσαντες τρόπαιον». Η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση παραδίδει ότι ο σουλτάνος «ἀνθρωπίνως [...] τὸ γεγονὸς λογισάμενος καὶ τὴν νίκην μετριοφρόνως ἐνεγκὼν καὶ τὸ γεγονὸς εὐτύχημα συστολὴν μᾶλλον καὶ ψυχῆς ἀγαθῆς ἔνδειξιν καὶ τρόπων καλοκαγαθίας μεστῶν θέμενος, Θεῷ τῷ πᾶν ἀνετίθει, ὡς μεῖζον ἢ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ ἰσχὺν ἀποτελέσας τρόπαιον». Παρόμοια είναι τα σχόλια και των υπόλοιπων Βυζαντινών συγγραφέων 588. Οι βυζαντινές πηγές συμφωνούν μεταξύ τους σε σχέση με την επιεική συμπεριφορά του σουλτάνου: παρηγόρησε τον αυτοκράτορα, τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα τον βλάψει, του παραχώρησε δική του σκηνή με υπηρέτες, δειπνούσε μαζί του καθημερινά αποδίδοντάς του τιμές ανάλογες του αξιώματός του και συζητούσε, χωρίς να τον προσβάλλει καθόλου. Μπροστά σ αυτή τη συμπεριφορά του Alp-Arslan, ο Μι-χαήλ Ατταλειάτης συμπεραίνει ότι «...ὁπότε καὶ ἡ τοῦ Θεοῦ κρίσις μετὰ τῶν ἄλλων κἀνταῦθα δικαία καὶ ἀρρεπὴς κατεφάνη. Οὐ γὰρ οἱ ἄλλοι μόνον ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἁλωθεὶς βασιλεὺς ἄξιον εἶναι νικᾶν αὐτὸν ἀπεφήνατο, εἰ νόμον μὴ ἔχων ἀγαπᾶν τοὺς ἐχθροὺς ἀνεπαισθήτως ποιεῖ τὸν θεῖον νόμον ἐκ φυσικῆς καὶ ἀγαθῆς διαθέσεως οὐ γὰρ τοῖς 586 Άννα Κομνηνή , Βλ. παρούσα εργασία, σελ , για τις απόψεις των ερευνητών για το ζήτημα. 588 Μιχαήλ Ατταλειάτης Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , που αναφέρει επίσης (Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση ) ότι ο σουλτάνος φέρθηκε με μετριοπάθεια και στον Νικηφόρο Βασιλάκιο, όταν εκείνος αιχμαλωτίστηκε σε κάποιο πρώιμο στάδιο της μάχης. Αξιοπρόσεκτη είναι η αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα που δίνει ο συγκεκριμένος συγγραφέας για τον σουλτάνο Alp-Arslan και σε εκείνη για τον σουλτάνο Toğrul ο Toğrul παρουσιάζεται να πασχίζει να φα-νεί μεγαλοπρεπής με το να προβαίνει σε πράξεις γενναιοδωρίας, όπως η απελευθέρωση του Λιπαρίτη και η απόδοση σ αυ-τόν των λύτρων του. Αντίθετα, ο Alp-Arslan παρουσιάζεται ως αληθινά μεγαλοπρεπής λόγω της μετριοφροσύνης του, της ευσέβειάς του και της ειλικρινούς γενναιοδωρίας του. Για την αντίδραση του Alp-Arslan στην είδηση της αιχμαλωσίας του αυτοκράτορα, πρβλ. και τα σχόλια των υπόλοιπων συγγραφέων: Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 164, XXVI.4-6: «...τῷ μὲν κατορθώματι οὐκ ἐπαίρεται, συστέλλεται δὲ λίαν τῷ εὐτυχήματι, καὶ μετριάζει τῇ νίκῃ τοσοῦτον ὅσον οὐδεὶς ἂν προσεδόκησε...». Νικηφόρος Βρυέννιος : «...οὐκ ἐπήρθη τῷ κατορθώματι, συνεστάλη δὲ μᾶλλον τῷ εὐτυχήματι καὶ μετριάζει τῇ νίκῃ τοσοῦτον ὅσον οὐδεὶς ἐνενόησε». Ιωάννης Ζωναράς, Γ : «ἀγγελθεῖσα δὲ ἡ τοῦ βασιλέως ἅλωσις τῷ σουλτάνῳ χαρὰν μέν, ὡς εἰκός, ἐνεποίησεν, οὐ μέντοι ἐπῆρεν αὐτὸν ὥστε καὶ ὑψηλοφρονῆσαι Ἀξαν ἐκεῖνος ὠνόμαστο, οὗ πολλὰ ἐπὶ δικαιοσύνῃ καὶ μετριοφροσύνῃ ᾄδονται διηγήματα». 202

204 ὑπερόπταις ὁ παντέφορος ὀφθαλμὸς ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς καὶ συμπαθέσι τὸ κράτος χειροτονεῖ...» 589. Η μεγαλοψυχία αυτή του Alp-Arslan απέναντι στον Ρωμανό Δ ενισχύεται ακόμη περισσότερο, μέσα στα ιστοριογραφικά έργα της εποχής, συγκρινόμενη με τη σκληρότητα, με την οποία φέρθηκαν στον τελευταίο οι ίδιοι οι Βυζαντινοί. Η επιείκεια του σουλτάνου σε αντιπαραβολή προς τη σκληρότητα των αντιπάλων του Ρωμανού Δ φαίνεται πως δίνει στους Βυζαντινούς συγγραφείς την ευκαιρία να α- σκήσουν για άλλη μια φορά αυτοκριτική και να ερμηνεύσουν τις καταστροφές που βίωνε η βυζαντινή κοινωνία. Έτσι, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης διατυπώνοντας στο έργο του κατηγορίες προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ για την τύφλωση του Ρωμανού Διογένη επισημαίνει ότι ακόμη και ο εχθρός του Διογένη του φέρθηκε με μεγαλοψυχία, καθώς σεβάστηκε την αρετή του, τον δέχτηκε με ανυστεροβουλία σαν αδελφό, συνομίλησε και δείπνησε μαζί του και τον παρηγόρησε. Έτσι, καταλήγει ο Ατταλειάτης, «δικαίως τὴν νίκην ὑπ ἀθλοθέτῃ Θεῷ λαβεῖν ὁ σουλτάνος διαγινώσκεται, τοιοῦτος ἀποδειχθεὶς ἄνθρωπος καὶ τοσοῦτον ὄγκον φρονήσεως καὶ ἀνεξικακίας ἐπιδειξάμενος» 590. Ίδια διάθεση αυτοκριτικής φαίνεται να έχει και η Συνέχεια του Ιωάννη Σκυλίτση. Η συγκεκριμένη πηγή ερμηνεύει την αύξηση των τουρκικών επιδρομών μετά τον θάνατο του Ρωμανού Διογένη ως θεϊκή τιμωρία, υποστηρίζοντας ότι οι Τούρκοι οργίστηκαν γιατί, ενώ οι ίδιοι είχαν φερθεί στον αιχμάλωτό τους με κάθε τιμή και τον είχαν ε- λευθερώσει, οι δικοί του τού φέρθηκαν σαν να ήταν εχθρός και τον καταδίκασαν σε οικτρό θάνατο. Έ- τσι, οι Τούρκοι αγανακτώντας για τη συμφορά του, εισέβαλαν στα βυζαντινά εδάφη λεηλατώντας και ε- πιπλέον κυριεύοντας 591. Η ερμηνεία αυτή του συγγραφέα έχει μάλλον ως στόχο να ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση του Μιχαήλ Ζ, η οποία τύφλωσε τον Ρωμανό Διογένη, αλλά, όσον αφορά την άποψη που εκφράζει για τους Τούρκους (εννοώντας μάλλον τον Άλπ-Αρσλάν), πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτή μάλλον απηχεί περισσότερο την άποψη που έχει ο ίδιος για αυτούς, παρά την πραγματικότητα, δηλα- 589 Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 164, XXVI Μιχαήλ Ατταλειάτης πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση (ο ίδιος συγγραφέας παρουσιάζει τον σουλτάνο να αναφέρει ότι η επιείκεια που επέλεξε να δείξει απέναντι στον αυτοκράτορα είναι σύμφωνη και με τις επιταγές του Χριστού. Βλ. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : ««ἀλλ ἐγὼ» φησὶν ὁ σουλτάνος «οὐ μιμήσομαί σου τὸ αὐστηρὸν καὶ ἀπότομον. Πλὴν ἀκούω ὅτι καὶ ὁ ὑμέτερος Χριστὸς εἰρήνην ὑμῖν νομοθετεῖ καὶ ἀμνηστίαν κακῶν καὶ τοῖς ὑπερηφάνοις ἀντικαθίσταται, τοῖς ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν»»). Νικηφόρος Βρυέννιος Ιωάννης Ζωναράς, Γ Βλ. Α. Καρπόζηλος, Ιστορικοί, Γ Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «Ἀλλὰ τοῦτων οὕτω γινομένων, θεήλατος ὀργὴ τὴν ἑῴαν κατέλαβεν. Τῶν γὰρ πρὸς Διογένην εἰρηνικῶν συμφώνων ἀργῶν μεινάντων καὶ ἀπράκτων θυμῷ συνεχόμενοι οἱ Τοῦρκοι ἐφ οἷς, ὃν αὐτοὶ ὡς ἐχθρὸν εἰληφότες καὶ ὑποχείριον πάσης κομιδῆς καὶ τιμῆς ἠξιώκασι καὶ τῇ ἰδίᾳ ἐπικρατείᾳ αὖθις ἀπεκατέστησαν, τούτῳ οἱ οἰκείοι μανιωδῶς ὡς ἐχθρῷ προσενεχθέντες ἀσπόνδῳ, ἃ παρ αὐτοῖς ἐχρῆν αὐτὸν παθεῖν, οἱ γνωστοὶ καὶ συγγενεῖς καὶ τοῖς τῆς εἰρήνης νόμοις ἀγόμενοι διαπεπράχασι καὶ οἰκτίστῳ καὶ ἐπωδύνῳ θανάτῳ παραδεδώκασιν ὑπερήλγουν γὰρ αὐτῷ καὶ οἱ ἀλλότριοι διὰ τὸ πλῆθος τῶν δεινῶν καὶ τὸ τῆς συμφορᾶς ἀπαρηγόρητον ἄραντες ἐκ Περσίδος παμπληθεῖ, ὡς μηδενὸς ὄντος τοῦ κωλύοντος, τοῖς ῥωμαϊκοῖς ἐπιστρατεύουσι καὶ ταῦτα κατελυμήναντο, οὐ σποράδες ἐ- πιφοιτῶντες ὥς τὸ πρὶν καὶ φυγάδες αὐτόχρημα, μᾶλλον δὲ ὡς δεσπόται τῶν προστυχόντων κατακυριεύοντες». Βλ. και Ιωάννης Ζωναράς, Γ , που αποδίδει συγκεκριμένα στον σουλτάνο την αγανάκτηση και την επίθεση εναντίον των βυζαντινών επαρχιών. Πρβλ. και το λακωνικό σχόλιο του Νικηφόρου Βρυέννιου : «οἵ τε γὰρ Τοῦρκοι τὰ κατὰ τὸν Διογένην πυθόμενοι καὶ τὰς πρὸς Ῥωμαίους δι ἐκεῖνον γενομένας ξυμβάσεις τε καὶ σπονδὰς διαλύσαντες τὴν ἑ- ῴαν πᾶσαν ἐδῄουντο καὶ ἐληΐζοντο...». 203

205 δή ότι η προώθηση των ανεξέλεγκτων Τουρκομάνων στα δυτικά ήταν συνυφασμένη με τη γενικότερη πολιτική του Alp-Arslan Για τους λόγους της προώθησης των Τουρκομάνων στα βυζαντινά εδάφη μετά την πτώση του Ρωμανού Διογένη, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη

206 Β) Οι αντιλήψεις και η στάση των Βυζαντινών απέναντι στους Τούρκους. Εκτός από τις προσωπικές τους απόψεις, στα έργα των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων διαφαίνονται επίσης στάσεις και αντιλήψεις άλλων προσώπων και συνόλων, από την περιγραφή των ο- ποίων μπορούν ίσως να συναχτούν συμπεράσματα για την εικόνα που είχαν οι Βυζαντινοί για τους Τούρκους, από τα μέσα του 11 ου ως τα μέσα του 12 ου αιώνα. Η μελέτη των αντιλήψεων και στάσεων αυτών χωρίζεται συμβατικά σε τρεις κατηγορίες: τις αντιλήψεις και στάσεις της βυζαντινής κυβέρνησης, εκείνες της «αριστοκρατίας» και τέλος των κατώτερων στρωμάτων. α) Επίσημη στάση της κυβέρνησης. Όσον αφορά τη στάση της βυζαντινής κυβέρνησης απέναντι στους Τούρκους, όπως φάνηκε στην παρούσα εργασία, η στάση αυτή πέρασε από αλλαγές, σε συνάρτηση πάντα με τις διαφορετικές συνθήκες της κάθε εποχής. Επί Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου, η βυζαντινή κυβέρνηση θα πρέπει να αντιλαμβανόταν τους Τούρκους ως έναν νέο πολιτικό παράγοντα της Μέσης Ανατολής και γι αυτό φρόντισε να διατηρεί σχέσεις μαζί τους. Ωστόσο, ο κίνδυνος που αυτοί αντιπροσώπευαν για την αυτοκρατορία μάλλον δεν θεωρούνταν μεγάλος και ο ηγέτης τους, ο Toğrul, δεν θα πρέπει να θεωρούνταν ισχυρός ηγεμόνας. Προς αυτό συνηγορεί πρώτα-πρώτα η αποστολή του υπογραμματέα Γεωργίου Δρόσου στον Toğrul, στη διάρκεια των συνομιλιών του Ο απεσταλμένος αυτός δεν κατείχε ιδιαίτερα υψηλό α- ξίωμα στον βυζαντινό κρατικό μηχανισμό και όπως προαναφέρθηκε, η επιλογή του προσώπου, το οποίο θα στελνόταν σε έναν ξένο ηγεμόνα, εξαρτιόταν πάντα από τη θέση του τελευταίου στη βυζαντινή ιεραρχία των ηγεμόνων. Επιπλέον, λίγο αργότερα, ο Κωνσταντίνος Θ απέρριψε τις απαιτήσεις του Τούρκου απεσταλμένου, του σέριφου, που είχε ζητήσει την απόδοση φόρου υποτέλειας, την οποία ο αυτοκράτορας θεώρησε ταπεινωτική για την αυτοκρατορία 593. Οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου Θ, δηλαδή η Θεοδώρα και ακολούθως ο Μιχαήλ Στ, ανησυχώντας για την αύξηση της δύναμης του Toğrul υιοθέτησαν πολιτική κατευνασμού απέναντί του 594. Ο επόμενος αυτοκράτορας, Ισαάκιος Α Κομνηνός, είχε επίσης συναίσθηση της αύξησης της δύναμης του σουλτάνου, αλλά ακολούθησε διαφορετική στάση απέναντί του σε σχέση με τους προκατόχους του. Ενθάρρυνε τους Αρμένιους συμμάχους της αυτοκρατορίας να αντιστέκονται στις αυξανόμενες τουρκικές επιδρομές. Ωστόσο, ο ίδιος αυτοκράτορας δεν κατάφερε να ακολουθήσει μια συνεπή πολιτική απέναντι στους Τούρκους, εξαιτίας του συντόμου της βασιλείας του και της απασχόλησής του από άλλα ζητήματα 595. Στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι Δούκα και ακολούθως στην εποχή της επιτροπείας της Ευδοκίας, οι ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας κατακλύζονταν από τις τουρκικές επιδρομές. Η βυζαντινή κυβέρνηση της περιόδου αυτής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της νεότερης έρευνας, επανήλθε στην πολιτική του κατευνασμού του Τούρκου σουλτάνου, όπως φάνηκε από την προσπάθεια 593 Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 57, (με αναφορά στις πηγές) για τα γεγονότα και τις απόψεις των ερευνητών. 594 Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 64, 67 (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα και τις απόψεις των ερευνητών. 595 Βλ. παρούσα εργασία, σελ , (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 205

207 του Κωνσταντίνου Ι να έρθει σε συνεννόηση με τον σουλτάνο Alp-Arslan, μετά την άλωση του Ανίου, το Τελικά, όμως, οι συνεχείς καταστροφές έκαναν φανερή την ανάγκη να αναλάβει την εξουσία ένας στρατιωτικός, ώστε να ακολουθηθεί μια πιο δυναμική πολιτική απέναντι στους Τούρκους 596. Η εξέταση της στάσης του επόμενου αυτοκράτορα, Ρωμανού Δ Διογένη, απέναντι στους Τούρκους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας λόγω της διεξαγωγής των εκστρατειών του στη Μικρά Ασία είχε προσωπική επαφή με Τούρκους στρατιωτικούς ηγέτες, απεσταλμένους, αλλά και ιδιώτες. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμανού Δ, όσον αφορά την πολιτική απέναντι στις τουρκικές επιδρομές, ο αυτοκράτορας τάχθηκε σταθερά υπέρ της αντιμετώπισης των εισβολέων με στρατιωτικά μέσα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα πιθανώς δεν τηρούσαν πάντοτε εξίσου συνεπή στάση. Χαρακτηριστικά, ο Μιχαήλ Ψελλός, στη Χρονογραφία αρχικά αναφέρει ότι το 1068, πριν την πρώτη εκστρατεία του Ρωμανού Δ, συμβούλευσε τον αυτοκράτορα να εκστρατεύσει μεν, αλλά να προετοιμαστεί καλύτερα, δείχνοντας ότι επικροτεί την πολιτική της πολεμικής αντιπαράθεσης απέναντι στους επιδρομείς. Αργότερα, όμως, αναφερόμενος στην εκστρατεία του Μαντζικέρτ διατυπώνει την άποψη ότι ο Ρωμανός Δ όφειλε να συνάψει σπονδές με τον εχθρό, ώστε να τερματιστούν οι επιδρομές και όχι να εκστρατεύσει 597. Στη διάρκεια των εκστρατειών του εναντίον των Τούρκων, ο Ρωμανός Δ τήρησε διαφορετικές στάσεις απέναντι σε μεμονωμένους Τούρκους, ανάλογα με την περίσταση. Έτσι, στην πρώτη εκστρατεία του, το 1068, εκτέλεσε τους επιδρομείς που είχαν αιχμαλωτιστεί σε μια σύγκρουση κοντά στη Σεβάστεια. Το ίδιο συνέβη στην επόμενη εκστρατεία του, το Τότε, ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε τους αιχμάλωτους Τούρκους επιδρομείς μπροστά στο βυζαντινό στράτευμα και αφού τους επιθεώρησε, διέταξε την εκτέλεσή τους, ακόμη και του αρχηγού τους, που ως αντάλλαγμα για τη ζωή του υποσχόταν την απόδοση πολλών λύτρων και αιχμαλώτων Βυζαντινών. Εκτός από αυτά, στην εκστρατεία του Μαντζικέρτ, ο αυτοκράτορας, σύμφωνα με όλες σχεδόν τις πηγές, φέρθηκε με υποτιμητικό τρόπο στους πρέσβεις του σουλτάνου 598. Ωστόσο, φαίνεται ότι σε άλλες περιπτώσεις ο Ρωμανός Δ έδειξε διαφορετική στάση. Συγκεκριμένα, στην ίδια εκστρατεία (του 1071), όταν ανάγκασε τους Τούρκους υπερασπιστές της πόλης του Μαντζικέρτ να παραδοθούν, οι τελευταίοι μετά από κάποιους αρχικούς δισταγμούς πείστηκαν τελικά από τις εγγυήσεις του αυτοκράτορα και βγήκαν από το κάστρο με τα υπάρχοντά τους για να γονατίσουν μπροστά στον Ρωμανό Δ ο αυτοκράτορας τους υποδεχόταν χωρίς πανοπλία, ίσως σε ένδειξη εμπιστοσύνης και καλής θέλησης, ενέργεια που ο Μιχαήλ Ατταλειάτης καταδικάζει ως επιπολαιότητα, αφού πολλοί από τους συγκεκριμένους Τούρκους είχαν μαζί τους τα όπλα τους, ενώ ο Ρωμανός Δ ήταν άοπλος. Επιπλέον, λίγο αργότερα, ένας από τους στρατιώτες της βυζαντινής στρατιάς κατηγορήθηκε ότι έκλεψε από έναν Τούρκο τον όνο του. Ο αυτοκράτορας τότε εφαρμόζοντας, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ποινή υπέρμετρα αυστηρή και καθόλου ευσεβή διέταξε να ρινοτομηθεί ο στρατιώτης, 596 Βλ. παρούσα εργασία, σελ , 75, (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα και τις απόψεις των ερευνητών. 597 Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Β 158, XII.1-5, 161, XIX Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 82, 85-86, (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 206

208 παρά τις επικλήσεις του τελευταίου στην εικόνα της Θεοτόκου των Βλαχερνών για έλεος 599. Επομένως, θα μπορούσε να συναχτεί ότι ο αυτοκράτορας δεν τηρούσε αρνητική στάση απέναντι σε όλους τους Τούρκους αδιακρίτως, αλλά σε εκείνους, οι οποίοι εξαιτίας της πολεμικής τους δράσης εκλαμβάνονταν ως εχθροί της αυτοκρατορίας και κατά συνέπεια, επικίνδυνοι για την ασφάλεια και το κύρος του κράτους. Εξάλλου, προς τη διαπίστωση αυτή συνηγορούν και τα λεγόμενα του Μιχαήλ Ατταλειάτη σχετικά με τη διάθεση του αυτοκράτορα για εκδίκηση («ὁ ζῆλος τῆς ἐκδικίας») και με τη σκληρή στάση του τελευταίου απέναντι στους μουσουλμανικούς (αν και όχι αποκλειστικά τουρκικούς) πληθυσμούς της Συρίας στη διάρκεια της εκστρατείας του Ιδιάζουσα είναι η περίπτωση του Χρυσόσκουλου, ο οποίος παρά την αρχική καταστροφική δράση του στο βυζαντινό έδαφος, έγινε τελικά δεκτός στην υπηρεσία του Ρωμανού Δ (1070). Θα μπορούσε ενδεχομένως να υποτεθεί ότι ο αυτοκράτορας δέχτηκε την αυτομόληση του Σελτζούκου αποστάτη για δύο λόγους. Πρώτα-πρώτα, μετά τον αποδεκατισμό της στρατιάς του Μανουήλ Κομνηνού, ο Χρυσόσκουλος ήταν σε θέση να πλήξει ανενόχλητος οποιαδήποτε περιοχή της Μικράς Ασίας, όπως συνέβη στην περίπτωση του εμίρη Afsīn bin Bakğī, που λεηλάτησε τις Χώνες στη δυτική Μικρά Ασία, χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Γι αυτό, η αυτομόληση του Χρυσόσκουλου προσέφερε στον αυτοκράτορα την 599 Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Καταπλαγέντες δὲ οἱ Τοῦρκοι καὶ πρὸς ἀπολογίας τραπόμενοι καὶ πλείονα πίστιν τῆς ἑαυτῶν ἀπολυτρώσεως αἰτησάμενοι καὶ λαβόντες ἐξίασι μὲν ἐκ τῆς πόλεως μετὰ τῆς οἰκείας ἀποσκευῆς καὶ τῷ βασιλεῖ γονυ κλίνουσιν, οὐ κεναῖς δὲ χερσὶν ἀλλὰ πάντες ξιφήρεις καὶ τῷ βασιλεῖ γυμνῷ πανοπλίας οἱ πλείονες προσεγγίζοντες ὅτε δὴ αὐτὸς συμπαρῶν οὐκ ἐπῄνεσα τὴν τοῦ βασιλέως ἀπλότητα, μέσον θανατούντων ἀνδρῶν καὶ τόλμῃ καὶ ἀ- πονοίᾳ συζώντων ἑαυτὸν ἀθωράκιστον καταμίξαντα» αυτόθι : «Ἕτερον δέ τι συνηνέχθη ζῆλον μὲν τοῦ βασιλέως δικαιοσύνης φαντάζον, ἄμετρον δὲ τὴν τιμωρίαν καὶ οὐκ εὐσεβῆ συντιθέμενον. Ἐγκλειθεὶς γάρ τις τῶν στρατιωτῶν ὡς ὀνίσκον τουρκικὸν ὑφελόμενος, παρήχθη μὲν κατ ὄψιν τῷ βασιλεῖ δεδεμένος, τιμωρία δ ἐψηφίσθη τοῦ ἁμαρτήματος ὑπερφέρουσα οὐ γὰρ ἐν χρήμασιν ἡ ζημία διώριστο ἀλλ ἐν ῥινὸς ἐκτομῇ. Πολλὰ δὲ παρακαλέσαντος τοῦ ἀνθρώπου καὶ πάντα τὰ ἑαυτοῦ προεμένου καὶ προβαλλομένου μεσίτην τὴν πάνσεπτον εἰκόναν τῆς πανυμνήτου δεσποίνης θεοτόκου τῆς Βλαχερνιτίσσης, ἥτις εἰώθει τοῖς πιστοῖς βασιλεῦσιν ἐν ἐκστρατείαις ὡς ἀπροσμάχητον ὅπλον συνεκστρατεύεσθαι, οὐκ εἰσήει οἶκτος τῷ βασιλεῖ, ἀλλ οὐδ αἰδὼς τῆς ἐκ τοῦ θείου εἰκονίσματος ἀσυλίας. Ὁρῶντος δ αὐτοῦ καὶ πάντων, καὶ αὐτῆς τῆς εἰκόνος βασταζομένης, ἀπετμήθη τὴν ῥῖνα ὁ δείλαιος κράξας μεγάλα καὶ στενάξας τὸ βύθιον». Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «Παραλαβὼν γὰρ ὁ βασιλεὺς τὸ Μαντζικίερτ, καταπλαγέντων καὶ ὀρρωδησάντων τῶν Τούρκων τὴν αὐτοῦ ἐπέλευσιν καὶ πίστιν αἰτησαμένων καὶ λαβόντων, οὗ καὶ συνέβη ῥινοτμηθῆναι Ῥωμαῖόν τινα εὐορκίας χάριν ἧς ὀμωμόκει τούτοις ὁ βασιλεὺς, ὀνάριον τουρκικὸν ὑφελόμενον, τὴν Θεοτόκον καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς ἁγίους πάντας μεσίτας προβαλλόμενον». Επίσης, βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 600 Μιχαήλ Ατταλειάτης Επίσης, βλ. παρούσα εργασία, σελ και σημ. 220 (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τη σκληρή στάση του αυτοκράτορα απέναντι στους μουσουλμάνους και συγκεκριμένα τη σφαγή των αιχμαλώτων στη διάρκεια των εκστρατειών του 1068 και του 1069 η Α. Κόλια-Δερμιτζάκη, Ιερός πόλεμος την ερμήνευσε ως ένδειξη ότι οι εκστρατείες του Ρωμανού Δ ίσως να προβλήθηκαν στην εποχή τους ως ιεροί πόλεμοι. Οι σφαγές των αιχμαλώτων, κατά τη συγκεκριμένη ερευνήτρια, θα μπορούσαν να εξηγηθούν μόνο ως αποτέλεσμα θρησκευτικής έξαρσης εξαιτίας της φύσης των τουρκικών επιδρομών. Άλλα στοιχεία που η Α. Κόλια-Δερμιτζάκη θεώρησε ενδείξεις ιερού πολέμου είναι: α) ο έμμεσος παραλληλισμός από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη του στρατεύματος του Ρωμανού Δ κατά την άλωση της Ιεράπολης με εκείνο του Νικηφόρου Β Φωκά, σε ό,τι έχει να κάνει με την ανεύρεση ιερών κειμηλίων, β) η επιλογή της Κυριακής της Ορθοδοξίας ως ημερομηνίας έναρξης της εκστρατείας του 1071, γεγονός που, κατά την ερευνήτρια, τονίζει τη θρησκευτική διαφορά με τους αντιπάλους και γ) η σκληρού ύφους δημηγορία του Ρωμανού Δ στους στρατιώτες του πριν τη μάχη του Μαντζικέρτ και η ανάγνωση ακολούθως ενός χωρίου του Ευαγγελίου από έναν ιερέα, το οποίο έκανε λόγο για τις διώξεις, στις οποίες θα υπέκειντο οι χριστιανοί («Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ υμᾶς διώξουσιν. Εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν, ὅτι οὒκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με. Ἀλλ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ») το χωρίο αυτό, κατά την ερμηνεία της Α. Κόλια- Δερμιτζάκη, αναφέρεται στις διώξεις των χριστιανών, στο αλλόθρησκο των αντιπάλων και στην αίγλη που φέρνει ο μαρτυρικός θάνατος και συνεπώς αποτελεί νύξη ότι όσοι θα πέθαιναν στον ιερό πόλεμο θα αναγνώριζονταν ως μάρτυρες. 207

209 ευκολότερη λύση του προβλήματος. Επιπλέον, η παροχή προστασίας στον Χρυσόσκουλο θα αποτελούσε πλήγμα για τον Alp-Arslan, αφού ο Σελτζούκος αποστάτης είχε στο παρελθόν αμφισβητήσει την ε- ξουσία του σουλτάνου και θα μπορούσε να προκαλέσει ανασφάλεια και ανησυχία στον τελευταίο ή και να χρησιμοποιηθεί εναντίον του, εφόσον παρουσιαζόταν η ευκαιρία 601. Ξεχωριστή μνεία αξίζει να γίνει για τις σχέσεις του Ρωμανού Δ με τον σουλτάνο Alp-Arslan. Η στάση του Ρωμανού Δ απέναντί του μέχρι τη μάχη του Μαντζικέρτ θα πρέπει να ήταν ίδια, όπως για ό- λους τους Τούρκους που απειλούσαν την αυτοκρατορία. Εξάλλου, όπως μαρτυρούν όλες σχεδόν πηγές, όταν ο σουλτάνος ρώτησε τον αιχμάλωτο αυτοκράτορα τι θα είχε πράξει αν το αποτέλεσμα της μάχης είχε αντιστραφεί, ο Ρωμανός Δ απάντησε, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, «ὅτι πολλαῖς ταῖς πληγαῖς κατεδαπάνησά σου τὸ σῶμα γίνωσκε», δήλωση που φαίνεται σύμφωνη με την προηγούμενη συμπεριφορά του Ρωμανού Δ απέναντι στους Τούρκους εισβολείς. Ωστόσο, μετά την προσωπική επαφή του Ρωμανού Δ με τον Alp-Arslan, στη διάρκεια της οκταήμερης αιχμαλωσίας του, φαίνεται ότι οι δύο η- γεμόνες κέρδισαν ο ένας την εκτίμηση του άλλου. Ο Alp-Arslan φέρθηκε στον Ρωμανό Δ με κάθε τιμή και ο τελευταίος αναγνώρισε, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ότι η νίκη δικαίως αποδόθηκε α- πό τον Θεό στον σουλτάνο. Μάλιστα, ο αυτοκράτορας, κατά τη συνομολόγηση της συνθήκης ειρήνης, δέχτηκε να προχωρήσει σε σύναψη βασιλικής επιγαμίας με την οικογένεια του σουλτάνου. Αυτή, κατά τη σύγχρονη έρευνα, είναι μια από τις πρώτες φορές (και μάλιστα ίσως η πρώτη) που ένας αυτοκράτορας δέχεται να προχωρήσει στη σύναψη επιγαμικής συμμαχίας με έναν μουσουλμάνο ηγεμόνα. Η πληροφορία αυτή προκαλεί έκπληξη, καθώς στη συγκεκριμένη εποχή, η παραδοσιακή βυζαντινή αντίληψη για τη θέση της αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα στην οικουμένη παρέμενε ισχυρή. Επί παραδείγματι, λίγες δεκαετίες αργότερα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α απέρριψε δύο φορές δίχως δισταγμό την πρόταση του σουλτάνου Malik-Shāh για βασιλική επιγαμία θεωρώντας την προσβλητική, αν και η αυτοκρατορία βρισκόταν τότε σε δύσκολη θέση και τα ανταλλάγματα που υποσχόταν ο σουλτάνος ήταν μεγάλα. Την ίδια αντίληψη για τη σημασία του αξιώματός του φαίνεται πως είχε και ο Ρωμανός Δ, α- φού παρά τη συντριπτική του ήττα «ἐβούλετο [...] μᾶλλον τεθνάναι ἢ ἀναξίας συμβιβάσεις ποιεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ γενναιότητος», σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο 602. Έτσι, θα μπορούσε ενδεχομένως να συναχτεί ότι για τη συμφωνία να πραγματοποιηθεί βασιλική επιγαμία σημαντικό ρόλο θα πρέπει να έπαιξε η αμοιβαία και ειλικρινής εκτίμηση που είχαν τα δύο πρόσωπα το ένα για το άλλο. Στη διάρκεια της βασιλείας των επόμενων δύο αυτοκρατόρων, του Μιχαήλ Ζ Δούκα και του Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη, το πεδίο δράσης των επιδρομέων επεκτάθηκε σταδιακά σε ολόκληρη τη Μικρά 601 Για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και για την αναγνώριση από τον Ρωμανό Δ ότι ο σουλτάνος δίκαια κέρδισε τη νίκη αυτόθι Νικηφόρος Βρυέννιος για το απόσπασμα. Για τη σύναψη βασιλικής επιγαμίας ως όρου της συνθήκης ειρήνης, βλ. Γ. Λεβενιώτης, Συνθήκη 186 και σημ. 38. Για την αιχμαλωσία του Ρωμανού Δ και για τους όρους της συνθήκης ειρήνης, βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές και στις απόψεις της σύγχρονης έρευνας). Τέλος, για τη στάση του αυτοκράτορα Αλεξίου Α απέναντι στις προτάσεις του σουλτάνου Malik-Shāh για βασιλική επιγαμία, θα γίνει λόγος παρακάτω. 208

210 Ασία και οι τελευταίοι έφτασαν στο σημείο να ελέγχουν τα οδικά δίκτυα. Παρόλ αυτά, οι Βυζαντινοί, απασχολημένοι από την εμφύλια διαμάχη τους, όχι μόνο δεν ανέλαβαν ικανοποιητική δράση εναντίον των Τούρκων επιδρομέων, αλλά αντίθετα προτίμησαν να επιδιώξουν τη συμμαχία τους, για να επικρα- τήσουν έναντι των Βυζαντινών αντιπάλων τους στις εσωτερικές τους έριδες. Η συγκεκριμένη πρακτική ξεκίνησε ήδη από τον εμφύλιο του , όταν ο Ρωμανός Διογένης κάλεσε τον σουλτάνο Alp- Arslan σε βοήθεια και συνεχίστηκε, όπως φάνηκε, σε όλη τη δεκαετία του 1070 μέχρι το 1081, όταν ο τελευταίος στη σειρά κινηματίας, Αλέξιος Κομνηνός, χρησιμοποίησε μεταξύ άλλων και Τούρκους πολεμιστές, για να καταλάβει τον θρόνο. Ο Cl. Cahen προσπαθώντας να εξηγήσει το εν λόγω φαινόμενο θεώρησε ότι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στις βυζαντινές έριδες, αλλά και σε μια ευρύτερη νοοτροπία. Η βυζαντινή ηγεσία φαίνεται πως δεν θεωρούσε τους Τούρκους ως εχθρούς στον βαθμό που παλαιότερα θεωρούσε τους Άραβες. Τούρκοι είχαν χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στον στρατό και είχαν αφομοιωθεί στη βυζαντινή κοινωνία. Η διαφοροποίησή τους, όσον αφορά τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, δεν α- ποτελούσε σημαντικό πρόβλημα, γιατί η πίστη τους βρισκόταν σε «πρωτόγονη» μορφή χωρίς τεμένη ή θεολόγους. Τέλος, η προσωρινή απώλεια της κεντρικής Μικράς Ασίας επίσης δεν θεωρούνταν αποφασιστικής σημασίας, εφόσον τα επικερδή λιμάνια της παρέμεναν υπό βυζαντινό έλεγχο. Έτσι, συμπέρανε ο Cl. Cahen, η βυζαντινή ηγεσία θα πρέπει να θεωρούσε ότι θα ήταν σε θέση να απορροφήσει τους Τούρκους, όπως είχε απορροφήσει πολλούς άλλους λαούς στο παρελθόν 603. Το 1080/1 θεωρείται έτος ίδρυσης του σουλτανάτου του Ρουμ από τον Sulaymān ibn Kutulmish, ο οποίος εγκατέστησε πρώτος μια επίσημη τουρκική πολιτική εξουσία στη δυτική Μικρά Ασία. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι οι σχέσεις της βυζαντινής κυβέρνησης με τους Τούρκους, την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κομνηνού, προσανατολίζονταν πλέον προς τρεις κατευθύνσεις. Η πρώτη απ αυτές ή- ταν οι παραδοσιακές σχέσεις της αυτοκρατορίας με τον σουλτάνο των Μεγάλων Σελτζούκων της Βαγδάτης. Η δεύτερη περιλάμβανε τις δοσοληψίες του Βυζαντινού αυτοκράτορα με τους (σε διάφορους βαθμούς) ανεξάρτητους Τούρκους αρχηγούς που δρούσαν στη Μικρά Ασία, τις οποίες ο Αλέξιος Α κληρονόμησε από την εποχή των άμεσων προκατόχων του. Η τρίτη αφορούσε τις σχέσεις της βυζαντινής κυβέρνησης με το νεοσύστατο σουλτανάτο του Ρουμ, το οποίο, επιπλέον, είχε ιδρυθεί σε εδάφη που μέχρι πρότινος ανήκαν στην αυτοκρατορία και που η επανάκτησή τους είχε μεγάλη σημασία για τα συμφέροντα του κράτους. Μέσα από την εξέταση των σχέσεων αυτών θα μπορούσαν ίσως να συναχτούν και ορισμένα συμπεράσματα για την εικόνα που είχε η βυζαντινή εξουσία αυτής της εποχής για τους εκάστοτε Τούρκους συνομιλητές της. Στην πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις, δηλαδή στις σχέσεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα με τον Μεγάλο Σελτζούκο σουλτάνο, φαίνεται πως δεν άλλαξε κάτι. Όπως φάνηκε παραπάνω στην παρούσα εργασία, οι δύο πλευρές εξακολούθησαν να διατηρούν επαφή και να διεξάγουν συνομιλίες. Παρο- 603 C. Cahen, Pre-Ottoman Turkey 76. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή για την επέμβαση των Τούρκων αρχηγών στις βυζαντινές έριδες της δεκαετίας του Επίσης, βλ. παρούσα εργασία, κεφάλαιο «Η πολιτικο-στρατιωτική αναστάτωση της Μ. Ασίας και οι συνεργασίες/προσεγγίσεις με σελτζουκικές και τουρκομανικές δυνάμεις στην περίοδο ». 209

211 μοίως, μέσα από τη μελέτη των διπλωματικών επαφών ανάμεσα στα δύο μέρη, θα μπορούσε να συμπεραθεί ότι ούτε σε ιδεολογικό επίπεδο υπήρξε κάποια μετατόπιση στις αντιλήψεις της βυζαντινής εξουσίας σχετικά με τον σουλτάνο. Όπως αναφέρει η Άννα Κομνηνή, ο Αλέξιος Α δεν αποδέχτηκε καμία α- πό τις δύο προτάσεις του σουλτάνου Malik-Shāh για βασιλική επιγαμία. Στην πρώτη πρόταση (1086/7), χωρίς καν να δώσει απάντηση για το ζήτημα, ο αυτοκράτορας προτίμησε να προσεταιριστεί τον Σελτζούκο απεσταλμένο, Čā ūsh. Όσον αφορά τη δεύτερη διπλωματική επαφή (1092), στην οποία επαναλήφθηκε η πρόταση για συνοικέσιο, η Άννα Κομνηνή καταγράφει με λεπτομερή τρόπο την αντίδραση του πατέρα της, αφήνοντας παράλληλα να γίνει φανερή η επιδοκιμασία της για τη στάση του. Ο αυτοκράτορας ούτε που διανοήθηκε να δεχτεί το συνοικέσιο και κατά την άποψη της Βυζαντινής ιστορικού αυτό ήταν απολύτως φυσικό, αφού η θυγατέρα του θα ήταν δυστυχισμένη, αν νυμφευόταν τον «υιό του βαρβάρου» και πήγαινε να ζήσει στην Περσίδα μέσα σε συνθήκες «μεγάλης ένδειας». Σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα, κάτι τέτοιο δεν ήταν επιτρεπτό ούτε από τον Θεό, ούτε από τον αυτοκράτορα, καθώς τα πράγματα δεν είχαν φτάσει ακόμη σε τόσο μεγάλο αδιέξοδο. Έτσι, ο αυτοκράτορας, μόλις άκουσε το περιεχόμενο της επιστολής, έβαλε τα γέλια και είπε «ο δαίμονας έβαλε αυτή τη σκέψη στον νου του» 604. Σε όλη την έκταση της αφήγησης του συγκεκριμένου περιστατικού, η Άννα Κομνηνή κάνει φανερό ότι θεωρεί παράλογη την πρόταση του σουλτάνου, τον οποίο παρουσιάζει σαν έναν φτωχό ηγεμόνα που τόλμησε να αξιώσει το χέρι της θυγατέρας του βασιλέα της οικουμένης. Φαίνεται πιθανό, με βάση την αντίδραση του Αλεξίου Α, ότι την ίδια άποψη είχε και ο ίδιος για τον σουλτάνο. Η εικόνα αυτή οφειλόταν μάλλον στην άγνοια των Βυζαντινών για τις συνθήκες ζωής των Τούρκων ηγεμόνων και ασφαλώς δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αφού ο Μεγάλος Σελτζούκος σουλτάνος της Βαγδάτης ήταν ένας πολύ ισχυρός και πολύ πλούσιος ηγεμόνας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, κάνει φανερό το ότι η παραδοσιακή ιδεολογία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων για τον εαυτό τους και για τη θέση τους μέσα στην οικουμένη βρισκόταν ακόμη σε ισχύ, παρά τις δυσκολίες της αυτοκρατορίας και παρά τα μεγάλα οφέλη που θα αποκόμιζε (δηλαδή την επανάκτηση ολόκληρης της Μικράς Ασίας), αν γινόταν δεκτή η πρόταση. Παρά τη διατήρηση τέτοιων αντιλήψεων σε σχέση με τους ξένους λαούς (και εν προκειμένω τους Τούρκους), φαίνεται ότι ο Αλέξιος Α δεν απέρριπτε το ενδεχόμενο να δεχτεί Τούρκους στην υπηρεσία του. Αντιθέτως, μάλιστα, σε πολλές από τις δοσοληψίες του ίδιου ή Βυζαντινών αξιωματούχων του με Τούρκους αρχηγούς (ή αξιωματούχους του σουλτάνου) επιδίωξε με κάθε τρόπο τον προσεταιρισμό τους, προσφέροντας ευεργεσίες, αξιώματα και τίτλους. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις του Il Khan μαζί με 604 Άννα Κομνηνή , : «ὁ δὲ βασιλεὺς τὰς τοῦ σουλτὰν ὑπαναγνοὺς γραφὰς οὐδ εἰς νοῦν τὸ δηλούμενον βαλεῖν ἤθελε. καὶ πῶς γάρ; τὸ γὰρ βασιλικὸν θυγάτριον, ὅπερ τὸ γράμμα ἐζήτει κατεγγυηθῆναι τῷ πρωτοτόκῳ υἱῷ τοῦ βαρβάρου, ἦν ἄρα δυστυχές, ὡς ἔοικεν, εἰ ἀνεληλύθει εἰς Περσίδα βασιλείας μετεσχηκὸς ἁπάσης κακοδαιμονεστέρας πενίας. ἀλλ οὔτε ὁ Θεὸς τοῦτο ἐπέτρεπεν οὔτε ὁ βασιλεὺς εἶχε γνώμης οὕτω ταῦτα προβῆναι, οὐδ ἂν εἰς στενὸν κατηντήκει αὐτῷ τὰ πράγματα. εὐθὺς γὰρ καὶ κατὰ πρώτην ἀκοὴν τοῦ γράμματος τῆς τοῦ βαρβάρου κατεγέλασεν ὀρέξεως ὑποφθεγξάμενος ὅτι «ὁ δαίμων τοῦτο εἰς νοῦν αὐτοῦ ἀνεβίβασε»». Για τα γεγονότα και για τη χρονολόγησή τους, βλ. παρούσα εργασία, σελ , (με αναφορά στις πηγές). 210

212 τους δικούς του (τον Σκαλιάριο και άλλους), του Čā ūsh, αλλά και άλλων Τούρκων όπως αναφέρει η Άννα Κομνηνή, όταν ο Μανουήλ Βουτουμίτης εξασφάλισε την παράδοση της Νίκαιας στους Βυζαντινούς, το 1097, ενθάρρυνε τους «σατράπες» της πόλης να την εγκαταλείψουν και να μεταβούν στον αυτοκράτορα, υποσχόμενος χρήματα, αξιώματα και τίτλους, προτροπή που οι Τούρκοι μετά από κάποιες αρχικές αμφιταλαντεύσεις ακολούθησαν. Τέλος, σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζωναρά, όταν στη διάρκεια κάποιων πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Τούρκους, το 1113, αιχμαλωτίστηκε ο Ευστάθιος Καμύτζης, ο αιχμάλωτος έπεισε τους φρουρούς του να τον ελευθερώσουν και να προσέλθουν στον αυτοκράτορα, έναντι μεγάλων ανταμοιβών. Σύμφωνα με τον J. Shepard, η πρακτική αυτή ο- φείλεται στο γεγονός ότι ο Αλέξιος Α προτιμούσε να χρησιμοποιεί ως στρατιώτες ξένους και όχι Βυζαντινούς, καθώς οι τελευταίοι συχνά υπολείπονταν σε μαχητικότητα και πειθαρχία. Μάλιστα, ο Αλέξιος Α, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, συνέχισε την πρακτική που είχε και ως στρατηγός πριν ανέλθει στον θρόνο, δηλαδή να δέχεται όρκους από τους ξένους που εισέρχονταν στην υπηρεσία του, πράγμα που δημιουργούσε έναν πιο προσωπικό δεσμό, απ ότι η απλή παροχή ενός τίτλου. Έτσι, ο αυτοκράτορας, ουσιαστικά διαχωρίζοντας κάποιες χαρισματικές προσωπικότητες μέσα από τη «μάζα των βαρβάρων», ζητούσε τις υπηρεσίες τους και τις αντάμειβε. Εξάλλου, η ξενική καταγωγή δεν αποτελούσε εμπόδιο για να ανέλθει κάποιος σε υψηλό αξίωμα στην εποχή του Αλεξίου Α. Αντιθέτως, όπως υποστήριξε ο J. Shepard, φαίνεται ότι ο αυτοκράτορας χρησιμοποιούσε τους ξένους που έφταναν στις ανώτατες θέσεις (και που λάμβαναν μέρος στα συμβούλιά του) αφ ενός για να ακούει τις συμβουλές τους σχετικά με τα ήθη και τις τακτικές των συμπατριωτών τους και αφ ετέρου γιατί οι ξένοι αυτοί γενικά απείχαν από τις δολοπλοκίες των μελών των βυζαντινών οικογενειών 605. Η είσοδος μεμονωμένων Τούρκων στην υπηρεσία του αυτοκράτορα συνεπαγόταν συγχρόνως και τη βάπτισή τους, κίνηση που, σύμφωνα με τον J. Shepard, αποτελούσε παλαιά βυζαντινή πρακτική. Έτσι, ο Αλέξιος Α έπεισε τον Čā ūsh (ο οποίος όμως είχε χριστιανή μητέρα) να βαπτιστεί και το ίδιο συνέβη με τον Il Khan και όσους συγγενείς του τον ακολούθησαν, όταν αυτομόλησε στον αυτοκράτορα. Στην τελευταία, μάλιστα, περίπτωση, η Άννα Κομνηνή δράττεται της ευκαιρίας να επισημάνει την ευσέβεια του πατέρα της και την πρόθεσή του να εκχριστιανίσει όλους τους «βαρβάρους της Περσίας, της Αιγύπτου και της Λιβύης» Άννα Κομνηνή για τον Čā ūsh αυτόθι για τον Il Khan αυτόθι για τους σατράπες της Νίκαιας. Ιωάννης Ζωναράς, Γ για τους φρουρούς του Ευστάθιου Καμύτζη. Βλ. Ch. Brand, Turkish element 14 για τους φρουρούς του Ευστάθιου Κανμύτζη. J. Shepard, Father or scorpion , , , 120, 130. Όπως υποστήριξε ο τελευταίος ερευνητής (Father or scorpion 120), ο προσεταιρισμός μεμονωμένων ξένων υ- ποβοηθούσε και τη διπλωματία του Αλεξίου Α, γιατί έτσι ο αυτοκράτορας δημιουργούσε άμεσους δεσμούς με μέλη των α- νώτερων στρωμάτων των ξένων λαών, ελπίζοντας να αποκτήσει ισχυρούς υποστηρικτές στην αντίπαλη παράταξη ή να προκαλέσει εξεγέρσεις ή αυτομολήσεις προς το μέρος του. Για τα γεγονότα, βλ. επίσης παρούσα εργασία, σελ , (με αναφορά στις πηγές). Για τις πολεμικές συγκρούσεις του 1113, βλ. F. Chalandon, Essai Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 84. Για τη χρήση των Τούρκων από τον αυτοκράτορα, την εποχή του Αλεξίου Α και για την ένταξή τους στη βυζαντινή πολιτική και στρατιωτική ιεραρχία θα γίνει λόγος αναλυτικότερα και με παραδείγματα παρακάτω, στο κεφάλαιο «Οι αντιλήψεις για τους Τούρκους που εντάχθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία. Σε ποιον βαθμό αυτοί ενσωματώθηκαν». 606 Άννα Κομνηνή , , : «ἦν γὰρ ὁ βασιλεὺς οὗτος ἄντικρυς ἱερατικώτατος καὶ τὴν ἀρετὴν καὶ τὸν λόγον, ὡς εἰπεῖν, εὐσεβείας ἁπάσης ἀρχιερεύς διδασκαλικώτατος τὲ γὰρ ἦν τοῦ ἡμετέρου δόγματος καὶ ἀποστολι- 211

213 Τέλος, όσον αφορά τη στάση της βυζαντινής κυβέρνησης απέναντι στο σουλτανάτο του Ρουμ, η κατάσταση ήταν πιο πολύπλοκη. Το νεοσύστατο τουρκικό κρατικό μόρφωμα ιδρύθηκε σε βυζαντινά εδάφη και μάλιστα στην πλούσια και πολυάνθρωπη χερσόνησο της Μικράς Ασίας. Η επανάκτηση των χαμένων επαρχιών αποτελούσε, συνεπώς, επιτακτική ανάγκη για την αυτοκρατορία. Ωστόσο, κατά τον J.- Cl. Cheynet, η απασχόληση του Αλεξίου Α από τους πολέμους με τους Νορμανδούς και με τους Πετσενέγους αρχικά και η εξάντληση της αυτοκρατορίας στα επόμενα χρόνια εξαιτίας των πολέμων αυτών επέβαλλαν την επιδίωξη διατήρησης της ειρήνης με το σουλτανάτο 607. Παρόλ αυτά, σύμφωνα με τον J. Shepard, ο Αλέξιος Α είχε μια μακροπρόθεσμη πολιτική ανάκτησης («a policy of reconquista») στο μικρασιατικό έδαφος, παρά την εντύπωση που δίνει ορισμένες φορές η Άννα Κομνηνή πως ο πατέρας της απλώς αντιδρούσε σε εξωτερικές απειλές. Ο αυτοκράτορας έδωσε προτεραιότητα στις βαλκανικές απειλές, με πρόθεση να στραφεί εναντίον των Τούρκων, όταν οι πρώτες θα ελαχιστοποιούνταν. Στο μεταξύ, στηρίχτηκε στις έριδες των Τούρκων αρχηγών της Μικράς Ασίας, τις οποίες ενίσχυε και ο ίδιος. Έτσι, όπως σχολιάζει η Άννα Κομνηνή αναφερόμενη στη στρατιωτική βοήθεια που έστειλε ο Αλέξιος Α στον Abu l-qāsim εναντίον του Bursuk, το 1086/7, ο αυτοκράτορας με την ενέργειά του αυτή ουσιαστικά ετοίμαζε την καταστροφή του Τούρκου σουλτάνου του Ρουμ όσο οι δύο εχθροί του πολεμούσαν μεταξύ τους, αυτός θα συμμαχούσε με τον πιο αδύναμο και μετά θα μπορούσε ευκολότερα να αποσπάσει από τον τελευταίο μία-μία τις πόλεις του 608. Η πρώτη σταυροφορία αποτέλεσε για τον αυτοκράτορα ένα χρήσιμο εργαλείο, για να επιδιώξει πιο δυναμικά την πραγματοποίηση των σχεδίων του. Έτσι, στο δεύτερο μισό της βασιλείας του, όταν πλέον κατείχε περιοχές στη δυτική Μικρά Ασία, έδειξε πιο επιθετική στάση απέναντι στο σουλτανάτο και μάλιστα διεξήγαγε και ο ίδιος εκστρατείες (αν και πρέπει να επισημανθεί ότι οι σχέσεις με το σουλτανάτο αυτήν την εποχή δεν ήταν αποκλειστικά εχθρικές, όπως φαίνεται από τη συνεργασία εναντίον του Τζαχά και από την αποστολή τουρκικών ενισχύσεων για τον δεύτερο νορμανδικό πόλεμο) 609. Αν και οι εκκὸς τὴν προαίρεσιν καὶ τὸν λόγον καὶ εἴσω τῆς ἡμετέρας πίστεως ποιῆσαι βουλόμενος οὐ μόνον τοὺς νομάδας τουτουσὶ Σκύθας, ἀλλὰ καὶ τὴν Περσίδα πᾶσαν καὶ ὁπόσοι τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Λιβύην νέμονται βάρβαροι καὶ ταῖς τοῦ Μωάμεδ τελεταῖς ὀργιάζουσιν». Βλ. J. Shepard, Father or scorpion Σπ. Βρυώνης, Παρακμή για τη σημασία που είχε η απώλεια της Μικράς Ασίας για την αυτοκρατορία. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir Άννα Κομνηνή : «οὐ γὰρ ἄντικρυς βοηθῶν τῷ Ἀπελχασὴμ στρατιὰν ἔπεμπεν, ἀλλὰ τὰ τῆς βοηθείας ἐντεῦθεν κατὰ τὸν νοῦν τοῦ αὐτοκράτορος εἰς κατάλυσιν τοῦ Ἀπελχασὴμ περιίστατο. δύο γὰρ πρὸς ἀλλήλους μαχομένων ἐχθρῶν τῆς τῶν Ῥωμαίων ἡγεμονίας ἔδει τῷ ἀσθενεστέρῳ συνθέσθαι, οὐχ ἵν ἐπικρατέστερος γένηται, ἀλλ ἵνα τὸν μὲν ἀ- ποκρούσηται, ἀφ οὗ δὲ τὴν πόλιν ἐξέληται καὶ τὴν τέως μὴ οὖσαν ὑπὸ τὸν κύκλον αὐτοῦ ἰδίαν ποιήσηται, καὶ κατὰ μικρὸν ἐκ ταύτης ἑτέραν καὶ μάλα ἄλλην ἑλόμενος τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀρχὴν πλατυτέραν ποιήσηται εἰς στενὸν κομιδὴ καταστᾶσαν, καὶ μᾶλλον ἐξότου τὸ τῶν Τούρκων δόρυ ἐπικρατέστερον γέγονεν», Βλ. J. Shepard, Father or scorpion 82-83, Για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ. 166 (με αναφορά στις πηγές). 609 Άννα Κομνηνή για την απελευθέρωση της Νίκαιας και την πορεία των σταυροφόρων στη Μικρά Ασία αυτόθι για τις επιχειρήσεις των Βυζαντινών εναντίον της Σμύρνης, την ίδια εποχή και την εκστρατεία του Αλεξίου Α αυτόθι για την εκστρατεία του Ευμάθιου Φιλοκάλη, το 1108/ αυτόθι , για την αποτυχημένη σελτζουκική επίθεση του και τη βυζαντινο-σελτζουκική συνθήκη ειρήνης αυτόθι , για την τουρκική επίθεση του 1113 και την εκστρατεία του Αλεξίου Α αυτόθι για τη νικηφόρο εκστρατεία του Αλεξίου Α, το 1116 και τη βυζαντινο-σελτζουκική συνθήκη ειρήνης του ίδιου έτους. Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ 74-78, 82-84,

214 στρατείες αυτές ενίσχυσαν σημαντικά τη βυζαντινή παρουσία στη Μικρά Ασία και προστάτευσαν τον ντόπιο πληθυσμό, ωστόσο, με βάση τις δυνάμεις του κράτους, η ολοκληρωτική ανάκτηση των μικρασιατικών περιοχών δεν στάθηκε δυνατή. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Άννα Κομνηνή αναφερόμενη στα μάλλον μέτρια αποτελέσματα της τελευταίας εκστρατείας του πατέρα της, το 1116, προσπαθεί να τα μεγαλοποιήσει και να τα παρουσιάσει ως σύμφωνα με την επίσημη πολιτική της reconquista, λέγοντας με αρκετή υπερβολή ότι με τη συναφθείσα τότε συνθήκη ειρήνης η βυζαντινή επικράτεια ουσιαστικά αποκαταστάθηκε στην έκταση που είχε πριν τη μάχη του Μαντζικέρτ 610. Στην πραγματικότητα, όμως, η στάση του Αλεξίου Α στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, μετά την ανάκτηση ορισμένων περιοχών, θα πρέπει να ήταν η (προσωρινή τουλάχιστον) διατήρηση κάποιου status quo στη Μικρά Ασία, με τη βυζαντινή πλευρά να βρίσκεται κατά το δυνατόν σε πλεονεκτική θέση. Με αυτήν την εικόνα φαίνεται περισσότερο σύμφωνη μια άλλη δήλωση της Άννας Κομνηνής, που υποστηρίζει πως ο Αλέξιος Α φρόντιζε να μη δίνει ποτέ στους βαρβάρους (αδιακρίτως) αφορμή πολέμου, παρά μόνο να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις τους, έχοντας ως διαρκή στόχο την επικράτηση της ειρήνης. Ο πόλεμος ως αυτοσκοπός χαρακτηρίζει τους ανίκανους ηγέτες αντίθετα ο Αλέξιος Α προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει την ειρήνη και όταν αυτή απουσίαζε προσπαθούσε να την επαναφέρει. Σε άλλο σημείο, η Βυζαντινή συγγραφέας αναφερόμενη στη σύναψη ειρήνης ανάμεσα στον Αλέξιο Α και τον σουλτάνο του Ικονίου, το 1112, σχολιάζει ότι ο αυτοκράτορας ενεργούσε πάντοτε έχοντας κατά νου τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας και προσπαθώντας να κάνει τις συμφωνίες του να διατηρούνται και μετά από τον θάνατό του. Έτσι, αποκατέστησε την τάξη και προετοίμασε μια ειρήνη που θα διαρκούσε για πάντα, αλλά το έργο του αναιρέθηκε «εξαιτίας της ανοησίας των διαδόχων του» Άννα Κομνηνή : «εἶτα μικρὸν ἐπισχῶν τὸ πᾶν τῶν αὐτῷ δεδογμένων δημηγορήσας ἐξέφηνε λέγων ὡς «εἰ μὲν τῇ βασιλείᾳ Ῥωμαίων ὑπείκειν βούλεσθε καὶ τὰς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐκδρομὰς ἀνακόψαι, χαρίτων μὲν καὶ τιμῆς ἀπολαύσετε καὶ ἀνέτως ἐν ταῖς ἀποτεταγμέναις ὑμῖν χώραις τοῦ λοιποῦ βιώσεσθε, οὗ τὸ πρότερον τὰς διατριβὰς εἴχετε πρὸ τοῦ Ῥωμανὸν τὸν Διογένην τὰς ἡνίας τῆς βασιλείας περιζώσασθαι καὶ τὴν ἧτταν ἐκείνην ἡττηθῆναι μετὰ τοῦ σουλτάνου συνάξαντα δυστυχῶς τὴν μάχην και ἁλῶναι παρ αὐτοῦ. χρὴ οὖν τὴν εἰρήνην ἑλέσθαι τῆς μάχης καὶ τῶν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν ὁρίων ἀπέχεσθαι τοῖς ἰδίοις ἀρκουμένους. καὶ εἴ μου πεισθῆτε τοῖς λόγοις συμβουλευομένου τὰ λῴονα, μεταμεληθήσεσθε οὐδαμῶς, ἀλλὰ καὶ πολλῶν δωρημάτων ἐπιτεύξεσθε. εἰ δὲ μή, ἐμὲ ἴστε ὀλοθρευτὴν τοῦ γένους ὑμῶν ἔσεσθαι». ὁ δὲ σουλτάνος καὶ οἱ τοῦτου σατράπαι πρὸς ταῦτα μάλα προθύμως συνέθεντο λέγοντες «οὐκ ἂν αὐτόμολοι ἐνταῦθα παρεγενόμεθα, εἰ μὴ τὴν μετὰ τῆς σῆς βασιλείας εἰρήνην ἀσπάσασθαι προειλόμεθα». τούτων οὖν ῥηθέντων ἀ- πέλυσε τοῦτους εἰς τὰς ἀποτεταγμένας αὐτοῖς σκηνάς, εἰς νέωτα τὰς συνθήκας κατεμπεδῶσαι ὑποσχόμενος». Βλ. και P. Magdalino, Alexiad 33-34, ο οποίος υποστήριξε ότι η Άννα Κομνηνή, γράφοντας για την εκστρατεία του 1116, προσπάθησε ίσως να δώσει έμφαση στα πολεμικά επιτεύγματα του πατέρα της σε αντιπαραβολή με την πιο πρόσφατη και περισσότερο προβεβλημένη εκστρατεία του Μανουήλ Α Κομνηνού εναντίον του Ικονίου, το Έτσι, η Βυζαντινή συγγραφέας, σύμφωνα με τον P. Magdalino, τονίζει μεταξύ άλλων ότι ο Αλέξιος Α μπορεί να μην προχώρησε τόσο μακριά όσο ο Μανουήλ Α, αλλά πέτυχε μια πιο λαμπρή νίκη και μάλιστα ανάγκασε τον σουλτάνο να αποσυρθεί από όλα τα αυτοκρατορικά εδάφη που είχαν χαθεί μετά το Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν επειδή ο σουλτάνος έχασε στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, πράγμα, για το οποίο δεν ευθυνόταν ο Αλέξιος Α. 611 Άννα Κομνηνή : «...τοὺς δὲ ὁπουδήποτε βαρβάρους, ἀφορμὰς μὴ διδοὺς πολέμων μήδ ἀνάγκην ἐπάγων αὐτός, ἀνασοβοῦντας ὅμως ἀνέστελλεν, ὡς ἔστι κακῶν στρατηγῶν, τῶν πραγμάτων ἡσυχαζόντων, αὐτοὺς ἐξεπίτηδες ἀνερεθίζειν τοὺς πέριξ εἰς πόλεμον. εἰρήνη μὲν γὰρ τέλος ἐστὶ πολέμου παντός, τὸ δ ἀνθελέσθαι ἀεὶ αὐτόθεν τὸ ἕνεκά του καὶ τοῦ ἀγαθοῦ τέλους ἀεὶ ἀμελεῖν, τοῦτο ἀνοήτων ἐστὶ στρατηγῶν καὶ δημαγωγῶν καὶ ὄλεθρον πραγματευομένων τῆς πόλεως. ἀλλ ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος τοὐναντίον ἅπαν ἐποίει καὶ τοῦ εἰρηνεύειν ἐκτόπως ἐπεμελεῖτο καὶ παροῦσαν ἀεὶ πανταχόθεν συνεῖχε καὶ ἀπούσης ἐπηγρύπνει πολλάκις, ὅπως ἐπανέλθοι. καὶ ἦν ὁ αὐτὸς κατὰ φύσιν μὲν εἰρηνικός, ἀναγκαζόντων δὲ τῶν πραγμάτων πολεμικώτατος» αυτόθι : «ὁ [Αλέξιος Α ] δὲ [...] ὡμολόγει μὲν τὴν μετὰ 213

215 Όσον αφορά τις αντιλήψεις της βυζαντινής κυβέρνησης για το σουλτανάτο, εφόσον κατά την επίσκεψη του Abu l-qāsim στην Κωνσταντινούπολη, το 1086/7, επιτράπηκε στον σουλτάνο να περιφέρεται στην πρωτεύουσα με αρκετή ελευθερία και να βλέπει τον πλούτο της πόλης, αντί για τη στρατιωτική της δύναμη (και εφόσον θεωρηθεί ότι οι απόψεις του «Περί Πρέσβεων» εφαρμόζονταν σε εκείνη την εποχή), τότε φαίνεται ότι το σουλτανάτο θεωρούνταν μάλλον ένα αδύναμο κράτος. Η εικόνα αυτή δεν είναι παντελώς αδικαιολόγητη, αφού λίγο αργότερα ο ίδιος ο Abu l-qāsim εν όψει της εκστρατείας του Bursuk εναντίον του ζήτησε τη βοήθεια του αυτοκράτορα υποσχόμενος να περάσει στη σφαίρα ε- πιρροής του Βυζαντίου 612. Παρόμοια εντύπωση προκαλεί η περιγραφή της υποδοχής του ηττημένου Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Shahan-Shāh (κατά την Άννα Κομνηνή, Σαϊσάν), το 1116, για να συζητηθούν οι όροι της ειρήνης. Σε μια πεδιάδα ανάμεσα στην Αυγουστόπολη και τον Ακρόνιο, ο αυτοκράτορας με την ακολουθία του υποδέχτηκε τον σουλτάνο με κάθε επισημότητα. Οι «σατράπες» βλέποντας τον αυτοκράτορα από μακριά ξεπέζεψαν και του απέδωσαν τη συνήθη προσκύνηση προς τους βασιλείς. Το ίδιο επιχείρησε και ο σουλτάνος αρκετές φορές, παρά την άρνηση του αυτοκράτορα, ώσπου ο πρώτος ξεπέζεψε ξαφνικά και ασπάστηκε το πόδι του Αλεξίου Α. Ακολούθως, ο αυτοκράτορας του έ- τεινε το χέρι και τον προέτρεψε να ανέβει σε ένα από τα εκλεκτά του άλογα και στη συνέχεια, ο Αλέξιος Α έλυσε τον μανδύα που φορούσε ο ίδιος και τον έθεσε στους ώμους του σουλτάνου 613. β) Στάση και αντιλήψεις της αριστοκρατίας. Σε όλη την περίοδο από τα μέσα του 11 ου αιώνα εως τις αρχές του 12 ου, η στάση της βυζαντινής αριστοκρατίας απέναντι στους Τούρκους πέρασε από μεταπτώσεις. Στις πρώτες δεκαετίες από την εμφάνιση των Τούρκων, οι επιδρομές των τελευταίων περιορίζονταν στην Αρμενία και σταδιακά εξαπλώθηκαν προς τα δυτικά, χωρίς, όμως, να επιτύχουν μόνιμη παρουσία στην περιοχή. Στην εποχή αυτή, χονδρικά μέχρι τη μάχη του Μαντζικέρτ και κυρίως μέχρι τον ακόλουθο βυζαντινό εμφύλιο, που υπέσκαψε αποφασιστικά την άμυνα της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, φαίνεται ότι η βυζαντινή αριστοκρατία πρωτοστάτησε στην αντίσταση απέναντι στους επιδρομείς, καθώς απ αυτήν προέρχονταν οι ηγέτες των βυπάντων εἰρήνην ἀσπάζεσθαί τε καὶ θέλειν [...] ἐπεὶ δὲ προθύμως τὰ παρὰ τοῦ αὐτοκράτορος ἐφαίνοντο δεχόμενοι [οι Σελτζούκοι πρέσβεις], τῇ μετ αὐτὴν πέρας ἡ συμφωνία λαμβάνει. οὐ πρὸς ἑαυτὸν δὲ ἀπένευε μόνον, ἀλλὰ πρὸς αὐτὴν τὴν βασιλείαν Ῥωμαίων κηδόμενος γὰρ τῶν κοσμικῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἑαυτοῦ πᾶν τὸ οἰκονομούμενον πρὸς τὰ σκῆπτρα Ῥωμαίων ἀπονεύειν καὶ ἀναφέρεσθαι παντοίως διῳκονόμει, ἴνα καὶ μετ αὐτὸν καὶ ἐς τὸν ἐφεξῆς χρόνον τὰ συμπεφωνημένα διήκῃ, κἂν ἀπετύγχανε τοῦ σκοποῦ. τὰ γὰρ μετ αὐτὸν ἄλλως ἔσχε καὶ εἰς σύγχυσιν ἀφώρα τὰ πράγματα. κατεστόρεστο μὲν γὰρ τῷ τέως τὰ ἐνοχλοῦντα καὶ εἰς εἰρήνην ἀπεῖδε βαθεῖαν καὶ ἀπὸ <τοῦδε> μέχρι πέρατος αἰῶνος εἰρήνην ἤγομεν. ἀλλὰ γὰρ συγκατέδυ τῷ βασιλεῖ πάντα τὰ λῴονα, καὶ κενόσπουδος αὐτῷ ἡ σπουδὴ μετὰ τὴν αὐτοῦ παρέλευσιν γέγονεν ἀβελτηρίᾳ τῶν διαδεξαμένων τὰ σκῆπτρα». Βέβαια, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η συνθήκη ειρήνης, στην πραγματικότητα, αναιρέθηκε πριν τον θάνατο του Αλεξίου Α. 612 Βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 613 Άννα Κομνηνή και ιδιαίτερα : «οἱ δὲ γὲ σατράπαι πόρρωθεν θεασάμενοι τὸν αὐτοκράτορα, τῶν ἵππων ἀποβάντες τὴν συνήθη τοῖς βασιλεῦσι προσκύνησιν ἀποδεδώκασι. τὸν δὲ σουλτάνον πολλάκις τοῦ ἵππου ἀ- ποβῆναι ἐπιχειρήσαντα ὁ αὐτοκράτωρ οὐ ξυνεχώρει. ἀλλ ἐκεῖνος ταχὺ πεζεύσας τὸν πόδα τούτου ἠσπάσατο. καὶ ὃς χεῖρα τὲ δοὺς αὐτῷ καὶ ἵππον τῶν ἐκκρίτων ἐπιβῆναι ἐκέλευσεν. ἐπιβάντα δὲ τοῦτον καὶ περὶ θατέραν πλευρὰν τοῦ αὐτοκράτορος προσεγγίσαντα, παραχρῆμα τὸ ἄμφιον ὃ περιεβέβλητο λύσας, τοῖς ὤμοις ἐκείνου ἐπέθετο». 214

216 ζαντινών στρατευμάτων. Έτσι, προσωπικότητες της βυζαντινής στρατιωτικής αριστοκρατίας, όπως ο Κατακαλών Κεκαυμένος, ο Βασίλειος Αποκάπης και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης διακρίθηκαν στην αντίσταση εναντίον των εισβολέων 614. Όσο όμως η βυζαντινή πολιτική εξουσία κατέρρεε στη Μικρά Ασία, δηλαδή κυρίως στη δεκαετία του 1070, οι τοπικοί Βυζαντινοί άρχοντες άρχισαν να αναζητούν ασφάλεια μέσω της συμμαχίας με τους Τούρκους επιδρομείς. Ήδη, το χειμώνα του , σύμφωνα με τον Bar Εβραίο, ο Τούρκος Afsīn bin Bakğī έχοντας διεξαγάγει μια επιδρομή στο μικρασιατικό έδαφος χρειάστηκε να διαχειμάσει στην περιοχή της Τζαμανδού. Εκεί, υπό την απειλή καταστροφών υποχρέωσε τη Μαρία (τη θυγατέρα του Αρμένιου Κακίκιου Καρσιώτη, η οποία είχε τον έλεγχο της πόλης) να του επιτρέψει την αγορά τροφίμων στην περιοχή, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εφόδια, για να διαχειμάσει 615. Ωστόσο, όπως φαίνεται μέσα από τις βυζαντινές πηγές, ο εξαναγκασμός μάλλον δεν αποτελούσε τον κανόνα στις δοσοληψίες ανάμεσα στους Βυζαντινούς των ανωτέρων στρωμάτων και τους Τούρκους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σχέσης του Μανουήλ Κομνηνού με τον Τούρκο εμίρη Χρυσόσκουλο. Με βάση τις πληροφορίες των βυζαντινών πηγών, δίνεται η εντύπωση μιας ειλικρινούς φιλίας ανάμεσα στις δύο προσωπικότητες. Ο Μανουήλ Κομνηνός αιχμαλωτίστηκε από τον Χρυσόσκουλο, αλλά κατάφερε να τον προσεγγίσει ο ίδιος (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο) και να τον κερδίσει με το μέρος του, πείθοντάς τον να αυτομολήσει στον αυτοκράτορα. Οι δύο καινούριοι σύμμαχοι μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Μανουήλ Κομνηνός, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, φιλοξένησε στο σπίτι του τον Χρυσόσκουλο, μέχρι να δεχτεί τον τελευταίο ο αυτοκράτορας σε ακρόαση. Τέλος, κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο, όταν ύστερα από λίγους μήνες πέθανε ο Μανουήλ από ασθένεια, ο Χρυσόσκουλος «μικροῦ δεῖν καὶ συναπῆλθεν αὐτῷ οὕτως ὑπὸ τοῦ πάθους νενίκητο ὡς προέσθαι βούλεσθαι καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν» 616. Η υπερβολή αυτή στο έργο του ιστορικού έχει ως στόχο ίσως να δώσει έμφαση στη φιλία των δύο ανδρών, αλλά και στην ικανότητα του Μανουήλ Κομνηνού να κερδίζει την εκτίμηση των άλλων. Όσον αφορά τον Χρυσόσκουλο, αξίζει να αναφερθεί ότι η ακρόασή του από τον αυτοκράτορα αποτελεί την πρώτη μαρτυρούμενη στις πηγές υποδοχή ενός Τούρκου αρχηγού από τη βυζαντινή ελίτ της πρωτεύουσας. Γι αυτό, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης αναγνωρίζοντας τη σημασία του γεγονότος, φρόντισε να το περιγράψει με λεπτομέρειες στο έργο του. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός 614 Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη , ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, κατά τη διάρκεια τα επιτροπείας της Ευδοκίας, το 1067, αντιμετώπιζε αποτελεσματικά τις τουρκικές επιδρομές στην περιοχή της Αντιόχειας, παρά την έλλειψη εμπειρίας των στρατιωτών και τη στέρηση σε εφόδια. Όταν απομακρύνθηκε και αυτός από τη θέση του, οι επιδρομείς αποθρασύνθηκαν τελείως και ασκούσαν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις πόλεις της περιοχής. Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Κατακαλών Κεκαυμένος απώθησε με επιτυχία την ε- πιδρομή του Ασάν του Κωφού, το 1048 και πρωταγωνίστησε στη μάχη του Καπετρού, το ίδιο έτος. Ο Βασίλειος Αποκάπης διηύθυνε επιτυχώς τη βυζαντινή άμυνα, στη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας του Μαντζικέρτ, το Αναλυτικότερα για τα γεγονότα και με αναφορές στις πηγές και στη σύγχρονη έρευνα, βλ. παρούσα εργασία, σελ , Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 91 (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. Για τις σχέσεις της αρμενικής αριστοκρατίας της Αρμενίας και της ανατολικής Μικράς Ασία με τους Τούρκους μετά την κατάρρευση της βυζαντινής πολιτικής εξουσίας στην περιοχή δεν θα γίνει λόγος, γιατί το συγκεκριμένο ζήτημα εκφεύγει από τα όρια της παρούσας μελέτης. 616 Νικηφόρος Βρυέννιος Πρβλ. και για τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού. Επίσης, βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 215

217 Δ μαζί με τους συγκλητικούς της Κωνσταντινούπολης υποδέχτηκε με κάθε επισημότητα τον Χρυσόσκουλο στον χρυσοτρίκλινο, με την Ανατολή του ηλίου. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά τους ο Τούρκος, όλοι οι παρευρισκόμενοι, είτε είχαν ισχυρότερο το διανοητικό είτε το αισθητικό μέρος της ψυχής, άφησαν επιφωνήματα έκπληξης και υπερέβαλλαν στις αντιδράσεις τους, όπως ήταν φυσικό, σύμφωνα με τον ιστορικό ο Χρυσόσκουλος ήταν πολύ κοντός και «άσχημος σαν Σκύθης», αφού το γένος του (δηλαδή το τουρκικό γένος) καταγόταν από εκείνο των Σκυθών και συμμετείχε στη δυσμορφία και την κακοήθειά του 617. Συνεπώς, με βάση τις αντιδράσεις των συγκλητικών και τα σχόλια του ίδιου του Μιχαήλ Ατταλειάτη (που ήταν και αυτός μέλος της ελίτ της πρωτεύουσας), θα μπορούσε ίσως να συναχτεί ότι η βυζαντινή πολιτική αριστοκρατία αντιλαμβανόταν τους Τούρκους νομάδες που δρούσαν στη Μικρά Ασία ως άγριους βαρβάρους, με αλλόκοτο για τα δικά τους δεδομένα παρουσιαστικό και με κακόβουλες προθέσεις. Όσον αφορά τη βυζαντινή αριστοκρατία των επαρχιών, ένα από τα πρώτα αίτια που οδήγησαν στη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα σ αυτήν και τους Τούρκους, όπως διαφαίνεται στις πληροφορίες των πηγών, ήταν η αιχμαλωσία μελών μεγάλων βυζαντινών οικογενειών και κατά συνέπεια οι συνομιλίες ανάμεσα στα μέλη αυτά ή τις οικογένειές τους και στους Τούρκους, με σκοπό την απόδοση λύτρων 618. Ό- πως φάνηκε ήδη, στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ο Μανουήλ Κομνηνός συνομίλησε ο ίδιος με τον Χρυσόσκουλο, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση του πρώτου και την αυτομόληση του δεύτερου στον αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, όταν ο Ισαάκιος Κομνηνός αιχμαλωτίστηκε το 1073 από κάποιους Τούρκους, φαίνεται ότι κατάφερε να έρθει σε συνεννόηση με αυτούς που τον κρατούσαν, αφού του επέτρεψαν να στείλει απεσταλμένους σε αρκετές βυζαντινές πόλεις, ώστε να συγκεντρωθούν τα λύτρα του. Μάλιστα, επειδή δεν συγκεντρώθηκε ολόκληρο το ποσό, ο Ισαάκιος απελευθερώθηκε αφήνοντας ομήρους στη θέση του και υποσχόμενος να φέρει και τα υπόλοιπα λύτρα, γεγονός που φανερώνει ότι οι δοσοληψίες του με τους συγκεκριμένους Τούρκους συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωσή του. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε μετά από λίγο καιρό εκ νέου (γύρω στο , κατά τον P. Gautier), όταν βρισκόταν στην Αντιόχεια, αλλά απελευθερώθηκε από τους Αντιοχείς, που πλήρωσαν στους Τούρκους ως λύτρα χρυσά νομίσματα. Πληροφορίες παρέχονται και για την 617 Βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. Πρέπει να αναφερθεί, ωστόσο, ότι οι αντιδράσεις αυτές των συγκλητικών αφορούσαν έναν Τουρκομάνο αρχηγό και όχι έναν απεσταλμένο του σουλτάνου των Μεγάλων Σελτζούκων της Βαγδάτης, με τους οποίους είχαν ήδη διεξαγάγει πολυάριθμες συνομιλίες στο παρελθόν. 618 Βέβαια, με ανάλογο τρόπο, στη δημιουργία σχέσεων θα πρέπει να συντέλεσε και η αιχμαλωσία Τούρκων επιδρομέων από Βυζαντινούς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Νικηφόρου Βρυέννιου και της Άννας Κομνηνής , ο Τατίκιος, ο πιστός στρατηγός και φίλος του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, ήταν ο υιός ενός «Σαρακηνού» επιδρομέα, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τον πατέρα του Αλεξίου, Ιωάννη Κομνηνό. Ο Τατίκιος, που ήταν περίπου συνομήλικος του Αλεξίου Κομνηνού, ανατράφηκε μαζί του και αργότερα, στη διάρκεια της βασιλείας του τελευταίου έλαβε υψηλούς τίτλους και αξιώματα, ενώ μάλιστα φαίνεται πιθανό, σύμφωνα με τον B. Skoulatos, ότι νυμφεύτηκε ένα μελος της οικογένειας των Κομνηνών. Παρομοίως, ο Τζαχάς, κατά την Άννα Κομνηνή , αιχμαλωτίστηκε από τον Βυζαντινό στρατηγό, Αλέξανδρο Καβάλικα και οδηγήθηκε στην αυλή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ Βοτανειάτη, στην οποία θα πρέπει να ενσωματώθηκε, σε κάποιον βαθμό, αφού τιμήθηκε με τον τίτλο του πρωτονοβελλίσιμου. Για τον Τατίκιο, βλ. B. Skoulatos, Personnages Ch. Brand, Turkish element 3-4, 14-15, 19. Του ιδίου, Tatikios, ODB Αναλυτικά για τον Τζαχά, βλ. παρούσα εργασία, υποκεφάλαιο «Ο εμίρης της Σμύρνης Τζαχάς ( /7)», με αναλυτική βιβλιογραφία για το ζήτημα. 216

218 αιχμαλωσία του καίσαρα Ιωάννη Δούκα (τέλη 1074 ή αρχές 1075). Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, ο επίσης αιχμάλωτος Ουρσέλιος παρέμενε αλυσοδεμένος, αλλά ο καίσαρας Ιωάννης φαίνεται πως απολάμβανε ειδική μεταχείριση, αφού οι Τούρκοι του απέδιδαν τιμές, του επέτρεπαν να κινείται ε- λεύθερα και να φορά τα δικά του ενδύματα. Αναφορά αξίζει να γίνει και για τον Ροδομηρό, ο οποίος, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, είχε υπάρξει αιχμάλωτος των Τούρκων για μακρό χρονικό διάστημα και έχοντας ζήσει κοντά τους έμαθε την τουρκική γλώσσα. Αν και η προσωπικότητα αυτή έδρασε αργότερα (και πιθανώς να αιχμαλωτίστηκε μετά το 1081), ωστόσο η πληροφορία της Άννας Κομνηνής ενδεχομένως να φανερώνει μια πραγματικότητα που ίσχυε και νωρίτερα για τους αιχμάλωτους Βυζαντινούς 619. Καταλύτη στην εδραίωση των σχέσεων της βυζαντινής αριστοκρατίας με τους Τούρκους αρχηγούς αποτέλεσε η ανάμιξη των τελευταίων στις βυζαντινές εμφύλιες έριδες και η σύμπραξή τους με τους Βυζαντινούς διεκδικητές της εξουσίας. Παραδείγματα για τις εν λόγω συνεννοήσεις υπάρχουν πολλά στις βυζαντινές πηγές, όπως φάνηκε παραπάνω στην παρούσα εργασία. Ενδεικτικά, αναφέρονται εδώ η συμμαχία του Ουρσέλιου με τον εμίρη Τουτάχ, η συνεργασία του Αλεξίου Κομνηνού με τον ίδιο Τούρκο ε- μίρη, ώστε να συλληφθεί ο Ουρσέλιος, η υποστήριξη του Νικηφόρου Βοτανειάτη από τον Χρυσόσκουλο και τον Sulaymān ibn Kutulmish (αλλά και από άλλους Τούρκους αρχηγούς), η αλλαγή στρατοπέδου του τελευταίου υπέρ του Νικηφόρου Μελισσηνού και τέλος η προσέλευση, το 1081, κάποιων Τούρκων επιδρομέων στην παράταξη του Αλεξίου Κομνηνού, με τη μεσολάβηση του καίσαρα Ιωάννη Δούκα. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, βέβαια, κάνει λόγο αόριστα και για άλλους «Ρωμαίους που συνεργάστηκαν με τους Τούρκους και στράφηκαν εναντίον των ομοεθνών τους» 620. Οι συνεργασίες αυτές εκτός από την επίτευξη του εκάστοτε στόχου των συμβαλλομένων μερών φαίνεται ότι παράλληλα ευνόησαν την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στους Βυζαντινούς α- ριστοκράτες και τους Τούρκους αρχηγούς. Οι βυζαντινές πηγές παρέχουν σχετικές πληροφορίες για μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά ίσως δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποτεθεί ότι οι πρακτικές που α- ναφέρονται χαρακτήριζαν τις σχέσεις Βυζαντινών αριστοκρατών και Τούρκων λίγο έως πολύ στο σύνολό τους. Έτσι, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Αλέξιος Κομνηνός προκειμένου να στρέψει τον εμίρη Τουτάχ εναντίον του Ουρσέλιου, φρόντισε πρώτα να του προσφέρει δώρα για να τον προσεγγίσει 619 Νικηφόρος Βρυέννιος για την αιχμαλωσία του Ισαάκιου Κομνηνού στην Αντιόχεια. Άννα Κομνηνή : «...καὶ αὐτὸς ὁ Ῥοδομηρός, πάλαι πρὸς τῶν Τούρκων κατασχεθεὶς καὶ χρόνον συχνὸν μετ αὐτῶν ἐνδιατρίψας, οὐδ αὐτὸς ἀδαὴς τῆς τοιαύτης ἦν διαλέκτου...». Βλ. P. Gautier, Bryennios 206, σημ. 1 για την υπόθεση σχετικά με τη χρονολόγηση της δεύτερης αιχμαλωσίας του Ισαάκιου Κομνηνού. Ch. Brand, Turkish element 19 για τον Ροδομηρό και για τη μετάδοση γνώσης της τουρκικής γλώσσας στη βυζαντινή κοινωνία μέσω των αιχμαλώτων Βυζαντινών. Επίσης, για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ. 114 (και σημ. 332), 122 (με αναφορά στις πηγές). Τέλος, ο Ροδομηρός φαίνεται πως συγγένευε με την αυτοκράτειρα Ειρήνη Δούκαινα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Πετσενέγων και των Τούρκων. Στη διάρκεια της πολιορκίας της Νίκαιας χάρη στη γνώση της τουρκικής γλώσσας που κατείχε επικοινώνησε απευθείας με τους Τούρκους αρχηγούς, οι οποίοι ετοιμάζονταν να στραφούν εναντίον των Βυζαντινών, κατά παράβαση των συμφωνιών τους. Αναλυτικότερα για τον βίο του, βλ. B. Skoulatos, Personnages Για τις εμφύλιες βυζαντινές συγκρούσεις στη δεκαετία του 1070 και τη συνεργασία Βυζαντινών αποστατών και Τούρκων αρχηγών, βλ. παρούσα εργασία, κεφάλαιο «Η πολιτικο-στρατιωτική αναστάτωση της Μ. Ασίας και οι συνεργασίες/προσεγγίσεις με σελτζουκικές και τουρκομανικές δυνάμεις στην περίοδο », με αναφορά στις πηγές. 217

219 και μετά του πρόσφερε δώρα εκ νέου για να κλείσει η συμφωνία. Σχετικά με το ίδιο γεγονός, ο Νικηφόρος Βρυέννιος (αλλά και οι υπόλοιποι Βυζαντινοί συγγραφείς) παραδίδει επίσης ότι το σχέδιο του Αλεξίου Κομνηνού για τη σύλληψη του Ουρσέλιου από τον «σύμμαχό» του, Τουτάχ, πραγματοποιήθηκε, ό- ταν ο Νορμανδός αποστάτης βρισκόταν άοπλος σε δείπνο με τον Τουτάχ στο τουρκικό στρατόπεδο, πράγμα που ενδεχομένως διαφωτίζει μια πτυχή των σχέσεων μεταξύ Βυζαντινών στασιαστών και Τούρκων αρχηγών. Σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, τέλος, όταν ο Αλέξιος και ο Ισαάκιος Κομνηνός φιλοξενούνταν στο σπίτι ενός άρχοντα φίλου τους, στη Δέκτη, ένας χωρικός βλέποντας μια ομάδα διερχομένων Τούρκων επιδρομέων θεώρησε ότι αυτοί ήταν καλεσμένοι του άρχοντα και έσπευσε να τους φωνάξει και να τους υποδείξει πώς θα βρουν το σπίτι. Όπως προαναφέρθηκε, η πληροφορία αυτή πιθανώς α- ποτέλεσε μια φανταστική λεπτομέρεια του Νικηφόρου Βρυέννιου, παρόλ αυτά ο συγγραφέας μάλλον είχε κατά νου μια πρακτική που εφαρμοζόταν στην εποχή του και που κατά πάσα πιθανότητα εφαρμοζόταν και στη δεκαετία του 1070 από Βυζαντινούς τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι δεξιώνονταν αρχηγούς τουρκικών ομάδων 621. Όσον αφορά τις αντιλήψεις που είχαν τα μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας για τους Τούρκους συμμάχους τους και για τις σχέσεις τους μ αυτούς, θα μπορούσε ίσως να σχηματιστεί μια εικόνα μέσα από τα σχόλια των Βυζαντινών συγγραφέων, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι αναφέρονται σε βυζαντινές προσωπικότητες των οποίων αποτελούν υποστηρικτές. Συγκεκριμένα, ο υμνητής του οίκου των Κομνηνών, Νικηφόρος Βρυέννιος, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν εκείνος που με ήπια λόγια και με ισχυρά επιχειρήματα κατάφερε να κατευνάσει τον Χρυσόσκουλο και να τον πείσει να αυτομολήσει στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Έτσι, «ὁ τοῖς ὅπλοις κρατήσας ἑάλω λόγων δεινότητι». Παρομοίως, ο Αλέξιος Κομνηνός προσπαθώντας να διαλύσει τη συμμαχία του Ουρσέλιου με τον Τουτάχ έστειλε στον τελευταίο πρέσβεις και τον προσέγγισε με διακηρύξεις φιλίας. Ο Τουτάχ δέχτηκε να στείλει έναν δικό του απεσταλμένο στο βυζαντινό στρατόπεδο για συνομιλίες, ο οποίος έγινε δεκτός από τον Αλέξιο με φιλική διάθεση, με δώρα και με ήπια λόγια («ἦν γὰρ εἶπερ τις ἄλλος ἐν λόγοις ἡδύς», όπως σχολιάζει ο Νικηφόρος Βρυέννιος). Ο Αλέξιος προβάλλοντας τη φιλία του αυτοκράτορα με τον σουλτάνο κέρδισε την εύνοια του πρέσβη και τον έπεισε να φέρει τον Τουτάχ με το μέρος του, όπως και έγινε πράγματι. Επομένως, «καὶ δὴ δουλοῦται τοῖς ἀπαγγελθεῖσιν ὁ βάρβαρος καὶ ὅ- λος γίνεται τοῖς τοῦ στρατοπεδάρχου [δηλαδή του Αλεξίου Κομνηνού] λόγοις και γνώμῃ πειθήνιος» Βλ. παρούσα εργασία, σελ , (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 622 Νικηφόρος Βρυέννιος , , Πρβλ. Μιχαήλ Ατταλειάτης , ο οποίος σχολιάζει σχετικά με την αυτομόληση του Χρυσόσκουλου: «φιλῶν οἰκέτης μᾶλλον εἶναι τοῦ βασιλέως ἢ στρατάρχης τῶν Οὔννων γνωρίζεσθαι». Η Άννα Κομνηνή επαναλαμβάνει ότι ο Αλέξιος Κομνηνός πήρε με το μέρος του Τουτάχ, χάρη στην πειθώ του και στα δώρα που του έκανε, αλλά φαίνεται να μετριάζει τον βαθμό υποταγής του Τούρκου εμίρη στη θέληση του πατέρα της. Έτσι, αναφέρει απλώς ότι ο Αλέξιος Κομνηνός κέρδισε τη φιλία του Τούρκου αρχηγού. Τέλος, για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ και σελ (με αναφορά στις πηγές). 218

220 Ανάλογη εικόνα προσπαθεί να δημιουργήσει για τον Νικηφόρο Βοτανειάτη στις σχέσεις του με τους Τούρκους ο θαυμαστής του, Μιχαήλ Ατταλειάτης. Γι αυτό, αναφερόμενος στο κίνημα του Βοτανειάτη, ο Βυζαντινός ιστορικός επισημαίνει σε αρκετά σημεία ότι πολλοί Τούρκοι επιδρομείς που σκορπούσαν τον τρόμο στη Μικρά Ασία προσέρχονταν συνεχώς στον κινηματία και «με δουλικό φρόνημα» του δήλωναν υποταγή. Το γεγονός αυτό, κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, προκαλούσε σε όλους δέος και επιπλέον, οι συγκεκριμένοι Τούρκοι δεν έβλαπταν καθόλου όσους Βυζαντινούς αυτομολούσαν στον στασιαστή. Όταν ο Βοτανειάτης εισήλθε στη Νίκαια, δέχτηκε σε μια επίσημη υποδοχή τους Τούρκους συμμάχους του, οι οποίοι σταύρωσαν τα χέρια στο στήθος και υπόσχονταν να αγωνιστούν μαζί του και να υποστηρίξουν τους σκοπούς του (ενέργεια που, κατά τον J. Shepard, ουσιαστικά αποτελούσε έναν όρκο πίστης προς το πρόσωπό του). Ανάμεσα στους Τούρκους αυτούς, μάλιστα, όπως φροντίζει να τονίσει ο Βυζαντινός συγγραφέας, υπήρχαν και οι ευγενικής καταγωγής «αδελφοί Κουτλουμούση», οι οποίοι δεν καταδέχονταν να υποταχτούν ούτε σε Τούρκο, ούτε σε Βυζαντινό ηγεμόνα, παρά μόνο στον Βοτανειάτη. Τους Τούρκους αυτούς τους κέρδισε με το μέρος του χάρη στα λόγια του και στη συνετή του συμπεριφορά και τους έκανε πιστούς υποστηρικτές του και δούλους του. Έτσι, οι συγκεκριμένοι Τούρκοι ε- νώθηκαν με τους Βυζαντινούς του Βοτανειάτη με δεσμά εμπιστοσύνης και φιλίας και εκπληρώθηκε η προφητεία ότι «πρόβατα μετὰ λύκων συμβοσκηθήσονται καὶ παρδάλεις μετὰ ἐρίφων». Μάλιστα, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης ακόμη και μετά την άνοδό του στον θρόνο εξακολούθησε να έχει τη δουλική υ- ποταγή των Τούρκων υποστηρικτών του. Αυτοί με τη σειρά τους προσέρχονταν καθημερινά στον αυτοκράτορα «ἐν δουλικῷ τῷ σχήματι» και λάμβαναν πλούσια δώρα, με αποτέλεσμα να επευφημούν τον Βοτανειάτη από τη Χρυσόπολη, όπου ήταν στρατοπεδευμένες οι πολυάριθμες στρατιές τους 623. Τέλος, αξίζει να μνημονευτεί η Άννα Κομνηνή που αναφερόμενη στην προσέλευση του καίσαρα Ιωάννη Δούκα στον πατέρα της, Αλέξιο Κομνηνό, στη διάρκεια του κινήματος του τελευταίου, το 1081, παραδίδει πως ο Δούκας συνάντησε στον ποταμό Έβρο μια ομάδα Τούρκων και υποσχόμενος πολλά χρήματα και ευεργετήματα τους πρότεινε να προσέλθουν και αυτοί στην παράταξη των Κομνηνών. Οι Τούρκοι δέ- 623 Μιχαήλ Ατταλειάτης , Πρβλ. και : «Καὶ πρῶτον μὲν καταπλήττει τοὺς Οὔννους ἅπαντας, ὅ- σοι τὴν ἑῴαν κατέτρεχον, καὶ θάμβους καὶ ἀπορίας πληροῖ. Καὶ ἤρξατο συρρεῖν ἐπ αὐτὸν πλεῖστον ὅσον τουρκικὸν πλῆθος ἐν δουλικῷ τῷ φρονήματι παρῆσαν γὰρ τούτῳ αὐτόμολοι τήν τε δουλείαν ὁμολογοῦντες καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁ- μιλίαν καὶ τὴν αὐτοῦ θέαν εὐεργεσίαν μεγίστην εἶναι κατατιθέμενοι» αυτόθι : «Τὸ δὲ δὴ κρεῖττον καὶ λόγου παντὸς ὑψηλότερον ἢ παραδοξότερον, ὅτιπερ οἱ Τοῦρκοι, τῆς Ἀνατολῆς πάσης κυριεύσαντες ἤδη, τοῖς αὐτομολοῦσι πρὸς τὸν Βοτανειάτην πολίταις ἅμα καὶ ἀγροίκοις ἐμποδὼν οὐ καθίσταντο ἀλλά τινες μὲν ἀοράτῳ δυνάμει τοὺς πολεμίους ἐλάνθανον, οἱ δὲ πλείους ἐνέπιπτον μὲν αὐτοῖς, πρὸς δὲ τὸν νῦν βασιλέα μανθάνοντες αὐτοὺς κατεπείγεσθαι συνεχώρουν αὐτοῖς καὶ ἀβλαβεῖς διετίθουν, ἀβλαβῶς καὶ φιλίως πρὸς τὴν αὐτοῦ βασιλείαν καὶ προσηγορίαν παρὰ πᾶσαν ἀνθρωπίνην ὑπόνοιαν διακείμενοι» αυτόθι : «Διὰ τοῦτο καὶ ταῖς μὲν ὑποσχέσεσι τοῦ βασιλέως ἐθέλγοντο καὶ παρεκινοῦντο οἱ Τοῦρκοι, ἡ δὲ θεῖα ἀντίληψις ἄλλως αὐτοῖς διετίθει τὴν ἔκβασιν προσήρχοντο γὰρ μᾶλλον τῷ Βοτανειάτῃ καὶ τὴν δούλωσιν ἐπηγγέλλοντο καὶ συμμαχεῖν ὑπισχνοῦντο καὶ τῇ μοίρᾳ τούτου συνέταττον ἑαυτούς» αυτόθι : «οἱ Τοῦρκοι δουλικῶς ἐστρατοπεδεύσαντο καὶ τὴν εἰς αὐτὸν ἐπιταχθέντες εἴσοδον τῷ στήθει τὰς χεῖρας συνέπλεκον καὶ τὴν θέαν τούτου μεγίστην εὐεργεσίαν ἐτίθεντο καὶ ξυμπονεῖν αὐτῷ καὶ ξυμπράττειν τὰ θυμήρη κατεπηγγέλλοντο» αυτόθι για τη σχέση του Βοτανειάτη με την οικογένεια του Kutulmish αυτόθι για τα δώρα του Νικηφόρου Γ στους Τούρκους συμμάχους του. J. Shepard, Father or scorpion 107. Για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ

221 χτηκαν και ο Δούκας τους ζήτησε να δεσμευτούν με τον καθιερωμένο όρκο ότι θα συμμαχήσουν με τον Αλέξιο Κομνηνό, όπως και έγινε 624. Συνεπώς, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις διακρίνεται ένα μοτίβο: οι Τούρκοι, παρά τη στρατιωτική τους ισχύ και τις συνεχείς επιτυχίες τους στο πεδίο της μάχης, «υποδουλώνονται» από τους Βυζαντινούς αριστοκράτες, χάρη στη μεγαλοπρέπεια, την πειθώ και τον πλούτο των τελευταίων, με αποτέλεσμα να υπηρετούν πειθήνια τους σκοπούς τους. Η εικόνα αυτή ενδεχομένως θα μπορούσε να υποτεθεί ότι απηχεί τις αντιλήψεις των ίδιων των Βυζαντινών αριστοκρατών. Με βάση την εικόνα που δημιουργείται α- πό τις πηγές, οι τελευταίοι πιθανώς ήθελαν να πιστεύουν ότι χάρη στο κύρος του ονόματός τους, τον πλούτο τους και ίσως ακόμη την πολιτισμική τους ανωτερότητα ως Ρωμαίοι θα ήταν σε θέση να θαμπώσουν τους άξεστους βαρβάρους και να τους χρησιμοποιήσουν ως υπάκουα όργανα για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα βρισκόταν σε συμφωνία με την προαναφερθείσα άποψη του Cl. Cahen, που υποστήριξε ότι οι Βυζαντινοί δεν θεωρούσαν τους Τούρκους εχθρούς με την παραδοσιακή έννοια, αλλά πίστευαν ότι μπορούσαν να τους απορροφήσουν 625. Βέβαια, η εικόνα που είχαν οι αριστοκράτες για τις σχέσεις τους με τους Τούρκους διαψευδόταν από την πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, οι Τούρκοι υποστηρικτές του Νικηφόρου Βοτανειάτη δεν ήταν όσο υποταγμένοι στην προσωπικότητα του αυτοκράτορα παρουσιάζονται από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, αφού σύντομα τον εγκατέλειψαν για να υποστηρίξουν τον Νικηφόρο Μελισσηνό, ο οποίος με τη σειρά του, επίσης, αδυνατούσε να τους ελέγξει, εφόσον παρέδωσε σ αυτούς «καὶ ἄκων», κατά τον Νικηφόρο Βρυέννιο, αρκετές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας 626. Παρομοίως, παρότι η παράταξη των Κομνηνών κέρδισε με χρήματα και με όρκους τις υπηρεσίες των Τούρκων στρατιωτών, οι τελευταίοι αποδείχτηκαν εξίσου ανεξέλεγκτοι, α- φού, όταν ο Αλέξιος Κομνηνός κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, συμμετείχαν και αυτοί μαζί με τα υ- πόλοιπα στρατεύματα στη λεηλασία της πόλης 627. Στην τελευταία εικοσαετία του 11 ου αιώνα, μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία και την ίδρυση εκεί τουρκικών κρατικών μορφωμάτων, η στάση της βυζαντινής αριστοκρατίας απέναντι στη νέα κατάσταση θα πρέπει να υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από τον τόπο, ό- που βρίσκονταν τα μέλη της. Σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, πολλά μέλη της αριστοκρατίας μετακινήθηκαν στη δυτική Μικρά Ασία ή στα Βαλκάνια, ενώ άλλα παρέμειναν στον τόπο τους 628. Στην πρώτη περίπτωση, οι Βυζαντινοί αριστοκράτες, σύμφωνα με την H. Glykantzi-Ahrweiler, ανέπτυξαν κάποιο αί- 624 Άννα Κομνηνή Βλ. J. Shepard, Father or scorpion 107, σημ Για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ. 144, σημ C. Cahen, Pre-Ottoman Turkey Βλ. παρούσα εργασία, σελ. 140 (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 627 Άννα Κομνηνή : «καὶ οὕτως ἅπαν τὸ στρατόπεδον ἐκ ξενικῆς τε καὶ ἐγχωρίου ἔκ τ αὐτοχθόνων καὶ τῶν παρακειμένων χωρῶν συνεληλυθὸς τὴν πόλιν ἐκ πολλοῦ παντοίοις εὐθηνοῦσαν εἴδεσιν ἐξ ἠπείρου τὲ καὶ θαλάσσης συνεχῶς ἀρδομένην γινώσκοντες ἐν βραχεῖ χρόνῳ διὰ τῆς Χαρσίου πύλης εἰσεληλύθασιν ἁπανταχοῦ σκεδασθέντες περί τε τὰς λεωφόρους περί τε τὰς τριόδους καὶ ἀμφόδους μὴ οἰκιῶν, μὴ ἐκκλησιῶν, μὴδὲ αὐτῶν τῶν ἱερῶν ἀδύτων τὸ παράπαν φειδόμενοι, ἀλλὰ λείαν πολλὴν ἐκεῖθεν ἐπισυνάγοντες, τοῦ μέντοι ἀποκτένειν μόνον ἀφιστάμενοι, τὰ δ ἄλλα πάντα ἰταμῶς πάντῃ καὶ ἀναισχύντως ποιοῦντες». Πρβλ. Ιωάννης Ζωναράς, Γ Σπ. Βρυώνης, Παρακμή

222 σθημα πατριωτισμού (σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον). Κατά την ερευνήτρια, η εξωτερική πίεση του 11 ου αιώνα που απείλησε την υπόσταση της αυτοκρατορίας προκάλεσε παράλληλα την ανάπτυξη ε- νός αισθήματος αντίστασης των Βυζαντινών, ώστε να σωθεί το κράτος. Κύριος φορέας αυτής της αντίστασης ήταν ο αναδιοργανωμένος στρατός των Κομνηνών και ιδιαίτερα οι διοικητές του, που αποτελούσαν μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών του Βυζαντίου, των ίδιων οικογενειών που ανέβασαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θρόνο. Όπως και στην εποχή της πρώτης αραβικής κατάκτησης, η ανάγκη α- ντιμετώπισης του εξωτερικού κινδύνου εκφράστηκε και στηρίχτηκε από τον στρατό. Η διαφορά έγκειται στους κοινωνικούς προσανατολισμούς των αυτοκρατόρων, όσον αφορά τον στρατό οι Ίσαυροι στηρίχτηκαν στο εθνικό λαϊκό στοιχείο, ενώ οι Κομνηνοί στην αριστοκρατία. Οι εκπρόσωποι της τελευταίας διέπονταν από την αριστοκρατική ιδέα να υπερασπίσουν τα εδάφη της αυτοκρατορίας και να της ξαναδώσουν τη στρατιωτική αίγλη του παρελθόντος που είχε αμαυρωθεί, ο λεγόμενος αριστοκρατικός πατριωτισμός. Η ιδεολογία αυτή διέπνεε και την ίδια την πολιτική των Κομνηνών αυτοκρατόρων, ενώ γύρω της συσπείρωσε τις λαϊκές μάζες της χώρας. «Έτσι», συμπέρανε η H. Glykantzi-Ahrweiler, «θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική των Κομνηνών, ως πολιτική πατριωτική, αποτελεί συνέχεια της έ- ξαρσης που είχε γνωρίσει το Βυζάντιο κατά την εποχή των εικονομάχων αυτοκρατόρων και ως πολιτική αριστοκρατική, εμπνέεται από τις αρχές που είχαν οδηγήσει τους μακεδόνες αυτοκράτορες. Αυτή η πολιτική είναι οπωσδήποτε η τέλεια έκφραση της κρίσιμης κατάστασης στην οποία βρέθηκε ένα μεγάλο έ- θνος, που είχε συνείδηση της κλονισμένης δόξας του και βρισκόταν κάτω από μια επικίνδυνη απειλή» 629. Πέρα από αυτές τις θεωρητικές αντιλήψεις, δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες στην Αλεξιάδα που να φανερώνουν σαφώς τη στάση και τις απόψεις των αριστοκρατών της αυτοκρατορίας. Παρόλ αυτά, ο J.-Cl. Cheynet, με βάση την εξέλιξη των γεγονότων, διατύπωσε την υπόθεση (χωρίς, όμως, να παραπέμπει σε μαρτυρίες των πηγών) ότι πράγματι υπήρχε διάθεση απώθησης των Τούρκων εισβολέων, στη βυζαντινή αριστοκρατία. Όπως παρατήρησε, ο Αλέξιος Α ανέβηκε στην εξουσία με τη βοήθεια των μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών της Μικράς Ασίας και επιπλέον είχε στην υπηρεσία του μια γενιά νέων στρατηγών που δεν ανέχονταν την υποχώρηση της αυτοκρατορίας και που ήταν πρόθυμοι να υποστηρίξουν πολεμικές ενέργειες στην Ανατολή, εφόσον αυτό ήταν εφικτό. Όμως, ο Αλέξιος Α μόλις α- νέβηκε στον θρόνο και καθώς πιεζόταν από παντού, προτίμησε να αντιμετωπίσει τον νορμανδικό κίνδυνο, γιατί ήταν πιο άμεσος για την υπόσταση της αυτοκρατορίας και γιατί θεωρούσε ότι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να περάσουν την Προποντίδα, αλλά αντίθετα παρέμεναν στο μικρασιατικό έδαφος διασπασμένοι στην υπηρεσία αποστατών Βυζαντινών στρατηγών. Την επιλογή του Αλεξίου Α επηρέασε και το γεγονός ότι πολλές υψηλές προσωπικότητες της αριστοκρατίας, ανάμεσά τους ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας, ο Ισαάκιος Κομνηνός, ο Νικηφόρος Μελισσηνός και ο Γρηγόριος Πακουριανός είχαν στην κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις στη Βαλκανική χερσόνησο, τις οποίες ήθελαν οπωσδήποτε να προστατεύ- 629 Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ιδεολογία

223 σουν. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπήρχαν στο στράτευμα και πολυάριθμοι αξιωματικοί μικρασιατικής καταγωγής, οι οποίοι θίγονταν από αυτήν την προτίμηση αυτοί έκαναν υπομονή για ένα διάστημα, ώσπου να εξαλειφτεί ο άμεσος κίνδυνος στη Βαλκανική, αλλά δεν εγκατέλειπαν την επιθυμία να υπερασπιστούν την πατρική γη τους στην Ανατολή 630. Κατ επέκταση, ο J.-Cl. Cheynet θεώρησε ότι ο κύριος πυρήνας αντίστασης απέναντι στον Αλέξιο Α και την πολιτική του βρισκόταν ανάμεσα στους Μικρασιάτες αξιωματικούς του στρατού, όπως τους Αντίοχους, τους Κεκαυμένους και τους Σκληρούς και μάλιστα ότι κινήματα, όπως εκείνα του Νικηφόρου Διογένη (1094) και των Ανεμάδων θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως εχθρικές εκδηλώσεις απέναντι στη στρατηγική του αυτοκράτορα, ο οποίος ευνοούσε την υπεράσπιση της Δύσης σε βάρος της ανατολής. Εξάλλου, όπως παρατήρησε ο ίδιος ερευνητής, η στάση των Ανεμάδων βρήκε ως υποστηρικτές πολλούς αξιωματικούς, όπως τους Αντίοχους, τους Κασταμονίτες, τον Βασιλάκιο και τον Δούκα. Έτσι, οι δυτικές οικογένειες έμεναν ικανοποιημένες από την πολιτική του αυτοκράτορα, ενώ οι ανατολικές έ- βλεπαν ότι όσο περνούσε ο καιρός μειώνονταν οι πιθανότητές τους να επανακτήσουν τις ιδιοκτησίες τους στην Ανατολή. Η αντιπολίτευσή τους στον Αλέξιο Α ήταν μικρή όσο υπήρχε ο νορμανδικός κίνδυνος, αλλά στη συνέχεια δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απραξία του αυτοκράτορα. Κατά τον ίδιο ερευνητή, αυτή η υπόθεση θα δικαιολογούσε και τη χρονολογία των κινημάτων εναντίον του Αλεξίου Α, αφού αυτά έλαβαν χώρα μετά τις πρώτες του νίκες, αλλά πριν να στραφεί στη Μικρά Ασία, το 1107, χρονιά από την οποία και μετά ο Αλέξιος απόλαυσε μια σχετική ηρεμία στο εσωτερικό του κράτους. Από εκείνη τη χρονιά, οι Μικρασιάτες στρατιώτες μεγάλοι πια σε ηλικία άρχισαν να αποστρατεύονται, ενώ από την άλλη πλευρά και ο αυτοκράτορας άρχισε να διεξάγει ο ίδιος εκστρατείες στη Μικρά Ασία, όπως επιθυμούσαν 631. Η πρόθεση αυτή για αντίσταση χαρακτήριζε αρχικά, σε κάποιον βαθμό και τους αριστοκράτες που παρέμειναν στις περιοχές τους. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου Α, όταν η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να ασχοληθεί με την Ανατολή, υπήρχαν στη Μικρά Ασία Βυζαντινοί στρατηγοί, μέλη της αριστοκρατίας, που ανέλαβαν μόνοι τους την υπεράσπιση των περιοχών τους. Σύμφωνα με τον J.-Cl. Cheynet, η τουρκική κατάκτηση της μικρασιατικής χερσονήσου ήταν μερική και σίγουρα ατελής. Ο ε- ρευνητής, λαμβάνοντας υπ όψη του λίστες αξιωματούχων και επισκόπων, σφραγίδες, εμπορικές συνθήκες που περιλάμβαναν κάποιες παραλιακές πόλεις, καθώς και συγκεκριμένες αναφορές των πηγών, συμπέρανε πως ακόμη και πριν τη βυζαντινή ανάκτηση η αυτοκρατορία είχε στον έλεγχό της σχεδόν όλα τα παράλια της χερσονήσου και μερικές τοποθεσίες στο εσωτερικό 632. Μάλιστα, αναφέρονται ο Βούρτζης, τοπάρχης της Καππαδοκίας και του Χώματος, που το 1081 υπερασπιζόταν το Χώμα, οι αδελφοί Mandalai, που υπερασπίζονταν την Καππαδοκία και ο Διαβατηνός που βρισκόταν στην Παφλαγονία, στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου. Αυτοί οι αξιωματούχοι, επιθυμώντας να προστατεύσουν τις 630 J.-Cl. Cheynet, Pouvoir J.-Cl. Cheynet, Pouvoir J.-Cl. Cheynet, Résistance

224 γαίες τους, στράτευαν στρατιώτες μόνοι τους στις περιοχές τους και ανέπτυξαν μάλιστα κάποια αυτονομία, λόγω των κακών επικοινωνιών με την πρωτεύουσα. Παρομοίως, ο Θεόδωρος Γαβράς αυτονομήθηκε και προστάτευε την Τραπεζούντα με τη Χαλδία, ενώ ο Αρμένιος Φιλάρετος Βραχάμιος ανεξαρτητοποιήθηκε στην Κιλικία, την οποία και προφύλαγε από τις τουρκικές επιδρομές. Το συμπέρασμα του J.- Cl. Cheynet είναι ότι, αφού πέρασε το στοιχείο του αιφνιδιασμού των προηγούμενων χρόνων, οι Βυζαντινοί ήταν σε θέση, όταν ήταν αποφασισμένοι, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις εισβολές 633. Παρόλ αυτά, καθώς η αυτοκρατορία δεν βρισκόταν σε θέση να βοηθήσει την τοπική αντίσταση, ή- ταν αναπόφευκτο για τους διοικητές αργά ή γρήγορα να ακολουθήσουν διαφορετική στάση σύμφωνα με τον J.-Cl. Cheynet, οι επιλογές των Βυζαντινών αριστοκρατών, εν όψει της τουρκικής κατάκτησης ή- ταν τρεις: η αντίσταση, η φυγή ή η συνεργασία με τον κατακτητή. Όπως αναφέρθηκε, υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες για την πρώτη περίπτωση. Όσον αφορά τη φυγή από τις κατακτημένες περιοχές, αυτή φαίνεται πως την επέλεγαν πολύ συχνά μέλη της αριστοκρατίας, αφού αναφέρονται οι τόποι, όπου ε- γκαταστάθηκαν στα δυτικά εδάφη της αυτοκρατορίας και όπου τους αποδόθηκαν γαίες από τον αυτοκράτορα, κυρίως στη Μακεδονία, στην Ήπειρο και στα νησιά. Χαρακτηριστικά, ο Νικηφόρος Μελισσηνός, γαμπρός του Αλεξίου Α, εγκατέλειψε τις μεγάλες εκτάσεις του στο Δορύλαιο και έλαβε εκτεταμένες γαίες στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ένα μέρος μάλιστα αυτών των εκτάσεων το απέδωσε στην οικογένεια των Βούρτζηδων, που ήταν συγγενείς του και τον συνόδευσαν. Ο Νικηφόρος Διογένης έλαβε ευρείες εκτάσεις στην Κρήτη. Ο Γρηγόριος Πακουριανός εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Φιλιππούπολης και ο Συμβάτιος Πακουριανός στην ανατολική Μακεδονία. Ο Κωνσταντίνος Θεοδωροκάνος ήδη από την εποχή του Μιχαήλ Ζ κατοικούσε στην Τραϊανούπολη της Θράκης, ενώ οι Κουρτίκιοι και οι Βεμπετζιώτες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία. Η οικογένεια των Κομνηνών, συγκεκριμένα οι αδελφοί του αυτοκράτορα Ισαάκιος και Αδριανός, όπως και η οικογένεια των Αργυρών, απέκτησαν μεγάλες εκτάσεις στη Μακεδονία. Επομένως, τα μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας, εφόσον μπορούσαν, επέλεγαν να φύγουν από τα κατακτημένα εδάφη και όπως προαναφέρθηκε, πολλοί απ αυτούς πίεζαν τον αυτοκράτορα να στραφεί προς την Ανατολή. Ωστόσο, την επιλογή αυτή έκαναν φαίνεται τα μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας, που μπορούσαν να ελπίζουν σε αποζημίωση των περιουσιών τους από τον αυτοκράτορα. Οι υπόλοιποι, κατά τον J.-Cl. Cheynet, προτίμησαν να παραμείνουν στη γη τους και να συνεργαστούν με τους κατακτητές. Αν και για αυτήν την εποχή δεν αναφέρονται ονόματα Βυζαντινών αριστοκρατών, συνεργατών των Τούρκων, ο Γάλλος ερευνητής παρατήρησε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ibn Bibi, πολυάριθμοι Βυζαντινοί χαμηλόβαθμοι τοπικοί αξιωματούχοι του δέκατου τρίτου αιώνα βρίσκονταν στην υπηρεσία των Σελτζούκων. Τα πιο γνωστά παραδείγματα Βυζαντινών αριστοκρατών που πέρασαν στην υπηρεσία των σουλτάνων ανήκουν στην οικογένεια των Γαβράδων, αλλά εντοπίζονται μόλις στα μέσα του 12 ου αιώνα και όχι στην εποχή της πρώτης τουρκικής κατάκτησης. Παρομοίως, ο Σπ. Βρυώνης υπέθεσε ότι η ύπαρξη μελών της βυζαντινής αριστοκρατίας στην υπηρεσία των Σελτζού- 633 J.-Cl. Cheynet, Pouvoir 237, ,

225 κων και των Οθωμανών, στους επόμενους αιώνες, φανερώνει ότι ένα σημαντικό μέρος της αριστοκρατίας αυτής θα πρέπει να παρέμεινε στα εδάφη της και να συμβιβάστηκε με τους Τούρκους κατακτητές, λόγω αμοιβαίων συμφερόντων και τα μέλη αυτά κατέλαβαν θέσεις στις υπηρεσίες τους. Μάλιστα, αρκετοί απ αυτούς τους Βυζαντινούς θα πρέπει να εξισλαμίστηκαν, ενώ ήδη από την αρχή της τουρκικής κατοχής, σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, έλαβαν χώρα μικτοί γάμοι, οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγχώνευση των δύο πλευρών 634. γ) Στάση και αντιλήψεις των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων. Δυσκολότερη φαίνεται η εξαγωγή συμπερασμάτων για τις σχέσεις των υπόλοιπων στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας με τους Τούρκους, αφού δεν παραδίδονται επαρκείς πληροφορίες από τα ιστοριογραφικά έργα της εποχής. Για την περίοδο μέχρι το 1080/1, οι βυζαντινές πηγές μνημονεύουν κατά κύριο λόγο τα δεινά που υφίσταντο οι Βυζαντινοί εξαιτίας της δράσης των επιδρομέων, δίνοντας την εντύπωση πως αυτός ήταν ο κανόνας στις σχέσεις των δύο πλευρών, στη συγκεκριμένη εποχή. Κατά συνέπεια, στις σπάνιες περιπτώσεις που αναπτυσσόταν κάποια μορφή ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Τούρκους, οι Βυζαντινοί συγγραφείς φρόντιζαν να επισημάνουν το αξιοσημείωτο γεγονός. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης για παράδειγμα γράφοντας για το κίνημα του Βοτανειάτη, το , τονίζει ότι οι Τούρκοι υποστηρικτές του στασιαστή δεν έβλαπταν τους Βυζαντινούς που προσέρχονταν σε αυτόν και μάλιστα φανερώνει έκπληξη και θαυμασμό για το γεγονός αυτό. Επιπλέον, σε άλλο σημείο παρομοιάζει τις αρμονικές σχέσεις των Βυζαντινών και των Τούρκων υποστηρικτών του Βοτανειάτη με την εκπλήρωση κάποιας βιβλικής προφητείας 635. Χρήσιμη για το σχηματισμό κάποιας εικόνας σχετικά με τη στάση και τις αντιλήψεις των Βυζαντινών υπηκόων απέναντι στους Τούρκους θα μπορούσε ενδεχομένως να φανεί η εξέταση των πληροφοριών των πηγών για τη στάση των Βυζαντινών στρατιωτών, που (εφόσον βέβαια ήταν γηγενείς Βυζαντινοί) προέρχονταν από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα με τους Βυζαντινούς συγγραφείς, την ε- ποχή των πρώτων βυζαντινο-τουρκικών συγκρούσεων μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1050, οι Βυζαντινοί στρατιώτες έδειχναν προθυμία να πολεμήσουν τους αντιπάλους. Συγκεκριμένα, όταν, το 1048, αναγγέλθηκε η προσέγγιση της στρατιάς του Ibrahim Inal και οι Βυζαντινοί στρατηγοί έκαναν συμβούλιο για να αποφασίσουν πώς θα δράσουν, ο Κατακαλών Κεκαυμένος πρότεινε να αντιμετωπίσουν αμέσως τον αντίπαλο εκτός των βυζαντινών συνόρων, εκμεταλλευόμενοι μεταξύ άλλων και το υ- ψηλό ηθικό των Βυζαντινών στρατιωτών, που μετά την πρώτη νίκη τους το ίδιο έτος ήταν πρόθυμοι να συνάψουν μάχη. Παρομοίως, οι κάτοικοι του Άρτζε, στη διάρκεια της ίδιας τουρκικής επίθεσης προτίμησαν να παραμείνουν στην πόλη τους και να την υπερασπιστούν, αν και δεν ήταν καλά οχυρωμένη, 634 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή J.-Cl. Cheynet, Pouvoir Για την οικογένεια των Γαβράδων και ιδιαίτερα για τον «σελτζουκικό» της κλάδο, βλ. Cl. Cahen, Une famille Byzantine au service des Seldjukides d Asie Mineure, στο Polychronion, (= Cl. Cahen, Turcobyzantina, αρ. VIII). 635 Μιχαήλ Ατταλειάτης , Για αναλυτική επισκόπηση της καταστροφικής δράσης των επιδρομέων, βλ. το Πρώτο Μέρος της παρούσας εργασίας, όπου παρατίθεται αναλυτική βιβλιογραφία για το ζήτημα. 224

226 παρά να καταφύγουν στην οχυρή Θεοδοσιούπολη, επειδή, σύμφωνα με την άποψη του Γ. Λεβενιώτη υ- ποτίμησαν τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι επιδρομείς. Αργότερα, οι βυζαντινές πηγές κάνοντας λόγο για την πολιορκία του Μαντζικέρτ από τον Toğrul, το 1054, δίνουν έμφαση στη γενναία αντίσταση των πολιορκημένων, χάρη στις προτροπές του διοικητή της πόλης Βασιλείου Αποκάπη και ιδιαίτερα στην ενέργεια του Λατίνου στρατιώτη που βγήκε από την πόλη και έκαψε τον τουρκικό καταπέλτη. Μάλιστα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης παρουσιάζει στο τέλος της πολιορκίας τον Toğrul να αναγνωρί-ζει τη γενναιότητα των αντιπάλων του και να κατακρίνει τους συμβούλους του, που εκ των προτέρων υ- ποστήριζαν ότι οι Βυζαντινοί ήταν δειλοί 636. Μέχρι τα μέσα, όμως, περίπου, της δεκαετίας του 1060, η αύξηση των επιδρομών και η παραμέληση του στρατού οδήγησαν στη μείωση της ποιότητας του στρατεύματος και στην κατάπτωση του ηθικού. Ως συνέπεια, στις βυζαντινές πηγές αυξάνονται οι αναφορές σε περιπτώσεις στρατιωτών που φοβούνταν να αντιμετωπίσουν τον αντίπαλο 637. Ο πανικός των στρατιωτών έγινε ιδιαίτερα φανερός στην εποχή της βασιλείας του Ρωμανού Δ, οπότε τα βυζαντινά στρατεύματα άρχισαν να διεξάγουν εκστρατείες και λάμβαναν εντολές να συγκρουστούν με τους Τούρκους επιδρομείς, πράγμα που πολύ συχνά αρνούνταν να πράξουν εξαιτίας του φόβου των στρατιωτών. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης μάλιστα αναφερόμενος στην αδράνεια που επέδειξαν μερικά τμήματα της βυζαντινής στρατιάς, όταν στη διάρκεια της εκστρατείας του 1068 μερικές γειτονικές μονάδες δέχτηκαν επίθεση από τον εχθρό, σχολιάζει: «τότε τοίνυν κἀγὼ οὐ τοσοῦτον ἀπέγνων τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν, ὅσον τὴν τῶν Ῥωμαίων κατέγνων δειλίαν ἢ ἀ- πειροκαλίαν ἢ ταπεινότητα» 638. Παράλληλα, ωστόσο, οι βυζαντινές πηγές προσθέτουν ότι χάρη στις ενέργειες του Ρωμανού Δ, τα στρατεύματα άρχισαν να αποκτούν ξανά σιγά-σιγά διάθεση για μάχη 639. Όσον αφορά τις αντιλήψεις των Βυζαντινών υπηκόων για τους νέους αντιπάλους, την ίδια εποχή, φαίνεται ότι αρχικά τους αντιλαμβάνονταν ως εργαλεία της θεϊκής τιμωρίας για τους αιρετικούς των α- νατολικών επαρχιών. Όταν, όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1060, το πεδίο δράσης των επιδρομέων διευρύνθηκε προς τα δυτικά, οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί υπήκοοι άρχισαν να θεωρούν ότι για τον ερ- 636 Μιχαήλ Ατταλειάτης για την πολιορκία του Μαντζικέρτ και ιδιαίτερα : «Ἐκ τούτου δυσχεράνας ὁ πολεμήτωρ καὶ πολλὴν εὐήθειαν τῶν κατ αὐτὸν κατεγνωκὼς ὅτι τῶν Ῥωμαίων ἀνανδρίαν καταψηφίζονται τοσοῦτων ὄ- ντων τὴν ἀρετήν...». Ιωάννης Σκυλίτζης για την αγγελία της επίθεσης του Ibrahim Inal και την πρόταση του Κατακαλών Κεκαυμένου αυτόθι για τους κατοίκους του Άρτζε αυτόθι για τον ρόλο του Βασιλείου Αποκάπη και του Λατίνου στρατιώτη στην πολιορκία του Μαντζικέρτ. Βλ. Γ. Λεβενιώτης, Κατάρρευση 92-93, 668. Επίσης, για περιγραφή των γεγονότων, βλ. παρούσα εργασία, σελ , Μιχαήλ Ατταλειάτης : «τῇ τε τῶν Νεφθαλιτῶν Οὔννων, ἤτοι τῶν Τούρκων, ἐπιδρομῇ καὶ κατισχύσει καὶ τῇ βιαίᾳ ὑποχωρήσει καὶ δείματι τῶν ἠμελημένων στρατιωτῶν ἐκ τοῦ ῥωμαϊκοῦ καταλόγου καὶ συνεχεῖς ὑπῆρχον αἱ ἐκδρομαί» αυτόθι , , Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , Μιχαήλ Ατταλειάτης Πρβλ. και , , , , , Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση , , , Ιωάννης Ζωναράς, Γ , που αναφέρει λακωνικά ότι οι Βυζαντινοί στρατιώτες αδράνησαν, όταν οι συμπολεμιστές τους δέχτηκαν επίθεση. 639 Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Ἐπ αὐτοῦ τοίνυν τοῦ βασιλέως ἤρξαντο Ῥωμαῖοι πολεμίοις ἀντοφθαλμίζειν καὶ πρὸς γενναιότητος ἀναφέρειν λόγον καὶ συνίστασθαι πρὸς ἀντίθεσιν, ἐπεὶ τά γε κατὰ τοὺς προβεβασιλευκότας, ἐξ οὗπερ ὁ Μονομάχος καὶ οἱ καθεξῆς ἐπεκράτησαν, πλὴν ἐπιδείξεως μόνης καὶ πλήθους συναγωγῆς οὐδενὶ καρτερὰν πρὸς μάχην συνέρραξαν, ὥς εἶναι δῆλον ὅτι τοῦ ἡγεμόνος ὡς ἐπίπαν ἐστὶ τὸ κατορθούμενον ἐν ὅλοις τοῖς πράγμασιν» αυτόθι Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση Ιωάννης Ζωναράς, Γ

227 χομό των επιδρομέων ευθύνονταν οι δικές τους αμαρτίες 640. Αν αυτή ήταν πράγματι η επικρατούσα α- ντίληψη των υπηκόων, τότε φαίνεται ότι σε αυτήν την εποχή οι Βυζαντινοί είχαν μάλλον μια απρόσωπη εικόνα για τους Τούρκους τους αντιλαμβάνονταν δηλαδή ως μια μακρινή απειλή που, με βάση τις κοσμοαντιλήψεις τους, είχε μοναδικό σκοπό να επιφέρει τη θεϊκή τιμωρία. Η εικόνα των Τούρκων, ωστόσο, θα γινόταν πολύ πιο σύνθετη στα επόμενα χρόνια, όταν λόγω των νέων συνθηκών οι Βυζαντινοί ό- λων των κοινωνικών στρωμάτων θα αποκτούσαν πλέον προσωπική επαφή με τους εισβολείς. Στη δεκαετία του 1070, όταν η παρουσία της κεντρικής εξουσίας στη Μικρά Ασία αποδυναμώθηκε αποφασιστικά, οι βυζαντινοί πληθυσμοί βρίσκονταν πλέον στο έλεος των επιδρομέων. Σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, η διαρκής εμπόλεμη κατάσταση προκάλεσε πολλούς θανάτους και εξανδραποδισμούς στους χριστιανικούς πληθυσμούς, αλλά και καταστροφές στο μικρασιατικό έδαφος με αποτέλεσμα τη μείωση της αγροτικής παραγωγής, τον λιμό, την πανώλη και την αύξηση της θνησιμότητας. Η κατάσταση αυτή υποχρέωσε πολλά μέλη της αγροτικής κοινωνίας να μεταναστεύσουν προς αναζήτηση ασφάλειας. Προορισμοί τους ήταν βουνά, όπως ο Ταύρος, που πρόσφεραν προστασία, καλά οχυρωμένες πόλεις και περιοχές που βρίσκονταν ακόμη υπό χριστιανικό έλεγχο. Γενικά, οι βυζαντινοί πληθυσμοί μετακινούνταν από το κεντρικό οροπέδιο της χερσονήσου προς τα βόρεια, δυτικά και νότια παράλια, ενώ πολλοί μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, λόγω της συγκέντρωσης του πλήθους επήλθε λιμός και οι άνθρωποι στερούνταν τα χρειώδη 641. Το υπόλοιπο μέρος του βυζαντινού πληθυσμού μην ελπίζοντας πλέον σε αυτοκρατορική υποστήριξη φαίνεται πως άρχισε να συσπειρώνεται γύρω από τους τοπικούς άρχοντες αναζητώντας προστασία, οπότε, όπως παρατήρησε ο Σπ. Βρυώνης, η μοίρα της βυζαντινής κοινωνίας (σε κάθε περιοχή) εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης από τους Βυζαντινούς αριστοκράτες που επίσης παρέμειναν και που επέλεγαν είτε να αντισταθούν, είτε να συνεργαστούν με τους επιδρομείς Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Ἐδόκει μὲν γὰρ ἡ τοσαύτη τῶν ἐθνῶν ἐπαρσις καὶ κατακοπὴ τῶν ὑπὸ Ῥωμαίους τελούντων ὀργὴ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, οἳ τὴν Ἰβηρίαν καὶ Μεσοποταμίαν καὶ ἄχρι Λυκανδοῦ καὶ Μελιτηνῆς καὶ τὴν παρακειμένην οἰκοῦσιν Ἀρμενίαν καὶ οἳ τὴν ἰουδαϊκὴν τοῦ Νεστορίου καὶ τὴν τῶν Ἀκεφάλων θρησκεύουσιν αἵρεσιν καὶ γὰρ πλήθουσιν <αἵδε> αἱ χῶραι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας. Ἐπὰν δὲ καὶ τῶν ὀρθοδόξων ἥψατο τὸ δεινόν, εἰς ἀμηχανίαν ἦσαν πάντες οἱ τὰ Ῥωμαίων θρησκεύοντες». Συνέχεια Ιωάννη Σκυλίτση : «Πρότερον μὲν γὰρ ἡ τοσαύτη τῶν ἐ- θνῶν ὁρμὴ καὶ ἔπαρσις καὶ ὑπὸ Ῥωμαίων τελούντων κατακοπή ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐδόκει, κατὰ τῶν αἱρετικῶν δὲ οἳ τὴν Ἰβηρίαν καὶ Μεσοποταμίαν ἄχρι Λυκανδοῦ καὶ Μελιτηνῆς καὶ τὴν παρακειμένην οἰκοῦσιν Ἀρμενίαν καὶ οἳ τὴν ἰουδαϊκὴν τοῦ Νεστορίου καὶ τὴν τῶν Ἀκεφάλων θρησκεύουσιν αἵρεσιν καὶ γὰρ πλήθουσιν αἵδε αἱ χῶραι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας. Ἐπὰν δὲ καὶ τῶν ὀρθοδόξων ἥψατο τὸ δεινόν, ἐν ἀμηχάνοις ἢσαν πάντες οἱ τὰ Ῥωμαίων θρησκεύοντες, πεπληρώσθαι καὶ τὸ αὐτῶν μέτρον, οἷα καὶ τὸ τῶν Ἀμορραίων, λογιζόμενοι καὶ πιστεύοντες τηνικαῦτα ὡς ἄρα οὐ μόνον πίστις ἀ- παιτεῖται ὀρθή, ἀλλὰ καὶ βίος τῇ πίστει μὴ ἀνθιστάμενος». Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 371. Όπως παρατήρησε ο τελευταίος ερευνητής, αντίθετες ήταν οι αντιλήψεις των Σύρων επί παραδείγματι, ο Μιχαήλ Σύρος έγραψε ότι οι τουρκικές επιδρομές πραγματοποιήθηκαν ως τιμωρία στους Έλληνες, για τη θρησκευτική καταδίωξη των μονοφυσιτών της ανατολικής Μικράς Ασίας. 641 Μιχαήλ Ατταλειάτης : «Ἐπεὶ δὲ καὶ τὴν ἑῴαν οἱ ἐκεῖσε καταναλίσκοντες ἦσαν βάρβαροι καὶ πορθοῦντες καὶ καταβάλλοντες, πλῆθος ἐκεῖθεν ὁσημέραι τῇ βασιλίδι προσέφευγεν, ὅ τε λιμὸς ἐστενοχώρει πάντας τῇ ἐνδείᾳ τῶν ἀναγκαίων καταπιέζων αὐτούς». Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 204: «Σημαντικότατη, σε σχέση με τη μοίρα της βυζαντινής κοινωνίας, ήταν η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης από τη μεγαλογαιοκτημονική [...] αριστοκρατία [...] Οι κοσμικοί άρχοντες της ελληνοχριστιανικής κοινωνίας ή έφυγαν από τη μουσουλμανική Ανατολή ή συμβιβάστηκαν με τους κατακτητές, δίνοντας έτσι παράδειγμα προς μίμηση σε όλες τις τάξεις της βυζαντινής κοινωνίας». 226

228 Στη δεκαετία του 1070, συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Βρυέννιος, όταν, το 1076, ο Αλέξιος Κομνηνός μετέφερε τον αιχμάλωτο Ουρσέλιο προς την Κωνσταντινούπολη έφτασε στην Ηράκλεια του Πόντου, όπου ο Μαύρηξ είχε συγκροτήσει ένα μικρό ιδιωτικό στράτευμα και διηύθυνε την άμυνα της πόλης. Λίγο νωρίτερα, οι κάτοικοι της Αμάσειας είχαν φανερώσει απροθυμία να βοηθήσουν στην ε- ξασφάλιση των λύτρων που θα οδηγούσαν τον Ουρσέλιο στην αιχμαλωσία, επειδή, κατά τον Γ. Λεβενιώτη, ο Νορμανδός στασιαστής με τη δράση του στην περιοχή αποτελούσε τη μοναδική πηγή ασφάλειας για τους Βυζαντινούς κατοίκους 643. Βέβαια, η διάθεση των Βυζαντινών αρχόντων για αντίσταση δεν συνεπαγόταν απαραίτητα παρόμοια διάθεση και από τα κατώτερα στρώματα. Όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Βρυέννιος, όταν οι Αλέξιος και Ισαάκιος Κομνηνός πολιορκήθηκαν στο σπίτι του φίλου τους, στη Δέκτη, παρότι πολλοί έσπευσαν με γενναιότητα να πολεμήσουν, ωστόσο, ένα μέρος των παρευρισκομένων Βυζαντινών, κυρίως υπηρέτες, παράτησαν τα όπλα τους και αυτομόλησαν στους εχθρούς, α- φού ζήτησαν και έλαβαν εγγυήσεις για τη ζωή τους 644. Από την άλλη πλευρά, όποτε υπήρχε συνεργασία ανάμεσα στη βυζαντινή αριστοκρατία και τους ε- πιδρομείς, φαίνεται ότι ευνοούνταν και η ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στα υπόλοιπα στρώματα και στους Τούρκους. Τέτοια θα πρέπει να ήταν η περίπτωση των Βυζαντινών υποστηρικτών του Νικηφόρου Βοτανειάτη, που συνεργάζονταν με τους Τούρκους συμμάχους του. Εκτός αυτού, αξίζει να σημειωθεί και η προαναφερθείσα περίπτωση του αγρότη, στο χωριό Δέκτη, ο οποίος βλέποντας μια ομάδα Τούρκων επιδρομέων και θεωρώντας τους καλεσμένους του τοπικού άρχοντα δεν φοβήθηκε, αλλά αντιθέτως έδειξε προθυμία να τους διευκολύνει να φτάσουν στον υποτιθέμενο προορισμό τους 645. Η σκηνή αυτή, ακόμη και αν μάλλον δεν πραγματοποιήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο αποτελεί ενδεχομένως μια πρώιμη μαρτυρία για τη δημιουργία σε κάποιες μικρασιατικές περιοχές ενός καθεστώτος συνύπαρξης των βυζαντινών πληθυσμών με τους Τούρκους επιδρομείς. Μετά τη βυζαντινή απώλεια της Μικράς Ασίας, η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης από τους Βυζαντινούς των μέσων και κατωτέρων στρωμάτων καθορίστηκε, όπως και στην περίπτωση της αριστοκρατίας, από τον τόπο, όπου βρίσκονταν. Έτσι, είναι θεμιτό να γίνει διάκριση ανάμεσα στους Βυζαντινούς που βρίσκονταν σε περιοχές υπό αυτοκρατορικό έλεγχο (είτε λόγω μετακίνησης, είτε επειδή ανέκαθεν ζούσαν εκεί) και σε εκείνους που ακολούθως της τουρκικής κατάκτησης βρέθηκαν σε εδάφη υπό τουρκική κυριαρχία. Οι πρώτοι, σύμφωνα με την άποψη του Σπ. Βρυώνη, έχοντας υπομείνει καταστροφικές επιδρομές και λεηλασίες εκ μέρους των Τουρκομάνων (οι οποίες μάλιστα συνεχίζονταν και μετά την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στη δυτική Μικρά Ασία) ένιωθαν βαθύ μίσος εναντίον των Τούρκων. Το μίσος αυτό εκδηλώθηκε έντονα, όταν οι Βυζαντινοί, μετά την πρώτη σταυροφορία, πέρασαν στην αντεπίθεση εναντίον των Τούρκων, οπότε πολύ συχνά οι Βυζαντινοί στρατιώτες επιδίδο- 643 Γ. Λεβενιώτης, Ουρσέλιος Πρβλ. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir , 407 (για τον Μαύρηκα). Βλ. και παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές), για τα γεγονότα. 644 Νικηφόρος Βρυέννιος Μιχαήλ Ατταλειάτης , Νικηφόρος Βρυέννιος

229 νταν σε βιαιότητες 646. Τέτοια ήταν η στάση που τήρησαν, επί παραδείγματι, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ευμάθιου Φιλοκάλη, το 1108/ Ο τελευταίος, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, έ- στειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα εναντίον κάποιων Τούρκων που ήταν συγκεντρωμένοι στη Λάμπη και μετά από τη σφοδρή μάχη που έλαβε χώρα, ακολούθησε σφαγή των νικημένων Τούρκων και των οικογενειών τους οι Βυζαντινοί σκότωσαν πολλούς, αιχμαλώτισαν άλλους και επιπλέον έβρασαν τα νέογνά των Τούρκων σε καζάνια. Ακολούθως, οι στρατιώτες, σύμφωνα με τη Βυζαντινή ιστορικό, επέστρεψαν χαρούμενοι στον Ευμάθιο Φιλοκάλη. Εξίσου σκληρή στάση είχαν δείξει λίγα χρόνια νωρίτερα οι Βυζαντινοί στρατιώτες, κατά την παράδοση της Σμύρνης, το Η πόλη παραδόθηκε στους Βυζαντινούς μετά από διαπραγματεύσεις και διοικητής ορίστηκε ο Κάσπαξ, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε από έναν μουσουλμάνο. Στη διάρκεια του χάους που ακολούθησε, τα πληρώματα του βυζαντινού στόλου μπήκαν στην πόλη σκοτώνοντας τους πάντες αδιακρίτως. Οι νεκροί, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, ανέρχονταν στις δέκα χιλιάδες. Ο αριθμός αυτός, κατά τον J.-Cl. Cheynet, είναι μάλλον υπερβολικός, αλλά φανερώνει, επίσης, ότι οι Βυζαντινοί εκτός από την τουρκική φρουρά σκότωσαν και τους ντόπιους κατοίκους που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές («ceux que nous appellerions aujourd hui des collaborateurs») 647. Παράλληλα, θα πρέπει να υπήρχε, τουλάχιστον σε ένα μέρος του βυζαντινού πληθυσμού, ένα αίσθημα απογοήτευσης για την κυβέρνηση του αυτοκράτορα Αλεξίου Α, που, όπως φάνηκε, συχνά χρειάστηκε να τηρήσει διαλλακτική στάση απέναντι στους εισβολείς. Υπόνοιες προς την ύπαρξη μιας τέτοιας πραγματικότητας φαίνεται να κάνει η Άννα Κομνηνή. Στο σημείο του έργου της, όπου αναφέρεται στη βοήθεια του Αλεξίου Α στον Abu l-qāsim, γύρω στο 1086/7, η Βυζαντινή ιστορικός προσπαθεί να δικαιολογήσει την ενέργεια του πατέρα της κάνοντας μια εκτενή παρέκβαση. Σ αυτήν αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας ουσιαστικά έστρεφε τους αντιπάλους του τον έναν εναντίον του άλλου, έχοντας ως στόχο να κατακτήσει τη μία μετά την άλλη τις πόλεις του ασθενέστερου και να διευρύνει τα ελαττωμένα σύνορα της αυτοκρατορίας. Αυτή κάποτε εκτεινόταν από τις στήλες του Ηρακλέους στη Δύση μέχρι τις στήλες του Διονύσου στην Ινδία και από την Αίγυπτο στον νότο μέχρι τη Θούλη στον βορρά, αλλά ως την εποχή του Αλεξίου Α το κράτος είχε καταντήσει να ορίζεται από τον Βόσπορο και την Αδριανούπολη, όπως παραδίδει με υπερβολή η Άννα Κομνηνή. Έτσι, συνεχίζει, ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε συγχρόνως τους εχθρούς από όλες τις πλευρές και διεύρυνε σιγά-σιγά την επικράτειά του, σαν να ήταν 646 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 155, 507 (σημ. 224). 647 Άννα Κομνηνή και ιδιαίτερα : «συγχύσεως δ ἐπὶ τούτῳ γενομένης πολλῆς, ὁ μὲν Σαρακηνὸς ἀποδιδράσκει, οἱ δὲ τοῦ στόλου ἅπαντες σὺν αὐτοῖς ἐρέταις εἰς τὴν πόλιν [δηλαδή τη Σμύρνη] ἀτάκτως εἰσῄεσαν καὶ πάντας ἀνηλεῶς ἀπέκτενον. καὶ ἦν ἰδεῖν θέαμα ἐλεεινὸν ὡσεὶ δέκα χιλιάδας ἀποκτανθέντας ἐν ὀξείᾳ καιροῦ ῥοπῇ» αυτόθι , όπου αναφέρεται ότι στη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας και της πορείας του Αλεξίου Α προς το Φιλομήλιο, ο αυτοκράτορας σκότωσε πολλούς Τούρκους και λεηλάτησε πολλές πόλεις που αυτοί κατείχαν αυτόθι και ιδιαίτερα : «ἀπηνῶς δὲ τοῖς Τούρκοις τοσοῦτον ἐχρήσαντο ὡς καὶ τὰ νεογνὰ τούτων εἰς λέβητας ἐμβαλεῖν κοχλάζοντας, πολλοὺς δὲ καὶ ἔκτειναν καὶ ζωγρίαν ἄγοντες πρὸς τὸν Εὐμάθιον χαίροντες ἐπανῄεσαν». Βλ. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir 409. Για τα γεγονότα σχετικά με την κατάληψη της Σμύρνης και για τις απόψεις των σύγχρονων ερευνητών, βλ. παρούσα εργασία, σελ Για τον πολιτικό και στρατιωτικό αξιωματούχο, Ευμάθιο Φιλοκάλη, βλ. B. Skoulatos, Personnages

230 αυτή ένας κύκλος και τελικά έφτασε τα σύνορα ως την Αδριατική θάλασσα και τους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη και, όπως διαβεβαιώνεται από τη συγγραφέα, ο Αλέξιος Α θα είχε καταφέρει να αποκαταστήσει ολόκληρη την παλαιά ευδαιμονία του κράτους, αν οι συνεχείς αγώνες και κίνδυνοι δεν είχαν α- νακόψει την ορμή του 648. Σε άλλο σημείο της διήγησής της, αναφερόμενη στην εκστρατεία του 1116, παραδίδει ότι ο Αλέξιος Α για ένα διάστημα παρέμεινε αδρανής στη Νικομήδεια με τη συντροφιά της αυγούστας, περιμένοντας τους Τούρκους αντιπάλους του να κάνουν κάποια κίνηση, ώστε να καταφέρει να συνάψει μάχη μ αυτούς, πριν αποχωρήσουν. Στο διάστημα αυτό, ορισμένοι Βυζαντινοί αντίπαλοι του αυτοκράτορα μιλούσαν κρυφά εναντίον και τον κατηγορούσαν για την απραξία του, καθώς ετοίμασε τόσο στρατό χωρίς να κατορθώσει τίποτε. Μάλιστα, οι ψίθυροι αυτοί διαδίδονταν αναίσχυντα «οὐκ ἐν γωνίαις μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν πλατείαις καὶ ἀμφόδοις καὶ τριόδοις» και έγιναν γνωστοί μέχρι και στο αυτοκρατορικό ζεύγος, προκαλώντας την αγανάκτηση της αυτοκράτειρας, ενώ ο αυτοκράτορας δεν τους έδινε σημασία, περιφρονώντας τους. Σ αυτό το σημείο, η Άννα Κομνηνή δικαιολογεί και πάλι την ενέργεια του πατέρα της και δράττεται της ευκαιρίας να εξηγήσει εκτενώς τη στρατηγική του, δίνοντας την εντύπωση ότι προσπαθεί να τον υπερασπιστεί απέναντι σε αυτές τις κατηγορίες. Έτσι, υποστηρίζει ότι, για την ίδια, η υπέρμετρη ενεργητικότητα, όταν δεν συνοδεύεται από σωφροσύνη, καταντά ελάττωμα. Γι αυτό ο στρατηγός πρέπει να κερδίζει τη νίκη αποφεύγοντας τον κίνδυνο και για να το πετύχει αυτό, πολλές φορές χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους (εκτός της κατά μέτωπον επίθεσης), όπως τεχνάσματα. Μ αυτόν τον τρόπο ενεργούσε και ο Αλέξιος Α, που κέρδιζε τις μάχες του άλλοτε με τη δύναμή του και άλλοτε με τέχνασμα, χωρίς ποτέ, όμως, να υπολείπεται γενναιότητας, ακόμη και αν υποκρινόταν ότι υποχωρεί, όπως διαβεβαιώνει η Άννα Κομνηνή 649. Κατά συνέπεια, οι αναφορές αυτές της Αννας Κομνηνής φαίνονται να υποδηλώνουν ότι υπήρχε υποβόσκουσα δυσαρέσκεια σε μερος της βυζαντινής κοινωνίας για την πολιτική της βυζαντινής κυβέρνησης σχετικά με τη Μικρά Ασία και για τη συχνά διαλλακτική στάση της απέναντι στους Τούρκους αντιπάλους. Πιο περίπλοκη εικόνα σχηματίζεται για τους βυζαντινούς πληθυσμούς, που μετά την τουρκική εισβολή βρέθηκαν σε περιοχές, όπου δεν έφτανε ο έλεγχος της βυζαντινής κυβέρνησης. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, η βυζαντινή αριστοκρατία έδωσε το παράδειγμα στις σχέσεις των Βυζαντινών με τους Τούρκους κατακτητές. Έτσι, όπως και στη δεκαετία του 1070, οι Βυζαντινοί θα πρέπει να πρόβαλλαν αντίσταση, μόνο όταν υπήρχε αντίσταση από κάποιον άρχοντα, γύρω από τον οποίο μπορούσαν να συσπειρωθούν. Τέτοιες, κατά τον J.-Cl. Cheynet, ήταν οι περιπτώσεις του Βούρτζη στην Καππαδοκία και στο Χώμα και του Διαβατηνού στην Ηράκλεια με την Παφλαγονία. Οι άρχοντες αυτοί υπεράσπιζαν τις περιοχές τους με δικούς τους άνδρες και μπορούσαν, σύμφωνα με τον ίδιο ερευ- 648 Άννα Κομνηνή Για τα γεγονότα σχετικά με τη βοήθεια του Αλεξίου Α στον Abu l-qāsim, βλ. παρούσα εργασία, σελ. 166 (με αναφορά στις πηγές). 649 Άννα Κομνηνή Πρβλ. και Με τον ίδιο τρόπο ερμήνευσε ο J.-Cl. Cheynet, Pouvoir 368 την προαναφερθείσα δήλωση της Άννας Κομνηνής ότι ο Αλέξιος Α προτιμούσε πάντοτε την ειρήνη αντί για τον πόλεμο. Ο ερευνητής θεώρησε ότι η Άννα Κομνηνή με αυτόν τρόπο προσπάθησε να υπερασπιστεί την πολιτική του πατέρα της απέναντι σε ε- κείνους που τον κατηγορούσαν, γιατί δεν στρεφόταν στη Μικρά Ασία. 229

231 νητή, να ελπίζουν σε καινούριες επιστρατεύσεις για ενισχύσεις. Ωστόσο, στην περίπτωση του Βούρτζη τουλάχιστον, η απομονωμένη αυτή αντίσταση στο κέντρο της Μικράς Ασίας εν τέλει απέτυχε, αφού δεν υπήρχε αυτοκρατορική στήριξη και επιπλέον, επειδή ένα μέρος των στρατευμάτων χρειάστηκε να υποχωρήσει στα Βαλκάνια για τις ανάγκες του νορμανδικού πολέμου. Ο J.-Cl. Cheynet θεώρησε ότι η τοπική αντίσταση του βυζαντινού πληθυσμού υποδηλώνεται και σε άλλο χωρίο της Αλεξιάδας. Συγκεκριμένα, η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι, το 1098, ο αυτοκράτορας θέλησε με μια εκστρατεία να προστατεύσει τις παραθαλάσσιες πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας με τις περιοχές τους, τις οποίες λεηλατούσαν και ερήμωναν Τούρκοι αρχηγοί, όπως ο Τζαχάς και ο Ταγγριπερμής. Συνεπώς, κατά τον ερευνητή, σ αυτήν την ύστερη χρονολογία υπήρχαν ακόμη βυζαντινοί πληθυσμοί που ήταν ανυπότακτοι και που οι Τούρκοι τους φέρονταν ως εχθρούς 650. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και συνεπώς να συνεργαστούν με τους κατακτητές. Όπως υποστήριξε ο J.-Cl. Cheynet, η αδυναμία της βυζαντινής κεντρικής εξουσίας ευνόησε την ανάπτυξη τοπικών εξουσιών που εξασφάλιζαν σε κάποιον βαθμό την ασφάλεια του πληθυσμού και που, όταν χρειαζόταν, συνεργάζονταν με τον κατακτητή. Τέτοια υποστήριξη προς τους εισβολείς δεν ήταν πρωτοφανές φαινόμενο στην ιστορία των πολέμων της αυτοκρατορίας με τους μουσουλμάνους, αλλά αποδείχτηκε πολύ πιο σημαντική στη συγκεκριμένη εποχή, όταν το κράτος είχε αποδυναμωθεί. Κατά συνέπεια, οι απειλούμενοι πληθυσμοί χάνοντας κάθε ελπίδα αυτοκρατορικής βοήθειας αναγκάστηκαν να συμπράξουν με τους εισβολείς 651. Οι συνεργασίες αυτές φαίνεται πως αποτέλεσαν εφαλτήριο για τη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό και τους νέους επικυρίαρχους και σηματοδότησαν την έναρξη της διαδικασίας ενσωμάτωσης των χριστιανών της Μικράς Ασίας στη μουσουλμανική κοινωνία. Η διαδικασία αυτή, στη συγκεκριμένη εποχή, σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, επηρεάστηκε από παράγοντες, όπως ο εξανδραποδισμός των χριστιανών, ο θρησκευτικός προσηλυτισμός τους και οι επιγαμίες τους με τους μουσουλμάνους. Ο εξανδραποδισμός αποτελούσε συνέπεια των επιδρομών. Οι αιχμάλωτοι αρχικά στέλνονταν σε μουσουλμανικές χώρες, αλλά μετά την ίδρυση τουρκικών κρατών στη Μικρά Ασία ένα μέρος τους παρέμενε εκεί ως υπηρέτες και ως μέλη των σωμάτων ghulām, ενώ παράλληλα πολλοί απ αυτούς εξισλαμίζονταν. Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός, όμως, δεν αφορούσε μόνο τους σκλάβους. Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, ο εξισλαμισμός ήταν εκτεταμένος ήδη από αυτήν την εποχή και σε πολλές περιπτώσεις γινόταν μετά από εξαναγκασμό. Οι γάμοι ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, επίσης, εμφανίστηκαν νωρίς και μάλλον πραγματοποιούνταν εξαρχής αρκετά συχνά και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, συντελώντας αποφασιστικά στη συγχώνευση των χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών. Τα παιδιά που αποτελούσαν προϊόντα των γάμων αυτών και που μιλούσαν και ελληνικά ονομάζονται από τους Βυζαντινούς συγγραφείς «μιξοβάρβαροι» και μνημονεύονται, για αυτήν την ε- 650 Άννα Κομνηνή και ιδιαίτερα Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 204. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir , J.-Cl. Cheynet, Pouvoir

232 ποχή, στο έργο της Άννας Κομνηνής. Έτσι, αναφορά γίνεται στον Čā ūsh, που είχε Τούρκο πατέρα και Γεωργιανή χριστιανή μητέρα. Επίσης, οι πολιορκημένοι στρατιώτες του Τζαχά στη Χίο αναφέρεται πως παρακαλούσαν στα ελληνικά τον Θεό να τους σώσει, ενώ ο στρατός του εμίρη Μονόλυκου, το 1116 περιλάμβανε επίσης μιξοβάρβαρους. Οι παράγοντες αυτοί, όπως υποστήριξε ο Σπ. Βρυώνης, συντέλεσαν στη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, αν και ο τελευταίος αποτελούσε ακόμη, σ αυτήν την εποχή, την πλειοψηφία του πληθυσμού της χερσονήσου 652. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Α. Γ. Κ. Σαββίδη, η σταδιακή υποχώρηση της βυζαντινής κυριαρχίας στους μικρασιατικούς πληθυσμούς ενισχύθηκε από την ευνοϊκή προς τους χριστιανούς πολιτική και τη μετριοπάθεια που έδειξαν οι πρώτοι Σελτζούκοι σουλτάνοι. Ο συγκεκριμένος ερευνητής υποστήριξε ότι οι Τούρκοι συχνά προσέφεραν στους χριστιανικούς πληθυσμούς καλύτερες βιοτικές συνθήκες σε σχέση με εκείνες που ίσχυαν προηγουμένως και ακόμη φορολογική και θρησκευτική ανοχή. Παρόμοια άποψη υποστήριξε η H. Glykantzi-Ahrweiler, που θεώρησε ότι οι αγροτικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας δεν έδειξαν διάθεση αντίστασης στους εισβολείς, εξαιτίας της σκληρής κοινωνικής πολιτικής της Κωνσταντινούπολης απέναντί τους και λόγω της ανεκτικότητας των κατακτητών απέναντι στους νέους υποτελείς τους ιδιαίτερα στα θρησκευτικά ζητήματα. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται, κατά την ίδια ερευνήτρια, από την ανέγερση εκκλησιών στις κατακτημένες περιοχές και από τη μη αναγνώριση νεομαρτύρων από τη βυζαντινή Εκκλησία, αυτήν την εποχή. Έτσι, όπως υποστήριξε, οι ντόπιοι Βυζαντινοί απέκτησαν ένα καθεστώς ειρηνικής συμβίωσης με τους κατακτητές, παρά τις θρησκευτικές τους διαφορές, το οποίο μαρτυρείται από γεγονότα, όπως η συνεργασία των κατοίκων της Σμύρνης με τον Τζαχά 653. Με την τελευταία αυτή άποψη διαφώνησε ο Σπ. Βρυώνης, που υποστήριξε ότι αν και σε πολλές περιπτώσεις οι χριστιανοί πράγματι συνεργάστηκαν με τους Τούρκους (όπως στην περίπτωση του Τζαχά), ωστόσο φαίνεται απίθανο η πλειονότητα του μικρασιατικού πληθυσμού να επικρότησε και να υποστήριξε την τουρκική κατάκτηση. Παρότι διάφοροι Τούρκοι σουλτάνοι και διοικητές έδειξαν ενδιαφέρον για τους χριστιανούς, οι τελευταίοι (Έλληνες, Αρμένιοι, Γεωργιανοί και σε κάποιον βαθμό οι Σύροι) έ- νιωθαν αντιπάθεια και φόβο για τους κατακτητές. Αυτό συνέβαινε γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις, η τουρκική κυριαρχία συνεπαγόταν μειονεκτήματα μεγαλύτερα από τα πλεονεκτήματα που προσέφερε. Συγκεκριμένα, εκτός από τις καταστροφές που γνώρισαν οι χριστιανοί εξαιτίας των επιδρομών των Τουρκομάνων, φαίνεται πως καταπιέζονταν σε διάφορες περιοχές της χερσονήσου. Καθώς οι Τούρκοι αποτελούσαν μειοψηφία στη Μικρά Ασία, προσπαθούσαν να περιορίσουν τους πολυπληθέστερους χριστιανούς υποτελείς τους, ώστε να καταφέρουν να τους ασκήσουν πιο αποτελεσματικά έλεγχο. Έτσι, 652 Άννα Κομνηνή : «τοῦ δὲ [Čā ūsh] μητρόθεν μὲν ἐξ Ἰβήρων εἶναι λέγοντος, τὸν δὲ τούτου πατέρα Τοῦρκον ἀ- νομολογοῦντος...» αυτόθι : «οἱ δὲ ἐντὸς [του κάστρου της Χίου] Τοῦρκοι [...] εἰς ἔλεον τὸν τῶν ἁπάντων ἐπεκαλοῦντο Κύριον ῥωμαΐζοντες» αυτόθι : «ἦσαν γὰρ καί τινες ἐν αὐτοῖς [δηλαδή ανάμεσα στους στρατιώτες του Μονόλυκου] μιξοβάρβαροι ἑλληνίζοντες». Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή , , 210, 509 (σημ. 247). Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α Για τον θεσμό των ghulām, τη λειτουργία του και τη σχέση του με τον οθωμανικό θεσμό του devshirme (παιδομάζωμα), βλ. Sp. Vryonis, Seljuk Gulams and Ottoman Devshirmes, D.I. 41 (1965) Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ιδεολογία Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α 32-33, , που παραθέτει παραδείγματα ευνοϊκής μεταχείρισης των χριστιανών από Τούρκους ηγεμόνες. 231

233 πολλές φορές τους απέκλειαν από θέσεις στη διοίκηση και στον στρατό, ενώ άλλες φορές έπαιρναν τα παιδιά τους και τα εξισλάμιζαν. Καταστροφές γνώρισαν και οι χριστιανικοί ναοί, που, μάλιστα, συχνά μετατρέπονταν σε μουσουλμανικά τεμένη. Στον ίδιο τομέα, της θρησκείας, οι χριστιανοί αν και απολάμβαναν την ανοχή των σουλτάνων, ωστόσο υπέφεραν στα χέρια των μουσουλμάνων υπηκόων, με α- ποτέλεσμα βίαιους εξισλαμισμούς και μαρτυρικούς θανάτους. Έτσι, οι σουλτάνοι γενικά προσπαθούσαν να προστατεύσουν τους χριστιανούς υπηκόους τους, αλλά η προσπάθεια αυτή οφειλόταν στη συμπεριφορά των ίδιων των μουσουλμάνων υπηκόων και στη δράση των Τουρκομάνων. Η απογοήτευση των χριστιανών για τους νέους κυρίαρχούς τους γίνεται φανερή, τέλος, κατά τον ίδιο ερευνητή, από τη στάση τους (των χριστιανών) κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας και της ακόλουθης βυζαντινής α- ντεπίθεσης. Τότε, οι γηγενείς χριστιανοί υποστήριξαν τις χριστιανικές στρατιές, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα των εκστρατειών τους, καθώς οι βυζαντινές επιτυχίες αυτής της εποχής δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, αν οι ντόπιοι προτιμούσαν τους Τούρκους 654. Όσον αφορά τις πληροφορίες της Άννας Κομνηνής για τη συνεργασία των Βυζαντινών με τους Τούρκους, η Βυζαντινή ιστορικός, σε αντίθεση με την περίπτωση της αριστοκρατίας, δίνει περισσότερα στοιχεία για τη σύμπραξη των υπόλοιπων στρωμάτων με τους κατακτητές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Σμύρνης, όπου αναφέρεται ότι ο Τζαχάς προκειμένου να κατασκευάσει στόλο προσέγγισε έναν ντόπιο κάτοικο της πόλης «ὡς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐμπειρίαν πολλὴν ἔχοντι». Σύμφωνα με τον J.- Cl. Cheynet, οι κωπηλάτες των πλοίων του Τζαχά θα πρέπει επίσης να ήταν Έλληνες, καθώς οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική παράδοση, αλλά το γεγονός αυτό δεν φανερώνει σύμπραξη, γιατί οι κωπηλάτες πιθανώς να ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Από την άλλη πλευρά, κατά τον ίδιο ερευνητή, το ότι οι στρατιώτες του συγκεκριμένου εμίρη ζητούσαν, όπως προαναφέρθηκε, έλεος από τον Θεό στα ελληνικά φανερώνει ότι οι τελευταίοι δεν ήταν στο σύνολό τους Τούρκοι, αλλά πολλοί θα πρέπει να ήταν Έλληνες ή ίσως «μιξοβάρβαροι», γεγονός που θα αποτελούσε ένδειξη για επιγαμίες ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Τούρκους. Τέλος, την ίδια εντύπωση δημιουργεί το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί στρατιώτες, όταν το 1098 ανακατέλαβαν τη Σμύρνη, προχώρησαν σε σφαγή κατοίκων, από τους οποίους μικρό μόνο μέρος θα πρέπει να αποτελούσε την τουρκική φρουρά. Οι υπόλοιποι, όπως φάνηκε παραπάνω, ήταν Βυζαντινοί που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές 655. Παρόμοια θα πρέπει να είναι η περίπτωση της Κίου, την οποία ο σουλτάνος του Ρουμ, Abu l-qāsim, κυρίευσε, γύρω στο 1086/7, με σκοπό να κατασκευάσει στόλο. Όπως υποστήριξε ο Σπ. Βρυώνης, ο σουλτάνος μάλλον χρησιμοποίησε τον έμπειρο στη ναυπηγική και στη ναυτιλία ντόπιο πληθυσμό 656. Κάποιες νύξεις για τις σχέσεις ανάμεσα στους Τούρκους και στον ντόπιο πληθυσμό κάνει η Άννα Κομνηνή σε άλλα σημεία του έργου της, αν και αυτές δεν είναι απολύτως σαφείς. Συγκεκριμένα, όταν, 654 Σπ. Βρυώνης, Παρακμή , Άννα Κομνηνή Πρβλ. και αυτόθι , Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή 189, 509 (σημ. 247). Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τζαχάς, Α 16, J.-Cl. Cheynet, Pouvoir Άννα Κομνηνή Βλ. Σπ. Βρυώνης, Παρακμή

234 το 1092, ο Τζαχάς μετά από σκληρές συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς στη Λέσβο χρειάστηκε να συνθηκολογήσει και να ζητήσει από τον Βυζαντινό στρατηγό Ιωάννη Δούκα να του επιτρέψει να αποχωρήσει σώος από το νησί, ο τελευταίος έθεσε ως όρο ότι ο Τούρκος εμίρης δεν θα επιχειρούσε κατά την α- ποχώρησή του να βλάψει ούτε να απαγάγει κανέναν από τους κατοίκους του νησιού. Ο Τζαχάς, σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, αν και συμφώνησε, παρόλ αυτά προσπάθησε να πάρει μαζί του όλους τους κατοίκους μαζί με τις οικογένειές τους και τελικά χρειάστηκε να καταδιωχτεί από τον βυζαντινό στόλο, ώστε να απελευθερωθούν οι απαχθέντες. Η μοίρα του ντόπιου πληθυσμού φαίνεται πως θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντική για τη βυζαντινή ηγεσία, αφού συμπεριλήφθηκε ειδικός όρος γι αυτόν στη συμφωνία με τον Τζαχά και αφού οι Βυζαντινοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επαναφέρουν τους απαχθέντες πίσω στο νησί. Από την πλευρά των Βυζαντινών, η παραμονή των κατοίκων στον τόπο τους θα πρέπει να ή- ταν υψίστης σημασίας, ώστε να μην ερημωθεί το νησί. Λιγότερο ξεκάθαροι, ωστόσο, είναι οι στόχοι του Τζαχά. Ίσως ο τελευταίος ήθελε να εξασφαλίσει τις πολύτιμες υπηρεσίες τεχνιτών διαφόρων ειδικοτήτων ή και αγροτών, τους οποίους (εφόσον δεν μπορούσε να κρατήσει το νησί) θα μετέφερε στην επικράτειά του. Εξάλλου, όπως φάνηκε από την προγενέστερη δράση του, ο πολυμήχανος εμίρης έδειξε ότι δεν υποτιμούσε καθόλου τις ικανότητες των ντόπιων χριστιανών, ούτε δίσταζε να τους προσλάβει στην υπηρεσία του. Όσον αφορά τη διάθεση των ίδιων των κατοίκων, η Άννα Κομνηνή δίνει την εντύπωση πως αυτοί ήταν αιχμάλωτοι του Τζαχά και ότι δεν τον ακολούθησαν με τη θέλησή τους («...τοὺς δορυαλώτους ἅπαντας καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς δεσμώτας αἰχμαλώτους...») 657. Ακόμη λιγότερο σαφής φαίνεται η πληροφορία της Άννας Κομνηνής ότι, όταν, γύρω στο 1106, ο Τζαχάς περικυκλώθηκε, κατά την πολιορκία της Αβύδου, από τον βυζαντινό στρατό και από τον σουλτάνο Kïlïj Arslan Α, ο Τούρκος εμίρης φοβήθηκε (εκτός από τους προαναφερθέντες) τη φρουρά και τους κατοίκους της πόλης («πτοούμενος δὲ καὶ τοὺς ἐποίκους καὶ στρατιώτας Ἀβύδου...») 658. Τέλος, αξίζει να γίνει αναφορά στην πληροφορία της Άννας Κομνηνής ότι, όταν το 1092/3 οι δύο υιοί του Sulaymān ibn Kutulmish απελευθερώθηκαν από την αιχμαλωσία τους στα χέρια του Μεγάλου Σελτζούκου σουλτάνου Malik-Shāh και επέστρεψαν στη Νίκαια, «τούτους οἱ ἐντὸς Νικαίας θεασάμενοι δημοκρατοῦντες οἷον περιχαρῶς ἐδέξαντο, καὶ ὁ Πουλχάσης καθάπέρ τινα πατρῷον κλῆρον τὴν Νίκαιαν προθύμως αὐτοῖς παραδίδωσι». Η πληροφορία αυτή μάλλον δεν αναφέρεται μόνο στην τουρκική φρουρά της πόλης, καθώς η λέξη «δημοκρατοῦντες» έχει την έννοια της πρόκλησης ταραχών ή της στάσης. Επομένως, φαίνεται πιθανό ότι οι κάτοικοι της πόλης (η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Buldağī) διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην ανάληψη της εξουσίας από τους υιούς του Sulaymān. Το γεγονός αυτό προκαλεί το εύλογο ερώτημα γιατί οι κάτοικοι έδειξαν τέτοιον ζήλο προκειμένου να α- 657 Άννα Κομνηνή Πρβλ. και Βλ. και Σπ. Βρυώνης, Παρακμή για τις χρήσεις των αιχμαλώτων των επιδρομών από τους Τούρκους. Για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές και στη σύγχρονη έρευνα). 658 Άννα Κομνηνή Πρβλ. και Για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές και στη σύγχρονη έρευνα). 233

235 νέλθει ένας καινούριος σουλτάνος στον θρόνο της Νίκαιας και δεν επιχείρησαν αντί γι αυτό να επαναφέρουν τη βυζαντινή κυριαρχία, που σχετικά πρόσφατα είχε εκλείψει (μόλις πριν από περίπου δώδεκα χρόνια). Ενδεχομένως, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι, εφόσον η πόλη ήταν η πρωτεύουσα του σουλτανάτου, βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο των σουλτάνων, οπότε θα πρέπει να ανήκε σε εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες, όπως υποστήριξε ο Σπ. Βρυώνης, οι χριστιανοί υπήκοοι απολάμβαναν πράγματι τις ευεργεσίες των μουσουλμάνων ηγεμόνων και γι αυτό ήταν ευνοϊκά διατεθιμένοι απέναντί τους. Συνεπώς, για τους κατοίκους της Νίκαιας ήταν μάλλον πιο συμφέρον να κατοικούν στην πρωτεύουσα ενός σουλτάνου, παρά να ζουν σε μια μεθοριακή πόλη του αυτοκράτορα 659. Επομένως, όπως φαίνεται από τις πληροφορίες της Άννας Κομνηνής, ήδη από την πρώιμη αυτή εποχή άρχισαν να αναπτύσσονται σχέσεις ανάμεσα στους Τούρκους κατακτητές και τους κατακτημένους βυζαντινούς πληθυσμούς, που άρχισαν να προσαρμόζονται στο νέο καθεστώς. Στη διάρκεια του 12 ου αιώνα, φαίνεται ότι η διαδικασία αυτή της προσαρμογής κλιμακώθηκε, καθώς οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας σιγά-σιγά συνήθισαν τη συμβίωση με τους μουσουλμάνους και συγχρόνως αποξενώθηκαν από το Βυζάντιο. Η πραγματικότητα αυτή θα γινόταν ιδιαίτερα έκδηλη σε περιπτώσεις, όπως ε- κείνη της λίμνης Πουσγούση, όπου, σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, οι ντόπιοι κάτοικοι των νησιών της λίμνης λόγω της μακροχρόνιας συμβίωσης με τους Τούρκους είχαν προτιμήσει να προβάλουν αντίσταση στις στρατιές του αυτοκράτορα Ιωάννη Β Κομνηνού, στη διάρκεια της βυζαντινής εκστρατείας του Έτσι, όπως παρατήρησε ο J.-Cl. Cheynet, «η αποξένωση των ελληνικών πληθυσμών είχε [...] μεγάλες συνέπειες, γιατί ακύρωνε, στην πραγματικότητα, για τον Ιωάννη και τον Μανουήλ Κομνηνό κάθε ελπίδα να ανακτήσουν τις περιοχές που είχαν χαθεί στο τέλος του ενδέκατου αιώνα...» Άννα Κομνηνή Πρβλ. και Βλ. και Σπ. Βρυώνης, Παρακμή για τη στάση των χριστιανών υπηκόων απέναντι στους Τούρκους κυρίαρχούς τους. Για τα γεγονότα, βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές και στη σύγχρονη έρευνα). 660 Ιωάννης Κίνναμος Νικήτας Χωνιάτης Βλ. J.-Cl. Cheynet, Pouvoir 421 (και για την ανάπτυξη βυζαντινο-τουρκικών σχέσεων και για την προσαρμογή των βυζαντινών πληθυσμών της Μικράς Ασίας στην τουρκική κυριαρχία στη διάρκεια του 11 ου αιώνα). Για τα γεγονότα της εκστρατείας του 1142, βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία, Γ Η λίμνη Πουσγούση, σύμφωνα με τον W. M. Ramsay, Geography 359, 389, είναι πιθανότατα η αρχαία λίμνη Κάραλις ή Σκληρός, η οποία βρίσκεται κοντά στο Ικόνιο. 234

236 Γ) Οι αντιλήψεις για τους Τούρκους που εντάχθηκαν στη βυζαντινή κοινωνία. Σε ποιον βαθμό αυτοί ενσωματώθηκαν. Οι Τούρκοι ήταν μια από τις πολλές ομάδες ξένων που εισήλθαν και ακολούθως εντάχτηκαν στη βυζαντινή κοινωνία. Στην περίπτωσή τους, υπήρχαν ορισμένες ιδιαιτερότητες που αποτελούσαν μεγαλύτερο εμπόδιο για την αποτελεσματική αφομοίωσή τους, σε σχέση με άλλους λαούς. Αυτές ήταν κυρίως η ισλαμική θρησκεία, η γλώσσα και ο τρόπος ζωής. Τα στοιχεία αυτά διέφεραν πολύ συγκρινόμενα με ε- κείνα των Βυζαντινών, ιδιαίτερα ο τρόπος ζωής, αφού οι περισσότεροι Τούρκοι πριν περάσουν στο Βυζάντιο ήταν νομάδες επιδρομείς. Παρόλα αυτά, πολλοί Τούρκοι εντάχτηκαν πράγματι στη βυζαντινή κοινωνία, γεγονός που φανερώνει, σύμφωνα με τον Ch. Brand, ότι η τελευταία εξακολουθούσε να έχει τη δύναμη να προσελκύει και να απορροφά ξένους 661. Οι πηγές, όπως φάνηκε, παραδίδουν ονόματα αρκετών Τούρκων που εισήλθαν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, στη διάρκεια του 11 ου αιώνα, άλλοτε μόνιμα και άλλοτε προσωρινά. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν ο Αμερτικής και ο Τζαχάς, ενώ στη δεύτερη ο Χρυσόσκουλος, ο Čā ūsh, ο Il Khan, ο Σκαλιάριος και ο Τατίκιος. Όλοι οι παραπάνω έλαβαν τίτλους και αξιώματα στην αυτοκρατορική υπηρεσία. Ωστόσο, η πλειονότητα των Τούρκων που πέρασαν στη βυζαντινή παράταξη ήταν οι τεράστιες ο- μάδες των στρατιωτών, τα ονόματά των οποίων διαφεύγουν της σύγχρονης έρευνας 662. Οι προαναφερθέντες εισέρχονταν με διάφορους τρόπους στη βυζαντινή κοινωνία. Μερικοί αποτελούσαν μέλη στρατιωτικών ομάδων που προσλαμβάνονταν για κάποια βυζαντινή στρατιωτική επιχείρηση και μετά εγκαθίσταντο στα βυζαντινά εδάφη, όπως, σύμφωνα με τον Ch. Brand, πιθανώς συνέβη με μερικούς ανάμεσα στους Τούρκους που ο Αλέξιος Α χρησιμοποίησε για τον πρώτο νορμανδικό πόλεμο, μετά από συμφωνία με τον σουλτάνο Sulaymān. Άλλοι, κατά τον ίδιο ερευνητή, αποτελούσαν αιχμαλώτους πολέμου, όπως ο πατέρας του Τατικίου (και πιθανώς ο ίδιος ο Τατίκιος σε παιδική ηλικία) και ο Τζαχάς. Στην ίδια κατηγορία ανήκαν οι Τούρκοι που, κατά την Άννα Κομνηνή, συνελήφθησαν στη διάρκεια των βυζαντινών επιχειρήσεων του 1098, αμέσως μετά την κατάληψη της Σμύρνης. Τότε, ο στρατηγός Ιωάννης Δούκας νίκησε μια ομάδα Τούρκων έξω από την Έφεσο και συνέλαβε αιχμαλώτους (ανάμεσά τους και «σατράπες»), οι οποίοι διασκορπίστηκαν από τον αυτοκράτορα στα νησιά του Αιγαίου. Τέλος, μερικοί Τούρκοι εντάχτηκαν εθελοντικά στην αυτοκρατορική υπηρεσία, όπως ο Čā ūsh, ο Il Khan και ο Σκαλιάριος. Μάλιστα, σε δύο περιπτώσεις οι Τούρκοι που αυτομόλησαν στο Βυζάντιο πείστηκαν να προβούν σ αυτήν την ενέργεια από Βυζαντινούς, τους οποίους είχαν αιχμαλωτίσει, όπως ο Χρυσόσκουλος και οι Τούρκοι που αιχμαλώτισαν τον Ευστάθιο Καμύτζη, το Ch. Brand, Turkish element Ch. Brand, Turkish element 2-4, Άννα Κομνηνή : «[ο Τατίκιος] οὐκ ἐλευθέρας μὲν ὢν τύχης ἐκ προγόνων καὶ γὰρ ὁ πατὴρ αὐτοῦ Σαρακηνὸς ὢν ἐκ προνομῆς περιῆλθε τῷ πρὸς πατρὸς ἐμῷ πάππῳ Ἰωάννῃ τῷ Κομνηνῷ» αυτόθι για την αιχμαλωσία Τούρκων, το 1098 και την εγκατάστασή τους στα νησιά. Βλ. Ch. Brand, Turkish element

237 Οι λόγοι που ώθησαν τους παραπάνω να εισέλθουν στη βυζαντινή κοινωνία ποίκιλαν. Κάποιοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν ασφάλεια, επειδή βρίσκονταν σε αντιπαλότητα με άλλους Τούρκους, όπως συνέβη στην περίπτωση του Χρυσόσκουλου. Άλλοι προσελκύονταν από τα πλούσια, όπως μαρτυρείται δώρα που τους προσέφερε ο αυτοκρατόρας. Τα κέρδη από τα βυζαντινά δώρα και από την κατοχή τίτλων δεν θα πρέπει, κατά τον Ch. Brand, να ξεπερνούσαν εκείνα που οι Τούρκοι αποκόμιζαν ως επιδρομείς, αλλά μακροπρόθεσμα φαίνονταν περισσότερο μόνιμα και σίγουρα. Εξάλλου, παρά την αποδυνάμωσή της η αυτοκρατορία έδινε ακόμη την εικόνα ενός ισχυρού κράτους, ο ηγεμόνας του οποίου μπορούσε να ανταμείψει σπουδαίους στρατηγούς. Έτσι, ήταν φυσικό να προσελκύονται ξένοι πολεμιστές. Παράλληλα, έλξη θα πρέπει να τους ασκούσαν οι πολυτέλειες που προσέφερε η αστική ζωή 664. Οι Βυζαντινοί από την πλευρά τους είχαν επίσης σημαντικούς λόγους για να αναζητούν τις υπηρεσίες Τούρκων. Πρώτα-πρώτα, σε δύο περιπτώσεις αναφέρονται Τούρκοι που χρησίμευσαν ως παιδικοί σύντροφοι και αργότερα πιστοί υπηρέτες αυτοκρατόρων. Ο πρώτος απ αυτούς ήταν ο Τατίκιος. Αν και ο Αλέξιος Κομνηνός, στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του, δεν ανήκε στην αυτοκρατορική οικογένεια, ωστόσο, φαίνεται ότι ως μέλος της βυζαντινής αριστοκρατίας της επαρχίας προοριζόταν να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Γι αυτό, ο πατέρας του, Ιωάννης Κομνηνός, έθεσε στο πλευρό του τον Τατίκιο, που αργότερα θα φαινόταν χρήσιμος, αφού μέχρι εκείνη την εποχή είχε γίνει προφανές ότι οι Τούρκοι θα γίνονταν οι κύριοι αντίπαλοι της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Η δεύτερη περίπτωση ήταν ο Αξούχος, που τέθηκε σκόπιμα από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α στο πλευρό του υιού του, Ιωάννη Β Κομνηνού. Οι Τούρκοι αυτοί σύντροφοι μπορούσαν να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμοι, αφού διευκόλυναν την επικοινωνία με Τούρκους μισθοφόρους ή και Τούρκους αντιπάλους. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ch. Brand, αν και κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται από τις πηγές, δεν αποκλείεται οι υπηρέτες αυτοί να μετέδωσαν κάποια γνώση της τουρκικής γλώσσας στους αφέντες τους, γνώση που θα φαινόταν πολύτιμη στο πεδίο της μάχης για να δώσουν εντολές σε Τούρκους μισθοφόρους, για να επικοινωνήσουν με Τούρκους ανιχνευτές ή για να ανακρίνουν Τούρκους αιχμαλώτους. Επιπλέον, είχαν το πλεονέκτημα ότι δεν διέθεταν άλλους δεσμούς με τη βυζαντινή κοινωνία παρά μόνο μέσω των αφεντών τους. Έτσι, βρίσκονταν σε εξάρτηση αποκλειστικά από τους κυρίους τους και δεν υπήρχε κίνδυνος να συνομωτήσουν με άλλα μέλη της αριστοκρατίας 665. Η μεγαλύτερη, όμως, χρησιμότητα των Τούρκων έγκειτο στις πολεμικές τους ικανότητες, γι αυτό και οι περισσότεροι απ αυτούς χρησιμοποιούνταν ως στρατιώτες ή ως στρατιωτικοί διοικητές. Το υπόβαθρό τους ως νομάδες τους καθιστούσε ικανούς στον πόλεμο και στην κτηνοτροφία, αλλά όχι σε πολλούς άλλους τομείς. Έτσι, οι περισσότεροι Τούρκοι που είναι γνωστοί, ήταν στρατιωτικοί διοικητές, ό- πως ο Αμερτικής, ο Τατίκιος, ο Il Khan και ο Σκαλιάριος. Ωστόσο, μερικοί, κυρίως οι Τούρκοι δεύτερης γενιάς, μπορούσαν να ασχοληθούν με μη στρατιωτικά καθήκοντα. Τέτοια είναι η περίπτωση του 664 Ch. Brand, Turkish element 14. Για την περίπτωση του Χρυσόσκουλου, βλ. παρούσα εργασία, σελ (με αναφορά στις πηγές). 665 Ch. Brand, Turkish element 14-15, 19,

238 Čā ūsh, που μετά την ολοκλήρωση της ευαίσθητης αποστολής του στα παράλια του Πόντου ανέλαβε τη διοίκηση της Αγχιάλου 666. Η ένταξη των Τούρκων στη βυζαντινή κοινωνία διευκολυνόταν από ορισμένους παράγοντες. Όπως υποστήριξε ο Ch. Brand, η προσκόλλησή τους στο Ισλάμ δεν ήταν βαθιά, καθώς μόλις λίγες γενιές είχαν περάσει απ όταν αυτοί εξισλαμίστηκαν. Επιπλέον, κάποιοι απ αυτούς είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία και καθώς βρίσκονταν σε επαφή με τους χριστιανούς, είχαν μεγαλώσει σε μια ατμόσφαιρα σχετικής ανοχής. Εκτός απ αυτό, δεν υπήρχε αίσθημα εθνικής ενότητας ανάμεσα στους Τούρκους. Έτσι, ε- φόσον πολεμούσαν ούτως ή άλλως ο ένας τον άλλο, δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο να πράξουν το ίδιο έ- ναντι αμοιβών 667. Πρώτο και απαραίτητο βήμα για την ένταξη ενός Τούρκου στη βυζαντινή κοινωνία ήταν ο εκχριστιανισμός του. Καθώς η βάπτιση ήταν η σημαντικότερη προϋπόθεση για να εισέλθουν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, οι Τούρκοι δεν δίσταζαν να εκχριστιανιστούν, πράγμα σχετικά εύκολο, όπως α- ναφέρθηκε ήδη. Έτσι, στην Αλεξιάδα γίνεται μνεία για τον εκχριστιανισμό του Čā ūsh, του Il Khan και του Σκαλιάριου, ενώ, κατά τον Ch. Brand, το ίδιο θα πρέπει να συνέβη και με τον Τζαχά, αν και ο τελευταίος πιθανότατα είχε ασπασθεί επιφανειακά μόνο τη νέα θρησκεία, δηλαδή στον βαθμό μόνο που ε- ξυπηρετούνταν τα σχέδιά του (επιδίωξη επιγαμίας με την αριστοκρατική οικογένεια του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού, αξίωση κατάκτησης του βυζαντινού θρόνου). Παρομοίως, κατά τον ίδιο ερευνητή, πολλοί άλλοι Τούρκοι θα πρέπει να γίνονταν μόνο τυπικά χριστιανοί, ενώ όσοι εντάσσονταν στη βυζαντινή κοινωνία σε μικρότερη ηλικία θα πρέπει να είχαν μεγαλύτερη προσκόλληση στη χριστιανική θρησκεία 668. Επόμενο βήμα για την ένταξη των Τούρκων στη βυζαντινή κοινωνία και ιδιαίτερα των σημαινόντων Τούρκων ήταν η αποδοχή τιμητικών τίτλων (και των ευεργετημάτων που τους συνόδευαν). Μ αυτόν τον τρόπο οι νεοφώτιστοι εισέρχονταν στην αυλική ιεραρχία και αναζητώντας περαιτέρω ανέλιξη ενθαρρύνονταν να προσφέρουν πιστά τις υπηρεσίες τους. Για τους νεότερους Τούρκους που εισέρχονταν στον βυζαντινό κόσμο, εξίσου σημαντική ήταν και η απόκτηση της βυζαντινής παιδείας. Όπως αναφέρει η Άννα Κομνηνή, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α επιστρέφοντας από την εκστρατεία του 1116 έφερε μαζί του και πολλά ορφανά παιδιά Τούρκων, τα οποία εμπιστεύτηκε σε συγγενείς του ή σε ηγουμένους μονών, ώστε να ανατραφούν ως ελεύθεροι άνθρωποι και να αποκτήσουν πολύπλευρη παιδεία, ενώ, τέλος, άλλα τα έστειλε στο ορφανοτροφείο και εκπαιδευτήριο που είχε ιδρύσει ο ίδιος. Η ενέργεια που α- ποτελούσε το πιο αποτελεσματικό μέσο ενσωμάτωσης των Τούρκων στη βυζαντινή κοινωνία, σύμφωνα με τον Ch. Brand, ήταν οι επιμιξίες. Οι Τούρκοι συνήθως δεν έφερναν μαζί τους τις οικογένειές τους, ό- 666 Ch. Brand, Turkish element Ch. Brand, Turkish element Ch. Brand, Turkish element

239 ταν περνούσαν στη βυζαντινή παράταξη, οπότε αναζητούσαν συζύγους ανάμεσα στις ντόπιες Βυζαντινές. Τα τέκνα των μικτών αυτών γάμων ονομάζονταν «Τουρκόπουλοι» 669. Όσον αφορά τη στάση των Βυζαντινών απέναντι στους Τούρκους που εντάχτηκαν στην κοινωνία τους, φαίνεται ότι αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα εχθρική. Οι περισσότεροι ήταν ταπεινής καταγωγής και έβρισκαν υψηλές θέσεις στο στράτευμα. Όσο πολυάριθμοι και αν ήταν, παρέμεναν λίγοι σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό και αποτελούσαν μία μόνο από πολλές εθνότητες που περιλάμβανε η αυτοκρατορία, γι αυτό δεν προκαλούσαν την εχθρότητα των ντόπιων. Αντίθετα, οι δυτικοί Ευρωπαίοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας αυξάνονταν συνεχώς σε αριθμούς, στη διάρκεια του 12 ου αιώνα και αποκτούσαν σημαντικές θέσεις στην αυλή με αποτέλεσμα να προκαλούν τον φθόνο των Βυζαντινών, φθόνος που εκδηλώθηκε με μια μεγάλη σφαγή των Λατίνων, το Από την άλλη πλευρά, αν και μαρτυρείται για τους Τούρκους κάποια εχθρότητα στις πηγές, μετά τα μέσα του 12 ου αιώνα (και φανερώνει την ύπαρξη μιας μερίδας Βυζαντινών, οι οποίοι τους εχθρεύονταν), ωστόσο ποτέ δεν κατέστησαν τόσο μισητοί, όσο οι Δυτικοί, ούτε εκδηλώθηκαν τόσο σκληρές ενέργειες εις βάρος τους 670. Τέλος, όσον αφορά την επίδραση που είχε η παρουσία των Τούρκων στη βυζαντινή κοινωνία, σύμφωνα με τον Ch. Brand, φαίνεται ότι αυτοί μετέδωσαν στον ντόπιο πληθυσμό, σε κάποιον μάλλον περιορισμένο βαθμό, γνώση της τουρκικής γλώσσας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική καθομιλουμένη επηρεάστηκε από τα τουρκικά αυτήν την εποχή. Όμως η αυτοκρατορία, κατά τον ίδιο ερευνητή, θα πρέπει να δέχτηκε και πιο ουσιώδεις επιδράσεις από πολιτισμική άποψη εκ μέρους των Τούρκων, αυτήν την εποχή. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί, για παράδειγμα, η ανέγερση του κτιρίου, στο Μεγάλο Παλάτιο, που αποκαλείται Μουχρουτάς και που ήταν πλούσια διακοσμημένο με μοτίβα της περσο-τουρκικής τέχνης. Το κτίριο ανεγέρθηκε, στο δεύτερο μισό του 12 ου αιώνα, από μουσουλμάνους Πέρσες ή Σύρους αρχιτέκτονες και τεχνίτες, οι οποίοι στη διαδρομή για την Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να πέρασαν και από την πρωτεύουσα του σελτζουκικού σουλτανάτου, το Ικόνιο. Έτσι, σύμφωνα με τον Ch. Brand, «...ο Τουρκικός και ο Βυζαντινός κόσμος δεν θα έπρεπε να γίνονται αντιληπτοί ως αυτοτελείς μονάδες, σε διαρκή εχθρότητα. Μάλλον βρίσκονταν σε μια αδιάσπαστη αλληλουχία, με πόλους την Κωνσταντινούπολη και το Ικόνιο, ανάμεσα στους οποίους άνθρωποι και ιδέες έρρεαν ακανόνιστα, όπως επιτρεπόταν ανά περίσταση». Όσον αφορά, τέλος, τις σχέσεις του βυζαντινού κόσμου με τους δυτικούς Ευρωπαίους και ιδιαίτερα με τους σταυροφόρους, η ύπαρξη πολυάριθμων Τούρκων στα αυτοκρατορικά στρατεύματα και μάλιστα σε υψηλές θέσεις έδινε έντονα αρνητική εντύπωση. Όπως υποστήριξε ο Ch. Brand, το γεγονός αυτό πιθανώς να ενίσχυσε την πεποίθηση των Δυτικών ότι οι Βυζαντινοί συνεργάζο- 669 Άννα Κομνηνή Βλ. Ch. Brand, Turkish element Για τους Τουρκόπουλους, βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τουρκόφωνοι μισθοφόροι Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο ερευνητή, οι Τουρκόπουλοι ήταν άμεσοι απόγονοι Σελτζούκων και Τουρκομάνων μισθοφόρων της αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν νυμφευτεί χριστιανές. Μαρτυρούνται ήδη από τα τέλη του 11 ου αιώνα και οι πολεμικές τους ικανότητες εκτιμούνταν ιδιαίτερα, γιατί πολεμούσαν με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες μεθόδους, όπως οι Τούρκοι αντίπαλοι του Βυζαντίου. Επίσης, βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τούρκοι, Α , (για αναλυτική βιβλιογραφία για τους Τουρκόπουλους). 670 Ch. Brand, Turkish element Για τη σφαγή του 1182, βλ. Κ. Βαρζός, Γενεαλογία, Α,

240 νταν με τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι υποψίες και η εχθρότητα προς την αυτοκρατορία Ch. Brand, Turkish element 19-20, 24. Για τις επιδράσεις στον βυζαντινό πολιτισμό που προέκυψαν από τις επαφές των Βυζαντινών με ξένους, στους 11 ο και 12 ο αιώνες, βλ. και A. Kazhdan-A. Wharton Epstein, Αλλαγές

241 ΕΠΙΛΟΓΟΣ Α) Οι διπλωματικές σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Τούρκους στον 11 ο αιώνα. Η πρώτη μαρτυρούμενη από τις πηγές διπλωματική επαφή ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Τούρκους, στον 11 ο αιώνα, έγινε στα πλαίσια συνομιλιών ανάμεσα στον διοικητή της Βαασπρακανίας, Στέφανο Λειχούδη και σε μια ομάδα Τουρκομάνων, που ζήτησαν άδεια για να διέλθουν από τα αυτοκρατορικά ε- δάφη, στον δρόμο τους προς την επικράτεια των Σελτζούκων. Η επαφή αυτή έλαβε χώρα γύρω στο 1045/6 και φαίνεται ότι δεν είχε αποτέλεσμα, αφού ο Λειχούδης αρνήθηκε να επιτρέψει την ειρηνική διέλευση των Τουρκομάνων. Η πρώτη μαρτυρούμενη διπλωματική επαφή ανάμεσα στον ίδιο τον αυτοκράτορα και τον ηγεμόνα των Μεγάλων Σελτζούκων φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε με αφορμή τις συνομιλίες για την απελευθέρωση του σημαντικού Γεωργιανού άρχοντα, Λιπαρίτη, ο οποίος είχε αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, στη διάρκεια της επιδρομής του Ibrahim Inal, το Οι συνομιλίες πιθανώς άρχισαν δύο χρόνια αργότερα, το 1050 και μετά από μερικές αποτυχημένες απόπειρες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση του αιχμαλώτου και τη σύναψη ειρήνης. Ο Λιπαρίτης τελικά απελευθερώθηκε, καθώς φαίνεται πως είχε κερδίσει την εκτίμηση του Μεγάλου Σελτζούκου ηγεμόνα Toğrul, αλλά, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, υπήρχαν και άλλα αίτια που οδήγησαν τον τελευταίο στην ενέργεια αυτή. Έτσι, ο Toğrul πιθανώς επιθυμούσε να δημιουργήσει καλές σχέσεις με τον Γεωργιανό άρχοντα ή και να τον χρησιμοποιήσει, ώστε να προκαλέσει έριδες στο βασίλειο της Γεωργίας, με τον βασιλιά της οποίας ο Λιπαρίτης βρισκόταν σε αντιπαλότητα. Οι συνομιλίες του αυτοκράτορα με τον Toğrul συνεχίστηκαν και επιπλέον, ο πρώτος απέστειλε στον δεύτερο πλούσια δώρα. Παράλληλα, ο Κωνσταντίνος Θ διέταξε (μάλλον μετά από διαπραγματεύσεις) την επισκευή του μουσουλμανικού τεμένους στην Κωνσταντινούπολη, την επαναλειτουργία του και τη διεξαγωγή της khutba στο όνομα του Αββασίδη χαλίφη. Η παραχώρηση αυτή, ωστόσο, μάλλον δεν τηρήθηκε επί μακρόν, καθώς οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν, εξαιτίας της απαίτησης των Σελτζούκων να τους α- ποδοθεί «φόρος υποτέλειας», απαίτηση που κρίθηκε απαράδεκτη από τους Βυζαντινούς. Η επίσημη πολιτική της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, την εποχή αυτή, ήταν να διατηρεί μια ζώνη επιρροής πέρα από τα σύνορά της και να επεμβαίνει, όποτε χρειαζόταν, με έναν συνδυασμό στρατιωτικών και διπλωματικών μέσων, για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στην περιοχή. Σύνηπτε συνθήκες ειρήνης ή συμμαχίας με τοπικούς χριστιανούς ή μουσουλμάνους ηγεμόνες (όπως με τον εμίρη του Dvin, Abu l-aswār και με τον εμίρη του Diyar Bakr, Nasr al-dawla ibn Marwan) και υποστήριζε τοπικούς άρχοντες φιλικά διακείμενους προς το Βυζάντιο, να εδραιωθούν στις γειτονικές με την αυτοκρατορία περιοχές (όπως τον Λιπαρίτη, που στράφηκε με την υποστήριξη του Κωνσταντίνου Θ εναντίον του βασιλιά της Γεωργίας Bagrat Δ ) άλλοτε, επενέβαινε στρατιωτικά είτε για να ενσωματώσει περιοχές (ό- 240

242 πως συνέβη με την προσάρτηση του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας), είτε για να αποτρέψει την ισχυροποίηση κάποιου αντιπάλου (όπως συνέβη, όταν ο Κωνσταντίνος Θ έστειλε τον ραίκτωρα Νικηφόρο για να επιβάλει την εφαρμογή μιας συνθήκης στον Abu l-aswār του Dvin και συγχρόνως να αποτρέψει την κατάκτηση της Ganğa από τους Σελτζούκους, που την πολιορκούσαν). Για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης ασφάλειας, κρίθηκε αναγκαίο να διατηρούνται κατά το δυνατό καλές σχέσεις με την άλλη μεγάλη δύναμη της Μέσης Ανατολής, τους Φατιμίδες. Η εμφάνιση και ισχυροποίηση των Σελτζούκων Τούρκων στα μέσα του 11 ου αιώνα σε συνδυασμό με τα προβλήματα που άρχισαν να απασχολούν την αυτοκρατορία στο εσωτερικό της ώθησε τους αυτοκράτορες μετά τον Κωνσταντίνο Θ να αλλάξουν προσανατολισμό στην εξωτερική πολιτική τους και να ευνοήσουν την επίτευξη καλών σχέσεων με τον Μεγάλο Σελτζούκο ηγεμόνα. Η ενέργεια αυτή κλόνισε τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Φατιμίδες, αφού οι τελευταίοι ως σιίτες ήταν εξ ορισμού εχθροί των σουννιτών Σελτζούκων. Η διατάραξη των βυζαντινο-φατιμιδικών σχέσεων είχε ήδη αρχίσει από το 1055, όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα αρνήθηκε να αποστείλει τα αναγκαία φορτία σίτου που χρειάζονταν οι Φατιμίδες, εξαιτίας του λιμού στην Αίγυπτο. Αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον των βυζαντινο-φατιμιδικών σχέσεων στάθηκε η έναρξη της διεξαγωγής της khutba στο όνομα του Αββασίδη χαλίφη. Αυτή πραγματοποιήθηκε μάλλον το 1056 και οφειλόταν σε διαπραγματεύσεις τις οποίες ξεκίνησαν οι Σελτζούκοι με την αποστολή μιας αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, οι σχέσεις με τους Φατιμίδες ψυχράνθηκαν και μάλιστα έλαβε χώρα ένας τοπικός πόλεμος στην περιοχή της Αντιόχειας γύρω στο 1056, ενώ παράλληλα διεξάγονταν και διαπραγματεύσεις για την ειρήνη που διήρκεσαν ως το Συνεπώς, η βυζαντινή κυβέρνηση μπροστά στη νέα κατάσταση φάνηκε πρόθυμη να ακολουθήσει πολιτική κατευνασμού απέναντι στη νέα μεγάλη δύναμη της Μέσης Ανατολής, συνάπτοντας συνθήκες και αποδίδοντας πλούσια δώρα, με την ελπίδα ότι θα σταματούσαν οι καταστροφικές επιδρομές των Τουρκομάνων στα ανατολικά της σύνορα, οι οποίες αυξάνονταν συνεχώς. Οι ίδιοι οι Σελτζούκοι δεν ε- πιθυμούσαν την αντιπαράθεση με την αυτοκρατορία, καθώς προτεραιότητά τους ήταν η ενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου και συνεπώς η εξόντωση των σιιτών Φατιμιδών. Γι αυτό ο Toğrul επιθυμούσε επίσης να διατηρεί καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα. Παράλληλα, όμως, είχε την ανάγκη να προωθεί στα σύνορα τις (σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτες) ομάδες Τουρκομάνων, που προκαλούσαν καταστροφές στις περιοχές, όπου δρούσαν. Έτσι, αν και επισήμως οι δύο δυνάμεις δεν ήλθαν σε αντιπαράθεση, ωστόσο, φαίνεται ότι οι παραχωρήσεις της αυτοκρατορίας δεν είχαν σημαντικό αποτέλεσμα για την ασφάλειά της, αφού οι επιδρομές των Τουρκομάνων συνεχίζονταν. Την πολιτική του κατευνασμού ακολούθησε και ο διάδοχος της Θεοδώρας, Μιχαήλ Στ. Μετά τη σύντομη βασιλεία του, τον θρόνο κατέλαβε ο Ισαάκιος Α Κομνηνός, ο οποίος, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, έδειξε πιο δυναμική στάση στην εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας. Αφ ενός διαπραγματευόταν με πρεσβείες των Φατιμιδών για τον τερματισμό του προαναφερθέντος πολέμου, χωρίς, 241

243 όμως, να μειωθεί το διεθνές κύρος της αυτοκρατορίας και αφ ετέρου συνομιλούσε με απεσταλμένους του Toğrul (που πλέον κατείχε επίσημα τον τίτλο του σουλτάνου), ώστε να διατηρηθεί η ειρήνη, με α- ποτέλεσμα ο τελευταίος να μην αναλαμβάνει εχθρική δράση απέναντι στην αυτοκρατορία. Η διατήρηση της ειρήνης ήταν επιθυμητή και από τον σουλτάνο, καθώς εκείνη την εποχή ήταν απασχολημένος με ε- σωτερικά προβλήματα του κράτους του. Ωστόσο, παράλληλα, οι τουρκομανικές επιδρομές συνεχίζονταν παρά τις αντίθετες διακηρύξεις του Μιχαήλ Ψελλού και ο αυτοκράτορας δεχόταν συχνά πρεσβείες των Αρμενίων συμμάχων του, που προσφέρονταν να του παραχωρήσουν τις επικράτειές τους και να μεταναστεύσουν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, για να προστατευτούν. Ο Ισαάκιος Α, όμως, γνωρίζοντας τις ευθύνες που συνεπαγόταν μια τέτοια προσάρτηση αρνείτο και αντί γι αυτό τους ενθάρρυνε να αντισταθούν οι ίδιοι στον εχθρό. Ο επόμενος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Ι Δούκας, επέστρεψε στην πολιτική κατευνασμού. Την ί- δια εποχή, ο νέος σουλτάνος, Alp-Arslan, άρχισε να ενισχύει τη σελτζουκική παρουσία στην Αρμενία και στον Καύκασο. Με δύο εκστρατείες, το 1064 και το 1067 κυρίευσε το Ανί και έφερε στη σφαίρα ε- πιρροής του τους ηγεμόνες του Καυκάσου, πιθανώς, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, για να έχει καλυμμένα τα νώτα του, όταν θα στρεφόταν εναντίον των αντιπάλων του, των Φατιμιδών. Παρόλ αυτά, δεν φαίνεται πως ο σουλτάνος είχε πρόθεση να πλήξει απευθείας την αυτοκρατορία. Εν όψει αυτών των γεγονότων, η αυτοκρατορία φαίνεται πως δεν αντιδρούσε ούτε στρατιωτικά, ούτε διπλωματικά, όπως στο παρελθόν, για να ανατρέψει τις εξελίξεις. Καθώς το Βυζάντιο αντιμετώπιζε πλέον σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, αδυνατούσε να προωθήσει τα συμφέροντά του πέρα από τα ανατολικά του σύνορα, με αποτέλεσμα οι ηγεμόνες του Καυκάσου να αναγνωρίζουν την επικυριαρχία του σουλτάνου. Διαφορετική ήταν η κατάσταση νοτιοανατολικά της αυτοκρατορίας, αφού, όπως φαίνεται, οι τοπικοί ηγεμόνες της Μεσοποταμίας και της Συρίας διατηρούσαν ακόμη στενές σχέσεις με τους Βυζαντινούς, προσωρινά τουλάχιστον. Έτσι, στη δεκαετία του 1060, η αυτοκρατορία σταδιακά έχασε τη σφαίρα επιρροής της στην Ανατολή και επιπλέον αδυνατούσε να προστατεύσει τα ίδια της τα εδάφη, καθώς οι επιδρομείς έ- φταναν πλέον δυτικότερα στις απροστάτευτες περιοχές της κεντρικής Μικράς Ασίας. Την υποχώρηση του κράτους προσπάθησε να συγκρατήσει με τη δράση του ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ Διογένης, που το 1068 ανήλθε στον θρόνο με τη συγκατάθεση της επιτροπείας του ανήλικου Μιχαήλ Ζ. Ο Ρωμανός Δ κατανοώντας το μέγεθος του κινδύνου διεξήγαγε τρεις εκστρατείες στη διάρκεια της βασιλείας του προκειμένου να αποκαταστήσει την ασφάλεια στα αυτοκρατορικά εδάφη. Κατά τη διάρκειά τους, μάλιστα, ο αυτοκράτορας είχε προσωπικές επαφές με Τούρκους δείχνοντας σκληρή στάση μόνο σε όσους απ αυτούς αναλάμβαναν δράση εναντίον της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμανός Δ, αν και εγκατέλειψε την πολιτική του κατευνασμού μέσω της διπλωματίας, ωστόσο φαίνεται ότι δεν εγκατέλειψε την ίδια τη διπλωματία, την οποία έθετε στην υπηρεσία των στρατιωτικών του στόχων. Είχε πάντα πρεσβευτές μαζί του στις εκστρατείες του και τους χρησιμοποίησε για να διεξαγάγει διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, ήλθε σε επαφή με τους αντιπάλους των Σελτζούκων, τους Φατιμίδες, αφού δέχτηκε 242

244 σε ακρόαση έναν απεσταλμένο τους, στη Συρία, αν και δεν είναι γνωστό αν οι συνομιλίες μαζί τους κατέληξαν κάπου. Τελικά, όμως, παρά τη δράση του, ο αυτοκράτορας χρειάστηκε, το 1070, σύμφωνα με τον Sibt bin al-jawzī να συνάψει ανακωχή με τον σουλτάνο, η οποία μάλλον ακυρώθηκε, το ίδιο έτος, όταν ο Ρωμανός Δ πρόσφερε άσυλο στον Τούρκο αποστάτη Χρυσόσκουλο. Το 1071, ο Ρωμανός Δ ετοίμασε μια ισχυρή στρατιά για να εκστρατεύσει στην Αρμενία και να ανακτήσει το στρατηγικής σημασίας Μαντζικέρτ, που πρόσφατα είχε κυριευτεί από τους Τούρκους. Παράλληλα, σύμφωνα με τον Bar Εβραίο και τον Sibt bin al-jawzī, διεξήγαγε συνομιλίες με τον Alp- Arslan οι οποίες, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο, όταν ο σουλτάνος είχε ξεκινήσει την εκστρατεία του εναντίον των Φατιμιδών. Οι προτάσεις τους αφορούσαν την ανταλλαγή κάποιων πόλεων στη Συρία ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Σελτζούκους και συμπεριελάμβαναν προτάσεις ειρήνης, αλλά οι ακριβείς επιδιώξεις τους δεν είναι σαφείς. Σύμφωνα, πάντως με τη σύγχρονη έρευνα, ο αυτοκράτορας επιδίωκε με αυτές τις διπλωματικές συνομιλίες να παραπλανήσει τον σουλτάνο και να τον ωθήσει να στρέψει αλλού την προσοχή του (νότια), ώστε να μπορέσει ο ίδιος να δράσει ανενόχλητος στην Αρμενία. Ως συνέπεια της βυζαντινής εκστρατείας στο Μαντζικέρτ, οι δύο δυνάμεις ήρθαν τελικά αντιμέτωπες στο πεδίο της μάχης κοντά στη συγκεκριμένη πόλη, τον Αύγουστο του Όπως μαρτυρούν όλες οι πηγές που ασχολήθηκαν με τη μάχη του Μαντζικέρτ, πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα, με σκοπό την ειρήνη. Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, ο αυτοκράτορας εξ αρχής έδειξε ψυχρή στάση απέναντι στους Τούρκους απεσταλμένους και έθεσε βαρείς ό- ρους, εκλαμβάνοντας την ενέργεια του αντιπάλου του ως αδυναμία. Κατά τη σύγχρονη έρευνα, ο Ρωμανός Δ τήρησε άκαμπτη στάση στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων είτε γιατί μάλλον δεν είχε σκοπό να δεχτεί τις τουρκικές προτάσεις, είτε για στρατηγικούς λόγους (όπως η παραχώρηση του τουρκικού στρατοπέδου στους Βυζαντινούς). Διαφορετική εικόνα δίνουν για τις συνομιλίες οι μουσουλμανικές πηγές, που γενικά αποδίδουν στον αυτοκράτορα την πρόθεση να εισβάλει στη μουσουλμανική γη και να κυριεύσει την ίδια την έδρα του σουλτάνου. Όπως έχει παρατηρήσει η σύγχρονη έρευνα, οι πληροφορίες των μουσουλμανικών πηγών για το ζήτημα δεν είναι πολύ αξιόπιστες, καθώς περιλαμβάνουν πολυάριθμες υπερβολές. Αυτές οφείλονται αφ ενός στα χαρακτηριστικά της αραβικής ιστοριογραφίας, η ο- ποία είχε ως στόχο κυρίως να ψυχαγωγήσει παρά να περιγράψει με ακρίβεια κάποια ιστορικά γεγονότα και αφ ετέρου στις ανάγκες της μουσουλμανικής κοινωνίας των 12 ου -13 ου αιώνα, όταν ο ισλαμικός κόσμος δεχόταν τις επιθέσεις ξένων λαών και οι πιστοί ανέμεναν από τους Τούρκους ηγεμόνες τους να τους προστατεύσουν έτσι, οι μουσουλμάνοι συγγραφείς μέσα από τα έργα τους προπαγάνδιζαν την εικόνα των ηγεμόνων τους ως υπερασπιστών του Ισλάμ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν έφεραν αποτέλεσμα και στη μάχη που ακολούθησε, ο αυτοκράτορας υπέστη ήττα και μάλιστα συνελήφθη αιχμάλωτος από τους αντιπάλους του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε από έναν μουσουλμάνο ηγεμόνα. Οι πηγές συμφω- 243

245 νούν για την επιεική συμπεριφορά του σουλτάνου απέναντι στον αιχμάλωτο, αν και οι μουσουλμανικές πηγές παρουσιάζουν τον Alp-Arslan πιο αυστηρό, ενώ οι βυζαντινές πιο μεγαλόψυχο. Στο διάστημα της αιχμαλωσίας του, ο Ρωμανός Δ διεξήγαγε συνομιλίες με τον Alp-Arslan, με σκοπό τη σύναψη ειρήνης και παράλληλα τον καθορισμό των λύτρων για την απελευθέρωση του αυτοκράτορα. Η συνθήκη, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, συνήφθη μάλλον στις 3 ή 4 Σεπτεμβρίου του Οι όροι της, κατά τις βυζαντινές πηγές ήταν η ειρήνη (για είκοσι έτη, σύμφωνα με τον Γ. Λεβενιώτη) και φιλία ανάμεσα στις δύο πλευρές, η βασιλική επιγαμία ανάμεσα στα τέκνα των δύο ηγεμόνων και ίσως η αποκατάσταση των συνόρων, όπως ήταν πριν τη μάχη, η ανταλλαγή των αιχμαλώτων και ο τερματισμός των επιδρομών. Οι μουσουλμανικές πηγές συμπληρώνουν την εικόνα για τις διαπραγματεύσεις, λέγοντας ότι ο αυτοκράτορας συμφώνησε να πληρώσει ως λύτρα dīnār που θα αποδίδονταν αμέσως και επιπλέον dīnār που θα αποδίδονταν σε ετήσια πάκτα των (δηλαδή μέσα σε είκοσι έτη, κατά τον Γ. Λεβενιώτη). Οι ίδιες πηγές παραδίδουν επίσης ότι ο Ρωμανός Δ συμφώνησε να παράσχει στρατιωτική υποστήριξη στον σουλτάνο, όποτε τη χρειαζόταν, να ελευθερώσει όλους τους αιχμάλωτους μουσουλμάνους και τέλος, να του αποδώσει τις πόλεις Αντιόχεια, Έδεσσα και Ιεράπολη που είχε κυριεύσει πρόσφατα. Την τελευταία αυτή πληροφορία η σύγχρονη έρευνα την αμφισβητεί και πιο πιθανό θεωρεί ότι η βυζαντινή πλευρά αναγνώρισε μόνο την τουρκική επικυριαρχία στη Βαασπρακανία. Η συνθήκη αυτή που σύνηψαν οι δύο ηγεμόνες έμεινε ανεφάρμοστη, καθώς ο Ρωμανός Δ σύντομα εκθρονίστηκε και ο διάδοχός του, ο Μιχαήλ Ζ Δούκας, δεν την αναγνώρισε, επειδή, κατά τη σύγχρονη έρευνα, δεν επιθυμούσε να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη οικονομική κατάσταση του κράτους. Το γεγονός αυτό έδωσε στον σουλτάνο το πρόσχημα να επιτρέψει στους Τουρκομάνους να συνεχίσουν τις επιδρομές ο τελευταίος, αν και δεν είχε πρόθεση κατάκτησης του Βυζαντίου, ακολουθούσε την πολιτική του προκατόχου του και προωθούσε τους ανεξέλεγκτους Τουρκομάνους στα βυζαντινά σύνορα, για να παραμένουν απασχολημένοι και να μην προκαλούν καταστροφές στο μουσουλμανικό έδαφος. Έτσι, αν και η ίδια η συνθήκη της μάχης του Μαντζικέρτ δεν ήταν επιζήμια για τη βυζαντινή πλευρά, ωστόσο, η αυτοκρατορία δέχτηκε αποφασιστικό πλήγμα, καθώς ο ηττημένος αυτοκράτορας εκθρονίστηκε μετά από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, που εγκαινίασε μια δεκαετία πολιτικής α- στάθειας για το κράτος. Όσον αφορά τις βυζαντινές σχέσεις με τους Σελτζούκους, την εποχή του εμφυλίου αυτού ανάμεσα στον Ρωμανό Διογένη και στον Μιχαήλ Ζ, φαίνεται ότι ο πρώτος, όταν άρχισε να χάνει τον πόλεμο, έστειλε πρέσβεις στον Alp-Arslan, ζητώντας βοήθεια, η οποία όμως δεν έφτασε ποτέ. Η ενέργεια αυτή, όπως παρατήρησε η σύγχρονη έρευνα, εγκαινίασε για τους Βυζαντινούς την πρακτική της πρόσκλησης Τούρκων αρχηγών για την αντιμετώπιση των εσωτερικών τους αντιπάλων, μια πρακτική που θα χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στα επόμενα χρόνια. Στην εποχή αυτή των εμφυλίων πολέμων, οι Βυζαντινοί ήταν απορροφημένοι από τις μεταξύ τους έ- ριδες, με αποτέλεσμα να παραμελήσουν την προστασία της αυτοκρατορίας από εξωτερικούς κινδύνους. Αντίθετα, μάλιστα, πολλές φορές επιδίωξαν τη συμμαχία ξένων αρχηγών, για να κερδίσουν τον θρόνο. 244

246 Όσον αφορά τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Σελτζούκους, αυτές διατηρήθηκαν τυπικά φιλικές. Ωστόσο, οι αυτοκράτορες φαίνεται ότι αναγνώρισαν πλέον πως η αναστολή των επιδρομών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας συνεννόησης με τον σουλτάνο: οι πηγές μαρτυρούν, στη δεκαετία του 1070, μία μόνο διπλωματική επαφή, το 1074 και ακολούθως, την αποστολή μιας επιστολής από τον αυτοκράτορα στον σουλτάνο, χωρίς να είναι γνωστό αν οι συνομιλίες αυτές κατέληξαν σε κάποια συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κατάσταση στη Μικρά Ασία φαίνεται πως δεν επηρεάστηκε από τις επαφές αυτές. Οι Τουρκομάνοι δρούσαν πια ανεξέλεγκτα και επιπλέον άρχισαν να παραμένουν μόνιμα στο μικρασιατικό έδαφος και να κατακτούν πόλεις. Καθώς οι τελευταίοι διέθεταν ικανές στρατιωτικές δυνάμεις, οι ολοένα και πιο αδύναμοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες αναζητούσαν τη στρατιωτική τους υποστήριξη για να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους, με αποτέλεσμα οι αρχηγοί αυτοί να καταστούν ρυθμιστές της κατάστασης στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Συχνά μάλιστα παρείχαν την υποστήριξή τους όχι στον αυτοκράτορα, αλλά σε ανταπαιτητές του θρόνου. Έτσι, η βυζαντινή διπλωματία άλλαξε προσανατολισμό και απομακρυνόμενη από την επίσημη πολιτική αρχή των Τούρκων στράφηκε στους τοπικούς Τούρκους αρχηγούς, από τους οποίους εξαρτιόταν όλο και περισσότερο. Χαρακτηριστικές της εξάρτησης των Βυζαντινών από τους Τούρκους αρχηγούς, αλλά και της αναξιοπιστίας των τελευταίων είναι περιπτώσεις, όπως του Artuch, του Τουτάχ και του Sulaymān ibn Kutulmish. Ο Artuch, μετά τις αποτυχίες των Βυζαντινών να νικήσουν τον στασιαστή Ουρσέλιο, κατάφερε να τον αιχμαλωτίσει, αλλά μη νιώθοντας δεσμευμένος από τη συμφωνία του με τον αυτοκράτορα παρέδωσε τον αιχμάλωτο στη σύζυγο του τελευταίου, η οποία πλήρωσε αρκετά χρήματα. Ο Τουτάχ, λίγο αργότερα αιχμαλώτισε με δόλο τον Ουρσέλιο, προδίδοντάς τον, αφού προηγουμένως είχε συμμαχήσει μαζί του. Τέλος, ο Sulaymān προσεγγίστηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ για να αντιμετωπίσει τον στασιαστή Νικηφόρο Βοτανειάτη, αλλά σύντομα άλλαξε παράταξη και υποστήριξε τον κινηματία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην άνοδό του στον θρόνο. Εκτός αυτού, του παρείχε στρατιώτες για να αντιμετωπίσει τους υπόλοιπους ανταπαιτητές του θρόνου. Μετά από λίγα χρόνια όμως, ο Τούρκος αρχηγός πρόδωσε και τον Βοτανειάτη, δίνοντας την υποστήριξή του στον καινούριο επίδοξο αυτοκράτορα, Νικηφόρο Μελισσηνό και αποσπώντας σε αντάλλαγμα εκτεταμένες περιοχές της δυτικής και κεντρικής Μικράς Ασίας. Τα γεγονότα αυτά φανερώνουν άλλο ένα χαρακτηριστικό της βυζαντινής διπλωματίας σε αυτήν την εποχή. Η γενικότερη πολιτική αστάθεια επέτρεψε σε μεμονωμένους Βυζαντινούς να λάβουν πρωτοβουλίες στη διεξαγωγή της διπλωματίας με τους Τούρκους αρχηγούς. Οι επαφές αυτές, βέβαια, απευθύνονταν πάντα σε αρχηγούς ομάδων και όχι σε ηγεμόνες κρατών και είχαν έντονο το στοιχείο της προσωπικής συνεννόησης. Η επιτόπια αυτή διπλωματία αποδείχτηκε καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις, καθώς έκρινε την έκβαση πολλών αντιπαραθέσεων στη διάρκεια των βυζαντινών εμφυλίων. Τα αποτελέσματά της για το κράτος, γενικότερα, ήταν καταστροφικά, αφού οι Βυζαντινοί συνομιλητές των 245

247 Τούρκων αρχηγών προέβαιναν σε ολοένα και μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς αυτούς, ώσπου οι τελευταίοι έγιναν κύριοι μεγάλων περιοχών της Μικράς Ασίας. Με αυτόν τον τρόπο ιδρύθηκε, το 1080/1, το σουλτανάτο του Ρουμ, το πρώτο τουρκικό κρατικό μόρφωμα της δυτικής Μικράς Ασίας. Παράλληλα, μέσα από τις τοπικές αυτές επαφές, οι Βυζαντινοί απέκτησαν εμπειρία σχετικά με το πώς να διαπραγματεύονται με τους Τούρκους, αλλά και γνώσεις για τις τακτικές τους. Εξάλλου, στην ί- δια αυτή εποχή αναφέρεται για πρώτη φορά η εφαρμογή της πολεμικής τακτικής των Τούρκων από έ- ναν Βυζαντινό στρατηγό: ο Αλέξιος Κομνηνός, στη διάρκεια της μάχης της Καλαυρής, το 1078, νίκησε χάρη στην εφαρμογή της κατεξοχήν νομαδικής τακτικής της ψευδούς υποχώρησης, γεγονός που φανερώνει ότι ήδη είχαν αρχίσει να πραγματοποιούνται αλληλεπιδράσεις σε στρατιωτικό επίπεδο. Στα επόμενα είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυση του σουλτανάτου του Ρουμ, το 1080/1 και την ε- πίσημη αναγνώριση, το 1081, της κατοχής από το σουλτανάτο των μικρασιατικών εδαφών της, η αυτοκρατορία ήταν συνεχώς απασχολημένη από κινδύνους στα Βαλκάνια που θεωρούνταν πιο άμεσοι σε σχέση με την τουρκική προέλαση και γι αυτό τους δόθηκε προτεραιότητα από τον νέο αυτοκράτορα, Αλέξιο Α Κομνηνό. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του σουλτανάτου του Ρουμ, ο αυτοκράτορας χρειάστηκε να επιδείξει αρκετά εύκαμπτη στάση, αφού επισήμως πολιτική του ήταν η επανάκτηση των χαμένων εδαφών, αλλά οι επικρατούσες συνθήκες καθιστούσαν το συγκεκριμένο έργο, για καιρό, ανέφικτο 672. Έ- τσι, στη διάρκεια της τελευταίας αυτής εικοσαετίας του 11 ου αιώνα, ως το 1097 και την πρώτη σταυροφορία, ο αυτοκράτορας σε λίγες μόνο περιπτώσεις επενέβη στρατιωτικά στη Μικρά Ασία. Από την άλλη πλευρά, έδειξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα, ώστε εκμεταλλευόμενος τις έριδες των Τούρκων ηγεμόνων της χερσονήσου να τους αποδυναμώσει και να διευκολυνθεί η πιθανότατα από νωρίς στα σχέδιά του βυζαντινή επανάκτηση. Ο Αλέξιος Α μπόρεσε με αρκετά μεγάλη επιτυχία να χρησιμοποιήσει τη διπλωματία για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, όχι μόνο χάρη στις προσωπικές του διπλωματικές ικανότητες, αλλά και χάρη στις νέες συνθήκες που επικρατούσαν στη Μικρά Ασία. Η χερσόνησος, στο μεγαλύτερο μέρος της, βρισκόταν υπό τουρκική κυριαρχία, αλλά μετά τον θάνατο του Sulaymān ibn Kutulmish, το 1086, η τουρκική επικράτεια ήταν χωρισμένη σε πολυάριθμα κομμάτια υπό ανεξάρτητους αρχηγούς. Έτσι, ο αυτοκράτορας δεν είχε πλέον να συνομιλήσει αποκλειστικά με αρχηγούς τουρκομανικών ομάδων, όπως οι προκάτοχοί του, ούτε με έναν ισχυρό Τούρκο ηγεμόνα σαν τον Sulaymān, αλλά με πολυάριθμους α- δύναμους διοικητές πόλεων και κάστρων, όπως ο Il Khan και ο Qaratekin ή περιορισμένων περιοχών, ό- πως ο Abu l-qāsim και ο Τζαχάς 673. Οι Τούρκοι αυτοί ηγεμόνες στήριζαν την εξουσία τους σε μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς και κατά συνέπεια είχαν ορισμένες υποχρεώσεις απέναντι στους υπηκό- 672 Αναλόγως, μετά τη μερική επανάκτηση της χερσονήσου, ακολούθως της πρώτης σταυροφορίας, ο αυτοκράτορας φαίνεται πως προσπάθησε να διατηρήσει τα κεκτημένα και γι αυτό, επιδίωξε και πάλι ειρηνικές σχέσεις με το σουλτανάτο. 673 Ασφαλώς, στη Μικρά Ασία δρούσαν ακόμη πολλές ομάδες Τουρκομάνων, όπως και πριν το 1080/1, αλλά οι πόλεις η κατοχή των οποίων ήταν σπουδαίας σημασίας για την κυριαρχία στη χερσόνησο βρίσκονταν στα χέρια μόνιμα εγκατεστημένων ηγεμόνων. 246

248 ους τους, τις οποίες δεν είχαν οι αρχηγοί νομάδων. Το γεγονός αυτό τους καθιστούσε λιγότερο απρόβλεπτους από τους αρχηγούς των τουρκομανικών ομάδων. Εκτός αυτού, η περιορισμένη, συνήθως, εδαφική έκταση των κρατιδίων τους τούς καθιστούσε λιγότερο επικίνδυνους σε σχέση με ισχυρούς ηγεμόνες, όπως ήταν ο Sulaymān. Στο ίδιο αυτό διάστημα (κυρίως μέχρι τον θάνατο του Malik-Shāh, το 1092), σημαντικό ρόλο στις μικρασιατικές εξελίξεις διαδραμάτισαν οι Μεγάλοι Σελτζούκοι, οι οποίοι επίσης είχαν συμφέροντα στην περιοχή και επενέβαιναν σε κάθε ευκαιρία. Όπως φάνηκε, ο πρώτος ηγεμόνας του Ρουμ, ο Sulaymān, είχε ανατολικό προσανατολισμό στην εξωτερική πολιτική του και μάλλον, κατά τη σύγχρονη έρευνα, επιθυμούσε να συγκεντρώσει δυνάμεις από τη Μικρά Ασία και να στραφεί εναντίον των Μεγάλων Σελτζούκων. Παρά τον θάνατό του, το σουλτανάτο του Ρουμ εξακολουθούσε να αποτελεί κίνδυνο για τους Μεγάλους Σελτζούκους και γι αυτό η υποταγή του κρινόταν απαραίτητη. Έτσι, ο σουλτάνος Malik-Shāh ξεκίνησε σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις διπλωματικές συνομιλίες με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α (το 1086/7 και το 1092), ώστε να εξασφαλίσει τη συμμαχία του, εν όψει των επιχειρήσεων ε- ναντίον του Ρουμ. Όπως και στο παρελθόν, οι διπλωματικές αυτές επαφές μεταξύ αυτοκράτορα και σουλτάνου έμειναν χωρίς αποτέλεσμα, αν και οι σχέσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων δεν πλήχτηκαν από το γεγονός αυτό 674. Ο αυτοκράτορας προτίμησε να ακολουθήσει την προαναφερθείσα πολιτική της αποδυνάμωσης των Τούρκων αντιπάλων του, μέχρι να μπορέσει να δράσει ο ίδιος. Γι αυτό, υπέσκαψε τις απόπειρες του Malik-Shāh να κυριεύσει την πρωτεύουσα του Ρουμ, τη Νίκαια και στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής πέτυχε να αναγνωριστεί από τον Σελτζούκο σουλτάνο του Ρουμ ως επικυρίαρχός του. Η παρεμβατική αυτή πολιτική των Μεγάλων Σελτζούκων τερματίστηκε το 1092, όταν απεβίωσε ο Malik- Shāh και το χαλιφάτο περιήλθε σε μια περίοδο εμφύλιων διαμαχών, οπότε το χαλιφάτο της Βαγδάτης έ- παυσε πλέον να αποτελεί παράγοντα στις εξελίξεις της Μικράς Ασίας. Απέναντι στους αρχηγούς τουρκομανικών ομάδων, ο αυτοκράτορας ακολούθησε την πολιτική των προκατόχων του, επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους. Ο Αλέξιος Α, μάλιστα, σύμφωνα με τον J. Shepard, ενθάρρυνε την προσέλευση μεμονωμένων Τούρκων (ή και ομάδων) στην υπηρεσία του, όταν διέβλεπε σ αυτούς την ύπαρξη χρήσιμων ικανοτήτων. Παράλληλα μπορούσαν να παράσχουν χρήσιμες πληροφορίες για τους συμπατριώτες τους και επιπλέον, δεν αποτελούσαν κίνδυνο για τον αυτοκράτορα, γιατί εξαρτιόνταν αποκλειστικά απ αυτόν. Έτσι, οι Τούρκοι αυτοί απολάμβαναν την εύνοιά του και δέχονταν μεγάλες ανταμοιβές για τις υπηρεσίες τους. Όσον αφορά την πολιτική του Αλεξίου Α απέναντι στους ανεξάρτητους Τούρκους κυβερνήτες, ο αυτοκράτορας επιχείρησε, όποτε παρουσιαζόταν η ευκαιρία για γρήγορη και εύκολη κατάκτηση, να καταλάβει τις πόλεις τους, χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό στρατιωτικών και διπλωματικών μέσων, ό- πως στην περίπτωση του Il Khan ή και μόνο διπλωματικών μέσων, όπως στην περίπτωση του Qaratekin 674 Εξάλλου, όπως έχει παρατηρήσει ήδη η σύγχρονη έρευνα, η αυτοκρατορία και το χαλιφάτο αναγνωρίζονταν ως δύο αιώνιες υπάρξεις και η κάθε μία απολάμβανε τον σεβασμό της άλλης. 247

249 (αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο δόλος). Στις σχέσεις του με τους Τούρκους ηγεμόνες κρατιδίων, ο Αλέξιος Α κατ αρχάς προσπάθησε να αποκρούσει τις επιθέσεις τους και ε- πιπλέον να ενισχύσει τη θέση του απέναντί τους, πολιτική, στην υπηρεσία της οποίας τέθηκε η διπλωματία. Έτσι, όταν νίκησε, το 1086/7, τον Abu l-qāsim, που παραβίαζε τη συνθήκη ειρήνης, ο αυτόκράτορας τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να συναφθεί η ειρήνη και συγχρόνως εκμεταλλεύτηκε το γεγονός αυτό για να κατασκευάσει το οχυρό της Κιβωτού, το οποίο θα ενίσχυε τη βυζαντινή παρουσία στη Βιθυνία και θα βοηθούσε στην ανάκτηση της Νικομήδειας. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και απέναντι στον εμίρη της Σμύρνης, Τζαχά, ο οποίος αποδείχτηκε περισσότερο επικίνδυνος, καθώς ήταν ο μόνος Τούρκος αρχηγός που επιδίωξε μεθοδικά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας προσπαθούσε με στρατιωτικά μέσα να αποδυναμώσει τη θέση του Τζαχά, ο οποίος επιχειρούσε να επεκταθεί στα νησιά του Αιγαίου. Καθώς, μάλιστα, ο πολυμήχανος εμίρης επέδειξε εφευρετικότητα και έφερε μέσω της διπλωματίας την αυτοκρατορία σε δύσκολη θέση, ο Αλέξιος χρειάστηκε να αναπτύξει ανάλογη διπλωματική δράση, για να αναιρέσει τις ενέργειες του αντιπάλου του. Έτσι, ο αυτοκράτορας αναίρεσε τη συμμαχία του εμίρη με τους Πετσενέγους συνάπτοντας ο ίδιος συμμαχία με τους Κομάνους και υπέσκαψε την ασφάλεια που πρόσφερε στον Τζαχά η επιγαμική συμμαχία του με τον σουλτάνο του Ικονίου, Kïlïj Arslan Α με το να διαβάλει τον εμίρη στον σουλτάνο. Στην αντιμετώπιση όλων αυτών των προκλήσεων (και ιδιαίτερα του Τζαχά), ο αυτοκράτορας έκανε με επιτυχία εκτεταμένη χρήση της διπλωματίας, επιδεικνύοντας παράλληλα μεγάλη προσαρμοστικότητα και εφευρετικότητα, όπως φανερώνει η απάτη εις βάρος του Abu l-qāsim, η οποία οδήγησε στην ανέγερση του οχυρού της Κιβωτού και η μυστική συνεννόηση με τον Kïlïj Arslan Α, η οποία οδήγησε στη δολοφονία του Τζαχά. Συνεπώς, η βυζαντινή διπλωματία ως τις αρχές του 12 ου αιώνα είχε προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες της αυτοκρατορίας και χάρη στην προηγούμενη εμπειρία, αλλά και στις καινοτομίες του ίδιου του Αλεξίου Α είχε καταστεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο στην πολιτική απέναντι στους Σελτζούκους Τούρκους. 248

250 Β) Οι αντιλήψεις των Βυζαντινών για τους Τούρκους και η εξέλιξη της στάσης τους απέναντι στους εισβολείς από τα μέσα του 11 ου αιώνα μέχρι το πρώτο μισό του 12 ου. Οι αντιλήψεις των Βυζαντινών για τους Τούρκους διέπονταν από το ίδιο πνεύμα με εκείνες που οι Βυζαντινοί είχαν για όλους τους ξένους λαούς. Οι αντιλήψεις αυτές, από τις οποίες διαπνέονται τα έργα όλων των ιστοριογράφων της εποχής, είναι σύμφωνες με την παραδοσιακή βυζαντινή ιδεολογία, που ε- ντάσσει όλους τους ξένους σε κατώτερη θέση σε σύγκριση με τους Βυζαντινούς κληρονόμους του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και υποστηρικτές της ορθής πίστης. Έτσι, οι Βυζαντινοί συγγραφείς της εποχής συχνά φροντίζουν να επισημάνουν στα έργα τους τα πολυπληθή ελαττώματα, που, κατά τη γνώμη τους, χαρακτηρίζουν τους Τούρκους. Οι κατηγορίες των Βυζαντινών συγγραφέων άλλοτε έχουν σοβαρό έρεισμα (όπως τα σχόλια για τη βίαιη φύση των επιδρομέων και την καταστροφική τους δράση) και άλλοτε αναπαράγουν μάλλον στερεότυπα που οι Βυζαντινοί είχαν για τον ξένο αυτό λαό (όπως οι κατηγορίες της δολιότητας, της πανουργίας και δευτερευόντως της αλαζονείας). Σε άλλες, τέλος, περιπτώσεις, οι συγγραφείς απλώς προσάπτουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς στους Τούρκους και ιδιαίτερα στους ηγέτες τους, φανερώνοντας την απέχθειά τους γι αυτούς, απέχθεια που προκύπτει τόσο από τις αντιλήψεις των ίδιων των Βυζαντινών για τους Τούρκους, όσο και από τη δράση των τελευταίων. Από την άλλη πλευρά, στα ιστοριογραφικά έργα της εποχής, εντοπίζονται και μερικές αρετές που α- ποδίδονται στους Τούρκους. Ωστόσο, η ύπαρξή τους φαίνεται πως δεν οφείλεται σε ειλικρινή αισθήματα συμπάθειας των Βυζαντινών συγγραφέων προς τους Τούρκους. Οι συγγραφείς κατά κύριο λόγο αναγνωρίζουν στους εισβολείς ορισμένα θετικά γνωρίσματα, ώστε να τα αντιπαραβάλουν προς τις αδυναμίες των ίδιων των Βυζαντινών της εποχής τους και με αυτόν τον τρόπο να εξηγήσουν τις συμφορές που ταλάνιζαν το κράτος. Κύριος εκφραστής αυτού του αισθήματος αυτοκριτικής είναι ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο οποίος αναγνωρίζει ότι οι «βάρβαροι» διέθεταν ηθική ανωτερότητα και μεγαλύτερη ευσέβεια σε σχέση με τους Βυζαντινούς της εποχής του, που αρνούνταν να συνετιστούν από τις συμφορές τους ή α- κόμη και να δραστηριοποιηθούν για να βελτιώσουν την κατάστασή τους. Το αίσθημα αυτό, βέβαια, ε- λαττώνεται σημαντικά σε μεταγενέστερους συγγραφείς (στα μέσα του 12 ου αιώνα), όταν πλέον τα πράγματα βελτιώθηκαν για την αυτοκρατορία, αλλά στα έργα των τελευταίων εντοπίζονται επίσης θετικοί χαρακτηρισμοί για τους Τούρκους, αυτήν τη φορά σχετικά με τη γενναιότητά τους. Το γεγονός αυτό ο- φείλεται μάλλον στις ιδιαιτερότητες των ιστοριογραφικών έργων του Νικηφόρου Βρυέννιου και της Αννας Κομνηνής, που έχουν έντονη επική διάθεση και κατά συνέπεια συνηθίζουν να εξυμνούν την ανδρεία των πολεμιστών, είτε αυτοί είναι Βυζαντινοί είτε ξένοι. Τέλος, περισσότερο ειλικρινείς θα πρέπει να είναι οι έπαινοι των Βυζαντινών συγγραφέων για τον Alp-Arslan, αν και η αναγνώριση της μετριοπάθειας και της ευσέβειάς του αποτελεί εξαίρεση. Από την παραδοσιακή ιδεολογία φαίνεται πως διαπνέονταν, επίσης, οι αντιλήψεις της βυζαντινής κυβέρνησης, αλλά και της βυζαντινής κοινωνίας γενικότερα. Οι αυτοκράτορες, σε όλη τη διάρκεια του 11 ου αιώνα, αντιλαμβάνονταν τους σουλτάνους ως κατώτερους ηγεμόνες στην ιεραρχία της οικουμένης, 249

251 ακόμη και μετά τις ταπεινώσεις και τις καταστροφές που υπέστη η αυτοκρατορία στην ίδια περίοδο. Έ- τσι, στα τελευταία χρόνια του αιώνα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α θεώρησε απαράδεκτο να νυμφεύσει τη θυγατέρα του με τον υιό του Μεγάλου Σελτζούκου σουλτάνου 675. Ακόμη κατώτερο θα πρέπει να θεωρούσε η βυζαντινή κυβέρνηση το σουλτανάτο του Ρουμ, το οποίο άλλωστε, κατά καιρούς περνούσε στη ζώνη επιρροής της αυτοκρατορίας. Όσον αφορά τις αντιλήψεις της βυζαντινής κυβέρνησης για τους Τουρκομάνους επιδρομείς, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την άποψη του Cl. Cahen, αυτοί μάλλον δεν γίνονταν αντιληπτοί ως εχθροί με την παραδοσιακή έννοια, αλλά θεωρούνταν ότι μπορούσαν να α- φομοιωθούν από το Βυζάντιο. Οι αντιλήψεις της πολιτικής αριστοκρατίας της πρωτεύουσας για τους Τούρκους νομάδες δεν διέφεραν πολύ από τις προαναφερθείσες απόψεις των Βυζαντινών συγγραφέων (οι οποίοι, εξάλλου, συχνά προέρχονταν από την αριστοκρατία αυτή), όπως γίνεται φανερό από την υποδοχή του Χρυσόσκουλου από τη σύγκλητο. Όσον αφορά τα μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας των επαρχιών, παρά τη στρατιωτική τους υστέρηση φαίνεται ότι ήταν και αυτά πεπεισμένα για την πολιτισμική τους ανωτερότητα και ένιωθαν υπερηφάνεια για την (φανταστική, σε κάποιον βαθμό) ικανότητά τους να χειραγωγούν τους Τούρκους αρχηγούς, όπως προπαγανδίζουν οι συγγραφείς-υποστηρικτές τους. Για τις πρώτες δεκαετίες μετά την απώλεια της Μικράς Ασίας, δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, αλλά, σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, οι Βυζαντινοί αριστοκράτες της αυτοκρατορίας είχαν έντονη τη διάθεση να αντισταθούν στον εξωτερικό κίνδυνο και να αποκαταστήσουν το κλονισμένο κύρος της αυτοκρατορίας. Τέλος, για τις αντιλήψεις των υπόλοιπων στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας είναι δύσκολο να σχηματιστεί μια ικανοποιητική εικόνα. Οι σύντομες αναφορές των πηγών φανερώνουν ότι γενικά οι Βυζαντινοί υπήκοοι ένιωθαν φόβο για τους επιδρομείς, ενώ οι στρατιώτες έδειχναν δειλία, μπροστά στην τρομερή φήμη των αντιπάλων τους. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη, οι Βυζαντινοί θα πρέπει να ένιωθαν βαθύ μίσος απέναντι στους εισβολείς εξαιτίας των εκτεταμένων καταστροφών, μίσος που διατηρήθηκε ακόμη και μετά τη βυζαντινή επανάκτηση, αφού οι επιδρομές των Τουρκομάνων συνεχίζονταν. Σε αντίθεση με την άκαμπτη διατήρηση των θεωρητικών αντιλήψεων για τους Τούρκους, η στάση που έδειξαν απέναντί τους οι Βυζαντινοί στις δοσοληψίες τους παρουσίασε μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα, η οποία υπαγορευόταν από την αλλαγή των συνθηκών και από πρακτικές αναγκαιότητες. Όσον αφορά τη βυζαντινή αριστοκρατία, μέχρι το 1071, αναφέρονται ελάχιστες συνεργασίες ανάμεσα σε μέλη της αριστοκρατίας και σε Τούρκους αρχηγούς, αλλά στη δεκαετία του 1070, με τη σταδιακή κατάρρευση της βυζαντινής πολιτικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, οι Βυζαντινοί αριστοκράτες άρχισαν να αναπτύσσουν σχέσεις με τους κατακτητές. Οι πηγές κάνουν λόγο κυρίως για δύο αίτια που οδήγησαν, σε αυτήν την εποχή, στην ανάπτυξη προσωπικών επαφών μεταξύ των δύο πλευρών, την αιχμα- 675 Το σχεδιαζόμενο συνοικέσιο ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ και τον σουλτάνο Alp-Arslan αποτελούσε, βέβαια και πάλι εξαίρεση, που οφειλόταν μάλλον στην αμοιβαία εκτίμηση των δύο προσώπων. 250

252 λωσία Βυζαντινών μελών αριστοκρατικών οίκων και τη συνεργασία Βυζαντινών αποστατών με Τούρκους αρχηγούς με σκοπό την κατάκτηση του θρόνου εκ μέρους των πρώτων. Οι επαφές αυτές θα πρέπει, παράλληλα, να οδήγησαν, σε ένα πρώιμο στάδιο, στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, όπως φαίνεται από πληροφορίες των πηγών για ανταλλαγές δώρων και για κοινά δείπνα ανάμεσα σε Βυζαντινούς αριστοκράτες και σε Τούρκους αρχηγούς. Στα χρόνια μετά το 1081, αριστοκράτες που παρέμεναν σε αυτοκρατορικά εδάφη, φαίνεται πως επιθυμούσαν την ανάκτηση των χαμένων κτημάτων τους, αλλά όσοι βρέθηκαν πλέον υπό τουρκική κυριαρχία, στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλλον συνεργάστηκαν με τους νέους κυρίαρχους, λόγω αμοιβαίων συμφερόντων. Οι αριστοκράτες αυτοί πέρασαν στην υπηρεσία Τούρκων ηγεμόνων και άρχισαν να εξισλαμίζονται και να προχωρούν σε επιμιξίες με τους Τούρκους. Οι σχέσεις των υπόλοιπων στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας με τους Τούρκους πριν τη δεκαετία του 1070 ήταν κατά κανόνα εχθρικές, καθώς οι δύο πλευρές συναντιόνταν κυρίως στο πεδίο της μάχης ή στη διάρκεια πολιορκιών. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες αρχικά έδειχναν διάθεση να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς, αλλά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1060, εξαιτίας της μείωσης της ποιότητας του στρατεύματος και της κατάπτωσης του ηθικού, φάνηκαν περισσότερο απρόθυμοι και έδειχναν δειλία. Στη δεκαετία του 1070, οι βυζαντινοί μικρασιατικοί πληθυσμοί βρέθηκαν στο έλεος των επιδρομέων. Κατά συνέπεια, πολλοί μετανάστευσαν σε αυτοκρατορικά εδάφη, αλλά οι περισσότεροι παρέμειναν στον τόπο τους. Στην πρώτη περίπτωση, οι υπήκοοι, όπως προαναφέρθηκε, ένιωθαν μίσος απέναντι στους κατακτητές, το οποίο έσπευσαν να φανερώσουν αργότερα, στη διάρκεια της βυζαντινής επανάκτησης, όταν συχνά κατέφυγαν σε βιαιότητες εναντίον των Τούρκων. Η στάση όσων παρέμειναν στον τόπο τους καθορίστηκε από εκείνη των τοπικών αρχόντων, γύρω από τους οποίους συσπειρώθηκαν για προστασία. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις συνεργάστηκαν με τους Τούρκους κυρίαρχους και σιγά-σιγά ε- ντάχτηκαν στη μουσουλμανική κοινωνία. Την ένταξή τους ενίσχυσαν παράγοντες, όπως ο εξανδραποδισμός, ο εξισλαμισμός και οι επιμιξίες. Η στάση τους απέναντι στους Τούρκους ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις θετική, εφόσον απολάμβαναν ευεργεσίες, όπως πιθανώς να συνέβαινε στη Νίκαια, που ήταν η πρωτεύουσα του σουλτανάτου, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, αντιπαθούσαν τους κυρίαρχούς τους, αφού φαίνεται πως στήριξαν ή τουλάχιστον δεν εμπόδισαν τη βυζαντινή επανάκτηση. Τέλος, οι Τούρκοι που εντάχθηκαν, σε αυτήν την εποχή, στη βυζαντινή κοινωνία, σύμφωνα με τον Ch. Brand, δεν αντιμετωπίζονταν με εχθρότητα από τους ντόπιους. 251

253 ΧΑΡΤΕΣ Χάρτης 1: Η Μικρά Ασία κατά τον 11 ο αιώνα. Από το Σπ. Βρυώνης, Παρακμή

254 Χάρτης 2: Η αυτοκρατορία των Μεγάλων Σελτζούκων, κατά το έτος θανάτου του σουλτάνου Malik-Shāh (1092). Από το C. E. Bosworth, History

255 Χάρτης 3: Η Αρμενία, η Γεωργία και η Υπερκαυκασία ( ). Από το J. Haldon, Palgrave Atlas

256 Χάρτης 4: Το ανατολικό σύνορο του Βυζαντίου (περ ). Διακρίνονται η Ιεράπολη, το Χαλέπι και η Έδεσσα. Από το J. Haldon, Palgrave Atlas

257 Χάρτης 5: Η Βιθυνία. Από το W. M. Ramsay, Geography

Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος ( ) Μέρος Α : Το Βυζάντιο στα χρόνια των Κομνηνών και των Αγγέλων ( )

Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος ( ) Μέρος Α : Το Βυζάντιο στα χρόνια των Κομνηνών και των Αγγέλων ( ) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος (1081-1453) Μέρος Α : Το Βυζάντιο στα χρόνια των Κομνηνών και των Αγγέλων (1081-1204) Ενότητα 1: Το Βυζάντιο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ (961)

Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ (961) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ

Διαβάστε περισσότερα

Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία

Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Βυζαντινός κόσμος: Ιστορία και Αρχαιολογία Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία Εξεταστέα Ύλη Ύλη Γραπτών Εξετάσεων Για τις γραπτές

Διαβάστε περισσότερα

Εξεταστέα Ύλη. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να μελετήσουν την ιστορία της περιόδου ελεύθερα από τα προτεινόμενα βασικά εγχειρίδια:

Εξεταστέα Ύλη. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να μελετήσουν την ιστορία της περιόδου ελεύθερα από τα προτεινόμενα βασικά εγχειρίδια: Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Ειδίκευση:Βυζαντινή Ιστορία Εξεταστέα Ύλη Ύλη Γραπτών Εξετάσεων Για τις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι θα εξεταστούν στην Ιστορία του βυζαντινού

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία. Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία. Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας Ο κόσμος του Βυζαντίου G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/Φιλοσοφική Σχολή/ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Τ.Κ. 45110.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/Φιλοσοφική Σχολή/ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Τ.Κ. 45110. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ονοματεπώνυμο: Αγγελική Παναγοπούλου Πατρώνυμο: Γεώργιος Τόπος γέννησης: Αθήνα Οικογενειακή κατάσταση: Άγαμη Θέση: Λέκτορας Γνωστικό Αντικείμενο: Βυζαντινή Ιστορία Διεύθυνση αλληλογραφίας:

Διαβάστε περισσότερα

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία 29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία Οι Σελτζούκοι Τούρκοι και οι Νορμανδοί απειλούν την αυτοκρατορία και την Πόλη. Η Ανατολική και η Δυτική εκκλησία χωρίζονται οριστικά.

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 13

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 13 ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Διάλεξη 13 Ο Ενδέκατος Αιώνας (β μισό) - Το τέλος της Μακεδονικής Δυναστείας: Θεοδώρα Πορφυρογέννητος (1055-1056) - Μιχαήλ Ϛ Στρατιωτικός (1056-1057) Δυναστεία Δουκών και Κομνηνών (1057-1185):

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία Σλαβικών Λαών

Ιστορία Σλαβικών Λαών ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 12 η :Μαυροβούνιο Αγγελική Δεληκάρη Λέκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας των Σλαβικών Λαών Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας ΑΠΘ Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

Εξεταστέα Ύλη. Για τις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι θα εξεταστούν στην Ιστορία του βυζαντινού κράτους από το 324 μέχρι το 1453

Εξεταστέα Ύλη. Για τις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι θα εξεταστούν στην Ιστορία του βυζαντινού κράτους από το 324 μέχρι το 1453 Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Βυζαντινός Κόσμος: Ιστορία και Αρχαιολογία Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία Εξεταστέα Ύλη Ύλη Γραπτών Εξετάσεων Για τις γραπτές εξετάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος ( ) Μέρος Α : Το Βυζάντιο στα χρόνια των Κομνηνών και των Αγγέλων ( )

Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος ( ) Μέρος Α : Το Βυζάντιο στα χρόνια των Κομνηνών και των Αγγέλων ( ) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος (1081-1453) Μέρος Α : Το Βυζάντιο στα χρόνια των Κομνηνών και των Αγγέλων (1081-1204) Ενότητα 2: Οι εξωτερικοί

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1. ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΒΥΦΦ198 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΛΑ ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Βυζαντινή Γραμματεία (11ος-15ος αι.). Ιστοριογραφία

Διαβάστε περισσότερα

Στάση Φιλαρέτου Βραχαμίου, 1078

Στάση Φιλαρέτου Βραχαμίου, 1078 Για παραπομπή : Νικολιά Δήμητρα,, 2003, Περίληψη : Ο Φιλάρετος Βραχάμιος, στρατηγός και κουροπαλάτης επί Ρωμανού Δ' Διογένη, μετά το θάνατο του τελευταίου (1072) αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εξουσία του

Διαβάστε περισσότερα

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι Εσωτερική κρίση εξωτερικοί κίνδυνοι 1054-10811081 Στο σημερινό μάθημα θα δούμε: 1. τα εσωτερικά προβλήματα 2. τους εξωτερικούς κινδύνους 3. κυρίως τη μάχη στο Ματζικέρτ και τις συνέπειές της Ανασκόπηση

Διαβάστε περισσότερα

Περιοδικό Ἑῶα καὶ Ἑσπέρια

Περιοδικό Ἑῶα καὶ Ἑσπέρια Περιοδικό Ἑῶα καὶ Ἑσπέρια Οι προς δημοσίευση μελέτες υποβάλλονται για έγκριση στη Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού σε έντυπη μορφή και σε CD. Η όλη προς έκδοση εργασία δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει

Διαβάστε περισσότερα

Το χρονικό κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 1025-1461 μ.χ. Λευκή σελίδα

Το χρονικό κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 1025-1461 μ.χ. Λευκή σελίδα Δημήτρης Σπυρόπουλος Το χρονικό κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 1025-1461 μ.χ. Λευκή σελίδα http://www.lefkiselida.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Λευκή σελίδα», προστατεύεται

Διαβάστε περισσότερα

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054 ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054 Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 843-1054 867 886 912 913

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.

ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ. I ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΥΘ. ΜΕΔΕΝΤΖΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ. Μεταπτυχιακή Εργασία που

Διαβάστε περισσότερα

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία Κουτίδης Σιδέρης Η βυζαντινή κοινωνική διαστρωμάτωση Εισαγωγή Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε μία από τις πλέον μακραίωνες κρατικές δομές στην μέχρι τώρα ανθρώπινη

Διαβάστε περισσότερα

ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ METAΠTYXIAKO ΣEMINAPIO «NIKOΣ OIKONOMIΔHΣ» Πρόγραμμα έτους

ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ METAΠTYXIAKO ΣEMINAPIO «NIKOΣ OIKONOMIΔHΣ» Πρόγραμμα έτους ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ METAΠTYXIAKO ΣEMINAPIO «NIKOΣ OIKONOMIΔHΣ» Πρόγραμμα έτους 2005 2006 ΣΤΗ ΒΙΘΥΝΙΑ ΜΕ ΤΟ «ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΡΟΜΩΝΙΟΝ» ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΥ Κτήριο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ Οι βυζαντινοί ήταν καλά πληροφορημένοι για τις γειτονικές χώρες από δικούς τους ανθρώπους. Όταν έφταναν επισκέπτες, έμποροι, μισθοφόροι ή στρατιωτικοί φυγάδες, ή ακόμα κρατικές

Διαβάστε περισσότερα

7ος αι. 610 641 8 ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

7ος αι. 610 641 8 ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις 7ος αι. 610 641 8 ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις πώς διαχειρίστηκε ο Ηράκλειος τόσο τους κινδύνους που απειλούσαν τα σύνορα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους όσο και τα σοβαρά προβλήματα

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14 ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Διάλεξη 14 Ο Δωδέκατος Αιώνας (α μέρος): Αλέξιος Α Κομνηνός (1081-1118) - Ιωάννης Β Κομνηνός (1118-1143) - Μανουήλ Α Κομνηνός (1143-1180) - Αλέξιος Β Κομνηνός (1180-1183) - Ανδρόνικος

Διαβάστε περισσότερα

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (610-641). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (610-641). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ 2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (610-641). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ Συμπλήρωση κενών Να συμπληρώσετε τα κενά του αποσπάσματος, βάζοντας στην κατάλληλη θέση μία από τις ακόλουθες λέξεις (τρεις

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Α. Η βυζαντινή διπλωματία Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα Μέθοδοι της βυζαντινής διπλωματίας: Ευκαιριακές αποστολές πρέσβεων Χορηγίες ( χρήματα ή δώρα

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ*-* Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΚΑΤοΡ1Α Η 3υζαντινή εποχή Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ ΚΑΤοΡ1Α Κωνσταντινούπολη, Μ' ένα λεωφορείο τριγυρνάμε όλοι μέσα στην πόλη, σελ. 59-63. Βυζαντινή αυτοκρατορία, Εμπορικοί δρόμοι, σελ 34 Μύθοι και

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ α. η αραβική εξάπλωση με την καθοδήγηση των δύο πρώτων χαλιφών οι Άραβες εισέβαλαν και κατέκτησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τις πλούσιες χώρες της Εγγύς

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Επανάληψη Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Ο Κωνσταντίνος Βυζάντιο 1. Αποφασίζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή κοντά στο αρχαίο Βυζάντιο: νέο διοικητικό κέντρο η Κωνσταντινούπολη 2. 313

Διαβάστε περισσότερα

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ; 1. Από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα 2. Ποια γεγονότα προετοίµασαν το πέρασµα από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα; 3. Γιατί η περίοδος 330-641 έχει διπλή ονοµασία; 4.Ποια πολιτισµικά στοιχεία διακρίνουν το ανατολικό

Διαβάστε περισσότερα

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο Τα όρια του βυζαντινού κράτους από τα μέσα του 7ου ως τον 9ο αιώνα. Επεξεργασία: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. ΙΜΕ http://www.ime.gr/chronos/09/gr/gallery/main/others/o2p 2.html I. Ο ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Ἱστορίης Ἐπίσκεψις Μάθημα: Βυζαντινή Ιστορία ιδάσκουσα: Ειρήνη Χρήστου Ειρήνη Χρήστου Βυζαντινή Ιστορία Ειρήνη

Διαβάστε περισσότερα

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1 ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΑΡΑΜΠΙΝΑ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1 Στην αείμνηστη δασκάλα μου Μ α ρ ία Σ. Θ εοχά ρη Η μελέτη των μεσαιωνικών υφασμάτων και ανάμεσα

Διαβάστε περισσότερα

CSHB: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, 50, Bonnae DOP: Dumbarton Oaks Papers, Washington, DC, 1941.

CSHB: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, 50, Bonnae DOP: Dumbarton Oaks Papers, Washington, DC, 1941. - H : MA Y (.. 1151) E :.. - :.. -,..,.. 2013 ... 3... 4 :... 7 1.... 7 2.... 8 3.... 12 4.... 15.... 15.... 19.... 21 :... 23 1.... 23 2.... 26 3.... 27 ME :... 30 1. 11... 30 2.... 34 3. (978-1050)...

Διαβάστε περισσότερα

Δρ. Κωνσταντίνος Γώγος

Δρ. Κωνσταντίνος Γώγος Δρ. Κωνσταντίνος Γώγος (Εκλεγμένος Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών, ΕΚΠΑ) kgogos@turkmas.uoa.gr ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών,

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ ) Ιστορία ΣΤ τάξης Ε Ενότητα «Η Ελλάδα στον 20 ο αιώνα» 1 Κεφάλαιο 4 Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ. 190 193) Το 1914 ξέσπασε στην Ευρώπη ο Α' Παγκόσµιος Πόλεµος. Η Ελλάδα, αφού οδηγήθηκε σε διχασµό

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ (7ος 12 ος αι.)

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ (7ος 12 ος αι.) ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ (7ος 12 ος αι.) ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: H. Hunger, Bυζαντινή Λογοτεχνία (ελλ. μτφρ.), Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, τ. Α, Αθήνα 1987, Β Αθήνα 1992, Γ, Αθήνα 1994.

Διαβάστε περισσότερα

Δουκών δυναστεία ( )

Δουκών δυναστεία ( ) Για παραπομπή : Stankovic Vlada,, 2008, Περίληψη : Η άνοδος στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης του Κωνσταντίνου Θ Δούκα το 1059 σήμανε την κατάληψη της εξουσίας από τη βυζαντινή αριστοκρατία και αποτέλεσε

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία Ενότητα 1η: Εισαγωγή Ελευθερία Μαντά, Λέκτορας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου. ιαρκεια 90 λεπτα Παικτεσ 4 Ηλικια 12+ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ Το Autokrator είναι ένα μεσαιωνικό στρατιωτικό παιχνίδι, για τις μάχες μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων μεταξύ 7ου και 11ου αιώνα μ.χ.

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 6 ος 9 ος αι Οικονομική κατάσταση στο Βυζάντιο από το β μισό του 6 ου αι. αρχές 9 ου αι. το κίνημα του Θωμά του Σλάβου 6 ος 8 ος αι. Προβλήματα δημογραφικά Προβλήματα

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Τόμος 30ός

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Τόμος 30ός 391 προσώπων που ΕΛΛΗΝΙΚΗ παρουσιάζει και ΙΣΤΟΡΙΚΗ των οικογενειών ΕΤΑΙΡΕΙΑ τους και συζητεί σχετικά προσωπογραφικά και ιστορικά προβλήματα. Η εργασία του V. Stepanenko, «The Sts. Apostles Sts. Peter and

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού Ενότητα 3: Ιστορική Ανασκόπηση των Ισλαμικών Αυτοκρατοριών Δημήτριος Σταματόπουλος Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος ΙΣΤΟΡΙΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Ερωτήσεις ανά ενότητα του σχολικού εγχειριδίου Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία 1.1.1. Από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη [σ. 7-9] α] Ποια μέτρα πήρε ο Κωνσταντίνος Α για την ανόρθωση του κράτους;

Διαβάστε περισσότερα

Φύλλο εργασίας. 1. Από τον «Νουθετικό λόγο» του Κεκαυμένου* προς τον αυτοκράτορα

Φύλλο εργασίας. 1. Από τον «Νουθετικό λόγο» του Κεκαυμένου* προς τον αυτοκράτορα Κεφ. 3. Από το σχίσμα των δύο εκκλησιών ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1054-1204) Υποκεφάλαιο 1. Εσωτερική κρίση και εξωτερικοί κίνδυνοι (1054-1081) Φύλλο εργασίας 1. Από τον

Διαβάστε περισσότερα

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ (565-843)

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ (565-843) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ (565-843) μεγάλες εδαφικές απώλειες ενίσχυση ελληνικότητας νέοι θεσμοί πλαίσιο μέσα στο οποίον το Βυζάντιο

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτορική Διατριβή

Διδακτορική Διατριβή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΣΤΑΥΡΟΥ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 11 Ο Δέκατος Αιώνας (β μισό): Ρωμανός Β (959-963) Νικηφόρος Φωκάς (963-969) - Ιωάννης Τσιμισκής (969-976)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 11 Ο Δέκατος Αιώνας (β μισό): Ρωμανός Β (959-963) Νικηφόρος Φωκάς (963-969) - Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Διάλεξη 11 Ο Δέκατος Αιώνας (β μισό): Ρωμανός Β (959-963) Νικηφόρος Φωκάς (963-969) - Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Βασικός

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:.. ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016 2017 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 02 /06/2017 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 2 ΩΡΕΣ Βαθμός: Ολογράφως:.. Υπογραφή: Ονοματεπώνυμο:

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Δ ΔΙΟΓΕΝΗ ( ) ΒΑΣΙΛΑΚΙΔΟΥ ΕΛΙΣΑΒΕΤ

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Δ ΔΙΟΓΕΝΗ ( ) ΒΑΣΙΛΑΚΙΔΟΥ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ & ΡΩΜΑΙΚΗΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ & ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913 Ιστορία Γ Γυμνασίου Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) Χρονολόγιο 1897-1908 Μακεδόνικος Αγώνας 1912-1913 Βαλκανικοί πόλεμοι 1914-1918 Α' Παγκόσμιος

Διαβάστε περισσότερα

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΣXOΛEIO; ΓΙΑ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΑΣ!!! Ο Μιχαήλ Γ (842-867) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του Αμορίου. Όταν

Διαβάστε περισσότερα

Πόλεμος και Πολιτική

Πόλεμος και Πολιτική ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Μάθημα 5 ο : Από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. 8 ος αι. μ.χ 15 ος αι. μ.χ. Γεώργιος Μαργαρίτης, Καθηγητής, ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft

Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft ΙΙ 13 ΑΤ Τ. ΜΑΝΙΑΤΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Α. ΛΕΞΙΚΑ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙ ΕΙΕΣ. ηµητράκος, Μέγα Λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης, Αθήναι 1964. Ch. Du Fresne Du Cange, Glossarium ad scriptores mediae et infimae

Διαβάστε περισσότερα

Αννα Β. Μανδυλαρά Μόνιμη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Αννα Β. Μανδυλαρά Μόνιμη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ιούνιος 2013 Αννα Β. Μανδυλαρά Μόνιμη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Ημερομηνία γεννήσεως: 24.06.1962 Ελληνική υπηκοότητα. Ενα παιδί. Διεύθυνση εργασίας:

Διαβάστε περισσότερα

Ευγενία Δρακοπούλου. Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

Ευγενία Δρακοπούλου. Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών Ευγενία Δρακοπούλου Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών Τηλ. +302107273570 Fax: +302107246212 E-mail: egidrak@eie.gr Website: http://eie.academia.edu/eugeniadrakopoulou http://www.eie.gr/nhrf/institutes/inr/cvs/cv-drakopoulou-gr.html

Διαβάστε περισσότερα

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»; Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»; Ο όρος«βυζαντινόν» αναφέρεται στο Μεσαιωνικό κράτος που εδιοικείτο από την Κωνσταντινούπολη, τη μεγάλη πόλη των ακτών του Βοσπόρου. Οι ιστορικοί χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ ) Ιστορία ΣΤ τάξης 4 η Ενότητα «Η Ελλάδα στον 19 ο αιώνα» 1 Κεφάλαιο 6 Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ. 170 173) Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η Οθωµανική Αυτοκρατορία αντιµετώπισε πολλά προβλήµατα και άρχισε σταδιακά

Διαβάστε περισσότερα

(Από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού)

(Από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού) Α τάξη Γενικού Λυκείου και Α τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού) Ι. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ Στο θρόνο βρίσκεται ο Αλέξιος Α Κομνηνός 1081 1118 (ιδρυτής δυναστείας Κομνηνών) Ο Αλέξιος Α Κομνηνός μπροστά στο Χριστό Ο Αλέξιος Α διαπραγματεύεται με τους σταυροφόρους

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Επισκόπηση της Ελληνικής Ιστορίας, Β. Θ. Θεοδωρακόπουλος, Ph.D. Διόρθωση - Επιμέλεια: Λίλυ Πανούση Εκδόσεις Γιαλός Αθήνα, Δεκέμβριος 2015 ISBN: 978 960 82275 0 7 Εκδόσεις

Διαβάστε περισσότερα

Η Βυζαντινή Κοινωνία (μέρος β ): η πολυπολιτισμικότητα του Βυζαντινού Κράτους

Η Βυζαντινή Κοινωνία (μέρος β ): η πολυπολιτισμικότητα του Βυζαντινού Κράτους Η Βυζαντινή Κοινωνία (μέρος β ): η πολυπολιτισμικότητα του Βυζαντινού Κράτους Ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε μονοπολιτισμός στο Βυζάντιο Βυζάντιο = χοάνη λαών που αφομοίωσε στοιχεία διαφόρων πολιτισμών,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΛΠ 11: Ελληνική Ιστορία Ακ. Έτος: 2008-9 ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΘΕΜΑ: Η βυζαντινή αριστοκρατία κατά τους 9 ο έως 12 ο αιώνα: δομή και χαρακτηριστικά, ανάπτυξη και σχέσεις

Διαβάστε περισσότερα

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης) 5 ο Γυμνάσιο Ν. Ιωνίας Σχολ. Έτος 2017-18 Εξεταστέα ύλη προαγωγικών εξετάσεων περιόδου Ιουνίου ΜΑΘΗΜΑ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γιώργος Ιωάννου «Να σαι καλά δάσκαλε» σελ 32 Άννα Φράνκ «Το ημερολόγιο

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Διάλεξη 12 Ενδέκατος Αιώνας (α μισό): Βασίλειος Β Βουλγαροκτόνος (976-1025) Κων/νος Η (1025-1028) - Ρωμανός Γ Αργυρός (1028-1034) - Μιχαήλ Δ Παφλαγών (1034-1041) - Μιχαήλ Ε Καλαφάτης

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ 1 ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Το 1999 αποφοίτησα από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. με ειδίκευση στην Ιστορία και βαθμό 9,14 (Άριστα).

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ ) Ιστορία ΣΤ τάξης 5 η ενότητα «Η Ελλάδα στον 20 ο αιώνα» 1 Κεφάλαιο 3 Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ. 186 189) Οι προσδοκίες, που καλλιέργησε στους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς το κίνηµα των Νεοτούρκων το

Διαβάστε περισσότερα

Πολιτική, Πόλεμος, Στρατηγική

Πολιτική, Πόλεμος, Στρατηγική ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 4: Από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση Γιώργος Μαργαρίτης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία Σλαβικών Λαών

Ιστορία Σλαβικών Λαών ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 11 η :Βοσνία Αγγελική Δεληκάρη Λέκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας των Σλαβικών Λαών Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το

Διαβάστε περισσότερα

Πρόσκληση απασχόλησης στο έργο ''Πανδέκτης: Ψηφιακός θησαυρός πρωτογενών τεκµηρίων ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού''

Πρόσκληση απασχόλησης στο έργο ''Πανδέκτης: Ψηφιακός θησαυρός πρωτογενών τεκµηρίων ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού'' Πρόσκληση απασχόλησης στο έργο ''Πανδέκτης: Ψηφιακός θησαυρός πρωτογενών τεκµηρίων ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού'' Οι παρακάτω προσκλήσεις εντάσσονται στο Έργο «ΠΑΝ ΕΚΤΗΣ Νο2- Ψηφιακός Θησαυρός Πρωτογενών

Διαβάστε περισσότερα

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων 1 ΙΣΤΟΡΙΑ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ : ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Οι Βούλγαροι Οι Ονογούροι Βούλγαροι. Οι πρώτες Βουλγαρικές φυλές πρέπει να έφθασαν στην περιοχή ανάμεσα στον Καύκασο και την Αζοφική Θάλασσα στα

Διαβάστε περισσότερα

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές.

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές. Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές. Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Μια πρώτη επαφή με τη

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ IBY 311 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 5o (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ) ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΥΣΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β Γυμνασίου

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β Γυμνασίου ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016-2017 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β Γυμνασίου ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Τρίτη, 06 Ιουνίου 2017 ΧΡΟΝΟΣ: 2 ώρες ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ: α) Να

Διαβάστε περισσότερα

Διεύθυνση: Τομέας Ιστορίας, Φιλοσοφική Σχολή, 4ο όροφος, Πανεπιστημιούπολη, 157 84 Αθήνα

Διεύθυνση: Τομέας Ιστορίας, Φιλοσοφική Σχολή, 4ο όροφος, Πανεπιστημιούπολη, 157 84 Αθήνα Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη Καθηγήτρια Ιστορίας Βυζαντινή Διεύθυνση: Τομέας Ιστορίας, Φιλοσοφική Σχολή, 4ο όροφος, Πανεπιστημιούπολη, 157 84 Αθήνα Τηλέφωνο: 2107277448 Fax: 2107277682 E-Mail: akolia@arch.uoa.gr

Διαβάστε περισσότερα

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη  συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 323 [Θάνατος Μ. Αλεξάνδρου] ΕΩΣ 30 π.χ. [κατάληψη της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Ανατολής από τους Ρωμαίους, ξεκινά η περίοδος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας]

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΓΟΥΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΛΑΔΙΩΝ ΤΟΥΣ (11 ος -15 ος ΑΙΩΝΕΣ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΓΟΥΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΛΑΔΙΩΝ ΤΟΥΣ (11 ος -15 ος ΑΙΩΝΕΣ) 98 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΓΟΥΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΛΑΔΙΩΝ ΤΟΥΣ (11 ος -15 ος ΑΙΩΝΕΣ) (οι παρακάτω Σγουροί, Σγουρόπουλοι, Σγουρομαλλαίοι κ.λπ. παρατίθενται χρονολογικά από τους 90 εν συνόλω παρατιθέμενους,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του μαθήματος είναι η διδασκαλία της ύλης χωρίς χάσματα και ασυνέχειες. Η αποσπασματικότητα δεν επιτρέπει στους μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.) Ενότητα #2: H Δ Σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους Σχόλια για τα γεγονότα της προηγούμενης ενότητας Νικόλαος

Διαβάστε περισσότερα

Πολιορκία και Άλωση Αμορίου, 838

Πολιορκία και Άλωση Αμορίου, 838 Για παραπομπή : Κιαπίδου Ειρήνη - Σοφία,, Περίληψη : Ο Άραβας χαλίφης Μουτασίμ (Mutasim), στο πλαίσιο της εκστρατείας που ξεκίνησε εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στις 5 Απριλίου 838, έθεσε το Αμόριον

Διαβάστε περισσότερα

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 9: Συνέχεια του Θεοφάνη. Λέων Διάκονος: Βίος και Έργο Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 9: Συνέχεια του Θεοφάνη. Λέων Διάκονος: Βίος και Έργο Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 9: Συνέχεια του Θεοφάνη. Λέων Διάκονος: Βίος και Έργο Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Οι φοιτητές θα συνεχίσουν την επεξεργασία του έργου

Διαβάστε περισσότερα

Βυζαντινά Σύμμεικτα. Τομ. 14, 2001

Βυζαντινά Σύμμεικτα. Τομ. 14, 2001 Βυζαντινά Σύμμεικτα Τομ. 14, 2001 Αναζητώντας την εικόνα του Ελκομένου της Μονεμβασίας. Το χαμένο παλλάδιο της πόλης και η επίδρασή του στα υστεροβυζαντινά μνημεία του νότιου ελλαδικού χώρου ΦΩΣΚΟΛΟΥ Βασιλική

Διαβάστε περισσότερα

Αριστοκρατία της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης

Αριστοκρατία της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης Περίληψη : Η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του Βυζαντίου το ανώτερο στρώμα της κοινωνίας της πρωτεύουσας, καθώς και της βυζαντινής αριστοκρατίας. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5 ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2013-2014 ΛΕΜΕΣΟΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12/Ο6/2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5 ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ---------------------------------------------------------

Διαβάστε περισσότερα

Αραβικές επιδρομές εναντίον της Κύπρου ( μέσα του 7 ου μέσα του 10 ου αιώνα μ.χ.)

Αραβικές επιδρομές εναντίον της Κύπρου ( μέσα του 7 ου μέσα του 10 ου αιώνα μ.χ.) Τάξη: Β λυκείου Αριθμός μαθητών: 15 Καθηγήτρια : Νικολάου Ελένη ΛΕΜ Α3Β (φιλ) ΠΜΠ. 14532 Ημερομηνία: 29/12/2004 Αραβικές επιδρομές εναντίον της Κύπρου ( μέσα του 7 ου μέσα του 10 ου αιώνα μ.χ.) Στόχοι:

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Ενότητα 6: Ιστορικό Πλαίσιο 8ου-9ου αιώνα: Σκοτεινοί αιώνες-εικονομαχία. Θεοφάνης: Βίος και Έργο. Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Οι φοιτητές θα

Διαβάστε περισσότερα

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Π Ρ Ο Τ Υ Π Ο Γ Ε Ν Ι Κ Ο Λ Υ Κ Ε Ι Ο Α Ν Α Β Ρ Υ Τ Ω Ν Σ Χ Ο Λ Ι Κ Ο Ε Τ Ο Σ : 2 0 1 7-2 0 1 8 Υ Π Ε Υ Θ Υ Ν Η Κ Α Θ Η Γ Η Τ Ρ Ι Α : Β. Δ Η Μ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ Τ Α

Διαβάστε περισσότερα

Μικρασιατική καταστροφή

Μικρασιατική καταστροφή Μικρασιατική καταστροφή Η εκστρατεία στη Μ. Ασία Μετά τη λήξη του Α Παγκοσμίου πολέμου οι νικήτριες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ξεκίνησαν εργασίες με σκοπό τη διανομή των εδαφών. Η απόφαση

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ &ΡΩΜΑΪΚΗΣ,

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ &ΡΩΜΑΪΚΗΣ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ &ΡΩΜΑΪΚΗΣ, & ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ & ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΥΛΤΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ «ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014, ΩΡΑ 18.00 ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Τίτλοι βιβλίων από τη Θεματική Ενότητα «Περιοδικά» της βιβλιοθήκης της ΕΕΣΙ

Τίτλοι βιβλίων από τη Θεματική Ενότητα «Περιοδικά» της βιβλιοθήκης της ΕΕΣΙ Τίτλοι βιβλίων από τη Θεματική Ενότητα «Περιοδικά» της βιβλιοθήκης της ΕΕΣΙ 1 ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1995 2 ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1995 3 ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΜΑΙΟΣ -

Διαβάστε περισσότερα

Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος ( ) Μέρος Β : Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου ( )

Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος ( ) Μέρος Β : Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου ( ) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος (1081-1453) Μέρος Β : Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1204-1453) Ενότητα 9. Οι βασιλείες των Ανδρονίκου

Διαβάστε περισσότερα

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΑ

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΙΑΙΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ Π/ΘΜΙΑΣ & Δ/ΘΜΙΑΣ ----- ΕΚΠ/ΣΗΣ Δ/ΝΣΗ ΣΠΟΥΔΩΝ Δ/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ Ταχ. Δ/νση: ΤΜΗΜΑ Ανδρέα Παπανδρέου Α 37 Τ.Κ. Πόλη: 15180

Διαβάστε περισσότερα

Δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στον Μυστρά

Δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στον Μυστρά Δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στον Μυστρά Αγγελική ΜΕΞΙΑ Τόμος ΚΖ (2006) Σελ. 115-124 ΑΘΗΝΑ 2006 Αγγελική Μέξια ΔΥΟ ΜΑΡΜΆΡΙΝΕΣ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΈΣ ΠΑΑΚΕΣ ΣΤΟΝ ΜΥΣΤΡΑ* ^τη συλλογή γλυπτών του Μουσείου Μυστρά

Διαβάστε περισσότερα

Νεότερη Ελληνική Ιστορία Α'

Νεότερη Ελληνική Ιστορία Α' Νεότερη Ελληνική Ιστορία Α' Ενότητα 3: Δημογραφικές εξελίξεις στη νεότερη Ελλάδα Κατερίνα Γαρδίκα Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Η δημογραφική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας 2 Αναλογία

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Διάλεξη 6 Ιουστινιανός Α (β μέρος: 548-565) Διάδοχοι Ιουστινιανού: Ιουστίνος Β (565-578) Τιβέριος (578-582) Μαυρίκιος (582-602) - Φωκάς (602-610) Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 10: Λέων Διάκονος: Aπόσπασμα από το έργο του Ἱστορία. Ιωάννης Σκυλίτζης: Βίος και Έργο Κιαπίδου

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 10: Λέων Διάκονος: Aπόσπασμα από το έργο του Ἱστορία. Ιωάννης Σκυλίτζης: Βίος και Έργο Κιαπίδου Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 10: Λέων Διάκονος: Aπόσπασμα από το έργο του Ἱστορία. Ιωάννης Σκυλίτζης: Βίος και Έργο Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Οι φοιτητές θα

Διαβάστε περισσότερα

3ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας

3ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Φιλοσοφική Σχολή - Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 3ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής

Διαβάστε περισσότερα

School of History and Archaeology. Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History. Head of Department: Professor P.

School of History and Archaeology. Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History. Head of Department: Professor P. School of History and Archaeology Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History Head of Department: Professor P. Nigdelis Teaching Staff Καθηγητής Παντελής Νίγδελης, της Αρχαίας Ιστορίας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ "ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ" ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ 1911-1913" Κεφάλαιο 5 Ο χάρτης των Βαλκανίων

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5/6/2015

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5/6/2015 ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014-2015 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5/6/2015 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 6 Προσοχή! Όλες οι ερωτήσεις να

Διαβάστε περισσότερα