Ονοματεπώνυμο: Παναγιώτα Μπουρμπούλα



Σχετικά έγγραφα
Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Κυρίες και Κύριοι, Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την τιμή που μου κάνετε να απευθύνω χαιρετισμό στο συνέδριό σας για την «Οικογένεια στην κρίση», για

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Διαφωτισμός και διαμόρφωση των πολιτικών ιδεολογιών στην Ελλάδα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Μαθηση και διαδικασίες γραμματισμού

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Συνέδριο για την Ισότητα. Γλωσσάριο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

2 ο ΛΥΚΕΙΟ ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ

Το φύλο στην εκπαίδευση. Μια περιήγηση στα σημαντικά ζητήματα έρευνας, εφαρμογής και εκπαιδευτικών πρακτικών

20 Νοεμβρίου Κυρίες και κύριοι, Καλησπέρα σας.

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Έμφυλες ταυτότητες v Στερεότυπα:

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή ικαιωµάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η λειτουργία της εκπαίδευσης στην κοινωνικοποίηση των ατόμων για το ρόλο των φύλων

Πανευρωπαϊκή έρευνα. ΣΗΜΕΙΩΜΑ / 5 Μαρτίου 2014 Βία κατά των γυναικών

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

Εφηβεία. Πώς επιδρά η σημερινή κοινωνία την ανάπτυξη του εφήβου; 21 ΓΕΛ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ Α1, ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

ενίσχυση δεσμών ομάδας, ομαδικό κινητικό παιχνίδι με διαλογική συζήτηση, δραστηριότητες δημιουργικής έκφρασης και βιωματικής μάθησης

Kantzara, V. (2006) Patriarchy στο Fitzpatrick T., et al. (eds.) International Encyclopedia of Social Policy, London: Routledge (σελ.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Κείμενο Σχέσεις γονέων-εφήβων (1956)

ΩΡΑ ΓΙΑ ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΠΙΡΡΟΗ ΚΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΣΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Κείμενο 1 Εφηβεία (4590)

Έννοιες. Επιχειρηματικότητα είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένας ή περισσότεροι του ενός ανθρώπου, δημιουργούν και αναπτύσσουν μία επιχείρηση.

e-seminars Διοικώ 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Ειδικά Θέματα Διδακτικής Εννοιών της Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3 2. ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗΣ 6

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Θεωρίες για την Ανάπτυξη

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

«Μύθοι» και αλήθειες(;) του γάμου: κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

Η καμπάνια του ΟΗΕ HeforShe - Ένα κίνημα αλληλεγγύης ανδρών και γυναικών για την ισότητα των φύλων

Το μυστήριο της ανάγνωσης

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα

Εξελικτική Ψυχολογία

μεγάλο ποσοστό των οποίων εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, με περιορισμένης διάρκειας συμβόλαια και σε επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης.

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΜΜΕ & Ρατσισμός. Δοκιμασία Αξιολόγησης Β Λυκείου

«Οι βασικές αρχές και οι στόχοι του Ελληνικού Δικτύου για την καταπολέμηση των διακρίσεων»

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ. Συντάκτριες - ηµιουργοί: Αγγέλου ήµητρα Ζορµπά Βασιλική

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην αποδόµηση των έµφυλων ταυτοτήτων: προϋποθέσεις, αντιστάσεις και όρια

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΕΣ)

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΑΣ, κ. Χρήστου ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ TRESMED 4 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 10-11/9/2012

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Ο σκοπός του Κώδικα Συμπεριφοράς Κατά του Ρατσισμού στο σχολείο μας είναι: α)η αναγνώριση των οποιωνδήποτε άμεσων ή έμμεσων,

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

Οι διακρίσεις στην απασχόληση παραμένουν μεγάλες σήμερα παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια.

ΣΎΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΏΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΒΊΑΣ ΚΑΤΆ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΏΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Μαίρη Κουτσελίνη, Καθηγήτρια Εκ μέρους της Πρωτοβουλίας για την Ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στην πολιτική ζωή.

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Διαγώνισµα 81. Νέοι και Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. ΚΕΙΜΕΝΟ Σχέσεις γονέων εφήβων

Το κείμενο αναφέρεται στη μειονεκτική θέση της γυναίκας στην ινδική κοινωνία. Η ινδική

«Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει» («Ανάλαβε εξουσία αφού πρώτα μάθεις να εξουσιάζεσαι») Σόλων, ο Αθηναίος

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Διεθνές συνέδριο για την έρευνα και την εκπαίδευση γύρω από τη γυναίκα

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0000(INI)

Transcript:

Ονοματεπώνυμο: Παναγιώτα Μπουρμπούλα Θέμα: Όμορφη, θηλυκή, δυναμική και καταναλώτρια: αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie Επόπτης: Κυριάκος Μπονίδης, επίκουρος καθηγητής Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 2009

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ/ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ ΣΤΗΝ «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ» Παναγιώτα Μπουρμπούλα Όμορφη, θηλυκή, δυναμική και καταναλώτρια: αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θεσσαλονίκη, 2009

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 2 Στους γονείς μου και στον Αλέξη

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 3 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το έναυσμα για την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος για τη μεταπτυχιακή μου εργασία, μου δόθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών, όταν, στο πλαίσιο του μαθήματος «Νέες Θεωρητικές Τάσεις και Εκπαιδευτικοί προβληματισμοί για την Προώθηση της Ισότητας των Φύλων στην Εκπαίδευση», εκπόνησα μια εργασία με θέμα την κοινωνικοποίηση του κοριτσιού μέσα από το παιχνίδι με την Barbie. Αυτό το εγχείρημα μου άνοιξε καινούριους «δρόμους» σκέψης, σχετικά με την κοινωνικοποίηση των κοριτσιών στο ρόλο του φύλου τους και την κατασκευή της ταυτότητας του φύλου τους και, επιπλέον, μου γέννησε το ερώτημα για το ποιες είναι οι αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα που έχουν ως πρωταγωνίστρια τους την Barbie, καθώς και πώς η συγκεκριμένη εικόνα της γυναίκας, που παρουσιάζεται σε αυτά, κοινωνικοποιεί τα κορίτσια στο ρόλο του φύλου τους. Ένας ακόμη παράγοντας, που συνετέλεσε στη διερεύνηση του εν λόγω θέματος, αποτέλεσε η έντονη συζήτηση που αναπτύσσεται στις μέρες μας γύρω από τις πλαστικές επεμβάσεις και τις διατροφικές διαταραχές, την α- νορεξία και τη βουλιμία, ως συνέπειες της μίμησης του σωματότυπου και, εν γένει, της συμπεριφοράς διάφορων μοντέλων ρόλου, όπως η Barbie. Επίσης, η στενή μου σχέση με την ανιψιά μου, ηλικίας έξι ετών, και η γνωριμία μου τις συνομήλικες φίλες της στάθηκαν καθοριστικές στην επιλογή και εξέταση του συγκεκριμένου θέματος, καθώς πρόκειται για κορίτσια που δεν έχουν, απλώς, πάρα πολλά παιχνίδια και περιοδικά της Barbie, αλλά που ήδη επιχειρούν να της μοιάσουν, υιοθετώντας το ντύσιμό της και, γενικότερα, μιμούμενες την όλη εμφάνιση της. Έτσι, λοιπόν, κατόπιν ώριμης σκέψης, αποφάσισα να προχωρήσω στην αναζήτηση σχετικής βιβλιογραφίας, ώστε να αποκτήσω μια πρώτη εικόνα για το υπάρχον υλικό, που σχετίζεται με αυτό το θέμα. Όταν, λοιπόν, συνειδητοποίησα την ύπαρξη σχετικά επαρκών και άκρως ενδιαφέροντων πηγών, συζήτησα με τον επόπτη της εργασίας μου, τον επίκουρο καθηγητή κ. Κυριάκο Μπονίδη, τη συγκεκριμένη μου επιλογή και, μετά την έγκρισή του, άρχισα πλέον να εργάζομαι εντατικά προς την κατεύθυνση της αναζήτησης και αγοράς κάποιων παιδικών αναγνωσμάτων, κεντρική ηρωίδα των οποίων είναι η Barbie. Βασική δυσκολία σε αυτό το εγχείρημά μου αποτέλεσε το γεγονός πως κάποια τεύχη περιοδικών της Barbie είχαν ήδη εξαντληθεί. Έτσι, σε πρώτη φάση, περιορίστηκα στην αγορά των διαθέσιμων αναγνωσμάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν διασκευές γνωστών παραμυθιών, όπως η Λίμνη των Κύκνων, προσαρμοσμένα, όμως, στην Barbie. Μετά τη συλλογή του υλικού ακολούθησε η μελέτη του, η οποία κατέδειξε τις πρώτες αδυναμί-

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 4 ες του, το ότι, δηλαδή, δεν ήταν επαρκές, διαπίστωση που οδήγησε σε μια πιο επίμονη αναζήτηση πρόσθετου υλικού. Μετά την εύρεσή και την εξέτασή του, σχημάτισα μια πρώτη εικόνα για το ποιες είναι σε γενικές γραμμές οι αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου μέσα σε αυτό. Ωστόσο, έντονη ήταν η ανάγκη βοήθειας μου και παροχής των σχετικών κατευθύνσεων από τον κ. Μπονίδη, για το πώς θα έπρεπε να κινηθώ τόσο στο αμιγώς ερευνητικό μέρος της εργασίας μου όσο και στο θεωρητικό. Η σύμπραξή του ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη για εμένα, καθώς, όσον αφορά στο πρώτο μέρος του πονήματος μου, το θεωρητικό, με βοήθησε να εντάξω τη θεματική μου στο κατάλληλο θεωρητικό πλαίσιο, αυτό των φεμινιστικών σπουδών και να το συνδυάσω με τα ζητήματα του φύλου, ενώ ως προς το δεύτερο μέρος, το ερευνητικό, οι γνώσεις και η εμπειρία του συνετέλεσαν στην εφαρμογή ενός συνδυασμού ερευνητικών μεθόδων, κάτι το οποίο, χωρίς την αρωγή και την παρότρυνσή του, δε θα ήμουν σε θέση να πραγματοποιήσω, δεδομένου ότι οι προηγούμενες του μεταπτυχιακού σπουδές μου δε σχετίζονταν με το αντικείμενο της έρευνας και συνεπώς οι γνώσεις, αλλά και η εμπειρία μου ήταν περιορισμένες. Για τους παραπάνω λόγους τον ευχαριστώ θερμά. Τις ευχαριστίες μου επιθυμώ να εκφράσω επίσης στην λέκτορα κ. Κατερίνα Δαλακούρα και στην καθηγήτρια κ. Σιδηρούλα Ζιώγου για την βοήθεια που μου παρείχαν στη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Γιώτα Μπούρμπουλα Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 2009

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 5 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ 1. Φεμινιστικές θεωρίες και φύλο 1.1 Εισαγωγικά.. 1.2 Φιλελεύθερος Φεμινισμός. 1.3 Ριζοσπαστικός φεμινισμός... 1.4 Σοσιαλιστικός φεμινισμός.. 1.5 Μαρξιστικός φεμινισμός.. 1.6 Ο φεμινισμός των γυναικών με χρώμα.. 1.6.1 Ο φεμινισμός των μαύρων γυναικών 1.7 Μεταμοντέρνος φεμινισμός... 2 Αναγνώσματα για κορίτσια και κατασκευή ταυτοτήτων φύλου 2.1 Οι έρευνες αναφορικά με την εικόνα της γυναίκας στα παιδικά αναγνώσματα. 3. Η Barbie ως παιχνίδι και ως περιοδικό. 3.1 Η Barbie ως πολιτισμικό είδωλο.. 3.2 Η κοινωνικοποίηση των κοριτσιών μέσα από το παιχνίδι με την Barbie. 3.3 Οι έρευνες σχετικά με την επίδραση της Barbie στην ψυχική, σωματική και πνευματική υγεία του γυναικείου φύλου 6 12 13 13 15 18 23 29 31 33 35 38 42 47 47 49 50 Β ΜΕΡΟΣ: Η ΕΡΕΥΝΑ 1. Ο σκοπός και τα ερωτήματα της έρευνας 1.1 Ο σκοπός. 1.2 Τα ερωτήματα. 2. Το υπό έρευνα υλικό. 2.1 Κριτήρια επιλογής του υλικού 2.2 Τυπικά χαρακτηριστικά του υλικού... 3. Η μεθοδολογία της έρευνας... 3.1 Η επιλογή της μεθόδου ανάλυσης.. 3.2 Το σύστημα κατηγοριών..... 4. Οι αναλύσεις... 4.1 Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της Barbie.. 4.2 Τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της Barbie.. 4.3 Οι ρόλοι της γυναίκας Barbie. 4.4 Ο τρόπος ζωής της Barbie. Διαπιστώσεις Προτάσεις.... Βιβλιογραφικός κατάλογος.. 53 53 53 54 54 55 56 56 57 58 58 61 92 99 108 112

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο τίτλος της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας δηλώνει ότι αυτή κινείται γύρω από την εξέταση της εικόνας της γυναίκας στα παιδικά αναγνώσματα «Barbie». Επιχειρείται, δηλαδή, η διερεύνηση των εξωτερικών και εσωτερικών γνωρισμάτων, καθώς και των ρόλων και της εν γένει συμπεριφοράς του γυναικείου φύλου που πρωταγωνιστεί σε αυτά. Αυτή η μελέτη, στη συνέχεια, θα διευρυνθεί, ώστε να περιλάβει και τον αντίκτυπο που έχει η συγκεκριμένη παρουσίαση των γυναικών στην κοινωνικοποίηση των νεαρών αναγνωστριών στο ρόλο του φύλου τους και στη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου τους. Αναλυτικότερα, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην εξέταση των όρων «εικόνα» και «αναπαράσταση», οι οποίες μάλιστα σχετίζονται εννοιολογικά, καθώς ο όρος «εικόνα» παραπέμπει στην αναπαράσταση μιας πολιτισμικής πραγματικότητας, μέσα από την οποία το άτομο ή ομάδα που την έχουν επεξεργαστεί, που τη μοιράζονται και τη διαδίδουν, αποκαλύπτουν και μεταφράζουν τον πολιτισμικό και ιδεολογικό χώρο, στον οποίο τοποθετούνται (Αμπατζοπούλου, 1998: 244-245). Όσον αφορά στην έννοια «αναπαράσταση», αυτή ορίζεται ως «εικόνα (λεκτική ή ζωγραφική) ενός με την ευρύτερη έννοια αντικειμένου, προσώπου, ρόλου, διαπροσωπικής σχέσης, κ.α), η ο- ποία επιτρέπει την επικοινωνία, όχι μόνο πάνω σε αυτό με το οποίο μοιάζει, αλλά και πάνω σε αυτό που απεικονίζει, σε αυτό που θυμίζει και σε εκείνο που κρύβει» (Ναυρίδης, 1994: 164). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Moscovici (1984: 33), οι κοινωνικές-πολιτισμικές αναπαραστάσεις είναι ευρέως διαδεδομένες, καθώς ομοιάζουν με τους μύθους και τα συστήματα αξιών των παραδοσιακών κοινωνιών. Συναφής με τις έννοιες «εικόνα» και «αναπαράσταση» είναι και ο όρος «στερεότυπο», ο οποίος αναφέρεται σε πεποιθήσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά, την τάση και τη συμπεριφορά των μελών συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (Hilton & Von Hippel, 1996: 237-271). Πρόκειται στην ουσία για σύνολο αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες όλα τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά, τα οποία, μάλιστα, τα διαφοροποιούν από τα μέλη άλλων κοινωνικών ομάδων. Διαπιστώνεται, λοιπόν, πως σε αυτήν την κατάταξη των ατόμων σε ομοιογενείς κοινωνικές ομάδες οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας παραγνωρίζονται. Επιπλέον, σύμφωνα με μία άλλη προσέγγιση, με μία άλλη απόπειρα ερμηνείας της έννοιας «στερεότυπο», οι άνθρωποι, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν και να επιβιώσουν μέσα σε ένα πολύπλοκο και γεμάτο απαιτήσεις περιβάλλον, συνηθίζουν να δομούν μια α- πλουστευμένη εικόνα αυτού του περιβάλλοντος, η οποία διαδραματίζει ρόλο

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 7 διαμεσολαβητή μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος. Το περιεχόμενο, λοιπόν, αυτής της εικόνας, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτισμικά προσδιορισμένο, συνιστά τα στερεότυπα (Λαμπρίδης, 2004: 73). Κοντά σε αυτές τις δύο παραπάνω έννοιες διερευνάται, με ιδιαίτερη προσοχή και ενδιαφέρον, η σχετική με αυτές έννοια, «στερεότυπο του φύλου», η οποία α- ναφέρεται στο αποτέλεσμα της διαδικασίας της στερεοτυποποίησης σε κάθε ένα από τα δύο φύλα, συνήθως, μέσω της εστίασης στα βιολογικά τους χαρακτηριστικά. Στην ουσία, όμως, αυτή η διαδικασία, παρόλο που βάσει του ορισμού παραπέμπει στην απόδοση ρόλων περιοριστικών και για τα δύο φύλα, παρατηρείται ότι πλήττει, κυρίως, τις γυναίκες (Φρειδερίκου, 1995: 42). Αυτή, λοιπόν, η διερεύνηση της εικόνας του γυναικείου φύλου στα συγκεκριμένα παιδικά αναγνώσματα συνδυάζεται με τη μελέτη της κοινωνικοποίησης των κοριτσιών στο ρόλο του φύλου τους, μέσω της γλώσσας, του λόγου που ενυπάρχει σε αυτά. Άλλωστε, έχει υποστηριχθεί πως η γλώσσα αποτελεί ευρετήριο των πολιτισμικών ή κυρίαρχων αντιλήψεων που συνδέονται με τα δύο φύλα, τη σεξουαλικότητα και τη σεξουαλική κατανομή των κοινωνικών ρόλων. Υποστηρίζεται, λοιπόν, πως ο λόγος, προφορικός ή γραπτός είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην κοινωνικοποίηση του νέου ατόμου στους παραδοσιακούς τρόπους θέασης του κόσμου, καθώς μέσα από αυτόν, τα παιδιά μαθαίνουν το διαχωρισμό των φύλων και τα στερεότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων. Αυτό συμβαίνει, γιατί η γλώσσα είναι το κανάλι, μέσω του οποίου επικοινωνούνται στα παιδιά κοινωνικές αξίες και αντιλήψεις, παρέχοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, την ασφάλεια του «ανήκειν» σε μια συγκεκριμένη ομάδα/κοινότητα ή υποομάδα της, τα μέλη της οποίας χρησιμοποιούν τη γλώσσα, για να περιγράψουν τους ρόλους, τους οποίους το παιδί πρέπει να αναλάβει, δηλαδή τις νόρμες, τους κανόνες, βάσει των οποίων πρέπει να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του (McConnell-Ginnet, Borker & Furman, 1980: 5 & 8, Rogers, 1975: 115). Όταν, λοιπόν, γεννιέται ένας άνθρωπος, βρίσκεται μέσα σε ένα κόσμο, ο οποίος γίνεται κατανοητός και ερμηνεύεται μέσω της γλώσσας. Η πραγματικότητα αυτή είναι ξένη για το νεογέννητο, που δεν κατέχει ακόμα τη γλώσσα, με αποτέλεσμα να μην είναι ακόμη σε θέση να συμμετέχει σε αυτήν. Πρέπει, όπως σημειώνουν οι Berger & Luckmann (1969: 145) να εσωτερικεύσει πρώτα την πραγματικότητα αυτή. Η εσωτερίκευση, λοιπόν, αναδεικνύεται σε αποφασιστική διαδικασία της κοινωνικοποίησης, μέσω της οποίας, η εξωτερική πραγματικότητα μπορεί, πλέον, να μεταφραστεί σε εσωτερική, με τη βοήθεια της γλώσσας, η οποία αποτελεί τόσο το κυριότερο περιεχόμενο, όσο και το κυριότερο όργανο της κοινωνικοποίησης. Έτσι, λοιπόν, μέσω της παραπάνω διαδικασίας, μέσω, δηλαδή, της μεταβίβασης στα δύο φύλα των κυρίαρχων αντιλήψεων, αξιών και κανόνων, το κάθε ένα από αυτά, ως μέλος μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας, προσπαθεί μέσω του κοινωνικού του ρόλου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του κοινωνικού του περιβάλλοντος και, κατά αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει συνειδη-

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 8 τά ή ασυνείδητα, στη διατήρηση της ισορροπίας του κοινωνικού συστήματος, στο οποίο ανήκει (Garvey, 1990: 123). Κατά αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία διαμορφώνουν την ταυτότητα του φύλου τους, συνειδητοποιούν τι σημαίνει να είναι κανείς αγόρι και τι κορίτσι, και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Harry McGurk (1978: 171), η ταυτότητα φύλου είναι η εσωτερίκευση και η αναγνώριση του αρσενικού ή αντίστοιχα του θηλυκού φύλου, το συναίσθημα του ανήκειν στην ομάδα των αγοριών/αντρών ή των κοριτσιών/γυναικών αντίστοιχα. Για τους Gagne & Tewksbury (2002: 182), η ταυτότητα φύλου είναι η κατηγορία που ξεχωρίζει το βιολογικό από το κοινωνικό φύλο. Η ταυτότητα, λοιπόν, είναι φυσικά στηριγμένη στη βιολογία, αλλά επικαθορίζεται και από την κοινωνικοψυχολογική ταυτότητα του φύλου, η οποία συγκροτείται και διαπλάθεται από τον τρόπο με τον οποίο το περιβάλλον το ανατρέφει, το αναγνωρίζει και γενικότερα ανταποκρίνεται σε αυτό. Όσον αφορά στο βιολογικό παράγοντα, ο οποίος συντελεί στη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου ενός παιδιού, αυτός αναλύθηκε διεξοδικά από διάφορους επιστήμονες κατά το παρελθόν, σύμφωνα με τους οποίους, γενετικές, ανατομικές και ορμονικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα ευθύνονται για τις διαφορές στη συμπεριφορά τους (Hamburg & Lynde, 1966: 1-26). Ιστορικά, οι πιο σημαντικές ψυχολογικές θεωρίες για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου είναι η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, σύμφωνα με την οποία, μέσω της διαδικασίας της ταύτισης, το παιδί αποκτά τα χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές και τους ρόλους του γονέα, ο οποίος έχει το ίδιο φύλο με αυτό (Καλτσούνη-Νόβα, 2000: 165-166), η θεωρία της κοινωνικής μάθησης, σύμφωνα με την οποία το παιδί αναπτύσσει την ταυτότητα του φύλου του και μαθαίνει το φυλετικό του ρόλο, μέσα από μια διαδικασία μάθησης, η οποία περιλαμβάνει την παρατήρηση, τη μίμηση και την ταύτιση (Καψάλης, 2002: 285-288) και η γνωστική ή εξελικτική θεωρία του Kohlberg (1966: 82-173), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες προσεγγίσεις της εξέλιξης της προσωπικότητας του ατόμου, καθώς σύμφωνα με αυτήν η ανάπτυξη του ατόμου συνιστά μία γνωστική διαδικασία και δε μπορεί να αποδοθεί στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και τη λύση του (ψυχαναλυτική θεωρία του Freud), ούτε σε εξωτερικούς παράγοντες, ενισχυτές μιας συμπεριφοράς (θεωρία της κοινωνικής μάθησης). Σε αντίθεση με τις παραπάνω κλασικές θεωρίες, η φεμινιστική ψυχολογία επικρίνει τα επιστημονικά λάθη της έρευνας σχετικά με τις διαφορές των δύο φύλων, ενώ αποδίδει την υποτιθέμενη «κατωτερότητα» και την «ανικανότητα» των γυναικών στη διαφορετική κοινωνικοποίησή τους και όχι στη διαφορετική φύση τους. Οι φεμινίστριες, λοιπόν, κατηγορούν τους εκπροσώπους της παραδοσιακής ψυχολογίας για τις ανεπαρκείς και καταστρεπτικές θεωρίες τους σχετικά με τις γυναίκες, καθώς και για την ανικανότητά τους να αντιληφθούν τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι σχέσεις εξουσίας στην κοινωνική ζωή. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι αυτής της προσέγγισης των

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 9 διαφορών μεταξύ των φύλων υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους άντρες, αλλά ενθαρρύνουν και αξιολογούν ως θετικές τις διαφορές αυτές, δίνοντας χώρο στην ιδιαίτερη φωνή των γυναικών (Wilkinson, 1997: 249-259). Συνεπώς, μέσα από τη διαδικασία της ιδεολογικής κατασκευής των φύλων παράγονται και οι έννοιες του ανδρισμού και της θηλυκότητας ως το αποτέλεσμα της γενίκευσης των πάγιων και σταθερά επαναλαμβανόμενων χαρακτηριστικών, που αποδίδονται σε όλα τα μέλη της μιας ή της άλλης βιολογικής ομάδας, του άνδρα ή της γυναίκας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παραλλαγές που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη των ομάδων αυτών. Κατά αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά κατασκευάζουν τη θηλυκότητα και την αρρενωπότητα τους, αναλαμβάνοντας τους κατάλληλους προς το φύλο τους ρόλους. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχουν πολλές θηλυκότητες και αρρενωπότητες, ανάλογα με τις συνθήκες και το πλαίσιο ζωής των ατόμων, καθώς οι δύο αυτοί όροι είναι πολιτισμικά και ιστορικά τοποθετημένοι και προσδιορισμένοι (McLoughlin, 2003: 96 & Gagne & Tewksbury, 2002: 10). Έτσι, λοιπόν, η παρούσα έρευνα καταπιάνεται με τα παραπάνω θέματα, καθώς, παρόλο που αυτά έχουν αποτελέσει το κύριο αντικείμενο πολλών άλλων ερευνητικών εγχειρημάτων, διαπιστώνεται η ύπαρξη ερευνητικού κενού, όσον αφορά στην εικόνα της γυναίκας στα παιδικά αναγνώσματα που έχουν ως πρωταγωνίστριά τους την Barbie. Ειδικότερα, οι έννοιες της «εικόνας», της «κοινωνικοποίησης» και της «κατασκευής της ταυτότητας του γυναικείου φύλου» μέσα από παιδικά αναγνώσματα, αλλά και μέσα από τα περιοδικά για γυναίκες έχουν εξεταστεί σε ικανοποιητικό βαθμό, καθώς έχουν γραφτεί αρκετά ερευνητικά συγγράμματα για αυτά. Όμως, κατόπιν μιας προσεκτικής επισκόπησης της βιβλιογραφίας, είναι άξια παρατήρησης η α- πουσία συγγραμμάτων σχετικά με τις επιδράσεις που ασκεί η Barbie, όχι ως παιχνίδι στα κορίτσια, αλλά ως κεντρικό πρόσωπο των ιστοριών που αυτά διαβάζουν στον ελεύθερο χρόνο τους. Η συγκεκριμένη γυναίκα, όπως θα αποδειχτεί και σε επόμενο κεφάλαιο αυτού του πονήματος, αποτελεί ένα μοντέλο ρόλου που ασκεί καθοριστική επίδραση στην κοινωνικοποίηση των κοριτσιών στο ρόλο του φύλου τους και στην κατασκευή της ταυτότητας τους, επιρροή που έχει διαπιστωθεί, κατά κύριο λόγο, από ερευνητές και ερευνήτριες ξένης προέλευσης, όπως Αμερικανούς ή Άγγλους. Ωστόσο, α- κόμα και αυτοί που έχουν εξετάσει το παραπάνω ζήτημα, παρά ταύτα, έχουν περιοριστεί στη διερεύνηση των μηνυμάτων που λαμβάνουν τα κορίτσια από την Barbie ως παιχνίδι και όχι ως ανάγνωσμα. Για τους παραπάνω λόγους, κρίθηκε σκόπιμο να μελετηθούν οι αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα εν λόγω αναγνώσματα, ώστε να γίνει κατανοητός ο τρόπος κοινωνικοποίησης των νεαρών κοριτσιών στο ρόλο του φύλου τους, καθώς και η διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου τους, μέσα από τα μηνύματα που λαμβάνουν από αυτά τα αναγνώσματα, τόσο τα άμεσα μηνύματα και τις σαφείς διατυπώσεις, όσο και από τα έμμεσα μηνύματα, τα

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 10 οποία εκπέμπονται και μέσω του ίδιου του λόγου, με τα κατάλληλα εκφραστικά σχήματα, καθώς και μέσω των εικόνων και των ιδιαίτερων τεχνικών που χρησιμοποιούνται σε αυτές από τους δημιουργούς τους. Εργαζόμενη, λοιπόν, προς αυτήν την κατεύθυνση, δημιουργούνται κάποια γενικά ερωτήματα, τα οποία, στην εξέλιξη, καθώς και στην τελική έκβαση της εργασίας, επιχειρώ να απαντήσω. Αρχικά, όμως, εγείρεται το βασικό ερώτημα ποια είναι τα βασικά εξωτερικά και εσωτερικά γνωρίσματα του γυναικείου φύλου στα συγκεκριμένα αναγνώσματα, καθώς και το σχετικό με αυτό ζήτημα των ρόλων που ανατίθενται σε αυτό. Επιπλέον, γεννιέται η α- πορία ποιος είναι ο τρόπος ζωής των γυναικείων χαρακτήρων των αναγνωσμάτων, ποιες είναι οι δραστηριότητες και ποια τα ενδιαφέροντα τους στον ελεύθερο χρόνο τους. Τα ανωτέρω ερωτήματα θα λάβουν ειδικότερη μορφή στο κατεξοχήν ερευνητικό μέρος της παρούσας εργασίας, καθώς θα ακολουθήσουν ύστερα από ενδελεχή εξέταση της σχετικής με το θέμα μας βιβλιογραφίας, κάτι που θα οδηγήσει στη διαμόρφωση συγκεκριμένων ερευνητικών αξόνων. Όσον αφορά στη δομή της εργασίας, αυτή διαρθρώνεται ως εξής: αποτελείται από δύο βασικά τμήματα, το θεωρητικό, στο οποίο περιλαμβάνεται η βιβλιογραφική επισκόπηση σχετικά με το παραπάνω θέμα, και το ερευνητικό μέρος, όπου διεξάγεται κυρίως η έρευνα των παιδικών αναγνωσμάτων, που φέρουν ως πρωταγωνίστριά τους την Barbie. Αναλυτικότερα, το πρώτο μέρος του πονήματος απαρτίζεται από τρία κεφάλαια, το πρώτο εκ των οποίων αναφέρεται στην ύπαρξη έξι βασικών φεμινιστικών θεωριών που εστιάζονται στις αιτίες της ανισότητας των δύο φύλων και προτείνουν κάποιους τρόπους αντιμετώπισης της. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η κατασκευή της ταυτότητας του φύλου των κοριτσιών, μέσα από τα μηνύματα που λαμβάνουν από τα αναγνώσματα που απευθύνονται σε αυτά. Το εν λόγω κεφάλαιο συνοδεύεται από ένα υποκεφάλαιο, στο οποίο παρουσιάζονται κάποιες ερευνητικά αποτελέσματα σχετικά με την εικόνα της γυναίκας στα διάφορα αναγνώσματα που απευθύνονται στο γυναικείο φύλο. Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο αυτού του τμήματος της εργασίας τιτλοφορείται ως «Η Barbie ως παιχνίδι και ως περιοδικό» και αποτελείται από τρία μέρη, στο πρώτο από τα οποία εξετάζεται η Barbie ως πολιτισμικό είδωλο. Στη συνέχεια, στο επόμενο υποκεφάλαιο, διερευνάται η κοινωνικοποίηση των κοριτσιών μέσα από το παιχνίδι τους με την Barbie, με απώτερο στόχο να αναδειχθούν τα μηνύματα που λαμβάνουν τα κορίτσια, σχετικά με το πώς θα πρέπει να διαμορφώσουν την ταυτότητα του φύλου τους, με το ποιους ρόλους θα πρέπει να αναλάβουν μελλοντικά και, γενικότερα, με το ποια θα πρέπει να είναι η συμπεριφορά τους βάσει του φύλου τους. Στο τελευταίο μέρος του θεωρητικού τμήματος του πονήματος, επισημαίνονται οι επιδράσεις του συγκεκριμένου μοντέλου ρόλου στην ψυχική, σωματική και πνευματική υγεία του γυναικείου φύλου, έτσι, όπως αυτές προκύπτουν από τα ευρήματα σχετικών ερευνών.

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 11 Το δεύτερο μέρος της εργασίας, το ερευνητικό, απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια, στο πρώτο εκ των οποίων και σε ξεχωριστά υποκεφάλαια εκτίθενται ο σκοπός και τα ειδικά ερωτήματα της έρευνας. Στο επόμενο κεφάλαιο, το οποίο χωρίζεται σε δύο μέρη, αναλύονται, στο πρώτο, τα κριτήρια επιλογής του υλικού και στο δεύτερο τα τυπικά χαρακτηριστικά του υλικού, όπως για παράδειγμα, ο αριθμός, ο χρόνος, ο τόπος έκδοσης τους, κ.α. Στο τρίτο μέρος του δεύτερου τμήματος της εργασίας, παρουσιάζεται η μεθοδολογία, την οποία ακολουθεί η παρούσα έρευνα και, μάλιστα, αναλυτικά, μέσα από τα δύο υποκεφάλαια που περιλαμβάνει. Ειδικότερα, στο πρώτο από αυτά, περιγράφεται η μέθοδος που επιλέγεται για τη διερεύνηση των αναπαραστάσεων του γυναικείου φύλου στα εν λόγω αναγνώσματα, στο δεύτερο συγκροτείται το σύστημα κατηγοριών, το οποίο απορρέει από τα εξαγόμενα, μέσω των αναγνωσμάτων, στοιχεία. Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας των αναγνωσμάτων, τα οποία, μάλιστα περιγράφονται αναλυτικά στα τέσσερα υποκεφάλαια από τα οποία αυτό αποτελείται. Στη συνέχεια, η εργασία ολοκληρώνεται με την παράθεση κάποιων διαπιστώσεων σχετικά με τις αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα εν λόγω αναγνώσματα, καθώς και με τη διατύπωση κάποιων προτάσεων αποφυγής ή περιορισμού των αρνητικών επιδράσεων που ασκεί η Barbie στα νεαρά κορίτσια, ενώ, μετά από αυτά, ακολουθεί βιβλιογραφικός κατάλογος, στον οποίο περιγράφονται οι πηγές άντλησης των απαραίτητων πληροφοριών για την εκπόνηση της εργασίας.

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 12 Α ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 13 1. ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΟ 1.1 Εισαγωγικά Ο όρος «φεμινιστής/φεμινίστρια» πρωτοεμφανίστηκε στην αγγλική γλώσσα κατά τη δεκαετία του 1880, υποδηλώνοντας την υποστήριξη στα ίσα νομικά και πολιτικά δικαιώματα των γυναικών με τους άνδρες. Γενικά, αναφέρεται σε κάθε θεωρία και σε κάθε θεωρητικό που αντιλαμβάνεται τη σχέση μεταξύ των φύλων ως σχέση ανισότητας, υποταγής ή καταπίεσης, κρίνοντας ότι μάλλον είναι πρόβλημα πολιτικής εξουσίας, παρά γεγονός της φύσης (Bryson, 2005: 1). Όσον αφορά στην έννοια «φεμινισμός», αυτή παραπέμπει σε μια ιδεολογία, όχι ενιαία, αλλά σε διάφορες και διαφορετικές μεταξύ τους προσεγγίσεις της ανισότητας των δύο φύλων, καθώς και στη διερεύνηση των αιτιών και των συνεπειών της, αλλά και στην περιγραφή στρατηγικών για τη γυναικεία απελευθέρωση (Παπαγεωργίου, 2004: 87). Αναλυτικότερα, η φεμινιστική θεωρία επιδιώκει να αναλύσει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται οι ζωές των γυναικών και να διερευνήσει τις πολιτισμικές σημασίες που αποδίδονται στο περιεχόμενο της έννοιας «γυναίκα». Αρχικά, καθοδηγήθηκε από τους πολιτικούς σκοπούς της γυναικείας κίνησης, από την ανάγκη κατανόησης της γυναικείας υποταγής και του αποκλεισμού ή της περιθωριοποίησης τους μέσα σε μια ποικιλία πολιτισμικών ή κοινωνικών χώρων. Οι φεμινίστριες αρνούνται να αποδεχτούν ότι οι ανισότητες μεταξύ των ανδρών και γυναικών είναι φυσικές και αναπόφευκτες, και επιμένουν ότι θα έπρεπε να εξεταστούν. Η θεωρία για τις φεμινίστριες δεν είναι μια αφηρημένη, πνευματική δραστηριότητα, αποστασιοποιημένη από τις ζωές των γυναικών, αλλά επιδιώκει να εξηγήσει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες διαδραματίζονται αυτές οι ζωές. Οι φεμινιστικές θεωρίες, λοιπόν, ανταγωνίζονται τους ανδροκεντρικούς τρόπους ζωής, θέτοντας υπό εξέταση την έμφυλη ιεραρχία της κοινωνίας και του πολιτισμού (Jackson & Jones, 1998: 1). Ωστόσο, παρά το ότι όλες οι φεμινιστικές θεωρίες ενδιαφέρονται για τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των γυναικών, διαφωνούν όμως στους τρόπους με τους οποίους θα επιτευχθεί αυτή η βελτίωση. Συνεπώς, παρά τις όποιες ομοιότητες και τις συγκλίνουσες απόψεις, υπάρχουν ποικίλες θέσεις και διαφορετικές οπτικές στο φεμινισμό, πολλές φορές, μάλιστα, αντικρουόμενες, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τις διάφορες γενιές ή αλλιώς κύματα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται, φεμινιστριών (Crowley & Himmelweit, 1992: 11). Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη γενιά φεμινιστριών, αυτές που ανήκουν στη γυναικεία κίνηση του 19ου αιώνα, αναφέρθηκαν σε έναν γνωστό/κοινό αποκλεισμό από την πολιτική, κοινωνική, δημόσια και οικονομική ζωή. Βασισμένες σε φιλελεύθερα ιδεώδη, εστίασαν, δηλαδή, σε θεμελιώδη δικαιώματα,

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 14 που έπρεπε να απολαμβάνουν οι γυναίκες, λόγω του ότι και αυτές ήταν λογικά όντα, όπως και οι άντρες. Έτσι, διεκδίκησαν, για παράδειγμα, την απόκτηση των δικαιωμάτων της εργασίας και της ψήφου, τα οποία θα ασκούνταν από το γυναικείο φύλο στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος και των υπαρχουσών δομών της κοινωνίας. Οι φεμινίστριες, όμως, της δεύτερης γενιάς, απογοητευμένες από το ότι δεν προέκυψε ουσιαστική αλλαγή από την τροποποίηση των πολιτικών δομών, ενδιαφέρθηκαν για τις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις. Το δεύτερο, λοιπόν, κύμα φεμινισμού, τοποθετημένο σε ένα πλαίσιο, που ήδη περιλάμβανε ένα πρόγραμμα νομικής και πολιτικής χειραφέτησης, επικεντρώθηκε σε ζητήματα που είχαν αντίκτυπο στις ζωές των γυναικών, όπως η αναπαραγωγή, η μητρότητα, η σεξουαλική βία, οι εκφράσεις της σεξουαλικότητας και η οικιακή εργασία. Αυτό το κύμα φεμινισμού κατέρρευσε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80. Αυτή η φεμινιστική προσέγγιση της ανισότητας των δύο φύλων που εντοπίζεται στις δεκαετίες του 1960 και 1970 αμφισβήτησε την άποψη αυτών που υποστήριζαν ότι η βελτίωση της θέσης των γυναικών θα μπορούσε να επιτευχθεί με την εφαρμογή νόμων κατά των διακρίσεων σε βάρος του φύλου τους. Υποστήριζαν, λοιπόν, πως χρειάζεται μια πιο θεμελιώδης αλλαγή στην κοινωνία, και όχι απλά η δυνατότητα ανάληψης από τις γυναίκες ρόλων υψηλού στάτους, που παραδοσιακά κατείχαν οι ά- ντρες. Κάτι τέτοιο δε θα καταργούσε τις ιεραρχίες στάτους αυτές καθαυτές, ούτε θα βελτίωνε τη θέση της πλειονότητας των γυναικών (Gillis, Howie & Munford, 2007:1). Αυτό το επιχείρημα μοιάζει με ένα άλλο, σχετικά με τη διαίρεση των κοινωνικών τάξεων. Σύμφωνα με αυτό, το πρόβλημα είναι η ύπαρξη διακρίσεων και ιεραρχιών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, και όχι ποιος/ποιοι θα αναλάβουν συγκεκριμένους ρόλους μέσα σε αυτές. Για παράδειγμα, με την παροχή δυνατότητας στις γυναίκες να αναλάβουν ρόλους που παραδοσιακά αποδίδονταν στους άντρες, ίσως υπάρξει ωφέλεια σε κάποιες γυναίκες. Ό- μως, ακόμα και όταν κάποια γυναίκα γίνει διευθύντρια, αυτό δε θα βελτιώσει τη θέση των περισσότερων γυναικών, γιατί οι δουλειές που κάνουν οι γυναίκες, όπως οι οικιακές εργασίες και η ανατροφή των παιδιών, ακόμα θα συνεχίσει να γίνεται από αυτές. Το ζητούμενο είναι να αλλάξουν οι κοινωνικοί θεσμοί, ώστε οι άντρες και οι γυναίκες να αποκτήσουν γνήσια ισότητα, μια ισότητα που θα απαιτεί αλλαγές στις ζωές και των δύο φύλων, όχι μόνο των γυναικών. Χρειάζεται ένας θεμελιώδης μετασχηματισμός της δομής της κοινωνίας. Μια τέτοια επαναδόμηση θα περιλάμβανε όχι μόνο την απελευθέρωση των γυναικών από τους ρόλους της νοικοκυράς και της μητέρας, αλλά θα άλλαζε, επίσης, και τους στόχους του δημόσιου χώρου εργασίας και της πολιτικής. Έτσι, στις Η.Π.Α. αναπτύχθηκαν δύο σχολές φεμινισμού, ο ριζοσπαστικός και ο σοσιαλιστικός φεμινισμός που μοιράζονταν αυτή τη δομική προσέγγιση της γυναικείας θέσης και για αυτό αντιμετώπισαν τις γυναίκες ως καταπιε-

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 15 σμένες ή υποταγμένες. Παρόλα αυτά διέφεραν στο θέμα του τι κρύβεται πίσω από τη γυναικεία καταπίεση και γι αυτό το λόγο στις στρατηγικές αντιμετώπισης/υπέρβασής του. Και οι δύο αυτές θεωρίες διέφεραν από το φιλελεύθερο φεμινισμό στις στρατηγικές τους για αλλαγή. Αμφέβαλλαν για το κατά πόσο η νομοθεσία θα μπορούσε να βελτιώσει τη θέση των γυναικών, από τη στιγμή που η διάκριση σε βάρος τους ήταν μόνο ένα σύμπτωμα του υποβόσκοντος/βαθύτερου προβλήματος. Επιπλέον, η εκ μέρους τους δομική οπτική της γυναικείας καταπίεσης σήμαινε ότι όλες οι πλευρές της κοινωνίας θα έπρεπε να θεωρηθούν ως μέρος του ίδιου συστήματος και δε θα μπορούσαν να ιδωθούν ως ουδέτερα όργανα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από το φεμινισμό. Για αυτό το λόγο, για παράδειγμα, η πολιτεία ως μέρος του ίδιου συστήματος καταπίεσης ήταν απίθανο να θεσπίσει νόμους που πραγματικά θα ωφελούσαν τις γυναίκες (Crowley & Himmelweit, 1992: 15-17). Τέλος, παράλληλα με τη δράση των παραπάνω γενεών φεμινιστριών, έ- χουμε και άλλες ομάδες γυναικών που οργανώθηκαν στο φεμινισμό, και υ- ποστήριξαν και αυτές τα δικά τους πιστεύω και εξέφρασαν τα δικά τους αιτήματα. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως η διεξοδική έρευνα της δραστηριοποίησης τόσο των δύο παραπάνω γενεών φεμινιστριών, καθώς και των θεωριών που διατύπωσαν, όσο και γενικότερα όλων των φεμινιστικών θεωριών, θα λάβει χώρα στα υποκεφάλαια που θα ακολουθήσουν. 1.2 Φιλελεύθερος φεμινισμός Η φιλελεύθερη φεμινιστική οπτική αποτελεί το πρώτο κύμα του φεμινισμού που εκδηλώθηκε κυρίως στη Μ. Βρετανία, αλλά και την Αμερική, στη δεκαετία του 1860 και εστίαζε στις περιορισμένες δυνατότητες των γυναικών, συγκριτικά με αυτές που είχαν οι άνδρες, όσον αφορά στην εύρεση εργασίας, στην εξουσία/δύναμη που απολάμβαναν, καθώς και στο κύρος που κατείχαν στη δημόσια σφαίρα ζωής. Στόχος, λοιπόν, του φιλελεύθερου φεμινισμού ήταν η καταγγελία και η στηλίτευση των διακρίσεων, άμεσων και έμμεσων σε βάρος των γυναικών, έτσι ώστε οι γυναίκες να αποκτήσουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε θέσεις κλειδιά στην κοινωνία, όπως και οι άνδρες. Αν εξαλειφθούν οι διακρίσεις του φύλου, γυναίκες και άνδρες θα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ατομικά ανθρώπινα όντα, που έχουν τα προσωπικά τους ταλέντα και προτιμήσεις και τα οποία δεν περιορίζονται από στερεοτυπικές αντιλήψεις για συγκεκριμένες δυνατότητες και ρόλους για το κάθε φύλο. Έτσι, ο φιλελεύθερος φεμινισμός υποστηρίζει πως οι γυναίκες θα μπορέσουν να κατακτήσουν και να ασκήσουν τα βασικά δικαιώματα της εκπαίδευσης, της εργασίας, της πολιτικής συμμετοχής και την πλήρους νομικής ισότητας (Crowley & Himmelweit, 1992: 12, 14, Enns, 1997: 42, Jackson & Jones, 1998: 253). Συνεπώς, η στρατηγική του φιλελεύθερου φεμινισμού έχει ως σκοπό να εντοπίσει και να καταπολεμήσει τη θεσμοθετημένη ανισότητα μεταξύ των φύλων, η οποία κατά κύριο λόγο εδράζεται στη δημόσια σφαίρα, στους νο-

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 16 μικούς και πολιτικούς θεσμούς. Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες πιστεύουν ότι άνδρες και γυναίκες είναι ίσοι από τη φύση τους, λόγω του ότι και οι δύο είναι λογικά όντα, και ότι οι θεσμοί έχουν κατασκευαστεί από τους άνδρες, προκειμένου να εκμεταλλευτούν, με οποιονδήποτε τρόπο, τις γυναίκες. Πρέπει, λοιπόν, οι θεσμοί αυτοί να αλλάξουν και όχι απαραίτητα να καταργηθούν, αλλά να προσαρμοστούν στην κατεύθυνση της ισότητας, της ισοτιμίας και της δικαιοσύνης και για τα δύο φύλα (Tong, 1984: 12). Ο φιλελεύθερος φεμινισμός, επίσης, αναγνώριζε τα ζητήματα εξουσίας και κυριαρχίας, όχι μόνο στη δημόσια πολιτική ζωή, αλλά και στην ιδιωτική ζωή, και «η ίδια η Stanton [κύρια εκπρόσωπος του φιλελεύθερου φεμινισμού] έκανε δημόσια εκστρατεία για να αλλάξει τις συνθήκες ζωής των γυναικών στο πλαίσιο της οικογένειας και του γάμου. Για αυτήν, ο γάμος συνιστά μια μορφή άμισθης πορνείας και οικιακής εργασίας, παρά ένα θρησκευτικό μυστήριο που βασίζεται στον έρωτα και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις» (Bryson, 2005: 71). Μάλιστα, πίστευε πως αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει με την πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση, κάτι που αποτελούσε βασικό φεμινιστικό αίτημα, καθώς υπήρχε η πεποίθηση πως θα συντελούσε στην απόκτηση από τις γυναίκες μιας αξιοπρεπούς εργασίας, όσο και στη βελτίωση των σχέσεων των δύο φύλων, ιδιαίτερα αν η εκπαιδευτική αυτή προσπάθεια λάμβανε και τη μορφή της συνεκπαίδευσης. Η Stanton διατείνονταν πως «τα αγόρια και τα κορίτσια, δουλεύοντας και μαθαίνοντας μαζί, θα θεωρούσαν ότι και τα δύο τα φύλα είναι ίσα, έτσι ώστε οι ενήλικες σχέσεις τους, περιλαμβανόμενου και του γάμου, θα βασίζονταν στο σεβασμό, την ισότητα και τη συντροφικότητα» (Bryson, 2005: 70-72). Όσον αφορά στις επιδράσεις που δέχτηκαν οι φιλελεύθερες φεμινίστριες, αυτές εντοπίζονται στις ιδέες του Locke, καθώς και σε αυτές του Mill. Ο πρώτος επηρέασε με τις βασικές φιλοσοφικές του ιδέες περί της ατομικής ζωής, της ελευθερίας και της περιουσίας, καθώς και του πρωταρχικού στόχου του κράτους να διαφυλάσσει την αυτονομία του ατόμου. Σύμφωνα με τον Locke, η αυτονομία διαφυλάσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αμφισβητηθεί από κάποιο τεχνητό, ατομικό ή ομαδικό εμπόδιο. Για παράδειγμα, ένα από τα ατομικά εμπόδια είναι η ιδέα της πατριαρχίας, που έχει δημιουργηθεί, εντέχνως, από τους άνδρες, προκειμένου να εμφανιστεί ένα μοντέλο ψευτο-φυσιολογικών διαφυλικών σχέσεων. Βασισμένοι σε ένα, από τη φύση, υποτιθέμενο καταμερισμό της εργασίας, νομιμοποιούν μια διάκριση μεταξύ των φύλων, με αποτέλεσμα την εκμετάλλευση του ενός φύλου από το άλλο, δηλαδή την εκμετάλλευση των γυναικών από τους άνδρες (Παπαγεωργίου, 2004: 108-109). Από την άλλη, ο Mill στο έργο του «Η υποταγή των γυναικών» υποστηρίζει πως η κατώτερη θέση των γυναικών στο πλαίσιο του γάμου και γενικότερα στην κοινωνία οφείλεται στην πίεση που τους ασκούν οι κοινωνικοί θεσμοί, μέσω της κοινωνικοποίησής τους από αυτούς. Ιδιαίτερα, εστίασε στην ανεπαρκή εκπαίδευση των γυναικών, ως ανασταλτικό παράγοντα της ισότητάς τους με τους άνδρες. Υποστήριζε, λοιπόν, πως πρέπει

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 17 να δοθούν στις γυναίκες οι ίδιες εκπαιδευτικές ευκαιρίες με τους άνδρες, ώστε να καταφέρουν να αναπτύξουν τις ικανότητες τους, κάτι που αποφέρει διπλό όφελος, καθώς τόσο οι ίδιες θα μπορέσουν να αποκτήσουν πρόσβαση στην εργασία και να αυτονομηθούν, όσο και η κοινωνία θα μπορέσει να προοδεύσει με αυτή τη συμβολή των γυναικών. Γενικά, ο Mill αξίωνε την κατάργηση των νομικών διακρίσεων των γυναικών και την παροχή σε αυτές ελεύθερης πρόσβασης στην εκπαίδευση, την εργασία, την ψήφο και τα πολιτικά αξιώματα (Moi, 1987: 249). Μολονότι η φιλελεύθερη φεμινιστική σκέψη είναι βασισμένη, σε γενικές γραμμές, στις βασικές αρχές που είχαν αναπτυχθεί στις θεωρίες του Locke και του Mill σχετικά με τη ζωή, την περιουσία και την ελευθερία, παρόλα αυτά, υπάρχουν και άλλες πηγές που συνέβαλλαν στη θεωρητική θεμελίωση της σχολής αυτής. Για παράδειγμα, η Mary Wollstonecraft υποστήριξε πως, αν η λογική είναι η ικανότητα που διακρίνει τα ανθρώπινα όντα από τα ά- γρια ζώα, τότε αν τα κορίτσια δεν είναι άγρια ζώα (κάτι στο οποίο τα αγόρια/οι άντρες συμφωνούν, όταν πρόκειται για τις μητέρες, τις συζύγους και τις γυναίκες τους) έχουν, όπως και οι άνδρες, την ίδια λογική ικανότητα. Για αυτό το λόγο, η κοινωνία οφείλει να παρέχει στα κορίτσια τις ίδιες εκπαιδευτικές ευκαιρίες που δίνει στα αγόρια, καθώς όλα τα άτομα αξίζουν να απολαμβάνουν ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης των λογικών και ηθικών τους ικανοτήτων, ώστε να καταστούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Για την ίδια, μάλιστα, ήταν πολύ σημαντικό να συμπεριφέρονται στις γυναίκες ως όντα αυτόνομα, ικανά να αποφασίζουν και να καθορίζουν τη ζωή τους και, φυσικά, και οι ίδιες να ενεργούν κατά αυτόν τον τρόπο. Άλλωστε, το έργο της «Vindication of the Rights of Woman» δεν αποτελούσε τόσο διεκδίκηση της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας των γυναικών, όσο ένα επιχείρημα, μια αιτιολόγηση της κατάκτησης των παραπάνω ελευθεριών. Τέλος, η Wollstonecraft μπορεί να αναγνώρισε πως η οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών από τους άνδρες ενέπιπτε στα ενδιαφέροντά τους, εστίασε, όμως, στο πως θα το κατορθώσουν αυτό, παρέχοντας τους κάποιες βασικές συμβουλές επίτευξης του παραπάνω στόχου τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναγνώρισε ότι οι γυναίκες, για να πετύχουν τη νομική ανεξαρτητοποίησή τους από τους άνδρες, χρειάζονται να έχουν τις ίδιες πολιτικές ελευθερίες με αυτούς. Ωστόσο, επισήμανε ότι τελικά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν οι γυναίκες θα κατακτήσουν το δικαίωμα της ψήφου, καθώς το όλο σύστημα νομικής εκπροσώπησης είναι διεφθαρμένο και χειραγωγήσιμο από το δεσποτισμό (Tong, 1984: 15-16). Συμπερασματικά, ο φιλελεύθερος φεμινισμός θεώρησε την υποταγή των γυναικών ως νομικό, οικονομικό και πολιτισμικό περιορισμό, που εμποδίζει τη γυναικεία πρόσβαση σε πολλές ευκαιρίες που είναι διαθέσιμες στους άνδρες. Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες έδωσαν έμφαση στο ότι οι γυναίκες πρέπει να αποκτήσουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες οικονομικές ευκαιρίες με τους άνδρες. Τέλος, προώθησαν τις ιδέες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 18 κοσμιότητας, της αυτο-ολοκλήρωσης, της αυτονομίας, της λογικής και προσπάθησαν να αλλάξουν τα νομικά και πολιτικά συστήματα που περιορίζουν την ατομική ελευθερία (Enns, 1997: 44-45). 1.3 Ριζοσπαστικός φεμινισμός Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, ο οποίος λαμβάνει χώρα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, επηρεάστηκε από τη Γαλλίδα υπαρξιακή φεμινίστρια συγγραφέα Simon De Beauvoir, της οποίας οι τρεις παρακάτω απόψεις διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των βασικών κατευθυντήριων γραμμών του ριζοσπαστικού φεμινισμού: 1) Οι γυναίκες ανέκαθεν ήταν καταπιεσμένες, και σε αντίθεση με την αισιοδοξία κάποιων φεμινιστριών που διατείνονταν ότι οι γυναίκες είχαν σημαντική δύναμη κατά τους αρχαίους χρόνους, οι πατριαρχικές κοινωνίες, στις οποίες οι γυναίκες είχαν την ίδια δύναμη με τους άνδρες, δεν υφίστανται, δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν. 2) Ο σοσιαλισμός και οι νέες οικονομικές δομές δεν είναι επαρκείς, για να εξαλείψουν τη γυναικεία καταπίεση. 3) Η ανδρική κυριαρχία λαμβάνει μια ευρεία ποικιλία μορφών, σε διαφορετικά πλαίσια. Παρόλη αυτή τη δυσχερή θέση της γυναίκας, η Beauvoir περιέγραψε ένα φερέλπιδο μέλλον, στο οποίο οι γυναίκες θα αντιμετωπιστούν ως ανεξάρτητα όντα. Στο βιβλίο της με τον τίτλο «Δεύτερο Φύλο» (1972), υποστήριξε ότι το σημαντικότερο εμπόδιο στην ελευθερία μιας γυναίκας δεν ήταν η βιολογία της ή οι νομικοί και οι πολιτικοί περιορισμοί που της είχαν επιβληθεί, ή ακόμα και η οικονομική της κατάσταση. Ήταν μάλλον ολόκληρη η διαδικασία με την οποία κατασκευάζεται η θηλυκότητα στην κοινωνία. Με την περίφημη φράση της «Δε γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι» και την ανάπτυξη των τρόπων με τους οποίους τα κορίτσια αναγκάζονται να ακολουθήσουν κάποιους συγκεκριμένους δρόμους, ενώ τους αρνούνται την έκφραση της ανθρώπινης φύσης τους στο σύνολό τους, η De Beauvoir οδηγήθηκε στην εξέταση των βιωμάτων των γυναικών και των κοριτσιών, η οποία περιλάμβανε την ανάπτυξη των έως τότε περιοχών-ταμπού της γυναικείας ζωής, όπως η εμμηνόρoια και η σεξουαλικότητα. Αυτό σήμαινε ότι, όπως και οι μεταγενέστερες ριζοσπάστριες φεμινίστριες, αντιλήφθηκε τους τρόπους με τους οποίους οι φαινομενικά μη πολιτικοί τομείς της ζωής, όπως η οικογένεια, συνδέονταν στενά με τις γενικότερες δομές εξουσίας. Ωστόσο, όπως και οι μαρξίστριες φεμινίστριες, δε θεώρησε ότι η απελευθέρωση των γυναικών ήταν μια ανιστορική πράξη. Διότι μόνο στις νεότερες συνθήκες παραγωγής οι γυναίκες θα μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους για ελεύθερη και αυτόνομη δράση. Έτσι, η Simon De Beauvoir επιμένει ότι οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες είναι ελεύθερα και δημιουργικά όντα. Η διαφορά του βιολογικού φύλου και της ψυχικής οντότητας δε στηρίζει το επιχείρημα της φυσικής και κοινωνικής διαφοράς και η παραδοσιακή αυτή άποψη είναι λανθασμένη. Οι γυναί-

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 19 κες είναι ελεύθερες και αυτόνομες, όσο και οι άνδρες, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Συνεπώς, δεν πρέπει να υπάρξει κάποια διάκριση που να βασίζεται στη βιολογική διαφορά (Beauvoir, 1974: 297, Thornham, 2000: 6-7, 33-35, Παπαγεωργίου, 2004: 110). Όσον αφορά στην ανάδυση του ριζοσπαστικού φεμινισμού, αυτή εντοπίζεται στη συμμετοχή πολλών εν δυνάμει εκπροσώπων του στην οργάνωση «New Left» και σε δραστηριότητες διεκδίκησης ατομικών δικαιωμάτων, μέσα από τις οποίες ενημερώθηκαν για τη γυναικεία καταπίεση. Οι ηγετικές φυσιογνωμίες αυτής της οργάνωσης ήταν άνδρες, οι οποίοι αγνόησαν τις γυναίκες που διεκδικούσαν τα δικαιώματα αυτά για το φύλο τους και επιθυμούσαν την αντιμετώπιση της γυναικείας καταπίεσης, σε αντίθεση με την καταπίεση που ασκούνταν σε συγκεκριμένες φυλές και κοινωνικές τάξεις. Έτσι, πολλές φεμινίστριες παραιτήθηκαν από το «New Left», οργανώθηκαν σε μικρές ο- μάδες, που σχηματίστηκαν αυθόρμητα και επικεντρώθηκαν στην υιοθέτηση αντιλήψεων, κουλτούρας ενεργούς αντίστασης στην επικρατούσα νοοτροπία της κοινωνίας (Atkinson,1974: 11). Το 1967 συστάθηκαν στις ΗΠΑ οι πρώτες ριζοσπαστικές γυναικείες ομάδες, οι οποίες δέχτηκαν επίδραση από τις μαοϊκές ιδέες που διαδίδονταν στους αριστερούς κύκλους. Αυτές οι ομάδες, λοιπόν, χρησιμοποίησαν την κινέζικη κουμμουνιστική ιδέα του «καταγγελτικού λόγου», για να εκφράσουν και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν και να μοιραστούν τα προβλήματά τους, ώστε να αναπτύξουν μια πολιτική στρατηγική για την αλλαγή της δυσχερούς θέσης τους στην κοινωνία. Αυτή η διαδικασία, την οποία ακολούθησαν και η οποία, επίσης, επηρεάστηκε από τις αριστερές ιδέες σχετικά με την παροχή δυνατότητας στους εργάτες να αναγνωρίσουν τόσο την καταπίεση τους ως ομάδα, όσο και την εξουσία, τη δύναμη που διέθεταν, έγινε γνωστή ως «συνειδητοποίηση», και έχει κεντρική σημασία αυτήν την περίοδο, καθώς οι γυναίκες μετά από πολλά χρόνια κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν ότι τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν και υπέθεταν ότι ήταν μόνο δικά τους, ομοίαζαν με τα αντίστοιχα άλλων κοινωνικών ομάδων, όπως, για παράδειγμα των εργατών (Weigland, 2001: 151). Καθώς οι νέες ομάδες εξαπλώνονταν ταχύτατα, το κυρίαρχο μήνυμα ήταν ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», και ότι η νέα θεωρία και στρατηγική για την απελευθέρωση των γυναικών θα μπορούσε να βασιστεί μόνο στα κοινά βιώματα των γυναικών και όχι στην αφηρημένη εικοτολογία. «Ο ισχυρισμός ότι «το προσωπικό είναι και πολιτικό» συνεπαγόταν την ευρύτερη αμφισβήτηση των θέσεων της πολιτικής θεωρίας και μάλιστα συνέβαλλε στη γενική επαναθεώρηση της φεμινιστικής σκέψης για τη φύση της εξουσίας και της πολιτικής» (Bryson, 2004: 19). Βασικές ιδέες του ριζοσπαστικού φεμινισμού, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στο έργο της Astell, είναι πως ο άνδρας είναι ο φυσικός εχθρός της γυναίκας, ότι οι γυναίκες πρέπει να απελευθερωθούν από την ανάγκη να αρέσουν στους άνδρες, μια απελευθέρωση που θα επιτευχθεί, μόνο αν επιτραπεί στις γυναίκες να ζήσουν ξεχωριστά από τους άν-

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 20 δρες. Επίσης, μια άλλη βασική ιδέα είναι ότι οι άνδρες έλεγξαν και καθόρισαν τη γνώση, καθώς και την άποψη ότι τα βιώματα των γυναικών μπορούν να τους προσφέρουν μια πολύτιμη και ιδιαίτερη θεώρηση του κόσμου (Perry, 1986: 3, 103). Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα μηνύματα του φιλελεύθερου φεμινισμού του 60, που υποστήριζε ότι η γυναικεία ελευθερία σημαίνει ισότητα με τους άνδρες, οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες διατείνονταν πως η ισότητα σε μια άδικη κοινωνία είναι ασήμαντη, ανούσια. Επιθυμούσαν την «ισότητα στη διαφορά», υποστήριζαν δηλαδή πως μπορεί οι γυναίκες να μην είναι ίδιες με τους άντρες, αλλά κάτι τέτοιο δε νομιμοποιεί την καταπίεσή τους από αυτούς (Echols, 1989: 60). Έτσι, λοιπόν, κοινές θέσεις των ριζοσπαστριών φεμινιστριών αποτελούν οι εξής: 1) Οι γυναίκες είναι ιστορικά η πρώτη καταπιεσμένη ομάδα. 2) Η γυναικεία καταπίεση συμβαίνει σε όλους τους πολιτισμούς και είναι η περισσότερο διαδεδομένη συγκριτικά με όλες τις άλλες. 3) Η καταπίεση του γυναικείου φύλου είναι ο πιο δύσκολος τύπος καταπίεσης, για να εξαλειφθεί, και δε μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω άλλων κοινωνικών αλλαγών, όπως η εξάλειψη των ταξικών διαφορών. 4) Η γυναικεία καταπίεση προκαλεί τον περισσότερο πόνο στα θύματά της, ποιοτικά και ποσοτικά, αν και αυτός ο πόνος ίσως συχνά μένει μη αναγνωρίσιμος, εξαιτίας των σεξιστικών προκαταλήψεων τόσο των καταπιεστών, όσο και των καταπιεζόμενων/των θυμάτων. 5) Η γυναικεία καταπίεση παρέχει το παράδειγμα για την κατανόηση όλων των άλλων μορφών/τύπων καταπίεσης (Tong, 1992: 71). Αναλυτικότερα, οι ριζοσπαστικές φεμινιστικές ιδέες, τις οποίες ανέδειξε το Γυναικείο Απελευθερωτικό κίνημα, παρήγαγαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 την αμφισβήτηση των αποδεκτών αξιών και τρόπων ζωής που συχνά φαίνονταν ακραίοι, αλλά και σκανδαλώδεις. Μολονότι στην πράξη πάντα υπήρχε μια επικάλυψη ανάμεσα στο Γυναικείο Απελευθερωτικό Κίνημα και το φεμινισμό για τα ίσα δικαιώματα στη βάση των στόχων και της ιδιότητας του μέλους, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είχε ένα θεωρητικό σημείο αφετηρίας που σαφώς τον έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες προσεγγίσεις. Καταρχάς, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός ισχυριζόταν ότι έφτανε στη ρίζα της γυναικείας καταπίεσης και αυτοανακηρύθηκε θεωρία από τις γυναίκες και για τις γυναίκες. Ως τέτοια, βασιζόταν στα βιώματα και τις αντιλήψεις των γυναικών και θεωρούσε ότι δε χρειαζόταν να συμβιβαστεί με κάθε υπάρχουσα πολιτική σκοπιά και ατζέντα. Κατά δεύτερο λόγο, θεωρούσε ότι η καταπίεση των γυναικών ήταν η πιο θεμελιώδης και καθολική μορφή κυριαρχίας, και είχε ως στόχο την κατανόηση και την εξάλειψή της. Εδώ η «πατριαρχία» ή- ταν ο κύριος όρος, ο οποίος εισήχθη στη φεμινιστική σκέψη μέσω του έργου της Millett «Το δεύτερο κεφάλαιο της «Πολιτικής των φύλων», όπου παρατίθεται ο παρακάτω κλασικός ορισμός της πατριαρχίας: «η κοινωνία μας είναι μια πατριαρχία. Αυτό είναι εύκολα αντιληπτό, αν κανείς ανακαλέσει στη

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 21 μνήμη του ότι ο στρατός, η βιομηχανία, η τεχνολογία, τα πανεπιστήμια, η ε- πιστήμη, τα πολιτικά γραφεία/υπηρεσίες, τα οικονομικά, εν συντομία κάθε λεωφόρος/δρόμος εξουσίας μέσα στην κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της κεντρικής δύναμης της αστυνομίας βρίσκεται ολοκληρωτικά σε αντρικά χέρια» (Millett, 1985: 25, 38-39). Γενικότερα, η έννοια της «πατριαρχίας» παραπέμπει σε ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανδρών, που έχει υλική βάση και το οποίο μέσω της ιεραρχικής, εγκαθιδρυμένης ή δημιουργημένης αλληλοεξάρτησης και σύμπνοιας τους, τους καθιστά ικανούς να κυριαρχούν επάνω στις γυναίκες. Αν και η πατριαρχία είναι ιεραρχική και οι άνδρες των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, φυλών ή εθνικών ομάδων καταλαμβάνουν διαφορετικούς χώρους, διαφορετικές θέσεις στην πατριαρχία, είναι επίσης ενωμένοι στην διαμοιρασμένη μεταξύ τους σχέση εξουσίας και κυριαρχίας έναντι των γυναικών. Οι ιεραρχίες «δουλεύουν», τουλάχιστον, μερικώς, επειδή δημιουργούν επενδυμένα ενδιαφέροντα στο status quo. Στην ιεραρχία της πατριαρχίας όλοι οι άνδρες, οποιαδήποτε και να είναι η θέση τους, βρίσκονται σε θέση ισχύος, δεδομένου ότι μπορούν να ελέγχουν, τουλάχιστον, κάποιες γυναίκες. Οι άντρες είναι αλληλοεξαρτώμενοι μεταξύ τους (παρά τη μεταξύ τους ιεράρχηση, ιεραρχική τάξη), ώστε να διατηρήσουν την εξουσία και την κυριαρχία τους απέναντι στις γυναίκες. Η υλική βάση πάνω στην οποία βασίζεται η πατριαρχία έγκειται κυρίως στον έλεγχο που ασκούν οι άντρες στην εργατική δύναμη, εξουσία των γυναικών. Οι άνδρες διατηρούν αυτόν τον έλεγχο, αποκλείοντας τις γυναίκες από την πρόσβασή τους σε κάποιες ουσιαστικές παραγωγικές πηγές, όπως η αγορά εργασίας, καθώς και περιορίζοντας τη σεξουαλικότητα των γυναικών. Ο μονογαμικός ετεροσεξουαλικός γάμος είναι μια σχετικά πρόσφατη και α- ποτελεσματική μορφή που επιτρέπει στους άνδρες να ελέγχουν και τις δύο αυτές περιοχές. Ελέγχοντας τη γυναικεία πρόσβαση στις πηγές και τη σεξουαλικότητά τους, αυτό επιτρέπει στους άνδρες να ελέγχουν την εργατική δύναμη/εξουσία των γυναικών, και τα δύο, με σκοπό την εξυπηρέτηση των ανδρών με πολλούς προσωπικούς και σεξουαλικούς τρόπους, καθώς και με σκοπό την ανατροφή των παιδιών. Αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθεί πως η ανατροφή των παιδιών είναι ένα κρίσιμο ζήτημα, το οποίο συμβάλλει στη διαιώνιση της πατριαρχίας ως συστήματος. Στην κοινωνία μας, τα παιδιά ανατρέφονται στο σπίτι από τις γυναίκες, οι οποίες κοινωνικά προσδιορίζονται και χαρακτηρίζονται ως κατώτερες των ανδρών, ενώ οι άντρες εμφανίζονται στην οικογενειακή εικόνα πολύ σπάνια. Τα παιδιά ανατρέφονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μαθαίνουν πολύ καλά τη θέση τους στην ιεραρχία του φύλου. Αυτή η κοινωνικοποίησή τους στους ρόλους, που υπαγορεύει το φύλο τους, συντελείται όχι μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας, αλλά και σε διάφορους κοινωνικούς θεσμούς, όπως το σχολείο, καθώς και γενικότερα σε χώρους εκτός σπιτιού, στους οποίους τα νεαρά άτομα συμμετέχουν σε διάφορες δραστηριότητες (χώροι άθλησης, σύλλογοι και ούτω καθ εξής). Μάλιστα, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός θεώρησε ότι οι εκστρατείες για τα αναπαραγωγι-

Π. Μπουρμπούλα, Αναπαραστάσεις του γυναικείου φύλου στα παιδικά αναγνώσματα της Barbie 22 κά δικαιώματα αποτελούσαν μέρος μιας συλλογικής πάλης, ενάντια στον έ- λεγχο που ασκούσαν οι άνδρες στο σώμα των γυναικών. Δηλαδή η αναπαραγωγή είναι ο βασικός χώρος της πατριαρχίας, όπου ασκείται έλεγχος στο σώμα των γυναικών, αλλά και όπου, επίσης, μπορούμε να προβάλλουμε α- ντίσταση. Επιπλέον, κάποιες ριζοσπάστριες φεμινίστριες υποστήριξαν ότι τις γυναίκες δεν τις καταπιέζει το βιολογικό γένος της γέννας, αλλά το γεγονός ότι γίνονται μητέρες μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία, όπου η μητρότητα σπανίως επιλέγεται ελεύθερα και ελέγχεται από τους άνδρες. Έτσι, για κάποιες ριζοσπάστριες φεμινίστριες η απόρριψη της ετεροφυλοφιλίας δεν ήταν απλώς θέμα προσωπικού σεξουαλικού προσανατολισμού, αλλά μια πολιτική πράξη που πλήττει την καρδιά της πατριαρχίας. Έτσι, ο πολιτικός λεσβιασμός έγινε λύση για κάποιες γυναίκες που ταυτίζονταν συναισθηματικά και με άλλες γυναίκες και είχαν απομακρυνθεί από τους άνδρες, αλλά δεν είχαν αναπτύξει σεξουαλική δραστηριότητα με γυναίκες. Επιπλέον, οι Mehrof and Kearon είναι από τις πρώτες ριζοσπάστριες φεμινίστριες που περιέγραψαν το βιασμό ως μια πολιτική πράξη καταπίεσης, μια προσπάθεια των ανδρών να τρομοκρατήσουν τις γυναίκες, ώστε να διατηρήσουν/διασφαλίσουν την υποταγή τους σε αυτούς. Για άλλες, πάλι, ο βιασμός είναι μια πράξη βίας, παρά έρωτα, καθώς και μια μέθοδος για την εδραίωση της αρρενωπότητας. Ωστόσο, οι υπηρεσίες που παρέχουν οι γυναίκες στους άνδρες και οι ο- ποίες τους ανακουφίζουν από τη διεκπεραίωση πολλών ανιαρών και ανεπιθύμητων καθηκόντων αναπτύσσονται και εκτός, καθώς και εντός του οικογενειακού πλαισίου. Παραδείγματα αυτής της παραπάνω κατάστασης, που λαμβάνει χώρα εκτός του οικογενειακού πλαισίου, αποτελούν η παρενόχληση των εργαζόμενων γυναικών και των φοιτητριών από τους άντρες εργοδότες τους και τους άνδρες καθηγητές τους αντίστοιχα, όπως επίσης και η συνηθισμένη χρήση γυναικών ως γραμματέων, με σκοπό να κάνουν καφέδες, να καθαρίζουν και κυρίως να ομορφαίνουν τον εργασιακό χώρο με τη σέξυ παρουσία τους (Bryson, 2004: 282, Enns, 2004: 48, Leeds Feminist Group, στο Evans, 1982: 64-65, Jaggar & Rothenberg, 1984: 176-178). Σήμερα, οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες καταπιέζονται εξαιτίας του φύλου τους και όχι εξαιτίας μιας οποιασδήποτε λειτουργικής ή αντικειμενικής κατωτερότητας. Θεωρούνται κατώτερες από τους άνδρες, αλλά και από τους θεσμούς που δημιούργησαν οι άνδρες. Κάτω από τις συνθήκες αυτές ήταν, και ακόμη είναι, σε ένα στάδιο εκμετάλλευσης, κακομεταχείρησης και καταπίεσης από τους άνδρες. Συνεπώς, ο κυριότερος τους εχθρός είναι οι άνδρες, ατομικά και συλλογικά, και ακολουθούν οι θεσμοί τους οποίους δημιούργησαν. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες αποσκοπούν, επίμονα και σταθερά, στο διαχωρισμό από τους άνδρες, αλλά και από τους θεσμούς τους οποίους θεωρούν προέκταση των ανδρών. Όσον αφορά στην τακτική τους, πιστεύουν ότι οι γυναίκες πρέπει, αρχίζοντας από τον ι- διωτικό χώρο του σπιτιού τους, να απορρίψουν τους άνδρες, να τους πολεμήσουν, να τους εξαφανίσουν, και αν κριθεί απαραίτητο, να έλθουν και σε