ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ- ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ COMPACT ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΥΚΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΟΥΡΑΝΙΑ Α.Ε.Μ.:01 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΟΠΑΝΟΓΛΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011-2012
«Το πρώτον βιβλίον εκάστου έθνους είναι της γλώσσης του το Λεξικόν, ήγουν η συνάθροισις και έρευνα των συμβόλων με τα οποία εκφράζει τας ιδέας του» 1 Αδαμάντιος Κοραής 1 Η ρήση αυτή βρίσκεται στα Προλεγόμενα που έχει γράψει ο ίδιος ο Αδαμάντιος Κοραής, εκδίδοντας (1821) τους «Βίους» του Πλουτάρχου. Συγκεκριμένα γράφει: Δικαίως και από τους νεωτέρους δεν ενθυμούμαι τις [έλεγε], ότι το πρώτον βιβλίον εκάστου έθνους [ ]. Για την προέλευση της ρήσης αυτής ο Κοραής υποσημειώνει: Ο περιηγητής Βολνέϋς (Volney), αν δεν λανθάνωμαι έως δεν γενή η συνάθροισις αυτή, το έθνος όχι μόνον δεν εμπορεί ν αποκτήση παιδείαν, η ν αυξήση την οποίαν έχει, αλλά και κινδυνεύει να την χάση παντάπασι, δια τούτο ότι περιφέρεται κατά πόλεις και χώρας σκορπισμένη και αθησαύρηστος. Συλλογή των εις της Ελληνικήν Βιβλιοθήκην και τα Πάρεργα Προλεγομένων και τινών συγγραμματιών του Αδαμαντίου Κοραή, τομ. Α, Εν Παρισίους 1833, σ.496. 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...4 2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ...6 2.1. Ιστορική αναδρομή στη λεξικογραφία...6 2.2. Λεξικογραφία Λεξικολογία Μεταλεξικογραφία Λεξικό Λεξιλόγιο...11 2.3. Τυπολογία λεξικών...14 2.4. Αρχές σχεδιασμού και δόμησης ενός λεξικού...21 3. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΚΜΑΘΗΣΗ...25 3.1. Εννοιολογικό σύστημα...32 3.2. Νοητικό λεξικό...34 3.3. Υπώνυμα Υπερώνυμα...39 3.4. Νοητική χαρτογράφηση...43 4. ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ...46 4.1. Το λεξικό και η διδακτική του...51 5. ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ...53 5.1. Ανάλυση εικόνας...56 5.2. Εικονογράφηση διδακτικών εγχειριδίων...57 6. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ COMPACT ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΥΚΑΣ...60 7. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΛΕΞΙΚΟΥ...67 8. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ COMPACT ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΥΚΑΣ...74 3
9. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ COMPACT ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΥΚΑΣ..82 10. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ...89 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...93 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...101 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στην κατεύθυνση Θεωρητική και Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία και αφορά στη χρήση του Compact Εικονογραφημένου Λεξικού των εκδόσεων Καυκάς, ως πρόσθετο διδακτικό εργαλείο στη διδασκαλία του λεξιλογίου μιας ξένης γλώσσας. Το λεξικό αυτό εκδόθηκε και κυκλοφόρησε από το διεθνή εκδοτικό οίκο QA- International το 2003 στον Καναδά, ενώ στην Ελλάδα εκδόθηκε και κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Καυκά το 2005, στην Αθήνα. Τόσο η μεταφραστική ομάδα όσο και η επιμέλεια της μετάφρασης, η στοιχειοθεσία και η τεχνική διεύθυνση έγιναν αποκλειστικά στην Ελλάδα, βασισμένα στην πρωτότυπη ξένη έκδοση, δηλαδή σύμφωνα με την εικονογράφηση και το λημματολόγιο της αρχικής έκδοσης. Το λεξικό διατίθεται ελεύθερα στο ελληνικό εμπόριο και κυκλοφορεί τόσο σε μεγάλη έκδοση που περιλαμβάνει έξι γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά και γερμανικά, όσο και σε δίγλωσση έκδοση με κύρια γλώσσα τα ελληνικά και μία από τις υπόλοιπες γλώσσες που προαναφέρθηκαν, ενώ σε δίγλωσση έκδοση Junior κυκλοφορεί μόνο για την αγγλική ελληνική γλώσσα. Κύριο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου λεξικού είναι η εικονογράφησή του. Δεν περιέχει ρήματα, κύρια ονόματα, επίθετα, επιρρήματα και άλλα γραμματικά στοιχεία, αλλά μόνο εικόνες ανά θεματική ενότητα και την ελληνική τους μετάφραση. 4
Επομένως πρόκειται για ένα λεξικό που περιλαμβάνει μόνο ουσιαστικά αντικείμενα με συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο νόημα. Η ιδιαιτερότητά του αυτή αποτελεί από τη μια ένα ενδιαφέρον πεδίο αξιολόγησής του και από την άλλη αξίζει να διαπιστωθεί κατά πόσο ένα τέτοιο λεξικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ενίσχυση της διδασκαλίας του λεξιλογίου (γραπτού και προφορικού) μιας ξένης γλώσσας. Για την ολοκλήρωση της διπλωματικής εργασίας θα γίνει αναφορά σε κανόνες λεξικογραφίας και λεξικολογίας, στην κατασκευή λεξικών, στα είδη των λεξικών που υπάρχουν, θα αναφερθούν θεωρίες που αφορούν την καταγραφή λεξιλογικών ομάδων με βάση την εικόνα που καταγράφει το μάτι, πώς λειτουργούν τα εννοιολογικά συστήματα, πώς διαμορφώνονται στο μυαλό τα υπώνυμα και τα υπερώνυμα, η νοητική χαρτογράφηση και τέλος θα γίνει μια προσπάθεια να διαπιστωθεί κατά πόσο ένα εικονογραφημένο λεξικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί επικουρικά στη διδακτική του λεξιλογίου μιας ξένης γλώσσας, μέσα από συγκεκριμένες δραστηριότητες και ασκήσεις που θα προταθούν. Απαραίτητο είναι να αναφερθεί ότι αρωγός στην προσπάθεια ολοκλήρωσης της συγγραφής της διπλωματικής εργασίας ήταν ο επιβλέπων καθηγητής, κύριος Αντώνης Τσοπάνογλου, καθώς επίσης πρέπει να γίνει λόγος και για τη βοήθεια που πρόσφεραν οι καθηγητές και συνάδελφοι (τα ονόματα των οποίων αναφέρονται κατά αλφαβητική σειρά) Βάμβουκα Ιωάννα, Βεντούρης Αντώνης, Γαβριηλίδου Μαρία, Ευθυμίου Αγγελική και Σακελλαρίου Αγγελική, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν άμεσα και θετικά σε αίτημα βοηθείας που τους απηύθυνα. Τέλος, ευχαριστώ τη μητέρα μου για τις συμβουλές και τη διάθεσή της να με βοηθήσει με κάθε τρόπο στην προσπάθειά μου αυτή. 5
2. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 2.1. Ιστορική αναφορά στη λεξικογραφία Η λεξικογραφική παραγωγή, δηλαδή η προσπάθεια καταγραφής μιας γλώσσας, αποτελεί ένα επίπονο και κοπιαστικό έργο που ωστόσο κίνησε το ενδιαφέρον πολλών εγγράμματων λαών από την αρχαιότητα. Τα πρώτα στοιχεία λεξικογραφίας έρχονται από τους Βαβυλώνιους το 2600 π. Χ., οι οποίοι θέλοντας να κατανοήσουν τη γλώσσα των Σουμερίων δημιούργησαν λεξικά που αποσκοπούσαν στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Τα λεξικά αυτά ονομάζονταν θησαυρός και περιείχαν όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας. Οι Σουμέριοι, χάρη στο έπος του Γκιλγκαμές και στην ανάγκη διάδοσης και κατανόησής του, δημιούργησαν λίστες λέξεων παρμένες από το έπος, ενώ διατηρούσαν την πεποίθηση ότι ένα αντικείμενο υπάρχει μόνο αν φέρει κάποιο όνομα. Η αντίληψη αυτή των Σουμερίων καθώς και η βαρύτητα που δίνανε στην εκπαίδευση δημιούργησε την ανάγκη εκμάθησης των ακκαδικών και για το λόγο αυτό δημιούργησαν τις λεγόμενες Scribes, οι οποίες ήταν μονόστηλες λίστες ιδεογραμμάτων. Στη συνέχεια οι Scribes εμπλουτίστηκαν με μια δεύτερη παράλληλη στήλη με φωνολογικά σημεία που δήλωναν την προφορά της σουμεριανής γλώσσας και τέλος μια τρίτη στήλη αντιστοιχούσε στην προφορά της ακκαδικής. (14press, 3ο τεύχος, Φεβρουάριος 2011). Εδώ διαπιστώνεται η ύπαρξη πολύγλωσσων λεξικών από την αρχαιότητα, αφού συνυπήρχαν δύο διαφορετικές γλώσσες στο ίδιο λεξικό. Ωστόσο αυτό θα μπορούσε 6
να οδηγήσει σε ένα λανθασμένο συμπέρασμα σχετικά με την τυπολογία των πρώτων λεξικών. Στην πραγματικότητα τα πρώτα λεξικά ήταν μονόγλωσσα και όχι δίγλωσσα, κάτι στο οποίο οι ειδικοί της λεξικογραφίας κατέληξαν πρόσφατα, μόλις το 1990, αφού σύμφωνα με πιο πρόσφατες έρευνες διαπιστώθηκε ότι οι αρχαίοι λαοί ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί σε όλα τα επίπεδα και το ενδιαφέρον τους για όμορους λαούς ήταν περιορισμένο και επομένως η ύπαρξη ενός δίγλωσσου λεξικού δεν συνάδει. Τα πρώτα λεξικά που εντοπίστηκαν στην περιοχή της Μεσοποταμίας και ανήκουν στους Ασσύριους, Βαβυλώνιους, Χετταίους και Φοίνικες ήταν στην πράξη κατάλογοι λέξεων (περί τις 600) σχετικοί με τα φυτά, τα ζώα, τα μέταλλα και είχαν καθαρά εκπαιδευτικούς σκοπούς. Δηλαδή προορίζονταν για απομνημόνευση και αντιγραφή (Ξυδόπουλος, 2007). Λεξικά δίγλωσσα ωστόσο έχουν εντοπιστεί σε αρκετούς λαούς κατά το παρελθόν όπως στην Κίνα, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία λόγω της ανάγκης κατανόησης των Ελλήνων φιλοσόφων και ρητόρων, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της λεξικογραφίας έπαιξε η εκκλησία. Για την ακρίβεια την εποχή εκείνη ήταν διαδεδομένη αρκετά η χρήση γλωσσαρίων από τους κληρικούς, οι οποίοι όφειλαν να γνωρίζουν Ελληνικά και Λατινικά, ώστε να μεταφέρουν τα θρησκευτικά κείμενα στην καθομιλουμένη. Η άνθιση της λεξικογραφίας ευνοείται στα πιο σύγχρονα χρόνια, κατά τον εικοστό αιώνα, από την παράλληλη εξέλιξη της τυπογραφίας, της τεχνολογίας και της πληροφορικής. Κομβικό σημείο στην εξελικτική πορεία των σύγχρονων λεξικών αποτέλεσε το λεξικογραφικό έργο του Samuel Johnson, ο οποίος ανέπτυξε τα μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία ακολουθεί ακόμη εν πολλοίς η σύγχρονη λεξικογραφία, βασισμένη στο έργο του το Λεξικό της αγγλικής γλώσσας, που αποτέλεσε ένα λεξικογραφικό παράδειγμα, στο οποίο στηρίζονται σύγχρονα λεξικά, όπως το Oxford English Dictionary. 2 2Μια από τις πιο γνωστές και πάντα επίκαιρες ρήσεις του για το λεξικό είναι η παρομοίωση με το ρολόι: το χειρότερο είναι καλύτερο από το να μην υπάρχει κανένα και από το καλύτερο δεν μπορεί κανείς να περιμένει να πηγαίνει πάντοτε σωστά. 7
Στο εν λόγω λεξικό για πρώτη φορά γίνεται διάκριση των εξής βασικών χαρακτηριστικών: α) διαφέρει η ετυμολογία των απλών και των σύνθετων λέξεων, β) στις ανώμαλες περιπτώσεις δίνεται η κατηγορία και η κλίση της λέξης, γ) υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ δάνειων και μη λέξεων, δ) δίνεται ο τονισμός και η ισχύουσα ορθογραφία κάθε λέξης, ε) αναδεικνύει τη χρήση των λέξεων στη λογοτεχνία, στ) τα παραδείγματα και οι ορισμοί είναι από πραγματικά κείμενα και ζ) συμβάλλει στην ορθή χρήση της γλώσσας. Τα επτά αυτά χαρακτηριστικά αποτέλεσαν τη μήτρα για την κατασκευή πολλών λεξικών μέχρι σήμερα (Ξυδόπουλος, 2007). Σχετικά με την ιστορία της λεξικογραφίας στην Ελλάδα μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι διαθέτει πλήθος περιπτώσεων από αρχαιοτάτων χρόνων. Και εδώ τα γλωσσάρια αποτέλεσαν την πρώτη μορφή καταγραφής λέξεων. Όπως και στην περίπτωση του έπους του Γκιλγκαμές, έτσι και εδώ η λογοτεχνία υπήρξε αφορμή για τη δημιουργία γλωσσαρίου με λέξεις από τα έπη του Ομήρου. Αργότερα κατά την περίοδο των αλεξανδρινών χρόνων βρέθηκε αξιοσημείωτος αριθμός διαλεκτικών κυρίως λεξικών, όπως το Περί διαλέκτου του Δημητρίου του πύκτη, μία συλλογή Ροδιακών λέξεων από το Μόσχο και του Απολλόδωρου του Κυρηναίου με διαλέκτους παφιακές. Κατά το Μεσαίωνα υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες παραγωγής λημματολογίων από Έλληνες συγγραφείς. Παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Φωτίου με τις κομψές συνθέσεις ρητόρων, το Μεγάλο Ετυμολογικό λεξικό του Ιωάννου Ζωναρά και το λεξικό της Σούδας ή Σουίδας. Το τελευταίο αυτό λεξικό περιέχει 30.000 λήμματα, πολλά από τα οποία περιέχουν στοιχεία από πηγές που σε άλλη περίπτωση θα είχαν χαθεί στις μέρες μας. Πρόκειται για ένα από τα πολυτιμότερα έγγραφα για την ελληνική φιλολογία, γραμματική και λογοτεχνική ιστορία. Είναι κάτι μεταξύ ενός γραμματικού λεξικού και μιας εγκυκλοπαίδειας με τη σύγχρονη έννοια, εξηγεί την πηγή, την ετυμολογία και τη σημασία λέξεων σύμφωνα με τη φιλολογία εκείνης της περιόδου, χρησιμοποιώντας πηγές όπως ο Αρποκράτιος και ο Ελλάδιος. Το πλέον παλαιότερο λεξικό της Ελληνικής (αρχαίας και μεσαιωνικής), στο οποίο περιλαμβάνονται και μερικές από τις νεότερες λέξεις, είναι το Λεξικό του Guarino Favorino επισκόπου Νουκαρίας (Nocera), που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1523 με τίτλο 8
Μέγα και πάνυ ωφέλιμον Λεξικόν. Κατά κύριο λόγο περιλαμβάνει ερμηνεύματα σε αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα υπό μορφή γλωσσαρίου (σε κάθε λήμμα δίνεται ερμήνευμα κυρίως με την παράθεση συνωνύμων). Για την ακρίβεια όμως το πρώτο πραγματικό λεξικό της νεότερης Ελληνικής, της Ελληνικής του 17ου αιώνα, της «χυδαίας» ή «εκβαρβαρωμένης» (όπως συνήθιζαν να την αποκαλούν) σε σχέση με την κλασική αρχαία Ελληνική, είναι το Glossarium Graeco-Barbarum του Jan van Meurs (Ιωάννης Μεσοπλεύριος), που εκδόθηκε στο Λούγδουνο (Λυών) το 1610. Ο Ολλανδός φιλόλογος Jan van Meurs δίνει τα ερμηνεύματα των λέξεων στα Λατινικά και επεξηγήσεις στα Ελληνικά με παράθεση κυρίως συνωνύμων. Άλλα σημαντικά λεξικά που ξεχώρισαν στον Ελληνικό χώρο είναι το λεξικό του Σκαρλάτου του Βυζάντιου, το λεξικό του Ζηκίδου γραμμένο στο πνεύμα της διδασκαλίας του Κωνσταντίνου Κόντου, σημαντικότατο είναι το έργο του Κουμανούδη, του Πέτρου Βλαστού, της Πρωίας και του Δημητράκου. Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι το λεξικογραφικό έργο που άρχισε με στόχο τη συγγραφή του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής από την Ακαδημία Αθηνών, αν και παραμένει μέχρι και σήμερα ανολοκλήρωτο. Η λεξικογραφική παραγωγή στην Ελλάδα ανακόπτεται με την άλωση της Πόλης και συνεχίζεται μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ενώ ενεργοποιείται και πάλι την τρίτη πια δεκαετία του εικοστού αιώνα, το 1933, όταν με πρωτοβουλία του καθηγητή Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι, ιδρυτή της Γλωσσολογίας στην Ελλάδα εκδίδεται ο πρώτος τόμος του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής από την Ακαδημία Αθηνών. Είναι ιδιαίτερα μεγάλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη δημιουργία και επανέκδοση λεξικού σε μια χώρα που είχε έντονη λεξικογραφική παραγωγή από την αρχαιότητα μέχρι και τα αλεξανδρινά χρόνια, δεδομένου ότι οι Έλληνες λεξικογράφοι υπήρξαν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τη σύνταξη λεξικών και γλωσσαρίων. Κρίνεται σημαντικό να γίνει μνεία και στο γλωσσικό ζήτημα που προέκυψε στην Ελλάδα με τη διαμάχη μεταξύ της δημοτικής και της καθαρεύουσας. Η παραγωγή στον τομέα των λεξικών ανθεί και πάλι με έργα όπως το Λεξικόν της Νέας Ελληνικής γλώσσης, καθαρευούσης και δημοτικής και εκ της Νέας Ελληνικής εις την Αρχαίαν του καθηγητή της κλασικής φιλολογίας Ιωάννη Σταματάκου. Η μακρόχρονη εμπειρία του στη Μέση Εκπαίδευση και η σταδιοδρομία του στην κατασκευή του Ιστορικού 9
Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών οδήγησαν σε μια από τις πιο αξιόλογες παραγωγές στην ελληνική λημματολογία. Δεύτερο έργο του ιδίου υπήρξε το Το Λεξικό της αρχαίας που εκδόθηκε το 1949. Πηγή έμπνευσης αυτού του λεξικού αποτέλεσε το «Μικρό Liddell-Scott», ενώ για την ετυμολογία των λέξεων της αρχαίας βασίστηκε στο «Dictionnaire etymologique de la langue grecque» (1916) του E. Boisacq και στο Λεξικό της αρχαίας των Liddell- Scott. Μολονότι στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ο Σταματάκος ήταν οπαδός της λόγιας γλώσσας, διέθετε άριστη γνώση της δημοτικής και μάλιστα της γνήσιας λαϊκής γλώσσας, όπως αποδεικνύεται από τα οικεία λήμματα και από την όλη αξιοποίηση σε ερμηνεύματα, συνώνυμα, παροιμίες κ.λπ. της δημοτικής στο Λεξικό. Η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας το 1976 και του μονοτονικού το 1982 με την παράλληλη εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας ώθησαν την ανάγκη για νέα παραγωγή σε λεξικά. Κατά τη δεκαετία του 1980 πολλά λεξικά της Νέας Ελληνικής έκαναν την εμφάνισή τους σε δημοτική γλώσσα και μονοτονικό σύστημα. Τα νέα αυτά λεξικά βασίστηκαν στη δομή και την τεχνική των λεξικών που προηγήθηκαν όπως το Ιστορικό Λεξικό, το Λεξικό του Δημητράκου, το Λεξικό Πρωίας και το Λεξικό Σταματάκου. Εδώ θα αναφερθούν ως αντιπροσωπευτικά της εποχής του 1980 τα παρακάτω λεξικά: Το μεγάλο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας του Δ. Γεωργοπαπαδάκου και άλλων φιλολόγων, το εξάτομο Υπερλεξικό της νεοελληνικής γλώσσας που αριθμεί τις 3.000 σελίδες και το επίτομο Ελληνικό λεξικό που εξέδωσαν οι Tεγόπουλος και Φυτράκης. Ολοκληρώνοντας το κομμάτι της ιστορικής αναδρομής αναφέρεται ότι την τελευταία δεκαπενταετία η ελληνική λεξικογραφία ακμάζει με σημαντική παραγωγή επιστημονικών έργων, όπως το Λεξικό της Κοινής Νέας Ελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ενώ το έργο που παράγεται στο Κέντρο λεξικογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών με την επιστημονική καθοδήγηση του καθηγητή Χριστόφορου Χαραλαμπάκη για τη συγγραφή του Χρηστικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η σύντομη ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε, δημιουργεί την ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων ερωτημάτων,όπως ποια η διαφορά μεταξύ λεξικογραφίας και λεξικολογίας, πώς κατασκευάζονται τα λεξικά και πόσα είδη λεξικών υπάρχουν. Στα 10
ερωτήματα αυτά θα γίνει προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις μέσα από την ανάπτυξη του θεωρητικού πλαισίου. 2.2. Λεξικογραφία Λεξικολογία Μεταλεξικογραφία Λεξικό - Λεξιλόγιο Σχετικά με τη λεξικογραφία (lexicography) 3 υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των επιστημόνων. Για ορισμένους η λεξικογραφία αποτελεί αυτόνομη και αυθύπαρκτη επιστήμη, όπως συγκεκριμένα επισημαίνουν οι Hartmann & James: η λεξικογραφία είναι ένας αυτόνομος επιστημονικός κλάδος και όχι τομέας της γλωσσολογίας, κάνοντας μάλιστα διάκριση μεταξύ της λεξικογραφικής πρακτικής (lexicographic practice) που ασχολείται με την κατασκευή λεξικών (dictionary making) και της λεξικογραφικής θεωρίας (lexicographic theory) που ερευνά τα λεξικά (Ηartmann & James, 1998). Ωστόσο υπάρχουν και εκείνοι οι επιστήμονες οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η λεξικογραφία δεν είναι ανεξάρτητος κλάδος και κάνουν λόγο για εφαρμοσμένη λεξικογραφία ή εφαρμοσμένη μορφή λεξικογραφίας όπως ο Wikberg (1984, σύμφωνα με Ξυδόπουλο 2007), ο οποίος υποστήριξε ότι η λεξικογραφία δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομος κλάδος της γλωσσολογίας, μολονότι έχει ένα σαφές πεδίο δράσης και μελέτης της γλώσσας. Επομένως, πρέπει να σημειωθεί ότι η λεξικογραφία είναι ο ακαδημαϊκός εκείνος κλάδος,ο οποίος ασχολείται με τη σύνταξη λεξικών χρησιμοποιώντας αρχές, μεθόδους έρευνας και καταλήγει στην εξαγωγή συμπερασμάτων, όπως συμβαίνει και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους. Μια τέτοια διαπίστωση αρκεί για να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι πράγματι πρόκειται για έναν αυτόνομο επιστημονικό κλάδο, για την εξέλιξη του οποίου συνέβαλαν καθοριστικά εταιρείες, οργανώσεις και κέντρα λεξικογραφίας τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα με πιο έντονη δράση τα τελευταία είκοσι χρόνια. 3 Βλέπε Εικόνα 1. Παράρτημα από: Ξυδόπουλος, Γ., 2007: Λεξικολογία: Εισαγωγή στην ανάλυση της λέξης και του λεξικού, Πατάκη, Αθήνα 11
Ο όρος λεξικολογία (lexicology) ετυμολογικά προέρχεται από τους όρους λεξιλόγιο λογία και είναι ο κλάδος εκείνος της επιστήμης της γλωσσολογίας, που ασχολείται με τη θεωρητική μελέτη του λεξιλογίου, δηλαδή με τη δομή, σημασία και σχηματισμό των λεξημάτων (Χατζηδήμου, 2008). Και εδώ υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των επιστημόνων σχετικά με την αυτονομία της επιστήμης της λεξικολογίας ή όχι. Για πρώτη φορά ο όρος της λεξικολογίας απαντάται το 1828 στο Oxford Dictionary, ενώ το 1881 ορίζεται ως αυτόνομος κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη, την ιστορία και τη σημασία των λέξεων. Το 1950 στη Ρωσία ορισμένοι γλωσσολόγοι (V.V. Vinogradof, L.V. Scerba, A.I. Smirniskij, O.S. Akhmanova) όρισαν το πεδίο δράσης του κλάδου και τις κατευθύνσεις ανάλυσης που ακολουθεί η λεξικολογία. Η διαφοροποίηση αυτή αλλά και η διάκριση της λεξικολογίας ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου στην περιοχή αυτή της Ανατολικής Ευρώπης οφείλεται στην περιορισμένη επιρροή που είχαν οι αντιλήψεις του Bloomfield, οι οποίες βασίζονταν στη Συμπεριφοριστική σχολή και συγκεκριμένα στη Νευρολογία και την Κοινωνιολογία, οι οποίες είναι επιστήμες που δεν μπορούν να λύσουν θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα. Στη διπλωματική αυτή η λεξικολογία θεωρείται ανεξάρτητη επιστήμη και επιμερίζεται σε: α) εφαρμοσμένη λεξικολογία, η οποία ασχολείται με τη διδασκαλία του λεξιλογίου μιας γλώσσας (μητρικής ή ξένης) με συγκεκριμένες μεθόδους και μέσα και ανήκει στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία,β) περιγραφική λεξικολογία, η οποία έχει να κάνει με τη λεξική σημασία των λέξεων, γ) στατιστική λεξικολογία, η οποία ως μέρος της υπολογιστικής γλωσσολογίας έχει ως πεδίο δράσης την καταμέτρηση λεξιλογικών μονάδων και την ταξινόμησή τους σε ζώνες συχνότητας, δ) ιστορική λεξικολογία, η οποία καταπιάνεται με τη μελέτη του λεξιλογίου και την ετυμολογία των λέξεων, έχοντας ως αφετηρία τις αρχές της ιστορικής γλωσσολογίας, ε) γενική λεξικολογία, η οποία ως στόχο έχει τη δημιουργία καθολικών μοντέλων περιγραφής του λεξιλογίου των διαφόρων γλωσσών και στ) συγκριτική λεξικολογία, η οποία όπως καταφαίνεται και από τον όρο ασχολείται με τη σύγκριση της δομής του λεξιλογίου μεταξύ δύο ή περισσοτέρων γλωσσών (Συμεωνίδη Αναστασιάδη, 2002). Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της λεξικογραφίας και της λεξικολογίας είναι ότι η δεύτερη ασχολείται με το λεξιλόγιο χωρίς όμως να αποσκοπεί στη σύνταξη και κατασκευή λεξικού, ενώ από την άλλη τα ευρήματα και οι έρευνες του ενός κλάδου 12
έχουν επίδραση στον άλλο. Για την ιστορία του θέματος ας αναφερθεί ότι χρονικά προηγήθηκε η λεξικογραφία της λεξικολογίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δοθεί και μία ακόμα διευκρίνιση, που έχει να κάνει με την μεταλεξικογραφία. Πρόκειται για ένα νέο όρο (χρησιμοποιείται τα τελευταία είκοσι χρόνια) που αφορά στη διασαφήνιση μεταξύ της λεξικογραφικής πρακτικής δηλαδή της σύνταξης λεξικών και της λεξικογραφικής θεωρίας, δηλαδή της έρευνας γύρω από τα λεξικά. Προϊόν της μελέτης της μεταλεξικογραφίας είναι τα μεταλεξικογραφικά έργα ήτοι η μελέτη των λεξικών (Χατζηδήμου, 2008). Δεδομένου ότι η διπλωματική θα ασχοληθεί με το λεξικό αλλά και με τεχνικές χρήσης του για εκμάθηση λεξιλογίου, καθίσταται απαραίτητο να δοθούν οι ερμηνείες των όρων λεξικό και λεξιλόγιο. Με τον πρώτο όρο λεξικό (lexicon) αναφερόμαστε σε ένα βιβλίο που παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη γραφή, προφορά, σημασία, χρήση, ετυμολογία, συνωνυμία, αντωνυμία κ.α. ενός λήμματος. Ένα λεξικό δεν προορίζεται για ανάγνωση αλλά για χρήση, αφού πρόκειται για βιβλίο αναφοράς στο οποίο ανατρέχει κάποιος κάθε φορά που υπάρχει λόγος να το συμβουλευτεί και δεν απαιτείται να το διαβάσει ολόκληρο. Με το δεύτερο όρο λεξιλόγιο (vocabulary) γίνεται λόγος για ένα είδος υποσυνόλου του λεξικού που διακρίνεται σε: γενικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ζωή και σε ειδικό λεξιλόγιο που αφορά σε εξειδικευμένους κλάδους όπως της ιατρικής, της μηχανολογίας, της πληροφορικής κ.α. Σε ένα δεύτερο επίπεδο το λεξιλόγιο διακρίνεται σε ενεργητικό, δηλαδή αυτό που χρησιμοποιεί πραγματικά ο κάθε ομιλητής στις γλωσσικές του πράξεις και σε παθητικό δηλαδή αυτό που κατέχει ένας ομιλητής, το κατανοεί αλλά δεν το χρησιμοποιεί. Μέρος του παθητικού λεξιλογίου λογίζεται οτιδήποτε έχει πάψει να είναι κοινό στη χρήση του και δεν απαντάται στην καθημερινή γλώσσα όπως για παράδειγμα οι αρχαϊσμοί. Η εσωτερικευμένη γνώση του κάθε ομιλητή γύρω από το λεξιλόγιο καταλήγει να είναι αυτό που ονομάζουμε νοητικό λεξικό (mental lexicon) και θα διερευνηθεί παρακάτω (Ξυδόπουλος, 2007). 4 4 Για τη διάκριση μεταξύ λεξικού και λεξιλογίου θα πρέπει κάποιος να ανατρέξει στο Ferdinand de Saussure, ιδρυτή της μοντέρνας γλωσσολογίας που διέκρινε τις έννοιες langue και parole καθώς και στο Noam Chomsky που ξεχώρισε την competence από το lexicon για να καταλήξει κανείς στα δύο είδη λεξιλογίου: το lexicon στο οποίο αντιστοιχούν το langue και η competence που στα ελληνικά αποδίδεται ως λεξικό ή νοητικό λεξικό και το vocabulary στο οποίο αντιστοιχούν το parole και η performance που στα ελληνικά λέγεται λεξιλόγιο (Χατζηδήμου, 2008). 13
2.3. Τυπολογία των λεξικών Μιλώντας για τυπολογία λεξικών (dictionary typology) 5 προσδιορίζουμε τα διάφορα είδη λεξικών που υπάρχουν και την ταξινόμησή τους σε τρεις βασικές κατηγορίες: τα λεξικά, τους θησαυρούς και τις εγκυκλοπαίδειες. Η ερμηνεία του όρου λεξικό προηγήθηκε, οπότε περνάμε στην ερμηνεία του όρου εγκυκλοπαίδεια. Πρόκειται για ένα βιβλίο σε αλφαβητική σειρά που καταγράφει έννοιες και μεταφέρει πραγματικές πληροφορίες σύμφωνα με χιλιάδες μεμονωμένα στοιχεία. Το λεξικό απαντά στην ερώτηση Τι σημαίνει η λέξη χ; ενώ η εγκυκλοπαίδεια στην ερώτηση Τι είναι το φαινόμενο χ;. Ο θησαυρός τέλος παρουσιάζει μια βασική διαφορά από τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες. Δεν είναι φτιαγμένος με αλφαβητική σειρά αλλά με θεματική κατάταξη που βασίζεται στις συνωνυμίες και άλλες εννοιακές σχέσεις (Hartmann, 2001). Στη σχετική βιβλιογραφία συναντά κανείς διαφορετικές τυπολογίες και κριτήρια κατάταξης των λεξικών, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις συμφωνούν και σε άλλες όχι. Ενδεικτικά αναφέρεται η παραμετρική τυπολογία του Landau (1984) με γνώμονα δώδεκα κριτήρια, η ειδολογική τυπολογία του Zgusta (1971) και η γενετική τυπολογία του Rey (1970), που βασίζεται σε επτά κριτήρια διαχωρισμού. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία οι περισσότερες τυπολογίες παρουσιάζουν αδυναμίες και παραλείψεις καθώς καμία από τις προτεινόμενες τυπολογίες δεν έχει λάβει υπόψη το λεξικό της νοητικής γλώσσας για επικοινωνία μεταξύ ατόμων με προβλήματα ακοής. Παράδειγμα τέτοιου λεξικού αποτελεί το Dictionary of British Sign Language, D. Brien, London, Faber and Faber, 1992 (Hartmann, 2001). Έτσι και στη διπλωματική αυτή δε θα παρατεθεί ένας εξαντλητικός κατάλογος των τυπολογιών, αλλά θα επιχειρηθεί μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη αναφορά. 5 Βλέπε Εικόνα 2. Παράρτημα από: Ξυδόπουλος, Γ., 2007: Λεξικολογία: Εισαγωγή στην ανάλυση της λέξης και του λεξικού, Πατάκης, Αθήνα 14
Στις παρακάτω παραγράφους που αφορούν στην τυπολογία, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι εντοπίζονται επικαλύψεις και επαναλήψεις, κάτι που είναι αναπόφευκτο για λόγους που ήδη έχουν αναφερθεί. Στην παρούσα εργασία επελέγη η πιο πρόσφατη τυπολογία που προτείνει ο Swanepoel (2003, σύμφωνα με Ξυδόπουλο 2007) και προσπαθεί να συγκεράσει αυτές των Landau και Zgusta. Διευκρινίζεται ότι ένα λεξικό μπορεί να ανήκει σε μία μόνο τυπολογία ή και περισσότερες από μία ενώ υπάρχουν τυπολογίες που παρουσιάζουν αντιθετικές σχέσεις μεταξύ τους όπως για παράδειγμα ένα λεξικό συνωνύμων και αντιθέτων. Στις παραγράφους που ακολουθούν παρουσιάζονται οι τυπολογίες με ένα σύντομο ορισμό και σε κάθε περίπτωση αναφέρεται και ένα παράδειγμα αντίστοιχου ελληνικού ή ξένου λεξικού. 1. Υπάρχουν λεξικά τα οποία κατασκευάζονται με βάση τη γλώσσα. Αυτά διακρίνονται σε μονόγλωσσα (monolingual) και δίγλωσσα (bilingual) ή πολύγλωσσα (multilingual) ή μεταφραστικά (translation) λεξικά. Στην πραγματικότητα ένα δίγλωσσο ή πολύγλωσσο ή μεταφραστικό λεξικό δημιουργείται με τη χρήση μεταφραστικών ισοδυναμιών. Δηλαδή κάθε λήμμα ερμηνεύεται σε μία άλλη γλώσσα, ενώ ένα μονόγλωσσο περιέχει λήμματα που ερμηνεύονται στην ίδια γλώσσα. Μονόγλωσσο λεξικό είναι του Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας 1998, ενώ παράδειγμα δίγλωσσου αγγλοελληνικού λεξικού αναφέρεται το W. Crighton, Μέγα Ελληνο-Αγγλικόν Λεξικόν 1960. 2. Με τη σειρά τους τα μονόγλωσσα λεξικά διαχωρίζονται σε συγχρονικά (synchronic) στην περίπτωση που καταγράφουν λέξεις σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή όπως για παράδειγμα το λεξικό της B. Μανδαλά, Ελληνικό Λεξικό 1989 και σε διαχρονικά (diachronic) στην περίπτωση που καταγράφουν την ιστορική εξέλιξη των λέξεων όπως είναι το λεξικό του Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης 1950/1964. 3. Τα πολύγλωσσα ή μεταφραστικά λεξικά επιμερίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) των φυσικών ομιλητών (native speaker) όπως το ιταλοιταλικό Lo Zingarelli, Vocabolario della Lingua Italiana 1998, σε λεξικά εκμάθησης (learners) ή ξένων ομιλητών (foreign speaker) όπως το Oxford English Greek Learner' s Dictionary, D. N. Stavropoulos & A. S. Hornby 1977, διάκριση που αφορά στην πρώτη γλώσσα 15
του χρήστη, β) σε παθητικά (passive) ή σε πρόσληψης (perception) όπως το γερμανοαγγλικό των Scholze -Stubenrecht W. & J. B. Sykes The Oxford Duden German Dictionary 1999 και γ) ενεργητικά (active) ή παραγωγής (production) αν αποτελεί εργαλείο αναφοράς ή εκμάθησης της γλώσσας. Ενεργητικό ή παραγωγής είναι το αγγλοκινέζικο του Yu-lin, The Study of language 1992 και γ) σε μονοκατευθυντικά (mono/unidirectional) όπως το αγγλοελληνικό Pengiun -Hellenews, των Βασιλειάδη και Γαλαίου 1989 και δικατευθυντικά (bidirectional) όπως το ελληνοαγγλικο- αγγλοελληνικό του Pring, The Oxford Dictionary of Modern Greek: Greek -English and English-Greek 1986, ανάλογα με το αν το λήμμα ερμηνεύεται μόνο στη γλώσσα -στόχο ή και στη γλώσσα πηγή. 4. Ακολούθως τα μονόγλωσσα διαχρονικά επιμερίζονται σε ιστορικά (historical), τα οποία εστιάζουν στις μορφολογικές και σημασιολογικές αλλαγές μιας λέξης και στα ετυμολογικά (etymological) που καταγράφουν την προέλευση και την εξέλιξη των φωνητικών και ορθογραφικών τύπων μιας λέξης. Τα ετυμολογικά υποδιαιρούνται σε γενικά (general) και περιορισμένα (limited). Τα μεν πρώτα καταγράφουν την ετυμολογία του κοινού λεξιλογίου μιας γλώσσας, ενώ τα δεύτερα καταγράφουν την ετυμολογία συγκεκριμένων λεξιλογίων όπως των διαλέκτων. Γενικό ετυμολογικό λεξικό είναι του Γ. Μπαμπινιώτη (1998) και περιορισμένο ετυμολογικό είναι το Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 1951, του Ανδριώτη. Ένα λεξικό επίσης μπορεί να ανήκει στην κατηγορία του ιστορικού λεξικού όπως το Άτακτα του Αδαμάντιου Κοραή 1795, αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο και δεν είναι διαχρονικό. 5. Προχωρώντας στην ανάλυση των τυπολογιών φτάνουμε στα μονόγλωσσα συγχρονικά που διαιρούνται σε γενικά (general) όπως είναι του Schoonees, Woordeboek van die Afrikaanse Taal 1951 της επίσημης αφρικανικής γλώσσας και σε περιορισμένα (limited/restricted) όπως το λεξικό του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη, 1998. 6. Τα γενικά συγχρονικά έχουν τρεις υποκατηγορίες: α) τα περιεκτικά (comprehensive) όπως το Schoonees που προαναφέρθηκε και αποτελούνται από πολλούς τόμους περιγράφοντας την τρέχουσα μορφή της γλώσσας, β) τα βασικά (standard) που συνήθως είναι επίτομα και σύμφωνα με το Landau επιμερίζονται ανάλογα με το μέγεθός τους σε: 1) πλήρη (unabridged) όπως το Νέο Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας 1995, του Κριαρά, 2). γραφείου (desk) όπως του Γ. Μπαμπινιώτη τα οποία περιέχουν μέρος του λεξιλογίου των βασικών, 3) μίνι ή 16
λιλιπούτια (mini/lilliput) όπως της Β. Μανδαλά 1995, 4) συνοπτικά (concise) όπως το αμερικανοαγγλικό των Webster & Teall, New Concise Webster' s Dictionary 1894, 5) τσέπης (pocket/vest) όπως του Γ. Μπαμπινιώτη Μικρό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας 2006 και 6) συνεπτυγμένα (compact) όπως το αγγλικό των Soanes & Hawker, Compact Oxford English Dictionary of Current Englis 2005. Η τρίτη υποκατηγορία των γενικών συγχρονικών είναι τα παιδαγωγικά (pedagogical) που προορίζονται για φυσικούς ομιλητές διαφόρων ηλικιών. Έτσι έχουμε 1) τα σχολικά (school) τα οποία διαμορφώνονται και κατασκευάζονται κατόπιν επεξεργασίας των σχολικών βιβλίων. Τα βιβλία του σχολείου είναι η βάση της συγγραφής τέτοιων λεξικών και χρησιμοποιούνται από μαθητές 6-12 ετών. Σε αυτά ανατρέχουν οι μαθητές συνειδητά για να βοηθηθούν στις σχολικές τους υποχρεώσεις. Τα σχολικά λεξικά όπως υποστηρίζει ο Μήτσης (2004) θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανά σχολική βαθμίδα, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του μαθητικού κοινού. Σχολικό λεξικό είναι το Εικονογραφημένο Λεξικό Α, Β, Γ Δημοτικού, Το Πρώτο μου Λεξικό 2007-2008, 2) τα λεξικά που απευθύνονται σε παιδιά (children),τα οποία σύμφωνα με τον Τελόπουλο (1997) πρέπει να διαθέτουν εικόνες για όλες τις λέξεις, να έχουν περιορισμένο αριθμό λέξεων, να υπερέχουν τα λήμματα ορισμένων κατηγοριών και να απουσιάζουν ορισμοί και συντομογραφίες. Αναφορικά με τον αριθμό των λέξεων η Σαραφίδου (2000) διευκρινίζει ότι θα πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 500-2000 και να απευθύνονται σε παιδιά μεταξύ 6-8 ή 9 ετών. Παράδειγμα παιδικού λεξικού αποτελεί το Παιδικό λεξικό Εικονογραφημένο από τις εκδόσεις Τεγόπουλος 2009. Τέλος με βάση την ηλικία υπάρχουν τα λεξικά εκμάθησης (learners) για μη φυσικούς ομιλητές και τα λεξικά ενηλίκων. 7. Εμβαθύνοντας στην ανάλυση της τυπολογίας συναντάμε ένα ακόμα κριτήριο, το πεδίο λεξικού αποθέματος που καλύπτει ένα λεξικό. Εδώ κατατάσσονται (επίσης) τα ετυμολογικά λεξικά, προφοράς ή φωνητικής μεταγραφής (pronunciation) όπως το αγγλικό λεξικό Longman Pronunciation Dictionary 2000 του Wells, λεξικά διαλέκτων ή γεωγραφικών ποικιλιών (dialects/ regional variants) όπως το Λεξικό ετυμολογικό και ερμηνευτικό της Κυπριακής διαλέκτου του Γιαγκουλλή 1994, τα λεξικά περιθωριακού λεξιλογίου (slang) όπως το Λεξικό της πιάτσας του Παπαζαχαρίου 1981, τα ορθογραφικά (spelling) όπως του Γεραλή, Νεώτατο ορθογραφικό Λεξικόν της Δημοτικής γλώσσας 1965 και λεξικά νεολογισμών (neologisms) όπως της αγγλικής του Knowles, The Oxford dictionary of new words 1998. 8. Τα λεξικά συνδυασμών (lexical combinations) τα οποία υποδιαιρούνται σε 17
αυτά που περιλαμβάνουν συμφράσεις, ιδιωματισμούς, παγιωμένες εκφράσεις, παροιμίες, φραστικά ρήματα και ρητά όπως το Είπαν...:Λεξικό του έξυπνου λόγου, του Μανδραβέλη, 2001. 9. Ο τρόπος πρόσβασης και παρουσίασης ενός λήμματος αποτελεί κριτήριο διαχωρισμού των λεξικών σε αλφαβητικά (alphabetic), θεματικά (thematic) ή συστηματικά (systematic) ή εννοιολογικά (conceptual) ή θησαυρούς (thesaurus) όπως το Thesaurus of English words and phrases Roget 1987, εικονόγραπτα (picture/pictural), αντιλεξικά (reversed) τα οποία συγκεντρώνουν κάτω από μία λέξη (στην πραγματικότητα υπό έναν εννοιολογικό κόμβο) όλες τις λέξεις και φράσεις που συνδέονται σημασιολογικά με αυτήν, ονομαστικά (onomasiological) που οδηγούν το χρήστη από σχετικά γνωστές έννοιες σε σχετικά λιγότερο οικείες λέξεις,σε αντίθεση με ένα σημασιολογικό λεξικό το οποίο ερμηνεύει σχετικώς άγνωστες λέξεις με γνωστές (Hartmann-James, 1998). Το Εικονόγραπτον Ονομαστικόν Λεξικόν της Νεοελληνικής Γλώσσα,ς του Βοσταντζόγλου,1975 αποτελεί παράδειγμα που καλύπτει τις τρεις προαναφερθείσες κατηγορίες, δηλαδή τα εικονόγραπτα, τα αντιλεξικά και τα ονομαστικά. Λεξικά συχνότητας (frequency) όπως Cambridge English Lexicon, Hindmarsh 1980, χρονολογικά (chronological) όπως Chronological dictionary of Quotations, Wright 1993 και συνωνύμων ή/και αντιθέτων (synonym) όπως το Θησαυρός Συνωνύμων και Αντιθέτων της Νέας Ελληνικής, της Ιορδανίδου που εκδόθηκε το 2005. 10. Μια ακόμα διάκριση μεταξύ των ειδών των λεξικών αφορά στον τρόπο χρηματοδότησής τους. Ανάλογα με τους οικονομικούς πόρους υπάρχουν ακαδημαϊκά (scholarly/academy) λεξικά, τα οποία κατασκευάζονται από ακαδημαϊκούς φορείς και λεξικά που κατασκευάζονται από εκδοτικούς οίκους και κυκλοφορούν στο εμπόριο και ονομάζονται εμπορικά (commercial). 11. Μία ακόμα διάκριση έχει να κάνει με το πεδίο ειδικού αντικειμένου που καλύπτει ένα λεξικό. Εδώ εννοούμε τα τεχνικά λεξικά (tecnical) ή λεξικά ειδικού λεξιλογίου (jargon), που απευθύνονται σε περιορισμένο αριθμό χρηστών και κυρίως αφορούν σε συγκεκριμένους επιστημονικούς κλάδους. Περίπτωση τέτοιου λεξικού αποτελεί το Λεξικό Γλωσσολογίας και Φωνητικής του Κρύσταλ, με ημερομηνία έκδοσης το 2003. 12. Η γλωσσολογική προσέγγιση την οποία ακολουθεί ο λεξικογράφος οδηγεί στη διχοτόμηση μεταξύ περιγραφικών και ρυθμιστικών έργων. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν τα λεξικά χρήσης (usage) όπως του Gowers, Oxford Fowler's Modern 18
English Usage Dictionary 1983, όπου δίνονται ρυθμιστικά οι κανόνες χρήσης του λεξιλογίου και τα λεξικά δυσκολιών (difficulties) όπως του Thomas, Dictionnaire des difficult'es 1956, όπου περιγραφικά δίνονται οι δυσκολίες χρήσης συγκεκριμένων λέξεων. 13. Η πολυπλοκότητα του λήμματος, δηλαδή η ύπαρξη ειδικών λημμάτων επιβάλλει τη διάκριση μεταξύ αντίστροφων λεξικών (endings) όπως το Αντίστροφο Λεξικόν της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη 1967, συντομογραφιών (abbreviations), συμφράσεων (collocations) και ακρωνύμων (acronyms) όπως το διαδικτυακό ηλεκτρονικό λεξικό Acronymfinder της MDS 1988. 14. Με τους όρους λεξικά κειμένων (texts) και λεξικά συγγραφέων (authors) αναφερόμαστε σε εκείνα τα λεξικά, που επικουρικά βοηθούν έναν αναγνώστη στην ερμηνεία ενός έργου ή ενός συγγραφέα. Το HarperCollins Bible Dictionary, του Achtemeire, 1996 είναι ένα κειμενικό λεξικό που βοηθά στην ερμηνεία της Βίβλου, ενώ το Shakespeare's Words: A Glossary and Language Companion, των Crystal & Crystal, 2002 αντίστοιχα βοηθά στην ερμηνεία του Σαίξπηρ. 15. Ιδιαίτερα στο σημείο αυτό θα γίνει αναφορά στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά (encyclopaedic dictionary), τα οποία συγκεντρώνουν τα στοιχεία ενός οποιουδήποτε λεξικού και εκείνα μιας εγκυκλοπαίδειας όπως το Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Πάπυρους Λαρούς Μπριτάνικα σε 61 τόμους. 16. To ηλεκτρονικό λεξικό (electronic) μπορεί να είναι οποιοδήποτε λεξικό από τις τυπολογίες που αναφέρονται με τη διαφορά ότι για να χρησιμοποιηθεί διαβαστεί χρειάζεται να διαθέτει κανείς ηλεκτρονικά μέσα όπως Η/Υ, ώστε να τοποθετήσει το CD ή οποιοδήποτε άλλο μέσο με πρόσβαση στο διαδίκτυο, αφού στην κατηγορία των ηλεκτρονικών λεξικών ανήκουν και αυτά που διατίθενται on-line. 17. Το γλωσσάρι (glossary) τέλος κατασκευάζεται κατόπιν επιλογής λέξεων ή φράσεων και δίνονται σ αυτό ερμηνείες στην ίδια γλώσσα ή σε μετάφραση άλλης. Γλωσσάρι πρωτοδημιουργήθηκε στην Ελλάδα με λέξεις παρμένες από τα ομηρικά έπη από τον Πρωταγόρα κατά τον 5ο αιώνα. Από τη μακροσκελή λίστα τυπολογιών διαπιστώνει κάποιος ότι όταν μιλάμε για λεξικό δεν αναφερόμαστε σε ένα μονοδιάστατο αντικείμενο που απλώς καταγράφει λέξεις και τι σημαίνουν, αλλά πρόκειται για μία δουλειά που πρέπει να γίνει σύμφωνα με σχεδιασμό και προκαθορισμένο στόχο από πλευράς του λημματολόγου. Η πληθώρα των τύπων του λεξικού από μόνη της αρκεί για να πιστοποιήσει για μία 19
ακόμα φορά ότι η λεξικογραφία είναι ένας επιστημονικός κλάδος ανεξάρτητος, όπως διατυπώθηκε και παραπάνω, αφού η κατασκευή ενός λεξικού προϋποθέτει στοχοθεσία και προσανατολισμό σαφή, ευρύ υπόβαθρο γνώσεων και τεχνικών αλλά επίσης και διάθεση για δημιουργία καινοτόμων έργων εντάσσοντας κάθε φορά νέα στοιχεία για βελτίωση. 2.4. Αρχές σχεδιασμού και δόμησης ενός λεξικού Η διαδικασία κατασκευής και δημιουργίας ενός λεξικού δεν είναι κάτι εύκολο. Ο λεξικογράφος θα πρέπει να έχει ξεκάθαρο τι είδους λεξικό θέλει να παράγει, για ποιόν σκοπό, σε τι κοινό θα απευθύνεται, παρόμοια λεξικά που έχουν προηγηθεί, ο τρόπος με τον οποίο θα διατίθεται το προϊόν του και πολλές άλλες παραμέτρους οι οποίες σχετίζονται με την προηγούμενη υποενότητα της τυπολογίας των λεξικών. Σε γενικές γραμμές μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι όσο πιο πλήρες, οργανωμένο, ευσύνοπτο 20
και επιστημονικό θέλει να είναι το έργο του ένας λεξικογράφος, τόσο πιο πολύπλοκη, μονήρης και κουραστική είναι η δουλειά του. Αναφορικά με τον τρόπο σχεδιασμού και κατασκευής ενός λεξικού υπάρχει πληθώρα αντιλήψεων. Ο Hartmann (2001) δίνει πέντε αρχές τις οποίες πρέπει να ακολουθήσει ένας λεξικογράφος: α) τον αρχικό σχεδιασμό μέσα από την έρευνα αγοράς, β) το έργο πεδίου που έχει να κάνει με τη συλλογή και καταγραφή του υλικού, γ) την περιγραφή των πληροφοριών που θα περιλαμβάνει το λεξικό, δ) τον τρόπο παρουσίασης του υλικού και ε) την ανασκόπηση, δηλαδή τις διορθώσεις. Ο Landau (2001) από την πλευρά του περιορίζει τα βήματα που απαιτούνται και εστιάζει σε: α) σχεδιασμό, β) συγγραφή, γ) παραγωγή και δ) ανασκόπηση - περικοπή ύλης. Τέλος οι Kiefer & Sterkenburg (2003) ακόμα πιο συνεπτυγμένα αναφέρουν: α) έρευνα αγοράς και προκαταρκτικό στάδιο, β) πρόχειρος σχεδιασμός και γ) παραγωγή. Συνοψίζοντας θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς ότι οι φάσεις άλλοτε με περισσότερη λεπτομέρεια και άλλοτε σε πιο αδρές γραμμές είναι οι ίδιες και στις τρεις περιπτώσεις. Δε θα γίνει λόγος για το ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος κατασκευής ενός οποιουδήποτε λεξικού, γιατί δεν είναι κάτι που μας ενδιαφέρει. Ωστόσο θα γίνει νύξη σε σχέση με την κατασκευή ενός εικονόγραπτου ή εικονογραφημένου λεξικού, που είναι και το θέμα της διπλωματικής. Τα εικονόγραπτα λεξικά για την κατασκευή τους ακολουθούν την ονομασιοκεντρική προσέγγιση. Όπως έγινε λόγος και παραπάνω στην τυπολογία των λεξικών αυτών ανήκουν τα εννοιολογικά ή θεματικά ή αντιλεξικά ή ονομαστικά ή συστηματικά ή θησαυροί. Πρωτοπόρος στην κατασκευή τέτοιου λεξικού υπήρξε ο Peter Mark Roget 6 με το λεξικό Roget' s Thesaurus of English Words and Phrases το 1852. Με την επί 50 χρόνια εργασία του πάνω σε αυτό το λεξικό ο Roget στόχευε στη δημιουργία ενός λεξικού, στο οποίο οι λέξεις δεν θα καταγράφονταν με αλφαβητική σειρά αλλά σύμφωνα με τις ιδέες που αυτές εκφράζουν, ώστε να διευκολύνει το χρήστη στη σύνθεση γραπτών κειμένων (Jackson, 1988 σύμφωνα με Ξυδόπουλο 2007). Στο εικονόγραπτο αυτό λεξικό δεν περιλαμβάνονταν πληροφορίες όπως ορισμοί, προφορά, ετυμολογία κ.τ.λ., ενώ τα λήμματα που συμπεριλήφθηκαν διακρίνονταν σε έξι τάξεις: α) αφηρημένες έννοιες, β) χώρος, γ) ύλη, δ) διανόηση, ε) βούληση και στ) 6 Κατά τον Μπαμπινιώτη αγγλικής καταγωγής χειρούργος και εφευρέτης, ενώ κατά τον Ξυδόπουλο ελβετικής καταγωγής. 21
συναισθήματα. Κάθε τάξη με τη σειρά της υποδιαιρείτο σε σύνολα λέξεων με αριθμημένη ταξινόμηση, η οποία διαμορφωνόταν έχοντας ως άξονα την έννοια του είναι και από την οποία εξαρτιόνταν άλλες έννοιες ιεραρχικά διατεταγμένες. Τα λήμματα εμφανίζονταν με βάση τα λεξικά ή σημασιακά πεδία (lexical/ semantic fields). Έτσι το λήμμα χώρος χωρίζεται σε επιμέρους έννοιες όπως έκταση, όριο, μέρος, τοποθέτηση κ.λ.π. 7 Γνώμονας κατάταξης των λημμάτων είναι η ιδιότητά τους και με τον τρόπο αυτό ορίζεται και η ένταξή τους σε ανάλογα σημασιακά πεδία. Οι μεταγενέστερες εκδόσεις του εικονόγραπτου λεξικού του Roget εμπλουτίστηκαν -παρά την άρνηση του συγγραφέα για οποιαδήποτε αλφαβητική κατάταξη- με αλφαβητικό ευρετήριο που διευκόλυνε τους χρήστες και υιοθετήθηκε από όλα τα κατοπινά εννοιολογικά λεξικά. Τα εννοιολογικά λεξικά θεωρούνται τα πιο συστηματικά, καθώς κατορθώνουν να αποτυπώσουν τη δομή του γλωσσικού θησαυρού μιας γλώσσας και καταδεικνύουν την εσωτερική της δομή, διότι βασίζονται στην εσωτερική συνάφεια μεταξύ των λέξεων και των σημασιών τους. Συγχρόνως αποκαλύπτουν πως πίσω από το χάος του λεξιλογίου υπάρχει δομή και λεξικό σύστημα σε οργανωμένα πεδία. Ωστόσο όπως υποστήριξε ο Κουρμούλης (1967, σύμφωνα με Περάκη 1994) το μειονέκτημα που παρουσιάζουν τα λεξικά αυτά είναι ότι ενώ συμβάλλουν σε σημασιολογικές και υφολογικές μελέτες, εντούτοις δεν κρίνονται το ίδιο σημαντικά στη γραμματική εξέταση της γλώσσας. Στα χνάρια αυτά του Roget βασίστηκε και ο Έλληνας Θ. Βοσταντζόγλου για την κατασκευή του αντίστοιχου Αντιλεξικού ή Θησαυρός ελληνικών λέξεων και φράσεων διατεταγμένων κατά λογικήν σειράν το 1949 και στη συνέχεια το 1962 εκδόθηκε το Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της νεοελληνικής, που περιέχει 60.000 λέξεις περίπου που τις αντλεί από τα κυριότερα λεξικά της εποχής και τις κατατάσσει εννοιολογικά σε 1.500 ενότητες. Στο τέλος του λεξικού υπάρχει λημματολόγιο με αλφαβητική κατάταξη, ώστε να μπορεί ο χρήστης να αναζητά εύκολα λέξεις του ίδιου σημασιολογικού πεδίου. 7 Αντίθετα σε ένα κλασικό λεξικό με λήμματα που παρουσιάζονται σε αλφαβητική σειρά, ο κατάλογος αναφέρεται με τον όρο μακροδομή (macrostructure) και η εσωτερική δομή και οι πληροφορίες που αφορούν στα λήμματα είναι η μικροδομή (microstructure). O Hartmann ορίζει τη μακροδομή ως τη συνολική δομή καταλογικής μορφής, που επιτρέπει τόσο στο συντάκτη όσο και στο χρήστη να εντοπίζουν πληροφορίες σε κάποιο λεξικό ή άλλο έργο αναφοράς και τη μικροδομή ως την εσωτερική σύνθεση της βασικής μονάδας αναφοράς, δηλαδή του λήμματος στο λεξικό, του άρθρου στην εγκυκλοπαίδεια ή της καταχώρισης στο γλωσσάρι όρων. 22
Ο ίδιος ο Βοσταντζόγλου (1962) γράφει στην εισαγωγή του λεξικού σχετικά με την ανάγκη και τη δυσκολία συγγραφής ενός εννοιολογικού λεξικού: Η θεραπεία της φυσικής ανεπάρκειας του ανθρώπου να γνωρίζει μόνο ότι θυμάται, μπορεί να θεραπευτεί με τη σύνταξη λεξικού κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μας οδηγεί, αν είναι δυνατόν, όχι από τη λέξη στο νόημα αλλά από το νόημα στη λέξη, ενός δηλαδή Αντιλεξικού. Η ιδέα της σύνταξης εννοιολογικού λεξικού δεν είναι νέα,αφού πριν από 20 αιώνες ο Ιούλιος Πολυδεύκης είχε γράψει με το σύστημα αυτό το Ονομαστικόν της αρχαίας ελληνικής. Το 1975 ο Βοσταντζόγλου εκδίδει το Εικονόγραπτον ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης: (με πίνακες εικόνων από το εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν DUDEN). 8 Η αρχική ιδέα του Βοσταντζόγλου ήταν να βασιστεί στο Αντιλεξικό του για να φτιάξει το Εικονογραφημένο. Ωστόσο ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν δύσκολο και για το λόγο αυτό απευθύνθηκε στο Bibliographisches Institut της Γερμανίας και ζήτησε την άδεια να χρησιμοποιήσει τους πίνακες του Duden, την οποία τελικά του δώσανε. Η θεματολογία του λεξικού είναι ιδιαίτερα πλούσια, δεν περιορίζεται μόνο στο να καταγράψει λέξεις που μπορούν να απεικονιστούν, αλλά και λέξεις που περιγράφουν μια πράξη ή και ρήματα ακόμα όπως συμβαίνει με τη θεματική ενότητα Γυμναστική ΙΙ, λήμμα 46: ανατροπή, ελβετική ανάβασις, λήμμα 53: λαβαί επί οριζοντίου ζυγού: λαβή πρώτη κ.ο.κ. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν θεματικές ενότητες όπως της Μυθολογίας, όπου συναντά κανείς πρόσωπα της Ελληνικής Μυθολογίας, της χημείας και της γεωμετρίας με αντίστοιχους τύπους. Η διάταξη του λεξικού είναι ιδιαίτερα πρακτική και εύχρηστη, στην αριστερή σελίδα υπάρχει αριθμολογημένη εικόνα και στη δεξιά σελίδα παρατίθενται όλα τα λήμματα με την αριθμητική τους σειρά. Στο τέλος του λεξικού υπάρχει λεπτολογημένο αλφαβητικό ευρετήριο, ώστε να μπορεί ο χρήστης να εντοπίζει εύκολα τα λήμματα των 175 ενοτήτων. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ασπρόμαυρο λεξικό παλιάς έκδοσης, ωστόσο δε στερείται τίποτα από λεπτομέρεια στην εικόνα και στην περιγραφή των λημμάτων, ενώ η πληθώρα θεματικών ενοτήτων το καθιστά σχεδόν πλήρες, αν και ο ίδιος ο Βοσταντζόγλου για το κομμάτι της θεματολογίας γράφει: Φυσικά το θέμα ποτέ δεν εξαντλείται στα επίτομα λεξικά του είδους του. Εκείνο που εξαντλείται κατά κανόνα είναι ο χώρος του βιβλίου ή η υπομονή του ερμηνευτή, ενώ η σύγκριση που κάνει ο 8 Duden Konrad, Γερμανός λεξικογράφος με πλούσια λεξικογραφική παραγωγή 23
Βοσταντζόγλου μεταξύ ενός εικονογραφημένου και ενός απλού λεξικού εκφράζεται στην εισαγωγή του λέγοντας:...έχουν παραβλέψει το γεγονός ότι πολλά πράγματα, όπως φερ' ειπείν τα εργαλεία, μηχανήματα, μουσικά όργανα, άνθη, έντομα, ζώα, είδη ρουχισμού κ.τ.λ. εξηγούνται καλύτερα και ευκολότερα με μια εικόνα παρά με λέξεις...το μεγάλο αυτό πλεονέκτημα της εικονογραφήσεως έχουν κατανοήσει προ πολλού τα καλά ξένα λεξικά που κυκλοφορούν, πλούσια εικονογραφημένα, με διάφορα συστήματα διάταξης της ύλης. Αναμφισβήτητα όλα τα σύγχρονα εννοιολογικά λεξικά ακολουθούν τη δομή του Roget και συχνά την εικονογράφηση του Duden εμπλουτίζοντας φυσικά τη θεματολογία τους και το λημματολόγιό τους, κάνοντας χρήση των υπηρεσιών των νέων τεχνολογιών με πιο ρεαλιστικά τρισδιάστατα σκίτσα και ζωγραφιές, ελκύοντας με τον τρόπο αυτό το χρήστη. 3. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΚΜΑΘΗΣΗ Το λεξιλόγιο μιας γλώσσας είναι εκείνο το πεδίο, στο οποίο εντοπίζονται οι κάθε είδους αλλαγές που συντελούνται σε μια κοινωνία. Αλλαγές στο οικονομικό, τεχνολογικό, πολιτικό και πολιτιστικό πεδίο, στην κοινωνική διαστρωμάτωση και σε οποιονδήποτε άλλον τομέα,επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης του λαού και κατά συνέπεια το λεξιλόγιό του. Πρόκειται για το πιο ευμετάβλητο κομμάτι της γλώσσας στο οποίο αποτυπώνονται οι αλλαγές και φυσικά η αξία του αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί από τη διδακτική των ξένων γλωσσών. Σχετικά με την πληθώρα εναλλαγών 24
του λεξιλογίου αναφέρει η Αναστασιάδη Συμεωνίδη (1986):...η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κατάσταση έντονης αλλαγής, που προκαλεί με τη σειρά της κύμα αλλαγής στη γλώσσα και ιδιαίτερα στο λεξιλόγιο, του οποίου τροποποιείται και η περιφέρεια -τα ειδικά λεξιλόγια στην προκειμένη περίπτωση- αλλά και ο πυρήνας ως ένα βαθμό. Βέβαια η αλλαγή στο λεξιλογικό επίπεδο είναι πιο έντονη από ότι στα άλλα επίπεδα. Για τη σημασία του λεξιλογίου και για τον τρόπο εκμάθησης και εμπλουτισμού του έχουν γίνει πολυάριθμες μελέτες και έχουν διατυπωθεί ενδιαφέρουσες μεθοδολογικές προσεγγίσεις επηρεασμένες κάθε φορά και από διαφορετικές διδακτικές σκοπιές, επιδιώκοντας την διεύρυνσή του. Αυτό στο οποίο έχουν καταλήξει και συμφωνήσει όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα είναι ότι το λεξιλόγιο κατακτάται μέσω της προοδευτικής αύξησης του παθητικού λεξιλογίου του μαθητή και της συχνής επανάληψης των λέξεων σε ποικίλες περιστάσεις επικοινωνίας. Οι περιστάσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα να περιορίσουν βαθμιαία την απόκλιση μεταξύ παθητικού και ενεργητικού λεξιλογίου, δεδομένου ότι οι δυο μορφές λεξιλογίου βρίσκονται σε συνεχή διεύρυνση (expansion). Για τον εμπλουτισμό και τη διεύρυνση του λεξιλογίου απαιτείται ο συνδυασμός και η ανασύνθεση σχέσεων μεταξύ των λέξεων, καθώς και ειδικότερες στρατηγικές και τεχνικές, όπως αυτή της απομνημόνευσης που θα αναλυθεί παρακάτω. Η εκμάθηση του λεξιλογίου θα πρέπει να κατέχει μία από τις βασικότερες επιδιώξεις της εκπαίδευσης και να εστιάζεται όπως έχει υποστηριχθεί από τη Βάμβουκα (2009) στις τέσσερις όψεις της γνωστικής επικοινωνίας: την ακρόαση, την ομιλία, την ανάγνωση και τη γραφή. Το διευρυμένο λεξιλόγιο προσφέρει τη δεξιότητα στο μαθητή να αναγνωρίζει γρήγορα, εύκολα και με ακρίβεια τη σημασία των λέξεων, επιταχύνει τη δεξιότητα της ανάγνωσης και της κατανόησης ενός κειμένου, ενώ σε αντίθετη περίπτωση η ανάγνωση και κατανόηση επιβραδύνεται και ο μαθητής αποθαρρύνεται. Σύμφωνα με τη Γαβριηλίδου (2002) μαθαίνω μια λέξη σημαίνει: α) γνωρίζω τη δομή του λεξιλογίου, δηλαδή τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των λέξεων (συνωνυμία, αντωνυμία, μετωνυμία) ή των διαφορετικών σημασιών μιας λέξης (πολυσημία), καθώς και τις λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις που χαρακτηρίζουν καθεμιά λέξη από μια ομάδα λέξεων (π.χ. συνέπεια, αποτέλεσμα, επίπτωση) και β) γνωρίζω τις περιστάσεις 25
χρήσης κάθε λέξης, την εντάσσω στο σωστό γλωσσικό περιβάλλον και τη χρησιμοποιώ συνειδητά. Από τα προαναφερθέντα γεννάται το ερώτημα πώς εκλαμβάνει ο μαθητευόμενος το νέο λεξιλόγιο σε μια ξένη γλώσσα. Στην ερώτηση αυτή επιχείρησε να δώσει απάντηση Börner (2000, σύμφωνα με Ζώη 2010), μέσα από έρευνα που πραγματοποίησε. Δεδομένα της έρευνας ήταν ότι οι μαθητές της ξένης γλώσσας συγκρατούν πιο εύκολα λέξεις οι οποίες επαναλαμβάνονται και άπτονται των ενδιαφερόντων τους, ενώ οι υπόλοιπες λέξεις που συναντώνται σπάνια ή δεν κινούν το ενδιαφέρον τους δεν καταγράφονται στη μνήμη τους και επομένως κάποια στιγμή διαγράφονται. Για να επιτευχθεί η όποια επαφή του μαθητή με το νέο λεξιλόγιο, είναι σημαντικό να λαμβάνει ενεργά μέρος ο μαθητής στη διδακτική διαδικασία, να κινητροδοτείται για να ασχολείται συνειδητά και να επαναλαμβάνονται οι λέξεις, ώστε να αποθηκεύονται στη μακρόχρονη μνήμη. Η εκμάθηση του λεξιλογίου θα πρέπει να επέρχεται μέσω της σύνδεσής του με ήδη γνωστές δομές και την ενεργοποίηση ή δημιουργία γνωστικών και συναισθηματικών δικτύων, τα οποία ο μαθητής φέρει ήδη από την εκμάθηση της μητρικής του γλώσσας. Το μοντέλο το οποίο ανέπτυξε ο Börner σε συνοπτικές γραμμές έχει ως εξής: κάθε νέα λέξη εξετάζεται από φωνολογική και μορφολογική άποψη και γίνεται προσπάθεια να της αποδοθεί μια σημασία. Τα εργαλεία τα οποία έχει στη διάθεσή του ο μαθητής είναι η μητρική του γλώσσα, η υπάρχουσα γνώση της δεύτερης γλώσσας και οι κοινωνικές του γνώσεις. Αφού αποδοθεί η σημασία στη νέα λέξη, ακολουθεί η διαδικασία της απομνημόνευσης και στη συνέχεια η επανάληψη και η ενθύμηση. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην όλη διαδικασία έγκειται στο να επεξηγεί τη λέξη, αν παραστεί ανάγκη, να οργανώσει δραστηριότητες για την εξάσκηση των μαθητών και να παρέχει την απαιτούμενη ανατροφοδότηση. Με αυτή τη διαδικασία επιτυγχάνεται η αύξηση του παθητικού λεξιλογίου που χρειάζεται για την κατανόηση των κειμένων, αλλά και του ενεργητικού που χρησιμεύει στην παραγωγή του γραπτού και προφορικού λόγου. Μια από τις παροιμιώδεις και εύστοχες μεταφορές που έχουν διατυπωθεί για τη εκμάθηση του λεξιλογίου ανήκει στην Cameron (2001, σύμφωνα με Ευθυμίου 2009): Η εκμάθηση των λέξεων δε μοιάζει με τη διαδικασία που κάνουμε όταν τσεκάρουμε τα πράγματα που έχουμε σημειώσει σε μια λίστα για ψώνια. Μοιάζει περισσότερο με τη 26