1 Ενότητα 8: Κειμενικά είδη. Διάκριση αφηγηματικού & μη αφηγηματικού λόγου Βιβλιογραφία: Αρχάκης, Α. 2005. Γλωσσική διδασκαλία και σύσταση των κειμένων. Αθήνα: εκδ. Πατάκη. Αρχάκης, Α. & Τσάκωνα, Β. 2011. Ταυτότητες, Αφηγήσεις και Γλωσσική Εκπαίδευση. Αθήνα: Πατάκης. Γεωργακοπούλου, Α. & Γούτσος, Δ. 2011. Κείμενο και επικοινωνία. Αθήνα: εκδ. Πατάκη [ανανεωμένη έκδοση, πρώτη έκδοση 1999]. Georgakopoulou, Α. 1997. Narrative Performances. A Study of Modern Greek Storytelling. Amsterdam: John Benjamins. Labov, W. 1972. Language in the Inner City. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Κειμενικά είδη Σε προηγούμενες ενότητες, αναφέραμε τη διακειμενικότητα ως ένα σημαντικό παράγοντα οργάνωσης και σύστασης των κειμένων. Ειδικότερα, ως διακειμενικότητα εκλάβαμε τη γνώση των χαρακτηριστικών άλλων ομοειδών κειμένων που ανακαλούν πομπός και δέκτης κατά την παραγωγή και ερμηνεία ενός κειμένου. Συνδέοντας τη διακειμενικότητα με τα νοητικά σχήματα μπορούμε να πούμε ότι κάθε κείμενο εντάσσεται μαζί με τα ομοειδή του σε μια ευρύτερη κατηγορία είδους λόγου / κειμένου (genre), η οποία ενεργοποιείται ως νοητικό σχήμα. Ανάμεσα στην πληθώρα κειμενικών ειδών που συναντάμε καθημερινά μπορούμε να αναφέρουμε τη συνέντευξη, την προφορική συνομιλία, τη διαφήμιση, το δημοσιογραφικό άρθρο, το ανέκδοτο, το διήγημα, το μάθημα σε μια τάξη, την ακαδημαϊκή διάλεξη, τις οδηγίες χρήσης ενός αντικειμένου, τη συνταγή μαγειρικής, το διδακτικό κείμενο του σχολικού βιβλίου της φυσικής, της ιστορίας, κλπ. Τα είδη λόγου ως κατηγορίες κειμένων αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά μιας πολιτισμικής και γλωσσικής κοινότητας, συνιστούν κοινωνικές κατασκευές που
2 εξυπηρετούν διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες. Έχουν διακριτικά (γλωσσικά και μακροδομικά) χαρακτηριστικά ανάλογα με το σκοπό που καθένα επιδιώκει να πραγματοποιήσει. Για παράδειγμα, ένα λογοτεχνικό κείμενο διαφέρει εμφανώς από μια επιστημονική διάλεξη. Σύμφωνα με τον Swales (1990), το είδος λόγου χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο επικοινωνιακών προθέσεων αναγνωρίσιμων από τα μέλη μιας (πολιτισμικής και γλωσσικής) κοινότητας οι οποίες και το διαμορφώνουν. Αναπόφευκτα κάθε μέλος μιας κοινότητας για να λειτουργεί αποτελεσματικά, πρέπει να γνωρίζει τις γλωσσικές και δομικές συμβάσεις των ειδών λόγου. Αναπτύσσοντας την επικοινωνιακή τους ικανότητα, τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας μαθαίνουν μεταξύ άλλων, τα ιδιαίτερα γλωσσικά και δομικά χαρακτηριστικά των ειδών λόγου και τον τρόπο να τα χρησιμοποιούν προσαρμόζοντάς τα κατάλληλα στις εκάστοτε επικοινωνιακές συνθήκες. Έτσι, αν ζητηθεί για παράδειγμα η σύνταξη μιας τεχνικής περιγραφής, δε θα είναι καθόλου βοηθητικό για τους αποδέκτες/τριες να επιλεγεί η εξιστόρηση. Με άλλα λόγια, μια τεχνική περιγραφή, ως επιμέρους περίπτωση του ευρύτερου είδους λόγου της περιγραφής έχει αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στο αναμενόμενο περιγραφικό αποτέλεσμα. Για να λειτουργήσει κανείς εποικοδομητικά στις όποιες περιστάσεις επικοινωνίας δεν αρκεί να γνωρίζει τους κανόνες γραμματικής, να έχει πλούσιο λεξιλόγιο και ικανότητες γραφής και ανάγνωσης. Πρέπει να γνωρίζει τους κανόνες και τις συμβάσεις σύνταξης διαφορετικών κειμενικών ειδών, τα οποία είναι συνυφασμένα με την πολιτισμική διάσταση της γλώσσας, ώστε να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στα κοινωνικά δρώμενα. Για να μάθει κανείς τους κανόνες, τις συμβάσεις και τις τεχνικές τους, πρέπει να διδαχθεί με τον τρόπο που διδάσκεται άλλου τύπου κανόνες και στοιχεία γνώσης. Για να μπορεί κανείς να ετοιμάσει ένα άρθρο, ένα φυλλάδιο προώθησης ή παρουσίασης μιας εκδήλωσης, να κάνει μια συνέντευξη, να παραγάγει ένα κείμενο ανάλογο με αυτό που εμφανίζεται στο σχολικό βιβλίο της κοινωνιολογίας ή της βιολογίας, πρέπει να γνωρίζει πώς δομούνται τα κειμενικά αυτά είδη και ποιοι κανόνες τα διέπουν. Επομένως, ένα εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να διευκολύνει και να επιταχύνει την εξοικείωση των μαθητών/τριών με τα είδη του λόγου, ώστε να
3 συνειδητοποιήσουν τα γλωσσικά και δομικά συστατικά τους και να καταστούν αποτελεσματικοί χρήστες/ριες τους στις ποικίλες διεπιδράσεις που θα συμμετάσχουν. Δεδομένου ότι τα είδη λόγου υπηρετούν και επιτελούν κοινωνικούς στόχους, διαμορφώνονται από αυτούς. Από αυτή την οπτική πρέπει να εκλαμβάνονται περισσότερο ως διαδικασίες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που η ενεργοποίησή τους συνδυαστικά με τις επικοινωνιακές περιστάσεις οδηγεί σε συγκεκριμένα κείμενα. Έτσι, το είδος λόγου της αφήγησης χρησιμοποιείται συνήθως σε προσωπικές εξιστορήσεις, ιστορικές εξιστορήσεις, παραμύθια, θρύλους κτλ. Το είδος λόγου της περιγραφής χρησιμοποιείται σε προσωπικές περιγραφές, τεχνικές περιγραφές, επιστημονικές/πληροφοριακές αναφορές κτλ. Τέλος το είδος λόγου της επιχειρηματολογίας χρησιμοποιείται συνήθως σε δοκίμια, κριτικές ανασκοπήσεις, αντιπαραθετικές συζητήσεις κτλ. Το οργανωτικό σχήμα κάθε κειμενικού είδους πρέπει να είναι αρκετά παγιωμένο ώστε να καλύπτει πολλές παρόμοιες κοινωνικές περιστάσεις που μοιάζουν μεταξύ τους αλλά και αρκετά εύκαμπτο ώστε να προσαρμόζεται σύμφωνα με τα διαφορετικά στοιχεία που μπορεί να έχουν. Κάθε κοινωνία έχει το δικό της ρεπερτόριο ειδών, που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονται. Ορισμένα είδη είναι πιο δημοφιλή σε κάποιες κοινωνίες ενώ άλλα χάνουν τη δημοτικότητά τους (π.χ. οι προφορικές ιστορίες στις δυτικές κοινωνίες). Παράλληλα, είναι δυνατό να εμφανίζονται νέα είδη στο προσκήνιο π.χ. λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας όπως διαδικτυακό τσατ. Επιπλέον κάθε κοινωνία έχει δική της ορολογία για να τα διακρίνει π.χ. μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα. Η διάκριση των κειμενικών ειδών δεν είναι πάντα εύκολη. Μια ασφαλής μέθοδος για να αντιμετωπιστούν είναι η έμφαση στον ευρύτερο τρόπο λόγου και όχι στο μέσο (π.χ. προφορικός, γραπτός, ηλεκτρονικός λόγος). Με την ανάπτυξη της ρητορικής διακρίθηκαν τρεις γενικοί τρόποι λόγου: η αφήγηση, η περιγραφή, η επιχειρηματολογία ενώ αργότερα, προστίθεται ο εκθετικός λόγος για να περιλάβει κείμενα όπως δοκίμια, άρθρα, αναφορές κ.λπ.
4 Διάκριση αφηγηματικού / μη αφηγηματικού λόγου Αναγνωρίζοντας τη σημασία της αφήγησης την οποία διαισθητικά επισημαίνουν άλλες θεωρίες, οι Georgakopoulou & Goutsos (1997) διατυπώνουν μια πιο συγκεκριμένη άποψη για τη σχέση κειμένου και περικειμένου, υποστηρίζοντας ότι η ποικιλία κειμενικών ειδών διαμορφώνεται, εξελίσσεται και διέπεται από τη θεμελιώδη διάκριση σε δύο τρόπους: τον αφηγηματικό και το μη αφηγηματικό. Το βασικό πλεονέκτημα της διάκρισης σε αφηγηματικό και μη αφηγηματικό λόγο σε σχέση με τις παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις σε κειμενικά είδη, τύπους, ποικιλίες κ.λπ. είναι ότι αποφεύγει τον κατακερματισμό του συνόλου του λόγου σε αποσπασματικές κατηγορίες ασύνδετες μεταξύ τους και χωρίς σαφή όρια. Ταυτόχρονα, η διάκριση αυτή πλεονεκτεί σε σχέση με γενικές διαφοροποιήσεις όπως λ.χ. την αντίθεση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου γιατί διαπιστώνει τη βαθύτερη λειτουργική συνάφεια των κειμένων ανεξάρτητα από το γλωσσικό μέσο που χρησιμοποιείται. Τα σημαντικότερα επιχειρήματα υπέρ της υιοθέτησης της αφήγησης ως βάσης κειμενικών διακρίσεων είναι κατά κύριο λόγο κειμενογλωσσικά και κοινωνιογλωσσικά. Η διάκριση μεταξύ αφηγηματικού και μη αφηγηματικού λόγου αντικατοπτρίζεται στη γλωσσική δομή και στις λειτουργίες του κειμένου. Οι κειμενικές μονάδες και σχέσεις, η οργάνωση του λόγου, οι δομές, τα σχήματα και οι λειτουργίες διακρίνονται θεμελιακά με βάση τη συμμετοχή του κειμένου στον αφηγηματικό ή μη αφηγηματικό τρόπο. Από κοινωνιογλωσσική πλευρά, η διάκριση μεταξύ αφηγηματικού και μη αφηγηματικού τρόπου είναι αρχετυπική και καθολική (απαντάται σε όλες τις γλωσσικές κοινότητες) και αυτό γιατί εκφράζει δυο θεμελιώδεις μηχανισμούς ανταλλαγής της γνώσης και τη διαμόρφωση της κοσμοαντίληψης στο καθημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι. Τόσοι διαφορετικοί πολιτισμοί όσο και διαφορετικά ενδοπολιτισμικά πλαίσια βασίζονται στον έναν ή στον άλλο τρόπο για να οργανώσουν τις γνώσεις και τη σημασία που τους αποδίδεται στην κοινωνία. Γι αυτό χρησιμοποιούν κείμενα που συμμετέχουν στον αφηγηματικό ή μη αφηγηματικό τρόπο σε διάφορες διαβαθμίσεις και συνθέσεις. Αφηγηματικός λόγος: κείμενα που εκφράζουν γλωσσικά συγκεκριμένες (κατά κανόνα παρελθοντικές) εμπειρίες που είναι χρονικά διατεταγμένες όπως
5 καθημερινές ιστορίες, περιγραφές υπόθεσης τηλεοπτικών σειρών / ταινιών, κόμικς, αυτοβιογραφίες, ιστορικές αφηγήσεις, παραμύθια. Μη αφηγηματικός λόγος: κείμενα που συμμετέχουν στην ανταλλαγή γλωσσικών πληροφοριών και την προώθηση της γνώσης χωρίς να στηρίζονται στην αφήγηση αλλά σε έναν ευρύ πεδίο περιγραφής ή ανάπτυξης αντιλήψεων, πεποιθήσεων, επιχειρημάτων και πληροφοριών όπως τεχνικά εγχειρίδια, πολιτικές αναλύσεις, τηλεοπτικές συζητήσεις, δοκίμια, εγκυκλοπαιδικά άρθρα, συνταγές μαγειρικής. Αφήγηση Ως αφήγηση παραδοσιακά εκλαμβάνεται η εξιστόρηση παρελθοντικών γεγονότων που διέπονται από χρονική αλληλουχία (Labov 1972), «μια μέθοδος αναπαράστασης της παρελθοντικής εμπειρίας, μέσω της οποίας αντιστοιχίζεται μια λεκτική ακολουθία προτάσεων με μια ακολουθία γεγονότων που όντως συνέβησαν» (Labov & Waletzky 1967). Πέρα από τη χρονική αλληλουχία γεγονότων, βασικό χαρακτηριστικό της αφήγησης είναι η αναφορά σε αξιομνημόνευτα γεγονότα. Με άλλα, λόγια, η αφήγηση δεν αναπαριστά μια οποιαδήποτε διαδοχή γεγονότων, αλλά μια αλληλουχία δράσεων η οποία περιλαμβάνει την ανατροπή μιας κανονικότητας. Το τι αποτελεί αξιόλογο/αξιομνημόνευτο δεν χαρακτηρίζεται από στατικότητα αλλά διαφοροποιείται ανάλογα με το κοινωνιοπολιτισμικό πλαίσιο. Όπως επισημαίνουν οι Αρχάκης & Τσάκωνα (2011: 71), «αξιομνημόνευτα δεν είναι τα γεγονότα ως τέτοια αλλά η ερμηνεία τους με βάση συγκεκριμένες πολιτισμικές παραδοχές και αξίες». Δεδομένου ότι ο/η αφηγητής/τρια είναι εκείνος/η που επιλέγει ποια γεγονότα θα εξιστορήσει, ποια θα επισημάνει ή θα αποσιωπήσει και, επιπλέον, με ποιον τρόπο θα τα παρουσιάσει και πώς θα τα αξιολογήσει, οι αφηγήσεις δεν αποτελούν απλές αναπαραστάσεις κάποιου συμβάντος αλλά «ανακατασκευές και αναδομήσεις παρελθοντικών γεγονότων μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία» (Georgakopoulou 1997: 3). Επομένως, οι αφηγητές/τριες δεν διηγούνται μόνο μια ιστορία αλλά μέσω αυτής προβάλλουν απόψεις, αξίες, συναισθήματα, αξιολογήσεις κ.λπ.
6