ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ :



Σχετικά έγγραφα
Θαλάσσιες Κατασκευές: Χρηματοδότηση

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Αποτίμηση Επιχειρήσεων

ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ 1-04 ΕΓΓΥΟ ΟΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΜΙΚΡΩΝ Ή ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

Αποφάσεις Χρηματοδοτήσεων

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ Ε.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ - 1 ΤΟΜΟΣ Β ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ & ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 2-04 ΕΓΓΥΟ ΟΣΙΑ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

Δημοσίευση προγράμματος ΤΕΜΠΜΕ για «Εγγύηση Δανείων Αγοράς Πρώτων Υλών, Εμπορευμάτων και Υπηρεσιών»

Στη 2 η κατηγορία ανήκουν εκείνα που μεταβάλλονται συνεχώς μέσα στο παραγωγικό - συναλλακτικό κύκλωμα της επιχείρησης

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Μάθηµα 2ο: Επιχείρηση και Περιβάλλον

ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 6-06 ΕΓΓΥΟ ΟΣΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟ ΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ (LEASING) ΜΙΚΡΩΝ & ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

2.1 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ Γενικά

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

James Tobin, National Economic Policy

Χρηματοοικονομική των Επιχειρήσεων

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΟΜΗΣ & ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) Πρόλογος 5 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ

Ενότητα 7 - Διαχείριση των χρηµάτων

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΝΕΑΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ THN. 30 Σεπτεμβρίου 2006

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε.

ΣΟΛΩΜΟΥ 29 ΑΘΗΝΑ ( info@arnos.gr ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΟΙΤΗΤΩΝ Α.Ε.Ι. Α.Τ.Ε.Ι. Ε.Α.Π. Ε.Μ.Π.

Επενδυτικές ευκαιρίες

Μακροοικονομική. Η ζήτηση χρήματος

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ 10 η εισήγηση

ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ. Ενότητα 10: Επενδυτικά Κεφάλαια Κυριαζόπουλος Γεώργιος Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες)

Βασικές Χρηματοοικονομικές έννοιες

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

Αποταμίευση, Επένδυση και το Χρηματοπιστωτικό σύστημα

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια

4. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ I

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...13

Σχεδιασμός εξωφύλλου Σελιδοποίηση: Αθηνόδωρος Παπαϊωαννίδης Εκτύπωση: Proforma ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΜΟΛΟΓΙΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

1 Ιανουαρίου 31 Μαρτίου Όμιλος Ανώνυμης Εταιρίας Τσιμέντων Τιτάν Συνοπτική Οικονομική Ενημέρωση

Όροι Χρεωστικού Υπολοίπου σε Χρήματα DEGIRO

Εισαγωγικές Έννοιες Επιχειρηματικότητας

Αξιολόγηση Επενδυτικών Σχεδίων

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 2 Κεφάλαιο 2: Διαχρονική αξία του χρήματος 6 Κεφάλαιο 3: Ανάλυση χρηματοοικονομικών δεικτών 34

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

και ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ

ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΑΠ ΔΕΟ 31 ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΕΟ 31 ΤΟΜΟΣ Β ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Πλεονεκτήματα της Χρηματοδοτικής Μίσθωσης για τον Μισθωτή

Αριθμητικά Μοντέλα Επιλογής Έργων

ΚΟΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Κόστος κεφαλαίου κόστος ευκαιρίας των κεφαλαίων Υποθέσεις υπολογισμού Στάδια υπολογισμού Πηγές χρηματοδότησης (κεφαλαίου)

Κατάσταση Ταμειακών Ροών Cash Flow Statements ΔΛΠ

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Αξιολόγηση Επενδυτικών Σχεδίων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης Βασιλικά Βουτών

1.1 Εισαγωγή. 1.2 Ορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας

Διοίκηση Έργου. Ενότητα 2: Επιλογή Έργων. Σαμαρά Ελπίδα Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 9 η. Χρηματοοικονομική Ανάλυση

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Αποτελέσματα Έτους 2009


Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Κεφαλαίου

Χρηματοοικονομική των Επιχειρήσεων

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

Τα επιµέρους τµήµατα ενός επενδυτικού σχεδίου

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

Χρηματοοικονομική ανάλυση των ΜΜΕ

Η περιουσία της επιχείρησης, από λογιστική άποψη, έχει τρεις διακρίσεις, δηλαδή: α. Το Ενεργητικό. β. Το Παθητικό. γ. Την Καθαρή Περιουσία.

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

Τεχνολογία και Καινοτομία - Οικονομική Επιστήμη και Επιχειρηματικότητα

Ενδιάμεσες συνοπτικές, εταιρικές και ενοποιημένες, οικονομικές καταστάσεις για το τρίμηνο που έληξε την 31 Μαρτίου 2006

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

7 Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ

Transcript:

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : «ΠΗΓΕΣ & ΜΕΣΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ» Υπό της φοιτήτριας: Κοψίδα Μαρίας (ΑΜ: 9507) Επιβλέπων Καθηγητής: Κωνσταντινούδης Κλεάνθης Σέρρες, 2013

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδες I. Ευχαριστίες II. Περίληψη III. Πρόλογος 1 2 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗ 1.1. Επένδυση : έννοια και περιεχόμενο 1.2. Ιστορική αναφορά 1.3. Κατηγορίες επένδυσης 1.4. Πλεονεκτήματα μειονεκτήματα μίας επένδυσης 1.5. Σημασία της επένδυσης 1.6. Τύποι επενδυτών 1.7. Μέθοδοι αξιολόγησης επένδυση 1.8. Κίνδυνος επένδυσης ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο : ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ 2.1. Χρηματοδότηση: έννοια και περιεχόμενο 2.2. Ιστορική αναφορά: θεωρία της ιεράρχησης των πηγών χρηματοδότησης (Pecking Order Thoery) 2.3. Οι σκοποί της χρηματοδότησης 2.4. Οι βασικές αρχές της χρηματοδότησης 2.5. Απόφαση χρηματοδότησης απόφαση επένδυσης 2.6. Χρηματοοικονομικό κύκλωμα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο : ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ 3.1. Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ) α) Γενικά β) Προγράμματα ΤΕΜΠΜΕ γ) Προϋποθέσεις ένταξης στο πρόγραμμα 3.2. Ελληνικό Σχέδιο Οικονομικής Ανασυγκρότησης Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ) α) Γενικά β) Κατηγορίες δράσεων χρηματοδότησης 3.3. Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) 5 6 9 11 12 13 14 18 20 21 22 23 24 25 26 26 30 30 31

α) Γενικά β) βασικά χαρακτηριστικά ΣΔΙΤ γ) κατηγορίες ΣΔΙΤ 3.4. Αναπτυξιακός νόμος 3299/2004 α) γενικά β) σκοπός του αναπτυξιακού νόμου γ) Μορφές ενισχύσεων που προβλέπει ο νέος αναπτυξιακός νόμος δ) Δράσεις που υποστηρίζει ο νέος αναπτυξιακός νόμος ε) Δαπάνες που χρηματοδοτεί ο νέος αναπτυξιακός νόμος 3.5. Νέα Χρηματιστηριακή Αγορά (ΝΕ.Χ.Α.) α) Ορισμός β) Προϋποθέσεις ένταξης στη χρηματιστηριακή αγορά γ) Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα ένταξης στη χρηματιστηριακή αγορά 3.6. Τραπεζικός δανεισμός α) ορισμός β) ιστορική αναφορά γ) μορφές τραπεζικού δανεισμού δ) πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα τραπεζικού δανεισμού ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο : ΜΕΣΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ 4.1.Ομολογιακό δάνειο α) Ορισμός β) Χαρακτηριστικά ομολογιακού δανείου γ) Είδη ομολογιακού δανείου δ) Πλεονεκτήματα ομολογιακού δανείου 4.2. Χρηματοδοτική μίσθωση (Leasing) α) Ορισμός β) ιστορική αναφορά γ) μορφές leasing δ) Δαπάνες που ενισχύονται μέσω leasing ε) πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα leasing 4.3. Πρακτόρευση απαιτήσεων (factoring) α) Ορισμός β) Ιστορική αναφορά 33 35 35 36 36 36 37 38 41 41 43 46 46 48 49 52 52 53 54 55 56 56 59 60 63 63

γ) Υπηρεσίες factoring δ) Μορφές factoring ε) Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα factoring ζ) Επιχειρήσεις εφαρμογής factoring 4.4. Franchising (παραχώρηση ή δικαιοχρησία) α) Ορισμός β) Ιστορική αναφορά γ) Μορφές franchising δ) Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα franchising 4.5. Forfaiting α) Ορισμός β) Ιστορική αναφορά γ) Σύγκριση forfaiting-factoring δ) Πλεονεκτήματα forfaiting 4.6. Κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital) α) Ορισμός β) Ιστορική αναφορά γ) Μορφές venture capital δ) Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα venture capital 4.7. Αυτοχρηματοδότηση α) Ορισμός β) Μορφές αυτοχρηματοδότησης γ) Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα αυτοχρηματοδότησης 64 65 69 70 71 72 74 78 82 84 85 87 89 90 91 93 95 96 96 Συμπεράσματα Βιβλιογραφία 98 99

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Με την ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον καθηγητή του τμήματος λογιστικής και χρηματοοικονομικής καθώς και επιβλέποντα καθηγητή της εργασίας μου, κ. Κωνσταντινούδη Κλεάνθη, για την προσφορά της ερευνητικής και επιστημονικής του καθοδήγησης. Ακόμη θα ήθελα να ευχαριστήσω το εκπαιδευτικό προσωπικό του τμήματος μου και ιδιαίτερα τους καθηγητές κ. Αθιανό Στέργιο, κ. Δάπη Δημήτριο, κ. Μαγούλιο Γιώργο και κ. Μαντζάρη Γιάννη για τη βοήθεια και τις γνώσεις που μου πρόσφεραν στα πλαίσια της φοιτητικής μου δραστηριότητας. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου καθώς και τους φίλους μου Βασίλη, Αφροδίτη και Χριστίνα που με την παρουσία τους και την αμέριστη ηθική συμπαράσταση απέναντι στο πρόσωπό μου, συνέδραμαν στην ολοκλήρωση των σπουδών μου. 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η ίδρυση, η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα μίας επιχείρησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις τις οποίες θα λάβει προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της. Η χρηματοδότηση μίας επιχείρησης αποτελεί άλλωστε σημαντική παράμετρο για την επιτυχημένη λειτουργία της. Η απόφαση μίας επιχείρησης για επένδυση βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των άλλων επιχειρήσεων, αυξάνει τις νέες θέσεις εργασίας, αναπτύσσει την οικονομία και αυξάνει το κατά κεφαλήν εισόδημα. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετά βήματα όσο αφορά τη χρηματοδότηση των επενδύσεων τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, τομεακά επιχειρησιακά προγράμματα, προγράμματα περιφερειακά επιχειρησιακά και επιχειρησιακά ανταγωνιστικότητας είναι μερικά από τα προγράμματα που παρέχουν στις επιχειρήσεις χρηματοδοτήσεις για επενδύσεις. Αναμφισβήτητα η χρηματοδότηση της επιχείρησης είναι καθοριστική για την πραγματοποίηση της επιχειρηματικής δράσης. Έτσι πρωταγωνιστικό ρόλο αποτελεί η επιλογή της κατάλληλης χρηματοδότησης μίας επένδυσης που θέλει να υλοποιήσει μία επιχείρηση. Λέξεις κλειδιά: χρηματοδότηση επενδύσεων, χρηματοδοτική μίσθωση, τραπεζική χρηματοδότηση, αυτοχρηματοδότηση Θεματικά πεδία: G11, G30, G32, E20, E22 2

By: Kopsida Maria Student on TEI of Serres Accounting Department Abstract: The establishment, development and sustainability of a company depends largely on decisions they will take to finance its investments. Financing a business is also an important parameter for successful operation. A company's decision to invest improves the competitiveness of other firms, increase jobs, develop the economy and increases in per capita income. In recent years there have been several steps as regards the financing of investment in both national and international level, sectoral operational programs and regional operational programs and business competitiveness are some of the programs that provide business financing for investment. Arguably the financing of the operation is crucial for the realization of business. This leading role is the choice of the appropriate method of financing investment that one wants to implement a business. Keywords: investment financing, leasing, bank financing, self-financing JEL Classification: G11, G30, G32, E20, E22 3

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι περισσότερες επιχειρήσεις ανεξαρτήτου τύπου χρειάζονται μεγάλα χρηματικά ποσά για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους. Αναζητούν κεφάλαια για να κτίσουν εγκαταστάσεις, να αποκτήσουν εξοπλισμό και να παράγουν προϊόντα. Επικεντρώνονται στην απόκτηση κεφαλαίων για την χρηματοδότηση των εμπορευμάτων τους καθώς επίσης και στην χρηματοδότηση μίας επένδυσης που επιδιώκουν να τους αποφέρει μεγάλα κέρδη. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή για την επιλογή της κατάλληλης χρηματοδότησης. Οι περισσότερες επιχειρήσεις αναρωτιούνται που θα βρω χρηματοδότηση; μη γνωρίζοντας όλες τις πιθανές μορφές χρηματοδότησης. Σίγουρα απαιτείται ενημέρωση και αναλόγως την επένδυση που θέλει να υλοποιήσει μια επιχείρηση επιλέγει και την κατάλληλη χρηματοδότηση. Αυτό είναι και το θέμα που θα μας απασχολήσει στην παρούσα εργασία. Τραπεζικός δανεισμός, χρηματιστήριο αξιών, χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), πρακτόρευση εκχώρηση απαιτήσεων (factoring), είναι μερικές από τις σύνηθες πηγές μέσα χρηματοδότησης που θα μας απασχολήσουν. Για να φτάσουμε όμως ως εκεί θα πρέπει πρώτα να διερευνήσουμε βασικές έννοιες όπως τί είναι επένδυση, ποιές είναι οι κυριότερες κατηγορίες μίας επένδυσης, καθώς επίσης και ποιά είναι τα θετικά αρνητικά που πρέπει να προσέξουμε στην επένδυση που θα υλοποιήσουμε. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι μία επένδυση δεν θα μπορούσε να μην κατέχει και κάποιο βαθμό ρίσκου, το οποίο είναι προφανές ότι πρέπει να λάβει υπόψη της η κάθε επιχείρηση. Στην σημερινή εποχή όπου η οικονομική κρίση χαρακτηρίζει την χώρα μας και συγκεκριμένα στο θέμα μας το περιβάλλον των επιχειρήσεων, αξίζει να μελετήσουμε με ποιές πηγές και μέσα μπορεί μία επιχείρηση να αντλήσει χρηματικούς πόρους καθώς η αύξηση των επενδύσεων θα μπορούσε να συμβάλει θετικά τόσο στην οικονομική κατάσταση της εν λόγω επιχείρησης όσο και στην οικονομία γενικότερα. 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο : ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗ 1.1. Επένδυση : έννοια και περιεχόμενο Ο όρος επένδυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους. Μπορεί να αφορά μετοχές ή ομολογίες που αγοράζονται για την πραγματοποίηση οικονομικών στόχων, μπορεί επίσης να αφορά απτά περιουσιακά στοιχεία όπως μηχανήματα για την παραγωγή και πώληση των προϊόντων. Σε ευρεία έννοια η επένδυση αποτελεί τον απαραίτητο μηχανισμό για την επέκταση και την ανάπτυξη της οικονομίας. Επένδυση με την στενή έννοια του όρου ονομάζεται η δέσμευση του κεφαλαίου μίας οικονομικής μονάδας επιχείρησης, για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προορίζονται να παραμείνουν στην επιχείρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνδέονται με την ομαλή λειτουργία της. Κατ αυτήν την έννοια λοιπόν, ως επένδυση νοείται: η απόκτηση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, η δημιουργία των αποθεμάτων πρώτων υλών, ημιεπεξεργασμένων προϊόντων, η χορήγηση πιστώσεων σε πελάτες, κ.ά.. ( Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 15) Από την άλλη μεριά επένδυση με την ευρεία έννοια ονομάζεται η δέσμευση κεφαλαίου μίας οικονομικής μονάδας επιχείρησης για την απόκτηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων αυτής ( παγίων και κυκλοφορούντων ), τα οποία συνδέονται με την ομαλή της λειτουργία. Κατ αυτήν την έννοια λοιπόν ως επένδυση νοείται: η δέσμευση κεφαλαίων για την απόκτηση αξιογράφων και οι τραπεζικές καταθέσεις εφόσον συνδέονται με την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης. ( Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 15) Ακόμη, ως επένδυση θα μπορούσαμε να ορίσουμε την τοποθέτηση συγκεκριμένου ποσού με στόχο να αποκομίσει ο επενδυτής επιχείρηση τις μελλοντικές αποδόσεις οι οποίες θα τον αποζημιώσουν για: τον χρόνο δέσμευσης του χρηματικού ποσού, το αναμενόμενο ποσοστό πληθωρισμού και την αβεβαιότητα των μελλοντικών εισροών. (http://www.elearning.teiser.gr/course/view, Αθιανός Στέργιος accessed 09/03/2013) 5

1.2. Ιστορική αναφορά Η σύγχρονη οικονομική θεωρία της επένδυσης ξεκίνησε από την πρωτοποριακή εργασία των Hall (1967) και Jorgenson (1963). Η θεωρία που ανέπτυξαν βασίζεται στην υπόθεση της ύπαρξης πλήρους ανταγωνισμού στην αγορά του κεφαλαίου, όπως αυτή διατυπώθηκε από τους Modigliani και Miller (1958). Σύμφωνα με τους Modigliani και Miller (1958) το κόστος του κεφαλαίου είναι το επιτόκιο των ομολογιών, όπου οι ομολογίες μπορούν να θεωρηθούν ως βέβαιης απόδοσης περιουσιακά στοιχεία, και έτσι η επιχείρηση θα έχει την τάση να δώσει ώθηση στις επενδύσεις μέχρι το σημείο όπου η οριακά απόδοση των περιουσιακών στοιχείων να είναι ίση με το επιτόκιο της αγοράς. Σύμφωνα με τα παραπάνω θα μπορούσαμε να πούμε ότι προκύπτουν δύο κριτήρια με τα οποία λαμβάνεται μία ορθολογική απόφαση κάτω από βεβαιότητα, αυτό της μεγιστοποίησης των κερδών και αυτό της μεγιστοποίησης της αξίας της αγοράς. Σύμφωνα με το κριτήριο της μεγιστοποίησης των κερδών, ένα περιουσιακό στοιχείο αξίζει να αποκτηθεί μόνο εάν αυξήσει το καθαρό κέρδος της επιχείρησης, δηλαδή μόνο εάν η αναμενόμενη απόδοση υπερβαίνει το επιτόκιο. Σύμφωνα με το κριτήριο της μεγιστοποίησης της αξίας της αγοράς, ένα περιουσιακό στοιχείο αξίζει να αποκτηθεί μόνο εάν αυξήσει την αξία των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης. Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η συνολική επένδυση είναι μία συνάρτηση του επιτοκίου σε ένα μοντέλο βεβαιότητας, ανεξάρτητα με το αν η χρηματοδότηση της επένδυσης προέρχεται από χρεωστικούς τίτλους ή μέσω του αποθέματος. Το παραπάνω όμως συμπέρασμα θα έλεγε κανείς ότι θεωρείται επιπόλαιο αφού το επιτόκιο σε μακροοικονομικό επίπεδο, δεν μπορεί να θεωρηθεί με βεβαιότητα και από την άλλη σε μικροοικονομικό επίπεδο, ένα τέτοιο μοντέλο θα παρείχε μικρή βοήθεια σε μία επιχείρηση, της οποίας τα βασικά επενδυτικά προβλήματα σχετίζονται με την αβεβαιότητα, το οποίο μοντέλο αγνοεί όλες τις μορφές χρηματοδότησης. Εισάγοντας την έννοια της αβεβαιότητας οι Modigliani και Miller (1958) κατέληξαν στο ότι η κάθε απόφαση της επιχείρησης δεν οδηγεί σε ένα μοναδικό αποτέλεσμα κέρδους, αλλά σε πολλαπλά αποτελέσματα, τα οποία μπορούν να περιγραφούν από μία υποκειμενική κατανομή πιθανότητας. Το 6

αποτέλεσμα του κέρδους έχει γίνει μία τυχαία μεταβλητή, για το λόγο αυτό η μεγιστοποίησή του δεν έχει ουσιαστικό νόημα. Αποφάσεις που επηρεάζουν την αναμενόμενη αξία θα επηρεάσουν και άλλα χαρακτηριστικά της κατανομής των αποτελεσμάτων. Γενικότερα η χρηματοδότηση μίας επένδυσης μέσω του χρέους θα αυξήσει την αναμενόμενη απόδοση του επενδυτή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες συμπεραίνουμε ότι για να προχωρήσει μία επιχείρηση σε μία επένδυση, θα πρέπει να συγκρίνει την αναμενόμενη απόδοση που θα του επιφέρει η επένδυση αυτή με τα άλλα χαρακτηριστικά της κατανομής. Οι Modigliani και Miller (1958) ολοκλήρωσαν την ανάλυσή τους χωρίζοντας τις επιχειρήσεις σε τάξεις ανάλογα με την κεφαλαιακή τους δομή και κατέληξαν σε τρείς προτάσεις που αποτέλεσαν βασικό εργαλείο ανάλυσης της θεωρίας των επενδύσεων για μεταγενέστερους οικονομολόγους. Αυτές οι προτάσεις είναι οι εξής: 1) το μέσο κόστος του κεφαλαίου σε κάθε επιχείρηση είναι ανεξάρτητο από την κεφαλαιακή της δομή, 2) η αναμενόμενη απόδοση μίας μετοχής ισούται με το ποσοστό κεφαλαιοποίησης μίας καθαρής ροής ιδίων κεφαλαίων προσαυξημένη με ένα ασφάλιστρο που σχετίζεται με τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο, 3) το σημείο αποκοπής (η απόφαση για το αν μία επιχείρηση θα αναλάβει μία επένδυση) για επενδύσεις σε μία επιχείρηση θα είναι, ένας συγκεκριμένος αριθμός, ανεπηρέαστος από τον τρόπο χρηματοδότησης της επένδυσης. Δηλαδή ο τρόπος χρηματοδότησης της επένδυσης δεν επηρεάζει την υλοποίηση της επένδυσης, αυτό δεν σημαίνει ότι οι επενδυτές δεν έχουν λόγους να προτιμήσουν τον έναν τρόπο χρηματοδότησης από τον άλλον. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω υποθέσεις των Modigliani και Miller, ο Jorgenson (1963) ανέπτυξε μία νεοκλασική θεωρία για επενδύσεις, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα της αριστοποίησης μίας επιχείρησης μπορεί να λυθεί χωρίς αναφορά σε χρηματοοικονομικούς παράγοντες προωθώντας το κόστος του κεφαλαίου, ως τον μοναδικό παράγοντα για την επενδυτική απόφαση. Σε έναν κόσμο χωρίς περιορισμούς (δεν υπάρχουν φόροι, πλήρης ανταγωνισμός στην αγορά) η επενδυτική απόφαση εξαρτάται μόνο από το αν το επενδυτικό σχέδιο έχει θετική καθαρή παρούσα αξία και εάν ισχύει αυτό μπορεί να χρηματοδοτηθεί από οποιονδήποτε συνδυασμό κεφαλαίων. Ο Jorgensen (1967) θεωρεί μία νέα έκδοση της νεοκλασικής θεωρίας, αυτή της 7

βέλτιστης συσσώρευσης κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία ο αντικειμενικός στόχος της επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση της παρούσας αξίας. Οι Hall και Jorgenson (1967) στηριζόμενοι στην νεοκλασική θεωρία για επενδύσεις που διατυπώθηκε από τους Modigliani και Miller (1958), πήγαν ένα βήμα μπροστά προσθέτοντας την μεταβλητή της φορολογίας. Προσπάθησαν να εξετάσουν το πώς η φορολογία επηρεάζει την απόφαση για επένδυση. Υποστήριξαν ότι η φορολογία παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στο μέγεθος της επένδυσης, όσο και στην χρονική στιγμή που αυτή θα λάβει χώρα. Οι επιπτώσεις της φορολογικής πολιτικής στις επενδύσεις εισέρχονται στην συνάρτηση της επένδυσης μέσω της αξίας μίσθωσης του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα μία αλλαγή στην φορολογική πολιτική αλλάζει την τιμή μίσθωσης του κεφαλαίου έχοντας ως αποτέλεσμα την μεταβολή του επιθυμητού επιπέδου του αποθέματος του κεφαλαίου. Η αλλαγή αυτή στο επιθυμητό απόθεμα του κεφαλαίου επιδρά στην καθαρή επένδυση ωθώντας το απόθεμα κεφαλαίου στο νέο επιθυμητό επίπεδο. 1 (http://www.nemertes.lis.upatras.gr, accessed 10/03/2013) 8

1.3. Κατηγορίες επένδυσης Σύμφωνα με τον καθηγητή Μαγούλιο Ν. Γιώργο (2006), η επένδυση μπορεί να ποικίλει, έτσι διακρίνεται στις ακόλουθες κατηγορίες: 1. Ανάλογα με τον φορέα υλοποίησής της σε: Δημόσια επένδυση: η οποία γίνεται από δημόσιους φορείς. Ιδιωτική επένδυση: η οποία γίνεται από τις επιχειρήσεις. 2. Ανάλογα με την αύξηση ή όχι της παραγωγικής δυναμικότητας σε: Καθαρή επένδυση: η οποία συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας. Επένδυση αντικατάστασης: η οποία γίνεται σε αντικατάσταση αποσβεσθέντων παγίων. Ακαθάριστη επένδυση: η οποία αποτελείται από την καθαρή και την επένδυση αντικατάστασης. 3. Ανάλογα με τον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας σε: Επένδυση στον πρωτογενή τομέα: όπως γεωργία, αλιεία, κτηνοτροφία κ.ά. Επένδυση στον δευτερογενή τομέα: όπως μεταποίηση, βιομηχανία, βιοτεχνία. 4. Ανάλογα με τον κλάδο της επένδυσης σε: Επένδυση αγροτική. Επένδυση βιομηχανική. Επένδυση τουριστική. Επένδυση ενεργειακή. Επένδυση ναυτιλιακή κ.ά.. 5. Ανάλογα με την γεωγραφική κάλυψη σε: 9

Επένδυση τοπική. Επένδυση περιφερειακή. Επένδυση εθνική. Επένδυση πολυεθνική. 6. Ανάλογα με το μέγεθος σε: Επένδυση μικρή. Επένδυση μεσαία. Επένδυση μεγάλη. 7. Ανάλογα με το φυσικό αντικείμενο σε: Νέα παραγωγική μονάδα. Επέκταση υφιστάμενης παραγωγικής μονάδας. Μετεγκατάσταση και εκσυγχρονισμός υφιστάμενης μονάδας. Εκσυγχρονισμός μηχανολογικού και παραγωγικού εξοπλισμού υφιστάμενης μονάδας. Εξαγορά υφιστάμενης μονάδας. 8. Ανάλογα με τους συντελεστές παραγωγής σε: Εντάσεως εργασίας, δηλαδή σχέδια επένδυσης που χρησιμοποιούν αναλογικά περισσότερη εισροή εργασίας. Εντάσεως κεφαλαίου, δηλαδή σχέδια επένδυσης που χρησιμοποιούν αναλογικά περισσότερη εισροή κεφαλαίου. Εντάσεως εδαφικών πόρων (π.χ. σχέδια γεωργικής ανάπτυξης). Εντάσεως τεχνολογίας και γνώσης. Οι κατηγορίες των επενδύσεων όμως δεν σταματούν εδώ. Οι Gitman J. Lawrence και Joehnk D. Michael διέκριναν τις επενδύσεις σε: 10

Άμεσες επενδύσεις: είναι αυτές με τις οποίες οι επενδυτές αποκτούν άμεσα δικαιώματα σε χρεόγραφα ή κυριότητες. Για παράδειγμα αν ένας επενδυτής αγοράσει μετοχές ή ομολογίες με σκοπό την απόκτηση εισοδήματος ή την διατήρηση της αξίας έχει πραγματοποιήσει μία άμεση επένδυση. Έμμεσες επενδύσεις: είναι οι επενδύσεις που γίνονται σε ένα χαρτοφυλάκιο ή σύνολο χρεογράφων ή κυριοτήτων. Για παράδειγμα μπορεί ένας επενδυτής να αγοράσει μετοχές αμοιβαίου κεφαλαίου, δηλαδή ενός διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου χρεογράφων, προερχόμενου από πολλές εταιρείες. Παρόλο που οι έμμεσες επενδύσεις έχουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τις καθιστούν ελκυστικές, πολλοί επενδυτές προτιμούν τις άμεσες επενδύσεις. Μακροπρόθεσμες επενδύσεις: είναι αυτές που λήγουν μετά από χρονική περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους ή που δεν έχουν καθόλου λήξη. Βραχυπρόθεσμες επενδύσεις: είναι αυτές που λήγουν το αργότερο μέσα σε ένα έτος. Πολλές φορές οι επενδυτές συνδυάζουν την διάρκεια μίας επένδυσης με την χρονική περίοδο κατά την οποία επιθυμούν να επενδύσουν. 1.4. Πλεονεκτήματα μειονεκτήματα μίας επένδυσης Η υλοποίηση μίας επένδυσης μπορεί να εμφανίσει θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά όπως: 1. Άμεσες οικονομικές επιπτώσεις για τον ίδιο τον επενδυτικό φορέα: Κέρδη ή ζημίες Ανάκτηση ή απώλεια του επενδεδυμένου κεφαλαίου 11

2. Έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις για το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον: Συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, της χώρας Αύξηση της απασχόλησης Αύξηση εξαγωγών μείωση εισαγωγών Πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε άλλους παραγωγικούς τομείς 3. Περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις για το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον: Στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον Στις συνθήκες διαβίωσης Στο επίπεδο απασχόλησης Στην εξέλιξη άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων 2 (http://www.survey.ntua.gr/, accessed 10/03/2013) 1.5. Σημασία της επένδυσης Το να αποφασίσει κανείς να υλοποιήσει μία επένδυση έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Μαγούλιος Ν. Γιώργος (2006) : 1. Μία επένδυση μπορεί να καθορίσει την βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη μελλοντική πορεία της επιχείρησης. 2. Μία επένδυση απαιτεί κεφάλαια για την χρηματοδότησή της, επίσης απαιτεί τον προσδιορισμό του κόστους της και των πηγών χρηματοδότησης. 3. Μία επένδυση πρέπει να προσδιορίζεται με βάση το είδος και το μέγεθός της, ουτοσώστε να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες της 12

επιχείρησης, έτσι ώστε να μην υπάρξουν καταστάσεις όπου μία επένδυση θα παρουσιάζει έλλειμμα ή και πλεόνασμα παραγωγικών δυνατοτήτων σε σχέση με τις ανάγκες αυτές. 4. Μία επένδυση δυσμενής είναι δύσκολο να αντιστραφεί στο μέλλον, από την στιγμή που έχει χρηματοδοτηθεί και υλοποιηθεί. 5. Μία επένδυση χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και απρόβλεπτες καταστάσεις, που μπορεί να επηρεάσουν την επιχείρηση, τον κλάδο, την διεθνή και εγχώρια αγορά. 13

1.6. Τύποι επενδυτών Λαμβάνοντας υπ όψιν τη μελέτη των Gitman J. Lawrence και Joehnk D. Michael (2001) γύρω από τις επενδύσεις, οι επενδυτές μπορεί να είναι δύο ειδών τύπων, έτσι έχουμε τους θεσμικούς επενδυτές και τους ατομικούς επενδυτές. Οι θεσμικοί επενδυτές είναι επαγγελματίες επενδυτές οι οποίοι πληρώνονται προκειμένου να διαχειρίζονται τα χρήματα άλλων, εμπορεύονται μεγάλες ποσότητες χρεογράφων και συμπεριλαμβάνουν χρηματοοικονομικά ιδρύματα (π.χ. τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες), μεγάλες επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στο χρηματοοικονομικό κλάδο και επαγγελματίες επενδυτές. Από την άλλη πλευρά οι ατομικοί επενδυτές διαχειρίζονται τα προσωπικά τους κεφάλαια προκειμένου να πετύχουν τους οικονομικούς τους στόχους. Ένας ατομικός επενδυτής συνήθως επικεντρώνεται στην προσπάθεια απόκτησης θετικής απόδοσης σε αχρησιμοποίητα κεφάλαια, δημιουργίας μιας πηγής εισοδήματος. Έχει παρατηρηθεί πως ο αριθμός των ατομικών επενδυτών έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Η αποκλειστική δραστηριότητα πολλών ατομικών επενδυτών είναι η επιλογή των επενδυτικών φορέων που θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα εργασίας ή στο ατομικό τους χαρτοφυλάκιο. Τα άτομα που κατέχουν μεγάλα κεφάλαια για επένδυση ή αυτά που δεν έχουν τον χρόνο ή την πείρα για να πάρουν επενδυτικές αποφάσεις συχνά προτιμούν έναν θεσμικό επενδυτή. Οι βασικές αρχές που ακολουθούν τόσο οι ατομικοί όσο και οι θεσμικοί επενδυτές είναι παρόμοιες. Ωστόσο οι θεσμικοί επενδυτές συχνά επενδύουν μεγάλα χρηματικά ποσά εκ μέρους άλλων ατόμων και επομένως είναι συχνά πιο επιτήδειοι τόσο στις επενδυτικές γνώσεις όσο και στις επενδυτικές μεθόδους από τους ατομικούς επενδυτές. 14

15

1.7. Μέθοδοι αξιολόγησης επένδυσης Οι μέθοδοι με τις οποίες μπορούμε να αξιολογήσουμε τα διάφορα επενδυτικά σχέδια χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες και είναι οι εξής: 1. Μέθοδοι αξιολόγησης επενδύσεων υπό καθεστώς βεβαιότητας 2. Μέθοδοι αξιολόγησης επενδύσεων υπό καθεστώς αβεβαιότητας Πιο συγκεκριμένα, οι μέθοδοι αξιολόγησης επενδύσεων υπό καθεστώς βεβαιότητας έχουν ως εξής: Μέθοδος του χρόνου επανείσπραξης της επένδυσης ή μέθοδος του χρόνου επιστροφής των χρημάτων της επένδυσης: η μέθοδος αυτή έχει την αγγλική ονομασία paybackperiod. Υπολογίζει τον χρόνο που χρειάζεται η καθαρή εισροή μετρητών από ένα επενδυτικό σχέδιο να επιτύχει την επιστροφή της αρχικής δαπάνης. Όσο πιο μικρός είναι ο χρόνος επανείσπραξης τόσο πιο αποτελεσματική είναι η επένδυση. Μία επιχείρηση θα πρέπει να θέσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα επιστροφής, το οποίο και θα πρέπει να επιτύχει ώστε να γίνει αποδεκτό το επενδυτικό σχέδιο. (Κωνσταντινούδης Κλεάνθης, Αθιανός Στέργιος, 2006, σ. 45) Ως πλεονέκτημα της παραπάνω μεθόδου μπορούμε να αναφέρουμε ότι είναι η απλή εφαρμογή της και χρησιμοποιείται συνήθως στις εξής περιπτώσεις: α) από επιχειρήσεις που έχουνε περιορισμένη ρευστότητα και ως εκ τούτου δίνουν μεγάλη βαρύτητα στον χρόνο επανείσπραξης των χρημάτων τους από την διενέργεια μίας επένδυσης, β) σε περιόδους αστάθειας οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων ή τεχνολογικών αλλαγών, όπου επίσης ο χρόνος επανείσπραξης αποτελεί σημαντικό κριτήριο. Αντίθετα ως μειονεκτήματα της μεθόδου αυτής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι: α) δεν εξετάζει, τουλάχιστον άμεσα, την αποδοτικότητα της επένδυσης και β) δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η πραγματική αγοραστική αξία των ταμειακών εισροών μεταβάλλεται διαχρονικά. (Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 25) 16

Μέθοδος μέσης ετήσιας αποδοτικότητας: κατά την εφαρμογή της μεθόδου αυτής λαμβάνεται υπόψη η μέση ετήσια αποδοτικότητα της επένδυσης. Αν η μέση ετήσια αποδοτικότητα της επένδυσης είναι μεγαλύτερη της κατώτατης αποδεκτής αντίστοιχης αποδοτικότητας που απαιτεί η οικονομική μονάδα να έχουν οι επενδυτές τότε η επένδυση γίνεται αποδεκτή. Ως πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι είναι απλή η εφαρμογή της, ενώ ως μειονεκτήματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα ακόλουθα: α) η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί ως παράμετρο τα καθαρά κέρδη και όχι τις ταμειακές εισροές, β) δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η πραγματική αξία των καθαρών εσόδων μεταβάλλεται διαχρονικά. (Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 27) Μέθοδος αναγωγής σε παρούσες αξίες: το πρόβλημα της σύγκρισης ταμειακών ροών που πραγματοποιούνται σε διάφορες χρονικές περιόδους (το οποίο παρουσιάζουν οι δύο παραπάνω μέθοδοι) αντιμετωπίζεται επιτυχώς με την αναγωγή αυτών των μεθόδων σε παρούσες αξίες. Έτσι λοιπόν δεν περιοριζόμαστε στην σύγκριση των ταμειακών εισροών και εκροών σε ονομαστικές αξίες, αλλά τις μετατρέπουμε πρώτα σε παρούσες αξίες, σε χρονικά ισοδύναμες αξίες. Τέλος θα πρέπει να τονίσουμε ότι η μέθοδος αυτή αποτελείται από τρείς επιμέρους μεθόδους: 1) την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας, 2) την μέθοδο του εσωτερικού βαθμού απόδοσης και 3) την μέθοδο του δείκτη αποδοτικότητας. (Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 28) Όσο αφορά 1) την μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας λαμβάνεται υπόψη η σύγκριση της παρούσας αξίας των ταμειακών εισροών και εκροών, δηλαδή αν το ύψος των διαχρονικά πραγματοποιούμενων εισροών υπερβαίνει το ύψος της αρχικής εισροής. Ως πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής μπορούμε να αναφέρουμε ότι: α) λαμβάνει υπόψη το γεγονός πως η πραγματική αξία του χρήματος μεταβάλλεται διαχρονικά και β) μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αξιολογηθούν περισσότερες από μία επενδυτικές προτάσεις. (Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 30) 17

Σημειώνεται ότι η καθαρή παρούσα αξία μίας επένδυσης ορίζεται σαν η διαφορά μεταξύ της παρούσας αξίας των εισροών της επένδυσης και της εκροής, δηλαδή του κόστους που απαιτεί η εκτέλεση της επένδυσης. (Κωνσταντινούδης Κλεάνθης, Αθιανός Στέργιος, 2006, σ. 37) Όσο αφορά 2) την μέθοδο του εσωτερικού βαθμού απόδοσης, η συγκεκριμένη μέθοδος υιοθετεί την άποψη ότι ένα σχέδιο για να αξίζει τον κόπο να υλοποιηθεί, πρέπει να έχει ρυθμό απόδοσης των ποσών που έχουν επενδυθεί υψηλότερο από τον τόκο που πρέπει να καταβληθεί. Το εσωτερικό επιτόκιο απόδοσης είναι αυτός ο ρυθμός ο οποίος όταν χρησιμοποιηθεί για την προεξόφληση μίας επένδυσης δίνει μηδενική καθαρή παρούσα αξία. (Κωνσταντινούδης Κλεάνθης, Αθιανός Στέργιος, 2006, σ. 43) Ως πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής μπορούμε να αναφέρουμε ότι λαμβάνει υπόψη πως η πραγματική αξία του χρήματος μεταβάλλεται διαχρονικά. Ενώ ως μειονέκτημα, ότι α) η τιμή του εσωτερικού βαθμού απόδοσης της επένδυσης πρέπει να υπολογίζεται με διαδοχικές προσεγγίσεις, διαδικασία χρονοβόρα και β) το γεγονός ότι μπορεί να παρουσιάζονται περισσότερες από μία τιμές του εσωτερικού βαθμού απόδοσης, που να εξισώνουν την παρούσα αξία των ταμειακών εισροών εκροών της επένδυσης. (Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 36) Τέλος όσο αφορά 3) την μέθοδο του δείκτη αποδοτικότητας λαμβάνεται υπόψη η σύγκριση της τιμής του δείκτη αποδοτικότητας με την μονάδα. Πιο συγκεκριμένα μία επένδυση επιλέγεται όταν έχει δείκτη μεγαλύτερο της μονάδας. (Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ, 2005, σ. 41) Παραπάνω αναφέραμε τις μεθόδους αξιολόγησης επενδύσεων υπό καθεστώς βεβαιότητας. Οι μέθοδοι αξιολόγησης επενδύσεων υπό καθεστώς αβεβαιότητας σύμφωνα με τις σημειώσεις από το μάθημα της χρηματοδότησης επιχειρήσεων του κ. Κωνσταντινούδη Κλεάνθη, έχουν ως εξής: 18

Μέθοδος ισοδυναμίας ή βεβαιότητας: στην παρούσα μέθοδο μετατρέπουμε τις αναμενόμενες ταμειακές ροές που εμπεριέχουν κίνδυνο, σε ταμειακές ροές χωρίς κίνδυνο. Η μετατροπή αυτή γίνεται με έναν συντελεστή ισοδυναμίας ή βεβαιότητας. Μετά από αυτή την μετατροπή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε μέθοδο αξιολόγησης κάτω από συνθήκες βεβαιότητας. Μέθοδος ανάλυσης ευαισθησίας: η μέθοδος αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι σε κάθε αξιολόγηση συμμετέχουν διαφορετικοί παράγοντες όπως η τιμή, η ποσότητα παραγωγής, το μέγεθος της αγοράς κ. ά. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν είτε θετικά, είτε αρνητικά την καθαρή παρούσα αξία της επένδυσης. Για να δούμε την ευαισθησία που έχει η καθαρή παρούσα αξία στην μεταβολή ενός παράγοντα, θεωρούμε έναν μεταβλητό και όλους τους υπόλοιπους να παραμένουν σταθερούς. Όσο μεγαλύτερη ευαισθησία έχει η καθαρή παρούσα αξία στην μεταβολή αυτού του παράγοντα τόσο μεγαλύτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί. Μέθοδος σεναρίων: με την μέθοδο αυτή μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες πιθανές καταστάσεις τις οποίες και ονομάζουμε σενάρια. Μέθοδος στατιστικής ανάλυσης: με την μέθοδο αυτή σχηματίζουμε μία εικόνα πιθανών αποτελεσμάτων και πιθανοτήτων επαλήθευσης αυτών. Μέθοδος δένδρου αποφάσεων 19

20

1.8. Κίνδυνος επένδυσης Όλες οι επενδύσεις δύναται να εμπεριέχουνε μία μορφή κινδύνου, ακόμη και αυτές που χαρακτηρίζονται ως μηδενικού κινδύνου. Με τον όρο κίνδυνος επένδυσης ή επενδυτικός κίνδυνος ορίζεται η αβεβαιότητα η οποία διέπει μία επένδυση έχοντας ως στόχο να αποκομίσει ο επιχειρηματίας επενδυτής τις αναμενόμενες τιμές απόδοσης. Γενικότερα οι κατηγορίες συστηματικού κινδύνου, δηλαδή κινδύνου όπου η μεταβλητότητα όλων των επισφαλών περιουσιακών στοιχείων προκαλείται από μακροοικονομικές μεταβλητές, είναι οι ακόλουθες: Επιχειρηματικός κίνδυνος: είναι η αβεβαιότητα των εισροών της επιχείρησης η οποία πηγάζει από το είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης. Όσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα των εισροών της επιχείρησης, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αβεβαιότητα των αποδόσεων προς τον επιχειρηματία. Χρηματοοικονομικός κίνδυνος: είναι ο κίνδυνος ο οποίος πηγάζει από την μέθοδο την οποία χρησιμοποιεί η επιχείρηση για να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της. Κίνδυνος ρευστότητας: αφορά το πόσο γρήγορα ή όχι μπορεί ένας επενδυτής να αγοράσει ή να πουλήσει μία επένδυση. Συναλλαγματικός κίνδυνος: ορίζεται ως ο κίνδυνος που πηγάζει από τις διαφορές που προκύπτουν μεταξύ της ισοτιμίας δύο νομισμάτων. Country Political risk: ορίζεται ως ο κίνδυνος που πηγάζει από οποιαδήποτε πιθανότητα σημαντικών αλλαγών στο πολιτικό ή οικονομικό περιβάλλον μίας χώρας. 21

3 (http://www.elearning.teiser.gr, Αθιανός Στέργιος, accessed 30/03/2013) 22

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο Αλεξανδρίδης Α. Μιχαήλ (2005), θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις κατηγορίες επενδυτικού κινδύνου οι οποίες είναι οι παρακάτω: Κίνδυνος του εκδότη (default risk): εκφράζει το ενδεχόμενο της απώλειας της απόδοσης μιας επένδυσης, λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του άλλου συμβαλλόμενου μέλους (πχ. ενός Ο.Τ.Α. στην περίπτωση έκδοσης ομολογιακού δανείου) Κίνδυνος μεταβολής συναλλαγματικών ισοτιμιών (exchange rate risk): ή συναλλαγματικός κίνδυνος που αναφέραμε πιο πάνω. Κίνδυνος της μεταβολής του πληθωρισμού (inflation risk): εκφράζει το ενδεχόμενο η πραγματική αξία μίας επένδυσης να μειωθεί διαχρονικά, λόγω υψηλού ρυθμού πληθωρισμού κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, ένας επενδυτής αγοράζει κρατικά ομόλογα σταθερού επιτοκίου 5% και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα έχουμε μια μέση ετήσια αύξηση του πληθωρισμού κατά 7%. Κατά το χρόνο λήξης των ομολόγων, ενώ η ονομαστική αξία αυτών θα έχει αυξηθεί κατά 50%, η πραγματική αξία της επένδυσης θα έχει μειωθεί κατά 20%. Κίνδυνος μεταβολής των επιτοκίων (interest risk): εκφράζει το ενδεχόμενο μείωσης της τιμής μιας επένδυσης, λόγω αύξησης των επιτοκίων. Για παράδειγμα, έστω ότι τα κρατικά ομόλογα εκδόσεως 2011 δίνουν ένα σταθερό επιτόκιο 10% και το επόμενο έτος λόγω αύξησης του πληθωρισμού εκδίδονται τα ίδια ομόλογα με επιτόκιο 12%. Αποτέλεσμα είναι να υπάρξει αύξηση της ζήτησης ομολόγων 2012 και αντίστοιχα μείωση της ζήτησης ομολόγων 2011. 23