Παναγιώτης Κανελλόπουλος Η ανάγκη για επιστροφή στο έργο και τη σκέψη του Με αφορµή την κυκλοφορία δύο µελετών για τη ζωή και τη δράση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ( Περί Τεχνών 2007, Λιβάνης 2010) µπορεί να διατυπωθεί η κρίση ότι το έργο και η σκέψη εξακολουθεί να µην έχει αποτελέσει αντικείµενο συστηµατικής µελέτης και ερµηνείας. Ο Π. Κανελλόπουλος το 1920 ενεγγράφη στη νοµική σχολή του πανεπιστηµίου της Χαϊδελβέργης και τρία χρόνια αργότερα αναγορεύτηκε διδάκτορας και συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου του Μονάχου. Το 1925 έγινε µέλος της Εταιρίας των Κοινωνικών Επιστηµών, ενώ το 1929 εξελέγη υφηγητής της Κοινωνιολογίας στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Την ίδια χρονιά µαζί µε τον Ι. Θεωδορακόπουλο και Κ. Τσάτσο εκδίδουν το περιοδικό Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστηµών του οποίου διεκόπη η κυκλοφορία το 1940.Το 1933 εξελέγη µόνιµος καθηγητής της έδρας της Κοινωνιολογίας. Καθόλη τη διάρκεια του µεσοπολέµου κυκλοφορούν έργα του που αφορούν ζητήµατα κοινωνιολογίας και ιστορίας, ενώ συµµετέχει στην πολιτική ζωή της χώρας. Το 1940 κυκλοφόρησε την πολιτική οµολογία του µε το ψευδώνυµο Π. Καρυστινός Θα σας πω την αλήθεια. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, της αντίστασης, του εµφυλίου αλλά και της µετεµφυλιακής περιόδου παίζει σηµαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας, ενώ παράλληλα κυκλοφορεί σηµαντικά έργα του που αφορούν την ελληνική κοινωνία και την εποχή του. Θα συνεχίσει να είναι παρών στην πολιτική επικαιρότητα αλλά και στη διανοητική σκηνή µέχρι το θάνατό του το 1986. Από µια πρώτη προσέγγιση της συγγραφικής παραγωγής του πατρινού διανοούµενου και πολιτικού(1902-1986) προκύπτει ένα ευρύ φάσµα αναγνωσµάτων και επιδράσεων που συνδιαµόρφωσαν τη σκέψη του και ένας διακειµενικός λαβύρινθος σηµείων και ιδεών από ποικίλες φιλοσοφικές τάσεις και πολιτικά ρεύµατα. Πρόχειρα µπορεί κανείς να αναφέρει το Ρίκερτ, το Γιάσπερς, τον Άλφρεντ Βέµπερ, τον Καρλ Μανχάιµ, τον Τέρινταν Τένις, το Σµάλενµπαχ, τον Λόρεντς φον Στάινς και τη γαλλίδα Σιµόν Βέιλ που είχε την εµπειρία του ισπανικού εµφυλίου πολέµου και είχε επιλέξει ένα λιτό τρόπο ζωής και διαβίωσης συµµεριζόµενη τους απόρους.
Ο Π. Κανελλόπουλος έδειχνε µέγιστο θαυµασµό στο αρχαίο ελληνικό πνεύµα, ενώ συστηµατικά πρόκρινε τη µελέτη των βυζαντινών χρόνων. Το ερώτηµα που τίθεται είναι ποιες ιδεολογικές και κοινωνικές παράµετροι του επέτρεψαν ή και του επέβαλαν µια συγκεκριµένη ανασηµασιοδότηση του παρελθόντος και στη συνέχεια ποιοι ήταν οι τρόποι πρόσληψης δάνειων στοιχείων από αυτό το παρελθόν. Τι δηλαδή δανείζεται από τα περασµένα, πώς τα ερµηνεύει, τι σηµασία τους αποδίδει και πώς τα αξιολογεί. Συγκεκριµένα πώς ανασταίνει την προβληµατική σχετικά µε τον αρχαίο και βυζαντινό κόσµο και πώς τη αναδιατυπώνει στα ιστορικά συµφραζόµενα του 20 ου αιώνα. Επιπλέον δεν µπορεί να είναι έξω από την ερµηνευτική οπτική οι προσωπικές τραυµατικές εµπειρίες που αφορούν τα χρόνια του εθνικού διχασµού και ειδικότερα η διαπόµπευση του πατέρα του, Κανέλλου Κανελλόπουλου, όσο και η θανατική καταδίκη του θείου του, ηµητριού Γούναρη. Για την κατανόηση, ερµηνεία και εξήγηση των απόψεων του, µέσα από την ιστορικοκριτική µέθοδο απαιτείται να ληφθούν υπόψιν η πολυτάραχη περίοδος του εθνικού διχασµού, η εκτροπή του κοινοβουλευτισµού στο µεσοπόλεµο, η δικτατορία του Μεταξά, η κατοχή και η αντίσταση, ο εµφύλιος και η µετεµφυλιακή περίοδος. Η εµπλοκή του Π. Κανελλόπουλου µε την πολιτική επέτρεψε σε πολλούς που ασχολήθηκαν µε το έργο και τη δράση του να κατασκευάσουν µια συγκεκριµένη εικόνα στερεοτυπικού χαρακτήρα που στην πορεία έγινε κοινός τόπος. Συγκεκριµένα η σκέψη του χρεώθηκε σε έναν ορισµένο πολιτικό και κοµµατικό χώρο και καλλιεργήθηκε µία εξιδανικευµένη εικόνα πολιτικού άνδρα που στο πρόσωπό του αποτυπώνονται αρετές, εµπειρίες και δεξιότητες. Αυτού του τύπου η κριτική, κατάστικτη από επίθετα αγιοποίησης, υπερτονίζει την προσφορά του στην πορεία της νεώτερης Ελλάδας και τον βαπτίζει σε εποχές πολυτάραχες συµφιλιωτή, πατριώτη και υπερασπιστή του εθνικού ιδεώδους. Έτσι καθιερώνονται µια σειρά από ερµηνευτικές παρενέργειες που πιθανόν να συνοδεύονται από σιωπές ή και προτεραιότητες ως προς την κατανόηση των απόψεών του.
Για την ιστορική, όµως, ερµηνεία των απόψεών του απαιτείται η ένταξη τους στην πολιτισµική ολότητα της κοινωνίας που επιχείρησε όχι µόνο να ερµηνεύσει αλλά και να προτείνει τη θεραπεία των προβληµάτων της. Πέρα, όµως. από την εξιδανικευµένη εικόνα του πατρινού διανοουµένου που η ζωή, το έργο και η δράση του καλύπτουν όλο σχεδόν τον 20 ο αιώνα και συνδέονται µε γεγονότα δραµατικά για την Ελλάδα, παρατηρείται και µια ανιστόρητη σύλληψη των ιδεών του. Συγκεκριµένα καλλιεργείται ένας συµφυρµός των απόψεών του που δεν επιτρέπει να διακριθεί τι µένει σταθερό στη σκέψη του και τι υπόκειται σε αλλαγή ανάλογα µε την εποχή και τα δεδοµένα της. Έτσι, του αποδίδονται ιδέες και θέσεις που υπερβαίνουν το χώρο και το χρόνο που τις διατύπωσε. Αυτή θα λέγαµε η µεταφυσική ερµηνεία της σκέψης του που αγνοεί το πραγµατικό έδαφος, δηλαδή τις ανάγκες και τις επιταγές µιας εποχής, δεν επιτρέπει να διαφανούν οι τοµές και οι τροπές του έργου του. Ενδιαφέρον θα είχε να ερµηνευτεί γιατί συγκεκριµένοι πολιτικοί χώροι επιµένουν σε αυτή την ανιστόρητη παράθεση των απόψεών του και τον παρουσιάζουν ως φιλόσοφο και πολιτικό που καταδίκαζε τα πολιτικά πάθη και το φανατισµό. Η συγγραφική και πολιτική διαδροµή του σχεδόν πέντε δεκαετιών από µερικούς µελετητές του συµπυκνώνεται στο ενδιαφέρον του για «τη διερεύνηση της µοίρας του ανθρώπου, όπως αποκαλύπτεται µέσα από το αέναο γίγνεσθαι» (Κ. Σβολόπουλος, Οι Αχαιοί πρωθυπουργοί, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2008 ). Ο ίδιος, όµως, προειδοποιούσε για τις αφύσικες κατασκευές, «τις µυθικές τυποποιήσεις και τις εξιδανικεύσεις» του παρελθόντος. Επιπλέον υπενθύµιζε ότι για την κατασκευή ιδανικών τύπων ανθρώπων που τίθενται στη θέση «αγαλµάτων» είναι υπεύθυνη η φαντασία των νεωτέρων (Από τον Μαραθώνα στην Πύδνα κι έως την καταστροφή της Κορίνθου, 490-146 π.χ., Τ. I, Αθήνα 1963, σσ. 380-381). Ειδικότερα από το πολυσχιδές συγγραφικό του ενδιαφέρον παρουσιάζει η προβληµατική του σχετικά µε την έννοια της ιστορίας. Η ίδια αυτή έννοια όπως την πραγµατεύεται ο Π. Κανελλόπουλος θα µπορούσε να παρουσιασθεί µέσα από ένα διπλό πρίσµα : - Με την ανίχνευση και ανασυγκρότηση των πηγών της σκέψης του σε συνδυασµό µε τις συνθήκες της εποχής του.
- Με την κατανόηση της συµβολής του όχι µόνο στην ερµηνεία της εποχής του αλλά και εν µέρει στην πορεία της διαµόρφωσής της. Θα µπορούσε, λοιπόν, να συνδυαστεί και στην περίπτωση του Π. Κανελλόπουλου σε µια απόπειρα ερµηνευτική των ιδεών του, η ιστορία των ιδεών µε την ιστορία των γεγονότων. Η αποσιώπηση µιας από τις δύο θα σήµαινε την ανακριβή απογραφή του ειδικού βάρους που είχε το έργο του. Από την άλλη, βέβαια, ο δοκιµιακός του λόγος και η εγκυκλοπαιδική αποθησαύριση γνώσεων που απαντάται στο συγγραφικό του έργο επέτρεψαν µια φιλολογική πολλές φορές ανάγνωση των ιδεών και των προτάσεών του. Έτσι, η παράθεση αποσπασµάτων µε ηθικό, εθνικό και κάποτε οικουµενικό χαρακτήρα από οµιλίες και κείµενά του χωρίς αναφορά και σύνδεση µε τις ιδιαίτερες ιστορικές στιγµές εκφώνησης ή σύνταξής τους εµπόδισε να διαφανεί η διανοητική του διαδροµή µέσα στα ιστορικά κάθε φορά συµφραζόµενα. Στην ίδια κατεύθυνση θα µπορούσε να ελεγχθεί και να εξακριβωθεί κατά πόσο είναι βάσιµη η εκτίµηση ότι η πνευµατική του δηµιουργία βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας από τη συγγραφή εφήµερων κειµένων που υπαγόρευαν οι ανάγκες της πολιτικής πρακτικής (Π. Κανελλόπουλος, Μεταφυσικής Προλεγόµενα, Εστία, Αθήνα 2003, σ. 20). Επιπλέον, η ιστορική κατανόηση των απόψεων του για την ιστορία απαιτεί την ένταξη τους σε µια ολότητα οµοίων, παράλληλων ή διαφορετικών απόψεων που διατυπώθηκαν την ίδια περίοδο για την έννοια της ιστορίας. Με αυτές, λοιπόν, τις επισηµάνσεις που αφορούν ζητήµατα µεθόδου θα µπορούσε κανείς να σταθµίσει τη συµβολή του Π. Κανελλόπουλου στην ιστορία του νέου Ελληνισµού και ίσως να τροποποιήσει και να εξηγήσει κάποιες εκτιµήσεις παγιωµένες για την σκέψη και το έργο του. Οι θέσεις και οι ιδέες για την ιστορία συνυφαίνονται µε ερωτήµατα που αφορούν την ανθρώπινη φύση, την κοινωνία και τον πολιτισµό, την πορεία της ανθρωπότητας, την κριτική του παρόντος αλλά και τον οραµατισµό για το µέλλον. Ειδικότερα θα µπορούσαν να διατυπωθούν τα εξής ερωτήµατα: -Ποιες δυνάµεις και ποιοι παράγοντες καθορίζουν την ανθρώπινη δράση; -Ποιος είναι ο κυρίαρχος και καθοριστικός παράγοντας; Ο οικονοµικός, ο ηθικός ή ο πολιτικός; Ποια η σχέση µεταξύ τους ; -Ποιο το νόηµα της ιστορίας;
-Ποια η πορεία της ιστορίας; Ευθύγραµµη, κυκλική, σπειροειδής; -Υπάρχει πρόοδος ή οπισθοδρόµηση στις ανθρώπινες κοινωνίες; -Πότε και µε ποια κριτήρια ορίζεται τοµή µέσα στην ιστορία; -Ποια η σχέση των Πολλών και του Ένα; -Που τείνει ή θα έπρεπε να τείνει η ανθρωπότητα; -Πώς ορίζεται η αλλοτρίωση του ανθρώπου και τι πρότεινε για την αποαλλοτρίωσή του; -Πώς αντιλαµβάνεται τις ουτοπίες του παρελθόντος ή εκείνες του µέλλοντος; -Πώς τοποθετείται στον αντιροµαντικό εργαλειακό λόγο αλλά και στο µεσσιανισµό; -Κατά την εκτίµησή του υπάρχει τέλος στην ιστορία και τελείωση της ανθρωπότητας; -Τι µπορεί να σηµαίνει για την αντίληψή του περί ιστορίας η οµολογία του ότι στάθηκε «σε ίση απόσταση και προς τον ιδεαλισµό και τον ιστορικό υλισµό ;» -Επιχείρησε τη σύνθεση ενός κοσµοθεωρητικού οράµατος; -Πώς έκρινε τη χρήση της βίας στην ιστορία; -Πώς έκρινε τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία από το µεσοπόλεµο µέχρι και τη µετεµφυλιακή περίοδο; Για την απάντηση αυτών των ερωτηµάτων απαιτείται η επιστροφή στο ίδιο το συγγραφικό του έργο, η ακτινογράφηση των ιδεών του για την ιστορία και η συσχέτισή τους µε το «πραγµατικό υλικό». Από το πολυσχιδές και πλούσιο έργο του, που καλύπτει περίπου πενήντα χρόνια, σύµφωνα µε µια πρώτη εκτίµηση, σχετίζονται άµεσα µε το θέµα µας τα εξής: -Κοινωνική πρόοδος και κοινωνική πολιτική(1927) -Κριτική του ιστορικού υλισµού(1928) -Κάρολος Μάρξ, συµβολή εις την ιστορίαν των οικονοµικών και κοινωνικών θεωριών(1931) -Η κοινωνία της εποχής µας: κριτική των συστατικών αυτής στοιχείων(1932) -Ιστορία και πρόοδος. Εισαγωγή εις την κοινωνιολογίαν της ιστορίας(1933) -Ο άνθρωπος και αι κοινωνικαί αντιθέσεις(1934) -Θα σας πω την αλήθεια(1940) -Ο εικοστός αιώνας. Η πάλη µεταξύ ανθρωπισµού και απανθρωπίας(1951) -Ο Χριστιανισµός και η εποχή µας, από την ιστορία στην αιωνιότητα(1953)
-Μεταφυσικής προλεγόµενα(1955) -Πέντε αθηναϊκοί διάλογοι(1956) -Γεννήθηκα στο χίλια τετρακόσια δύο(1957) -Οι νέοι παράγοντες της ιστορίας και το µέλλον του ανθρώπου(1960) -Από τον Μαραθώνα στην Πύδνα κι έως την καταστροφή της Κορίνθου 490-146 π.χ.(1963) -Η Γαλλική Επανάσταση(1983) -Η ζωή µου: η αλήθεια για τις κρίσιµες στιγµές της ιστορίας του έθνους από το 1915-1980(1985)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αθανασιάδης Τάσος, «Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος µέσα από την Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύµατος», Πρακτικά της Ακαδηµίας Αθηνών,Τ.67,τχ 2, 1992, σσ. 183-197. Αρτεµάκης Στέλιος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Συνοµιλίες και Μελετήµατα, Αθήνα 1979. Αφιέρωµα στον Π. Κανελλόπουλο, Νέα Κοινωνιολογία, Παπαζήσης 1988. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έκα χρόνια µνήµης. έκα χρόνια προσφοράς, Αθήνα, Εταιρεία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου, 1996. «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: τιµή στα ογδοντάχρονά του», Τετράδια Ευθύνης, τχ 17 (1982), Αθήνα, Γ.Κ. Παρισιάνος. Καλλίας Κωνσταντίνος, Ο πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Αθήνα 1987. Κανελλόπουλος Π., Μεταφυσικής Προλεγόµενα, Εστία, Αθήνα 2003 Καραµπατζάκη Περδίκη Ε., Μαρξ και Μαρξισµός στο έργο του Π. Κανελλόπουλου, ωδώνη, τ.ιη, 1989, σ.σ.89-100. Κύρτσης Α., Κοινωνιολογική σκέψη και εκσυγχρονιστικές ιδεολογίες στον ελληνικό µεσοπόλεµο, Αθήνα, Νήσος, 1996 Μπεκίρης Βασίλης, Ο πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος: θέσεις, αντιθέσεις και προθέσεις από τις εµπειρίες τριάντα χρόνων(1956-1986) κοντά στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1999. Η πατριωτική δράση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στο Β Παγκόσµιο Πόλεµο και στον Εµφύλιο, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 2002.
Σβολόπουλος Κ., Οι Αχαιοί πρωθυπουργοί, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2008. Τσεκούρα Στ., «Οι κοινωνιολογικές απόψεις του Π. Κανελλόπουλου», Σύγχρονα Θέµατα, Τ.3, τχ 15 (1965),σσ. 309-322. Woodhouse C.M., Panagiotis Kanellopoulos: The History of the European Spirit, Πρακτικά της Ακαδηµίας Αθηνών,Τ. 71, τχ 2 (1996), σσ. 288-299.