Εφαρµογή της Γεωργίας Ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού στην Ελλάδα: Κόστος εφαρµογής και οικονοµικά αποτελέσµατα



Σχετικά έγγραφα
Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ

Γεωργία Ακριβείας και Ελληνική πραγματικότητα

Στόχοι του HydroSense

Νέες Τεχνολογίες στη Γεωργία

Πιλοτικές εφαρμογές γεωργίας ακριβείας Σπύρος Φουντάς Επ. Καθηγητής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Β ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ HYDROSENSE ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ (ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Π.Ε. ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ)

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ: ΤΕΧΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΙΕΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

LIFE+ HydroSense

ΨΗΦΙΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ: λογισμικό «ολοκληρωμένων» διαχειριστικών ζωνών

ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΣΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ: ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΧΑΡΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΗΛ. ΑΓΩΓΙΜΟΤΗΤΑΣ

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

Κοστολόγηση στους πιλοτικούς αγρούς και ανταγωνιστικότητα των ενεργειακών καλλιεργειών

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Τσιρόπουλος Ζήσης, Μπαλαφούτης Αθανάσιος, Αναστασίου Ευάγγελος, Φουντάς Σπύρος Εργ. Γεωργικής Μηχανολογίας, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΑ GIS ΣΤΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟ ARCGIS 9.3. Α. Τσουχλαράκη, Γ. Αχιλλέως ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΧΩΡΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

(clusters) clusters : clusters : clusters : 4. :

Region of Central Macedonia

Εφαρμογή Υπολογιστικών Τεχνικών στη Γεωργία

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ - ΖΙΖΑΝΙΟΛΟΓΙΑ

Εδαφολογική ανάλυση & ηλεκτρονικές οδηγίες λίπανσης σε αγρότες.

Η οικονομία της γνώσης και η απόδοση της καινοτομίας στην Ελλάδα

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΦΥΤΩΝ 6. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΚΙΛΙΑ

Γεωργία Ακριβείας και Κλιματική Αλλαγή

Σκοπό είχε να εφαρμόσει το νέο τρόπο διαχείρισης στις συνθήκες της χώρας μας και να μελετήσει τα αποτελέσματα

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

Καινοτόμες τεχνολογίες ακριβείας για βελτιστοποίηση της άρδευσης και ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών σε περιβάλλοντα έλλειψης νερού

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Γεωργία Ακριβείας στα αχλάδια: Συσχέτιση χαρτών παραγωγής με NDVI και ανθοφορία ΑΛΙΚΗ ΖΑΧΟΥ, ΓΕΩΠΟΝΟΣ

τηςσυγκαλλιέργειαςβίκου κριθήςως χαρακτηριστικάτης τηςχλωροµάζας.

Φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή βιομάζας Θ.Α. ΓΕΜΤΟΣ ΕΥ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ GIS, GPS ΚΑΙ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΡΟΦΗΣ ΩΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Η παραγωγή τροφής

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

μοντέλο προσομοίωσης της περιεκτικότητας των καλλιεργούμενων εδαφών σε οργανική ουσία

ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ, ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΡΑ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΚΡΟΚΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΟΖΑΝΗΣ

Βιολογική µηδική. Τζουραµάνη Ε., Σιντόρη Αλ., Λιοντάκης Αγ., Ναβρούζογλου Π., Παπαευθυµίου Μ. Καρανικόλας Π. και Αλεξόπουλος Γ.

Εδαφολογικές και καλλιεργητικές ανάγκες της Κάνναβης (L. Cannabis Sativa, Cannabaceae)

Δράση για τη μείωση της ρύπανσης του νερού από γεωργική δραστηριότητα

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ : ΠΑΛΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ : ΛΑΛΛΑ ΝΙΚΗ, ΜΠΑΡ Α ΧΡΗΣΤΟ

ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΑΡΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΣΕ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΒΑΜΒΑΚΟΣ ΜΕ ΤΗΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ HYDROSENSE

Βιολογικό Κτηνοτροφικό Ρεβίθι

Η θρέψη και η λίπανση της βιομηχανικής τομάτας

Καινοτόμες τεχνολογίες ακριβείας για βελτιστοποίηση της άρδευσης και ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών σε περιβάλλοντα έλλειψης νερού

The Third Agricultural Business Summit: Harvesting for Growth? The Internet of Things. Μάρτιος 2017

Ηµερίδα «Πρόληψη - ιαχείριση των Φυσικών Καταστροφών. Ο ρόλος του Αγρονόµου Τοπογράφου Μηχανικού» Εισηγήτρια: Κωνσταντίνα Σχιζοδήµου

Χρήση σύγχρονων εργαλείων περιβαλλοντικής και ενεργειακής αξιολόγησης: H περίπτωση της καλλιέργειας της φιστικιάς στην Αίγινα

Β Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α ΕΛΕΝΗ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗ

Ο EΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΦΥΗΣ ΛΥΚΙΣΚΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΛΥΚΙΣΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΛΛΕΙΕΡΓΕΙΩΝ

Εφαρμογή Υπολογιστικών Τεχνικών στην Γεωργία

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Σελίδα 1 από 7

Ερευνητικό Πρόγραμμα FIGARO Παρουσίαση Προγράμματος Άρδευσης Ακριβείας - Πείραμα Εφαρμογής στο Μαγικό Ξάνθης

CSF ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ FIBERMAX ΜΕ ΒΙΩΣΙΜΕΣ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

Εγκατάσταση και διαχείριση των Φυτειών Δασικών Ειδών Μικρού Περίτροπου Χρόνου

ΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ Ε ΑΦΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΙΕΝΕΡΓΕΙΑ Ε ΑΦΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ

ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΠΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΣΘΗΤΗΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΒΑΜΒΑΚΟΣ ΣΕ ΑΡΔΕΥΣΗ

2. Μοντέλα Ερευνας Γενικά Μοντέλα έρευνας

Εθνικό σύστημα καινοτομίας και δικτύωση (clusters) επιχειρήσεων και οργανισμών

ΑΖΩΤΟΥΧΟΣ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ. Δρ. Γιάννης Ασημακόπουλος Πρώην Καθηγητής Γεωπονικού Παν/μίου Αθηνών

Γεωργία Ακριβείας: το μελλοντικό σύστημα παραγωγής αγροτικών προϊόντων

ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

LIFE ENVIRONMENT STRYMON

Εφαρμογές Γεωργίας Ακριβείας: Εμπειρίες από εφαρμογές στην Ελλάδα. Ομιλητής: Λιάκος Βασίλειος

Trace gas emissions from soil ecosystems and their implications in the atmospheric environment

Κωνσταντίνος Κίττας. Εργαστήριο Γεωργικών Κατασκευών και Ελέγχου Περιβάλλοντος. Οδός Φυτόκου Ν. Ιωνία Μαγνησίας, Βόλος

Ολοκληρωµένη Διαχείριση Ζιζανίων Πρόγραµµα LIFE+ HydroSense

Φυτοπροστασία, Διατροφή και Περιβάλλον

Εργαστήριο: Προστασία περιβάλλοντος και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή

ΕΛΕΓΧΟΣ ΖΙΖΑΝΙΩΝ ΟΡΙΑ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ

Study of urban housing development projects: The general planning of Alexandria City

ΜΟΝΤΕΛΑ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Έρευνα διάρθρωσης γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ΕΙΔΟΣ. Δειγματοληπτική έρευνα / Απογραφική έρευνα

Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική

προϊόντων ένα τρίπτυχο: Ποιότητα Ασφάλεια καταναλωτή Περιβαλλοντική μέριμνα.

CYPRUS UNIVERSITY OF TECHNOLOGY Faculty of Geotechnical Sciences and Environmental Management Department of Environmental Science and Technology

ΜΗ ΕΠΑΝΔΡΩΜΕΝΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΜΑΤΑΣ 1

Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Msc. In Applied Economics. Lecture 1: Trading in a Ricardian Model

Εκπόνηση Εγχειριδίου

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΓΛΥΚΟΥ ΣΟΡΓΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΙΟΜΑΖΑΣ

Πείραμα κατεργασιών εδάφους για παραγωγή βιομάζας

Ο ΗΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Ταξινόμηση και διαχρονική παρακολούθηση των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων στη λεκάνη απορροής του χειμάρρου Μπογδάνα Ν. Θεσσαλονίκης

ΠΜΣ στη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας

74, ,4 EΕ 25 = 63,1 % (2004) 10,5 EΕ-25 = 9,2 % (2004) 2,9 17,5 % (1999/2000) 0,13 SI) = 0,18 5 (2003) 82,0 EΕ- 25 = 100

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΟΜΑΤΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΗΛΕΙΑΣ

Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονοµίας & Πολιτικής (ΙΝ.ΑΓΡ.Ο.Π.) Εθνικό Ίδρυµα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

LIFE08 ENV/GR/ HydroSense

Διερεύνηση των συστημάτων εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Newsletter THE CONDENSE MANAGING SYSTEM: PRODUCTION OF NOVEL FERTILIZERS FROM MANURE AND OLIVE MILL WASTEWATER ΑΓΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ

Η Πρόκληση της Ανταγωνιστικότητας Η Εκθεση για την Παγκόσµια Ανταγωνιστικότητα,

Why We All Need an AIDS Vaccine? : Overcome the Challenges of Developing an AIDS Vaccine in Japan

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑΤΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Transcript:

Εφαρµογή της Γεωργίας Ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού στην Ελλάδα: Κόστος εφαρµογής και οικονοµικά αποτελέσµατα Ευθύµιος Μυγδάκος *, Θεοφάνης Γέµτος ** και Αθανάσιος Μαρκινός ** Περίληψη Η γεωργία ακριβείας (Precision Farming) αποτελεί µια νέα καινοτοµική προσέγγιση και εφαρµογή της σύγχρονης τεχνολογίας στην αγροτική παραγωγή µε ευοίωνες προοπτικές τόσο από οικονοµικής όσο και από περιβαλλοντικής άποψης. Στην εργασία αυτή διερευνάται η δυνατότητα εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού στην Ελλάδα, το κόστος εφαρµογής και τα οικονοµικά αποτελέσµατα που προκύπτουν από την εφαρµογή της. Η έρευνα πραγµατοποιείται στο Νοµό Καρδίτσας και στηρίζεται τόσο σε πρωτογενή στοιχεία που ελήφθησαν κατά τα πρώτα χρόνια εφαρµογής της τεχνικής αυτής στη χώρα µας, όσο και σε στοιχεία µελετών άλλων χωρών που εφαρµόζουν ήδη την τεχνική αυτή στο βαµβάκι (ΗΠΑ, κλπ.), όπου τα αποτελέσµατα εµφανίζονται ενθαρρυντικά. Για την εκτίµηση του οικονοµικού αποτελέσµατος από την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια του βαµβακιού χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος του µερικού προϋπολογισµού κατά την οποία συγκρίνεται το επιπλέον κόστος του απαιτούµενου εξοπλισµού και λογισµικού µε την ωφέλεια που προκύπτει από τη µείωση του κόστους των εισροών. Τα αποτελέσµατα που προέκυψαν, έδειξαν ότι µε τη γεωργία ακριβείας µπορεί να µειωθεί το κόστος των εισροών στην καλλιέργεια βαµβακιού κατά 18,63 /στρέµµα µε µια επιπλέον δαπάνη σε αναγκαίο εξοπλισµό κατά 3,12 /στρέµµα, γεγονός που αντανακλά µια οικονοµική ωφέλεια ύψους 15,51 /στρέµµα σε σχέση µε τη συµβατική γεωργία. Αφαιρώντας από το παραπάνω ποσό τα έξοδα εκπαίδευσης του επαγγελµατία χειριστή ή αγρότη- χειριστή του µηχανολογικού εξοπλισµού και ανάγοντας τα παραπάνω ποσά σε µια έκταση 1000 στρεµµάτων, όση µπορεί να εξυπηρετηθεί από µια βαµβακοσυλλεκτική µηχανή, διαπιστώνεται ότι το σύστηµα της γεωργίας ακριβείας µπορεί να είναι επικερδές από τον πρώτο χρόνο εφαρµογής του. Στα παραπάνω οφέλη θα πρέπει να προστεθεί και το περιβαλλοντικό όφελος για να προκύψει η συνολική ωφέλεια εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας. Τα αποτελέσµατα αυτά ενδιαφέρουν πρώτιστα τους βαµβακοπαραγωγούς της χώρας καθώς και τους έχοντας την ευθύνη της αγροτικής και περιβαλλοντικής πολιτικής, αλλά και το κοινωνικό σύνολο γενικότερα. Λέξεις κλειδιά: Γεωργία ακριβείας, βαµβακοκαλλιέργεια, τεχνολογία, κόστος, οικονοµικά αποτελέσµατα. Εισαγωγή Βιβλιογραφική ανασκόπηση * Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων, Τµήµα Οργάνωσης και ιαχείρισης Αγροτικών Εκµεταλλεύσεων, Αγρίνιο, τηλ: 2641039524, email: emygdak@cc.uoi.gr ** Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, Τµήµα Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος

1 Η γεωργία στη χώρα µας εξακολουθεί να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ελληνική οικονοµία αφού το ακαθάριστο γεωργικό προϊόν συνεχίζει να αυξάνεται, παρόλο που η συµµετοχή του ως ποσοστό στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν συνεχώς µειώνεται (Λιανός κ.α. 1998, Κιτσοπανίδης και Καµενίδης 2003). Στη διαµόρφωση της ακαθάριστης αξίας της γεωργικής παραγωγής της χώρας µας το βαµβάκι κατέχει την πρώτη θέση συµµετέχοντας σε ποσοστό 12% (Κιτσοπανίδης και Καµενίδης 2003), θεωρούµενο δικαιολογηµένα από πολλούς ως «εθνικό προϊόν» ή «λευκός χρυσός» της πατρίδας µας (Ρουσόπουλος 1995, Μυγδάκος, 1995, Αυγουλάς και Κούτρου 1997). Το σηµαντικό αυτό προϊόν, όπως και η γεωργία στο σύνολό της, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσµιο επίπεδο, αντιµετωπίζουν τα τελευταία χρόνια διάφορες προκλήσεις σχετικά µε την αύξηση του κόστους παραγωγής, την έλλειψη αρδευτικού ύδατος και το αυξηµένο ενδιαφέρον του κόσµου αναφορικά µε τις συνέπειες της αγροτικής παραγωγής στο περιβάλλον. Το γεγονός αυτό είναι απόρροια των µεγάλων εισροών πρώτων υλών και ενέργειας πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η γεωργία την τελευταία πεντηκονταετία, οι οποίες είχαν θετική µεν επίπτωση στην αύξηση των αποδόσεων των καλλιεργειών, αρνητική δε στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων, των ζώων κλπ.( Lampkin 1990, 1990, Gliessman et al 1990, McCauley, 1999). Αυτό αφορά ιδιαίτερα τη βαµβακοκαλλιέργεια η οποία θεωρείται διεθνώς ο κύριος καταναλωτής αγροχηµικών, το κόστος των οποίων ξεπερνά το 50% του συνολικού κόστους παραγωγής του προϊόντος αποτελώντας το σηµαντικότερο παράγοντα ρύπανσης των υδάτων (ICAC, 1994, Beltrao et al,1994). Σήµερα οι παραγωγοί, προκειµένου να επιβιώσουν στο διεθνή ανταγωνισµό, θα πρέπει να παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας και χαµηλής τιµής, χρησιµοποιώντας µεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον. Η νέα τεχνολογία παρέχει τη δυνατότητα για αύξηση της παραγωγικότητας στη γεωργία καθώς οι διαθέσιµοι πόροι περιορίζονται δραστικά. Η γεωργία ακριβείας αποτελεί ένα τεχνολογικό πλεονέκτηµα που µπορεί να βοηθήσει σηµαντικά προς την κατεύθυνση της αύξησης της παραγωγικότητας µε περιορισµό των εισροών και σεβασµό στο περιβάλλον (Watson et al, 2003). Με τον όρο γεωργία ακριβείας (Precision Farming or Precision Agriculture or site-specific management) εννοούµε την τεχνική της καλλιέργειας που αντιµετωπίζει διαφορετικά κάθε τµήµα του εδάφους, αναφορικά µε τις εισροές, µε βάση τη γονιµότητα και την απόδοση κάθε συγκεκριµένου τµήµατος του αγρού (Earl et al, 1996). Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται: 1) αύξηση των αποδόσεων, 2) βελτίωση της ποιότητας, 3) αποτελεσµατικότερη χρησιµοποίηση των λιπασµάτων, φαρµάκων, σπόρων κλπ., 4) περιορισµός της κατανάλωσης της ενέργειας και 5) προστασία του περιβάλλοντος (Roberson 2004, Godwin et al, 2003a). Η επιτυχία της γεωργίας ακριβείας στηρίζεται στην έγκαιρη και έγκυρη πληροφόρηση του παραγωγού σχετικά µε τη γονιµότητα και τις λοιπές ιδιότητες του εδάφους, την πορεία ανάπτυξης και τα χαρακτηριστικά των φυτών, τον πληθυσµό των ζιζανίων και εντόµων, τη συγκοµιδή και τη µετασυλλεκτική µεταχείριση των προϊόντων. Στηρίζεται ακόµη στη σύγχρονη τεχνολογία και χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή µε τα σχετικά προγράµµατα, στο Γεωγραφικό Σύστηµα Πληροφοριών (GIS) και στο Παγκόσµιο Σύστηµα Εντοπισµού (GPS), για τη χαρτογράφηση των αγρών. Στηρίζεται, επίσης, στη σωστή διαχείριση που συνδυάζει την πληροφόρηση µε την τεχνολογία για την καλύτερη επιτυχία του συστήµατος (Olson 1999, Roberson 2004). Η συµβατική (παραδοσιακή) γεωργία βασίστηκε στο σκεπτικό της οµοιογένειας του αγρού σχετικά µε τη γονιµότητα του εδάφους, τον πληθυσµό των

2 εντόµων και ζιζανίων, την εδαφική υγρασία, τα χαρακτηριστικά των φυτών κλπ., και µε βάση το σκεπτικό αυτό η εφαρµογή των εισροών ήταν ενιαία σε όλη την έκταση του αγρού (Weiss 1996). Αυτό όµως είναι η εξαίρεση ενώ το σύνηθες είναι η µεγάλη ποικιλοµορφία και διαφοροποίηση των εδαφών σπιθαµή προς σπιθαµή, ακόµη και µέσα στον ίδιο αγρό (Earl et al, 1996, Godwin et al, 2003a, Gemtos et al, 2003). Η ενιαία εφαρµογή των εισροών, συνεπώς, οδηγούσε άλλοτε σε περίσσια και άλλοτε σε έλλειψη εισροών ανάλογα µε την επικρατούσα κατάσταση σε κάθε τµήµα του αγροτεµαχίου και βεβαίως µακράν του αρίστου οικονοµικού αποτελέσµατος µε όλες τις συνέπειες ρύπανσης κλπ.(onken and Sunderman, 1972). Η άποψη της διαφοροποίησης του εδάφους µέσα στο ίδιο αγροτεµάχιο επιβεβαιώνεται τα τελευταία χρόνια από τις αναλύσεις του εδάφους που πραγµατοποιούνται σ οποιονδήποτε συγκεκριµένο αγρό. Η διαπίστωση αυτή κατέστη δυνατόν να αξιοποιηθεί µε την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών και της πληροφορικής την τελευταία 20ετία (Stafford 2000, James and Godwin, 2003). Με τη βοήθεια ενός συστήµατος αισθητήρων ζύγισης και καταγραφής της απόδοσης των καλλιεργειών την ώρα της συγκοµιδής, και τη συνδροµή του Παγκόσµιου Συστήµατος Εντοπισµού (Global Positioning System - GPS), είναι δυνατή η χαρτογράφηση ενός αγροτεµαχίου, δηλαδή η σύνταξη χαρτών απόδοσης κατά θέσεις. Οι χάρτες αυτοί στη συνέχεια µπορούν να χρησιµοποιηθούν για διαφοροποιηµένες επεµβάσεις (λιπάσµατος, ζιζανιοκτόνου, εντοµοκτόνου, αρδευτικού ύδατος κλπ.) µέσα στο ίδιο το αγροτεµάχιο, µε συνέπεια τη βελτιστοποίηση της απόδοσης και του οικονοµικού αποτελέσµατος και παράλληλα τον περιορισµό της ρύπανσης του περιβάλλοντος, σύµφωνα και µε τις επιταγές της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκόσµιας κοινότητας γενικότερα (Godwin et al, 2003b, Κανονισµός 1257/1999). Οι πρώτες εφαρµογές χαρτογράφησης συστηµάτων παραγωγής άρχισαν τη δεκαετία του 80 σε καλλιέργειες σιτηρών (Stafford, 2000). Οι εργασίες των Carr et al (1991) και των Mulla et al (1992) στις ΗΠΑ αναγνωρίζονται ευρέως ως οι πρώτες µελέτες που αφορούσαν στην αύξηση της οικονοµικότητας στην παραγωγή σιταριού και κριθαριού αντίστοιχα µε χωρική διαφοροποίηση της λίπανσης (James and Godwin 2003). Στη Μεγάλη Βρετανία αντίστοιχα, οι εργασίες των Sylvester-Bradley (1993) και των Earl et al (1996) θεωρούνται ως οι πρόδροµοι πάνω στα θέµατα της γεωργίας ακριβείας, ενώ ακολούθησαν στη συνέχεια οι εργασίες των James (2000), Godwin et al (2003a, 2003b), Welsh et al, (2003a, 2003b) και Wood et al, (2003) επίσης σε καλλιέργειες σιτηρών µε χωρική εφαρµογή αζωτούχου λίπανσης. Στα σιτηρά αναφέρονται επίσης και οι εργασίες των Secher (1997), Stafford et al (1996), Taylor et al (2003). Από τη δεκαετία του 90 και µετά αναφέρονται περιπτώσεις χαρτογράφησης παραγωγής και σε άλλες καλλιέργειες, όπως βιοµηχανικής τοµάτας (Pellier et al 1999), ζαχαρότευτλων (Hoffman et al 1995), πατάτας (Cambell et al 1994), σιταριού, καλαµποκιού και σόγιας (Lowenberg-Deboer and Erikson, 2000) κλπ. Στην καλλιέργεια του βαµβακιού, λόγω αντικειµενικής δυσκολίας στη µέτρηση της παραγωγής, αφού η µεταφορά του προϊόντος από τις συλλεκτικές µονάδες στο καλάθι γίνεται µε ρεύµα αέρα (Searcy et al 1997), υπήρξε µια σχετική καθυστέρηση στη διερεύνηση του θέµατος. Όµως, τα τελευταία χρόνια µε την πρόοδο της τεχνολογίας το εµπόδιο αυτό ξεπεράστηκε, µε αποτέλεσµα να υπάρξει ένας αριθµός µελετών που αναφέρεται στην καλλιέργεια βαµβακιού µε την τεχνική της γεωργίας ακριβείας (Wilkerson et al 1994, 2001, Tomasson et al 1999). Η χρησιµοποίηση της νέας τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια, επέτρεψε τη χαρτογράφηση της παραγωγής για κάθε τµήµα του αγρού (Murpfy et al, 1995,

3 Stafford et al 1996), καθώς και τη διαφοροποίηση της χρησιµοποιούµενης ποσότητας σπόρου και λιπάσµατος ανάλογα µε τη γονιµότητα του εδάφους, αλλά και των ζιζανιοκτόνων ανάλογα µε την πυκνότητα των υπαρχόντων ζιζανίων (Miller and Paice, 1998). Τα οφέλη, όµως, από την αύξηση της παραγωγής και τη µείωση των λιπασµάτων και αγροχηµικών πρέπει να αντισταθµίζονται από το κόστος της επένδυσης για τον αναγκαίο τεχνολογικό εξοπλισµό που απαιτείται για την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας. Η εφαρµογή διαφοροποιηµένων εισροών σε µια σειρά µελετών, έδειξε ένα µεγάλο εύρος δυνατών ωφελειών. Οι Earl et al (1996) αναφέρουν κέρδος 33,68 ανά εκτάριο, οι δε Schmerler and Basten (1999) 38,60, στην καλλιέργεια σίτου στην Αγγλία. Οι Barnhisel et al (1996) αναφέρουν αύξηση κερδών 57 ανά εκτάριο καλαµποκιού, ενώ οι Snyder et all (1999) αναφέρουν κέρδη από - 11,15 µέχρι 74,09 ανά εκτάριο. Αποτελέσµατα έρευνας στην καλλιέργεια κριθαριού από τους Godwin et al (1999) έδειξαν κέρδος 27,60 ανά εκτάριο, ενώ νεότερες έρευνες των Godwin et al (2003a) σε καλλιέργειες σιτηρών έδειξαν κέρδη από -1 µέχρι 60 ανά εκτάριο και µέσο όρο µέχρι και 36,5 ανά εκτάριο. Σύµφωνα µε πειραµατικά δεδοµένα από το κεντρικό Illinois (Finc, 1998), το καθαρό οικονοµικό όφελος από την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας σε καλλιέργεια αραβοσίτου ανήλθε σε $ 47,20 ανά εκτάριο. Αρκετοί ερευνητές αναφέρονται στο κόστος εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας. Συγκεκριµένα οι Earl et al (1996) υπολογίζουν το κόστος χαρτογράφησης και διαφοροποιηµένης εφαρµογής του λιπάσµατος σε 10,46 ανά εκτάριο καλλιεργήσιµης γης, αναφερόµενοι σε µια έκταση 250 εκταρίων µε επιτόκιο δανεισµού 7% και µια περίοδο δανεισµού 5 έτη, για τις συνθήκες της Αγγλίας. Aποτελέσµατα έρευνας στις ΗΠΑ από τους Snyder et al (1999) υπολογίζουν το ίδιο κόστος σε 8,50 ανά εκτάριο για δύο αγρούς των 49 και 64 εκταρίων, ενώ µελέτη των Schmerler and Basten (1999) στη Γερµανία εκτιµά το ίδιο κόστος σε 15,46 ανά εκτάριο για µια έκταση 7100 εκταρίων συµπεριλαµβανοµένου και του κόστους εξοπλισµού για διαφοροποιηµένη εφαρµογή και των ζιζανιοκτόνων, πέραν του σπόρου και του λιπάσµατος. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση των δυνατοτήτων εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού στη χώρα µας και η προσπάθεια υπολογισµού του οικονοµικού αποτελέσµατος της εφαρµογής αυτής κάτω από τις ελληνικές συνθήκες και φυσικά η σύγκριση του αποτελέσµατος µε αυτό της συµβατικής καλλιέργειας βαµβακιού για τη διεξαγωγή χρήσιµων συµπερασµάτων. Εφαρµογή της Γεωργίας Ακριβείας στην Ελλάδα Στη χώρα µας, όπως είναι σύνηθες, παρατηρείται µια καθυστέρηση στην εφαρµογή καινοτοµικών συστηµάτων στην πράξη και ιδιαίτερα στη γεωργία (αειφορική γεωργία, βιολογική γεωργία κλπ.). Η καθυστέρηση αυτή αποδίδεται σε πολλούς λόγους, µεταξύ των οποίων ως κυριότεροι θα µπορούσαν να αναφερθούν οι παρακάτω (Παπαγεωργίου και Σπαθής 2000): 1. Το διαρθρωτικό πρόβληµα της ελληνικής γεωργίας µε το µεγάλο αριθµό µικρών και πολυτεµαχισµένων εκµεταλλεύσεων που δεν επιτρέπει τη διάδοση και εφαρµογή της τεχνολογικής προόδου που θα συνέβαλε στη βελτίωση του γεωργικού εισοδήµατος. 2. Η γεωγραφική διασπορά των παραγωγικών µονάδων και η εξ αυτής προκύπτουσα δυσκολία στην παροχή γνώσεων και πληροφόρησης από τους

4 αρµόδιους οργανισµούς και υπηρεσίες, γεγονός που παρεµποδίζει τη διάδοση νέων τεχνολογιών. 3. Ο ανθρώπινος παράγων και συγκεκριµένα το χαµηλό επίπεδο εκπαίδευσης (γνώσεων) των ασχολουµένων στη γεωργία, γεγονός που συντελεί στην καθυστέρηση εκτίµησης και υιοθέτησης καινοτοµιών και εξελίξεων στην τεχνολογία. 4. Η υψηλή µέση ηλικία των αγροτών που έχει ως αποτέλεσµα το µειωµένο ενδιαφέρον για µακροχρόνιες προοπτικές, την περιορισµένη διάθεση αναζήτησης και εφαρµογής νέας τεχνολογίας και την αίσθηση επαγγελµατικής επάρκειας µε συνέπεια την απόρριψη προσπαθειών για εισαγωγή βελτιώσεων κλπ. 5. Η προσκόλληση των παραγωγών στις γνωστές παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής µε τις οποίες έχουν συνδέσει ένα µεγάλο κοµµάτι της ζωής τους, ιδιαίτερα οι πιο ηλικιωµένοι, αλλά και η εξασφάλιση σηµαντικού µέρους του εισοδήµατός τους µέσω των επιδοτήσεων, κυρίως µετά την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., συνθήκες που οδηγούν στον εφησυχασµό και στην απροθυµία για αναζήτηση καινοτόµων ιδεών. 6. Η βραδύτητα ανάπτυξης γενικότερα της τεχνολογίας στη χώρα µας σε σχέση µε άλλες χώρας, η οποία, σε συνδυασµό µε τα υπόλοιπα αναφερθέντα ολοκληρώνουν την εικόνα της υστέρησης εφαρµογής νέων τεχνολογιών και φυσικά και αυτής της γεωργίας ακριβείας στη χώρα µας. Παρ όλα αυτά έχει ήδη ξεκινήσει τα τελευταία 2-3 χρόνια δειλά δειλά και στη χώρα µας ο σχετικός προβληµατισµός πάνω στο συγκεκριµένο θέµα και σήµερα βρίσκεται σε εξέλιξη η διερεύνηση της δυνατότητας εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού και σιταριού από διάφορος φορείς. Το Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας σε συνεργασία µε το ΕΘΙΑΓΕ (Παράρτηµα Λάρισας) έχει ξεκινήσει από το 2001 µια προσπάθεια εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού στο νοµό Καρδίτσας µε τη χαρτογράφηση της παραγωγής σε συνδυασµό µε αποτελέσµατα αναλύσεων του εδάφους και την αποτύπωση των αποτελεσµάτων σε χάρτες παραγωγής (Markinos et al, 2002, Gemtos et al, 2002). Μια δεύτερη προσπάθεια για εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας στο σιτάρι, άρχισε από το 2002 στην Αµερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης σε συνεργασία µε το Πανεπιστήµιο της Georgia των ΗΠΑ (Gertsis et al 2003). Τα µέχρι σήµερα αποτελέσµατα της έρευνας για το βαµβάκι στο Νοµό Καρδίτσας έδειξαν σηµαντική µεταβλητότητα στην παραγωγή ακόµα και σε αγρούς µικρού µεγέθους, η οποία κυµαίνεται από 200 έως και πάνω από 400 κιλά το στρέµµα, στοιχεία που βεβαιώνουν την ύπαρξη ζωνών µε οµοιόµορφη παραγωγή (Markinos et al, 2002, Gemtos et al, 2002). Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συµπέρασµα ότι θα µπορούσε να εφαρµοστεί ένα σύστηµα διαφοροποιηµένων εισροών και καλλιεργητικών φροντίδων στα πλαίσια της γεωργίας ακριβείας για τη µείωση του κόστους παραγωγής και την επίτευξη µεγαλύτερης απόδοσης και καλύτερης ποιότητας προϊόντος. Τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν τη βάση για διερεύνηση του θέµατος της εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στη χώρα µας και από οικονοµικής άποψης, για πρώτη φορά, γεγονός που θα δώσει απάντηση στην προοπτική του συστήµατος κάτω από τις εδαφοκλιµατικές και λοιπές συνθήκες της Ελλάδας προς όφελος των βαµβακοπαραγωγών, της ίδιας της καλλιέργειας, της οικονοµίας της χώρας και φυσικά του περιβάλλοντος.

5 Μεθοδολογία Για τη διαπίστωση της οικονοµικότητας της γεωργίας ακριβείας στο βαµβάκι από διάφορους ερευνητές χρησιµοποιήθηκαν διάφοροι µέθοδοι. Οι Yu et al (2001) καθώς και οι Watson et al (2003) χρησιµοποίησαν τη µέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας (net present value) για την επένδυση του αναγκαίου εξοπλισµού και για ορίζοντα δέκα ετών. Σε µια δεύτερη µελέτη οι Yu et al (2000), για να προσδιορίσουν το µέγιστο κέρδος από την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας στο βαµβάκι, συνέκριναν την αξία του οριακού προϊόντος της λίπανσης µε την τιµή του, υποθέτοντας συνθήκες τέλειου ανταγωνισµού. Οι Larson et al (2003) χρησιµοποίησαν την ανάλυση του νεκρού σηµείου (break even analysis) για τον προσδιορισµό του ύψους της παραγωγής βαµβακιού και της µείωσης των εισροών, ώστε να µπορεί να γίνει αποπληρωµή της επένδυσης για εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας. Η µέθοδος του µερικού προϋπολογισµού, σε συνδυασµό µε αυτή του νεκρού σηµείου, χρησιµοποιήθηκε από τους Cochran et al (2002) σε µια προσπάθεια διερεύνησης της οικονοµικότητας της καλλιέργειας βαµβακιού µε το σύστηµα της γεωργίας ακριβείας. Ο µερικός προϋπολογισµός, κατά τους Boehlje and Eidman (1984), είναι ιδιαίτερα χρήσιµος για την εκτίµηση της επιπλέον προσόδου από την αύξηση της παραγωγής και τη µείωση του κόστους των εισροών σε σύγκριση µε το κόστος της επιπλέον επένδυσης σε µηχανολογικό εξοπλισµό για εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας. Τη µέθοδο του µερικού προϋπολογισµού χρησιµοποίησαν και οι Swinton and Loweberg-DeBoer (1999) καθώς και ο Lowenberg-DeBoer (2000), ως το πιο κατάλληλο όργανο για να υπολογίσουν την οικονοµικότητα του συστήµατος της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια καλαµποκιού. Ο µερικός προϋπολογισµός επικεντρώνεται µόνο στα στοιχεία του κόστους και της προσόδου τα οποία µεταβάλλονται (Barnard and Nix 1979, Swinton and Loweberg-DeBoer 1999, Lowenberg-DeBoer, 2000, Κιτσοπανίδης και Καµενίδης, 2003). Έτσι, µε την αφαίρεση των απωλειών από τις ωφέλειες, υπολογίζεται η καθαρή (θετική) πρόσοδος που προκύπτει από την εφαρµογή της νέας τεχνικής σύµφωνα µε την παρακάτω εξίσωση R n = G L, (1) όπου: R n = µεταβολή της καθαρής προσόδου από την εφαρµογή της νέας τεχνικής G = ωφέλειες L = απώλειες Η µεταβολή (αύξηση) των ωφελειών προκύπτει ως αποτέλεσµα της µείωσης του κόστους, λόγω µείωσης των εισροών και της αύξησης της προσόδου, λόγω αύξησης της παραγωγής, από την εφαρµογή της τεχνικής της γεωργίας ακριβείας, σύµφωνα µε την εξίσωση G = C rd + R in (2) όπου: C rd = µείωση του κόστους παραγωγής R in = αύξηση της προσόδου. Η µεταβολή (αύξηση) των απωλειών προκύπτει ως αποτέλεσµα της αύξησης του κόστους και της µείωσης της προσόδου, σύµφωνα µε την εξίσωση

6 L = C in +R rd (3) όπου: C in = αύξηση του κόστους R rd = µείωση της προσόδου Σύµφωνα µε τα παραπάνω αναφερθέντα η εξίσωση ένα (1) γίνεται R n = C rd + R in - (C in +R rd ) (4) Οι µεταβολές στην πρόσοδο και στο κόστος από την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας, µπορεί να είναι θετικές ή αρνητικές επηρεάζοντας ανάλογα το οικονοµικό αποτέλεσµα. Αύξηση της παραγωγής, για παράδειγµα, ή µείωση του κόστους εισροών επηρεάζουν θετικά το οικονοµικό αποτέλεσµα, ενώ αντίθετα µείωση της παραγωγής ή αύξηση του κόστους των εισροών έχουν αρνητική επίδραση. Η µέθοδος του µερικού προϋπολογισµού χρησιµοποιήθηκε και στην παρούσα εργασία για τη διαπίστωση της δυνατότητας και οικονοµικότητας εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού στην Ελλάδα. εδοµένα Για τη διερεύνηση του θέµατος χρησιµοποιήθηκαν πραγµατικά στοιχεία ενός συγκεκριµένου αγρού έκτασης 43 στρεµµάτων στην περιοχή Μυρίνης του Νοµού Καρδίτσας. Ο αγρός αυτός καλλιεργείται µε βαµβάκι πολλά χρόνια µε τη γνωστή συµβατική µέθοδο, δηλαδή την οµοιόµορφη εφαρµογή των καλλιεργητικών εργασιών και εισροών σε όλη την έκτασή του. Τα τελευταία τρία χρόνια (2001-2003) έγινε χαρτογράφηση της παραγωγής βαµβακιού µε τη χρησιµοποίηση αισθητήρων που τοποθετήθηκαν πάνω στη βαµβακοσυλλεκτική µηχανή και µε τη βοήθεια του Παγκόσµιου Συστήµατος Εντοπισµού (GPS) για τη χαρτογράφηση των αγρών. Τα αποτελέσµατα της χαρτογράφησης των τριών χρόνων (µέσος όρος τριετίας) φαίνονται στην εικόνα 1 του Παραρτήµατος (Gemtos et al, 2002). Παρατηρώντας την εικόνα αυτή, διαπιστώνεται ότι υπάρχει µεγάλη µεταβλητότητα ως προς την απόδοση µέσα στον αγρό που κυµαίνεται από 70 µέχρι 470 κιλά/στρέµµα και µια µέση απόδοση στην τριετία (2001-2003) ίση µε 265 κιλά. Το βόρειο τµήµα του αγρού φαίνεται να είναι πιο αποδοτικό από το νότιο τµήµα. Σύµφωνα µε τη χαρτογράφηση ο παραπάνω αγρός παρουσιάζει την εξής εικόνα από άποψη µέσης απόδοσης κατά ζώνες στην τριετία που πραγµατοποιήθηκε η έρευνα (πίνακας 1): Πίνακας 1. Απόδοση του αγρού σε σύσπορο βαµβάκι κατά ζώνες Ζώνη Ποσοστό Έκταση Απόδοση (κιλά/στρέµµα) ( %) (στρέµµατα) 1 9 4 000-100 2 16 7 101-180 3 30 13 181-250 4 30 13 251-320 5 14 6 321-470

7 Εδαφολογική ανάλυση που πραγµατοποιήθηκε την περίοδο 2002 µε την τεχνική της δειγµατοληψίας σε ισαπέχοντα σηµεία πλέγµατος (grid sampling) 15Χ27 µέτρων και βάθους 0-30 και 30-60 εκατοστών, έδειξε µεγάλη ποικιλοµορφία των φυσικοχηµικών ιδιοτήτων του αγρού. Τα σχετικά στοιχεία εµφανίζονται στον πίνακα 1 του Παραρτήµατος. Ακόµη, µετρήθηκε η συµπίεση του εδάφους, η ηλεκτρική αγωγιµότητα, η οξύτητα κλπ. (Gemtos et al, 2002). Από την ανάλυση των εδαφολογικών και λοιπών στοιχείων προκύπτουν τα εξής δεδοµένα: 1. Το έδαφος είναι ισχυρώς όξινο αφού η µέση τιµή του pη είναι µικρότερη από 5 σε όλη σχεδόν την έκταση του αγρού. Το γεγονός αυτό αποτελεί τον πρώτο αρνητικό παράγοντα όσον αφορά στη µειωµένη απόδοση του αγρού, διότι παρεµποδίζει την ανάπτυξη των ριζών και συνεπώς την απορρόφηση νερού και θρεπτικών στοιχείων (φώσφορος κλπ.)(γαλανοπούλου 1995). Το βαµβάκι, συγκεκριµένα, αποδίδει καλύτερα σε ουδέτερο ph, δηλαδή τιµές µεταξύ 6-8. 2. Το έδαφος του νότιου τµήµατος του αγρού και ειδικότερα ο επιφανειακός ορίζοντας (0-30 cm) παρουσιάζει µεγάλη συγκέντρωση ιόντων Να +, οι τιµές του οποίου ξεπερνούν κατά πολύ την τιµή 0.12 meq/100 gr εδάφους. Η συγκέντρωση ιόντων Να + σε αυτό το βαθµό αυξάνει την οσµωτική πίεση του εδαφικού διαλύµατος και δυσχεραίνει την πρόσληψη του ύδατος και των θρεπτικών στοιχείων. Αυτό δικαιολογεί τη µειωµένη απόδοση του τµήµατος αυτού του αγρού, αφού οποιαδήποτε ποσότητα λιπάσµατος και αν χρησιµοποιηθεί η κατάσταση δεν βελτιώνεται αλλά αντίθετα επιδεινώνεται, διότι αυξάνεται ακόµη περισσότερο η αλατότητα, µειώνεται η πρόσληψη ύδατος και θρεπτικών στοιχείων και κατ επέκταση η απόδοση του προϊόντος (Σιδηράς 1996). 3. Στο νότιο τµήµα του αγρού, κυρίως, αλλά και σ ολόκληρη σχεδόν την περιµετρική ζώνη (εικόνα 1 του Παραρτήµατος) το έδαφος εµφανίζεται να είναι πολύ συµπιεσµένο (µεγάλη αντίσταση στη διείσδυση) (Gemtos et al 2003). Το συµπιεσµένο έδαφος δυσκολεύει τη διείσδυση του ύδατος και την έκπλυση των ιόντων Να + µε αποτέλεσµα την υψηλή αλατότητα στα σηµεία αυτά. Αυξηµένη αλατότητα και περιορισµένη διείσδυση του ύδατος, του αέρα κλπ, περιορίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήµατος των φυτών και µειώνουν την απόδοση. Τα παραπάνω εδαφολογικά δεδοµένα δείχνουν καθαρά ότι ο συγκεκριµένος αγρός παρουσιάζει µεγάλη µεταβλητότητα, η οποία σε καµιά περίπτωση δεν δικαιολογεί την εφαρµογή ενιαίας µεταχείρισης. Αντίθετα, η ύπαρξη αυτής της µεταβλητότητας επιβάλλει την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας για να φανούν οι δυνατότητες που προσφέρει η τεχνική αυτή τόσο από οικονοµικής όσο και από περιβαλλοντικής άποψης. Προς την κατεύθυνση αυτή χρησιµοποιήθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, η µέθοδος του µερικού προϋπολογισµού. Συγκρίθηκαν τα δεδοµένα των εισροών της συµβατικής γεωργίας (λίπανσης, ζιζανιοκτονίας κλπ.), όπως εφαρµόζεται από των παραγωγό κάθε χρόνο και συγκεκριµένα αυτά του έτους 2003 µε τα προτεινόµενα στα πλαίσια της γεωργίας ακριβείας, τα οποία προκύπτουν από την εδαφολογική ανάλυση. Από την άποψη των εκροών ελήφθησαν υπόψη τα στοιχεία της συγκοµιδής (χαρτογράφισης) της παραγωγής την τριετία 2001-2003 και τα εξ αυτών προκύπτοντα οικονοµικά αποτελέσµατα Αποτελέσµατα και συζήτηση Πριν από την παρουσίαση των αποτελεσµάτων θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι καλλιεργητικές φροντίδες (οργώµατα, σκαλίσµατα, ποτίσµατα και συγκοµιδή του προϊόντος) γίνονται ενιαία σε όλη την έκταση του αγρού τόσο µε τη συµβατική όσο

και µε τη γεωργία ακριβείας. Η διαφοροποίηση που γίνεται στην περίπτωση της γεωργίας ακριβείας αφορά στη λίπανση και στη µεταφυτρωτική ζιζανιοκτονία (επιλεκτική εφαρµογή ζιζανιοκτονίας µετά το φύτρωµα των φυτών). Στα πλαίσια της συµβατικής γεωργίας και της ενιαίας εφαρµογής της λίπανσης η χρησιµοποιούµενη ποσότητα λιπάσµατος ανέρχεται στα 85 κιλά/ στρέµµα µε µια δαπάνη 25 /στρέµµα. Οµοίως, η ενιαία εφαρµογή µεταφυτρωτικής ζιζανιοκτονίας απαιτεί ποσότητα ζιζανιοκτόνου 1 λίτρου/στρέµµα µε µια δαπάνη 8,8 /στρέµµα. Αθροιζόµενα τα ποσά αυτά δίνουν µια συνολική δαπάνη για ενιαία εφαρµογή λίπανσης και ζιζανιοκτονίας στη συµβατική καλλιέργεια βαµβακιού ίση µε 33,8 /στρέµµα (προσωπική επικοινωνία). Εφαρµόζοντας το σύστηµα της γεωργίας ακριβείας στο συγκεκριµένο αγρό η κατάσταση διαµορφώνεται ως εξής: Η χωρική εφαρµογή της λίπανσης (δηλαδή, κατά ζώνες απόδοσης) µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντική µείωση της ποσότητας του λιπάσµατος, µε βάση το εξής σκεπτικό: Η ζώνη µε τη µεγαλύτερη απόδοση (321-470 κιλά/στρέµµα) φαίνεται ότι αξιοποιεί κατά τον καλύτερο τρόπο τα 85 κιλά λιπάσµατος. Οι υπόλοιπες ζώνες, µε βάση την απόδοση και τα ευρήµατα της εδαφολογικής ανάλυσης (οξύτητα, αλατότητα κλπ.), αξιοποιούν κατά φθίνοντα βαθµό την εφαρµοζόµενη λίπανση. Μια αναλογική εκτίµηση των αναγκών της κάθε ζώνης, σύµφωνα µε την απόδοση, οδηγεί σε µια µείωση της ποσότητας της λίπανσης κατά 39 κιλά/στρέµµα κατά µέσο όρο. Η µείωση αυτή της λίπανσης οδηγεί σε περιορισµό των δαπανών λίπανσης κατά11,5 /στρέµµα Η εφαρµογή της ζιζανιοκτονίας κατά θέσεις, µε τη βοήθεια του απαραίτητου εξοπλισµού και σύµφωνα µε πραγµατικά στοιχεία από το συγκεκριµένο αγρό, οδηγεί σε µια µείωση της ποσότητας του ζιζανιοκτόνου κατά 0,81 λίτρα ή 7,13 / στρέµµα κατά µέσο όρο. Συνεπώς, µε την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας, στις δύο αυτές περιπτώσεις, προκύπτει µια µείωση των εισροών (οικονοµική ωφέλεια) ίση µε 18,63 /στρέµµα (πίνακας 2) (προσωπική επικοινωνία). Για την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας απαιτείται η πραγµατοποίηση µιας εδαφολογικής ανάλυσης και η προµήθεια του απαραίτητου εξοπλισµού, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω. Μια εδαφολογική ανάλυση σε 5 δείγµατα (όσες και οι ζώνες απόδοσης του αγρού) απαιτεί µια δαπάνη ίση µε 5 συνολικά ή 0,12 /στρέµµα. Αν η ανάλυση αυτή επαναλαµβάνεται ανά πενταετία, τότε η δαπάνη αυτή επιµερίζεται στα πέντε χρόνια και µειώνεται στα 0,024 /στρέµµα. Η προµήθεια του απαραίτητου µηχανολογικού εξοπλισµού (αισθητήρες κλπ., ηλεκτρονικός υπολογιστής, εκτυπωτής και το απαραίτητο πακέτο λογισµικού) απαιτεί µια δαπάνη 12.921. Με πιθανή διάρκεια οικονοµικής ζωής του εξοπλισµού αυτού τα πέντε έτη, η ετήσια απόσβεση χωρίς υπολειµµατική αξία, σύµφωνα µε τον τύπο της σταθερής ετήσιας απόσβεσης (αξία αγοράς/έτη οικονοµικής ζωής), ανέρχεται σε 2.584,2 (12.921: 5). Παίρνοντας ως βάση την έκταση των 1.000 στρεµµάτων που µπορεί να εξυπηρετήσει ετησίως µια βαµβακοσυλλεκτική µηχανή στην οποία τοποθετούνται οι αισθητήρες, η αναλογούσα ετήσια απόσβεση του παραπάνω εξοπλισµού αντιστοιχεί σε 2,58 /στρέµµα. Αντίστοιχα, το ποσό του ετήσιου τόκου του παραπάνω επενδυθέντος κεφαλαίου, σύµφωνα µε τον τύπο [(αξία αγοράς/2) x επιτόκιο], ανέρχεται σε 516,8 /ετησίως ( 12.921 : 2 x 8%) και η ανά στρέµµα επιβάρυνση, µε βάση τα 1000 στρέµµατα, στο ποσό των 0,516. Αθροίζοντας τα παραπάνω ποσά, προκύπτει µια ετήσια επιβάρυνση ίση µε 3,12 /στρέµµα. 8

9 Στην παραπάνω δαπάνη των 3,12 /στρέµµα θα πρέπει να προστεθεί και η δαπάνη εκπαίδευσης στη χρήση του εξοπλισµού από τον χειριστή-επαγγελµατία ή χειριστή-παραγωγό, η οποία σύµφωνα µε τους Godwin et al (2003a), ανέρχεται σε 300 για την αρχική εκπαίδευση ή σε 0,06 /στρέµµα (µε βάση τα 1000 στρέµµατα) και για κάθε πενταετία στη συνέχεια. Πίνακας 2. Μερικός προϋπολογισµός εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στην καλλιέργεια βαµβακιού στο Νοµό Καρδίτσας. Αύξηση προσόδου /στρ. Αύξηση κόστους /στρ. 1. Περιορισµός της λίπανσης κατά 39 κιλά/στρέµµα = 11,5 1. Εδαφολογική ανάλυση δαπάνης 5 : 43 στρέµ. : 5 έτη = 0,024 2. Περιορισµό της ζιζανιοκτονίας κατά 0,81 λίτρα/ στρέµµα = 7,13 2. Απόσβεση εξοπλισµού 12.921 : 5 έτη : 1000 στρέµ. = 2,580 3. Τόκος επενδυθέντος κεφαλαίου 12.921 : 2 x 8% = 4. απάνη εκπαίδευσης 300 : 5 έτη : 1000 στρέµ. = 0,516 0,060 Συνολική αύξηση προσόδου 18,63 Συνολική δαπάνη 3,180 Επιπλέον πρόσοδος (ωφέλεια) 15,450 Επιπλέον δαπάνη - Συγκρίνοντας τα δύο µεγέθη (συνολική αύξηση προσόδου 18,63 /στρέµµα και συνολική δαπάνη 3,180 /στρέµµα), προκύπτει µια θετική διαφορά (επιπλέον πρόσοδος-ωφέλεια) 15,450 /στρέµµα (18,63 3,180) ως αποτέλεσµα εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας στο συγκεκριµένο αγρό (πίνακας 2). Ανάγοντας τα παραπάνω µεγέθη σε µια έκταση 1000 στρεµµάτων, η οποία εξυπηρετείται από µια βαµβακοσυλλεκτική µηχανή στην περιοχή, προκύπτει µια συνολική ωφέλεια 15.450 [(18,63 (3,180) = 15,450 x 1000 ]. Το ποσό αυτό υπερκαλύπτει την αξία αγοράς του απαραίτητου εξοπλισµού (12.921 ) και αφήνει σηµαντικά περιθώρια κέρδους γύρω στα 2.529 (15.450 12.921) από τον πρώτο χρόνο εφαρµογής της γεωργίας ακριβείας. Συµπεράσµατα Από την παραπάνω παρουσίαση και ανάλυση προκύπτουν πολύ χρήσιµα συµπεράσµατα για την εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας στη βαµβακοκαλλιέργεια στη χώρα µας σε σχέση µε τη σηµερινή συµβατική καλλιέργεια.

10 Η γεωργία ακριβείας µπορεί να οδηγήσει σε µια σηµαντική µείωση της λίπανσης κατά 39 κιλά το στρέµµα κατά µέσο όρο και συνεπώς σε µια µείωση του κόστους λίπανσης κατά 11,5 /στρέµµα. Μπορεί, επίσης, να οδηγήσει σε µια εξίσου σηµαντική µείωση της ποσότητας ζιζανιοκτόνων ίση µε 0,81 λίτρα/στρέµµα, που αντιστοιχεί σε µια µείωση του κόστους ζιζανιοκτονίας κατά 7,13 /στρέµµα. Τα δύο αυτά µεγέθη αποτελούν µια σηµαντική οικονοµική ωφέλεια ίση µε 18,63 /στρέµµα σε σχέση µε τη συµβατική καλλιέργεια βαµβακιού. Αποτελούν, επίσης, µια εξίσου σηµαντική ωφέλεια για το περιβάλλον, (έδαφος, νερό και αέρα), η οποία θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους ασκούντες την αγροτική και περιβαλλοντική πολιτική. Βεβαίως η εφαρµογή της γεωργίας ακριβείας απαιτεί και κάποιες δαπάνες για τον απαραίτητο εξοπλισµό (αισθητήρες, ηλεκτρονικό υπολογιστή, λογισµικό κλπ.), δαπάνες για αναλύσεις του εδάφους, δαπάνες για την εκπαίδευση στη χρήση του εξοπλισµού κλπ. Το σύνολο όµως των δαπανών αυτών υπερκαλύπτεται από τον πρώτο κιόλας χρόνο αφήνοντας σηµαντικά οφέλη γύρω στα 2.529, σε σχέση µε τη συµβατική καλλιέργεια βαµβακιού για µια έκταση 1000 στρεµµάτων. Βιβλιογραφία Αυγουλάς Χ. και Κούτρου Α. (1997). Βαµβάκι, στο: Μέργος. Γ. και Παπαγεωργίου Κ. Εξελίξεις και Προοπτικές του Αγροτικού Τοµέα: Μία Κριτική Παρουσίαση Όλων των Παραγωγικών Κλάδων, Εκδόσεις Σταµούλη, Αθήνα, σελ. 85-117. Barnard, C. and Nix J. (1979). Farm Planning and Control, second edition, Cambridge University Press, London. Barnhisel R., Bitzer M. and Grove J. (1996). Agronomic benefits of varying corn seed populations: a Central Kentucky study. In: Robert P., Pust R., Larson W. Precision Agricultural: Proceedings of the Third International Conference, p. 957-965. USA, CSSA, SSSA, Madison, WI, USA. Beltrao N., Vieria R. and Braga R. (1994). Future Possibilities of organic cotton in Brazil. ICAC September. Boehlje M. and Eidman. V. (1984). Farm Management, John Wiley and Sons, New York. Γαλανοπούλου Στ. (1995). Γενική Γεωργία, Πανεπιστηµιακές Σηµειώσεις, Βόλος. ICAC. (1994). Organic cotton growing, SC-N-404, May 27. Cambell R., Rawlins S. and Han S. (1994). Monitoring methods for potato yield mapping. ASAE paper 94-1584, ASAE, St Joseph, Michigan. Carr P., Carlson R., Jacosen J., Nielson G. and Skogley E. (1991). Farming soils, not fields: a strategy for incresing fertilizer profitability. Journal of Production, Agriculture, 4(1), p. 57-61.

11 Carter H. (1990). The three R s of agricultural sustainability: reality, redirection and restrains, in: Alternative Agriculture Science Review Special Publication 16, Council for Agricultural Science and Technology, Ames, Iowa. Cochran R., Larson J., Roberts R., English B., Wilson B. and Cooney M. (2002). CYMIDA An interactive computerized cotton yield monitor investment decision aid: User Guide, University of Tennessee, Department of Agricultural Economics, Staff paper 12-02, December. Earl R., Wheeler P., Blackmore S. and Godwin R. (1996). Precision farming-the management of variability, Precision Farming, Lanwards, Winter, p. 18-23. Finck C. (1998). Precision can pay its way. Farm Journal, Mid-January, pp. 1013. Gemtos T., Fountas S., Blakcmore B. and Greipentrong H. (2002). Precision farming experience in Europe and the Greek potential. Εργασία που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Εφαρµογών Πληροφορικής στη Γεωργία, Αθήνα. Gemtos T., Markinos A., Toulios L., Pateras D. and Zerva G. (2003). A precision farming application in the small cotton farmers of Greece, ITAFE Conference, Izmir, Turkey, 7-9 October 2003. Gertsis A., Vellidis G., and Rains G. (2003). Applications of precision agriculture in Ellas (Greece): wheat yield mapping. Gliessman S., Swezy S., Allison J., Cochran J., Farell J., Kluson R., Rosando, F. abd Werner M. (1990). Straberry production system during conversion to organic management. California Agriculture, Vol. 44, no. 4, July-August. Godwin R., James I., Welsh J. and Earl R. (1999). Managing spatially variable nitrogen- a practical approach. Presented at the ASAE/CSAE-SCGR, Annual International Meeting, Paper No. 99-1142, Toronto, Ontario, Canada. Godwin R., Ricards T., Wood G., Welsh J. and Knight S. (2003a). An economic analysis of the potential for precision farming in UK cereal production. Biosystems Engineering (Spetial Edition on Precision Agriculture), 84, Issue 4, April, p. 533-545. Godwin R., Wood G., Taylor J., Knight S. and Welsh J. (2003b). Precision farming of cereal crops: a review of six year experiment to develop management guidelines. Biosystems Engineering, Vol. 84, Issue $, April, p. 375-391. Hofman A., Penigrahi S., Gregor B. and Walker J. (1995). In field monitoring sugar beets, ASAE paper 95-2114, ASAE, St Joseph, Michigan. James I. (2000). Investigation of management strategies for the variable rate application of nitrogen fertilizer to winter barley in the U.K. PhD Thesis (unpublished), Cranfield University, Silsoe, UK.

12 James I. and Godwin R. (2003). Soil, water and yield relationships in developing strategies for the precision aplication of nitrogen fertilizer to winter barley. Biosystems Engineering, Vol. 84, No. 4, April, p. 467-480. Κανονισµός 1257/99. (1999). Ευρωπαϊκή Ένωση. Κιτσοπανίδης Γ. και Καµενίδης Χ. (2003). Αγροτική Οικονοµική, Γ εκδοση, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη. Lampkin N. (1990). Organic farming, Farming Press UK. Larson J., Roberds R., English B. and Cochran R. (2003). Breakeven analysis for a cotton yield monitor information system, Beldwide Cotton Conferences, Nashville, TN-January 6-10, pp. 390-393. Λιανός Θ., αµιανός., Μέργος Γ., Ντεµούσης Μ. και Κατρανίδης Σ. (1998). Αγροτική Οικονοµική: Θεωρία και Πολιτική, Β έκδοση, Εκδόσεις Μπένου, Αθήνα. Lowenberg-Deboer J. and Erikson K. (2000). Rrecision Farming Profitability, Agricultural Research Programs, Purdue University, West Lafayette, IN. 47907, USA. Lowenberg-Deboer J. (2000). Estimating Precision Farming Benefits. In: Lowenberg- Deboer, J. and Erikson, K. Rrecision Farming Profitability, Agricultural Research Programs, Purdue University, West Lafayette, IN. 47907, USA. Markinos Α., Gemtos T., Toulios., Pateras D., and Zerva G. (2002). Yield mappingof cotton crop in Greece, Proceedings of the 1 st HAICTA Conference, Athens, 6-7 June 2002, pp. 56-62. McCauley D. (1999). Simulation of cotton production for precision farming. Precision Agriculture, 1(1), April, p. 81-94. Miller P. and Paice M. (1998). Patch spraying approaches to optimize the use of herbisides applied to arable land. Journal of the RASE, Vol. 159, p. 70-81. Μυγδάκος Ε. (1995). Η βαµβακοκαλλιέργεια στο Νοµό Καρδίτσας: Εξέλιξη, σηµασία, προβλήµατα, προοπτικές. Στο: Μυγδάκος Ε., Κροµµύδας Α. και Νάνος Π. Μέρες Βαµβακού, πρακτικά Επιστηµονικής Ηµερίδας, Νοµαρχία Καρδίτσας, Σεπτέµβριος 94, Ερµής Γενικές Εκδόσεις, Καρδίτσα. σελ. 1-40. Mulla D., Bhatti A. Hammond M. and Benson J. (1992). A comparison of winter wheat yield and quality under inifor versus spatially variable fertilizer management. Agriculture, Ecosystems and Environment, 38, p. 301-311. Murphy D., Schnug E. and Haneclaus S. (1995). Yield mapping a guide to improved techniques and strategies. In: Proceedings of the Second International Conference of SSite-Specific Management for Agricultural Systems (Robert P; Rust R; Larson W; eds), p. 33-47, ASA, CSSA, SSSA, Madison, WI, USA.

13 Olson K. (1999). The farm manager of the future. Paper presemted at the Crop Pest Management Short Course, University of Minnesota, Department of Applied Economics, November 22. p. 6. Onken A. and Suderman H. (1972). Applied and residual nitrate-nitrogen effects on irrigated grain sorgun yield. Soil Science Society of America Proccedings, 36, p. 94-97. Παπαγεωργίου Κ. και Σπαθής Π. (2000). Αγροτική Πολιτική. Εκδόσεις Στοχαστής- Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, Αθήνα. Pellier G. and Shrini K. Upadyaya (1999). Development of a tomato load/yield monitor. Computers and Electronics in Agriculture, 32, p213-228. Roberson G. (2004). Precision Agriculture: A comprehensive approach. Ρουσσόπουλος. (1995). Ελληνική πολιτική για το βαµβάκι. Στο: Μυγδάκος Ε., Κροµµύδας Α. και Νάνος Π. Μέρες Βαµβακού. Πρακτικά Επιστηµονικής Ηµερίδας, Νοµαρχία Καρδίτσας, Σεπτέµβριος 94, Ερµής Γενικές Εκδόσεις, Καρδίτσα. σελ. 163-180. Schmerler L. and Basten M. (1999). Cost/benefit analysis of introducing site-specific management on a commercial farm. In: Stafford J. Precision Agriculture 99. The Second European Conference on Precision Agriculture 11-15 July 1999 p. 959-967, Odense, Denmark. Sheffield Academic Press, Sheffield, UK. Searcy S., Motz D., Inayatullah A. and Goering K. (1997). Cotton yield mapping. In: Dugger, P. And Richter, D. Proceedings Beldwide Conference, 6-10 January 1997, New Orleans, LA. National Cotton Cuncil of America, Memphis, TN, pp.601-603. Secher B. (1997). Site specific control of diseases in winter wheat. Optimising pesticide applications. Aspects of Applied Biology, 48, p. 49-55. Σιδηράς Ν. (1996). Εδαφικό Περιβάλλον, Πανεπιστηµιακές Παραδόσεις, Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Snyder C., Halvin J., Kluitenberg G. and Schroeder T. (1999). Evaluating the economics of precision agriculture. In: Robert, P; Rust, R; Larson, W. Proceedings of the Fourth International Conference on Precision Agriculture, 19-22 July, p.1621-1632, ASA, CSSA, SSSA, Madison, WI, USA. Stafford J., Ambler B. and Lark R. (1996). Mappingand interpreting the yield variation in cereal crops. Computers and Electronics in Agriculture, 14, p. 101-119. Stafford J. (2000). Implementing Precision Agriculture in the 21 st Century. Journal of agricultural Engineering Research, 76, pp.267-275. Sylvester-Bradley R. (1993). Scope for more efficient use of fertiliser nitrogen. Soil Use and Management, 9(3), pp. 112-117.

14 Swinton S. and Lowenberg-DeBoer J. (1999). Profitability of specific farming, Site Specific Management Guidelines, SSMG-3, South Dakota State University and Potash and Phosphate Institute. Taylor J., Wood G., Earl R. and Godwin R. (2003). Soil factors and their influence on within-field crop variability, Part II: Spatial analysis and determination of management zones. Biosystems Engineering, Vol. 84, Issue 4, April, pp. 441-453. Tomasson J., Penincton D., Pringle H., Colompus E., Tomson S. and Byler R. (1999). Cotton mass flow measurements: experiments with two optical divices. Applied Engineering in Agriculrure, Vol. 15, No. 1, pp. 11-17. Yu M., Segarra E., Watson S., Li H. and Lascano R. (2001). Precision farming practices in irrigated cotton in the Texas high plains. Proceedings of the Beldwide Cotton Conference, National Cotton C0uncil, Memfis TN, Volume 1, pp. 201-208. Yu M., Segara E., Li H., Lascano R., Chilcutt C., Wilson L., Bronson K., and Searcy S. (2000). The economics of precision agricultural practices in cotton production, Proceedings of Beltwide Cotton Conference, pp. 369-374. Watson S., Segara E., Lascano R., Li H., Bronson K. and Booker J. (2003). An economic analysis of whole-field farming versus precision farming: The case of cotton. Beldwide Cotton Conferences, Nashville, TN, pp. 396-411. Weiss M. (1966). Precision farming and spatial economic analysis: Research challenges and opportunities. American Journal of Agricultural Economics, 78, pp. 1275-1280. Welsh J., Wood G., Godwin R., Taylor J., Earl R. Blacmore B. and Knights S. (2003a). Developing strategies of spatially variable nitroden application in cereals, Part I: winter barley. Biosystems Engineering (Special Edition on Precision Agriculture, Vol.84, No. 4, pp. 481-494 Welsh J., Wood G., Godwin R., Taylor J., Earl R. Blacmore B. and Knights S. (2003b). Developing strategies of spatially variable nitroden application in cereals, Part II: wheat. Biosystems Engineering (Special Edition on Precision Agriculture, Vol.84, No. 4, pp. 495-511. Wilkerson J., Kirby J., Hart W. and Woma A. (1994). Real time cotton flow sensor, ASAE paper, 94-1054, St Joseph, Michigan. Wilkerson J., Moody F., Hart W. and Funk, P. (2001). Design and evaluation of a cotton flow rate sensor, Transactions of the ASAE, Vol. 44, No. 6, pp. 1415-1420. Wood G., Welsh J., Godwin R., Taylor J., Earl R. and Knights S. (2003). Real-time measures of canopy size as a basis for spatially vrying nitrogen applications to winter wheat sown at diggerent seed rates. Biosystems Engineering, Vol. 84, No. 4, April, pp. 513-531

15 Παράρτηµα Εικόνα 1. Μέση απόδοση αγρού σε σύσπορο βαµβάκι κατά θέσεις την τριετία 2001-2003 Εικόνα 2. Συµπίεση του εδάφους κατά θέσεις

16 Πίνακας 1. Στοιχεία εδαφολογικής ανάλυσης αγρού σε βάθος 00-30 και 30-60 cm Παράµετροι Ελάχιστο Μέγιστο Μ.Ο. Τυπική απόκλιση Βάθος 0-30 cm Άργιλος 12 37 17,3 3,65 Άµµος 39 61 51,8 4,3 Υλίς 10 40 31,8 9,3 ph 4,2 5,4 4,8 0,3 Οργανική ουσία 0,26 2,84 0,86 0,32 Συνολικό Ν gr\m 2 3,26 34 12,5 6,05 P ppm 0 68 22,9 11,95 Να meq\ 100gr 0,02 0,33 0,08 0,06 Ca meq\ 100gr 3,46 11,6 5,81 1,74 Mg meq\ 100gr 1,17 10,77 3,26 1,53 Κ meq\ 100gr 0,2 0,46 0,32 0,07 Βάθος 30-60 cm Άργιλος 12 30 20,1 3,3 Άµµος 39 65 50,4 6,26 Υλίς 7 39 29,5 5,1 ph 403 5,9 4,97 0,28 Οργανική ουσία 0,03 1,5 0,58 0,25 Συνολικό Ν gr\m 2 3,44 59,8 12,06 8,92 P ppm 7 64 17,25 7,64 Να meq\ 100gr 0,02 0,33 0,077,06 Ca meq\ 100gr 5,4 13,32 8,74 1,66 Mg meq\ 100gr 1,5 11,67 5,54 2,3 Κ meq\ 100gr 0,15 0,59 0,28 0,08 Συµπίεση 0-50 cm kpa 759,3 2096,4 1249 261,2

17