NORMAN DAVIES Ι σ τ ο ρ ί α Τ Η Σ Ε Υ Ρ Ω Π Η Σ Ε Κ Ο Σ Ε Ι Σ Ν Ε Φ Ε Λ Η Α Θ Η Ν Α 2 0 0 9
Ν Ε Φ Ε Λ Η / Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α ιεύθυνση σειράς: Αντώνης Λιάκος - Έφη Γαζή Τίτλος πρωτοτύπου: Europe: A History Copyright Norman Davies, 1997 Μετάφραση: Πελαγία Μαρκέτου και Ιουλία Πεντάζου Επιµέλεια - διορθώσεις: Χρήστος Γκαβάγιας, Πέλλα ικονηµάκη, Μαρία Καΐρη, Αθηνά Συριάτου Σχεδιασµός εξωφύλλου: ηµήτρης Στεβής Σχεδιασµός βιβλίου και τυπογραφική επιµέλεια: Περικλής ουβίτσας Επεξεργασία χαρτών και διαγραµµάτων: ηµήτρης Στεβής Εκτύπωση βιβλίου: Άγγελος Ελεύθερος Εκτύπωση εξωφύλλου: Άρτυπος ΕΠΕ Βιβλιοδεσία: Γιάννης Μπουντάς και Χρήστος Βασιλειάδης Α Τόµος: ISBN: 978-960-211-896-2 Β Τόµος: ISBN: 978-960-211-897-9 Αρ. έκδοσης: 1344 Για την ελληνική γλώσσα: 2009 Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Ασκληπιού 6, Αθήνα 106 80 τηλ.: 210 3639962 fax: 210 3623093 e-mail: info@nnet.gr www.nnet.gr
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Pe s t i s Η Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Α Ν Ο Σ Υ Ν Η Σ Ε Κ Ρ Ι Σ Η, π ε ρ. 1 2 5 0-1 4 9 3 Μια αίσθηση µοιρολατρίας απέναντι στη ζωή επικρατεί κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Οι άνθρωποι γνώριζαν πως η χριστιανοσύνη νοσούσε γνώριζαν πως τα ιδανικά του Ευαγγελίου της Αγάπης απείχαν πολύ από την πραγµατικότητα που ζούσαν δεν γνώριζαν, όµως, πώς να θεραπεύσουν το κακό. Το σηµαντικότερο χριστιανικό κράτος, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, είχε αποµείνει µια θλιβερή σκιά του εαυτού του. Η Αγία Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία δεν µπορούσε ούτε καν να ελέγξει τους ισχυρούς υπηκόους της, πόσο µάλλον να ασκήσει ηγεµονία σε άλλους. Ο παπισµός είχε εκπέσει στο τέλµα της πολιτικής εξάρτησης. Η ανεξαρτητοποίηση των τοπικών φεουδαρχών από την αυτοκρατορία είχε φθάσει σε τέτοιο σηµείο, ώστε κάθε πόλη, κάθε µικρό πριγκιπάτο, έπρεπε να αγωνίζεται αδιάκοπα για την επιβίωσή του. Οι ληστείες, οι προλήψεις και η πανώλη κυριαρχούσαν. Όταν χτύπησε ο Μαύρος Θάνατος, φάνηκε σαν να χτυπούσε η οργή του Θεού τη χριστιανοσύνη για τις αµαρτίες της. «Σύµφωνα µε τις λαϊκές δοξασίες, κανείς µετά το µεγάλο Σχίσµα του δυτικού κόσµου δεν κατάφερε να εισχωρήσει στον Παράδεισο». 1 Ταυτόχρονα, ο «ορµητικός τόνος» της µεσαιωνικής ζωής, το «παράφορο πάθος» της, είχαν καταστήσει τόσο έντονες τις οδύνες και τις απολαύσεις της ζωής, που λέγεται ότι είναι αδύνατον να γίνουν αντιληπτές από τα σύγχρονα αισθητήρια. «Οι έντονες αντιθέσεις και οι εντυπωσιακές µορφές έδιναν έναν τόνο ενθουσιασµού και πάθους στην καθηµερινή ζωή και έτειναν να παράγουν µια διαρκή ταλάντωση ανάµεσα στην απελπισία και στην ξέφρενη χαρά, ανάµεσα στη σκληρότητα και στην ευσεβή τρυφερότητα και αυτό ήταν χαρακτηριστικό γνώρισµα του Μεσαίωνα». 2 Ο Γιόχαν Χόιζινγκα, τα έργα του οποίου επηρέασαν σηµαντικά τις αντιλήψεις µας για την περίοδο αυτή, δεν έκανε λόγο µόνο για την ανασφάλεια απέναντι στις συνεχείς καταστροφές, αλλά και για την «αλαζονική ή ανελέητη δηµοσιότητα» που περιέβαλλε σχεδόν κάθε άτοµο και κάθε περιστατικό τους λεπρούς µε τα κουδούνια, τους ζητιάνους στις εκκλησίες, τις δηµόσιες εκτελέσεις, τις τελετές 1. Johan Huizinga, The Waning of the Middle Ages (1924), Λονδίνο 1955, σ. 30. 2. Στο ίδιο, σ. 10.
432 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ: Pestis του αιωνίου πυρός της Κολάσεως, τις λιτανείες, τους νάνους και τους θαυµατοποιούς, τα φαντασµαγορικά θεάµατα, τα αδρά χρώµατα των οικοσήµων, τις καµπάνες στα κωδωνοστάσια και τους κράχτες στους δρόµους, τη δυσωδία και τα αρώµατα: Την εποχή που η σφαγή των Αρµανιάκ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη [ ] [το 1418] οι Παρισινοί ίδρυσαν, στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου, την αδελφότητα του Αγίου Ανδρέα: καθένας, ιερέας ή λαϊκός, φορούσε ένα στεφάνι από κόκκινα ρόδα, µε αποτέλεσµα η εκκλησία να ευωδιάζει [ ] σαν να είχε πλυθεί µε ροδόνερο. 3 3. Στο ίδιο, σ. 26. 4. «The Advent of the New Form», στο ίδιο, σ. 334. Αυτές οι αναφορές στις «ακραίες εξάρσεις της µεσαιωνικής ψυχής» µπορεί να χρωστούν κάτι στον ενθουσιασµό που προκάλεσε το γοτθικό στοιχείο στους µεταγενέστερους Ροµαντικούς. Ωστόσο, είναι σηµαντικές και πρέπει να λαµβάνονται υπ όψιν, όταν επιχειρείται το αδύνατο: η ανάκτηση του µεσαιωνικού παρελθόντος. Παρ όλ αυτά, πρέπει να αντιµετωπίσουµε µε προσοχή και αυτή καθ εαυτήν την προσφυή θέση του Χόιζινγκα. Όπως οι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί, ο Χόιζινγκα επικέντρωσε τις έρευνές του σε µία µόνο περιοχή της δυτικής Ευρώπης, που στην περίπτωσή του ήταν η Γαλλία και η Ολλανδία εποµένως, πρέπει να είµαστε επιφυλακτικοί στη γενίκευση των θεωριών του ως προς το σύνολο της χριστιανοσύνης. Επιπλέον, στην τόσο παραστατική απεικόνιση του πνεύµατος της παρακµής του Μεσαίωνα, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παραγνώρισης των σπερµάτων της αλλαγής και της αναγέννησης που επίσης υπήρχαν. Οι µελετητές της Αναγέννησης ανιχνεύουν χωρίς καµιά δυσκολία τις ρίζες των ζητηµάτων που µελετούν κατά τον πρώιµο δέκατο τέταρτο αιώνα (βλ. κεφ. VII). Λογικά, υπήρξε µια αρκετά µακροχρόνια περίοδος όπου το παλιό συνυπήρχε µε το νέο. Οι ιστορικοί εστιάζουν στο ένα ή στο άλλο, ανάλογα µε την ιστορία που θέλουν να αφηγηθούν. Ο Χόιζινγκα υποστηρίζει ότι µορφές ανθρωπιστών έκαναν πράγ- µατι την εµφάνισή τους κατά τα όψιµα χρόνια, χωρίς όµως την «έµπνευση» της Αναγέννησης. Και καταλήγει µε την αγαπηµένη αλληγορία όλων των ιστορικών που έχουν να αντιµετωπίσουν τους ρυθµούς της αλλαγής: «Το ρεύµα της παλίρροιας αναστρέφεται». 4 Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ίσως είναι φρόνιµο να αντισταθούµε στην αλληγορία του µεσαιωνικού λυκόφωτος. Ίσως θα είναι καλύτερο να σκεφθούµε την περίοδο µε τους όρους µιας παρατεταµένης κρίσης, για την οποία οι άνθρωποι της εποχής δεν έβρισκαν καµιά λύση. εν υπήρχε καµιά επίγνωση της αυγής που έµελλε να έρθει. Από πολλές απόψεις, οι Ευρωπαίοι του ύστερου Μεσαίωνα ήταν παιδιά της πανώλης. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως είχε ανασυγκροτηθεί µετά την εκδίωξη των Λατίνων αυτοκρατόρων, αποτελούσε πλέον σκιά της σκιάς της. Στις ευρωπαϊκές ακτές κατείχε κάτι περισσότερο από την πόλη της Κωνσταντινούπολης και
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗ ΣΕ ΚΡΙΣΗ, ΠΕΡ. 1250-1493 433 τη γειτονική επαρχία της Ρωµυλίας. Στη Μικρά Ασία κατείχε κάποιες πόλεις στη Μαύρη Θάλασσα και το µεγαλύτερο τµήµα της ακτογραµµής του Αιγαίου. Από τις παλαιότερες κτήσεις της, άλλες επαρχίες είχαν κατακτηθεί από τα αυτόνο- µα βασίλεια της Βουλγαρίας και της Σερβίας και άλλες από Φράγκους ηγεµόνες, ή Σταυροφόρους που παρέµειναν στους ξένους τόπους, ή από Βενετούς κυβερνήτες. Στην Ανατολία, οι κτήσεις της είχαν πέσει στα χέρια των Τούρκων σουλτάνων του Ικονίου, που είχαν σχηµατίσει τη λεγόµενη Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, και του βασιλείου της Μικρής Αρµενίας. Από το 1261 µέχρι την οριστική της καταστροφή, το 1453, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κυβερνιόταν από τη δυναστεία των Παλαιολόγων, απογόνων του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου (1258-1282), ο οποίος είχε µηχανευθεί την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης κατά την απουσία του βενετικού στόλου. Γι αυτή την αυτοκρατορία, που βρισκόταν στα τελευταία της, ένας ιστορικός έγραψε: Οι Έλληνες δοξάστηκαν στο όνοµα των Ρωµαίων: προσκολλήθηκαν στις µορφές της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης χωρίς τη στρατιωτική της ισχύ διατήρησαν τον ρωµαϊκό κώδικα χωρίς τη συστηµατική απονοµή της δικαιοσύνης υπερηφανεύθηκαν για την ορθοδοξία της Εκκλησίας τους, ενώ οι κληρικοί [ ] έζησαν σε καθεστώς υποτέλειας στην αυτοκρατορική αυλή. Μια τέτοια κοινωνία δεν µπορούσε παρά να εξασθενίσει, έστω και αν η εξασθένιση άργησε να έρθει. 5 Οι Παλαιολόγοι αναζήτησαν απελπισµένα βοήθεια από παντού. Ως αντίβαρο στη Βενετία, στράφηκαν στους Γενουάτες, που σε διάφορες εποχές είχαν κυριεύσει την Άµαστρι, το Πέραν και τη Σµύρνη, καθώς και τα νησιά της Λέσβου, της Σάµου και της Χίου. Συµµάχησαν µε την Αραγωνία και, σε πολλές περιπτώσεις, προσπάθησαν να δελεάσουν την παπική αρχή µε την προοπτική άρσης του Σχίσµατος. Την εποχή των εµφύλιων πολέµων (1321-1354) αποκατέστησαν για σύντοµο χρονικό διάστηµα την κυριαρχία τους ώς την Ήπειρο. Ωστόσο, µέχρι το 1382 ένας «δεσπότης» ένα είδος αντιαυτοκράτορα κυβερνούσε την πόλη του Μυστρά στο Μωριά. Εκείνη την εποχή ο Ιωάννης Ε (1341-1391) είχε ήδη προσηλυτιστεί στον ρωµαιοκαθολικισµό και ταυτόχρονα είχε γίνει υποτελής των Τούρκων. Το 1399 ο διάδοχός του Μανουήλ Β (1391-1425) εγκαινίασε µια περιοδεία σε Ρώµη, Παρίσι και Λονδίνο, αναζητώντας µάταια υποστήριξη. [ΜΟΥΣΙΚΗ] Η πιο σηµαντική εξέλιξη της περιόδου αυτής ήταν η εµφάνιση µιας νέας τουρκικής πολεµικής φυλής που έµελλε να υποσκελίσει τους Βυζαντινούς. Οι Οσµανλήδες ή Οθωµανοί κατέλαβαν το κενό που άφησαν οι Σελτζούκοι µετά την ήττα τους από τους Μογγόλους. Πήραν το όνοµά τους από τον Οσµάν Α (β. 1281-1326), γιο του ιδρυτή της φυλής τους, Ερτογρούλ, ο οποίος είχε εγκαθιδρύσει µια στρατιωτική βάση στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Από εκεί επιδόθηκαν σε µακρινές επιδροµές, παρενοχλώντας τα βυζαντινά σύνορα, εξαπολύοντας πειρατικούς στόλους στο Αιγαίο και διεισδύοντας στα Βαλκάνια. Εισχώρησαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1308, όταν η ισχυρή Καταλανική Εταιρεία, η οποία είχε προσφέρει τις µισθοφορικές υπηρεσίες της στους Βυζαντινούς, προσέλαβε 5. R. Lodge, The Close of the Middle Ages, Λονδίνο 1920, σ. 496.