ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ EQUAL ΕΡΓΟ ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΔΡΑΣΗ 15 «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ»



Σχετικά έγγραφα
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Από τη μεγάλη γκάμα των δεξιοτήτων ζωής που μπορεί κανείς να αναπτύξει παρακάτω παρουσιάζονται τρεις βασικοί άξονες.

A μέρος Σεμιναρίου. Λευκωσία Οκτωβρίου 2008 Μαρία Παναγή- Καραγιάννη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ. Φιλία Ίσαρη Επίκουρη Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Προσόντα με υψηλή αξία για τους εργοδότες σε σχέση με την αναπηρία

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ (ΥΣΕΑ)

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Ενότητα εκπαίδευσης και κατάρτισης για τις δεξιότητες ηγεσίας. Αξιολόγηση Ικανοτήτων

ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Σέργια Σεργίδου, Φιλόλογος Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων 28 Μαρτίου 2015

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Π β.4: Οδηγός επιμορφωτή για τη ΘΕ5: «Συμβουλευτική και Επαγγελματικός προσανατολισμός και πληροφόρηση»

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

«Tα 14 Πράγματα που Κάνουν οι Καταπληκτικοί Γονείς», από την ψυχολόγο-συγγραφέα Dr. Λίζα Βάρβογλη!

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 3. Δημιουργία και Βελτίωση Κοινωνικού Εαυτού

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

φορείς από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Α. ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

Ψυχοκοινωνικές Διαστάσεις των Κινητικών Παιχνιδιών. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ την ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ της ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ενός ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

H Ναταλί Σαμπά στο babyspace.gr

Διαχείριση της Σταδιοδρομίας και ο Ρόλος της Συμβουλευτικής στην Σύγχρονη Ελληνική Πραγματικότητα. Λίλιαν Σουμέλη

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΝΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΕΣ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Νιάκα Ευγενία Σχολική Σύμβουλος

Στυλιανός Βγαγκές - Βάλια Καλογρίδη. «Καθολικός Σχεδιασμός και Ανάπτυξη Προσβάσιμου Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού» -Οριζόντια Πράξη με MIS

Παιδαγωγική Ψυχολογία Βιομηχανική Ψυχολογία

ΘΕΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ. Άννα Κουκά

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Το παιχνίδι της χαράς

Οργανωσιακή μάθηση. Εισηγητής : Δρ. Γιάννης Χατζηκιάν

Ο ρόλος του νοσηλευτή ως σύμβουλος στις μεθόδους αφαίρεσης. Γεωργία Γερογιάννη Λέκτορας Εφαρμογών Τμήμα Νοσηλευτικής Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Προσωπο-κεντρική θεωρία (person-centred) [πρώην Πελατο-κεντρική θεωρία ]

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΤΗΣΙΩΝ

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

2. Δεξιότητες επικοινωνίας ενηλίκων εκπαιδευομένων. Επιμόρφωση εκπαιδευτών/τριών Επιμορφωτικών Κέντρων Λευκωσία

Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς «ΝΗΡΕΑΣ»

Ο ρόλος της οικογένειας στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των μαθητών

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Managers & Leaders. Managers & Leaders

Η εισήγηση Η τεχνική του καταιγισμού ιδεών (Brainstorming). Η μελέτη περίπτωσης. Παίξιμο ρόλων-τα παιχνίδια προσομοίωσης, ρόλων,

Συμβουλευτική Ψυχολογία και Προσανατολισμός

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Αξιολόγηση και Αυτοαξιολόγηση Εκπαιδευομένων- Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού

Αρχική διαγνωστική αξιολόγηση, σύναψη συμβολαίου, και διερεύνηση. Διδάσκουσα: Δέσποινα Σιδηροπούλου-Δημακάκου

Αλληλεπίδραση μαθητού/γονέα/σχολείου σε. επαγγελματικές επιλογές

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

Επικοινωνία προπονητή-αθλητών

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Εργάζομαι αισθάνομαι... πετυχαίνω!!!!!

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

Συμβουλευτική στη δια βίου ανάπτυξη. Καθηγήτρια: Καλούρη Ο. Σπουδάστρια: Δασκαλά Βασιλική

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ)

Συναισθήματα και η Διαχείρισή τους

Συμβουλευτική κι Επαγγελματικός Προσανατολισμός: Προετοιμασία των Μαθητών για την Εκπαίδευση και την Απασχόληση

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΟΝΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα.

Λαµβάνοντας τη διάγνωση: συναισθήµατα και αντιδράσεις

Δημοτικό Σχολείο Σωτήρας Β Η δική μας πρόταση- εμπειρία

Αντιμετώπιση και Διαχείριση των Προβλημάτων στην Σύγχρονη Καθημερινή Πραγματικότητα

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

Μελέτη Περιβάλλοντος και Συνεργατική οργάνωση του μαθήματος

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Προσωπική και Κοινωνική Συνειδητοποίηση και Συναισθηματική Ενδυνάμωση. Δρ Μαρία Ηρακλέους

ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ

Μάχη Νικολάρα: Δεν ακούγεται και πολύ δημιουργικό αυτό, έτσι όπως το περιγράφετε.

Ενίσχυση των σχέσεων και της συνεργασίας ανάμεσα στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς. Στηρίζεται στην ενεργητική παρουσία των συμμετεχόντων, στην

Οι γνώμες είναι πολλές

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

Μαθησιακά Αποτελέσματα Matrix Ελληνική Έκδοση

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Ομαδική λήψη απόφασης και βιωματικές ασκήσεις. Κατερίνα Αργυροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια

ΗΘΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ & ΣΤΗΝ Φ.Α.

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Κριτικό Αναπτυξιακό Μοντέλο

Ομάδα μαθητών :Τρασάνη Κλαρίσα, Μάλλιαρη Ελένη, Πολυξένη Αθηνά Τσαούση, Κοτσώνη Ζωή Ανθή, Αθανασοπούλου Ευφροσύνη, Θεοδωροπούλου Θεώνη

Αλλαγές Κατά τη Διάρκεια της Εγκυμοσύνης

ΠΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ;

e-seminars Ηγούμαι 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Εκπαιδευτικά Παιχνίδια για παιδιά στη φύση

Transcript:

ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ EQUAL ΕΡΓΟ ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΔΡΑΣΗ 15 «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ» ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ- ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ Απρίλιος 2007

Αρχές Συμβουλευτικής 1. Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε και στη χώρα μας η Συμβουλευτική και η Συμβουλευτική Ψυχολογία, με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες, που ήδη διαθέτουν παράδοση ετών και δεκαετιών ακόμη στη Συμβουλευτική, και με τις ΗΠΑ να έχουν τη μακρότερη και πλουσιότερη παράδοση. Οι λόγοι που ώθησαν στην εμφάνιση και καθιέρωση της Συμβουλευτικής είναι πολλοί και συνάδουν κατά κύριο λόγο- με τη δομή της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία καθιστά αναγκαία την ύπαρξη θεσμών βοήθειας και επικούρησης του ανθρώπου. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, ρευστότητα και ραγδαίες εξελίξεις. Ο σημερινός άνθρωπος καλείται να παράγει ένα ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό έργο μέσα σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο. Η εν λόγω συνθήκη δημιουργεί συχνά καταστάσεις υψηλού άγχους στα άτομα, το οποίο σε συνδυασμό με άλλα προσωπικά ή/και κοινωνικά αδιέξοδα αιτιάται για μια σωρεία ψυχικών προβλημάτων και ασθενειών. Ο ρόλος της Συμβουλευτικής είναι πλέον ιδιαιτέρως αναγκαίος και καταλυτικός σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής (εκπαίδευση, εργασία, οικογένεια κλπ) αρκεί να ασκείται ορθά και υπεύθυνα από άτομα που κατέχουν τις πρέπουσες γνώσεις και δεξιότητες. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί σχετικά με το τι είναι Συμβουλευτική, αλλά ο γενικός σκοπός της είναι η διεξαγωγή συνέντευξης με ένα άλλο πρόσωπο (το οποίο εδώ θα αναφέρουμε ως πελάτη) που του/ της δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσει μια κατάσταση/ ένα πρόβλημα/ μια δυσκολία που τον αφορά, να εκφράσει τα συναισθήματά του και να επιδιώξει να βρει τη δική του λύση ή τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος του. Η Συμβουλευτική παρέμβαση θα μπορούσε να οριστεί πάνω σε τρεις άξονες αναφοράς 1, οι οποίοι σχετίζονται με: 1. τη λειτουργία της και τη μορφή της, 2. τον επιστημονικό της χαρακτήρα, και 3. το σκοπό της. 2

Σχετικά με τον πρώτο άξονα, η Συμβουλευτική έχει οριστεί ως «η διαδικασία εκείνη κατά την οποία είτε κατά τρόπο ατομικό είτε κατά τρόπο ομαδικό ένας ειδικός, που υπό ορισμένες προϋποθέσεις λέγεται Σύμβουλος, συνεξετάζει με ένα άτομο (ή κάποια άτομα) θέματα ή προβλήματα που απασχολούν το άτομο (ή τα άτομα) και διευκολύνει τη λύση τους». Σε κάθε, λοιπόν, συμβουλευτική παρέμβαση, και στη Συμβουλευτική συνολικά, είναι παρόντα τα παρακάτω συστατικά στοιχεία 2, τα οποία στοιχειοθετούν και το περιεχόμενό της: α. Υπάρχει ένα άτομο (ο πελάτης, ο συμβουλευόμενος κτλ. που κάποτε προφανώς μπορεί να είναι ομάδα ατόμων) που έχει ανάγκη να βοηθηθεί να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημά του, να χειριστεί κάποιο θέμα του ή να πραγματώσει κάποια εξελικτική λειτουργία ή δραστηριότητα (π.χ. αυτογνωσία αυτοαντίληψη), να υλοποιήσει κάποιον συγκεκριμένο σκοπό κλπ. β. Το άτομο αυτό προσέρχεται σε κάποιον ειδικό, τον λειτουργό της Συμβουλευτικής, που υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι ο "Σύμβουλος" (Counsellor), επειδή πιστεύει και προσδοκά ότι αυτός ο ειδικός λειτουργός διαθέτει τη γνώση, την κατάρτιση, τη θέληση, αλλά και την αντίστοιχη προδιάθεση προκειμένου να προσφέρει την απαιτούμενη στήριξη, επικούρηση, θεραπεία κλπ. γ. Κατά τη διάρκεια της παρέμβασης εξετάζεται, αντιμετωπίζεται ή επιλύεται το συγκεκριμένο πρόβλημα-θέμα που φέρνει το άτομο στον ειδικό δ. Μεταξύ των δύο αυτών μερών αναπτύσσεται και λειτουργεί μια ανθρώπινη συστηματική και οργανωμένη σχέση, η Συμβουλευτική σχέση, η οποία και αποτελεί τον άξονα δράσης για την υλοποίηση της συγκεκριμένης παρέμβασης. ε. Η συμβουλευτική αυτή σχέση λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο (χώρος, συνθήκες, κλίμα κτλ.), το οποίο είναι έτσι οργανωμένο ώστε να λειτουργεί 1 Δημητρόπουλος Ευ. Συμβουλευτική Προσανατολισμός - τόμος Α», 2002- σελ.20 2 Δημητρόπουλος Ευ. Συμβουλευτική Προσανατολισμός - τόμος Α», 2002 - σελ.21 3

διευκολυντικά στη σχέση αυτή, και αυξάνει την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης γενικότερα. στ. Η συμβουλευτική σχέση-παρέμβαση είναι μια συστηματικά οργανωμένη προσπάθεια, κατά την οποία είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται η κατάλληλη κατά περίπτωση επιστημονική μεθοδολογία, η μεθοδολογία της συμβουλευτικής παρέμβασης, την οποία προϋποτίθεται ότι ο λειτουργός γνωρίζει και είναι σε θέση να χρησιμοποιεί. ζ. Ο τρόπος με τον οποίο όλα τα παραπάνω στοιχεία λειτουργούν ή αξιοποιούνται κατά τη συμβουλευτική παρέμβαση κατά κύριο λόγο προτείνεται και κατά κανόνα επιβάλλεται από τη θεωρία της Συμβουλευτικής, η οποία, όπως σε κάθε επιστήμη, αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της Συμβουλευτικής. η. Κατά την υλοποίηση όλων αυτών των "συστατικών", δηλαδή καθ' όλη τη διάρκεια της συμβουλευτικής παρέμβασης, αλλά και για ένα διάστημα πριν και μετά απ' αυτήν, ουσιαστικός είναι ο ρόλος της αξιολόγησης και κάποτε της έρευνας, προσανατολισμένων βέβαια πάντα προς τους σκοπούς της πράξης της Συμβουλευτικής. θ. Τέλος, κατά την εφαρμογή της Συμβουλευτικής στην πράξη, είναι ανάγκη να ακολουθούνται ορισμένες βασικές αρχές και να τηρούνται τα δασικά στοιχεία ενός κώδικα δεοντολογίας, γραπτού ή απλά διάχυτου στο επιστημονικό περιβάλλον της συμβουλευτικής πράξης. Σχετικά με το δεύτερο άξονα, η Συμβουλευτική είναι ένα ξεχωριστό γνωστικό αντικείμενο, μια ξεχωριστή επιστημονική περιοχή. Δεν αποτελεί βέβαια ακόμη από μόνη της ανεξάρτητη επιστήμη με την καθ αυτήν έννοια του όρου. Είναι όμως ένας ξεχωριστός, ευδιάκριτος επιστημονικός χώρος, που επεκτείνεται δυναμικά και εξελίσσεται συνεχώς. Αποδίδεται, λοιπόν, με τον όρο «Συμβουλευτική» και το επιστημονικό περιεχόμενο αυτού του χώρου, ως θεωρία και ως εφαρμογή, ως θεωρητική υπόσταση αλλά και ως πρακτική, χρηστική εφαρμογή. Μαζί είναι κι ένα επάγγελμα, που ασκείται από τους ειδικούς που έχουν ειδικευτεί σ' αυτή την επιστημονική περιοχή. 4

Σχετικά με τον τρίτο άξονα, η Συμβουλευτική είναι ακόμη μία μέθοδος προσέγγισης και παρέμβασης βοήθειας, ένα μέσο για εξασφάλιση αυτής της βοήθειας, προς το άτομο που αντιμετωπίζει ή προσπαθεί να προλάβει κάποιο πρό6λημα. Μ' αυτή την έννοια είναι και διαδικασία και πορεία εργασίας και μια σειρά δεξιοτήτων για την εφαρμογή της μεθοδολογίας στην προσπάθεια παροχής βοήθειας ή πρόληψης 2. Αντικείμενο και σκοποί της Συμβουλευτικής Η έννοια του αντικειμένου της Συμβουλευτικής μπορεί να προσεγγιστεί από δύο κατευθύνσεις: Η μία κατεύθυνση αφορά στο αντικείμενο ενδιαφέροντος της, δηλαδή την πελατεία της. Η Συμβουλευτική απευθύνεται προς πολλές ομάδες ατόμων, ανάλογα με τους χώρους της εκάστοτε εφαρμογής της. Το γεγονός ότι απευθύνεται κατά βάση σε υγιή άτομα, δεν αποκλείει την αντισταθμιστική και επανορθωτική (δηλαδή θεραπευτική χρήση της ), η οποία όμως δεν αποτελεί τον κύριο σκοπό της Συμβουλευτικής 3,. Η άλλη κατεύθυνση αφορά στο επιστημονικό της περιεχόμενο, τις μεθόδους και τις τεχνικές,δηλαδή, που εφαρμόζει. Γενικότερα, μεταξύ των κυριοτέρων αντικειμένων ενασχόλησης της Συμβουλευτικής θεωρούνται τα ακόλουθα: Η επίλυση προβλημάτων Η αυτογνωσία Η πληροφόρηση Η τοποθέτηση (σε θέση εργασίας ) Η παρακολούθηση/ παρέμβαση Η ψυχολογική στήριξη Η διευκόλυνση / ανάπτυξη υγιών σχέσεων Η σωστή επικοινωνία Η προσαρμογή Η αυτοπραγμάτωση κλπ. 3 Αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί τη Συμβουλευτική από τη Ψυχολογία και την Ψυχιατρική, οι οποίες δύνανται να ασχολούνται με άτομα που παρουσιάζουν ποικίλα ψυχικά νοσήματα και αποβλέπουν στη θεραπεία αυτών. 5

Αναφορικά με τους σκοπούς της Συμβουλευτικής παρατηρούμε τα ακόλουθα: 4 Οι Krumboltz και Thoresen (1969) υποστηρίζουν ότι όταν καταρτίζονται οι σκοποί της Συμβουλευτικής θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τρία κριτήρια: i. ο σκοπός πρέπει να είναι επιθυμητός από το άτομο, ii. ο Σύμβουλος πρέπει να είναι πρόθυμος να βοηθήσει στην υλοποίηση του σκοπού, και iii. πρέπει να είναι εύκολο να διαπιστωθεί αν υλοποιήθηκαν οι σκοποί ή όχι. Ο Byme (1963) προτείνει να θεωρούνται οι σκοποί της Συμβουλευτικής σε τρεις άξονες διάρκειας: ii. ως άμεσοι (βραχυπρόθεσμοι), iii. ως ενδιάμεσοι (μεσοπρόθεσμοι) και iv. ως τελικοί (που μπορεί να είναι μακροπρόθεσμοι). Και οι τρεις αυτές κατηγορίες σκοπών είναι σημαντικές, αφού το άτομο μπορεί να το ενδιαφέρουν τα άμεσα αποτελέσματα της προσπάθειάς του, αλλά κάποτε ο μακροπρόθεσμος τελικός σκοπός μπορεί να είναι πιο σημαντικός. Άλλοι μελετητές της Συμβουλευτικής προτιμούν να οριοθετούν ανάστροφα το περιεχόμενο και το σκοπό της, δηλαδή ορίζουν τι δεν πρέπει να επιδιώκεται με τη Συμβουλευτική. Για παράδειγμα, ο Arbuckle (1970) τονίζει ότι δεν πρέπει ν' αποτελεί σκοπό της Συμβουλευτικής: i. η υποταγή του ατόμου στο περιβάλλον (λανθασμένη έννοια της προσαρμογής), ii. το να προσδοθεί απλώς ικανοποίηση στο άτομο, αλλά χωρίς ουσιαστικό κέρδος του, iii. η δημιουργία μιας ψυχολογικής ανεξαρτησίας στο άτομο που όμως δεν Συμβαδίζει με τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, iv. το να λύσει ο Σύμβουλος τα προβλήματα του ατόμου, v. το να ικανοποιηθεί το περιβάλλον εις βάρος του ατόμου, και ανάστροφα. Οι σκοποί πρέπει να ορίζονται με βάση τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του ατόμου και όχι με άξονα τις επιθυμίες του Συμβούλου ή οποιουδήποτε άλλου. 4 Δημητρόπουλος Ευ. Συμβουλευτική Προσανατολισμός - τόμος Α», 2002- σελ.28 6

Μετά τις παραπάνω εισαγωγικές επισημάνσεις σχετικά με την κατάρτιση των σκοπών της Συμβουλευτικής επιχειρείται παρακάτω μια ενδεικτική και μόνο καταχώριση σκοπών. Όπως σημειώνει η Tyler (1969) υπάρχουν δύο τάσεις στις προσπάθειες ορισμού των σκοπών της Συμβουλευτικής: Στη μια τάση ανήκουν εκείνοι οι οποίοι δίνουν έμφαση στην άποψη ότι η Συμβουλευτική αποβλέπει στο να διευκολύνει τη λήψη συνετών αποφάσεων, στο να βοηθήσει το άτομο να μάθει να πραγματοποιεί και να επιτυγχάνει συνετές επιλογές. Σύμφωνα με την άλλη τάση, κεντρικός σκοπός της Συμβουλευτικής είναι να διευκολύνει το άτομο να πετύχει σωστή προσαρμογή και να εξασφαλίσει, να διατηρήσει ή να προαγάγει την ψυχική του υγεία. Κατά μία γενική τοποθέτηση, σκοπός της Συμβουλευτικής είναι να διευκολύνει το άτομο να επιτύχει τις απαραίτητες αλλαγές στη συμπεριφορά του, ή στη συμπεριφορά των άλλων, ώστε να εξασφαλίσει τη συνετότερη αξιοποίηση του εαυτού του. Μ' αυτή την έννοια, η χροιά της Συμβουλευτικής πρέπει να είναι περισσότερο προληπτική και λιγότερο επανορθωτική ή αντισταθμιστική. Είναι ακόμη βασικός σκοπός της Συμβουλευτικής να βοηθήσει το άτομο να εξασφαλίσει τέτοιου βαθμού αυτογνωσία και τέτοιου βαθμού αυτοέλεγχο ώστε να εξελιχθεί σε ένα πρόσωπο αυτοελεγχόμενο, που μέσω της δικής του βούλησης να ελέγχει την πορεία του στη ζωή και αυτά που του συμβαίνουν, να πρωταγωνιστεί στη ζωή του, να προγραμματίζει τις ενέργειές του και να θέτει στόχους, να αποφασίζει για τον εαυτό του, να τον αποδέχεται, και να αντισταθμίζει αποτελεσματικά τυχόν αδυναμίες του, ώστε να οδηγηθεί στη μερική και ολική αυτοπραγμάτωσή του. Ο ρόλος του Συμβούλου 5 Η Συμβουλευτική ορίζεται πολύ συχνά ως μια σχέση, μέσω της οποίας οι σύμβουλοι βοηθούν τους πελάτες τους να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό 5 Χ. Κοσμίδου- Γαλανουδάκη «Συμβουλευτική», 1996 7

τους και να ζήσουν πιο επoικoδoμητικά αναπτύσσοντας την ικανότητα να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους μόνοι τους. Η προσωποκεντρική προσέγγιση ιδιαίτερα θεωρεί μια συμβουλευτική σχέση αποτελεσματική όταν ο Σύμβουλος δείχνει ένα «άνευ όρων» σεβασμό για τον πελάτη, ζεστασιά, ενδιαφέρον, γνησιότητα και κατανόηση των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Δυστυχώς όμως η Συμβουλευτική θεωρείται από ορισμένους ως ένα «ρεπερτόριο» δεξιοτήτων. Η Συμβουλευτική σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υπεραπλουστεύσει επικίνδυνα και να εξισώνεται με ένα σύνολο τεχνικών ή με τη συμβουλευτική συνέντευξη. Αντίθετα, είναι μια πολύπλοκη σχέση που απαιτεί υψηλό βαθμό αυτογνωσίας του συμβούλου, πλατειά θεωρητική ενημέρωση - κυρίως σε θέματα Επικοινωνίας και Συμβουλευτικής- και, βέβαια, γνώση και κριτική προσέγγιση μεθόδων, εργαλείων, δεξιοτήτων και τεχνικών. Οι απόψεις των συμβούλων για το ποιες είναι οι βασικές δεξιότητες διαφέρουν, ανάλογα με τη θεωρητική προσέγγιση που τους εκφράζει περισσότερο. Έτσι, επειδή οι θεωρητικές προσεγγίσεις είναι αρκετές, υπάρχουν πολλές και διαφορετικές δεξιότητες. Ένας σύμβουλος που πιστεύει στη ψυχανάλυση, για παράδειγμα, μπορεί να δώσει έμφαση στην ερμηνεία ονείρων και ένας μπηχεβιoριστής είναι δυνατόν να χρησιμoπoιεί συστηματικά τις αμοιβές για να ενισχύσει ένα. είδος συμπεριφοράς, ενώ για μερικούς συμβούλους που τους εκφράζει η ανθρωπιστική προσέγγιση, μια θετική σχέση στη συμβουλευτική διαδικασία είναι και αναγκαία και αρκετή. Ωστόσο, πέραν των όποιων θεωρητικών προσεγγίσεων, αυτό που πραγματικά βοηθάει ένα σύμβoυλo στο να εξελιχτεί περισσότερο είναι η πρακτική εξάσκηση. Εφαρμόζοντας τη Συμβoυλευτική μαθαίνει και αναπτύσσει τόσο τον ίδιο του τον εαυτό, όσο και δεξιότητες. Διαπιστώνει τι βοηθάει περισσότερο, τι δεν πήγε καλά στην πορεία τι έφταιξε, τι χρειάζεται να γίνει κλπ. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιεί άλλους ανθρώπους ως "πειραματόζωα" για τη δική του εξάσκηση. Μπορεί, για παράδειγμα, να μάθει κανείς αρκετά με το να ζητήσει ο ίδιος "βοήθεια" από κάποιους πιο ειδικευμένους, παίζοντας έτσι το ρόλο του πελάτη. Με τον τρόπο αυτό, έχει την ευκαιρία να ζήσει ο ίδιος τα συναισθήματα, τους φόβους και τις επιφυλάξεις ενός πιθανού πελάτη. Μπορεί ακόμη να εξασκηθεί μέσα από τη συνειδητή πρακτική των καθημερινών του σχέσεων. Επίσης μπορεί να μάθει αρκετά πράγματα και να εξασκηθεί παίρνοντας μέρος σε oμάδες Συμβουλευτικής. 8

Επίσης, αυτό που έχει σημασία είναι το να είναι κανείς ανοικτός στην εμπειρία, να κάνει αυτοκριτική προσπαθώντας να απαλλαγεί από ενδεχόμενους μηχανισμoύς άμυνας, αν κάτι δεν πάει καλά, και να προσπαθεί να βελτιώνεται χρησιμοποιώντας επoικoδoμητικά την εμπειρία του που, όπως υποστηρίζει και ο C. Rogers, είναι η ανώτατη επιστήμη. Μαθαίνουμε και μέσα από τα λάθη μας που είναι λίγο - πολύ αναπόφευκτα, αφού κανείς δεν είναι τέλειος. Η ίδια η ζωή είναι μια εξελικτική διαδικασία. Επιπροσθέτως, η γνώση διαφόρων τεχνικών που εφαρμόζονται από πολλούς στη συμβουλευτική διαδικασία μπoρεί να βοηθήσει το σύμβουλο. Τέτοιες τεχνικές είναι: παίξιμo ρόλων, ερωτηματολόγια (self - report techniques), παιχνίδια και διάφορες ασκήσεις. Εκείνο όμως που είναι το σημαντικότερο, είναι η ικανότητα του συμβούλου να δημιουργεί συναισθηματική επαφή με τους άλλους. Διαφoρετικά υπάρχει ο κίνδυνος να λειτουργεί ο σύμβουλος μηχανιστικά, στηριγμένος μόνο σε τεχνικές και δεξιότητες, εις βάρος της προσωπικής, αυθεντικής σχέσης με τον πελάτη.. Οι δεξιότητες των συμβούλων είναι δυνατόν να διαφέρουν ανάλογα και με τους τομείς της Συμβoυλευτικής. Ένας σύμβουλος ενεργού επαγγελματικού προσανατολισμού για παράδειγμα, ίσως χρειαστεί να εξασκηθεί στην ανίχνευση επαγγελματικών ενδιαφερόντων και να γνωρίζει πηγές για επαγγελματική πληροφόρηση. Ένας σύμβουλος εκπαιδευτικού και επαγγελματικού προσανατολισμού θα πρέπει πρωταρχικά να βοηθήσει τους μαθητές, με τις κατάλληλες ψυχοπαιδαγωγικές διαδικασίες, στην αυτοεξερεύνησή τους, στην τόνωση της αυτοπεποίθησης τους, στην ενεργό αναζήτηση πληρoφοριών, στην ανάπτυξη της κριτικής τους ικανότητας, στην απόκτηση ορισμένων κοινωνικών δεξιοτήτων κτλ. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε μερικές δεξιότητες που θεωρούμε ότι είναι πολύ χρήσιμες και που προέρχονται από διαφορετικές προσεγγίσεις. Απαραίτητες δεξιότητες κατά τη συμβουλευτική διαδικασία. Μερικές δεξιότητες είναι τόσο βασικές, που αποτελούν μέρος όλων σχεδόν των προσεγγίσεων της Συμβουλευτικής. Παρακάτω αναφέρονται λεπτομερέστερα οι βασικότερες απ' αυτές: 9

Α. Ίσως η πιο βασική δεξιότητα είναι η ικανότητα του συμβούλου να είναι καλός ακροατής. Αυτό προϋποθέτει ένα καλό επίπεδο αυτογνωσίας από το σύμβουλο και επαγρύπνηση για τα λεκτικά και μη λεκτικά μηνύματα του πελάτη, στα οποία πρέπει και να ανταποκρίνεται σ αυτά. Διαφορετικά, η ακρόαση, στη συμβoυλευτική διαδικασία δε θα διαφέρει από αυτήν που συμβαίνει σε μια καθημερινή κοινωνική συζήτηση, κατά την οποία και οι δύο συνομιλητές προσπαθούν, συνήθως, να ικανοποιήσουν κάποιες ψυχολογικές ανάγκες του εγώ τους. Μερικές φορές, ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να εκφραστούμε για να επικοινωνήσουμε με τους άλλους αποκαλύπτει περισσότερα για την κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε από ότι αυτά τα οποία λέμε. Έτσι είναι σημαντικό όχι μόνο το τι λέει κανείς, αλλά και πως το λέει. Τα μη λεκτικά μηνύματα (εκφράσεις του προσώπου, «σωματική γλώσσα», τόνος της φωνής, απόσταση που κρατάμε από τους άλλους κλπ. Είναι εξίσου σημαντικά με τα λεκτικά μηνύματα, γιατί μπορεί να εκφράζουν τα συναισθήματα μας. Για να μπορέσει, λοιπόν, ο σύμβουλος να καταλάβει τον εσωτερικό κόσμο αναφοράς του πελάτη, πρέπει να ακούει, αλλά και να παρατηρεί προσεκτικά. Η αποτελεσματική ακρόαση είναι δυνατόν να βοηθήσει το άτομο να αυτοεξερευνηθεί, να διακρίνει τις αντιλήψεις που έχει για τον εαυτό του (που προέρχονται συνήθως από αξίες άλλων ατόμων τις οποίες το άτομο έχει εσωτερικεύσει), να έρθει σε επαφή και να εμπιστευθεί τα δικά του συναισθήματα. Η ουσιαστική ακρόαση βοηθάει τον πελάτη να ακούσει και ο ίδιος τον πραγματικό του εαυτό και να προσπαθήσει να εκφραστεί πληρέστερα, πράγμα το οποίο δίνει την ευκαιρία στο σύμβουλο να γνωρίσει βαθύτερα τον πελάτη και εν συνεχεία να τον βοηθήσει περισσότερο. Βασικός στόχος της Συμβουλευτικής είναι άλλωστε, να βοηθηθεί το άτομο να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, καθώς θα ενθαρρύνεται να εκφράσει τις απόψεις του, τις ιδέες, τις προτιμήσεις, τις εμπειρίες του. Β. Κατανόηση και ανταπόκριση του συμβούλου στα συναισθήματα του πελάτη (empathy).. Αυτή η δεξιότητα παραπέμπει στη βαθιά και ακριβή κατανόηση του τι λέει ο πελάτης, σύμφωνα με το πλαίσιο αναφοράς του, κατόπιν στην κοινοποίηση σ αυτόν, με ευαισθησία και ηρεμία, του τι έγινε κατανοητό. 10

Ο Rogers το 1975 δημοσίευσε αναλυτικότερα τις απόψεις του για την διαδικασία του να κατανοείς βαθιά τον άλλο. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία: Το να μπαίνεις στον προσωπικό αντιληπτικό κόσμο του άλλου Το να είσαι ευαίσθητος, κάθε λεπτό, στις αλλαγές που συμβαίνουν στα προσωπικά νοήματα του άλλου Το να καταλαβαίνεις νοήματα τα οποία σχεδόν δεν συνειδητοποιεί ο πελάτης Το να επικοινωνείς την κατανόηση σου για τον κόσμο του, καθώς κοιτάζεις τα στοιχεία τα οποία το άτομο αυτό φοβάται να αντικρίσει. Το να ελέγχεις συχνά μαζί του την ακρίβεια της κατανόησης σου και να οδηγείσαι από τον τρόπο που αυτός ανταποκρίνεται. Γ. Λάθη επικοινωνίας σε μια συμβουλευτική σχέση Στη συνέχεια αναφέρονται μερικά λάθη που γίνονται σε μια συμβουλευτική σχέση και στην καθημερινή μας κοινωνική ζωή: Η τάση να ελέγχουμε και να κατευθύνουμε, πχ. Με το να αποφασίζουμε εμείς για το τι θέμα θα συζητήσει ο άλλος. Για παράδειγμα, «θα μου επιτρέψεις να σου πω εγώ τι θα συζητήσουμε σήμερα;» Η αξιολόγηση και η κριτική του άλλου, πχ. «νομίζω ότι φέρεσαι εγωιστικά», «δεν ήταν τόσο έξυπνο αυτό που είπες» κλπ. Το πατρονάρισμα, η ηθικολογία και η τάση να «διδάξουμε» πχ «θα πρεπε να σέβεσαι τους καθηγητές σου» κλπ. Η τάση για διάγνωση και ετικετοποίηση, π.χ. «υποφέρεις από κόμπλεξ κατωτερότητας» κλπ. Η τάση να καθησυχάζουμε τον άλλο είτε με χιούμορ είτε με αλλαγή θέματος, πριν προλάβει να σε ειδοποιήσει ή και να θρηνήσει το μέγεθος μιας δυσάρεστης εμπειρίας, π.χ «Έτσι νιώθουμε όλοι», «θα γίνεις μια χαρά» κλπ. Το να μην αποδεχόμαστε τα συναισθήματα του πελάτη. Το να του λέμε ότι τα θετικά ή αρνητικά συναισθήματά του θα έπρεπε να είναι διαφορετικά από ό,τι είναι, πχ «μην είσαι απογοητευμένος» κλπ. Το να δίνουμε συμβουλές. Έτσι, δε δίνουμε την ευκαιρία στον πελάτη να πάρει τις δικές του αποφάσεις για τα προβλήματα του, πχ «κάλεσέ την να πάτε κάπου μαζί και να συζητήσετε το θέμα» 11

Η υποβολή πολλών ερωτήσεων συγχρόνως πχ «τώρα πες μου λεπτομέρειες για το πρόβλημά σου, πως σε βλέπουν οι φίλοι σου, πως αισθάνεσαι εσύ, τι κάνεις» κλπ. Υπερβολικές εξηγήσεις και ερμηνείες της συμπεριφοράς του άλλου, που μπορεί να μην έχουν σχέση με την πραγματικότητα ή με το τι πιστεύει ο ίδιος, πχ. «η αποτυχία σου στο σχολείο οφείλεται στο ότι νιώθεις πως οι γονείς σου δε σε αγαπούν» κλπ. Το να αποκαλύπτει ένας σύμβουλος πλευρές του εαυτού του σε λάθος στιγμή. Βέβαια η «αυτοαποκάλυψη» (self disclosure), η οποία γίνεται σε μια κατάλληλη στιγμή και δεν αποβαίνει σε βάρος του χρόνου του πελάτη, είναι εποικοδομητική στη συμβουλευτική σχέση.το να μιλάει όμως ο Σύμβουλος για τον εαυτό του είτε όταν ο πελάτης δε θέλει ν ακούσει, είτε όταν ακούγοντας το Σύμβουλο εμποδίζεται να συγκεντρωθεί στη διερεύνηση του δικού του ζητήματος, συνήθως δε διευκολύνει το στόχο της συμβουλευτικής σχέσης. Το να παίρνει κανείς ύφος επαγγελματικό, πχ «Ως σύμβουλος σου, σου λέω ότι έχεις πολλές αντιστάσεις» κλπ. Το να ενθαρρύνει ένας σύμβουλος την εξάρτηση αντί για την ανεξαρτησία του πελάτη, πχ «όποτε σου παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, έλα να με βρεις» ή «θα σου κάνω τεστ εγώ, που θα σου πει ποιος είσαι και τι θέλεις» κλπ. Τα λάθη που αναφέρθηκαν παραπάνω δείχνουν ότι ο σύμβουλος ή και άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε ανάλογη θέση δεν προσπαθεί να δει τα πράγματα σύμφωνα με τον κόσμο αναφοράς του πελάτη. Δεν δέχεται τον πελάτη ως ξεχωριστό, μοναδικό άτομο. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν, μ αυτόν τον τρόπο, να δημιουργήσει ένα κλίμα ασφαλείας μέσα στο οποίο ο πελάτης να μπορέσει να αυτοεξερευνηθεί και να ανοιχτεί στο σύμβουλο και στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι επίσης δυνατόν ο πελάτης ή να αρχίσει να λέει μόνο πράγματα που επιδοκιμάζει ο σύμβουλος ή και να θελήσει να σταματήσει την επαφή μαζί του. Η κατανόηση και ανταπόκριση στα συναισθήματα του άλλου το να μπαίνουμε δηλαδή στη θέση του (ενσυναίσθηση), προϋποθέτουν βασικά την αποδοχή του άλλου ως άτομου ξεχωριστού και άξιου σεβασμού. Όταν αρχίσει να μιλάει ο πελάτης ή εκφράζει τα συναισθήματά του, ο σύμβουλος δεν τον διακόπτει ούτε κάνει παρατηρήσεις και σχόλια που θα τον ωθήσουν σε μία στάση αμυντική. Προσπαθεί αντίθετα να συνεργαστεί με τον πελάτη για να καταλάβει τα προσωπικά του νοήματα και να δει τον κόσμο με δικά του μάτια. Αυτή την 12

κατανόησή του είναι βασικό να προσπαθήσει να τη δείξει στον πελάτη. Αυτό γίνεται τόσο γλωσσικά με την επανάληψη από το σύμβουλο κάποιων λέξεων του πελάτη ή με την παράφρασή τους (για να δείξει ο σύμβουλος ότι τον παρακολουθεί και τον καταλαβαίνει ) και με την αντανάκλαση συναισθημάτων όσο και σε μη λεκτικό επίπεδο. Αντανάκλαση συναισθημάτων σε μη λεκτικό επίπεδο δεν σημαίνει ότι ο σύμβουλος επηρεάζεται από τα συναισθήματα του πελάτη και ότι τα οικειοποιείται. Σημαίνει όμως ότι έχει την ευαισθησία να τα κατανοεί και να επικοινωνεί στο συμβουλευόμενο την κατανόησή του αυτή. Στη συνέχεια παρουσιάζεται μια σειρά από πρακτικές εφαρμογές των τεχνικών και δεξιοτήτων που πρέπει να χειρίζεται ο Σύμβουλος κατά τη διάρκεια της συμβουλευτικής διαδικασίας. Πολλές από τις δεξιότητες που αναφέρονται παρακάτω τις χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή και αν χρησιμοποιηθούν συστηματικά θα βοηθήσουν τον σύμβουλο να επικεντρώσει την προσοχή του αποτελεσματικότερα στο θέμα του πελάτη του και να εξερευνήσει με εμπιστοσύνη την κατάστασή του. Ακρόαση/ Προσοχή 1. Οπτική επαφή: όχι επίμονη ενατένιση, αλλά μια ευγενική υπενθύμιση ότι είστε παρών με όλη την προσοχή σας. 2. Στάση του σώματος: Καθίστε κοντά, βλέπετε κατά πρόσωπο τον πελάτη και χαλαρώστε (Η ύπαρξη ενός γραφείου ανάμεσά σας δεν βοηθάει). 3. Διατηρείτε την επαφή: είναι εύκολο να επικεντρώσετε την προσοχή σας σε κάτι που λέει ο πελάτης και να το συσχετίζετε με τη δική σας εμπειρία, αλλά είναι καλύτερα να μείνετε με τη δική του εμπειρία και να την ακούσετε διεξοδικά. Να έχετε υπομονή. 4. Τόπος: Διαλέξτε ένα μέρος όπου δεν θα σας ενοχλούν και φροντίστε να ελαχιστοποιήσετε τις πιθανότητες απόσπασης της προσοχής σας. 5. Συγκέντρωση: Αν σας απασχολεί κάτι προσωπικό, θα είναι δύσκολο να ακούσετε κάποιον άλλο. Συναντείστε τον πελάτη μια άλλη φορά, ή βρείτε κάποιον, στον οποίο μπορείτε να μιλήσετε για το δικό σας θέμα. 13

6. Συναισθήματα: Οι λέξεις δεν αποδίδουν πάντοτε την αληθινή εικόνα των πραγμάτων. Προσπαθήστε να ακούσετε το κρυφό μήνυμα, το οποίο αποκαλύπτεται περισσότερο από τα συναισθήματα που νοιώθει ο πελάτης. Ανταπόκριση Δεν απαιτείται απλώς να ακούμε προσεκτικά, αλλά να δείξουμε στον πελάτη ότι τον ακούμε και τον κατανοούμε. Αυτό μπορεί να γίνει με: 1. Την επανάληψη: Μπορούμε να επαναλάβουμε μια λέξη ή μια πρόταση που φάνηκε ιδιαίτερα σημαντική ή φορτισμένη. 2. Την περίληψη: Αφού ακούσουμε κάτι που λέει ο πελάτης, μπορούμε να πούμε περιληπτικά αυτό που ακούσαμε και καταλάβαμε: (π.χ. «Για να δω τώρα αν το κατάλαβα σωστά αυτό. Λες ότι») 3. Την αντανάκλαση συναισθημάτων: Προσέξτε ιδιαίτερα τα συναισθήματα που νιώθει κανείς γι αυτά που λέει και ενημερώστε τον για αυτά. (π.χ. «Λες ότι όλα είναι εντάξει, αλλά φαίνεσαι λυπημένος.») Ερωτήσεις Στόχος σας στη συμβουλευτική συνάντηση είναι να εξερευνήσετε την κατάσταση του πελάτη. Αυτό θα συμβεί αν τον αφήσετε να σας πάει εκεί που θέλει κατά την εξερεύνηση αυτή, κάνοντας; 1. Ανοιχτές ερωτήσεις: π.χ. «Μίλησε μου περισσότερο γι αυτό. Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί;» Αποφύγετε ερωτήσεις που οδηγούν σε μονολεκτικές απαντήσεις. 2. Διευκρινιστικές ερωτήσεις: π.χ. «Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα. Θα μπορούσες να μου εξηγήσεις περισσότερο αυτό το σημείο ;». 14

3. Η Συμβουλευτική σχέση: επιμέρους λειτουργίες Όπως κάθε εφαρμοσμένη επιστήμη ή ξεχωριστή επιστημονική περιοχή, έτσι και η Συμβουλευτική για να εφαρμοστεί στην πράξη απαιτούνται συγκεκριμένες γενικές προσεγγίσεις ή ειδικότερες μέθοδοι και τεχνικές, ενώ παράλληλα χρειάζονται διάφορα μέσα και διάφορα υλικά. Όμως, όλα τα παραπάνω είναι αξιοποιήσιμα μόνο από κάποιον επιστημονικά καταρτισμένο λειτουργό, ο οποίος να έχει πλήρη εποπτεία τόσο των θεωρητικών, όσο και των μεθοδολογικών προσεγγίσεων της Συμβουλευτικής, αλλά και των κανόνων και αρχών που διέπουν όλες στην ουσία τις σχέσεις επικούρησης και βοήθειας του ανθρώπου, κυρίως βέβαια ψυχολογικής και συμβουλευτικής υφής. Όλα τα παραπάνω, με εξαίρεση ίσως κάποια προσωπικά χαρισματικά στοιχεία της προσωπικότητας του Συμβούλου, είναι γνώσεις που αποκτώνται και δεξιότητες που μαθαίνονται, και στη συμβουλευτική σχέση είναι καλό να αποφεύγεται η καλλιέργεια μυστικιστικών προδιαθέσεων και πρακτικών Η πρακτική εφαρμογή της Συμβουλευτικής, όπως και κάθε λειτουργίας επικούρησης και βοήθειας του ανθρώπου, βρίσκεται στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο μερών, δηλαδή του ειδικού και του βοηθούμενου ατόμου 6. Η κατάσταση της σχέσης σημαίνει μια φυσική, πνευματική, ψυχολογική, συναισθηματική, γνωστική επαφή μεταξύ των δύο συνήθως ατόμων, που εκδηλώνεται άμεσα και κάποτε έμμεσα, και στην οποία κάποια από τις παραπάνω όψεις μπορεί να λειτουργεί κυρίαρχα έναντι των υπολοίπων. Η «Συμβουλευτική σχέση», πέρα απ' όλα τ' άλλα, είναι οργανωμένη και προγραμματιζόμενη, δεν είναι ένα σύνολο τυχαίων και απρογραμμάτιστων συναντήσεων. Τη συμβουλευτική σχέση που θα λειτουργήσει σωστά και θα οδηγήσει στην αποτελεσματική παρέμβαση βοήθειας προς το άτομο, με φυσική συνέχεια την αντιμετώπιση του προβλήματός του, την αποτελούν δύο στοιχεία 7, που μπορεί να είναι εξίσου σημαντικά και απαραίτητα συστατικά της: 6 Δημητρόπουλος Ευ. Συμβουλευτική Προσανατολισμός - τόμος Α», 2002- σελ.111 7 Δημητρόπουλος Ευ. Συμβουλευτική Προσανατολισμός - τόμος Α», 2002- σελ.112 15

Το ένα είναι τα φυσικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, κοινωνικά κτλ. χαρακτηριστικά των δύο μερών (του Συμβούλου, δηλαδή, και του συμβουλευόμενου ατόμου). Το άλλο είναι οι μέθοδοι και τεχνικές που θα χρησιμοποιηθούν. Με επικάλυψη, όμως, και στο ένα και στο άλλο βρίσκεται και ένα πιο σημαντικό στοιχείο, το πρωταρχικό κατά πολλούς: η ικανότητα ή τεχνική του ειδικού να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις που διευκολύνουν τη δημιουργία και αξιοποίηση της σωστής συμβουλευτικής σχέσης. Γιατί αν δε δημιουργηθεί αυτή η σχέση, η Συμβουλευτική βοήθεια είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη. Το θέμα της έννοιας και πιο πολύ ενός ορισμού της «σχέσης» έχει απασχολήσει έντονα τους θεωρητικούς της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας γενικότερα. Διάφοροι ορισμοί που δίνονται αντανακλούν, όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινωνικές επιστήμες, τους θεωρητικούς προσανατολισμούς του κάθε επιστήμονα. Ένας ενδιαφέρων ορισμός έχει δοθεί από τους Pepinsky & Pepinsky (1945): «Σχέση είναι μια υποθετική έννοια που προσδιορίζει το συναγόμενο συναισθηματικό χαρακτήρα της ορατής αλληλεπίδρασης μεταξύ δυο ατόμων». Οι Hackney & Nye (1973) περιγράφουν μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά της θεραπευτικής και συμβουλευτικής σχέσης, που λογικά προσδιορίζουν την ίδια τη σχέση και την αποτελεσματικότητά της: α. Η συμβουλευτική σχέση είναι ταυτόχρονα μοναδική αλλά και κοινή. Είναι «μοναδική» κατά το ότι κάθε σχέση μεταξύ δύο προσώπων έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, είναι ειδική σχέση, και η μοναδικότητα αυτή προσδιορίζεται από όλες εκείνες τις παραμέτρους που καθορίζουν και συνθέτουν αυτή τη συγκεκριμένη ειδική σχέση. Αυτή η μοναδικότητα είναι που καθιστά δύσκολη αν όχι παρακινδυνευμένη τη διατύπωση γενικεύσεων ή κανόνων. Αν αυτό ισχύει για κάθε σχέση, στη σχέση βοήθειας τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα αφού πρόκειται για σχέση λεπτομερώς σχεδιασμένη ώστε να προσιδιάζει στις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Όμως, μέσα απ' αυτή της τη μοναδικότητα, η θεραπευτική σχέση είναι όμοια ή ανάλογη προς άλλων μορφών σχέσεις που λειτουργούν καθημερινά στις σημερινές κοινωνίες (γονέα παιδιού, δασκάλου μαθητή, γιατρού ασθενούς, κλπ). 16

β. Η συμβουλευτική σχέση χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα για την αντικειμενικότητα, αλλά και την υποκειμενικότητά της. Η αντικειμενική όψη της σχέσης αναφέρεται στη λογική, επιστημονική, γνωστική, θεμελιούμενη, τεκμηριούμενη κτλ. υφή της, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της συμβουλευτικής-θεραπευτικής σχέσης, αν φιλοδοξεί να λειτουργεί ως επιστημονικά αποδεκτή διαδικασία. Η υποκειμενική όψη, αντίθετα, θεμελιώνεται από τις συναισθηματικές και ψυχολογικές διαστάσεις της σχέσης, και είναι εξίσου απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας της συμβουλευτικής θεραπευτικής διαδικασίας, αφού στη «συνάντηση» των δύο «συμβουλευόμενων» το κυρίαρχο στοιχείο είναι η συναισθηματική αλληλενέργεια, που οριοθετείται από την παρουσία των δύο «προσώπων» και τη συναισθηματική ανταπόκριση του ειδικού στην πρόσκληση του ατόμου για βοήθεια. Τα δύο στοιχεία, της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας, σε μια σχέση είναι απαραίτητο να βρίσκονται κάθε φορά σε μια αρμονική ισορροπία, γιατί μια υπερβολικά αντικειμενική προδιάθεση στάση συμπεριφορά μπορεί ν' αποστερήσει από τη σχέση την απαραίτητη ζεστασιά και ψυχική επαφή, ενώ αντίθετα μια υπερβολικά υποκειμενική-προσωπική συμπλοκή του Συμβούλου μπορεί να καταστρέψει την καλοσχεδιασμένη προσπάθεια βοήθειας προς το άτομο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια δυαδική παράδοξη αναλογία, που σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. γ. Η συμβουλευτική σχέση πρέπει να χαρακτηρίζεται από ισορροπία του λογικού-γνωστικού και συναισθηματικού στοιχείου. Το πρώτο είναι απαραίτητο συστατικό της σχέσης, αφού αποτελεί τη βάση κάθε ανταλλαγής πληροφοριών, ανάλυσης σύνθεσης και γενικά επεξεργασίας δεδομένων. Το συναισθηματικό στοιχείο είναι το αναντικατάστατο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης επικοινωνίας και επαφής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα προβλήματα των ανθρώπων είναι περισσότερο συναισθηματικής υφής, παρά γνωστικής. δ. Ένας άλλος άξονας διάκρισης χαρακτηριστικών της Συμβουλευτικής σχέσης αφορά στο συνεχές σαφήνεια - ασάφεια/ αοριστία, το οποίο αναφέρεται στο πόσο σαφή είναι τα χαρακτηριστικά μιας σχέσης, πόσο αυστηρά προσδιορισμένη και συγκεκριμενοποιημένη η στάση και η συμπεριφορά του λειτουργού, πόσο δομημένη ή ελεύθερη είναι η προσέγγιση. Και ως προς το χαρακτηριστικό αυτό 17

ισχύει ο ίδιος κανόνας: σε κάθε σχέση υπάρχει η «σωστή ποσότητα» σαφήνειας ή ασάφειας αντίστοιχα. ε. Στη Συμβουλευτική σχέση σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η υπευθυνότητα του Συμβούλου απέναντι στο άτομο. Ναι μεν θεωρείται ως βασική αρχή της Συμβουλευτικής ότι το άτομο είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του και τις επιλογές του, αλλά ο Σύμβουλος είναι υπεύθυνος ως προς το να καθοδηγήσει το άτομο αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση της λύσης του προβλήματός του. Ακόμα και προς την κατεύθυνση των πρωτοβουλιών που το ίδιο το άτομο πρέπει να πάρει. στ. Η Συμβουλευτική σχέση είναι μια σχέση δυναμική, στην οποία οι ρόλοι είναι δυνατό να προσδιορίζονται και να αναπροσδιορίζονται σε συνεχή δυναμική δάση, αφού οι παράμετροι που την οριοθετούν είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, παρότι σε κάθε ανθρώπινη σχέση μπορεί να ενυπάρχουν στοιχεία Συμβουλευτικής, η Συμβουλευτική σχέση είναι αντιληπτή ως διαφορετική, τόσο ως προς τον σκοπό της, όσο και ως προς τις λειτουργίες της, τη δομή της και το αποτέλεσμά της. Ακολούθως θα επιχειρηθεί μια σκιαγράφηση των ξεχωριστών ρόλων και λειτουργιών της σχέσης αυτής, ιδιαίτερα σε αναφορά με τις επιπτώσεις και επενέργειές της στο άτομο 8 : α. Από πολλούς διατυπώνεται η άποψη ότι ένα σημαντικό μέρος της θεραπευτικής δυνατότητας των προσεγγίσεων που στηρίζονται στην επαφή θεραπευτή-ατόμου προκαλείται από την ίδια τη σχέση και την ευκαιρία που έχει ο βοηθούμενος να μιλήσει για το πρόβλημά του. Αν αυτό γίνεται αποδεκτό, τότε μια βασική λειτουργία της Συμβουλευτικής σχέσης είναι η θεραπευτική, ή επανορθωτική ή αντισταθμιστική γενικά, ανεξάρτητα ακόμη και από τις προθέσεις του ίδιου του Συμβούλου. β. Μια δεύτερη λειτουργία σχετίζεται με την ψυχολογική στήριξη του ατόμου που προσέρχεται για βοήθεια. Η ψυχολογική στήριξη μπορεί να θεωρηθεί με διάφορους τρόπους, με διάφορες έννοιες, με διάφορα περιεχόμενα, από απλή 18

ενθάρρυνση μέχρι άμβλυνση του άγχους, ανάπτυξη αισθήματος ασφάλειας, ενίοτε διαφυγής κ.ο.κ. Είναι σημαντικό, πάντως, να μη δημιουργηθούν λανθασμένες προσδοκίες στο άτομο σε αναφορά με τη φύση της στήριξης, με τη διάρκειά της, το βάθος και εύρος της κτλ. και προπάντων να μην προκληθεί εξάρτηση απ' τη σχέση αυτή. γ. Η ανάγκη για προληπτική χρήση της Συμβουλευτικής έχει τονιστεί σε διάφορα σημεία αυτής της εργασίας. Η χρήση αυτή αποσκοπεί στη σωστή και απρόσκοπτη εξέλιξη της προσωπικότητας του ατόμου και έγκαιρη, αποτελεσματική και πλήρη αξιοποίηση του δυναμικού του. δ. 'Όντας μέσα σε μια σωστή σχέση το άτομο αισθάνεται την ασφάλεια που έχει ανάγκη να αισθάνεται ένας άνθρωπος, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν έχει αναπτύξει ακόμη επαρκή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση ώστε να λειτουργήσει ως ανεξάρτητη μονάδα της κοινωνίας του. Κύριες Λειτουργίες Συμβουλευτικής σχέσης Σε μια σωστή Συμβουλευτική σχέση μπορούν να συνοψιστούν και να συμπυκνωθούν όλοι οι ρόλοι, όλες οι λειτουργίες κι όλες οι επιδιώξεις και φιλοδοξίες της Συμβουλευτικής. Στο Σχήμα 1 που ακολουθεί, παρουσιάζονται οι κύριες λειτουργίες της Συμβουλευτικής σχέσης. 8 Δημητρόπουλος Ευ. Συμβουλευτική Προσανατολισμός - τόμος Α», 2002- σελ.115 19

Σχήμα 1. : Οι λειτουργίες της Συμβουλευτικής Πηγή: Ευ. Δημητρόπουλος «Συμβουλευτική- Προσανατολισμός τόμος Β» Συνοψίζοντας τα προαναφερθέντα, οι βασικότεροι σκοποί της Συμβουλευτικής σχέσης έχουν ως ακολούθως : 1. Αυτογνωσία- Αυτοαντίληψη 2. Παροχή Πληροφόρησης 3. Διευκόλυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων 4. Ενίσχυση της διαδικασίας Μετάβασης 5. Απόκτηση δεξιοτήτων ζωής 20