«Μορφές και χαρακτηριστικά της βίας κατά των παιδιών: θεωρητικοί µετασχηµατισµοί και σύγχρονα δεδοµένα»



Σχετικά έγγραφα
Μάθημα: «Οικογένεια και οικογενειακή πολιτική», Κωδικός: , Εαρινό Εξάμηνο 2017, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οικογένεια και Οικογενειακή Πολιτική»

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Ημερησίων Επαγγελματικών Λυκείων (ΟΜΑΔΑ Α )

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΙ ΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ TA ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝ ΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑ 01/ /2016

«Το κοινωνικό στίγµα της ψυχικής ασθένειας»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ / ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΟΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

2ο Γυμνάσιο Χαριλάου. Σχολικό έτος Θέμα: Σχολική Διαμεσολάβηση. Ομάδα: Αγωγή Υγείας

Κείμενο 1 Εφηβεία (4590)

Βία κατά των γυναικών ένα αρχαίο ζήτηµα που ανθεί και στον 21 αιώνα. Θεοφανώ Παπαζήση

Πανευρωπαϊκή έρευνα. ΣΗΜΕΙΩΜΑ / 5 Μαρτίου 2014 Βία κατά των γυναικών

Σχολικός εκφοβισµός/θυµατοποίηση ένα κοινωνικό, εκπαιδευτικό πρόβληµα

Βία κατά των γυναικών: Ένα διαχρονικό πρόβλημα, πολλές όψεις

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Co-funded by the European Union

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Σχεσιακές παραβάσεις στην υπερνεωτερικότητα: Ο διυποκειμενικός εαυτός στη μυστική πλευρά των σχέσεων: Βιωμένες. εμπειρίες εξωδυαδικών σχέσεων

Κακοποίηση παραμέληση παιδιών και πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα Πρόδρομα ευρήματα από παιδιά που παραπέμφθηκαν από δομές παιδικής φιλοξενίας.

Γυναίκες - Αναπηρία Υγεία

«ΒΙΑ, ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΡΕΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ»

Τα προγράµµατα Ενίσχυσης Πρωτοβουλιών ως προγράµ- σε θέµατα Αγωγής Υγείας» του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ. µε φορέα υλοποίησης το

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Είναι µε µεγάλη χαρά που παρευρίσκοµαι στη. σηµερινή παρουσίαση των αποτελεσµάτων της. Έρευνας «Βουλευτικές Εκλογές 2006 Οι προτιµήσεις

ENOC - ENYA, Προσχέδιο Κοινών Συστάσεων για την «Πρόληψη της βίας κατά των παιδιών»

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

Επαγγελματικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης στη. Συμβουλευτική Ψυχικής Υγείας

ορισμού και αιτολογίας πρόληψης, αντιμετώπισης και καλών πρακτικών συγκεκριμένων θεμάτων/προβλημάτων

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Σχολικός Εκφοβισμός και Ψυχολογία

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Θέμα πτυχιακής Μαθησιακές δυσκολίες και Κακοποίηση παιδιών

Εισαγωγή στην Ψυχιατρική Φίλιππος Γουρζής

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Πρόλογος. Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας

ΜΈΡΟΣ I ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Μορφές, Μοντέλα, Ατομικοί, Ψυχοκοινωνικοί, Σχολικοί, Οικογενειακοί παράγοντες

Της Λαμπρινής Σταμάτη

Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4. Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό. Ορισμός του παιδιού. Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών.

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Πτυχιακή Εργασία: «Η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα» Επιμέλεια Εργασίας: Ταταρίδης Μιχάλης Τουμπουλίδης Ιωάννης

Συνέδριο για την Ισότητα. Γλωσσάριο

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΑ.Λ. Α ΟΜΑΔΑΣ (ΗΜΕΡΗΣΙΑ) ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2014

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

ΕΚΑ Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

14 ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ & ΕΦΗΒΟΥ

Βασιλόπουλος Φ. Στέφανος. Παιδαγωγικό Τμήμα Δ. Ε. Πανεπιστήμιο Πατρών

Ιανουαριος Κωνσταντίνα Μοσχοτά. Αντιπρόεδρος Καταφυγίου Γυναίκας

Πίνακας Προτεινόμενων Πτυχιακών Εργασιών

ΚΑΠΝΙΣΜΑ: Ιανουάριος ο Ενημερωτικό Σημείωμα

Η ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών που διεξάγονται σε σχολεία της χώρας θεωρούνται κοινωνικό πρόβλημα

Αποκέντρωση και Ελευθερία

Ημέρα Ασφαλούς Διαδικτύου 2013 «Connect with Respect!»

μεταναστευτικό ζήτημα θετικό βήμα το εγχείρημα της συγκέντρωσης της σχετικής νομοθεσίας σε ενιαίο κείμενο νόμου.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ)

Η Έρευνα στα Ελληνικά Πανεπιστήµια και η Ευρωπαϊκή Πραγµατικότητα

Η ψυχιατρική περίθαλψη στην Ελλάδα του 21 ου αιώνα

Δρ. Ευριπιδου Πολυκαρπος Παθολογος-Διαβητολογος C.D.A. College Limassol

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας..

Oδηγός Σπουδών ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ετής Εκπαίδευση στη Δικαστική Ψυχοθεραπεία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΙΝΑΙ Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΓΕΝΟΥΣ ΘΗΛΥΚΟΥ; Ιστορική Εξέλιξη & Κοινωνική Ανάλυση

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α. «Άτομα με αναπηρία και εργασία: εμπόδια και δικαιώματα» Εισηγητής: Γιάννης Λυμβαίος. Γεν. Γραμματέας ΕΣΑμεΑ

Α ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: Παρεμβάσεις Κοινωνικής Εργασίας σε καταστάσεις κρίσης στην οικογένεια

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

MAΘΗΜΑ 4-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ P S Y M Α Θ Η Μ Α 4 Ο 1

Project A2- A3. Θέμα: Σχολείο και κοινωνική ζωή Το δικό μας σχολείο. Το σχολείο των ονείρων μας Το σχολείο μας στην Ευρώπη

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Διαχείριση κρίσεων: Ψυχοκοινωνικές. Γεωργία Κιζιρίδου, Εξελικτική Σχολική Ψυχολόγος, MSc, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων

ΕΚΤΑΣΗ, ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ, ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΒΙΑ

Κελεπούρης Ζήσης Γενικός ιατρός Επιμελητής Β ΚΥΚ

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΕΣ ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ (Α & Β ΚΥΚΛΟΣ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

Διαγώνισµα 81. Νέοι και Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. ΚΕΙΜΕΝΟ Σχέσεις γονέων εφήβων

Transcript:

«Μορφές και χαρακτηριστικά της βίας κατά των παιδιών: θεωρητικοί µετασχηµατισµοί και σύγχρονα δεδοµένα» Γιώργος Νικολαΐδης Ψυχίατρος /ντης ιεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Κέντρου για τη Μελέτη και την Πρόληψη της Κακοποίησης Παραµέλησης του Παιδιού Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού Περίληψη Στο κείµενο αυτό επιχειρείται να δοθεί µια συνοπτική εικόνα του φαινοµένου της βίας κατά ανηλίκων, όπως αυτή προκύπτει από τον συγκερασµό των πορισµάτων της πραγµάτευσής του από διαφορετικές επιστηµονικές οπτικές αφενός των διακριτών πεδίων Λόγου που το πραγµατεύονται (όπως οι επιστήµες της ζωής και της υγείας και εκείνες του ανθρώπου, του νόµου και της κοινωνίας) και αφετέρου των θεωρητικών µοντέλων και στοχασµών και των εµπειρικών δεδοµένων και µελετών. Αυτή η διττή πολλαπλότητα, που συχνά ονοµατίζεται συλλήβδην «δι-επιστηµονικότητα», περιοδολογούµενη αποκαλύπτει ένα µεγάλο πλούτο στοιχείων, γνώσεων, θεωρητικών και εµπειρικών προτάσεων, αλλά και µεγάλες ασυνέχειες και αναπάντητα ερωτηµατικά και α-πορίες στις µεθοδολογίες και τα συµπεράσµατα γνωστικών κλάδων και µελετητών, ερευνητών και επαγγελµατιών «πρώτης γραµµής». Με αυτήν την έννοια και εξετάζονται ακροθιγώς κατ αρχήν οι θεωρητικές, µεθοδολογικές και επιστηµολογικές αφετηρίες των διαφόρων κοµβικών εννοιών που βρίσκονται σε τρέχουσα χρήση στην έρευνα και στην πρακτική του πεδίου της βίας κατά ανηλίκων. Στη συνέχεια, επιχειρείται µια ευσύνοπτη ανασκόπηση των χαρακτηριστικών της κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών, αλλά και των κυριοτέρων µορφών µε τις οποίες εµφανίζεται στο σύγχρονο κόσµο. Τέλος, διαγράφονται κάποια νέο-αναδυόµενα ερωτήµατα µε σηµασία για το χώρο της έρευνας, της κοινωνικής πολιτικής και της κλινικής πράξης και σκιαγραφούνται κάποιες πιθανές ατραποί περεταίρω θεωρητικής και εµπειρικής προσπέλασής τους. 1

Βία, Παιδί και Οικογένεια Επιχειρώντας κανείς να µιλήσει για το φαινόµενο της κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών, βρίσκεται αναπόδραστα µπροστά στην αναγκαιότητα να µιλήσει για δύο - τρεις έννοιες συστατικές του φαινοµένου: τη βία και την παιδικότητα κατ αρχήν, αλλά, καθώς το πλείστον των κρουσµάτων της βίας κατά των παιδιών λαµβάνει χώρα µέσα σε, γύρω από ή σε σχέση µε το περιβάλλον ανάπτυξης του παιδιού, και την ίδια την οικογένεια και παρά το γεγονός ότι στους ανθρώπους των σύγχρονων Ευρωπαϊκών κοινωνιών µπορεί να µοιάζουν αυτονόητες και οικουµενικές, οι τρεις παραπάνω έννοιες πολύ απέχουν από το να είναι οικουµενικά αναγνωρίσιµες ή σταθερές ως προς το περιεχόµενό τους. Η βία, κατά πρώτον, αποτελεί µια κατ εξοχήν παραδειγµατική περίπτωση ενός σύγχρονου γνωστικού πεδίου, µε το οποίο ασχολούνται συνάµα µια σειρά σώµατα επιστηµονικού Λόγου, όπως οι επιστήµες της ψυχικής και της σωµατικής υγείας, οι κοινωνικές, ανθρωπιστικές και νοµικές επιστήµες. Πέρα, ωστόσο, από αυτό, η βία είναι µια έννοια ευρύτερου δηµοσίου ενδιαφέροντος, για το οποίο εκφέρονται γνώµες, εκφράζονται απόψεις, υπαγορεύονται στάσεις και συµπεριφορές από το σύνολο των σύγχρονων ανεπτυγµένων κοινωνιών. Αυτό έχει συχνά ως αποτέλεσµα την επικράτηση ενός συµπιλήµατος αντιλήψεων σχετικά µε τη φύση, τον χαρακτήρα και τη λειτουργία της βίας ως φαινοµένου και, µάλιστα, πολύ περισσότερο στην περίπτωση της βίας κατά των παιδιών. Η δε αντιφατική, πολλές φορές, αυτή, σύµφυση των επιστηµονικών δεδοµένων µε τις κοινωνικές παραδοχές, τις εκάστοτε κρατούσες ηθικές πεποιθήσεις και τις κυρίαρχες αντιλήψεις των κοινωνιών, είναι έκδηλη σε οποιαδήποτε προσπάθεια διαχρονικής περιοδολόγησης των επικρατέστερων θεωρητικών γνώσεων και πρακτικών αναφορικά µε τη βία (µε χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπως, η βία κατά ανηλίκων ή γυναικών ή η ενδοοικογενειακή βία εν γένει). Φαίνεται, µάλιστα, πως παρά τις κατά καιρούς απόπειρες διατύπωσης γενικών θεωριών για τη βία που να συνθέτουν εµπειρικά δεδοµένα και κρατούσες κοινωνικές τάσεις, οι αντιφάσεις διαπερνούσαν (και εν πολλοίς εξακολουθούν να διαπερνούν) τον εκφραζόµενο Λόγο των κοινωνιών σχετικά µε αυτήν. Η ιστορική, πάντως, αναγνώριση της βίας ως ιδιαίτερου φαινοµένου, δεν έγινε αυτόµατα, αλλά στη βάση των µεταβαλλόµενων συστηµάτων ηθικών αξιών, αλλά και λειτουργικών κοινωνικών στοχεύσεων. Ιδιαίτερα, η διαπροσωπική βία, στην ιστορική διαδροµή των ανθρώπινων κοινωνιών αντιπαραβάλλεται κατ εξοχήν µε την προσφυγή στο νόµο (και, άρα, µε τη «µονοπώληση» της βίας από το οργανωµένο Μέρος του κειµένου που υποτιτλίζεται εδώ ως «Βία, Παιδί και Οικογένεια», δηµοσιεύεται στα Γ. Νικολαΐδης, «Βία, Νόµος και Υγεία: από την Φυσιογνωµική στην σύγχρονη Γενετική και από την Φρενολογία στην Τεκµηριωµένη Ιατρική» στην Ειδική Έκδοση Τόµου Πρακτικών του Επιστηµονικού Συνεδρίου µε θέµα: «Η σύγχρονη Εγκληµατικότητα, η αντιµετώπισή της και η Εγκληµατολογία» που διοργανώθηκε από τον Τοµέα Εγκληµατολογίας του Παντείου Πανεπιστηµίου (Επιστηµ. Επιµέλεια: Α. Μαγγανάς), Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση (υπό έκδοση) και Γ. Νικολαΐδης, «Βία κατά ανηλίκων: ένα φαινόµενο στις εσχατιές του χώρου της υγείας, της δικαιοσύνης και της κοινωνικής πολιτικής» στην Ειδική Έκδοση Τόµου Πρακτικών του Επιστηµονικού Συνεδρίου µε θέµα: «ιεπιστηµονικότητα και διεταιρικότητα για την κοινωνική ένταξη του νεαρού παραβάτη» που διοργανώθηκε από τον Σύνδεσµο Επιµελητών Ανηλίκων και το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληµατολογικών Ερευνών της Νοµικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, (Επιστηµ. Επιµέλεια:. Χιόνης, Φ. Ντούρα, Π. Ζαγούρα), Αθήνα, εκδόσεις Σάκκουλα, (υπό έκδοση). Τα µέρη αυτά δηµοσιεύονται εδώ ενοποιηµένα και επανεπεξεργασµένα. 2

κοινωνικό σύνολο και την περιστολή της δυνατότητας αυτόνοµης άσκησης βίας από τα επιµέρους άτοµα που την απαρτίζουν). ιαπιστώνεται, δηλαδή, µια σύµφυτη ανάδυση της απροσδιοριστίας του βίαιου ή µη χαρακτήρα πράξεων και συµπεριφορών σε σχέση µε τα δεδοµένα κρατούντα κοινωνικά πρότυπα. Μετά, δε, το ιαφωτισµό, στο θέµα της βίας (και δη κατά των παιδιών) καλούνται να συνεισφέρουν µε απαντήσεις και µεθοδολογικά εργαλεία µια σειρά από επιστηµονικοί κλάδοι και παραδόσεις όπως οι κοινωνικές και νοµικές επιστήµες, η επιστηµονική Ψυχολογία και Ψυχιατρική, η Νευροβιολογία κ.ο.κ. Στην πρωτο-ϊστορία, µάλιστα, της ενασχόλησης των δυτικών κοινωνιών µε τη βία κυριάρχησαν κλάδοι σήµερα παρωχηµένοι και µάλλον ανυπόληπτοι όπως, η Φυσιογνωµική και η Φρενολογία. Οι κλάδοι αυτοί, που, ωστόσο, υπήρξαν mutatis mutandis επιστήµες της εποχής τους, αναπτύχθηκαν στις εσχατιές των επιστηµών της υγείας και του νόµου. Η υποκείµενη παραδοχή που τις θεµελίωνε ήταν εκείνη µιας ενιαίας και λίγο πολύ ανελαστικής «φύσης» του κάθε ατόµου. Ο Ναπολιτάνος J.B. Porta υπήρξε αυθεντία στη διαµόρφωση της συστηµατικής της Φυσιογνωµικής και ένας από τους µαθητές τους χρηµατίζοντας Υπουργός ικαιοσύνης στο Βασίλειο της Νάπολης, ζητούσε πριν από κάθε εκτέλεση να εξετάζει αυτοπροσώπως ψηλαφητικώς το κρανίο του µελλοθανάτου προκειµένου να αποφανθεί αν τα όποια αδικήµατα που διέπραξε ο καταδικασµένος ήταν αποτέλεσµα «κακών συγκυριών» που επιδέχονταν σωφρονισµού (οπότε και απένεµε χάρη) ή απότοκα του «διεφθαρµένου χαρακτήρα» του κακούργου (Lanteri-Laura, 1999). Οι επιστηµονικοί αυτοί κλάδοι συνέδεσαν, βέβαια, το όνοµά τους µε αρκετά δηµοφιλείς στην Ευρώπη τον 18 ο -19 ο αιώνα ρατσιστικές αντιλήψεις. Όµως, η ουσιαστική εξάλειψή τους δεν θα γίνει από τη γενική αποδοκιµασία του ευρω-κεντρικού ρατσισµού, αλλά από την επικράτηση των «καταστασιακών» αντιλήψεων για τη συµπεριφορά των ατόµων έναντι των «χαρακτηριολογικών»: µετά και µέσα από τον ταραγµένο 19 ο αιώνα, στην Ευρώπη θα γίνει λίγο πολύ κοινός τόπος πως ο ίδιος άνθρωπος µπορεί να πράξει «καλώς» ή «κακώς» ανάλογα µε τις συγκυρίες και πως η ευγενική τους καταγωγή, φύση ή προηγούµενη συµπεριφορά δεν προδικάζει κατ ανάγκη το πώς δρα σε συγκεκριµένες περιστάσεις. Παρά, δε, το ότι σε γενικές γραµµές ο θεωρητικός πυρήνας της «χαρακτηριολογίας» φαίνεται να ξεπεράστηκε, δεν έλειψε και στον 20 ο αιώνα η υποτελής αναπαραγωγή παρόµοιων αντιλήψεων σε επιστηµονικά πεδία όπως η εντοπιστική θεωρία των εγκεφαλικών λειτουργιών στις νευροεπιστήµες του Franz Gall (Rosenfield, 1988), που αποτέλεσε το κυρίαρχο µοντέλο εγκεφαλικής λειτουργίας µέχρι τη δεκαετία του 80 (ο ίδιος ο Gall, ως γνωστόν, είχε εκτενείς αναφορές στο έργο των Daubenton, Cuvier και Camper, διαµορφωτών των θεωριών των κρανιο-προσωπικών γωνιών - Lanteri-Laura, 1999). Αλλά και στο επίπεδο της πρακτικής, οι ιδέες της «χαρακτηριολογίας» αναπαρήχθησαν έστω µερικώς στην καθ ηµέρα πράξη των δικαστηρίων (όπου συχνά εξετάζεται και συνυπολογίζεται το «ποιόν» του ανθρώπου) και στις λαϊκές αντιλήψεις σε συγκεκριµένες κοινωνίες (π.χ. Β. Αµερική) για την πρωτοκαθεδρία του «χαρακτήρα» έναντι της «περίστασης». Η ριζική τοµή, ωστόσο, υπήρξε για τις χώρες της Ευρώπης, η εµπειρία των δύο Παγκόσµιων Πολέµων του 20 ου αιώνα. Η έκταση και η ένταση της φρίκης του πολέµου που έφεραν εκτός της µαζικής και συντεταγµένης πολεµικής χρήσης βίας και διάχυτη ανά τον «πολιτισµένο» κόσµο χρήση διαπροσωπικής βίας, αλλά και ο τρόµος από τις ιδεολογίες και τις πρακτικές των διαφόρων εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών «καθάρσεων», δηµιουργεί µια στέρεη βάση προβληµατισµού σχετικά µε τα Ανθρώπινα ικαιώµατα και, άρα, και τα ικαιώµατα του Παιδιού. Άλλωστε, 3

είναι επαρκώς τεκµηριωµένο πως (αντιθέτως µε τα συχνά αναφερόµενα) προϊόντων των αιώνων οι πόλεµοι στοχεύουν και στηρίζονται πολύ περισσότερο στις απώλειες αµάχων και στην επιβολή «κοινωνικού χάους» παρά στην καταφορά πληγµάτων των εµπλεκοµένων στρατιωτικών συνάµεων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το πρωτοφανές ποσοστό αµάχων θυµάτων των δύο Παγκοσµίων Πολέµων του 20 ου αιώνα συγκριτικά µε οποιοδήποτε (οσοδήποτε Μεγάλο) πόλεµο. Χαρακτηριστικά, πάντως, για την αλλαγή πλαισίου προβληµατισµού τον 20 ο αιώνα, ο Freud στην απαντητική επιστολή του στον Einstein το 1932 παραµονές του ξεσπάσµατος του ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου και ενώ το φάσµα του Ναζισµού εξαπλώνεται γρήγορα πάνω από την Ευρώπη, εκφράζει την έντονη απαισιοδοξία του για την πιθανότητα κάποτε να εξαλειφθεί η βία από τον πλανήτη. Στο ερώτηµα, δε, του µεγάλου φυσικού, από πού µπορεί να προέρχεται αυτή η τόσο φορτισµένη τάση των ανθρώπων για καταστροφή, ο θεµελιωτής της ψυχανάλυσης, προτείνει ένα διπλό σχήµα (το οποίο και έκτοτε θα κυριαρχήσει στις ψυχοδυναµικές θεωρήσεις της βίας). Η τάση για καταστροφή, λοιπόν, σύµφωνα µε τον Freud µπορεί να έλκει την καταγωγή της και από λιβιδινικές και από καταστροφικές ενορµήσεις του ανθρώπινου ψυχισµού (Freud, 1932). Στην πρώτη περίπτωση, κινητήρια δύναµη της καταστρεπτικότητας είναι κατά βάση ο ανταγωνισµός για ένα ερωτικό αντικείµενο (ή ότι έχει υποκαταστήσει αυτό µέσω λιβιδινικών επενδύσεων). Πρωτοτυπική τέτοια περίπτωση είναι τα εχθρικά αισθήµατα των παιδιών προς τους γονείς και των γονέων προς τα παιδιά κατά την Οιδιπόδεια φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Άλλωστε, ήταν ακριβώς η µελέτη της βιαιότητας της Οιδιπόδειας περιόδου που δηµιούργησε στον Freud την ιδέα της µυθολογίας της πρωταρχικής ορδής, µιας µακρινής πολιτισµικής ανάµνησης συνοµωσίας των παιδιών να σκοτώσουν και στη συνέχεια να φάνε τον πατέρα, καταλαµβάνοντας την θέση του. Στη δεύτερη περίπτωση, η ενόρµηση του Θανάτου ως πηγή της καταστρεπτικότητας αναπαριστά την εγγενή τάση από-επένδυσης από τα αντικείµενα του κόσµου του επιστητού και ψυχαναγκαστικής τάσης επιστροφής στην ανόργανη κατάσταση (Freud, 1920, 1923-4). Ούτως ή άλλως, η ιδέα της ενόρµησης του Θανάτου διαµορφώνεται στον Freud µέσα και µέσω της φρίκης του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου και των συνακόλουθων από αυτόν προσωπικών του απωλειών (Freud 1915). Όµως, παράλληλα, στην ίδια επιστολή του ο Freud, τονίζει πως η θεώρησή του πολύ απέχει από µια γενική καταδίκη της βίας από «θέσεις αρχής», υπογραµµίζοντας πως αν η καταστρεπτική µανία έλκει την καταγωγή της από θεµελιώδη ορµέµφυτα του ανθρώπινου ψυχικού οργάνου, δεν θα πρέπει να διαφεύγει το γεγονός πως το δίκαιο συνδέεται ιστορικά και διαχρονικά µε την ισχύ, κάτι που περιπλέκει ακόµα περισσότερο τα πράγµατα. Το δίκαιο ( Right ), λοιπόν, καταγόµενο από την εξουσία ( Might ) δεν είναι άλλο από την επιβολή µιας ορισµένης βίας κάποιας ορισµένης εξουσίας ούτως ή άλλως. Στην κατακλείδα, δε, αυτής της ιστορικής επιστολής ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης αφήνει µόνο µια ελπίδα για την ανθρωπότητα, δηλώνοντας πως τα φιλειρηνικά του αισθήµατα δεν θα πρέπει να αποδοθούν σε κάποια a priori «καλοσύνη» ή στην εγγενή τάση του ανθρώπου προς το «καλό» και το «δίκαιο»: αντίθετα είναι το γεγονός πως στην πλειονότητα των καλλιεργηµένων και µορφωµένων διανοητών, οι καταστρεπτικές ενορµήσεις έχουν µετουσιωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε η νευρωτική τους δοµή δεν τους επιτρέπει την άµεση καταφυγή στην βία. Άρα, λοιπόν, για τον Freud τουλάχιστον, ο µόνος τρόπος να εκριζωθεί η καταστροφικότητα από τις ανθρώπινες κοινωνίες θα ήταν η επικράτηση των ατόµων εκείνων που εκ της νευρωτικής δοµής της προσωπικότητάς τους δεν θα µπορούσαν να ασκήσουν άµεση βία παρά θα ήταν «αναγκασµένα» να καταφεύγουν σε άλλα µέσα για την επίτευξη 4

των στόχων τους, αν και ο ίδιος ήταν µάλλον απαισιόδοξος για ένα τέτοιο ενδεχόµενο (Freud, 1932). Αν η βία, και δη η διαπροσωπική τέτοια, διαθέτει ως έννοια µια εγγενή σχετικότητα, το ίδιο λίγο πολύ ισχύει και για τις έννοιες της οικογένειας και της παιδικότητας, οι οποίες, επίσης, υπέστησαν σηµαντικούς µετασχηµατισµούς στη διαδροµή του χρόνου. Είναι γνωστό, για παράδειγµα, πως η οικογένεια υπεβλήθη σε µια σειρά σηµαντικούς µετασχηµατισµούς κατά τη διάρκεια των τελευταίων 3 αιώνων (ανάλογα και µε τη συγκεκριµένη περιοχή του πλανήτη και την αντίστοιχη πρόοδο των σηµαντικών οικονοµικών και κοινωνικών µεταβολών που συντελέστηκαν την ίδια περίοδο στις κοινωνίες). Οι οικογένειες των αγροτών ή των τεχνιτών του Μεσαίωνα αντικαταστάθηκαν πολύ γρήγορα από τις οικογένειες των µισθωτών: αυτό, ανάµεσα στα άλλα, είχε ως αποτέλεσµα την απόζευξη της παραγωγικής λειτουργίας από την οικογένεια και την τοποθέτησή της εκτός οικογενειακού τόπου και «χώρου» στην δηµόσια σφαίρα (Mitterauer και Sieder, 1977). Αυτό και µόνο το γεγονός εγκατέστησε ένα διαχωρισµό «δηµόσιας σφαίρας» και «ιδιωτικού (οικιακού) χώρου» που υπάρχει µέχρι και σήµερα. Μαζί, όµως, µε αυτή την απώλεια της παραγωγικής λειτουργίας της οικογένειας, η συγκρότηση µεγάλων εθνικών κρατών, η απεξάρτηση της παραγωγής από τον πρωτογενή τοµέα και η αστικοποίηση δηµιούργησαν την υλική βάση για τη γένεση της δηµογραφίας και του πληθυσµού: εκεί που ο αριθµός των παιδιών ιστορικά αντιµετωπιζόταν µε βάση τις περιοδικές ανάγκες για εργατικά χέρια (κυρίως) στη γη, πλέον αποτελούσαν δηµόσια υπόθεση καθώς η επαύξηση του πληθυσµού συνδεόταν µε ευρύτερους κρατικούς στόχους (Foucault, 1966). Η προοδευτική αύξηση του προσδόκιµου επιβίωσης και εν γένει το φαινόµενο της «επιδηµιολογικής µετάβασης» από µεταδοτικά νοσήµατα µε µεγάλους δείκτες θνησιµότητας της νεογνικής και παιδικής ηλικίας, αλλά και η µετέπειτα βαθµιαία µείωση του δείκτη γονιµότητας δηµιούργησαν ένα σκηνικό στην οικογενειακή ζωή µάλλον πρωτόγνωρο στη µέχρι τότε ιστορία της: τη µικρή σχετικά διαφορά ηλικίας των παιδιών µεταξύ τους, τη µεγάλη διαφορά τους µε τους γονείς και το σχετικά µεγάλο χρόνο παραµονής τους εντός ενός θεσµού (της οικογένειας), η οποία δεν είχε πια παραγωγική λειτουργία (Mitterauer, 1986). Η αναγκαιότητες των εποχών µε την ανάπτυξη της υποχρεωτικής (εξω-οικογενειακής) εκπαίδευσης απέσπασαν τρόπον τινά από την οικογένεια και τη λειτουργία της κατάρτισης και προετοιµασίας των νεότερων µελών τους για την είσοδο των τελευταίων στην παραγωγική διαδικασία. Έτσι, η οικογένεια αφενός «ιδιωτικοποιήθηκε» (µε την έννοια ότι κατέστη «ιδιωτικός χώρος») αφετέρου αποψιλώθηκε από βασικές µέχρι τότε λειτουργίες της, ενώ στο εσωτερικό της βάθυνε το χάσµα ενηλίκων ανηλίκων. Οι εξελίξεις αυτές υπήρξαν λίγο πολύ το υπόβαθρο της «συναισθηµατικοποίησης» των ενδο-οικογενειακών σχέσεων, ενώ, παράλληλα, µια άλλη σηµαντική παράµετρος είχε εµφανιστεί στο προσκήνιο της οικογενειακής ζωής: η σεξουαλικότητα (Foucault, 1978). Η διέγερση και η εν συνεχεία πειθάρχηση της σεξουαλικότητας εντός του νεοδηµιουργηθέντος «ιδιωτικού» οικογενειακού χώρου είχε πολλά και αρκετά µελετηµένα σήµερα αποτελέσµατα µε κορυφαίο την πρωτοφανή σταυροφορία κατά του αυνανισµού των παιδιών τον 18 ο και 19 ο αιώνα. Μια σταυροφορία της οποίας οι πρακτικές σήµερα θα διεκδικούσαν επαξίως τον τίτλο της κακοποίησης των παιδιών, αλλά η οποία έλαβε χώρα πανευρωπαϊκά µε γνώµονα την «προστασία» των παιδιών και την προάσπιση της ιδιωτικότητας από την εισβολή µιας ανεξέλεγκτης σεξουαλικότητας (Laquer, 2003). 5

Την ίδια, περίπου, εποχή, ο ιαφωτισµός δηµιουργεί τον Άνθρωπο, µια έννοια, επίσης, πρωτοφανέρωτη στην ιστορία του Λόγου, ένα ιστορικό Υπερ-Υποκείµενο, αλλά και µια καθηµερινότητα ενός ιδιωτικού Εαυτού του καθενός: οι αυξηµένες ατοµικές δεξιότητες που οι καιροί απαιτούσαν, βρήκαν εδώ το καλύτερο προαπαιτούµενό τους, αλλά και υπαγόρευσαν την ανάγκη καλλιέργειας του Εαυτού ως θεµελιώδη αναγκαιότητα και προνοµιακό πεδίο της διαµόρφωσης του χαρακτήρα εντός του (απαλλαγµένου από τις παραγωγικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες) οικογενειακού χώρου (Foucault, 1984). Ο «Αιµίλιος» του Ρουσσώ (άσχετα µε το αν ο πραγµατικός Αιµίλιος, γιός του Ρουσσώ, όπως και τα άλλα τέσσερα αδέρφια του µεγάλωσαν κυριολεκτικά «πεταµένα» σε ιδρύµατα Kessen, 1978) σηµατοδοτεί την απαρχή ενός νέου τρόπου αντιµετώπισης των παιδιών και του µεγαλώµατός τους από γονείς και παιδαγωγούς, παράλληλα µε την αυξηµένη πανκοινωνική εκστρατεία υπέρ του µητρικού θηλασµού και της προστασίας των νεογέννητων (Schiebinger, 1994). Με αυτήν, λοιπόν, την έννοια, µε το ιαφωτισµό, η τοµή της Καρτεσιανής σχάσης ανάµεσα στο νου που σκέπτεται και στο δηµόσιο χώρο ολοκληρώνεται, ενώ, παράλληλα, τα κοσµοϊστορικά γεγονότα του 19 ου και των αρχών του 20 ου αιώνα (επαναστάσεις, κοινωνικά κινήµατα κ.λ.π.) θεµελιώνουν πάνω στην ατοµική υποκειµενικότητα την έννοια των ατοµικών ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Ταυτόχρονα, η εγκαθίδρυση συγκεντρωτικών κρατικών µορφωµάτων επιτάσσει το µονοπώλιο της φυσικής βίας από το κράτος και τους µηχανισµούς του, αναιρώντας κάθε προηγούµενη εθιµική ή τυπική ρύθµιση, συµβαδίζοντας, επιπρόσθετα, µε τις απαιτήσεις των καιρών και της αναµορφωµένης παραγωγικής διαδικασίας, η οποία ως ασκούµενη πλέον σε γραµµές παραγωγής και όχι στη φύση δεν απαιτούσε πλέον την πρώιµη εισαγωγή των ατόµων στην άσκηση άµεσης φυσικής βίας αλλά περισσότερο την πειθαρχία και τον σεβασµό στους νόµους. Έτσι λοιπόν, και µε βάση όλα αυτά, δεν είναι αδικαιολόγητη η Φουκωϊκή παρατήρηση (Foucault, 1966), πως δεν είναι, τυχαίο, που την ίδια πάνω κάτω εποχή που στη Γαλλία αναιρείται το «δικαίωµα της ζωής» του πατέρα (ότι, δηλαδή, αυτός που δίνει τη ζωή έχει δικαίωµα και να την αφαιρεί), ο Freud διατυπώνει τη θεωρία του Οιδιπόδειου συµπλέγµατος (προβάλλοντας, έτσι, την επιθετικότητα και την αιµοµικτική σεξουαλική επιθυµία όχι σε κάποια «περιθώρια» της κοινωνικής ζωής ή σε κάποια παρωχηµένη ιστορική εποχή, αλλά στον καθένα µόνο τοποθετηµένα «εσωτερικά» στο επίπεδο της ατοµικής ψυχικής πραγµατικότητας του καθενός µας). Κατ αντιστοιχία δεν είναι τυχαίο που στη περίοδο που στις Σκανδιναβικές χώρες καταργούνται οι νόµοι που επέβαλλαν στους γονείς να δέρνουν καθηµερινά τα παιδιά τους (µε το σκεπτικό πως αν αυτό δεν λάµβανε χώρα, τα παιδιά αυτά µεγαλώνοντας δεν θα γινόντουσαν «καλοί πολίτες»), την ίδια εποχή, ο George Bernard Shaw διακηρύττει πως «το λουρί και το ραβδί είναι τα όργανα επιβολής του ανόητου» (σηµατοδοτώντας, έτσι, τη διάχυτη αλλαγή νοοτροπίας στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες Baron, 2005, Elliman και Lynch, 2000). εδοµένων όλων των παραπάνω, όσο κι αν σήµερα µπορεί να ηχεί παράξενα, µπορούµε να υποθέσουµε πως, για παράδειγµα, η πρώιµη εισαγωγή των παιδιών στη φυσική βία σε προηγούµενους ιστορικά κοινωνικούς σχηµατισµούς, εκτός των άλλων, πιθανώς να «εξυπηρετούσε» και λειτουργικούς στόχους, όπως την έγκαιρη εισαγωγή των ατόµων σε κοινωνίες, στις οποίες η καταφυγή στην άµεση φυσική βία ήταν καθηµερινή πρακτική για λόγους επιβίωσης. Έτσι, καθώς στους κοινωνικούς αυτούς σχηµατισµούς µεγάλο µέρος της καθηµερινότητας δεν είχε υπαχθεί σε µια «κρατική», µε τη διευρυµένη έννοια του όρου, δηλαδή, δηµόσια ρύθµιση, και η προσφυγή στο νόµο, στη πραγµατικότητα, δεν αφορούσε µεγάλο µέρος των 6

διαπροσωπικών διαφορών, η διεκδίκηση των δικαίων ενός εκάστου συχνά πέρναγε από την άσκηση βίας (Τσιµπούκα και Νικολαΐδης, 2008). Χαρακτηριστικά, υπολογίζεται, ότι στον γεωγραφικό χώρο της σηµερινής Αγγλίας κατά το µεσαίωνα ο δείκτης ανθρωποκτονιών ήταν περίπου 20 φορές µεγαλύτερος από ότι σήµερα (Lane, 1997). Κι ακόµα, σε καιρούς ταραγµένους, η εξοικείωση των παιδιών µε τη βία από νωρίς µπορεί να αναπαριστούσε ένα πραγµατικό εξελικτικό πλεονέκτηµα, καθώς εκείνοι που, είτε αψηφούσαν την πιθανότητα ο άλλος να ασκήσει βία, είτε αδυνατούσαν οι ίδιοι να ασκήσουν βία, είχαν πρακτικά µικρές πιθανότητες επιβίωσης. Καθώς, όµως, η ιδέα του νόµου ως µονοπωλίου άσκησης της βίας από το κράτος, αρθρώνεται στις κοινωνίες σε συνάρτηση µε τις σηµαντικές κοινωνικοοικονοµικές τους µεταβολές των τελευταίων αιώνων, µε σχεδόν ευθέως ανάλογο τρόπο διεξάγεται και η συζήτηση για την άσκηση βίας στα παιδιά. Για αυτό, άλλωστε, και η συζήτηση σχετικά µε τη χρήση της βίας στην ανατροφή των παιδιών δεν είναι τόσο νέα όσο µερικές φορές πιστεύουµε, αν και όχι πάντα µε την οπτική που πρυτανεύει στο σήµερα. Ήδη από τους κλασσικούς χρόνους της Ελληνικής αρχαιότητας, φαίνεται να έχουν διαµορφωθεί οι χαρακτηριστικές αντιλήψεις για το ζήτηµα. Έτσι, τον 4 ο αιώνα π.χ., ο ποιητής Μένανδρος ο Κηφισιεύς έγραφε: «αυτός που δεν έχει µαστιγωθεί δεν πρόκειται ποτέ να µορφωθεί». Ή, αντίστοιχα, ο Κώδικας του Χαµουραµπί προέβλεπε τιµωρία µε αποκοπή της χειρός σε όποιο γιό χρησιµοποιώντας την χτυπούσε τον πατέρα του (Άρθρο 195), σηµατοδοτώντας, έτσι, αφενός µια µονοµερή εστίαση του ενδιαφέροντος στην υποταγή των νεότερων στους µεγαλύτερους αφετέρου µια σαφή τοποθέτηση του ζητήµατος της ενδο-οικογενειακής βίας εντός του ανδροκρατικού πατριαρχικού συστήµατος οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων. Υπήρχαν, όµως, ακόµα και στην αρχαιοελληνική γραµµατεία, αντίθετα παραδείγµατα. Χαρακτηριστικά, ο Αλεξανδρινός ψευδο-φωκυλίδης τον 1 ο αιώνα µ.χ. συνιστούσε στους γονείς: «µην απλώνετε χέρι βίαια στα τρυφερά παιδιά, µην είστε απότοµοι αλλά να είστε ευγενείς στα παιδιά σας» (Baron, 2005). Η στάση, λοιπόν, των κοινωνιών αναφορικά µε τη χρήση βίας στα παιδιά µέσα στην οικογένεια, φαίνεται να διαµορφώνεται παλλόµενη ανάµεσα σε αυτές τις δύο θέσεις αναλόγως µε τις συνθήκες και τις προτεραιότητες που οι κοινωνίες θέτουν για το ρόλο των παιδιών αυτών ως ενηλίκων και τις λειτουργίες που επιφυλάσσουν σε αυτούς. εδοµένης, δε, της κοινωνικής και ιστορικής διαχρονικής σχετικότητας των απαντήσεων στα ερωτήµατα της βίας, της παιδικότητας και της οικογένειας, και σε συνάρτηση µε την πραγµάτευση των ερωτηµάτων αυτών από επιστηµονικούς Λόγους που αναπτύχθηκαν αυτόνοµα µεταξύ τους (δηλαδή, µε τα δικά τους κριτήρια, έννοιες, µεθοδολογίες και εργαλεία προσέγγισης ο καθένας), µπορεί να ερµηνευθεί καλύτερα η σηµερινή πανσπερµία αντιλήψεων, αλλά και οι ενεργείς αντιφάσεις στις απαντήσεις που δίνονται στα ερωτήµατα αυτά (Τσιµπούκα και Νικολαΐδης, 2008, Νικολαΐδης, 2008). Τέτοιες αντιφάσεις υφίστανται σε ικανό αριθµό µέχρι και σήµερα στον επισήµως υιοθετούµενο λόγο για το φαινόµενο της βίας, της κακοποίησης και τις σχέσεις νόµου και ψυχικής υγείας εν γένει. Λόγου χάριν, από την αρχή κιόλας της ενασχόλησης µε τα φαινόµενα της βίας αναδύθηκαν και στο επίπεδο της επιστηµονικής αναζήτησης και στη δηµόσια συζήτηση µια σειρά ερωτήµατα τα οποία και έµελλε να αποδειχθούν µάλλον διαχρονικά, αλλά και εν πολλοίς αναπάντητα µε έναν οριστικό τρόπο. Παραδείγµατα τέτοιων ερωτηµάτων είναι η διχοτοµίες του τύπου «σκότωσε επειδή ήταν (ψυχικά) ασθενής ή επειδή ήταν εγκληµατίας;» που τείνουν να (επαν)εµφανιστούν σε µια σειρά περιστάσεις εκδήλωσης βίας (βιασµός, σεξουαλικά εγκλήµατα, βία κατά των παιδιών κ.ο.κ.) και όχι µόνο (Νικολαΐδης, 7

2008). Τα ερωτήµατα αυτά, συνοδεύουν εν γένει την ανάδυση των επιστηµών της συµπεριφοράς τον 19 ο και τον 20 ο αιώνα σε ιδιαίτερα πεδία ερµηνευτικής όπως η βία, η σεξουαλικότητα, η «τρέλα», οι διάφορες εκκεντρικότητες κ.ο.κ. Χαρακτηριστικά, άλλα τέτοια παραδείγµατα εκτός της βίας, παρόµοιων διπολικών απαντήσεων που εµφανίζονται την ίδια πάνω κάτω περίοδο είναι η απόδοση σε ψυχική «διαστροφή» ή κοινωνική απόκλιση κάποιων σεξουαλικών προτιµήσεων ατόµων (σοδοµισµός, νεκροφιλία κ.λ.π.), η παρόµοια ανάδειξη του αυνανισµού ως ιδιαίτερου «προβλήµατος» για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, η διαρκής ταλάντευση των κρατούντων αντιλήψεων για αντιµετώπιση της «τρέλας», είτε ως ψυχικής διαταραχής, είτε ως παρεκκλίνουσας συµπεριφοράς χρήζουσας κατασταλτικής και περιοριστικής δράσης κ.α. (βλέπε π.χ. Foucault, 1964, Laqueur, 2003). Παρόµοιες είναι και οι ρίζες µιας άλλης κατηγορίας διαρκών ερωτηµάτων, είτε του επιστηµονικού, είτε του δηµόσιου λόγου για τη βία (Νικολαΐδης, 2008) και, συγκεκριµένα, του προβληµατισµού αναφορικά µε επίπλαστες ψευδο-διχοτοµίες του τύπου «είναι η βία κοινωνικό φαινόµενο ή ψυχοβιολογική εκδήλωση;». Και πάλι, βέβαια, η διχοτοµική αυτή διχογνωµία αφορά στην πραγµατικότητα µεγάλο εύρος του αντικειµένου των επιστηµών της συµπεριφοράς. Έτσι, παρόµοια ερωτήµατα αρθρώνονται παλαιόθεν έως τις ηµέρες µας για ζητήµατα όπως, η χρήση εθιστικών και ψυχοτρόπων ουσιών, για τις διαταραχές προσωπικότητας, αλλά ακόµα και για τις πρωτοτυπικές ψυχικές διαταραχές όπως, η σχιζοφρένεια ή η κατάθλιψη. Φυσικά, και στον αντίποδα όλων αυτών, κανείς δεν διανοήθηκε πως είχε νόηµα να ρωτήσει αν π.χ. η φυµατίωση, η πνευµονία ή οι εντερικές λοιµώξεις είναι «βιολογικές» ή «κοινωνικές» εκδηλώσεις. Και τούτο γιατί πολύ απλά από την ανάδυση του κυρίαρχου σήµερα επιστηµολογικού Παραδείγµατος στις επιστήµες της υγείας πραγµατοποιήθηκε µια τέτοια ανάπτυξη ανάλογων γνωστικών περιοχών και πρακτικών που προσδιόρισαν (µέσα σε αυτό που ο Foucault θα ονόµαζε ως «θετικότητα») το ρόλο και το εύρος της κάθε δοµής που αντιµετωπίζει τις καταστάσεις αυτές χωριστά «ως εάν» να ήταν, είτε αποκλειστικά κοινωνικό, είτε βιολογικό φαινόµενο: έτσι, έγινε ξεκάθαρο πως οι προαναφερθείσες καταστάσεις είναι µετά βεβαιότητας και τα δύο: όλοι λίγο πολύ θα συµφωνούσαν πως είναι φαινόµενα κοινωνικώς επικαθοριζόµενα (άρα, και κοινωνικά) που η υποστασιοποίησή τους λαµβάνει χώρα µέσα από βιολογικές αλληλεπιδράσεις (άρα, και βιολογικά). Μόνο, όµως, στο πεδίο των επιστηµών της συµπεριφοράς φαίνεται να εµµένει µια αντίληψη πως έχει νόηµα να ρωτιούνται τέτοιες ερωτήσεις διχοτοµικού χαρακτήρα (που αποκλείουν, δηλαδή, a priori την ταυτόχρονη κοινωνική και βιολογική εξήγηση των ενιαίων και αδιαίρετων υπό εξέταση φαινοµένων). Η διχοτοµική αυτή πραγµάτευση του θέµατος της βίας και δη της βίας κατά ανηλίκων δυστυχώς πρυτανεύει µέχρι και σήµερα στη θεωρία και στις πρακτικές ουκ ολίγων εµπλεκοµένων ατόµων και οργανισµών στη χώρα µας και διεθνώς. ιαπιστώνεται, δηλαδή, µια prima facie ασυµβατότητα όχι της πράξης της βίας καθαυτής (άλλωστε, κάθε φαινόµενο είναι αδιαίρετο: ο τεµαχισµός του είναι νοητικός στην προσπάθεια θεωρητικής περιγραφής και εγγραφής του εντός ενός σώµατος λόγων), αλλά του Λόγου των διαφόρων επιστηµονικών παραδόσεων όσον αφορά στη βία. Κι αυτό είναι σηµαντικό, καθώς οι παραπάνω αντιφάσεις διαπερνούν τον τρόπο περιγραφής και προσέγγισης των φαινοµένων της βίας. Η, δε, πανσπερµία θεωριών και προσεγγίσεων ακόµα και εντός της καθεµιάς των επιστηµονικών παραδόσεων που ασχολούνται µε τα φαινόµενα της βίας προσιδιάζει σε αυτό που έχει περιγραφτεί ως περίοδος αστάθειας - κρίσης προ της εµπέδωσης ενός ενιαίου επιστηµονικού Παραδείγµατος κατά Kuhn. Στην πραγµατικότητα, ωστόσο, εκτός από την έλλειψη ενιαίου και 8

ευρέως αποδεκτού Παραδείγµατος, στην περίπτωση της βίας έχουµε επιπροσθέτως να κάνουµε και µε τις εγγενείς ασυµβατότητες των θεωρητικών αναπαραστάσεων των επιστηµών, είτε της υγείας, είτε του νόµου. Πιο συγκεκριµένα, φαίνεται πως από τη σκοπιά των επιστηµών της υγείας τα φαινόµενα εξετάζονται ως φυσικά βιολογικά, άρα, αυθύπαρκτα, σχετικά σταθερά στο χρόνο, µε συνεχή κατανοµή, πολλές φορές εξατοµικευµένα και µε στοχαστικό χαρακτήρα και άλλοτε άλλο βαθµό εγγενούς απροσδιοριστίας. Από την άλλη, ο νόµος δεν αποτελεί παρά µια κοινωνική - ανθρώπινη κατασκευή, οφείλει και σε κάθε περίπτωση είναι διαρκώς αναθεωρούµενος, προϋποθέτει σαφή όρια και ακρίβεια και θα πρέπει να τυγχάνει οµοιόµορφης ή κατά το δυνατόν οµότιµης εφαρµογής. Οι συνέπειες της ασυµβατότητας αυτής στην περιγραφή των φαινοµένων από τη σκοπιά των επιστηµών της υγείας από τη µια και του νόµου από την άλλη, δεν είναι τόσο διακριτές στις «ακραίες» περιπτώσεις π.χ. δεν θεωρείται από κανένα ως έγκυρη µια συναίνεση ενός µικρού παιδιού ή ενός ενηλίκου µε βαριά νοητική στέρηση, όπου και κατά γενική οµολογία παρατηρείται σχετική ευχέρεια στη σύγκλιση απόψεων. Ωστόσο, τα προβλήµατα µεγεθύνονται στις «µεθοριακές» περιπτώσεις όπως π.χ. εφηβεία, και τότε, ελλείψει σύγκλισης σε ένα επιστηµονικό Παράδειγµα, υπεισέρχονται συχνά οι ηθικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές αντιλήψεις και στο πεδίο της εµπειρικής έρευνας και στην επιστηµονική θεωρία και στην καθηµερινή πρακτική. εν πρέπει, όµως, να διαφεύγει το γεγονός ότι αυτή η ασυµβατότητα δεν ανήκει στα φαινόµενα καθαυτά, αλλά στους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισής τους: επειδή η αντίληψη των κοινωνιών είναι αποσπασµατική και διασπασµένη, αυτό δεν σηµαίνει καθόλου ότι µια περίσταση βίας (ή µη) χάνει το µοναδικό και αδιαίρετό της χαρακτήρα ως µέρος της εµβιούµενης πραγµατικότητας. Μια άλλη πηγή ανάλογων προβληµάτων, που, όµως, έχει τις ρίζες της στην ίδια θεωρητική ρευστότητα που αναφέρθηκε παραπάνω, είναι η διάσταση ανάµεσα στις έννοιες της βίας, της επιθετικότητας και της σύγκρουσης (Νικολαΐδης, 2008). Μερικές φορές, µάλιστα, φαίνεται ως εάν να εκλαµβάνεται η µεταφορική χρήση των όρων αυτών στην τρέχουσα γλώσσα ως κυριολεκτική, µε αποτέλεσµα µια συχνή σχετικοποίηση των ορίων ανάµεσά τους. Ωστόσο, είναι προφανές ότι, όσο κι αν µιλάµε στην καθηµερινότητα για «επιθετικές συγχωνεύσεις εταιρειών» ή για «βίαιες συγκρούσεις ουρανίων σωµάτων», τα όρια µεταξύ των εννοιών αυτών είναι δυσδιάκριτα, αλλά ορατά. Έτσι, η µεν βία είναι µια κοινωνική - ανθρώπινη «κατασκευή» - µια «απόδοση» προθέσεων συγκρινόµενη µε ένα κώδικα ηθικής, προϋποθέτει ένα ηθικό (ή και νοµικό) κανόνα και είναι εν δυνάµει εµπρόθετη (καθώς πάντα µπορεί να καταλογισθεί, είτε η πρόθεση µιας βίαιης πράξης, είτε η πρόθεση ή η έλλειψη πρόθεσης της αναστολής της). Ιδιαίτερα, δε, η ύπαρξη ενός ηθικού κανόνα και η απόδοση πρόθεσης είναι συστατικά sin e qua non στοιχεία της βίας: κανένας δεν διανοείται να αποδώσει τον κυριολεκτικό χαρακτήρα βίας σε µια επίθεση ενός σαρκοβόρου ζώου σε ένα άλλο ή σε µια πράξη που συµβαίνει συνεπεία ατυχήµατος. Η επιθετικότητα (Aggression ή Aggressiveness) ή και η οµόλογή της έννοια της εχθρικότητας (Hostility), είναι έννοιες βιολογικές, που προϋποθέτουν ένα κάποιο βιολογικό υποκείµενο, όντας ιδιότητες της ζώσας ύλης και συνήθως ενστικτώδεις: ένα είδος ζώου µπορεί να είναι πιο επιθετικό από ένα άλλο, αλλά και ένας εκπρόσωπος ενός ζωικού είδους πιο επιθετικός από έναν άλλο του ίδιου είδους, του ανθρώπου συµπεριλαµβανοµένου. Ωστόσο, επειδή σε αυτές τις έννοιες ελλείπει η πρόθεση και το ηθικό κριτήριο, δεν επαρκούν για να συντελεσθεί ή και να γίνει επιθυµητή ή να σχεδιασθεί µια πράξη βίας: υπάρχουν άνθρωποι λίαν επιθετικοί που δεν θα προβούν ποτέ στη ζωή τους σε καµία πράξη βίας. Τέλος, η σύγκρουση είναι 9

µια έννοια που δεν προϋποθέτει καν τη ζωική κατάσταση. Υφίσταται εξίσου και στην ανόργανη ύλη, δεν προϋποθέτει κανενός είδους υποκειµενικότητα και για στην αιτιολογία της καµία πρόθεση δεν µπορεί να αποδοθεί. Η σύγκρουση, λοιπόν, δεν είναι, ούτε µια προδιάθεση, ούτε µια εµπρόθετη πράξη: είναι µια «φυσική», άψυχη κατάσταση, απλώς επισυµβαίνουσα. Η διάκριση, δε, µεταξύ των εννοιών είναι άκρως απαραίτητη ιδιαίτερα στις επιστήµες της ψυχικής υγείας όπου συχνά γίνεται χρήση της θεωρητικής έννοιας της ψυχο-σύγκρουσης. Η απόδοση, είτε προθετικότητας, είτε υποκειµενικότητας στις ψυχο-συγκρούσεις είναι µια παρανόηση στην οποία συχνά υποπίπτουν ακόµα και έµπειροι επιστήµονες του χώρου. Ωστόσο, το νόηµα της αρχικής διατύπωσης του όρου ψυχο-σύγκρουση από τον θεµελιωτή της ψυχανάλυσης S. Freud ήταν ακριβώς αυτό: η δράση «τυφλών», «φυσικών» δυνάµεων στο ανθρώπινο ψυχικό όργανο κατ αναλογία µε την Φροϋδική παροµοίωση του συνειδητού του ανθρώπου ως καβαλάρη ενός αφηνιασµένου αλόγου, το οποίο δεν ελέγχει ποσώς. Βία, Επιθετικότητα και Σύγκρουση Βία Επιθετικότητα (Ψυχο-) Σύγκρουση Κοινωνική (Ανθρώπινη «κατασκευή» - «απόδοση») Βιολογική («Ζωική» - έµψυχη) Φυσική Ανόργανη (και της άψυχης ύλης) ( υνάµει) Εµπρόθετη (πρόθεση πράξης ή αναστολής της) Ενστικτώδης Επισυµβαίνουσα (καµία πρόθεση δεν µπορεί να Προϋποθέτει ηθικό (ή και νοµικό) κριτήριο - «µέτρο» Προϋποθέτει βιολογικό (ή και ψυχικό) υποκείµενο αποδοθεί) Καµία προϋπόθεση υποκειµενικότητας Σε αυτό το σηµείο, βέβαια, εγείρεται ένα άλλο πολύ ευρύτερο ερώτηµα, ήτοι το πώς είναι δυνατόν από ένα πλέγµα αντιτιθέµενων απολύτως ανεξέλεγκτων δυνάµεων να αναδύεται η ανθρώπινη υποκειµενικότητα. Το ερώτηµα αυτό της έγερσης του υποκειµένου από την άψυχη ύλη, προφανώς, ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος σηµειώµατος και αναπαριστά διαχρονική πρόκληση για την ανθρώπινη σκέψη: από τη «νύχτα του κόσµου», ή τη στιγµή της «ριζικής τρέλας» της Φαινοµενολογίας του Πνεύµατος του Hegel, το απολύτως κενό («Ø») σύνολο του υποκειµένου «Εγώ» της Κριτικής του Πρακτικού Λόγου του Kant, το cogito και τη µυστηριώδη σύνδεση σώµατος διανοίας στην επίφυση των ιαλογισµών του Descartes, µέχρι το άναρχο «πανδαιµόνιο» του Dennett (Dennett, 1991) και τους ρόλους στο καρτεσιανό θέατρο του Zizek (Zizek, 1998), όλοι λίγο πολύ οι µεγάλοι διανοητές κατά καιρούς έχουν αποπειραθεί να εξηγήσουν αυτό το «µυστήριο» της έγερσης του υποκειµένου, χωρίς, ωστόσο, καµία απάντηση να µπορεί να θεωρηθεί ως οριστική. Το µόνο που φαίνεται να είναι σίγουρο είναι πως η βία είναι αποκλειστικό προνόµιο του ανθρωπίνου είδους, ανήκει στην «ανθρώπινη» και όχι στην «ζωική» ή στην «ανόργανη» πλευρά του ανθρώπου και πως, ως εκ τούτων, είναι µια απολύτως έλλογη δραστηριότητα σε αντίθεση µε τα περί του αντιθέτου συχνά λεγόµενα. Τέλος, η βία φαίνεται να µπορεί να υφίσταται µόνο après coup διαπιστούµενη (γεγονός που καθιστά την πιστοποίησή της υποκείµενη στις εκάστοτε κοινωνικές ιεραρχήσεις), ενώ οι όποιες συµπεριφορικές προδιαθέσεις ή «τυφλές» συγκρούσεις υπάρχουν ανεξαρτήτως τελικής έκφρασής τους ή όχι. Με λίγα λόγια: η βία υφίσταται εντός του Λόγου ενώ η όποια προδιάθεση (εχθρικότητα, επιθετικότητα κ.ο.κ.) ή οι όποιες συγκρούσεις εντός του Πράγµατος. 10

Με την έννοια, λοιπόν, όλων των παραπάνω, η βία κατά ανηλίκων ως φαινόµενο υποστασιοποιεί τη θέση της ασυµβατότητας των επιστηµονικών θεωριών θεωρητικών γλωσσών των Kuhn και Feyerabend (Kuhn, 1970, Feyerabend, 1978) στη σχετική αντίθεσή τους µε τον ιδρυτή του Λειτουργισµού Hilary Putnam (Putnam, 1975, 1981). Η ποικιλότητα των αντιθέσεων στην έρευνα, η φαινοµενική «ανωµαλία» της εκ νέου αναπαραγωγής µε διαφορετικές µορφές των εσωτερικών αντιφάσεων της γενικής περί βίας θεωρίας αλλά και οι ποίκιλλες αντιπαραθέσεις που εκδηλώνονται στο χώρο των εφαρµοσµένων πρακτικών και των πολιτικών υγείας και κοινωνικής πολιτικής, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο αφαίρεσης, µπορούν καλύτερα να ερµηνευθούν στη βάση αυτής της θεωρίας, σύµφωνα µε την οποία δεν µπορεί να υπάρξει «ένα προς ένα αντιστοιχία» των θεωρητικών εννοιών θεωρητικών γλωσσών σωµάτων επιστηµονικού Λόγου που αναπτύσσονται αυτόνοµα ακόµα και όταν υποτίθεται πως αναφέρονται στις ίδιες κατηγορίες φαινοµένων ή πραγµάτων. Συγκεκριµένα, η βία (όπως και άλλα συναφή µε την κακοποίηση παραµέληση των παιδιών φαινόµενα όπως η εγκυρότητα της εκπεφρασµένης επιθυµίας για µια ορισµένη σεξουαλική συµπεριφορά) εξετάζονται ταυτόχρονα (και εγγενώς ασύµβατα), είτε ως έννοιες πιθανολογικές - στοχαστικές, συνεχούς κατανοµής, ριζικά ασαφείς (µε την έννοια των κατηγοριών της «ασαφούς λογικής» - fuzzy logic - του Lofti A. Zadeh, όπως την µετέγγραψε στα βιολογικά φαινόµενα ο Kazem Sadegh- Zadeh) και εξατοµικευµένες, είτε µε µια λογική κοινωνικής κατασκευής, σαφών ορίων και οµοιόµορφης ισχύος. Κατά κάποιο, λοιπόν, τρόπο, η βία (όπως, εξάλλου, και πλείστες εκ των κοµβικών εννοιών των επιστηµών της συµπεριφοράς), αποτελούν την τοµή όπου το «σφάλµα» ως κεντρική έννοια των επιστηµών της ζωής (Canguilhem, 1966) συναντά και αναµετριέται µε την «παράβαση», κεντρική έννοια του νόµου σε µια ασυµπτωτική πορεία που ποτέ δεν µπορεί να τερµατιστεί οριστικά µε µια ριζική αναγωγή της µιας στην άλλη ή το αντίστροφο. Τα προβλήµατα, φυσικά, πολλαπλασιάζονται στην πράξη, όπου η γνωσιακή και πρακτική αντιµετώπιση φαινοµένων όπως η κακοποίηση παραµέληση των παιδιών προϋποθέτουν την αναφορά και στα δύο αυτά συστήµατα λόγου (όπου, δηλαδή, κανείς καλείται να αναγνωρίζει ταυτόχρονα και «ψυχοπαθολογία» και «έγκληµα», να θεραπεύσει και να αποδώσει δικαιοσύνη). Όµως, η διαπίστωση αυτής της εγγενούς ασυµβατότητας σε επίπεδο θεωρίας και πρακτικής έχει σηµαντικές επιπτώσεις: στον «Αποχαιρετισµό στον (ορθό) Λόγο», ο P. Feyerabend παραθέτει ένα θεωρητικό σχήµα µέσα από το οποίο δύο θεωρητικές γλώσσες µπορούν να «επικοινωνούν» παράγοντας έτσι αµοιβαία µια νέα τρίτη θεωρητική γλώσσα (Feyerabend, 1987). Αν, όµως, οι σχέσεις µεταξύ των θεωρητικών γλωσσών δεν είναι ισότιµες ούτε άναρχες, αλλά δοµηµένες και ιεραρχικές, ενίοτε και συγκρουσιακές, τότε, η εύηχη ουτοπία του Feyerabend (της «αµοιβαίας επικοινωνίας») µάλλον δεν θα πρέπει να αναµένεται. Σε αυτήν την περίπτωση η όποια εν τω γενέσθαι επιστηµονική θεωρία για τη βία δεν µπορεί να είναι «ψυχο-κοινωνικο-βιολογική» (Π.Ο.Υ.), αλλά µόνον, είτε «ψυχο-κοινωνική βιολογία», είτε «ψυχο-βιολογική κοινωνιολογία», είτε «βιο-κοινωνική ψυχολογία», είτε κάτι τρίτο, το οποίο πάντως, πρόκειται να προκύψει από την απλή και ισότιµη συµµετοχή της «προϊστορίας» του επιστηµονικού Λόγου αναφορικά µε τα φαινόµενα της βίας και της κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών (Νικολαΐδης, 2008). Η Κακοποίηση Παραµέληση των Παιδιών ως ιδιαίτερο φαινόµενο Η κακοποίηση - παραµέληση των παιδιών αναγνωρίστηκε, όπως είδαµε παραπάνω, ως ιδιαίτερο φαινόµενο ανάµεσα στις περιστάσεις άσκησης βίας, µόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Από την εποχή, δε, που ένας Παιδίατρος, ο H. Kempe, ανέφερε πρώτη 11

φορά το «σύνδροµο του κακοποιηµένου παιδιού» (Kempe et al., 1962) ως σήµερα, έχουν προστεθεί σειρά γνώσεων και δεδοµένων για το ζήτηµα, τροποποιώντας τις αντιλήψεις της διεθνούς κοινότητας και για πλευρές της αντιµετώπισης του φαινοµένου, αλλά και για τον «πυρήνα» του ως τέτοιου. Παρατηρήθηκε, µάλιστα, αρκετά νωρίς στη σχετική συζήτηση πως οι διάφοροι ερευνητές ανά τον κόσµο υιοθετούσαν διαφορετικούς ορισµούς για το φαινόµενο της κακοποίησης αντανακλώντας και κοινωνικές, πολιτιστικές, ηθικές ή και προσωπικές τους αντιλήψεις, µε αποτέλεσµα τη συχνή ασυµβατότητα των αποτελεσµάτων και των θεωρητικών τους αφετηριών και καταλήξεων. Για να αντιµετωπισθούν οι δυσκολίες που προέκυπταν από την ασυµβατότητα των ορισµών και κριτηρίων των διάφορων ερευνητών, ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας κατέληξε στον παρακάτω ορισµό, τον οποίο και προέβαλλε στο πλαίσιο µιας παγκόσµιας καµπάνιας του για την αναγνώριση του φαινοµένου της κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών ως προβλήµατος δηµόσιας υγείας (W.H.O., 1997, 1999, 2001, 2002): «Η κακοποίηση ή κακοµεταχείριση του παιδιού περιλαµβάνει όλες τις µορφές σωµατικής ή συναισθηµατικής κακής µεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραµέλησης ή παραµεληµένης θεραπευτικής αντιµετώπισης ή εκµετάλλευσης για εµπορικούς σκοπούς, η οποία καταλήγει σε συγκεκριµένη ή εν δυνάµει βλάβη που αφορά τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού, στο πλαίσιο µιας σχέσης ευθύνης, εµπιστοσύνης και δύναµης» (W.H.O., 1999). Ένα εξέχον χαρακτηριστικό αυτού του ορισµού είναι η διεύρυνση του πεδίου ορισµού των πρακτικών της κακοποίησης (µε συµπερίληψη, για παράδειγµα, και των µορφών παραµέλησης των υγειονοµικών αναγκών των παιδιών, που, άλλωστε, µπορεί να επιφέρουν ισότιµα επικίνδυνες επιπτώσεις στη ζωή, σωµατική ακεραιότητα και ανάπτυξη ενός παιδιού µε την άµεση άσκηση φυσικής βίας Τσιµπούκα και Νικολαΐδης, 2008). Ακόµα, χαρακτηριστικό του ορισµού είναι και η εξίσωση των πρακτικών, είτε η πιθανολογούµενη βλάβη τελικώς επήλθε, είτε αυτή θα µπορούσε να επέλθει («εν δυνάµει»). Τέλος, το πιο διακεκριµένο γνώρισµα του φαινοµένου της κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών που ο ορισµός αυτός θέτει είναι ακριβώς η ασυµµετρία της σχέσης των εµπλεκοµένων: η σχέση «ευθύνης, εµπιστοσύνης και δύναµης» ανάµεσα στο θύτη και στο θύµα είναι εκείνο που διαφοροποιεί την κακοποίηση παραµέληση των παιδιών από τις λοιπές µορφές διαπροσωπικής βίας. Εξάλλου, γι αυτό ακριβώς το λόγο, π.χ. ο «εκφοβισµός» ( bullying ), µολονότι εµπλέκει στο ρόλο του θύτη άλλους ανηλίκους, οι οποίοι, όµως, εξ αρχής βρίσκονται σε θέση υπεροχής έναντι του θύµατος, θεωρείται γενικά ως µορφή κακοποίησης ενώ άλλα φαινόµενα (π.χ. ξυλοδαρµοί µεταξύ συνοµηλίκων παιδιών, η εκούσια σεξουαλικότητα µεταξύ εφήβων κ.λπ.) δεν εµπίπτουν στον ορισµό αυτό για την κακοποίηση των παιδιών. Με δύο λόγια: αν υπάρχει κάτι που εννοιολογικά διαφοροποιεί ουσιωδώς την κακοποίηση παραµέληση των παιδιών από το γενικό αδιαφοροποίητο σύνολο των εκφράσεων της διαπροσωπικής βίας είναι ακριβώς αυτή η ανισοµετρία «ευθύνης, εµπιστοσύνης και δύναµης» των εµπλεκοµένων µερών. Αυτό το χαρακτηριστικό φέρνει άλλωστε και το φαινόµενο της βίας κατά ανηλίκων σε στενή συνάφεια µε άλλες µορφές διαπροσωπικής βίας όπως η βία κατά ηλικιωµένων, ατόµων µε αναπηρία, όπου ωσαύτως παρατηρείται ασυµµετρία των εµπλεκοµένων. Τέλος, αυτό υπήρξε και ένα χαρακτηριστικό που έφερε κοντά στην ιστορική διαδροµή τους το κίνηµα για την προστασία των παιδιών µε το Γυναικείο κίνηµα, στο βαθµό που σε παρτιαρχικές κοινωνίες η συσχέτιση της βίας κατά των παιδιών µε την θυµατοποίηση των γυναικών είναι πολλαπλή και επαρκώς τεκµηριωµένη (π.χ. βλέπε Krantz and Ostergen, 2000, McMillan et al., 2001, Trowell et al., 2002). Ωστόσο, δεν θα πρέπει να γίνεται παρανόηση των οµοιοτήτων και 12

διαφορών ανάµεσα στα φαινόµενα της βίας κατά των παιδιών από τη µια και της βίας µεταξύ ερωτικών συντρόφων (πρωτοτυπική µορφή της οποίας είναι η βία κατά των γυναικών) από την άλλη: στην πρώτη περίπτωση η ανισοµετρία «ευθύνης, εµπιστοσύνης και δύναµης» υφίσταται de facto ενώ στην δεύτερη η ανισοτιµία προϋποτίθεται αυθαίρετα από τον ένα τουλάχιστον εµπλεκόµενο πόλο, καθώς, η βία µεταξύ ερωτικών συντρόφων ορίζεται ακριβώς ως εκείνη που ασκείται από τον ένα ερωτικό σύντροφο στον άλλο είτε εκ αιτίας είτε για να επικυρώσει ένα δεδοµένο φυλετικό ρόλο (Νικολαΐδης και Πετρουλάκη, 2008). Έτσι, στην µεν περίπτωση της βίας κατά των παιδιών η ανισοµετρία δεν µπορεί τελικά να αρθεί ολοκληρωτικά (όσο, δηλαδή, και να αντιµετωπίζεται ισότιµα ένα παιδί, πάντα θα είναι θεµελιακά εξαρτηµένο από ενήλικες της προγενέστερης γενεάς), ενώ στην περίπτωση της βίας που ασκεί ένας άντρας σε µια γυναίκα «επειδή αυτός είναι άντρας και αυτή είναι γυναίκα», κοµβικός στόχος των εφαρµοζόµενων παρεµβάσεων σε επίπεδο κοινωνίας είναι και η εγκαθίδρυση νέων αντιλήψεων ισοτιµίας για τους φυλετικούς ρόλους. Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, υπάρχει µια διεθνής τάση για «διεύρυνση» του πεδίου των φαινοµένων που δυνητικά κατηγοριοποιούνται ως µορφές βίας κατά ανηλίκων ή ως κακοποίηση παραµέληση των παιδιών. Αυτή η τάση, φυσικά, δεν είναι άσχετη από την παράλληλη µετεξέλιξη των επικρατουσών αντιλήψεων στον ανεπτυγµένο κόσµο, αλλά και από την (επί)δράση ιδεολογιών ή οµάδων πίεσης που προβάλλουν την υπόθεση των ικαιωµάτων του Παιδιού. Έτσι, πέρα από τις θεωρούµενες ως πιο «κλασσικές» µορφές, έχουµε βαθµιαία, την ένταξη και άλλων µορφών που, είτε σχετίζονται µε τον τρόπο και τις συνθήκες ζωής (π.χ. διαδίκτυο κ.λ.π.), είτε µε τη διεύρυνση του ορίζοντα θέασης φαινοµένων όπως, ο ιδρυµατισµός των παιδιών κ.ο.κ. Ο παρακάτω κατάλογος, φυσικά, απέχει από το να εξαντλεί τις µορφές πιθανής κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών, καθώς στις τελευταίες διαρκώς εντάσσονται νέα φαινόµενα της κοινωνικής ζωής: σωµατική κακοποίηση, παραµέληση, υπολειπόµενη ανάπτυξη µη-οργανικής αιτιολογίας µη-οργανική δυστροφία, Σύνδροµο «Μινχάουζεν δι αντιπροσώπου», σωµατική τιµωρία, «εκφοβισµός» - «ασύµµετρη» βία µεταξύ ανηλίκων ( bullying ), ψυχολογική συναισθηµατική κακοποίηση παραµέληση, έκθεση σε σκηνές βίας σύνδροµο του «αµέτοχου θεατή», σεξουαλική κακοποίηση ή σεξουαλική παραβίαση ανηλίκων, σεξουαλική εκµετάλλευση ανηλίκων, παιδικό trafficking, κακοποίηση παραµέληση παιδιών από υπηρεσίες («Συστεµική» κακοποίηση), κακοποίηση παραµέληση των παιδιών σε Ιδρύµατα, παιδική εργασία, κακοποίηση των παιδιών µέσω του ιαδικτύου, αλλά και η πλέον προσφάτως αναφερθείσα (Garszenzon, 2008), κακοποίηση των παιδιών µέσα από αλληλοκατηγορίες γονέων σε διάσταση ή σε διαδικασία διαζυγίου µε τη δικαστική τους εµπλοκή στη διερεύνηση κατασκευασµένων καταγγελίων σεξουαλικής παραβίασής τους. Παρακάτω ακολουθεί πραγµάτευση των βασικότερων από τις µορφές κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών µε έµφαση στα κλινικά και επιδηµιολογικά χαρακτηριστικά καθεµιάς εκάστης. Πριν, όµως, από αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα το φαινόµενο του «πολύθυµατοποιηµένου» ( poly-victimized ) παιδιού, του παιδιού, δηλαδή, εκείνου που κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας υφίσταται πολλαπλές µορφές βίας (π.χ. σωµατικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής, παραµέληση κ.ο.κ.), είτε ταυτόχρονα, είτε σε διαφορετικές φάσεις της ανάπτυξής του. Το φαινόµενο αυτό έχει επισηµανθεί παγκοσµίως από τους ερευνητές του χώρου, οι οποίοι και έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς να δώσουν διάφορους χρηστικούς ορισµούς γι αυτό (Finkelhor et al., 2005, 13

Finkelhor et al., 2007). Σε µια, δε, πρόσφατη εθνικής κλίµακας µελέτη στις Η.Π.Α., βρέθηκε ότι το 22% των εξετασθέντων παιδιών 2 έως 17 ετών είχαν υποστεί περισσότερες από τέσσερις διαφορετικές µορφές βίας, ενώ ένα 10% εξ αυτών ανέφεραν ιστορικό περισσότερων από επτά διαφορετικών µορφών κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας (Finkelhor et al., 2009). Τα παιδιά αυτά αποτελούν, ίσως, το πλέον δυσεπίλυτο πρόβληµα και σε ερευνητικό επίπεδο, καθώς, έχει πλέον αποδειχθεί ότι πολλές από τις µέχρι σήµερα εντοπιζόµενες συσχετίσεις από τις παλαιότερες έρευνες στο πεδίο της βίας κατά ανηλίκων οφείλονταν στα ειδικά χαρακτηριστικά αυτής της υπο-οµάδας παιδιών (και, άρα, τα συναγόµενα συµπεράσµατα δεν είχαν την καθολική ισχύ που φαινόταν να έχουν), αλλά, πολύ περισσότερο, σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών και κλινικής αντιµετώπισης. Στη δεύτερη, αυτή, διάσταση του ζητήµατος, η πραγµατικότητα είναι πως αφενός, οι επιπλοκές και οι απώτερες επιπτώσεις της πολλαπλής εµπειρίας βίας φαίνεται να είναι πολύ βαρύτερες και σηµαντικότερες, ενώ αφετέρου, ο χειρισµός και η αντιµετώπιση τέτοιων περιστατικών (που, συνήθως, ανήκουν σε περιβάλλοντα του ονοµαζόµενου «δυσλειτουργικού οικογενειακού πλαισίου») είναι λίαν δυσχερής: πριν καν τη θεωρητική σύλληψη αυτής της κατηγορίας και πριν από κάθε εµπειρική επιβεβαίωση, οποιοσδήποτε επαγγελµατίας έχει εµπλακεί στην παροχή υπηρεσιών «πρώτης γραµµής» µπορεί άνετα να βεβαιώσει του λόγου το αληθές µιας τέτοιας παραδοχής. Το πρόβληµα, δε, γίνεται ακόµα δυσκολότερο στην επίλυσή του δεδοµένου του ότι έχει τεκµηριωθεί η θετική συσχέτιση της έκθεσης σε µιας µορφή βίας στην παιδική ηλικία (ιδιαίτερα σε σεξουαλική παραβίαση Barnes et al., 2009) µε την µετέπειτα έκθεση και σε άλλες µορφές βίας του ίδιου παιδιού είτε πριν είτε µετά την ενηλικίωσή του (Widom and Kuhns, 1996, Coid et al., 2001, Desai et al., 2002, Wolfe et al., 2004). Με αυτήν την έννοια, η ενάργεια, αλλά και η εκπόνηση και υλοποίηση συγκεκριµένων σχεδίων κοινωνικής παρέµβασης και ψυχο-κοινωνικής συνδροµής σε οικογένειες και παιδιά «υψηλού κινδύνου πολύ-θυµατοποίησης» καθίσταται επιτακτική αναγκαιότητα για κάθε σύγχρονη κοινωνία, πολύ, περισσότερο στο βαθµό που οι διατιθέµενοι για την κοινωνική µέριµνα ανθρώπινοι και υλικοί πόροι σπανίζουν ολοένα και περισσότερο στις ηµέρες µας. Σωµατική κακοποίηση των παιδιών Η σωµατική κακοποίηση των παιδιών περιλαµβάνει γενικά κάθε είδους τραυµατισµό ή κάκωση που δεν οφείλεται σε ατύχηµα. Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινισθεί πως ο όρος αναφέρεται σε περιστατικά βαριάς φυσικής βίας κατά ανηλίκων, διαφοριζόµενος έτσι, από την καθηµερινή χρήση «ηπιότερων» µορφών βίας για την ανατροφή και πειθάρχηση των παιδιών, φαινόµενο που στη σχετική βιβλιογραφία συνήθως αναφέρεται ως «σωµατική τιµωρία». Η σωµατική κακοποίηση των παιδιών µπορεί να περιλαµβάνει κάθε είδους τραυµατισµό και κάκωση διαφορετικής σοβαρότητας και συχνά διαφορετικών ηλικιών που δεν οφείλεται σε ατύχηµα. Η κάκωση µπορεί να είναι µια ή πολλές, παρατηρούνται δε συχνότερα στο κεφάλι και στα άκρα του παιδιού δηλαδή στα ακάλυπτα µέρη του σώµατος. Όπως, βέβαια, είναι φανερό, ο διαχωρισµός αυτός είναι ποιοτικός και εν πολλοίς τεχνητός και δεν υπάρχουν σινικά τείχη ανάµεσα στα δύο φαινόµενα. Ακόµα, είναι επαρκώς τεκµηριωµένο από καιρό πως η χρήση της σωµατικής τιµωρίας σχετίζεται µε αυξηµένη συχνότητα εµφάνισης και βαρύτερων περιστατικών σωµατικής κακοποίησης των παιδιών. Άρα, καλό θα είναι η διάκριση αυτή να αντιµετωπίζεται χρηστικά και εργαλειακά, καθώς σε πρακτικό επίπεδο δεν είναι λίγες οι φορές που οι επαγγελµατίες βρίσκονται αντιµέτωποι µε µια «γκρίζα ζώνη» πρακτικών τιµωρίας 14

που κινούνται στα όρια των δύο αυτών µορφών κακοποίησης. Κι ακόµα, η ποιοτική διαφοροποίηση των δύο αυτών µορφών, επειδή ακριβώς, η διάκριση µεταξύ τους είναι ασαφής, πολλές φορές εδράζεται αναγκαστικά σε ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως η συναισθηµατική σχέση και οι ψυχολογικές στάσεις των εµπλεκοµένων µερών, αλλά και τα µορφωτικά και πολιτισµικά εφόδιά τους και τα κοινωνικώς κρατούντα ευρύτερα ήθη. Με αυτήν την έννοια, η εκ των υστέρων απόδοση χαρακτηρισµών για παιδαγωγικές πρακτικές κοινωνιών του ιστορικού παρελθόντος φαίνεται να έχει µεγαλύτερη αξία για την εποχή και τις κοινωνίες στις οποίες εκφέρονται και λιγότερο για εκείνες στις οποίες αναφέρονται. Αντίθετα, ωστόσο, από τη γενικώς επικρατούσα αντίληψη για την ειρηνική και «µηβίαιη» εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών, το φαινόµενο της σωµατικής κακοποίησης των παιδιών, φαίνεται σε παγκόσµια κλίµακα να αναπαριστά ένα σοβαρό κίνδυνο για τη δηµόσια υγεία, αλλά και µια πρόκληση για την ηθική των ανεπτυγµένων «δυτικού τύπου» κοινωνιών. Και αυτό γιατί οι στατιστικές δείχνουν πως πρόκειται για µάλλον συχνότερο του αναµενοµένου φαινόµενο (Murrey and Lopez, 1996, Reza et al., 2001). Έτσι, για παράδειγµα, στις Η.Π.Α., η υπολογιζόµενη συχνότητα ανέρχεται στο 1%-2% των παιδιών ηλικίας 0-18 ετών κάθε χρόνο εκ των οποίων 2.500-5.000 παιδιά πεθαίνουν (Krugman, 1992). Στη Μ. Βρετανία, η συχνότητα κατ έτος κυµαίνεται από 1%-2% των παιδιών του πληθυσµού κάτω των 5 ετών (Browne, 1993). Στη Σουηδία αναφέρεται σε ποσοστό 4% (1,5 εκατοµµύρια παιδιά). Στη Γαλλία αναφέρονται 400.000 περιπτώσεις κακοποίησης - παραµέλησης παιδιών το χρόνο (εκτός σεξουαλικής), ενώ σύµφωνα µε εκτιµήσεις του Παγκόσµιου Οργανισµού Υγείας (W.H.O., 1999), υπολογίζεται ότι 1 στα 5.000 έως 1 στα 10.000 παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών πεθαίνει κάθε χρόνο λόγω σωµατικής κακοποίησης. Επίσης, ο ίδιος οργανισµός εκτιµά ότι από 1 στα 1.000 έως 1 στα 180 παιδιά παραπέµπεται κάθε χρόνο σε κάποια υπηρεσία υγείας ή κοινωνικής προστασίας λόγω κακοποίησης (W.H.O., 1997, Krug et al., 2000). Στην Ελλάδα µια παλαιότερη κλινική µελέτη 197 περιπτώσεων κακοποίησης παραµέλησης στην Ελλάδα (Αγάθωνος και Μαραγκός, 1995) ανέφερε 6% θνητότητα, 7% σοβαρές κακώσεις, 33% προσωρινή αναπηρία και 8% µόνιµη αναπηρία. Ωστόσο, θα πρέπει να τονισθεί ότι η εν λόγω µελέτη ήταν κλινική θυµατολογική και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η αστήρικτη προβολή των αποτελεσµάτων αυτών στο γενικό πληθυσµό. Και τούτο καθώς η διεθνής εµπειρία έχει δείξει ότι οι κλινικοί πληθυσµοί συνήθως αποτελούνται από τις σοβαρότερες περιπτώσεις κακοποίησης παραµέλησης και, συνακόλουθα, τα αναφερόµενα αποτελέσµατα από τέτοιες µελέτες αναµένονται να εµφανίζουν βαρύτερες επιπτώσεις και επιπλοκές από τα ισχύοντα στο γενικό πληθυσµό. Ο σκεπτικισµός, δε, αυτός, ουδόλως δεν µειώνει την αξία των µελετών αυτών, ούτε και υποβαθµίζει την επιβάρυνση ( burden ) που το φαινόµενο της κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών επιφέρει στις κοινωνίες: αντιθέτως, είναι µάλλον αποτέλεσµα της επίγνωσης πως η έκταση της συχνότητας του φαινοµένου είναι τόσο εκτεταµένη, ακόµα και στις ανεπτυγµένες κοινωνίες, που ακόµα και µικρότερης βαρύτητας επιπτώσεις και επιπλοκές (στο γενικό πληθυσµό) συνεπάγονται πολλαπλάσια βιολογική και ψυχο-κοινωνική επιβάρυνση σε πανκοινωνικό επίπεδο (Murray and Lopez, 1996). Συνιστά, δηλαδή, µια αλλαγή εστίασης από τις εκσεσηµασµένες, δραµατικές περιπτώσεις τραγικής κατάληξης, στο «παιδί της διπλανής πόρτας» που υποφέρει υφιστάµενο διάφορες, πιθανόν ηπιότερες, αλλά ωσαύτως τραυµατικές, µορφές βίας. Άνδρες και γυναίκες δράστες 15

Οι διεθνείς στατιστικές δείχνουν πως στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ενώ οι θύτες γενικά της σωµατικής βίας κατά των παιδιών είναι συχνότερα οι γυναίκες από ότι οι άνδρες, οι άνδρες πιο συχνά σε σχέση µε τις γυναίκες ενέχονται στις βαρύτερες και δη τις θανατηφόρες ή αναπηρο-ποιητικές τέτοιες περιστάσεις (Kaplan, 1996). Σε µερικές περιπτώσεις, µάλιστα, οικογενειών, σηµειώνεται το σχήµα οι µεν άνδρες να κακοποιούν σωµατικά τις συντρόφους τους και εκείνες µε τη σειρά τους να κακοποιούν τα παιδιά τους. Αυτό σηµαίνει πως σε κάθε περίσταση που διαπιστώνεται άσκηση σωµατικής βίας κατά των παιδιών µιας οικογένειας από γυναίκα, θα πρέπει οι επαγγελµατίες να διενεργούν σχετική έρευνα για το κατά πόσο συνυπάρχει στην ίδια οικογένεια και βία µεταξύ ερωτικών συντρόφων. Χαρακτηριστικά θυµάτων Τα παιδιά σύµφωνα, πάντα, µε τα µέχρι σήµερα διαθέσιµα στοιχεία κακοποιούνται σωµατικά συχνότερα, είτε στην βρεφική, είτε στην προεφηβική και εφηβική ηλικία. Στην πρώτη περίπτωση των βρεφών (και των εν γένει παιδιών πολύ µικρής ηλικίας) είναι και που παρατηρείται η πλειονότητα των θανάτων παιδιών εξ αιτίας κακοποίησής τους, λόγω και της µεγαλύτερης συγκριτικά βιολογικής τους ευαλωτότητας (γι αυτό, άλλωστε, και πολλοι «αιφνίδιοι» ή «αδιευκρινίστου αιτιολογίας» θάνατοι βρεφών ή µικρών παιδιών οφείλονται πολύ συχνά σε κάποιας µορφής άδηλη κακοποίησή τους - Hymel, 2006). Στην περίπτωση των παιδιών που υφίστανται βαριά σωµατική βία περί την εφηβεία, συνήθως, υπάρχει µακρό ιστορικό πολυετούς σωµατικής κακοποίησής τους από την πρώτη παιδική ηλικία, βία την οποία τα ίδια τα παιδιά αποδέχονται µέχρι και της εφηβικής ηλικίας. Μετά την ενήβωση, τα παιδιά επιχειρούν να αποτάξουν από πάνω τους το βάρος αυτό, δηλώνοντας απέναντι στην άσκηση βίας σε βάρος τους πως δεν την αποδέχονται πλέον, ενώ, ενδεχοµένως, κάποιες φορές, ανταπαντούν αναλόγως, γεγονός που πυροδοτεί πολύ εντονότερη άσκηση βίας εις βάρος τους από τους κακοποιητές τους. Τα παιδιά, δε, που φαίνεται να κακοποιούνται σωµατικά περισσότερο είναι τα αγόρια σε σχέση µε τα κορίτσια, ανεξαρτήτως ηλικιακής οµάδας. Τα γενικά χαρακτηριστικά του φαινοµένου της σωµατικής κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών περιλαµβάνουν τη διαφαινόµενη διαχρονική αύξηση της επίπτωσής της στις ανεπτυγµένες κοινωνίες, την «κοινωνική» αιτιοπαθολογία της και τη συσχέτισή της µε την επέκταση των φαινοµένων της φτώχιας, του κοινωνικού αποκλεισµού και της ανυπαρξίας κοινωνικο-υποστηρικτικών συστηµάτων των οικογενειών των θυµάτων, τη συνηθέστερη συνύπαρξη πολλαπλών αιτιοπαθογενετικών παραγόντων στην ίδια οικογένεια και τις πολλαπλές και αλληλοδιασταυρούµενες συσχετίσεις της µε διάφορους άλλους προσδιοριστές (determinants) δυσλειτουργικών οικογενειακών πλαισίων. Αιτιοπαθογεννετικοί προσδιοριστές Σε γενικές, δε, γραµµές οι αιτιοπαθογεννετικοί παράγοντες που έχουν αναφερθεί να συσχετίζονται µε την εµφάνιση ή αυξηµένη συχνότητα εµφάνισης σωµατικής κακοποίησης-παραµέλησης των παιδιών στο πλαίσιο του «Πολυπαραγοντικού» µοντέλου για την εµφάνιση της βίας κατά ανηλίκων, περιλαµβάνουν παράγοντες που αφορούν, είτε ατοµικά στους γονείς, είτε στις οικογένειες εν συνόλω, είτε στο παιδί θύµα. Τέτοιοι παράγοντες είναι η έλλειψη κοινωνικών υποστηριγµάτων οικογένειας, 16

το χαµηλό κοινωνικοοικονοµικό και µορφωτικό επίπεδο γονέων, η πολυµελής οικογένεια µε περισσότερα των 4 παιδιών, η µονογονεϊκή οικογένεια και δη η µονογονεϊκή οικογένεια µε αρχηγό οικογένειας γυναίκα, η νεαρή ηλικία τεκνοποίησης γονέων, η ανεπιθύµητη εγκυµοσύνη του παιδιού θύµατος, το ιστορικό παρεκκλίνουσας ή παραβατικής συµπεριφοράς των γονέων, η σοβαρή σωµατική αναπηρία γονέων, η κοινωνική αποµόνωση οικογένειας, η µείζων ψυχική διαταραχή γονέων, η χρήση από πλευράς τους αλκοόλ ή ουσιών, κάποιες σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας των γονέων όπως για παράδειγµα, η αντικοινωνική ή η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας, αλλά κι η έκθεση των γονέων σε βία κατά τη διάρκεια της δικής τους παιδικής ηλικίας, το ελλειποβαρές παιδί ή το «δύσκολο» παιδί (βλέπε π.χ. Kaplan, 1996, Ι.Υ.Π., 1998, Sidebotham et al., 2001). Όπως, δε, ήδη αναφέρθηκε, συχνά διαπιστώνεται συρροή περισσότερων του ενός παραγόντων από τους ανωτέρω στις οικογένειες στις οποίες παρουσιάζονται τα βαρύτερα ή και θανατηφόρα περιστατικά σωµατικής κακοποίησης παραµέλησης των παιδιών. Ωστόσο, η απλή παράθεση προσδιοριστών του φαινοµένου, δυνητικά, µπορεί να είναι αποπροσανατολιστική καθώς στις κοινωνικές στατιστικές ή αλλιώς στην περιγραφική επιδηµιολογία του φαινοµένου οι δευτερογενείς πλασµατικές συσχετίσεις αποτελούν µάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Έτσι, για παράδειγµα, παράγοντες όπως, η εγκυµοσύνη στην εφηβεία ή η µονογονεϊκότητα µε αρχηγό οικογένειας γυναίκα, ενώ αληθώς συσχετίζονται µε την αυξηµένη εµφάνιση κρουσµάτων σωµατικής βίας κατά των παιδιών, ταυτόχρονα συσχετίζονται µε τη σειρά τους πολύ ισχυρότερα µε το χαµηλό κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο των γονέων, το οποίο καθαυτό αποτελεί επίσης προσδιοριστικό παράγοντα εµφάνισης σωµατικής κακοποίησης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η συσχέτιση των πρώτων δύο παραγόντων µάλλον δεν είναι αυθεντική υποδηλούσα πραγµατική σχέση αιτιότητας, αλλά ότι αντιθέτως ήταν «δευτερογενής πλασµατική»: ότι, δηλαδή, οι παράγοντες αυτοί (εφηβική εγκυµοσύνη, µονογονεϊκότητα µε αρχηγό γυναίκα) απλώς συσχετίζονταν τόσο ισχυρά µε το χαµηλό κοινωνικοοικονοµικό επίπεδο, το οποίο «κρύβονταν πίσω» από τη φαινοµενική τους συσχέτιση µε την κακοποίηση των παιδιών (Hills et al., 2004). Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για κάποιους προσδιοριστές ορισµένων µορφών παραµέλησης, όπου, και πάλι, το χαµηλό κοινωνικο-οικονοµικό επίπεδο µπορεί να είναι τελικά ο αιτιολογικός παράγοντας, µε ενδιάµεσους προσδιοριστές π.χ. την καταθλιπτικόµορφη συµπτωµατολογία της µητέρας (Chung et al., 2004). Ακόµα, άλλοι παράγοντες, όπως το ελλειποβαρές παιδί ή, πολύ περισσότερο, το «δύσκολο» παιδί (το παιδί µε «δύσκολο» χαρακτήρα - temperament ) µπορεί απλά να υποδηλώνουν διαφοροποιηµένες στάσεις και, συνακόλουθα, συµπεριφορές των γονέων απέναντι στο συγκεκριµένο παιδί και τίποτα περισσότερο (βλέπε π.χ. και Carson et al., 1989). Κλινικά γνωρίσµατα και χαρακτηριστικά Τα κλινικά σηµεία αναγνώρισης της σωµατικής κακοποίησης των παιδιών ποικίλλουν περιλαµβάνοντας, πρακτικά, κάθε κάκωση που δεν οφείλεται σε ατύχηµα. Έτσι, µπορεί να περιλαµβάνουν εκδορές, εκχυµώσεις, διαστρέµµατα, εξαρθρώσεις, κατάγµατα, τραύµατα, αλλά και δαγκώµατα, εγκαύµατα ή δηλητηριάσεις. Η όποια κάκωση µπορεί να είναι µία ή πολλαπλή, παρατηρείται, δε, συχνότερα στο κεφάλι και στα άκρα του παιδιού και, εν γένει, στα ακάλυπτα µέρη του σώµατος, ενώ, συχνά, συνυπάρχουν κακώσεις διαφορετικών χαρακτήρων και διαφορετικών ηλικιών σε διάφορα σηµεία του σώµατος του παιδιού. Χαρακτηριστικές κακώσεις αναγνώρισης 17

σωµατικής κακοποίησης περιλαµβάνουν µώλωπες, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που δεν συνάδουν µε τη συνήθη δραστηριότητα ενός παιδιού της ηλικίας του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, κηλίδες αίµατος στα µάτια (υφαίµα ή υπόσφαγµα), µώλωπες γύρω ή κάτω από τα αυτιά, και γύρω από το στόµα ή στα άκρα των δακτύλων. Επίσης, ένας σχισµένος χαλινός γλώσσας είναι ιδιαίτερα ενδεικτικός κακοποίησης. Χαρακτηριστική, ακόµα, κακοποίησης είναι η µετακινούµενη υποδόρια εκχύµωση (απότοκος δυνατού τραβήγµατος των µαλλιών) που αρχίζει από το τριχωτό της κεφαλής και προϊόντος του χρόνου κατεβαίνει προς τα κάτω (µε τη βαρύτητα) στο πρόσωπο ή και στον τράχηλο του παιδιού. Άλλα ενδεικτικά σηµεία µπορεί να είναι σηµάδια από δυνατό σφίξιµο στους βραχίονες ή στο στήθος ή αποτυπώµατα υποδηλώνοντα δακτύλους, χέρια, ραβδιά, ζώνες ή άλλα όργανα που χρησιµοποιήθηκαν για να κτυπηθεί το παιδί ή ακόµα και σηµάδια από δάγκωµα που διακρίνονται από το χαρακτηριστικό τους σχήµα που µπορεί να είναι πλήρες ή µπορεί να υπάρχει ένδειξη ενός «άκρου» µε ένα άθικτο «εσωτερικό σηµάδι». Συχνά είναι, επίσης τα εγκαύµατα που δεν οφείλονται σε ατύχηµα ή κάποια άλλη απροσεξία. Αρκετές φορές, µάλιστα, είναι µάλλον δύσκολο τα εµπρόθετα εγκαύµατα να διακριθούν από τυχαία τέτοια. Κατά κανόνα, πάντως, και σε γενικές γραµµές, εγκαύµατα µε σαφές διάγραµµα θα πρέπει να εγείρουν υποψίες (συνήθως, τα τυχαίως προκαλούµενα εγκαύµατα δεν έχουν σαφή όρια, λόγω της αυθόρµητης αντίδρασης απόσυρσης που η θερµότητα εκλύει). Ιδιαίτερη προσοχή, µάλιστα, θα πρέπει να δίνεται σε εγκαύµατα λόγω βύθισης σε ζεστό νερό, που εµφανίζονται συνήθως στα άκρα ή τους γλουτούς, εγκαύµατα στα άκρα από βίαιη επίθεση των άκρων σε ζέοντα αντικείµενα ή επιφάνειες (στόφες, καλοριφέρ κ.ο.κ.), σε εγκαύµατα σε βρέφη, ιδιαίτερα στα πέλµατα ή άλλα σηµεία του σώµατός τους που αποκλείουν λογικά αιτιολογία εξ ατυχήµατος και στα χαρακτηριστικά εγκαύµατα από τσιγάρα που έχουν κυκλικό σχήµα και σκούρα πυκνή βάση. Ακόµα, όµως, και σε περίπτωση πολλαπλών ή µείζονων εγκαυµάτων, που µοιάζουν να επήλθαν λόγω ατυχήµατος, ιδιαίτερα σε µικρά παιδιά και βρέφη, οφείλει να εγείρεται θέµα γονεϊκής καταλληλότητας, αφού και όσα εξ αυτών δεν υποδηλώνουν κακοποίηση, τεκµηριώνουν σοβαρή παραµέληση των παιδιών αυτών από τους φροντιστές τους. Κατάγµατα πρέπει να εγείρουν υπόνοιες, ιδιαίτερα αν είναι πολλαπλά ή συχνά. Τα πιο συνήθη µη τυχαία κατάγµατα παρατηρούνται στους βραχίονες, στα πόδια και στα πλευρά. Βρέφη σπάνια παρουσιάζουν κάταγµα οστών εξ αιτίας ατυχήµατος. Χαρακτηριστικά κατάγµατα απότοκα άσκησης εξωτερικής βίας είναι τα κατάγµατα «δίκην χλωρού ξύλου» στα άνω άκρα των παιδιών (ατελή κατάγµατα των µη εισέτι πλήρως πωρωµένων βραγχιόνιων οστών των παιδιών ή των οστών του αντιβραχίου), ενώ το αυτό ισχύει συνηθέστερα στα κατάγµατα στα πέλµατα και στα οστάρια των κάτω άκρων ή στο κρανίο των βρεφών. Μια ιδιαίτερη µορφή σωµατικής κακοποίησης των παιδιών είναι το Σύνδροµο του «ταρακουνηµένου βρέφους» ( Shaken baby syndrome ). Το σύνδροµο αυτό είναι απότοκο δυνατού ταρακουνήµατος ενός παιδιού σε βρεφική ηλικία, το οποίο προκαλεί ενδο-εγκεφαλική αιµορραγία. ιαγιγνώσκεται από συµπτώµατα όπως οι διάχυτες στικτές αιµορραγίες του αµφιβληστροειδούς και άλλα σηµεία αιµορραγίας στο εγκεφαλικό παρέγχυµα ή στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, ενώ είναι δυνατό να παρατηρηθούν και µώλωπες στους ώµους ή στο λαιµό. Το «σύνδροµο του ταρακουνηµένου βρέφους» προκαλείται συνήθως µε αφορµή δυσκολία στη σίτιση ενός παιδιού ή παροξυσµό κλάµατος από πλευράς του που συνοδεύεται από απώλεια ελέγχου κάποιου εκ των φροντιστών του βρέφους. Το σύνδροµο αυτό είναι σοβαρό, καθώς, άπαξ και εκδηλωθεί ενδο-εγκεφαλική αιµορραγία, παρά την παροχή αυξηµένης ιατρικής φροντίδας, η θνητότητα των βρεφών αυτών παραµένει λίαν υψηλή. 18

Άλλα διαγνωστικά χαρακτηριστικά που δύναται να προσανατολίσουν σε ή να εγείρουν υπόνοιες για σωµατική κακοποίηση ενός παιδιού είναι η καθυστέρηση στην αναζήτηση βοήθειας, ένα ιατρικό ιστορικό που παρουσιάζεται µε πολλές ασάφειες από τους γονείς ή φροντιστές, η αντιφατική ή αταίριαστη ερµηνεία των κακώσεων από το ίδιο το παιδί, είτε η µεγάλη ευκολία (ή και µεγάλη προθυµία), είτε η µεγάλη δυσκολία (παρά τη σοβαρότητα της σωµατικής του κατάστασης από ιατρικής πλευράς) αποµάκρυνσης του παιδιού από τους γονείς του και η ταχεία υποχώρηση των κακώσεων µόλις το παιδί εισαχθεί σε νοσοκοµείο. Το πλέον, βεβαίως, χαρακτηριστικό (όπως έχει ήδη αναφερθεί) είναι η ανεύρεση πολλαπλών και πολύµορφων βλαβών, συχνά διαφορετικών χρονολογιών, σε διαφορετικά µέρη του σώµατος του παιδιού, που υποδηλώνουν, είτε συχνή εξωτερική κακοποίηση, είτε παραµέληση από πλευράς των γονέων ή φροντιστών µιας πάγιας συµπεριφοράς επιρρέπειας σε ατυχήµατα (π.χ. λόγω µιας παραµεληµένης ιαταραχής Ελλειµµατικής Προσοχής ή µιας άλλης ανάλογης διακριτής ψυχοπαθολογικής οντότητας). Με αυτήν την έννοια, η πολλαπλότητα και η συχνότητα εµφάνισης κακώσεων αποτελούν από µόνες τους ενδείξεις για παρέµβαση των υπηρεσιών µε στόχο την προστασία του παιδιού (είτε από την άσκηση βίας είτε από την ανεπαρκή γονεϊκή φροντίδα). Σε µια σειρά από χώρες, µάλιστα, η συχνότητα της αναφοράς κακώσεων (µέσω της συχνής χρήσης υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας) έχει χρησιµοποιηθεί ως έναυσµα για εκκίνηση διαδικασιών κοινωνικής εκτίµησης της γονεϊκής καταλληλότητας και των εν γένει συνθηκών διαβίωσης και ανάπτυξης του συγκεκριµένου παιδιού µε θετικά µέχρι σήµερα αποτελέσµατα. Μια ειδική περίπτωση της σωµατικής κακοποίησης των παιδιών είναι ουσιαστικά και το Σύνδροµο Μινχάουζεν ι Αντιπροσώπου ( Munchausen Syndrome By Proxy ). Το σύνδροµο αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο παραλλαγή του κλασσικού συνδρόµου Μινχάουζεν των ενηλίκων, παρουσιάζει, ωστόσο, σε σχέση µε εκείνο κάποιες σηµαντικές διαφορές. Έτσι, το σύνδροµο Μινχάουζεν των ενηλίκων αφορά σε άτοµα που, είτε προκαλούν στον εαυτό τους παθολογικές καταστάσεις, είτε υπερβάλλουν υφιστάµενες τέτοιες, είτε κατασκευάζουν ή παραχαράσσουν εργαστηριακά αποτελέσµατα, µε στόχο την αναγόρευσή τους ως ασθενών χωρίς άλλο δευτερογενές όφελος από την ανάληψη του ρόλου του ασθενούς. Στην περίπτωση του συνδρόµου Μινχάουζεν δι αντιπροσώπου, ένας (ή, σπάνια, και οι δύο) γονέας ή φροντιστής προβαίνει σε ανάλογες ενέργειες που αφορούν όµως το παιδί που έχει στη φροντίδα του µε σκοπό την ανάληψη από πλευράς του ενηλίκου φροντιστή του ρόλου του φροντιστή ενός ασθενούς παιδιού. Στο πλαίσιο του συνδρόµου αυτού οι γονείς ή φροντιστές στην πλειονότητά τους µητέρες µπορεί να κατασκευάζουν ψευδώς ένα ιατρικό πρόβληµα στο παιδί τους προκαλώντας σε αυτό ή περιγράφοντας ψευδώς στους επαγγελµατίες υγείας ιατρικά συµπτώµατα. Με τις ενέργειές τους αυτές, αποµιµούνται ή προκαλούν µια γνωστή σε αυτούς διαταραχή, εξ ου και η εµφάνιση του συνδρόµου είναι αρκετά συχνή σε παιδιά που ούτως ή άλλως πάσχουν από χρόνια νοσήµατα (π.χ. νεανικού τύπου σακχαρώδη διαβήτη, χρόνιο άσθµα κ.ο.κ.). Τα προκαλούµενα συµπτώµατα µπορεί να ποικίλλουν περιλαµβάνοντας διάρροια, σπασµούς και εµετούς απότοκα φαρµακευτικών δηλητηριάσεων, ενώ περιγράφονται, επίσης, κατάγµατα και τραυµατισµοί ή αλλοίωση των εργαστηριακών ευρηµάτων (πχ. αίµατος, ούρων) και ψευδώς περιγραφόµενα συµπτώµατα όπως άπνοια, αναπνευστικοί σπασµοί, ανακοπή κ.λπ. (Forsyth, 1996). Το σύνδροµο Μινχάουζεν δι αντιπροσώπου είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τη ζωή και τη σωµατική ακεραιότητα των παιδιών καθώς αφενός ο φροντιστής που προκαλεί τις βλάβες «εθίζεται» 19

σταδιακά σε αυτό προκαλώντας ολοένα και µεγαλύτερες και βαρύτερες κακώσεις ή δηλητηριάσεις στο παιδί και αφετέρου γιατί το τελευταίο ενδεχοµένως να οδηγηθεί σε αναίτιες ιατρικές πράξεις και παρεµβάσεις (φάρµακα, εγχειρήσεις κ.λπ.) που εγκυµονούν κινδύνους και ενέχουν παρενέργειες. Η διαφορική διάγνωση µιας τέτοιας περίπτωσης δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Και τούτο καθώς το ενδιαφέρον για τη σωµατική υγεία των παιδιών είναι ούτως ή άλλως επαυξηµένο στις σύγχρονες κοινωνίες (οπότε και ένας βαθµός υπερβολής σε αυτό ενδεχοµένως να είναι στα όρια των φυσιολογικών αντιδράσεων). Σε γενικές, πάντως, γραµµές, η διαφοροποίηση ενός γονέα ή φροντιστή που πάσχει από το σύνδροµο από έναν απλώς υπερβολικά ευσυνείδητο ή επίµονο γονέα µπορεί να ανιχνευθεί από τις αντιδράσεις τους στις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του ιατρικού προσωπικού: ο µεν πρώτος δεν θα ικανοποιηθεί µε εξετάσεις που δείχνουν ότι το υποτιθέµενο πρόβληµα του παιδιού δεν υφίσταται και θα επιµένει σε περαιτέρω εξετάσεις ή θεραπείες, ενώ ο δεύτερος από ένα σηµείο και πέρα αναµένεται να εκδηλώσει φυσιολογική ανακούφιση και να µην επιδιώξει πεισµατικά περαιτέρω εξετάσεις ή επικίνδυνες θεραπευτικές παρεµβάσεις. Ωστόσο, επειδή τα όρια είναι συχνά δυσδιάκριτα, η υπόνοια ενός τέτοιου συνδρόµου τις περισσότερες φορές επιβεβαιώνεται µε κλινικοεργαστηριακά µέσα που πιστοποιούν τον εξωγενή χαρακτήρα των κακώσεων ή συµπτωµάτων (π.χ. κατάγµατα που υποδηλώνουν εξωτερική κάκωση, ανίχνευση τοξικών ουσιών ή φαρµάκων στα βιολογικά υγρά του παιδιού, ανίχνευση υπερ- ή υπο- δοσολογίας φαρµάκων που το παιδί ήδη λαµβάνει για κάποια ιατρική του κατάσταση κ.ο.κ.) ή µε την ανακάλυψη της παραχάραξης των εργαστηριακών αποτελεσµάτων του παιδιού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που µπορεί να προσανατολίσει είναι η ταχεία υποχώρηση των συµπτωµάτων ενός παιδιού µετά την εισαγωγή του στο νοσοκοµείο, αν και δεν λείπουν οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η προκλητή βλάβη συνεχίζεται από τον γονέα ή φροντιστή και ενδονοσοκοµειακά. Στην, δε, αξιολόγηση, θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη η συχνότητα των ιατρικών προβληµάτων ενός παιδιού, αλλά και η εναλλάξ εµφάνιση συµπτωµάτων ή κακώσεων σε αυτό και στα αδέλφια του, καθώς φαίνεται πως οι γονείς ή φροντιστές που πάσχουν από το σύνδροµο Μινχάουζεν δι αντιπροσώπου συχνά προκαλούν ή κατασκευάζουν εναλλάξ ασθένειες στα διάφορα ανήλικα τέκνα τους µε αποτέλεσµα να είναι κατά το δυνατόν περισσότερο χρόνο στο ρόλο του φροντιστή ενός αρρώστου παιδιού. Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται, ακόµα, όσον αφορά στη διάγνωση του συνδρόµου Μινχάουζεν κατά το χρόνο που το πρόσωπο το οποίο υποφέρει από το σύνδροµο αυτό, πληροφορείται ότι το παιδί - θύµα δεν έχει τη φερόµενη ασθένεια που ανέφερε ή που πληροφορείται ότι ο ίδιος εντοπίστηκε ως πάσχων από το συγκεκριµένο σύνδροµο (στην αποκάλυψη του συνδρόµου). Και τούτο γιατί στους χρόνους αυτούς είναι πιθανόν να εκδηλωθεί µια καινούργια ενέργεια του προσώπου που υποφέρει από το σύνδροµο Μινχάουζεν µε στόχο να βλάψει το παιδί για να «αποδείξει» ότι είναι άρρωστο. Τέλος, καθώς η σχετική βιβλιογραφία υποδεικνύει, τα άτοµα που χειρίζονται τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να διερευνούν τη συχνή πιθανότητα παρουσίας και άλλων µορφών ενδοοικογενειακής βίας στις οικογένειες των θυµάτων. Συγκεκριµένα, στις περισσότερες εκ των αναφεροµένων περιπτώσεων του συνδρόµου Μινχάουζεν όταν η µητέρα ήταν ο θύτης, ήταν και η ίδια ταυτόχρονα θύµα χρόνιας και συστηµατικής ενδοοικογενειακής άσκησης βίας από το σύζυγο ή σύντροφό της, ενώ η ίδια η νόσησή της εξέφραζε κι αυτή ένα τρόπο άµυνας από την πλευρά της: στις περιόδους που το παιδί εµφανίζονταν ασθενές, µειωνόταν εξ αυτού του λόγου η ένταση της βίας την οποία η ίδια η µητέρα υφίστατο. Παραµέληση των παιδιών 20