ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ «ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ»



Σχετικά έγγραφα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 02 / 04 / 2014 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 5 / 9 / 2014 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 3 / 4 / 2015 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2013

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Σηµαντική αύξηση στη παραγωγή σιτηρών και γάλακτος το 2008 σε σχέση µε το έτος 2007

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ Ετη 2009, 2010 και 2011

Εισαγωγή. Η κατάσταση στη Φυτική Παραγωγή. Αροτραίες καλλιέργειες

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΜΕΑ ΣΙΤΗΡΩΝ

Χαρτογράφηση της εξαγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας ανά Περιφέρεια και Νοµό

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1

ΙΚΤΥΟ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

ΠΕΠ ΑΝ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Αυτάρκεια Αγροτικών ιατροφικών Προϊόντων

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

Παγκόσμια Επισιτιστική Κρίση

(Παραγωγή σε τόνους)

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 26 Ιουνίου 2015 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΤΟΥΣ 2012

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 26 Απριλίου 2018 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2016

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΤΟΥΣ 2011 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 29 / 04 / 2015

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ)

ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Συμεών Σ Μαρνασίδης, Γεωπόνος (MSc)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα: Γ (Αγροτικής Στατιστικής)

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΕΚΤΙΜΗΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ)

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Συνέντευξη Τύπου του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου, Παρίσι,

Θύμης Ευθυμιάδης Διευθύνων Σύμβουλος. Νοέμβριος 2015

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη, 14 Μαρτίου 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 13 / 05 / 2014 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΕΤΩΝ 2009 ΚΑΙ 2010

Ομιλία Προέδρου Συνεταιρισμού ΘΕΣγη, Παναγιώτη Καλφούντζου Συνέδριο Economist Λάρισα, 3 Μαϊόυ 2018

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ Α ΣΙΤΗΡΑ (Χειμερινά, Εαρινά)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Αειφορία και Αγροτική ανάπτυξη Δρ Ηλίας Ελευθεροχωρινός, Καθηγητής, Εργαστήριο Γεωργίας, Γεωπονική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Θεσσαλίας

Διαχρονική Εξέλιξη των Μεγεθών του Εξωτερικού Εμπορίου Αγροτικών Προϊόντων στην Ελλάδα την Περίοδο

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

Πρόσφατες Εξελίξεις στην Αγροτική Οικονοµία. της Ελλάδος

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Κτηνοτροφία Ορεινών Περιοχών & Κοινωνική Επιχειρηματικότητα ΚΑΝΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

Οι δραστηριότητες του Ο.Γ.Ε.Ε.Κ.Α «ΗΜΗΤΡΑ» στον τοµέα της κατάρτισης των αγροτών σχετικά µε την παραγωγή βιολογικών προϊόντων Πηνελόπη.

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Ε-1: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

INCOFRUIT - (HELLAS)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΣΗ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ:

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ)

ΦΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ Περιφέρεια: Περιφερειακή Ενότητα Σερρών

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΡΩΜΗ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Όσπρια στην Ελλάδα Ποικιλίες, Σποροπαραγωγή.

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET13: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (ΑΠΑ)

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ)

ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΕΞΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ

Στοιχεία: EUROSTAT για το 2005

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ -ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΕΛΑΙΟΚΡΑΜΒΗΣ ΣΕ ΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΥΤ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ. Από Ερευνητική Οµάδα της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα: Γ (Αγροτικής Στατιστικής)

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΓΧΩΡΙΑ ΣΠΟΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ

Οµιλία του Προέδρου του ΣΕΒ. κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. «Περιφερειακή Ανάπτυξη και Απασχόληση»

4 ο Συνέδριο Αγροτεχνολογίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ & ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Τμήμα Αγροτικής Στατιστικής

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Χατζηγεωργίου Ι., Φορτάτος Ε., Ζέρβας Γ. Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών, Γ.Π.Α.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Ε-1: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑ ΟΥ & ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΥΝΗΣΙΑ

η πληρότητα των ξενοδοχείων στο σύνολο της χώρας την ίδια περίοδο, καθώς αυτό αποτελεί μια σημαντική ένδειξη του συνολικού τζίρου των τουριστικών

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

Εξελίξεις και προοπτικές της απασχόλησης

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ & ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Οικονομία του Αιγαίου

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

Εισήγηση με θέμα: "Στρατηγικές ολοκληρωμένης χωρικής ανάπτυξης στην Περιφέρεια ΑΜ Θ Δυνατότητες αξιοποίησης των νέων εργαλείων του ΕΣΠΑ"

«Αναδιάρθρωση της καλλιέργειας του καπνού µε άλλες ανταγωνιστικές καλλιέργειες»

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΒΡΩΣΙΜΩΝ ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ * ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ *

Π ε ρ ι ε χ ό µ ε ν α

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΕΙΚΤΕΣ ΤΙΜΩΝ ΕΙΣΡΟΩΝ ΚΑΙ ΕΚΡΟΩΝ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ - ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ: Νοέµβριος 2013 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Συντάχθηκε απο τον/την Διαχειριστή Τετάρτη, 20 Ιανουάριος :17 - Τελευταία Ενημέρωση Τετάρτη, 20 Ιανουάριος :08

Transcript:

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΣΧΕ ΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ «ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ» ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012

Χαιρετισµός Αντιπεριφερειάρχη Αγροτικής Οικονοµίας και Κτηνιατρικής της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Από το γραφείο του Αντιπεριφερειάρχη Αγροτικής Οικονοµίας και Κτηνιατρικής κ. ηµητρίου Ευθυµιάδη ανακοινώνεται ότι: Στα πλαίσια εκπόνησης τόσο του Επιχειρησιακού Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας όσο και της επιλογής των προϊόντων που θα αποτελέσουν το «καλάθι των αγροτικών προϊόντων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας», ο Θεµατικός Αντιπεριφερειάρχης κ. ηµήτριος Ευθυµιάδης απέστειλε σχετικό κείµενο εργασίας για διαβούλευση, προς όλους τους ενδιαφερόµενους φορείς της Περιφέρειας. Κάθε Περιφερειακή Ενότητα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας εξειδικεύεται στην καλλιέργεια µιας συγκεκριµένης γκάµας προϊόντων λόγω κλιµατικών, εδαφικών, παραδοσιακών και άλλων παραγόντων οι οποίοι δηµιουργούν το ιδιαίτερο προφίλ της περιοχής. Οι υφιστάµενες καλλιέργειες, θα πρέπει να υποστηριχθούν, να ενισχυθούν και να προωθηθούν σε κάθε Περιφερειακή Ενότητα καθώς επίσης θα πρέπει να τεθούν στόχοι για νέες καλλιέργειες που µπορούν να συµβάλλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην επίτευξη µιας σύγχρονης και υψηλής ποιότητας γεωργίας µε γνώµονα πάντα τις Εσωτερικές και ιεθνείς καταναλωτικές τάσεις για µια Ολοκληρωµένη Αγροτική Ανάπτυξη στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Στο κείµενο εργασίας καταγράφεται η υφιστάµενη κατάσταση του Πρωτογενούς Τοµέα της Περιφέρειάς µας, καθώς και συγκριτικά στοιχεία για την παγκόσµια, ευρωπαϊκή και ελληνική παραγωγή. Επίσης για κάθε αγροτική δραστηριότητα παρατίθενται οι γενικές και εξειδικευµένες παρεµβάσεις που συµβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην προστασία του περιβάλλοντος και στη βελτίωση της πρόσβασης των προϊόντων στην αγορά και στις δυνατότητες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους καθώς και τα χρηµατοδοτικά µέσα που απαιτούνται για την ανάπτυξή της. Παρακαλείται κάθε ενδιαφερόµενος, λόγω της σπουδαιότητας που παρουσιάζει ο αγροτικός τοµέας για την Περιφέρειά µας και προκειµένου να διεξαχθεί ουσιαστικός και εποικοδοµητικός διάλογος µε σκοπό τη χάραξη και αποτύπωση της Περιφερειακής Αγροτικής Πολιτικής, να µας στείλει τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του επί του κειµένου καθώς και προτάσεις σε µέτρα και έργα υποδοµών που απαιτούνται για τη βελτίωση και ανάπτυξη του πρωτογενούς τοµέα. Οι παρατηρήσεις και προτάσεις θα πρέπει να σταλούν το αργότερο µέχρι 31 Μαϊου 2012 στο email: d.efthimiadis@pkm.gov.gr Ακολουθεί το Κείµενο Εργασίας. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 2 από 281

Πίνακας περιεχοµένων 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 Ο Ελληνικός Αγροτικός Τοµέας... 5 2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ... 8 2.1 Βασικά Χαρακτηριστικά της Περιφέρειας... 8 2.1.1 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ... 8 2.1.2 ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ... 10 2.1.3 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ... 13 3. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ... 19 3. 1 ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ... 20 3.1.1 ΤΟΜΕΑΣ ΣΙΤΗΡΩΝ... 26 3.1.2 ΤΟΜΕΑΣ ΒΑΜΒΑΚΟΣ... 36 3.1.3 ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ... 46 3.1.4 ΤΟΜΕΑΣ ΕΝ ΡΩ ΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ... 50 3.1.5 ΤΟΜΕΑΣ ΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ... 78 3.1.6 ΤΟΜΕΑΣ ΟΣΠΡΙΩΝ... 88 3.1.7 ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΘΟΚΟΜΙΚΩΝ... 94 3.1.8 ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ... 98 3.1.9 ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ... 103 3.1.10 ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ... 119 3.1.11 ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 6ΕΤΙΑ 2004-2009... 124 3.2 ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ... 131 3.2.1 Βοοτροφία... 133 3.2.2. Αιγοπροβατοτροφία... 155 3.2.3 Χοιροτροφία... 164 3.2.4 Πτηνοτροφία... 171 3.2.5 Μελισσοκοµία... 175 3.2.6 Αλιεία Υδατοκαλλιέργεια... 185 3.2.7 Κυριότερα Εισαγόµενα και Εξαγώµενα Κτηνοτροφικά Προϊόντα... 195 4. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ... 198 4.1 Κύρια χαρακτηριστικά του πρωτογενους τοµέα... 198 4.2 Βαθµός µεταποίησης αγροτικών προϊόντων... 199 4.3 Φυσικό και Πολιτισµικό Περιβάλλον... 200 4.4 ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΑ ΠΕ ΙΑ... 202 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 3 από 281

4.4.1 Π.Ε ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ... 202 4.4.2 Π.Ε ΚΙΛΚΙΣ... 202 4.4.3 Π.Ε ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ... 202 4.4.4 Π.Ε ΠΕΛΛΑΣ... 203 4.4.5 Π.Ε ΣΕΡΡΩΝ... 205 4.4.6 Π.Ε ΗΜΑΘΙΑΣ... 205 4.5 Βιοµηχανία Ανάπτυξη και Έλεγχος της Αγοράς... 208 4.6 Αξιολόγηση των προβληµάτων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας... 209 4.7 SWOT Ανάλυση Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας... 215 4.7.1 Ισχυρά Σηµεία... 215 4.7.2 Αδυναµίες... 216 4.7.3 Ευκαιρίες... 217 4.7.4 Απειλές... 218 5. Προοπτικές του αγροτικού τοµέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας... 220 5.1 ΣΤΟΧΟΙ & ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ... 222 5.1.1 Στόχοι της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών... 224 5.1.2 ΣΧΕ ΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ... 225 5.2 Φυτική παραγωγή... 245 5.2.1 Γενικές παρεµβάσεις... 245 5.3 Ζωική παραγωγή... 253 5.3.1 Γενικές Παρεµβάσεις... 253 5.4 Εξειδίκευση παρεµβάσεων στον ΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΤΟΜΕΑ σε συσχέτιση µε τις προτεινόµενες αναδιαρθρώσεις στον Πρωτογενή τοµέα.... 270 5.5 Εξειδίκευση παρεµβάσεων στον ΤΡΙΤΟΓΕΝΗ ΤΟΜΕΑ σε συσχέτιση µε τις προτεινόµενες αναδιαρθρώσεις στον πρωτογενή τοµέα.... 275 5.1.1 Εξειδίκευση Παρεµβάσεων στο Φυσικό Περιβάλλον... 276 5.1.2 Εξειδίκευση παρεµβάσεων στο Πολιτισµικό Περιβάλλον... 276 5.1.3 Εξειδίκευση παρεµβάσεων στη Τεχνική Υποδοµή.... 276 5.6 ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟ ΟΤΗΣΗΣ & ΕΡΓΑΛΕΙΑ... 277 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 278 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 4 από 281

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο Ελληνικός Αγροτικός Τοµέας Ο αγροτικός τοµέας αποτελούσε πάντα έναν από τους σηµαντικότερους τοµείς παραγωγής στη χώρα µας. Η σπουδαιότητα του είναι πολλαπλή τόσο για την οικονοµία όσο και για την ελληνική κοινωνία. Η γεωργία εξακολουθεί να συµβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της υπαίθρου. Οι αγρότες εκπληρώνουν πολλές και διαφορετικές λειτουργίες, από την παραγωγή γεωργικών προϊόντων για διατροφή ή µη, µέχρι τη διαχείριση της υπαίθρου, τη διατήρηση της φύσης και τον τουρισµό, αναδεικνύοντας έτσι την πολυλειτουργικότητα της υπαίθρου. Σε ολόκληρο τον κόσµο, αλλά και στη χώρα µας, η ενασχόληση µε τον αγροτικό τοµέα δεν αποτελεί απλά µια ακόµα οικονοµική δραστηριότητα, όπως όλες οι άλλες. Αποτελεί µια δραστηριότητα µε ευρύτερο και σηµαντικότερο ειδικό βάρος, αφού έχει άµεση και ευθεία σχέση µε το φυσικό, κοινωνικό, πολιτισµικό και ιστορικό περιβάλλον και αφού οι διαστάσεις της είναι οικονοµικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές και ειδικότερα δε για τη χώρα µας και εθνικές. Συνδέεται µε τον τρόπο ζωής µεγάλου µέρους του πληθυσµού της χώρας µας, ώστε να εξασφαλίζει ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης και ένα σταθερό ρυθµό ανάπτυξης. Μετά από χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο από δύο δεκαετίες εφαρµογής της Κ.Α.Π. στη χώρα µας και παρά τις τεράστιες εισροές κοινοτικών πόρων, ο ελληνικός αγροτικός τοµέας βρίσκεται δυστυχώς σε κατάσταση στασιµότητας και αντιµετωπίζει τον κίνδυνο συρρίκνωσης και οπισθοδρόµησης, εξαιτίας της έλλειψης πολιτικών και των αναγκαίων υποδοµών και της εξ αυτών αρνητικής επίδοσής του. Ο εφησυχασµός, που προέκυψε από το ότι η Ε.Ε. παρείχε ενισχύσεις για να παράγονται προϊόντα που δεν χρειάζονται και µε πολύ υψηλότερο κόστος παραγωγής σε σύγκριση µε εκείνο άλλων χωρών, δεν επέτρεψε την οικονοµική βελτίωση και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισµό στις αγροτικές εκµεταλλεύσεις. Αντίθετα θα έπρεπε να παράγονται προϊόντα, στα οποία πλεονεκτεί συγκριτικά η χώρα µας και τα οποία έχουν καλύτερες προοπτικές στην αγορά. Θα έπρεπε επίσης να βελτιώνονται οι αποδόσεις και κυρίως η ποιότητα των «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 5 από 281

προϊόντων, καθώς και ο τρόπος της εµπορίας. Τέλος, να µειώνεται το κόστος, για να εδραιωθούν στην εγχώρια αγορά και να κατακτήσουν αγορές εκτός συνόρων. Το µεγαλύτερο πρόβληµα του ελληνικού αγροτικού τοµέα, εδώ και χρόνια, είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και η απώλεια αγορών, που συνεπάγεται απώλεια εισοδήµατος. Σ αυτό οφείλεται η συνεχής επιδείνωση του ελλείµµατος του εµπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων, που είναι εµφανής και στον απλό παρατηρητή από την κυριαρχία των εισαγόµενων προϊόντων και ειδικότερα των ειδών διατροφής στα ράφια των καταστηµάτων, ακόµη όµως και στις λαϊκές αγορές. ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ που αντιµετωπίζει τα τελευταία χρόνια ο αγροτικός τοµέας συνοψίζονται στα εξής: Οι περιφέρειες της χώρας µας, που στηρίζονται κυρίως στον αγροτικό τοµέα, είναι από τις πιο φτωχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ακαθάριστο αγροτικό προϊόν για πολλά χρόνια παρέµεινε στάσιµο ή µειωνόταν. Το εµπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων έγινε έντονα ελλειµµατικό, ενώ παράλληλα χάθηκαν οι ευκαιρίες για πρόσβαση σε νέες αγορές. Η εσωτερική αγορά κατακλύζεται από εισαγόµενα αγροτικά προϊόντα, νωπά και µεταποιηµένα. Στις αγορές της Ευρώπης ολοένα και λιγότερο συναντά κανείς τα ποιοτικά αγροτικά προϊόντα ελληνικής προέλευσης, ενώ η καλλιέργεια παραδοσιακών εξαγώγιµων προϊόντων µειώθηκε δραµατικά. Τα διαρθρωτικά προβλήµατα των αγροτικών εκµεταλλεύσεων επιδεινώθηκαν, αντί να βελτιωθούν. Ο κλήρος παραµένει µικρός, η ηλικία των αγροτών µεγάλη και τα έργα υποδοµής ελάχιστα. Η κατάρτιση του αγρότη και ο τεχνικός εκσυγχρονισµός των εκµεταλλεύσεων βρίσκονται σε πολύ χαµηλά επίπεδα. Σταθερό και αµετακίνητο στόχο πρέπει να αποτελεί η ανασυγκρότηση του ελληνικού αγροτικού χώρου, µε κύριο µοχλό ένα δυναµικό, πολυλειτουργικού χαρακτήρα αγροτικό τοµέα, οργανωµένο σε επιχειρηµατική βάση, που θα εφαρµόζει σύγχρονη, καινοτόµο τεχνολογία, τόσο στο επίπεδο της παραγωγής, όσο και στο επίπεδο της τυποποίησης, µεταποίησης και εµπορίας των προϊόντων. Έναν τοµέα ελκυστικό σε επενδυτικές πρωτοβουλίες, ικανό να είναι ανταγωνιστικός στην εσωτερική και τη διεθνή αγορά. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 6 από 281

Το διεθνές περιβάλλον, στο οποίο καλείται να προσαρµοστεί και να λειτουργήσει η ελληνική γεωργία, γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικό. Είναι ευνόητο εποµένως ότι, στα πλαίσια αυτά, η ελληνική γεωργία πρόκειται να λειτουργεί µέσα σε ένα συνεχώς µεταβαλλόµενο ανταγωνιστικό περιβάλλον, πράγµα που υποδεικνύει ότι η επιβίωσή της θα εξαρτηθεί, σε πολύ µεγάλο βαθµό, από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, που είναι απαραίτητη για να εξασφαλισθεί το µέλλον του εγχώριου τοµέα. Οι Έλληνες αγρότες θα πρέπει να αντιµετωπίσουν την κατάσταση µε προσπάθειες για µείωση του κόστους παραγωγής και στροφή προς παραγωγή προϊόντων που ικανοποιούν τα νέα καταναλωτικά πρότυπα και παρουσιάζουν αυξηµένη ζήτηση. Λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ πρέπει να είναι η δηµιουργία σύγχρονων, µε βάση τα νέα εσωτερικά και διεθνή δεδοµένα, ανταγωνιστικών αγροτικών εκµεταλλεύσεων, στην κατεύθυνση της παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιότητας που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καταναλωτών. Η βελτίωση του εισοδήµατος των αγροτών, µπορεί να προέλθει από την αύξηση της παραγωγικότητας και τη διάθεση στον καταναλωτή αγροτικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Επιδίωξη και στόχος της στρατηγικής αυτής είναι τα αγροτικά προϊόντα να διατίθενται στην αγορά και να εξάγονται τυποποιηµένα, πιστοποιηµένα, µε υψηλή προστιθέµενη αξία και, όπου είναι δυνατόν, µε ονοµασία προέλευσης. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 7 από 281

«Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας» 2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 2.1 Βασικά Χαρακτηριστικά της Περιφέρειας 2.1.1 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αποτελεί µία χωρική ενότητα συνολικής έκτασης 18.811 τ.χλµ. που απαρτίζεται από επτά Περιφερειακές Ενότητες: Ηµαθία, Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Πέλλα, Πιερία, Σέρρες και Χαλκιδική. Η αλλαγή του αυτοδιοικητικού χάρτη της χώρας απέδωσε 38 ήµους στην επικράτειά της, έναντι των 133 ήµων που είχαν δηµιουργηθεί το 1997 µε την αναδιάταξη του Καποδίστρια. Σχήµα 1: ιοικητική διαίρεση της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Πηγή: http://www.nath.gr Η Κεντρική Μακεδονία συνορεύει και αποτελεί την κύρια οδική και σιδηροδροµική πύλη της χώρας προς τα Βαλκάνια. Από την εδαφική της επικράτεια διέρχεται η ΠΑΘΕ και η Εγνατία Οδός. Η Περιφέρεια συνδέεται µε τις γειτονικές χώρες µέσω της ΠΑΘΕ, της Εγνατίας Οδού και των καθέτων προς αυτήν οδικών αξόνων, του σιδηροδροµικού δικτύου, του αεροδροµίου «Μακεδονία» και του λιµανιού της Θεσσαλονίκης. Ειδικά η ολοκλήρωση «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 8 από 281

κατασκευής της Εγνατίας Οδού έχει συµβάλλει ουσιαστικά στην άρση της αποµόνωσης των αποµακρυσµένων περιοχών στον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο, την αναστροφή της εσωστρέφειας και της εγκατάλειψης, τη διευκόλυνση των µεταφορών, του τουρισµού, µε τα αναµενόµενα πολλαπλασιαστικά οφέλη. Σχήµα 2: Γεωφυσικός χάρτης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Πηγή: http://www.rcm.gr Σε γεωφυσικό επίπεδο, η Κεντρική Μακεδονία έχει έναν έντονα ορεινό χαρακτήρα µε πολυάριθµους ορεινούς όγκους στην εδαφική της επικράτεια, οι σηµαντικότεροι των οποίων είναι: ο Όλυµπος και τα υτικά Πιέρια στην Πιερία, το Βέρµιο στην Ηµαθία, ο Άθως και ο Χολοµώντας στη Χαλκιδική, ο Χορτιάτης και ο Βερτίσκος στη Θεσσαλονίκη, τα Κερδύλλια (Θεσσαλονίκη, Σέρρες), τα όρη Βροντούς στις Σέρρες, η οροσειρά Κερκίνη (Κιλκίς, Σέρρες), ο Βόρας, το Πίνοβο, η Τζένα στην Πέλλα, το Πάικο (Πέλλα, Κιλκίς). Κλιµατολογικά, ο χειµώνας χαρακτηρίζεται από χαµηλές θερµοκρασίες, έντονες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις συνήθως από τα τέλη Νοεµβρίου ως τις αρχές Απριλίου, ενώ παρατηρούνται και ολικοί παγετοί. Το καλοκαίρι είναι δροσερό µε λίγες τοπικές βροχές. Μεταξύ των ορεινών όγκων, διαµορφώνεται ένα δυτικό και ένα ανατολικό πεδινό τµήµα µε εξαιρετικά πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Στο δυτικό τµήµα της Κεντρικής Μακεδονίας, προερχόµενοι από τα βόρεια και τα δυτικά ρέουν και εκβάλουν στη θάλασσα οι ποταµοί Αλιάκµονας, Αξιός, Γαλλικός, Λουδίας, «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 9 από 281

ενώ στο ανατολικό της τµήµα ρέει και εκβάλει στη θάλασσα ο ποταµός Στρυµόνας. Οι ορεινοί όγκοι, το σύστηµα απορροής και η γεωµορφολογία του εδάφους διαµορφώνουν ένα σύστηµα λιµνών που περιλαµβάνει στα βόρεια τµήµα της Βεγορίτιδας, της οϊράνης και της τεχνητής λίµνης Κερκίνης, τις λίµνες Κορώνεια και Βόλβη στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Παραθαλάσσιες περιοχές εντοπίζονται σε πέντε από τις επτά Περιφερειακές Ενότητες (εκτός Κιλκίς και Πέλλας), ωστόσο η Ηµαθία και οι Σέρρες έχουν σχετικά µικρό µήκος ακτογραµµών. Στις παράκτιες περιοχές της Πιερίας και στις χερσονήσους της Χαλκιδικής, οι οποίες έχουν το µεγαλύτερο θαλάσσιο µέτωπο, εντοπίζεται η κυριότερη τουριστική δραστηριότητα της Περιφέρειας αλλά και οξυµένα προβλήµατα, κυρίως περιβαλλοντικά (όχληση, υποβάθµιση γεωργικής γης, περιβαλλοντική υποβάθµιση) και πολεοδοµικά (συγκρούσεις χρήσεων γης, αυθαίρετη δόµηση). Η µόνη νησιωτική περιοχή που υπάγεται διοικητικά στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι η Αµµουλιανή µε κύρια παραγωγική δραστηριότητα τον τουρισµό. 2.1.2 ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ Ο πληθυσµός της Περιφέρειας αποτελεί την πλέον βασική παράµετρο που προσδιορίζει τις ανάγκες αλλά και το αναπτυξιακό δυναµικό της. Στους επόµενους πίνακες αποτυπώνεται η πληθυσµιακή βάση της Περιφέρειας το 2011 και οι παρατηρηθείσες µεταβολές σε διάρκεια τριακονταετίας (1981-2011) και δεκαετίας (2001 2011). Σηµειώνεται ότι χρονικό σηµείο αναφοράς είναι οι απογραφές προηγούµενων δεκαετιών της Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛ.ΣΤΑΤ) µέχρι το 2001, ενώ για νεώτερες τιµές αξιοποιούνται στατιστικά στοιχεία ενδιάµεσων ετών και τα προσωρινά αποτελέσµατα της Απογραφής του 2011. Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έχει 1.874.590 κατοίκους, σύµφωνα µε τα προσωρινά αποτελέσµατα της απογραφής 2011 του µόνιµου πληθυσµού της χώρας. Η Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης συγκεντρώνει το 58,92% του µόνιµου πληθυσµού της Περιφέρειας ή 1.104.460 κατοίκους. Όπως φαίνεται και στον πίνακα 1, πολυπληθέστερη µετά τη Θεσσαλονίκη εµφανίζεται η Π.Ε. Σερρών µε 9,39% του µόνιµου πληθυσµού, ενώ η Π.Ε. Κιλκίς έχει το µικρότερο πληθυσµό σε επίπεδο Περιφέρειας µε ποσοστό 4,29%. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 10 από 281

Πίνακας 1: Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας Μόνιµος πληθυσµός 2011 Περιφερειακή Ενότητα Μόνιµος πληθυσµός (2011) % επί Συνόλου Περιφέρειας Πυκνότητα µόνιµου πληθυσµού (ανά τ.χλµ.) Π.Ε. Θεσσαλονίκης 1.104.460 58,92 299,90 Π.Ε. Σερρών 176.050 9,39 44,37 Π.Ε. Ηµαθίας 140.710 7,51 82,73 Π.Ε. Πέλλας 139.660 7,45 55,74 Π.Ε. Πιερίας 127.400 6,80 84,00 Π.Ε. Χαλκιδικής 105.950 5,65 36,31 Π.Ε. Κιλκίς 80.360 4,29 31,90 Π.Κ.Μ 1.874.590 100,00 99,66 Πηγή: Προσωρινά στοιχεία ΕΛ.ΣΤΑΤ, 2011. Σύµφωνα µε τα επίσηµα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας και επεξεργασία των δηµογραφικών στοιχείων για την περίοδο 1981-2011, ο πληθυσµός της χώρας αυξήθηκε κατά 10,76% ενώ ο πληθυσµός της Κεντρικής Μακεδονίας αυξήθηκε κατά 17,06%. Ο πληθυσµός αυξήθηκε στις περισσότερες Περιφερειακές Ενότητες µε διαφορετικούς όµως ρυθµούς αύξησης, εκτός του Κιλκίς και των Σερρών στις οποίες σηµειώνεται µείωση σε απόλυτους αριθµούς και οι οποίες αποτελούν τις Ενότητες µε την εντονότερη γεωργική δραστηριότητα. Η Χαλκιδική, η Θεσσαλονίκη και η Πιερία παρουσιάζουν εντυπωσιακά ποσοστά πληθυσµιακής αύξησης (34,05%, 26,72%, 19,22% αντίστοιχα) εντός της 30ετίας. Πίνακας 2: Εξέλιξη πληθυσµού ανά Περιφερειακή Ενότητα 1981-2011 ιοικητική διαίρεση 1981 1991 2001 2011 % Αύξηση πληθυσµού 1981-2011 Π.Ε. Ηµαθίας 133.750 139.934 143.618 140.710 5,20% Π.Ε. Θεσ/νίκης 871.580 944.864 1.057.825 1.104.460 26,72% Π.Ε. Κιλκίς 81.562 81.720 89.056 80.360-1,47% Π.Ε. Πέλλας 132.386 138.761 145.797 139.660 5,49% Π.Ε. Πιερίας 106.859 116.763 129.846 127.400 19,22% Π.Ε Σερρών 196.247 192.828 200.916 176.050-10,29% Π.Ε. Χαλκιδικής 79.036 72.576 104.894 105.950 34,05% Π.Κ.Μ 1.601.420 1.687.626 1.871.952 1.874.590 17,06% Σύνολο χώρας 9.739.589 10.259.900 10.964.020 10.787.690 10,76% Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ, Αποτελέσµατα απογραφής πληθυσµού 1981, 1991, 2001, Προσωρινά αποτελέσµατα απογραφής πληθυσµού 2011. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 11 από 281

Ωστόσο, παρατηρώντας τη µεταβολή των πληθυσµιακών δεδοµένων για τη δεκαετία 2001-2011 διαπιστώνουµε ως επί το πλείστον, πληθυσµιακή στασιµότητα µε πολύ µικρούς αριθµούς πληθυσµιακής αύξησης. Μόνον οι Περιφερειακές Ενότητες Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν µία µικρή ποσοστιαία θετική µεταβολή (4,41% και 1,01% αντίστοιχα) και ενώ συνολικά η Περιφέρεια δε χαρακτηρίζεται από πληθυσµιακή αποδυνάµωση, σε πέντε από τις επτά Ενότητές της οι ρυθµοί αύξησης είναι αρνητικοί. Η σηµαντικότερη µείωση παρουσιάζεται στην Π.Ε. Σερρών (-12,38%) και στην Π.Ε. Κιλκίς (-9,76%). Πίνακας 3: Εξέλιξη πληθυσµού ανά Περιφερειακή Ενότητα 2001-2011 Περιφερειακή Ενότητα Πληθυσµός 2001 % πληθυσµού επί Συνόλου Π.Κ.Μ (2001) Πληθυσµός 2011 % πληθυσµού επί Συνόλου Π.Κ.Μ (2011) Μεταβολή πληθυσµού 2001-11 Π.Ε. Θες/κης 1.057.825 56,51% 1.104.460 58,92% 4,41% Π.Ε. Σερρών 200.916 10,73% 176.050 9,39% -12,38% Π.Ε. Ηµαθίας 143.618 7,67% 140.710 7,51% -2,02% Π.Ε. Πέλλας 145.797 7,79% 139.660 7,45% -4,21% Π.Ε. Πιερίας 129.846 6,94% 127.400 6,80% -1,88% Π.Ε. Χαλ/κής 104.894 5,60% 105.950 5,65% 1,01% Π.Ε. Κιλκίς 89.056 4,76% 80.360 4,29% -9,76% Π.Κ.Μ 1.871.952 100,00% 1.874.590 100,00% 0,14% Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία. Πίνακας 4: Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας Μεταβολές ΤΙΜΕΣ 2001 ΤΙΜΕΣ 2011 ΜΕΤΑΒΟΛΗ Συνολικός πληθυσµός Π.Κ.Μ. 1.871.952 1.874.590 +2.638 % επί συνόλου χώρας 17,07 17,38 +0,31 % Μέση Ετήσια µεταβολή δεκαετίας 1,04 0,01-1,03 Πυκνότητα (άτοµα/ τ.χλµ.) 99,51 99,66 +0,15 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία. Το αποτέλεσµα του συνδυασµού αρνητικών ρυθµών φυσικής αύξησης και αυξανόµενης µεταναστευτικής κίνησης, κυρίως εισροών από το εξωτερικό, καταγράφεται στους σχετικά χαµηλούς, αλλά αυξητικούς ρυθµούς πληθυσµιακής µεταβολής που προβλέπονται έως το 2030 στην Κεντρική Μακεδονία, φαινόµενο το οποίο γενικεύεται στη χώρα σύµφωνα µε τις δηµογραφικές προβλέψεις. Είναι αναγκαίος, εποµένως, ο στρατηγικός σχεδιασµός ανάπτυξης των βασικών υποδοµών ώστε να αντιµετωπισθεί ο αυξανόµενος φόρτος λόγω της πληθυσµιακής µεγέθυνσης. Προβλέπεται, επίσης, επιτάχυνση της πληθυσµιακής γήρανσης, µε συνέπεια την αυξανόµενη επιβάρυνση των τοπικών υποδοµών υγείας και κοινωνικής µέριµνας ηλικιωµένων. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 12 από 281

2.1.3 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ Αναλύοντας τα βασικά µακροοικονοµικά µεγέθη της Κεντρικής Μακεδονίας, διαπιστώνουµε ότι η Περιφέρεια παράγει το 15,03% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (2 η µεγαλύτερη συµµετοχή περιφέρειας µετά την Περιφέρεια Αττικής που συµµετέχει µε 43,4%), αλλά εµφανίζεται 8 η στην κατάταξη των Περιφερειών της χώρας 1 για το κατά κεφαλή προϊόν και υπολείπεται του εθνικού µέσου όρου. Στους Πίνακες 5 και 6 παρουσιάζεται το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), καθώς και το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο για το διάστηµα 2004-2009. Πίνακας 5: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε εκατ. 2004 2005 2006 2007 2008 2009 Π.Κ.Μ 27.149 27.396 29.550 31.431 35.458 35.334 Ελλάδα 196.602 197.645 213.207 228.180 236.917 235.017 % Περιφ. ΑΕΠ επί συνόλου χώρας 13,81 13,86 13,86 13,77 14,97 15,03 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία. Πίνακας 6: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατά κεφαλή σε εκατ. 2004 2005 2006 2007 2008 2009 Π.Κ.Μ 15.453 14.303 15.362 16.271 18.275 18.123 Ελλάδα 19.232 17.800 19.124 20.386 21.084 20.830 % Περιφ. κ.κ. ΑΕΠ επί µ.ο. χώρας 80,35 80,35 80,33 79,81 86,68 87,00 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία. Σχετικά µε το κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, µελετώντας τα διαθέσιµα στοιχεία παρατηρείται: (α) αύξηση σε απόλυτα µεγέθη σε περιφερειακό επίπεδο, (β) υστέρηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ της Περιφέρειας από το µέσο όρο της χώρας. Το υψηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ καταγράφεται στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, και έπονται η Αττική και η Στερεά Ελλάδα. Ως προς την ενδοπεριφερειακή κατανοµή του παραγόµενου προϊόντος προκύπτει σαφέστατη υπεροχή της Π.Ε. Θεσσαλονίκης µε ποσοστό 65,26% το 2008. Οι υπόλοιπες Ενότητες συµµετέχουν στο περιφερειακό ΑΕΠ µε ποσοστά κάτω του 7%. Σχεδόν ισόποση 1 ελτίο Τύπου ΕΛ.ΣΤΑΤ. (31/3/2011): Περιφερειακοί Λογαριασµοί 2009. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 13 από 281

συµµετοχή παρουσιάζουν η Π.Ε. Ηµαθίας (6,77%), η Π.Ε. Σερρών (6,62%) και η Π.Ε. Πέλλας (6,49%). Πίνακας 7: Ποσοστιαία συµµετοχή ανά Π.Ε. στο σχηµατισµό του περιφερ. ΑΕΠ 2004* 2005* 2006* 2007* 2008* Μεταβολή % Περιφ. ΑΕΠ Π.Ε. Ηµαθίας 6,83 6,72 6,75 6,26 6,77-0,06 % Περιφ. ΑΕΠ Π.Ε. Θεσ/κης 65,02 64,92 64,91 66,17 65,26 +0,24 % Περιφ. ΑΕΠ Π.Ε. Κιλκίς 4,12 4,29 4,31 4,10 4,37 +0,25 % Περιφ. ΑΕΠ Π.Ε. Πέλλας 6,36 6,44 6,48 6,48 6,49 +0,13 % Περιφ. ΑΕΠ Π.Ε. Πιερίας 5,62 5,59 5,27 5,25 5,40-0,22 % Περιφ. ΑΕΠ Π.Ε. Σερρών 7,02 6,85 7,10 6,62 6,62-0,40 % Περιφ. ΑΕΠ Π.Ε. Χαλ/κής 5,03 5,18 5,18 5,12 5,09 +0,06 % ΠΚΜ/ Ελλάδα 15,59 15,52 15,32 15,18 14,97-0,62 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία, *Προσωρινά Στοιχεία. Σχήµα 3. Συµµετοχή των ΠΕ στο ΑΕΠ της ΠΚΜ Ακολουθεί παρουσίαση της ακαθάριστης προστιθέµενης αξίας (ΑΠΑ) συνολικά και κατά τοµέα παραγωγής σε περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο για το διάστηµα 2004-2009. Πίνακας 8: Ακαθάριστη Προστιθέµενη Αξία (ΑΠΑ) σε εκατ. 2004 2005 2006 2007 2008 2009 Π.Κ.Μ 26.824 28.757 26.173 27.793 31.379 31.664 Ελλάδα 193.286 207.751 188.841 201.770 209.662 210.605 % Περιφ. ΑΠΑ επί συνόλου χώρας 13,88 13,84 13,86 13,77 14,97 15,03 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 14 από 281

Πίνακας 9: Ακαθάριστη Προστιθέµενη Αξία (ΑΠΑ) ανά τοµέα παραγωγής (εκατ. ) ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΤΡΙΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2004 2005 2006 2007 2008 2009 Π.Κ,Μ 1.690 1.703 1.450 1.463 1.365 1.377 7.097 7.268 7.127 7.387 6.232 6.136 18.037 19.785 17.596 18.943 23.782 24.151 Ελλάδα 8.450 8.352 7.664 7.649 6.574 6.620 39.436 40.307 39.615 41.051 37.990 37.457 145.400 159.09 2 141.561 153.069 165.099 166.529 % Περιφ. τοµεακό ΑΠΑ επί συνόλου χώρας 20,0 20,4 18,9 19,1 20,8 20,8 18,0 18,0 17,9 17,9 16,4 16,4 12,4 12,4 12,4 12,4 14,4 14,5 Εθνικός Μ.Ο. (%) 4,4 4,0 4,0 3,8 3,1 3,1 20,4 19,4 21,0 20,3 18,1 17,8 75,2 76,6 75,0 75,9 78,7 79,1 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία

Ως προς τη συµµετοχή του κάθε τοµέα παραγωγής σε περιφερειακό επίπεδο στη σύνθεση των παραγωγικών τοµέων πανελλαδικά το 2009, από τον Πίνακα 9 διαπιστώνουµε ότι ο πρωτογενής τοµέας στην Κεντρική Μακεδονία συµµετέχει κατά 20,8% στην ΑΠΑ του πρωτογενούς τοµέα σε επίπεδο χώρας. Κατά την περίοδο 2004-2009, η συµµετοχή αυξήθηκε ποσοστιαία από 20% σε 20,8% ωστόσο σηµειώθηκε µείωση σε απόλυτους αριθµούς. Ο πρωτογενής τοµέας στην Κεντρική Μακεδονία έχει τη µεγαλύτερη συµµετοχή σε σχέση µε τις υπόλοιπες Περιφέρειες στο σχηµατισµό της ΑΠΑ πανελλαδικά. Η δεύτερη µεγαλύτερη συµµετοχή περιφέρειας µετά την Κεντρική Μακεδονία είναι της Θεσσαλίας µε 13%, ακολουθεί η υτική Ελλάδα µε ποσοστό 11,6%, ενώ οι υπόλοιπες Περιφέρειες παρουσιάζουν ποσοστά κάτω του 10%. Ο πανελλαδικός µέσος όρος συµµετοχής του πρωτογενούς τοµέα στο σχηµατισµό της ΑΠΑ το 2009 είναι µόλις 3,1%. Ο δευτερογενής τοµέας συµµετέχει κατά 16,4% στην ακαθάριστη προστιθέµενη αξία του δευτερογενούς τοµέα σε επίπεδο χώρας. Κατά την περίοδο 2004-2009, η συµµετοχή µειώθηκε ποσοστιαία από 18% σε 16,4% και σηµειώθηκε αντίστοιχη µείωση σε απόλυτους αριθµούς. Ο δευτερογενής τοµέας στην Κεντρική Μακεδονία έχει τη δεύτερη µεγαλύτερη συµµετοχή µετά την Περιφέρεια Αττικής (33,4%) σε σχέση µε τις υπόλοιπες Περιφέρειες στο σχηµατισµό της ΑΠΑ πανελλαδικά. Ο πανελλαδικός µέσος όρος συµµετοχής του δευτερογενούς τοµέα στο σχηµατισµό της ΑΠΑ το 2009 είναι 17,8%, και συγκριτικά η Κεντρική Μακεδονία υπολείπεται του εθνικού µέσου όρου. Ο τριτογενής τοµέας συµµετέχει κατά 14,5% στην ΑΠΑ του τριτογενούς τοµέα σε επίπεδο χώρας. Κατά την περίοδο 2004-2009, η συµµετοχή αυξήθηκε ποσοστιαία από 12,4% σε 14,5% και σηµειώθηκε αντίστοιχη αύξηση σε απόλυτους αριθµούς. Ο τριτογενής τοµέας στην Κεντρική Μακεδονία έχει την δεύτερη µεγαλύτερη συµµετοχή µετά την Περιφέρεια Αττικής (47,2%) σε σχέση µε τις υπόλοιπες Περιφέρειες στο σχηµατισµό της ΑΠΑ πανελλαδικά, από την οποία όµως υπολείπεται συντριπτικά. Ο πανελλαδικός µέσος όρος συµµετοχής του τριτογενούς τοµέα στο σχηµατισµό της ΑΠΑ το 2009 είναι 79,1%, και έτσι η Κεντρική Μακεδονία υπολείπεται σηµαντικά του εθνικού µέσου όρου. Η ποσοστιαία συµµετοχή του κάθε παραγωγικού τοµέα στη συνολική ακαθάριστη προστιθέµενη αξία της Κεντρικής Μακεδονίας για τα έτη 2004 και 2009 αντίστοιχα φαίνεται παρακάτω: «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 16 από 281

Σχήµα 4. Συµµετοχή τοµέα παραγωγής στην Περιφερειακή ΑΠΑ (2004 και 2009) Συµµετοχή τοµέα παραγωγής στην περιφερειακή ΑΠΑ (2004) Τοµέας Παραγωγής Τριτογενής ευτερογενής Πρωτογενής 26,46% 6,30% 67,24% 0 5.000 10.000 15.000 20.000 Εκατ. Συµµετοχή τοµέα παραγωγής στην περιφερειακή ΑΠΑ (2009) Τοµέας Παραγωγής Τριτογενής ευτερογενής Πρωτογενής 19,38% 4,35% 76,26% 0 5.000 10.000 15.000 20.000 25.000 30.000 Εκατ. Ο τριτογενής τοµέας είναι ο µεγαλύτερος συγκριτικά τοµέας στην Περιφέρεια µε ποσοστό 76,26% το 2009, παρουσιάζοντας σηµαντική αύξηση σε σχέση µε το 2004 όπου η συµµετοχή ήταν 67,24%. Παρατηρώντας τα διαχρονικά στοιχεία, είναι προφανής η έντονη τριτογενοποίηση της Κεντρικής Μακεδονίας. Οι άλλοι δύο τοµείς παρουσίασαν µείωση, ειδικά ο δευτερογενής ο οποίος από ποσοστιαία συµµετοχή 26,46% στην περιφερειακή ΑΠΑ το 2004, εµφανίζει για το 2009 ποσοστιαία συµµετοχή ύψους 19,38%. Ο πρωτογενής τοµέας κατά την περίοδο 2004-2009 παρουσίασε ποσοστιαία µείωση κατά 2 µονάδες περίπου, από 6,30% σε 4,35%. Οι τάσεις αλλά και η βαρύνουσα θέση της Θεσσαλονίκης στη διαµόρφωση του χαρακτήρα της οικονοµίας της Κεντρικής Μακεδονίας διαφαίνονται εποπτικά στο ακόλουθο διάγραµµα. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 17 από 281

Σχήµα 5 Τοµεακή σύνθεση Προστιθέµενης αξίας Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Λαµβάνοντας υπόψη την παρούσα µέτρηση της περιφερειακής οικονοµίας, η Κεντρική Μακεδονία αποτελεί οικονοµικό υποσύνολο αντιπροσωπευτικό της επίδοσης και της τοµεακής διάρθρωσης του ακαθάριστου προϊόντος του συνόλου της χώρας. Αυτό σηµαίνει ότι τόσο οι παράγοντες που συνέβαλαν στους ρυθµούς οικονοµικής µεγέθυνσης της ελληνικής οικονοµίας την περίοδο 1998-2001, ενισχύοντας ιδιαίτερα την εσωτερική ζήτηση (µείωση των επιτοκίων, εισροή πόρων από τα ιαρθρωτικά Ταµεία της Ε.Ε.), όσο όµως και οι δυσοίωνες προβλέψεις για την πορεία του οικονοµικού κύκλου στην Ελλάδα την επόµενη τριετία, είναι ενεργοί σε περιφερειακό επίπεδο. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 18 από 281

3. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας για το 2009, το εργατικό δυναµικό στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας απασχολείται στον πρωτογενή τοµέα σε ποσοστό 12%, στον δευτερογενή τοµέα σε ποσοστό 21% και στον τριτογενή κατά 67%. Επίσης, παρατηρείται σηµαντική πτώση σε απόλυτα µεγέθη, µε ιδιαίτερη αποδυνάµωση του δευτερογενούς τοµέα, ενώ αυξάνει το εργατικό δυναµικό στον τριτογενή τοµέα, γεγονός που υποστηρίζει την παρατηρούµενη συνεχίζεται η τάση τριτογενοποίησης της οικονοµίας. Πίνακας 10: Εργατικό δυναµικό ανά τοµέα παραγωγής (2005 2009) Π.Κ.Μ (2005) Ελλάδα (2005) Π.Κ.Μ (2009) Ελλάδα (2009) Α γενής τοµέας 166.751 956.084 165.435 972.926 Β γενής τοµέας 361.794 1.909.001 295.095 1.802.916 Γ γενής τοµέας 875.509 5.443.378 923.728 5.624.333 Σύνολο 1.404.054 8.308.463 1.384.258 8.400.175 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδία επεξεργασία Ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση της διάρθρωσης του πρωτογενούς τοµέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και της χώρας ως βάση σύγκρισης και στάθµισης της σηµαντικότητας των αγροτικών δραστηριοτήτων. Τα στατιστικά στοιχεία αφορούν τους Τοµείς Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Αλιείας και συγκεντρώθηκαν από τις ιευθύνσεις Αγροτικής Οικονοµίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων της Π.Κ.Μ από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, τον ΕΛΟΓΑΚ και το Τµήµα Αγροτικής Στατιστικής ( ιεύθυνση Αγροτικής Πολιτικής & Τεκµηρίωσης του ΥΠΑΑΤ). «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 19 από 281

3. 1 ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Από τη γενική διαστρωµάτωση των συντελεστών της φυτικής κατεύθυνσης που παρουσιάζεται παρακάτω, προκύπτει η πολύπλευρη και πολυσήµαντη συµβολή της στη τελική διαµορφούµενη κρίσιµη µάζα αγροτικών προϊόντων σε σχέση µε το σύνολο της χώρας. Πίνακας 11. Εκτάσεις καλλιεργειών και αγρανάπαυσης κατά κατηγορία και ανά Π.Ε το έτος 2007 ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΑΝΑΠΑΥΣΗΣ ΑΡΟΤΡΑΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΚΗΠΕΥΤΙΚΗ ΓΗ ΑΜΠΕΛΙΑ, ΣΤΑΦΙ ΑΜΠΕΛΟΙ ΕΝ ΡΩ ΕΙΣ ΑΓΡΑΝΑΠΑΥΣΗ ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 37.024.620 19.929.113 1.046.550 1.247.759 10.096.663 4.704.535 ΠΚΜ 7.220.927 5.323.486 178.129 66.506 1.100.737 552.069 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 672.896 354.042 20.845 8.461 248.182 41.366 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1.517.915 1.237.800 47.496 15.697 50.103 166.819 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 1.145.698 1.049.079 10.363 5.418 12.337 68.501 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 919.164 517.402 46.989 8.525 322.156 24.092 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 563.790 405.057 16.619 2.335 69.412 70.367 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 1.482.889 1.287.487 22.468 7.286 86.109 79.539 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 918.575 472.619 13.349 18.784 312.438 101.385 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Πίνακας 12: Ποτιστικές καλλιέργειες κατά κατηγορία και ανά ΠΕ το έτος 2007 ΣΥΝΟΛΟ ΠΟΤΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΑΡΟΤΡΑΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΚΗΠΕΥΤΙΚΗ ΓΗ ΑΜΠΕΛΙΑ, ΣΤΑΦΙ ΑΜΠΕΛΟΙ ΕΝ ΡΩ ΕΙΣ ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 14.471.685 9.168.145 1.015.556 456.885 3.831.099 ΠΚΜ 3.488.246 2.388.763 177.752 45.419 876.312 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 574.906 300.629 20.845 6.656 246.776 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 601.941 522.107 47.371 9.373 23.090 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 203.527 182.727 10.363 4.204 6.233 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 731.596 370.933 46.989 7.312 306.362 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 244.699 169.829 16.619 2.295 55.956 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 900.350 807.385 22.468 4.647 65.850 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 231.227 35.153 13.097 10.932 172.045 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Σύµφωνα µε τα προσωρινά στοιχεία του 2009 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας το 48% (3.439.017 στρ.) της συνολικής γεωργικής «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 20 από 281

γης είναι αρδευόµενο. Η αναλογία του αρδευόµενου εδάφους διαφέρει µεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων. Στη Π.Ε Ηµαθίας η αρδευόµενη έκταση καταλαµβάνει το 88% της καλλιεργούµενης, στην Π.Ε Θεσσαλονίκης το 41%, στην Π.Ε Κιλκίς το 17%, στην Π.Ε Πέλλας το 81%, στην Π.Ε Πιερίας το 48%, στην Π.Ε Σερρών το 54% και στην Π.Ε Χαλκιδικής το 25%. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται η διαχρονική εξέλιξη των εκτάσεων των σηµαντικότερων αρδευθεισών καλλιεργειών στην Κεντρική Μακεδονία για την περίοδο 1978-2008. Η αρδευόµενη έκταση κατά την περίοδο 1990-2008 αυξήθηκε κατά 258.811 στρ. Πίνακας 13. Αρδευόµενη έκταση της ΠΚΜ (περίοδος 1978-2008) ΕΙ ΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Αροτραίες 1.801.222 2.024.422 2.101.730 2.253.735 452.513 229.313 152.005 Κηπευτική γη 244.504 247.800 255.831 168.243-76.261-79.557-87.588 Άµπελοι, Σταφιδάµπελοι 14.862 19.084 19.790 43.714 28.852 24.630 23.924 ενδρώδεις 437.792 552.504 679.640 850.110 412.318 297.606 170.470 Αρδ. Καλλιέργειες 2.498.380 2.843.810 3.056.991 3.315.802 817.422 471.992 258.811 Πηγή : Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έχει µεγαλύτερη αναλογία αρδευόµενου εδάφους από την αντίστοιχη της χώρας. Πρόκειται για ένα συγκριτικό πλεονέκτηµα της γεωργίας της Κεντρικής Μακεδονίας σε σχέση µε άλλες περιοχές της χώρας. Η συνολική έκταση γεωργικής γης είναι 7.220.927 στρ. (περίπου 19,5 % των καλλιεργούµενων εκτάσεων της χώρας) και καταλαµβάνουν περίπου το 39% της έκτασης της Κ. Μακεδονίας Η Κ. Μακεδονία αποδεικνύεται ευνοηµένη, από απόψεως καλλιεργούµενων εκτάσεων, περιφέρεια της χώρας. Οι Π.Ε Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών, Χαλκιδικής και Ηµαθίας είναι οι πιο ευνοηµένες από απόψεως αναλογίας καλλιεργούµενων εκτάσεων. Η κατανοµή της καλλιεργούµενης έκτασης (στοιχεία 2007) κατά κατηγορίες καλλιεργειών είναι: αροτραίες καλλιέργειες 74%, κηπευτική γη 2%, δενδρώδεις καλλιέργειες 15%, άµπελοι 1% και αγρανάπαυση 8 %. Η κατανοµή αυτή διαφέρει σηµαντικά µεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων. Η έκταση των αροτραίων καλλιεργειών στις ΠΕ Ηµαθίας, Πιερίας και Χαλκιδικής είναι αναλογικά µικρότερη από αυτή των άλλων ΠΕ (Πέλλας, Θεσσαλονίκης, Σερρών και Κιλκίς), ενώ υπάρχουν µεγάλες διαφορές µεταξύ των ενοτήτων όσον αφορά κυρίως την έκταση της κηπευτικής γης και των δενδρωδών καλλιεργειών. Οι διαφορές αυτές «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 21 από 281

αντανακλούν διαφορές στους διαθέσιµους φυσικούς πόρους, στην υποδοµή, στην παραγωγική κατεύθυνση και γενικότερα στην ανάπτυξη της γεωργίας µεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων. Η σύγκριση των χρήσεων της γης στην Κεντρική Μακεδονία µε τις αντίστοιχες για το σύνολο της χώρας δείχνει ότι υπάρχουν διαφορές κυρίως στην αναλογία των αροτραίων καλλιεργειών, των δενδρωδών καλλιεργειών και της αµπέλου. Η ίδια σύγκριση µε κάθε περιφερειακή ενότητα δείχνει ότι σε όλες εκτός της Ηµαθίας και της Χαλκιδικής η αναλογία της έκτασης αροτραίων καλλιεργειών προς τη συνολική γεωργική έκτασης είναι υψηλότερη του συνόλου της χώρας. Στις ΠΕ Ηµαθίας, Πέλλας και Χαλκιδικής οι δενδρώδεις καλλιέργειες καταλαµβάνουν µεγαλύτερη αναλογικά έκταση από αυτή του συνόλου της χώρας, όπως και η κηπευτική γη στις ΠΕ Ηµαθίας, Θεσσαλονίκης, Πέλλας και Πιερίας. Σχήµα 6. Σύγκριση συνολικά καλλιεργούµενης έκτασης και αρδευόµενης έκτασης Περιφέρειεας Κεντρική Μακεδονίας Συνολικές εκτάσεις γεωργικής γης και αρδευθεισών καλλιεργειών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας το 2009 (ΕΣΥΕ) Αρδευθείσα γη 3.439.017 στρ Συνολική γεωργική γη 7.187.853 στρ 48% επί του συνόλου της ΠΚΜ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 22 από 281

Σχήµα 7. Σύγκριση συνολικά καλλιεργούµενης έκτασης και αρδευόµενης έκτασης Περιφέρειεας Κεντρική Μακεδονίας ανά ΠΕ ΠΙΝΑΚΑΣ 14. ιαχρονική µεταβολή γεωργικής γης, καλλιεργειών κατά κατηγορίες και αγρανάπαυσης στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (στρέµµατα) ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Σύνολο καλλιεργειών και αγρανάπαυσης 7.411.751 7589529 7678978 7224871-186.880-364658 -454107 Αροτραίες 6.226.456 6263211 6187899 5423501-802.955-839710 -764398 Κηπευτική γη 265.327 309554 259834 171551-93.776-138003 -88283 Αµπελοι - Σταφιδάµπελοι 82.969 58924 60235 66369-16.600 7445 6134 ενδρώδεις 695.322 783194 913042 1091174 395.852 307980 178132 Αγρανάπαυση 141.677 174646 257968 472276 330.599 297630 214308 Σιτηρά για καρπό 4.360.205 4451444 4799714 3920725-439.480-530719 -878989 Μαλακό Σιτάρι 2062093 1527252 1069111 585463-1.476.630-941789 -483648 Σκληρό Σιτάρι 756121 1397061 2368817 2131213 1.375.092 734152-237604 Κριβάρι 1058887 837704 664751 207074-851.813-630630 -457677 Βρώµη 43095 26698 52130 32405-10.690 5707-19725 Σίκαλη 4481 15049 46535 34540 30.059 19491-11995 Καλαµπόκι 272290 487662 441585 705575 433.285 217913 263990 Καλαµπόκι συγκαλλιεργούµενο 21734 15290 5758 2922-18.812-12368 -2836 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 23 από 281

Ρύζι 141327 144578 150585 209888 68.561 65310 59303 Λοιπά 177 150 392 11645 11.468 11495 11253 Βρώσιµα όσπρια 64987 26751 18602 5902-59.085-20849 -12700 Φασόλια 37898 18954 14545 2902-34.996-16052 -11643 Φασόλια συγκαλλιεργούµενα 16593 3848 2162 163-16.430-3685 -1999 Κουκιά 1481 424 230 123-1.358-301 -107 Φακή 361 106 42 394 33 288 352 Ρεβύθια 7537 2 1573 2141-5.396 2139 568 Λάθυρος (Φάβα) 16 3262 15 10-6 -3252-5 Μπιζέλια 1101 155 35 169-932 14 134 Κτηνοτροφικά Όσπρια 4370 1137 1042 0-4.370-1137 -1042 Βίκος 726 229 424 0-726 -229-424 Ρόβη 20 0 0 0-20 0 0 Λούπινα 0 0 0 0 0 0 0 Λάθυρος 30 0 0 0-30 0 0 Σπόρος Τριφυλλιών 3078 809 600 0-3.078-809 -600 Λοιπά 516 99 18 0-516 -99-18 Βιοµηχανικά Φυτά 1011167 1247974 1173796 933236-77.931-314738 -240560 Καπνός 409230 439814 279999 66041-343.189-373773 -213958 Βαµβάκι Αρδευτικό (Σύσπορο) 384320 494684 620915 0-384.320-494684 -620915 Βαµβάκι Ξηρικό (Σύσπορο) 21947 62577 31781 0-21.947-62577 -31781 Βαµβάκι (ΣΥΝΟΛΟ) 406267 557261 652696 774761 368.494 217500 122065 Σουσάµι 2736 565 575 350-2.386-215 -225 Ηλίανθος 214 62667 37865 15755 15.541-46912 -22110 Σόργος 215 122 227 0-215 -122-227 Αραχίδα 6890 9602 6779 358-6.532-9244 -6421 Ζαχαρότευτλα 185615 177943 181536 75971-109.644-101972 -105565 Σόγια 0 14119 0 0 0-14119 Κτηνοτροφικά Φυτά για σανό 621470 402017 363422 414309-207.161 12292 50887 Καρπούζια - Πεπόνια (Σύνολο) 52456 44740 40212 26019-26.437-18721 -14193 Καρπούζια 43449 33337 27488-43.449-33337 -27488 Πεπόνια 9007 11403 12724-9.007-11403 -12724 Πατάτες 48954 35759 23788 22257-26.697-13502 -1531 Τοµάτες 132500 167684 116816 39890-92.610-127794 -76926 Κρεµµύδια ξερά 15694 12610 9164 4068-11.626-8542 -5096 Φασολάκια 10919 11919 8271 11458 539-461 3187 Λάχανα 13641 17391 17660 0-13.641-17391 -17660 Κουνουπίδια 1633 3415 6077 0-1.633-3415 -6077 ΛΑΧΑΝΑ - ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΙΑ 15274 20806 23737 34341 19.067 13535 10604 (ΣΥΝΟΛΟ) Κολοκυθάκια 4894 5006 4424 5226 332 220 802 Αγγούρια 3390 2983 3076 0-3.390-2983 -3076 Μελιτζάνες 7168 5555 4987 5028-2.140-527 41 Αγγινάρες 44 133 24 0-44 -133-24 Ραδίκια - Αντίδια 1436 2969 3226 0-1.436-2969 -3226 Σπανάκι 5192 6817 8112 0-5.192-6817 -8112 Αρακάς 10034 7700 4449 0-10.034-7700 -4449 Μπάµιες Αρδευτικές 2615 3235 3062 0-2.615-3235 -3062 Μπάµιες Ξηρικές 2273 667 481 0-2.273-667 -481 Μπάµιες (ΣΥΝΟΛΟ) 4888 3902 3543 5038 150 1136 1495 Πράσα 5741 4709 5032 7182 1.441 2473 2150 Αµπελοι 82966 67924 60235 0-82.966-67924 -60235 Οινάµπελοι 45867 36215 30204 0-45.867-36215 -30204 Άµπελοι Επιτραπέζιων Σταφυλιών 37099 31709 30031 0-37.099-31709 -30031 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 24 από 281

ΣΧΗΜΑ 8. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΚΤΑΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΓΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας» «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 25 από 281

3.1.1 ΤΟΜΕΑΣ ΣΙΤΗΡΩΝ Τα σιτηρά κατέχουν εξέχουσα θέση στον αγροτικό τοµέα, αν σκεφτεί κανείς την πολλαπλή χρήση των προϊόντων τους, κυρίως για τη διατροφή του ανθρώπου, σαν πρώτη ύλη στην ένδυση και σε µικρότερο ποσοστό για την κάλυψη των αναγκών της ζωικής παραγωγής. Η παγκόσµια παραγωγή σιτηρών για την χρονική περίοδο 2003-2007 εκτιµάται σε 1.523,18 εκατοµµύρια τόνους. Ειδικότερα τα χειµερινά σιτηρά καλλιεργούνται κάθε χρόνο σε έκταση µεγαλύτερη από 2.900 εκατοµµύρια στρέµµατα, σε περισσότερες από 120 χώρες. Το σιτάρι είναι το σηµαντικότερο από τα αγρωστώδη φυτά και το πιο διαδοµένο στον κόσµο. Οι σηµαντικότερες χώρες παραγωγής σιταριού στον κόσµο είναι οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση, η Ινδία, ο Καναδάς, η Αργεντινή και η Αυστραλία. Κατά την παραγωγική περίοδο 2003-2004 (στοιχεία FAOStat) το µεγαλύτερο µέρος της παραγωγής του σιταριού προήλθε κυρίως από τις Ασιατικές χώρες και τα Ευρωπαϊκά κράτη. Το κριθάρι, λόγω της µεγάλης προσαρµοστικότητας του σε ποικιλία εδαφοκλιµατικών συνθηκών, καλλιεργείται σ όλη τη γη, από τον ισηµερινό µέχρι τους πόλους και σπέρνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη, µε κύριες χώρες παραγωγής τη Ρωσία, τον Καναδά, τη Γερµανία, την Ουκρανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Τουρκία. Πίνακας 15. Παγκόσµια παραγωγή σιτηρών Προϊόντα Μέσοι Όροι πενταετίας 2003-2007 Παραγωγή σε εκατοµµύρια τόνους Ποσοστό επί του συνόλου Σιτάρι 596,98 39,19 Αραβόσιτος 683,30 44,89 Κριθάρι 142,86 9,38 Σόργο 59,76 3,92 Βρώµη 24,80 1,63 Σίκαλη 14,98 0,98 Σύνολο 1.523,18 100,00 Πηγή: ΥΠΑΑΤ Η βρώµη καλλιεργείται κύρια στη βόρεια και µέση Ευρώπη και στην Αµερική, ενώ στις νοτιότερες χώρες η καλλιέργεια, είναι λιγότερο διαδοµένη. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 26 από 281

Η καλλιέργεια του καλαµποκιού έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσµο, αποδίδοντας έτσι καθ. όλη τη διάρκεια του χρόνου, συγκοµιδή. Από τις χώρες µε µεγάλη παραγωγή αραβοσίτου αναφέρονται κατά σειρά οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Βραζιλία, η νότια Αφρική, η Αργεντινή κ.λ.π. Ο αραβόσιτος αντιπροσωπεύει περίπου το 45% του συνόλου της παγκόσµιας παραγωγής και κατανάλωσης σιτηρών. Η καλλιέργεια ρυζιού αποτελεί τη βασική τροφή για τα 2/3 τουλάχιστον του πληθυσµού της γης και η παραγωγή του αναποφλοίωτου ρυζιού το 2004 ανήλθε στους 600 εκατοµµύρια τόνους σε όλο τον κόσµο. Η παραγωγή σιτηρών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, σύµφωνα µε στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων (Υπ.Α.Α.Τ) για την περίοδο 2003-2007, έφτασε τα 218 εκατοµµύρια τόνους, αντιστοιχώντας σε 41.547 χιλιάδες εκτάρια. Στον παρακάτω πίνακα, είναι εµφανές ότι η πλειονότητα των καλλιεργούµενων εκτάσεων µε σιτηρά σε επίπεδο Ε.Ε καλύπτεται κυρίως από µαλακό σιτάρι και κριθάρι, τα οποία παρουσιάζουν και την υψηλότερη παραγωγή. Ακολουθούν ο αραβόσιτος, το σκληρό σιτάρι, η βρώµη, η σίκαλη και το σόργο τόσο σε έκταση όσο και σε όγκο παραγωγής. Πίνακας 16 : Ευρωπαϊκή παραγωγή σιτηρών (Μέσοι Όροι πενταετίας 2003-2007) Προϊόντα έκταση Απόδοση Παραγωγή (1.000 εκτ.) (τον/εκτ) (1.000 τον.) Μαλακό σιτάρι 16.587,80 6,22 101.411,40 Κριθάρι 11.627,80 4,39 50.739,60 Αραβόσιτος 5.553,60 8,02 43.228,60 Σκληρό σιτάρι 3.684,40 2,49 9.502,20 Βρώµη 2.421,20 3,11 7.408,80 Σίκαλη 1.566,80 3,80 5.486,20 Σόργο 105,40 5,22 548,00 Σύνολο 41.547,00-218.324,80 ΠΗΓΗ: ΥΠΑΑΤ Στην Ελλάδα, µέχρι το 2005 παρουσιάστηκε µείωση των καλλιεργούµενων εκτάσεων των χειµερινών σιτηρών και ιδιαίτερα αυτή του µαλακού σιταριού, αντιθέτως η µέση στρεµµατική απόδοση του, καθώς και των υπολοίπων χειµερινών σιτηρών, παρουσίασε «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 27 από 281

ανοδική τάση. Την ίδια περίοδο, παρουσιάστηκε αύξηση των καλλιεργούµενων εκτάσεων και της παραγωγής του σκληρού σιταριού, ενώ παρόµοια τάση παρουσίασε και η σίκαλη. Η καλλιεργούµενη µε κριθάρι και µε βρώµη έκταση, όσο και η παραγωγή τους ακολούθησε πτωτική πορεία. Η καλλιέργεια δηµητριακών καταλαµβάνει έκταση περίπου 12 εκατοµµυρίων στρεµµάτων ετησίως. Η καλλιέργεια του ρυζιού, λόγω του ότι απαιτεί θερµό κλίµα και αφθονία νερού γίνεται σε υφάλµυρα εδάφη όπου µόνο αυτό το είδος µπορεί να ευδοκιµήσει. Οι σηµαντικότεροι ορυζώνες στη χώρα µας εντοπίζονται στα δέλτα των ποταµών και σε παράκτιες περιοχές, κυρίως στη Μακεδονία και στους νοµούς Θεσσαλονίκης και Σερρών. Η χρηστικότητα των προϊόντων των σιτηρών ποικίλει, αφού αποτελεί βασικό είδος συντήρησης του ανθρώπου παρέχοντάς του το 45% της απαραίτητης γι αυτόν ενέργεια. Το σκληρό σιτάρι χρησιµοποιείται στην παρασκευή ζυµαρικών και πολύ λιγότερο στην κτηνοτροφία. Το αλεύρι από τα σπέρµατα του µαλακού σιταριού χρησιµοποιείται στην αρτοποιία και δευτερευόντως στην κτηνοτροφία. Ο καρπός του κριθαριού χρησιµοποιείται, είτε µόνος του για την διατροφή των ανθρώπων ή των ζώων είτε αναµειγµένος µε σιτάρι, για την διατροφή των ανθρώπων, αποτελεί δε την κυριότερη πρώτη ύλη για την κατασκευή της µπύρας (ζυθοποιία). Η σίκαλη, στη χώρα µας, καλλιεργείται κύρια για το καλάµι της, που χρησιµοποιείται για την κατασκευή δεµάτων κατά το θερισµό των άλλων σιτηρών, για συσκευασία γυάλινων ειδών, κατασκευή ψαθών, καλαθιών, καπέλων, κοινού χαρτιού καθώς επίσης και για την παρασκευή ψωµιού, οινοπνευµατωδών ποτών και ζωοτροφών. Ο καρπός της βρώµης είναι εξαιρετική τροφή για τα ζώα, θρεπτική, θερµαντική, ενώ ο χόνδρος (πλιγούρι) της είναι θρεπτικότατος και τονωτικός για τον άνθρωπο και συνιστάται για τα παιδιά και τους αρρώστους. Ο αραβόσιτος χρησιµοποιείται σαν τροφή του ανθρώπου και των ζώων. Ειδικότερα το χλωρό χόρτο βοηθά στη γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων και οι ξηρές κορυφές χρησιµεύουν για τροφή των ζώων. Το ρύζι χρησιµοποιείται αποκλειστικά και µόνο για ανθρώπινη κατανάλωση. Στη χώρα µας, το σύνολο των καλλιεργούµενων εκτάσεων µε σιτηρά ανέρχεται περίπου σε 12 εκατοµµύρια στρέµµατα και η εσωτερική ζήτηση καλύπτεται κυρίως από εισαγωγές που φτάνουν τους 1.700.000 τόνους περίπου. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 28 από 281

Πίνακας 17. Εγχώρια έκταση και παραγωγή σιτηρών Μέσοι εξαετίας 2000-2005 Προϊόντα Έκταση (στρέµµατα) Συνολική παραγωγή (τόνοι) Σκληρό σιτάρι 7.241.945 1.456.667 Μαλακό σιτάρι 1.309.600 349.267 Κριθάρι 991.833 230.117 Αραβόσιτος 2.272.312 2.043.250 Ρύζι 227.562 179.846 Σύνολο 12.043.252 4.259.146 ΠΗΓΗ: ΥΠΑΑΤ Το σκληρό σιτάρι καταλαµβάνει την πρώτη θέση σε καλλιεργούµενη έκταση και σε παραγωγή µε ποσοστό 60% και 34% επί του συνόλου, αντίστοιχα. Η πλεονασµατική ποσότητα του σκληρού σίτου εξάγεται είτε ως σιτάρι (σπόρος), είτε ως σιµιγδάλι (αλεύρι για παραγωγή ζυµαρικών), κυρίως στην Ιταλία, όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί: Πίνακας 18 : Ελληνικές εισαγωγές και εξαγωγές ανά προϊόν Προϊόντα Μέσοι όροι πενταετίας 2002-2006 Εισαγωγές σε τόνους Εξαγωγές σε τόνους Σκληρό σιτάρι 52.027,10 166.507,86 Μαλακό σιτάρι 1.019.247,48 94.110,10 Κριθάρι 296.746,46 11.020,36 Αραβόσιτο 526.335,58 118.188,10 Ρύζι 20.029,86 53.116,60 Βρώµη 28.930,26 0,40 Σίκαλη 7.399,90 6.688,26 Σόργο 367,24 6,00 ΠΗΓΗ: ΥΠΑΑΤ Είναι εµφανές, ότι η χώρα µας είναι ελλειµµατική σε παραγωγή µαλακού σιταριού, κριθαριού και αραβοσίτου. Προκειµένου να καλυφθούν οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς εισάγονται ποσότητες ύψους 1 εκατοµµυρίων τόνων µαλακού σιταριού, 300.000 τόνων κριθαριού που προέρχονται κυρίως από Γερµανία και 527.000 τόνων αραβοσίτου οι οποίοι εισάγονται κυρίως από Γαλλία. Η παραγωγή ρυζιού υπερκαλύπτει τις ανάγκες του πληθυσµού της χώρας µας. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 29 από 281

Όσον αφορά στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας απαντώνται όλες οι καλλιέργειες σιτηρών σε µια συνολική έκταση που πλησιάζει τα 3.689.320 στρέµµατα και η οποία αποτελεί το 31% περίπου της καλλιεργούµενης µε σιτηρά έκτασης της Χώρας. Τα κυριότερα σιτηρά που καλλιεργούνται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι το σκληρό σιτάρι, το µαλακό σιτάρι, το κριθάρι, το καλαµπόκι και το ρύζι. Τα πέντε αυτά προϊόντα αποτελούν το 98% περίπου της καλλιέργειας των σιτηρών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Αξίζει να επισηµανθεί ότι η καλλιέργεια ρυζιού στην Κεντρική Μακεδονία αποτελεί περίπου το 83% της καλλιεργούµενης µε ρύζι έκτασης της Χώρας. Απαντάται κυρίως στις Περιφερειακές Ενότητες Θεσσαλονίκης 58 % επί της συνολικής καλλιεργούµενης έκτασης στη χώρα µας και Σερρών 14%. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 30 από 281

Πίνακας 19. Εκτάσεις και Παραγωγή σιτηρών ανά ΠΕ το έτος 2007 ΣΙΤΑΡΙ ΜΑΛΑΚΟ ΣΙΤΑΡΙ ΣΚΛΗΡΟ ΚΡΙΘΑΡΙ ΒΡΩΜΗ ΣΙΚΑΛΗ ΑΡΑΒΟΣΙΤΟΣ (χωρίς ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) συγκαλλιέργεια) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΡΥΖΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 1.703.299 435.139 5.584.608 1.193.932 1.191.028 274.376 426.950 83.105 173.526 39.811 2.361.135 2.375.388 255.893 195.340 ΠΚΜ 538.752 111.654 2.094.661 400.663 170.513 41.811 26.569 4.613 36.556 6.259 607.866 621.775 214.403 167.922 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 7.310 2.077 42.978 11.913 8.108 2.758 114 23 0 0 80.485 76.259 15690 9.332 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 148.232 32.389 432.931 84.373 49.376 11.846 9.071 1.933 28.553 4.490 95.367 93.077 149377 121.999 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 247.793 45.405 546.919 81.332 14.187 3.173 2.178 333 1.974 366 54.311 51.441 0 0 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 25.221 4.168 93.497 14.718 23.584 4.100 1.965 340 1.958 320 101.283 97.573 100 80 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 31.177 9.864 165.048 41.359 16.468 4.807 2.684 614 61 15 33.217 37.754 12800 10.240 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 50.648 12.755 456.176 102.025 38.617 10.340 95 20 2.745 628 239.960 262.244 36436 26.271 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 28.371 4.996 357.112 64.943 20.173 4.787 10.462 1.350 1.265 440 3.243 3.427 0 0 ΠΗΓΗ: ΕΛ.ΣΤΑΤΠΗ Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ και ιδίοι υπολογισµοί «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 31 από 281

Σχήµα 9. Εκτάσεις καλλιεργούµενες µε σιτηρά, Αραβόσιτο και ρύζι ανά ΠΕ Εκτάσεις σιτηρών σε στρέµµατα το 2009 (ΕΣΥΕ) Θεσσαλονίκη 979.171 Κιλκίς 904.501 Σέρρες 929.145 Ηµαθία 169.664 Πέλλα 282.834 Πιερία 257.603 Χαλκιδική 412.483 Εκτάσεις Αραβοσίτου το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Σέρρες 253.381 Ηµαθία 79.804 Θεσσαλονίκη 92.322 Κιλκίς 48.997 Πέλλα 101.664 Πιερία 31.955 Χαλκιδική 3.328 Εκτάσεις Ρυζιού το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Θεσσαλονίκη 171.735 Ηµαθία 17.970 Κιλκίς 0 Πέλλα 720 Πιερία 11.200 Σέρρες 36.278 Χαλκιδική 0 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 32 από 281

Παρά τη συνεχή φθίνουσα πορεία που σηµειώνεται τα τελευταία χρόνια στον τοµέα των σιτηρών, όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζεται παρακάτω, εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους βασικούς τοµείς της οικονοµίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Στο παρακάτω πίνακα αποτυπώνεται η µεταβολή της καλλιεργούµενης έκτασης για τα πλέον σηµαντικά σιτηρά της Περιφέρειας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών. ΠΙΝΑΚΑΣ 20: ιαχρονική µεταβολή γεωργικής γης, καλλιεργειών κατά κατηγορίες και αγρανάπαυσης στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (σε στρέµµατα) ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Σιτηρά για καρπό 4.360.205 4451444 4799714 3920725-439.480-530719 -878989 Μαλακό Σιτάρι 2062093 1527252 1069111 585463-1.476.630-941789 -483648 Σκληρό Σιτάρι 756121 1397061 2368817 2131213 1.375.092 734152-237604 Κριβάρι 1058887 837704 664751 207074-851.813-630630 -457677 Βρώµη 43095 26698 52130 32405-10.690 5707-19725 Σίκαλη 4481 15049 46535 34540 30.059 19491-11995 Καλαµπόκι 272290 487662 441585 705575 433.285 217913 263990 Καλαµπόκι 21734 15290 5758 2922-18.812-12368 -2836 συγκαλλιεργούµενο Ρύζι 141327 144578 150585 209888 68.561 65310 59303 Λοιπά 177 150 392 11645 11.468 11495 11253 Σχήµα 10. Καλλιεργούµενες εκτάσεις στην ΠΚΜ. Σύγκριση 1978-2008 2.500.000 Εξέλιξη καλλιεργούμενης έκτασης των κυριότερων σιτηρών στην ΠΚΜ 2.000.000 ΈΚΤΑΣΗ (στρ) 1.500.000 1.000.000 500.000 0 1 2 3 4 Μαλακό Σιτάρι Σκληρό Σιτάρι Κριβάρι Καλαμπόκι Ρύζι *Όπου 1,2,3,4 στον άξονα των χ αντιστοιχεί σε 1978, 1985, 1990, 2008. Από το διάγραµµα διαπιστώνεται ότι οι καλλιέργειες µαλακού και σκληρού σιταριού ακολουθούν µια αντίστροφη πορεία η οποία έχει οδηγήσει σε δραµατική µείωση των εκτάσεων µαλακού σίτου και αύξηση της καλλιέργειας σκληρού σίτου. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 33 από 281

Παρά την εντυπωσιακή άνοδο της καλλιέργειας σκληρού σίτου µετά τα πρώτα χρόνια ένταξης της χώρας στην ΕΕ εν συνεχεία καταγράφεται µια µείωση της καλλιεργούµενς έκτασης η οποία προφανώς αιτιολογείται µε βάση τις αλλαγές του πλαισίου επιδοµατικής ενίσχυσης της καλλιέργειας. Για τα άλλα δύο σηµαντικά σιτηρά της Περιφέρειας ο µεν αραβόσιτος χαρακτηρίζεται από µια σταθερή πορεία ενώ το κριθάρι ακολουθεί µια φθίνουσα πορεία. Ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση του ισοζυγίου της αγοράς σιτηρών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας µε τα κυριότερα είδη για τα έτη 2005 µέχρι 2010. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 34 από 281

2005 2006 2007 2008 2009 2010 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΩ ΙΚΏΝ Σιτηρά Βρώµη ηµητριακά (εκτός από σιτάρι και σµιγάδι, σίκαλη, κριθάρι, βρώµη, καλαµπόκι, ρύζι, φαγόπυρο το εδώδιµο "µαύρο σιτάρι", κεχρί, κεχρί το µακρό και σόργο σε κόκκους) Καλαµπόκι (εκτός από αυτό που προορίζεται για σπορά) Καλαµπόκι που προορίζεται για σπορά Κριθάρι Ρύζι αποφλοιωµέ νο "ρύζι cargo ή ρύζι brun" Ρύζι µε το φλοιό του "ρύζι paddy" Ρύζι µισολευκασµ ένο ή λευκασµένο, έστω και γυαλισµένο ή στιλβωµένο Ρύζι σε θραύσµατα Σίκαλη Σιτάρι και σµιγάδι (εκτός από σιτάρι σκληρό) Αξία Εισαγωγών ( ) 73.639.673 189.543 2.689 24.293.352 16.069.617 4.032.674 417.259 445.937 3.535.774 4.484 3.900 24.305.762 40.941 113.682 Αξία Εξαγωγών ( ) 87.326.618 44.299.780 4.097.904 15.998 3.680.149 37.387 17.614.648 2.037.062 6.975.432 8.564.654 Ποσότητα 572.511.139 Εισαγωγών (kg) 1.517.095 7.000 248.216.597 88.133.885 34.074.180 867.855 1.106.429 6.010.439 18.300 10.000 191.528.671 99.210 272.619 Ποσότητα 528.195.078 Εξαγωγών (kg) 345.147.956 32.274.277 74.250 12.165.665 92.890 52.477.150 8.230.822 23.088.733 54.633.335 Ισοζύγιο σε 13.686.945-189.543-2.689 20.006.428-11.971.713-4.016.676 3.262.890-408.550 14.078.874 2.032.578-3.900-17.330.330 8.523.713-113.682 Ισοζύγιο σε kg -44.316.061-1.517.095-7.000 96.931.359-55.859.608-33.999.930 11.297.810-1.013.539 46.466.711 8.212.522-10.000-168.439.938 54.534.125-272.619 Αξία Εισαγωγών ( ) 64.615.888 10.970 24.980 3.150.434 9.635.706 3.609.413 341.941 3.802.014 4.048.385 2.487.821 36.178.978 1.087.413 87.766 Αξία Εξαγωγών ( ) 60.362.143 1.695 252.341 2.681.888 4.604.795 56.028 24.661.432 21.932.749 6.171.215 Ποσότητα 399.064.315 Εισαγωγών (kg) 73.340 25.100 19.987.113 30.393.531 30.425.474 761.860 20.115.660 5.641.077 9.485.164 273.929.800 7.498.360 215.213 Ποσότητα 221.258.389 Εξαγωγών (kg) 340 1.371.921 2.224.659 14.850.562 421.125 66.393.102 101.615.876 34.380.804 Ισοζύγιο σε -4.253.745-10.970-23.285-2.898.093-6.953.818-3.609.413 4.262.854-3.745.986 20.613.047-2.487.821 0-14.246.229 5.083.802-87.766 Ισοζύγιο σε kg -177.805.926-73.340-24.760-18.615.192-28.168.872-30.425.474 14.088.702-19.694.535 60.752.025-9.485.164 0-172.313.924 26.882.444-215.213 Αξία Εισαγωγών ( ) 43.820.320 23.460 242.626 6.473.072 3.486.083 2.174.313 774.486 698.656 4.163.925 5.221 1.925 25.138.796 347.984 131.941 Αξία Εξαγωγών ( ) 62.248.054 2.426.892 336.594 8.400 2.659.258 1.524.213 28.525.646 2.719.488 19.314.735 4.731.900 Ποσότητα 188.984.227 Εισαγωγών (kg) 46.995 489.186 33.069.693 2.336.895 11.827.378 1.677.249 1.539.821 5.255.482 22.700 5.000 130.636.276 1.391.960 329.333 Ποσότητα 203.314.854 Εξαγωγών (kg) 10.175.301 425.083 20.000 8.197.283 6.628.533 67.962.211 10.004.610 80.900.285 18.999.228 Ισοζύγιο σε 18.427.734-23.460-242.626-4.046.180-3.149.489-2.165.913 1.884.772 825.557 24.361.721 2.714.267-1.925-5.824.061 4.383.916-131.941 Ισοζύγιο σε kg 14.330.627-46.995-489.186-22.894.392-1.911.812-11.807.378 6.520.034 5.088.712 62.706.729 9.981.910-5.000-49.735.991 17.607.268-329.333 Αξία Εισαγωγών ( ) 54.787.356 732.438 417.556 12.262.357 4.713.842 4.982.562 1.745.117 949.410 5.774.477 1.808 5.793 22.161.042 683.445 167.058 Αξία Εξαγωγών ( ) 91.439.320 125.759 1.293.082 64.667 195.336 4.062.138 5.015.568 28.081.462 2.235.435 14.013.952 36.344.771 7.138 Ποσότητα 193.564.003 Εισαγωγών (kg) 3.439.187 1.344.549 54.925.462 1.460.227 23.393.073 3.001.755 2.023.238 7.402.048 2.280 10.210 92.387.590 3.023.642 395.029 Ποσότητα 240.895.914 Εξαγωγών (kg) 246.655 267.400 4.522.813 251.187 498.640 7.906.499 12.497.892 52.678.585 5.564.549 48.400.944 108.052.999 7.750 Ισοζύγιο σε 36.651.964-732.438-291.797-10.969.275-4.649.175-4.787.226 2.317.021 4.066.158 22.306.985 2.233.627-5.793-8.147.090 35.661.326-159.920 Ισοζύγιο σε kg 47.331.911-3.192.532-1.077.149-50.402.649-1.209.040-22.894.433 4.904.744 10.474.654 45.276.537 5.562.269-10.210-43.986.646 105.029.357-387.279 Αξία Εισαγωγών ( ) 32.807.814 230.661 208.036 1.757.364 6.994.782 1.669.897 311.927 1.668.765 5.733.615 21.356 18.003 11.878.750 1.959.742 154.755 Αξία Εξαγωγών ( ) 97.812.470 35.395 146.427 2.850.954 1.610.307 28.904 5.103.763 6.867.038 24.443.119 1.537.972 7.524.161 47.651.617 12.813 Ποσότητα 137.854.028 Εισαγωγών (kg) 1.651.525 966.122 8.540.211 4.042.485 13.505.776 380.550 4.470.954 6.775.558 35.175 160.101 82.485.543 13.883.502 359.213 Ποσότητα 373.446.538 Εξαγωγών (kg) 137.040 433.490 16.580.735 665.884 97.702 11.115.555 21.746.312 48.809.579 4.452.384 56.129.648 213.265.709 12.500 Ισοζύγιο σε 65.004.656-195.266-61.609 1.093.590-5.384.475-1.640.993 4.791.836 5.198.273 18.709.504 1.516.616-18.003-4.354.589 45.691.875-141.942 Ισοζύγιο σε kg 235.592.510-1.514.485-532.632 8.040.524-3.376.601-13.408.074 10.735.005 17.275.358 42.034.021 4.417.209 ###### -26.355.895 199.382.207-346.713 Αξία Εισαγωγών ( ) 24.031.518 50.477 269.130 2.230.606 3.039.042 2.660.526 823.516 611.812 6.524.918 14.089 16.287 6.209.132 1.229.513 191.515 Αξία Εξαγωγών ( ) 65.819.503 10.604 96.763 694.151 97.183 10.462 3.538.660 6.075.733 30.133.957 1.529.110 495.838 23.129.237 7.805 Ποσότητα 80.955.990 Εισαγωγών (kg) 314.416 2.115.106 8.972.561 2.010.880 19.262.697 1.279.411 1.175.871 9.596.270 29.341 83.341 28.420.473 7.015.820 362.450 Ποσότητα 241.924.628 Εξαγωγών (kg) 26.325 235.396 1.842.192 165.625 32.250 7.938.131 24.661.782 63.905.538 5.778.395 411.775 136.918.469 8.750 Ισοζύγιο σε 41.787.985-39.873-172.367-1.536.455-2.941.859-2.650.064 2.715.144 5.463.921 23.609.039 1.515.021-16.287-5.713.294 21.899.724-183.710 Ισοζύγιο σε kg 160.968.638-288.091-1.879.710-7.130.369-1.845.255-19.230.447 6.658.720 23.485.911 54.309.268 5.749.054-83.341-28.008.698 129.902.649-353.700 Πίνακας 21. Ισοζύγιο αγοράς σιτηρών περιόδου 2005-2010 Σιτάρι σκληρό Σόργο σε κόκκους «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 35 από 281

3.1.2 ΤΟΜΕΑΣ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Το βαµβάκι θεωρείται διεθνώς ένα από τα πιο σπουδαία αγροτικά προϊόντα. Η συµµετοχή του στη διαµόρφωση των οικονοµικών µεγεθών των χωρών παραγωγής του είναι πολύ µεγάλη. Για πολλές χώρες αποτελεί κύρια πηγή εισροής οικονοµικών πόρων. Στηρίζει το εισόδηµα και την ανάπτυξη µεγάλων αγροτικών περιοχών και απασχολεί µεγάλο αριθµό εργατικού δυναµικού (ICAC, 2002). Το βαµβάκι είναι ταυτόχρονα αγροτικό προϊόν και βιοµηχανική πρώτη ύλη και έχει σπουδαία επίδραση στο γεωργικό και βιοµηχανικό τοµέα της παγκόσµιας οικονοµίας. Αποτελεί επίσης παράγοντα ανάπτυξης του διεθνούς εµπορίου, καθώς πάνω από το 30% της παγκόσµιας παραγωγής γίνεται αντικείµενο εµπορίας (ICAC, 2001). Παράγεται σε 100 περίπου χώρες σε όλες τις Ηπείρους. Οι κυριότερες από τις χώρες αυτές είναι η Κίνα, οι Η.Π.Α., η Ινδία, το Πακιστάν, το Ουζµπεκιστάν, η Τουρκία και η Αυστραλία. Στην Ευρώπη καλλιεργείται κυρίως στην Ελλάδα, στην Ισπανία και σε µικρές εκτάσεις στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία (Παπακώστα Τασοπούλου, 2002). Το βαµβάκι αν και διεθνώς θεωρείται ελαιούχος καλλιέργεια, κυρίως καλλιεργείται για τις ίνες του, που αποτελούν την κύρια πρώτη ύλη για τη βιοµηχανία της κλωστοϋφαντουργίας. Η συνεχώς αυξανόµενη ζήτηση, λόγω της αύξησης του πληθυσµού της γης, την υποκατάσταση άλλων υλικών από το βαµβάκι και της απαίτησης για καλύτερης ποιότητας υφασµάτων λόγω αύξησης του εισοδήµατος των καταναλωτών, αποτελούν τους τρεις σηµαντικότερους άξονες για την εφαρµογή της νέας τεχνολογίας στην εκµετάλλευση του βαµβακιού. Το βαµβάκι αποτελεί µια από τις σηµαντικότερες καλλιέργειες για τη χώρα µας και στηρίζει πλήρως τα εισοδήµατα ολόκληρων περιοχών. Αυτή η τόσο σηµαντική καλλιέργεια αντιµετωπίζει προβλήµατα επιβίωσης σε µια ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά. Τα προβλήµατα αυτά εντοπίζονται κυρίως στη διάρθρωση της Ελληνικής γεωργίας και στην προώθησης των εξαγωγών του εκκοκκισµένου βαµβακιού στο διεθνές εµπόριο. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 36 από 281

Η παγκόσµια παραγωγή, η οποία πλέον ανέρχεται σε είκοσι εκατοµµύρια τόνους εκκοκκισµένου βάµβακος, σχεδόν διπλασιάστηκε εντός των τελευταίων σαράντα ετών. Η καλλιεργούµενη µε βαµβάκι έκταση, παρουσιάζει σταθεροποιητικές τάσεις στο επίπεδο των τριακοσίων είκοσι έως τριακοσίων σαράντα εκατοµµυρίων στρεµµάτων. Εποµένως η αύξηση της παραγωγής αποδίδεται σε βελτιώσεις των αποδόσεων ως αποτέλεσµα βελτιωµένων ποικιλιών, νέων καλλιεργητικών τεχνικών, εφαρµογής άρδευσης, χηµικής προστασίας και άλλων µεθόδων. Σχήµα 11. Παγκόσµια Παραγωγή και Έκταση βαµβακιού (χιλιάδες τόνοι, εκατοµµύρια στρέµµατα) Πηγή :www.icac.org Οι κυριότερες χώρες παραγωγής είναι η Κίνα (22,6% της παγκόσµιας παραγωγής ), οι Η.Π.Α. (20,1%), η Ινδία (13,1%) και το Πακιστάν (9,0%),το Ουζµπεκιστάν (6,5%), η Αυστραλία (5%), η Τουρκία (4,1%), ενώ η Ε.Ε. (2,5%) διαδραµατίζει µικρό ρόλο στην αγορά του προϊόντος. Η παγκόσµια κατανάλωση παρουσιάζει διαρκή ανοδική πορεία τις τελευταίες δεκαετίες και στις µέρες µας είναι περίπου είκοσι εκατοµµύρια τόνοι. Οι µεγαλύτεροι καταναλωτές βαµβακιού στον κόσµο είναι εκείνοι µε εδραιωµένες µεταποιητικές βιοµηχανίες. Η Κίνα καταναλώνει το 25,4% του παγκόσµιου βάµβακος, ακολουθούµενη από την Ινδία, τις Η.Π.Α. και το Πακιστάν, ενώ η Κοινοτική κατανάλωση αντιστοιχεί στο 5% περίπου της παγκόσµιας (Σχεδιάγραµµα 2.3). Οι κυριότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 37 από 281

σε κατανάλωση βαµβακιού είναι η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Γαλλία και η Γερµανία (Townseed T.,2000). Περίπου 6,5 µε 7 εκατοµµύρια τόνοι το χρόνο γίνονται αντικείµενο εµπορίας µεταξύ των χωρών όλου του κόσµου. Η Ε.Ε., µε περίπου 700. 000 τόνους εισαγωγών και 250. 000 τόνους εξαγόµενου εκκοκκισµένου βάµβακος είναι ο κυριότερος καθαρός εισαγωγέας στην παγκόσµια σκηνή. Η Κίνα εναλλάσσεται µεταξύ καθαρών εισαγωγών και εξαγωγών, αναλόγως µε την κατάσταση της δικής της συγκοµιδής. Η Βραζιλία και η Νοτιοανατολική Ασία είναι επίσης σηµαντικοί εισαγωγείς βάµβακος για τις µεταποιητικές τους βιοµηχανίες, αφού οι ίδιες έχουν πολύ µικρή ή και καθόλου παραγωγή αν και η Βραζιλία εµφανίστηκε πρόσφατα ως νέα παραγωγός χώρα, µε περίπου 800.000 τόνους βάµβακος (Μπαµπαράκου, 2003). Στις παγκόσµιες εξαγωγές βάµβακος αναµφίβολα δεσπόζουν οι Η.Π.Α., στις οποίες σήµερα αναλογούν 1,8 εκατ. τόνοι, δηλαδή το 25% του παγκοσµίου εµπορίου. Το Ουζµπεκιστάν, η Αφρική (χώρες της ζώνης C.F.A.) και η Αυστραλία, η κάθε µία µε εµπόριο περίπου 800.000 τόνων, είναι οι µόνοι άλλοι σηµαντικοί εξαγωγείς στην παγκόσµια σκηνή (Shepherd B., 2004). Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρήγαγε ελάχιστες ποσότητες βαµβακιού πριν το 1981.Με την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονοµική Ένωση (Ε.Ο.Κ.) άρχισε ουσιαστικά η παραγωγή βαµβακιού η οποία ενισχύθηκε µε την ένταξη της Ισπανίας το 1986. Βαµβάκι επίσης καλλιεργείται και στη Πορτογαλία, αλλά η παραγωγή της είναι πολύ µικρή συγκριτικά µε αυτές της Ισπανίας και της Ελλάδας. εδοµένου ότι η παραγωγή της Ισπανίας διατηρείται σχεδόν σταθερή, η παραγωγή βαµβακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση σηµείωσε σηµαντική αύξηση, χάρη στην εντυπωσιακή άνοδο της βαµβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα τις δύο τελευταίες κυρίως δεκαετίες. Η άνοδος αυτή αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της καλλιεργούµενης έκτασης, αλλά και στη βελτίωση των συνθηκών καλλιέργειας (άρδευση, εκµηχάνιση), στη δηµιουργία νέων αποδοτικότερων ποικιλιών και στην εξάπλωση των αγροχηµικών (European Commission, 2007). Έως και τις µέρες µας η Ευρωπαϊκή παραγωγή στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην παραγωγή των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Ισπανίας. Η «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 38 από 281

Ελλάδα συµµετέχει στην Ευρωπαϊκή παραγωγή κατά την τελευταία δεκαετία µε το 80% της παραγωγής(400.000 σε σύνολο 500.000 τόνων) και η Ισπανία µε το υπόλοιπο 20% (Οργανισµός βάµβακος, 2001). Ως παραγωγός, η Ε.Ε. διαδραµατίζει µικρό ρόλο στη διεθνή σκηνή, συµβάλλοντας µόνον κατά περίπου 2,5% στη συνολική παγκόσµια παραγωγή. Ενώ η παραγωγή βαµβακιού στην Ε.Ε. αφορά συγκεκριµένες χώρες, η εµπορία και η µεταποίηση του δείχνουν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για όλες σχεδόν. Η κατανάλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγγίζει το 5-6% της παγκόσµιας κατανάλωσης και κυµαίνεται µεταξύ 800.000 και 1.200.000 τόνων βάµβακος (Eurostat, 2000). Οι ανάγκες της, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ την παραγωγή της, καλύπτονται µε εισαγωγές από τρίτες χώρες. Η Ε.Ε., µε 708.000 τόνους εισαγωγών (κατά το 2004) και 227.000 τόνους εξαγόµενου εκκοκκισµένου βάµβακος κατέχει την πρώτη θέση στις εισαγωγές, στην παγκόσµια αγορά. Πίνακας 22. Ισοζύγιο βάµβακος για τα έτη 2005-2010 στην ΠΚΜ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΩ ΙΚΏΝ Βαµβάκι, µη λαναρισµένο ούτε χτενισµένο Βαµβάκι, λαναρισµένο ή χτενισµένο 2005 Αξία Εισαγωγών ( ) 2.932.852 1.681 Αξία Εξαγωγών ( ) 90.667.499 638.904 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 2.792.372 278 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 98.014.168 868.134 Ισοζύγιο σε 87.734.647 637.223 Ισοζύγιο σε kg 95.221.796 867.856 2006 Αξία Εισαγωγών ( ) 432.849 Αξία Εξαγωγών ( ) 116.844.348 5.221 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 488.345 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 119.983.247 15.054 Ισοζύγιο σε 116.411.499 5.221 Ισοζύγιο σε kg 119.494.902 15.054 2007 Αξία Εισαγωγών ( ) 2.666.131 286 Αξία Εξαγωγών ( ) 60.400.883 393.350 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 3.195.142 29 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 63.147.720 291.130 Ισοζύγιο σε 57.734.752 393.064 Ισοζύγιο σε kg 59.952.578 291.101 2008 Αξία Εισαγωγών ( ) 1.042.786 53.748 Αξία Εξαγωγών ( ) 78.414.075 376.172 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 900.757 43.360 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 77.084.857 297.255 Ισοζύγιο σε 77.371.289 322.424 Ισοζύγιο σε kg 76.184.100 253.895 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 39 από 281

2009 Αξία Εισαγωγών ( ) 2.839 32.450 Αξία Εξαγωγών ( ) 120.999.493 3.066.799 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 570 29.724 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 130.938.165 3.015.658 Ισοζύγιο σε 120.996.654 3.034.349 Ισοζύγιο σε kg 130.937.595 2.985.934 2010 Αξία Εισαγωγών ( ) 305 7.905 Αξία Εξαγωγών ( ) 120.332.034 11.076.965 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 31 669 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 73.282.288 7.055.119 Ισοζύγιο σε 120.331.729 11.069.060 Ισοζύγιο σε kg 73.282.257 7.054.450 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Η Ελλάδα για την εγχώρια κατανάλωση απαιτεί 130.000 τόνους περίπου εκκοκκισµένου βαµβακιού. Η υπόλοιπη παραγωγή (περίπου 300.000 τόνοι) εξάγεται και η χώρα µας κατέχει την πέµπτη θέση µεταξύ των σηµαντικότερων χωρών-εξαγωγέων βαµβακιού, εξάγοντας το 4,5% περίπου των συνολικά εξαγόµενων ποσοτήτων παγκοσµίως. Η αξία του εξαγόµενου βάµβακος αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της αξίας όλων των γεωργικών προϊόντων που εξάγει η Ελλάδα ( Ε.Σ.Υ.Ε., 2002). Οι εισαγωγές βαµβακιού στη χώρα (περίπου 10.000 τόνοι) αφορούν καλύτερης ποιότητας ίνες και µακρόινο βαµβάκι που δε µπορεί να παραχθεί στις κλιµατολογικές συνθήκες της Ελλάδας. Σχήµα 12. Η αγορά του βαµβακιού στην Ελλάδα (εκκοκκισµένο σε χιλιάδες τόνους) Πηγή www.cotton.org «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 40 από 281

Η βαµβακοκαλλιέργεια στη χώρα µας και ιδιαίτερα στην Κεντρική Μακεδονία αποτελεί σήµερα µια από τις πιο δυναµικές καλλιέργειες της Ελληνικής γεωργίας, µε τεράστια σηµασία για την αγροτική και την Εθνική οικονοµία γιατί καλλιεργείται σε 3.629.806 στρέµµατα (στοιχεία ΕΛ.ΣΤΑΤ έτους 2007) σε όλη τη χώρα. Στην Κεντρική Μακεδονία το βαµβάκι αποτελεί µια από τις πιο σπουδαίες καλλιέργειες. Καταλαµβάνει έκταση περίπου 921.000 στρεµµάτων που αντιστοιχεί περίπου στο 25% της συνολικής έκτασης της καλλιέργειας στην Ελλάδα. Εξασφαλίζει βασική απασχόληση και ικανοποιητικό γεωργικό εισόδηµα σε 80.000-100.000 αγροτικές οικογένειες Παρέχει εργασία και συνθήκες διαβίωσης σε 150.000 αστικές οικογένειες που ασχολούνται στα διάφορα στάδια της παραγωγικής και µεταποιητικής βιοµηχανίας του βαµβακιού (π.χ. διακίνηση, εµπόριο, βαµβακοβιοµηχανία, κλπ.), συµβάλλοντας έτσι θετικά στην αντιµετώπιση της ανεργίας Συµβάλλει στην περιφερειακή ανάπτυξη κάθε περιοχής και ειδικότερα στη βιοµηχανική, οικονοµική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη Προµηθεύει µε πρώτη ύλη την Ελληνική βαµβακοβιοµηχανία Είναι σηµαντική συναλλαγµατοφόρος πηγή για την Εθνική µας Οικονοµία Το σύσπορο βαµβάκι που συλλέγεται είναι ογκώδες προϊόν µε πολύ λίγη έως καθόλου κατευθείαν χρήση και θα πρέπει να επεξεργαστεί παραπέρα σε προϊόντα που η βιοµηχανία και ο τελικός καταναλωτής θα αγοράσει. Οι ίνες είναι το σπουδαιότερο προϊόν καθώς αποτελούν την πρώτη ύλη για τη βιοµηχανία της κλωστοϋφαντουργίας. Το πρώτο κρίσιµο στάδιο στην παραγωγή ινών είναι η καλλιέργεια του βαµβακιού. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σηµαντικά ο αριθµός των ποικιλιών που καλλιεργούνται µε αποτέλεσµα την παραγωγή ανοµοιόµορφου προϊόντος. Εκτιµάται ότι µετά το «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 41 από 281

1993 οι καλλιεργούµενες ποικιλίες βαµβακιού αυξήθηκαν από 5 σε 75. Η έλλειψη τυποποίησης αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα του marketing που καλείται να αντιµετωπίσει το Ελληνικό βαµβάκι. Επίσης ο χειρισµός που γίνεται από τους παραγωγούς κατά τη συλλογή είναι πολλές φορές ακατάλληλος (υπερβολική υγρασία, όχι αποφύλλωση). Επιπρόσθετα η µη ύπαρξη κατάλληλης υποδοµής για αποθήκευση στο χωράφι οδηγεί στην απευθείας µεταφορά του στα εκκοκκιστήρια, τη δηµιουργία συνωστισµού και περιπλοκής κατά την παράδοση σε περιόδους αιχµής και τελικά στην υποβάθµιση της ποιότητας του προϊόντος. Η εκκόκκιση του βαµβακιού είναι το δεύτερο κρίσιµο στάδιο της παραγωγής ινών και είναι καθοριστικής σηµασίας για την τύχη των προϊόντων που θα παραχθούν. Το Ελληνικό βαµβάκι έχει πολλά από τα επιθυµητά αγρονοµικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά όταν είναι ακόµη στο φυτό (µήκος ίνας, χρώµα, αντοχή, λευκότητα κ.ά.). Η µεταχείρισή του όµως από το στάδιο της συγκοµιδής µέχρι τη δεµατοποίησή του πλέον σαν εκκοκκισµένο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια δεν είναι η πρέπουσα µε αποτέλεσµα το τελικό προϊόν που θα παραχθεί να είναι υποβαθµισµένης ποιότητας. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν το Ελληνικό βαµβάκι να χάσει µεγάλο µέρος της αξίας του σε σχέση µε το βαµβάκι που παράγεται σε άλλες χώρες, στις αγορές του εξωτερικού. Η τιµή του βαµβακιού διαµορφώνεται στο χρηµατιστήριο. Το θέµα των αποθεµάτων, της κυκλικότητας και της ελαστικότητας της τιµής είναι αντικείµενο που χειρίζονται τόσο τα βαµβακοπαραγωγά κράτη, όσο και διεθνείς συµβουλευτικοί οργανισµοί. Η εξέλιξη της παραγωγής του βαµβακιού στην Ελλάδα είναι πράγµατι εντυπωσιακή. Η καλλιεργούµενη έκταση από 200.000 στρέµµατα το 1930 ξεπερνάει τα 2.000.000 στρέµµατα το 1963, τα 2.500.000 το 1985 και σήµερα έφθασε τα 4.200.000 στρέµµατα. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 42 από 281

Πίνακας 23. Εξέλιξη της καλλιέργειας του σύσπορου βαµβακιού ΕΤΟΣ ΕΚΤΑΣΗ (στρέµµατα) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (τόνοι) ΣΤΡΕΜ. ΑΠΟ ΟΣΗ (κιλά/στρεµ.) ΤΙΜΗ (δρχ./κιλό) ΑΚΑΘ. ΑΞΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ (σε χιλ. δρχ.) 1978 1.675.000 451.200 269 20,68 9.330.816 1979 1.422.000 320.000 225 24,90 7.968.000 1980 1.411.700 356.000 252 33,12 11.790.720 1981 1.263.000 358.835 284 45,21 16.222.930 1982 1.375.000 315.869 230 62,44 19.722.860 1983 1.680.000 402.506 240 78,73 31.689.297 1984 1.920.000 452.370 236 103,95 47.023.862 1985 2.090.000 526.045 252 109,82 57.770.262 1986 2.100.000 623.592 297 113,87 71.008.421 1987 2.020.000 571.052 283 133,05 75.978.469 1988 2.560.000 749.807 293 137,69 103.240.926 1989 2.800.000 828.944 296 159,90 132.548.146 1990 2.680.000 663.032 247 182,75 121.169.098 1991 2.330.000 680.000 292 238,78 162.370.400 1992 3.212.000 815.000 254 262,32 213.790.800 1993 3.516.000 986.000 280 276,76 272.885.360 1994 3.826.000 1.184.000 309 288,13 341.145.920 1995 4.406.000 1.250.000 284 277,82 347.275.000 1996 4.282.330 962.000 225 294,31 283.126.220 1997 3.862.440 1.058.920 274 295,00 312.381.400 1998 4.070.000 1.170.000 287 275,00 321.750.000 1999 4.300.000 1.320.000 307 260,00 343.200.000 1996 4.282.330 962.000 225 294,31 283.126.220 1997 3.862.440 1.058.920 274 295,00 312.381.400 1998 4.070.000 1.170.000 287 275,00 321.750.000 1999 4.300.000 1.320.000 307 260,00 343.200.000 2000 4.050.000 1.235.000 305 298,00 368.030.000 2001 3.787.378 1.246.839 329 245,34 305.899.480 2002 3.605.000 1.131.500 314 0,88 995.720 * 2003 3.671.000 972.000 265 1,03 1.001.160 * 2004 3.837.910 1.254.780 327 0,88 1.104.206 * 2005 3.630.000 946.000 261 0,90 851.400 * 2006 3.803.800 765.400 201 0,31 237.274 * 2007 3.387.240 668.181 197 0,42 280.636 * 2008 2.841.570 670.000 236 0,20 134.000 * 2009 2.330.000 600.000 258 0,32 192.000 * 2010 2.550.000 500.000 196 0 * *τιµές σε ευρώ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 43 από 281

Σχήµα 13. Εξέλιξη της καλλιέργειας του σύσπορου βαµβακιού 1978-2010 4500000 4000000 3500000 3000000 2500000 2000000 1500000 1000000 500000 0 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Το βαµβάκι είναι ένα προϊόν πολύ σηµαντικό για την παγκόσµια αγορά, για αυτό και η τιµή του καθορίζεται µε τους νόµους της Προσφοράς και της Ζήτησης διεθνώς στο χρηµατιστήριο. Για πολλά χρόνια η ΕΕ αποτελεί µοναδική εξαίρεση ή για άλλους παραφωνία σε αυτή την παγκόσµια πρακτική, περιχαρακώνοντας την παραγωγή βαµβακιού στον Κοινοτικό χώρο µε µια σειρά γνωστών στην Ευρωπαϊκή πρακτική προστατευτικών µέτρων. Η συνεχής πίεση του ΠΟΕ για αποδέσµευση της τιµής από την παραγωγή από τη µια µεριά και ο θεσµός της επιδότησης από την άλλη, έχουν βάλει και την βαµβακοκαλλιέργεια σε µία τροχιά επανένταξης στους νόµους της αγοράς. Η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν είναι µόνο Ελληνικό φαινόµενο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύµφωνα µε τη ιεθνή Συµβουλευτική Επιτροπή Βάµβακος (THE ICAC RECORDER) παρατηρείται διεθνώς µια σηµαντική αύξηση του κόστους παραγωγής της καλλιέργειας που φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση τους βαµβακοκαλλιεργητές. Χαρακτηριστικότατη είναι η περίπτωση της Γουατεµάλας που αποφάσισε να εγκαταλείψει την βαµβακοκαλλιέργεια λόγω του αυξηµένου κόστους, παρόλο που η παραγωγικότητα της χώρας ήταν στα ίδια επίπεδα µε αυτά των ΗΠΑ. Πάντως η ίδια επιτροπή εκτιµά ότι τα προσεχή χρόνια δεν θα υπάρξει σηµαντική περαιτέρω άνοδος των τιµών των εισροών στην βαµβακοκαλλιέργεια. Όσον αφορά στην ζήτηση του βαµβακιού δεν «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 44 από 281

προβλέπονται αξιόλογες αλλαγές τα προσεχή χρόνια. Κυριότερος λόγος που δεν αναµένεται αύξηση της ζήτησης είναι η σταθερότητα της παγκόσµιας ανάπτυξης καθώς και το γεγονός ότι η Κίνα από χώρα που εισήγαγε βαµβάκι, τώρα εξάγει, αυξάνοντας την παγκόσµια προσφορά. Από την παραπάνω ανάλυση είναι προφανές ότι τα προσεχή χρόνια η βαµβακοκαλλιέργεια δεν θα είναι πιο προσοδοφόρα από ότι είναι σήµερα. Πίνακας 24. Εκτάσεις και παραγωγή βαµβακιού ανά ΠΕ το έτος 2007 ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΒΑΜΒΑΚΙ (Ποτιστικό και Ξηρικό) ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 3.629.806 1.040.205 ΠΚΜ 921.703 267.140 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 147.676 48.839 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 141.452 43.109 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 89.772 19.623 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 171.460 52.259 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 44.420 12.626 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 311.581 87.270 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 15.342 3.414 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ ΠΙΝΑΚΑΣ 25. ιαχρονική µεταβολή γεωργικής γης, καλλιεργειών κατά κατηγορίες και αγρανάπαυσης στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (σε στρέµµατα) ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Βαµβάκι Αρδευτικό 384320 494684 620915 0-384.320-494684 -620915 (Σύσπορο) Βαµβάκι Ξηρικό (Σύσπορο) 21947 62577 31781 0-21.947-62577 -31781 Βαµβάκι (ΣΥΝΟΛΟ) 406267 557261 652696 774761 368.494 217500 122065 Σχήµα 14. Καλλιεργούµενες εκτάσεις βαµβακιού στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Βαµβακιού το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Ηµαθία 127.868 Θεσσαλονίκη 98.653 Κιλκίς 73.968 Πέλλα 119.760 Σέρρες 199.471 Πιερία 40.072 Χαλκιδική 13.487 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 45 από 281

3.1.3 ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ Στην κατηγορία των βιοµηχανικών φυτών ανήκει και το βαµβάκι το οποίο λόγω της εξέχουσας σηµασίας του αναλύθηκε χωριστά στην προηγούµενη παράγραφο. Η διαχρονική µεταβολή των καλλιεργούµενων εκτάσεων µε βιοµηχανικά φυτά από το 1978 µέχρι και το 2008 παρουσιάζεται παρακάτω. ΠΙΝΑΚΑΣ 26. ιαχρονική µεταβολή γεωργικής γης, καλλιεργειών κατά κατηγορίες και αγρανάπαυσης στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (σε στρέµµατα) ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Βιοµηχανικά Φυτά 1011167 1247974 1173796 933236-77.931-314738 -240560 Καπνός 409230 439814 279999 66041-343.189-373773 -213958 Βαµβάκι Αρδευτικό 384320 494684 620915 0-384.320-494684 -620915 (Σύσπορο) Βαµβάκι Ξηρικό (Σύσπορο) 21947 62577 31781 0-21.947-62577 -31781 Βαµβάκι (ΣΥΝΟΛΟ) 406267 557261 652696 774761 368.494 217500 122065 Σουσάµι 2736 565 575 350-2.386-215 -225 Ηλίανθος 214 62667 37865 15755 15.541-46912 -22110 Σόργος 215 122 227 0-215 -122-227 Αραχίδα 6890 9602 6779 358-6.532-9244 -6421 Ζαχαρότευτλα 185615 177943 181536 75971-109.644-101972 -105565 Σόγια 0 14119 0 0 0-14119 Πηγή: ΥΠΑΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 46 από 281

Πίνακας 27. Έκταση και Παραγωγή βιοµηχανικών φυτών στις ΠΕ της ΠΚΜ σε σύγκριση µε τη συνολική έκταση και παραγωγή της χώρας (2007). (Πηγή ΕΛ.ΣΤΑΤ) ΚΑΠΝΟΣ (Ανατολικού Τύπου) ΚΑΠΝΟΣ (Berley, Virginia) ΗΛΙΟΣΠΟΡΟΣ ΖΑΧΑΡΟΤΕΥΤΛΑ ΕΛΑΙΟΚΡΑΜΒΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 174.188 27.594 6.195 1.777 120.154 19.087 156.038 854.141 3.462 727 ΠΚΜ 72.493 14.205 737 237 15.032 2.654 89.350 487.125 1.112 198 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 3.608 693 30 6 30 15 23.741 119.912 0 0 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 998 162 55 4 8.993 1.091 4.288 24.281 455 103 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 1.823 301 80 20 907 154 2.276 11.252 384 56 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 310 60 410 144 0 0 19.128 108.667 0 0 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 41.969 8.852 12 3 5 1 4.476 20.693 273 39 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 22.818 3.932 0 0 3.757 1.109 35.441 202.320 0 0 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 967 205 150 60 1.340 284 0 0 0 0 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 47 από 281

Ο καπνός burley απαντάται κυρίως στις ΠΕ Πέλλας και Κιλκίς. Ο καπνός ανατολικού τύπου καλλιεργείται τόσο σε ξηρικές όσο και σε αρδευόµενες εκτάσεις κυρίως στις ΠΕ Σερρών, Πιερίας και Ηµαθίας. Η καλλιέργεια του ανατολικού τύπου καπνού απαντάται σε περιοχές της Κατερίνης, όπου έχει ιδιαίτερη οικονοµική σηµασία, και στους Ν. Κιλκίς, Θεσσαλονίκης και Σερρών. Η συνολική έκταση όλων των τύπων καπνού ανέρχεται σε 69.667 στρ. περίπου (στοιχεία 2009). Σχήµα 15. Καλλιεργούµενες εκτάσεις καπνού στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Καπνού το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Πιερία 46.422 Σέρρες 16.912 Ηµαθία 2.000 Θεσσαλονίκη 1.431 Κιλκίς 1.187 Πέλλα 279 Χαλκιδική 1.436 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 48 από 281

Σχήµα 16. Καλλιεργούµενες εκτάσεις ζαχαρότευτλων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Ζαχαροτεύτλων το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Σέρρες 56.051 Ηµαθία 25.343 Πέλλα 22.412 Θεσσαλονίκη 12.215 Κιλκίς 1.995 Πιερία 6.548 Χαλκιδική 0 Σχήµα 17. Καλλιεργούµενες εκτάσεις ενεργειακών φυτών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Ενεργειακών Kαλλιεργειών το 2010 σε στρέµµατα Θεσσαλονίκη 75.000 Σέρρες 84.000 Ηµαθία 0 Κιλκίς 12.000 Πέλλα 2.600 Πιερία 0 Χαλκιδική 13.000 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 49 από 281

3.1.4 ΤΟΜΕΑΣ ΕΝ ΡΩ ΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ Εσπεριδοειδή Οι πιο διαδεδοµένοι αντιπρόσωποι εσπεριδοειδών είναι τα πορτοκάλια (Citrus sinensis L.), τα µανταρίνια (C. reticulata Blanco), τα λεµόνια (C. limon), τα γκρέϊπφρουτ (C. paradise) και τα λάϊµ (C. aurantifolia). Στην Ελλάδα, ο τοµέας των εσπεριδοειδών αντιπροσωπεύει σηµαντικό µέρος του κλάδου των δενδρωδών καλλιεργειών και ιδιαίτερα των καλλιεργειών για την παραγωγή φρούτων, τόσο από άποψη εκτάσεως και παραγωγής, όσο και από την άποψη της ακαθάριστης αξίας αυτής. Η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, εκτείνεται κυρίως στην Πελοπόννησο, στη υτική Ελλάδα και στην Κρήτη. Βάσει στοιχείων της πενταετίας 98/99 έως 02/03 κύρια χώρα παραγωγής εσπεριδοειδών είναι η Βραζιλία µε 19,5 εκατοµµύρια τόνους περίπου, ακολουθεί η Μεσογειακή Ζώνη (CLAM) µε σύνολο 17 εκατοµµύρια τόνους, οι ΗΠΑ (Φλώριδα, Καλιφόρνια) και η Κίνα, στην οποία παρατηρείται µια ραγδαία ανάπτυξη. Στην λεκάνη της Μεσογείου (CLAM), κατά την προαναφερόµενη πενταετία, η ετήσια συνολική παραγωγή εσπεριδοειδών διαµορφώνεται στους 16,8 εκατοµµύρια τόνους µε ανώτατο όριο τους 17,5 εκατοµµύρια τόνους και κατώτερο τους 15,5 εκατοµµύρια τόνους. Η Ισπανία κατέχει το 33,5% επί της συνολικής παραγωγής της Μεσογειακής Ζώνης, ακολουθεί η Ιταλία µε 17,5 % και οι αξιοσηµείωτα αναπτυσσόµενες, στον τοµέα, Αίγυπτος µε 15,3% και Τουρκία 10,6%. Η Ελλάδα κατέχει την 5η θέση µε 7,5%. Για την παραγωγική περίοδο 2005/2006, σύµφωνα µε στοιχεία της CLAM, η Ελλάδα κατήλθε στην 7η θέση µε ποσοστό 6,36% της συνολικής παραγωγής της CLAM (18.187.6 χιλιάδες τόνους) γεγονός το οποίο οφείλετε κατά κύριο λόγο στην καταστροφή φυτικού κεφαλαίου κατά τους παγετούς του 2004. Στην Ελλάδα, η έκταση των εσπεριδοειδών ανέρχεται κατά µέσο όρο στα 543.000 στρέµµατα µε κυρίαρχη την έκταση της πορτοκαλιάς, η οποία συµµετέχει µε ποσοστό 70%. Ακολουθεί η έκταση της λεµονιάς µε ποσοστό «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 50 από 281

19%, η έκταση της µανταρινιάς µε ποσοστό 11% και τέλος τα γκρειπ. φρουτ µε ποσοστό 0,4% της συνολικά καλλιεργούµενης έκτασης, επί του µέσου όρου της πενταετίας 2001-2006. Η κατανοµή των καλλιεργούµενων εκτάσεων ανά είδος και νοµό εµφανίζεται στον πίνακα που ακολουθεί και από τον οποίο προκύπτει ότι στην καλλιέργεια πορτοκαλιών και µανταρινιών προηγείται ο Νοµός Αργολίδας που συγκεντρώνει περίπου το 1/3 της συνολικής έκτασης πορτοκαλιών και µανταρινιών. Ακολουθούν οι νοµοί Λακωνίας, Άρτας, Χανίων και Αιτωλοακαρνανίας, όσον αφορά την έκταση της πορτοκαλιάς. Στην έκταση της λεµονιάς προηγείται ο νοµός Κορινθίας µε το 1/3, περίπου, της συνολικής έκτασης, ακολουθούµενος από τους νοµούς Αχαΐας, Πειραιά και Ηλείας. Στα µανταρίνια µετά τον νοµό Αργολίδας ακολουθούν οι νοµοί Άρτας, Χανίων και Κορινθίας. Οι Νοµοί Ρεθύµνου και Αχαΐας παρουσιάζουν εκτάσεις µε καλλιέργεια κιτριάς και ο Νοµός Κέρκυρας εκτάσεις καλλιέργειας κουµ κουάτ. Πίνακας 28: Κατανοµή καλλιεργούµενων εκτάσεων και ειδών εσπεριδοειδών στους νοµούς της χώρας για το έτος 2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΛΕΜΟΝΙΑ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΑ ΛΟΙΠΑ ΕΣΠ/ΕΙ Η ΑΡΓΟΛΙ ΑΣ 102.200 1.600 19.650 ΑΡΤΑΣ 63.000 350 5.200 ΛΑΚΩΝΙΑΣ 68.450 100 2.070 ΧΑΝΙΩΝ 41.000 800 3.200 ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 18.500 37.000 3.200 ΑΧΑΪΑΣ 4.350 28.700 420 100 (ΚΙΤΡΑ) ΗΛΕΙΑΣ 18.000 7.200 3.700 ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 6.500 1.600 1.100 ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ 25.800 4.000 4.250 ΠΡΕΒΕΖΑΣ 4.650 3.500 1.200 ΠΕΙΡΑΙΑ 1.700 7.700 1.100 ΧΙΟΥ 2.200 1.100 3.900 ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ 3.500 450 5.600 Ω ΕΚΑΝΗΣΟΥ 4.300 1.400 2.500 ΡΕΘΥΜΝΟΥ 0 0 0 600 (ΚΙΤΡΑ) ΚΕΡΚΥΡΑΣ 0 0 0 380 (ΚΟΥΜΚΟΥΑΤ) ΛΟΙΠΟΙ ΝΟΜΟΙ 2.600 1.500 200 ΣΥΝΟΛΟ 366.750 97.000 57.290 1.080 Πηγή: /νσεις Αγ ροτικής Ανάπτιιξης & Τµήµα Εσπεριδοειδών - Υποτροπικών της /νσης ΠΑΠ ενδροκηπευτικής (ΥπΑΑΤ), Στοιχεία 2004 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 51 από 281

Οι καλλιέργειες εσπεριδοειδών είναι ιδιαίτερα περιορισµένες στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Απαντώνται κυρίως στην ΠΕ Χαλκιδικής. Η συνολική έκταση των καλλιεργειών αυτών ανέρχεται σε 217 στρέµµατα αντιπροσωπεύοντας περίπου το 0,0379% της αντίστοιχης έκτασης σε εθνικό επίπεδο. Η κατανοµή της έκτασης αυτής µεταξύ των ΠΕ παρουσιάζεται παρακάτω. Πίνακας 29. Εκτάσεις εσπεριδοειδών ανά ΠΕ το 2007 ΕΣΠΕΡΙ ΟΕΙ Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΕΣ ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΣΥΝΟΛΟ 398.911 103.059 69.855 ΕΛΛΑ ΑΣ ΠΚΜ 119 49 49 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 0 0 0 ΠΕ 0 0 0 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 0 0 0 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 0 0 0 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 0 0 0 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 0 0 0 ΠΕ 119 49 49 ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Στα οπωροφόρα περιλαµβάνονται δενδρώδεις καλλιέργειες µεταξύ των οποίων οι τρεις κατηγορίες, των πυρηνοκάρπων, των µηλοειδών και των ακρόδρυων. Στα πυρηνόκαρπα συγκαταλέγονται η ροδακινιά, η νεκταρινιά, η δαµασκηνιά, η βερικοκιά, η κερασιά και η βυσσινιά, στα µηλοειδή ανήκουν κυρίως η µηλιά και η αχλαδιά, ενώ στα ακρόδρυα συγκαταλέγονται η φυστικιά, η αµυγδαλιά, η καρυδιά, η καστανιά και η φουντουκιά. Πολύ λίγα οπωροφόρα είδη έχουν επεκταθεί τόσο γρήγορα και προσαρµοστεί σε τόσα πολλά κλιµατικά περιβάλλοντα όσο η ροδακινιά. Η ευρύτητα της καλλιέργειας της ροδακινιάς και της µεταλλαγής της, της νεκταρινιάς (ή µηλοροδακινιάς) συνδέονται στενά µε την ποιότητα των καρπών τους που είναι από τους πιο εύγευστους, και την ευρεία «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 52 από 281

χρησιµοποίηση τους στην παραγωγή σακχαρόπηκτων και κονσερβοποιηµένων προϊόντων. Στην Ελλάδα η ροδακινιά καλλιεργείται κυρίως στις περιφέρειες Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου. Τα κυριότερα κέντρα είναι οι νοµοί: Πέλλας, Ηµαθίας, Πιερίας, Κοζάνης, Λάρισας, Μαγνησίας, Αχαΐας, Ηλείας, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Κιλκίς και Φλώρινας. Οι ποικιλίες της ροδακινιάς διακρίνονται στις επιτραπέζιες και στις κονσερβοποιήσιµες (συµπύρηνες) που καλλιεργούνται κυρίως για την παρασκευή κοµπόστας. Η Ελλάδα είναι µια από τις κυριότερες χώρες παραγωγής ροδάκινων και νεκταρινιών στον κόσµο. Η συνεχής ανανέωση της καλλιέργειας µε νέες ποικιλίες και η εφαρµογή σύγχρονης τεχνικής στα σχήµατα διαµόρφωσης, στο κλάδεµα καρποφορίας κ.α. βελτιώνουν διαχρονικά την ποιότητα, την ανταγωνιστικότητα και τη θέση του ελληνικού ροδάκινου στην παγκόσµια αγορά. Η παραγωγή οπωροκηπευτικών της Ε.Ε-25 (2004) ανέρχεται περίπου σε 126 εκατοµµύρια τόνους, (9,8% της παγκόσµιας παραγωγής) εκ των οποίων τα 62,5 εκατοµµύρια τόνους φρούτα. Η Ε.Ε είναι η δεύτερη σε παραγωγή οπωροκηπευτικών (~9,5%) παγκοσµίως µετά την Κίνα (~36%) ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Ινδία µε πολύ µικρή διαφορά. Η χώρα µας παράγει περίπου το 6,4% της Κοινοτικής παραγωγής φρούτων. Το παγκόσµιο εµπόριο οπωροκηπευτικών ανέρχεται περίπου στα 50 δισεκατοµµύρια (αν θεωρηθεί η Ε.Ε ως µια οντότητα, εξαιρουµένου του ενδοκοινοτικού εµπορίου). Σε αξία, οι ΗΠΑ είναι ο κύριος εξαγωγέας µε µερίδιο περίπου 17,1% στις παγκόσµιες εξαγωγές (µε την Ε.Ε, την Κίνα κα). Οι µισές παγκόσµιες εισαγωγές αφορούν τρεις σηµαντικές αγορές µε µεγαλύτερη την Ε.Ε, ακολουθούµενη από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία (11,1%). Λαµβάνοντας υπόψη και το ενδοκοινοτικό εµπόριο, η Ε.Ε καλύπτει σχεδόν τις µισές από τις παγκόσµιες εισαγωγές και το 40% των αντίστοιχων εξαγωγών. Η ανάπτυξη της παραγωγής των φρούτων στην Ε.Ε ευνοείται σηµαντικά από το γεγονός ότι το 35% της παραγωγής αποτελεί ενδοκοινοτικό εµπόριο. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 53 από 281

Στην Ελλάδα, τα οπωροκηπευτικά αποτελούν σηµαντικό ποσοστό της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, στην ανατολική, κεντρική και δυτική Μακεδονία που αποτελούν άνω του 30% της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής. Οι ελληνικές εξαγωγές νωπών οπωροκηπευτικών ανέρχονται σε 950-1.000 χιλιάδες τόνους από τους οποίους περίπου το 70% έχει στόχο χώρες της Ε.Ε. Η αξία των εξαγωγών του κλάδου των νωπών φρούτων και καρπών ήταν για το έτος 2006 περίπου 446 εκατοµµύρια µε µερίδιο 2,7% επί του συνόλου της αξίας των εξαγωγών. Πυρηνόκαρπα Οι παγκόσµιες εξαγωγές νωπών φρούτων, πυρηνοκάρπων (κεράσια, ροδάκινα & νεκταρίνια, νωπά & ξερά δαµάσκηνα και βερίκοκα) ανήλθαν σε περισσότερα από 800 εκατοµµύρια για το έτος 2004 σύµφωνα µε στοιχεία του τµήµατος Γεωργίας των ΗΠΑ (µη συµπεριλαµβάνοντας το ενδοκοινοτικό εµπόριο), αυξηµένα κατά 8% σε σχέση µε το έτος 2003. Οι µεγαλύτεροι εξαγωγείς του τοµέα ήταν οι ΗΠΑ, η Χιλή, η Ε.Ε-25, η Τουρκία, η Νότια Αφρική και η Αυστραλία. Η αξία των εξαγωγών του νωπού κερασιού βρισκόταν στην πρώτη θέση, (περίπου 320 εκατοµµύρια ), ακολουθούµενη από αυτή των ροδάκινου-νεκταρινιού (περίπου 280 εκατοµµύρια ), και την αξία εξαγωγών του δαµάσκηνου (περίπου 280 εκατοµµύρια ). Τελευταίες σε αξία ήταν οι εξαγωγές του βερίκοκου (περίπου 40 εκατοµµύρια ). Στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2001-06, η ελληνική παραγωγή σε ροδάκινα και νεκταρίνια κυµάνθηκε από τους 700.000 στους 950.000 τόνους µε εξαίρεση τη χρονιά του 2003 που η συνολική παραγωγή ροδάκινου και νεκταρινιού ήταν σε εξαιρετικά χαµηλά επίπεδα (141.770 τόνους). Για την τριετία 2004-06, η παραγωγή παρουσίασε σηµαντική µείωση µε µέσο ετήσιο ρυθµό µεταβολής -0,14%. Η µέση στρεµµατική απόδοση της καλλιέργειας ροδάκινου για την πενταετία (2001-06, πλην του 2003) ήταν 1,77 τόνους ενώ για το νεκταρίνι ήταν 1,72 τόνους, αποδόσεις υψηλότερες από αυτές της Ε.Ε- 25 (Μ.Ο οκταετίας:.96-.03). «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 54 από 281

Οι ελληνικές παγκόσµιες εισαγωγές σε ροδάκινα και νεκταρίνια για την πενταετία 2002-06 κυµάνθηκαν από 3,3 έως 8 εκατοµµύρια (Μ.Ο 5,2 εκατοµµύρια ) µε εξαίρεση το 2003 όπου το ύψος τους εκτινάχθηκε στα 20 εκατοµµύρια λόγω της πολύ µικρής εγχώριας παραγωγής. Οι εισαγωγές πραγµατοποιούνται κυρίως από τα κράτη µέλη µε έξαρση την τελευταία διετία (2005-2006) όπου οι εισαγωγές πραγµατοποιήθηκαν σχεδόν στο σύνολο τους από την Ε.Ε. Οι εξαγωγές της Ελλάδος για την ίδια περίοδο είχαν µέσο όρο πενταετίας τα 205 εκατοµµύρια εκτός της χρονιάς του 2003 που κυµάνθηκαν σε ιδιαίτερα χαµηλά επίπεδα. Σύµφωνα µε στοιχεία της τελευταίας εξαετίας (2001-06) η παραγωγή βερίκοκου στην Ελλάδα κυµάνθηκε από 46.000 έως 60.000 τόνους µε εξαίρεση τη χρονιά του 2004 που η παραγωγή έφτασε σε πολύ υψηλά σχετικά επίπεδα. Η µέση στρεµµατική απόδοση της καλλιέργειας βερίκοκου για την εξαετία ήταν περίπου 940 κιλά, περίπου 100 κιλά υψηλότερη από τον κοινοτικό µέσο όρο της οκταετίας 1996-2003. Οι ελληνικές εξαγωγές βερίκοκου αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τα Κ-Μ της Ε.Ε ενώ οι εισαγωγές λαµβάνουν χώρα κυρίως από τη Κοινότητα. Συνολικά οι εξαγωγές σε αξία και ποσότητα είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τις αντίστοιχες εισαγωγές. Αναφορικά µε την παραγωγή κερασιού για την εξαετία 2001-06 είχε ακραίες τιµές τους 26.000 και τους 45.000 τόνους. Η µέση στρεµµατική απόδοση της καλλιέργειας κερασιού, για την εξαετία, ήταν περίπου 350 κιλά, περίπου 140 κιλά µικρότερη από τον κοινοτικό µέσο όρο της οκταετίας 1996-2003. Οι ελληνικές εξαγωγές κερασιού αφορούν κυρίως τα Κ-Μ της Ε.Ε ενώ οι εισαγωγές λαµβάνουν χώρα κυρίως από τις τρίτες χώρες. Συνολικά οι εξαγωγές, σε αξία και ποσότητα είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τις αντίστοιχες εισαγωγές (αναλογία περίπου 10 προς 1 για την πενταετία 2001-06). Η παραγωγή δαµάσκηνου για την πενταετία 2001-05 κυµάνθηκε µεταξύ των 4 και 13,5 χιλιάδων τόνων. Κατά την τριετία 2001-03 παρατηρήθηκε σηµαντική πτώση της παραγωγής την οποία διαδέχθηκε σηµαντικότατη «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 55 από 281

άνοδος το έτος 2004 (περίπου 220%). Η µέση στρεµµατική απόδοση της καλλιέργειας νωπού δαµάσκηνου, τόσο στην Κοινότητα, όσο και στην Ελλάδα σύµφωνα µε τα αντίστοιχα διαθέσιµα στοιχεία ήταν περίπου 1 τόνος. Οι ελληνικές εισαγωγές σε δαµάσκηνα για την πενταετία 2002-06 κυµάνθηκαν από 4 έως 6 εκατοµµύρια (Μ.Ο. περίπου 5 εκατοµµύρια ). Οι εισαγωγές πραγµατοποιούνται κυρίως από τα Κ-Μ και σε µικρότερο ποσοστό από τρίτες χώρες (περίπου 30% των συνολικών). Οι εξαγωγές της Ελλάδος, για την ίδια περίοδο, είχαν µέσο όρο τα 1,5 εκατοµµύρια εκτός της χρονιάς του 2003 που κυµάνθηκαν σε ιδιαίτερα χαµηλά επίπεδα. Πίνακας 30: Έκταση (στρ.) και παραγωγή (τόνοι) πυρηνόκαρπων στην Ελλάδα 2001 2002 2003 2004 2005 2006 ΕΚΤΑΣΗ Παραγωγή σε τόνους ΡΟ ΑΚΙΝΑ 794641 584384 128713 836000 681000 617979 396088 ΝΕΚΤΑΡΙΝΙΑ 123686 93560 13057 112000 88000 82034 58220 ΒΕΡΙΚΟΚΑ 45976 54368 53679 78500 59516 59663 6213S ΚΕΡΑΣΙΑ 25985 44930 32778 34000 32877 29906 94662 ΑΜΑΣΚΗΝΑ ΝΩΠΑ 10350 7840 4161 13318 11500-8977* ΑΜΑΣΚΗΝΑ 138 110 120 63 38-2867* ΑΠΟΞΗΡΑΜΕΝΑ ΣΥΝΟΛΟ 1000776 785192 232508 1073881 S72931 789582 622952 (ΠΗΓΗ: ΥΠΑΑΤ, *µέση τιµή εξαετίας) ΑΚΡΟ ΡΥΑ Σύµφωνα µε στοιχεία του Οργανισµού Τροφίµων και Γεωργίας (FAO), οι τέσσερις µεγαλύτεροι παραγωγοί φιστικιού για το έτος 2003 ήταν το Ιράν µε 310.000 τόνους (58% µερίδιο της παγκόσµιας παραγωγής), ακολουθούµενο από την Τουρκία (85.000 τόνους, 16% µερίδιο), τις ΗΠΑ (53.000 τόνους, 10% µερίδιο) και τη Συρία (50.000τόνους, 9% µερίδιο). Σύµφωνα µε στοιχεία οι παγκόσµιες εξαγωγές φιστικιού ανήλθαν σε περίπου 610 εκατοµµύρια για το ηµερολογιακό έτος 2003, 54% αύξηση σε σχέση µε «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 56 από 281

το 2002. Παγκοσµίως παρατηρείται σηµαντική επανεξαγωγή φιστικιού και ιδιαίτερα στην Ε.Ε. Η Γερµανία, το Λουξεµβούργο και η Ολλανδία σηµαντικότατοι εξαγωγείς παγκοσµίως δεν καλλιεργούν φιστίκια αλλά εισάγουν από το Ιράν και τις ΗΠΑ. Η Ολλανδία και το Λουξεµβούργο εισάγουν επιπρόσθετες ποσότητες φιστικιού από τη Γερµανία. Οι έξι µεγαλύτεροι παραγωγοί καρυδιού για το έτος 2003 ήταν η Κίνα µε 360.000 τόνους (25% µερίδιο της παγκόσµιας παραγωγής), ακολουθούµενη από τις ΗΠΑ (294.000 τόνους, 20% µερίδιο), το Ιράν (160.000 τόνους, 11% µερίδιο), τη Τουρκία (125.000 τόνους, 9% µερίδιο), την Ουκρανία (58.000 τόνους, 4% µερίδιο) και τη Ρουµανία (50.000 τόνους, 4% µερίδιο). Σύµφωνα µε στοιχεία του 2003, οι παγκόσµιες εξαγωγές καρυδιού ήταν περίπου 485 εκατοµµύρια, εκ των οποίων το 64% ήταν καρύδια µε κέλυφος και το 36% χωρίς κέλυφος. Οι τέσσερις κορυφαίοι εισαγωγείς καρυδιού (µε και χωρίς κέλυφος) ήταν για το ίδιο έτος η Γερµανία (περίπου 54 εκατοµµύρια ), η Ιαπωνία (περίπου 50 εκατοµµύρια ) και η Ιταλία (περίπου 33 εκατοµµύρια ). Ο µεγαλύτερος προµηθευτής καρυδιών για την ΕΕ-15, το 2003, ήταν οι ΗΠΑ, η Μολδαβία, η Ινδία και η Ουκρανία. Οι πέντε µεγαλύτεροι παραγωγοί αµυγδάλων για το ηµερολογιακό έτος 2003 ήταν οι ΗΠΑ µε 758.000 τόνους (45% µερίδιο της παγκόσµιας παραγωγής), και ακολουθούν η Ισπανία (210.000 τόνους, 12% µερίδιο), η Συρία (139.000 τόνους, 18% µερίδιο), το Ιράν (105.000 τόνους, 6% µερίδιο) και η Ιταλία (91.000 τόνους, 5% µερίδιο). Από το 1993 µέχρι το 2003 η παγκόσµια παραγωγή αµυγδάλου αυξήθηκε 5% ετησίως. Το έτος 2003 η αξία των παγκόσµιων εξαγωγών των αµυγδάλων µε κέλυφος ήταν περίπου 1 δισεκατοµµύριο και των αµυγδάλων χωρίς κέλυφος περίπου 190 εκατοµµύρια. Σύµφωνα µε παγκόσµιες αναφορές εξαγωγών η αξία των εξαγωγών αµυγδάλου των ΗΠΑ ανήλθε στο 53% της συνολικής παγκόσµιας. Η Ινδία είναι η µεγαλύτερη αγορά αµυγδάλου χωρίς κέλυφος εισάγοντας το 94% της εγχώριας κατανάλωσής της. Οι πέντε µεγαλύτεροι παραγωγοί φουντουκιού το 2002 ήταν η Τουρκία µε 625.000 τόνους (74% µερίδιο της παγκόσµιας παραγωγής), η Ιταλία (123.000 τόνους, 15% µερίδιο), η Ισπανία (22.000 τόνους, 3% «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 57 από 281

µερίδιο), το Αζερµπαϊτζάν (16.000 τόνους, 2% µερίδιο) και οι ΗΠΑ (16.000 τόνους, 2% µερίδιο). Από το 1961 µέχρι το 2002 η παγκόσµια καταγεγραµµένη παραγωγή φουντουκιού ανήλθε από τους 182 στους 843 χιλιάδες τόνους. Η παραγωγή της Τουρκίας είναι ο πρωταρχικός συντελεστής καθορισµού της παγκόσµιας αυξητικής τάσης. Η Ιταλία που αποτελεί παραδοσιακά το δεύτερο, παγκοσµίως, µεγαλύτερο παραγωγό φουντουκιού είχε αύξηση από 55 χιλιάδες τόνους το 1961, σε 123 το 2002. Οι παγκόσµιες εξαγωγές (2002) φουντουκιού µε και χωρίς κέλυφος ανήλθαν περίπου σε 560 εκατοµµύρια. Το παγκόσµιο εµπόριο φουντουκιού επηρεάζεται άµεσα από την παραγωγή της Τουρκίας και τις εξαγωγές της. Το 2002 η αξία των συνολικών εξαγωγών της Τουρκίας ήταν περίπου 400 εκατοµµύρια που αντιστοιχούν στο 75% των παγκόσµιων εξαγωγών. Η παγκόσµια παραγωγή κάστανου, το 2001, ανήλθε σε 970 χιλιάδες τόνους παρουσιάζοντας την τετραετία 1998-2001 αύξηση 16%. Η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσµια παραγωγή µε 63% συµµετοχή το 2001, µε σηµαντικές τάσεις ανόδου. Ακολουθεί στην παραγωγή η ηµοκρατία της Κορέας (9,3% µερίδιο), η Τουρκία (6,2%) και η Ιταλία (5,2%). Η παραγωγή ξηρών καρπών στην Ευρωπαϊκή Ένωση αν και είναι σηµαντική σε σχέση µε τη συνολικά καλλιεργούµενη έκταση χαρακτηρίζεται από χαµηλή ανταγωνιστικότητα και µικρά περιθώρια κέρδους. Περίπου το 70% της παραγωγής ξηρών καρπών µπορεί να χαρακτηριστεί σαν εκτατική (λιγότερο παραγωγικές περιοχές, φτωχές/οριακές συνθήκες ανάπτυξης συχνά σε αποµακρυσµένες, ορεινές ή λοφώδεις ξηρικές εκτάσεις) και το 30% σαν κανονική (καλύτερες ποικιλίες, συνθήκες ανάπτυξης ή αρδευόµενες εκτάσεις). Η παραγωγή αµυγδάλου µιας χρονιάς είναι ισχυρά εξαρτηµένη από τον εναλλακτικό ετήσιο παραγωγικό κύκλο της προηγούµενης χρονιάς. Η συνολική παραγωγή αµυγδάλου (χωρίς κέλυφος) της Ε.Ε-15 κυµαίνεται γύρω από τους 400.000 τόνους. Η παραγωγή της ανέρχεται σε 31% περίπου της παγκόσµιας παραγωγής µε την Ισπανία να παράγει το 61% και την Ιταλία το 23,3%. Ακολουθούν η Ελλάδα (12%) και η Πορτογαλία (6,7%). «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 58 από 281

Η παραγωγή φουντουκιού κυµαίνεται γύρω στους 120.000 τόνους (χωρίς κέλυφος). Η Ιταλία είναι ο κύριος παραγωγός (78,5% της Ε.Ε-15), ακολουθούν η Ισπανία (14,5%), η Γαλλία και η Ελλάδα (2,7%). Η παραγωγή καρυδιού είναι στατική στους 60.000 τόνους (χωρίς κέλυφος). Η κατανοµή της παραγωγής είναι πιο οµοιόµορφη από τις τους άλλους ξηρούς καρπούς. Οι κύριες παραγωγές χώρες είναι η Γαλλία (33,9% της Ε.Ε-15), η Ελλάδα (28,5%), η Ιταλία (19,5%) και η Ισπανία µε την Πορτογαλία (20%). Η παραγωγή καρυδιού θεωρείται πιο αποδοτική και είναι ανταγωνιστική µε την παραγωγή της Καλιφόρνιας. Η παραγωγή κάστανου της Ε.Ε-15 είναι περίπου 125 χιλιάδες τόνους. Η Ιταλία παράγει περίπου το 51% της παραγωγής, η Πορτογαλία το 16%, η Ισπανία το 13,2%, η Γαλλία το 9,9% και η Ελλάδα το 9,7%6. Σε ότι αφορά στην παραγωγή φιστικιού της Ε.Ε-15 είναι οριακή µε λιγότερο από 9 χιλιάδες τόνους ετησίως και ιδιαίτερα µεταβαλλόµενες τιµές σε ετήσια βάση. Η ευρωπαϊκή παραγωγή συγκεντρώνεται στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Για την περίοδο 2000-04, η ελληνική παραγωγή αµύγδαλου κυµάνθηκε από 35 έως 62 χιλιάδες τόνους µε σηµαντική ετήσια διακύµανση και τη µικρότερη παραγωγή να πραγµατοποιείται το έτος 2004. Η µέση στρεµµατική απόδοση της καλλιέργειας αµυγδάλου για την πενταετία 2000-04 ανήλθε περίπου σε 190 κιλά. Οι παγκόσµιες εξαγωγές της Ελλάδος, σε αµύγδαλο, για την πενταετία 2002-06 παρουσιάζουν σηµαντική αύξηση µε εξαίρεση τη χρονιά του 2006 που παρατηρείται πτώση. Ο κύριος προορισµός των εξαγωγών της Ελλάδος είναι τα Κ-Μ της Ε.Ε. Αντίστοιχα για την ίδια περίοδο οι εισαγωγές παρουσιάζουν ανοδική τάση µε εξαίρεση την τελευταία χρονιά που παρουσιάζουν µικρή ύφεση. Παρόλα αυτά σε αξία οι εισαγωγές αµυγδάλου (µέσος όρος πενταετίας) είναι περισσότερο από διπλάσιες από τις εξαγωγές. Για την περίοδο 2000-04, η ελληνική παραγωγή καρυδιού µειώθηκε από τους 20,5 στους 15 χιλιάδες τόνους µε σηµαντική ετήσια µείωση. Tα στοιχεία παραγωγής κάστανου της Ε.Ε-15 θεωρούνται λιγότερο αξιόπιστα «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 59 από 281

διότι µεγάλες εκτάσεις είναι διάσπαρτες και καλλιεργούνται παράλληλα µε άλλα γεωργικά προϊόντα. Οι παγκόσµιες εξαγωγές ελληνικού καρυδιού (2002-06) παρουσίασαν αυξητική τάση µε εξαίρεση το έτος 2006, αλλά παραµένουν σε πολύ χαµηλά επίπεδα συγκριτικά µε τις αντίστοιχες εισαγωγές (αποτελούν περίπου το 20% του συνόλου των εισαγωγών για την περίοδο 02-06). Ο κύριος όγκος των εξαγωγών πραγµατοποιείται εντός της Ε.Ε, ενώ οι εισαγωγές καρυδιού λαµβάνουν χώρα κυρίως από τρίτες χώρες. Για την περίοδο 2000-04, η ελληνική παραγωγή φουντουκιού κυµάνθηκε από τους 3,4 στους 2,4 χιλιάδες τόνους, µε σηµαντική ετήσια διακύµανση, λόγω του παραγωγικού κύκλου της καλλιέργειας αλλά µε αισθητά πτωτική τάση. Η µειωµένη παραγωγή οφείλεται µεταξύ άλλων και στη µείωση της καλλιεργούµενης έκτασης για την αντίστοιχη περίοδο. Οι ελληνικές εξαγωγές (σε αξία) φουντουκιού για την πενταετία (2002-06) παρουσιάζουν διαδοχικές διακυµάνσεις, οι οποίες πιθανώς σχετίζονται µε τον παραγωγικό κύκλο της φουντουκιάς και την ανάλογη µεταβολή της ευρωπαϊκής ζήτησης. Παρόλα αυτά οι συνολικές εισαγωγές φουντουκιού, κυρίως από τις τρίτες χώρες, είναι σηµαντικά υψηλότερες από τις εξαγωγές (περίπου σε αναλογία 13:1). Για την περίοδο 2000-04 η ελληνική παραγωγή φιστικιού κυµάνθηκε από 10.000 έως 8.500 τόνους µε µικρή µείωση για την περίοδο 2000-03 (κυρίως το έτος 2002) που όµως τη διαδέχθηκε ουσιαστική αύξηση το έτος 2004 (περίπου 10. Οι εξαγωγές φιστικιού της Ελλάδος τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία, για την περίοδο 2002-06 έχουν ανοδική τάση πλην του έτους 2006 που παρατηρείται σηµαντική µείωση. Παρόλα αυτά οι εισαγωγές υπερκαλύπτουν τις εξαγωγές, τόσο σε αξία, όσο και σε ποσότητα. Η ελληνική παραγωγή κάστανου, την πενταετία 2000-04, κυµάνθηκε από 12.500 έως 21.500 τόνους. Κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων ετών της υπό εξέταση περιόδου η παραγωγή παρουσιάζει σηµαντική άνοδο (67% σε σχέση µε το 2002), αλλά στα υπόλοιπα 3 έτη της περιόδου, η παραγωγή σταθεροποιείται περίπου στους 19.000 τόνους σχετικά µειωµένη µε «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 60 από 281

τα επίπεδα του 2003. Η µέση στρεµµατική απόδοση της καλλιέργειας κάστανου για την πενταετία ανήλθε περίπου σε 190 κιλά. Αναφορικά µε τις ελληνικές εξαγωγές κάστανου, αυτές παρουσιάζουν σηµαντική µείωση κατά την πενταετία 2002-06 εκτός της χρονιάς του 2005 που παρατηρείται αξιόλογη αύξηση. Οι εισαγωγές επίσης βαίνουν µειούµενες κατά την αντίστοιχη περίοδο (περίπου 66,5% την πενταετία). Τα πυρηνόκαρπα, µηλοειδή και ακρόδρυα δεν αντιµετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήµατα, τόσο στην καλλιέργεια όσο και στην εµπορία των προϊόντων τους. Οι εδαφοκλιµατικές συνθήκες στη χώρα µας συµβάλουν µέγιστα στην καλλιέργεια και στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων. Παρόλα αυτά στα πλαίσια αντιµετώπισης των προβληµάτων (χαµηλής ποιότητας, υψηλού κόστους παραγωγής, υπερπαραγωγής και έντονου διεθνή ανταγωνισµού) όπως καταγράφονται στις περισσότερες χώρες, γίνονται προσπάθειες επιλογής ποικιλιών (υπερπρώιµων και όψιµων) µε στόχο τη διεύρυνση της εµπορικής περιόδου ποιοτικών προϊόντων (ιδιαίτερα στα πυρηνόκαρπα). Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, οι εκτάσεις που καλλιεργούνται µε τα κυριότερα οπωροφόρα είδη παρουσιάζονται παρακάτω. Πίνακας 31. ιαχρονική εξέλιξη των δενδρωδών καλλιεργειών για τα έτη 1978 µέχρι 2008 ΕΙ ΟΣ ΕΝΤΡΟΥ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008 1985 2008/1990 ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ 3.457 3.765 2.450 ΛΕΜΟΝΙΕΣ 4.692 4.920 3.470 ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΕΣ 456 494 5.540 ΜΗΛΙΕΣ 2.188.139 2.507.328 2.362.467 ΑΧΛΑ ΙΕΣ 1.143.389 2.461.334 1.387.290 ΡΟ ΑΚΙΝΙΕΣ 9.781.080 12.419.389 14.086.637 ΒΕΡΙΚΟΚΙΕΣ 138.860 146.268 198.611 ΚΕΡΑΣΙΕΣ 445.682 774.514 994.753 ΞΕΡΑ ΣΥΚΑ 910 110 500 ΑΜΥΓ ΑΛΙΕΣ 1.521.328 1.717.671 1.612.658 ΚΑΡΥ ΙΕΣ 164.158 121.654 149.063 ΕΛΙΕΣ 2.638.360 3.468.496 3.946.845 ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΤΡΩΝ 18.030.511 23.625.943 24.750.284 (ΣΥΝΟΛΟ) Πηγή: ΥΠΑΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 61 από 281

Πίνακας 32. Εκτάσεις σε στρέµµατα οπωροφόρων και ακρόδρυων ανά ΠΕ το 2007 ΟΠΩΡΟΦΟΡΑ ΜΗΛΙΕΣ ΑΧΛΑ ΙΕΣ ΡΟ ΑΚΙΝΙΕΣ ΒΕΡΥΚΟΚΙΕΣ ΝΕΚΤΑΡΙΝΙΑ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 132.070 43.790 361.961 57.378 71.140 96.544 ΠΚΜ 39.793 13.825 329.756 16.664 68.533 73.817 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 17.735 7.139 161.655 992 33.933 10.349 ΠΕ 737 560 636 141 23 595 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 183 64 561 83 0 1.511 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 18.243 3.978 161.350 6.926 34.430 55.282 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 1.615 684 4.198 1.495 119 4.162 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 769 681 731 24 28 1.480 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 511 719 625 7.003 0 438 ΞΗΡΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΞΗΡΑΙΝΟΜΕΝΟΙ ΣΥΚΙΕΣ ΑΜΑΣΚΗΝΙΕΣ ΑΜΥΓ ΑΛΙΕΣ ΚΑΡΥ ΙΕΣ ΦΟΥΝΤΟΥΚΙΕΣ ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 60.652 2.842 166.746 92.319 6.519 ΠΚΜ 10 217 30.954 7.779 2.833 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 0 0 963 629 36 ΠΕ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 10 0 3.810 1.393 66 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 0 17 2.621 494 53 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 0 0 301 942 34 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 0 0 775 2.332 2.336 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 0 200 20.853 941 168 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 0 0 1.631 1.048 140 Πηγή : ΕΛ.ΣΤΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 62 από 281

Σχήµα 18. Καλλιεργούµενες εκτάσεις οπωροφόρων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις οπωροφόρων (ροδάκινα, κεράσια, µήλα, αχλάδια, ακτινίδια κλπ.) σε στρέµµατα το 2007 Ηµαθία 243.721 Πέλλα 285.247 ΘεσσαλονίκηΚιλκίς 2.828 2.470 Πιερία 40.715 Σέρρες 3.734 Χαλκιδική 9.429 Σχήµα 19. Καλλιεργούµενες εκτάσεις ξηρών και αποξηραινόµενων καρπών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις ξηρών & αποξηραινόµενων καρπών σε στρέµµατα το 2007 (ΕΣΥΕ) Σέρρες 22.243 Θεσσαλονίκη 5.518 Κιλκίς 6.007 Πιερία 7.786 Χαλκιδική 7.768 Ηµαθία 2.158 Πέλλα 2.404 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 63 από 281

120000 Έκταση και παραγωγή των κυριότερων γιγαρτόκαρπων στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 128.940 100000 Παραγωγή (τον.) 80000 60000 40000 56.414 20000 0 27.700 1.436 4.560 83 800 3.791 ΑΧΛΑΔΙΑ ΜΗΛΑ ΚΥΔΩΝΙΑ ΑΚΤΙΝΙΔΙΑ Έκταση ha Παραγωγή (τον.) Πηγή: /νση Αγροτικής Οικονοµίας της ΠΚΜ, Προσωρινά στοιχεία του 2010 700000 600000 Έκταση και παραγωγή κυριότερων πυρηνόκαρπων στην ΠΚΜ 602.371 Παραγωγή (τον.) 500000 400000 300000 200000 100000 0 93.287 41.006 28.072 12.040 34.428 2.314 7.769 994 6.206 ΒΕΡΙΚΟΚΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΔΑΜΑΣΚΗΝΑ ΝΕΚΤΑΡΙΝΙΑ ΡΟΔΑΚΙΝΑ Έκταση ha Παραγωγή (τον.) Πηγή: /νση Αγροτικής Οικονοµίας της ΠΚΜ, Προσωρινά στοιχεία του 2010 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 64 από 281

7000 Έκταση και παραγωγή των κυριότερων ακρόδρυων στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 6.499 6000 Παραγωγή (τον.) 5000 4000 3000 2000 1000 0 2.796 2.034 1.536 1.064 698 693 347 432 548 120 128 ΑΜΥΓΔΑΛΑ ΚΑΡΥΔΙΑ ΚΑΣΤΑΝΑ ΦΥΣΤΙΚΙΑ ΦΟΥΝΤΟΥΚΙΑ ΣΥΚΑ Έκταση ha Παραγωγή (τον.) Πηγή: /νση Αγροτικής Οικονοµίας της ΠΚΜ, Προσωρινά στοιχεία του 2010 ΕΛΙΑ Οι κυριότερες χώρες παραγωγής ελαιολάδου είναι οι τρεις Μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα οι οποίες παράγουν το 75% της παγκόσµιας παραγωγής ελαιολάδου. Το µεγαλύτερο µέρος από το υπόλοιπο παράγουν επτά άλλες Μεσογειακές χώρες (Τυνησία, Τουρκία, Συρία, Μαρόκο, Ισραήλ, Πορτογαλία, Αλγερία). Οι Η.Π.Α. (Καλιφόρνια) έχουν µια ετήσια παραγωγή η οποία µόλις αγγίζει το 0,1% της παγκόσµιας παραγωγής. Στις ελαιοπαραγωγικές χώρες έχει τα τελευταία χρόνια προστεθεί και η Αυστραλία, µε ετήσια παραγωγή 1.000 τόνους η οποία αναµένεται να αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα στοιχεία για τη παραγωγή των τριών µεγάλων ελαιοπαραγωγών χωρών, δηλαδή της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 65 από 281

ΠΙΝΑΚΑΣ 33. Παραγωγή ελαιολάδου στην Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα ΠΑΡΑΓΩΓΗ (σε τόνους) ΙΣΠΑΝΙΑ ΙΤΑΛΙΑ ΕΛΛΑΔΑ 1998 404.000 452.000 1999 670.000 735.000 468.000 2000 973.000 509.000 408.000 2001 1.411.000 656.700 435.000 2002 861.000 634.000 378.000 2003 1.412.000 685.000 429.000 2004 990.000 879.000 322.000 2005 827.000 636.000 386.000 2006(προσωρινά) 1.109.000 603.000 370.000 2007(προσωρινά) 1.229.000 500.000 360.000 Πηγή: ιεθνές Συµβούλιο Ελαιολάδου (IOOC) Η παγκόσµια κατανάλωση ελαιολάδου παρουσιάζει αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Από το 1990 ως το 2007 έχει αυξηθεί κατά 72%. Το σηµαντικότερο µέρος της κατανάλωσης (γύρω στο 71%) γίνεται βέβαια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα στις χώρες παραγωγής του ελαιολάδου. Η κατανάλωση ελαιολάδου στις µη ελαιοπαραγωγικές χώρες ΗΠΑ και Καναδά, µέχρι το 1983, και στην Αυστραλία µέχρι το 1990, ήταν περιορισµένη και προήρχετο κυρίως από τους µετανάστες των ελαιοπαραγωγών χωρών Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία καθώς και των άλλων Μεσογειακών χωρών. Ο µεγάλος κυρίαρχος ελαιολάδου τόσο στις εξαγωγές όσο και στις εισαγωγές είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού στις τάξεις της έχει τις τρεις µεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία). Όσο για τις εισαγωγές παρατηρείται σηµαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια µετά τη µερική απελευθέρωση του εµπορίου που αποφασίστηκε το 1994 στο Μαράκες. Η µείωση των δασµών επέδρασε θετικά στις εισαγωγές της Ένωσης αλλά και στη διείσδυση του ελαιολάδου της, καθώς παρατηρήθηκε άνοδος «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 66 από 281

στις κύριες αγορές εισαγωγής (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδάς, Αυστραλία, Βραζιλία κ.α.) αν και σε µερικές από αυτές το ελαιόλαδο είχε ήδη ελεύθερη πρόσβαση. Τη δεκαετία του 90 οι εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάλυπταν το 54,5% των παγκόσµιων εξαγωγών στο τοµέα του ελαιολάδου (Commission of the European Communities, 2002). Από το 2000 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 57,1%. Η Ε.Ε. είναι, επίσης, η δεύτερη χώρα (συνασπισµός χωρών) στις εισαγωγές ελαιολάδου. Στην Ε.Ε. υπάρχουν οι 3 µεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα και αυτό επιτρέπει την Ε.Ε. να έχει θετικό εµπορικό ισοζύγιο στο εµπόριο ελαιολάδου µε τρίτες χώρες. Σ αυτό το σηµείο πρέπει να αναφερθεί πως η Ελλάδα έχει µηδαµινή συνεισφορά στις εξαγωγές της Ε.Ε. γιατί οι εξαγωγές της σε χώρες εκτός της Ένωσης είναι ελάχιστες και δε ξεπερνούν τις 10.000 τόνους (IOOC). Οι επόµενες σχετικά µεγάλες εξαγωγικές χώρες είναι η Τυνησία, η Τουρκία και η Συρία. Στον παρακάτω πίνακα υπάρχουν οι µεγαλύτερες εξαγωγικές δυνάµεις ελαιολάδου στο κόσµο από το 1996 ως το 2006. Πίνακας 34. Οι εξαγόµενες ποσότητες των µεγαλύτερων εξαγωγικών χωρών (σε τόνους). ΕΤΗ ΙΣΠΑΝΙΑ ΙΤΑΛΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΤΥΝΗΣΙΑ ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΥΡΙΑ 1996 203.500 151.500 125.000 115.000 6.000 1997 419.000 196.000 98.000 117.000 35.000 3.000 1998 397.500 189.500 107.500 175.000 86.000 4.000 1999 224.500 218.500 203.000 112.000 16.500 2.500 2000 400.000 307.500 104.000 95.000 92.000 10.000 2001 453.500 272.500 178.000 22.000 28.000 5.500 2002 567.500 290.000 74.000 40.000 74.000 30.500 2003 514.000 277.500 96.500 209.000 46.000 28.000 2004 648.500 427.300 43.500 96.000 93.500 36.000 2005 528.200 151.000 98.500 115.500 73.000 35.000 Πηγή: IOOC «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 67 από 281

Η Ισπανία, η µεγαλύτερη εξαγωγική χώρα ελαιολάδου, εξάγει το 50% από τις ποσότητές της στην Ιταλία ενώ το υπόλοιπο στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στην Πορτογαλία, στην Ιαπωνία και στην Αυστραλία. Η χώρα µας εξάγει σχεδόν το σύνολο της ποσότητάς της στην Ιταλία και αυτό το γεγονός απεικονίζει το φτωχό δίκτυο εµπορίας που διαθέτει. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι πως το προϊόν εξάγεται σε µορφή χύµα και στη συνέχεια οι Ιταλοί συσκευάζουν και το εξάγουν µε ιταλική ετικέτα, χωρίς να υποδηλώνουν τη χώρα προέλευσης της πρώτης ύλης. Αυτό έχει ως συνέπεια οι Ιταλοί να κερδίζουν την υπεραξία του τυποποιηµένου και συσκευασµένου ελληνικού προϊόντος. Εκτός αυτού, είναι δύσκολη η είσοδος του ελληνικού ελαιολάδου σε αγορές, γιατί οι καταναλωτές έχουν συνδυάσει το συγκεκριµένο προϊόν µε τη χώρα της Ιταλίας. Ουσιαστικά, βοηθούµε τους Ιταλούς να αυξάνουν συνεχώς το µερίδιο αγοράς τους εις βάρος της χώρας µας. Γενικά, οι Έλληνες εξαγωγείς δεν έχουν εξειδικευτεί στη τυποποίηση, τη συσκευασία και τη σήµανση, µέσω ετικέτας, του προϊόντος µε αποτέλεσµα να µη βρίσκουν δίοδο στο εξωτερικό, εκτός της Ιταλίας, η οποία ενδιαφέρεται για χύµα ελαιόλαδο ώστε να το επεξεργαστεί, να το εξάγει και ν αποκοµίσει τα οικονοµικά οφέλη. Οι µεγαλύτερες εισαγωγικές δυνάµεις στο πλανήτη είναι οι Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρώτη εισάγει περίπου το 37% από τις ποσότητες ελαιολάδου που διακινούνται στο κόσµο και η δεύτερη περίπου το 26%. Άλλες αγορές που εισάγουν σχετικά µεγάλες ποσότητες είναι η Ιαπωνία, η Βραζιλία, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Ιδιαίτερα, η Ιαπωνία αύξησε τις εισαγόµενες ποσότητές της τα τελευταία χρόνια κατά 100% αφού το 1995 εισήγαγε 16.500 τόνους και το 2007 31.500. Η δεύτερη µεγαλύτερη εισαγωγική χώρα, οι ΗΠΑ, εισάγει περίπου το 73% από την Ιταλία, το 15% από την Ισπανία και το 10% από την Ελλάδα, την Τυνησία και την Τουρκία. Στον επόµενο πίνακα αναγράφονται οι εισαγόµενες ποσότητες σε τόνους των κυριότερων χωρών λαµβάνοντας την Ε.Ε. ως µία χώρα και µη συµπεριλαµβάνοντας το ενδοκοινοτικό εµπόριο. Η Ιταλία παρόλο που είναι η δεύτερη παραγωγικότερη χώρα και είναι ικανή να αντιµετωπίσει µόνη τις ανάγκες της σε ελαιόλαδο, εισάγει µεγάλες ποσότητες ελαιολάδου. Είναι πλέον «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 68 από 281

γνωστή η στρατηγική των Ιταλών να εισάγουν «χύµα» ελαιόλαδο από την Ισπανία, την Ελλάδα και την Τυνησία, να το επεξεργάζονται και στη συνέχεια να το εµπορεύονται, είτε στη χώρα τους είτε στο εξωτερικό, ως ελαιόλαδο Ιταλικής καταγωγής. Πίνακας 35. Οι εισαγωγές των µεγαλύτερων εισαγωγικών χωρών από το 1998 ως το 2007. Η.Π.Α Ε.Ε. ΙΑΠΩΝΙΑ ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΝΑ ΑΣ 1998 155.000 225.500 28.500 23.500 23.500 18.500 1999 175.000 116.500 27.000 25.000 25.000 23.000 2000 200.000 127.000 29.000 25.000 30.000 25.500 2001 193.000 42.500 31.500 22.500 26.500 24.000 2002 191.500 93.500 30.500 21.000 31.500 25.000 2003 226.000 231.500 32.000 23.500 31.000 26.000 2004 221.000 186.000 32.000 26.500 28.500 32.000 2005 232.000 189.000 30.000 26.000 29.000 30.000 2006 260.000 230.000 31.000 33.000 35.000 30.500 2007 260.000 219.000 31.500 34.000 35.000 30.500 Πηγή: IOOC Η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα αποτελεί µία από τις παραδοσιακές και περισσότερο διαδεδοµένες καλλιέργειες στη χώρα, βασικό παράγοντα οικολογικής ισορροπίας, ιδιαίτερα, στις άγονες ηµιορεινές και ορεινές εκτάσεις των περιοχών της ηπειρωτικής χώρας και των νησιών. Έχει µεγάλη κοινωνική και οικονοµική σηµασία, δεδοµένου ότι απασχολεί και αποδίδει εισόδηµα σε περισσότερες από 500.000 γεωργικές εκµεταλλεύσεις. Η ελαιοκαλλιέργεια καλύπτει το 21% της καλλιεργούµενης γης και διαδραµατίζει πρωτεύοντα ρόλο στην Οικονοµία των αγροτικών περιοχών γιατί συµβάλλει στη διατήρηση µίας ελάχιστης γεωργικής δραστηριότητας, σε πολλές και ακατάλληλες για άλλες καλλιέργειες εκτάσεις της Χώρας συµπληρώνοντας το εισόδηµα των αγροτικών οικογενειών, ενώ, παράλληλα, συµπληρώνει και αναδεικνύει το φυσικό περιβάλλον και προστατεύει το έδαφος από τις διαβρώσεις. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 69 από 281

Η ζήτηση επιτραπέζιων ελιών εξαρτάται άµεσα από τις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών. Οι ελιές αποτελούν παραδοσιακό προϊόν διατροφής των Ελλήνων, ενώ, η αναγνωρισµένη αξία της µεσογειακής διατροφής καθώς και τα θρεπτικά συστατικά των συγκεκριµένων προϊόντων είναι στοιχεία που επηρεάζουν θετικά τη ζήτησή τους. Σηµαντικό ρόλο στην αύξηση της ζήτησης επιτραπέζιων ελιών, κυρίως στο εξωτερικό έχει και η προβολή των εν λόγω προϊόντων στις ξένες αγορές. Η διαφηµιστική δαπάνη των επιχειρήσεων για την προβολή των εξεταζόµενων προϊόντων είναι περιορισµένη. Το µεγαλύτερο µέρος της ελληνικής παραγωγής επιτραπέζιων ελιών, που καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά, εξακολουθεί να διατίθεται σε χύµα µορφή, ενώ τα υψηλά λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων τυποποίησης και εµπορίας επιτραπέζιων ελιών τους οδήγησαν την περασµένη διετία σε ζηµιογόνα αποτελέσµατα. Αυτό επισηµαίνεται στη µελέτη για τον κλάδο της επιτραπέζιας ελιάς, που εκπόνησε η διεύθυνση οικονοµικών µελετών της ICAP, στην οποία υπογραµµίζεται πως, η εγχώρια παραγωγή επιτραπέζιων ελιών υπερκαλύπτει κάθε χρόνο την εσωτερική ζήτηση και µεγάλες ποσότητες του προϊόντος διατίθενται στις αγορές του εξωτερικού. Το µέγεθος του προϊόντος παρουσιάζει ετήσιες διακυµάνσεις, καθώς σε µεγάλο βαθµό εξαρτάται από τις επικρατούσες στις ελαιοπαραγωγικές περιοχές καιρικές συνθήκες. Χαρακτηριστικό της παραγωγής είναι η κυκλικότητά της, µε εναλλαγές µεταξύ «καλών» και «κακών» ελαιοκοµικών ετών. Στον κλάδο δραστηριοποιείται µεγάλος αριθµός επιχειρήσεις, οι περισσότερες των οποίων αναπτύσσουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς µεγάλος µέρος των προϊόντων τους διατίθενται, χύµα ή τυποποιηµένα, στο εξωτερικό. Όµως, αντιµετωπίζουν έντονο ανταγωνισµό από τις ελιές άλλων ελαιοπαραγωγικών ευρωπαϊκών χωρών, οι περισσότερες των οποίων διαθέτουν ισχυρά εµπορικά σήµατα και έχουν αποσπάσει σηµαντικά µερίδια αγοράς. Παράλληλα, έντονος είναι ο ανταγωνισµός που δέχονται οι ελληνικές ελιές από τρίτες, κυρίως µεσογειακές ελαιοπαραγωγικές χώρες, οι οποίες διαθέτουν τα προϊόντα τους σε χαµηλότερες των ελληνικών τιµές. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 70 από 281

Η παραγωγή επιτραπέζιων ελιών εκτιµάται στα επίπεδα των 95.000 τόνων την περίοδο 2008-09 έναντι 105.000 τόνων την προηγούµενη ελαιοκοµική περίοδο (σύµφωνα και µε στοιχεία του ιεθνούς Συµβουλίου Ελαιολάδου). Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν το µεγαλύτερο µέρος των επεξεργασµένων /τυποποιηµένων επιτραπέζιων ελιών στο εξωτερικό (σε χύµα ή τυποποιηµένη µορφή). Οι εξαγωγές κατευθύνονται, σε ποσοστό 60% περίπου, στις Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε κυριότερες χώρες εισαγωγής την Ιταλία και τη Γερµανία και το υπόλοιπο (περίπου 40%) προς τρίτες χώρες, µε κυριότερους προορισµούς τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Σαουδική Αραβία. Η εγχώρια κατανάλωση επιτραπέζιων ελιών εκτιµάται στους 10.500 τόνους την περίοδο 2008/09 (έναντι 11.000 τόνων την περίοδο 2007/08). Το µεγαλύτερο µέρος των επιτραπέζιων ελιών που καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά διατίθεται σε χύµα µορφή. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταδιακά αύξηση του µεριδίου συµµετοχής των τυποποιηµένων επιτραπέζιων ελιών. Σε παγκόσµιο επίπεδο η παραγωγή επιτραπέζιων ελιών την περίοδο 2008/09 διαµορφώθηκε στους 2,03 εκ τόνους, σηµειώνοντας µείωση 5,6% σε σχέση µε το 2007/08. Η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα αποτελούν τις µεγαλύτερες παραγωγούς χώρες επιτραπέζιων ελιών, καλύπτοντας από κοινού το 97,3% της παραγωγής της Ε.Ε (περίοδος 2008/09). Όσον αφορά στην παγκόσµια κατανάλωση επιτραπέζιων ελιών αυτή διαµορφώθηκε στους 2,14 εκ. τόνους την περίοδο 2008/09, παραµένοντας σχεδόν στα ίδια επίπεδα µε το 2007/08. Κυριότερες χώρες κατανάλωσης επιτραπέζιων ελιών είναι διαχρονικά η Ισπανία και η Ιταλία, συγκεντρώνοντας από κοινού το 58,7% της συνολικής κατανάλωσης στην Ε.Ε. (Πηγή: ICAP Επιτραπέζιες Ελιές Νοέµβριος 2009) «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 71 από 281

Πίνακας 36: Εµπόριο ελαιολάδου της Ελλάδας µε όλο τον κόσµο για τα έτη 2004-2009 Έτος Εισαγωγές (ευρώ) Εξαγωγές (ευρώ) Ισοζύγιο Εισαγωγές (Κg) Εξαγωγές (Κg) 2004 24.478.490 148.676737 124198247 9790920 49604367 2005 9.238.171 402324450 393086279 3353905 124316723 2006 8156284 405804274 397647990 2244552 110190747 2007 8862368 281568261 272705893 3404356 93616208 2008 5176961 254413645 249236684 2093465 84333573 2009 5443412 224247077 218803665 3080903 88501342 Πηγή : ΕΛ.ΣΤΑΤ. Λόγω της ποικιλοµορφίας του εδάφους, στην Ελλάδα καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες ελιών όπως είναι η Κονσερβολιά, η Καλαµών, Χαλκιδικής, Θρουµποελιά κ.λ.π. Στην Περιφέρεια Κεντρικής Ελλάδος, η ελιά καλλιεργείται κυρίως στην Π.Ε Χαλκιδικής. Η σηµαντικότερη καλλιέργεια στην Χαλκδική είναι η ελιά και κυρίως η ελιά Χαλκιδικής που προορίζεται για βρώσιµη. Η ετήσια παραγωγή µπορεί να φθάσει τους 80.000 τόνους µε το 60-70% να προορίζεται για εξαγωγή. Στην Χαλκιδική έχουν ιδρυθεί 80 µικρές και µεγάλες µεταποιητικές µονάδες οι οποίες έχουν κυρίως εξαγωγική δραστηριότητα. Επίσης καλλιεργούνται και τοπικές ποικιλίες ελαιοποιήσιµες (Μεταγγιτσίου, Αγίου Όρους, Γαλάτιστας) που µπορούν να παράγουν µέχρι και 7.000 τόνους ελαιόλαδο. Υπάρχουν και περιπτώσεις που κάποια ποσότητα ελιών Χαλκιδικής µεταποιούνται για την παραγωγή ελαιολάδου (αγουρέλαιο). Η καλλιέργεια των βρώσιµων ελιών Χαλκιδικής είναι εντατική σε ποτιστικούς ελαιώνες µε υψηλές εισροές σε λιπάσµατα και φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Απότελεσµα της εντατικής καλλιέργειας είναι ότι οι ελιές δεν παρενιαυτοφορούν και στις περισσότερες περιπτώσεις καρποφορούν κανονικά κάθε έτος. Η κατανοµή της καλλιέργειας της ελιάς έχει ως εξής: Βρώσιµη ελιά Πρώην ήµους Καλλικράτειας, Ν. Μουδανιών, Ν.Τρίγλιας, Πολυγύρου, Ορµύλιας και η ηµοτική Κοινότητα Νικήτης. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 72 από 281

Ελαιοποιήσιµη Οι χερσόνησοι Κασσάνδρας, Σιθωνίας, οι πρώην ήµοι Σατγείρων Ακάνθου και Παναγίας και οι ηµοτικές Κοινότητες Γαλάτιστας και Γαλαρινού. Με την εντατικοποίηση των καλλιεργειών η παραγωγή της βρώσιµης ελιάς έχει µεγιστοποιηθεί και έχει προσεγγίσει τα ανώτερα όρια. Το σηµαντικότερο πρόβληµα είναι η διάθεση της µεταποιηµένης ελιάς κυρίως χύδην και σε πολύ µικρό ποσοστό τυποποιηµένη. Μεγάλες ποσότητες πράσινης ελιάς Χαλκιδικής τυποποιούνται σε διάφορες χώρες του κόσµου όπως ΗΠΑ, Καναδάς, Γερµανία, Ιράν, Βέλγιο, Βουλγαρία, Ρωσία κ.ο.κ. Επίσης η µαύρη σταφιδάτη ελιά που µεταποιείται από την Χονδρελιά Χαλκιδικής. Η κατάσταση αυτή µπορεί να ανατραπεί σε κάποιο βαθµό µε την ολοκλήρωση της πιστοποίησης της ως ΠΟΠ (έχει δηµοσιευθεί και εξετάζονται οι ενστάσεις). Λάδι στην Χαλκιδική παράγεται είτε από τοπικές ποικιλίες λαδολιάς (γαλανό, Γαλάτιστας), είτε από χονδρελιά Χαλκιδικής (διπλής κατεύθυνσης) είτε όταν υπάρχει ζηµιά στον καρπό (χαλαζόπτωση) είτε όταν υπάρχει πρόβληµα µε την διάθεση της ως βρώσιµη (χαµηλή τιµή, µεγάλη παραγωγή). Επίσης το σηµαντικότερο πρόβληµα είναι η τυποποίηση του ελαιολάδου (µόνο 3 µονάδες τυποποίησης σε 40 ελαιοτριβεία). Επίσης, η αναγνώριση του αγουρέλαιου ως ΠΓΕ (διαδικασία που είναι στο τελικό στάδιο) θα ενθαρρύνει την τυποποίηση του. Πίνακας 37: Έκταση ελαιοδέντρων σε στρέµµατα ανά ΠΕ το έτος 2007 ΕΛΑΙΟΔΕΝΤΡΑ ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑΔΑΣ 7.957.243 ΠΚΜ 413.701 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 2.019 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 37.868 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 2.103 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 6.580 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 32.410 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 50.848 ΠΕ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 281.873 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 73 από 281

Παραγωγή ελιών το 2009 σε τόνους (ΕΣΥΕ) Ηµαθία Θεσσαλονίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Επιτραπέζιες ελιές 417 1.861 130 1.044 2.791 492 73.055 Ελιές ελαιοποίησης 290 6.378 262 948 7.919 14.638 25.840 Παραγωγή ελαιολάδου σε τόνους ανά ΠΕ το έτος 2007 (ΕΛ.ΣΤΑΤ) ΠΕ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 3.562 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 957 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 882 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 80 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 0 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 377 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 0 0 500 1.000 1.500 2.000 2.500 3.000 3.500 4.000 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 74 από 281

60000 Έκταση ελαιοδέντρων και παραγωγή ελιών (επιτραπέζιες και ελαιοποίησης) στην ΠΚΜ 55.481 Παραγωγή (τον.) 50000 40000 30000 20000 41.815 22.058 21.671 10000 0 ΕΛΑΙΟΔΕΝΤΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΕΛΑΙΟΔΕΝΤΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΩΝ ΕΛΙΩΝ Έκταση ha Παραγωγή (τον.) Πηγή: /νση Αγροτικής Οικονοµίας της ΠΚΜ, Προσωρινά στοιχεία του 2010 Η διαχρονική µεταβολή της καλλιέργειας της ελιάς παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα ΕΙ ΟΣ ΕΝΤΡΟΥ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008 1985 2008/1990 ΕΛΙΕΣ 2.638.360 3.468.496 3.946.845 Στον πίνακα παρακάτω παρουσιάζονται τα στοιχεία των εισαγωγών και εξαγωγών του ελαιολάδου κατά τα έτη 2005 έως 2010. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 75 από 281

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΩ ΙΚΏΝ Ελαιόλαδο και τα κλάσµατά του, που λαµβάνονται αποκλειστικά από ελιές µε τη χρήση µηχανικών ή φυσικών µέσων υπό συνθήκες που δεν προκαλούν αλλοίωση του ελαίου, παρθένα Ελαιόλαδο και τα κλάσµατά του, που λαµβάνονται αποκλειστικά από ελιές µε τη χρήση µηχανικών ή φυσικών µέσων υπό συνθήκες που δεν προκαλούν αλλοίωση του ελαίου, επεξεργασµένα, αλλά χηµικώς µη µετασχηµατισµένα 2005 Αξία Εισαγωγών ( ) 11.260 97.446 Αξία Εξαγωγών ( ) 1.860.765 74.611 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 4.793 33.800 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 560.265 21.192 Ισοζύγιο σε 1.849.505-22.835 Ισοζύγιο σε kg 555.472-12.608 2006 Αξία Εισαγωγών ( ) 134 191.120 Αξία Εξαγωγών ( ) 1.861.033 20.899 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 54 64.810 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 467.876 4.261 Ισοζύγιο σε 1.860.899-170.221 Ισοζύγιο σε kg 467.822-60.549 2007 Αξία Εισαγωγών ( ) 67.703 47.966 Αξία Εξαγωγών ( ) 1.319.962 44.847 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 75.511 29.911 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 373.151 11.790 Ισοζύγιο σε 1.252.259-3.119 Ισοζύγιο σε kg 297.640-18.121 2008 Αξία Εισαγωγών ( ) 193.855 22.670 Αξία Εξαγωγών ( ) 1.517.356 258.265 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 132.441 19.828 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 421.521 99.595 Ισοζύγιο σε 1.323.501 235.595 Ισοζύγιο σε kg 289.080 79.767 2009 Αξία Εισαγωγών ( ) 36.011 2.384 Αξία Εξαγωγών ( ) 2.119.090 52.867 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 16.231 57 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 583.625 19.786 Ισοζύγιο σε 2.083.079 50.483 Ισοζύγιο σε kg 567.394 19.729 2010 Αξία Εισαγωγών ( ) 15.762 962 Αξία Εξαγωγών ( ) 3.347.018 185.149 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 28.628 64 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 831.009 37.115 Ισοζύγιο σε 3.331.256 184.187 Ισοζύγιο σε kg 802.381 37.051 και ή αγορά Γενικός στόχος: Ενίσχυση της εικόνας των επιτραπέζιων ελιών στην ελληνική «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 76 από 281

240000 200000 *106% Ποσότητα εξαγωγών των κυριότερων φρούτων στην ΠΚΜ 120% 100% 160000 81% 80% Ποσότητα (τόνοι) 120000 80000 40000 59.676 56.414 27% 27.700 25% 41.006 45% 602.371 55.481 45.015 21% 28.072 128.940 107.128 18% 21% 27.700 36% 34.420 60% 40% 20% % εξαγωγής 0 7.521 10.337 12.040 5.378 5.791 12.305 0% produced tonnes exported tonnes % of production that is exported Οι δενδρώδεις καλλιέργειες καταλαµβάνουν περίπου το 16,5% της καλλιεργούµενης έκτασης στην Περιφέρεια. Στους νοµούς Ηµαθίας, Πέλλας και Πιερίας η καλλιέργεια των καρποφόρων δένδρων αποτελεί την κύρια παραγωγική κατεύθυνση. Οι σπουδαιότερες δενδροκοµικές καλλιέργειες είναι της ροδακινιάς, της βερικοκιάς, της κερασιάς, της µηλιάς, της αχλαδιάς και της ακτινιδιάς. Το ροδάκινο Νάουσας και τα τραγανά κεράσια Ροδοχωρίου, προϊόντα Ονοµασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), καθώς επίσης και το ακτινίδιο Πιερίας, προϊόν Γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ), αποτελούν τα κύρια εξαγώγιµα νωπά φρούτα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 77 από 281

3.1.5 ΤΟΜΕΑΣ ΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ Τα κηπευτικά κατέχουν εξέχουσα θέση αφενός γιατί διαδραµατίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο στην αγροτική οικονοµία κι αφετέρου γιατί αποτελούν βασικό είδος στη διατροφή του ανθρώπου. Τα κηπευτικά καλλιεργούνται είτε υπαίθρια (π.χ. σπαράγγι, παντζάρια κλπ), είτε σε θερµοκήπια (π.χ. κολοκυθάκια, τοµάτες, αγγούρια κλπ.) είτε υπό χαµηλή κάλυψη (π.χ. µελιτζάνες, πιπεριές, µαρούλια, πεπόνια κλπ.). Η παγκόσµια παραγωγή οπωροκηπευτικών ανέρχεται, κατά µέσο όρο σε 1,1 δισεκατοµµύρια τόνους. Τα φρούτα αντιπροσωπεύουν 530 και τα λαχανικά 470 εκατοµµύρια τόνους αντίστοιχα. Η Ασία κατέχει την πρώτη θέση µε παραγωγή που πλησιάζει το 56%, ακολουθούµενη από τη Λατινική Αµερική και την Καραϊβική µε 12%, την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε) και την Ινδία µε 10%, την Αφρική µε 9% και τη Βόρεια Αµερική µε 7%. Η Κίνα αποτελεί τη µεγαλύτερη παραγωγική χώρα σε παγκόσµιο επίπεδο (29%). Στη χώρα µας, η συνολικά καλλιεργούµενη έκταση, µε κηπευτικά, ανέρχεται περίπου σε 1.820.000 στρέµµατα που αντιπροσωπεύουν το 5,2% του συνόλου των καλλιεργούµενων εκτάσεων. Από αυτά τα 60.000 στρέµµατα περίπου καλλιεργούνται στα θερµοκήπια (υπολογίζεται ότι το 50% των θερµοκηπίων βρίσκονται στην Κρήτη) ως πρώτη και δεύτερη καλλιέργεια και τα 70.000 στρέµµατα περίπου σαν χαµηλή κάλυψη. Τα κυριότερα κηπευτικά υπό κάλυψη παρουσιάζονται παρακάτω από όπου προκύπτει ότι οι δύο πλέον σηµαντικές υπό κάλυψη καλλιέργειες είναι αυτές των καρπουζιών και της τοµάτας (καταλαµβάνοντας τα 2/3 περίπου της συνολικής έκτασης αλλά και της συνολικής παραγωγής). «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 78 από 281

Πίνακας 38: Κυριότερα κηπευτικά υπό κάλυψη σε εθνικό επίπεδο (µέσοι όροι πενταετίας 2000-2004) Καλλιέργεια Μέσος Όρος εκτάσεων σε στρέµµατα 2000-2004 Μέσος όρος παραγωγής σε τόνους 2000-2004 Αγγούρια 13.000 149.300 Καρπούζια 68.510 320.000 Κολοκυθάκια 3.830 16.680 Μαρούλια 2.080 4.850 Μελιτζάνες 1.650 11.580 Πεπόνια 17.250 58.560 Πιπεριές 5.570 35.940 Τοµάτες 31.750 292.450 Φασολάκια 3.010 9.800 Φράουλες 3.020 8.740 Σύνολο 149.670 907.900 Πηγή: ΥΠΑΑΤ Από το σύνολο των κηπευτικών που καλλιεργούνται υπαίθρια, τις µεγαλύτερες εκτάσεις στον ελλαδικό χώρο τις καταλαµβάνουν οι πατάτες µε 379.470 στρέµµατα, οι τοµάτες µε 315.570 στρέµµατα, το λάχανο µε 76.760 στρέµµατα και τέλος τα καρπούζια µε 70.890 στρέµµατα. Στον πίνακα 35 φαίνονται οι κυριότερες υπαίθριες καλλιέργειες των κηπευτικών. Αξίζει να επισηµανθεί ότι επειδή η πατάτα καλλιεργείται σε 3 περιόδους, συναντάται σε όλα τα γεωγραφικά διαµερίσµατα της χώρας (ιδιαίτερα στους νοµούς, Βοιωτίας, Εύβοιας, Αχαΐας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Ηρακλείου, Λασιθίου, Έβρου, ράµας, Αρκαδίας) κι εποµένως προϊόν υπάρχει καθ. όλη τη διάρκεια του χρόνου, µε µέση ετήσια παραγωγή που ξεπερνά τους 900.000 τόνους. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 79 από 281

Πίνακας 39: Κυριότερα υπαίθρια κηπευτικά σε εθνικό επίπεδο (µέσοι όροι πενταετίας 2000-2004) Καλλιέργεια Μέσος Όρος εκτάσεων σε στρέµµατα 2000-2004 Μέσος όρος παραγωγής σε τόνους 2000-2004 Αγγούρια 8.040 15.100 Αγκινάρες 25.820 27.000 Καρότα 10.570 35.480 Καρπούζια 70.890 252.500 Κολοκπθάκια 36.500 73.220 Κοιινοιιπίδια 35.690 61.660 Κρεµµύδια ξερά 58.290 160.280 Μαρούλια 37.720 64.640 Μελιτζάνες 26.130 64.380 Μπάµιες 15.850 12.720 Παντζάρια 8.420 19.500 Πατάτες -ανοιξιάτικες 152.040 354.240 -καλοκαιρινές 148.040 377.030 -φθινοπωρινές 79.390 173.800 Πεπόνια 43.400 76.290 Πιπεριές 34.590 68.760 Πράσα 18.93ο 40.920 Σκόρδα ξερά 10.950 9.630 Σπανάκια 36.210 45.660 Σπαράγγια 42.760 22.320 Τοµάτες -για νωπή κατανάλωση 130.460 461.600 -για µεταποίηση 185.110 1.111.000 Φασολάκια 63.040 59.100 Φράοιιλες 1.050 1.700 Σύνολο 1.356.650 3.766.560 Πηγή : Στοιχεία Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων Σύµφωνα µε στοιχεία της Eurostat, οι συνολικές εισαγωγές και εξαγωγές κηπευτικών, την περίοδο 2003-2006, ανέρχονταν σε περίπου 325.000 τόνους και 95.000 τόνους αντίστοιχα. Οι κύριες χώρες εισαγωγής κηπευτικών προϊόντων στη χώρα µας είναι η Ολλανδία, η Γερµανία, η Γαλλία, το Ηνωµένο Βασίλειο κλπ., ενώ κύριοι προορισµοί των εξαγώγιµων εγχώριων κηπευτικών µας είναι η Γερµανία, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ρουµανία, η Αυστρία, κλπ. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο τοµέας των κηπευτικών είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος κι αυτό τον καθιστά αρκετά ευµετάβλητο τόσο στις αλλαγές των καιρικών συνθηκών, λόγω της ευπαθούς φύσης των προϊόντων, όχι µόνο στην «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 80 από 281

παραγωγή αλλά και στην συντήρηση, όσο και των τιµών τους σαν επίδραση της διεθνούς αγοράς στην εγχώρια. Σαν αποτέλεσµα των προαναφερόµενων είναι οι εισαγωγές και οι εξαγωγές να παρουσιάζουν σηµαντική διαφοροποίηση κάθε χρόνο. Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται οι µέσοι όροι των εισαγωγών και εξαγωγών των κυριοτέρων κηπευτικών της χώρας µας για την πενταετία 2002-2006.Όπως είναι εµφανές µε µοναδικές εξαιρέσεις τα αγγούρια και τα σπαράγγια σε όλα τα κηπευτικά το ισοζύγιο είναι αρνητικό. Πίνακας 40: Ελληνικές εισαγωγές και εξαγωγές των κυριοτέρων κηπευτικών τετραετίας 2002-2006 (στοιχεία Εurostat) Κηπευτικά Εισαγωγές Εξαγωγές Ισοζύγιο Πατάτες (νωπές ή διατηρηµένες µε απλή ψύξη) 131.257 16.779-114.479 Κρεµµύδια 20.670 3.731-16.939 Ντοµάτες (νωπές ή διατηρηµένες σε απλή 17.508 3.878-13.630 ψύξη) Πιπεριές 12.358 9.373-2.985 Λαχανικά ξερά (κοµµένα σε τεµάχια ή σε φέτες 5.050 469-4.581 ή και τριµµένα σε σκόνη) Αγγούρια και αγγουράκια (νωπά ή διατηρηµένα 3.879 15.821 11.942 µε απλή ψύξη) Μαρούλια 3.873 56-3.817 Καρότα, γογγύλια και παρόµοιες βρώσιµες ρίζες 3.689 628-3.061 (νωπά ή διατηρηµένα µε απλή ψύξη Κουνουπίδια και µπρόκολα 3.128 78-3.051 Μελιτζάνες 2.450 275-2.175 Σκόρδα 2.212 150-2.061 Πράσα και άλλα παρόµοια λαχανικά 1.947 70-1.877 Σέλινα και ραπανοσέλινα 633 1-631 Σπαράγγια 514 13.958 13.444 Αγκινάρες 377 6-372 Σπανάκι 328 5-323 Πηγή: Στοιχεία Eurostat Πρωτεύουσα θέση στις εισαγωγές και εξαγωγές κατέχει η πατάτα, κι ακολουθούν η τοµάτα στις εισαγωγές και στις εξαγωγές τα αγγούρια, τα αγγουράκια και τα σπαράγγια. Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας απαντάται ένα µεγάλο πλήθος καλλιεργούµενων κηπευτικών σε µια συνολική έκταση περίπου 178.000 στρεµµάτων (17 % περίπου της καλλιεργούµενης µε κηπευτικά έκτασης της Χώρας). Η σύνθεση της έκτασης και της παραγωγής των κηπευτικών στην «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 81 από 281

Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας σε σύγκριση µε αυτή της Χώρας παρουσιάζεται στον Πίνακα 37. Η κηπευτική γη, που καταλαµβάνει περίπου το 2,5% της καλλιεργούµενης έκτασης στην Περιφέρεια, περιλαµβάνει όλες τις καλλιέργειες λαχανικών. Ιδιαίτερη οικονοµική σηµασία έχει η καλλιέργεια σπαραγγιού στο Νοµό Πέλλας, το οποίο εξάγεται. Σχήµα 20. Καλλιεργούµενες εκτάσεις κηπευτικών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις κηπευτικών το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Κιλκίς 10.152 6% Πέλλα 43.477 25% Θεσσαλονίκη 53.696 30% Ηµαθία 21.751 13% Χαλκιδική 13.223 8% Σέρρες 18.896 11% Πιερία 12.014 7% Πηγή: ΕΣΥΕ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 82 από 281

ΤΟΜΑΤΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ Πίνακας 41: Έκταση και παραγωγή κηπευτικών ανά ΠΕ το έτος 2007 ΤΟΜΑΤΕΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΕΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (ΣΤΡ.) (tn) ΤΟΜΑΤΕΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΕΣ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (ΣΤΡ.) (tn) ΦΑΣΟΛΑΚΙΑ ΛΑΧΑΝΑ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΙΑ ΣΠΑΡΑΓΓΙΑ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) ΣΥΝΟΛΟ 148.215 780.276 147.590 422.402 34.213 262.166 76.375 67.810 82.205 168.720 48.039 88.268 46.755 21.526 ΕΛΛΑ ΑΣ ΠΚΜ 27.660 133.337 14.897 54.526 4.556 40.212 11.304 11.456 18.525 51.934 5.116 11.055 23.578 6.721 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 2.755 11.758 1.326 5.417 453 10.806 1.230 1.275 1.242 4075 408 804 2.976 1.363 ΠΕ 8.147 36.147 2.622 10.738 1.244 11.528 2.194 2.299 10.242 31.556 3216 7.421 350 177 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 5.255 28.540 1.456 3.611 20 49 413 382 599 1126 121 136 0 0 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 3.076 11.002 1.016 2.612 1.835 11.881 3.886 3859 2.863 7.310 287 712 19.441 4.598 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 1.776 7.010 2.305 7.438 127 683 1.031 1433 928 2121 276 604 30 13 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 6.646 38.837 2.060 7.617 341 1.721 1865 1737 1.268 2911 341 566 781 570 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 5 43 4.112 17.093 536 3.544 685 471 1.383 2835 467 812 0 0 ΚΟΛΟΚΥΘΑΚΙΑ ΚΡΕΜΜΥ ΙΑ ΞΕΡΑ ΣΚΟΡ Α ΞΕΡΑ ΑΓΓΙΝΑΡΕΣ ΣΠΑΝΑΚΙ ΦΡΑΟΥΛΕΣ ΛΟΙΠΕΣ ΚΗΠΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) ΣΥΝΟΛΟ 67.539 164.413 11.502 7.474 26.171 27.990 23.101 36.136 41.252 44.064 3.933 9.419 141.059 258.485 ΕΛΛΑ ΑΣ ΠΚΜ 3.742 6.890 291 229 11 9 3.037 3.207 9.283 9.867 999 1.426 19.508 41.401 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 158 267 10 7 0 0 328 347 716 628 6 4 3225 14.820 ΠΕ 442 781 28 23 4 5 1.834 1.921 3.507 3.887 0 0 7395 12.370 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 357 363 46 31 0 0 26 30 163 157 1 1 494 712 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 453 845 51 30 1 1 226 194 3.408 3.351 48 54 3270 6.354 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 792 1.291 62 51 0 0 149 265 467 886 931 1.360 1490 2.863 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 961 2.126 79 78 0 0 163 141 545 422 12 6 1344 1.471 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 579 1.217 15 9 6 3 311 309 477 536 1 1 2290 2.811 ΠΗΓΗ: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 83 από 281

45.000 40.000 Έκταση και Παραγωγή των κυριότεων κηπευτικών στην ΠΚΜ 41.690 35.000 30.000 Παραγωγή (τον.) 25.000 20.000 15.000 10.000 5.000 0 20.806 16.350 16.816 14.510 10.900 4.822 6.090 795 1.574 1.093 630 1.277 897 601 1.392 Έκταση (ha) Παραγωγή (τον.) ΠΗΓΗ: /ΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΠΚΜ (στοιχεία 2010) 12.000 Έκταση και Παραγωγή των κυριότερων κηπευτικών στην ΠΚΜ 10.660 10.000 Παραγωγή (τον.) 8.000 6.000 4.000 2.000 0 4.258 2.853 2.695 2.055 1.280 882 388 143 181 84 191 Μπάμιες Παντζάρια Ραδίκια Σέλινο Σπανάκι Καρότα Έκταση (ha) Παραγωγή (τον.) ΠΗΓΗ: /ΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΠΚΜ (στοιχεία 2010) «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 84 από 281

160.000 140.000 Έκταση και Παραγωγή των κυριότερων κηπευτικών στην ΠΚΜ 144.185 120.000 Παραγωγή (τον.) 100.000 80.000 60.000 40.000 20.000 0 66.900 52.180 25.695 19.583 13.244 13.181 10.910 479 805 1.905 2.864 298 482 616 1.743 Έκταση (ha) Παραγωγή (τον.) ΠΗΓΗ: /ΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΠΚΜ (στοιχεία 2010) 80.000 72.000 64.000 Παραγόμενη ποσότητα και εξαγωγές των κυριότερων λαχανικών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 66.900 100% 90% 80% Ποσότητα(τόνοι) 56.000 48.000 40.000 32.000 42,35% 52.180 70% 60% %εξαγωγές 50% 40% 24.000 16.000 8.000 0 19.583 30% 18,13% 13.181 16,98% 20% 11.361 6.090 11,25% 7,76% 5,52% 4.258 2.579 4.049 3.550 479 727 10% 0% Σπαράγγια Καρότα Πατάτες Αγγούρια Πεπόνια Καρπούζια produced tonnes exported tonnes % of production that is exported «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 85 από 281

Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται η διαχρονική µεταβολή της καλλιεργούµενης έκτασης των κηπευτικών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας κατά τα έτη 1978 έως 2008. ΠΙΝΑΚΑΣ 42: ιαχρονική µεταβολή γεωργικής γης, καλλιεργειών κατά κατηγορίες και αγρανάπαυσης στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (σε στρέµµατα) ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Καρπούζια - 52456 44740 40212 26019-26.437-18721 -14193 Πεπόνια (Σύνολο) Καρπούζια 43449 33337 27488-43.449-33337 -27488 Πεπόνια 9007 11403 12724-9.007-11403 -12724 Πατάτες 48954 35759 23788 22257-26.697-13502 -1531 Τοµάτες 132500 167684 116816 39890-92.610-127794 -76926 Κρεµµύδια ξερά 15694 12610 9164 4068-11.626-8542 -5096 Φασολάκια 10919 11919 8271 11458 539-461 3187 Λάχανα 13641 17391 17660 0-13.641-17391 -17660 Κουνουπίδια 1633 3415 6077 0-1.633-3415 -6077 Λάχανα - 15274 20806 23737 34341 19.067 13535 10604 Κουνουπίδια (Σύνολο) Κολοκυθάκια 4894 5006 4424 5226 332 220 802 Αγγούρια 3390 2983 3076 0-3.390-2983 -3076 Μελιτζάνες 7168 5555 4987 5028-2.140-527 41 Αγγινάρες 44 133 24 0-44 -133-24 Ραδίκια - Αντίδια 1436 2969 3226 0-1.436-2969 -3226 Σπανάκι 5192 6817 8112 0-5.192-6817 -8112 Αρακάς 10034 7700 4449 0-10.034-7700 -4449 Μπάµιες 2615 3235 3062 0-2.615-3235 -3062 Αρδευτικές Μπάµιες Ξηρικές 2273 667 481 0-2.273-667 -481 Μπάµιες (ΣΥΝΟΛΟ) 4888 3902 3543 5038 150 1136 1495 Πράσα 5741 4709 5032 7182 1.441 2473 2150 ΠΗΓΗ: ΥΠΑΑΤ Στο Σχήµα 21 παρουσιάζεται η διαχρονική µεταβολή της καλλιεργούµενης έκτασης των κυριοτέρων κηπευτικών της Περιφέρειας από την οποία διαπιστώνεται µια αυξητική τάση στην καλλιέργεια κρεµµυδιών, λαχάνων-κουνουπιδιών καθώς και για τα φασολάκια σε αντίθεση µε τις καλλιέργειες πατατών, τοµάτας και καρπουζιών/πεπονιών οι οποίες ακολουθούν µια πτωτική πορεία µε την τοµάτα να εµφανίζει την µεγαλύτερη πτώση. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 86 από 281

Σχήµα 21. ιαχρονική εξέλιξη των κηπευτικών στην Περ. Κεντρικής Μακεδονίας 180000 160000 140000 120000 100000 80000 60000 40000 20000 0 1 2 3 4 Καρπούζια Πεπόνια Πατάτες Τομάτες Κρεμμύδια ξερά Φασολάκια ΛΑΧΑΝΑ -ΚΟΥΝΟΥΠΙΔΙΑ (ΣΥΝΟΛΟ) Μελιτζάνες Σπανάκι *Όπου 1,2,3 και 4 αντιστοιχούν σε 1978, 1985, 1990 και 2008 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 87 από 281

3.1.6 ΤΟΜΕΑΣ ΟΣΠΡΙΩΝ Τα όσπρια σε παγκόσµιο επίπεδο καταλαµβάνουν µικρές σχετικά εκτάσεις και οι κύριες χώρες παραγωγής τους είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Τουρκία κ.α. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα όσπρια καλλιεργούνται σε ασήµαντες, για την σπουδαιότητα τους και τα πλεονεκτήµατα τους, εκτάσεις που χρόνο µε το χρόνο µειώνονται. Στην Ελλάδα, σε ότι αφορά την καλλιέργεια των οσπρίων, το σύνολο της καλλιεργούµενης έκτασης ανέρχεται σε 150.000 στρέµµατα περίπου, µε µέση παραγωγή τους 29.000 τόνους, εκ των οποίων τα φασόλια καλύπτουν το 64% των εκτάσεων και το 73% της συνολικής παραγωγής. Πίνακας 43. Στοιχεία εκτάσεων και παραγωγής για τα βρώσιµα όσπρια περιόδου 2001-2005 Βρώσιµα Όσπρια Μέσος Όρος εκτάσεων σε στρέµµατα 2001-2005 Μέσος όρος παραγωγής σε τόνους 2001-2005 Φασόλια 95.310,20 21.034,00 Ρεβίθια 16.053,20 2.404,60 Φακές 7.870,40 971,00 Βρώσιµα λαθούρια 2.524,60 271,20 Βρώσιµα κουκιά 21.726,00 3.325,20 Βρώσιµα µπιζέλια 3.040,00 506,60 Λοιπά βρώσιµα όσπρια 2.536,80 382,80 (µαυροµάτικα, πράσινο φασολάκι καλαµών κλπ.) Σύνολο 149.075,20 28.895,40 Πηγή: (στοιχεία Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης &Τροφίµων-Υπ.Α.Α.Τ) Βάσει του ανωτέρω πίνακα παρατηρείται µία αυξητική τάση στα βρώσιµα όσπρια, τόσο των εκτάσεων όσο και της παραγωγής ειδικότερα των φασολιών και µία σηµαντική µείωση των βρώσιµων κουκιών αντίστοιχα. Η καλλιέργεια των φασολιών απαντάται κύρια στους νοµούς Φλώρινας, Καστοριάς και Καβάλας. Τα ρεβίθια στους νοµούς Ευβοίας, Βοιωτίας, «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 88 από 281

Φθιώτιδας και Κυκλάδων. Τα κουκιά στους νοµούς Ηρακλείου και Αρκαδίας, το λαθούρι στο νοµό Κορινθίας και η φακή στο νοµό Λάρισας. Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας η καλλιέργεια των οσπρίων πραγµατοποιείται σε 6.751 στρέµµατα (στοιχεία 2009), αντιπροσωπεύοντας περίπου το 9% της καλλιεργούµενης έκτασης σε εθνικό επίπεδο. Το µεγαλύτερο µέρος των εκτάσεων συγκεντρώνεται στις ΠΕ Σερρών, Θεσσαλονίκης, Πέλλας και Χαλκιδικής. Η διαχρονική εξέλιξη των οσπρίων ακολουθεί µια πτωτική πορεία. Το 1978 καλλιεργήθηκαν 64.987 στρέµµατα ενώ το 2008 καλλιεργήθηκαν περίπου 5.902 στρέµµατα µε όσπρια. Πίνακας 44. ιαχρονική εξέλιξη των οσπρίων στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Βρώσιµα όσπρια 64987 26751 18602 5902-59.085-20849 -12700 Φασόλια 37898 18954 14545 2902-34.996-16052 -11643 Φασόλια 16593 3848 2162 163-16.430-3685 -1999 συγκαλλιεργούµενα Κουκιά 1481 424 230 123-1.358-301 -107 Φακή 361 106 42 394 33 288 352 Ρεβύθια 7537 2 1573 2141-5.396 2139 568 Λάθυρος (Φάβα) 16 3262 15 10-6 -3252-5 Μπιζέλια 1101 155 35 169-932 14 134 Πηγή : ΥΠΑΑΤ Όσον αφορά στη διάρθρωση κυριοτέρων καλλιεργειών οσπρίων ανά ΠΕ το έτος 2007, αυτή παρουσιάζεται στο ακόλουθο πίνακα. Η έκταση που καλλιεργούνταν µε όσπρια το 2007 ήταν στα 5.610 στρ. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 89 από 281

Πίνακας 45: Έκταση και παραγωγή οσπρίων ανά ΠΕ το έτος 2007 ΦΑΣΟΛΙΑ (χωρις συγκαλλιέργεια) ΦΑΣΟΛΙΑ (συγκαλλιεργούµενα) ΚΟΥΚΙΑ ΦΑΚΗ ΡΕΒΥΘΙΑ ΛΑΘΟΥΡΙ ΜΠΙΖΕΛΙΑ ΛΟΙΠΑ ΒΡΩΣΙΜΑ ΟΣΠΡΙΑ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (tn) ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΚΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) (ΣΤΡ.) (tn) ΣΥΝΟΛΟ 79.100 16.355 16.453 1.833 18.025 3.006 27.882 2.546 28.704 3.267 3.140 328 4.258 638 2.427 363 ΕΛΛΑ ΑΣ ΠΚΜ 2.872 678 142 20 87 24 211 39 1.908 286 10 1 370 77 10 1 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 121 18 0 0 6 3 40 4 0 0 0 0 0 0 0 0 186 44 0 0 0 0 51 6 1.057 151 0 0 45 2 0 45 10 0 0 0 0 0 0 5 1 0 0 213 38 0 0 615 105 132 18 0 0 0 0 5 1 0 0 0 0 0 0 333 65 0 0 59 15 39 5 282 29 10 1 15 3 10 1 1.188 319 0 0 0 0 71 23 219 66 0 0 31 19 0 0 384 117 10 2 22 6 10 1 340 38 0 0 66 15 0 0 Πηγή : ΕΛ.ΣΤΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 90 από 281

Σχήµα 22. Καλλιεργούµενες εκτάσεις οσπρίων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Οσπρίων το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Σέρρες 2.648 Θεσσαλονίκη 1.635 Ηµαθία 103 Κιλκίς 198 Πέλλα 882 Πιερία 594 Χαλκιδική 691 Σχήµα 23. ιαχρονική εξέλιξη των οσπρίων στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 60000 50000 Τίτλος άξονα 40000 30000 20000 Φασόλια Κουκιά Φακή Ρεβύθια Μπιζέλια 10000 0 1 2 3 4 *Όπου 1,2,3 και 4 αντιστοιχούν σε 1978, 1985, 1990 και 2008 Τα όσπρια υποτιµήθηκαν στην ελληνική γεωργία γιατί η καλλιέργειά τους είναι δύσκολη. Έτσι, ενώ τα όσπρια για πολλά χρόνια αποτελούσαν τη βάση της διατροφής µας, σήµερα παράγουµε συνολικά κατά µέσον όρο 29.000 τόνους το χρόνο ενώ καταναλώνουµε περίπου 70.000 τόνους. Άµεση συνέπεια της «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 91 από 281

ελλειµµατικότητας που παρουσιάζει η παραγωγή µας στον συγκεκριµένο τοµέα και προκειµένου να καλυφθούν οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς εισάγονται ποσότητες της τάξεως των 39.000 τόνων. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι αποτελεί ανάγκη ο περιορισµός της υφιστάµενης ελλειµµατικότητας στην παραγωγή οσπρίων. Οι εξαγόµενες ποσότητες είναι πάρα πολύ µικρές µε δεσπόζουσα θέση να κατέχουν τα φασόλια. Πίνακας 46. Ελληνικές εισαγωγές και εξαγωγές βρώσιµων οσπρίων Βρώσιµα Όσπρια Μέσοι όροι πενταετίας 2002-2006 Εισαγόµενη ποσότητα σε τόνους Εξαγόµενη ποσότητα σε τόνους Ισοζύγιο Φασόλια 17.595,74 748,46-16.847,28 Φακές 11.467,22 315,38-11.151,84 Ρεβίθια 4.710,10 91,70-4.618,40 Μπιζέλια 2.015,76 12,42-2.003,34 Κουκιά και λαθούρια 1.623,98 32,14-1.591,84 Λοιπά ξερά όσπρια 1.126,68 18,58-1.108,10 Σύνολο 38.539,48 1.218,68-37.320,80 Πηγή: Ελληνικές εισαγωγές και εξαγωγές βρώσιµων οσπρίων (στοιχεία Υπ.Α.Α.Τ) Από το σύνολο της παραγωγής οι 20.000 τόνοι περίπου αντιστοιχούν στα φασόλια ενώ η κατανάλωση φτάνει τους 33.000 τόνους. Οι κύριες χώρες από τις οποίες εισάγονται τα φασόλια (κυρίως κοινά φασόλια και γίγαντες-ελέφαντες) και τα οποία χρησιµοποιούνται για την παρασκευή παραδοσιακών ελληνικών εδεσµάτων είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αλβανία και η Αργεντινή. Ελάχιστες είναι οι ποσότητες της φακής που παράγουµε, περίπου 1.500 τόνοι, την ίδια στιγµή που δεκαπλάσιες ποσότητες έρχονται από τον Καναδά, την Τουρκία και τις ΗΠΑ, εποµένως το 95% των αναγκώνµας σε φακές καλύπτονται από τις εισαγωγές. Τα ρεβίθια έρχονται κυρίως από τη γείτονα Τουρκία εφόσον η ντόπια παραγωγή περιορίζεται στους 2.500 τόνους το χρόνο και κατά 67% οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς καλύπτονται από εισαγωγές. Εισάγουµε λοιπόν περίπου το 60-65% των οσπρίων που χρησιµοποιούµε, που σηµαίνει ότι έχουµε περιορίσει την παραγωγή προϊόντων η κατανάλωση και οι τιµές των οποίων ανεβαίνουν συνεχώς. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 92 από 281

Πίνακας 47. Ισοζύγιο βρώσιµων οσπρίων περιόδου 2005-2010 στην ΠΚΜ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΩ ΙΚΏΝ Ρεβίθια Φασόλια Φακές Κουκιά 2005 Αξία Εισαγωγών ( ) 1.285.594 3.828.307 1.944.577 77.809 Αξία Εξαγωγών ( ) 30.820 113.637 42.257 559 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1.372.814 5.174.686 3.885.485 117.167 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 27.626 182.927 66.032 405 Ισοζύγιο σε -1.254.774-3.714.670-1.902.320-77.250 Ισοζύγιο σε kg -1.345.188-4.991.759-3.819.453-116.762 Όσπρια ξερά, (εκτός από µπιζέλια, ρεβίθια, φασόλια, φακές, κουκιά και λαθούρια "φάβα") 2006 Αξία Εισαγωγών ( ) 1.288.491 3.037.980 1.448.147 13.144 1.871 Αξία Εξαγωγών ( ) 48.240 94.698 19.180 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1.372.565 4.344.517 3.261.149 27.390 1.100 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 36.278 107.399 40.075 Ισοζύγιο σε -1.240.251-2.943.282-1.428.967-13.144-1.871 Ισοζύγιο σε kg -1.336.287-4.237.118-3.221.074-27.390-1.100 2007 Αξία Εισαγωγών ( ) 1.327.195 3.905.351 1.216.654 43.960 15.297 Αξία Εξαγωγών ( ) 48.782 177.888 36.068 5.150 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1.622.571 5.328.508 2.813.779 76.954 19.316 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 29.280 274.774 61.180 3.020 Ισοζύγιο σε -1.278.413-3.727.463-1.180.586-38.810-15.297 Ισοζύγιο σε kg -1.593.291-5.053.734-2.752.599-73.934-19.316 2008 Αξία Εισαγωγών ( ) 946.567 3.360.859 1.721.586 7.570 2.210 Αξία Εξαγωγών ( ) 20.998 337.553 25.432 39 404 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1.107.561 3.391.530 2.512.788 6.062 844 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 12.721 242.787 35.214 10 222 Ισοζύγιο σε -925.569-3.023.306-1.696.154-7.531-1.806 Ισοζύγιο σε kg -1.094.840-3.148.743-2.477.574-6.052-622 2009 Αξία Εισαγωγών ( ) 706.609 3.529.315 1.618.874 19.628 7.423 Αξία Εξαγωγών ( ) 49.506 103.033 27.786 46.385 1.188 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 930.872 3.996.460 2.181.779 27.640 4.686 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 32.811 93.588 32.290 56.220 360 Ισοζύγιο σε -657.103 - - 26.757-6.235 Ισοζύγιο σε kg -898.061 3.426.282-1.591.088-28.580-4.326 2010 Αξία Εισαγωγών ( ) 879.154 3.902.872 2.380.214 2.149.489 1.216.838 25.374 343 Αξία Εξαγωγών ( ) 19.722 93.521 22.944 2.883 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 978.740 2.682.115 1.723.174 33.498 240 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 13.758 81.879 30.770 1.082 Ισοζύγιο σε -859.432 - - - 2.540 Ισοζύγιο σε kg -964.982 2.286.693 - Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ 2.600.236 1.193.894-1.692.404 25.374-33.498 Βασική επιδίωξη για την αντιµετώπιση της ελλειµατικότητας θα πρέπει να αποτελέσει η αύξηση καλλιεργούµενων εκτάσεων µέσω µιας συστηµατικής προσπάθειας και συνεργασίας όλων των εµπλεκόµενων φορέων µε τα όσπρια, βασιζόµενη τόσο στις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου µας, όσο και στις αναπτυξιακές ευκαιρίες που παρέχει η Ε.Ε. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 93 από 281 842

3.1.7 ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΘΟΚΟΜΙΚΩΝ Σύµφωνα µε τα διαθέσιµα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων (ΥΠΑΑΤ) προκύπτουν τα εξής, αναφορικά µε την ανθοκοµία και τις ανθοκαλλιέργειες στην Ελλάδα: Οι ανθοκαλλιέργειες υπαίθρου υπέστησαν βαθµιαία µείωση κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες (1988-2005), της τάξεως του 18%, περιοριζόµενες από τα 5.549 στα 4.538 στρέµµατα. Οι ανθοκαλλιέργειες θερµοκηπίων αυξήθηκαν βαθµιαία κατά τις αντίστοιχες δεκαετίες (1988-2005), ανερχόµενες από τα 2.685 στα 3.574 στρέµµατα Το σύνολο των καλλιεργούµενων εκτάσεων µε ανθοκοµικά (υπαίθρου και θερµοκηπίων) κατά την τελευταία εικοσαετία κυµάνθηκε σε µεγέθη 8.000-10.000 στρεµµάτων. Πίνακας 48. Εξέλιξη Ανθοκαλλιεργειών Υπαίθρου και Θερµοκηπίων σε στρ. (1988-2005) Μορφή καλλιέργειας 1988 1992 1998 2001 2005 Υπαίθρου 5.549 5.761 6.237 4.498 4.538 Θερµοκηπίου 2.685 3.271 3.550 3.433 3.574 Σύνολο 8.234 9.032 9.787 7.931 8.112 ιεθνώς, µεγάλα ανθοκοµικά κέντρα στον αναπτυγµένο κόσµο είναι το Βέλγιο, η ανία, η Ολλανδία, οι ΗΠΑ κ.α. (χώρες υψηλής τεχνολογίας και χαµηλού κόστους παραγωγής), ενώ στον αναπτυσσόµενο κόσµο η Κολοµβία, το Μεξικό, το Περού, ο Ισηµερινός, η Κένυα, κ.α. (χώρες φτηνής εργασίας και ιδανικού µικροκλίµατος). Σε διεθνές επίπεδο η Κίνα µε 40% της παγκόσµιας έκτασης λουλουδιών παράγει το 7% της παγκόσµιας παραγωγής, οι ΗΠΑ µε 6% της παγκόσµιας έκτασης παράγει το 19% και η Ινδία µε 15% παράγει λιγότερο από το 1%. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε) µε µερίδιο 12% στη συνολική παγκόσµια έκταση και 42% στην παγκόσµια παραγωγή ανθέων και φυτών γλάστρας είναι µία από τις περιοχές µε τη µεγαλύτερη ένταση καλλιέργειας ανά εκτάριο. Η υψηλότερη παραγωγικότητα ανά εκτάριο παρατηρείται στην Ολλανδία και στην Ιταλία. Η µεγάλη απόδοση οφείλεται «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 94 από 281

στην ανάπτυξη της παραγωγής σε θερµοκηπιακές εγκαταστάσεις υψηλής τεχνολογίας. Πίνακας 49. Καλλιεργούµενη Έκταση και Παραγωγή Ε.Ε-25 * (συµπεριλαµβάνονται και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα ) Έτος Έκταση καλλωπιστικών φυτών και λουλουδιών* (στρέµµατα) Παραγωγή καλλωπιστικών φυτών και λουλουδιών* (σε εκατοµµύρια ) 2000 810.490 8.543 2001 851.450 8.298 2002 761.740 8.272 2003 814.970 8.268 2004 803.060 8.235 Ο σηµαντικότερος εισαγωγέας λουλουδιών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η Ολλανδία και ακολουθούν το Ηνωµένο Βασίλειο και η Γερµανία. Η εισαγωγή γίνεται κυρίως από τη Κένυα, το Ισραήλ, την Κολοµβία και το Εκουαδόρ. Οι κυριότεροι εξαγωγείς λουλουδιών της Ε.Ε είναι η Ολλανδία, η Ιταλία και η Γερµανία. Οι προορισµοί των εξαγωγών των νωπών-φρέσκων λουλουδιών αφορούν κυρίως τις ΗΠΑ, την Ελβετία, τη Ρωσία, τη Νορβηγία και την Ιαπωνία. Στην Ελλάδα οι εξαγωγές ανθοκοµικών προϊόντων, αν και εµφανίζουν µια αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια, θα λέγαµε ότι είναι πολύ χαµηλές, αφού η αξία τους αντιστοιχεί µόλις στο 8% της αξίας των εισαγωγών τους. Πίνακας 50. Εξέλιξη Εισαγωγών και Εξαγωγών ανθοκοµικών, 2000-2005 Έτος Εισαγωγές (εκατ. ) Εξαγωγές (εκατ. ) ΙΣΟΖΥΓΙΟ 2000 37.6 1.58-36,02 2001 30.35 2.21-28,14 2002 36.75 3.39-33,36 2003 44.84 2.11-42,73 2004 31.53 3.41-28,12 2005 52.12 3.94-48,18 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 95 από 281

Οι εξαγωγές των ελληνικών ανθοκοµικών ειδών γίνονται σε ποσοστό 68% προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε ποσοστό 32% προς τρίτες χώρες, µε καλύτερες αγορές αυτές της Γερµανίας και Γαλλίας. Οι ανθοκαλλιέργειες στην Ελλάδα υπό την έννοια της συστηµατικής εµπορίας και καλλιέργειας ανθοκοµικών ειδών δεν έχουν µεγάλη παράδοση, δεδοµένου ότι η ανθοκοµία άρχισε να ασκείται συστηµατικά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, αρχικά από αγρότες κυρίως της Αττικής, και στη συνέχεια από αγρότες και άλλων περιοχών. Το µερίδιο της αγοράς των υπεραγορών (σουπερµάρκετ) συνεχώς αυξάνεται, παρόλα αυτά στις περισσότερες χώρες εξειδικευµένα καταστήµατα ανθέων έχουν το µεγαλύτερο µερίδιο στην αγορά. Τα καταστήµατα ανθέων και οι αλυσίδες supermarket αποτελούν τις κυρίαρχες µορφές εµπορικής δοµής της αγοράς στην Γερµανία, στο Ηνωµένο Βασίλειο, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Ολλανδία. Στην Ελλάδα, εφόσον επιλυθούν τα χρόνια προβλήµατα όπως είναι 1) η έλλειψη οργανωµένων/σύγχρονων αγορών 2) το κόστος θέρµανσης 3) ο χαµηλός βαθµός επαγγελµατικής κατάρτισης των ανθοκαλλιεργητών 4) ο µικρός βαθµός οργάνωσης των ανθοκοµικών εκµεταλλεύσεων και 5) το κόστος των εισροών, ο κλάδος µπορεί να αποτελέσει έναν από τους δυναµικότερους της φυτικής παραγωγής. Οι ευνοϊκές κλιµατολογικές συνθήκες που επικρατούν στα ανθοκοµικά κέντρα της Ελλάδας δίνουν ευνοϊκές προοπτικές για την περαιτέρω ανάπτυξη και εξάπλωση του κλάδου. Οι εξελίξεις των τελευταίων δυο δεκαετιών στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η διεύρυνση της Ε.Ε δηµιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη διάθεση ενός µεγάλου µέρους της ελληνικής παραγωγής στις αγορές αυτές. Σηµειώνεται ότι, για τις χώρες αυτές υπάρχει το συγκριτικό πλεονέκτηµα της µικρής απόστασης και των παραδοσιακών σχέσεων φιλίας. Επίσης, η διεύρυνση της Ε.Ε αναµένεται να επηρεάσει θετικά τη ζήτηση των καλλωπιστικών φυτών που είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε το αυξανόµενο κατά κεφαλήν εισόδηµα των καταναλωτών των νέων µελών της Ε.Ε. Ακολουθεί παρουσίαση της έκτασης των θερµοκηπίων ανθέων και των εµπορικών ανθόκηπων σε στρέµµατα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 96 από 281

Σχήµα 24. Καλλιεργούµενες εκτάσεις θερµοκηπίων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Έκταση Θερµοκηπίων & Εµπορικών Ανθοκήπων σε στρέµµατα ( ΕΣΥΕ 2009) 57 206 Έκταση σε στρέµµατα 38 1.585 2.459 55 93 684 323 47 637 426 195 113 61 Ηµαθία Θεσ/νίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Θερµοκήπια Ανθέων 38 206 21 57 47 93 55 Θερµοκήπια Κηπευτικών 684 1.585 19 2.459 195 426 637 Εµπορικοί ανθόκηποι 27 323 20 113 33 4 61 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 97 από 281

3.1.8 ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να προβάλλεται ως αίτηµα των καιρών η «επιστροφή στη φύση». Η τάση αυτή έχει οδηγήσει όλες τις χώρες σε µία αύξηση της ζήτησης για φυσικά προϊόντα και ιδιαίτερα για τα αρωµατικά & φαρµακευτικά φυτά λόγω των πολλαπλών χρήσεων τους. Σκοπός της καλλιέργειας των αρωµατικών και φαρµακευτικών φυτών είναι η παραγωγή αιθέριων ελαίων και ξηρής δρόγης. Οι χρήσεις των αρωµατικών και φαρµακευτικών φυτών είναι ανάλογες µε τα αιθέρια έλαια που περιέχουν. Τα έλαια αυτά χρησιµοποιούνται σήµερα σε ευρεία κλίµακα από πολλές βιοµηχανίες (αρωµάτων, σαπουνιών, καλλυντικών, τσιγάρων, τροφίµων, κλπ.) αλλά και σαν αρτύµατα ή καρυκεύµατα φαγητών ( όπως π.χ. η δάφνη, η ρίγανη, το δενδρολίβανο κλπ. ). Το σύνολο των καλλιεργουµένων εκτάσεων µε αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά σε παγκόσµιο επίπεδο είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί, διότι ο κλάδος αποτελείται από πολλά είδη διάσπαρτα κατανεµηµένα. Η κυρίαρχη χώρα παραγωγός αρωµατικών και φαρµακευτικών φυτών είναι η Ασία, ενώ οι µεγαλύτερες αγορές σε παγκόσµιο επίπεδο είναι η Κίνα, η Ευρώπη (Γαλλία, Γερµανία, Ιταλία, Ισπανία, Αγγλία), η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά παράγονται στις 16 από τις 25 χώρες και συνολικά ευδοκιµούν περί τα 200 είδη. Οι καλλιεργούµενες εκτάσεις στην Ε.Ε την περίοδο 2000-2005 ανέρχονταν περίπου στα 86.000 χιλιάδες εκτάρια µε µέσο ετήσιο ρυθµό µείωσης της τάξης του 5,2%, ενώ οι παραγόµενες ποσότητες µειώθηκαν κατά 8,6% το οποίο παραπέµπει σε µείωση των στρεµµατικών αποδόσεων. Για την ίδια χρονική περίοδο στην Ελλάδα τα αντίστοιχα µεγέθη παρουσίασαν αύξηση (µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής καλλιεργούµενων εκτάσεων 41,42%). Η αγορά των αρωµατικών και φαρµακευτικών φυτών στην Ευρώπη είναι πολύπλοκη λόγω της διαφορετικής τους χρήσης και η εµπορία τους συγκεντρώνεται και ελέγχεται από µικρό αριθµό χονδρεµπόρων. Οι καλλιεργούµενες εκτάσεις της Ελλάδας για το χρονικό διάστηµα 2000-2001 ανέρχονταν σε 0,80% των συνολικά καλλιεργούµενων εκτάσεων της Ε.Ε. Το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 2,26%, το 2005 καταλαµβάνοντας έτσι την 11η θέση στο σύνολο των 16 ευρωπαϊκών χωρών. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 98 από 281

Η Ελλάδα θεωρείται µια από τις πλουσιότερες χώρες σε αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά, γεγονός που ανοίγει νέους και αρκετά προσοδοφόρους δρόµους στις αγροτικές καλλιέργειες, αν υπάρξει η απαιτούµενη οργάνωση για να αξιοποιηθούν. Στη χώρα µας ευδοκιµούν περισσότερα από 112 είδη αρωµατικών φυτών εκ των οποίων 68 χαρακτηρίζονται και ως µελισσοτροφικά. Τα κυριότερα εµπορικά αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά στην Ελλάδα είναι το τσάι του βουνού, το φασκόµηλο, η ρίγανη, το γλυκάνισο, ο βασιλικός, το µάραθο (µαραθόσπορος), το χαµοµήλι, η δάφνη, η µέντα, ο δυόσµος, η λεβάντα, κλπ. Τα κυριότερα καλλιεργούµενα είδη είναι: ο δίκταµος, ο κρόκος, η µέντα, η ρίγανη, το τσάι του βουνού, ο µαραθόσπορος, ο γλυκάνισος. Η συνολικά καλλιεργούµενη έκταση µε αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά κυµαίνεται από 16.000 έως 20.000 στρέµµατα και η ετήσια παραγωγή από 1.500 έως 1.800 τόνους µε τις κυριότερες καλλιέργειες να αποτυπώνονται στον Πίνακα 46. Πίνακας 51. Έκταση και παραγωγή αρωµατικών φυτών σε εθνικό επίπεδο Καλλιέργεια 2000 2001 2002 Έκταση Παραγωγή Έκταση Παραγωγή Έκταση Παραγωγή Γλυκάνισος - - 1070 178 1190 194 ίκταµος 80 31 150 51 150 60 Κρόκος 7500 5 7662 5,6 7552 5 Λεβάντα 500 0 100 0 - - Μαραθόσπορος 3750 774 3857 1456 2750 274 Μέντα 500 116 - - - - Ρίγανη 2147 476,5 4280 927 3188 1234 Φασκόµηλο - 84-76 - 95 Χαµοµήλι - (9) - 9,6-9,1 Τσάι του βουνού 710 183 685 149-163 Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξη και Τροφίµων (2004) Η µέση στρεµµατική απόδοση των καλλιεργούµενων εκτάσεων δεν µπορεί να προσδιοριστεί καθότι υπάρχουν εκτάσεις εγκαταλελειµµένες, στις οποίες η καλλιέργεια δεν συγκοµίζεται κι επίσης ποσότητες που προέρχονται από αυτοφυή χλωρίδα. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 99 από 281

Ειδικότερα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας η κατάσταση όσον αφορά στα αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά παρουσιάζεται παρακάτω: Σχήµα 25. Καλλιεργούµενες εκτάσεις αρωµατικών φυτών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Αρωµατικών Φυτών (κυρίως ρίγανη, γλυκάνισο, µέντα, κλπ.) σε στρέµµατα το 2009 (ΕΣΥΕ) Θεσσαλονίκη 13.161 Ηµαθία 65 Κιλκίς 772 Πέλλα 3 Πιερία 1.093 Σέρρες 119 Χαλκιδική 1.390 Στην παγκόσµια αγορά η Ευρώπη είναι η πρώτη σε εισαγωγές χώρα µε ποσοστό 35%, ακολουθεί η Ασία µε 26%, η Β. Αµερική µε 21%, η Ιαπωνία µε 11% ενώ οι υπόλοιπες περιοχές καλύπτουν το 7%. Η Βουλγαρία αποτελεί έναν από τους κύριους προµηθευτές της Ευρώπης µε αρωµατικά & φαρµακευτικά φυτά αφού εξάγει το 75% των προϊόντων της κυρίως σε χονδρέµπορους της Γερµανίας. Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, σύµφωνα µε το Παγκόσµιο Συµβούλιο για Φαρµακευτικά και Αρωµατικά Φυτά, το εµπόριο αυξάνει µε ετήσιο ρυθµό της τάξης του 10%, τόσο εξαιτίας της στροφής του πληθυσµού προς τη υγιεινή διατροφή και τις εναλλακτικές θεραπείες, όσο και γιατί έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό το οικονοµικό όφελος από την εµπορία των αρωµατικών & φαρµακευτικών φυτών. Η φαινοµενική κατανάλωση στη χώρα µας αρωµατικών & φαρµακευτικών φυτών την περίοδο 2000-2003 καταγράφει άνοδο µε ετήσιο ρυθµό µεταβολής 1,28%. Την ίδια περίοδο ένα µεγάλο µέρος της παραγωγής προορίζονταν για εξαγωγές, ενώ η εγχώρια κατανάλωση καλύπτονταν από εισαγωγές. Οι κυριότερες «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 100 από 281

χώρες προορισµού των ελληνικών εξαγωγών είναι η Κύπρος (γλυκάνισο, µάραθο, κορίανδρος), η Αλβανία (κορίανδρος, θυµάρι), η Βουλγαρία (κύµινο), η Ισπανία, η Ιταλία (κρόκος), οι Φιλιππίνες (δάφνη), οι ΗΠΑ (ρίγανη) και η Γερµανία (ρίγανη, φασκόµηλο). Αντίστοιχα, οι κυριότερες χώρες προέλευσης των ελληνικών εισαγωγών είναι η Τουρκία (γλυκάνισο, µάραθο, θυµάρι, δάφνη, ρίγανη), η Βουλγαρία (κορίανδρος, ρίγανη), η Συρία, η Ινδία (κύµινο), η Αλβανία (ρίγανη, θυµάρι), η Αυστρία και η Ισπανία (κρόκος). Ο κλάδος των αρωµατικών & φαρµακευτικών φυτών δεν αποτελεί σηµαντικό κοµµάτι του ελληνικού εξωτερικού εµπορίου, καθώς καλύπτει το µόλις το 0,01 % της αξίας των συνολικών εξαγωγών αλλά και των εισαγωγών της χώρας για την περίοδο 2000-2004. Το κύριο εξαγώγιµο προϊόν είναι ο κρόκος µε ποσοστό συµµετοχής 51% επί του συνόλου της αξίας των εξαγώγιµων προϊόντων, ακολουθούν η ρίγανη µε ποσοστό 19%, ο γλυκάνισος, η δάφνη και το φασκόµηλο µε ποσοστό 1% αντίστοιχα. Σε όρους ποσότητας εξαγωγών η ρίγανη κατέχει πρωτεύουσα θέση µε ποσοστό 63% κι ακολουθούν ο κρόκος, η δάφνη, το φασκόµηλο µε ποσοστά 2% και ο κορίανδρος, το κύµινο και το θυµάρι µε ποσοστά 1%. Επί του συνόλου της αξίας των εισαγωγών η ρίγανη αποτελεί το 22%, ο µάραθος το 11%, το κύµινο το 9%, ο γλυκάνισος το 8%, ο κρόκος το 4% και το θυµάρι, η δάφνη, το αιθέριο έλαιο λεβάντας και ο κορίανδρος το 1%. Πρέπει να τονισθεί ότι η αξία των εξαγόµενων αρωµατικών & φαρµακευτικών φυτών είναι κατά πολύ υψηλότερη των αντίστοιχων εισαγωγών, γεγονός που επιβεβαιώνει την ποιοτική ανωτερότητα των εγχώριων προϊόντων. Τα περισσότερα αρωµατικά και φαρµακευτικά φυτά συναντώνται, λόγω των ευνοϊκών εδαφοκλιµατικών συνθηκών, ως αυτοφυή σε όλη την επικράτεια, για το λόγο αυτό η χώρα µας θα µπορούσε να αποτελεί την µητρόπολη της καλλιέργειας, δεδοµένου ότι η αγορά των αρωµατικών και φαρµακευτικών φυτών αποτελεί την ιδανική λύση για την αξιοποίηση φτωχών και εγκαταλελειµµένων εκτάσεων, κυρίως, σε ορεινές και ηµιορεινές περιοχές, όπου οι αγροί δεν µπορούν να αποδώσουν µε άλλες καλλιέργειες, στοιχείο, που επί σειρά ετών δεν έτυχε της οφειλόµενης προσοχής και πολιτικής για την αξιοποίηση των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών της χώρας µας. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 101 από 281

Παρά το γεγονός ότι η καλλιέργεια των φυτών αυτών στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να θεωρείται ένα νέο σχετικό πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο προσφέροντας µια εναλλακτική δυναµική ανάπτυξης στον πρωτογενή τοµέα, συµβάλλοντας στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, στην αύξηση του εισοδήµατος των παραγωγών και στην ανάπτυξη επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές µε αποτέλεσµα την συγκράτηση του πληθυσµού στην ύπαιθρο ενώ µπορεί να δώσει ώθηση και στον δευτερογενή τοµέα της µεταποίησης. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 102 από 281

3.1.9 ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ Ο αµπελουργικός τοµέας αποτελεί έναν από τους βασικούς κλάδους της γεωργικής παραγωγής, που εξασφαλίζει προϊόντα για νωπή κατανάλωση όπως επιτραπέζια σταφύλια, σταφύλια για οινοποίηση και ξηρές σταφίδες. Η συνολική έκταση των αµπελώνων κυµαίνεται για την περίοδο 2001/2006 κοντά στα 1,3 εκ. στρέµµατα. Συγκρίνοντας τα διαθέσιµα στοιχεία για τις εκτάσεις των αµπελώνων της Ελλάδας (περίπου 1,3 εκατοµµύρια στρέµµατα) µε τα αντίστοιχα, κράτη µέλη (Κ-Μ) της Ένωσης, η χώρα µας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις απέχοντας κατά πολύ από τις εκτάσεις χωρών όπως η Ισπανία (περίπου 12 εκατοµµύρια στρέµµατα) και η Γαλλία (περίπου 9,1 εκατοµµύρια στρέµµατα). Όσον αφορά στη γεωγραφική κατανοµή των ελληνικών εκτάσεων, ο µεγαλύτερος αριθµός αµπελώνων (στοιχεία τριετίας 2001-03) βρίσκεται στην Πελοπόννησο µε 273.580 στρέµµατα, ενώ ακολουθούν η Κρήτη µε 255.836 και η περιφέρεια της υτικής Ελλάδας µε 196.443. Όσον αφορά στις εκτάσεις των καλλιεργούµενων ποικιλιών της Ελλάδας, οι οινάµπελοι κατέχουν περίπου το 56% των αµπελώνων, ενώ οι υπόλοιπες εκτάσεις καλλιεργούνται µε επιτραπέζιες ποικιλίες και σταφίδα. Οι ποικιλίες που προορίζονται για επιτραπέζια κρασιά καταλαµβάνουν το 80% περίπου της συνολικής έκτασης των οιναµπέλων, σηµειώνοντας σηµαντική πτώση από το 1988. Η παγκόσµια παραγωγή νωπών σταφυλιών µαζί µε τις εκτιµήσεις απωλειών υπολογίστηκε για το 2002 ότι ανήλθε σε 16,4 εκατοµµύρια τόνους (έναντι 15,4 το 2001: +6%). Με 8,7 εκατοµµύρια τόνους παραγωγή το 2002, η Ασία ήταν η πρώτη παραγωγός ήπειρος (53% παγκόσµιας παραγωγής), ακολουθούµενη από τις Ευρώπη (20%), Αµερική (15%) και Αφρική (11%). Η σχετική συνολική αύξηση που παρατηρείται το 2002 (+20% σε σχέση µε Μέσο Όρο Μ.Ο. 1996-2000) οφείλεται κυρίως στην Κίνα, στη Χιλή, στο Ιράν και στη Νότια Αφρική. Σύµφωνα µε στοιχεία του FAO, το 2004 η Κίνα ήταν η πρώτη σε παραγωγή σταφυλιού νωπής κατανάλωσης. Η Τουρκία ήταν δεύτερη (µε το «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 103 από 281

35% της συνολικής της παραγωγής σταφυλιού να προορίζεται προς νωπή κατανάλωση), µε σηµαντική διαφορά από την Κίνα, ενώ η Ελλάδα για την ίδια χρονιά ήταν 8η σε παραγωγή. Η ελληνική παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών προς νωπή χρήση, παρουσιάζει σταθερά µειούµενη τάση κατά τη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας. Παρόλα αυτά οι εξαγωγές νωπού επιτραπέζιου σταφυλιού παρουσιάζουν ανοδική τάση για την πενταετία 2002-06, από τους 57.000 στους 83.000 τόνους, ενώ το εµπορικό πλεόνασµα για την ίδια περίοδο, έχει Μ.Ο. πενταετίας 86,5 εκατοµµύρια µε ανοδικές τάσεις. Η παραγωγή αντιστοιχεί σε όλα τα νωπά σταφύλια που, ανεξάρτητα από τον αρχικό σκοπό καλλιέργειας του αµπελώνα, αποξηραίνονται προς σταφίδα. Σύµφωνα µε το ιεθνή Οργανισµό Αµπέλου & Οίνου (OIV) η παγκόσµια παραγωγή, εκφρασµένη σε βάρος σταφίδας, ήταν το 2002 1,2 εκατοµµύρια τόνους (+1.2% σε σχέση µε το 2001). Αυτό το ύψος της παραγωγής µπορεί να θεωρηθεί ως υψηλό χωρίς να φθάνει το υψηλότερο καταγεγραµµένο του 2000 (1,3 εκατοµµύρια). Η Ασία παραµένει για το 2002 η πρώτη σε παραγωγή σταφίδας ήπειρος (590 χιλιάδες τόνους), ακολουθούµενη από τις ΗΠΑ (430 χιλιάδες τόνους) και την Ευρώπη (100 χιλιάδες τόνους). Η πρώτη παραγωγός χώρα από το 2000 µέχρι το 2002 ήταν οι ΗΠΑ (365 χιλιάδες τόνους), ακολουθούσε η Τουρκία (343 χιλιάδες τόνους) και το Ιράν (196 χιλιάδες τόνους) και τέταρτη σε σειρά ήταν η Ελλάδα. Σε ότι αφορά στην ελληνική παραγωγή σταφίδας (κορινθιακής & σουλτανίνας) αυτή φαίνεται σύµφωνα µε στοιχεία του Υπ.Α.Α.Τ στον πίνακα που ακολουθεί: Πίνακας 52: ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΑΦΙ ΑΣ (ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗΣ-ΣΟΥΛΤΑΝΙΝΑΣ) ΣΕ ΤΟΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ 2000 2001 2002 2003 Μ.Ο. ΤΕΤΡΑΕΤΙΑΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ 40.900 37.400 24.760 36.800 34.965 ΣΟΥΛΤΑΝΙΝΑ 39.000 35.900 11.147 19.600 26.412 ΣΥΝΟΛΟ 79.900 73.300 35.907 56.400 61.377 Πηγή: (Υπ.Α.Α.Τ) «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 104 από 281

Σε ότι αφορά στο εµπόριο, για την Ελλάδα, τα αποξηραµένα σταφύλια (σουλτανίνα, κορινθιακή σταφίδα, κα) αποτελούν καθαρά εξαγωγικό προϊόν. Οι εξαγωγές λαµβάνουν χώρα κυρίως προς τα Κ-Μ της Ε.Ε (κατά 85%), ενώ παρουσιάζουν σταθερά ανοδική πορεία για το διάστηµα 2002-2006, µε εξαίρεση το 2003 και το 2004, η οποία ενδεχοµένως ερµηνεύεται από την ιστορικά χαµηλή παραγωγή σταφίδας που πραγµατοποιήθηκε το 2002. Το διάστηµα αυτό οι συνολικές εξαγωγές κυµάνθηκαν από 22.000 έως 35.000 τόνους, ενώ το εµπορικό πλεόνασµα σταφίδας είναι σταθερό περίπου στα 34,5 εκατοµµύρια, µε εξαίρεση τη διετία 2003 και 2004, που παρουσιάστηκε µειωµένο πιθανώς λόγω της µικρής παραγωγής του 2002. Όσον αφορά στην παραγωγή χυµού σταφυλής, σε πολλές χώρες δεν υπάρχουν διαθέσιµα στατιστικά στοιχεία και όπου υπάρχουν, παρατηρείται µη σαφής διαχωρισµός µεταξύ της παραγωγής µούστου και του χυµού σταφυλής. Παρόλα αυτά σύµφωνα µε εκτιµήσεις βασιζόµενες στην παγκόσµια κατανάλωση χυµού σταφυλής, υπολογίζεται ότι η παγκόσµια παραγωγή ανέρχεται περίπου σε 1 εκατοµµύριο λίτρα. Όσον αφορά στην παραγωγή οίνου, κατά την περίοδο 1986-1990, η παγκόσµια παραγωγή αµπελιού είχε ραγδαία πτώση. Κατά την περίοδο 1991-95 η πτωτική τάση συνεχίστηκε µε µεγαλύτερη ένταση (-14%). Από το 1995 µέχρι το 2000 υπήρξε αλλαγή από πτωτική σε ανοδική τάση στην παραγωγή, κυρίως λόγω αύξησης της συνολικά καλλιεργούµενης έκτασης αµπελιού, µε εξαίρεση το 1998 λόγω του φαινόµενου «Ελ Νίνιο». Το 2002 η παγκόσµια παραγωγή οίνου ήταν 26,1 εκατοµµύρια λίτρα (-2%, σε σχέση µε το 2001) και µπορεί να χαρακτηριστεί µέτρια έως µικρή σε σχέση µε το µέσο όρο παραγωγής 1996-2000 που ήταν 27,3 εκατοµµύρια λίτρα. Σύµφωνα µε στοιχεία του FAO η παγκόσµια παραγωγή οίνου για την περίοδο 2003/04 ήταν 27,1 εκατοµµύρια τόνους. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία παράγουν σχεδόν το 50% της παγκόσµιας παραγωγής, οι ΗΠΑ (το 90% παράγεται στην Καλιφόρνια) που συνεχώς αυξάνει την παραγωγή της, είναι στην τέταρτη θέση και ακολουθούν η Αργεντινή, η Κίνα και η Αυστραλία. Τα Κ-Μ της Ε.Ε, σύµφωνα µε τα στοιχεία του OIV, κυριαρχούν στην παγκόσµια παραγωγή κρασιού. Ειδικότερα, η Ε.Ε παράγει σχεδόν το 60% της «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 105 από 281

παγκόσµιας παραγωγής, µε την Ιταλία και τη Γαλλία, να αποτελούν τους σηµαντικότερους (σχεδόν 34% της συνολικής), αν και σε πτωτική τάση, παραγωγούς. Η Ισπανία είναι η τρίτη, σε ποσότητα, παραγωγική χώρα µε ισχυρά ανοδική τάση της συµµετοχής της στο παγκόσµιο µερίδιο από το 11% το 1996 στο 17% το 2003. Όλα τα υπόλοιπα Κ-Μ της Ε.Ε παράγουν συνολικά λιγότερο από 10% της παγκόσµιας παραγωγής. Σηµαντική παραγωγή καταγράφεται στα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, ενώ παράλληλα διακρίνονται στην παγκόσµια αγορά ως σηµαντικοί εξαγωγείς. Συνοψίζοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε) είναι παγκόσµιος ηγέτης στην αγορά κρασιού και καταλαµβάνει την πρώτη θέση σε όλους τους τοµείς. Πίνακας 53. Συνολική παραγωγή κρασιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση(*1.000 εκατόλιτρα) ΧΩΡΕΣ 2000 2001 2002 2003 2004 Μ.Ο. ΠΕΝΤΑΕΤΙΑΣ ΤΣΕΧΙΑ 520 545 495 510 545 523 ΓΕΡΜΑΝΙΑ 9.950 8.980 9.984 8.289 10.147 9.470 ΕΛΛΑ Α 3.558 3.477 3.085 3.815 4.295 3.646 ΙΣΠΑΝΙΑ 45.572 33.937 39.419 47.300 49.926 43.231 ΓΑΛΛΙΑ 59.740 55.339 51.966 47.519 58.845 54.682 ΙΤΑΛΙΑ 54.088 52.293 46.200 46.650 55.000 50.846 ΚΥΠΡΟΣ 570 503 240 400 414 425 ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 132 135 154 123 156 140 ΟΥΓΓΑΡΙΑ 4.329 5.450 3.500 3.900 5.272 4.490 ΜΑΛΤΑ - 67 62 70 70 67 ΑΥΣΤΡΙΑ 2.337 2.531 2.599 2.556 2.734 2.551 ΠΟΡΤΟΓΑΛΛΙΑ 6.694 7.790 6.651 7.283 7.483 7.180 ΣΛΟΒΕΝΙΑ 1.097 1.075 900 867 1.031 994 ΣΛΟΒΑΚΙΑ 427 480 332 540 409 438 ΛΟΙΠΑ Κ-Μ 17 18 18 22 17 18 ΣΥΝΟΛΟ Ε.Ε-25 189.031 172.620 165.599 169.840 196.349 178.688 ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 2.099 2.260 2.400 2.310-2.267 ΡΟΥΜΑΝΙΑ 5.456 5.090 5.461 5.555-5.391 Για την Ελλάδα όπως και για την Ε.Ε συνολικά, ο τοµέας αµπέλι - κρασί είναι εξαιρετικά σηµαντικός λόγω του ότι η Ε.Ε είναι ηγετική δύναµη σε παγκόσµιο επίπεδο µε το 64,7% των παγκόσµιών εξαγωγών οίνου να «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 106 από 281

πραγµατοποιούνται από χώρες της Ε.Ε. Πρώτη σε συµµετοχή στις παγκόσµιες εξαγωγές, σύµφωνα µε εκτιµήσεις του OIV, είναι η Ιταλία µε 18,8%, ακολουθούν η Ισπανία και η Γαλλία µε 17,6% και 17,4% αντίστοιχα, ενώ η Ελλάδα συµµετέχει µε µερίδιο 0,2%. Σύµφωνα µε στοιχεία του Υπ.Α.Α.Τ, η εγχώρια παραγωγή οίνου από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 µέχρι και το 2002 ακολουθεί, µε µικρές εξαιρέσεις, φθίνουσα πορεία. Πίνακας 54. Οινοπαραγωγή περιόδου 2006-2007 σε 100-λιτρα ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1. ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΙ ΟΙΝΟΙ ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΟΓΚΟΣ (100ΛΓΤΡΑ) ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΟΙΝΟΙ ΕΡΥΘΡΟΙ & ΕΡΥΘΡΩΠΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΟΙΝΟΙ ΛΕΥΚΟΙ α) Χωρίς γεωγραφική ένδειξη 2.796.296 906.052 1.890.244 β) Με γεωγραφική ένδειξη 387.732 169.651 218.081 γ) Ονοµασία κατά παράδοση:(γ.1 + γ.2) γ.1) Χωρίς γεωγραφική ένδειξη (Ρετσίνα υπόλοιπης^ώρας) 347.963 331 347.632 327.962 331 327.631 γ.2) Με γεωγραφική ένδειξη 20,001 0 20.001 (Τοπικοί Οίνοι: Βερντέα Ζακύνθου, Ρετσίνα Απικής- Βοιωτίας-Εύβοιας) 2. V.Q.P.R.D. (ΟΠΑΠ-ΟΠΕ) 377.656 162.012 215.644 ΣΥΝΟΛΟ 3.909.647 1.238.046 2.671.601 ΓΛΕΥΚΗ ΣΤΑΦΥΛΗΣ 28.377 28.377 ΣΥΝΟΛΟ 3.938.024 1.238.046 2.699.978 Πηγή: Υπ.Α.Α.Τ Σύµφωνα µε τα στοιχεία του ανωτέρω πίνακα, η ελληνική παραγωγή οίνου περιλαµβάνει κυρίως οίνους λευκούς (68%) και δευτερευόντως οίνους ερυθρούς και ερυθρωπούς (32%) το µερίδιο των οποίων στη συνολική εγχώρια παραγωγή συνεχώς µειώνεται. Όσον αφορά στους τύπους του παραγόµενου οίνου, η συνολική εγχώρια παραγωγή καλύπτεται σε συντριπτικό ποσοστό από επιτραπέζιους οίνους, ενώ µικρό µόνον µέρος της παραγωγής αφορά οίνους V.Q.P.R.D. (περίπου 9,5%) ποσοστό που παραµένει µάλλον σε περιορισµένο επίπεδο. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 107 από 281

Οι ελληνικές εξαγωγές οίνου, προς τα Κ-Μ της Ε.Ε, για την πενταετία 2002-06 κυµάνθηκαν από 27 έως 30,5 χιλιάδες τόνους, µε εξαίρεση το έτος 2003 όπου παρουσίασαν πολύ σηµαντική άνοδο (σχεδόν διπλασιασµός σε σχέση µε το 2002, 55.000 τόνους). Συγκριτικά οι εξαγωγές οίνου προς τρίτες χώρες βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαµηλά επίπεδα (Μ.Ο. πενταετίας περίπου 4.300 τόνους). Οι εισαγωγές οίνου αποτελούν περίπου το 51% της ποσότητας των εξαγωγών, ενώ το εµπορικό πλεόνασµα οίνου παρουσιάζεται σταθερά θετικό για την πενταετία, µε πτωτικές τάσεις από τα 43 (για το 2003) στα 27 εκατοµµύρια (για το 2006). Οι κύριοι εξαγωγικοί προορισµοί του ελληνικού κρασιού αποτελούν η Γερµανία (µε σηµαντική διαφορά από τις υπόλοιπες), η Γαλλία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Βέλγιο. Ακολουθεί παρουσίαση της κατανοµής των εκτάσεων των αµπελώνων καθώς και των αµπελουργικών προϊόντων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας όπου διαπιστώνεται αφενός ότι η κύρια παραγωγική κατεύθυνση είναι αυτή της παραγωγής οίνων έναντι των επιτραπέζιων σταφυλιών και αφετέρου ότι τα κύρια κέντρα αµπελοκαλλιέργειας της Περιφέρειας είναι οι ΠΕ Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής. Σχήµα 26. Καλλιεργούµενες εκτάσεις αµπελώνων στην ΠΚΜ (2007) ΠΗΓΗ: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 108 από 281

Σχήµα 27. Καλλιεργούµενες εκτάσεις αµπελώνων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Aµπελώνων το 2007 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Ηµαθία Θεσσαλονίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Οινοποιήσιµα 8197 10356 4399 7440 1040 4850 10119 Επιτραπέζια 264 5341 1019 1085 1295 2436 8665 Σχήµα 28. Παραγωγή µούστου και επιτραπέζιων σταφυλιών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Παραγωγή Μούστου και Επιτραπέζιων σταφυλιών το 2009 σε τόνους (ΕΣΥΕ) Ηµαθία Θεσσαλονίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Μούστος 2.491 6.031 1.804 522 411 2.374 8.965 Επιτραπέζια Σταφύλια 262 4.278 629 857 2.183 3.915 15.545 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 109 από 281

Η διαχρονική εξέλιξη της καλλιέργειας οινάµπελων και επιτραπέζιων σταφυλιών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αποτυπώνεται στον Πίνακα 50 από το οποίο διαπιστώνεται µια διαχρονική συρρίκνωση της καλλιεργούµενης έκτασης. Πίνακας 55. ιαχρονική µεταβολή καλλιέργειας οινάµπελων και επιτραπέζιων σταφυλιών ΕΙ ΟΣ 1978 1985 1990 2007 2007/1978 2007/1985 2007/1990 ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ Αµπελοι 82966 67924 60235 66506-82.966-67924 -60235 Οινάµπελοι 45867 36215 30204 46401-45.867-36215 -30204 Άµπελοι Επιτραπέζιων Σταφυλιών 37099 31709 30031 20105-37.099-31709 -30031 Σχήµα 29. Καλλιεργούµενες εκτάσεις οινάπελων και αµπελιών παραγωγής επιτραπέζιου σταφυλιού στην ΠΚΜ 50000 45000 40000 35000 30000 25000 20000 15000 10000 5000 0 1 2 3 4 Οινάμπελοι Άμπελοι Επιτραπέζιων Σταφυλιών *Όπου 1,2,3 και 4 αντιστοιχούν στα έτη 1978, 1985, 1990 και 2008 Οι εκτάσεις που καταλαµβάνει η αµπελοκαλλιέργεια αντιπροσωπεύουν µικρό ποσοστό της χρησιµοποιούµενης γεωργικής έκτασης. Η αµπελουργία είναι τοπικής σηµασίας καλλιέργεια αλλά µε µεγάλες προοπτικές Με τον Καν (ΕΚ) 479/2008 και τον εφαρµοστικό αυτού (Καν (ΕΚ) 607/2009 η Ε.Ε. µεταβλήθηκε το θεσµικό πλαίσιο για τους οίνους ποιότητας (ΟΠΑΠ, ΟΠΕ) που ίσχυε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο επί σειρά ετών ώστε να υπάρχει ενιαία αντιµετώπιση για «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 110 από 281

όλα τα ποιοτικά αγροτικά προϊόντα. Με βάση το νέο αυτό πλαίσιο ισχύουν πλέον οι ακόλουθες κατηγορίες: Οίνοι Ονοµασίας Προελεύσεως. Παράγονται σε συγκεκριµένες περιοχές, των οποίων το όνοµα φέρουν στην ετικέτα τους. Ο νοµοθέτης έχει καθορίσει, τις ποικιλίες αµπέλου από τις οποίες παράγονται τα συγκεκριµένα κρασιά, τις συνθήκες καλλιέργειας για την καλή ωρίµανση των σταφυλιών, τους τρόπους οινοποίησης έτσι ώστε να παρουσιάζουν τυπικό χαρακτήρα. Τα ελληνικά κρασιά µε Ονοµασία Προελεύσεως διακρίνονται σε Οίνους Ονοµασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητας (Ο.Π.Α.Π.) και Οίνους Ονοµασίας Προελεύσεως Ελεγχόµενης (Ο.Π.Ε.) Στην Ελλάδα παράγονται 27 οίνοι Ονοµασίας Προελεύσεως εκ των οποίων οι 19 είναι Ο.Π.Α.Π. και οι υπόλοιποι Ο.Π.Ε. Σύµφωνα µε τη νέα ευρωπαϊκή οινική νοµοθεσία οι ελληνικοί οίνοι ΟΠΑΠ εντάσσονται στην κατηγορία των προϊόντων ΠΟΠ. Επιτραπέζιοι Οίνοι. ιακρίνονται στους Τοπικούς Οίνους, τους Oίνους µε Ονοµασία Κατά Παράδοση και τα κρασιά Μάρκας (brand name). Τοπικοί Οίνοι. Τα κρασιά που παράγονται σε συγκεκριµένα γεωγραφικά διαµερίσµατα ή σε µικρές µεµονωµένες περιοχές, σύµφωνα µε όρους, αντίστοιχους µε αυτούς που συναντήσαµε στα κρασιά Ονοµασίας Προέλευσης. Στην ετικέτα τους διαβάζουµε τη Γεωγραφική Ένδειξη της Καταγωγής τους π.χ. Μακεδονικός Τοπικός Οίνος. Ελληνικοί Οίνοι ΠΟΠ (ΟΠΑΠ) Οίνοι "Προστατευόµενης Ονοµασίας Προέλευσης" (πρώην Οίνοι "Ονοµασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητος") Οίνοι ΠΟΠ (ΟΠΑΠ) Γουµένισσα - Κιλκίς (PDO Goumenissa) Οίνοι ΠΟΠ (ΟΠΑΠ) Νάουσα - Ηµαθία (PDO Naoussa) Οίνοι ΠΟΠ (ΟΠΑΠ) Πλαγιές Μελίτωνα - Χαλκιδική (PDO Playies Melitona) Η Γουµένισσα είναι το επίκεντρο του ερυθρού ξηρού οίνου ΠΟΠ (ΟΠΑΠ) Γουµένισσα, που εκτός από ξινόµαυρο περιέχει και την τοπική ερυθρή ποικιλία νεγκόσκα. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 111 από 281

Από το 2009 ο αµπελώνας της Γουµένισσας και του Ευρωπού παράγει και τους οίνους ΠΓΕ Πλαγιές Πάικου (Τοπικός Οίνος Πλαγιών Πάικου). Οίνοι ΠΓΕ - "Προστατευόµενης Γεωγραφικής Ένδειξης" ή Τοπικοί Οίνοι Οίνοι ΠΓΕ Ηµαθία (Τοπικός Οίνος Ηµαθίας) Ποικιλίες οίνων ΠΓΕ Ηµαθία: ξινόµαυρο (σε λευκή οινοποίηση για λευκούς οίνους), πρικνάδι, αθήρι, ασύρτικο, µαλαγουζιά, ροδίτης, σαρντονέ, σοβινιόν µπλαν, µερλό, σιρά. Τύποι οίνων ΠΓΕ Ηµαθία: λευκός, ροζέ, ερυθρός - ξηρός, ηµίξηρος, ηµίγλυκος. Παράγονται 37 οίνοι ΠΓΕ Ηµαθία από 14 οινοπαραγωγούς. Στην πλειοψηφία τους ερυθροί οίνοι που είναι από ξινόµαυρο µε µερλό ή/και σιρά. Υπάρχει πρόταση αυτοί οι ερυθροί οίνοι να γίνουν υπο-κατηγορία του ΟΠΑΠ Νάουσα (µε περιορισµένο το ποσοστό των ξενικών ποικιλιών). Οι περισσότεροι από τους λευκούς οίνους είναι από ξινόµαυρο σε λευκή οινοποίηση αλλά µετά την τροποποίηση του 2011 αυτό µάλλον θα αλλάξει. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΗΜΑΘΙΑ (ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΗΜΑΘΙΑΣ): Άσπρο από Μαύρο - κρασί λευκό ξηρό - Κτήµα Χρυσοχόου αλαµάρα ΛΕΥΚΟΣ - κρασί λευκό ξηρό - Οινοποιείο αλαµάρα ΟΓΜΑΤΙΚΟΣ -κρασί λευκό ξηρό - VAENI NAOUSSA ΕΛΙΝΟΣ λευκός - κρασί λευκό ξηρό - Ελίνος Ίµερος λευκός - κρασί λευκό ξηρό - VAENI NAOUSSA Λευκός Φουντή - κρασί λευκό ξηρό - Κτήµα Φουντή Τρυγίας Φουντή - κρασί λευκό ξηρό - Κτήµα Φουντή ΚΑΠΝΙΣΤΟΣ αλαµάρα - κρασί λευκό ξηρό - Οινοποιείο αλαµάρα Αγέχορος - κρασί ερυθρό ξηρό - Οινοποιείο αλαµάρα Γιαννακοχώρι - κρασί ερυθρό ξηρό - Κτήµα Κυρ Γιάννη ΙΑΠΟΡΟΣ - κρασί ερυθρό ξηρό - Κτήµα Κυρ Γιάννη ΥΟ ΕΛΙΕΣ - κρασί ερυθρό ξηρό - Κτήµα Κυρ Γιάννη «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 112 από 281

ΕΛΙΝΟΣ ερυθρός - κρασί ερυθρό ξηρό - Ελίνος Έντεχνος - κρασί ερυθρό ξηρό - VAENI NAOUSSA Κάβα ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ - κρασί ερυθρό ξηρό - Κτήµα Χρυσοχόου Κτήµα Χρυσοχόου SYRAH - κρασί ερυθρό ξηρό - Κτήµα Χρυσοχόου ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (ΤΟΠΙΚΟΣ ΟΙΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ) Ποικιλίες οίνων ΠΓΕ Θεσσαλονίκη: αθήρι, ασύρτικο, ζουµιάτικο, µαλαγουζιά, ροδίτης, σαββατιανό, βιονιέ, σαρντονέ, σοβινιόν µπλαν, τρεµπιάνο, ληµνιό, ξινόµαυρο, παµίδι, γκρενάς ρουζ, καµπερνέ σοβινιόν, σενσό, µερλό, σιρά. Τύποι οίνων ΠΓΕ Θεσσαλονίκη: λευκός, ροζέ, ερυθρός - ξηρός. Θεσµοθετήθηκε το 2006 και έχει ήδη αξιόλογη παρουσία. Παράγονται 35 οίνοι ΠΓΕ Θεσσαλονίκη από 11 οινοπαραγωγούς. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ): Ασύρτικο, Μαλαγουζιά -κρασί λευκό ξηρό - Οινοποιείο Βούλγαρη Cabernet - Merlot - κρασί ερυθρό ξηρό - Οινοποιία Αρβανιτίδη Merlot - κρασί ερυθρό ξηρό - Οινοποιείο Βούλγαρη Merlot - κρασί ερυθρό ξηρό - Οινοποιία Αρβανιτίδη Syrah - κρασί ερυθρό ξηρό - Οινοποιία Αρβανιτίδη ΦλόγΟινος - κρασί ερυθρό ξηρό - Μεσηβρία Οινοποιητική ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΠΕΛΛΑ (ΤΟΠΙΚΟΣ ΟΙΝΟΣ ΠΕΛΛΑΣ) Ποικιλίες οίνων ΠΓΕ Πέλλα: ροδίτης, σαρντονέ, σοβινιόν µπλαν, τρεµπιάνο, αγιωργίτικο, ληµνιό, µοσχόµαυρο, ξινόµαυρο, νεγκόσκα, καµπερνέ σοβινιόν, µερλό, σενσό, σιρά. Τύποι οίνων ΠΓΕ Πέλλα: λευκός, ροζέ, ερυθρός - ξηρός, ηµίξηρος. Παράγονται 11 οίνοι ΠΓΕ Πέλλα από 2 οινοπαραγωγούς αλλά στην περιοχή υπάρχει µεγάλη οινική ανάπτυξη και πιθανότατα θα προστεθούν και άλλοι. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 113 από 281

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΠΕΛΛΑ (ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΕΛΛΑΣ): Κτήµα Λίγας ΛΕΥΚΟΣ - κρασί λευκό ξηρό - Κτήµα Λίγας Κτήµα Λίγας Ροδίτης - κρασί λευκό ξηρό - Κτήµα Λίγας Κτήµα Λίζας ΡΟΖΕ - κρασί ροζέ ξηρό - Κτήµα Λίγας Κτήµα Λίγας ΕΡΥΘΡΟΣ - κρασί ερυθρό ξηρό - Κτήµα Λίγας ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΠΙΕΡΙΑ (ΤΟΠΙΚΟΣ ΟΙΝΟΣ ΠΙΕΡΙΑΣ) Ποικιλίες οίνων ΠΓΕ Πιερία: ασύρτικο, µαλαγουζιά, ροδίτης, σαββατιανό, σαρντονέ, σοβινιόν µπλαν, τρεµπιάνο, αγιωργίτικο, ληµνιώνα, ξινόµαυρο, παµίδι, γκρενάς ρουζ, καµπερνέ σοβινιόν, µερλό, σενσό, σιρά. Τύποι οίνων ΠΓΕ Πιερία: λευκός, ροζέ, ερυθρός - ξηρός, ηµίξηρος, ηµίγλυκος, γλυκύς. Θεσµοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2008 σηµατοδοτώντας την είσοδο της Πιερίας στον οινικό χάρτη. Παράγονται 9 οίνοι ΠΓΕ Πιερία από 2 οινοπαραγωγούς αλλά θα προστεθούν και άλλοι. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΠΙΕΡΙΑ (ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΙΕΡΙΑΣ): Οίνοι από το Κτήµα Κούρτη, Κελάρι, Χρυσοστόµου, Τερζή και Κτήµα Αδάµου ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΣΕΡΡΕΣ (ΤΟΠΙΚΟΣ ΟΙΝΟΣ ΣΕΡΡΩΝ) Ποικιλίες οίνων ΠΓΕ Σέρρες: αγούµαστος, αθήρι, ασπρούδα Σερρών, ασύρτικο, ζουµιάτικο, µαλαγουζιά, µοσχάτο Αλεξανδρείας, µπατίκι, ροδίτης, σαρντονέ, σοβινιόν µπλαν, τρεµπιάνο, κοϊνιάρικο, ληµνιό, παµίδι, καµπερνέ φραν, καµπερνέ σοβινιόν, µερλό, σενσό, σιρά. Τύποι οίνων ΠΓΕ Σέρρες: λευκός, ροζέ, ερυθρός - ξηρός, ηµίξηρος, ηµίγλυκος. Θεσµοθετήθηκε το 1995 αλλά η ουσιαστική του ανάπτυξη άρχισε το 2002. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 114 από 281

Τροποποιήθηκε στα τέλη του 2010, οπότε διευρύνθηκε σηµαντικά η ποικιλιακή του σύνθεση. Παράγονται 33 οίνοι ΠΓΕ Σέρρες από 8 οινοπαραγωγούς και θα προστεθούν και άλλοι. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΣΕΡΡΕΣ (ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΣΕΡΡΩΝ): Βισαλτικός λευκός - Λευκός ξηρός - Το Κτήµα τ' Αποστόλη ΒΙΤΑΣΤΙΑΝΟΣ λευκός - Λευκός ξηρός - Κτήµα Χαραλαµπόγλου Λυκόπετρα λευκός - Λευκός ξηρό - Κτήµα Χαραλαµπόγλου Ισάρι - Ροζέ ξηρός - Gazoritis Winery Λυκόπετρα ροζέ - Ροζέ ξηρός - Κτήµα Χαραλαµπόγλου άκρυ Χαράς - Ερυθρός ξηρός - Το Κτήµα τ' Αποστόλη ΙΟΣ ΕΡΥΘΡΟΣ - Ερυθρός ξηρός - Gazoritis Winery ΕΡΙΦΥΛΗ - Ερυθρός ξηρός - Το Κτήµα τ' Αποστόλη SYRAH - Ερυθρός ξηρός - Κτήµα Χαραλαµπόγλου Λυκόπετρα ερυθρός - Ερυθρός ξηρός - Κτήµα Χαραλαµπόγλου ΠΟΡΦΥΡΑ - Ερυθρός ξηρός - Gazoritis Winery ΑΡΤΕΜΙ ΟΣ Η ΥΣ - Ερυθρός ηµίγλυκος - Gazoritis Winery Βισαλτικός Ηµίγλυκος - Ερυθρός ηµίγλυκος - Το Κτήµα τ' Αποστόλη ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ (ΤΟΠΙΚΟΣ ΟΙΝΟΣ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ) Η τροποποίηση του εκεµβρίου 2011 (ΦΕΚ 2778Β 2-12-2011) διεύρυνε ελαφρώς την ποικιλιακή σύνθεση (βιονιέ, σαρντονέ) και επέβαλε περιορισµούς ποσοστών σε κάποιες ποικιλίες. Ποικιλίες οίνων ΠΓΕ Χαλκιδική: αθήρι, ασύρτικο µαλαγουζιά, µοσχάτο Αλεξανδρείας, ροδίτης, σοβινιόν µπλαν, τρεµπιάνο, σαρντονέ, βιονιέ, ληµνιό, ξινόµαυρο, γκρενάς ρουζ, καµπερνέ σοβινιόν, µερλό, σιρά. Οι ποικιλίες αθήρι, ασύρτικο, ροδίτης & ληµνιό, καµπερνέ σοβινιόν πρέπει να είνασι σε ποσοστά διαφορετικά των λευκών & ερυθρών οίνων ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα αντιστοίχως. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 115 από 281

Τύποι οίνων ΠΓΕ Χαλκιδική: λευκός, ροζέ, ερυθρός - ξηρός, ηµίξηρος, ηµίγλυκος. Παράγονται 31 οίνοι ΠΓΕ Χαλκιδική από 7 οινοπαραγωγούς αλλά θα προστεθούν και άλλοι. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ (ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ): ΑΜΠΕΛΩΝΑΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ - Λευκός ξηρός - Ε. Τσάνταλης ALEXANDRA - Λευκός ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη ΤΡΙΑ ΠΟ ΙΑ λευκός - Λευκός ξηρός - Ε. Τσάνταλης VIOGNIER ASSYRTIKO - Λευκός ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη Claoudia Papagianni Rose - Ροζέ ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη Grenache rose - Ροζέ ξηρός - Ε. Τσάνταλης ΤΡΙΑ ΠΟ ΙΑ ροζέ - Ροζέ ξηρός - Ε. Τσάνταλης ΕΞ' ΑΡΝΩΝ ερυθρός - Ερυθρός ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη MERLOT Τσάνταλη - Ερυθρός ξηρός - Ε. Τσάνταλης NIKOLAS - Ερυθρός ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη ΤΡΙΑ ΠΟ ΙΑ ερυθρός - Ερυθρός ξηρός - Ε. Τσάνταλης ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ (ΜΑΚΕ ΟΝΙΚΟΙ ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ) Οι οίνοι ΠΓΕ Μακεδονία θεσµοθετήθηκαν το 1989 ως Μακεδονικοί Τοπικοί Οίνοι. Ποικιλίες αµπέλου οίνων ΠΓΕ Μακεδονία: Στους οίνους ΠΓΕ Μακεδονία (Τοπικούς οίνους Μακεδονίας) επιτρέπεται η χρήση σταφυλιών ή οίνων που προέρχονται από τις ζώνες ΠΟΠ (ΟΠΑΠ) ή/και ΠΓΕ (τοπικών οίνων) που έχουν θεσµοθετηθεί στην αµπελουργική περιφέρεια της Μακεδονίας, δηλαδή τις ζώνες: ΠΟΠ Αµύνταιο, ΠΟΠ Γουµένισσα, ΠΟΠ Νάουσα, ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα, ΠΓΕ Άγιον Όρος, ΠΓΕ Αγορά, ΠΓΕ Αδριανή, ΠΓΕ Βελβεντός, ΠΓΕ Γρεβενά, ΠΓΕ ράµα, ΠΓΕ Επανοµή, ΠΓΕ Ηµαθία, ΠΓΕ Θεσσαλονίκη, ΠΓΕ Καστοριά, ΠΓΕ Κοζάνη, ΠΓΕ Νέα Μεσηµβρία, ΠΓΕ Παγγαίο, ΠΓΕ Πέλλα, ΠΓΕ Πιερία, ΠΓΕ Πλαγιές Βερτίσκου, ΠΓΕ Πλαγιές Πάικου, ΠΓΕ Σέρρες, ΠΓΕ Σιάτιστα, ΠΓΕ Σιθωνία, ΠΓΕ Φλώρινα, ΠΓΕ Χαλκιδική. Τύποι οίνων ΠΓΕ Μακεδονία: λευκός, ροζέ, ερυθρός - ξηρός, ηµίξηρος, ηµίγλυκος. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 116 από 281

Είναι ο περιφερειακός τοπικός οίνος που άνοιξε το χορό και έγινε πρώτος γνωστός. Σήµερα, παράγονται 74 οίνοι ΠΓΕ Μακεδονία από 23 οινοπαραγωγούς, εκ των οποίων µόνο 2 είναι εκτός περιφέρειας. Η θέσπιση των νοµαρχιακών τοπικών οίνων Καστοριάς, Κοζάνης και Πιερίας αλλά κυρίως η αναθεώρηση του τοπικού οίνου Φλώρινας µειώνει σταδιακά την εκπροσώπησή του. Το ίδιο θα προκαλέσει και η θέσπιση του τοπικού οίνου περιοχής "Πλαγιές Πάϊκου". ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ (ΜΑΚΕ ΟΝΙΚΟΙ ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ): Από οινοποιεία εντός ζώνης Αθήρι - λευκός ξηρός - Ε. Τσάνταλης ARGATIA λευκός - λευκός ξηρός - Αργατία CAVA TSANTALI λευκός - λευκός ξηρός - Ε. Τσάνταλης Chardonnay - λευκός ξηρός - Οινοποιία Αρβανιτίδη CHARDONNAY BOUTARI - λευκός ξηρός - Μπουτάρης Οινοποιητική Chardonnay Oak - λευκός ξηρός - Οινοποιία Αρβανιτίδη Claoudia Papagianni λευκός - λευκός ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη ΕΞ ΑΡΝΩΝ λευκός - λευκός ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη Λευκίτης - λευκός ξηρός - Κτήµα Χρυσοχόου ΜΑΚΕ ΟΝΙΚΟΣ λευκός - λευκός ξηρός - Ε. Τσάνταλης ΠΡΕΚΝΙΑΡΙΚΟ - λευκός ξηρός - Κτήµα Χρυσοχόου SAUVIGNON BLANC - λευκός ξηρός - Μπουτάρης Οινοποιητική ΣΥΛΛΟΓΗ Στέλιου Κεχρή λευκός - λευκός ξηρός - Οινοποιία Κεχρή Το Μυστικό - λευκός ξηρός - Οινοποιία Κεχρή ΠΕΤΡΙΤΗΣ λευκός - λευκός ηµίξηρος - Κτήµα Χρυσοχόου ΜΑΚΕ ΟΝΙΚΟΣ ροζέ - ροζέ ξηρός - Ε. Τσάνταλης Rose Boutari Sec - ροζέ ξηρ - Μπουτάρης Οινοποιητική ΠΕΤΡΙΤΗΣ ροζέ - ροζέ ηµίξηρος - Κτήµα Χρυσοχόου Rose Boutari Demi Sec - ροζέ ηµίξηρος - Μπουτάρης Οινοποιητική Rose Foundi - ροζέ ηµίξηρος - Κτήµα Φουντή AGRATIA ερυθρός - ερυθρός ξηρός - Αργατία AGRATIA ΞΙΝΟΜΑΥΡΟ - ερυθρός ξηρός - Αργατία CAVA TSANTALI ερυθρός - ερυθρός ξηρός - Ε. Τσάνταλης «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 117 από 281

Claoudia Papagianni ερυθρός - ερυθρός ξηρός - Κτήµα Παπαγιάννη ΜΑΚΕ ΟΝΙΚΟΣ ερυθρός - ερυθρός ξηρός - Ε. Τσάνταλης Μοσχόµαυρο - ερυθρός ξηρός - Ε. Τσάνταλης Όλγανος - ερυθρός ξηρός - Κτήµα Φουντή ΠΑΡΑΓΚΑ - ερυθρός ξηρός - Κτήµα Κυρ Γιάννη Πρώτειος ερυθρός - ερυθρός ξηρός - Οινοποιία Κεχρή ΣΥΛΛΟΓΗ Στέλιου Κεχρή ερυθρός - ερυθρός ξηρός - Οινοποιία Κεχρή Syrah - ερυθρός ξηρός - Vaeni Naoussa ΠΕΤΡΙΤΗΣ ερυθρός - ερυθρός ηµίξηρος - Κτήµα Χρυσοχόου Από οινοποιεία εκτός ζώνης ΑΒΕΡΩΦ ΡΟΖΕ - ροζέ ηµίξηρος - Κατώγι ΟΙΝΟΙ ΠΓΕ ΠΕΡΙΟΧΩΝ (ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΙΝΟΙ ΠΕΡΙΟΧΩΝ) Οίνος ΠΓΕ Άγιον Όρος - Αγιορείτικος Τοπικός Οίνος - Χαλκιδική Οίνος ΠΓΕ Επανοµή - Τοπικός Οίνος Επανοµής - Θεσσαλονίκη Οίνος ΠΓΕ Νέα Μεσηµβρία -Τοπικός Οίνος Νέας Μεσηµβρίας - Θεσσαλονίκη Οίνος ΠΓΕ Πλαγιές Βερτίσκου - Τοπικός Οίνος Πλαγιών Βερτίσκου - Θεσσαλονίκη Οίνος ΠΓΕ Πλαγιές Πάικου - Τοπικός Οίνος Πλαγιών Πάικου - Κιλκίς Οίνος ΠΓΕ Σιθωνία - Τοπικός Οίνος Σιθωνίας Χαλκιδική «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 118 από 281

3.1.10 ΤΟΜΕΑΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΦΥΤΩΝ Σύµφωνα µε εκτίµηση των καλλιεργούµενων εκτάσεων µε κτηνοτροφικά φυτά, η µηδική καλλιεργείται παγκόσµια σε έκταση µεγαλύτερη των 350 εκατοµµυρίων στρεµµάτων. Ο βίκος καλλιεργείται σε αρκετά εκατοµµύρια στρέµµατα, ενώ για τα τριφύλλια και τα κτηνοτροφικά ψυχανθή για καρπό οι παγκόσµια καλλιεργούµενες εκτάσεις είναι πάρα πολύ µικρές. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα κτηνοτροφικά ψυχανθή καταλαµβάνουν κάθε χρόνο έκταση περίπου 15 εκατοµµυρίων στρεµµάτων µε δεσπόζουσα καλλιέργεια αυτή της µηδικής που καταλαµβάνει σηµαντικές εκτάσεις στην Ισπανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Ρουµανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Στη χώρα µας από το σύνολο των κτηνοτροφικών φυτών σηµαντική έκταση καταλαµβάνουν τα κτηνοτροφικά ψυχανθή για σανό, εκ των οποίων, µε σηµαντική απόκλιση από τα άλλα, η µηδική και τα πολυετή τριφύλλια που φτάνουν τα 1.300.000 στρέµµατα µε µέση παραγωγή 1.200.000 τόνους (2001-2005). Πίνακας 56. Στοιχεία εκτάσεων και παραγωγής για τα κτηνοτροφικά ψυχανθή για σανό, περιόδου 2001-2005 Κτηνοτροφικά ψυχανθή για σανό Μέσος Όρος εκτάσεων σε στρέµµατα 2001-2005 Μέσος όρος παραγωγής σε τόνους 2001-2005 Μηδική-πολυετή τριφύλλια 1.296.236,80 1.218.198,00 Ετήσια τριφύλλια 76.967,80 54.190,20 Βίκος 174.670,60 62.424,00 Λοιπά σανά (Λαθούρι, µπιζέλια κλπ) 17.326,80 6.940,20 Σύνολο 1.565.202,00 1.341.752,40 Πηγή: (στοιχεία Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης &Τροφίµων-Υπ.Α.Α.Τ) εν παρατηρείται µεγάλη διαφοροποίηση ούτε των καλλιεργούµενων εκτάσεων ούτε της µέσης παραγωγής των κτηνοτροφικών ψυχανθών για παραγωγή σανού. Αξιοσηµείωτο είναι ότι αυξήθηκε η καλλιεργούµενη έκταση µε µηδική και πολυετή τριφύλλια η οποία συνοδεύτηκε και από µια µικρή αύξηση της µέσης παραγωγής τους. Κατά την περίοδο 2001-2002 παρατηρήθηκε µία µικρή µείωση «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 119 από 281

τόσο της παραγωγής όσο και των εκτάσεων των τριφυλλιών, ακολουθώντας µία σταθεροποιητική τάση τα επόµενα χρόνια. Πίνακας 57. Στοιχεία εκτάσεων και παραγωγής για τα κτηνοτροφικά ψυχανθή για καρπό ή σπόρο, περιόδου 2001-2005 Κτηνοτροφικά ψυχανθή για καρπό ή σπόρο Μέσος Όρος εκτάσεων σε στρέµµατα 2001-2005 Πηγή: (στοιχεία Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης &Τροφίµων-Υπ.Α.Α.Τ) Μέσος όρος παραγωγής σε τόνους 2001-2005 Μηδική-τριφύλλια (για σπόρο) 13.101,80 1.045,20 Βίκος ( για καρπό) 55.796,40 13.786,80 Ρόβη (για καρπό) 2.203,40 245,40 Λαθούρι (για καρπό) 1.971,20 344,40 Μπιζέλια (για καρπό) 3.020,20 498,80 Λούπινα (για καρπό) 2.396,00 376,80 Λοιπά (π.χ. κουκιά για καρπό) 10.049,60 1.894,40 Σύνολο 88.538,60 18.193,60 Ο βίκος καταλαµβάνει την µεγαλύτερη έκταση από τα κτηνοτροφικά ψυχανθή για παραγωγή καρπού ή σπόρου, η οποία φτάνει για την περίοδο 2001-2005 τα 56.000 στρέµµατα περίπου µε µέση παραγωγή 14.000 τόνους. Ακολουθεί η µηδική και τα τριφύλλια µε µέση καλλιεργούµενη έκταση 13.000 στρέµµατα και παραγωγή 1.000 τόνους. Οι υψηλότερες αποδόσεις των καλλιεργειών σηµειώνονται στη Μακεδονία και Στερεά Ελλάδα. Γενικότερα όλα τα καλλιεργούµενα είδη των κτηνοτροφικών ψυχανθών για παραγωγή καρπού ή σπόρου παρουσιάζουν µια σταθεροποιητική τάση σύµφωνα µε στοιχεία της τελευταίας πενταετίας. Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας απαντώνται όλες οι κατηγορίες κτηνοτροφικών φυτών, µε κύριες καλλιέργειες τη µηδική για σανό, το βίκο για καρπό και σανό, τον αραβόσιτο, λοιπά κτηνοτροφικά ψυχανθή κ.α. Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία (2009) η καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών στην ΠΚΜ Ελλάδας ανέρχεται σε 318.000 στρέµµατα περίπου αποτελώντας το 9,1% της αντίστοιχης έκτασης σε εθνικό επίπεδο. Η διάρθρωση της έκτασης των κτηνοτροφικών φυτών ανά ΠΕ παρουσιάζεται στον ακόλουθο πίνακα από τον οποίο διαπιστώνεται ότι το κυριότερο κέντρο καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών είναι η ΠΕ Θεσσαλονίκης ακολουθούµενη από τις ΠΕ Πέλλας, Σερρών, Κιλκίς και Χαλκιδικής. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 120 από 281

Πίνακας 58. Κατανοµή των καλλιεργούµενων εκτάσεων µε κτηνοτρoφικά φυτά ανά ΠΕ (έτος 2007) Πηγή : ΕΛ.ΣΤΑΤ Κ τοφικά για ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΦΥΤΑ ΓΙΑ ΣΑΝΟ ΓΙΑ ΧΟΡΤΟ ΚΑΙ ΡΙΖΩΜΑΤΑ ΦΥΤΑ ΓΙΑ (Κριθάρι, Βρώµη, Βίκος, Τριφύλλια, Κοφτολίβαδα, Λοιπά σανά) (Αραβόσιτος χλωρός, Σόργο χλωρό, Τεύτλα ΚτηνοτροφικάΚριθάρι, Βρώµη, Βίκος, Τριφύλλια, ΓΡΑΣΙ ΙΑ (Κριθάρι, Βρώµη, Βίκος, Λαθούρι, Κοφτολίβαδα, Λοιπά σανά) Τεχνητοί Λειµώνες) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΕΚΤΑΣΗ (ΣΤΡ.) ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 2.470.324 103.212 773.926 ΠΚΜ 335.001 46.173 60.627 ΠΕ ΗΜΑΘΙΑΣ 20.888 2.575 15 ΠΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 90.605 33.061 21.169 ΠΕ ΚΙΛΚΙΣ 47.285 1.824 110 ΠΕ ΠΕΛΛΑΣ 63.098 6.356 0 ΠΕ ΠΙΕΡΙΑΣ 28.337 2.040 14.310 ΠΕ ΣΕΡΡΩΝ 73.838 27 2.464 ΠΕ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 10.950 290 22.559 Σχήµα 30. Καλλιεργούµενες εκτάσεις κτηνοτροφικών φυτών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Εκτάσεις Κτηνοτροφικών Φυτών (τριφύλλι, µηδική, µπιζέλια, σανός βίκου, κλπ.) το 2009 σε στρέµµατα (ΕΣΥΕ) Θεσσαλονίκη 136.985 Κιλκίς 78.221 Πέλλα 72.427 Σέρρες 81.250 Ηµαθία 24.232 Πιερία 40.857 Χαλκιδική 35.473 Σανοί, χόρτα, Παρά το γεγονός ότι τα κτηνοτροφικά φυτά αποτελούν σηµαντικό κλάδο για την ελληνική αγροτική παραγωγή, και είναι ξεχωριστής σηµασίας καλλιέργειες, αφού «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 121 από 281

επηρεάζουν την αγροτική οικονοµία και στη φυτική και στη ζωική παραγωγή, σηµειώνεται σηµαντική µείωση των καλλιεργούµενων εκτάσεων και κατά συνέπεια της παραγωγής µε αρνητικές επιπτώσεις στο εµπορικό ισοζύγιο των ζωοτροφών. Πίνακας 59. ιαχρονική µεταβολή εκτάσεων καλλιεργούµενων κτηνοτροφικών φυτών περιόδου 1978-2008 ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ 1978 1985 1990 2008 2008/1978 2008/1985 2008/1990 Κτηνοτροφικά 4370 1137 1042 0-4.370-1137 -1042 Όσπρια Βίκος 726 229 424 0-726 -229-424 Ρόβη 20 0 0 0-20 0 0 Λούπινα 0 0 0 0 0 0 0 Λάθυρος 30 0 0 0-30 0 0 Σπόρος Τριφυλλιών 3078 809 600 0-3.078-809 -600 Λοιπά 516 99 18 0-516 -99-18 Πηγή: ΥΠΑΑΤ Στο ακόλουθο αποτυπώνεται η διαχρονική µείωση των εκτάσεων κτηνοτροφικών φυτών για καρπό κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σχήµα 31. ιαχρονική εξέλιξη των κτηνοτροφικών φυτών στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 3500 3000 2500 2000 1500 1000 500 Βίκος Ρόβη Λούπινα Λάθυρος Σπόρος Τριφυλλιών Λοιπά 0 1 2 3 4 *Όπου 1,2,3 και 4 αντιστοιχούν στα έτη 1978, 1985, 1990 και 2008 Η χώρα µας είναι ελλειµµατική στον τοµέα των κτηνοτροφικών φυτών, αυτό έχει ως συνέπεια οι παραγόµενες ποσότητες να µην καλύπτουν την εγχώρια ζήτηση και να εισάγονται µεγάλες ποσότητες από χώρες του εξωτερικού. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 122 από 281

Στα κτηνοτροφικά ψυχανθή για σπόρο ή καρπό, τις µεγαλύτερες εισαγόµενες και εξαγόµενες ποσότητες τις έχουν ο βίκος και ακολουθούν τα σπέρµατα τριφυλλιού στις εισαγωγές και τα σπέρµατα ζαχαρότευτλων στις εξαγωγές. Το κυριότερο πρόβληµα που αντιµετωπίζει ο τοµέας των κτηνοτροφικών φυτών είναι η ελλειµµατικότητα. Βασική επιδίωξη για την αντιµετώπιση της ελλειµατικότητας θα πρέπει να αποτελέσει η αύξηση καλλιεργούµενων εκτάσεων µέσω µιας συστηµατικής προσπάθειας και συνεργασίας όλων των εµπλεκόµενων φορέων µε κτηνοτροφικά φυτά, βασιζόµενη τόσο στις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου µας, όσο και στις αναπτυξιακές ευκαιρίες που παρέχει η Ε.Ε. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 123 από 281

3.1.11 ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 6ΕΤΙΑ 2004-2009 Ως προς την διάρθρωση του εξωτερικού εµπορίου της χώρας, η συντριπτική πλειοψηφία των εµπορικών συναλλαγών µας όσον αφορά στα αγροτικά προϊόντα, πραγµατοποιείται µε τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι µε τις τρίτες χώρες. Συγκεκριµένα, µε βάση τα στοιχεία του 2009, το 79% των γεωργικών µας εισαγωγών γίνεται από την Ε.Ε. και το 70% των γεωργικών µας εξαγωγών γίνεται προς την Ε.Ε. Αντίστοιχη είναι η εικόνα διαχρονικά. Σε ότι αφορά το εισαγωγικό εµπόριο αγροτικών προϊόντων, από την θεώρηση των σχετικών στοιχείων προκύπτει ότι µεταξύ των 10 µεγαλύτερων εµπορικών εταίρων της Ελλάδας, οι 3 πρώτες θέσεις καταλαµβάνονται σταθερά από την Γερµανία, την Ολλανδία και την Γαλλία. Η Γερµανία και η Ολλανδία εναλλάσσονται στην 1η θέση. Ειδικότερα και κατά τη διάρκεια της εν λόγω 6ετίας, το 13-14% του συνόλου των αγροτικών προϊόντων που εισάγουµε, προέρχεται από την Γερµανία, το 12-15% από την Ολλανδία και το 11-12% από την Γαλλία. Ως προς τους υπόλοιπους εµπορικούς µας εταίρους στο εισαγωγικό εµπόριο, µε βάση τα τελευταία στοιχεία για το 2009, εικόνα που δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα και τα προηγούµενα χρόνια, παρατηρούνται τα εξής: Μαζί µε τη Γαλλία στην 3η θέση µε µερίδιο στις εισαγωγές 11% βρίσκεται και η Ιταλία, ακολουθεί το Ηνωµένο Βασίλειο µε 5%, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Βουλγαρία στην ίδια θέση µε 4%, η ανία µε 3% και τέλος η Βραζιλία συµπληρώνει την λίστα µε τους 10 κυριότερους εταίρους, µε µερίδιο στις εισαγωγές 2%. Άλλες τρίτες χώρες, πλην της Βραζιλίας, που στην διάρκεια της περιόδου 2004-2008 περιλαµβάνονται στην κατάταξη των 10 βασικότερων εταίρων, είναι η Αργεντινή, οι Η.Π.Α. και η Ρωσία. Ως προς το σκέλος των εξαγωγών της Ελλάδας σε αγροτικά προϊόντα, η Ιταλία κατά την περίοδο 2004-2009 έρχεται πρώτη στην παγκόσµια κατάταξη των 10 κυριότερων προορισµών για τα αγροτικά µας προϊόντα µε µερίδιο εξαγωγών κατά µέσο όρο 18% έναντι του συνόλου των αγροτικών µας εξαγωγών προς όλο τον κόσµο. Ακολουθεί η Γερµανία µε µερίδιο 14% και το Ηνωµένο Βασίλειο µε µερίδιο κατά µέσο όρο περίπου 7%. Ειδικά το 2009, στην 3η θέση βρίσκεται η «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 124 από 281

Τουρκία µε µερίδιο στις εξαγωγές µας 6%, ακολουθούν η Βουλγαρία και το Ηνωµένο Βασίλειο µε 5%, έπονται η Κύπρος και οι Η.Π.Α. µε 4% και η κατάταξη των 10 βασικότερων προορισµών των εξαγωγών µας κλείνει µε τις Ολλανδία, Ρουµανία και Γαλλία µε µερίδιο 3%. Φαίνεται όµως ότι υπάρχουν πολύ σηµαντικά περιθώρια ανάπτυξης και ενίσχυσης των εξαγωγών µας σε µεγάλες αγορές όπως η Αίγυπτος και η Ρωσία, οι οποίες απορροφούν µόλις το 2% κατά µέσο όρο των εξαγωγών µας σε αγροτικά προϊόντα. Εάν δούµε τους δύο επόµενους πίνακες (1) και (2), για το 2004 και για το 2009, στα 6 αυτά χρόνια οι εξαγωγές µας προς τις δύο προαναφερθείσες χώρες αυξήθηκαν µεν αλλά µε πολύ αργό ρυθµό, παραµένοντας έτσι σε ιδιαίτερα χαµηλά επίπεδα σε σχέση µε τις δυνατότητες των εν λόγω αγορών. Ακόµα µεγαλύτερες ευκαιρίες παρουσιάζονται στις αγορές του Καναδά, της Κίνας και της Ινδίας, τη στιγµή που οι εξαγωγές µας σε αυτές τις αχανείς χώρες αντιπροσωπεύουν ποσοστό κάτω του 1% των συνολικών µας εξαγωγών σε αγροτικά προϊόντα προς όλο τον κόσµο. Ειδικά στην Κίνα και στην Ινδία, οι εξαγωγές για 6 χρόνια παρέµειναν ακριβώς στα ίδια επίπεδα προς την Κίνα και µειώθηκαν προς την Ινδία. Το εξωτερικό µας εµπόριο από και προς τα κράτη µέλη της Ε.Ε. απέσπασε ακόµα µεγαλύτερο µερίδιο σε βάρος των τρίτων χωρών : Οι εξαγωγές προς Ε.Ε. από 63,7% το 2004 ανήλθαν στο 70% το 2009 και οι εισαγωγές από την Ε.Ε. από 74% το 2004 ανήλθαν στο 79% το 2009. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις της ενιαίας αγοράς στο εξωτερικό εµπόριο αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας ήταν καίριες. Είναι προφανές ότι οι εισαγωγές που πραγµατοποιεί η χώρα µας από τα κράτη µέλη της Ε.Ε. καθ όλη την µετα-ενταξιακή περίοδο, και µάλιστα σε τιµές και ποσότητες υψηλότερες από εκείνες προ της ένταξης µας στην Ε.Ε., οδήγησαν σε πλήρη αναδιάρθρωση το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και συγκεκριµένα στη δηµιουργία µεγάλου εµπορικού ελλείµµατος επί µακρόν, το οποίο οι εξαγωγές δεν µπόρεσαν, µέχρι στιγµής τουλάχιστον, να εξαλείψουν. Όµως όπως θα σχολιαστεί και παρακάτω, η σηµαντική συρρίκνωση των εισαγωγών από το 2009 και έπειτα, λόγω των επιπτώσεων της οικονοµικής κρίσης, σε συνδυασµό µε την πλήρη ανάπτυξη των εξαγωγών µας µε σαφή προσανατολισµό προς τις τρίτες χώρες, µπορεί να ανατρέψει σε βάθος χρόνου πλήρως την αρνητική «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 125 από 281

εικόνα στο εµπορικό µας ισοζύγιο, δηµιουργώντας πλεονάσµατα προς όφελος του Α.Ε.Π. της χώρας και µάλιστα σε µια εξαιρετικά κρίσιµη συγκυρία για την οικονοµία. ΣΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, 2004 ΣΕ ΕΚ.ΕΥΡΩ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ % ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ % ΕΛΛΕΙΜΜΑ (-) /ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ (+) ΣΥΝΟΛΟ 3.121 100% 5.625 100% -2.504 ΕΕ25 1.988 63,7% 4.161 74% -2.173 ΓΕΡΜΑΝΙΑ 515 16% 718 13% -203 ΙΤΑΛΙΑ 495 16% 567 10% -72 ΗΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ 227 7% 262 5% -35 ΙΣΠΑΝΙΑ 111 4% 277 5% -166 ΟΛΛΑΝ ΙΑ 106 3% 839 15% -733 ΓΑΛΛΙΑ 105 3% 647 12% -542 ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ 1.133 36,3% 1.464 26% -331 ΤΟΥΡΚΙΑ 162 5% 110 2% +52 Η.Π.Α. 150 5% 109 2% +41 ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 95 3% 107 2% -12 ΚΥΠΡΟΣ 100 3% 34 1% +66 ΑΙΓΥΠΤΟΣ 67 2% 35 1% +32 ΡΩΣΙΑ 46 1% 77 1% -31 ΚΑΝΑ ΑΣ 29 1% 63 1% -34 ΚΙΝΑ 11 <1% 31 1% -20 ΙΝ ΙΑ 7 <1% 37 1% -30 ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΣΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, 2009 ΣΕ ΕΚ. ΕΥΡΩ ΕΞΑΓΩΓΕΣ % ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ % ΕΛΛΕΙΜΜΑ (-) /ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ (+) ΣΥΝΟΛΟ 4.156 100% 6.494 100% -2.338 ΕΕ27 2.900 70% 5.140 79% -2.240 ΙΤΑΛΙΑ 710 17% 701 11% +9 ΓΕΡΜΑΝΙΑ 583 14% 918 14% -335 ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 224 5% 256 4% -32 ΗΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ 202 5% 308 5% -106 ΚΥΠΡΟΣ 183 4% 70 1% +113 ΟΛΛΑΝ ΙΑ 142 3% 840 13% -698 ΡΟΥΜΑΝΙΑ 137 3% 96 1% +41 ΓΑΛΛΙΑ 137 3% 727 11% -590 ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ 1.256 30% 1.354 21% -98 ΤΟΥΡΚΙΑ 237 6% 117 2% +120 Η.Π.Α. 146 4% 104 2% +42 ΑΙΓΥΠΤΟΣ 77 2% 34 1% +43 ΡΩΣΙΑ 75 2% 40 1% +35 ΚΑΝΑ ΑΣ 40 1% 27 <1% +13 ΚΙΝΑ 11 <1% 39 1% -28 ΙΝ ΙΑ 5 <1% 68 1% -63 «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 126 από 281

ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΞΑΓΟΜΕΝΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ Οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας αντιπροσωπεύουν κατά µέσο όρο το 12,3% των συνολικών εισαγωγών µας, σε όλα δηλαδή τα προϊόντα, την 6ετή περίοδο 2004-2009. Η τάση στις εισαγωγές είναι σταθερά ανοδική γεγονός που αποτελεί καίριο ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια δηµιουργίας εµπορικού πλεονάσµατος στο εµπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων της χώρας, τη στιγµή που δεν υπάρχει τουλάχιστον αντίστοιχη τάση και στις εξαγωγές. Πράγµατι οι εισαγωγές µας σε αγροτικά προϊόντα από όλο τον κόσµο αυξήθηκαν διαχρονικά ως εξής: +2,2% το 2005/2004, +2,5% το 2006/2005, +14,5% το 2007/2006, +7,2% το 2008/2007. Μόνο το 2009 σε σχέση µε το 2008 οι εισαγωγές κατέγραψαν σηµαντική υποχώρηση κατά -10,2% κάτι που συνέβαλε καθοριστικά στην µείωση του ελλείµµατος του εµπορικού µας ισοζυγίου κατά 22,9% το 2009, εφόσον οι εξαγωγές µας την ίδια χρονιά παρέµειναν σχεδόν αµετάβλητες (-1%). Οι κυριότερες κατηγορίες αγροτικών προϊόντων στις οποίες πραγµατοποιούµε κατά µέσο όρο το 67% των εισαγωγών µας διαχρονικά, είναι : Φρούτα και Λαχανικά. Αξιοσηµείωτες είναι οι µεταβολές του 2007 και του 2009, όταν σηµειώθηκε αύξηση στις εισαγωγές κατά 18,1% το 2007/2006 και µείωση 6,9% το 2009/2008. Εισάγονται κυρίως µπανάνες νωπές, λεµόνια, πατάτες απλώς ψηµένες και κατεψυγµένες, αµύγδαλα χωρίς κέλυφος, νωπές πατάτες πρώιµες και για σπορά, µήλα, κατεψυγµένοι χυµοί πορτοκαλιού, τοµάτες νωπές, καρύδια χωρίς κέλυφος, φασόλια ξερά, φιστίκια, µανιτάρια παρασκευασµένα (του γένους Agariccus). ηµητριακά και Παρασκευάσµατα δηµητριακών. Πολύ έντονες οι µεταβολές στις εισαγωγές της κατηγορίας κατά την εξεταζόµενη περίοδο, µε σηµαντικότερες την ισχυρότατη αύξηση κατά 36% το 2007 και την αισθητή πτώση τους κατά 28,9% το 2009. Κυριότερα εισαγόµενα προϊόντα στην κατηγορία είναι : σιτάρι µαλακό και σκληρό, καλαµπόκι, κριθάρι, διάφορα παρασκευάσµατα δηµητριακών, «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 127 από 281

προϊόντα και ζυµάρια αρτοποιίας, ζαχαροπλαστικής ή µπισκοτοποιίας, βύνη ακαβούρντιστη και ζυµαρικά. Ποτά. Οι µεταβολές στις εισαγωγές της κατηγορίας είναι σχετικά ήπιες. Το 2008/2007 σηµειώθηκε άνοδος των εισαγωγών κατά 5,6% και πτώση κατά 2,3% το 2009. Κυρίως εισάγεται ουίσκι Scotch, blended µε µεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα προϊόντα. Ακολουθούν εµφιαλωµένα νερά (και µεταλλικά, αεριούχα κτλ.) λικέρ, µπίρα από βύνη, τζίν, καµπανίτης (αφρώδες) και ρούµι. Καπνός και προϊόντα καπνού. Σε ένα τόσο βασικό και µέχρι προ τίνος χαρακτηριστικά εξαγώγιµο προϊόν της Ελλάδας, οι εισαγωγές στην κατηγορία, µετά την τελευταία µεταρρύθµιση του τοµέα που είχε ως αποτέλεσµα την κάθετη πτώση της εγχώριας παραγωγής, έχουν ξεκάθαρη ανοδική τάση. Ειδικά το 2009, οι εν λόγω εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 22,3% περιορίζοντας δραστικά το εµπορικό πλεόνασµα που έχουµε διαχρονικά στην κατηγορία κατά 80%, εφόσον οι εξαγωγές µας παρέµειναν ουσιαστικά αµετάβλητες (-0,7). Είναι αξιοσηµείωτο ότι το 2009 το εµπορικό πλεόνασµα έπεσε στο χαµηλότερο επίπεδο της τελευταίας 6ετίας. Εισάγονται στην συντριπτική πλειοψηφία τσιγάρα. Ακολουθούν καπνά sun cured ανατολικού τύπου, flue cured τύπου Virginia, πούρα και πουράκια καθώς και καπνά light air cured τύπου Burley. ΕΞΑΓΟΜΕΝΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ Στον αντίποδα, οι γεωργικές εξαγωγές της Ελλάδας αντιπροσωπεύουν κατά µέσο όρο το 24,2% των συνολικών εξαγωγών της χώρας κατά την 6ετία 2004-2009. Παρόλο που για 3 χρόνια είτε παρέµειναν αµετάβλητες είτε συρρικνώθηκαν ελάχιστα, οι γεωργικές µας εξαγωγές παρουσιάζουν µια ανοδική τάση. Όµως το συνολικό τους µέγεθος δεν καταφέρνει να καλύψει το µεγάλο χάσµα που τις χωρίζει από το µέγεθος των εισαγωγών και έτσι να µειωθεί δραστικά το έλλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου δραστικά, αν όχι να δηµιουργηθεί πλεονασµατικό ισοζύγιο. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 128 από 281

Οι εξαγωγές ενισχύθηκαν κατά +20,3% το 2005/2004, παρέµειναν αµετάβλητες το 2006/2005, κατέγραψαν ελαφρά πτώση κατά -1,4% το 2007, επανέκαµψαν πλήρως µε άνοδο +13,4% το 2008/2007 και τέλος συρρικνώθηκαν ανεπαίσθητα το 2009 κατά -1,0%. Οι κυριότερες κατηγορίες προϊόντων στις οποίες πραγµατοποιούµε το 85% των γεωργικών µας εξαγωγών, είναι κατά σειρά µεγέθους αξίας: Φρούτα και λαχανικά: o ρυθµός αύξησης των εξαγωγών στην εν λόγω κατηγορία φθίνει συνεχώς µέχρι που το 2009, οι εξαγωγές σηµείωσαν πτώση κατά 2,6%. Το εµπορικό πλεόνασµα στην κατηγορία αυτή είναι το σηµαντικότερο αντιστάθµισµα στο έλλειµµα που καταγράφουν οι εµπορικές συναλλαγές στις συντριπτικά περισσότερες κατηγορίες αγροτικών προϊόντων. Είναι από τις κατηγορίες κλειδιά στην προσπάθεια αναστροφής του αρνητικού πρόσηµου του ισοζυγίου σε θετικό. Κυριότερα εξαγώγιµα προϊόντα είναι οι παρασκευασµένες ελιές και οι κονσέρβες ροδάκινων µε µεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα προϊόντα. Ακολουθούν επιτραπέζια σταφύλια, πορτοκάλια, ροδάκινα, µπρουνιόν και νεκταρίνια, καρπούζια, σπαράγγια, ακτινίδια, κεράσια, παρασκευασµένοι καρποί του γένους Capsicum (όχι γλυκοπιπεριές), σταφίδα µαύρη κορινθιακή, βερίκοκα, τοµατοχυµοί και πολτοί καθώς και διάφορα γλυκά κουταλιού, ζελέδες, µαρµελάδες κτλ. Καπνός και προϊόντα καπνού : Το 2006-2007 κατέγραψαν πτώση κατά 13,5% και 4,8% αντίστοιχα, αλλά ανέκαµψαν πλήρως το 2008 µε αύξηση 21,2%. Το 2009 οι εξαγωγές παρέµειναν σχεδόν αµετάβλητες (-0,7%). Εξάγονται καπνά sun cured ανατολικού τύπου, τσιγάρα, καπνά flue cured τύπου Virginia, καπνά light air cured τύπου Burley καθώς και απορρίµµατα καπνού. ηµητριακά και τα παρασκευάσµατα τους : πολύ θετική η πορεία των εξαγωγών στην εν λόγω κατηγορία µε σηµαντικές αυξήσεις ετησίως, κατά µέσο όρο µε ρυθµό +24,2%, µε εξαίρεση µια ανεπαίσθητη κάµψη -2,6% το 2006. Βασικά εξαγώγιµα προϊόντα είναι : σιτάρι σκληρό και µαλακό, ρύζι, ζυµαρικά, µείγµατα, ζυµάρια και προϊόντα για την αρτοποιία, ζαχαροπλαστική ή «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 129 από 281

µπισκοτοποιία, γκοφρέτες, άλευρα σιταριού µαλακού και όλυρας, καθώς και καλαµπόκι Φυσικές υφαντικές ίνες (Βαµβάκι): µικτή η εικόνα στην πορεία των εξαγωγών της κατηγορίας µε έντονες διακυµάνσεις. Χαρακτηριστική είναι η σοβαρότατη πτώση των εξαγωγών κατά 44,9% το 2007 αλλά η µετέπειτα εξέλιξη ήταν πολύ ικανοποιητική, µε άνοδο +30,2% το 2008 και περαιτέρω βελτίωση κατά 29,3% το 2009. Άλλο ένα επιµέρους εµπορικό πλεόνασµα που στηρίζει καίρια την προσπάθεια για θετικό πρόσηµο στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Εξάγεται σχεδόν αποκλειστικά βαµβάκι, µη λαναρισµένο ούτε χτενισµένο. Ακολουθούν αρκετά κάτω στην κατάταξη, τα απορρίµµατα από βαµβάκι και το λαναρισµένο ή χτενισµένο βαµβάκι. Έλαια και Λίπη : Μετά από την εκρηκτική άνθιση των εξαγωγών το 2005, η θετική εξέλιξη ανακόπτεται µε σηµαντικές πτώσεις στις εξαγωγές µας, κατά -25,6% το 2007 και κατά -19,1% το 2009. Κυρίαρχο προϊόν εξαγωγής στην κατηγορία είναι το παρθένο ελαιόλαδο. Ακολουθούν τα πυρηνέλαια, το κατεργασµένο σογιέλαιο, το µη παρθένο ελαιόλαδο, διάφορα φυτικά λίπη και λάδια και το κατεργασµένο φοινικέλαιο. «Κείµενο εργασίας για διαβούλευση Απρίλιος 2012» Σελ. 130 από 281

3.2 ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Στην Κεντρική Μακεδονία απαντώνται όλοι οι κλάδοι της ζωικής παραγωγής υπό µορφή οργανωµένων εκµεταλλεύσεων των αντίστοιχων τύπων. Επειδή όµως η κτηνοτροφία υπόκειται στον ανταγωνισµό της φυτικής παραγωγής ως προς τη χρησιµοποίηση του εδάφους και της εργασίας έχει αναπτυχθεί σε συγκεκριµένες περιοχές της Περιφέρειας στις οποίες οι διαρθρωτικές συνθήκες (αναλογία αρδευόµενου εδάφους, µέγεθος εκµεταλλεύσεων, διαθέσιµη εργασία, πεδινές και ηµιορεινές περιοχές, ύπαρξη βοσκοτόπων κ.λ.π.) συνεπάγονται µεγαλύτερες προσόδους για τους διαθέσιµους συντελεστές (έδαφος και εργασία) από τις προσδοκώµενες µε τη χρησιµοποίησή τους στη φυτική παραγωγή. Στις περιοχές αυτές η κτηνοτροφία έχει δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης µε την βελτίωση κυρίως της υποδοµής εµπορίας. Η ζωική παραγωγή και ιδιαίτερα η παραγωγή γάλακτος και γαλακτοκοµικών προϊόντων υπήρξε πάντα µια από τις βασικές δραστηριότητες του πληθυσµού της υπαίθρου, έχοντας προσφέρει προϊόντα µοναδικά από άποψη ποιότητας και γεύσης. Η άριστη ποιότητα των πρώτων υλών που είναι προσεχτικά επιλεγµένες, δίνει στα προϊόντα ποιοτικά χαρακτηριστικά που κάνουν τη δοκιµή τους µία µοναδική γευστική εµπειρία. Στην µεγάλη γκάµα των γαλακτοκοµικών προϊόντων, περιλαµβάνονται γνωστά προϊόντα όπως η φέτα, το κατσικίσιο τυρί, το κασέρι και το παραδοσιακό γιαούρτι αλλά και λιγότερο γνωστά, όπως το Αριάνι και το Κεφίρ. Κύριοι κλάδοι ζωικής παραγωγής (κτηνοτροφίας) είναι η βοοτροφία, που περιλαµβάνει τη γαλακτοπαραγωγό βοοτροφία, τις θηλάζουσες αγελάδες και την κρεοπαραγωγό αγελαδοτροφία, η προβατοτροφία, η αιγοτροφία και η χοιροτροφία. Στην Κ. Μακεδονία υπάρχουν δύο καθαρές φυλές αγελάδων: Η φυλή «Συκιάς» που εκτρέφεται σε µικρό αριθµό ζώων στη Σιθωνία (Ν. Χαλκιδικής) και η φυλή «Κατερίνης» µε µικρό αριθµό ζώων. Όσον αφορά τα πρόβατα στην Κ. Μακεδονία εκτρέφονται οι φυλές «Χιώτικη» και «Σερραϊκή» σε σχετικά µεγάλο αριθµό. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 131 από 281

Οι κτηνοτρόφοι µε τις οικογένειές τους εργαζόµενοι 365 ηµέρες το χρόνο υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, φροντίζουν διαρκώς τα ζώα τους σε µια προσπάθεια επίτευξης της ποσότητας αλλά και της ποιότητας γάλακτος που θα τους εξασφαλίσει το οικογενειακό τους εισόδηµα. Μεταφέρουν τεχνογνωσία αιώνων που διδάσκεται από τις προηγούµενες γενιές στις επόµενες και ενσωµατώνεται στις εφαρµοζόµενες πρακτικές και στην καθηµερινή ζωή δηµιουργώντας την πλούσια παράδοση της περιοχής. Αυτή µε το πέρασµα των αιώνων εµπλουτίστηκε και συµπεριέλαβε στοιχεία πολυπολιτισµικά αφού η Κεντρική Μακεδονία ανέκαθεν υπήρξε σταυροδρόµι πολιτισµών ενώνοντας την ανατολή µε τη δύση και το βορρά µε το νότο. Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αναγνωρίζει ότι ο κλάδος της κτηνοτροφίας και εκείνος της µεταποίησης των κτηνοτροφικών προϊόντων είναι σηµαντικός για την οικονοµία µας, τόσο σε επίπεδο Περιφέρειας όσο και σε Εθνικό επίπεδο κατέχοντας ένα σεβαστό µερίδιο του ΑΕΠ, επηρεάζοντας έτσι τη βιωσιµότητα και κατ επέκταση την ευηµερία µεγάλου και σηµαντικού τµήµατος του πληθυσµού της. Στις µέρες µας που οι αγορές κλυδωνίζονται και επικρατεί αστάθεια και αβεβαιότητα σε όλα τα επίπεδα επηρεάζοντας και τον κλάδο των γαλακτοκοµικών, µοναδικός τρόπος για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες είναι ο µακροχρόνιος στρατηγικός σχεδιασµός µε κινήσεις οι οποίες θα συµβάλλουν στην κατάκτηση των αγορών από τα προϊόντα αυτά, προσδίδοντας τους την προστιθέµενη αξία που δικαιωµατικά τους ανήκει. Κεντρική Στρατηγική της Περιφέρειας είναι η δηµιουργία σύγχρονων, ανταγωνιστικών αγροτικών και κτηνοτροφικών εκµεταλλεύσεων, µε βάση τα νέα εσωτερικά και διεθνή δεδοµένα, στην κατεύθυνση της παραγωγής προϊόντων υψηλής ποιότητας που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καταναλωτών. Η βελτίωση του εισοδήµατος των αγροτών, µπορεί να προέλθει από την αύξηση της παραγωγικότητας και τη διάθεση στον καταναλωτή αγροτικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Επιδίωξη και στόχος της στρατηγικής αυτής είναι τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα να διατίθενται στην αγορά και να εξάγονται «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 132 από 281

τυποποιηµένα, πιστοποιηµένα, µε υψηλή προστιθέµενη αξία και όπου είναι δυνατόν, µε ονοµασία προέλευσης. Για τον λόγο αυτό η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας στηρίζει έµπρακτα µε στοχευµένες δράσεις τα προϊόντα αυτά, έχοντας προγραµµατίσει πλήρες σχέδιο υποστήριξής τους, µε κύρια µέριµνα την προώθησή τους και γνώµονα την ασφάλεια των προϊόντων, την προστασία του καταναλωτή και του περιβάλλοντος. Η Κεντρική Μακεδονία αποτελεί περιφέρεια µε αξιόλογη κτηνοτροφική παραγωγή και είναι το κύριο κέντρο της βοοτροφίας της χώρας. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας κατέχει πρωτεύουσα θέση πανελλαδικά στην παραγωγή γάλακτος, καθώς αντιπροσωπεύει, σύµφωνα µε στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ (2010): το 47,5% της συνολικής παραγωγής του αγελαδινού γάλακτος (320 χιλ. τόνοι ετησίως, αξίας 116 εκ.) 16% της συνολικής παραγωγής του πρόβειου γάλακτος (88,5 χιλ. τόνοι ετησίως, αξίας 82 εκ ) 25% της συνολικής παραγωγής του αιγείου γάλακτος (37 χιλ. τόνοι ετησίως, αξίας 21 εκ ) Η συνολική αξία του παραγόµενου γάλακτος στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι 220 εκατοµµύρια ευρώ ετησίως, ποσό που αφορά στις αγορές του πρωτογενούς προϊόντος από τους µεταποιητές γάλακτος, που ανέρχονται στους 120. Τα χαρακτηριστικά, τα προβλήµατα και οι προοπτικές όλων των κλάδων της κτηνοτροφίας αναλύονται παρακάτω. 3.2.1 Βοοτροφία Βοοτροφία ορίζεται ο κλάδος της Κτηνοτροφίας ο οποίος έχει ως αντικείµενο την εκτροφή των βοοειδών, βουβαλιών και βισόνων για την παραγωγή κυρίως γάλακτος, κρέατος και δέρµατος. Η έντονη ελλειµµατικότητα που παρουσιάζει η χώρα µας σε προϊόντα του κλάδου της βοοτροφίας και τα τεράστια ποσά που ξοδεύουµε για την εισαγωγή τους, της προσδίδουν ιδιαίτερη σηµασία για την εθνική µας οικονοµία. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 133 από 281

Στην Ελλάδα εκτρέφονται περίπου 731.103 (Υπ.Α.Α.Τ 2005) βοοειδή, εκ των οποίων 1.200 βουβάλια και 100 βίσονες και παράγονται περίπου 750.000 τόνοι αγελαδινού γάλακτος και 65.000 τόνοι βοείου - µοσχαρίσιου κρέατος. Κύριο ενδιαφέρον για τη χώρα µας παρουσιάζει η εκτροφή των κατοικίδιων βοών, για αυτό και οι όροι βοοειδή και βοοτροφία είναι σχεδόν ταυτόσηµοι µε τα ζώα αυτά. Η βοοτροφία αποτελεί σηµαντικό κλάδο της γεωργίας και γενικότερα της εθνικής µας οικονοµίας για τους εξής λόγους : Παράγει δύο από τα σηµαντικότερα προϊόντα της διατροφής του ανθρώπου (γάλα και κρέας), τα οποία στις αναπτυγµένες χώρες αποτελούν τις βασικές πηγές πρωτεϊνών, λιπαρών ουσιών και άλλων στοιχείων, όπως σιδήρου και ασβεστίου. Εξασφαλίζει κύρια ή συµπληρωµατική απασχόληση σε πάνω από 28.000 οικογένειες, οι οποίες προσφέρουν στην εθνική οικονοµία προϊόντα αξίας 215 εκατοµµυρίων ευρώ. Αξιοποιεί διαθέσιµους βοσκότοπους, κατώτερης ποιότητας ζωοτροφές (άχυρα, χόρτα κτλ.) και κάθε είδους γεωργικά και βιοµηχανικά υποπροϊόντα τα οποία µετατρέπει σε προϊόντα υψηλής βιολογικής και διαιτητικής αξίας και τα οποία διαφορετικά θα έµεναν ανεκµετάλλευτα. Παρέχει απασχόληση και εισόδηµα στους τοµείς της µεταποίησης, της εµπορίας και των µεταφορών. Αποτρέπει την εγκατάλειψη και ερήµωση των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών της Ελλάδας και συµβάλλει έτσι στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού της χώρας. Σύµφωνα µε στοιχεία της Eurostat (2005) η βοοτροφία, σαν κλάδος της ζωικής παραγωγής στην Ελλάδα συµµετείχε στην Ακαθάριστη Αξία Ζωικής Παραγωγής (ΑΑΠ) µε ποσοστό 19,2% ενώ η συνολική εκατοστιαία µεταβολή της ΑΑΠ του κλάδου βοοτροφίας, την περίοδο 1995/2005 υπολογίζεται σε 26,7%. Στην Ελλάδα εκτρέφονται εγχώριες φυλές (Κοινή Βραχυκερατική, Τήνου, Κατερίνης, Συκιάς), γαλακτοπαραγωγικές φυλές, κυρίως της φυλής Ασπρόµαυρη (Holstein -Friesian), κρεοπαραγωγικές φυλές κυρίως Λιµουζέν και «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 134 από 281

Μπλοντ ντ Ακιτέν (Blonde d-aquitaine) και µικτής απόδοσης (Φαιά των Άλπεων και Σίµενταλ). Η Βοοτροφία αποτελεί τον κλάδο της ζωικής παραγωγής που συνδέεται άµεσα µε το καλλιεργούµενο έδαφος και ως εκ τούτου υπόκειται στον ανταγωνισµό ως προς τη χρησιµοποίηση του εδάφους και της εργασίας περισσότερο από τους άλλους κλάδους της ζωικής παραγωγής. Οι βοοτροφικές επιχειρήσεις, µε βάση την παραγωγική τους κατεύθυνση διακρίνονται σε: Μονάδες εκτροφής αγελάδων γαλακτοπαραγωγής Μονάδες εκτροφής αγελάδων κρεατοπαραγωγής Μονάδες πάχυνσης µοσχαριών Επειδή η παραγωγή µοσχαριών δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της χώρας γίνονται αθρόες εισαγωγές µοσχαριών, είτε από ευρωπαϊκές, είτε από τρίτες χώρες. Τα µοσχάρια εισάγονται σε ηλικία 4-6 µηνών και βάρος 200-250 κιλών και παχύνονται µέχρι την ηλικία των 15-18 µηνών. Η κρεατοπαραγωγός βοοτροφία στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από µεγάλο αριθµό µονάδων, σχετικά µικρής δυναµικότητας, διεσπαρµένων σε όλη τη χώρα. Το ποσοστό συµµετοχής των συστηµατικών µονάδων στο σύνολο της παραγωγής κυµαίνεται σε σχετικά χαµηλά επίπεδα. Οι βοοτροφικές επιχειρήσεις κρεατοπαραγωγής ασχολούνται συνήθως µε την πάχυνση (σε µικρό βαθµό µε την αναπαραγωγή) ζώων που εισάγονται σε µικρή ηλικία και εν συνεχεία µε την σφαγή αυτών. Οι Έλληνες αγελαδοτρόφοι είναι ως επί το πλείστον νέοι επιχειρηµατίες, που δεν βασίζουν τη βιωσιµότητά τους στις άµεσες επιδοτήσεις της Ε.Ε, έχουν προχωρήσει σε πολύ σηµαντικές επενδύσεις συγκριτικά µε άλλους κλάδους της οικονοµίας και έχουν στόχο τη δηµιουργία κτηνοτροφικής παράδοσης για τα διάδοχα µέλη της οικογένειας. Η σύγχρονη ελληνική επιχειρηµατική γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία συγκεντρώνεται κυρίως στη Μακεδονία (59,3%), τη Θράκη (7,3%) και τη Θεσσαλία (5,1%), ενώ το υπόλοιπο ποσοστό (28,3%) των αγελαδοτροφικών µονάδων κατανέµεται στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 135 από 281

Στην Ελλάδα, εκτρέφεται το 0,4% των βοοειδών όλης της Ευρώπης. Ο µεγαλύτερος πληθυσµός βοοειδών στην Ελλάδα, σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΣΥΕ, καταγράφηκε το 1974. Από τότε ξεκίνησε µια πτωτική πορεία του που οφείλεται κυρίως στην ανταγωνιστική τάση φυτικής προς ζωική παραγωγή για τη χρήση εδαφικών πόρων. Έτσι µε την τόνωση, µέσω ευνοϊκής πολιτικής, της φυτικής παραγωγής µειώθηκαν οι εκτάσεις µε βοσκότοπους ή καλλιεργούµενες ζωοτροφές µε άµεσο αποτέλεσµα την συρρίκνωση του κλάδου της βοοτροφίας. Επικουρικά αυτού του λόγου έδρασε και η εκµηχάνιση της γεωργίας εξαιτίας της οποίας σταµάτησε η χρησιµοποίηση των βοοειδών στις γεωργικές εργασίες καθώς επίσης και η ακολουθούµενη πολιτική τιµών η οποία καθήλωσε τις τιµές παραγωγού σε χαµηλά επίπεδα. Σύµφωνα µε στοιχεία του Υπ.Α.Α.Τ το υφιστάµενο, για το 2005, ζωικό κεφάλαιο βοοειδών καθώς επίσης και οι βοοτροφικές εκµεταλλεύσεις κατανέµονται στις 13 περιφέρειες της χώρας µας ως κατωτέρω: Πίνακας 60: Χωροταξική κατανοµή του ζωικού κεφαλαίου και των βοοτροφικών εκµεταλλεύσεων στις 13 περιφέρειες της Ελλάδας κατά το έτος 2005 ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΕΙΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΕΦΑΛΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ αριθµός ποσοστό αριθµός ποσοστό ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ 4.662 20,01% 109.640 15,00% ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ & ΟΡΑΚΗ 4.440 19,06% 217.523 29,75% ΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 2.346 10,08% 62.786 8,59% ΗΠΕΙΡΟΣ 1.602 6,88% 63.776 8,72% ΘΕΣΣΑΛΙΑ 2.128 9,14% 112.738 15,42% ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 492 2,11% 5.703 0,78% ΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑ Α 2.198 9,44% 66.709 9,12% ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑ Α 637 2,73% 21.005 2,87% ΑΤΤΙΚΗ 103 0,44% 10.322 1,41% ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 1.301 5,59% 21.558 2,95% ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 848 3,64% 9.738 1,33% ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 2.004 8,60% 24.908 3,41% ΚΡΗΤΗ 531 2,28% 4.697 0,64% ΣΥΝΟΛΟ 23.294 731.103 ΠΗΓΗ: Στοιχεία του ΥΠΑΑΤ 2005 Ειδικότερα, η εγχώρια παραγωγή βόειου κρέατος κατά την τριετία 2002-2004 κατανέµεται ως ακολούθως στις περιφέρειες της Ελλάδας. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 136 από 281

Πίνακας 61. ιαχρονική εξέλιξη της παραγωγής βόειου κρέατος και αριθµού σφαγίων και κατανοµή τους στις περιφέρειες της χώρας ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ 2002 ΠΑΡΑΓΩΓΗ 2003 ΠΑΡΑΓΩΓΗ 2004 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΖΩΩΝ ΤΟΝΟΙ ΚΡΕΑΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΖΩΩΝ ΤΟΝΟΙ ΚΡΕΑΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΖΩΩΝ ΤΟΝΟΙ ΚΡΕΑΤΟΣ 40-914 9.752,8 41.961 9.370,3 39.103 8.831,1 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 109.508 26.438,9 106.895 25.919,2 104.043 25.230,9 ΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 23.609 4.720,3 22.768 4.623,7 23.054 4.729,3 ΗΠΕΙΡΟΣ 19.255 2.252,6 19.905 2.409,3 20.440 2.434,2 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 37.576 7.857.7 40.280 8.112,9 41.071 8.830,2 ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ 2379 537,0 2.825 626,2 2.400 754,4 ΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑ Α 20.430 3.059,9 20.511 3.000,9 19.620 2.662,0 ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑ Α 8.497 1.220,7 8.303 1.194,0 11.572 1.995,0 ΑΤΤΙΚΗ 4.985 1.193,7 4.744 1.333,0 3.304 894,0 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 5.886 1.322,6 5.939 1.307,1 6.168 1.389,0 ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 4320 971,3 4.081 946,6 4.224 990,0 ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 4.157 1.059,5 4.284 1.101,5 4.521 1.160,0 ΚΡΗΤΗ 3.008 613,7 3.599 730,7 4.089 825,0 ΣΥΝΟΛΟ 284.524 61.000,7 286.095 60.675,4 283.609 60.725,1 Πηνπ ΕΣΥΕ Την πρώτη θέση στη συνολική παραγωγή βοείου/µοσχαρίσιου κρέατος, µε σηµαντική διαφορά από τις υπόλοιπες, κατέχει η περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία τη τριετία 2002-2004 συγκέντρωσε το 42,54% της συνολικής παραγωγής βοείου κρέατος. Ακολούθησαν κατά σειρά η Ανατολική Μακεδονία & Θράκη µε ποσοστό 15,4%, η Θεσσαλία µε ποσοστό 13,6% και η υτική Μακεδονία µε ποσοστό 7,7%. Οι περισσότερες περιφέρειες της χώρας παρουσίασαν διαχρονική µείωση της παραγωγής τους σε βόειο κρέας κατά την εξεταζόµενη περίοδο, ενώ κάποιες παρουσίασαν σταθερότητα ή µικρή αύξηση. Στην Ελλάδα η γαλακτοπαραγωγός βοοτροφία εξελίσσεται σε επιχειρηµατική µορφή µε γρήγορους ρυθµούς. Έχει επιτευχθεί σηµαντική βελτίωση των αποδόσεων λόγω της βελτίωσης του γενετικού υλικού των «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 137 από 281

ζώων και της βελτίωσης των συνθηκών εκτροφής τους (διατροφή, σταβλισµός κ.λπ.). Χωροταξικά η παραγωγή γάλακτος συγκεντρώνεται κυρίως σε ορισµένες περιφέρειες της χώρας µε πρώτη την Κεντρική Μακεδονία, στην οποία παράγεται το 48% του αγελαδινού γάλακτος και ακολουθούν οι περιφέρειες της Θεσσαλίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία παραδοσιακά συγκεντρώνονταν σε πεδινές περιοχές µε αρδευόµενες εκτάσεις κατάλληλες για παραγωγή ζωοτροφών καθώς και κοντά σε αστικά κέντρα όπου αναπτύχθηκαν και οι πρώτες µονάδες επεξεργασίας και τυποποίησης αγελαδινού γάλακτος. Σήµερα όµως, µε την ανάπτυξη της τεχνολογίας και το αναπτυγµένο δίκτυο µεταφορών, οι µονάδες επεξεργασίας δεν συνδέονται πλέον στενά µε τον τόπο παραγωγής του γάλακτος. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζεται το ισοζύγιο παραγωγήςκατανάλωσης βόειου κρέατος για τα έτη 1970, 1980 και για την χρονική περίοδο 1985-2002. Όπως φαίνεται και από τον πίνακα, η αυτάρκεια της Ελλάδας σε βόειο κρέας αντιστοιχεί, κατά µέσο όρο στην εξεταζόµενη περίοδο, σε 35,3% η δε κατά κεφαλήν κατανάλωση βόειου κρέατος σε 20,9 κιλά. Ο κίνδυνος από τη νόσο των «τρελών αγελάδων» επηρέασε πολύ σοβαρά την κατανάλωση βοείου κρέατος. Στη συνέχεια η κατανάλωση επανήλθε σταδιακά, σε επίπεδα όµως χαµηλότερα από αυτά πριν από την κρίση. Επίσης υπάρχει µία ελαφρά σταδιακή µείωση στην κατανάλωση βοείου κρέατος, λόγω της αλλαγής των διατροφικών συνηθειών και λόγω της γενικότερης αντίληψης που υπάρχει σήµερα για την ασφάλεια του βοείου κρέατος. Κατά τις περιόδους έντονων διατροφικών κρίσεων (όπως ήταν αυτή µε τη νόσο των τρελών αγελάδων) παρατηρείται κάθετη µείωση της κατανάλωσης βόειου κρέατος, αλλά παράλληλα εµφανίζεται έντονη ζήτηση του εγχώριου κρέατος, δηλαδή του κρέατος που προέρχεται από ζώα που γεννήθηκαν, παχύνθηκαν και σφάχτηκαν στην Ελλάδα, το οποίο γενικά θεωρείται ασφαλές. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 138 από 281

Πίνακας 62. Ισοζύγιο παραγωγής κατανάλωσης βόειου κρέατος Για τα γαλακτοκοµικά προϊόντα από αγελαδινό γάλα, σύµφωνα µε στοιχεία του Υπ.Α.Α.Τ (2001), η αυτάρκεια της χώρας κυµαίνεται σε ένα µέσο όρο 48-50% και η µέση κατανάλωση ανά άτοµο φθάνει µόλις τα 40 κιλά νωπού αγελαδινού γάλακτος, έναντι των 70 κιλών που καταναλώνει ο µέσος ευρωπαίος πολίτης. Η Ελλάδα είναι έντονα ελλειµµατική σε αγελαδινό γάλα. Ο µικρός βαθµός αυτάρκειας της χώρας σε αγελαδινό γάλα οφείλεται κυρίως στο καθεστώς των γαλακτοκοµικών ποσοστώσεων. Αντίθετα µε το κρέας, παρατηρείται σηµαντική αύξηση της κατανάλωσης τα τελευταία χρόνια και ιδίως του νωπού (φρέσκου) γάλακτος. Η γαλακτοπαραγωγική αγελαδοτροφία της χώρας µας εφοδιάζει τις γαλακτοβιοµηχανίες µας µε γάλα υψηλής ποιότητας που χρησιµοποιείται για παστερίωση και άµεση κατανάλωση (περίπου 550.000 τόνοι το 2005) και για την παρασκευή άλλων «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 139 από 281

γαλακτοκοµικών προϊόντων (220.000 τόνοι το 2005). Το υπόλοιπο γάλα (περίπου 500.000 τόνοι) για την κάλυψη των αναγκών µας εισάγεται. Η αξία των εισαγωγών κρέατος (συνολικά) και γάλακτος υπολογιζόταν το 2005 σε 951,8 εκατοµµύρια µε την αξία των εισαγοµένων ζώων και γαλακτοκοµικών προϊόντων (κυρίως τυριών), να ανέρχεται σε σύνολο 1.616 εκατοµµύρια, δηλαδή 56% της ακαθάριστης αξίας της κτηνοτροφικής παραγωγής (2.903 εκατοµµύρια ) και αποτελεί τη δεύτερη µεγαλύτερη δαπάνη για εισαγωγές µετά το πετρέλαιο. Οι εισαγωγές βόειου κρέατος κυµαίνονται σε υψηλότερα επίπεδα από το µέγεθος της εγχώριας παραγωγής από το 1980 και µετά. Το ποσοστό των εισαγωγών επί της συνολικής κατανάλωσης κυµάνθηκε µεταξύ του 58%-74%, την περίοδο 1988-2002. Ειδικότερα, οι εισαγόµενες ποσότητες κυµάνθηκαν µεταξύ των 112,8-173,2 χιλιάδες τόνους. Το συγκεκριµένο είδος κρέατος κάλυψε το 36,7%- 48,8% της συνολικής εισαγόµενης ποσότητας βρώσιµων κρεάτων την περίοδο 1996-1999, ενώ τη διετία 2000-2001 το ποσοστό συµµετοχής του µειώνεται σε 18,5%-20,5%. Το σύνολο σχεδόν των εισαγοµένων ποσοτήτων προέρχεται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, το µεγαλύτερο µέρος των εισαγωγών αφορά νωπά κρέατα βοοειδών, ενώ σε σηµαντικά µικρότερες ποσότητες εισάγονται κατεψυγµένα κρέατα και βρώσιµα παραπροϊόντα. Σηµαντικότερος προµηθευτής της χώρας µας είναι η Γαλλία, ακολουθούµενη από την Ολλανδία και τη Γερµανία. Οι ποσότητες των βοείων κρεάτων που εισάγονται από Τρίτες χώρες και κυρίως από την Μποτσουάνα και τη Ζιµπάµπουε, είναι κατά πολύ χαµηλότερες και αφορούν κατά κύριο λόγο κατεψυγµένα κρέατα βοοειδών. Οι εξαγωγές βόειου-µοσχαρίσιου κρέατος κάλυψαν το 21%-26% των συνολικών εξαγωγών κρέατος την περίοδο 1996-1999, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το 2000 διαµορφώθηκε σε 34,9% και το 2001 σε 4,6%. Σύµφωνα µε τα προσωρινά στοιχεία της ΕΣΥΕ, το 2000 εξήχθησαν 4.331 τόνοι βόειου-µοσχαρίσιου κρέατος, ενώ το 2001 εκτιµάται ότι η εν λόγω ποσότητα µειώθηκε σε 576 τόνους. Οι τρίτες χώρες αποτέλεσαν τον κυριότερο προορισµό των ελληνικών βόειων κρεάτων καθ όλο το εξεταζόµενο «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 140 από 281

διάστηµα (1996-2001). Οι αντίστοιχες ποσότητες που εξήχθησαν στις χώρες της Ε.Ε. ήταν αρκετά χαµηλότερες. Εκτιµάται ότι υπάρχει δυνατότητα για περαιτέρω ανάπτυξη της ζωικής παραγωγής στη χώρα µας και ιδιαίτερα στον κλάδο του βόειου κρέατος και αγελαδινού γάλακτος που είµαστε έντονα ελλειµµατικοί σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι οι Έλληνες προτιµούν τα ελληνικά προϊόντα επειδή τα θεωρούν ποιο ασφαλή και ανώτερης ποιότητας. Η Ελλάδα έχει µεγάλες δυνατότητες παραγωγής ζωικών προϊόντων καλής ποιότητας και απόλυτα ασφαλή τα οποία επιζητεί όλο και περισσότερο ο σηµερινός καταναλωτής ιδιαίτερα µετά τις επανειληµµένες διατροφικές κρίσεις (διοξίνες, νόσος τρελών αγελάδων κ.λπ.). Ο αυστηρός έλεγχος των εισαγόµενων προϊόντων, η καταπολέµηση του φαινοµένου της ελληνοποίησης τους και η δυνατότητα αναγνώρισης των ελληνικών προϊόντων από τον καταναλωτή, µπορεί να αυξήσει τη ζήτηση των ελληνικών προϊόντων να βελτιώσει το επίπεδο των τιµών του παραγωγού και να δώσει νέα δυναµική στην ανάπτυξη της ελληνικής κτηνοτροφίας. Ιδιαίτερη δυναµική ανάπτυξης εµφανίζει ο κλάδος της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας. Η ανάπτυξη της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας θα µειώσει και το έλλειµµα της χώρας µας σε βόειο κρέας δεδοµένου ότι θα έχουµε αύξηση των παραγόµενων µοσχαριών. Γενικός αναπτυξιακός στόχος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας είναι η σύνδεση της φυτικής µε τη ζωική παραγωγή και η αύξηση της συµµετοχής της ζωικής παραγωγής στην Ακαθάριστη Αξία της συνολικής γεωργικής παραγωγής µε συνεπαγόµενη την άρση της ανισορροπίας της σχέσης 1:4 ζωικής προς φυτική παραγωγή. Τα στατιστικά στοιχεία που ακολουθούν, αφορούν τους Τοµείς Κτηνοτροφίας και Αλιείας και συγκεντρώθηκαν από τις ιευθύνσεις Αγροτικής Οικονοµίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων της Π.Κ.Μ από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, τον ΕΛΟΓΑΚ και το Τµήµα Αγροτικής Στατιστικής ( ιεύθυνση Αγροτικής Πολιτικής & Τεκµηρίωσης του ΥΠΑΑΤ). «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 141 από 281

3.2.1.1 Κρεοπαραγωγός Βοοτροφία Ο τοµέας του κρέατος αποτελεί παγκοσµίως έναν από τους σηµαντικότερους τοµείς της γεωργικής παραγωγής. Η παγκόσµια παραγωγή του βοείου-µοσχαρίσιου κρέατος ανέρχεται σε 59 εκατοµµύρια τόνους (FAO 2004). Από τις κυριότερες εξαγωγικές χώρες, την πρώτη θέση σε παραγωγή βοείου-µοσχαρίσιου κρέατος καταλαµβάνουν οι ΗΠΑ µε ποσοστό ανώτερο του 19% της παγκόσµιας παραγωγής. Ακολουθούν η Βραζιλία (13,1), η Κίνα (11,0%), η Αργεντινή (4,6%), η Αυστραλία (3,4%), η Ρωσία (3,2%), το Μεξικό (2,6%), ο Καναδάς (2,5%), και τέλος η Νέα Ζηλανδία (1,2%). Η Ε.Ε-25 αποτελεί σηµαντικό παραγωγό βοείου-µοσχαρίσιου κρέατος σε παγκόσµια κλίµακα, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 14% της παγκόσµιας παραγωγής, µε παραγωγή η οποία αγγίζει τα 8,1 εκατοµµύρια τόνους βάρος ισοδύναµου σφαγίου (Eurostat 2005). Το βόειο κρέας κατέχει την πρώτη θέση ανάµεσα στα διάφορα είδη κρέατος που παράγονται στην Ε.Ε-25 (στοιχεία µέχρι το 2004) και αποτελεί το δεύτερο παραγωγό τοµέα, αντιπροσωπεύοντας το 10% της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής της Ε.Ε-25. Το ζωικό κεφάλαιο των βοοειδών της Ε.Ε-25 κατανέµεται κυρίως, στη Γαλλία η οποία εκτρέφει το 22% των βοοειδών της Ε.Ε-25, ακολουθούµενη από τη Γερµανία µε 15%, το Ηνωµένο Βασίλειο µε 12%, ενώ το υπόλοιπο 51% κατανέµεται σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ-25. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής βοείου κρέατος της ΕΕ-25 (Eurostat, FAO 2004) ήταν οι ακόλουθες: Γαλλία µε ποσοστό 19,77%, Γερµανία µε 15,8%, Ιταλία µε 14,4%, Ηνωµένο Βασίλειο µε 9,06%, Ισπανία µε 8,93% και Ιρλανδία µε 7,04%. Το σηµαντικότερο στοιχείο του τοµέα του βόειου κρέατος στα πρόσφατα χρόνια ήταν ο αντίκτυπος των ασθενειών των ζώων στην κατανάλωση. Ειδικότερα η Σπογγώδης Εγκεφαλοπάθεια των Βοοειδών (ΣΕΒ) είχε ως συνέπεια τη δραµατική µείωση στην κατανάλωση που οδήγησε σε βραχυπρόθεσµη υπερπροσφορά και κατά συνέπεια σε σηµαντικά µειωµένες τιµές. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 142 από 281

Σχήµα 32. Αριθµός Εκτροφών βοοειδών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΤΡΟΦΩΝ ΒΟΟΕΙΔΩΝ ΤΟ 2010 ΣΤΗΝ ΠΚΜ 1800 1600 1400 1200 1000 800 600 400 200 0 ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΒΟΟΕΙΔΗ 652 1068 807 1076 395 1679 192 Σχήµα 33. Αριθµός βοοειδών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ ΑΡΙΘΜΟΣ ΒΟΟΕΙΔΩΝ ΤΟ 2010 ΣΤΗΝ ΠΚΜ 70.000 60.000 50.000 40.000 30.000 20.000 10.000 0 ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΒΟΟΕΙΔΗ 22.049 64.377 26.400 21.471 5.135 55.875 4.665 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Η χώρα δεν είναι αυτάρκης σε βόειο κρέας και γίνονται προσπάθειες για την µείωση των εισαγωγών. Η εγχώρια παραγωγή βοείου κρέατος προέρχεται αφενός µεν από εκµεταλλεύσεις που εκτρέφουν αγελάδες γαλακτοπαραγωγής, αφετέρου δε από εκµεταλλεύσεις που παχαίνουν αποκλειστικά µόσχους είτε παραγόµενους από εκτρεφόµενες στη χώρα µας αγελάδες (θηλάζουσες), είτε εισαγόµενους από άλλες χώρες. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για πάχυνση µοσχαριών σε κλειστούς χώρους εντατικής εκτροφής, δηλ. η λεγόµενη βιοµηχανική πάχυνση. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 143 από 281

Η βοοτροφία εκτατικής εκτροφής (θηλάζουσες αγελάδες) που στηρίζεται σε αγελάδες διασταυρωµένες µε ταύρους βελτιωµένων φυλών κρεατοπαραγωγικής κατεύθυνσης (οι πιο επικρατούσες είναι η Λιµουζίν, η Σίµµενταλ, η Φαιά των Άλπεων και η Σιαρολαίζ) που εκτρέφονται από βοοτρόφους ηµιορεινών και ορεινών περιοχών αντιµετωπίζει ορισµένα προβλήµατα. Τα προβλήµατα αυτά σχετίζονται µε την απουσία κατάλληλων βοσκοτόπων και ανάλογων υποδοµών, µε την έλλειψη εργατικών χεριών τόσο κατά την θερινή περίοδο στους βοσκοτόπους, όσο και κατά τη χειµερινή περίοδο στους στάβλους, µε το υψηλό κόστος διατροφής κατά τη χρονική περίοδο του ενσταβλισµού τους. Οι εδαφοκλιµατικές συνθήκες είναι δυσµενείς για την ανάπτυξη του κλάδου της κρεατοπαραγωγού βοοτροφίας, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από το µικρό ποσοστό αυτάρκειας σε βόειο κρέας και από την εισαγωγή µεγάλων ποσοτήτων κρέατος, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η παραγωγή βοείου κρέατος και µάλιστα µε χαµηλό κόστος προϋποθέτει την ύπαρξη αφενός µεν άφθονων βοσκοτόπων, αφετέρου δε µεγάλων εκτάσεων για την παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχουν στην Κ. Μακεδονία, και γενικότερα στην Ελλάδα, ούτε από την πλευρά των βοσκοτόπων, ούτε από την πλευρά των καλλιεργήσιµων εκτάσεων. Ωστόσο, η νέα ΚΑΠ δηµιουργεί ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης της βοοτροφίας διότι προβλέπεται αύξηση των εκτάσεων των καλλιεργειών κτηνοτροφικών φυτών. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια τόσο εκ µέρους της Πολιτείας, όσο και από την πλευρά της Ε.Ε. να αναπτυχθεί ο κλάδος της κρεατοπαραγωγού βοοτροφίας κυρίως στις ηµιορεινές περιοχές όπου υπάρχουν διαθέσιµοι βοσκότοποι. Τα µέχρι στιγµής αποτελέσµατα της ασκούµενης πολιτικής είναι ενθαρρυντικά και συνίσταται η συνέχισή της διότι είναι ο µόνος τρόπος να παραχθεί βόειο κρέας υπό τις συνθήκες της χώρας µας, πέραν του ότι ασκείται και η απαραίτητη κοινωνική πολιτική. Η κρεατοπαραγωγός βοοτροφία έχει προοπτικές µε την προϋπόθεση ότι θα στηριχθεί σε πιο υγιείς βάσεις, δηλ. στη λειτουργία οργανωµένων βοοτροφικών εκµεταλλεύσεων που θα στηρίζονται στην παρουσία αγελάδων «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 144 από 281

κρεατοπαραγωγής υψηλής παραγωγικότητας και στην ύπαρξη των αναγκαίων βοσκοτόπων και των ανάλογων εκτάσεων για την παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει τα κίνητρα για επενδύσεις στις γεωργικές εκµεταλλεύσεις να προβλέπουν τη δηµιουργία σύγχρονων µονάδων µεγέθους 150 αγελάδων και άνω σε περιοχές που διαθέτουν τις προϋποθέσεις ελευθέρας βόσκησης και παραγωγής φθηνών ζωοτροφών. Με αυτό τον τρόπο θα µειωθεί σηµαντικά ο βαθµός εξάρτησης από τις εισαγωγές. Στα πλαίσια αυτής της µορφής βοοτροφίας θα µπορούσε η βιολογική κρεατοπαραγωγός βοοτροφία να αποτελέσει µια καλή προοπτική κυρίως για τις ηµιορεινές και ορεινές περιοχές της Περιφέρειας. 3.2.1.2 Γαλακτοπαραγωγός Βοοτροφία Οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής ανέρχονται παγκόσµια περίπου σε 222 εκατοµµύρια και παράγουν περίπου 490 εκατοµµύρια τόνους αγελαδινού γάλακτος. Η παραγωγή βουβαλίσιου γάλακτος παγκόσµια ανέρχεται σε 69 εκατοµµύρια τόνους και οι χώρες µε τη µεγαλύτερη παραγωγή είναι η Ινδία (67%), το Πακιστάν (27%), η Κίνα (3,7%), η Αίγυπτος (3,2%) και η Ιταλία (0,2%). Η παγκόσµια παραγωγή σε αγελαδινό γάλα (στοιχεία FAO 2000) ανερχόταν στους 488.213 χιλιάδες τόνους εκ των οποίων οι 208.743 χιλιάδες τόνοι παράγονταν στην Ευρώπη κατατάσσοντάς την στην πρώτη θέση µεταξύ των παραγωγών αγελαδινού γάλακτος παγκοσµίως, µε ποσοστό ανώτερο του 40% της παγκόσµιας παραγωγής. Η πρώτη σε επίπεδο χώρας, σε παραγωγή αγελαδινού γάλακτος είναι οι ΗΠΑ ακολουθούµενη από τη Ρωσία και την Ινδία. Η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Eurostat 2004) κατέχει σηµαντικό ποσοστό της αξίας της αγροτικής παραγωγής (περίπου 13%) και ποικίλει µεταξύ των κρατών µελών, τείνοντας να είναι υψηλότερη στη βόρεια Ευρώπη και χαµηλότερη (κάτω από 10%) στις Μεσογειακές χώρες. Έτσι, η Γερµανία παράγει το 19,95% του συνολικά παραγόµενου αγελαδινού γάλακτος στην ΕΕ-25, η Γαλλία το 17,22%, το «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 145 από 281

Ηνωµένο Βασίλειο το 10,28%, η Ιταλία το 7,61%, οι Κάτω Χώρες το 7,72%, η Ισπανία το 4,49% και η Ελλάδα µόλις το 0,55%. Οι εξαγωγές (στοιχεία 2005) έφθασαν στους 2,5 εκατοµµύρια τόνους προϊόντων αγελαδινού γάλακτος και ξεπέρασαν σε αξία εξαγωγών τα 5,4 δισεκατοµµύρια. Ειδικότερα, στοιχεία εξαγωγών για το 2004 έδειξαν ότι η ΕΕ-25 συνεισφέρει στο παγκόσµιο εµπόριο το 39% του βουτύρου και το 40% του τυριού. Η Ελλάδα έχει ορισµένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όσο αφορά τον τοµέα του γάλακτος και των γαλακτοκοµικών προϊόντων όπως µικρό αριθµό αγελάδων ανά εκµετάλλευση, χαµηλότερες αποδόσεις γάλακτος ανά αγελάδα από το µέσο όρο της Ε.Ε. και µεγάλο αριθµό εκµεταλλεύσεων εγκατεστηµένων σε ορεινές και µειονεκτικές περιοχές. Εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης και των κλιµατικών συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα, η χώρα χαρακτηρίζεται από ένα µόνιµο έλλειµµα στην παραγωγή γάλακτος, που καλύπτει περίπου το 50% της εγχώριας κατανάλωσης. εδοµένης της περιορισµένης παραγωγικής ικανότητας, η Ελλάδα είναι ένας καθαρός εισαγωγέας αγελαδινού γάλακτος και γαλακτοκοµικών προϊόντων. Ωστόσο, οι προοπτικές ανάπτυξης της γαλακτοπαραγωγού βοοτροφίας στην περιφέρεια της Κ. Μακεδονίας µπορούν να χαρακτηριστούν ευνοϊκές. Ο κλάδος της γαλακτοπαραγωγού βοοτροφίας απαντάται σε όλη την περιφέρεια, αλλά είναι ιδιαίτερα αναπτυγµένος στους νοµούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς και Σερρών. Ο πιο αποτελεσµατικός τρόπος οργάνωσης του κλάδου είναι η µείωση του µικρού µεγέθους εκµεταλλεύσεων και η αύξηση του µεσαίου µεγέθους εκµεταλλεύσεων. Μέσα από την προσαρµογή του κλάδου διαφαίνεται η τάση όχι µόνο µείωσης των µικρού µεγέθους εκµεταλλεύσεων και αύξηση της συµµετοχής των µεσαίων εκµεταλλεύσεων στην παραγωγή γάλακτος, αλλά και µείωση του αριθµού των αγελάδων και αύξηση της παραγωγικής ικανότητας των ζώων. Αυτές οι προσαρµογές κρίνονται απαραίτητες για τη βιωσιµότητα και την ανταγωνιστικότητα των γαλακτοπαραγωγικών εκµεταλλεύσεων, ιδιαίτερα στις µη ευνοϊκές εδαφοκλιµατικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα µας. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 146 από 281

Σε αυτό το σηµείο θα πρέπει να τονίσουµε ότι ο κλάδος µεταποίησης αγελαδινού γάλακτος στην Ελλάδα αποτελεί τον πιο σηµαντικό κλάδο της βιοµηχανίας τροφίµων µε περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης. Ο κλάδος αναδιαρθρώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες µε την ανάπτυξη µεγάλων και σύγχρονων βιοµηχανιών και την µείωση του αριθµού των µικρών µονάδων που χρησιµοποιούσαν µη σύγχρονη τεχνολογία, είχαν περιορισµένη δυναµικότητα και κάλυπταν ανάγκες τοπικών αγορών. Οι µικρές επιχειρήσεις δεν µπόρεσαν να προσαρµοστούν και να λειτουργήσουν σύµφωνα µε τις ρυθµίσεις της ευρωπαϊκής και εθνικής νοµοθεσίας. Ωστόσο ο κλάδος παραµένει κατακερµατισµένος µε ένα µεγάλο αριθµό επιχειρήσεων, ενώ είναι µικρός ο αριθµός των επιχειρήσεων µεσαίου και µεγάλου µεγέθους, µεταξύ των οποίων παρατηρείται µεγάλη διαφοροποίηση, τόσο ως προς το µέγεθος της παραγωγής όσο και ως προς τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας και των δικτύων διανοµής. Τα τελευταία χρόνια αρκετές επιχειρήσεις βρίσκονται στο στάδιο του εκσυγχρονισµού, εκµεταλλευόµενες τα επενδυτικά κίνητρα που δίδονται από την πολιτεία. Συγχρόνως µε την εφαρµογή κοινοτικών κανονισµών παρατηρείται µία ποιοτική αναβάθµιση της παραγωγικής διαδικασίας από τη συλλογή της πρώτης ύλης µέχρι την τελική διάθεση στην κατανάλωση. Είναι αλήθεια ότι οι εδαφοκλιµατικές συνθήκες της χώρας µας δεν µπορούν να χαρακτηριστούν ως ευνοϊκές για την ανάπτυξη του κλάδου της γαλακτοπαραγωγού βοοτροφίας. Οι µη ευνοϊκές εδαφικές συνθήκες αναφέρονται τόσο στην περιορισµένη έκταση εδαφών για την καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών, όσο και στην έλλειψη πεδινών βοσκοτόπων και λειµώνων. Από την άλλη πλευρά οι δυσµενείς κλιµατικές συνθήκες συνδέονται µε τις περιορισµένες βροχοπτώσεις, που δεν είναι αρκετές για την εξασφάλιση άφθονου χόρτου προς βόσκηση. Και αυτό, γιατί τόσο η ύπαρξη άφθονων πεδινών βοσκοτόπων και φυσικών λειµώνων, όσο και η παραγωγή φθηνών χονδροειδών ζωοτροφών αποτελούν τη βάση όχι µόνο της βιωσιµότητας αλλά και της ανταγωνιστικότητας της βοοτροφίας γαλακτοπαραγωγής. Ωστόσο, σήµερα µε την αναµενόµενη αύξηση των εκτάσεων των κτηνοτροφικών φυτών που θα προκύψει από την εφαρµογήτης νέας ΚΓΠ, είναι δυνατή η «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 147 από 281

αξιοποίηση τέτοιων εδαφών διαµέσου βοοτροφικών εκµεταλλεύσεων. Για την ανάπτυξη του κλάδου όµως δεν αρκεί η παραγωγή φθηνών ζωοτροφών, αλλά είναι αναγκαία και η εκτροφή αγελάδων υψηλής παραγωγικής ικανότητας και κτιριακών εγκαταστάσεων λειτουργικών µεν αλλά χαµηλού κόστους που θεωρούνται βασικές προϋποθέσεις βιωσιµότητας και ανταγωνιστικότητας αυτού. Τα παραπάνω πρέπει να συµπληρώνονται από την ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας και τη σύνταξη οικονοµικών σιτηρεσίων, δεδοµένης της µεγάλης συµµετοχής του κόστους διατροφής στο συνολικό κόστος της γαλακτοπαραγωγού βοοτροφίας. Όλα αυτά καθιστούν αναγκαίο τον εκσυγχρονισµό των υπαρχουσών εκµεταλλεύσεων µέσω των υφιστάµενων µέτρων πολιτικής. Σχήµα 34. Συνολική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος ΠΚΜ ανά ΠΕ Παραγωγή αγελαδινού γάλακτος σε τόνους στην ΠΚΜ (ΕΛΟΓΑΚ 2009) συνολικά 338.831 tn Ποσότητα γάλακτος σε τόνους 200.000 180.000 160.000 140.000 120.000 100.000 80.000 60.000 40.000 20.000 0 185.011 54.570 53.310 21.177 11.537 7.919 5.307 Ημαθία Θεσ/νίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Τίτλος άξονα Γάλα Πηγή: ΕΛΟΓΑΚ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 148 από 281

ΠΙΝΑΚΑΣ 63.Συνολικός αριθµός ζώων ανά κατηγορία και ανά ΠΕ το έτος 2007 ΕΙ ΟΣ ΖΩΟΥ ΣΥΝΟΛΟ ΣΥΝΟΛΟ ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ ΕΛΛΑ ΟΣ ΠΚΜ ΒΟΟΕΙ Η 623.650 202.097 22.341 68.877 27.495 26.759 7.553 41.837 7.235 ΒΟΥΒΑΛΙΑ 1.643 1.471 233 10 1.228 ΠΡΟΒΑΤΟΕΙ Η 8.896.587 943.961 64.215 179.527 147.520 188.858 110.827 190.433 62.581 ΑΙΓΕΣ 5.345.617 695.925 37.919 149.515 56.666 84.361 82.190 130.996 154.278 ΧΟΙΡΟΙ 891.772 147.408 18.991 14.020 6.967 11.389 64.273 19.885 11.883 ΚΥΨΕΛΕΣ ΜΕΛΙΣΣΩΝ 1.342.987 248.897 14.426 19.969 5.780 15.500 10.683 18.438 164.101 ΟΡΝΙΘΕΣ 31.762.723 7.895.434 190.538 2.104.540 721.753 276.890 3.345.280 684.542 571.891 ΛΟΙΠΑ ΠΤΗΝΑ ΣΥΝΟΛΑ 184.254 16.924 2.401 8.236 993 1.375 1.150 2.617 152 ΧΗΝΕΣ 29.591 1.215 248 188 50 182 186 351 10 ΠΑΠΙΕΣ 54.437 4.749 1.733 677 134 582 492 1.116 15 ΙΝ ΙΑΝΟΙ-ΓΑΛΛΟΠΟΥΛΕΣ 94.454 9.236 398 7.354 40 417 322 670 35 ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΙ 5.772 1.724 22 17 769 194 150 480 92 ΚΟΥΝΕΛΙΑ 1.230.613 56.842 6.704 5.112 2.627 13.177 7.269 19.988 1.965 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 149 από 281

Πίνακας 64. Αριθµός ζώων που αρµέχτηκαν κατά είδος και ανά Περιφερειακή Ενότητα το έτος 2007 ΕΙ ΟΣ ΖΩΟΥ ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΟΣ ΣΥΝΟΛΟ ΠΚΜ ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ ΑΓΕΛΑ ΕΣ ΕΓΧΩΡΙΕΣ 13.223 548 48 0 5 180 232 35 48 ΑΓΕΛΑ ΕΣ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΕΣ 132.072 51.430 4.281 24.414 5.892 7.642 2.300 6.210 691 ΑΓΕΛΑ ΕΣ ΞΕΝΙΚΕΣ 67.859 26.513 941 7.597 7.757 3.437 153 6.056 572 ΣΥΝΟΛΟ ΑΓΕΛΑ ΩΝ 213.154 78.491 5.270 32.011 13.654 11.259 2.685 12.301 1.311 ΒΟΥΒΑΛΙΑ 178 162 0 156 0 6 0 0 0 ΠΡΟΒΑΤΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ 529.415 7.357 940 820 126 1.739 2.615 287 830 ΠΡΟΒΑΤΑ ΚΟΠΑ ΙΑΡΙΚΑ 6.065.514 747.769 50.300 146.043 114.798 156.053 77.034 150.828 52.713 ΠΡΟΒΑΤΑ ΝΟΜΑ ΙΚΑ 436.843 2.327 0 355 0 1.972 0 0 0 ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΒΑΤΩΝ 7.031.772 757.453 51.240 147.218 114.924 159.764 79.649 151.115 53.543 ΚΑΤΣΙΚΙΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ 529.221 21.988 1.434 1.946 293 4.317 7.587 2.566 3.845 ΚΑΤΣΙΚΙΑ ΚΟΠΑ ΙΑΡΙΚΑ 3.360.671 555.871 30.868 120.817 47.958 66.727 60.199 106.403 122.899 ΚΑΤΣΙΚΙΑ ΝΟΜΑ ΙΚΑ 185.554 16.819 220 11.599 0 0 0 0 5.000 ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΤΣΙΚΙΩΝ 4.075.446 594.678 32.522 134.362 48.251 71.044 67.786 108.969 131.744 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 150 από 281

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ Πίνακας 65. Παραγωγή γάλακτος (σε τόνους) ανά Περιφερειακή Ενότητα το έτος 2007 ΕΙ ΟΣ ΖΩΟΥ ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΟΣ ΣΥΝΟΛΟ ΠΚΜ ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ ΓΑΛΑ ΑΓΕΛΑ ΩΝ 801.185 353.374 18.673 188.349 43.605 38.522 6.303 53.053 4.869 ΓΑΛΑ ΒΟΥΒΑΛΙΩΝ 156 144 139 5 ΓΑΛΑ ΠΡΟΒΑΤΩΝ 749.313 91.320 7.546 19.325 13.258 17.357 8.995 17.543 7.296 ΓΑΛΑ ΑΙΓΩΝ 492.624 79.329 4.232 19.165 6.275 8.449 10.859 13.640 16.709 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Πίνακας 66. Παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων (σε τµχ. και τόνους) ανά Περιφερειακή Ενότητα το έτος 2007 ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΟΣ ΣΥΝΟΛΟ ΠΚΜ ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ ΑΥΓΑ (χιλ. τεµχ.) 1.945.373 310.114 9.809 121.446 32.039 11.392 69.602 42.117 23.709 ΜΕΛΙ (τόνοι) 14.772 2.151 144 227 74 175 94 196 1.241 ΕΡΜΑΤΑ (τµχ) 9.437.188 1.279.564 111.156 218.696 70.132 129.344 164.052 310.684 275.500 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 151 από 281

Πίνακας 67. Παραγωγή κρέατος (σε τόνους) κατά είδος ανά Περιφερειακή Ενότητα το έτος 2007 ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΟΣ ΣΥΝΟΛΟ ΠΚΜ ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ ΚΡΕΑΣ ΒΟ ΙΝΟ 76.046 30.185 7.090 9.632 3.787 2.959 652 5.066 999 ΚΡΕΑΣ ΠΡΟΒΕΙΟ 92.528 17.670 649 1.745 10.097 1.474 834 2.334 537 ΚΡΕΑΣ ΑΙΓΕΙΟ 56.108 6.960 361 1.632 488 687 863 1.588 1.341 ΚΡΕΑΣ ΧΟΙΡΙΝΟ 101.867 17.435 1.639 2.076 570 1.217 6.782 2.519 2.632 ΚΡΕΑΣ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ- ΚΟΥΝΕΛΙΩΝ Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ 123.321 33.952 563 8.998 2.087 1.594 16.630 2.102 1.978 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 152 από 281

ΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ Πίνακας 68. Παραγωγή δευτερογενών κτηνοτροφικών προϊόντων (σε τόνους) το έτος 2007 ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΟΣ ΣΥΝΟΛΟ ΠΚΜ ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ ΤΥΡΙ ΜΑΛΑΚΟ 120.077 14.995 338 7.626 579 1.186 3.107 438 1.721 ΤΥΡΙ ΣΚΛΗΡΟ 40.260 3.367 303 2.300 213 120 404 0 27 ΒΟΥΤΥΡΟ ΝΩΠΟ 1.746 58 4 13 11 1 25 3 1 ΒΟΥΤΥΡΟ ΛΙΩΜΕΝΟ 532 12 0 2 0 0 9 1 0 ΜΥΖΗΘΡΑ 14.582 647 3 244 22 82 281 2 13 ΚΡΕΜΑ 4.528 2.370 5 2.192 1 17 137 0 18 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 153 από 281

Σχήµα 35. Αριθµός Εκτροφών Μηρυκαστικών ζώων και χοίρων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Αριθµός Εκτροφών Μηρυκαστικών Ζώων και Χοίρων το 2010 στην Π.Κ.Μ. Αριθµός εκτροφών 10.500 10.000 9.500 9.000 8.500 8.000 7.500 7.000 6.500 6.000 5.500 5.000 4.500 4.000 3.500 3.000 2.500 2.000 1.500 1.000 500 0 Ηµαθία Θεσσαλονίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Σύνολο ΠΚΜ Αιγοπρόβατα 726 1.315 1.038 2.082 1.754 2.457 847 10.219 Βοοειδή 652 1.068 807 1.076 395 1.679 192 5.869 Χοίροι 36 90 77 10 142 353 105 813 Σχήµα 36. Αριθµός Μηρυκαστικών ζώων και χοίρων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Αριθµός Μηρυκαστικών Ζώων και Χοίρων το 2010 στην Π.Κ.Μ. Αριθµός Ζώων Ηµαθία Θεσσαλονίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Αιγοπρόβατα 97.769 292.427 175.666 270.597 215.666 410.647 190.062 Βοοειδή 22.049 64.377 26.400 21.471 5.135 55.875 4.665 Χοίροι 25.236 7.712 5.759 11.181 12.623 54.727 22.781 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 154 από 281

3.2.2. Αιγοπροβατοτροφία Η αιγοπροβατοτροφία (µικρά µηρυκαστικά) αποτελεί παραδοσιακά έναν από τους δυναµικότερους κλάδους στη χώρα µας, συµβάλλοντας κατά 18% περίπου στο συνολικό αγροτικό εισόδηµα. Η παραγωγική αυτή κατεύθυνση στηρίχθηκε στους άφθονους φυσικούς πόρους και προσαρµόστηκε στις ιδιαίτερες κλιµατολογικές και εδαφολογικές συνθήκες της πατρίδας µας. Στον ελλαδικό χώρο, η αιγοπροβατοτροφία προσφέρεται σαν µια διέξοδος της σύγχρονης αγροτικής οικονοµίας και έχει ιδιαίτερη σηµασία δεδοµένου ότι αξιοποιεί εκτάσεις ορεινές-µειονεκτικές που θα ήταν αδύνατο να αξιοποιηθούν διαφορετικά. Το αίγειο και πρόβειο κρέας και γάλα είναι δύο βασικές κατηγορίες προϊόντων µε µεγάλη οικονοµική σηµασία κι αποτελούν τις κυριότερες πηγές του αγροτικού εισοδήµατος των κατοίκων των ορεινών και µειονεκτικών περιοχών. Στη χώρα µας υπολογίζεται ότι 250.000 χιλιάδες οικογένειες απασχολούνται στον τοµέα ως κτηνοτρόφοι ή και µεταποιητές. Στην Ε.Ε εκτρέφονται περίπου 100,5 εκατοµµύρια πρόβατα και αίγες. Οι σηµαντικότερες χώρες, από πλευράς εκτρεφόµενου αριθµού προβάτων, είναι το Ηνωµένο Βασίλειο µε 24,4 εκατοµµύρια, η Ισπανία µε 22,5 εκατοµµύρια, η Ιταλία µε 8,0 εκατοµµύρια, η Γαλλία µε 8,8 εκατοµµύρια και η Ελλάδα µε 8,5 εκατοµµύρια µε βάση στοιχεία του 2005. Σε ότι αφορά τις αίγες, για το ίδιο έτος, η Ελλάδα εκτρέφει 5,1 εκατοµµύρια ζώα περίπου και ακολουθούν η Ισπανία µε 2,9 εκατοµµύρια, η Γαλλία µε 1,2 εκατοµµύρια και η Ιταλία µε 960 χιλιάδες ζώα περίπου. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι στη χώρα µας εκτρέφεται περίπου το 45% του συνολικού αριθµού αιγών της Ε.Ε. Στην Ε.Ε η εκτροφή προβάτων και αιγών γίνεται κύρια για το κρέας τους ενώ στη χώρα µας γίνεται για το γάλα τους, χαρακτηριστικά αναφέρετε ότι το 95% των ζώων στην Ελλάδα αρµέγεται. Ο κύριος όγκος της ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας έχει ως παραγωγική κατεύθυνση την γαλακτοπαραγωγή. Αίγες και πρόβατα µε κατεύθυνση την γαλακτοπαραγωγή εκτρέφονται και στις γειτονικές µας χώρες όπως είναι η Βουλγαρία, η Πρώην «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 155 από 281

Γιουγκοσλαβική ηµοκρατία της Μακεδονίας (FYROM), η Ρουµανία και η Τουρκία. Σε ότι αφορά το αίγειο γάλα αξιοποιείται κατά βάση για την παραγωγή ορισµένων τυριών κυρίως στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Οι κύριες χώρες παραγωγής αιγείου και προβείου γάλακτος στην Ε.Ε είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Γαλλία. Όσον αφορά στη κρεατοπαραγωγό αιγοπροβατοτροφία, η Ε.Ε είναι ο δεύτερος µεγαλύτερος παραγωγός προβείου και αιγείου κρέατος παγκοσµίως µετά την Κίνα. Το πρόβειο κρέας είναι το κύριο προϊόν του τοµέα σε επίπεδο Ε.Ε, ενώ για τη χώρα µας είναι το γάλα. Η αιγοπροβατοτροφία στο σύνολο δεν έχει εσταβλισµένη µορφή αλλά εκτατική όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραµµα γεγονός που δηµιουργεί προβλήµατα σε σχέση µε τη διαχείριση των κοινόχρηστων βοσκοτόπων Σχήµα 37. Κατανοµή προβάτων και αιγών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Κατανομή προβάτων και αιγών το 2007 ανά Π.Ε 300000 250000 200000 150000 100000 50000 0 ΚΑΤΣΙΚΙΑ ΝΟΜΑΔΙΚΑ ΚΑΤΣΙΚΙΑ ΚΟΠΑΔΙΑΡΙΚΑ ΚΑΤΣΙΚΙΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΝΟΜΑΔΙΚΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΚΟΠΑΔΙΑΡΙΚΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ Πηγή:ΕΛ.ΣΤΑΤ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 156 από 281

Σχήµα 38. Παραγωγή πρόβειου και αίγειου κρέατος στην ΠΚΜ ανά ΠΕ 12000 10000 8000 6000 4000 ΚΡΕΑΣ ΠΡΟΒΕΙΟ ΚΡΕΑΣ ΑΙΓΕΙΟ 2000 0 ΗΜΑΘΙ ΘΕΣΣΑΛ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙ Α ΟΝΙΚΗ ΚΗ ΚΡΕΑΣ ΠΡΟΒΕΙΟ 649 1.745 10.097 1.474 834 2.334 537 ΚΡΕΑΣ ΑΙΓΕΙΟ 361 1.632 488 687 863 1.588 1.341 Σχήµα 39. Παραγωγή πρόβειου και αίγειου γάλακτος στην ΠΚΜ ανά ΠΕ 20.000 18.000 16.000 14.000 12.000 10.000 8.000 6.000 4.000 2.000 0 ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚ ΝΙΚΗ Η ΓΑΛΑ ΠΡΟΒΑΤΩΝ 7.546 19.325 13.258 17.357 8.995 17.543 7.296 ΓΑΛΑ ΑΙΓΩΝ 4.232 19.165 6.275 8.449 10.859 13.640 16.709 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 157 από 281

Σχήµα 40. Αριθµός εκµεταλλεύσεων αιγοπροβάτων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΑ Αριθμός εκμεταλλεύσεων 2500 2000 1500 1000 500 0 ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚ ΟΝΙΚΗ Η ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΑ 726 1315 1038 2082 1754 2457 847 Η κυρίαρχη µορφή των εκµεταλλεύσεων στην περιφέρειά µας συνίσταται σε µικρές οικογενειακές µονάδες εκτατικής µορφής, οι οποίες χαρακτηρίζονται από µεγάλο βαθµό διαφοροποίησης ως προς το µέγεθος, τις σταυλικές εγκαταστάσεις, την παραγωγή κ.λπ. Το εκτατικό σύστηµα, στο πλαίσιο του οποίου εκτρέφονται τα περισσότερα αιγοπρόβατα, χαρακτηρίζεται από ετήσιες µετακινήσεις (προς και από τους θερινούς-ορεινούς βοσκοτόπους) και από µεγάλες διαδροµές των κοπαδιών κατά τη διάρκεια της ηµέρας, τόσο µέσα στο βοσκότοπο, όσο και γύρω από τα «χειµαδιά», για εξεύρεση βοσκής. Η εκτατική εκτροφή ταιριάζει περισσότερο στην σύγχρονη τάση παραγωγής προϊόντων ποιότητας, προϊόντων βιολογικής εκτροφής ή ολοκληρωµένης παραγωγής. Ο τρόπος εκτροφής (εκτατική) των αιγών και προβάτων στη χώρα µας, µαζί µε τις εγχώριες φυλές, προσδίδουν στο παραγόµενο κρέας την επιδιωκόµενη από το καταναλωτικό κοινό γεύση. Το µέσο βάρος των σφαγίων που διατίθεται στην αγορά είναι από τους χαµηλότερους στην Ε.Ε αλλά και στον κόσµο. Αυτό από οικονοµικής απόψεως θεωρείται ασύµφορο, ωστόσο τα µεγάλα σφάγια δεν γίνονται αποδεκτά από το Ελληνικό καταναλωτικό κοινό που στη συντριπτική του πλειοψηφία προτιµά σφάγια γάλακτος βάρους 10 έως 14 κιλά. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 158 από 281

Σχήµα 41. Παραγωγή πρόβειου και αίγειου γάλακτος στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Παραγωγή γάλακτος αιγοπροβάτων σε τόνους (ΕΛΟΓΑΚ 2008) Ποσότητα γάλακτος σε τόνους Ηµαθία Θεσσαλονί Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική κη Πρόβειο ΠΚΜ: 76.456 tn 5.690 13.962 12.756 12.222 11.356 13.613 6.858 Γίδινο ΠΚΜ: 36.019,5 tn 916 9.252 3.692 2.149 6.027 5.668 8.315 Η συµµετοχή της ελληνικής κτηνοτροφίας στην αγροτική παραγωγή είναι δυσανάλογα µικρή σε σχέση µε τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης σε κρέας και γαλακτοκοµικά προϊόντα. Τα περισσότερα τυριά ΠΟΠ (φέτα, κασέρι, γραβιέρα, ανθότυρο κλπ.) παράγονται από πρόβειο ή αίγειο και πρόβειο γάλα, για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η ανάπτυξη του τοµέα. Υπάρχουν 4 κύρια κανάλια διάθεσης του αιγείου και προβείου γάλακτος από τους παραγωγούς: σε τοπικό ιδιωτικό τυροκοµείο (Οι παραγωγοί που πωλούν το γάλα σε τοπικά τυροκοµεία επηρεάζονται κυρίως από τις προσωπικές σχέσεις, έχουν µέτρια παραγωγή γάλακτος, είναι µεσήλικες, έχουν µεγάλα ποίµνια, διαθέτουν περισσότερο από το 61% της γης τους στην αιγοπροβατοτροφική εκµετάλλευση και οι οικονοµικές τους αποδόσεις είναι στο µέσο όρο). σε συνεταιριστικό τυροκοµείο (Οι παραγωγοί που χρησιµοποιούν το εργοστάσιο του συνεταιρισµού για τη διάθεση του γάλακτος επηρεάζονται κυρίως από την τιµή πώλησης, είναι µέτριας δυναµικότητας παραγωγοί, «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 159 από 281

είναι νέοι σε ηλικία, έχουν µεγάλα ποίµνια, διαθέτουν περισσότερο από το 61% της γης τους στην αιγοπροβατοτροφική εκµετάλλευση και οι οικονοµικές τους αποδόσεις είναι επίσης στο µέσο όρο). σε µεγάλη βιοµηχανία (Οι παραγωγοί που προτιµούν να διαθέτουν το γάλα στις µεγάλες γαλακτοβιοµηχανίες έχουν µονάδες µεγάλης δυναµικότητας, είναι µέσης ηλικίας, έχουν µεγάλα ποίµνια, διαθέτουν περισσότερο από το 61% της γης τους στην αιγοπροβατοτροφική εκµετάλλευση και οι οικονοµικές τους αποδόσεις είναι πάνω από το µέσο όρο). σε ιδιωτική κατανάλωση (Οι παραγωγοί που χρησιµοποιούν το γάλα για ιδιωτική κατανάλωση επηρεάζονται από την ποσότητα του παραγόµενου γάλακτος, είναι µικρής δυναµικότητας, µεγάλης ηλικίας, έχουν µικρό ποίµνιο, διαθέτουν λιγότερο από 30% της γης τους στην αιγοπροβατοτροφική εκµετάλλευση και οι οικονοµικές τους αποδόσεις είναι κάτω από το µέσο όρο). Το γάλα και το κρέας είναι τρόφιµα ζωτικής σηµασίας, αναπτυξιακοί µοχλοί και διατροφικά όπλα στρατηγικής σηµασίας για τις χώρες που τα παράγουν και τα εµπορεύονται. Κυριότεροι προµηθευτές της Ε.Ε σε πρόβειο κρέας (δεν γίνονται εισαγωγές αιγείου) είναι η Ν. Ζηλανδία, η Αυστραλία, η Βουλγαρία, η Ρουµανία κλπ. Σύµφωνα µε τα υπάρχοντα στοιχεία µέχρι και το 2005, η Ε.Ε ήταν αυτάρκης στην πλειοψηφία των κτηνοτροφικών προϊόντων, εκτός του προβείου και αιγείου κρέατος. Η κατανάλωση προβείου κρέατος στην Ε.Ε στη δεκαετία 1995-2004 διατηρείται σε σταθερά επίπεδα, παρουσιάζοντας µια µικρή µείωση της τάξης του 2%. Η αυτάρκεια όµως εµφανίζει πτωτική πορεία, φτάνοντας το 2004 σε ποσοστό 78,79%, γεγονός που αποδίδεται στη µείωση του ζωικού κεφαλαίου. Οι ανάγκες σε πρόβειο κρέας καλύπτονται µε εισαγωγές που πραγµατοποιούνται από τρίτες χώρες, οι οποίες στο χρονικό διάστηµα 1996-2003 εµφάνισαν αύξηση της τάξεως του 16%. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 160 από 281

Ιδιαιτέρως αξιοσηµείωτο γεγονός αποτελεί ότι η ανθρώπινη κατανάλωση προβείου και αιγείου κρέατος στην Ελλάδα είναι περίπου 4 φορές µεγαλύτερη της αντίστοιχης µέσης κατανάλωσης της Ε.Ε, παρότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει µία µικρή µείωση. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτάρκειας κυµαίνεται γύρω από το 86%. Το έλλειµµα καλύπτεται µε εισαγωγές (Πίνακας 13) από τη Βουλγαρία (φρέσκο ή µε απλή ψύξη κρέας), τη Ρουµανία (κυρίως ζωντανά) και τη Ν. Ζηλανδία (κατεψυγµένο) αλλά και από τις άλλες χώρες-µέλη (πχ. Ισπανία, Ην. Βασίλειο). Σε ότι αφορά το γάλα (πρόβειο και αίγειο) η Ελλάδα είναι γενικά αυτάρκης. Οι λίγες εισαγωγές σε πρόβειο που γίνονται από κάποιες κοινοτικές (Ιταλία, Γαλλία) ή τρίτες χώρες (FYROM) δεν επηρεάζουν σηµαντικά την αγορά. Η χώρα µας είναι ελλειµµατική στα κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα. Ο τοµέας της ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας έχει µεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης εφόσον ληφθούν τα αναγκαία µέτρα και επιλυθούν τα διαρθρωτικά προβλήµατα του τοµέα. Για να έχει προοπτική ο τοµέας της αιγοπροβατοτροφίας, πρέπει να συντρέχουν δύο κυρίως βασικές προϋποθέσεις. Να υπάρξει στροφή στην ποιότητα και ασφάλεια των παραγόµενων τελικών προϊόντων (γάλα, τυροκοµικά, κρέας κλπ.), γεγονός που θα ανοίξει ή θα διευρύνει δρόµους σε ανταγωνιστικές αγορές. Να αυξηθεί η παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών. Για την ανάπτυξη της αιγοπροβατοτροφίας απαιτούνται σχεδιασµένες παρεµβάσεις, οι οποίες θα µπορούσαν να ενταχθούν σε αναπτυξιακά προγράµµατα τοπικού, περιφερειακού και εθνικού χαρακτήρα. Η προστιθέµενη αξία του αιγείου και προβείου κρέατος και γάλακτος αυξάνει διαρκώς, κύρια λόγω της υψηλής διατροφικής τους αξίας και της ιδιαίτερης γεύσης τους, εποµένως πρέπει να υπολογίζεται πάντα σαν παράγοντας υψηλής σηµασίας στη διαµόρφωση στρατηγικής και πολιτικής για τον χώρο. Χρειάζεται πρωτοβουλία από την πολιτεία και συνεργασία των αιγοπροβατοτρόφων, των τυροκόµων, του δικτύου προώθησης διανοµής, «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 161 από 281

εµπορίας προϊόντων αιγοπροβατοτροφίας, των φορέων ελέγχου, των κέντρων γενετικής βελτίωσης ζώων, των ΑΕΙ & ΤΕΙ κ.λ.π. Η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί έναν από τους παλαιότερους και σπουδαιότερους κλάδους της ζωικής παραγωγής της Κεντρικής Μακεδονίας. Με την ανάπτυξη των άλλων κλάδων ζωικής παραγωγής (βοοτροφία, χοιροτροφία, πτηνοτροφία) και την παρατηρούµενη µείωση ποιµένων, η αιγοπροβατοτροφία άλλαξε µορφή και σήµερα παρατηρείται µείωση του µικρού και του µέσου µεγέθους αιγοπροβατοτροφικών εκµεταλλεύσεων και αύξηση του αριθµού των µεγάλου µεγέθους αιγοπροβατοτροφικών εκµεταλλεύσεων, ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχουν επαρκείς και κατάλληλοι βοσκότοποι. Η Κεντρική Μακεδονία παρουσιάζεται ως µία από τις παραγωγικότερες περιοχές της χώρας τόσο στην παραγωγή γάλακτος όσο και στην παραγωγή αµνών. Με βάση το γεγονός ότι η Ε.Ε. είναι ελλειµµατική σε αιγοπρόβειο γάλα και κρέας και ότι η πλειονότητα του ελληνικού λαού προτιµάει το αρνίσιο κρέας και το τυρί φέτα, οι προοπτικές είναι ευνοϊκές για αµφότερες τις µορφές των αιγοπροβατοτροφικών εκµεταλλεύσεων, που αναµένεται ότι θα επικρατήσουν. Πιο συγκεκριµένα, η πρώτη µορφή µπορεί να σταθεί οικονοµικά υπό τις παρούσες συνθήκες επιδοτήσεων (καν. 1782/2003), εφόσον αυξηθούν σε µέγεθος 300, 400 και 500 προβατίνων και εκµεταλλευτούν τους υπάρχοντες πεδινούς (κατά την περίοδο του χειµώνα) και ηµιορεινούς και ορεινούς (από την άνοιξη µέχρι το φθινόπωρο) βοσκοτόπους. Αυτό είναι εφικτό εφόσον ο αριθµός των εκµεταλλεύσεων αυτών µειωθεί σηµαντικά και στηριχθεί κυρίως στα µέλη της αιγοπροβατοτροφικής οικογένειας µε παράδοση στον κλάδο αυτό της ζωικής παραγωγής. Η µορφή αυτή της αιγοπροβατοτροφίας έχει ανάγκη στήριξης όχι µόνο από οικονοµικής πλευράς αλλά και για λόγους κοινωνικής δηλ. αποφυγή ερήµωσης της υπαίθρου. Στα πλαίσια αυτής της µορφής αιγοπροβατοτροφίας θα µπορούσε η βιολογική αιγοπροβατοτροφία να αποτελέσει µια καλή προοπτική κυρίως για τις ορεινές και προβληµατικές περιοχές. Από την άλλη «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 162 από 281

πλευρά, η δεύτερη µορφή της αιγοπροβατοτροφίας, δηλαδή η εξάπλωσή της υπό τη µορφή σύγχρονων εκµεταλλεύσεων εντατικής εκτροφής φαίνεται να κερδίζει έδαφος, αφού συχνά δηµιουργούνται τέτοιες εκµεταλλεύσεις µεγέθους 150-200 προβατίνων µεγάλης παραγωγικότητας. Βασική προϋπόθεση αυτών είναι η ύπαρξη κατάλληλων εδαφών αφενός µεν για τη δηµιουργία πλούσιων τεχνητών λειµώνων, αφετέρου δε για την εξασφάλιση χονδροειδών ζωοτροφών και ειδικότερα ενσιρωµάτων µέσα στην εκµετάλλευση. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 163 από 281

3.2.3 Χοιροτροφία Η χοιροτροφία στην Ελλάδα θεωρείται από τους δυναµικούς κλάδους της κτηνοτροφίας και της αγροτικής οικονοµίας. Οι δέκα κορυφαίοι παραγωγοί χοιρινού κρέατος για το 2005 περιλαµβάνονται στον ακόλουθο πίνακα. Πίνακας 69. Κύριες παραγωγικές χώρες χοιρινού κρέατος 10 Πρώτες Παραγωγές Χώρες Χοιρινού Κρέατος- 2005 Χιλιάδες Τόνοι 1. Κίνα 49.685 6. Ρωσία 1.755 2. Ε.Ε.-25 21.200 7. Ιαπωνία 1.250 3. Η.Π.Α 9.392 8. Μεξικό 1.195 4. Βραζιλία 2.800 9. Φιλιππίνες 1.100 5. Καναδάς 1.915 10. Κορέα 1.036 Πηγή: στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας των Η.Π.Α. (U.S.D.A. / FAS) Η παγκόσµια συνολική αύξηση στην παραγωγή χοιρινού κρέατος, κατά τη διάρκεια της εξαετίας 1999-2004, προέρχεται κυρίως από την Κίνα µε 7,2 εκατοµµύρια τόνους, και ακολουθούν η Βραζιλία µε 765 χιλιάδες τόνους, οι ΗΠΑ µε 554 χιλιάδες τόνους, ο Καναδάς µε 366 και οι λοιπές χώρες µε 518 χιλιάδες τόνους. H Κίνα παράγει το 52,7% παγκοσµίως του χοιρινού κρέατος και ακολουθούν η Ε.Ε και οι ΗΠΑ ενώ σε ότι αφορά την παγκόσµια κατανάλωση, η Κίνα βρίσκεται και πάλι στην πρώτη θέση µε 53% και ακολουθούν η Ε.Ε και οι ΗΠΑ. Η Ε.Ε παράγει 17,8 εκατοµµύρια τόνους χοίρειου κρέατος ετησίως και είναι ο δεύτερος µεγαλύτερος παραγωγός στον κόσµο µετά την Κίνα. Το 2004 η παραγωγή ανήλθε σε 21,2 εκατοµµύρια τόνους (Ε.Ε-25). Οι κυριότερες χώρες παραγωγής χοίρειου κρέατος το 2002 ήταν: Γερµανία (23,1 % της παραγωγής), Ισπανία (17,5 %), Γαλλία (13,2 %), Κάτω Χώρες (7,7 %) και ανία (9,9 %). «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 164 από 281

Η αγορά χοίρειου κρέατος, όπως συµβαίνει µε ολόκληρο τον τοµέα της κτηνοτροφίας στην Ε.Ε, αντιµετώπισε έκτακτα περιστατικά τα οποία είχαν βραχυπρόθεσµες συνέπειες και αναµένεται να εξακολουθήσουν να επηρεάζουν τη µεσοπρόθεσµη εξέλιξη του τοµέα. Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ), που προκάλεσε µετατόπιση της ζήτησης σε άλλους τύπους κρέατος (κυρίως πουλερικά), ευνόησε επίσης τον τοµέα του χοίρειου κρέατος και συνέβαλε σε καλύτερες τιµές κατά την περίοδο 2000-2002. Σε ορισµένα κράτη µέλη, εµφανίστηκαν νέες επενδύσεις και αύξηση του δυναµικού αναπαραγωγής. Η εµφάνιση του αφθώδους πυρετού στο Ηνωµένο Βασίλειο και στη συνέχεια στην Ιρλανδία, στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες το 2001 διατάραξε επίσης τον τοµέα του χοίρειου κρέατος. Λόγω της εµφάνισης της ασθένειας αυτής, οι περιορισµοί µεταφοράς ζωικού κεφαλαίου, σε συνδυασµό µε αρκετές απαγορεύσεις εξαγωγής από τρίτες χώρες, δηµιούργησαν σοβαρές διαταραχές στη σφαγή και στις πωλήσεις. Ο σηµαντικός ρόλος των εξαγωγών καθιστά τον τοµέα του χοίρειου κρέατος ιδιαίτερα ευάλωτο σε τέτοιου είδους προβλήµατα που συνδέονται µε τις ασθένειες. Το µεγαλύτερο µέρος της εγχώριας παραγωγής χοιρινού κρέατος συγκεντρώνεται στις Περιφέρειες της Κεντρικής Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας (συµπεριλαµβανοµένης της Εύβοιας - εκτός της Αττικής), της Θεσσαλίας, της υτικής Ελλάδας, και της Αν. Μακεδονίας/Θράκης. Οι επιχειρήσεις εκτροφής χοίρων και παραγωγής χοιρινού κρέατος είναι κυρίως µικροµεσαίου µεγέθους. Η εισαγόµενη ποσότητα χοιρινού κρέατος εµφάνισε πτωτική τάση την περίοδο 2002-05, από τους 170 στους 162 χιλιάδες τόνους µε εξαίρεση το έτος 2005 που αυξήθηκε κατά 22% (198.100 τόνοι). Ειδικότερα, το ποσοστό συµµετοχής της εν λόγω κατηγορίας κρέατος επί των συνολικών εισαγωγών κυµάνθηκε µεταξύ του 38,5%-46,0% παρουσιάζοντας σηµαντική διακύµανση. Τα συγκεκριµένα προϊόντα προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από Ευρωπαϊκές χώρες. Οι εισαγωγές αφορούν κυρίως νωπό χοιρινό κρέας, ενώ οι ποσότητες του κατεψυγµένου κρέατος και των βρώσιµων παραπροϊόντων χοιροειδών «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 165 από 281

κυµαίνονται σε αρκετά χαµηλότερα επίπεδα. Η Ολλανδία είναι η κυριότερη χώρα προέλευσης χοιρινού κρέατος και ακολουθούν η Γαλλία και η Γερµανία. Οι εξαγωγές σε χοιρινό κρέας παρουσίασαν ανοδική τάση τη χρονική περίοδο 1996-2001 (µε εξαίρεση την περίοδο 1999/1998 όπου εµφάνισαν ποσοστιαία µείωση της τάξης του 30%) µε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 10,5% και υπολογίζονται σε 1.285 τόνους το 2001 από 780 τόνους το 1996. Από το 2002 µέχρι το 2005 οι εξαγωγές αυξήθηκαν από τους 5,4 χιλιάδες τόνους στους 8,2 µε εξαίρεση το 2003 που καταγράφηκε σηµαντική στην παραγωγή (2.900 τόνοι). Το ποσοστό συµµετοχής του χοιρινού κρέατος επί των συνολικών εξαγόµενων ποσοτήτων κρέατος κυµάνθηκε µεταξύ 7,5%- 15,5% περίπου το διάστηµα 1996-2001 ενώ την περίοδο 2002-05 µειώθηκε από 55% στο 26%. Οι Τρίτες χώρες απορρόφησαν το µεγαλύτερο µέρος των συνολικών εξαγωγών χοιρινού κρέατος την περίοδο 2002-2005, ενώ το 2005 οι εξαγωγές προς τις χώρες της Ε.Ε.-25 παρουσίασαν αύξηση. Αναφορικά µε την εγχώρια κατανάλωση το χοιρινό κρέας κατατάσσεται στην πρώτη θέση των προτιµήσεων των καταναλωτών, ενώ ακολουθεί µε µικρή διαφορά το βόειο κρέας και κατόπιν το κρέας πουλερικών. Το ποσοστό συµµετοχής του χοιρινού κρέατος επί της συνολικής κατανάλωσης, διαµορφώθηκε από 26%-31% περίπου το διάστηµα 1986-1998, ενώ τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει σταθεροποιηθεί περίπου στο 35 % περίπου. Η κατανάλωση χοιρινού κρέατος παρουσίασε σηµαντική αύξηση κατά την περίοδο 1970-1980 (1970:55,1 χιλ. τόνοι, 1980: 152 χιλ. τόνοι). Από το 1985 και έως το 1998 κυµάνθηκε µεταξύ των 210-277 χιλ. τόνων, εµφανίζοντας σε γενικές γραµµές αυξητικούς ρυθµούς. Η προσφορά εγχώριου χοιρινού κρέατος δεν καλύπτει επαρκώς την ελληνική αγορά, µε αποτέλεσµα την αύξηση των εισαγωγών. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την ανάλογη διευκόλυνση των διακοινοτικών συναλλαγών, το µέγεθος των εισαγωγών παρουσίασε ανοδική πορεία. Επισηµαίνεται ότι, έως και το 1997 το µέγεθος των εισαγωγών υπολείπονταν σταθερά του αντίστοιχου µεγέθους της εγχώριας παραγωγής, ενώ έκτοτε η εισαγωγική διείσδυση ξεπέρασε το 50%. Το 2002 εισήχθησαν «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 166 από 281

170 χιλ. τόνοι χοιρινού κρέατος, ενώ το 2003 οι εισαγωγές ανήλθαν περίπου στους 167 χιλ. τόνους. Η εξαγωγική επίδοση του συγκεκριµένου υποτοµέα κρέατος κυµαίνεται σε χαµηλά επίπεδα και καλύπτει ποσοστό χαµηλότερο του 4% επί της παραγόµενης ποσότητας κατά τη διάρκεια της εξεταζόµενης περιόδου (µε εξαίρεση το 1998 όπου το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε σε 6% περίπου). Την τετραετία 2000-2003 οι εξαγωγές κυµαίνονται στους 5-5,5 χιλ. τόνους περίπου ετησίως εκτός του 2003 που σηµείωσαν σηµαντική µείωση στους 2,9 χιλιάδες τόνους. Αναφορικά µε το βαθµό αυτάρκειας, το ποσοστό συµµετοχής της εγχώριας παραγωγής επί της συνολικής κατανάλωσης, στην αγορά του χοιρινού κρέατος παρουσιάζει σηµαντική µείωση. Συγκεκριµένα, από το 1980 και έως το 1997 κυµαινόταν σε ποσοστό µεγαλύτερο του 53%. Το 1999 διαµορφώθηκε σε 40,5% περίπου, ενώ από το 1999 και έως το 2003 η αυτάρκεια διαµορφώθηκε σε 37%-45%, µε τάση ανόδου. Η παραγωγή χοιρινού κρέατος από το 1980 µέχρι το 2005 ακολουθεί µια φθίνουσα πορεία σε εθνικό επίπεδο όπως αποτυπώνεται στον ακόλουθο πίνακα. Πίνακας 70. Παραγωγή χοιρινού κρέατος (περίοδος 1980-2005) Έτος Σφάγια (κεφ.) Παραγωγή κρέατος (τόνοι) Μέση απόδοση (κιλά / ζώο) 1980 2.163.694 144.337 66,7 1985 2.270.303 147.363 64,9 1990 2.263.691 146.967 64,9 1995 2.307.922 144.128 62,4 2000 2.211.453 138.963 62,8 2005 2.049.365 128.700 62,8 2006 1.912.903 118.600 62 Μ.Ο. 1980-2005 2.253.512 144.505 64,1 Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 167 από 281

Η χοιροτροφία είναι σήµερα ένας από τους ιδιαίτερα εντατικούς κλάδους της ζωικής παραγωγής της περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας. Η συστηµατική χοιροτροφία άρχισε να αναπτύσσεται στη χώρα µας από την αρχή της δεκαετίας του 1970 µε τη δηµιουργία µεγάλου µεγέθους χοιροτροφικών µονάδων (200-500 χοιροµητέρες) καθαρώς επιχειρηµατικής µορφής, όσο και µικρού και µέσου µεγέθους χοιροτροφικών µονάδων (50-150 χοιροµητέρες) οικογενειακής µορφής. Η χοιροτροφία υπό τη µορφή οργανωµένων εκµεταλλεύσεων είναι τοπικής σηµασίας. Απαντάται κυρίως σε περιοχές των N. Πιερίας, Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Σερρών όπως φαίνεται στα παρακάτω διαγράµµατα. Σχήµα 42. Αριθµός εκτρεφόµενων χοίρων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ ΑΡΙΘΜΟΣ ΧΟΙΡΩΝ ΤΟ 2010 ΣΤΗΝ ΠΚΜ 60.000 40.000 20.000 0 ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΙΚΗ ΧΟΙΡΟΕΙΔΗ 25.236 7.712 5.759 11.181 12.623 54.727 22.781 Σχήµα 43. Αριθµός εκτροφών χοίρων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΤΡΟΦΩΝ ΧΟΙΡΩΝ ΤΟ 2010 ΣΤΗΝ ΠΚΜ 400 300 200 100 0 ΗΜΑΘΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝ ΚΙΛΚΙΣ ΠΕΛΛΑ ΠΙΕΡΙΑ ΣΕΡΡΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΙΚΗ ΧΟΙΡΟΕΙΔΗ 36 90 77 10 142 353 105 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 168 από 281

Μερικά από τα αδύνατα σηµεία στην παραγωγή του χοίρειου κρέατος είναι τα ακόλουθα: Η έλλειψη τυποποίησης και σήµανσης του χοιρινού κρέατος καθώς και η έλλειψη αξιόπιστης διαβεβαίωσης των καταναλωτών για την προέλευσή του, για τα στοιχεία παραγωγής και για τα χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος, καθιστούν αδύνατη την διαφοροποίηση του εγχώριου προϊόντος σε σχέση µε τα εισαγόµενα. Η µικρή ανταγωνιστικότητα του χοιρινού κρέατος που παράγεται στην Κ.Μακεδονία στην εγχώρια και διεθνή αγορά, η οποία οφείλεται κυρίως στην έλλειψη συστηµάτων πιστοποίησης, ιχνηλασιµότητας, marketing και γενικά διαφοροποίησης του κρέατος Η έλλειψη κατάλληλης µεταποιητικής υποδοµής στα σφαγεία της Κεντρικής Μακεδονίας. Τεµαχιστήριο και συσκευαστήριο κρέατος, καθώς και αλλαντοποιείο, κονσερβοποιείο και φούρνοι κατάψυξης, που είναι συνάρτηση µε την διαπίστευση και την ταυτοποίηση του χοιρινού κρέατος, είναι στην πλειοψηφία των σφαγείων ανύπαρκτα. Η ανεπάρκεια υποδοµής και τεχνικού εξοπλισµού (έλλειψη συστηµάτων βιολογικού καθαρισµού σε χοιροτροφικές µονάδες, καθώς και η ελλιπής υγειονοµική υποστήριξη) Οι συλλογικές οργανώσεις οικονοµικού ενδιαφέροντος (οµάδες παραγωγών, συνεταιριστικές ή µη επιχειρήσεις κλπ) είναι ανεπαρκείς και δεν µπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και προκλήσεις του σύγχρονου οικονοµικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Οι προοπτικές της χοιροτροφίας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι θετικές. Ο τοµέας διαθέτει αξιόλογο δυναµικό και εµπειρία και µπορεί µε το κατάλληλο θεσµικό-οικονοµικό πλαίσιο, να ανταποκριθεί στο νέο µοντέλο ανάπτυξης µε στόχους την ασφάλεια, την ποιότητα την ανταγωνιστικότητα και την πολυµορφία των παραγόµενων προϊόντων. Η εφαρµογή συστηµάτων Ολοκληρωµένης Περιβαλλοντικής ιαχείρισης καθώς και η εντατικοποίηση του προγράµµατος µετεγκατάστασης «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 169 από 281

κτηνοτροφικών µονάδων για λόγους προστασίας περιβάλλοντος, θα δώσουν νέους ορίζοντες στην ανάπτυξη του τοµέα. Επιπλέον η βελτίωση της υποδοµής της µεταποίησης-εµπορίας και ο έλεγχος των εισαγωγών αποτελούν επίσης πολύ θετικά µέτρα για τον τοµέα. Η ίδρυση µιας ιεπαγγελµατικής Οργάνωσης µε στόχο την ποιοτική παραγωγή, διαπίστευση και εµπορία του χοιρινού κρέατος θα βοηθήσει σηµαντικά τον τοµέα αλλά η δηµιουργία της, εναπόκειται στη θέληση των χοιροτρόφων και των εµπλεκόµενων φορέων. Γενικά η αγορά είναι έντονα ανταγωνιστική, όµως µε τη σωστή οργάνωση της παραγωγής, µεταποίησης και εµπορίας το µέλλον της ελληνικής χοιροτροφίας είναι θετικό. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 170 από 281

3.2.4 Πτηνοτροφία Η πτηνοτροφία περιλαµβάνει την εκτροφή των ορνίθων (Gallus domesticus), της πάπιας, της χήνας, της φραγκόκοτας, του φασιανού, της γαλοπούλας, των ορτυκιών, της πέρδικας, της στρουθοκαµήλου κ.α. πτηνών. Η πτηνοτροφία στην Ελλάδα είναι από τους πλέον δυναµικούς κλάδους της αγροτικής οικονοµίας, συµβάλλοντας µε ποσοστό 9,9% (2005) στην Ακαθάριστη Αξία Προϊόντων της Ζωικής Παραγωγής (κρέας και αυγά). Η µέση ετήσια παραγωγή κρέατος πουλερικών στη Χώρα, τα τελευταία 11 χρόνια, υπολογίζεται σε 165.325 τόνους (1,5% της αντίστοιχης παραγωγής της Ε.Ε.- 25) και η παραγωγή αυγών σε 122.270 τόνους (2% της αντίστοιχης παραγωγής της Ε.Ε.-25). Ειδικότερα η εξέλιξη της συνολικής παραγωγής κρέατος πουλερικών στη χώρα µας για την περίοδο 1998-2003, παρουσιάζεται στον Πίνακα 1, από τον οποίο διαπσιτώνεται µια απότοµη µείωση (-14,3%) κατά το 1998 ενώ από από εκεί και µετά ακολουθεί σταθερά αυξητική πορεία (µε µέσο ετήσιο ρυθµό της τάξης του 2,7%) φθάνοντας το 2003 στα επίπεδα των 169 χιλ. τόνων. Πίνακας 71. Παραγωγή κρέατος πουλερικών (ποσότητες σε 1000 % Υπ.Α.Α.Τ.) Έτος Ποσότητα (1000 τον.) Ετήσια µεταβολή Σφάγια (1000 κεφάλια) 1998 147,9-14,3% 95.254,4 1999 153,5 3,8% 98.834,3 2000 163,8 6,7% 105.859,5 2001 162,0-1,1% 103.617,3 2002 163,6 1,0% 104.151,1 2003 169,1 3,4% 107.060,3 Πηγή: Στοιχείο ΥΠΑΑΤ Το κρέας κοτόπουλου καλύπτει µε διαφορά το µεγαλύτερο µέρος της συνολικής εγχώριας παραγωγής κρέατος πουλερικών, µε µερίδιο συµµετοχής της τάξης του 98%. Στον πίνακα 68 παρουσιάζεται η διαχρονική εξέλιξη της εγχώριας παραγωγής κρέατος πουλερικών ανά Περιφέρεια από τον οποίο διαπιστώνεται ότι το µεγαλύτερο µέρος της συνολικής ετήσιας παραγωγής κρέατος πουλερικών προέρχεται από την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα. Από κοινού οι δύο προαναφερθείσες περιφέρειες συγκέντρωσαν το 61,3% της «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 171 από 281

συνολικής εγχώρια παραγόµενης ποσότητας κρέατος πουλερικών το 2003, µε παραγωγή 63,3 χιλ. τόνους (37%) και 40,3 χιλ. τόνους (24%), αντίστοιχα. Στην τρίτη θέση ακολουθεί η περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας µε παραγωγή 21,1 χιλ. τόνων το 2003 (13%) και έπονται µε διαφορά οι υπόλοιπες περιοχές. Πίνακας 72. Παραγωγή κρέατος πουλερικών ανά περιφέρεια - ποσότητες (σε 1.000 τόνους). ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 ΗΠΕΙΡΟΣ 40 40,2 44,3 54,7 54,9 60,8 63,3 ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑ Α 46,7 43,6 43,6 44 43,7 41,9 40,3 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 22,6 23,4 23,2 22,8 23 21,7 21,1 ΑΤΤΙΚΗ 32,9 10,1 10,9 13,6 12,1 11,5 17,8 ΚΡΗΤΗ 6,2 6,2 6,4 6,5 6,8 5,5 5,4 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ ΘΡΑΚΗ 4,7 4,7 5,8 6 6,3 7,5 6,1 ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΟΣ 8,2 8,1 8,4 5,5 4,7 4,7 4,7 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 4,6 4,6 4,2 4,4 4 4,4 4 ΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑ Α 3,1 3,3 3,3 3,2 3,2 3,2 3,3 ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 1,3 1,4 1,3 1 1,1 0,9 0,9 ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ 0,8 0,8 0,8 0,8 0,8 0,8 0,8 ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ 0,7 0,7 0,8 0,7 0,8 0,8 0,8 ΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 0,7 0,6 0,5 0,6 0,6 0,6 0,5 ΣΥΝΟΛΟ 172,5 147,9 153,5 163,8 162 164,4 169,1 Πηγή: Στοιχεία ΥΠΑΑΤ Όσον αφορά στην εξέλιξη της συνολικής παραγωγής αυγών στην Ελλάδα για την περίοδο 1997-2002, διαπιστώνεται ότι αυτή ανέρχεται κατά µ.ο στους 122.000 τόνους/έτος, µε µικρές αποκλίσεις. Η παραγωγή αυγών διαφοροποιείται σε αυγά χωρικής πτηνοτροφίας και αυγά συστηµατικής εκτροφής ορνίθων. Η δεύτερη αυτή κατηγορία διακρίνεται σε παραγωγή αυγών εκκόλαψης, από όρνιθες αναπαραγωγής και σε αυγά κατανάλωσης, από όρνιθες απλής παραγωγής. Η παραγωγή αβγών για το έτος 2007 και ο αριθµός εκτροφών ορνίθων και αριθµός ορνίθων για το έτος 2010 παρατίθεται από όπου διαπιστώνεται ότι το µεγαλύτερο τµήµα της συνολικής παραγωγής αβγών συγκεντρώνεται στις ΠΕ Θεσσαλονίκης, Πιερίας και Σερρών. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 172 από 281

Πίνακας 73. Παραγωγή αυγών (σε χιλιάδες τµχ.) ανά Περιφερειακή Ενότητα το έτος 2007 Παραγόµενα Αυγά (χιλ. τεµχ.) ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΟΣ 1.945.373 ΣΥΝΟΛΟ ΠΚΜ 310.114 ΗΜΑΘΙΑ 9.809 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 121.446 ΚΙΛΚΙΣ 32.039 ΠΕΛΛΑ 11.392 ΠΙΕΡΙΑ 69.602 ΣΕΡΡΕΣ 42.117 ΧΑΛΚΙ ΙΚΗ 23.709 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Σχήµα 44. Αριθµός εκτροφών ορνίθων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Αριθµός Eκτροφών Oρνίθων το 2010 Ηµαθία Θεσσαλονί κη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Σύνολο ΠΚΜ Ωοπαραγωγής 3 50 5 9 1 29 8 105 Κρεοπαραγωγής 1 50 8 6 46 41 10 162 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 173 από 281

Σχήµα 45. Αριθµός εκτρεφόµενων ορνίθων στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Αριθµός Oρνίθων σε χιλιάδες ζώα το 2010 1.436 1.443 478 524 19 61 237 193 35 8 114 13 275 212 Ηµαθία Θεσσαλονίκη Κιλκίς Πέλλα Πιερία Σέρρες Χαλκιδική Ωοπαραγωγής στην ΠΚΜ :1,1 εκατοµµύρια Κρεοπαραγωγής στην ΠΚΜ : 4 εκατοµµύρια Η Κεντρική Μακεδονία έχει αξιόλογη πτηνοτροφία στην ΠΕ Θεσσαλονίκης. Η ορνιθοτροφία απαντάται στο Νοµό Θεσσαλονίκης και σε µικρότερη έκταση στους νοµούς Σερρών και Πιερίας. Στο Νοµό Θεσ/νίκης, που αποτελεί το κύριο κέντρο ανάπτυξης της πτηνοτροφίας στη Β. Ελλάδα, υπάρχουν αµιγείς πτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις τόσο κρεοπαραγωγικής όσο και αυγοπαραγωγικής κατεύθυνσης. Οι εκµεταλλεύσεις αυτές διακρίνονται σε οικογενειακών διαστάσεων επιχειρήσεις, που απασχολούν κυρίως τη διαθέσιµη οικογενειακή εργασία, και σε µεγάλες επιχειρηµατικές µονάδες, µεταξύ των οποίων συµπεριλαµβάνονται επιχειρήσεις που διαθέτουν σφαγεία και δίκτυο διανοµής. Αν και ο κλάδος της συστηµατικής πτηνοτροφίας δεν αντιµετωπίζει άµεσα τον κίνδυνο του διεθνούς ανταγωνισµού εντούτοις έχει ανάγκη εκσυγχρονισµού αφενός µεν για τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος, αφετέρου δε για τη συµπίεση του κόστους παραγωγής. Η ικανοποίηση των απαιτήσεων του καταναλωτικού κοινού αναµένεται να επιτευχθεί µε τη δηµιουργία µεγάλου µεγέθους πτηνοτροφικών εκµεταλλεύσεων αυγοπαραγωγικής και κρεατοπαραγωγικής κατεύθυνσης που να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την εφαρµογή σύγχρονης τεχνολογίας κατά τον άριστο δυνατό τρόπο τόσο από τεχνικής όσο και από οικονοµικής πλευράς «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 174 από 281

Το µέλλον της πτηνοτροφίας, αυγοπαραγωγικής και κρεατοπαραγωγικής, θα εξαρτηθεί από τη δηµιουργία σύγχρονων µονάδων, µε τη µορφή συγκροτηµένων επιχειρήσεων, ικανών να αξιοποιούν την εκάστοτε εισαγόµενη και εφαρµοζόµενη τεχνολογία, αρκεί να τύχει της τεχνοοικονοµικής στήριξης της Πολιτείας. 3.2.5 Μελισσοκοµία Η µελισσοκοµία είναι ένας αναπτυσσόµενος τοµέας της αγροτικής παραγωγής µε µεγάλο ενδιαφέρον τόσο για τα προϊόντα που παράγει (µέλι, γύρη, κερί, βασιλικός πολτός, πρόπολη, δηλητήριο), όσο και για την επικονίαση που επιτελεί η µέλισσα στις διάφορες καλλιέργειες και στην αυτοφυή βλάστηση µε άµεσο όφελος στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής και της βιοποικιλότητας. Επιπρόσθετα, τα προϊόντα της µελισσοκοµίας µε έµφαση το µέλι είναι υψηλής βιολογικής αξίας µε πολλές χρήσεις στην καθηµερινή ζωή. Η µελισσοκοµία σαν δραστηριότητα, είναι σηµαντική για αρκετές περιοχές της χώρας µας, καθώς προσφέρεται για την συµπλήρωση και ενίσχυση του εισοδήµατος των απασχολουµένων στον πρωτογενή τοµέα και όχι µόνο. Η ετήσια παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε) σε µέλι ανέρχεται σε 80.000 τόνους, ενώ οι ανάγκες της σε 200.000 δηλαδή 2,5 φορές περισσότερο, γεγονός που την καθιστά ελλειµµατική σε µέλι. Από το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτές που είναι αυτάρκεις σε µέλι είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Γαλλία. Στον πίνακα 70 φαίνεται ότι στην Ε.Ε τις τέσσερις πρώτες θέσεις στον αριθµό κυψελών κατέχουν η Ισπανία και ακολουθούν η Ελλάδα, η Γαλλία και η Ιταλία. Σύµφωνα µε στοιχεία του 2004 η χώρα µας είναι δεύτερη στην Ε.Ε, µετά την Ισπανία (2.397.840) από απόψεως κατοχής µελισσοσµηνών και βαθµό επαγγελµατισµού, ενώ παράγει κατά µέσο όρο 14.000 τόνους µέλι ετησίως, που καλύπτουν περίπου το 90% της κατανάλωσης. Η Ελλάδα έχει επίσης τον µεγαλύτερο αριθµό επαγγελµατιών µελισσοκόµων (>150 µελίσσια), και την µεγαλύτερη πυκνότητα κυψελών /χλµ2, όχι µόνο στην Ε.Ε αλλά και σε όλο τον κόσµο. Η Ελλάδα έχει 3 φορές «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 175 από 281

περισσότερα µελίσσια από την δεύτερη χώρα της Ε.Ε σε πυκνότητα µελισσοσµηνών, την Γερµανία, 20 φορές περισσότερα από τις ΗΠΑ και 128 φορές περισσότερα από την Αυστραλία. Πίνακας 74. Αριθµός κυψελών ανά κράτος µέλος της Ε.Ε το 2004 Κράτος - Μέλος Μελισσοκοµικό Κεφάλαιο (αριθµός κυψελών) Βέλγιο 110.750 ανία 160.000 Γερµανία 893.000 Ελλάδα 1.388.000 Ισπανία 2.464.601 Γαλλία 1.150.000 Ιρλανδία 20.000 Ιταλία 1.100.000 Λουξεµβούργο 11.077 Κάτω Χώρες 80.000 Αυστρία 327.000 Πορτογαλία 590.000 Φινλανδία 42.000 Σουηδία 145.000 Ηνωµένο Βασίλειο 274.000 Πηγή: Υπ.Α.Α.Τ Τσεχία 477.743 Κύπρος 45.714 Λιθουανία 83.800 Λετονία 54.173 Ουγγαρία 872.650 Μάλτα 1.938 Πολωνία 949.200 Σλοβενία 143.152 Σλοβακία 192.002 Εσθονία 50.500 Σύνολο: 11.626.300 Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για τη χώρα µας ο τοµέας της µελισσοκοµίας αποτελεί έναν από τους σηµαντικότερους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής. Από πλευράς γεωγραφικής κατανοµής, η µελισσοκοµία είναι διαδεδοµένη σε όλη τη χώρα. Υπάρχουν όµως περιοχές «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 176 από 281

που έχουν αυξηµένο µελισσοκοµικό ενδιαφέρον, όπως εκείνες των Νοµών Χαλκιδικής, Καβάλας, Φθιώτιδας, Ευβοίας, Αττικής, Αρκαδίας, Ηρακλείου, Χανίων και άλλες. Στον τοµέα υπολογίζεται ότι κατά µέσο όρο απασχολούνται περί τους 21.000 (Μέσος Όρος 2000-2004) µελισσοκόµοι, οι οποίοι κατέχουν περί τις 1.380.000 κυψέλες. Περίπου 6.000 από αυτούς κατέχουν άνω των 150 κυψελών και θεωρούνται επαγγελµατίες. Γενικά πάντως, είτε ως αποκλειστική είτε ως δεύτερη απασχόληση, η µελισσοκοµία είναι ένας τοµέας της αγροτικής οικονοµίας που συµβάλλει σηµαντικά στο εισόδηµα των γεωργικών και µη οικογενειών. Στην Ελλάδα σύµφωνα µε στοιχεία του της τελευταίας πενταετίας (2000-2004) ο αριθµός των µελισσοκόµων ανέρχεται, µε µικρές αυξοµειώσεις από χρονιά σε χρονιά, περί τους 20.000, εκ των οποίων το 30% περίπου είναι επαγγελµατίες και το υπόλοιπο 70% ερασιτέχνες, παράγοντας συνολικά περί τους 14.000 τόνους µέλι ετησίως. Οι αυξοµειώσεις που παρατηρούνται από χρονιά σε χρονιά έχουν να κάνουν τόσο µε την είσοδο ή έξοδο µελισσοκόµων από το επάγγελµα, όσο και µε τον χαρακτήρα της µελισσοκοµίας, η οποία, ως γνωστόν, εξαρτάται πολύ από τις επικρατούσες κλιµατολογικές συνθήκες κι εποµένως την ανθοφορία και τις τυχόν θεοµηνίες. Σε επίπεδο Ε.Ε και σύµφωνα µε στοιχεία του 2004 η χώρα µας κατέχει την τέταρτη θέση σε παραγόµενο µέλι µε ποσότητα που αγγίζει τους 14.610 τόνους, µετά την Ισπανία µε παραγωγή 33.000 τόνους, τη Γαλλία µε παραγωγή 26.000 τόνους και τη Γερµανία µε παραγωγή 25.000 τόνους. ύο είναι οι βασικές κατηγορίες του παραγόµενου µελιού: Ανθόµελο που παράγεται από το νέκταρ των λουλουδιών (θυµαριού, πορτοκαλιάς, βαµβακιού, ηλίανθου, ερείκης, κ.λπ.) Μέλι από µελιτώµατα, που παράγεται από εκκρίµατα κοκκοειδών που αποµυζούν φυτά. Στην κατηγορία αυτή ανήκει το µέλι του πεύκου, της ελάτης και άλλων δασικών φυτών. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 177 από 281

Οι κυριότερες µελιτοφόρες πηγές στη χώρα µας είναι τα κωνοφόρα (πεύκο, έλατο), τα εσπεριδοειδή, το θυµάρι, το βαµβάκι, το τριφύλλι και η ερείκη. Η παραγωγή του µελιού δηλαδή οι ποσότητες που τρυγούν κάθε χρόνο οι µελισσοκόµοι, στηρίζεται κυρίως στο µελίτωµα του εργάτη του πεύκου, το οποίο συνεισφέρει το 60-65% της ετήσιας παραγωγής, ενώ σηµαντική είναι και η παραγωγή µελιού ελάτης (5-10%) και θυµαριού (15%). Η ετήσια παραγωγή κάθε είδους µελιού σύµφωνα µε στοιχεία του 2004 φαίνεται στον πίνακα 71 που ακολουθεί. Πίνακας 75. Ποσοστό επί της ετήσιας παραγωγής µελιού στην Ελλάδα το 2004 κάθε κατηγορίας µελιού Είδος παραγόµενου Ποσοστό επί της % της ετήσιας συνολικής µελιού παραγωγής µελιού στην Ελλάδα Πευκόµελο 60-65% Μέλι ελάτης 5-10% Θυµαρίσιο µέλι 10% Ανθόµελο 20-25% Πηγή: Υπ.Α.Α.Τ Η παραγωγή µελιού συνολικά κατά την πενταετία 2000-2004 (Πίνακας 72) κυµάνθηκε µεταξύ των 13,5 και 14,6 χιλιάδων τόνων, ενώ µεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε το 2004. Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται η κατανοµή της παραγωγής µελιού ανά γεωγραφικό διαµέρισµα της Ελλάδος. Πίνακας 76. Κατανοµή της παραγωγής µελιού κατά γεωγραφικό διαµέρισµα την χρονική περίοδο 1997-2004 Γεωγραφικό Παραγωγή µελιού σε τόνους ιαµέρισµα 2000 2001 2002 2003 2004 M.O. % Στερεά Ελλάδα & Εύβοια 2.941 2.962 2.913 2.283 3.037 2.827 20,35 Πελοπόννησος 1.861 1.952 2.050 2.187 2.327 2.075 14,94 Ιόνιοι Νήσοι 296 303 324 311 320 311 2,24 Ήπειρος 592 594 553 559 554 570 4,11 Θεσσαλία 1.248 1.278 1.296 1.235 1.265 1.264 9,10 Μακεδονία 3.453 3.540 3.431 3.494 3.514 3.486 25,10 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 178 από 281

Θράκη 521 551 500 514 485 514 3,70 Νησιά Αιγαίου 1.251 1.219 1.196 1.054 1.176 1.179 8,49 Κρήτη 1.460 1.425 1.624 1.875 1.932 1.663 11,97 Γενικό Σύνολο 13.623 13.824 13.887 13.512 14.610 13.891 100 (πηγή Υπ.Α.Α.Τ). Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι τη µεγαλύτερη παραγωγή δίνει η Μακεδονία, µε µέση παραγωγή τους 3.486 τόνους και ποσοστό 25,10% και ακολουθεί η Στερεά Ελλάδα και Εύβοια µε παραγωγή 2.827 τόνους (20,35%), η Πελοπόννησος µε 2.070 τόνους (14,94%), η Κρήτη µε 1.663 τόνους (11,97%), η Θεσσαλία µε 1.264 τόνους (9,10%), τα νησιά του Αιγαίου µε 1.179 τόνους (8,49%) και έπονται µε µικρότερη παραγωγή τα υπόλοιπα διαµερίσµατα. Το µέλι είναι ένα προϊόν περιζήτητο και κάθε προσπάθεια παραγωγής ενός σωστού προϊόντος έχει καλή ανταπόκριση, µε αντίστοιχα καλό οικονοµικό αποτέλεσµα. Οι κύριες χώρες εξαγωγής µελιού είναι η Κίνα και η Αργεντινή, ενώ άλλες χώρες µε µικρότερη εξαγωγική δύναµη δεν εµφανίζουν να απειλούν τις δυο προηγούµενες. Οι κύριοι εισαγωγείς µελιού είναι η Γερµανία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, το Ηνωµένο Βασίλειο και η Γαλλία. Οι κυριότεροι προµηθευτές της Γερµανικής αγοράς είναι η Κίνα, το Μεξικό, η Αργεντινή, η Τουρκία, η Ουρουγουάη και η Ουγγαρία. Ο βαθµός αυτάρκειας της Ε.Ε σε µέλι είναι µικρότερος του 50% και βαίνει συνεχώς µειούµενος, αυτό έχει ως αποτέλεσµα την εισαγωγή περίπου 150.000 τόνων µέλι ετησίως, για να καλύπτει τις ανάγκες της, κυρίως από τρίτες χώρες και ειδικότερα από την Αργεντινή, που αποτελεί και τον πρώτο προµηθευτή της Ε.Ε µε 36% του συνόλου των Κοινοτικών εισαγωγών µελιού το 2002, ενώ ακολουθούν το Μεξικό (12%), η Ουγγαρία (10%) και η Κίνα (9%)2. Η Ε.Ε λόγω του µεγάλου όγκου των εισαγωγών µελιού, παρά τον έντονο ελλειµµατικό χαρακτήρα της, εµφανίζει σηµαντικά πλεονάσµατα. Οι νοµοθετικές ρυθµίσεις της Ε.Ε επιτρέπουν το πλεόνασµα µελιού να «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 179 από 281

επανεξάγεται σαν Ευρωπαϊκό. Έτσι, εξηγείται και η εισαγωγή µελιού πορτοκαλιάς από την Γερµανία και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ασφαλώς στερούνται της καλλιέργειας αυτής. Το γεγονός αυτό επηρεάζει σηµαντικά την τιµή του προϊόντος στην διεθνή αγορά, η οποία διαµορφώνεται µε βάση το κόστος παραγωγής του µελιού σε τρίτες χώρες, που ασφαλώς είναι χαµηλότερο από εκείνο των ευρωπαϊκών εταίρων. Το γεγονός αυτό δηµιουργεί έντονα προβλήµατα στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Γαλλία, που είναι οι µόνες αυτάρκεις χώρες της Ένωσης. ( Πρακτικά 1ου Επιστηµονικού Συνεδρίου Μελισσοκοµίας-Σηροτροφίας, «Τα επιτεύγµατα και οι προοπτικές της µελισσοκοµικής και σηροτροφικής έρευνας στην Ελλάδα», Ιωσήφ Μανίκης & Αντρέας Θρασυβούλου., Αθήνα 29/11 έως 01/12 2002) Οι εξαγόµενες ποσότητες µελιού από τη χώρα µας σε άλλες χώρες δεν είναι µεγάλες, Παρόλο αυτά λόγω τις εξαιρετικής ποιότητας του, ανοίγονται σηµαντικές προοπτικές για την κατάκτηση νέων και δυναµικών αγορών. Σύµφωνα µε στοιχεία της τελευταίας πενταετίας 2000-2004, οι εξαγόµενες ποσότητες µελιού κυµάνθηκαν από 342 έως 880 περίπου τόνους, ενώ σηµαντική αύξηση σηµειώθηκε το έτος 2001. Στον πίνακα 73 που ακολουθεί φαίνονται οι εξαγόµενες ποσότητες µελιού και οι χώρες προορισµού των εξαγωγών. Πίνακας 77. Εξαγόµενες ποσότητες µελιού για την πενταετία 2000-2004 Ποσότητα σε τόνους Χώρες εξαγωγής 2000 2001 2002 2003 2004 Γερµανία 58,98 593,83 115,85 76,51 50,44 Ην. Βασίλειο 124,33 74,63 64,35 49,51 206,80 ΗΠΑ 14,46 47,34 43,99 63,10 43,24 Λοιπές χώρες 144,31 161,17 98,91 508,99 128,50 Σύνολο 342,08 876,97 323,10 698,11 428,98 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Οι εισαγωγές, αντίστοιχα, µελιού κατά τη διάρκεια της ίδιας πενταετίας 2000-2004, κυµάνθηκαν µεταξύ 2.300 και 3.000 τόνων, προερχόµενοι κυρίως από τη Βουλγαρία, την Ισπανία, τη Γερµανία και τη Ρουµανία. Στον Πίνακα 74 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 180 από 281

που ακολουθεί φαίνονται οι εισαγόµενες ποσότητες µελιού και οι χώρες προορισµού των εισαγωγών. Πίνακας 78. Εισαγόµενες ποσότητες µελιού για την πενταετία 2000-2004 Χώρες εισαγωγής Ποσότητα σε τόνους 2000 2001 2002 2003 2004 Βουλγαρία 822,01 1.201,06 1.326,78 535,84 673,58 Ισπανία 181,76 214,01 430,48 152,23 191,36 Γερµανία 974,38 611,90 531,41 751,18 517,77 Ρουµανία 169,49 337,58 272,99 110,49 138,89 Λοιπές χώρες 146,51 96,51 193,16 172,22 479,24 Σύνολο 2.294,15 2.461,06 2.754,82 1.721,96 2.000,84 Πηγή: ΕΣΥΕ Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι οι µεγαλύτερες ποσότητες (48% για το 2002) προήλθαν από τη Βουλγαρία, µε τιµή εισαγωγής 20% µικρότερη. Το γεγονός αυτό εντείνει την διαµαρτυρία των Ελλήνων µελισσοκόµων για τις υφιστάµενες εισαγωγές φθηνού και υποβαθµισµένου µελιού, το οποίο στη συνέχεια µετονοµάζεται σε Ελληνικό. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι εισαγωγές και εξαγωγές µελιού κατά τα έτη 2005 µέχρι 2010. ΠΙΝΑΚΑΣ 79. Ισοζύγιο µελιού στην ΠΚΜ την περίοδο 2005-2010 Αξία Εισαγωγών ( ) 4387491 Αξία Εξαγωγών ( ) 1154655 2005 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1839770 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 380591 Ισοζύγιο σε -3232836 Ισοζύγιο σε kg -1459179 Αξία Εισαγωγών ( ) 2657266 Αξία Εξαγωγών ( ) 864363 2006 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1092243 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 268551 Ισοζύγιο σε -1792903 Ισοζύγιο σε kg -823692 Αξία Εισαγωγών ( ) 3891910 Αξία Εξαγωγών ( ) 607493 2007 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1495793 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 193942 Ισοζύγιο σε -3284417 Ισοζύγιο σε kg -1301851 «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 181 από 281

2008 2009 2010 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ Αξία Εισαγωγών ( ) 4596656 Αξία Εξαγωγών ( ) 549379 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1595915 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 167245 Ισοζύγιο σε -4047277 Ισοζύγιο σε kg -1428670 Αξία Εισαγωγών ( ) 4457832 Αξία Εξαγωγών ( ) 921866 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1357825 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 232107 Ισοζύγιο σε -3535966 Ισοζύγιο σε kg -1125718 Αξία Εισαγωγών ( ) 4086874 Αξία Εξαγωγών ( ) 1009613 Ποσότητα Εισαγωγών (kg) 1282351 Ποσότητα Εξαγωγών (kg) 291249 Ισοζύγιο σε -3077261 Ισοζύγιο σε kg -991102 Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, η κύρια µελισσοκοµική περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας είναι ο Νοµός Χαλκιδικής όπου υπάρχει και συνεταιριστική µονάδα συσκευασίας του προϊόντος (Μελισσοκοµικός Συνεταιρισµός Νικήτης). Πινακας 80. Παραγωγή µελιού στην ΠΚΜ το έτος 2007 Παραγόµενο Μέλι (τόνοι) ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΟΣ 14.772 ΣΥΝΟΛΟ ΠΚΜ 2.151 ΗΜΑΘΙΑ 144 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 227 ΚΙΛΚΙΣ 74 ΠΕΛΛΑ 175 ΠΙΕΡΙΑ 94 ΣΕΡΡΕΣ 196 ΧΑΛΚΙ ΙΚΗΣ 1.241 Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 182 από 281

Είναι αλήθεια ότι η µελισσοκοµία παρουσιάζει σηµαντική βελτίωση τελευταία όχι µόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά χάρις στην αύξηση του επενδυόµενου σε αυτήν κεφαλαίου και τη συστηµατικότερη εκτροφή των µελισσών, κυρίως από τους επαγγελµατίες µελισσοκόµους. Παρά την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση, η εγχώρια παραγωγή όχι µόνο δυσκολεύεται να εξαχθεί, αλλά υφίσταται και τον ισχυρό ανταγωνισµό από τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές από άλλες χώρες. Από την άλλη πλευρά το γεγονός ότι η τιµή του µελιού συµπιέζεται διεθνώς καθιστά το µέλλον της µελισσοκοµίας δύσκολο. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι ο κλάδος αυτός της ζωικής παραγωγής δεν είναι βιώσιµος. Αντίθετα, υπάρχουν µεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης υπό ορισµένες προϋποθέσεις, οι κυριότερες των οποίων είναι η παραγωγικότητα του µελισσοσµήνους σε συνδυασµό µε τις συνθήκες εκτροφής, η αύξηση του µεγέθους της µελισσοκοµικής εκµετάλλευσης και η τεχνοοικονοµική κατάρτιση των µελισσοκόµων, κυρίως αυτών που ασχολούνται αποκλειστικά µε τη µελισσοκοµία. Η παραγωγικότητα του µελισσοσµήνους µε τις άριστες κατά το δυνατόν συνθήκες εκτροφής τους προδικάζει συµπίεση του κόστους παραγωγής, που αποτελεί τη βάση της ανταγωνιστικότητας. Το µέγεθος της µελισσοκοµικής εκµετάλλευσης που µπορεί να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό γεωργικό εισόδηµα υπολογίζεται σήµερα στις 300 κυψέλες µε µέση απόδοση 20 χλγ./κυψέλη και θα πρέπει να φθάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 183 από 281

«Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας» Σχήµα 46. Αριθµός µελισοσµηνών στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Αριθµός µελισσοσµηνών το 2010 στην ΠΚΜ Συνολικά 143.292 Πιερία 15.500 11% Σέρρες 33.008 23% Χαλκιδική 18.753 13% Πέλλα 28.863 20% Κιλκίς 12.773 9% Θεσσαλονίκη 19.969 14% Ηµαθία 14.426 10% Σχήµα 47. Αριθµός εκτροφών µέλισσας στην ΠΚΜ ανά ΠΕ Αριθµός εκτροφών µελισσοσµηνών το 2010 στην ΠΚΜ Συνολικά 2.869 Πέλλα 296 10% Πιερία 309 11% Σέρρες 443 15% Κιλκίς 134 5% Θεσσαλονίκη 562 20% Χαλκιδική 779 27% Ηµαθία 346 12% «Καλάθι προϊόντων Περιφέρειας κεντρικής Μακεδονίας Φεβρουάριος 2012» Σελ. 184 από 281