ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΛΙΟΥΣΗ Τα ιστορικά τραγούδια του Σουλίου: ιστορικότητα και τοπική ταυτότητα Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Λιάβας Λάµπρος, επιβλέπων καθηγητής Καϊµάκης Ιωάννης Κάβουρας Παύλος Αθήνα 2009 i
ii Στους γονείς µου
Περιεχόµενα Πρόλογος vii Χάρτης Κοινότητας Σουλίου. ix Εισαγωγή. 1 1. Επισκόπηση βιβλιογραφίας. 3 2. Επιτόπια έρευνα... 14 3. Επεξεργασία υλικού.. 19 4. Η ερµηνεία της προσωπικής εµπειρίας.. 22 5. Μουσικές εθνογραφίες. 23 6. οµή της εργασίας.. 32 Κεφάλαιο 1 ο : Η κοινότητα του Σουλίου: παρόν παρελθόν 35 1.1 Οικιστική ανάπτυξη βιοπορισµός κοινωνικότητα.. 35 1.2 Η τοπική κοινωνία στο πέρασµα του χρόνου. 43 Κεφάλαιο 2 ο : Σούλι: «τόποι» τραγουδιού. 50 2.1 Το καφενείο 51 2.2 Το πανηγύρι.. 57 2.2.1. Οι οργανοπαίκτες. 62 2.2.2 Ο χορός 66 2.2.3 Το ακροατήριο 70 Κεφάλαιο 3 ο : Το σουλιώτικο τραγούδι, η ιστορία, η ταυτότητα. 74 3.1 Το σουλιώτικο τραγούδι ως ιστορία.. 74 3.2 Tαυτότητα και σουλιώτικο τραγούδι. 77 3.3 Το σουλιώτικο τραγούδι ως ατοµική ταυτότητα.. 85 i
3.4 Το σουλιώτικο τραγούδι ως συλλογική ταυτότητα.. 91 3.5 Ο χορός του Ζαλόγγου: ένα ιστορικό γεγονός στην υπηρεσία δηµιουργίας ταυτοτήτων. 97 3.6 Άντρες και γυναίκες τραγουδούν.. 102 3.7 Τρόποι εκµάθησης του σουλιώτικου τραγουδιού 106 3.8 Η δοµή των σουλιώτικων τραγουδιών. 108 Κεφάλαιο 4 ο : Υπερτοπικοί και τοπικοί φορείς διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονοµιάς. 120 4.1 Οι Γιορτές Σουλίου.. 121 4.1.1 ιαστάσεις Γιορτών Σουλίου 125 4.2 Οµαδικά δίκτυα διαχείρισης της σουλιώτικης κληρονοµιάς.. 127 4.2.1 Ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Σουλιωτών «Το ιστορικό Σούλι».. 128 4.2.2 Ο Σύλλογος Ηπειρωτών στη Γερµανία.. 129 4.2.3 Ο Σύλλογος Απανταχού Σουλιωτών (Σ.Α.Σ.) 132 4.2.4 Η περίπτωση του Λάµπρου Τζαβέλα.. 134 4.3 Τοπικοί φορείς: το παράδειγµα του Πολιτιστικού Συλλόγου Σουλίου του Κοινοτικού ιαµερίσµατος Φροσύνης 136 4.3.1 Η χορευτική οµάδα. 138 4.3.2 «Το Αντάµωµα των Σουλιωτών» 141 Κεφάλαιο 5 ο : Συµπεράσµατα 146 Βιβλιογραφία. 155 ii
Παραρτήµατα Παράρτηµα Ι: Μουσικές καταγραφές. 1 1. «Στη βρύση στα Τσερίτσιανα» Παράδειγµα 1α 4 Παράδειγµα 1β 5 Παράδειγµα 1γ 6 Παράδειγµα 1δ 7 Παράδειγµα 1ε 8 Παράδειγµα 1στ 9 2. «Στο Σούλι βγαίν Αυγερινός» Παράδειγµα 2α 10 Παράδειγµα 2β 11 Παράδειγµα 2γ 12 Παράδειγµα 2δ 13 Παράδειγµα 2ε 14 Παράδειγµα 2στ 15 Παράδειγµα 2ζ 16 Παράδειγµα 2η 17 3. «Τρία µπαϊράκια στήσανε» Παράδειγµα 3α 18 Παράδειγµα 3β 18 Παράδειγµα 3γ 19 Παράδειγµα 3δ 19 4. «Θέλτε να σας µολογήσω» Παράδειγµα 4α 20 Παράδειγµα 4β 20 Παράδειγµα 4γ 21 iii
Παράδειγµα 4δ 21 5. «Κίνησαν οι αγάδες» Παράδειγµα 5α 22 Παράδειγµα 5β 22 6. «Τέτοιαν ώρα σαν και τώρα» Παράδειγµα 6α 23 7. «Βαρύς αχός ακούεται» («Της έσπως») Παράδειγµα 7α 24 8. «Τι έχουν του Σούλι τα βουνά» Παράδειγµα 8α 25 9. «Του Νταβέλη» Παράδειγµα 9α 26 10. «Έχετε γεια βρυσούλες» Παράδειγµα 10α 27 Παράδειγµα 10β 28 11. «Της Τζαβέλαινας» Παράδειγµα 11α 29 Παράδειγµα 11β 30 Παράδειγµα 11γ 31 Παράδειγµα 11δ 32 Παράδειγµα 11ε 33 Παράδειγµα 11στ 34 12. «Της Λένης του Μπότσαρη» Παράδειγµα 12α 35 Παράδειγµα 12β 36 Παράδειγµα 12γ 37 Παράδειγµα 12δ 38 Παράδειγµα 12ε 39 iv
13. «Τρεις περδικούλες» Παράδειγµα 13α 40 Παράδειγµα 13β 41 Παράδειγµα 13γ 42 14. «Αλή πασιάς αφώναζε» Παράδειγµα 14α 43 Παράδειγµα 14β 44 15. «Μαύρο πουλάκι ξέβγαινε από τον Αβαρίκο» Παράδειγµα 15α 45 Παράρτηµα ΙΙ: Ποιητικά κείµενα τραγουδιών 1. «Στη βρύση στα Τσερίτσιανα» Παράδειγµα 1α 46 2. «Στο Σούλι βγαίν Αυγερινός» Παράδειγµα 2α 47 3. «Τρία µπαϊράκια στήσανε» Παράδειγµα 3α 48 4. «Θέλτε να σας µολογήσω» Παράδειγµα 4α 49 5. «Κίνησαν οι αγάδες» Παράδειγµα 5α 50 6. «Τέτοιαν ώρα σαν και τώρα» Παράδειγµα 6α 51 7. «Βαρύς αχός ακούεται» («Της έσπως») Παράδειγµα 7α 52 8. «Τι έχουν του Σούλι τα βουνά» Παράδειγµα 8α 53 9. «Του Νταβέλη» Παράδειγµα 9α 54 v
10. «Έχετε γεια βρυσούλες» Παράδειγµα 10α 54 Παράδειγµα 10β 55 11. «Της Τζαβέλαινας» Παράδειγµα 11α 56 12. «Της Λένης του Μπότσαρη» Παράδειγµα 12α 57 13. «Τρεις περδικούλες» Παράδειγµα 13α 58 14. «Αλή πασιάς αφώναζε» Παράδειγµα 14α 59 15. «Μαύρο πουλάκι ξέβγαινε από τον Αβαρίκο» Παράδειγµα 15α 60 Παράρτηµα ΙΙΙ: Περιεχόµενα µουσικών παραδειγµάτων cd. 61 Cd 1: «Χορευτικά τραγούδια» 61 Cd 2: «Τραγούδια ελεύθερου ρυθµού». 62 vi
Πρόλογος Η ενασχόλησή µου µε την µελέτη των ιστορικών, σουλιώτικων τραγουδιών, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καταγωγή µου από τον ευρύτερο νοµό Θεσπρωτίας. Γνωρίζοντας την ιστορική σηµαντικότητα του Σουλίου από την ιστορία του σχολείου και την έντονη δραστηριότητα που αναπτύσσουν τοπικοί και υπερτοπικοί φορείς σε σχέση µε τις γιορτές Σουλίου, προέκυψε ο προβληµατισµός µου για το εάν η µουσική παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή των κατοίκων του ιστορικού Σουλίου. Η σκέψη αυτή άρχισε να εξελίσσεται σε έρευνα, ύστερα από µία καθοριστική συζήτηση που είχα µε τον κύριο Λάµπρο Λιάβα, ο οποίος και µε παρότρυνε να µελετήσω το θέµα. Στην πορεία έρευνας και καταγραφής της εµπειρίας µου, η οποία αποτυπώνεται στις σελίδες του παρόντος τόµου, βοήθησαν πολλοί άνθρωποι, τους οποίους και αισθάνοµαι την ανάγκη να ευχαριστήσω ονοµαστικά. Καταρχήν, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά τα µέλη της τριµελούς συµβουλευτικής επιτροπής: τον επιβλέποντα, αναπληρωτή καθηγητή του Τ.Μ.Σ. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, Λάµπρο Λιάβα, ο οποίος µου έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθώ µε αυτό το θέµα, ενώ στην πορεία, µε τις εύστοχες παρατηρήσεις του στήριξε επιστηµονικά και ηθικά όλη τη διαδικασία αυτής της διατριβής, τον µόνιµο επίκουρο καθηγητή του Τ.Μ.Σ. του Α.Π.Θ., Ιωάννη Καϊµάκη, καθώς και τον καθηγητή του Τ.Μ.Σ. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, Παύλο Κάβουρα, οι οποίοι συνέβαλαν ο καθένας µε το δικό του τρόπο, στην ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής. Στο σηµείο αυτό οφείλω ένα µεγάλο ευχαριστώ στην επίκουρη καθηγήτρια του Τ.Μ.Σ. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών Ειρήνη Λουτζάκη, για την καταλυτική βοήθειά της στον εντοπισµό βιβλιογραφίας, καθώς και για τις εποικοδοµητικές της παρατηρήσεις σχετικά µε τον τρόπο συγγραφής. Πολύτιµη στάθηκε επίσης, ήδη από τα πρώτα ερευνητικά µου βήµατα, η βοήθεια του αναπληρωτή καθηγητή κοινωνικής πολιτικής στο πανεπιστήµιο Αιγαίου Θανάση Αλεξίου, ο οποίος όχι µόνο µου υποδείκνυε τη βιβλιογραφία, αλλά και µου την παρείχε, βοηθώντας στη διεύρυνση των οριζόντων µου. Ειδικές ευχαριστίες οφείλω στον επίκουρο καθηγητή θεωρίας της λογοτεχνίας στο τµήµα ηµοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ., Βασίλη Αλεξίου, ο οποίος, µέσα από τον δικό του µοναδικό τρόπο, µε βοήθησε να διακρίνω στοιχεία πολύ σηµαντικά για την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας. Ακόµη, τον ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις και τις διορθώσεις κατά τις πρώτες αναγνώσεις των κειµένων µου. Επίσης, ευχαριστώ τον µουσικολόγο Χάρη Σαρρή, ο οποίος αφιερώνοντάς µου πολύτιµο χρόνο, µε βοήθησε στο θέµα των µουσικών καταγραφών, τον µουσικολόγο Daniel Koglin, vii
για το υλικό που µου παρείχε, καθώς και τον ηχολήπτη Νίκο Κολιούση που εργάστηκε για την αποθορυβοποίηση των ηχογραφηµένων τραγουδιών. εν θα είχα τη δυνατότητα να πραγµατοποιήσω την έρευνα αυτή, εάν στην πορεία µου δεν µε είχαν βοηθήσει άνθρωποι όπως ο Σταύρος Τζήµας, ο οποίος καταγόµενος από τον Αυλότοπο Σουλίου, µου έδωσε πληροφορίες για το Σούλι και κυρίως, µου πρόσφερε απλόχερα το σπίτι στο χωριό για φιλοξενία. Η ευγνωµοσύνη µου προς τον Σταύρο Τζήµα, αλλά και προς την µητέρα του, την κυρά-θοδώρα, που µε φιλοξένησε πλουσιοπάροχα στο χωριό, είναι απερίγραπτη. Την βαθύτατη ευγνωµοσύνη µου θα ήθελα να εκφράσω και προς όλους τους πληροφορητές µου, οι οποίοι µου άνοιξαν το σπίτι τους, συζήτησαν µαζί µου, µου αφιέρωσαν το χρόνο τους, µου µίλησαν για τη ζωή τους, µου τραγούδησαν, µου άνοιξαν την καρδιά τους! Αισθάνοµαι την ανάγκη να τους ευχαριστήσω ξεχωριστά. Το Νίκο Φωτίου, τους ονάτο και Γλυκερία Πήλιου, τον Λευτέρη ιαµάντη, την Κωνσταντίνα Τσελίκου, τους Τηλέµαχο Μπάλα, ήµο Αναστασίου, ηµήτρη ηµητρίου, τον παπά-τζήµα, την Παρθένα ηµητρίου, την Ειρήνη Ντάγκα, τους ονάτο Γκουλιούµη, Γιώργο Παππά, Γρηγόρη Ντόκο, την Ειρήνη Τσίπη, την Καλλιόπη Τόκα και τον άντρα της Γιάννη Τόκα, τον παπά-γιάννη Τόκα, τον Φίλιππο Παπαϊωάννου, την Λευτερία Κωλέτση, τον Φώτη Μπάλα, την κυρία Γαρυφαλλιά, καθώς και τα παιδιά ηµήτρη ιαµάντη, Φώτη και Φίλιππο Παπαϊωάννου, Άγγελο και Χρήστο Τόκα. Επίσης, τους Γιώργο Μπόλωση, Όλγα Σπύρου και Σταυρούλα Γκουλιούµη, υπάλληλοι της Κοινότητας Σουλίου, οι οποίοι µου έδωσαν πληροφορίες βοηθώντας µε να ανακαλύψω και να διακρίνω νέα στοιχεία στην έρευνά µου, τους Αλέξη Φράγκο, Έφη Μπόλωση και Θανάση Τουλούµη, εκπρόσωποι του Πολιτιστικού Συλλόγου του Σουλίου, που µε ενηµέρωσαν σχετικά µε τις δραστηριότητες του συλλόγου. Ευχαριστώ ακόµη, τον Λάµπρο Τζαβέλα για τον χρόνο που µου αφιέρωσε, τον ηµήτρη Σούλα και τον Θανάση Αθανασόπουλο για τις πληροφορίες που µου έδωσαν σχετικά µε τους Συλλόγους τους και τέλος θα ήθελα να µνηµονεύσω τον Κώστα Γκοτσόπουλο, για τις πληροφορίες που µου παρείχε σχετικά µε τις Γιορτές Σουλίου. Η εργασία αυτή δεν θα µπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την αµέριστη στήριξη και συµπαράσταση της οικογένειάς µου. Πορεύτηκαν µαζί µου καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας, δίνοντάς δύναµη και στηρίζοντάς µε σε πρακτικά θέµατα. Ιδιαίτερα, ένα µεγάλο ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής µου οφείλω στον πατέρα µου, ο οποίος ήταν πάντα έτοιµος να µε βοηθήσει σε ο,τιδήποτε χρειάστηκα. viii
ix
Εισαγωγή Η πρώτη µου επαφή µε την παραδοσιακή µουσική ξεκίνησε από µικρή ηλικία, όταν άρχισα να γνωρίζω το νεοσύστατο τότε συγκρότηµα ηπειρώτικης παραδοσιακής µουσικής που είχε δηµιουργήσει ο πατέρας µου µαζί µε τον αδερφό του και δύο ξαδέρφια τους, στην Ηγουµενίτσα 1, όπου και µεγάλωσα. Αρχικά, περιορίστηκα στο ρόλο της ακροάτριας, γνωρίζοντας την ηπειρώτικη µουσική µέσα από την εκµάθηση των βηµάτων των χορών, αφού σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησα µαθήµατα χορού, στον τοπικό χορευτικό σύλλογο. Με το πέρασµα των χρόνων, άρχισα σιγά σιγά να µαθαίνω να τραγουδάω, µαζί µε την αδερφή µου και τις ξαδέλφες µου, κατόπιν υποδείξεων των οργανοπαικτών. Η διαδικασία αυτή µας οδήγησε στην πλήρη ένταξη στο συγκρότηµα, µε αποτέλεσµα να τους ακολουθούµε τόσο σε µουσικές εκδηλώσεις, όσο και σε επαγγελµατικές ηχογραφήσεις που χρειάστηκε να πραγµατοποιήσουν. Το ενδιαφέρον µου για την µελέτη των τραγουδιών αυτών αυξάνονταν, καθώς τους άκουγα να µιλούν µεταξύ τους για πεντατονικές, µινόρε και µαντζόρε κλίµακες ( ο ένας εκ των τεσσάρων οργανοπαικτών ήταν µουσικός), για ρυθµούς και για στίχους, καθώς και για ιστορίες που αφορούσαν οργανοπαίκτες που επισκέπτονταν τα χωριά τους, όταν οι ίδιοι ήταν παιδιά. Οι αναζητήσεις µου αυτές, σχετίζονται και µε το ξεκίνηµα µαθηµάτων µουσικής θεωρίας, που είχε προηγηθεί της συµµετοχής µου στο συγκρότηµα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εκµάθησης ευρωπαϊκής µουσικής και συµµετοχής στο παραδοσιακό συγκρότηµα, η ανάγκη για τη µελέτη της µουσικής γίνονταν όλο και µεγαλύτερη, ωθώντας µε στην περαιτέρω ενασχόληση µε αυτή. Με την εισαγωγή µου στο Τµήµα Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ., ήρθε και η γνωριµία µε τον ευρύτερο κόσµο της παραδοσιακής µουσικής, µέσα από το µάθηµα του Ιωάννη Καϊµάκη «Εισαγωγή στη ηµοτική Μουσική». Κατά τη διάρκεια των µαθηµάτων, υποχρεωµένη να παραδώσω εργασία που να στηρίζεται σε ηχογραφήσεις παραδοσιακής µουσικής της περιοχής που οι ίδιοι θα επιλέγαµε, καθώς και καταγραφής και ανάλυσης ενός τραγουδιού, προέκυψε η γνωριµία µε το σουλιώτικο τραγούδι. Το πιο κοντινό πρόσωπο σε εµένα, το οποίο γνώριζε να τραγουδάει, εκτός από τον πατέρα µου, ήταν η γιαγιά µου, η οποία κατάγονταν από το χωριό Σαλονίκι, που ανήκε στην τότε 2 Επαρχία Σουλίου, µε πρωτεύουσα την Παραµυθιά. Εκείνη µου τραγούδησε κάποια σουλιώτικα τραγούδια, αλλά και τραγούδια της 1 Η Ηγουµενίτσα είναι η πρωτεύουσα του Νοµού Θεσπρωτίας, όπου υπάγεται και η Κοινότητα Σουλίου. 2 Με το σχέδιο Καποδίστρια η Κοινότητα Σουλίου έγινε ανεξάρτητη κοινότητα και η Επαρχία Σουλίου έγινε Επαρχία Παραµυθιάς µε πρωτεύουσα την Παραµυθιά. 1
αγάπης, της ξενιτιάς και του γάµου, που προέρχονταν από την περιοχή. Η µικρή αυτή εργασία, αποτέλεσε τον πυρήνα, για να ακολουθήσει η διπλωµατική εργασία, την οποία συνέταξα προκειµένου να ολοκληρώσω τις σπουδές µου στο Τµήµα. Ο τίτλος αυτής, «Μεταγραφές και µουσικοποιητική ανάλυση των τραγουδιών της Παραµυθιάς», η οποία στηρίζεται σε ηχογραφήσεις της γιαγιάς µου και ατόµων από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον και αφορούν στο σύνολο των τραγουδιών της περιοχής, µέσα σε αυτά και τα ιστορικά τραγούδια του Σουλίου. Μελετώντας λοιπόν, τα τραγούδια της εργασίας, το ενδιαφέρον µου άρχισε να περιορίζεται στην ειδική κατηγορία των ιστορικών σουλιώτικων τραγουδιών. Αν και σε ό,τι αφορά τα µουσικά χαρακτηριστικά, δεν διαφοροποιούνταν από τα υπόλοιπα τραγούδια της περιοχής, το περιεχόµενό τους και ο τρόπος που οι τραγουδιστές µιλούσαν και τα εκτελούσαν, τα έκανε να ξεχωρίζουν, µε αποτέλεσµα να εντείνεται το ενδιαφέρον µου για περαιτέρω µελέτη. Έτσι, προέκυψε η συνέχιση των σπουδών µου και το θέµα της διδακτορικής διατριβής για τα ιστορικά τραγούδια του Σουλίου. Αρχικά, ενώ προσδιορίστηκε το αντικείµενο της έρευνας, ο χώρος οριοθετήθηκε αργότερα, ύστερα από µια ευρύτερη προκαταρκτική έρευνα στην περιοχή. Ο αρχικός µου προβληµατισµός σχετίζονταν µε το εάν θα έπρεπε να περιοριστώ στην Κοινότητα Σουλίου, ή να µελετήσω πως αντιλαµβάνονται τα τραγούδια αυτά και στα γύρω χωριά από το Σούλι, τα οποία πριν την εφαρµογή του σχεδίου Καποδίστρια aνήκαν στην Επαρχία Σουλίου. Αφού επισκέφθηκα τα περισσότερα χωριά γύρω από το Σούλι, σύντοµα διαπίστωσα ότι η κάθε αναφορά σε σουλιώτικα τραγούδια αφορούσε την ίδια την Κοινότητα, µε τη γεωγραφική αποµόνωση που τη χαρακτηρίζει. Αν και γενικότερα υπάρχει η τάση σε όλη την περιοχή της Θεσπρωτίας να χαρακτηρίζουν κάποιο Σουλιώτη, -ανεξαρτήτου καταγωγής-, µε την έννοια της γενναιότητας και της έλλειψης φόβου, η ιστορική αξία των τραγουδιών αυτών και η συµβολή τους στη διαµόρφωση της σουλιώτικης ταυτότητας, φαίνεται να διαµορφώνεται καταρχήν εντός των ορίων της Κοινότητας. Εφόσον, λοιπόν διαπίστωσα ότι η επίσκεψη στα χωριά γύρω από το Σούλι, δεν φαινόταν να µε οδηγεί κάπου, έπαιρνα σκόρπιες πληροφορίες και όλοι µε παρέπεµπαν στο Σούλι-, έστρεψα το ερευνητικό µου ενδιαφέρον στην Κοινότητα Σουλίου. Το σύνολο των τραγουδιών που προέκυψαν από τις επισκέψεις µου στην Κοινότητα Σουλίου, αποτέλεσαν και το αντικείµενο της παρούσας έρευνας. Πριν ξεκινήσω την επισκόπηση της βιβλιογραφίας, θεωρώ σκόπιµο να κάνω µία διευκρίνιση που αφορά στον τίτλο της εργασίας. Ο όρος «ιστορικά τραγούδια του Σουλίου» αφορά όλα εκείνα τα τραγούδια που σχετίζονται µε 2
τους πολέµους των Σουλιωτών ενάντια στον Αλή πασά. Αυτά τα τραγούδια είτε κληροδοτήθηκαν από γενιά σε γενιά ως προφορική παράδοση, είτε συντέθηκαν από επαγγελµατίες τραγουδιστές προκειµένου να τραγουδήσουν τη λεβεντιά των ανθρώπων που έζησαν σε αυτό τον τόπο. Ξεκινώντας την έρευνα στην κοινότητα του Σουλίου, πολύ σύντοµα διαπίστωσα ότι οι γηγενείς πληροφορητές αναφερόµενοι στα τραγούδια αυτά, χρησιµοποιούσαν κυρίως τον όρο «σουλιώτικα τραγούδια», ενώ πιο σπάνια του όρους «παραδοσιακά», «τοπικά», «αρχαία» και «ιστορικά». Θεώρησα λοιπόν σκόπιµο, να χρησιµοποιήσω στην παρούσα εργασία τον όρο «σουλιώτικο τραγούδι» στη θέση του όρου «ιστορικά τραγούδια του Σουλίου» εφόσον είναι αυτός που δίνουν και χρησιµοποιούν οι πληροφορητές. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εργασίας όπου αναφέρεται ο όρος «σουλιώτικο τραγούδι», αφορά τα συγκεκριµένα τραγούδια και χρησιµοποιείται εκτός εισαγωγικών. 1. Επισκόπηση της βιβλιογραφίας Το ενδιαφέρον των µελετητών για το Σούλι και τους Σουλιώτες αρχίζει από τη στιγµή που το όνοµά τους συνδέθηκε µε τους αγώνες εναντίον του Αλή πασά στα τέλη του 18 ου αιώνα. Καθ όλη τη διάρκεια του 19 ου και 20 ου αιώνα, ένα σύνολο ιστοριογράφων, ξένων περιηγητών, απογόνων των σουλιώτικων γενών και λογίων παρουσιάζουν τους Σουλιώτες ως συνεχιστές του αρχαίου ελληνικού ηρωισµού, µιλώντας για την οργάνωση και δράση τους τόσο σε τοπικό επίπεδο, -οικιστική ανάπτυξη, οργάνωση τοπικής κοινωνίας, αντίσταση προς τον Αλή-πασά-, όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο, µετά την καταστροφή του Σουλίου, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Από την άλλη µεριά, κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα, απεσταλµένοι λαογράφοι του Κ.Ε.Ε.Λ. και του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, καθώς και εκπαιδευτικοί ως επί το πλείστον γηγενείς, περιγράφουν την καθηµερινή κοινωνική οργάνωση στο Σούλι, τα ήθη και τα έθιµα και παραθέτουν ποιητικά κείµενα τραγουδιών, είτε µέσα από µνήµες των ιδίων σχετικές µε τη ζωή στο Σούλι είτε στηριζόµενοι σε αφηγήσεις γηγενών. Όλες οι παραπάνω µελέτες, υπό τη µορφή τόµων ιστορίας, χειρογράφων, µονογραφιών, λαογραφικών βιβλίων, εργασιών, γνωστές σε τοπικό ή και πανελλαδικό επίπεδο, χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: 1. τις ιστορικές και 2. τις λαογραφικές. Οι δύο αυτές κατηγορίες µελετητών, προσεγγίζουν το ίδιο αντικείµενο µελέτης, -Σούλι, Σουλιώτες-, από διαφορετική οπτική, καθώς η σύνθεσή του αλλάζει κατά το πέρασµα των αιώνων. Πιο συγκεκριµένα, οι µεν ασχολούνται µε το Σούλι µέχρι και την καταστροφή/εγκατάλειψη το 1803 (η δράση των Σουλιωτών απασχολεί τους ιστορικούς και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και κατά την 3
ολιγόµηνη επιστροφή τους στο Σούλι 1822), ενώ οι δε, ξεκινούν τις µελέτες τους από τις αρχές του 20 ου αιώνα και έπειτα, οπότε έχει αλλάξει και η τοπική πληθυσµιακή σύνθεση, κατά συνέπεια και η κοινωνική δοµή και οργάνωση. Ιστοριογράφοι και ξένοι περιηγητές που γράφουν στο α µισό του 19 ου αιώνα, στηρίζουν τις µελέτες τους κυρίως σε αφηγήσεις, προσωπικές παρατηρήσεις, διαλόγους και εµπειρία που προέρχεται είτε από τη συµµετοχή των ιδίων στους καθηµερινούς αγώνες που οδήγησαν στην ελληνική επανάσταση, είτε από την προσωπική επαφή µε Τούρκους πασάδες. Ο καθένας γράφει στηριζόµενος σε προσωπικές εµπειρίες και στο πως ο ίδιος κατανοεί και αντιλαµβάνεται τα πράγµατα. Εποµένως, αυτόµατα καταργείται η αντικειµενική καταγραφή των γεγονότων και εισάγεται έντονα το στοιχείο της υποκειµενικότητας, παρά το ότι οι συγγραφείς, τις περισσότερες φορές, παρουσιάζουν τα γεγονότα ως αντικειµενικά. Το πρώτο βιβλίο που ασχολείται µε τη σουλιώτικη ιστορία είναι η «Ιστορία Σουλίου και Πάργας» του Περραιβού, που εκδόθηκε τρεις 3 φορές. Ο Περραιβός ως αυτόπτης µάρτυρας, παρουσιάζει τους Σουλιώτες ως συνεχιστές του αρχαιοελληνικού ιδεώδους, παροµοιάζοντάς τους µε τους Σπαρτιάτες. Προσπαθώντας να δώσει µια ολοκληρωµένη εικόνα του Σουλίου και των Σουλιωτών, ξεκινάει µε εικασίες σχετικά µε την ονοµασία, τη χρονολογική και γεωγραφική τοποθέτηση του Σουλίου, και συνεχίζει µε την οργάνωση της τοπικής κοινωνίας, το χαρακτήρα των Σουλιωτών και τη δράση τους κυρίως εναντίον του Αλή πασά. Η περιγραφή της καταστροφής και εγκατάλειψης του Σουλίου, οδηγεί στην περιγραφή της δράσης των Σουλιωτών κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Ο λόγος του είναι άµεσος και γίνεται ιδιαίτερα ζωντανός µε την παράθεση διαλόγων 4 µεταξύ των ηρώων. Η θέση του αυτόπτη µάρτυρα από την οποία γράφει, από τη µια µεριά, του εξασφαλίζει την από κοντά γνωριµία της κοινωνικής οργάνωσης της σουλιώτικης κοινωνίας, καθώς και των γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά την πτώση του Σουλίου, ενώ από την άλλη, δεν µπορεί να µείνει αµερόληπτος, λόγω της προσωπικής εµπλοκής σε ιστορικά γεγονότα που περιγράφει. Το έργο του, αν και αποτελεί την πρώτη µελέτη για τους Σουλιώτες και πηγή πληροφοριών για τους µετέπειτα ιστοριογράφους και µελετητές, δεν αποφεύγει τις παραλείψεις, ασάφειες και ανακρίβειες, οι 3 Η πρώτη έκδοση έγινε το 1803 (Παρίσι), η δεύτερη το 1815 (Βενετία) και η τρίτη το 1857 (ανατύπωση 1956). 4 Σαν παράδειγµα αναφέρω (Περραβός, 1956: 90) «.Η Μόσχω.., είπε τα εξής: Αδελφαί». Σύµφωνα µε τον Βέη, (ο.π.: 93), ο ίδιος αφηγείται τα γεγονότα όπως τα παρακολούθησε ή πήρε µέρος σε αυτά. 4
οποίες γίνονται ιδιαίτερα αισθητές, διαβάζοντας κανείς την ολοκληρωµένη ανατύπωση 5 του έργου του το 1956 σε σχόλια του Βέη. Πριν αναφερθώ στις σχετικές υπόλοιπες µελέτες που έπονται του Περραιβού, θεωρώ απαραίτητη την αναφορά µου στην πρώτη σύγχρονη, επιστηµονική µελέτη για το θέµα Σούλι Σουλιώτες, που γράφτηκε από την Ψιµούλη (1998). Η ίδια, αξιοποιώντας τη διαθέσιµη βιβλιογραφία και ανέκδοτες πρωτογενείς πηγές που προέρχονται από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Αρχείο του Αλή πασά της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Αθηνών και τα Γ.Α.Κ. Νοµού Κέρκυρας, εξιχνιάζει το θέµα της εγκατάστασης των Σουλιωτών στην συγκεκριµένη περιοχή, σχετίζοντάς το µε την εγκατάσταση αλβανικών µεταναστευτικών οµάδων στην Ήπειρο και ειδικότερα στη Θεσπρωτία. Συνεχίζει αναφερόµενη στα δοµικά χαρακτηριστικά της τοπικής κοινωνίας και στη δράση αυτής κατά το πέρασµα των χρόνων, για να καταλήξει στο επίπεδο της «πολιτικής ιστορίας», όπως το ονοµάζει, όπου αναζητείται ο χαρακτήρας αντιπαράθεσης των Σουλιωτών, κατά το 18 ο αιώνα, µε τις γύρω διοικητικές αρχές. Το έργο της αποτελεί την πρώτη ολοκληρωµένη και τεκµηριωµένη επιστηµονική µελέτη, τολµώ να πω ολιστική προσέγγιση στο θέµα των Σουλιωτών. Μετά τον Περραιβό, η δράση των Σουλιωτών φαίνεται ότι απασχόλησε αρκετά τους ξένους περιηγητές που επισκέφθηκαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Ο Leake (1835), ως απεσταλµένος της αγγλικής κυβέρνησης στον Αλή πασά, συνέλεξε πληροφορίες οικονοµικού περιεχοµένου το 1805 που συνοδεύονται από περιγραφές του σουλιώτικου χώρου και των σουλιώτικων πολέµων. Ο Άγγλος περιηγητής Holland έρχεται στην Ελλάδα το 1812-13, και επισκέπτεται το Σούλι, ως φιλοξενούµενος του Μουχτάρ Αγά, από τον οποίο αντλεί πληροφορίες σχετικά µε την καταγωγή των Σουλιωτών και τον ιδιαίτερα πολεµοχαρή χαρακτήρα τους που οδήγησε σε σκληρές µάχες εναντίον του Αλή πασά (1989: 231-238). Ο Pouqueville, γνωρίζει την Ελλάδα µεταξύ του 1806 και 1816, εκδίδοντας το βιβλίο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» το 1820. Το έργο του, το οποίο είναι γραµµένο βάση περισσότερο του αισθήµατος, -είναι γνωστός για την εµπάθειά του προς τον Αλή πασά- και λιγότερο της καλής πληροφόρησης, τοποθετεί γεωγραφικά το Σούλι, και αναφέρεται στην οργάνωση της τοπικής κοινωνίας και στους αγώνες ενάντια στον Αλή πασά (1994: 189-209). 5 Στο παρόν κείµενο χρησιµοποιώ ως επί το πλείστον ανατυπώσεις έργων, χωρίς να αναφέρω κάθε φορά τη λέξη ανατύπωση. 5
Ο Fauriel, εκδίδει το 1824 την πρώτη συλλογή ελληνικών δηµοτικών τραγουδιών που αποτελεί και την πρώτη συλλογή υλικού για την περιοχή του Σουλίου. Το υλικό του είναι πλούσιο, ποικίλο και τεκµηριωµένο. Ο ίδιος, όπως αναφέρει στον εισαγωγικό λόγο (1956:5), θεώρησε ότι µια συλλογή δηµοτικών τραγουδιών από τη νεότερη Ελλάδα, θα έδινε καινούργια στοιχεία στους Ευρωπαίους έτσι ώστε, να εκτιµηθούν σωστά τα έθιµα, τα χαρίσµατα και ο χαρακτήρας των Ελλήνων, διότι µέχρι τότε, οι λόγιοι Ευρωπαίοι στα έργα τους θρηνούσαν µόνο το χαµό του αρχαίου ελληνικού πολιτισµού, χωρίς να ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη Ελλάδα. Καλώς λοιπόν παρατηρεί η ρούλια Λουκία 6, ότι η έκδοση του Fauriel πήρε επάξια θέση στην επιστήµη και ταυτόχρονα τοποθετήθηκε ανάµεσα στα σηµαντικότερα δηµοσιεύµατα που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαµόρφωση του φιλελληνικού πνεύµατος. Όπως αναφέρει ο Πολίτης (1984: 267) ο Fauriel έθεσε ένα παράδοξο αίτηµα για την εποχή: πρόβαλλε µια πολιτισµική αξία που δεν συµπεριλαµβανόταν στον κόσµο των λογίων της εποχής. Ο ίδιος συλλέγει τα ποιητικά κείµενα των τραγουδιών από Έλληνες φίλους του που έζησαν στο εξωτερικό (κυρίως Βενετία και Τεργέστη) ενδιαφερόµενος περισσότερο για την ζωντανή Ελλάδα, -παρά για «τη νεκρή γλώσσα του Οµήρου και του Πινδάρου 7»-, από την µελέτη της οποίας διευκολυνόταν και η προσέγγιση του αρχαίου κόσµου. Το έργο του προσφέρει πλούσιο ποιητικό και ιστορικό υλικό, δίνοντας έτσι σηµασία στις λαϊκές δηµιουργίες οι οποίες αν και στερούνται σύνθετων ποιητικών δοµών (Fauriel, 1956: 53), είναι αξιοθαύµαστες λόγω της απλότητάς τους. Όπως αναφέρει, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να µπορούσε να µιλήσει για τη µουσική των ελληνικών τραγουδιών, όµως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό λόγω των ελάχιστων ακουσµάτων που είχε. Παρόλ αυτά, σχολιάζει ότι οι σκοποί των κλέφτικων τραγουδιών είναι απλοί, µακρόσυρτοι και πιο κοντινοί στην εκκλησιαστική ψαλµωδία, έχοντας πάντα κάτι το παραπονιάρικο, ακόµη και όταν δοξάζουν τις νίκες των κλεφτών (ο.π.: 69). Ο Fauriel αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στους πολέµους των Σουλιωτών αλλά και στα τραγούδια αυτών µε τους τίτλους «περί των Σουλιωτών και περί του πολέµου αυτών µετά του Αλή πασά των Ιωαννίνων και «πόλεµοι Σουλίου» αντίστοιχα. Ουσιαστικά πρόκειται για την πρώτη δηµοσίευση σουλιώτικων τραγουδιών που πλαισιώνονται από το ιστορικό γεγονός. Ο ίδιος αναφέρει, ότι θεώρησε απαραίτητη τη λεπτοµερή αναφορά στους πολέµους των Σουλιωτών προκειµένου να καταλάβει κανείς τα τραγούδια καθώς και το λόγο για τον οποίο το όνοµά τους συνδέεται µε ένδοξα µε µεγάλα γεγονότα και είναι γνωστό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τις λεπτοµέρειες για κάποια γεγονότα τις άντλησε από προσωπική συνοµιλία µε 6 Η Λουκία ρούλια προλογίζει την έκδοση του Πολίτη, 1980: 1-2. 7 Fauriel, 1956: 6. 6
ανθρώπους που γνώριζαν τα γεγονότα και από προηγούµενες εκδόσεις, όπως είναι τα έργα του Περραιβού και του Pouqueville. Από το β µισό του 19 ου αιώνα και έπειτα, οι Έλληνες ιστορικοί συνεχίζουν να ασχολούνται µε το Σούλι, καθώς και µε τη δράση των Σουλιωτών κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, στηριζόµενοι κυρίως σε ό,τι έχει γραφεί µέχρι τότε και σε νέα στοιχεία, -χειρόγραφα τεκµήρια, προφορικές αφηγήσεις- που ανακαλύπτουν πολλές φορές, επισκεπτόµενοι τους τόπους 8 που σχετίστηκαν µε τη δράση των Σουλιωτών. Γνωρίζοντας τα έργα των προγενέστερων και ιδιαίτερα του Περραιβού, αναπαράγουν πληροφορίες και ασκούν κριτική στο έργο του, σύµφωνα µε τις προσωπικές του ο καθένας εκτιµήσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τα έργα των Αραβαντινού Παναγιώτη (1856), Λαµπρίδη που εκδόθηκε το 1890 (1971) και Αραβαντινού Σπύρου (1895). Κατά τη µελέτη όλων των έργων θα πρέπει να έχουµε ιδιαίτερα κριτική µατιά, δεδοµένου ότι υπάρχει έντονο το υποκειµενικό στοιχείο, εφόσον καθένας µελετάει το έργο των προηγούµενων και προσπαθεί να κάνει τη δική του εκτίµηση για τα γεγονότα. Ο Λαµπρίδης, αναφέρεται µε ιδιαίτερες λεπτοµέρειες στην τοπογραφία του Σουλίου, στην κοινωνική οργάνωση και στους αγώνες ενάντια στον Αλή πασά, αντλώντας τις πληροφορίες του από άτοµα που σχετίζονται µε το Σούλι, ανάµεσά τους αναφέρει την αδερφή του Μ. Μπότσαρη, έναν γραµµατέα από το Φανάρι, κ.α. Το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί το έργο του από τα δύο παραπάνω, είναι το ότι το κείµενό του είναι διανθισµένο από ποιητικά κείµενα σουλιώτικων τραγουδιών, τα οποία παραθέτει, αφού τα συσχετίσει µε τα αντίστοιχα ιστορικά γεγονότα. Τα περισσότερα ποιητικά κείµενα τα αντλεί από συλλογές όπως του Χασιώτη, του Αραβαντινού και του Ιατρίδη, ενώ κάποια τα αναφέρει ως «ανέκδοτα». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σύντοµο, αν και περιεκτικό, άρθρο του Αραβαντινού Π. (1863) που αναφέρεται στα είδη των ηπειρώτικων χορών, και ταυτόχρονα δίνει κάποιες πληροφορίες σχετικά µε τους οργανοπαίκτες ή το τραγούδι που συνοδεύει το χορό. Εκεί, αναφέρει, γενικά ότι οι άντρες χορεύουν κυρίως τον τσάµικο χορό ή την «Κάιντα 9», µε ζωντανά και πηδηχτά βήµατα, ενώ οι γυναίκες, χορούς τύπου συρτού µε «στρωτά και κανονικά βήµατα 10». Ο χορός συνήθως λαµβάνει χώρα σε πανηγύρια, στο προαύλιο της εκκλησίας, σε κεντρική πλατεία του χωριού ή στα χωράφια, αν πρόκειται για αγροτικές εργασίες. Επίσης, όταν υπάρχουν 8 Ενδεικτικά αναφέρω τον Ζερλέντη(1889), ο οποίος 29/04/1888 επισκέφθηκε το χωριό Καµαρίνα, στην Πρέβεζα, προκειµένου να αποφανθεί για τον τρόπο που έλαβε χώρα η θυσία των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο. 9 Αραβαντινός, 1863: 602 10 ο.π. 7
οργανοπαίχτες, παίζουν «αυλό και τύµπανο 11», ενώ όταν δεν υπάρχουν, ο χορός γίνεται µε τραγούδι. Οι παραβρισκόµενοι χωρίζονται σε οµάδες και τραγουδούν µε τον αντιφωνικό τρόπο. Τέλος, ο ίδιος δεν διστάζει να ασκήσει κριτική στους Ευρωπαϊκούς χορούς, τύπου βαλς, πόλκας, κ.α., οι οποίοι λόγω του γρήγορου ρυθµού τους, γίνονται πιο θελκτικοί, προβάλλοντας έτσι και χορευτικές κινήσεις που δεν είναι σεµνές. Τέτοιου τύπου χορούς συναντά κανείς και στα Γιάννενα. Επίσης, ο ίδιος το 1880 εκδίδει τη συλλογή δηµοτικών τραγουδιών από την Ήπειρο. Θεωρώντας, όπως αναφέρει, την Ήπειρο, ως την ελληνική περιοχή που έχει να επιδείξει τους περισσότερους άθλους, εποµένως και τα περισσότερα ελληνικά τραγούδια, παραθέτει ένα σύνολο τραγουδιών που τα ταξινοµεί σε κατηγορίες: ιστορικά, κλέφτικα, νανουρίσµατα, θρησκευτικά, κ.α. Ανάµεσά τους υπάρχει µόνο ένα σουλιώτικο τραγούδι µε τον τίτλο: «Ελένη Μπότσαρη (1804)». Ουσιαστικά πρόκειται για το τραγούδι «η Λένη του Μπότσαρη», το οποίο παραθέτει στη συνέχεια από τη συλλογή Χασιώτη. Αν και οι στίχοι του τραγουδιού είναι εντελώς άγνωστοι σε σχέση µε τα ποιητικά κείµενα του τραγουδιού που συµπεριλαµβάνονται στην παρούσα εργασία, αλλά και σε σχέση µε άλλες συλλογές, το νόηµα παραµένει το ίδιο. Ο Αραβαντινός αναφέρει ότι τα τραγούδια έχουν αντληθεί από πρώτη πηγή και είναι γραµµένα όπως ακριβώς φέρονται στο στόµα του λαού, καθώς τηρήθηκε ακριβώς η ηπειρώτικη προφορά 12. Ωστόσο, οι µετέπειτα µελετητές του δηµοτικού τραγουδιού, δεν φαίνεται να συµφωνούν µε την παραπάνω παρατήρηση του Αραβαντινού, εφόσον η συγκεκριµένη συλλογή συγκαταλέγεται ανάµεσα στις πιο γνωστές για τις σοβαρές αλλοιώσεις που έχουν υποστεί τα κείµενα από τον εκδότη ή τον συλλέκτη (Τερζοπούλου, Ψυχογιού, 1993: 146, υποσ. 9). Ακολουθεί η έκδοση του Κασοµούλη (1939), ο οποίος ως πολεµιστής και αυτόπτης µάρτυρας γεγονότων, αφηγείται γεγονότα, παραθέτει διαλόγους, χαρακτηρίζει και ερµηνεύει ό,τι συµβαίνει, δίνοντας συγκεκριµένες ηµεροµηνίες. Τα στοιχεία που προκύπτουν για τους Σουλιώτες προέρχονται όχι από άµεσες αναφορές στο χαρακτήρα τους και στην οργάνωσή τους, αλλά από χαρακτηρισµούς που τους αποδίδει ο ίδιος κατά τη διάρκεια µαχών στα πλαίσια της επανάστασης. Μία από τις ελάχιστες αναφορές του στο δηµοτικό τραγούδι, είναι εκείνη όπου µιλάει για την τιµωρία ενός ιεροµόναχου, τον οποίο έπιασαν και τιµώρησαν οι τούρκικες αρχές, επειδή βρήκαν πάνω του στίχους «διαφόρων τραγουδιών Ελληνικών κατά των Τούρκων 13». Το έργο του περιορίζεται στα χρόνια 1821-1833. Σύµφωνα µε τις σηµειώσεις του Βλαχογιάννη, ο οποίος εξέδωσε για πρώτη φορά το 11 ο.π. 12 Αραβαντινός, 1880: ιη. 13 Κασοµούλης, 1939: 151. 8
έργο του Κασοµούλη 1939, 1940 και 1941 τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο τόµο αντίστοιχα, η συγγραφή του έργου του ολοκληρώθηκε το Μάιο του 1841, µε παραγγελία του ίδιου να µην αλλάξει τίποτα όταν γίνει η έκδοση. Τέλος, ανάµεσα στα σηµαντικά έργα του 20 ου αιώνα τοποθετώ και τη µελέτη της Πολίτη (1992), που αποτελεί την πρώτη λεπτοµερειακή εργασία πάνω στην οικιστική ανάπτυξη του Σουλίου. Στο έργο της µέσα από χάρτες, αποτυπώσεις, αρχιτεκτονικές λεπτοµέρειες και περιγραφή των οικισµών όπως διαµορφώθηκαν στο πέρασµα των αιώνων, επιχειρεί να διαφωτίσει το θέµα της οικιστικής ανάπτυξης και της σουλιώτικης αρχιτεκτονικής σε σχέση µε τα ιστορικά τεκµήρια. Κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα, δεδοµένης της άνθισης της επιστήµης της Λαογραφίας 14, η περιοχή του Σουλίου σχετίζεται µε µια σειρά από µελέτες που ασχολούνται µε τα ήθη και έθιµα της περιοχής, µε κοινωνικές εκδηλώσεις όπως είναι ο γάµος και οι αποκριές, µε παραµύθια, παροιµίες και κυρίως στίχους τραγουδιών. Οι πρώτοι µελετητές, -ως ιδιώτες ή ως απεσταλµένοι του Κ.Ε.Ε.Λ.-, αντιµετωπίζουν τα τραγούδια ως κείµενα, δίνοντας σηµασία στη φιλολογική αξία τους και παραλείποντας έτσι, την ανάδειξη της συνολικής αξίας και λειτουργίας των τραγουδιών ως µέσου έκφρασης και επικοινωνίας στα πλαίσια του κοινωνικού χώρου που τα παράγει, τα διατηρεί, τα αναπαράγει και τα εξελίσσει µέσα στο χρόνο (Τερζοπούλου, Ψυχογιού, 1993: 143-144). Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο κινούνται όλες οι συλλογές που αφορούν και το τραγούδι στο Σούλι. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι από το 1950 και έπειτα, υπάρχει δυνατότητα ηχογράφησης των τραγουδιών, -τουλάχιστον από τους απεσταλµένους του Κ.Ε.Ε.Λ.-, µπαίνοντας έτσι σε µία νέα φάση έρευνας του δηµοτικού τραγουδιού, τα πράγµατα δεν αλλάζουν ουσιαστικά. Το αρχείο ηχογραφηµένων τραγουδιών που δηµιουργείται, στερείται οποιωνδήποτε πληροφοριών και παρατηρήσεων που αφορούν τη λειτουργία των τραγουδιών µέσα στο φυσικό τους χώρο και θα επέτρεπαν την πιο ολοκληρωµένη έκδοσή τους (ο.π., 151-153). 14 Η Λαογραφία συνδέθηκε στα πρώτα βήµατά της µε την ανάγκη της εποχής που ταυτίζεται µε την απόδειξη συνέχειας του έθνους ανά τους αιώνες. Σε αυτό το πλαίσιο δίνεται από την εξουσία και τους επιστήµονες αρχικά το έναυσµα για την µελέτη του παρελθόντος, και ακολουθεί ο λαός, ο οποίος συλλέγει παραµύθια, καταγράφει τοπικά έθιµα, σαν ανθρώπινη ανάγκη, πέρα από τις σκοπιµότητες που πιθανότατα εξυπηρετεί. Οι Λαογράφοι έχοντας σαν αντικείµενο τη µελέτη του λαϊκού πολιτισµού, ταυτόχρονα αναφέρονται και στο κοινωνικό, - διερεύνηση παρόντος- και ιστορικό πλαίσιο που τις περιβάλλει (Λυδάκη, 2001: 115 & 117). 9
Πιο συγκεκριµένα, ο πρώτος φορέας που ενδιαφέρθηκε για τη συλλογή λαογραφικού υλικού από την περιοχή του Σουλίου κατά τον 20 ο αιώνα, είναι το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας, το οποίο έστειλε απεσταλµένους το 1933 και το 1958. Η πρώτη λαογραφική αποστολή στο Σούλι πραγµατοποιήθηκε από τον Λουκόπουλο., το 1933. Το χειρόγραφό του περιέχει αρκετά στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση στο Σούλι της συγκεκριµένης εποχής. Επίσης, περιέχει παραµύθια, µύθους, δοξασίες, τοπωνύµια, ανέκδοτα, ελάχιστα στοιχεία σχετικά µε τη θέση της γυναίκας στην τοπική κοινωνία, το αίσθηµα της φιλοξενίας και τις ασχολίες, καθώς και το ποιητικό κείµενο τεσσάρων τραγουδιών ιστορικού περιεχοµένου, έτσι όπως του τα τραγούδησαν γηγενείς, χωρίς κανένα σχόλιο. Εκτενέστερη και µε µεγαλύτερη έµφαση στη συλλογή τραγουδιών, -ως µουσική και ποιητικό κείµενο-, είναι η λαογραφική συλλογή του Οικονοµίδη. που πραγµατοποιήθηκε στην Κοινότητα του Σουλίου και στα γύρω χωριά, το 1958. Το έργο του, αποτελεί την πρώτη συλλογή που περιέχει και ηχογραφήσεις τραγουδιών, διαχωρίζοντας το σύνολο των ηχογραφηθέντων τραγουδιών από εκείνο των ποιητικών κειµένων. Επισκέφθηκε και συνέλεξε στοιχεία από τα πέντε χωριά του Σουλίου, καθώς και από το χωριό Γλυκή που βρίσκεται στους πρόποδες του σουλιώτικου βουνού. Οι παρατηρήσεις του αναφέρονται στην καθηµερινή ζωή των ανθρώπων. Ο ίδιος ηχογράφησε τραγούδια από όλα τα χωριά, δίνοντας στοιχεία για το ποιος τραγουδάει και από ποιον έµαθε να τραγουδάει το συγκεκριµένο τραγούδι, χωρίς να παραθέτει επιπλέον σχόλια. Οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών είναι 168, κατά κύριο λόγο φωνητικές. Ανάµεσά τους υπάρχουν 2-3 κοµµάτια σόλο κλαρίνο ή τζαµάρα. Όταν η φωνή τραγουδάει µε τη συνοδεία κλαρίνου ή τζαµάρας δεν υπάρχει τονική αντιστοιχία, παρά µόνο σε ένα κοµµάτι όπου τζαµάρα παίζει ο Γ. Κάτσος, ο οποίος πιθανότατα είναι δεξιοτέχνης του οργάνου. Στη συλλογή του συναντούµε κάθε είδους τραγούδι, ενώ τα σουλιώτικα είναι λίγα στον αριθµό και ταξινοµούνται από το Κ.Ε.Ε.Λ. άλλα ως ιστορικά, άλλα ως κλέφτικα και άλλα ως ιστορικά κλέφτικα. Τέλος, αξιοσηµείωτο είναι το ότι στη συλλογή του τραγουδάει ο Ν. Φωτίου, 24 χρονών τότε, ο οποίος αποτελεί τον βασικότερο τραγουδιστή της παρούσας εργασίας. Ο Ν. Φωτίου τραγουδάει κάποια από τα τραγούδια που περιέχονται και στην παρούσα εργασία, µε τον ίδιο τρόπο, χωρίς µεγάλες αποκλείσεις σε ρυθµό, µουσικούς τρόπους, µελωδικές γραµµές και στολίδια (βλ. 3.3). Επίσης, 32 ηχογραφηµένα τραγούδια από την περιοχή περιέχονται και στην συλλογή του Γάλλου Louis Berthe, ο οποίος επισκέφθηκε και συνέλεξε τραγούδια µαζί µε τη βοήθεια του Αθηναίου φίλου του Πέτρου Γουγονίδη, το Σεπτέµβριο του 1956, ως απεσταλµένος του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου 10
του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Τα περισσότερα από τα τραγούδια της συλλογής, έχουν ιστορικό περιεχόµενο και είναι τραγουδισµένα από τις οικογένειες των Τοκαίων, που ζουν στη Σαµονίβα Σουλίου. Σε ότι αφορά την ταξινόµησή τους, άλλα αναφέρονται ως σουλιώτικα κλέφτικα, άλλα ως σουλιώτικα επιτραπέζια και άλλα µε τον τίτλο του τραγουδιού, χωρίς ταξινόµηση. Σε κάποια τραγούδια υπάρχουν σχόλια σχετικά µε τους µουσικούς τρόπους των τραγουδιών, τα οποία έχουν γίνει από τον κ. ραγούµη Μάρκο. Επίσης, στη συλλογή συµπεριλαµβάνεται ένα τραγούδι που τραγούδησε η Καλλιόπη Τόκα, ο οποία είναι µία από τις βασικότερες τραγουδίστριες της παρούσας εργασίας. Ένα πλήθος χειρογράφων και συγγραµµάτων σχετικών µε το Σούλι συντάχθηκαν από εκπαιδευτικούς 15 που εργάστηκαν εκεί, ή στη γύρω περιοχή, καθώς και από φοιτητές 16. Όλες αυτές οι συλλογές, είτε µε τη µορφή χειρογράφων που κατατέθηκαν 17 στο Κ.Ε.Ε.Λ., είτε µε τη µορφή άρθρων και βιβλίων, αφορούν συνήθως στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και αποτελούν τις µοναδικές συλλογές ποιητικών κειµένων τραγουδιών και πηγές πληροφοριών σχετικά µε τη διαµόρφωση, οργάνωση και συνήθειες της τοπικής σουλιώτικης κοινωνίας, τα ήθη και τα έθιµα. Άλλες από αυτές στηρίζονται σε επιτόπια έρευνα, άλλες σε επανάληψη στοιχείων και ποιητικών κειµένων τραγουδιών από προηγούµενες συλλογές. Τα σουλιώτικα τραγούδια, που συµπεριλαµβάνονται σε αυτές, τα ταξινοµούν συνήθως σε κατηγορίες 18 όπως ιστορικά ή κλέφτικα, χωρίς επιπλέον σχολιασµό, ενώ το µοναδικό 15 Ενδεικτικά αναφέρω: Μουσελίµης 1938, Αθανασίου 1944, Παπακώστας 1957, Μπενέκος (1958), Παυλίδης 1963, ιαµάντης, 2001. 16 Στο Τµήµα Λαογραφίας των Ιωαννίνων, υπάρχει ένα πλήθος εργασιών που αφορούν το Σούλι, καθώς και άλλα ηπειρώτικα χωριά, οι οποίες συντάχθηκαν από φοιτητές στα πλαίσια µαθηµάτων. Ενδεικτικά αναφέρω εργασίες που σχετίζονται µε το Σούλι: Αντωνίου 1964-65, Χατζαλή 1965-66, Κωλέτση 1966-1967. 17 Ενδεικτικά αναφέρω: Παππάς 1964, κατατέθηκε από τον ίδιο στο Κ.Ε.Ε.Λ. µε αρ. 2904. 18 Στη βιβλιογραφία, τα τραγούδια αυτά χαρακτηρίζονται ως κλέφτικα (Αποστολάκης, 1950: 57), δηλαδή τραγούδια που αναφέρονται σε κάποιο περιστατικό είτε σε συγκεκριµένο άτοµο, και ή ως ιστορικά (Πετρόπουλος, 1958: κστ ) «αφού αναφέρονται σε γεγονότα προσδιορισµένα χρονικά και τοπικά». Επίσης, ο Γιάγκας (1959: 183) στα ιστορικά τραγούδια δίνει τον παρακάτω ορισµό: «Τα ιστορικά δηµοτικά τραγούδια αναφέρονται σε γεγονότα ή περιστατικά, που έγιναν µέσα στο χώρο της Ηπείρου ή που έγιναν έξω, αλλά συγκίνησαν βαθύτατα τον Ηπειρώτικο λαό». Εκτός των άλλων, στα ιστορικά κατατάσσει τα ακόλουθα τραγούδια: «Στη βρύση στα Τσερίτσιανα», «Μια παπαδιά εφώναζε», «Τρία πουλάκια..», «Της Λένως του Μπότσαρη», το οποίο αναφέρει και στα κλέφτικα, και «Της έσπως». Αν και ο ίδιος χρησιµοποιεί ως βιβλιογραφικές πηγές τους Αποστολάκη και Πετρόπουλο, ο ορισµός, όσον αφορά τα ιστορικά τραγούδια, δεν είναι άρτια καθορισµένος. Οι Σπυριδάκης και Περιστέρης (1968: 38-40) τα σουλιώτικα τραγούδια που περιέχονται στη συλλογή τα κατατάσσουν στην κατηγορία ιστορικά. 11
στοιχείο που µπορεί να συνοδεύει 19 το ποιητικό κείµενο ενός τραγουδιού είναι το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται. Η δισκογραφία, επίσης, έχει να επιδείξει ένα σύνολο σουλιώτικων τραγουδιών, που δεν ξεπερνούν τα 6, τα οποία συµπεριλαµβάνονται κυρίως σε δίσκους που περιέχουν ηπειρώτικους σκοπούς. Τα πιο δηµοφιλή είναι η «Γριά Τζαβέλαινα», «Της Λένης του Μπότσαρη», «Στο Σούλι βγαίνει Αυγερινός» και «Στη βρύση στα Τσερίτσιανα» και σα νεότερο το «Τρία µπαϊράκια». Σχεδόν κάθε συλλογή για την Ήπειρο περιέχει ένα σουλιώτικο τραγούδι, τραγουδισµένο από επιφανείς παραδοσιακούς τραγουδιστές 20, όπου ο καθένας δίνει στην εκτέλεση το προσωπικό του ύφος. Οι µοναδικοί δίσκοι που κυκλοφόρησαν µε τίτλο που σχετίζονται µε το Σούλι, είναι του Παπαναστάση, ως «Σούλι, Ήπειρος». Οι δύο αυτές συλλογές περιέχουν κυρίως ηπειρώτικα τραγούδια και µόνο 2-3 είναι αυτά που αναφέρονται στην ιστορία του Σουλίου. Ωστόσο, ο τραγουδιστής χρησιµοποιώντας πρώτα τη λέξη Σούλι και έπειτα την Ήπειρο, είναι σα να έχει εντάξει την Ήπειρο στο Σούλι, σα να προσπαθεί, µέσω του τίτλου των cds να δώσει την υπερτοπική διάσταση της ταυτότητας του Σουλίου. Τα τραγούδια αυτά, τα οποία δεν διερευνώνται σε συνάρτηση µε τα κοινωνικά και πολιτισµικά πλαίσια µέσα στα οποία δηµιουργούνται, χρησιµοποιούνται και αναπαράγονται, αλλά αντιµετωπίζονται ως απόλυτα και αυτόνοµα ποιητικά φαινόµενα (Κάβουρας 21, 1994: 133-134), ως «µνηµεία λόγου» ή «άσµατα» αποσυνδεµένα από τα υπόλοιπα στοιχεία που συνοδεύουν τη ζωντανή εκτέλεσή τους, -µουσική και χορό- (Πανόπουλος, 1997: 21), αποτελούν µεγάλο µέρος αυτών των εργασιών. Ξεκοµµένα από τις πραγµατικές συνθήκες ζωής τους, στερηµένα από τις µελωδίες τους, αντιµετωπίστηκαν ως τελειωµένα λογοτεχνικά «κείµενα». Η σπουδαιότητά τους εδραιώθηκε µέσα από την καλλιτεχνική τους αξία 22 ως ποιητικού θησαυρού που περικλείει τη δύναµη και την απλότητα του έντεχνου λαϊκού λόγου, καθώς και µέσω της αναγωγής τους στην αρχαιοελληνική παράδοση, 19 Βλ. Περάνθης (1974), ο οποίος χρησιµοποιεί ποιητικά κείµενα προγενέστερων συλλογών και δικά του, που τα συνοδεύει µε σχόλια που αφορούν το ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται. 20 Ενδεικτικά αναφέρω τους Βάγια, Κιτσάκη, Γκοτζιά. 21 Κάβουρας Π., 1994, «Η αυτοσχέδια µαντινάδα στο ελληνικό δηµοτικό τραγούδι». Εισήγηση στη µουσικολογική ηµερίδα Ο αυτοσχεδιασµός στην ελληνική παραδοσιακή µουσική, Μέγαρο Αθηνών (31 Μαρτίου, στο Ανθρωπολογία της Μουσικής (φάκελος µαθήµατος), Αθήνα, 1999: 132-141. 22 Στην αξία του δηµοτικού τραγουδιού ως καλλιτεχνικό προϊόν που αποτυπώνει την ιδιοφυία του ελληνικού λαού αναφέρεται ο Καψωµένος (1978: 1-2). 12
ως απόδειξη 23 της ιστορικής συνέχειας και εθνικής ενότητας του ελληνισµού (Τερζοπούλου, Ψυχογιού: 1993: 145). Η παραπάνω βιβλιογραφία ιστορική, λαογραφική και επιστηµονική παρά τις πολύτιµες πληροφορίες που µας προσφέρει για το Σούλι και τους Σουλιώτες, καθώς και τις συλλογές τραγουδιών, ωστόσο, αδυνατεί να απαντήσει σε ερωτήµατα που σχετίζονται µε το νόηµα που έχει το τραγούδι για τους φορείς του, ως ζωντανή κοινωνική εκδήλωση (Πανόπουλος, 1997: 26). Η παρούσα εργασία, αν και επιχειρεί να αποτελέσει µία µουσική εθνογραφία για την περιοχή του Σουλίου, θα έλεγα ότι στην ουσία αποτελεί ένα ιδιότυπο εγχείρηµα, όπου η εθνογραφική µατιά προκύπτει σε ένα δεύτερο επίπεδο, καθώς δε µε αφοπλίζει από την πρώτη στιγµή, λόγω της επιστηµονικής µου κατάρτισης και του πλήθους των σχετικών λαογραφικών και µουσικολαογραφικών πηγών που έχω στη διάθεσή µου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τοποθετώντας το σουλιώτικο τραγούδι στο επίκεντρο της επιτόπιας έρευνας, -εντοπισµός των υπαρχόντων σουλιώτικων τραγουδιών-, η παρούσα εργασία προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήµατα που σχετίζονται µε το που, πως, πότε, γιατί και από ποιον τραγουδιούνται τα σουλιώτικα τραγούδια. Η έµφαση δίνεται στον τρόπο που τα διαχειρίζονται οι γηγενείς, µε σκοπό να προάγουν, -µέσα από µουσικές επιτελέσεις-, ατοµικές και συλλογικές ταυτότητες, και να τις διαπραγµατευτούν, προβάλλοντας τη σχέση µεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Έχοντας ως αφετηρία τις διαπιστώσεις προηγούµενων ερευνητών σχετικά µε τη σύνδεση µουσικών και µη µουσικών στοιχείων, όπου η µουσική επιτέλεση υπηρετεί ένα συγκεκριµένο σύνολο αξιών (Robertson 1979, Feld 1984, Roseman 1984) καθώς και διαπιστώσεις όπου η µουσική επιτέλεση παίζει σηµαντικό ρόλο στην κοινωνική διαδικασία, κάνοντας τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν ταυτότητες, σύµβολα, τόπους και σύνορα που τους χαρακτηρίζουν και τους διαχωρίζουν (Seeger 1987, Rice 1994, Stokes 1994, Baily 1994) προσπάθησα, τοποθετώντας στο επίκεντρο τα σουλιώτικα τραγούδια, να δω αν και πως αυτά συµβάλλουν στη συγκρότηση της ατοµικής και συλλογικής σουλιώτικης ταυτότητας. 23 Το γεγονός ότι η Λαογραφία στα πρώτα βήµατά της είχε να αντιµετωπίσει συγκυρίες όπως αµφισβήτηση ελληνικότητας, ρευστότητα βαλκανικών συνόρων, κ.α. δεν άφησε ανεπηρέαστους τους λαογράφους, οι οποίοι επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στη συλλογή εκείνων των στοιχείων που εξασφάλιζαν τη σχέση παρόντος και παρελθόντος. Γνωρίζοντας ότι η κατάδειξη του παρελθόντος προσδίδει στο έθνος ταυτότητα, τους ενδιέφερε εκείνο το παρελθόν που µπορεί να ανασυρθεί, να ανασυσταθεί και να νοηµατοδοτήσει το ιδεολόγηµα της εθνικής παράδοσης, συλλέγουν όσα από τα σουλιώτικα τραγούδια µπορούν, τα οποία τους είναι ήδη γνωστά από τη συλλογή του Fouriel (Λυδάκη, 2001: 116). 13
Το τραγούδι, ως ένα στοιχείο της µουσικής επιτέλεσης, είναι µία συµβολική πρακτική που βοηθάει στη συγκρότηση και στη διαπραγµάτευση διαφόρων ταυτοτήτων, όπως για παράδειγµα της έµφυλης ταυτότητας (Sugarman, 1997, Cowam, 1990) και της τοπικής ταυτότητας (Caraveli, 1985, Seeger, 1987). Το τραγούδι αποτελεί µια µορφή επικοινωνίας που σέβεται τους κανόνες της κοινωνίας και ταυτόχρονα γίνεται µέσο διαπραγµάτευσης κοινωνικών ορίων και ταυτοτήτων (Πανόπουλος, 1997: 40). Στην παρούσα εργασία, το σουλιώτικο τραγούδι αντιµετωπίζεται ως ενότητα µελωδίας, ρυθµού και ποιητικού κειµένου, και εξετάζεται τόσο ως αυτοτελές αντικείµενο, όσο και ως σύµβολο που οδηγεί στη διαµόρφωση ταυτοτήτων σε συγκεκριµένο χώρο και χρόνο. Κάθε τραγούδι «κουβαλώντας» µια ιδιαίτερη ιστορία, µέσα από συγκεκριµένες διαδικασίες και χειρισµούς µετατρέπεται σε ατοµικό και συλλογικό σύµβολο. Κεντρικό ρόλο στην σχέση µουσικής επιτέλεσης και κοινωνικής διαδικασίας παίζουν τα άτοµα που αποτελούν την κοινωνία, ο ρόλος αυτών στην τοπική κοινωνία, καθώς και υπερτοπικοί φορείς (Σύλλογοι, Νοµαρχιακή αυτοδιοίκηση, Ελληνικό Κράτος), οι οποίοι διαχειρίζονται την τοπική ιστορία, προκειµένου να ανάγουν την τοπική-σουλιώτικη ταυτότητα σε εθνική. 2. Επιτόπια έρευνα Η επιτόπια έρευνα, διήρκεσε ουσιαστικά 3 χρόνια από 2001-2003, οπότε ολοκληρώθηκαν οι συνεντεύξεις, η συλλογή τραγουδιών, καθώς και η συµµετοχή µου σε πολιτισµικές πρακτικές της περιοχής, γιορτές και πανηγύρια. Μετά το 2003, επισκέφθηκα αποσπασµατικά την κοινότητα Σουλίου, είτε για να δω ανθρώπους µε τους οποίους είχα αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, είτε για να συµπληρώσω στοιχεία που αφορούσαν στη συνέντευξη µε τα µέλη του τοπικού συλλόγου (συµπληρωµατική συνέντευξη 29/04/07) και µε τους υπαλλήλους της Κοινότητας Σουλίου (συµπληρωµατική συνέντευξη 05/11/2006), είτε για να παρακολουθήσω ένα νέο θεσµό, όπως είναι «το αντάµωµα Σουλιωτών» στις 22/08/2008. Η πρώτη ουσιαστικής 24 σηµασίας επίσκεψη στα χωριά της Κοινότητας πραγµατοποιήθηκε από 2 µέχρι 5/2/2001. Ήταν η πρώτη φορά που έµεινα στην κοινότητα και συγκεκριµένα στο χωριό Αυλότοπος. Εκεί έµεινα στο σπίτι 24 Είχε προηγηθεί αναγνωριστική επίσκεψη στα χωριά, για να εντοπίσω τη γεωγραφική τους θέση και να ρυθµίσω τον τρόπο µετακίνησής µου. 14
της Θοδώρας Τζήµα 25, η οποία µε φιλοξένησε και µε βοήθησε στην ανεύρεση πληροφορητών. Έζησα την καθηµερινότητα των γηγενών, ακολουθώντας την κυρά Θοδώρα στις ασχολίες της και παράλληλα µαθαίνοντας στοιχεία για τους κατοίκους της περιοχής. Ήταν τρεις µέρες γεµάτες γνώριµες εµπειρίες. Η φιλοξενία, η σύµπνοια και η οµαδικότητα µε την οποία λειτούργησαν οι γηγενείς αυτές τις µέρες προκειµένου να µε εξυπηρετήσουν, ήταν για µένα πρωτόγνωρες. Η επίσκεψή µου στο καφενείο 26 ήταν καταλυτικής σηµασίας, διότι, εκεί γνώρισα τους άντρες του χωριού, οι περισσότεροι από τους οποίους θέλησαν να τραγουδήσουν, αλλά και να µου δώσουν πληροφορίες που αναζητούσα. Μάλιστα εκείνοι που θεωρούσαν ότι τραγουδούν ωραία οι γυναίκες τους, µε κάλεσαν στο σπίτι τους για να µου τραγουδήσουν. Έτσι, τραγουδώντας µου οι ίδιοι σε ραντεβού που δόθηκε στο καφενείο το άλλο απόγευµα και παραπέµποντάς µε σε εκείνους που θεωρούσαν καλούς τραγουδιστές, ξεκίνησα σιγά-σιγά µε τις ηχογραφήσεις και τις συνεντεύξεις. Οι συνεντεύξεις και οι ηχογραφήσεις, γίνονταν κατά παραγγελία. Ο λόγος που διεξήγαγα µε αυτόν τον τρόπο την έρευνα, ήταν καθαρά πρακτικός. Πολύ γρήγορα διαπίστωσα ότι προκειµένου να γίνει συνέντευξη ή 25 Η κυρά Θοδώρα, είναι µητέρα του Σταύρου Τζήµα, τον οποίο συνάντησα στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από γνωριµία µε τον νεοσύστατο τότε Σύλλογο Απανταχού Σουλιωτών, του οποίου υπήρξε µέλος. Ο τότε πρόεδρος, κύριος Σούλας, µου σύστησε τον κύριο Τζήµα, διότι ήταν ο µόνος που θα µπορούσε να µε βοηθήσει σε ό,τι αφορά την επίσκεψή µου στο Σούλι. Η συνάντηση µε τον κ. Τζήµα ήταν καταλυτικής σηµασίας, διότι εκτός από πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά µε την σουλιώτικη ιστορία και τα ήθη και έθιµα του Σουλίου, µε παρέπεµψε σε άτοµα που τραγουδούσαν, και επιπλέον ζήτησε από την µητέρα του να µε φιλοξενήσει για όσες µέρες ήθελα. Η κίνηση αυτή από µέρους του, ήταν πολύ ευγενική και άκρως σηµαντική για εµένα, γιατί πηγαίνοντας στην Κοινότητα, και ιδιαίτερα στο υπόλοιπα χωριά εκτός Σαµονίβας, δεν είχα που να µείνω, αφού δεν διατίθεται κάποιος ξενώνας. Εάν πάλι, έµενα στον ξενώνα στο Σούλι, θα έπρεπε να είχα αυτοκίνητο και να µετακινούµαι περίπου µισάωρο σε δρόµο µε στροφές για να φτάσω στα χωριά Αυλότοπο, Τσαγγάρι, Φροσύνη και Κουκλιούς. Κάτι τέτοιο, τη δεδοµένη στιγµή δεν ήταν εφικτό, γι αυτό προτίµησα να µείνω κάποιες µέρες στο χωριό, για να βιώσω από κοντά την καθηµερινότητα των γηγενών. 26 Ένα συµβάν το οποίο έλαβε χώρα στο καφενείο και θα έλεγα ότι σηµάδεψε την πρωτόγνωρη εµπειρία µου στην επιτόπια έρευνα, ήταν µία παρατήρηση που έγινε προς εµένα από τον Τ. Μπάλα το βράδυ στο καφενείο. Ο ίδιος µου θύµισε, µε ωραίο τρόπο, ότι δε νοείται να συναντήσεις κάποιον στο δρόµο σου, -πιθανότατα να τον είχα συναντήσει καθώς περπατούσα στο χωριό, χωρίς να δώσω σηµασία- και να µην τον χαιρετήσεις, επειδή δεν τον ξέρεις. Σύµφωνα µε τους κανόνες «καλής συµπεριφοράς» είναι δεδοµένο ότι θα πεις µια καληµέρα. Η επισήµανση αυτή, αν και µε έκανε να αισθανθώ άβολα, που δεν ήµουν εξ αρχής προσεκτική και παρατηρητική σε σχέση µε τους γύρω µου, ταυτόχρονα µου εφιστούσε την προσοχή σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ερευνήτριας-ερευνώµενων που µόλις είχαν αρχίσει να διαµορφώνονται στο χωριό. 15
ηχογράφηση, ο ερευνώµενος ήθελε καταρχήν να µε γνωρίσει 27 και να είναι έτοιµος για αυτό, γνωρίζοντας από πριν τον σκοπό αυτής της συνάντησης. Για να πάρω συνεντεύξεις και ηχογραφήσεις χρειάστηκε να δοθεί ραντεβού µε το ίδιο άτοµο δύο ή τρεις φορές. Έτσι, λοιπόν, θεώρησα ότι ο καλύτερος τρόπος ήταν να επισκέπτοµαι κάθε φορά τον ερευνώµενο, εφόσον ο ίδιος το επιθυµούσε. Μετά από την παραµονή µου στον Αυλότοπο, όλες οι υπόλοιπες επισκέψεις στην Κοινότητα ήταν µονοήµερες, -εκτός από κάποιες καλοκαιρινές επισκέψεις, όπου λόγω των πανηγυριών, έµεινα παραπάνω στο Σούλι, στον ξενώνα-, µε σκοπό κάποια συνέντευξη ή ηχογράφηση και την ταυτόχρονη γνωριµία µε καινούριους πληροφορητές ή τραγουδιστές. Οι ηχογραφήσεις πραγµατοποιήθηκαν κυρίως σε ανοιχτούς χώρους αυλές σπιτιών, σε βοσκοτόπια-, όπου αισθανόταν 28 ο τραγουδιστής ότι ήθελε να τραγουδήσει. Επίσης, ηχογραφήσεις πραγµατοποιήθηκαν και εκτός περιοχής Σουλίου, όπως σε Πάργα, Ηγουµενίτσα και Καρυότι, εφόσον κάποιοι τραγουδιστές, όπως ο κύριος Φωτίου Νίκος ή η αδερφή του Ντάγκα Ειρήνη, µένουν εκτός Κοινότητας Σουλίου, αλλά έχουν τη φήµη των καλύτερων τραγουδιστών στην Κοινότητα Σουλίου. Προκειµένου λοιπόν, να γνωρίσω καλύτερα τον χώρο και τους ανθρώπους, άρχισα να καταγράφω συνεντεύξεις 29 που είχαν σαν κύριο θέµα 27 Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, διαπίστωσα ότι οι ερευνώµενοι ήθελαν να µε γνωρίσουν και να µάθουν τι ακριβώς κάνω και για ποιον το κάνω. Θα έλεγα ότι περνούσα από ένα τέστ δοκιµασίας, πριν αρχίσουν να µου λένε, ό,τι ήθελα να µάθω. Ιδιαίτερα επιλεκτικοί ήταν όταν επρόκειτο να τους ηχογραφήσω. Ήθελαν να γνωρίζουν το λόγο της ηχογράφησης, και κυρίως αν θα χρησιµοποιηθεί για κερδοσκοπικό σκοπό. Όταν τους διαβεβαίωνα ότι πρόκειται για εργασία στο πανεπιστήµιο, οι περισσότεροι κέρδιζαν την εµπιστοσύνη µου και δέχονταν να µου τραγουδήσουν. Ωστόσο, υπήρξαν και περιπτώσεις όπου οι ερευνώµενοι δεν θέλησαν να µου δώσουν καµία πληροφορία, αλλά ούτε και να τραγουδήσουν, για τους προσωπικούς τους λόγους ο καθένας. Κατά συνέπεια η όλη έρευνα, έχει δύο όψεις: από τη µια µεριά είναι ο ερευνητής ο οποίος παρατηρεί, καταγράφει και συζητά, και από την άλλη οι ερευνώµενοι, οι οποίοι παρατηρούν, µελετούν και συζητούν για τον ερευνητή. Κερδίζουν την εµπιστοσύνη και τη συµπάθειά του, εάν ο ίδιος ακολουθήσει διακριτική στάση καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Ο Seeger ερευνώντας τους Suya, αναφέρει ότι κάποτε οι ίδιοι προσπάθησαν να σκοτώσουν έναν ανθρωπολόγο διότι τους έλεγε τι να κάνουν, ενώ ο ίδιος κέρδισε την εµπιστοσύνη τους, διότι, όπως έµαθε αργότερα από µία γυναίκα, δεν τους είπε ποτέ τι να κάνουν και ούτε τους κριτίκαρε (1987: 22). 28 Ο κάθε τραγουδιστής ήθελε να τραγουδήσει στο χώρο που εκείνος θα επέλεγε. Επειδή, θεώρησα υψίστης σηµασίας την ανάγκη του τραγουδιστή να τραγουδήσει στον φυσικό του τόπο, δεν έδωσα τόσο µεγάλη σηµασία στην ποιότητα της ηχογράφησης. Όταν οι ηχογραφήσεις γίνονταν σε ανοιχτό χώρο, όπως αυλές σπιτιών ή εξοχή, ήταν δύσκολο να µην υπάρξουν εξωτερικοί ήχοι, οι οποίοι κυρίως προέρχονται από ζώα ή πουλιά και πιο σπάνια από κάποια ανθρώπινη φωνή ή αυτοκίνητο. 29 Για τη συλλογή στοιχείων χρησιµοποιήθηκε η ποιοτική συνέντευξη ή συνέντευξη σε βάθος (H.J. Rubin & I.S. Rubin, 1995, S. Kvale, 1996 στο Κυριαζή, 1999: 262, υποσ. 24), η οποία στηρίζεται σε θέµατα και ερωτήσεις που έχει εκ των προτέρων επιλέξει ο ερευνητής, βάση 16