ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 21, 3-13 2010 Ε.Α.Ψ. Η εξέταση ενός μοντέλου προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων άγχους και εξουθένωσης σε προπονητές κλασικού αθλητισμού Γεώργιος Π. Καραμπάτσος, Νεκτάριος A. Σταύρου, Γεώργιος Γεωργιάδης και Κώστας Καρτερολιώτης Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού, Πανεπιστήμιο Αθηνών Περίληψη Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η εξέταση ενός μοντέλου προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων, άγχους και εξουθένωσης, αποβλέποντας στον προσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των μελετώμενων μεταβλητών του σε Έλληνες προπονητές κλασικού αθλητισμού. Στην έρευνα συμμετείχαν 164 άρρενες προπονητές κλασικού αθλητισμού ηλικίας 24 έως 68 ετών (40.9±8.2) οι οποίοι συμπλήρωσαν τα ακόλουθα ερωτηματολόγια: (α) Εξουθένωσης (Maslach & Jackson, 1986), (β) Αποτίμησης του Αντιλαμβανόμενου Άγχους (Cohen, Kamarck, & Mermelstein, 1983), (γ) Αγωνιστικού Χαρακτηριστικού Άγχους (Martens, 1977 Ζέρβας και Κάκκος, 1990), (δ) Αξιολόγησης Προπονητικών Θεμάτων (Kelley & Gil, l993), (ε) Κοινωνικής Υποστήριξης (Sarason, Levine, Basjam, & Sarason, 1983) (στ) Γνωστικής Ανθεκτικότητας (Nowack, 1990) και (ζ) Περιγραφής του Ύφους της Ηγετικής Συμπεριφοράς (Form XII Stogdill & Coons, 1957). Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων ένα νέο μοντέλο παρουσιάστηκε με ανεξάρτητες μεταβλητές την ανθεκτικότητα, το αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος και την ικανοποίηση από την παρεχόμενη κοινωνική υποστήριξη, ενδιάμεση μεταβλητή το αντιλαμβανόμενο άγχος και εξαρτημένες μεταβλητές τις τρεις διαστάσεις της εξουθένωσης, που υποστήριξε τη βασική δομή και λειτουργία του (p<0.05) και έδειξε ότι μεταξύ των μεταβλητών του υπάρχει σχέση. Συμπερασματικά αυτό ενδεχομένως σημαίνει ότι οι μεταβλητές του μοντέλου μπορούν να προβλέψουν θετικά ή αρνητικά την εμφάνιση της εξουθένωσης σε αυτό το δείγμα προπονητών. Λέξεις κλειδιά: εξουθένωση, κλασικός αθλητισμός, προπονητές, αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος ABSTRACT The purpose of this study was to examine a conceptual model of personal/situational variables, perceived stress and burnout in order to propose the relationships among them in Greek track and field coaches. One hundred and sixty four (164) track and field male coaches (age 24-68 40.9±8.2 years) completed the following questionnaires: (a) Maslach Burnout Inventory (Maslach & Jackson, 1986), (b) Perceived Stress Scale (Cohen, Kamarck, & Mermelstein, 1983), (c) Sport Competition Anxiety Test (Martens, 1977), (d) Coaching Issues Survey (Kelley & Gill, 1993), (e) Social Support Questionnaire (Sarason, Levine, Basjam, & Sarason, 1983), (f) Cognitive Hardiness Scale (Nowack, 1990), (g) Leader Behavior Description Questionnaire (Stogdill & Coons, 1957). The results showed that the conceptual model with independent variables of hardiness, trait anxiety, and satisfaction social support, moderate variable the perceived stress and dependent variables the three components of burnout was supported the basic construct and its function in this specific group of coaches (p<0.05). These results suggest that the variables of this model predict burnout. Key words: burnout, track and field, coaches, competitive trait anxiety ---------------------------------------- Διεύθυνση επικοινωνίας: Καραμπατσός Γεώργιος, ΤΕΦΑΑ, Εθν. Αντίστασης 41, 172 37 Δάφνη. e-mail gkarab@phed.uoa.gr
Γ.Π. ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΟΣ, Ν.A. ΣΤΑΥΡΟΥ, Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα αρνητικά συναισθήματα και ειδικότερα το άγχος που βιώνει ο προπονητής στο πλαίσιο της προπονητικής διαδικασίας εμφανίζεται μέσα από ποικίλες καταστάσεις όπως πίεση για νίκη, φιλάθλους, διοίκηση, γονείς, συναδέλφους, Μ.Μ.Ε., μετακινήσεις, τραυματισμούς (Caccese & Mayerberg, 1984 Hunt, 1984 Young, 1992). Όταν ο προπονητής αντιμετωπίζει μία στρεσογόνο κατάσταση και τα ψυχικά του αποθέματα βρίσκονται σε σχετική ισορροπία με τις καταστάσεις που το προκάλεσε, οι συνέπειες του άγχους είναι περιορισμένες (Cherniss, 1980). Αντίθετα, η παρατεταμένη έκθεση του προπονητή σε καταστάσεις που τις βιώνει ως αγχώδεις, παράλληλα με τη συνεχή, αλλά ανεπιτυχή προσπάθειά του να τις αντιμετωπίσει ή να τις περιορίσει τον οδηγούν στην εξουθένωση (burnout), με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσής του στην εργασία και τελικά την απομάκρυνσή του από αυτή (Farber, 1983 Smith, 1986). Συμπερασματικά, η εξουθένωση εμπλέκει μία ψυχολογική και συναισθηματική απομάκρυνση από μία προηγούμενα ευχάριστη δραστηριότητα, ως αντίδραση προς το υπερβολικό και σε διάρκεια άγχος ή ως αποτέλεσμα δυσαρέσκειας από την εργασία, που εντείνεται με την πάροδο του χρόνου (Smith, 1986). Ως όρος η εξουθένωση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Freudenberger (1974) για την περιγραφή των συμπτωμάτων σωματικής και ψυχικής εξάντλησης σε επαγγελματίες υπηρεσιών ψυχικής υγείας και γενικότερα, σε χώρους που δημιουργούνται στενές σχέσεις μεταξύ αρωγού και αποδέκτη (Freudenberger, 1974 Maslach & Jackson, 1981a,b Pines & Maslach, 1978 Schwab & Iwanicki, 1981). Η επαγγελματική εξουθένωση εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια και έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ψυχολόγους, τους αθλητικούς ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους, καθώς έχουν αναγνωριστεί οι σημαντικές της επιπτώσεις στο άτομο και κατά συνέπεια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσιους οργανισμούς, στον αθλητισμό, στην οικονομία και την παραγωγή. Η εξουθένωση έχει μελετηθεί με τη μορφή ενός συνδρόμου τριών διαστάσεων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές κατηγορίες συμπτωμάτων (Maslach, 1981a,b). Με βάση την προσέγγιση αυτή, η εξουθένωση ορίσθηκε ως ένα «σύνδρομο συναισθηματικής εξάντλησης, αποπροσωποποίησης και μειωμένης προσωπικής επίτευξης, που μπορεί να εκδηλωθεί σε άτομα τα οποία προσφέρουν στους ανθρώπους μιας μορφής εργασιακή εξυπηρέτηση» (Maslach & Jackson, 1986b, σελ. 1). Η πρώτη διάσταση που αναφέρεται στη συναισθηματική εξάντληση (emotional exhaustion) και περιλαμβάνει αισθήματα ψυχικής και σωματικής κόπωσης, καθώς και απώλεια ενέργειας και διάθεσης. Η δεύτερη διάσταση αναφέρεται στην αποπροσωποποίηση (depersonalization) η οποία περιγράφεται ως η απομάκρυνση και η αποξένωση του εργαζόμενου από τους ασθενείς/πελάτες/αθλητές του και η εγκαθίδρυση απρόσωπων, επιθετικών και κυνικών σχέσεων με αυτούς. Η τρίτη διάσταση αφορά τη μειωμένη προσωπική επίτευξη (reduced personal accomplishment) και αναφέρεται στην αίσθηση του ατόμου ότι είναι ανίκανος να προσφέρει στον χώρο εργασίας με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσής του. Στο αθλητικό περιβάλλον και ιδιαίτερα στην προπονητική διαδικασία, η ύπαρξη ενός θεωρητικού μοντέλου σχετικά με την εξουθένωση κρίθηκε ως σκόπιμη και ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη στον τομέα αυτό. Αρχικά, οι περισσότερες έρευνες που μελετούν προπονητές έχουν επικεντρωθεί κυρίως στην εξέταση των διαφοροποιήσεων της εξουθένωσης, που προσδιορίστηκαν με βάση επιλεγμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, η ηλικία, η προπονητική εμπειρία, η οικογενειακή κατάσταση, το ποσοστό επιτυχιών, κ.ά. (Caccese & Mayeberg, 1984 Καραμπάτσος, Γεωργιάδης, & Καρτερολιώτης, 2007 Kosa, 1990 Quigley, Slack, & Smith, 1987). O Smith (1986) προχώρησε στη δημιουργία ενός θεωρητικού μοντέλου, βασιζόμενος: (α) ότι η εξουθένωση είναι μία αντίδραση στο χρόνιο άγχος (Cherniss, 1980), (β) στην εκτενή μελέτη των εμπειρικών δεδομένων για τα αίτια και τις συνέπειες της εξουθένωσης στα κοινωνικά επαγγέλματα (Freudenberger, 1974, 1975 Maslach & Jackson, 1981a,b) και (γ) 4
ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ στο μοντέλο κοινωνικής ανταλλαγής (social exchange model) των Thibaut και Kelley (1959), όπου παρέχεται ένα χρήσιμο πλαίσιο στο οποίο γίνεται διάκριση μεταξύ αποχώρησης από το αθλητισμό, που προκαλείται από την εξουθένωση και άλλων παραγόντων οι οποίοι καθορίζουν την αποχώρηση αυτή. Με βάση τα προαναφερθέντα, ο Smith (1986), παρουσίασε ένα θεωρητικό μοντέλο, γνωστό ως γνωστικο-συναισθηματικό μοντέλο άγχους και εξουθένωσης (conceptual-affective model of stress and burnout) στο οποίο μελετάται η σχέση μεταξύ άγχους και εξουθένωσης, όπου οι ατομικές διαφορές της προσωπικότητας και των κινήτρων επηρεάζουν τις παράλληλες σχέσεις και τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις μεταξύ περιβαλλοντικών, γνωστικών, ψυχολογικών και συμπεριφορικών παραγόντων. Το μοντέλο αυτό αποτέλεσε στη συνέχεια το θεωρητικό υπόβαθρο για περαιτέρω έρευνα της εξουθένωσης στο αθλητικό περιβάλλον (Smith, 1986). Με βάση το μοντέλο του Smith (1986) πολλοί ερευνητές κυρίως στις Η.Π.Α. προσπάθησαν να μελετήσουν τους παράγοντες εκείνους που τροφοδοτούν την εμφάνιση της εξουθένωσης σε προπονητές ατομικών, αλλά κυρίως σε προπονητές ομαδικών αθλημάτων (Kelley, 1994 Kelley & Gill, 1993 Martin, Kelley, & Dias, 1999). Συγκεκριμένα, η Kelley (1994) εξέτασε ένα μοντέλο άγχους και εξουθένωσης σε προπονητές του baseball και προπονήτριες του softball των πανεπιστημίων των H.Π.Α. Το μοντέλο αυτό στηρίχτηκε στις υποθέσεις: (α) ότι οι προσωπικοί-περιβαλλοντικοί παράγοντες των προπονητικών θεμάτων, της κοινωνικής υποστήριξης, της ανθεκτικότητας, του φύλου και τα ποσοστά σε νίκες και ήττες προβλέπουν το επίπεδο άγχους των προπονητών και (β) το αντιλαμβανόμενο άγχος με τη σειρά του αποτελεί προβλεπτή της εξουθένωσής τους. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας και οι δύο ερευνητικές υποθέσεις επαληθεύτηκαν. Σε συνέχεια των ερευνών της, η Kelley, Eklund και Ritter-Taylor (1999) χρησιμοποίησαν ένα διευρυμένο μοντέλο προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων και εκτίμησης του άγχους στην εξέταση της εξουθένωσης σε προπονητές και προπονήτριες αντισφαίρισης. Ως ανεξάρτητες μεταβλητές ορίστηκαν η ανθεκτικότητα, τα προπονητικά θέματα, το αγωνιστικό επίπεδο, το φύλο, το αγωνιστικό άγχος προδιάθεσης και το είδος της ηγετικής συμπεριφοράς (δημοκρατικό-αυταρχικό), ενδιάμεση μεταβλητή το αντιλαμβανόμενο άγχος και εξαρτημένες μεταβλητές οι τρεις διαστάσεις της εξουθένωσης. Στο μοντέλο αυτό εξετάστηκε επιπρόσθετα και η άμεση συμπεριφορά των προσωπικώνπεριβαλλοντικών παραγόντων στην εξουθένωση. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν τη βασική δομή και λειτουργία του μοντέλου. Όλοι οι προσωπικοίπεριβαλλοντικοί παράγοντες εκτός από το δημοκρατικό ύφος συμπεριφοράς και το αγωνιστικό επίπεδο προέβλεψαν τόσο το αντιλαμβανόμενο άγχος, όσο και τις τρεις διαστάσεις της εξουθένωσης (Kelley et al., 1999). Σε μία συναφή έρευνα οι Hendrix, Acevedo και Hebert (2000) εξέτασαν ένα μοντέλο όπου ανεξάρτητες μεταβλητές ήταν η κοινωνική υποστήριξη, η ανθεκτικότητα και τα προπονητικά αθλητικά θέματα, ενδιάμεση μεταβλητή το αντιλαμβανόμενο άγχος και εξαρτημένες μεταβλητές οι τρεις διαστάσεις της εξουθένωσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ των μεταβλητών του μοντέλου. Όλα τα προαναφερθέντα υποθετικά μοντέλα επιβεβαίωσαν το θεωρητικό γνωστικο-συναισθηματικό μοντέλο άγχους και εξουθένωσης του Smith (1986) για τον αθλητισμό. Στην παρούσα έρευνα εξετάζεται ένα θεωρητικό μοντέλο προσωπικώνπεριβαλλοντικών παραγόντων, άγχους και εξουθένωσης, με σκοπό να διερευνηθούν εκείνοι οι παράγοντες που μπορούν να προβλέψουν την εμφάνιση της εξουθένωσης σε προπονητές ατομικών αγωνισμάτων, όπως είναι οι προπονητές κλασικού αθλητισμού. Στο θεωρητικό μοντέλο ως ανεξάρτητες μεταβλητές ορίζονται η ανθεκτικότητα, το αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος, τα προπονητικά θέματα, η ηγετική συμπεριφορά (δημοκρατικήαυταρχική) και η κοινωνική υποστήριξη (παρεχόμενη-ικανοποίηση), ενδιάμεση μεταβλητή το αντιλαμβανόμενο άγχος και εξαρτημένες μεταβλητές οι τρεις διαστάσεις που συνθέτουν την 5
Γ.Π. ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΟΣ, Ν.A. ΣΤΑΥΡΟΥ, Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ εξουθένωση και εξετάζεται τόσο η έμμεση πρόβλεψη των ανεξάρτητων μεταβλητών διά μέσω του αντιλαμβανόμενου άγχους στις τρεις διαστάσεις της εξουθένωσης (διακεκομμένη γραμμή), όσο και η άμεση πρόβλεψή τους σε αυτές (Σχήμα 1). Προσωπικοί-περιβαλλοντικοί Εκτίμηση Εξουθένωση παράγοντες άγχους Ανθεκτικότητα Προπονητικά θέματα Αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος Δημοκρατικό ύφος Αυταρχικό ύφος Αντιλαμβανόμενο άγχος Εξουθένωση Παρεχόμενη κοινωνική υποστήριξη. Ικανοποίηση κοινωνικής υποστήριξης. ΣΕ ΑΠ ΠΕ Σχήμα 1. Το θεωρητικό μοντέλο με τις έμμεσες (διακεκομμένη γραμμή) και άμεσες διαδρομές των προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων, άγχους και εξουθένωσης σε προπονητές κλασικού αθλητισμού. Σημείωση: ΣΕ= Συναισθηματική εξάντληση, ΑΠ= Αποπροσωποποίηση, ΠΕ= Προσωπική επίτευξη. ΜΕΘΟΔΟΣ Συμμετέχοντες Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν εκατόν εξήντα τέσσερεις (164) άρρενες προπονητές κλασικού αθλητισμού από όλη την ελληνική επικράτεια, οι οποίοι εργάζονται σε αναγνωρισμένα αθλητικά σωματεία και οι αθλητές τους συμμετείχαν στα εθνικά πρωταθλήματα όλων των κατηγοριών (Ανδρών-Γυναικών, Νέων, Εφήβων-Νεανίδων, Παίδων-Κορασίδων). Από τους εκατόν εξήντα τέσσερεις προπονητές, οι εκατόν δέκα τρεις (113, ποσοστό 68.9%) είχαν σύμβαση εργασίας με την ομοσπονδία (Σ.Ε.Γ.Α.Σ.), ενώ οι υπόλοιποι πενήντα ένας (51, ποσοστό 31.1%) εργάζονταν με άλλη σχέση εργασίας. Η ηλικία 6
ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ των προπονητών κυμάνθηκε από είκοσι τέσσερα (24) έως εξήντα οκτώ (68) έτη (Μ=40.9, SD=8.2), πενήντα εννέα (59, ποσοστό 36.0%) προπονητές ασκούσαν το προπονητικό τους έργο περισσότερο από δέκα έξι (16) έτη, σαράντα οκτώ (48, ποσοστό 29.3%) από 11 έως 15 έτη, τριάντα δύο (32, ποσοστό 19.5%) από 6 έως10 έτη και είκοσι πέντε (25, ποσοστό 15.2%) έως 5 έτη. Όργανα μέτρησης Για τους σκοπούς της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα όργανα μέτρησης: (α) Ερωτηματολόγιο Εξουθένωσης (Maslach Burnout Inventory Maslach & Jackson, 1986): το οποίο χορηγήθηκε με σκοπό την αξιολόγηση της εξουθένωσης των προπονητών στο πλαίσιο του προπονητικού τους έργου. Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκαν οι τρεις διαστάσεις που συνθέτουν την εξουθένωση: (α) συναισθηματική εξάντληση, (β) αποπροσωποποίηση και (γ) μειωμένη προσωπική επίτευξη. Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο έχει εξεταστεί σε ελληνικό πληθυσμό και έχουν υποστηριχθεί οι ψυχομετρικές του ιδιότητες (Αποστολίδης, 2000 Καραμπάτσος και συν., 2007 Κουστέλιος και συν., 1996). Η αξιοπιστία των παραγόντων του ερωτηματολογίου στην παρούσα έρευνα, όπως αυτή εξετάστηκε με βάση το δείκτη εσωτερικής συνέπειας Cronbach a, κυμάνθηκε από.65 έως.79. (β) Κλίμακα Αντιλαμβανόμενου Άγχους (Perceived Stress Scale Cohen, Kamarck, & Mermelstein, 1983): αξιολογεί καλύτερα την ένταση και όχι τη διάρκεια του άγχους, επειδή αναφέρεται σε σχετικά πρόσφατες (τελευταίο μήνα) καταστάσεις άγχους. Το ερωτηματολόγιο έχει χρησιμοποιηθεί σε ελληνικό πληθυσμό από τον Αποστολίδη (2000). Η αξιοπιστία του ερωτηματολογίου με βάση το δείκτη Cronbach a ήταν.67. (γ) Ερωτηματολόγιο Αγωνιστικού Χαρακτηριστικού Άγχους (Sport Competition Anxiety Test Martens, 1977): το ερωτηματολόγιο αξιολογεί τα επίπεδα του αγωνιστικού άγχους προδιάθεσης του ατόμου, το οποίο προσαρμόστηκε στον ελληνικό πληθυσμό από τους Ζέρβα και Κάκκο (1990). Ο δείκτης εσωτερικής συνέπειας Cronbach a ήταν 87. (δ) Ερωτηματολόγιο Αξιολόγησης Προπονητικών Θεμάτων (Coaching Issues Survey Kelley & Gill, 1993): καταγράφει το άγχος που εμφανίζεται μέσα από διάφορες καταστάσεις που το προκαλούν στο προπονητικό περιβάλλον. Στη παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε η έκδοση του ερωτηματολογίου στην ελληνική γλώσσα, όπως διασκευάστηκε από τον Αποστολίδη (2000). Ο συντελεστής αξιοπιστίας Cronbach a του ερωτηματολογίου ήταν.90. (ε) Ερωτηματολόγιο Κοινωνικής Υποστήριξης (Social Support Questionnaire Sarason, Levine, Basham, & Sarason, 1983): περιλαμβάνει δύο παράγοντες οι οποίοι αναφέρονται στα άτομα (αδελφός/ή, μητέρα, συνάδελφος, φίλος/η, κ.ά.) που μπορούν να προσφέρουν βοήθεια και υποστήριξη και το βαθμό ικανοποίησης από την προσφερόμενη υποστήριξη των παραπάνω προσώπων (Αποστολίδης, 2000). Ο δείκτης εσωτερικής συνέπειας Cronbach a ήταν.88 για τον πρώτο και.87 για το δεύτερο παράγοντα, αντίστοιχα. (στ) Κλίμακα Γνωστικής Ανθεκτικότητας (Cognitive Hardiness Scale Nowack, 1990): αξιολογεί την ιδιαίτερη «στάση» και τα «πιστεύω» ενός ατόμου για τη ζωή. Το ερωτηματολόγιο αξιολογεί τρεις διαστάσεις (δέσμευση, έλεγχος, πρόκληση) οι οποίες συνθέτουν την ανθεκτικότητα. Ωστόσο, το συγκεκριμένο όργανο μέτρησης χρησιμοποιείται ως μονοπαραγοντικό, αξιολογώντας την ανθεκτικότητα ως μια συνολική έννοια. Οι ψυχομετρικές ιδιότητες της Κλίμακας στην ελληνική γλώσσα έχουν εξεταστεί από τον Καραμπάτσο (2004) υποστηρίζοντας την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της Κλίμακας. Ο δείκτης αξιοπιστίας Cronbach a της Κλίμακας στην παρούσα έρευνα ήταν.74. (ζ) Ερωτηματολόγιο Περιγραφής του Ύφους της Ηγετικής Συμπεριφοράς (Leader Behavior Description Questionnaire Form XII Stogdill & Coons, 1957): αναφέρεται σε δύο παράγοντες ηγετικής συμπεριφοράς του προπονητή που είναι το δημοκρατικό και το αυταρχικό ύφος συμπεριφοράς. Το ερωτηματολόγιο έχει αξιολογηθεί και έχουν υποστηριχθεί οι ψυχομετρικές του ιδιότητες σε ελληνικό πληθυσμό (Καραμπάτσος, 2004). O δείκτης 7
Γ.Π. ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΟΣ, Ν.A. ΣΤΑΥΡΟΥ, Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ εσωτερικής συνέπειας Cronbach a ήταν.75 για το δημοκρατικό και.77 για το αυταρχικό ύφος συμπεριφοράς. Διαδικασία Στους προπονητές που έλαβαν μέρος στην έρευνα χορηγήθηκε φάκελος που περιείχε: (α) επιστολή που εξηγούσε το σκοπό και τη σημασία της έρευνας, (β) τα ερωτηματολόγια που θα έπρεπε να συμπληρώσουν, (γ) έντυπο καταγραφής ατομικών στοιχείων και (δ) απαντητικό φάκελο. Η επαφή επικοινωνία με τους προπονητές έγινε μία ημέρα πριν και κατά τη διάρκεια των εθνικών πρωταθλημάτων όλων των κατηγοριών. Η συμπλήρωση των οργάνων μέτρησης και η συλλογή των φακέλων γίνονταν μέχρι τη λήξη των αγώνων. Σε περίπτωση που κάποιος προπονητής δεν προλάβαινε να συμπληρώσει τα ερωτηματολόγια, είχε τη δυνατότητα να τα ταχυδρομήσει τοποθετώντας αυτά μέσα στον απαντητικό φάκελο, που του είχε δοθεί. Η προθεσμία επιστροφής των φακέλων με συμπληρωμένα τα ερωτηματολόγια ορίστηκε μέχρι και δέκα ημέρες μετά την ημέρα παραλαβής τους από τους προπονητές. Στατιστική ανάλυση Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε μέσω μοντέλων εξισώσεων (SEM) και της ανάλυσης διαδρομών, χρησιμοποιώντας το πρόγραμμα Αmos 4.0 (Arbucle & Wothke, 1999). Για την αξιολόγηση της καλής προσαρμογής του προτεινόμενου μοντέλου, εξετάστηκαν οι ακόλουθοι δείκτες προσαρμογής και εφαρμοστικότητας: (α) ο δείκτης χ², (β) ο λόγος χ² προς τους βαθμούς ελευθερίας (df) (χ²/df ratio), (γ) ο δείκτης κατάλληλης προσαρμογής (Goodness of Fit Index, GFI), (δ) ο συγκριτικός δείκτης προσαρμογής (Comparative Fit Index, CFI), (ε) ο δείκτης αυξημένης προσαρμογής (Incremental Fit Index, IFI) και (στ) ο δείκτης του τυπικού σφάλματος σύγκλισης-προσέγγισης (Root Mean Square Error of Approximation, RMSEA) (Baldwin, 1989 Jöreskog, 1993). Ο δείκτης χ² (chi square, x²) είναι ένας απόλυτος δείκτης προσαρμογής (absolute fit index) του οποίου ωστόσο η τιμή επηρεάζεται από το μέγεθος του δείγματος. Γι αυτό, ο λόγος (ratio) του δείκτη χ² προς τους βαθμούς ελευθερίας του μοντέλου, ως ένας πιο αξιόπιστος δείκτης, εξετάσθηκε, όπου τιμές κάτω από 3 υποστηρίζουν την καλή προσαρμογή του εξεταζόμενου μοντέλου (Jöreskog, 1993). Οι δείκτες κατάλληλης προσαρμογής, συγκριτικής προσαρμογής και αυξημένης προσαρμογής λαμβάνουν τιμές από 0 έως 1, όπου τιμές πάνω από.900 (cur-off criterion) υποστηρίζουν ότι το εξεταζόμενο μοντέλο είναι αποδεκτό. Τέλος, σύμφωνα με τους Hu και Bentler (1999), το κριτήριο καλής προσαρμογής ενός μοντέλου με βάση τον δείκτη RMSEA είναι έως την τιμή.080. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων διαπιστώθηκε ότι στο θεωρητικό μοντέλο με τις έμμεσες διαδρομές των προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων στο αντιλαμβανόμενο άγχος και τις άμεσες διαδρομές των προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων στην επαγγελματική εξουθένωση, οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για να αξιολογήσουν τη βασική δομή και λειτουργία του τόσο ο λόγος του χ² (180.30) προς τους βαθμούς ελευθερίας (37) (χ²/df ratio=4.87, p<.001), όσο και οι δείκτες GFI=.83, CFI=.74, IFI=.60 και RMSEA=.15 παρουσιάστηκαν ως μη αποδεκτοί με βάση τις ισχύουσες τιμές (Baldwin, 1989 Jöreskog, 1993). Με βάση τα αποτελέσματα του αρχικού μοντέλου, ένα νέο μοντέλο εξετάσθηκε που είχε ως ανεξάρτητες μεταβλητές την ανθεκτικότητα, το αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος και την ικανοποίηση από την παρεχόμενη κοινωνική υποστήριξη, ενδιάμεση μεταβλητή το αντιλαμβανόμενο άγχος και εξαρτημένες μεταβλητές τις τρεις διαστάσεις της εξουθένωσης 8
ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ (Σχήμα 2). Στο μοντέλο αυτό όλοι οι δείκτες που αξιολογούν τη βασική δομή και λειτουργία του, ο λόγος του χ² (χ² = 15.77) προς τους βαθμούς ελευθερίας (df = 8) (χ²/df ratio = 1.97, p<.05), =15.77/8=1.97, p<.05), ενώ ο δείκτης GFI ήταν.97, ο δείκτης CFI.96, ο δείκτης IFI.96 και ο δείκτης RMSEA.077, οι οποίοι κρίνονται ως απόλυτα ικανοποιητικοί με βάση τις ισχύουσες τιμές (Jöreskog, 1993). Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται συγκεντρωτικά οι τιμές των δεικτών αξιολόγησης και των δύο μοντέλων καθώς και οι αποδεκτές τιμές των δεικτών αυτών. Προσωπικοί-περιβαλλοντικοί Εκτίμηση Εξουθένωση παράγοντες του άγχους Ανθεκτικότητα Αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος -.37*.38* -.20*.18* Αντιλαμβανόμενο άγχος.36* Εξουθένωση Ικανοποίηση κοινωνικής υποστήριξης -.06 -.18*.65*.70* -.55* ΣΕ ΑΠ ΠΕ Σχήμα 2. Το νέο θεωρητικό μοντέλο προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων άγχους και εξουθένωσης σε προπονητές κλασικού αθλητισμού καθώς και οι τιμές των έμμεσων και άμεσων διαδρομών μεταξύ των μεταβλητών του. Σημείωση: ΣΕ= Συναισθηματική εξάντληση, ΑΠ= Αποπροσωποποίηση, ΠΕ= Προσωπική επίτευξη. Πίνακας 1. Συγκεντρωτικά αποτελέσματα των τιμών των δεικτών αξιολόγησης των μοντέλων και οι αποδεκτές τιμές τους. Δείκτες αξιολόγησης χ²/df ratio p GFI CFI IFI RMSEA Αρχικό μοντέλο 180.30/37=4.87 0.001.830.740.600 1.50 Τελικό μοντέλο 15.77/8=1.97.05.970.960.960.077 9
Γ.Π. ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΟΣ, Ν.A. ΣΤΑΥΡΟΥ, Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στην έρευνα αυτή εξετάστηκε ένα μοντέλο εξουθένωσης σε προπονητές κλασικού αθλητισμού, καθώς και η αιτιώδη σχέση συγκεκριμένων προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων με το αγωνιστικό άγχος και την εξουθένωση. Η εξέταση του παραπάνω μοντέλου πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα από προπονητές όλων των αγωνισμάτων κλασικού αθλητισμού (δρόμοι, άλματα, ρίψεις) στα πλαίσια του οποίου η ατομική σχέση προπονητή με αθλητή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, με βασικό σκοπό να διερευνηθούν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που πιθανόν προβλέπουν ή αποτρέπουν την εμφάνιση της εξουθένωσής τους. Η παρούσα έρευνα στηρίχτηκε στο γνωστικο-συναισθηματικό μοντέλο άγχους και εξουθένωσης του Smith (1986), το οποίο έχει προσφέρει θεωρητική βάση συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και στον έλεγχο ανάλογων μοντέλων, αλλά έλαβε σοβαρά υπόψη και μοντέλα που κατά καιρούς έχουν ερευνήσει οι Kelley και Gill (1994), οι Κelley και συν. (1999), οι Hendrix και συν. (2000) και τα οποία επιβεβαίωσαν το θεωρητικό μοντέλο του Smith (1986). Το αρχικό μοντέλο που εξετάστηκε δεν παρουσίασε καλή προσαρμογή στα δεδομένα των προπονητών κλασικού αθλητισμού. Οι δείκτες βέλτιστης προσαρμογής και εφαρμοστικότητας του παραπάνω μοντέλου που χρησιμοποιήθηκαν βρέθηκαν ως μη αποδεκτοί με βάση τις ισχύουσες τιμές (Jöreskog, 1993). Ένα νέο μοντέλο εμφανίστηκε που διατήρησε τις ανεξάρτητες μεταβλητές αυτές της ανθεκτικότητας, του αγωνιστικού χαρακτηριστικού άγχους και της ικανοποίησης από την κοινωνική υποστήριξη. Ο λόγος που δεν λειτούργησαν οι ανεξάρτητες μεταβλητές των προπονητικών θεμάτων, ηγετικής συμπεριφοράς και κοινωνικής υποστήριξης (πρώτος παράγοντας) ενδεχομένως να οφείλεται: (α) σε ό,τι αφορά τη μεταβλητή των προπονητικών θεμάτων, στο γεγονός ότι το ερωτηματολόγιο εξέταζε κυρίως θέματα που αφορούν προπονητές ομαδικών αθλημάτων και ιδιαίτερα προπονητές της καλαθοσφαίρισης (Αποστολίδης, 2000), (β) σε προηγούμενη έρευνα για τον ρόλο του ύφους ηγετικής συμπεριφοράς (αυταρχικό-δημοκρατικό) στην εξουθένωση προπονητών κλασικού αθλητισμού δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές (Καραμπάτσος, 2006). Συνεπώς, το ύφος ηγετικής συμπεριφοράς των προπονητών αυτής της κατηγορίας δεν επηρεάζει τα επίπεδα της επαγγελματικής τους εξουθένωσης, που ενδεχομένως να οφείλεται στην ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ προπονητή και αθλητή. Με βάση τα αποτελέσματα η προσαρμογή και εφαρμοστικότητα του νέου μοντέλου υποστηρίζεται πλήρως. Οι τιμές όλων των δεικτών που χρησιμοποιήθηκαν για την εξέτασή του (χ², χ²/df ratio, GFI, CFI, IFI, RMSEA) κυμάνθηκαν σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα και είναι αποδεκτοί με βάση ισχύουσες τιμές (Jöreskog, 1993). O έλεγχος της ανάλυσης διαδρομών του νέου μοντέλου ανέδειξε τις εξής αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών του: (α) ο σημαντικότερος παράγοντας πρόβλεψης της εξουθένωσης εμφανίζεται το «αντιλαμβανόμενο άγχος», που εξηγεί ότι τα οξύτερα προβλήματα άγχους των προπονητών οδηγούν στην εξουθένωση, (β) ο προσωπικός παράγοντας της «ανθεκτικότητας» πρόβλεψε τόσο το αντιλαμβανόμενο άγχος, όσο και την εξουθένωση με τιμές διαδρομών με αρνητικό πρόσημο το οποίο καταδεικνύει την ανθεκτικότητα ως ένα σημαντικό παράγοντα που συντελεί ουσιαστικά στην παρεμπόδιση εμφάνισής τους, (γ) το «αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος» με θετική τιμή διαδρομής στο αντιλαμβανόμενο άγχος, ενισχύει τη γενική αντίληψη που έχει ένας προπονητής κλασικού αθλητισμού για το άγχος, (δ) η μεταβλητή της ικανοποίησης από την παρεχόμενη κοινωνική υποστήριξη παρουσίασε αρνητική αιτιώδη σχέση με την εξουθένωση, αλλά όχι με το αντιλαμβανόμενο άγχος, διαπίστωση η οποία ενδεχομένως σημαίνει ότι οι προπονητές δεν επιζητούν την κοινωνική υποστήριξη σε παροδικές καταστάσεις άγχους, αλλά μένουν ικανοποιημένοι από την παρεχόμενη βοήθεια, όταν αντιμετωπίζουν καταστάσεις άγχους, που δεν μπορούν να ελέγξουν, υπερβαίνουν τις δικές τους ικανότητες και οδηγούνται στην εξουθένωση. 10
ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ Σε ό,τι αφορά την ερμηνεία των παραγοντικών φορτίσεων των τριών διαστάσεων της εξουθένωσης επιβεβαιώνεται ότι και οι τρεις τη συνθέτουν με πρώτη τη διάσταση της αποπροσωποποίησης, δεύτερη τη διάσταση της συναισθηματικής εξάντλησης και τρίτη τη διάσταση της μειωμένης προσωπικής επίτευξης. Η παραγοντική φόρτιση με αρνητικό πρόσημο της τιμής της διάστασης της αίσθησης της μειωμένης προσωπικής επίτευξης είναι εύλογη, διότι η αποτίμηση της διάστασης αυτής με βάση καθιερωμένες τιμές γίνεται με αντίστροφη μέτρηση, δηλαδή, οι υψηλές τιμές εξηγούν χαμηλά επίπεδα μειωμένης προσωπικής επίτευξης και αντίστροφα (Maslach & Jackson, 1986). Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα υποστήριξαν τη βασική δομή και λειτουργία του νέου μοντέλου, που σημαίνει ότι πιθανώς υπάρχει μία αιτιώδη σχέση μεταξύ των μεταβλητών του. Το αγωνιστικό χαρακτηριστικό άγχος ενισχύει τη γενική αντίληψη που έχουν οι προπονητές για το άγχος, το οποίο με τη σειρά του φαίνεται να επιδρά θετικά στην εμφάνιση της εξουθένωσης. Αντίθετα, η ανθεκτικότητα της ιδιοσυγκρασίας που προσδιορίζει την προσωπικότητα των προπονητών κλασικού αθλητισμού και η ικανοποίηση από την κοινωνική υποστήριξη που δέχονται από το περιβάλλον τους, εμφανίζονται ως σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη της εξουθένωσης τους. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αποστολίδης, Ν. (2000). Μελέτη ενός μοντέλου προσωπικών-περιβαλλοντικών παραγόντων, άγχους και επαγγελματικής εξουθένωσης σε προπονητές καλαθοσφαίρισης. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Τ.Ε.Φ.Α.Α., Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Arbuckle, J.L., & Wothke, W. (1999). AMOS 4.0 programming reference guide. Chicago: Small Waters. Baldwin, B. (1989). A primer in the use and interpretation of structural equation models. Measurement and Evaluation in Counseling and Development, 22, 100-112. Beasley, M., Thompson, T., & Davidson, J. (2001). Resilience in response to life stress: The effect of coping style and cognitive hardiness. Personality and Individual Differences, 34, 77-95. Caccese, C.F., & Mayerberg, C.K. (1984). Gender differences in perceived burnout of college coaches. Journal of Sport Psychology, 6, 279-288. Cherniss, C. (1980). Staff burnout: Job stress in the human services. Beverly Hills: Sage Publications. Cohen, S., & Kamarck, T., & Mermelstein, R. (1983). A global measure of perceived stress. Journal of Health and Social Behavior, 24, 385-396. Cronbach, L. J. (1951). Coefficient alpha and the internal structure of tests. Psycholometrica, 16, 297-334. Farber, B.A. (1983). Conclusion: Current trends, future directions. In B.A. Farber (Ed.), Stress and burnout in the human services professions (pp. 241-248). New York: Pergamon. Freudenberger, H. J. (1974). Staff burnout. Journal of Social Issues, 30, 159-165. Freudenberger, H. J. (1975). The staff burnout syndrome in alternative institutions. Psychotherapy: Theory Research & Practice, 12, 72-83 Hendrix, A.E., Acevedo, E.O., & Hebert, E. (2000). An examination of stress and burnout in certified athletic trainers at Division I-A universities. Journal of Athletic Training, 35(2), 139-144. 11
Γ.Π. ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΟΣ, Ν.A. ΣΤΑΥΡΟΥ, Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & Κ. ΚΑΡΤΕΡΟΛΙΩΤΗΣ Hu, L., & Bentler, P. M. (1999). Cutoff criteria for fit indexes in covariance structure analysis: Conventional criteria versus new alternatives. Structural Equation Modeling, 6, 1-55. Hunt, K. R. (1984). The relationship between occupational stressors and burnout among coaches (Doctoral dissertation, University of Iowa, 1984). Dissertation abstracts International, 44, 2406A. Jöreskog, K.G. (1993). Testing structural equation models. In K. A. Bollen & J. S. Long (Eds.), Testing structural equation models (pp. 294-316). London: Sage. Καραμπάτσος, Γ. (2004). Η σχέση προσωπικών και περιβαλλοντικών παραγόντων με το αντιλαμβανόμενο άγχος και την επαγγελματική εξουθένωση προπονητών κλασικού αθλητισμού. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Τ.Ε.Φ.Α.Α., Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Καραμπάτσος, Γ. (2006). Ο ρόλος της ηγετικής συμπεριφοράς στην επαγγελματική εξουθένωση προπονητών κλασικού αθλητισμού. Στο Α. Χατζηγεωργιάδης (Επιμ.) Πρακτικά 9 ου Πανελληνίου Συνεδρίου Αθλητικής Ψυχολογίας (σελ. 59-60). Τρίκαλα, Ελλάδα. Kαραμπάτσος, Γ., Γεωργιάδης, Γ., & Καρτερολιώτης Κ. (2007). Η επαγγελματική εξουθένωση σε προπονητές κλασικού αθλητισμού. Αθλητική Ψυχολογία, 18, 21-38. Kelley, B.C. (1994). A model of stress and burnout in college coaches: Effects of gender and time of season. Research Quarterly for Exercise Psychology, 65, 48-58. Kelley, B.C., Eklund, R.C., & Ritter- Taylor, M. (1999). Stress and burnout among collegiate tennis coaches. Journal of Sport & Exercise Psychology, 21(2), 113-130. Kelley, B.C., & Gill, D.L. (1993). An examination of personal/situational variables, stress, appraisal and burnout in collegiate teacher-coaches. Research Quarterly for Exercise and Sport, 64, 94-102. Kosa, B. (1990). The relationship between burnout and selected demographic and job-related variables among Oregon public school teacher-coaches: Identifying coping strategies. Unpublished Doctoral Dissertation. Oregon State University. Martens, R. (1977). Sport competition anxiety test. Champaign, IL: Human Kinetics. Martin, J. J., Kelley, B. C., & Dias, C. (1999). Stress and burnout in female high school athletic director. Women in Sport and Physical activity Journal, 8, 101-116. Μaslach, C. (1993). Burnout: Α multidimensional perspective. In W. B. Schaufeli, C. Maslach & T. Marek (Eds.), Professional burnout: Recent developments in theory and research (pp. 19 32). Washington, DC: Taylor & Francis. Maslach, C., & Jackson, S. E. (1981a). The measurement of experienced burnout. Journal of Occupational Behavior, 2, 99-113. Maslach, C., & Jackson, S. E. (1981b). The Maslach Burnout Inventory. Research edition. Palo Alto, CA: Consulting Psychologists Press. Maslach, C., & Jackson, S. E. (1984). Burnout in organizational settings. Applied SocialPsychology Annual, 5, 133-153. Maslach, C., & Jackson, S.E. (1986). The Maslach Burnout Inventory. Manual (2 nd ed.). Palo Alto, CA: Consulting Psychologists Press. Nowack, K.M. (1990). Initial development of an inventory to assess stress and health risk. American Journal of Health Promotion, 4(3), 173-180. Pines, A., & Maslach, C. (1978). Characteristics of staff burnout in mental health settings. Hospital & Community Psychiatry, 29, 233-237. Quigley, T.A., Slack, T., & Smith, G.J. (1987). Burnout in secondary-school teacher coaches. Alberta Journal of Education Research, 33(4), 260-274. 12
ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ Sarason, I.G., Levine, H.M., Basham, R.B., & Sarason, B.R. (1983). Assessing social support: The Social Support Questionnaire. Journal of Personality and Social Psychology, 44(1), 127-139. Schwab, R. L., & Iwanicki, E. F. (1982). Perceived role conflict, role ambiguity, and teacher burnout. Educational Administration Quarterly, 18, 60-74. Smith, R.E. (1986). Toward a cognitive affective model of athletic burnout. Journal of Sport Psychology, 8, 36-50. Stogdill, R.M., & Coons, A.E. (1957). Leadership behavior: Its description and measurement. The Ohio State University. Thibaut, J. W., & Kelley, H. H. (1959). The social psychology of groups. New York: Wiley. Young, D. S. (1992). The status of burnout and Illinois girl s varsity basketball head coaches. Illinois Journal of Health, Physical Education, Recreation, and Dance, 31, 36-40. Ζέρβας, Ι., & Κάκκος, Β. (1990). Εγκυρότητα και αξιοπιστία του ερωτηματολογίου του αγωνιστικού χαρακτηριστικού άγχους σε ελληνικό πληθυσμό. Αθλητική Ψυχολογία, 4, 3-24. 13