"Δεξιότητες συμβουλευτικής και αποτελεσματικής επικοινωνίας για εκπαιδευτικούς" Καλλιόπη Εμμανουηλίδου, MEd, MEd, MSc, PhD Εκπαιδευτική- συμβουλευτική ψυχολόγος 1. Εισαγωγή Ο ρόλος του εκπαιδευτικού δεν αφορά φυσικά το να μεταδίδει γνώσεις από το γνωστικό του αντικείμενο. Ο εκπαιδευτικός, από όποια βαθμίδα και αν προέρχεται, οφείλει να είναι επικοινωνιακός, να κατέχει ορισμένες κοινωνικές δεξιότητες και να έχει υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη. Στο λειτούργημα αυτό ο επαγγελματίας είναι και φορέας αγωγής, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται να είναι εφοδιασμένος με κάποιες δεξιότητες από τον χώρο της συμβουλευτικής, ώστε να μπορεί να προωθεί τη συναισθηματική αγωγή των μαθητών ή σπουδαστών αλλά και να υποστηρίζει με τρόπο ουσιαστικό την ενδοπροσωπική τους ανάπτυξη. 2. Τι είναι συμβουλευτική Τι είναι όμως συμβουλευτική; Πρόκειται για μια έννοια όχι και πολύ ξεκάθαρη, καθώς αφορά ένα σύνολο από δεξιότητες που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα επαγγελματικά πλαίσια. Σύμφωνα με τον Βρετανικό Σύλλογο Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας BACP): «Ο όρος συμβουλευτική συμπεριλαμβάνει την εργασία με άτομα και με σχέσεις, η οποία μπορεί να συνδέεται με την ανάπτυξη, την υποστήριξη κρίσεων, να είναι ψυχοθεραπευτική, καθοδηγητική ή να έχει στόχο την επίλυση προβλημάτων... Η συμβουλευτική έχει σκοπό να δίνει στον πελάτη μια ευκαιρία να εξερευνήσει, να ανακαλύψει και να αποσαφηνίσει τους τρόπους που θα του παράσχουν μια ζωή πιο ικανοποιητική και δημιουργική.» (BAC1984, σε McLeod2005, σελ. 30). Συχνά η συμβουλευτική συγχέεται με έννοιες, υπηρεσίες και έργα που όμως δεν αρμόζουν στον όρο αυτό. Συμβουλευτική λοιπόν δε σημαίνει παροχή συμβουλών, καθώς κάτι τέτοιο είναι καθοδηγητικό και με έντονα υποκειμενικά στοιχεία. Επίσης όταν αναφερόμαστε στη συμβουλευτική στο πλαίσιο της εκπαίδευσης δεν εννοούμε τη συμβουλευτική επιχειρήσεων
(στην αγγλική γλώσσα οι δύο υπηρεσίες διαφοροποιούνται με τις λέξεις counseling και consulting). Η συμβουλευτική δεν είναι καθοδηγητική, ούτε όμως ταυτίζεται και με την ψυχοθεραπεία, παρόλο που οι δύο αυτές έννοιες μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Οι Brammer και Shostrom προσδιορίζουν τις διαφορές ανάμεσα στη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία. Η συμβουλευτική είναι μια υποστηρικτική υπηρεσία με έντονα εκπαιδευτικά στοιχεία. Εστιάζει σε συγκεκριμένα προβλήματα που αφορούν το συνειδητό επίπεδο και δεν ασχολείται με ψυχοπαθολογικά περιστατικά. Αντίθετα, η ψυχοθεραπεία στοχεύει στην αναδιοργάνωση της προσωπικότητας, αναλύει σε βάθος τα συναισθήματα, στοχεύει στην ανάλυση στοιχείων από το υποσυνείδητο, είναι πιο μακρόχρονη και ασχολείται και με άτομα με ψυχοπαθολογικά προβλήματα και διαταραχές. Τι είναι τελικά η συμβουλευτική; Πρόκειται για ένα σύνολο από δεξιότητες που τις χρησιμοποιούν σε διάφορα επαγγέλματα που αφορούν την επικοινωνία με ανθρώπους. 3. Ποιος ασκεί συμβουλευτική; Ορισμένες από τις δεξιότητες της συμβουλευτικής χρησιμοποιούνται σε πολλά επαγγέλματα: οι ιατροί, οι εκπαιδευτικοί, οι ιερείς, οι νοσηλευτές, αλλά και οι τηλεφωνητές, οι μπάρμεν, οι πωλητές, και σίγουρα οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχολόγοι, ψυχίατροι, σύμβουλοι ψυχικής υγείας). Το ότι κάποιος τις χρησιμοποιεί, δε σημαίνει αυτόματα ότι γίνεται και ψυχολόγος και μπορεί να προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη- αυτό είναι κάτι που αφορά συγκεκριμένους επιστήμονες. Η χρήση της συμβουλευτικής σε χέρια ατόμων που δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και σπουδές, αλλά και που δεν έχουν περάσει από ειδικές διαδικασίες εκπαίδευσης (όπως προσωπική ψυχοθεραπεία) μπορεί να αποβεί επικίνδυνη και βλαπτική. Σεμινάρια και προγράμματα εκπαίδευσης πάνω στη χρήση δεξιοτήτων συμβουλευτικής για εκπαιδευτικούς υπάρχουν και στη χώρα μας (π.χ. το πρόγραμμα ΠΕΣΥΠ της ΑΣΠΑΙΤΕ που εκπαιδεύει επαγγελματίες από διάφορα πεδία στη συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό). Πώς συνδέεται η συμβουλευτική με το επάγγελμα του εκπαιδευτικού; Ο εκπαιδευτικός χρειάζεται κατ αρχήν επικοινωνιακές δεξιότητες, ώστε να μπορεί και να μεταδίδει τις
πληροφορίες του γνωστικού του αντικειμένου με πιο αποτελεσματικό τρόπο, αλλά και να διαχειρίζεται τη συμπεριφορά του μαθητικού κοινού. Μάλιστα πολλές φορές ο εκπαιδευτικός, ως φορέας αγωγής, καλείται να υποστηρίξει τον μαθητή σε θέματα προσωπικά, κοινωνικά, οικογενειακά. Φυσικά δεν πρέπει να πάρει το ρόλο ψυχολόγου- ψυχοθεραπευτή, γιατί κάτι τέτοιο, χωρίς την ανάλογη εκπαίδευση, μπορεί να αποβεί ακόμα και επικίνδυνο. Ο εκπαιδευτικός λοιπόν θα χρησιμοποιήσει τις δεξιότητες που αναλύονται παρακάτω, με ιδιαίτερη όμως προσοχή και οριοθέτηση, ώστε να μπορεί να παραπέμψει τον μαθητή σε ειδικό, αν διαπιστώσει ότι κάτι «ξεφεύγει» από τον δικό του ρόλο. Ειδικότερες περιστάσεις που απαιτούν δεξιότητες συμβουλευτικής αφορούν τη διαχείριση δύσκολων συμπεριφορών και την υποστήριξη του μαθητή στην περίπτωση άγχους, πένθους, διαζυγίου γονέων, οικογενειακών προβλημάτων, χαμηλής αυτοεκτίμησης αλλά και επαγγελματικού προσανατολισμού. 4. Πώς αναπτύσσουμε μια αποτελεσματική σχέση με το άτομο που υποστηρίζουμε; Η παροχή συμβουλευτικής στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής σχέσης ανάμεσα σε σύμβουλο και συμβουλευόμενο. Ο Carl Rogers, δημιουργός του προσωποκεντρικού μοντέλου στην ψυχολογία, υποστήριξε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους καλοί και ικανοί για να αλλάξουν οτιδήποτε τους παρεμποδίζει στην προσωπική τους ανάπτυξη. Επίσης, θεώρησε ότι όλοι έχουμε έναν πραγματικό εαυτό και έναν ιδανικό εαυτό- και τα προβλήματα ψυχολογικής φύσης προκύπτουν όταν ο πραγματικός εαυτός συγκρούεται με τον ιδανικό. Για να μπορέσει κάποιος να επιφέρει μια αλλαγή στη ζωή του, χρειάζεται βοήθεια. Ο Rogers θεώρησε ότι ο καλύτερος τρόπος να βοηθηθεί κάποιος είναι μέσα από την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής σχέσης, αρκεί αυτή η σχέση να διέπεται από τρεις βασικές προϋποθέσεις- χαρακτηριστικά: Α) ενσυναίσθηση: το να μπορούμε να μπούμε στη θέση του άλλου Β) γνησιότητα: το να μπορούμε να συμπεριφερθούμε με τρόπο αυθεντικό, ζεστό και ανθρώπινο, χωρίς να υποκρινόμαστε και Γ) αποδοχή χωρίς όρους: το να μπορούμε να αποδεχτούμε κάποιον χωρίς να ασκούμε κριτική και χωρίς να θέτουμε τους δικούς μας συγκεκριμένους όρους γι αυτό.
Εκτός από την προσωποκεντρική θεωρία, και άλλες θεωρίες, ακόμα και η ψυχανάλυση, ασπάζονται την τεράστια σημασία που έχει για την άσκηση της συμβουλευτικής η ικανότητα να συνάπτει ο σύμβουλος μια σχέση που να διέπεται από ζεστασιά, εμπιστοσύνη, ενσυναίσθηση, σεβασμό και αποδοχή. 5. Τεχνικές στη συμβουλευτική διαδικασία: Η συμβουλευτική λοιπόν ασκείται μέσα σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης μιας ουσιαστικής συμβουλευτικής σχέσης. Αποτελείται από ένα σύνολο από επιμέρους δεξιότητες και τεχνικές διαπροσωπικής επικοινωνίας, μερικές από τις οποίες είναι οι παρακάτω: 5.1 Ανατροφοδότηση Ο όρος είναι μια μετάφραση του αγγλικού feedback (σπανιότερα λέγεται και ανάδραση). Δεν έχει να κάνει με τον κριτικό σχολιασμό αλλά με παρατηρήσεις αξιόπιστες, συγκεκριμένες και με στόχο την υποβοήθηση του συμβουλευόμενου και όχι τον υποβιβασμό του. Παράδειγμα ανατροφοδότησης: «παρατηρώ ότι, όποτε αναφέρεσαι στον πατέρα σου, χτυπάς νευρικά το πόδι σου». 5.2 Ενεργητική ακρόαση Η ενεργητική ακρόαση αφορά την πολύ προσεκτική ακρόαση και την υψηλή συγκέντρωση από την πλευρά του συμβούλου. Ο σύμβουλος οφείλει να παρατηρεί τον συμβουλευόμενο, να ακούει προσεκτικά, να δείχνει το ενδιαφέρον του με διάφορους τρόπους (νεύματα, επιφωνήματα, βλεμματική επαφή, σωστή στάση σώματος που υποδηλώνει ενδιαφέρον και προσήλωση) και ταυτόχρονα να κατανοεί όσα λέει ο συμβουλευόμενος. 5.3 Αντανάκλαση Η αντανάκλαση έχει να κάνει με το καθρέπτισμα της παρουσίας του συμβουλευόμενου με στόχο τη βελτίωση της επικοινωνίας και την ενθάρρυνση του συμβουλευόμενου να μιλήσει κι άλλο. Η χρήση της αντανάκλασης ενδέχεται να φανεί παράξενη και να κάνει κάποιον επιφυλακτικό στη χρήση της. Αν όμως γίνει σωστά, χωρίς επιτήδευση και υπερβολές, διευκολύνει πολύ την επικοινωνία και την εγκαθίδρυση μιας θεραπευτικής σχέσης.
Το καθρέπτισμα μπορεί να γίνει σε τρία επίπεδα: α) το σωματικό: μιμούμαστε κατά προσέγγιση τη στάση του σώματος, τον τρόπο που κάθεται ο συνομιλητής, κάποια έκφραση του προσώπου (π.χ. χαμόγελο). β) το γλωσσικό: μιμούμαστε τον τόνο, την ένταση της φωνής, τον ρυθμό της ομιλίας κτλ. γ) το συναισθηματικό: συντονιζόμαστε με τη συναισθηματική κατάσταση του συνομιλητή μας και δείχνουμε τα συναισθήματα αυτά με τους δύο προηγούμενους τύπους καθρεπτίσματος. 5.4 Ελάχιστη Ενθάρρυνση Ως ελάχιστη ενθάρρυνση (minimal responses) εννοούμε τα εξωγλωσσικά ή γλωσσικά στοιχεία τα οποία έχουν ως στόχο να ενθαρρύνουν με τρόπο διακριτικό τον συμβουλευόμενο να μιλήσει χωρίς να τον διακόψει. Παραδείγματα ελάχιστης ενθάρρυνσης είναι τα νεύματα, σύντομες λέξεις (π.χ. «ναι;») ή διάφορα επιφωνήματα (π.χ. «χμμ»). 5.5 Παράφραση Παράφραση είναι η επαναδιατύπωση όσων είπε ο συμβουλευόμενος. Ο σύμβουλος δηλαδή επαναλαμβάνει με δικά του λόγια αυτά που άκουσε. Η παράφραση έχει ως στόχο να βοηθήσει τον συμβουλευόμενο να αναδομήσει τη σκέψη του. Επίσης βοηθά να γίνει σαφές ότι ο σύμβουλος κατανόησε τι άκουσε και δεν τα παρερμήνευσε. 5.6 Ανακεφαλαίωση Όπως η παράφραση, έτσι και η ανακεφαλαίωση εξυπηρετεί το να γίνει αναδόμηση της σκέψης του συμβουλευόμενου και να αποσαφηνιστεί ότι ο σύμβουλος κατανόησε σωστά τα λεγόμενά του. Η ανακεφαλαίωση συνήθως γίνεται αραιότερα (π.χ. στο τέλος της συνεδρίας) και αποτελεί την περίληψη της ουσίας της συνεδρίας. Συχνά μπορεί να δώσει το έναυσμα για το κλείσιμο της συνάντησης και ακόμα και για τη θεματολογία της επόμενης συνάντησης. 5.7 Ερμηνεία Η τεχνική αυτή χρειάζεται να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή και χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις και εξάσκηση, για να γίνει επιτυχημένα. Ο σύμβουλος προσπαθεί να κατανοήσει τους λόγους και τα κίνητρα μιας συμπεριφοράς, τις βαθύτερες ρίζες μιας σκέψης, ακόμα και
υποσυνείδητες ορμές που υποκινούν κάτι, π.χ. «μήπως ο καθηγητής αυτός σου θυμίζει τον πατέρα σου, γι αυτό φαίνεται ότι βγάζεις τόσο θυμό απέναντί του;». Η ερμηνεία δε θα πρέπει ποτέ να γίνεται με απόλυτη σιγουριά αλλά με επιφύλαξη και με τρόπο υποθετικό και όχι προκλητικό ή υποτιμητικό προς τον συμβουλευόμενο. 6. Σφάλματα που κάνουμε στη χρήση συμβουλευτικών δεξιοτήτων Όταν χρησιμοποιούμε δεξιότητες από τον χώρο της συμβουλευτικής, είναι πολύ πιθανό, ιδίως πριν αποκτήσουμε ιδιαίτερη εμπειρία και άνεση σε αυτές, να προβούμε σε σφάλματα. Τα συνηθέστερα από αυτά είναι τα εξής: 1. Όταν ελέγχουμε την αυθόρμητη έκφραση των συναισθημάτων. 2. Όταν ασκούμε κριτική όταν κάτι δε συμφωνεί με τα δικά μας πρότυπα και αξίες. 3. Όταν προβαίνουμε σε ηθικολογία και κήρυγμα αντί να αποδεχτούμε την άποψη που ακούμε. 4. Όταν συμφωνούμε υπερβολικά και είμαστε πολύ συγκαταβατικοί. 5. Όταν κάνουμε υποδείξεις για συμπεριφορά ή έχουμε την τάση να καθοδηγούμε τον συμβουλευόμενο. 6. Όταν είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι, χωρίς όμως να υπάρχει ρεαλιστικό υπόβαθρο («όλα θα πάνε μια χαρά»). 7. Όταν δίνουμε μια συμβουλή για υιοθέτηση μιας πολύ συγκεκριμένης λύσης. 8. Όταν κάνουμε υπερβολικά πολλές ερωτήσεις, που κάνουν κάποιον να νιώσει κατηγορούμενος, απολογητικός και υπό ανάκριση. 9. Όταν ενθαρρύνουμε την εξάρτηση και την ανάγκη του άλλου ατόμου για καθοδήγηση. 10. Όταν προβαίνουμε σε κολακεία και καλόπιασμα. Η χρήση των δεξιοτήτων της συμβουλευτικής προϋποθέτει ότι το άτομο που εισέρχεται στον ρόλο του συμβούλου είναι απαλλαγμένο από ανασφάλειες. Το να βρίσκεται κανείς σε υποστηρικτικό ρόλο είναι μια ενδυναμωτική εμπειρία που μπορεί να προκαλέσει ενθουσιασμό και ζήλο, όμως για ένα άτομο που διακατέχεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, ελλοχεύει ο κίνδυνος να θέλει να τον χρειάζονται, να θέλει να καθοδηγήσει και να καλύψει δικές του ανάγκες.
7. Επίλογος Η συμβουλευτική είναι η διαδικασία σύναψης μιας επιβοηθητικής και υποστηρικτικής σχέσης κατά την οποία το άτομο που βρίσκεται στον ρόλο του συμβούλου μπορεί να ακούει προσεκτικά και να χρησιμοποιεί διάφορες επικοινωνιακές τεχνικές που προαναφέρθηκαν, προκειμένου να δημιουργήσει ένα κλίμα που θα διευκολύνει το «μοίρασμα» σκέψεων και συναισθηματικών καταστάσεων. Αν και δεν ταυτίζεται με την ψυχοθεραπεία, έχει θεραπευτικές διαστάσεις, αφού διευκολύνει την υποστήριξη, την ενδυνάμωση ή τουλάχιστον υποβοηθά την παραπομπή σε ειδικότερους επαγγελματίες. Ο εκπαιδευτικός, μέσα από τον σύνθετο και πολύτιμο ρόλο του, χρειάζεται αυτές τις δεξιότητες, προκειμένου να επιτελεί με επιτυχία όχι μόνο τη γνωστική αλλά και την ψυχοπαιδαγωγική διάσταση του επαγγέλματός του. 8. Βιβλιογραφία Δημητρόπουλος, Ε. (2000). Συμβουλευτική Προσανατολισμός, τόμος Α, Συμβουλευτική και συμβουλευτική ψυχολογία. Αθήνα: Γρηγόρης. Μαλικιώση Λοΐζου, Μ. (1998). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Brammer, L. & Shostrom, E. (1977). Therapeutic Psychology: Fundamentals of Counseling and Psychotherapy Third Edition. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. McLeod, J. (2005). Εισαγωγή στη Συμβουλευτική. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο. Nelson- Jones, R. (2009). Βασικές Δεξιότητες Συμβουλευτικής: Ένα Εγχειρίδιο για Βοηθούς. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο Rogers, C. (1951). Client Centered Therapy. New York: Houghton Mifflin. Η Καλλιόπη Εμμανουηλίδου είναι εκπαιδευτική και συμβουλευτική ψυχολόγος και συγγραφέας των βιβλίων «Ψυχολογία της διατροφής», «Γυρίζω σελίδα στο άγχος», «Γυρίζω σελίδα στη διατροφή», «Γυρίζω σελίδα στη χαμηλή αυτοεκτίμηση» και «Το ξωτικό που ήθελε να ψηλώσει» (εκδ.μεταίχμιο). Εργάζεται ως επιμορφώτρια και ψυχολόγος στη Θεσσαλονίκη. Ιστοσελίδα: www.psycho-logos.net