ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ Αθήνα, Iούλιος 2007
ΚΛΑ ΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Απαγορεύεται η µε κάθε µηχανικό, ηλεκτρονικό ή άλλο µέσο αντιγραφή, αναπαραγωγή ή ανατύπωση του παρόντος, η µετάφραση, διασκευή ή τροποποίηση αυτού, η θέση σε κυκλοφορία του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του και γενικά η µε οποιαδήποτε τρόπο δηµοσίευσή του, ολόκληρου ή τµηµάτων του, χωρίς την άδεια των δηµιουργών του (Ν. 2121/1993 περί πνευµατικής ιδιοκτησίας).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σύνοψη...i Ζήτηση...i Προσφορά... ii Αγορά... ii ιεθνής Αγορά... iii 1. Εισαγωγή Γενικά Χαρακτηριστικά του Κλάδου...1 1.1 Εισαγωγή...1 1.2 Βασικά Χαρακτηριστικά του Κλάδου...1 1.3 Αλιεία και Υδατοκαλλιέργεια...4 1.4 Θεσµικό Πλαίσιο...5 1.4.1 Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Αλιείας 2007-2013...6 1.4.2 Αποφάσεις και Εγκύκλιοι του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων για τις Υδατοκαλλιέργειες...8 1.4.3 Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΛΠ)...9 1.4.4 ιασφάλιση Ποιότητας...9 Παράρτηµα Κεφαλαίου 1...12 2. Η Ζήτηση Αλιευµάτων Θαλασσίων Ιχθυοκαλλιεργειών...13 2.1 Παράγοντες που Επηρεάζουν τη Ζήτηση...13 2.2 Παρουσίαση Αποτελεσµάτων Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισµών...15 Παράρτηµα Κεφαλαίου 2...16 3. Η Προσφορά Αλιευµάτων Θαλασσίων Ιχθυοκαλλιεργειών...17 3.1 οµή και ιάρθρωση του Κλάδου...17 3.2 Κόστος Παραγωγής...19 3.3 ίκτυα ιανοµής...20 3.4 Παρουσίαση Επιχειρήσεων του Κλάδου...21 3.5 Πωλήσεις Παραγωγικών Επιχειρήσεων...51 3.6 Χρηµατοοικονοµική Ανάλυση των Εταιριών του Κλάδου Ιχθυοκαλλιέργειας...56 Κερδοφορία...57 Αποδοτικότητα...58 Ρευστότητα...59 Χρηµατοοικονοµική ιάρθρωση...60 Οµαδοποιηµένος Ισολογισµός...61 Παράρτηµα Κεφαλαίου 3...63 4. Η Αγορά Αλιευµάτων Θαλασσίων Ιχθυοκαλλιεργειών...70 4.1 Παραγωγή Γόνου Τσιπούρας-Λαβρακίου...70 Μερίδια Παραγωγής...71 4.2 Εγχώρια Αγορά Γόνου Τσιπούρας-Λαβρακίου...72 Μερίδια Αγοράς...73 4.3 Παραγωγή Τσιπούρας- Λαβρακίου...73 Μερίδια Παραγωγής...75 4.4 Εγχώρια Αγορά Τσιπούρας-Λαβρακίου...76 Μερίδια Αγοράς...77 4.5 Εξωτερικό Εµπόριο Τσιπούρας Λαβρακίου...78 4.5.1 Εξέλιξη των Εισαγωγών Τσιπούρας-Λαβρακίου Κυριότερες Χώρες Προέλευσης...78 4.5.2 Εξέλιξη των Εξαγωγών Τσιπούρας-Λαβρακίου Κυριότερες Χώρες Προορισµού...79 Παράρτηµα Κεφαλαίου 4...80 5. ιεθνή Αγορά Ιχθυοκαλλιεργειών...86 5.1 Γενικά Στοιχεία...86 5.2 Παραγωγή Τσιπούρας Λαβρακίου στην Ευρώπη...87 5.3 Παραγωγή Γόνου Τσιπούρας Λαβρακίου στην Ευρώπη...89 5.4 Μέση Τιµή Τσιπούρας-Λαβρακίου στην Ευρώπη...90 5.5 Μέση Τιµή Γόνου Τσιπούρας-Λαβρακίου στην Ευρώπη...91
5.6 Τάσεις που επικρατούν στην παγκόσµια αγορά ιχθυοκαλλιεργειών...91 Παράρτηµα Κεφαλαίου 5...93 6. Συµπεράσµατα και Προοπτικές του Κλάδου...95 Παράρτηµα Ι: Ισολογισµοί Εταιρειών του Κλάδου...98 Παράρτηµα ΙΙ: Κατάλογος Κλαδικών Μελετών που Έχουν Εκπονηθεί από τη ιεύθυνση Μελετών Οικονοµικού Περιβάλλοντος της Α.Ε....321
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1.1 Απασχόληση στην υδατοκαλλιέργεια (2000-2004)...3 Πίνακας 1.2 Χρηµατοοικονοµικά στοιχεία Ε.Π.ΑΛ. 2007-2013...6 Πίνακας 1.3 Χρηµατοοικονοµικά στοιχεία του Ε.Π.ΑΛ. 2000-2006...8 Π1.1 Παραγωγή και αριθµός µονάδων υδατοκαλλιεργειών (2000-2004)...12 Πίνακας 2.1 Μέση τιµή πώλησης τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...13 Π2.1 Μέσος όρος µηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για ψάρια, κατά περιοχή (2004-2005)...16 Π2.2 Μέσος όρος µηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για ψάρια, κατά µέγεθος νοικοκυριού (2004-2005) 16 Πίνακας 3.1 Αριθµός µονάδων πάχυνσης και ιχθυογεννητικών σταθµών (2000-2004)...18 Πίνακας 3.2 Χωροταξική κατανοµή των µονάδων θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας και των ιχθυογεννητικών σταθµών (2004)...18 Πίνακας 3.3 ιάρθρωση κόστους παραγωγής καθετοποιηµένων εταιριών (2004,2006)...19 Πίνακας 3.4 ιάρθρωση κόστους παραγωγής µη καθετοποιηµένων εταιριών (2004,2006)...19 Πίνακας 3.5 Εξέλιξη µέσης τιµής πώλησης βασικών προϊόντων ιχθυοτροφών (1995-2006)...19 Πίνακας 3.6 ιακύµανση τιµών πώλησης γόνου τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...20 Πίνακας 3.7 Συνοπτική παρουσίαση των καθετοποιηµένων εταιρειών θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας...21 Πίνακας 3.8 Συνοπτική παρουσίαση εταιριών που ασχολούνται µε την πάχυνση ευρύαλων ψαριών...30 Πίνακας 3.9 Συνοπτική παρουσίαση εταιριών που ασχολούνται µόνο µε την παραγωγή γόνου...51 Πίνακας 3.10 Πωλήσεις επιχειρήσεων του κλάδου (2001-2006)...53 Πίνακας 3.11 Συντοµογραφίες επωνυµιών εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας για την ανάγνωση των διαγραµµάτων...56 Π3.1 Αριθµοδείκτες κερδοφορίας επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...63 Π3.2 Αριθµοδείκτες αποδοτικότητας επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...64 Π3.3 Αριθµοδείκτες ρευστότητας επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...65 Π3.4 Αριθµοδείκτες χρηµατοοικονοµικού κινδύνου επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...66 Π3.5 Οµαδοποιηµένος ισολογισµός παραγωγικών επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2004-2005)...67 Π3.6 Οµαδοποιηµένος ισολογισµός κερδοφόρων παραγωγικών επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2004-2005)...68 Π3.7 Οµαδοποιηµένος ισολογισµός ζηµιογόνων παραγωγικών επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2004-2005)...69 Πίνακας 4.1 Παραγωγή γόνου τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...70 Πίνακας 4.2 Παραγωγή γόνου τσιπούρας-λαβρακίου και νέων ειδών (1998-2003)...71 Πίνακας 4.3 Εγχώρια φαινοµενική κατανάλωση γόνου τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...72 Πίνακας 4.4 ιάρθρωση εγχώριας φαινοµενικής κατανάλωσης γόνου (1990-2006)...73 Πίνακας 4.5 Παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου (1986-2006)...74 Πίνακας 4.6 ιάρθρωση διατεθείσας παραγωγής τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...75 Πίνακας 4.7 Παραγωγή τσιπούρας, λαβρακίου και νέων ειδών (2000-2005)...75 Πίνακας 4.8 Εγχώρια φαινοµενική κατανάλωση τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...76 Π4.1 ιατεθείσα παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου σε τιµές παραγωγού ex-farm (1990-2006)...80 Π4.2 Κατανοµή διάθεσης παραγωγής τσιπούρας-λαβρακίου σε εγχώρια αγορά και εξωτερικό (1990-2006)81 Π4.3 Εισαγωγές Τσιπούρας-Λαβρακίου (2001-2006)...82 Π4.4 Κυριότερες χώρες προέλευσης τσιπούρας-λαβρακίου (2001-2006)...83 Π4.5 Εξαγωγές Τσιπούρας-Λαβρακίου (2001-2006)...84 Π4.6 Κυριότερες χώρες προορισµού τσιπούρας-λαβρακίου (2001-2006)...85 Πίνακας 5.1 ιαχρονική εξέλιξη ιχθυοκαλλιεργητών ανά ήπειρο (1990-2004)...87 Πίνακας 5.2 ιαχρονική εξέλιξη ιχθυοκαλλιεργητών σε επιλεγµένες χώρες (1990-2004)...87 Πίνακας 5.3 Παραγωγή τσιπούρας στην Ευρώπη (1999-2006)...88 Πίνακας 5.4 Παραγωγή λαβρακίου στην Ευρώπη (1999-2006)...88 Πίνακας 5.5 Παραγωγή γόνου τσιπούρας- λαβρακίου στην Ευρώπη (2000-2006)...89 Πίνακας 5.6 Παραγωγή γόνου τσιπούρας στην Ευρώπη (2000-2006)...89 Πίνακας 5.7 Παραγωγή γόνου λαβρακίου στην Ευρώπη (2000-2006)...90 Πίνακας 5.8 Μέση τιµή τσιπούρας στην Ευρώπη (2001-2005)...90 Πίνακας 5.9 Μέση τιµή λαβρακίου στην Ευρώπη (2001-2005)...91
Πίνακας 5.10 Μέση τιµή πώλησης γόνου τσιπούρας και γόνου λαβρακίου στην Ευρώπη (1998-2005)...91 Π5.1 Παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας στις κυριότερες χώρες της Ευρώπης (2001-2006)...93 Π5.2 Παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου στην Ευρώπη (1999-2006)...94
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ιάγραµµα 2.1 ιαχρονική εξέλιξη χρόνου µαγειρέµατος...14 ιάγραµµα 2.2 Μέση µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για ψάρια...15 ιάγραµµα 3.1 Αριθµοδείκτες κερδοφορίας επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...58 ιάγραµµα 3.2 Αριθµοδείκτες αποδοτικότητας επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...58 ιάγραµµα 3.3 Αριθµοδείκτες ρευστότητας επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...59 ιάγραµµα 3.4 Αριθµοδείκτες χρηµατοοικονοµικής διάρθρωσης επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας (2001-2005)...61 ιάγραµµα 4.1 Εξέλιξη της παραγωγής γόνου τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...71 ιάγραµµα 4.2 Εγχώρια φαινοµενική κατανάλωση γόνου τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...72 ιάγραµµα 4.3 Εξέλιξη εγχώριας παραγωγής τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...74 ιάγραµµα 4.4 Εγχώρια φαινοµενική κατανάλωση τσιπούρας-λαβρακίου (1990-2006)...77 ιάγραµµα 4.5 Εξέλιξη εισαγωγών τσιπούρας λαβρακίου (2001-2006)...78 ιάγραµµα 4.6 Εξέλιξη εξαγωγών τσιπούρας- λαβρακίου (2001-2006)...79
-i- ΣΥΝΟΨΗ Η παρούσα µελέτη στοχεύει στη διερεύνηση του κλάδου των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών, όπως διαµορφώνεται µέσω της προσφοράς και της ζήτησης. Ο εξεταζόµενος κλάδος αποτελεί έναν από τους πιο δυναµικά αναπτυσσόµενους της ελληνικής οικονοµίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, αναδεικνύοντας την Ελλάδα ως τη µεγαλύτερη παραγωγό χώρα, όσον αφορά την παραγωγή µεσογειακών ευρύαλων ψαριών (τσιπούρας και λαβρακίου). Στην ανάπτυξη του κλάδου συνέβαλαν σηµαντικά οι κλιµατολογικές και γεωµορφολογικές συνθήκες της χώρας που ευνοούν τη καλλιέργεια ευρύαλων ψαριών, οι επιδοτήσεις που δόθηκαν από το κράτος και τα προγράµµατα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η µείωση των αλιευτικών αποθεµάτων και οι περιορισµοί που έχουν επιβληθεί τα τελευταία χρόνια στην αλιεία. Σήµερα ο κλάδος καλύπτει πλήρως της ανάγκες της ελληνικής αγοράς και το µεγαλύτερο µέρος της παραγόµενης ποσότητας εξάγεται στις αγορές του εξωτερικού, µε κυριότερες χώρες προορισµού την Ιταλία, την Ισπανία, την Γαλλία, την Αγγλία και την Πορτογαλία. Επιπλέον, οι δραστηριότητες των ιχθυοκαλλιεργειών έχουν αξιόλογη συνεισφορά στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν και στο εµπορικό ισοζύγιο της χώρας, ενώ απασχολείται και σηµαντικός αριθµός ατόµων. Ο αριθµός των ιχθυοτροφικών µονάδων που δραστηριοποιείται στην εγχώρια αγορά είναι µεγάλος. Παρόλα αυτά τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται τάσεις συγκεντροποίησης της προσφοράς µε την ανάπτυξη µεγάλων οµίλων, οι οποίοι προβαίνουν σε συνεργασίες, συγχωνεύσεις και εξαγορές, µε σκοπό να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην αγορά και να αντεπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισµό. Ζήτηση Η ζήτηση των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι η τιµή πώλησης των ψαριών, το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών, οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά αλιευµάτων, οι διατροφικές και καταναλωτικές συνήθειες των καταναλωτών κ.ά. Ο σηµαντικότερος παράγοντας επιρροής είναι η τιµή πώλησης των ψαριών, η οποία συµβάλλει στην αύξηση της ζητούµενης ποσότητας όταν κυµαίνεται σε χαµηλά επίπεδα και αντιστρόφως. Η µείωση των τιµών που σηµειώθηκε τα τελευταία χρόνια ευνόησε τη ζήτηση των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, δίνοντάς τους συγκριτικό πλεονέκτηµα σε σχέση µε τα υποκατάστατα προϊόντα. Συγκεκριµένα, η χονδρική τιµή πώλησης της τσιπούρας µειώθηκε από 7,63 /κιλό το 1990 σε 4,12 /κιλό το 2006, ενώ η χονδρική τιµή πώλησης του λαβρακίου µειώθηκε αντίστοιχα από 8,22 /κιλό σε 4,55 /κιλό. Σε γενικές γραµµές η τάση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια για έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής και διαβίωσης επηρεάζει θετικά τη ζήτηση των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, δεδοµένης και της σοβαρής µείωσης των ιχθυοαποθεµάτων της ελεύθερης αλιείας.
-ii- Προσφορά Ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα αποτελείται από έναν αρκετά µεγάλο αριθµό µονάδων, οι πλειονότητα των οποίων ασχολείται µε την πάχυνση ψαριών, ενώ λίγες είναι οι καθετοποιηµένες µονάδες που ασχολούνται και µε την πάχυνση ψαριών και µε την παραγωγή γόνου. Σύµφωνα µε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων, οι µονάδες πάχυνσης ανήλθαν σε 308 το 2004, παρουσιάζοντας αύξηση 9,2% σε σχέση µε το 2000 (282 µονάδες), ενώ οι ιχθυογεννητικοί σταθµοί διαµορφώθηκαν σε 37 το 2004, σηµειώνοντας ποσοστιαία αύξηση 2,8% σε σχέση µε το 2000. Οι εταιρείες του κλάδου διαφοροποιούνται ως προς το µέγεθός τους, το βαθµό κάλυψης της αγοράς, τα κανάλια διανοµής και τον τρόπο µε τον οποίο διανέµουν τα προϊόντα τους. Η αγορά ελέγχεται από λίγους µεγάλους επιχειρηµατικούς οµίλους, ενώ η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι µικροµεσαίες, µε χαµηλή δυναµικότητα παραγωγής. Οι τελευταίες είτε καλύπτουν τις ανάγκες τοπικών αγορών χρησιµοποιώντας τα δίκτυα των µεγαλυτέρων εταιριών του κλάδου, είτε συνεργάζονται µε εµπορικές εταιρείες και χονδρεµπόρους προκειµένου να εξάγουν τα είδη τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Λόγο του έντονου ανταγωνισµού που επικρατεί το τελευταίο διάστηµα, αλλά και για την ενίσχυση της παρουσίας τους στην αγορά, οι µεγάλοι όµιλοι του κλάδου προβαίνουν σε συνεργασίες, συγχωνεύσεις και εξαγορές, είτε µε άλλες εταιρείες του κλάδου, είτε µε εµπορικές εταιρείες και εταιρείες παραγωγής πρώτων υλών (ιχθυοτροφών, µηχανολογικού εξοπλισµού για ιχθυοτροφικές µονάδες). Το µεγαλύτερο µέρος της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακίου κατευθύνεται στο εξωτερικό, κυρίως προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µέσω χονδρεµπόρων ή των εµπορικών δικτύων των µεγαλύτερων εταιριών του κλάδου. Η διάθεση στην εγχώρια αγορά πραγµατοποιείται κυρίως µέσω χονδρεµπόρων, ιχθυαγορών και super-markets. Αγορά Η εγχώρια παραγωγή γόνου τσιπούρας-λαβρακίου ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1990-2006, µε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 24,6% και διαµορφώθηκε σε 370 εκ. ιχθύδια το 2006, από 11 εκ. ιχθύδια το 1990. Οι καθετοποιηµένες εταιρείες διαθέτουν το µεγαλύτερο µέρος της παραγωγής τους σε τρίτους. Το µεγαλύτερο µερίδιο στη συνολική παραγωγή γόνου τσιπούρας-λαβρακίου κατέλαβε η εταιρεία Νηρεύς Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε., η οποία εκτιµάται ότι απέσπασε µερίδιο µεταξύ του 22%-23%. Τα τελευταία δύο έτη τα µεγέθη της εγχώριας αγοράς γόνου αυξήθηκαν σηµαντικά και τελικά το 2006 η φαινοµενική κατανάλωση διαµορφώθηκε σε 364 εκ. ιχθύδια, σηµειώνοντας αύξηση 8,3% σε σχέση µε το προηγούµενο έτος. Η εισαγωγική διείσδυση είναι πλέον περιορισµένη, ενώ εξαγωγές γόνου πραγµατοποιούνται περιστασιακά και σε µικρές ποσότητες. Τα µερίδια αγοράς γόνου των επιχειρήσεων δεν διαφοροποιούνται σηµαντικά από τα µερίδια παραγωγής. Η εγχώρια παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου παρουσίασε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 25,5% από το 1993 έως το 2002. Την περίοδο 2003-2004 το µέγεθος παραγωγής υποχώρησε κατά 4 χιλ. τόνους εµφανίζοντας µείωση 4,5% σε σχέση µε το 2002. Την τελευταία διετία παρατηρείται εκ νέου άνοδος στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου, η οποία διαµορφώθηκε το 2006 στους 90.000 τόνους, σηµειώνοντας
-iii- αύξηση 2,3% σε σχέση µε το 2005. Το ποσοστό συµµετοχής της τσιπούρας στην συνολική παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου κυµάνθηκε µεταξύ του 49,4%-65% την εξεταζόµενη περίοδο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το λαβράκι κυµάνθηκε µεταξύ 35%-50,6%. Το µεγαλύτερο µερίδιο στη συνολική παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου (σε όρους ποσότητας) κατέλαβε η εταιρεία Νηρεύς Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε., η οποία εκτιµάται ότι απέσπασε µερίδιο µεταξύ του 20%-22%. Σηµαντικά µερίδια απέσπασαν επίσης οι επιχειρήσεις Σελόντα Ιχθυοτροφεία Α.Ε.Γ.Ε., Ελληνικαί Ιχθυοκαλλιέργειαι Α.Β.&Ε.Ε., ίας Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε., Ανδροµέδα Α.Ε., Seafarm Ionian A.E., Interfish Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε. και Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες Α.Ε. Με βάση τη συνολική αξία των πωληθέντων ψαριών (αξία διατεθείσας παραγωγής σε εσωτερικό και εξωτερικό) ορισµένων µεγάλων εταιριών του κλάδου, προκύπτουν τα αντίστοιχα µερίδια (βάσει αξίας): Νηρεύς Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε. µε µερίδιο µεταξύ 24%-25%, Σελόντα Ιχθυοτροφεία Α.Ε.Γ.Ε. µε µερίδιο µεταξύ 10%-11%, Ελληνικαί Ιχθυοκαλλιέργειαι Α.Β.&Ε.Ε. µε µερίδιο µεταξύ 9%-10%, Ανδροµέδα Α.Ε. µε µερίδιο µεταξύ 5%-6% κ.λ.π. Η εγχώρια αγορά τσιπούρας-λαβρακίου αυξήθηκε µε µέσο ετήσιο ρυθµό 26,2% την περίοδο 1990-2006 (από 905 τόνους σε 37.500 τόνους). Το διάστηµα 1990-2006 οι εξαγωγές τσιπούρας-λαβρακίου αυξήθηκαν µε µέσο ετήσιο ρυθµό 31,4% (από 695 τόνους σε 55.000 τόνους). Κύριοι προορισµοί των εξαγωγών αποτελούν η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Ηνωµένο Βασίλειο και η Πορτογαλία. Οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις εξάγουν απευθείας σηµαντικό µέρος της παραγωγής τους, µε αποτέλεσµα τα µερίδια που καταλαµβάνουν στην εγχώρια αγορά να κυµαίνονται σε περιορισµένα επίπεδα. Επίσης, ορισµένες εταιρείες πραγµατοποιούν έµµεσες εξαγωγές µέσω θυγατρικών εταιρειών. Το µεγαλύτερο µερίδιο στην ελληνική αγορά τσιπούρας-λαβρακίου (σε όρους ποσότητας) κατέλαβε η εταιρεία Νηρεύς Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε., η οποία εκτιµάται ότι απέσπασε µερίδιο αγοράς µεταξύ του 10%- 11% για το 2006. Αξιόλογα µερίδια απέσπασαν επίσης οι επιχειρήσεις Σελόντα Ιχθυοτροφεία Α.Ε.Γ.Ε., Ελληνικαί Ιχθυοκαλλιέργειαι Α.Β.&Ε.Ε., Υδατοκαλλιέργειες Λέσβου Α.Ε., Seafarm Ionian A.E. κ.α. Στο άµεσο µέλλον αναµένεται να συνεχιστεί η τάση για περαιτέρω συγκέντρωση της προσφοράς µε σκοπό τον καλύτερο έλεγχο της παραγωγής, την αύξηση των τιµών διάθεσης και την ελαχιστοποίηση των φαινοµένων αθέµιτου ανταγωνισµού. ιεθνής Αγορά Η θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στην εκτόνωση της πίεσης που ασκείται στους πόρους της αλιείας, ενώ δίνει τη δυνατότητα σε πολλές αποµακρυσµένες αγροτικές και παράκτιες περιοχές να αναπτυχθούν. Το 2004 τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας αποτέλεσαν το 32,4% της συνολικής παραγωγής ψαριών σε βάρος, ενώ οι ιχθυοκαλλιέργειες παραµένουν ο κλάδος µε τη µεγαλύτερη ανάπτυξη στο τοµέα των τροφίµων. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας είναι συγκεντρωµένες στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού. Πιο συγκεκριµένα, στις εν λόγω περιοχές εκτιµάται ότι παράχθηκε το 91,5% της συνολικής παραγόµενης ποσότητας ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας το 2004, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε αξία ανήλθε στο 80,5%. Αναφορικά µε το
-iv- σύνολο των εργαζοµένων ανά τον κόσµο, εκτιµάται ότι το 2004 ανήλθε σε 11,3 εκ. και το 96% επί του συνόλου των εργαζοµένων απασχολούνται στις ασιατικές χώρες. Ειδικότερα, η παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου στη Μεσόγειο ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1999-2006 και ανήλθε στους 175.196 τόνους το 2006, παρουσιάζοντας µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 9,6% την εξεταζόµενη περίοδο. Η Ελλάδα καταλαµβάνει το µεγαλύτερο µερίδιο στη συνολική παραγωγή της Μεσογείου (47,4%) και ακολουθούν η Τουρκία (16,6%), η Ισπανία (16,2%) και η Ιταλία (10,2%). Επιπρόσθετα, η παραγωγή τσιπούρας των µεγαλύτερων παραγωγών-χωρών στην Ευρώπη διαµορφώθηκε στους 86.665 τόνους το 2006, µε την Ελλάδα να καλύπτει το 56,5% του συνόλου της παραγωγής. Αντίστοιχα, η ποσότητα παραγωγής λαβρακίου διαµορφώθηκε στους 88.531 τόνους το 2006, από τους οποίους η Ελλάδα παρήγαγε 34.000 τόνους, καταλαµβάνοντας ποσοστό 38,4% επί του συνόλου. Όσον αφορά τη παραγωγή γόνου τσιπούρας-λαβρακίου ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 2000-2006 και ανήλθε στους 870,3 τόνους το 2006, παρουσιάζοντας µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 10,6%. Η Ελλάδα εκτιµάται ότι κάλυψε το 41,4% του συνόλου της παραγωγής.
-1-1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΛΑ ΟΥ 1.1 Εισαγωγή Η παρούσα µελέτη έχει ως αντικείµενο τη διερεύνηση του κλάδου των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών. Στο κλάδο δραστηριοποιούνται αφενός καθετοποιηµένες εταιρείες, οι οποίες ασχολούνται τόσο µε την παραγωγή γόνου όσο και µε την πάχυνση ψαριών, και αφετέρου εταιρείες οι οποίες ασχολούνται µε ένα µόνο από τους προαναφερθέντες τοµείς (κυρίως την πάχυνση ψαριών). Στο παρόν κεφάλαιο αναφέρονται κάποια γενικά πληροφοριακά στοιχεία για τον κλάδο των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών, ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η ζήτηση και αναλύονται οι κυριότεροι παράγοντες που επιδρούν στη διαµόρφωσή της. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η δοµή και διάρθρωση του κλάδου, ενώ γίνεται και παρουσίαση των κυριότερων εταιριών και των πωλήσεων τους, καθώς και ανάλυση των οικονοµικών καταστάσεων ορισµένων εκ των επιχειρήσεων αυτών. Στη συνέχεια, στο τέταρτο κεφάλαιο προσδιορίζεται το µέγεθος της εγχώριας παραγωγής και φαινοµενικής κατανάλωσης γόνου και ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας και γίνεται εκτίµηση των µεριδίων των κυριότερων επιχειρήσεων. Στο πέµπτο κεφάλαιο εµφανίζονται στοιχεία που αφορούν την ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά ιχθυοκαλλιεργειών, ενώ στο έκτο κεφάλαιο συνοψίζονται τα συµπεράσµατα που προέκυψαν από τη µελέτη και επισηµαίνονται τα προβλήµατα και οι προοπτικές του κλάδου. 1.2 Βασικά Χαρακτηριστικά του Κλάδου Η οργανωµένη συστηµατική ενασχόληση µε τις θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες άρχισε στη χώρα µας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ως αποτέλεσµα της αδυναµίας κάλυψης της συνεχώς αυξανόµενης ζήτησης ψαριών. Τα τελευταία χρόνια, η παγκόσµια αγορά ιχθυοκαλλιέργειας παρουσιάζει υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης και αποτελεί τον κλάδο µε την µεγαλύτερη ανάπτυξη στη παγκόσµια βιοµηχανία τροφίµων. Σύµφωνα µε στοιχεία του FAO για το έτος 2004 το 32,4% της παγκόσµιας παραγωγής ιχθύων προερχόταν από ιχθυοκαλλιέργειες. Ο κλάδος της θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα αποτελείται από έναν αρκετά µεγάλο αριθµό επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες είναι µικρού µεγέθους οικογενειακές επιχειρήσεις. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια στον κλάδο παρατηρείται διαδικασία συγκέντρωσης της παραγωγής, µε τον έλεγχο της να περιέρχεται ολοένα και περισσότερο σε µεγάλους οµίλους, οι οποίοι προβαίνουν σε µεταξύ τους συνεργασίες, καθώς και σε συγχωνεύσεις και εξαγορές µικρότερων επιχειρήσεων, µε απώτερο σκοπό να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην αγορά και να επιτύχουν οικονοµίες κλίµακας. Ο κλάδος εποµένως των ιχθυοκαλλιεργειών βρίσκεται σε περίοδο ορθολογιστικής οργάνωσης και οι εταιρείες για να παραµείνουν στο κλάδο επιδιώκουν την καθετοποίηση των εργασιών τους, την οργάνωση του δικτύου διανοµής τους και την επέκταση και ισχυροποίησή τους στην αγορά. Η φάση της ωριµότητας που διανύει ο κλάδος µε την παράλληλη ένταση του ανταγωνισµού µεταξύ των επιχειρήσεων, ωθεί «µικρούς» και «µεγάλους» να αναζητούν στρατηγικές ανάπτυξης ή επιβίωσης (κατά περίπτωση). Σύµφωνα µε στατιστικά στοιχεία, 15 επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας κατατάσσονται στις µεγαλύτερες εξαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου
-2- τροφίµων στην Ελλάδα, ενώ 6 από τις επιχειρήσεις αυτές είναι εισηγµένες στο Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, ασχολούνται κυρίως µε την εκτροφή (πάχυνση) τσιπούρας (Sparus aurata) και λαβρακίου (Dicentrarchus labrax). Η Ελλάδα αποτελεί τη µεγαλύτερη παραγωγό χώρα στη Μεσόγειο, τόσο στη τσιπούρα και το λαβράκι, όσο και στο γόνο αυτών. Συγκεκριµένα, η Ελλάδα καλύπτει το 48% της συνολικής Μεσογειακής παραγωγής σε έτοιµο προϊόν (ψάρι) και το 50% της Μεσογειακής παραγωγής σε γόνο τσιπούρας και λαβρακίου. Τα συγκεκριµένα ψάρια ανήκουν στην κατηγορία των ευρύαλων ψαριών τα οποία µπορούν να αναπτυχθούν σε µεγάλο εύρος αλµυρότητας του νερού. Άλλα είδη ψαριών που εκτρέφονται στην Ελλάδα και συγκαταλέγονται στα «νέα είδη» είναι το µυτάκι, το φαγκρί, ο σαργός, το λυθρίνι, η συναγρίδα, η µουρµούρα και ο κέφαλος. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και µέχρι το 2002 η παραγωγή της τσιπούρας και του λαβρακίου αυξήθηκε σηµαντικά. Αυτή η αύξηση της παραγωγής, που οφειλόταν στην συνεχή εισροή νέων εταιριών στο συγκεκριµένο κλάδο, δεδοµένων των χορηγηθέντων οικονοµικών κινήτρων για την ανάπτυξη της συγκεκριµένης δραστηριότητας (επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις, χρηµατοδοτήσεις), επέφερε µείωση στις τιµές πώλησης της τσιπούρας και του λαβρακίου, οι οποίες, σε ορισµένες περιπτώσεις έφτασαν σε επίπεδα κάτω του κόστους παραγωγής τους. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας διέρχεται µια φάση αναδιάρθρωσης, µε συγκεντροποίηση της παραγωγής και διεύρυνση του ελέγχου της αγοράς από τις µεγαλύτερες εταιρείες και οµίλους. Η παραγωγή των νέων ειδών και κυρίως το µυτάκι, έχει αρχίσει να καταλαµβάνει ένα υπολογίσιµο µέρος του συνόλου της εγχώριας παραγωγής, ως αποτέλεσµα της ανάγκης για διαφοροποίηση, καθώς και των προσπαθειών, πειραµατισµών και επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη. Η παραγωγή τους απαιτεί επιστηµονική γνώση και απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισµό. Προς το παρόν το κόστος παραγωγής τους είναι αρκετά υψηλό και οι απώλειες σε γόνο είναι πολύ υψηλότερες από ότι στα άλλα είδη (τσιπούρα και λαβράκι). Σύµφωνα µε παράγοντες της αγοράς εκτιµάται ότι το µερίδιο αυτού του είδους θα παραµείνει στάσιµο, ενώ αύξηση αυτού µπορεί να επέλθει µε τη σωστή προώθησή του, κερδίζοντας την εµπιστοσύνη των καταναλωτών. Βασικό χαρακτηριστικό του τοµέα της ιχθυοκαλλιέργειας είναι ότι είναι έντονα εξαγωγικός. Σύµφωνα µε παράγοντες της αγοράς περίπου το 75% της συνολικής εγχώριας παραγωγής εξάγεται. Το µεγαλύτερο µέρος αυτής εξάγεται σε χώρες της Ε.Ε., µε κύριες χώρες προορισµού την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, το Ηνωµένο Βασίλειο και την Πορτογαλία. Αρκετές επιχειρήσεις έχουν ξεκινήσει ή επιχειρούν να διεισδύσουν και σε αγορές άλλων ηπείρων, όπως της Αµερικής, εκµεταλλευόµενες τη βελτίωση και τη µείωση του κόστους στον τοµέα των µεταφορών. Παράλληλα ενδυναµώνεται η εξωστρέφεια του κλάδου, και ήδη ορισµένες επιχειρήσεις στοχεύουν σε ουσιαστική διείσδυση στη γειτονική αγορά της Τουρκίας, ώστε να κατέχουν από τις πρώτες θέσεις στην παραγωγή και εµπορία ιχθύων της εν λόγω χώρας. Προκειµένου να το επιτύχουν καταφεύγουν είτε σε εξαγορές είτε σε στρατηγικές συνεργασίες, τόσο σε παραγωγικό όσο και σε εµπορικό επίπεδο, µε επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνται στην αγορά της Τουρκίας. Η εξωστρέφεια
-3- του κλάδου αναµένεται ότι θα συνεχιστεί και µελλοντικά, γεγονός στο οποίο συµβάλλουν οι προσπάθειες διεθνοποίησης των δραστηριοτήτων των µεγάλων οµίλων του κλάδου. Σχετικά µε την παραγωγική διαδικασία, αυτή συνήθως διαρκεί 18-20 µήνες, ανάλογα πάντα µε τις κλιµατολογικές συνθήκες και το είδος των ψαριών. Τα ψάρια διατίθενται σε βάρος από περίπου 250 γραµµάρια έως και 1.500 γραµµάρια. Προκειµένου ένα ψάρι να αποκτήσει µεγάλο µέγεθος απαιτούνται έως και 3 χρόνια. Η τιµή πώλησης είναι υψηλότερη όσο µεγαλύτερο είναι και το µέγεθος του ψαριού. Η παραγωγική διαδικασία περιλαµβάνει τρία στάδια: την ιχθυογέννεση, όπου αναπαράγεται και αναπτύσσεται ο γόνος στον ιχθυογεννητικό σταθµό µέχρι να φτάσει τα 1,5-2 γραµµάρια βάρους. την πάχυνση, όπου εκτρέφεται ο παραγόµενος γόνος σε ιχθυοκλωβούς στη µονάδα πάχυνσης µέχρι να φτάσει στο επιθυµητό βάρος. την συσκευασία και επεξεργασία. Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή είναι οι ανεξέλεγκτες µεταβολές στις καιρικές συνθήκες, οι οποίες προκαλούν µεταβολές στην θερµοκρασία του νερού. Οι µεταβολές αυτές έχουν ως συνέπεια την αύξηση των ασθενειών στα ψάρια, γεγονός που µπορεί να αντιµετωπιστεί µε µια πιο προσεκτική διαχείριση. Τα τελευταία χρόνια παράγονται επαρκείς ποσότητες γόνου τσιπούρας και λαβρακίου αλλά και γόνου για τα νέα είδη που καλύπτουν σε µεγάλο βαθµό τις απαιτήσεις των µονάδων πάχυνσης. Οι τεχνικές που χρησιµοποιούνται για την παραγωγή γόνου έχουν εξελιχθεί, η γνώση αυξάνεται, η απόδοση των µονάδων βελτιώνεται, το κόστος παραγωγής µειώνεται αλλά και η ποιότητα του παραγόµενου γόνου βελτιώνεται, µε αποτέλεσµα να µειώνονται οι απώλειες σε αυτό το στάδιο και οι εταιρείες του κλάδου να επιδιώκουν την βελτιστοποίηση της παραγωγής τους. Οι ιχθυοτροφές αποτελούν βασική πρώτη ύλη για την ιχθυοκαλλιέργεια. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η παραγωγή τους από τις ελληνικές βιοµηχανίες. Παρόλα αυτά, πραγµατοποιούνται και εισαγωγές, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν καλύπτει πλήρως τις ανάγκες των εταιριών που ασχολούνται µε την ιχθυοκαλλιέργεια. Η σύνθεση της τροφής µπορεί να περιλαµβάνει ιχθυάλευρα, ιχνοστοιχεία, δηµητριακά, ιχθυέλαια, φυτικό λίπος, συµπληρώµατα σιδήρου και βιταµινών. Στον πίνακα 1.1 παρουσιάζονται στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων για την απασχόληση στον τοµέα υδατοκαλλιέργειας την περίοδο 2000-2004. Το ανθρώπινο δυναµικό που Πίνακας 1.1 Απασχόληση στην υδατοκαλλιέργεια (2000-2004) απασχολείται άµεσα στο κλάδο των Έτος Πλήρης Απασχόληση Μερική Απασχόληση υδατοκαλλιεργειών ανήλθε συνολικά σε 6.585 άτοµα 2000 4.934 1.630 2001 4.697 1.976 το 2004, παρουσιάζοντας πολύ µικρή αύξηση σε σχέση 2002 4.745 1.759 µε το προηγούµενο έτος (0,53%). Πιο συγκεκριµένα, 2003 4.980 1.570 2004 5.207 1.378 οι επιχειρήσεις του κλάδου απασχόλησαν 5.207 άτοµα Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων, Γενική ιεύθυνση Αλιείας πλήρους απασχόλησης και 1.378 άτοµα µερικής
-4- απασχόλησης. Οι αριθµοί αυτοί διευρύνονται κατά πολύ αν προστεθούν και τα άτοµα που απασχολούνται σε συναφείς δραστηριότητες (εµπόριο, µεταφορές, κατασκευές, τροφές, φάρµακα, αναλώσιµα, εξοπλισµοί κ.ά.). Το επίπεδο εκπαίδευσης των εργαζοµένων στις θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες είναι υψηλότερο συγκριτικά µε τους άλλους τοµείς της αλιείας. Σύµφωνα µε στοιχεία του 2004, ο κλάδος της αλιείας συνολικά απασχολεί µόνιµα 38.161 άτοµα, εάν δε προστεθούν και όσοι εργάζονται εποχιακά στο τοµέα της αλιείας, τότε ο αριθµός των ατόµων αυξάνεται στα 40.492 άτοµα. 1.3 Αλιεία και Υδατοκαλλιέργεια Ο τοµέας της αλιείας, ως κλάδος του πρωτογενούς τοµέα παραγωγής, θεωρείται σηµαντικός για την εθνική οικονοµία, συµβάλλοντας στη διατήρηση της κοινωνικής και οικονοµικής συνοχής µεγάλων περιοχών της χώρας. Επιπλέον, αξιοποιεί τοπικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και εξασφαλίζει θέσεις εργασίας σε σηµαντικό αριθµό ατόµων παράκτιων και νησιωτικών περιοχών, στις οποίες δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις απασχόλησης. Τέλος, ο τοµέας της αλιείας δηµιουργεί θέσεις εργασίας και σε συναφείς κλάδους (π.χ. επιχειρήσεις κατασκευής αλιευτικού και υδατοκαλλιεργητικού εξοπλισµού), ενώ επιµέρους κλάδοι του, όπως είναι οι ιχθυοκαλλιέργειες, έχουν επιτύχει υψηλές εξαγωγικές επιδόσεις, συµβάλλοντας έτσι στη µείωση του αρνητικού εµπορικού ισοζυγίου της χώρας. Ο τοµέας της αλιείας περιλαµβάνει τους ακόλουθους κλάδους: θαλάσσια αλιεία. υδατοκαλλιέργεια και διαχείριση των εσωτερικών ιχθυοτρόφων υδάτων. µεταποίηση και εµπορία αλιευτικών προϊόντων. Ο ρόλος των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών είναι σηµαντικός, καθώς ενισχύει την αυξανόµενη ζήτηση ψαριών που η ελεύθερη αλιεία δεν µπορεί πλέον να καλύψει, ενώ συµβάλλει και στη τόνωση των τοπικών οικονοµιών και στη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας σε ακριτικές και παραµεθόριες περιοχές. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται κατακόρυφη πτώση της παγκόσµιας αλιείας, η οποία οφείλεται τόσο στην µείωση των αποθεµάτων των αλιευµάτων, όσο και στις πολιτικές που έχουν ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος από την υπεραλιεία. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσµα ο τοµέας των υδατοκαλλιεργειών να διευρύνεται συνεχώς και να καλύπτει όλο και µεγαλύτερο µέρος της συνολικής ζήτησης για αλιεύµατα. Στον πίνακα Π1.1 του παραρτήµατος του παρόντος κεφαλαίου παρουσιάζονται στοιχεία που αφορούν την παραγωγή και τον αριθµό µονάδων υδατοκαλλιεργειών την περίοδο 2000-2004, σύµφωνα µε στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων. Η ποσότητα παραγωγής στις υδατοκαλλιέργειες εσωτερικών υδάτων παρουσίασε πτωτική πορεία την περίοδο 2000-2003, ενώ το 2004 διαµορφώθηκε στους 3.073 τόνους, σηµειώνοντας αύξηση 16,8% σε σχέση µε το 2003. Το είδος ψαριού που καταλαµβάνει διαχρονικά το µεγαλύτερο µερίδιο είναι η πέστροφα, µε µερίδιο που κυµάνθηκε µεταξύ 69,9%-73,2% την εξεταζόµενη πενταετία. Ακολούθησαν τα χέλια λαµβάνοντας µερίδιο µεταξύ 16%-22% την περίοδο 2000-2004, ενώ ο κυπρίνος ήρθε τρίτος µε αντίστοιχο µερίδιο 3,7%-5,7%.
-5- Οι υδατοκαλλιέργειες θαλάσσης παρουσίασαν ανοδική πορεία καθ όλη τη διάρκεια της εξεταζόµενης περιόδου, παρουσιάζοντας µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 5,5%. Συγκεκριµένα, η συνολική παραγωγή από 82.846 τόνους το 2000, ανήλθε στους 102.578 τόνους το 2004. Η καλλιέργεια τσιπούρας, λαβρακίου και νέων ειδών παρουσίασε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 6,5% την περίοδο 2000-2004, ενώ οι οστρακοκαλλιέργειες αυξήθηκαν κατά 19,8% τη διετία 2003-2004. Όσον αφορά τον αριθµό των µονάδων θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας, από 282 το 2000 αυξήθηκαν στις 308 το 2004. Σηµειώνεται ότι και η παραγωγή γόνου αυξήθηκε την εξεταζόµενη περίοδο, µε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης 10,6%, ανερχόµενη σε 290 εκ. ιχθύδια περίπου το 2004. Όσον αφορά τις υδατοκαλλιέργειες λιµνοθαλασσών, λιµνών και ποταµών, η παραγωγή παρουσίασε αυξοµειώσεις την εξεταζόµενη περίοδο και διαµορφώθηκε το 2004 για τις µεν καλλιέργειες λιµνοθαλασσών στους 1.302 τόνους, ενώ για τις καλλιέργειες λιµνών και ποταµών στους 1.942 τόνους. 1.4 Θεσµικό Πλαίσιο Το νοµοθετικό πλαίσιο το οποίο καλύπτει την παροχή οικονοµικών κινήτρων στον τοµέα της αλιείας ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 80 µε την διαµόρφωση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, ενώ το 1993 θεσµοθετήθηκε ξεχωριστό διαρθρωτικό ταµείο, το Χρηµατοδοτικό Μέσο Προσανατολισµού της Αλιείας, βάσει του οποίου έγινε µεταφορά της ευθύνης της επιλογής επενδυτικών έργων στα κράτη-µέλη. Από 1 Ιανουαρίου 2007, το Χρηµατοδοτικό Μέσο Προσανατολισµού της Αλιείας (Χ.Μ.Π.Α.) αντικαταστάθηκε από το Ευρωπαϊκό Αλιευτικό Ταµείο (Ε.Α.Τ.), το οποίο δηµιουργήθηκε ειδικά για τη διασφάλιση της αειφόρου ανάπτυξης του κλάδου της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας στην Ευρώπη. Το Ε.Α.Τ. θα λειτουργήσει για επτά χρόνια και προβλέπεται ότι θα χρηµατοδοτηθούν όλοι οι επιµέρους τοµείς του κλάδου (θαλάσσια αλιεία και αλιεία εσωτερικών υδάτων, επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας, οργανώσεις παραγωγών και τοµείς µεταποίησης και εµπορίας). Στην Ελλάδα, την περίοδο 1994-1999 υλοποιήθηκε το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα (Ε.Π.Α.Λ. 94-99) και η Κοινοτική Πρωτοβουλία (PESCA 94-99), τα οποία αφορούσαν τις περισσότερο εξαρτώµενες από την αλιεία παράκτιες περιοχές. Την περίοδο 2000-2006 υλοποιήθηκε το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Αλιείας 2000-2006, το οποίο στόχευε στην αύξηση της παραγωγής και τον εκσυγχρονισµό των µονάδων. Στην τρέχουσα περίοδο τίθεται σε εφαρµογή το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Αλιείας 2007-2013 (Ε.Π.ΑΛ. 2007-2013). Ο στρατηγικός στόχος του προγράµµατος για τον κλάδο των υδατοκαλλιεργειών είναι η αειφόρος ανάπτυξη του, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των παραγόµενων προϊόντων και των επιχειρήσεων και η διασφάλιση της βιωσιµότητας του κλάδου (οικονοµική, περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιµότητα). Ειδικότερα, υποστηρίζονται δράσεις για παραγωγικές επενδύσεις (κατασκευή, επέκταση, εξοπλισµό και εκσυγχρονισµό των εγκαταστάσεων παραγωγής), υδατοπεριβαλλοντικά µέτρα, µέτρα για την δηµόσια υγεία, αλλά και την υγεία των ζώων.
-6-1.4.1 Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Αλιείας 2007-2013 Η πολιτική του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων για τον τοµέα της αλιείας εκφράζεται µε το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Αλιείας (Ε.Π.ΑΛ.) 2007-2013 που εντάσσεται στα πλαίσια του Γ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Κ.Π.Σ.). Το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα της Αλιείας περιόδου 2007-2013 θα έχει εφαρµογή σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας. Με την εφαρµογή των προγενέστερων προγραµµάτων, η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει θεαµατικά την παραγωγή προϊόντων υδατοκαλλιέργειας. Συγκεκριµένα, η χώρα κατέχει κυρίαρχη θέση µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και της Μεσογείου σε ότι αφορά την παραγωγή θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας, προσφέροντας προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας και σε χαµηλές τιµές στους καταναλωτές. Η επιχειρηµατική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε γύρω από τον κλάδο οδήγησε στην επένδυση σηµαντικών κεφαλαίων για τη δηµιουργία της απαραίτητης υποδοµής και την ανάπτυξη και βελτίωση της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Αποτέλεσµα των επενδύσεων αυτών υπήρξε η βελτίωση των οικονοµικών µεγεθών του κλάδου, καθιστώντας τον σήµερα ως ένα Πίνακας 1.2 Χρηµατοοικονοµικά στοιχεία Ε.Π.ΑΛ. 2007-2013 σηµαντικό τοµέα της πρωτογενούς παραγωγής και Συνολικό Κόστος 274.105.143 ενισχύοντας τη θέση του στον ευρύτερο χώρο της εθνικής ηµόσια απάνη 274.105.143 Κοινοτική Χρηµατοδότηση 207.832.237 οικονοµίας. Στον πίνακα 1.2 παρουσιάζονται δεδοµένα που Εθνική Χρηµατοδότηση 66.272.906 αφορούν τα οικονοµικά στοιχεία του Επιχειρησιακού Αξία: σε Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων Προγράµµατος Αλιείας 2007-2013. Από τα στοιχεία που παρατίθενται διαπιστώνουµε ότι, το συνολικό κόστος που έχει προϋπολογισθεί για το νέο αυτό επιχειρησιακό πρόγραµµα αναµένεται να ανέλθει στα 274,1 εκ., ενώ εκτιµάται ότι το 75,8% θα καλυφθεί µε κοινοτική χρηµατοδότηση και το 24,2% µε εθνική χρηµατοδότηση. Πέρα από το στρατηγικό στόχο του Επιχειρησιακού Προγράµµατος Αλιείας 2007-2013 για τις υδατοκαλλιέργειες που αναφέρθηκε ανωτέρω, υπάρχουν και ορισµένοι γενικοί στόχοι, οι οποίοι είναι οι εξής: Η αύξηση της παραγωγής και η βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων της υδατοκαλλιέργειας, των συνθηκών εργασίας, της υγιεινής και της υγείας των ανθρώπων ή των ζώων, καθώς και του περιβάλλοντος, µέσω της ενίσχυσης των επενδύσεων για την κατασκευή, την επέκταση, τον εξοπλισµό και τον εκσυγχρονισµό εγκαταστάσεων παραγωγής, Η προστασία του περιβάλλοντος και η διατήρηση της φύσης και της γενετικής ποικιλότητας, µέσω της χρήσης παραγωγικών µεθόδων υδατοκαλλιέργειας που συµβάλλουν προς την κατεύθυνση αυτή και µέσω της χορήγησης αντισταθµίσεων. Η βελτίωση της δηµόσιας υγείας και της υγείας των ζώων στο κλάδο της υδατοκαλλιέργειας, µέσω της χορήγησης αποζηµιώσεων. Ο στρατηγικός στόχος και οι γενικοί στόχοι στον κλάδο των υδατοκαλλιεργειών θα επιτευχθούν µε την υλοποίηση των ακόλουθων ειδικών στόχων:
-7- Αύξηση της συνολικής εθνικής παραγωγής, κυρίως µε την παραγωγή ειδών µε καλές προοπτικές εµπορίας και τη διαφοροποίηση προς νέα είδη. Εφαρµογή µεθόδων υδατοκαλλιέργειας, οι οποίες µειώνουν ουσιαστικά τις αρνητικές επιπτώσεις ή βελτιώνουν τις θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον σε σύγκριση µε τις συνήθεις πρακτικές στο τοµέα της υδατοκαλλιέργειας. Ανάπτυξη και προώθηση της βιολογικής υδατοκαλλιέργειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 2092/91 περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής. Στήριξη παραδοσιακών δραστηριοτήτων υδατοκαλλιέργειας, οι οποίες είναι σηµαντικές για τη διατήρηση και την ανάπτυξη τόσο του οικονοµικού και κοινωνικού ιστού όσο και του φυσικού περιβάλλοντος. Εκσυγχρονισµός των µονάδων υδατοκαλλιέργειας, για τη βελτίωση της οργάνωσης και διαχείρισης, τη βελτίωση και διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων, τη διαµόρφωση του κόστους παραγωγής σε ανταγωνιστικά επίπεδα, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την ασφάλεια των εργαζοµένων, τη βελτίωση της υγιεινής και της υγείας των ανθρώπων ή των ζώων. ιασφάλιση των υφιστάµενων θέσεων εργασίας, δηµιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και εξασφάλιση της ισοτιµίας των δύο φύλων. Στήριξη και περαιτέρω ανάπτυξη των υποβαθµισµένων και µειονεκτικών περιοχών της χώρας. ηµιουργία βιώσιµων και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων µε πολλαπλά οφέλη για την τοπική κοινωνία, την απασχόληση και τους καταναλωτές. Ενίσχυση των πολύ µικρών και µικρών επιχειρήσεων. Βελτίωση της δηµόσιας υγείας και της υγείας των ζώων στο κλάδο της υδατοκαλλιέργειας. Ενίσχυση ίδρυσης ή µετεγκατάστασης µονάδων εντός περιοχών οργανωµένης ανάπτυξης της υδατοκαλλιέργειας (Π.Ο.Α.Υ.). Για την υλοποίηση των στόχων στο κλάδο των υδατοκαλλιεργειών, θα ληφθούν τα ακόλουθα µέτρα και δράσεις: Μέτρο 2.1: Μέτρα για τις παραγωγικές επενδύσεις στην υδατοκαλλιέργεια Μέτρο 2.2: Υδατοπεριβαλλοντικά µέτρα Μέτρο 2.3: Μέτρα για τη δηµόσια υγεία Μέτρο 2.4: Μέτρα για την υγεία των ζώων Με την εφαρµογή του προγράµµατος αναµένεται να αναληφθούν δράσεις (ίδρυση, επέκταση ή εκσυγχρονισµό) από 210 επιχειρήσεις, ενώ εκτιµάται ότι η παραγωγή από υδατοκαλλιέργειες θα αυξηθεί κατά 11.500 τόνους. Επιπλέον, αναµένονται θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση, καθώς εκτιµάται ότι θα δηµιουργηθούν 496 νέες µόνιµες θέσεις εργασίας. Στο σηµείο αυτό παραθέτουµε ορισµένα στοιχεία που αναφέρονται στο Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Αλιείας 2000-2006 που ολοκληρώθηκε και πλέον έχει αντικατασταθεί από το νέο ΕΠ.Α.Λ. 2007-2013. Η εφαρµογή και η υλοποίηση του µέτρου 3.2 που αφορούσε τις υδατοκαλλιέργειες είχε ως αποτέλεσµα:
-8- α) Την αύξηση των ικανοτήτων παραγωγής υδατοκαλλιέργειας κατά 8.000 τόνους για τα θαλασσινά είδη, κατά 1.000 τόνους για τα είδη γλυκού νερού, κατά 3.450 τόνους για τις οστρακοκαλλιέργειες και κατά 50 εκατοµµύρια για τα ιχθύδια θαλασσινών ψαριών. β) Τον εκσυγχρονισµό ή/ και την µετεγκατάσταση 110 µονάδων ιχθυοκαλλιέργειας (θαλασσινών, υφάλµυρων και γλυκών νερών) και 15 µονάδων οστρακοκαλλιέργειας, χωρίς όµως να µεταβληθεί η ικανότητα παραγωγής τους. γ) Την αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο των υδατοκαλλιεργειών σε ποσοστό που ξεπερνά το 10%. Στον πίνακα 1.3 παρουσιάζονται τα οικονοµικά στοιχεία του Ε.Π.ΑΛ. 2000-2006. Το συνολικό κόστος του Πίνακας 1.3 Χρηµατοοικονοµικά στοιχεία του Ε.Π.ΑΛ. 2000-2006 προγράµµατος ανήλθε στα 471,6 εκ., ενώ πρέπει να Συνολικό Κόστος 471.570.925 ηµόσια απάνη 330.234.159 σηµειωθεί ότι ποσοστό 70% αφορούσε τη δηµόσια δαπάνη Κοινοτική Συµµετοχή 257.733.308 (εθνική και κοινοτική συµµετοχή) και ποσοστό 30% τις Ιδιωτικές απάνες 141.336.766 Εθνική Χρηµατοδότηση 72.500.851 ιδιωτικές δαπάνες. Από τη συνολική δηµόσια δαπάνη το 78% Αξία: σε αφορούσε τη κοινοτική συµµετοχή. Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων 1.4.2 Αποφάσεις και Εγκύκλιοι του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων για τις Υδατοκαλλιέργειες Στη συνέχεια αναφέρονται ορισµένες από τις πρόσφατες αποφάσεις και εγκυκλίους της ιεύθυνσης Υδατοκαλλιεργειών και Εσωτερικών Υδάτων του Υπουργείου Γεωργίας. Νόµος 3208/24112/03 ΦΕΚ 303, Άρθρο 19, Παράγραφος 11, για την µεταβίβαση αρµοδιότητας µίσθωσης, αναµίσθωσης, ανανέωσης ή παράτασης της µίσθωσης υδάτινων εκτάσεων για ίδρυση, επέκταση ή µετεγκατάσταση µονάδων υδατοκαλλιέργειας εντατικής ή ηµιεντατικής µορφής, καθώς και των δηµόσιων ιχθυοτροφείων (λιµνοθαλασσών, λιµνών) και λοιπών ιχθυοτρόφων και έκδοσης θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών, από την Νοµαρχία στην Περιφέρεια. Εγκύκλιος 143607/02.10.2003 για την εκµίσθωση θαλάσσιων εκτάσεων και χορήγηση αδειών, για την ίδρυση µονάδων καλλιέργειας κόκκινου τόνου (thunnus thynnus), µαγιάτικου (seriola spp), ροφού (epinephelus spp.), µυλοκοπίου (umbrina cirrosa), γλώσσας (solea vulgaris) και καλκανίου (psetta maxima). Εγκύκλιος 258169/04.10.2000 για την επέκταση του µέτρου της αναστολής µίσθωσης θαλάσσιων εκτάσεων και αδειών ίδρυσης για την τσιπούρα και το λαβράκι και για τα νέα είδη. Εγκύκλιος 256806/05.06.2000 για τη µη εξέταση ή προώθηση για ένταξη στο νέο Ε.Π.ΑΛ. επενδυτικών σχεδίων για τις µονάδες που δεν έχουν αποστείλει τα προβλεπόµενα από τα έγγραφα 262010/23.12.1994, 228050/08.01.1998, 255195/09.02.1999 και 255285/28.01.2000. Εγκύκλιος 258800/10.09.1999 για το Νόµο 2647/19.10.1998 περί «Μεταβίβασης αρµοδιοτήτων στις Περιφέρειες και την Αυτοδιοίκηση και άλλες διατάξεις», ο οποίος τροποποιήθηκε µε το άρθρο 19 του Νόµου 2732/30.07.1999 και µεταβιβάζει την αρµοδιότητα έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για την
-9- εγκατάσταση και λειτουργία µονάδων υδατοκαλλιεργειών, εφόσον οι Περιφέρειες έχουν αρµοδιότητα προέγκρισης χωροθέτησης των εν λόγω έργων. 1.4.3 Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΛΠ) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα καθιέρωσε από 1-1-2003, τη νέα Κοινή Αλιευτική Πολιτική µε τον αριθ. 2371/2002 Καν(ΕΚ) του Συµβουλίου, µε κύριο στόχο την επίτευξη βιώσιµης εκµετάλλευσης των έµβιων υδρόβιων πόρων και της υδατοκαλλιέργειας στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, λαµβάνοντας υπόψη κατά ισόρροπο τρόπο τις περιβαλλοντικές, οικονοµικές και κοινωνικές πτυχές. Για τον σκοπό αυτό εφαρµόζεται µια προληπτική προσέγγιση λαµβάνοντας µέτρα που έχουν ως στόχο τη προστασία και τη διατήρηση των έµβιων υδρόβιων πόρων, τη λήψη µέτρων για την βιώσιµη εκµετάλλευσή τους και την ελαχιστοποίηση της επίπτωσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήµατα. Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική (Κ.ΑΛ.Π.) καλύπτει δραστηριότητες διατήρησης, διαχείρισης και εκµετάλλευσης των έµβιων υδρόβιων πόρων, την υδατοκαλλιέργεια, τη µεταποίηση και εµπορία προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, κατά το µέτρο που οι δραστηριότητες αυτές πραγµατοποιούνται στο έδαφος των κρατών µελών, σε κοινοτικά ύδατα ή από κοινοτικά αλιευτικά σκάφη ή υπηκόους κρατών µελών. Το Κ.ΑΛ.Π. κατευθύνεται από τις ακόλουθες αρχές ορθής διαχείρισης: Σαφή ορισµό των ευθυνών σε κοινοτικό, εθνικό και τοπικό επίπεδο. ιαδικασία λήψης αποφάσεων που θα στηρίζεται σε έγκυρες επιστηµονικές συµβουλές. Ευρεία συµµετοχή των ενδιαφερόµενων σε όλα τα στάδια της πολιτικής. Συνοχή µε άλλες κοινοτικές πολιτικές, ιδίως µε περιβαλλοντικές, κοινωνικές, περιφερειακές και αναπτυξιακές πολιτικές, καθώς και πολιτικές προστασίας της υγείας του καταναλωτή. Για την επίτευξη των στόχων της νέας Κ.ΑΛ.Π. προβλέπεται η εφαρµογή µιας δέσµης συνεκτικών µέτρων που αφορούν: α) τη διατήρηση, διαχείριση και εκµετάλλευση των έµβιων υδρόβιων πόρων β) τον περιορισµό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της αλιείας γ) τους όρους πρόσβασης σε ύδατα και πόρους δ) τη διαρθρωτική πολιτική και τη διαχείριση της αλιευτικής ικανότητας του στόλου ε) τον έλεγχο και την εφαρµογή στ) την υδατοκαλλιέργεια ζ) την κοινή οργάνωση αγορών η) τις διεθνείς σχέσεις 1.4.4 ιασφάλιση Ποιότητας Προκειµένου να αντεπεξέλθει ο κλάδος των υδατοκαλλιεργειών στις διεθνείς συνθήκες υψηλού ανταγωνισµού, σε συνδυασµό και µε την επιδίωξη για επιτυχή διείσδυση στις κερδοφόρες Ευρωπαϊκές αγορές, ωθείται προς τη κατεύθυνση της ανάπτυξης συστηµάτων διαχείρισης και διασφάλισης της ποιότητας
-10- των προϊόντων που παράγει. Επιπλέον, λόγω του έντονου εξαγωγικού χαρακτήρα που έχει ο κλάδος, η χρήση ενός εθνικού σήµατος ποιότητας καθίσταται αναγκαία. Τον Ιανουάριο του 2001 τέθηκε σε ισχύ ο ΚΑΝ (ΕΚ) 2065/2002 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σήµανση στον αλιευτικό τοµέα, προκειµένου να αποδεικνύεται η τοποθεσία της παραγωγικής εγκατάστασης, η εµπορική ονοµασία του είδους και εάν το προϊόν που διατίθεται στην αγορά προέρχεται από εκτροφή ή άγρια αλιεία. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε ένα κείµενο µε τίτλο «Μία Κοινοτική Προσέγγιση για την Οικο-σήµανση των Αλιευτικών Προϊόντων» στο οποίο αναφέρει τις προδιαγραφές τις οποίες πρέπει να απαιτούν οι Εθνικές Αρχές για οικο-σήµανση στην αλιεία. Στα πλαίσια αυτά έχει αναπτυχθεί ένας αριθµός από Κώδικες Ορθής Πρακτικής καθώς επίσης και διάφορα προγράµµατα πιστοποίησης, τα οποία καθοδηγούνται είτε από την Πολιτεία, είτε από τον ιδιωτικό τοµέα ή από κοινές πρωτοβουλίες. Πολλές επιχειρήσεις του κλάδου εφαρµόζουν συστήµατα ποιότητας όπως το ISO και το HACCP (Σύστηµα Ανάλυσης Κινδύνων και Κρίσιµων Σηµείων Ελέγχου), και ακολουθούν τα πρότυπα AGRΟ 4-1 και AGRO 4-2, τα οποία υποστηρίζονται από τον Οργανισµό Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων (Ο.Π.Ε.ΓΕ.Π.). Ο Οργανισµός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων (Ο.Π.Ε.ΓΕ.Π.), µε το διακριτικό τίτλο AGROCERT, είναι Νοµικό Πρόσωπο Ιδιωτικού ικαίου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων, που λειτουργεί χάριν του δηµοσίου συµφέροντος υπό την εποπτεία του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων (Ν.2637/98). Σκοποί του είναι η προαγωγή και η διασφάλιση της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων, η προστασία όρων που αφορούν την προέλευσή τους και η προώθηση φιλοπεριβαλλοντικών συστηµάτων ολοκληρωµένης διαχείρισης γεωργικών και δασικών εκµεταλλεύσεων. Αναφορικά µε το πρότυπο AGRΟ 4-1, αυτό περιλαµβάνει γενικές απαιτήσεις που αφορούν στην τήρηση της εθνικής και κοινοτικής νοµοθεσίας και ειδικές απαιτήσεις που αφορούν στους γεννήτορες, την προέλευση του ιχθυοπληθυσµού, το γόνο, την ιχθυοπυκνότητα, τις συνθήκες εκτροφής, τη διατροφή, την υγεία των ψαριών, τις θεραπευτικές αγωγές, την κτηνιατρική παρακολούθηση, την εξαλίευση, την αποθήκευση, τη µεταφορά, την εκπαίδευση, την υγιεινή και την ασφάλεια του προσωπικού και των εγκαταστάσεων, την τήρηση της ιχνηλασιµότητας. Η επιχείρηση οφείλει να τηρεί αρχεία και βιβλία σχετικά µε την τήρηση όλων αυτών των προδιαγραφών. Το πρότυπο AGRO 4-2 περιλαµβάνει γενικές απαιτήσεις, που αφορούν στην τήρηση της εθνικής και κοινοτικής νοµοθεσίας, και ειδικές απαιτήσεις που αφορούν τις εγκαταστάσεις, τους χώρους υγιεινής, τα προγράµµατα λειτουργίας των εγκαταστάσεων, τον καθαρισµό και την απολύµανση των χώρων εργασίας, τους κανόνες υγιεινής των εργαζοµένων και τα ιατρικά πιστοποιητικά, την εκπαίδευση του προσωπικού, τα κριτήρια αξιολόγησης των προϊόντων, τους όρους και τους κανόνες συσκευασίας, την παραγωγή, την αποθήκευση, την τήρηση στοιχείων για τις εγκαταστάσεις και για τα παραγόµενα και τα αποθηκευόµενα προϊόντα, την τήρηση της ιχνηλασιµότητας. Όλες οι ενέργειες εφαρµογής του προτύπου πρέπει να ακολουθούνται από πλήρεις καταγραφές και τήρηση σχετικών αρχείων και φακέλων.
-11- Με το εθνικό σήµα ποιότητας πιστοποιείται η διασφάλιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των προϊόντων βάσει συγκεκριµένων προδιαγραφών και προστατεύονται από άλλα προϊόντα αµφίβολης προέλευσης και ποιότητας. Όσον αφορά την οργανική υδατοκαλλιέργεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αναπτύξει µέχρι στιγµής συγκεκριµένο πρότυπο µε Κοινοτική Νοµοθεσία. Μόνο ορισµένα κράτη, όπως το Ηνωµένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερµανία και η Σουηδία έχουν αναπτύξει κάποια εθνικά πρότυπα για οργανική υδατοκαλλιέργεια, τα οποία βασίζονται στον Κώδικα Τροφίµων (Codex Alimentarius) του F.A.O., ο οποίος προβλέπει ότι «οι βασικές αρχές της οργανικής παραγωγής είναι ότι οι φυσικές εισροές εγκρίνονται και συνθετικές εισροές απαγορεύονται», και πρέπει να ακολουθούν τη νοµοθεσία που αφορά την προστασία του καταναλωτή καθώς και τους κανόνες ανταγωνισµού της αγοράς. Στην Ελλάδα, έχει δηµιουργηθεί ένα θεσµικό πλαίσιο το οποίο ελέγχει γενικά την παραγωγή προϊόντων βιολογικής γεωργίας (ΚΥΑ 332221/11.01.2001 (ΦΕΚ 10 Β ) όπως αυτή τροποποιήθηκε από την ΚΥΑ 351178/26.03.2001 (ΦΕΚ 381 Βae). Σύµφωνα µε πρόσφατο δελτίο τύπου (Ιούνιος 2007) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι Υπουργοί Γεωργίας της Ε.Ε. κατέληξαν σε πολιτική συµφωνία αναφορικά µε το νέο κανονισµό για τη βιολογική παραγωγή και την επισήµανση των βιολογικών προϊόντων. Στις νέες διατάξεις καθορίζεται σύνολο στόχων, βασικών αρχών και κανόνων για τη βιολογική παραγωγή και περιλαµβάνεται νέο καθεστώς ελέγχου. Η χρήση του κοινοτικού λογοτύπου βιολογικής παραγωγής θα είναι υποχρεωτική, επιτρέπεται όµως να γίνεται χρήση και εθνικών λογοτύπων. Με το νέο κανονισµό οριοθετούνται πλήθος στόχων, αρχών και κανόνων που θα διέπουν τη βιολογική γεωργία, µεταξύ δε αυτών θα δηµιουργηθεί η βάση για προσθήκη διατάξεων σχετικά µε τα βιολογικά προϊόντα υδατοκαλλιέργειας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 1-12- Αριθµός Μονάδων Π1.1 Παραγωγή και αριθµός µονάδων υδατοκαλλιεργειών (2000-2004) 2000 2001 2002 2003 2004 Αριθµός Αριθµός Αριθµός Αριθµός Παραγωγή Παραγωγή Παραγωγή Παραγωγή Μονάδων Μονάδων Μονάδων Μονάδων Παραγωγή Α. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΝΕΡΑ Πέστροφα 96 2.660 90 2.334 88 2.340 90 1.925 93 2.188 Κυπρίνος 12 166 13 127 12 121 13 150 13 166 Σολοµός 4 12 7 26 6 20 5 19 5 14 Χέλια 10 675 9 735 10 664 9 420 10 556 Λοιπά είδη (Κέφαλοι, τιλάπια κ.λ.π.) 10 143 11 118 11 90 9 116 8 148 Σύνολο 132 3.656 130 3.340 127 3.235 126 2.630 129 3.073 Β. ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΝΕΡΑ Τσιπούρα- Λαβράκι- Νέα Είδη 282 50.296 290 58.108 308 62.457 307 66.376 308 64.784 Οστρακοκαλλιέργειες 564 32.550 566 31.981 574 31.823 575 31.541 568 37.794 Γαριδοκαλλιέργειες 1 0 1 0 1 4 1 0 1 0 Πάχυνση µεγάλων πελαγικών Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. 1 Μ.. ψαριών (τόνος) Σπογγοκαλλιέργειες Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. Μ.. 4 Μ.. Σύνολο 847 82.846 857 90.089 883 94.284 883 97.917 882 102.578 Γόνος Τσιπούρας- Λαβρακίου- 36 193.744 41 250.989 39 269.506 38 238.355 37 289.668 Νέων Ειδών (1) Γ. ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΕΣ Μ.. 1.623 Μ.. 1.503 Μ.. 1.300 Μ.. 1.337 Μ.. 1.302. ΛΙΜΝΕΣ- ΠΟΤΑΜΙΑ Μ.. 1.810 Μ.. 1.676 Μ.. 1.700 Μ.. 1.829 Μ.. 1.942 Παραγωγή: σε τόνους Μ..: Μη ιαθέσιµα Στοιχεία (1)Παραγωγή: σε χιλιάδες ιχθύδια Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίµων
-13-2. Η ΖΗΤΗΣΗ ΑΛΙΕΥΜΑΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ Στο παρόν κεφάλαιο αναφέρονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά και οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς και στοιχεία που αφορούν την πραγµατοποιούµενη µέση µηνιαία δαπάνη ανά νοικοκυριό για ψάρια. 2.1 Παράγοντες που Επηρεάζουν τη Ζήτηση Ιδιαίτερα σηµαντικός παράγοντας προσδιορισµού της ζήτησης των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας είναι η τιµή πώλησής τους. Για τα προϊόντα του κλάδου (και τα προϊόντα αλιείας γενικότερα) η ζήτηση παρουσιάζει αυξηµένη ελαστικότητα ως προς την τιµή, αν ληφθεί υπόψη και η υφιστάµενη δυνατότητα σχετικά εύκολης υποκατάστασης από άλλα είδη ψαριών. Εκτός από την τιµή, σηµαντικός παράγοντας προσδιορισµού της ζήτησης των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας είναι το διαθέσιµο εισόδηµα των καταναλωτών. Όσο µεγαλύτερο το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών, τόσο περισσότερα χρήµατα δαπανούν για την αγορά ψαριού. Στον πίνακα 2.1 παρουσιάζεται η εξέλιξη της µέσης τιµής πώλησης (χονδρικής) της τσιπούρας Πίνακας 2.1 Μέση τιµή πώλησης τσιπούραςλαβρακίου (1990-2006) και του λαβρακίου την περίοδο 1990-2006. Όπως Τσιπούρα Λαβράκι Έτος Ετήσιος Ετήσιος προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα, η τιµή Μέση Τιµή Ρυθµός Μέση Τιµή Ρυθµός πώλησης της τσιπούρας και του λαβρακίου Μεταβολής Μεταβολής 1990 7,63-8,22 - µειώθηκε µε µέσο ετήσιο ρυθµό 3,8% για τη 1991 7,33-3,93% 8,07-1,82% τσιπούρα και 3,6% για το λαβράκι, κατά τη 1992 6,90-5,87% 7,45-7,68% 1993 5,58-19,13% 5,72-23,22% διάρκεια της προαναφερόµενης περιόδου. Στη 1994 5,43-2,69% 5,58-2,45% διάρκεια της τελευταίας 15ετίας σηµειώθηκαν 1995 5,04-7,18% 5,01-10,22% 1996 5,11 1,39% 5,71 13,97% διακυµάνσεις των τιµών πώλησης, οι οποίες κατά 1997 5,15 0,78% 5,85 2,45% 1998 5,65 9,71% 6,16 5,30% περιόδους ήταν αρκετά έντονες, αλλά η συνολική 1999 3,95-30,09% 4,69-23,86% 2000 4,36 10,38% 4,35-7,25% τάση τους ήταν πτωτική. Η µείωση αυτή 2001* 4,05-7,11% 4,11-5,52% οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη ριζική αύξηση της 2002* 3,46-14,57% 3,90-5,11% παραγωγής που παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία 2003* 3,90 12,72% 4,80 23,08% 2004* 4,10 5,13% 5,10 6,25% του 1990 και µέχρι το έτος 2002. Η µεγάλη αυτή 2005* 4,00-2,44% 4,18-18,04% αύξηση της παραγωγής που δηµιούργησε 2006* 4,12 3,00% 4,55 8,85% Αξία: /κιλό *Εκτιµήσεις συνθήκες υπερπροσφοράς, οφειλόµενη στη Πηγή: Α.Τ.Ε., Σ.Ε.Θ., συνεχή εισροή στον κλάδο νέων επιχειρήσεων λόγω ευνοϊκού καθεστώτος ενισχύσεων/ χρηµατοδοτήσεων, οδήγησε σε κρίση τιµών του προϊόντος, η οποία κορυφώθηκε στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας. Τα τελευταία δύο-τρία έτη υπήρξε συγκράτηση και µερική ανάκαµψη των τιµών σαν αποτέλεσµα και της µερικής αναδιάρθρωσης στο επίπεδο της προσφοράς (τάσεις συγκέντρωσης της παραγωγής). Τελικά το 2006, µε βάση στοιχεία από ένα ευρύ δείγµα επιχειρήσεων του κλάδου, γίνεται αισθητή η σχετική ανάκαµψη των τιµών, µε τη µέση τιµή της τσιπούρας να διαµορφώνεται σε 4,12 /κιλό σηµειώνοντας αύξηση περίπου 3% σε σχέση µε το 2005, ενώ η τιµή του