Κεφάλαιο 14 ΕΜΠΕΙΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ. Εισαγωγή

Σχετικά έγγραφα
ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ. Θεωρία και Πολιτική

Κεφάλαιο 5 ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΥΠΟ ΕΙΓΜΑ

Κεφάλαιο 5 ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΣΤΟ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

ΜΕΡΟΣ ΙIΙ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ

Εισόδημα Κατανάλωση

Διάλεξη 2. Εργαλεία θετικής ανάλυσης Ή Γιατί είναι τόσο δύσκολο να πούμε τι συμβαίνει; Ράπανος-Καπλάνογλου 2016/7

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Εναλλακτικά του πειράματος

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Υποδείγματα Συσσώρευσης Ανθρωπίνου Κεφαλαίου, Ιδεών και Καινοτομιών και Ενδογενούς Μεγέθυνσης

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Υποδείγματα Ενδογενούς Οικονομικής Μεγέθυνσης. Εξωτερικότητες από τη Συσσώρευση Φυσικού Κεφαλαίου στην Αποδοτικότητα της Εργασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Βραχυχρόνιες προβλέψεις του πραγματικού ΑΕΠ χρησιμοποιώντας δυναμικά υποδείγματα παραγόντων

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

James Tobin, National Economic Policy

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Ο Μηχανισμός Μετάδοσης της Νομισματικής Πολιτικής - Ο Μηχανισμός Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής είναι ο δίαυλος μέσω του οποίου οι μεταβολές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Αικατερίνη Τσούμα Ερευνήτρια Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)

ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 14 Οκτωβρίου 2013

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Εισαγωγή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ο ρόλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας Προοπτικές ανάπτυξης

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Το οικονομικό κύκλωμα

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ. Οικονομετρία

Κεφάλαιο 2. Τα Υποδείγματα Οικονομικής Μεγέθυνσης

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Το Υπόδειγμα IS-LM. (1) ΗΚαμπύληIS (Ισορροπία στην Αγορά Αγαθών)

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΜΣ «ΕΠΑ» και «ΝΕΚΑ» ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΥΕΝΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ. Οικονομετρία

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Ενότητα 2: Παλινδρόμηση. Αναπλ. Καθηγητής Νικόλαος Σαριαννίδης Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Γρεβενά)

Κεφάλαιο 5 Πόροι και διεθνές εμπόριο: Το υπόδειγμα Heckscher- Ohlin

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ

Ο Ι ΚΟ Ν Ο Μ Ι Κ Α / Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η

Δελτίο Τύπου. Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 2010

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Εργατικού Δυναμικού

Ευχαριστίες του εκδότη Πρόλογος [Mέρος 1] Εισαγωγή

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 17

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Εφαρμοσμένη Οικονομική Ανάπτυξη

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

Πληθωρισμός, Ανεργία και Αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής. Το Πρόβλημα του Πληθωρισμού σε ένα Υπόδειγμα με Υψηλή Ανεργία Ισορροπίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Συντάκτης: Δημήτριος Κρέτσης

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Παραγωγή και Οικονομική Μεγέθυνση

Στατιστική Ι. Ανάλυση Παλινδρόμησης

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Παπάνα Αγγελική

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Μακροοικονομική Θεωρία

ΒΑΣΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ. Οικονομετρία ΙΙ. Διδάσκων Τσερκέζος Δικαίος.

Πρόλογος Εισαγωγή... 13

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

θέση: 1. Να γνωρίζει τις λειτουργίες που αναδεικνύουν τα ασκήσεων, ερωτήσεων βασισμένες στο Keybook. πλεονεκτήματα του που περιέχει το


5 Ο προσδιορισμός του εισοδήματος: Εξαγωγές και εισαγωγές

Κατανάλωση, Αποταμίευση και Προσδιορισμός του Εθνικού Εισοδήματος σε Κλειστή οικονομία χωρίς Δημόσιο Τομέα

Βασικά Χαρακτηριστικά

Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα Διεθνούς Εμπορίου


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Ο Mitchell Wesley, και ο Arthur Burns στο βιβλίο τους Measuring business Cycles, δίδουν το εξής ορισμό για τους οικονομικούς κύκλους:

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 8 η. Διανομή Εισοδήματος και Μέτρα Πολιτικής

ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Μεταπτυχιακό Τραπεζικής & Χρηματοοικονομικής

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων. Το Υπόδειγμα των Πραγματικών Οικονομικών Κύκλων

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ. 17 Πληθωρισμός και Ανεργία

Επιδράσεις ΑΞΕ & Μέτρα Προσέλκυσης. Χρυσοβαλάντου Μήλλιου Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ. Οικονομετρία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. Οκτώβριος 2012

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

Transcript:

Κεφάλαιο 14 ΕΜΠΕΙΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ Εισαγωγή Η οικονομική μεγέθυνση είναι ένας από τους κλάδους της οικονομικής επιστήμης, όπου συναντά κάποιος από αυστηρά θεωρητικές μελέτες μέχρι καθαρά εφαρμοσμένες εργασίες. Η ανάγκη για θεωρητικό υπόβαθρο έγινε ήδη φανερή από την παρουσίαση στα προηγούμενα Κεφάλαια, καθώς η ανάλυση θεωρητικών υποδειγμάτων επιτρέπει την επικέντρωση στην ουσία του προβλήματος εξάγοντας συμπεράσματα κάτω από τις συγκεκριμένες υποθέσεις. Με τη σειρά της, η εμπειρική έρευνα επιτρέπει την αποδοχή ή απόρριψη των θεωρητικών αποτελεσμάτων και άρα και των υποθέσεων κάτω από τις οποίες διατυπώθηκαν. Με αυτό τον τρόπο η εμπειρική έρευνα συμπληρώνει τη θεωρητική μελέτη και προσφέρει γόνιμο έδαφος για την προώθηση νέων θεωριών. Από την εμπειρική έρευνα αναμένεται λοιπόν να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που αναφέρονται σε μερικά από τα πιο καίρια ζητήματα στην οικονομική επιστήμη. Ειδικά στην οικονομική μεγέθυνση ο ρόλος της εμπειρικής έρευνας έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της βαρύτητας των απτών ερωτημάτων που καλείται να απαντήσει η θεωρία, όπως:!" ποιοι παράγοντες προκαλούν την οικονομική μεγέθυνση;!" υπάρχουν διαφορές στη διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης μεταξύ διαφόρων χωρών;!" μπορεί η οικονομική πολιτική να επηρεάσει την οικονομική μεγέθυνση και ποια είναι η κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η οικονομική πολιτική για να έχει θετικά αποτελέσματα; Ο εμπειρικός έλεγχος στην οικονομική μεγέθυνση μπορεί να διεξάγεται είτε σε άμεση συνάρτηση με κάποια οικονομικής θεωρία είτε να είναι αυτοτελής. Στην πρώτη περίπτωση διατυπώνονται ορισμένα συμπεράσματα, συνήθως με τη μορφή προτάσεων που απορρέουν από ένα μαθηματικό υπόδειγμα, και ο ερευνητής καλείται να χρησιμοποιήσει διαθέσιμα στοιχεία, που να επαληθεύουν ή να απορρίπτουν το περιεχόμενο τους. Η αποδοχή των προτάσεων με βάση στατιστικά ή οικονομετρικά κριτήρια συνεπάγεται

268 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης αποδοχή της συγκεκριμένης θεωρίας ως ικανοποιητική για την περιγραφή του φαινομένου που εξετάζει. Από την άλλη μεριά, απόρριψη των προτάσεων συνεπάγεται είτε ολοκληρωτική απόρριψη της θεωρίας είτε ορισμένων υποθέσεων πάνω στις οποίες βασίστηκε. Στη δεύτερη περίπτωση η εμπειρική προσέγγιση δεν απαιτεί την ύπαρξη αυστηρής θεωρίας. Για παράδειγμα, μπορεί να διατυπωθεί μια πρόταση της μορφής στις χώρες με δημοκρατία υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη, και ο ερευνητής να προχωρήσει στη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων για να ελέγξει την πρόταση. Σε αυτή την περίπτωση η ευελιξία που διαθέτει η εμπειρική έρευνα είναι σαφώς μεγαλύτερη, αλλά το ίδιο και η κριτική που μπορεί να δεχθεί. Έτσι, στο προηγούμενο παράδειγμα μπορεί η απάντηση να μην εξαρτάται αποκλειστικά από τη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και από άλλους παράγοντες (θεσμικό περιβάλλον κλπ). Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχει αυστηρή θεωρία, η κριτική μπορεί να είναι ανεξάντλητη, τόσο σε περίπτωση αποδοχής όσο και απόρριψης της πρότασης. Στο πεδίο της εφαρμογής υπάρχουν δύο είδη εμπειρικών προσεγγίσεων, ανάλογα με το είδος των στατιστικών στοιχείων που διαθέτει ο ερευνητής: (α) οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν διαστρωματικά στοιχεία και (β) οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν χρονολογικές σειρές. Στη συνέχεια θα δοθεί μια σύντομη περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών της κάθε προσέγγισης σε σχέση με την οικονομική μεγέθυνση. Διαστρωματικά στοιχεία Τα διαστρωματικά στοιχεία αφορούν μεγάλο αριθμό στατιστικών παρατηρήσεων για πολλές χώρες για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα (πχ. τριαντακονταετία). Στην οικονομική μεγέθυνση οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν συνήθως μερικές παρατηρήσεις (1-5) για μεγάλο αριθμό οικονομιών. Οι σειρές αυτές μπορεί να είναι είτε παρατηρήσεις για μία συγκεκριμένη περίοδο για πολλές οικονομίες (πχ. εισόδημα και κεφάλαιο μιας συγκεκριμένης χρονιάς για όλες τις οικονομίες) είτε να αφορούν το μέσο όρο μιας ή περισσότερων περιόδων για πολλές οικονομίες. Η τελευταία προσέγγιση είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, γιατί η χρήση μέσων όρων από μεγάλα διαστήματα επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη μακροχρόνια ισορροπία των οικονομιών. Με τα διαστρωματικά στοιχεία μπορούν λοιπόν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την κατάσταση ισορροπίας από πολλές οικονομίες, αλλά όμως υπάρχει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν στοιχεία που προέρχονται από ανομοιογενείς πηγές.

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 269 Χρονολογικές σειρές Οι χρονολογικές σειρές αφορούν συγκεκριμένες στατιστικές σειρές με μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων για εκτεταμένα χρονικά διαστήματα (πχ. αιώνας). Οι σειρές αυτές αφορούν αποκλειστικά αναπτυγμένες οικονομίες (γιατί είναι οι μόνες που διέθεταν σχετικά εξελιγμένες στατιστικές υπηρεσίες πριν από τόσο μεγάλα διαστήματα) και αναφέρονται συνήθως στο εισόδημα, την εργασία και το κεφάλαιο μιας οικονομίας. Με τις χρονολογικές σειρές μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τη διαχρονική πορεία μιας οικονομίας, αλλά δεν μπορούν να γενικευτούν εύκολα τα συμπεράσματα σε άλλες χώρες. Στο Κεφάλαιο 4 εξετάστηκε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί το νεοκλασσικό υπόδειγμα, για να εξειδικευτούν και να εκτιμηθούν διάφορες διαρθρωτικές σχέσεις, και πώς οι Mankiw κ.α. (1992) χρησιμοποίησαν τα διαθέσιμα στοιχεία, για να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα του βασικού και του εκτεταμένου υποδείγματος. Επίσης, σε διάφορα σημεία αναφέρθηκε πώς οι σχέσεις που προκύπτουν από υποδείγματα ενδογενούς μεγέθυνσης μπορούν να γίνουν αντικείμενο εμπειρικού ελέγχου. Ο στόχος του παρόντος Κεφαλαίου είναι να δείξει πώς οι διάφοροι παράγοντες που επιδρούν στην οικονομική μεγέθυνση μπορούν να μεταφερθούν στο πεδίο του εμπειρικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, περιγράφονται τα κύρια αποτελέσματα που προκύπτουν από την εμπειρική βιβλιογραφία με βάση δύο άξονες. Πρώτον τις διαστρωματικές παλινδρομήσεις, ώστε να εξεταστούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μεγέθυνση, όπως προκύπτουν από τα θεωρητικά συμπεράσματα των σχετικών υποδειγμάτων (π.χ. φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, τεχνολογία κλπ), καθώς και άλλες πιθανές μεταβλητές, που εμφανίζονται ως εύλογοι υποψήφιοι παράγοντες με βάση την εμπειρία. Δεύτερον, εξετάζονται οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές σχέσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν κυρίως χρονολογικές σειρές και ελέγχουν απευθείας τις θεωρητικές σχέσεις, που προκύπτουν από τα θεωρητικά υποδείγματα. Για το σκοπό αυτό παρουσιάζονται εμπειρικά αποτελέσματα και από τις δύο προσεγγίσεις (διαστρωματικές παλινδρομήσεις και χρονολογικές σειρές), ώστε να επιτευχθεί μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της εμπειρικής βιβλιογραφίας για τους παράγοντες της οικονομικής μεγέθυνσης. Να σημειωθεί πως τα στοιχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί για τα περισσότερα εμπειρικά αποτελέσματα, που παρουσιάζονται σε αυτό το Κεφάλαιο, βρίσκονται στις ιστοσελίδες που αναφέρονται στο Πλαίσιο 14.1, και είναι διαθέσιμα για άμεση χρήση και επεξεργασία.

270 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης Πλαίσιο 14.1. Διαθέσιμες βάσεις δεδομένων στο Διαδίκτυο Μέσω του Διαδικτύου υπάρχουν σήμερα πολλές προσβάσεις σε διαθέσιμα στοιχεία για την οικονομική μεγέθυνση, τα οποία προσφέρονται για άμεση χρήση και επεξεργασία. Τα στοιχεία αφορούν συνήθως μεγάλο αριθμό χωρών για πολλές περιόδους, ενώ αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός και η ποιότητα των διαθέσιμων μεταβλητών. Λόγω της πληθώρας των στοιχείων έχουν δημιουργηθεί από ακαδημαϊκούς φορείς και διεθνείς οργανισμούς ορισμένες συγκεντρωτικές σελίδες στο Διαδίκτυο, που παρέχουν πληροφορίες για όλες τις δραστηριότητες και τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της οικονομικής μεγέθυνσης. Μια εξαιρετικά χρήσιμη σελίδα για την οικονομική μεγέθυνση, η οποία αφορά κυρίως ακαδημαϊκές πληροφορίες, έχει γίνει από τον Jonathan Temple. Η σελίδα αυτή παρέχει γενικές πληροφορίες για μελέτες στην οικονομική μεγέθυνση, συγκεντρωτικές πληροφορίες για στοιχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί, καθώς και όλες τις σχετικές διευθύνσεις στο Διαδίκτυο. Βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.bris.ac.uk/depts/economics/growth/ Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θέματα της οικονομικής μεγέθυνσης δείχνει η Διεθνής Τράπεζα, η οποία δεν περιορίζεται σε θέματα των αναπτυγμένων οικονομιών, αλλά ασχολείται και με ζητήματα όπως η φτώχεια και η ανισοκατανομή του εισοδήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλές έρευνες διεξάγονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Διεθνούς Τράπεζας, η οποία δημοσιεύει μια μεγάλη ποικιλία από οικονομικά στοιχεία, αλλά και σχετικούς πολιτικούς και κοινωνικούς δείκτες. Όλα τα παραπάνω, καθώς και μια σειρά από πληροφορίες, παρουσιάσεις και έντυπα, βρίσκονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.worldbank.org/research/growth/ Στα ζητήματα των πιο αναπτυγμένων οικονομιών επικεντρώνεται ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Τα θέματα αυτά αφορούν την παραγωγικότητα, τις νέες τεχνολογίες, το κοινωνικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο, την πληροφορική και το διεθνές εμπόριο. Επίσης, ο ΟΟΣΑ διεξάγει σε τακτά χρονικά διαστήματα μελέτες για κάθε χώρα ξεχωριστά, όπου παρουσιάζονται συγκεκριμένες προτάσεις για την οικονομική πολιτική και την οικονομική μεγέθυνση. Η ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία είναι προσβάσιμες οι παραπάνω πληροφορίες είναι: http://www.oecd.org/subject/growth/ Τέλος, τα μακροοικονομικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για την Ελλάδα βρίσκονται σε ηλεκτρονική μορφή στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας: http://www.mnec.gr/

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 271 Τα αποτελέσματα από διαστρωματικές παλινδρομήσεις Η βασική προσέγγιση στην εμπειρική εκτίμηση των επιδράσεων στην οικονομική μεγέθυνση προέρχεται από τις διαστρωματικές παλινδρομήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν μέσους όρους από μεγάλα χρονικά διαστήματα για πολλές οικονομίες, με στόχο την ανάλυση των παραγόντων, που επιδρούν στην οικονομική μεγέθυνση σε μακροχρόνιο επίπεδο. Η προσέγγιση αυτή, σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη ευρύτητα των διαθέσιμων στοιχείων μέσω της βάσης δεδομένων Penn World Tables (βλ. Κεφάλαιο 4) και των στοιχείων της Διεθνούς Τράπεζας, έχει οδηγήσει σε εκτιμήσεις πολυμεταβλητών εξισώσεων με στοιχεία από μεγάλο αριθμό χωρών. Οι εξισώσεις αυτές είναι γνωστές στη βιβλιογραφία της οικονομικής μεγέθυνσης ως παλινδρομήσεις τύπου Barro, διότι πρωτοπαρουσιάστηκαν από τον Barro (1991). Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των εξισώσεων είναι ότι χρησιμοποιούν μια σειρά από υποψήφιες μεταβλητές, οι οποίες θεωρούνται ότι είναι πιθανόν να επηρεάζουν την οικονομική μεγέθυνση. Οι μεταβλητές επιλέγονται είτε με βάση τη θεωρία (π.χ. επενδύσεις) είτε επειδή η συσχέτισή τους με την οικονομική μεγέθυνση θεωρείται προφανής (π.χ. θεσμικό καθεστώς). Οι μεταβλητές που συνήθως περιλαμβάνονται στις σχετικές παλινδρομήσεις είναι η σχετική αρχική κατάσταση της οικονομίας (που προσεγγίζεται από το αρχικό εισόδημα), οι επενδύσεις (ως ποσοστό του ΑΕΠ), το ανθρώπινο κεφάλαιο (που συνήθως προσεγγίζεται από το βαθμό συμμετοχής στην εκπαίδευση), οι δημόσιες δαπάνες (που υπολογίζονται από τη δημόσια κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ), και οι διεθνείς συναλλαγές (εισαγωγές και εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, ανταγωνιστικότητα). Ακόμα, συνυπολογίζεται η επίδραση άλλων παραγόντων, η επίδραση των οποίων συνήθως δεν αναλύεται σε θεωρητικά υποδείγματα, αλλά είναι προφανής από την οικονομική πραγματικότητα (καθεστώς της αγοράς, πληθωρισμός, θεσμικό περιβάλλον, πολιτική σταθερότητα), Τέλος, λαμβάνονται πάντα υπόψη πιθανά οικονομετρικά προβλήματα (σφάλματα στατιστικής μέτρησης που παρατηρούνται στις υποανάπτυκτες χώρες, ετερογένεια των στοιχείων από διαφορετικές χώρες, κατεύθυνση της αιτιότητας, πιθανότητα μη-γραμμικής σχέσης μεταξύ των μεταβλητών). Ένα τυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας πολυμεταβλητής εξίσωσης, η οποία χρησιμοποιεί στοιχεία από 81 χώρες για τις δεκαετίες 1965-75, 1975-85 και 1985-95, παρουσιάζεται στον Πίνακα 14.1.

272 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης Πίνακας 14.1. Παράγοντες της οικονομικής μεγέθυνσης Εξαρτημένη μεταβλητή: ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης Ανεξάρτητη μεταβλητή Συντελεστής Λογάριθμός κατά κεφαλήν εισοδήματος 0.107 (0.025) Λογάριθμος κατά κεφαλήν εισοδήματος (τετράγωνο) -0.0084 (0.0016) Εκπαίδευση 0.0044 (0.0018) Δημόσια κατανάλωση (μείον δαπάνες για άμυνα και εκπαίδευση) -0.157 (0.022) Νομικό-θεσμικό σύστημα 0.0138 (0.0056) (Εισαγωγές+Εξαγωγές)/ΑΕΠ 0.133 (0.041) Λογάριθμος ΑΕΠ επί (Εισαγωγές+Εξαγωγές)/ΑΕΠ -0.0142 (0.0048) Πληθωρισμός -0.0137 (0.0090) Γονιμότητα (μεταβολή πληθυσμού) -0.0275 (0.0050) Επενδύσεις/ΑΕΠ 0.033 (0.026) Ρυθμός μεταβολής όρων εμπορίου 0.110 (0.030) Σημείωση: Σε παρένθεση αναφέρεται το τυπικό σφάλμα. Πηγή: Barro (2001). Τα αποτελέσματα του Πίνακα 14.1, τα οποία σε γενικές γραμμές έχουν επιβεβαιωθεί και από άλλες σχετικές μελέτες, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 48 - Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σχετίζεται θετικά με το αρχικό εισόδημα (οι φτωχές οικονομίες τείνουν να μεγεθύνονται) και αρνητικά με το τετράγωνο του αρχικού εισοδήματος (όσο πλουσιότερη είναι μια οικονομία, τόσο λιγότερο μεγεθύνεται). - Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης συνδέεται θετικά με τις επενδύσεις. 48 Βλ. επίσης Barro και Lee (1994).

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 273 - Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σχετίζεται θετικά με το αρχικό ανθρώπινο κεφάλαιο (όσο πιο μορφωμένος είναι ο πληθυσμός τόσο ταχύτερα μεγεθύνεται η οικονομία). Σύμφωνα με τον Πίνακα 14.1, ένα επιπρόσθετο έτος εκπαίδευσης αυξάνει κατά μέσο όρο το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης κατά 0.44 ποσοστιαίες μονάδες. - Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σχετίζεται αρνητικά με το σχετικό μέγεθος των δημοσίων δαπανών. Σύμφωνα με τον Πίνακα 14.1, μια αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης (ως ποσοστό του ΑΕΠ) κατά μία ποσοστιαία μονάδα μειώνει κατά μέσο όρο το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης κατά 0.16 μονάδες - Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σχετίζεται θετικά με το ύψος των διεθνών συναλλαγών της οικονομίας. Όμως, όσο πλουσιότερη γίνεται μια οικονομία, τόσο μικρότερη είναι αυτή η επίδραση, η οποία μπορεί να καταλήξει να είναι ακόμα και αρνητική. Επίσης, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας επιδρά θετικά στην οικονομική μεγέθυνση. - Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σχετίζεται αρνητικά με τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με τον Πίνακα 14.1, μια αύξηση του πληθωρισμού κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μειώνει το ρυθμό μεγέθυνσης κατά 0.14 μονάδες. - Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης εξαρτάται θετικά από το βαθμό της πολιτικής και θεσμικής σταθερότητας. Όλα τα αποτελέσματα συμφωνούν σε γενικές γραμμές με τη θεωρία οικονομικής μεγέθυνσης και τείνουν να επιβεβαιώνονται από νεότερες μελέτες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα ερωτήματα που θέτει η θεωρία έχουν απαντηθεί οριστικά. Η κυριότερη κριτική, που έχει ασκηθεί σε αυτή την προσέγγιση, έχει διατυπωθεί από τους Levine και Renelt (1992), όπου οι συγγραφείς δεν περιορίζονται στο να ερευνήσουν τις πιθανές επιδράσεις, αλλά εξετάζουν εάν τα αποτελέσματα αυτά ισχύουν για εναλλακτικές εμπειρικές εξειδικεύσεις. Σύμφωνα με τα ευρήματα τους οι επιδράσεις κάθε παράγοντα μεταβάλλονται σημαντικά, όταν αλλάξουν οι ερμηνευτικές μεταβλητές που περιλαμβάνονται στη σχετική εξίσωση. Άρα, πολλά από τα αποτελέσματα που αναφέρονται στη σχετική βιβλιογραφία πρέπει να θεωρηθούν σχετικά και όχι απόλυτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοναδικό εύρημα, το οποίο οι Levine και Renelt (1992) επιβεβαιώνουν ότι ισχύει πάντα, είναι η θετική σχέση μεταξύ του ρυθμού μεγέθυνσης και του ποσοστού των επενδύσεων στο ΑΕΠ, κάτι που επιβεβαιώνει τον κυρίαρχο ρόλο των επενδύσεων στους παράγοντες που καθορίζουν την οικονομική μεγέθυνση.

274 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης Η επίδραση των επενδύσεων Από τα αρχικά υποδείγματα στη δεκαετία του 1940, που είχαν σαν κύριο άξονα της ανάπτυξης τις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις, μέχρι τα σύνθετα υποδείγματα ενδογενούς ανάπτυξης της δεκαετίας του 1980 η επίδραση του κεφαλαίου και των επενδύσεων τονίζεται σε όλες τις περιπτώσεις, παρότι η μορφή της επίδρασης διαφέρει σημαντικά. Επόμενο λοιπόν ήταν οι εμπειρικές μελέτες να επικεντρωθούν, σε αρχικό στάδιο, στη μελέτη της σχέσης μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και φυσικού κεφαλαίου. Η προσέγγιση αυτή είναι γνωστή σαν capital fundamentalism και ανάγει τη συσσώρευση κεφαλαίου σε θεμελιώδη παράγοντα της οικονομικής μεγέθυνσης. 49 Η πρώτη υποψήφια εκτίμηση αυτής της αλληλεπίδρασης μπορεί να γίνει με μια τυπική διαστρωματική παλινδρόμηση του ρυθμού μεγέθυνσης σε δύο μεγέθη που σχετίζονται με το φυσικό κεφάλαιο στην οικονομία: το ρυθμό συσσώρευσης και το ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ. Ο Πίνακας 14.2 παρουσιάζει τα αποτελέσματα από δύο σχετικά υποδείγματα. Πίνακας 14.2. Εκτιμήσεις της επίδρασης του κεφαλαίου στην οικονομική μεγέθυνση 112 χώρες Πλούσιες χώρες Φτωχές χώρες Υπόδειγμα Ι: Ρυθμός μεταβολής κατά κεφαλήν ΑΕΠ 1980-1988 (King and Levine, 1994) Συσσώρευση κεφαλαίου, 1980-1988 0.36 (0.11) 0.60 (0.08) 0.33 (0.08) R 2 -adjusted 0.22 0.22 0.29 Υπόδειγμα ΙΙ: Ρυθμός μεταβολής κατά κεφαλήν ΑΕΠ 1960-1985 (Levine and Renelt, 1992) Σταθερά -0.02 (0.01) 0.00 (0.00) -0.01 (0.00) Επενδύσεις προς ΑΕΠ, 1960-1989 0.19 (0.03) 0.15 (0.03) 0.07 (0.02) R 2 -adjusted 0.35 0.41 0.11 Σημείωση: Σε παρένθεση αναφέρεται το τυπικό σφάλμα. Πηγή: Υπολογισμοί των συγγραφέων. 49 Για μια αναλυτική περιγραφή, καθώς και για την ιστορική αναδρομή στην προσέγγιση του capital fundamentalism βλ. King και Levine (1994).

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 275 Και στα δύο υποδείγματα υπάρχει θετική σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών και του ρυθμού μεγέθυνσης. Υπάρχουν όμως ορισμένα σημεία, τα οποία δείχνουν ότι αποκλειστικά οι επενδύσεις δεν εξηγούν την οικονομική μεγέθυνση και ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Πιο συγκεκριμένα, μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα σημεία για την εμπειρική εξειδίκευση του Πίνακα 14.2. - τα αποτελέσματα διαφέρουν ανάλογα με τη χρησιμοποίηση αποκλειστικά πλούσιων ή φτωχών χωρών, κάτι που σημαίνει ότι το επίπεδο μεγέθυνσης της οικονομίας παίζει ρόλο στο βαθμό επίδρασης της συσσώρευσης κεφαλαίου. - η ερμηνευτική ικανότητα των εξισώσεων δεν είναι μεγάλη και το μεγαλύτερο τμήμα της οικονομικής μεγέθυνσης παραμένει ανερμήνευτο. - δεν απαντάται το ζήτημα της αιτιότητας, εφόσον δεν προκύπτει εάν το ύψος των επενδύσεων οδηγεί σε αντίστοιχη μεγέθυνση ή, αντίστροφα, εάν οι πλουσιότερες χώρες έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματος, ενώ οι φτωχές χώρες περιορίζονται σε χαμηλότερες επενδύσεις λόγω έλλειψης αναγκαίων πόρων. - οι επενδύσεις θεωρούνται ομοειδείς, παρότι στα στοιχεία υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά τομέα ως προς το είδος των επενδύσεων. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχική οικονομική κατάσταση μιας χώρας με τη μορφή του κατά κεφαλήν εισοδήματος, ενώ πρέπει να συμπεριλαμβάνονται περισσότερες μεταβλητές στην εξίσωση που πιθανόν να σχετίζονται με την οικονομική μεγέθυνση, όπως το ανθρώπινο κεφάλαιο της οικονομίας, οι δημόσιες δαπάνες, κλπ. Ακόμα, πρέπει να συνυπολογίζεται η πιθανή αλληλεπίδραση μεταξύ εισοδήματος και επενδύσεων μέσω της χρήσης ανεξάρτητων βοηθητικών μεταβλητών, όπως για παράδειγμα οι αρχικές επενδύσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι ορισμένες κατηγορίες επενδύσεων πιθανόν να έχουν μεγαλύτερη επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση σε σχέση με άλλες (βλ. επίσης Πλαίσιο 14.2).

276 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης Πλαίσιο 14.2. Κατηγορίες επενδύσεων και επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση Συνήθως, η μέτρηση της επίδρασης των επενδύσεων στην οικονομική μεγέθυνση γίνεται με την υπόθεση ότι όλα τα είδη των επενδύσεων επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό τη διαδικασία της ανάπτυξης. Οι επενδύσεις, όπως υπολογίζονται στους εθνικούς λογαριασμούς περιλαμβάνουν δύο κύριες κατηγορίες: - το μηχανολογικό εξοπλισμό (επενδύσεις σε μηχανικά-τεχνολογικά κεφαλαιουχικά αγαθά κλπ.) - τον πάγιο εξοπλισμό (κτίρια, εγκαταστάσεις κλπ.) Και τα δύο είδη επενδύσεων αναμένεται να έχουν θετικές επιδράσεις στην οικονομική μεγέθυνση, κάτι που επιβεβαιώνεται από τα επόμενα διαγράμματα, που απεικονίζουν τη σχέση ανάπτυξης και κατηγοριών επενδύσεων για 88 οικονομίες την περίοδο 1960-1985. Μηχανολογικός εξοπλισμός Μη-μηχανολογικός εξοπλισμός 0,16 0,3 0,14 0,12 0,1 0,25 0,2 ΕΛΛΑΔΑ 0,08 0,06 ΕΛΛΑΔΑ 0,15 0,04 0,1 0,02 0 0,05-0,02-0,04-0,02 0 0,02 0,04 0,06 0,08 0,1 0-0,04-0,02 0 0,02 0,04 0,06 0,08 0,1 Πηγή: De Long and Summers (1993). Ειδικότερα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό αναμένεται να έχουν αυξημένη επίδραση, γιατί η προηγμένη τεχνολογία και η εξειδίκευση ενσωματώνονται ταχύτερα σε αυτές τις επενδύσεις, ενώ προκαλούνται και θετικές εξωτερικές επιδράσεις στην οικονομία λόγω της διάχυσης της τεχνολογίας. Σε μια σειρά από εργασίες οι Bradford De Long και Lawrence Summers (1991, 1993) έδειξαν ότι πράγματι οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό αυξάνουν σημαντικά την παραγωγικότητα και την οικονομική μεγέθυνση Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, η αύξηση των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά μία μονάδα αυξάνει κατά μέσο όρο τον κατά κεφαλήν ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης κατά 0.3 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που δείχνει και την πολύ υψηλή κοινωνική απόδοση της συσσώρευσης κεφαλαίου σε εξοπλισμό.

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 277 Η επίδραση της δημόσιας υποδομής και ο ρόλος του κράτους Σε προηγούμενα Κεφάλαια τονίστηκε ο ρόλος του κράτους στην οικονομική διαδικασία μέσω των δημοσίων δαπανών, οι οποίες αφορούν την παροχή υποδομής, υπηρεσιών κλπ. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η συνάρτηση παραγωγής της οικονομίας δίνεται από τη σχέση (βλ. Κεφάλαιο 10): α β γ Y = AK L G (14.1) όπου A είναι μια σταθερή τεχνολογική παράμετρος με A>0, και Κ, L και G είναι το ιδιωτικό κεφάλαιο, η εργασία και το δημόσιο κεφάλαιο αντίστοιχα, ενώ α, β, γ>0 είναι οι ελαστικότητες των συντελεστών παραγωγής. Παίρνοντας λογαρίθμούς, η εξίσωση (10.1) γράφεται ως: y = c + ak + β l + γg (14.2) όπου c=ln(a), k=ln(k), l=ln(l), και g=ln(g). Η υπόθεση των σταθερών αποδόσεων στη συνάρτηση παραγωγής εξαρτάται τώρα και από την επίδραση του δημόσιου τομέα μέσω της μεταβλητής g. Υποθέτοντας σταθερές αποδόσεις για όλους τους συντελεστές παραγωγής, δηλαδή α+β+γ=1, η εξίσωση (14.2) γίνεται: y k = c + β ( l k) + γ ( g k) (14.3) Μια εναλλακτική εξειδίκευση υποθέτει σταθερές αποδόσεις για τις ιδιωτικές εισροές (α+β=1), αλλά αύξουσες αποδόσεις για το σύνολο των εισροών (α+β+γ>1). Σε αυτή την περίπτωση ισχύει: y k = c + β ( l k) + γg (14.4) Ξεκινώντας από τον Aschauer (1989, 1990), ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και δημοσίου κεφαλαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια σειρά από εμπειρικές μελέτες έχουν επιχειρήσει να υπολογίσουν διεθνώς την επίδραση της δημόσιας υποδομής στην οικονομική μεγέθυνση. Η επίδραση υπολογίζεται από την ελαστικότητα του προϊόντος ως προς το δημόσιο κεφάλαιο (συντελεστής γ), και μελέτες για διάφορες χώρες έχουν δείξει ότι η ελαστικότητα αυτή είναι στατιστικά σημαντική. Ο επόμενος Πίνακας συνοψίζει ενδεικτικά ορισμένα διεθνή εμπειρικά στοιχεία από οικονομετρικές μελέτες για την επίδραση του δημοσίου

278 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης κεφαλαίου στο εισόδημα και την παραγωγικότητα σε αναπτυγμένες οικονομίες. 50 Πίνακας 14.3. Ελαστικότητα προϊόντος ως προς το δημόσιο κεφάλαιο Μέσος όρος 0.22 Τυπική απόκλιση 1.2 Διάστημα εμπιστοσύνης 95% 0.18-0.27 Πηγή: Ligthart (2000). Η μέση ελαστικότητα του εισοδήματος ως προς το δημόσιο κεφάλαιο είναι 0.22, που σημαίνει ότι το άριστο μέγεθος του κρατικού τομέα πρέπει, σύμφωνα με το υπόδειγμα, να κυμαίνεται περίπου στο 22% της οικονομίας. Όμως, πρέπει να τονιστούν οι πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των εκτιμήσεων, ανάλογα με τη χώρα και την κατηγορία της δημόσιας υποδομής. Το μεγάλο εύρος τιμών που προκύπτει από τις οικονομετρικές εκτιμήσεις, καθώς επίσης και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση της επίδρασης του δημοσίου κεφαλαίου, αποτελούν επίσης μερικά από τα βασικά στοιχεία κριτικής για αυτές τις μελέτες. Έτσι, σε επόμενο στάδιο μπορεί να ερευνηθεί η επίδραση των επιμέρους κατηγοριών της δημοσίων δαπανών για συσσώρευση κεφαλαίου. Όπως και στην περίπτωση των ιδιωτικών επενδύσεων, είναι λογικό να υποτεθεί ότι δεν έχουν όλες οι κατηγορίες δημοσίων επενδύσεων την ίδια επίδραση στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι William Easterly και Sergio Rebelo (1993) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι επενδύσεις σε μεταφορές και τηλεπικοινωνίες ( βαριά υποδομή) σχετίζονται θετικά σε πολύ σημαντικό βαθμό με την οικονομική μεγέθυνση, κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες σχετικές μελέτες. Η απόδοση των επενδύσεων σε αυτούς τους τομείς φαίνεται εξαιρετικά μεγάλη, με συνέπεια να αποτελούν αναγκαία συνθήκη για τη μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση μιας οικονομίας. Αντίθετα, έχει επιβεβαιωθεί από πολλές μελέτες ότι οι κρατικές δαπάνες, που κατευθύνονται σε δημόσια κατανάλωση και μη-παραγωγικές δραστηριότητες, έχουν συστηματικά αρνητική επίδραση στο ρυθμό μεγέθυνσης (βλ. επίσης Πίνακα 14.1). Η αύξηση των δημοσίων δαπανών και της απαιτούμενης φορολογίας για τη χρηματοδότησή τους μειώνουν την απόδοση του κεφαλαίου και την παραγωγικότητα αποτελώντας σοβαρό αντικίνητρο για την οικονομική μεγέθυνση. 50 Bλ. επίσης Pfaehler, Hofmann και Boente (1996) και Poot (2000).

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 279 Τέλος, ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο που πρέπει να αναφερθεί αφορά τη διαχρονική εξέλιξη του μεγέθους του συνόλου του κρατικού τομέα (ως ποσοστό του ΑΕΠ), καθώς αναπτύσσεται μια οικονομία. Σύμφωνα με τους Easterly και Rebelo (1993), τα στοιχεία από 28 αναπτυγμένες οικονομίες για μια περίοδο που καλύπτει σχεδόν 120 έτη (1870-1988) δείχνουν ότι το μερίδιο του κρατικού τομέα στο εισόδημα αυξάνεται συνεχώς. Η θετική συσχέτιση μεταξύ του εισοδήματος μιας οικονομίας και των δαπανών του κρατικού τομέα είναι γνωστή στη σχετική βιβλιογραφία σαν νόμος του Wagner (Wagner s Law) και αποδίδεται στην αυξημένη ανάγκη, καθώς αναπτύσσεται η οικονομία, για μια σειρά από υπηρεσίες (όπως εθνική άμυνα, κοινωνική ασφάλιση, κεντρική γραφειοκρατική υποστήριξη κλπ.), τις οποίες μόνο ο δημόσιος τομέας είναι σε θέση να προσφέρει. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με τις επενδύσεις και αναφέρεται ως σημαντικός για την οικονομική μεγέθυνση είναι ο βαθμός ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. O Joseph Schumpeter (1934) είχε εντοπίσει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σαν έναν από τους σημαίνοντες παράγοντες για ανάπτυξη και τεχνολογική πρόοδο. Εφόσον μια οικονομία χρειάζεται αυξημένο επίπεδο επενδύσεων για να επιτύχει και να συντηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι σημαντική η εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος (τραπεζικό σύστημα, χρηματιστήριο, αμοιβαία κεφάλαια, αγορά ομολόγων κλπ.), που θα διασφαλίσει την ομαλή ροή των πόρων για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Όπως είναι αναμενόμενο, όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι οικονομίες, τόσο επιτακτικότερη γίνεται η ανάγκη για καλύτερη αξιοποίηση των συνεχώς διογκούμενων πόρων που διατίθενται για επενδύσεις και διεκπεραιώνονται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ένα αναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα εξυπηρετεί την αναπτυξιακή διαδικασία μιας χώρας με τους εξής τρόπους: εκμεταλλεύεται τις οικονομίες κλίμακας προσελκύοντας μικρές αποταμιεύσεις, που δεν μπορούν να διοχετευθούν άμεσα σε επενδύσεις προσφέρει εξειδικευμένες υπηρεσίες, ώστε να εξασφαλίζει την εκμετάλλευση του συγκριτικού πλεονεκτήματος αυξάνει την οριακή ροπή για αποταμίευση, γιατί διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα τις καταθέσεις προθεσμίας και διασφαλίζει τη βραχυχρόνια ρευστότητα, χωρίς να επηρεάζεται η χρηματοδότηση των μακροχρόνιων επενδύσεων

280 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης μειώνει την αβεβαιότητα και τον επενδυτικό κίνδυνο μέσω της διασποράς σε μεγαλύτερο αριθμό επενδυτικών επιλογών, αλλά και λόγω της καλύτερης κάλυψης των επενδυτών από πλευράς ρευστότητας σε περιπτώσεις παροδικών κρίσεων διευκολύνει την απόκτηση και διάχυση της πληροφόρησης σχετικά με την οικονομική κατάσταση των υποψήφιων επενδυτών, την αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων και την πορεία των επενδύσεων, και επιτυγχάνει τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της διάθεσης των πόρων. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι ο βαθμός ανάπτυξης μιας οικονομίας σχετίζεται θετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. 51 Ο Πίνακας 14.4 δίνει μια εικόνα από 80 χώρες για τη σχέση ορισμένων βασικών μεγεθών, που σχετίζονται με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και τη σχέση τους με το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Πίνακας 14.4. Σχέση οικονομικής μεγέθυνσης και χρηματοπιστωτικού συστήματος Μέσος ρυθμός μεγέθυνσης 1960-1989 >0.03 >0.02 και <0.03 >0.005 και <0.02 <0.005 Συσχέτιση με ρυθμό μεγέθυνσης Μέγεθος χρηματοπιστωτικού συστήματος (% ΑΕΠ) Μέγεθος τραπεζικού τομέα (% ΑΕΠ) 0.60 0.38 0.29 0.22 0.55 0.81 0.73 0.71 0.60 0.44 Πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα (% συνόλου) 0.70 0.56 0.61 0.51 0.37 Πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα (% ΑΕΠ) 0.35 0.27 0.20 0.13 0.50 Πηγή: King και Levine (1993, Πίνακας 1). Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 14.4, όσο υψηλότερος είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης των οικονομιών τόσο πιο αναπτυγμένο είναι το 51 Βλ. για παράδειγμα King και Levine (1993) και Levine και Zervos (1997). Για την συνολική επισκόπηση αυτής της βιβλιογραφίας βλ. Levine (1997).

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 281 χρηματοπιστωτικό τους σύστημα. Επιπλέον, στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες οι πιστώσεις του τραπεζικού τομέα κατευθύνονται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια, τα οποία αναζητούν κεφαλαιακή υποστήριξη. Γενικά, οι αναπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες παρουσιάζουν υψηλότερους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου, διαθέτουν πιο αναπτυγμένές αγορές χρήματος, ενώ και ο θεσμός του χρηματιστηρίου είναι πολύ πιο διαδεδομένος. Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι, για να αποφύγουν τη γνωστή κριτική της σχέσης μεταξύ αιτίου-αιτιατού, οι μελέτες αυτές υποστηρίζουν ότι ο βαθμός εξέλιξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος παρουσιάζει επίσης έντονη συσχέτιση με τη μελλοντική συσσώρευση κεφαλαίου και την ανάπτυξη των οικονομιών, και άρα προκαλεί την ανάπτυξη και δεν προκαλείται από αυτή. Με βάση τα παραπάνω, ο ρόλος του κράτους αναδεικνύεται ως εξαιρετικά σημαντικός και σε αυτή την περίπτωση με τη διαμόρφωση του κατάλληλου οικονομικού περιβάλλοντος. Το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, να διαμορφώνει συνθήκες που ευνοούν την επέκτασή του στην οικονομία, καθώς και να επιδιώκει την ομαλή ροή των αποταμιευτικών πόρων κυρίως προς τις επενδύσεις του ιδιωτικό τομέα. Η σημασία της πολιτικής και θεσμικής σταθερότητας Εκτός από τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν και έχουν ήδη εξεταστεί σε διάφορα Κεφάλαια του βιβλίου, έχουν αναφερθεί επίσης και μια σειρά από άλλες επιδράσεις στην οικονομική μεγέθυνση, οι οποίες έχουν ερευνηθεί κυρίως εμπειρικά. Οι επιδράσεις αυτές συχνά αναφέρονται σε παράγοντες που πολλές φορές δεν σχετίζονται άμεσα με οικονομικά μεγέθη (όπως το θεσμικό περιβάλλον, η κοινωνική και πολιτική σταθερότητα κλπ.) και συνήθως δεν περιλαμβάνονται στα θεωρητικά υποδείγματα, αλλά εικάζεται ότι επηρεάζουν την οικονομική μεγέθυνση σε μεγάλο βαθμό. Η αναγνώριση του ρόλου του γενικού περιβάλλοντος στην αναπτυξιακή διαδικασία έχει οδηγήσει τη διεθνή βιβλιογραφία να στραφεί στη σχέση μεταξύ πολιτικής οικονομίας και οικονομικής μεγέθυνσης. Οι Alesina κ.α. (1996) σε μια εκτεταμένη μελέτη για 113 χώρες έχουν βρει ότι η πολιτική αστάθεια (με τη μορφή των κυβερνητικών αλλαγών, των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων και των εκτροπών από την κοινοβουλευτική δημοκρατία) σχετίζεται αρνητικά με την οικονομική μεγέθυνση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των συγγραφέων, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης είναι 2.8 ποσοστιαίες μονάδες για τα έτη χωρίς κυβερνητική αλλαγή, αλλά κατέρχεται σε 1.3 ποσοστιαίες μονάδες εάν συμπεριληφθούν τα έτη με κυβερνητική

282 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης αλλαγή, σε 0.1 αν συμπεριληφθούν τα έτη με μείζονος σημασίας ευρείες πολιτικές μεταβολές και σε -1.3 αν συμπεριληφθούν τα έτη με πραξικοπήματα. Οι συγγραφείς υπολογίζουν ότι τα αντίστοιχα μεγέθη για τις μικρές ευρωπαϊκές οικονομίες (Ελλάδα, Κύπρος, Μάλτα, Πορτογαλία, Τουρκία και Γιουγκοσλαβία) είναι αντίστοιχα 5.2, 2.0, 1.3 και -2.2 ποσοστιαίες μονάδες. Όμως πρέπει να τονιστεί ότι οι προσεγγίσεις αυτής της μορφής παρουσιάζουν δύο μειονεκτήματα: πρώτον, της σχετικής αυθαιρεσίας στον υπολογισμό των μεταβλητών της πολιτικής αστάθειας και, δεύτερον, της αμφίδρομης σχέσης, που υπάρχει μεταξύ πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής μεγέθυνσης. 52 Γενικότερα, το οικονομικό περιβάλλον με την ευρεία έννοια θεωρείται ένας από τους κυριότερους παράγοντες που επιδρούν στη διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός έχει εντοπιστεί σαν ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη λόγω της αρνητικής επίδρασης στην επενδυτική συμπεριφορά των ατόμων. Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός αποτελεί σοβαρό αντικίνητρο για τη διοχέτευση πόρων σε παραγωγικές επενδύσεις, γιατί συνεπάγεται αυξημένη αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στην οικονομία, αφού οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού παρουσιάζουν πάντα μεγάλες διακυμάνσεις επηρεάζοντας αρνητικά τις αναμενόμενες αποδόσεις. Ακόμα, επηρεάζεται και η σύνθεση των επενδύσεων, γιατί σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, τα άτομα προτιμούν να επενδύουν σε αποθέματα, που διατηρούν την αξία τους. Έτσι όμως αποθαρρύνεται η μακροχρόνια τραπεζική αποταμίευση, από την οποία θα αντληθούν οι πόροι για τις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, καθώς και η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό λόγω της συναλλαγματικής αβεβαιότητας. Η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις έχει επιβεβαιωθεί από τον Barro (2001), όπως αναφέρθηκε στα αποτελέσματα του Πίνακα 14.1. Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι τα αποτελέσματα προέρχονται κυρίως από ορισμένες χώρες με πολύ υψηλό πληθωρισμό και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίες παρουσιάζουν και άλλα χαρακτηριστικά, όπως πολιτική αστάθεια και έντονες κοινωνικές αναταραχές. Γι αυτό το λόγο τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι εύκολο να γενικευτούν σε οικονομίες με χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, οι οποίοι συνήθως παρατηρούνται στις αναπτυγμένες οικονομίες. Η σημασία της σταθερότητας του πληθωρισμού αποκαλύπτει και την επίδραση άλλων παραγόντων, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο, η νομισματική σταθερότητα είναι αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για επενδύσεις και μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση. Η σταθερή νομισματική πολιτική συνδέεται άμεσα με την 52 Βλ. επίσης Barro (1997). Για μια επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, βλ. Alesina και Perotti (1994).

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 283 ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας κάθε χώρας, η οποία πρέπει να έχει την κατάλληλη υποστήριξη σε θεσμικό επίπεδο, ώστε να αντιδρά στις οικονομικές συνθήκες χωρίς να επηρεάζεται από βραχυχρόνιους στόχους, όπως για παράδειγμα οι επεκτατικές πολιτικές που στοχεύουν στην πρόσκαιρη αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης. Με αυτό τον τρόπο, η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας από τις κυβερνητικές αποφάσεις εμποδίζει την δημιουργία μεγάλων δημοσίων ελλειμμάτων μέσω της πιστωτικής επέκτασης στο δημόσιο τομέα, τα οποία συνήθως λειτουργούν σαν ένδειξη αδυναμίας των κυβερνήσεων να εμπεδώσουν κλίμα οικονομικής σταθερότητας, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει προσδοκίες για χαμηλό και, κυρίως, σταθερό πληθωρισμό. 53 Τέλος, σε ένα γενικότερο πλαίσιο οι Robert Hall και Charles Jones (1999) έχουν μελετήσει την επίδραση παραγόντων όπως η κοινωνική υποδομή της οικονομίας, η οποία ορίζεται ως το σύνολο των πολιτικών που αναγνωρίζει και υποβοηθά την κοινωνική απόδοση των δραστηριοτήτων σε μια οικονομία. Έτσι, η κοινωνική υποδομή επιδρά μέσω των θεσμών, που καθορίζουν το οικονομικό περιβάλλον, και αφορά, για παράδειγμα, την εξάλειψη των στρεβλώσεων στη λειτουργία των αγορών, την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, και άλλους συναφείς παράγοντες. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την παραγωγικότητα της οικονομίας και αποτελούν το κλειδί για μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη. Χρονολογικές σειρές και μακροχρόνιες σχέσεις: η κριτική του Jones στην ενδογενή μεγέθυνση Εκτός από τις μελέτες που δείχνουν ότι οι νέες θεωρίες για την οικονομική μεγέθυνση παρέχουν -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- ένα χρήσιμο πλαίσιο ανάλυσης, υπάρχουν και μελέτες οι οποίες αμφισβητούν την ορθότητα των συμπερασμάτων τους. Η πιο γνωστή από αυτές τις μελέτες έχει γίνει από τον Charles Jones (1995) και στηρίζεται στη χρησιμοποίηση χρονολογικών σειρών από μεγάλα χρονικά διαστήματα, ώστε να εξεταστεί η διαχρονική εξέλιξη των στοιχείων. Το πρώτο στοιχείο που αναφέρει ο Jones είναι το εξής: εάν κάποιος επιχειρούσε να προβλέψει το 1930 το κατά κεφαλήν εισόδημα στις Η.Π.Α. για τη δεκαετία του 1980 (χρησιμοποιώντας μόνο τα στοιχεία για το εισόδημα από το 1880 έως το 1930), θα τα είχε καταφέρει με μεγάλη ακρίβεια! Με βάση αυτό το δεδομένο, η κύρια κριτική του Jones εστιάζει στη βασική πρόβλεψη των υποδειγμάτων ενδογενούς ανάπτυξης ότι οι μόνιμες μεταβολές στην 53 Βλ. Fischer (1993) και Cukierman κ.α. (1993).

284 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης πολιτική προκαλούν μόνιμες μεταβολές στην μεγέθυνση. Κατά το διάστημα των τελευταίων 50 ετών υπήρξαν σημαντικές μεταβολές στους παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική μεγέθυνση. Όμως, σύμφωνα με τον Jones, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι το εισόδημα μεταβλήθηκε σε αντίστοιχο βαθμό. Συγκεκριμένα, το πιο απλό υπόδειγμα ενδογενούς ανάπτυξης, το υπόδειγμα ΑΚ, θεωρεί ότι ο ρυθμός μεταβολής του εισοδήματος ισούται με το ρυθμό μεταβολής του κεφαλαίου (βλ. Κεφάλαιο 2). Από τη γνωστή συνάρτηση συσσώρευσης του κεφαλαίου το ρυθμό μεγέθυνσης g Y μπορεί να εκφραστεί σαν θετική συνάρτηση του ποσοστού των επενδύσεων στο εισόδημα Y I : I g y = A δ (14.5) Y Ο Jones επισημαίνει ότι η σχέση (14.5) δηλώνει ότι οποιαδήποτε μόνιμη μεταβολή στο ποσοστό των επενδύσεων θα επηρεάζει αντίστοιχα και το μόνιμο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. 54 Στη συνέχεια ο Jones εξετάζει τα αντίστοιχα στοιχεία για τις επενδύσεις και το εισόδημα και καταλήγει στα εξής συμπεράσματα για τις αναπτυγμένες οικονομίες: - Ο ρυθμός μεγέθυνσης του εισοδήματος δεν παρουσίασε μόνιμες μεταβολές για την περίοδο 1900-1987 και χαρακτηρίζεται από διαχρονική σταθερότητα - Το ποσοστό των επενδύσεων στο εισόδημα αυξήθηκε σημαντικά κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Τα στοιχεία του Jones (1995) αμφισβητούν ευθέως τα αποτελέσματα των διαστρωματικών μελετών, όπως περιγράφηκαν στο προηγούμενο τμήμα. Επιπλέον, ο Jones ισχυρίζεται ότι τίθενται σε αμφισβήτηση οι προβλέψεις των υποδειγμάτων ενδογενούς μεγέθυνσης, σύμφωνα με τις οποίες η μόνιμη αύξηση των επενδύσεων θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε μόνιμη αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης κατά τη μεταπολεμική περίοδο, και πάντως όχι σε πτώση, όπως παρατηρήθηκε διεθνώς μετά το 1973 (βλ. Κεφάλαιο 1). Επιπλέον, η μελέτη του Jones δείχνει ότι η πιθανή επίδραση της μεταβολής των επενδύσεων στο ρυθμό μεγέθυνσης εξανεμίζεται μέσα στην πρώτη δεκαετία από την εφαρμογή της πολιτικής και δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα. Οι παραπάνω αιτιάσεις αμφισβητούν πολύ σοβαρά τη σημασία των υποδειγμάτων ενδογενούς μεγέθυνσης και του κυριότερου χαρακτηριστικού τους, ότι δηλαδή 54 Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και όταν τροποποιηθεί η συνάρτηση παραγωγής, ώστε να περιλαμβάνει φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο.

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 285 κάθε μόνιμη μεταβολή στους παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική μεγέθυνση επηρεάζει μόνιμα και το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Μια απάντηση στην κριτική του Jones (1995) για το υπόδειγμα ΑΚ έχει δοθεί από την Ellen McGrattan (1998), η οποία υποστήριξε ότι εάν παρατηρήσει κάποιος τις μακροχρόνιες τάσεις, τότε τα στοιχεία υποστηρίζουν το υπόδειγμα ΑΚ. Πιο συγκεκριμένα, η McGrattan (1998) χρησιμοποιεί ιστορικά στοιχεία για τις αναπτυγμένες οικονομίες, τα οποία ξεκινούν τον 19 ο αιώνα, και βρίσκει ότι μακροχρόνια η αύξηση των επενδύσεων συνδέεται με αύξηση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης σε αυτές τις οικονομίες. Εφόσον το υπόδειγμα ΑΚ είναι ένα υπόδειγμα για τη μακροχρόνια συμπεριφορά της οικονομίας και όχι για τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις (που μπορεί να διαρκούν ακόμα και 10 ή 20 χρόνια), η McGrattan (1998) υποστηρίζει ότι τα στοιχεία δεν απορρίπτουν το υπόδειγμα, αρκεί η διερεύνηση της σχέσης επενδύσεωνανάπτυξης να γίνει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Η κριτική του Jones (1995) όμως δεν έχει περιοριστεί αποκλειστικά στο υπόδειγμα ΑΚ, καθώς μια εύλογη απάντηση στις αιτιάσεις του είναι ότι η πραγματική πηγή της μακροχρόνιας ανάπτυξης είναι η τεχνολογική πρόοδος. Η συλλογιστική αυτή οδήγησε στα υποδείγματα με έρευνα και διάχυση της τεχνολογίας, που παρουσιάστηκαν στα Κεφάλαια 8 και 9. Ο Jones επεκτείνει τη μελέτη του, ώστε να λάβει υπόψη του την επίδραση της τεχνολογίας στη μακροχρόνια ανάπτυξη. Σύμφωνα με το απλό υπόδειγμα ενδογενούς μεγέθυνσης με Ε&T, ο ρυθμός μεταβολής του εισοδήματος, που ισούται με το ρυθμό μεταβολής της παραγωγικότητας, εξαρτάται από το ποσοστό ω του εργατικού δυναμικού L που ασχολείται στον τομέα της Ε&T με μια σχέση της μορφής: g Y = ωl (14.6) Από την (14.6) προκύπτει ότι το ποσοστό εργαζομένων σε Ε&T επηρεάζει θετικά το ρυθμό μεγέθυνσης, ενώ ο τελευταίος αυξάνει με το μέγεθος του πληθυσμού, ακόμα και εάν το ποσοστό ω παραμένει σταθερό. Όμως, όπως επισημαίνει ο Jones, από τα εμπειρικά στοιχεία προκύπτουν τα παρακάτω συμπεράσματα: - Ο ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας είναι σχετικά σταθερός για την περίοδο μετά το 1960 - Ο αριθμός των επιστημόνων (και το ποσοστό τους στο εργατικό δυναμικό) έχει αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως και οι δαπάνες για Ε&T. Τα δύο αυτά συμπεράσματα οδηγούν, σύμφωνα με τον Jones, στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες για Ε&T δεν μπορούν να επηρεάσουν τη

286 Π. Καλαϊτζιδάκης Σ. Καλυβίτης μακροχρόνια ανάπτυξη. Όπως είναι φυσικό, η κριτική του Jones (1995) έχει προκαλέσει εκτενή σχολιασμό στη σχετική εμπειρική βιβλιογραφία λόγω της σπουδαιότητας των συμπερασμάτων που συνεπάγεται για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής. Εάν ισχύουν τα συμπεράσματα του Jones, τότε όλο το πλέγμα των πολιτικών που ευνοούν τη συσσώρευση κεφαλαίου και τις δαπάνες σε Ε&T (επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, θεσμικά κίνητρα) δεν έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας παραμένει σταθερός και ανεξάρτητος από τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Συμπεράσματα Η κλασική και η σύγχρονη θεωρία οικονομικής μεγέθυνσης έχουν ως κύριο αντικείμενο τον εντοπισμό των παραγόντων που επιδρούν στην ανάπτυξη μιας οικονομίας. Σε αυτή την προσπάθεια κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι εμπειρικές μελέτες, οι οποίες προσπαθούν να εντοπίσουν αυτούς τους παράγοντες με τη βοήθεια των στατιστικών στοιχείων και τη χρήση των σύγχρονων οικονομετρικών τεχνικών. Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, με την ύπαρξη διαθέσιμων και συγκρίσιμων στοιχείων από όλες σχεδόν τις οικονομίες και τη διάδοση του Διαδικτύου, η εμπειρική έρευνα αποτελεί αναπόσπαστο πλέον τμήμα της μελέτης της οικονομικής μεγέθυνσης. Από το νεοκλασικό υπόδειγμα μέχρι τα υποδείγματα ενδογενούς ανάπτυξης, οι θεωρίες οικονομικής μεγέθυνσης έχουν εντοπίσει τις επενδύσεις ως τον κύριο παράγοντα που οδηγεί σε μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση. Έτσι, είναι φυσικό ότι η εμπειρική έρευνα έχει στραφεί, από τα πρώτα στάδια της, στη μελέτη της σχέσης μεταξύ επενδύσεων και μεγέθυνσης. Ακόμα και σήμερα όμως, οι εμπειρικές μελέτες δεν έχουν καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα για αυτή την επίδραση. Παρότι υπάρχει θετική σχέση μεταξύ επενδύσεων και ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, ορισμένοι οικονομολόγοι αμφισβητούν εάν πράγματι οι επενδύσεις αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα για την οικονομική μεγέθυνση και τονίζουν την επίδραση και άλλων παραγόντων, όπως το ανθρώπινο κεφάλαιο και η διάδοση της τεχνολογίας. Στην περίπτωση του ανθρώπινου κεφαλαίου τα κυριότερα ζητήματα εστιάζονται στον τρόπο μέτρησης, ο οποίος συνήθως προσεγγίζει το απόθεμα ανθρώπινου κεφαλαίου στην οικονομία από το ποσοστό συμμετοχής στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η προσέγγιση αυτή αγνοεί ζητήματα όπως η ποιότητα της εκπαίδευσης, αλλά ουσιαστικά είναι η μόνη διαθέσιμη για ευρύ φάσμα οικονομιών, ώστε να μπορούν να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Επίσης, σχετικές μελέτες έχουν δείξει ότι η επίδραση της εκπαίδευσης δεν είναι ομοιογενής, αλλά διαφέρει ανάλογα με το φύλο, ενώ πολύ σημαντική

Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και Πολιτική 287 είναι και η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. 55 Επομένως το κράτος, μέσω των δαπανών για εκπαίδευση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση και διατήρηση υψηλού επιπέδου στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όσο για την επίδραση της διάχυσης της τεχνολογίας, τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο ενθαρρυντικά, κυρίως διότι η μεγάλη αύξηση του επιστημονικού δυναμικού στις αναπτυγμένες οικονομίες δε συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης. Πιο εξελιγμένα υποδείγματα πάντως δίνουν περισσότερα θετικά αποτελέσματα, αφήνοντας χώρο για νέες εμπειρικές αναζητήσεις στη σχέση τεχνολογίας και ανάπτυξης. Το κύριο συμπέρασμα από τις εμπειρικές μελέτες είναι ότι η ερμηνεία της διαδικασίας της οικονομικής μεγέθυνσης δεν πρέπει να αποδίδεται αποκλειστικά σε έναν παράγοντα. Οι νέες μελέτες δείχνουν ότι το γενικότερο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον παίζει και αυτό σημαντικό ρόλο στη μεγέθυνσης μιας οικονομίας. Η σύνθεση όλων αυτών των παραγόντων θα αποτελέσει, κατά πάσα πιθανότητα, το νέο πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν οι εμπειρικές μελέτες, καθώς οι καινούργιες θεωρίες θα αναλύουν πιο διεξοδικά τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ ο όγκος και η ποιότητα των στοιχείων θα αυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου, δίνοντας πρόσφορο έδαφος για πληρέστερη εμπειρική ανάλυση. 55 Βλ. Barro (2001).