159-187 ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΙΜΑ ΣΩΜΑΤΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ Ιωάννης Ε. Σαριδάκης Επίκουρος Καθηγητής Ιόνιο Πανεπιστήμιο Abstract: This paper is an exploration and a critical overview of the basic tenets of Corpusbased Translation Studies (CTS). Drawing on the systemic functional model of discourse and textual analysis, I aim to outline the practical, albeit limited, applicability of the "parallelism" and "comparability" scenarios that are conveniently resorted to in Translation Studies as theoretical and methodological premises for exploiting translation corpora, both in translation production environments and in the translation classroom. While not rejecting the underlying principles of the current mainstream CTS move, I critically opt for a tentative re-assessment of the role of Applied Linguistics in translator training curricula, with a strong emphasis on integrating the Descriptive Paradigm with Computer Corpus Linguistics combined with maxims of Systemic Functional Analysis. Περίληψη: Το παρόν άρθρο επιχειρεί μια εξερεύνηση και κριτική θεώρηση των βασικών παραδοχών του πεδίου της Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένων στις Μεταφραστικές Σπουδές (CTS). Βασιζόμενοι στο συστημικό λειτουργικό μοντέλο ανάλυσης λόγου και κειμένου, στοχεύουμε να οριοθετήσουμε την πρακτική, αν και περιορισμένη, εφαρμοσιμότητα των σεναρίων «παραλληλισμού» και «συγκρισιμότητας», που αναφέρονται κατά κανόνα στις Μεταφραστικές σπουδές ως η θεωρητική και μεθοδολογική βάση αξιοποίησης των μεταφραστικών σωμάτων κειμένων, τόσο στα παραγωγικά όσο και στα διδακτικά περιβάλλοντα της Μετάφρασης. Αν και δεν απορρίπτουμε τις υποκείμενες αρχές της μείζονος σύγχρονης τάσης στο πεδίο της CTS, προτείνουμε μια προταγματική επανοριοθέτηση του ρόλου της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας στα προγράμματα κατάρτισης μεταφραστών, με ειδικότερη έμφαση στην ολοκλήρωση του Περιγραφικού Παραδείγματος με την Υπολογιστική Γλωσσολογία Σωμάτων Κειμένων (Computer Corpus Linguistics, σε συνδυασμό με αξιώματα της Συστημικής Λειτουργικής Ανάλυσης. 2011 Faculty of Turkish Studies and Modern Asian Studies National and Kapodistrian University of Athens
160 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης 1. Εισαγωγή. Μεταφραστικά περιβάλλοντα και γλωσσικοί πόροι Το σύγχρονο μεταφραστικό περιβάλλον είναι, αναντίρρητα, πληροφοριο-κεντρικό. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που ο ΗΥ ήταν «απλώς» μια εξελιγμένη γραφομηχανή, για την ακρίβεια τόσα, ώστε η σχετική περιγραφή να έχει πλέον ιστορική αξία, τουλάχιστον για τους νεώτερους. Η υπολογιστική μηχανή στο δικό μας παράδειγμα, στο περιβάλλον δηλαδή της διαγλωσσικής διαχείρισης κειμένων με μεταφραστική στόχευση, ή απλώς μεταφραστικό περιβάλλον, έχει σαφέστατα ευρύτερο ρόλο, ο οποίος, όπως έχει εκτεταμένα και ορθώς υποστηριχθεί, καταλύει τη μεταφραστική επιτέλεση. «Αυτοματοποίηση» αποκαλεί ο Sager στο έργο αναφοράς του οικείου πεδίου (1994) τη διεργασία αυτή η οποία διατρέχει, όλο και περισσότερο, το μεταφραστικό περιβάλλον, στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί κατά τρόπο δόκιμο, αποτελεσματικό και οικονομοτεχνικά αποδοτικό, στα «ζητούμενα» από τη μεταφραστική επιτέλεση. Σε παλαιότερη εργασία μας (Σαριδάκης 2000) αναδείξαμε εξάλλου τις προκλήσεις που προέβαλαν οι εκρηκτικά αναδυόμενες, τότε, πληροφοριακές τεχνολογίες για τη μεταφραστική επιτέλεση, τόσο στο επίπεδο των διαδικασιών των μεταφραστικών περιβαλλόντων, όσο και, κυρίως, στο επίπεδο της μεταφραστικής επιτέλεσης προκλήσεις που, σε τελευταία ανάλυση, χαρτογραφούν εκ νέου, το θεωρητικό και μεθοδολογικό μοντέλο με το οποίο προσεγγίζουμε τις μεταφραστικές σπουδές. Δημιουργούνται εν τέλει στο μεταφραστικό περιβάλλον, παραγωγικό όσο και διδακτικό, «πυρήνες» γνώσης και πληροφοριών, τις οποίες οι συντελεστές του οφείλουν (ή αναγκάζονται de facto, ή καλούνται) να διαχειριστούν σε όλο τον κύκλο της ζωής τους: οι γλωσσικοί και οι μεταφραστικοί πόροι αναδεικνύονται σε καθαυτό οντολογίες στο σύγχρονο μεταφραστικό περιβάλλον, οι οποίες αποκτούν διακριτή και εν πολλοίς αυτοτροφοδοτούμενη αξιακή υπόσταση. Αναφέρουμε σταχυολογικώς μερικές από τις οντολογίες αυτές: βάσεις ορολογικών δεδομένων, παράλληλα και συγκρίσιμα κείμενα, υλικό πραγματολογικής και εννοιολογικής τεκμηρίωσης και αναφοράς, διαδικτυακές πηγές, κ.λπ. Οι πόροι αυτοί είναι λίγο πολύ γνωστοί στους συντελεστές των μεταφραστικών περιβαλλόντων, η δε κρισιμότητά τους για τη μεταφραστική επιτέλεση αποτελεί αναμφίβολα συνάρτηση πολλών παραγόντων, και εν τέλει ανάγεται κατά τη γνώμη μας στο τρίπτυχο της συσχέτισης των γλωσσικών, γνωσικών και πολιτισμικών συνιστωσών (Stubbs 2006: 28) που συλλειτουργούν στο μεταφραστικό περιβάλλον.
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 161 2. Κειμενικές συλλογές και περιγραφικές μεταφραστικές σπουδές Στο επίκεντρο της προσοχής της επιστημονικής κοινότητας έχουν εκ των πραγμάτων βρεθεί οι συλλογές κειμενικού υλικού (παράλληλα και συγκρίσιμα κείμενα), δεδομένου ότι η αξιοποίηση των μεθόδων και των τεχνικών της Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένων προβάλλει σημαντικές προκλήσεις για τις ερευνητικές μεθόδους της Μετάφρασης, ιδιαιτέρως αυτές που αρθρώνονται στο συγκριτικό (αντιπαραβολικό) μοντέλο (Chesterman 2000: 16 17). Το τελευταίο εδράζεται στην αντιπαραβολική θέαση της ισοδυναμίας στη Μετάφραση (Vinay & Darbelnet 1958, Catford 1965), ενεργοποιώντας όμως στο συγκριτικό μοντέλο προσεγγίσεις που στοχεύουν στη διατύπωση προτάσεων σχετικά με (i) τους μεταφραστικούς «κανόνες» που καταγράφονται σε ένα ζεύγος γλωσσών, (ii) αντιπαραβολικές συγκρίσεις μεταξύ γλωσσικών συστημάτων (κατά παρέκταση των μεθόδων της αντιπαραβολικής γλωσσολογίας, με εστίαση πάντως στο μεταφραστικό επιτέλεσμα), και (iii) στοιχεία καθολικού χαρακτήρα (καθολικά, universals) (Chesterman 2000: 17). Η απλή, κατά βάση λογική της αντιπαραβολής «μετρήσιμων» στοιχείων της διακειμενικής εκφοράς μπορεί, έστω και υπό αρκετές προϋποθέσεις, να αποτελέσει το υπόβαθρο της αναζήτησης αιτιοτήτων στη μεταφραστική πράξη, της διατύπωσης δηλαδή ερμηνευτικών, περιγραφικών, επεξηγηματικών και προβλεπτικών υποθέσεων στις μεταφραστικές σπουδές (Chesterman 2000: 21 25). Οι (ερευνητικές) μεταφρασιολογικές προσεγγίσεις που βασίζονται σε σώματα κειμένων (Corpus-based [translation] studies, CTS) εντάσσονται ξεκάθαρα στο περιγραφικό παράδειγμα (πβ. Olohan 2004: 10): την εφαρμογή της θεωρίας των πολυσυστημάτων των Even-Zohar (1990) και Toury (1995a) στις Μεταφραστικές Σπουδές, με μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο και τη θέση του ΚΣ στον πολιτισμό στόχος [1] και με εστίαση στο τι 1 Ειρήσθω εδώ, ότι η προσέγγιση των Περιγραφικών Μεταφραστικών Σπουδών (Descriptive Translation Studies, DTS) παρουσιάζει καίριες διαφορές με τις κανονιστικές προσεγγίσεις με προεξάρχουσες τη Θεωρία του Σκοπού (Skopostheorie) των Reiss και Vermeer και τις καλούμενες λειτουργικές προσεγγίσεις, με μόνη ίσως ομοιότητα τη συναξιολόγηση, κατά την αναλυτική φάση, της θέσης του ΚΣ στον πολιτισμό στόχος: «αν και οι βασικοί ερευνητές στο πλαίσιο της Skopοstheorie εντοπίζουν [...] το πλαίσιο αναφοράς τους στον περισσότερο "ρεαλιστικό" τρόπο με τον οποίο [η θεωρία αυτή] μπορεί να εξετάσει προβλήματα εφαρμοσμένου χαρακτήρα με κύριο στόχο τη "βελτίωση" (δηλ. την αλλαγή!) του κόσμου των εμπειριών μας, οι δικές μας προσπάθειες στοχεύουν πρωταρχικά στην περιγραφή και την επεξήγηση αυτού που έχει θεωρηθεί μεταφραστικό στο πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτισμών στόχος, με απώτερο στόχο τη διατύπωση μιας σειράς αλληλένδετων κανόνων πιθανολογικής φύσης, μαζί με τους παράγοντες που τους διαμορφώνουν» (Toury 1995b: 137 η έμφαση δική μας πβ. σχετικό προβληματισμό και στο Σαριδάκης 2010: 210 213). Ασφαλώς, επίσης, είναι δυνατό να εντοπιστούν κανονιστικά στοιχεία και στο (ευρύ) Περιγραφικό Παράδειγμα συγκεκριμένα, στη de facto χρησιμοθηρική, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό διδακτική της Μετάφρασης η παραδο-
162 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης και το πώς της μετάφρασης, κατά την έννοια που τα ερωτήματα αυτά αντιδιαστέλλονται στις προηγουμένως κυρίαρχες κανονιστικές προσεγγίσεις. Ο πολύπτυχος προσδιορισμός της αξίας των συστηματοποιημένων κειμενικών συλλογών στη Μετάφραση, όσο και οι πολύπλευρες θεάσεις της αξίας αυτής (π.χ. (i) για πρακτικούς σκοπούς στα παραγωγικά περιβάλλοντα της μετάφρασης, (ii) για διδακτικούς σκοπούς ή (iii) για ερευνητικούς σκοπούς, είτε αμιγώς στο πλαίσιο των Μεταφραστικών Σπουδών, είτε συνδυαστικώς, ως τμήμα ερευνών σε συγγενή ή όμορα των Μεταφραστικών Σπουδών επιστημονικά πεδία, ή τέλος (iv) για οποιονδήποτε συνδυασμό των (i), (ii) και (iii)) έχουν, σχεδόν αυτοδικαίως, οδηγήσει σε πολλές και σε ορισμένες περιπτώσεις εξόχως διαφορετικές θεάσεις της έννοιας των Σωμάτων Κειμένων και των δυνατοτήτων ένταξής τους στη μεταφραστική πράξη, έρευνα και, εν τέλει, θεωρία. 3. Υπόβαθρο εργασίας Η ίδια η έννοια του Σώματος Κειμένων, ως συλλογής υλικού που στοχεύει στο χαρακτηρισμό μιας κατάστασης ή μιας ποικιλίας της γλώσσας (Sinclair 1991: 171) ή, περαιτέρω, ως συλλογής τμημάτων λόγου (pieces of language) η οποία δομείται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (Sinclair 1996a: 27, Kennedy 1998: 3), γεννά την ανάγκη για λειτουργικό προσδιορισμό πλήθους ποιοτικών και ποσοτικών μεταβλητών, με σκοπό τη βέλτιστη οργάνωση του κειμενικού υλικού, ώστε αυτό να μπορέσει να ανταποκριθεί, σε ελεγχόμενο βαθμό, στο στόχο της εμπειρικής επαγωγικής γενίκευσης και στην παρατήρηση της γλωσσικής επιτέλεσης, κατά το πώς αυτή αντιδιαστέλλεται στη γλωσσική ικανότητα. Πρόκειται για το παράδειγμα της Υπολογιστικής Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένων (CCL, Computer Corpus Linguistics, Leech 1992), στο οποίο «η τεχνολογία (όπως για αιώνες στις φυσικές επιστήμες) αποκτά έναν πολύ πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν της υποστήριξης και της διευκόλυνσης της έρευνας: [αποτελεί] ουσιώδες μέσον στην πορεία προς ένα νέο είδος γνώσης, κλειδί για έναν νέο τρόπο σκέψης για τη γλώσσα» (Leech 1992: 106). Με ειδικότερη αναφορά στη Μετάφραση, και ανεξαρτήτως της γωνίας θέασης της έννοιας του Σώματος Κειχή της (κοινωνιογλωσσικής) «νόρμας» εμφανίζει επικάλυψη με προτάγματα κανονιστικού χαρακτήρα άλλων παραδειγμάτων: το πώς ταυτίζεται εύκολα, ειδικά εάν επιχειρείται η «εκλαΐκευσή» του, με το πρέπει η δε ταύτιση αυτή μπορεί να υφίσταται και αμφίδρομα (πβ. Snell-Hornby 2006: 47 56, Pym 2010: 75). Εξ άλλου, υπό πολιτισμικό πρίσμα, η παραβολή των «κανόνων» στα «κανονιστικά μοντέλα» μπορεί να δημιουργήσει επιστημολογικές αντιφάσεις και ερευνητικά παραδοξολογήματα στην περιγραφική θέαση του μεταφραστικού φαινομένου «σε βάρος πειραματικών ή καινοτομικών πρακτικών» (Martín Ruano 2006: 44). Ξεπερνάει, ωστόσο, τα όρια της παρούσας εργασίας ο σχετικός θεωρητικός προβληματισμός.
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 163 μένων, των στόχων που επιδιώκονται μέσω της δόμησης ενός Σώματος Κειμένων και των επί μέρους λειτουργικών πτυχών και μεταβλητών του, όσο και ανεξαρτήτως της πολυποίκιλης και πολλαπλώς στοχεύουσας τυπολογίας των (μεταφραστικών) Σωμάτων Κειμένων (πβ. Σαριδάκης 2010: 222 233), όλες οι προσεγγίσεις κατατείνουν στην ύπαρξη ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή: του παραλληλισμού, ή της αναλογικής συσχέτισης, των ποιοτικών (πρωτίστως) και των ποσοτικών (δευτερευόντως), προσδιοριστικών βάσει των οποίων δομείται και αξιολογείται το κειμενικό υλικό (μονογλωσσικό ή πολυγλωσσικό, συγχρονικό ή διαχρονικό, πρωτογενούς ή δευτερογενούς εκφοράς, κ.ο.κ.). Προτάσσεται, κατά την έννοια αυτή, ένα «παγιωμένο» σύνολο λειτουργικών κριτηρίων, συχνά υπόρρητο, το οποίο διαμορφώνει το ελάχιστο σύνολο παραδοχών επί των οποίων δομείται μια κειμενική συλλογή με πρακτική μεταφραστική ή θεωρητική μεταφρασιολογική στόχευση. 4. «Παραλληλία» Σωμάτων Κειμένων. Μια κριτική προσέγγιση Η εννοιολόγηση της «παραλληλίας» του κειμενικού υλικού ή καλύτερα μεταξύ κειμενημάτων (textemes) (sensu Toury 1995a στο Σαριδάκης 2010: 195 σημ. 117) έχει διατρέξει δύο μείζονα στάδια προσδιορισμού. Στο χρονικά πρώτο (ενδεικτικά, Neubert 1985: 75 στο Schäffner 1998: 84), η παραλληλία μεταξύ των κειμένων αντιμετωπίζεται ως ίση πληροφορικότητα μεταξύ των κειμένων (Κ1, Κ2) που έχουν συνταχθεί σε δύο κώδικες (Γ1 και Γ2) και, αντιστοίχως, ως ομοιότητα (ή οιονεί ομοιότητα) μεταξύ των επικοινωνιακών συνθηκών παραγωγής των κειμένων (ibid.). Πέραν της ονοματολογίας της, η προσέγγιση αυτή του βαθμού ομοιότητας μεταξύ Κ1 και Κ2, στο επίπεδο της Συγκριτικής Κειμενολογίας εξυπηρετεί έναν ομολογουμένως φιλόδοξο στόχο: στο πεδίο των ειδικών γλωσσών, επιχείρησε να παραγάγει αναλογίες μεταξύ των επί μέρους στοιχείων αυτών που διαμορφώνουν τους κειμενικούς τύπους (ή τα κειμενικά είδη) στο σύστημα των αντιπαραβαλλόμενων φυσικών γλωσσών [2]. Εξ άλλου, άλλοι ερευνητές, συνοψίζοντας τους προσδιορισμούς της έννοιας του παράλληλου Σώματος Κειμένων, και με ειδικότερη αναφορά στη μεταφραστική επιτέλεση, την οριοθετούν ενδεικτικά ως «ένα σώμα το οποίο περιλαμβάνει κείμενα σε μία γλώσσα, ή σε μία γλωσσική ποικιλία, σε συνδυασμό με αντίστοιχα κείμενα σε μια άλλη γλώσσα ή γλωσσική ποικιλία και στο οποίο η σχέση μεταξύ των δύο συνόλων των κειμένων συνιστά σχέση μεταφραστικής ισοδυναμίας εν ευρεία εννοία, ή, με άλλα λόγια, υπάρχει μια (άμεση ή έμμεση) μεταφραστική σχέση μεταξύ των κειμένων. [Ο προσδιορισμός αυτός] καλύπτει ένα ευρύ φάσμα σχέσεων μεταξύ των συγκεκρι- 2 Συναφείς οι εργασίες των K. Reiss (1976) και A. Trosborg (1997).
164 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης μένων γλωσσικών ποικιλιών, όπως η παλαιότερη και η πλέον σύγχρονη μορφή της "ίδιας" γλώσσας [Merkel 1999: 11] [...], ή ένα μετάφρασμα με τη συμβατική έννοια, δύο διαφορετικά μεταφράσματα του ίδιου κειμένου πηγή, κ.λπ. [ibid.]» (Borin 2002: 4 η έμφαση δική μας). Αν αντιπαραβάλλουμε τις εννοιολογήσεις που αναφέρονται στην «παραλληλία» μεταξύ κειμένων, οι διαφορές που θα εντοπίσουμε είναι προφανείς: χαρακτηριστικά, η Schäffner εντοπίζει τη σχέση μεταξύ των κειμένων στο ευρύτερο φάσμα της επικοινωνιακής λειτουργίας τους, ενώ πολλοί ερευνητές, όπως ο Borin ανωτέρω, επιμερίζουν τη σχέση αυτή κυρίως στο επίπεδο της μεταφραστικής επιτέλεσης. Στο δεύτερο αυτό πλαίσιο θεώρησης κινούνται και οι εννοιολογήσεις στο πλαίσιο του σχετικώς νεοπαγούς χώρου των μεταφραστικών τεχνολογιών (ενδεικτικά: Bowker 1999, 2000, 2002 και 2003 Bowker & Pearson 2002 Pearson 2000a, 2000b, 2003 Quah 2006, κ.ά). Κοινό χαρακτηριστικό των δύο προσεγγίσεων, ωστόσο, είναι η μεταφραστική και μεταφρασιολογική στόχευση των κειμενικών συλλογών ενός συγκεκριμένου τύπου, η δε σύγκλιση μεταξύ τους, αν και δεν είναι προφανής, δεν φαντάζει αδύνατη σε πρώτη ανάγνωση. Ισχύει όμως αυτή η υπόθεση; Κι αν ναι, σε ποιο βαθμό μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά παραγωγική; Προτού επιχειρήσουμε τη συνεξέταση των παραδοχών στις οποίες θεμελιώνονται οι δύο αυτές προσεγγίσεις, θα παραθέσουμε δύο ακόμη ονοματοδοσίες κειμενικών οντοτήτων με συναφές περιεχόμενο ή/και στόχευση. Ο Hartmann (1980: 37 στο Granger 2003: 19) αποκαλεί τις συλλογές αυτές μεταφραστικά Σώματα Κειμένων, ενώ η κατισχύουσα εννοιολόγηση στα πεδία της Υπολογιστικής Γλωσσολογίας και της Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένων ή απλώς στο πεδίο της κατά Leech (ό.π.) CCL προσδιορίζει τις κειμενικές συλλογές αυτού του γενικού τύπου ως συγκρίσιμα σώματα κειμένων (comparable corpora) ονομασία η οποία προτείνεται αρχικά από την Baker για να προσδιορίσει δύο συλλογές κειμένων στην ίδια φυσική γλώσσα: μία συλλογή αποτελούμενη από πρωτότυπα κείμενα και μία από μεταφράσματα. Στις συλλογές αυτού του τύπου, η συγκρισιμότητα προσδιορίζεται με βάση το ότι οι εν λόγω συλλογές πρέπει να «καλύπτουν όμοιο πεδίο, ποικιλία γλώσσας και χρονικό εύρος, και να έχουν συγκρίσιμη έκταση. Το μεταφραστικό σώμα κειμένων πρέπει [εξ άλλου] να είναι αντιπροσωπευτικό του φάσματος των συντακτών των πρωτοτύπων κειμένων και των μεταφραστών» (Baker 1995: 234). Δήλον ότι η χρονικά δεύτερη εννοιολόγηση του «παραλλήλου κειμένου», και κυρίαρχη σήμερα, είναι αυτή που αντιμετωπίζει την παραλληλία ως σύνολο (- α) ζευγών κειμένων, σε σχέση ΚΠ ΚΣ μεταξύ τους. Είναι προφανές ότι σε αυτόν τον τύπο συσχέτισης των κειμενικών δεδομένων, δεν υφίσταται ο ανωτέρω προβληματισμός περί του πλαισίου «παραλληλίας» ή «συγκρισιμότητας» μετα-
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 165 ξύ των κειμένων, καθώς η αρχική παραδοχή περί της πρακτικής αξίας των παραλλήλων κειμενικών συλλογών μετατοπίζει την εστίασή μας στο επιμερισμένο υλικό (κυρίως λεξιλογικό και φρασεολογικό) που είναι δυνατό να αντληθεί από αυτές. Θα πρέπει να δεχθούμε, τέλος, ότι το μείζον μέρος του βασικού προβληματισμού περί «παραλληλίας» μεταξύ κειμένων (ή κειμενικών συλλογών), όπως συνοπτικά εξετέθη ανωτέρω, εντοπίζεται και στο θεωρητικό προβληματισμό που διατρέχει σαφώς και εκ των πραγμάτων με μεγαλύτερη ένταση την ανάπτυξη συγκρίσιμων σωμάτων κειμένων [3]. Η τυπολογία των Σωμάτων Κειμένων με μεταφραστική και μεταφρασιολογική στόχευση (όσο και αυτών με στόχευση την αντιπαραβολική κειμενολογία), αλλά και η συνακόλουθη ονοματοδοσία τους, αποτελεί τελικώς την απαρχή κάθε σχετικού προβληματισμού (βλπ. ενδεικτικά Σαριδάκης 2010: 222 233). 5. Επικοινωνιακές και κειμενοκεντρικές παραδοχές Ο τυπολογικός χαρακτηρισμός των σωμάτων κειμένων που έχουν (ή επιδιώκεται να αποκτήσουν) αξία στο μεταφραστικό περιβάλλον δεν αποτελεί προφανώς αυτοσκοπό, για τούτο και δεν θα εμμείνουμε στις ονοματολογικές διαφορές μεταξύ των επί μέρους τυπολογιών. Θα επισημάνουμε όμως ότι οι διαφορές αυτές αντανακλούν σε τελευταία ανάλυση τις εγγενείς λειτουργικές αδυναμίες και τα όρια των επί μέρους προσεγγίσεων στοιχείο που με τη σειρά του περιορίζει δραστικά τη στόχευση (i) της αντιμετώπισης των πτυχών της λειτουργικής ισοδυναμίας μεταξύ των κειμένων, υπό αναλυτικό πρίσμα, και (ii) των μοντέλων περιγραφικής θέασης και ενίοτε κανονιστικής ρύθμισης της μεταφραστικής συμπεριφοράς, υπό συνθετικό πρίσμα. Θα εστιάσουμε κατωτέρω στις αδυναμίες αυτές, αναφερόμενοι στους τυπικούς και λειτουργικούς προσδιορισμούς των βασικών πτυχών των κύριων προσεγγίσεων. 3 Ενδεικτικά, η Laviosa (1997: 290 291) εστιάζει στο πρόβλημα της συγκρισιμότητας μεταξύ μεταφρασμένων και μη μεταφρασμένων κειμένων, υπό την έννοια ότι πρέπει να «ελέγχονται» οι λειτουργικές εξωκειμενικές πτυχές της κειμενικής επιτέλεσης ( translational and non-translational components), ώστε, κατά τη διατύπωση πορισμάτων, να είναι δυνατό α αποδοθούν οι γλωσσικές διαφορές μεταξύ των δύο υπο-ομάδων του ΣΚ (εν προκειμένω της Αγγλικής) στη διαμεσολαβητική λειτουργία της Μετάφρασης. Καταλήγει δε, ότι «τα εξωγλωσσικά στοιχεία [Σ.Σ. εξωτερικά κριτήρια περιγραφής του σώματος κειμένων] συμβάλλουν στον προσδιορισμό των κύριων κριτηρίων με βάση τα οποία προσδιορίζεται η συγκρισιμότητα. [...] Τα εξωγλωσσικά δεδομένα που σχεδιάζονται να καλύψουν τις ανάγκες των Μεταφραστικών Σπουδών είναι περισσότερο παραγωγικά και θεωρητικώς έμφορτα σε σχέση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά [...] στο πεδίο της Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένων» (Laviosa 1997: 302).
166 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης 5.1. Γλωσσικά υποδείγματα και πτυχές της επικοινωνιακής λειτουργίας της γλώσσας Στο επίπεδο των αναλογιών μεταξύ επικοινωνιακών συνθηκών, ακολουθούμε τις κατωτέρω βασικές παραδοχές: (α) Δεχόμαστε ότι η γλώσσα αποτελεί σύστημα «κοινωνικής σημειολογίας» (Halliday 1978 [1994]). Κατ' αναλογία, η σημειολογική δομή μιας συγκεκριμένης επικοινωνιακής κατάστασης «αντανακλά στο σύστημα των σημασιών, ενεργοποιώντας συγκεκριμένα δίκτυα σημασιολογικών επιλογών. [...] Η διαδικασία αυτή προσδιορίζει το φάσμα του νοηματοδοτικού δυναμικού [meaning potential], ή επιπέδου του λόγου [register]» (Halliday 1978 [1994]: 39 η έμφαση της πηγής). (β) Εξ άλλου, αντιμετωπίζουμε τη γλωσσική πραγμάτωση (parole) ως σύνολο σημείων που συναπαρτίζουν συνοχικό κείμενο, τα οποία «παράγονται πάντοτε στο πλαίσιο κοινωνικών διαδράσεων [ενώ] πίσω από τα σημεία βρίσκονται κίνητρα και όχι αυθαίρετες σχέσεις μεταξύ νοήματος και μορφής η βάσει κινήτρου σχέση αυτή εδράζεται [...] στο ενδιαφέρον των θεμελιωτών των σημείων [...] Τα σημαίνοντα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των σημείων δομούνται στο πλαίσιο της κοινωνικής διάδρασης και εντάσσονται στους σημειολογικούς πόρους ενός πολιτισμού. Η σχέση μορφής [σημαίνοντος] και περιεχομένου [σημαινομένου] είναι σχέση καταλληλότητας [...] στην οποία η μορφή του σημαίνοντος αντιστοιχίζεται ευθέως στην έκφραση του νοήματος που πρέπει να πραγματωθεί. Καταλληλότητα σημαίνει ότι η μορφή έχει τα αναγκαία χαρακτηριστικά για να γίνει φορέας του περιεχομένου» (Kress 2010: 54 55 η έμφαση της πηγής). (γ) Τέλος, το «κειμενικό είδος αποτελεί τον "πολιτισμικό στόχο" των κειμένων» (Eggins 2004: 54), με την έννοια ότι ο στόχος αυτός αρθρώνεται σε τρεις διαστάσεις του κειμένου τη διαμόρφωση του επιπέδου του λόγου, τη σχηματική (νοηματική) δομή του και την ύπαρξη μοντέλων (patterns) στη μικροδομή του. 5.2. Οριοθετήσεις και Λειτουργικές Παραδοχές Από τα (α), (β) και (γ) ανωτέρω, συνάγουμε ότι οι προαναφερθείσες κειμενικές αναλογίες, οι οποίες εκκινούν από τις επικοινωνιακές συνθήκες (Schäffner, ό.π.) είναι τελικώς δυνατό να αναζητηθούν μόνον στο λεξιλογικό και μορφοσυντακτικό επίπεδο και ίσως οπωσδήποτε όμως με σοβαρή μεθοδολογική και εννοιολογική δυσχέρεια και στο επίπεδο ορισμένων σημασιοσυντακτικών επιλογών. Αυτό οφείλεται καταφανώς στο ότι η μεταβλητότητα του κειμενικού υλικού, ως προς τη χρονικότητα, την τοπικότητα, τη διαστρωμάτωση, την ειδολογία του, την επικοινωνιακή του υπόσταση και στόχευση και το μέσον από το οποίο αντλείται αυτό το κειμενικό υλικό, δεν είναι δυνατό να αποτιμηθεί απο-
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 167 τελεσματικά «στην ανάλυση λόγου, πολλώ δε μάλλον στην αντιπαραβολική κειμενολογία» (Eckkramer 2006: 15). Με άλλα λόγια, η συν-κριτική προοπτική της κατά τα ανωτέρω αντιπαραβολικής κειμενολογίας που επιχειρεί στο θεώρημα της «παραλληλίας» μεταξύ των κειμένων είναι ευνοήτως μικρή (Schäffner, ό.π.), καθώς αντανακλά σε μέρος της γλωσσικής πτυχής της κειμενικής πραγμάτωσης και μόνον, αδυνατώντας να προσεγγίσει τη μεταβλητότητα της γνωσικής και κοινωνικής σημειολογικής διάστασης του λόγου (Stubbs 2006: 28, πβ. Halliday, ό.π.). Σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει και η Laviosa: «[κ]ατά το σχεδιασμό ενός μεταφραστικού σώματος κειμένων ως πόρου που αποσκοπεί στη συστηματική μελέτη της γλωσσικής φύσης του μεταφρασμένου κειμένου [...] [υπεισέρχονται] τουλάχιστον δύο αλληλένδετοι παράγοντες. Ο πρώτος είναι ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζουν πολλά από τα εξωγλωσσικά στοιχεία [της γλωσσικής εκφοράς] ως μεταβλητές που μπορούμε να διαχειριστούμε για να δομήσουμε κατά περίπτωση επί μέρους σώματα κειμένων και για να ελέγξουμε υποθέσεις εργασίας που ανάγονται στη θεωρία ή σε δεδομένα. Ο δεύτερος είναι η εγγενής αξία [των εξωγλωσσικών στοιχείων] ως αντικειμένων μελέτης και ως πηγών πληροφόρησης σε σχέση με τις "πρωταρχικές νόρμες" και ιδιαιτέρως με τις πτυχές της "μεταφραστικής πολιτικής" (Toury 1995a: 58) που κατισχύουν σε έναν συγκεκριμένο χρόνο και σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικο πολιτισμικό πλαίσιο» (Laviosa 1997: 301 302 η έμφαση δική μας). Για τους λόγους αυτούς, εστιάζοντας στο επίπεδο των Μεταφραστικών Σπουδών, προκύπτει ως (μάλλον αυτονόητο) λογικό επακόλουθο το πόρισμα ότι «η πληροφορία που αντλείται από τις μελέτες με αξιοποίηση παραλλήλων κειμένων είναι κυρίως επιλεκτική, καίτοι η αξία των παραλλήλων κειμένων έχει προταθεί ευρέως» (Schäffner, ό.π. η έμφαση δική μας). Εάν στον προβληματισμό μας δεν συμπεριλάβουμε, για μεθοδολογικούς λόγους, τα πολυγλωσσικά κείμενα των διεθνών οργανισμών, τα οποία αντιστοιχούν σε ειδικές συνθήκες διαγλωσσικής πραγμάτωσης [4], είναι αναμφίβολο ότι ορισμένοι τύποι κειμένων με συμβατικά 4 Η περίπτωση των κειμένων διεθνών οργανισμών, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κείμενα της ΕΕ, είναι αμφίβολο εάν μπορεί να μελετηθεί σε συμβατικούς όρους διαγλωσσικής περιγραφής. Τούτο οφείλεται στο ότι τα κείμενα αυτά, στο επίπεδο της εκφοράς τους, αποτελούν «πολυπολιτισμικές» και πολυγλωσσικές κειμενικές οντότητες, στις οποίες αποτυπώνεται, στη lingua franca του εκάστοτε Οργανισμού, η γλωσσική και πολιτισμική επίδραση όλων των μελών των πολυεθνικών ομάδων και συμβουλίων που κατά κανόνα συμβάλλουν στη διατύπωσή τους. Η Schäffner (1998: 88) αναφέρει ότι «τα κείμενα που υφίστανται πολυγλωσσική διαπραγμάτευση διαμορφώνουν ένα νέο κειμενικό τύπο [...] [στον οποίο] η έννοια του παραλλήλου κειμένου δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή». Εξ άλλου, η παραγωγή κειμενικού υλικού αυτού του «τύπου» δεν συνιστά πάντοτε πράξη εκφοράς λόγου, με τη συμβατική έννοια του όρου. Στη διατύπωσή τους συμβάλ-
168 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης χαρακτηριστικά (conventionalized text types, Schäffner 1998: 85) επιτρέπουν την άντληση, π.χ., λεξιλογικών και φρασεολογικών πληροφοριών «μεταφραστικής αξίας» κατά τη μεταφραστική επιτέλεση, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι (i) η αναγνώριση των κειμενικών τύπων αυτών στηρίζεται σε ειδικά και αναντίρρητα κριτήρια σε καθέναν από τους γλωσσικούς κώδικες που εξετάζουμε και (ii) υφίστανται υποθέσεις «αναλογίας» ή «παραλληλίας» κατά τα ανωτέρω μεταξύ των κειμένων και των κειμενικών τύπων, οι οποίες είναι δεκτικές εμπειρικής επαλήθευσης τότε και μόνον τότε μπορεί να επαχθεί «μεταφραστική αξία» στις πληροφορίες που αντλούνται από το κειμενικό υλικό. Ανατρέχοντας εξ άλλου στον προσδιορισμό των παραλλήλων κειμένων τον οποίο παραθέτει ο Sager (1994: 180), διαπιστώνουμε ότι, στην περίπτωση των διγλωσσικών ή πολυγλωσσικών κειμένων τα οποία χρησιμοποιούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε όλες τις περιστάσεις και σε όλες τις γλώσσες κειμενικό είδος του οποίου χαρακτηριστικό δείγμα αποτελούν τα τεχνικά εγχειρίδια («στα οποία δεν υπάρχει αναγνωρίσιμο κείμενο πηγή [...] [και για τα οποία] οι μεταφραστές θεωρούν ότι το αναγνωστικό κοινό κάθε χώρας έχει όμοια χαρακτηριστικά σε ό,τι αφορά στο επίπεδο των γνώσεων και των προσδοκιών» λουν σε μεγάλο βαθμό υπολογιστικές μηχανές, παρεμβαίνοντας στην ανθρώπινη διεργασία ή και υποκαθιστώντας την πλήρως (πβ. Sager 1994: 159), ενώ καταλύονται πολλές από τις συμβάσεις προσδιορισμού της έννοιας «κείμενο». Για τούτο, τα κείμενα αυτά δεν μπορούν να μελετηθούν στη σχετική υπο-ομάδα των κειμένων που εμφανίζουν παραλληλισμό προθετικότητας (κατά Sager 1994: 183 βλπ. κατωτέρω). Η παραγωγή αυτού του είδους γλωσσικού υλικού αποτελεί τελικώς φαινόμενο διαγλωσσικής (Μπαμπινιώτης 1994: 33 34) αλλά και ενδογλωσσικής (Σαριδάκης 2010: 284) υστερογένειας και διαμορφώνει υπεργλωσσικές νόρμες, υπό μορφή συνθέσεων συλλογικών και ατομικών επιπέδων του parole (Μπαμπινιώτης 1986: 66 67). Σε άλλη εργασία μας (Σαριδάκης 2010: 190 194, 284 289) υποστηρίζουμε ότι ο μηχανισμός αυτός δημιουργίας νόρμας, με αναφορά πλέον όχι σε κείμενα αλλά στα κατά Toury (1995a) κειμενήματα (textemes) είναι δυνατό να περιγραφεί ενδο και δια γλωσσικά, προσεγγίζοντας τη μεταφραστική επιτέλεση ως διεργασία (process), κατά το πώς αυτή αντιδιαστέλλεται στο επιτέλεσμα (product). Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι τα κείμενα με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν ως σύνολα υποδειγμάτων εκφοράς στο επίπεδο της λεξιλογικής και φρασεολογικής παγίωσης αυτό άλλωστε μαρτυρά η εκτενής χρήση (και η υπόδειξη της χρήσης) πληροφοριακών συστημάτων όπως το EURLEX, και από τον γράφοντα, ή το EURAMIS. Σημαίνει, ωστόσο, ότι τα περιγραφικά «μοντέλα» ποσοτικής ανάλυσης και ποιοτικής περιγραφής του κειμενικού υλικού, στο οποίο ανατρέχουμε στην πράξη ή και τη διδακτική της Μετάφρασης έχουν περιορισμένη εάν όχι μηδαμινή εφαρμοσιμότητα και ότι, τέλος, ο πιθανολογικός νόμος της αύξουσας τυποποίησης (κατά Toury 1995a: 267 274 βλπ. Σαριδάκης 2010: 164 168) προσφέρει ένα ικανό υπόβαθρο περιγραφικής μελέτης της κατηγορίας αυτής των κειμένων, εφ' όσον προσεγγιστούν με προσοχή οι γνωσικές και κοινωνικές πτυχές της κειμενικής πραγμάτωσης οι οποίες δημιουργούν νορμήματα (normemes) βλπ. Σαριδάκης 2010: 160 161.
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 169 (Schäffner, ό.π.)) [5], είναι δυνατό να διαπιστώσουμε παγιώσεις (ή «συμβατικές μορφές») στο επίπεδο των επιλογών λεξιλογίου και φρασεολογικών μονάδων [6]. Ωστόσο, οι παραδοχές αυτές, όταν προβάλλονται ως κατ' εξοχήν και εξαντλητικά μοντέλα γλωσσικής (και διαγλωσσικής) ενδοσκόπησης, φθίνουν τελικώς σε απλουστευτικές γενικεύσεις στο επίπεδο της κειμενικής λειτουργίας, καθώς εξισώνουν λειτουργικώς ή εξοβελίζουν από την αναλυτική προσέγγιση τις γνωσικές και τις κοινωνικές παραμέτρους της μεταβλητότητας της γλωσσικής 5 Το παράθεμα αυτό παραπέμπει ευθέως σε δύο κομβικές, για τη Θεωρία της Μετάφρασης, θεάσεις της μεταφραστικής επιτέλεσης στο συγκεκριμένο κειμενικό είδος. Αφ' ενός, ότι ορισμένα, τουλάχιστον, τεχνικά κείμενα αποτελούν εξαρχής «διεθνοποιημένο» (internationalised) κειμενικό υλικό, στο οποίο η πολιτισμικώς έμφορτη πληροφορία είτε απαλείφεται εάν δεν είναι απαραίτητη, είτε περιλαμβάνεται κατά τρόπον ώστε να ανταποκρίνεται σε όλους τους πολιτισμούς στόχος των κειμένων. Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιου γλωσσικού υλικού είναι τα κείμενα και οι κειμενικές μονάδες που εμπεριέχονται σε εφαρμογές λογισμικού Η/Υ ή σε συνοδευτικό αυτών έντυπο υλικό και προορίζονται για μετάφραση και τοπική προσαρμογή (localisation) (βλπ. ενδεικτικά: Biau Gill & Pym 2006: 14 κε). Αφ' ετέρου, ότι είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες οι υποκειμενικές παραδοχές στις οποίες έχουν προβεί οι μεταφραστές των (παραλλήλων) κειμένων σχετικά με τη λειτουργία τους στον πολιτισμό στόχος και για τούτο δεν υπάρχουν ανεξέλεγκτες πτυχές της κειμενικής λειτουργίας στη ΓΣ, οι οποίες θα παραμόρφωναν το υπόβαθρο της προσπάθειάς μας για γενίκευση των ενδοκειμενικών ευρημάτων. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, ακόμη και στο εξόχως επιμερισμένο παράδειγμά μας αυτό, των κειμένων λογισμικού Η/Υ, η εξισορρόπηση των λειτουργιών μεταξύ πολιτισμού αφετηρίας και πολιτισμού στόχος δεν είναι δυνατό να προσδώσει υπόσταση καθολικής αξίας στο παράδειγμα της Θεωρίας του Σκοπού, το οποίο παραμένει επιστημονικώς μη διαψεύσιμο (Pym 2010: 54), καθώς ο διαμεσολαβητικός ρόλος του μεταφραστή (Holz Mänttäri 1984) είναι αδύνατο να εντοπιστεί. Για την ακρίβεια, τα οιονεί καθολικού χαρακτήρα ενδοκειμενικά ευρήματα, στο επίπεδο του λεξιλογίου και των συντακτικών δομών, δεν απορρέουν από τη μεταφραστική επιτέλεση, αλλά αντικατοπτρίζουν υπεργλωσσικά ή διαγλωσσικά συστημικά χαρακτηριστικά της κειμενικής λειτουργίας στο συγκεκριμένο κειμενικό είδος. 6 Ας σημειωθεί εδώ ότι, σε ακολουθία με τη συστημική λειτουργική προσέγγιση, όπως άλλωστε και με την προσέγγιση του μείζονος μέρους των εργασιών που εστιάζουν στη διαγλωσσική φύση και τα χαρακτηριστικά της «μεταφραστικής μονάδας» ως λεξιλογικές ή και φρασεολογικές μονάδες (ή πολυλεκτικές μονάδες εντός κειμενικού και επικοινωνιακού πλαισίου γλωσσικής πραγμάτωσης Philip 2005) λογίζουμε τις εκτεταμένες νοηματικές μονάδες (extended units of meaning Sinclair 1996b, πβ. και Σαριδάκης 2010: 48 49), ή άλλως, τις λειτουργικές μονάδες του νοήματος (functional units of meaning Stubbs 2006), δηλαδή τα μορφήματα αυτά που «υπό μορφή παγιώσεων ή οιονεί παγιώσεων στο επίπεδο της λεξικογραμματικής εκφοράς τους, συνυπάρχουν στα κείμενα ή σε τεμάχιά τους και διαμορφώνουν τις λειτουργικές πτυχές της πραγμάτωσης των κειμενικών νοημάτων» (Stubbs 2006: 17).
170 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης πραγμάτωσης. Γενικεύσεις, οι οποίες καταλήγουν σε σχήματα παραλληλίας μεταξύ αλλογενών προτάσεων (allo-sentences), τουτέστιν τμημάτων λόγου που, «αν και επιδεικνύουν σημασιολογική ισοδυναμία, αποκλίνουν μεταξύ τους τυπικά και πραγματολογικά» (Daneš 1966 στο Gries 2003: 1) [7]. Θα προτάξουμε κατά συνέπεια το επιχείρημα ότι η άντληση συμπερασμάτων και αναλογιών, π.χ. της αντικατάστασης των προστακτικών προτάσεων της Αγγλικής από απαρεμφατικές προτάσεις στη Γερμανική, στην περίπτωση των διγλωσσικών τεχνικών εγχειριδίων (Schäffner, ό.π.) αποτελεί απλώς μια στατιστική και πάντως λειτουργικώς απολύτως επιμεριστική παρατήρηση, η οποία είναι δυνάμει χρήσιμη στη μεταφραστική πράξη, κυρίως δε τη διδακτική προσέγγιση της μεταφραστικής πράξης μόνον σε ένα βασικό, απλουστευτικό στάδιο θέασης της μεταφραστικής επιτέλεσης. Εν ολίγοις, ο «βαθμός αληθείας» των ευρημάτων ή «τεκμηρίων» (λεξιλογικού και φρασεολογικού τύπου, κατά το πρόταγμα των «παραλλήλων κειμένων») κατ' ουσία: (α) είναι πιθανολογικός και δυναμικός, κατά το ότι τα ευρήματα ή «τεκμήρια» είναι διαψεύσιμα (β) αντικατοπτρίζει παγιώσεις ή οιονεί παγιώσεις ενδογλωσσικής φύσης, ενώ οι όποιες «αντιστοιχίες» προκύπτουν από το διαγλωσσικό ερμηνευτικό συγκερασμό των παγιώσεων αυτών αποτελούν τελικώς σύνθετες μεταβλητές, των οποίων η διακύμανση υπόκειται περαιτέρω στη χρονικότητα της εκφοράς και στην κοινωνιογλωσσολογική και ψυχογλωσσολογική πτυχή της γλωσσικής πραγμάτωσης πτυχές για τις οποίες δεν είναι καθόλου προφανής η σύμπηξη υποθέσεων διαγλωσσικής αναλογίας. 6. Σώματα κειμένων, κειμενικά είδη και explananda Συνοψίζοντας, το έλλειμμα του λειτουργικού προσδιορισμού της «εκ παραλλήλου» συσχέτισης κειμένων και κειμενικών ειδών ανάγεται στους ακόλουθους λόγους: 7 Τις πολλαπλές και διαφορετικής τυπολογικής υφής διαστάσεις της κειμενικής επιτέλεσης επιχειρεί να κωδικοποιήσει ακριβώς το πολυδιαστασιακό μοντέλο του D. Biber (1988, 1995), το οποίο άλλωστε υιοθετήθηκε και από την ομάδα EAGLES (Expert Advisory Group for Language Engineering Standards) υπό τον J. Sinclair (πβ. EAG TCWG TTYP/P). Ωστόσο, ως βασικό μεθοδολογικό εργαλείο προϋποθέτει σημαντική εργασία για την επαρκή κωδικοποίηση των επί μέρους κριτηρίων (Kennedy 1998: 188). Σχετικός προβληματισμός και στο Σαριδάκης 2010: 92 96. Εν κατακλείδι, «σημαντικό είναι όχι να γνωρίζουμε, με κάποιον μηχανικό τρόπο, σε ποιο είδος ανήκει κάποιο δείγμα κειμένου, αλλά το πώς η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση διαφοροποιεί τον τρόπο ερμηνείας του δείγματος» (Stubbs 1996: 12 στο Σαριδάκης 2010: 95 η έμφαση δική μας).
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 171 (α) Το όποιο στατιστικό πόρισμα αντλείται στο επίπεδο του λεξιλογίου και των συντακτικών δομών από τη μικροσκοπία των κειμένων προϋποθέτει σημαντικό εάν όχι ακραίο βαθμό γενίκευσης στο επίπεδο της συγκρισιμότητας των γνωσικών και κοινωνικών πτυχών των πράξεων εκφοράς λόγου. Προϋποθέτει εν τέλει μια αυστηρά δομημένη κειμενική τυπολογία, με υπεργλωσσικά και α χρονικά χαρακτηριστικά, η οποία θα μπορεί να εξαντλεί, κατά τρόπο σταθερό και αναντίρρητο, τις διαστάσεις και τις τροπικότητες της γλωσσικής παραγωγής, αφήνοντας περιθώριο ποσοτικής, και μόνον, διακύμανσης και διαφοροποίησης των λεξιλογικών και συντακτικών επιλογών στους φυσικούς ομιλητές. Τούτο είναι όμως απλώς ένα αλυσιτελές θεωρητικό κατασκεύασμα: «[σ]τη μεταφραστική πρακτική, ωστόσο, υπάρχουν ακόμη κείμενα για τα οποία δεν υπάρχει απαραιτήτως ένας αντίστοιχος τύπος κειμένου στον πολιτισμό στόχος. Τούτο αποδεικνύει το γεγονός ότι οι τύποι των κειμένων εξαρτώνται από την κοινωνική υπόσταση [social situation] ενός πολιτισμού» (Schäffner 1998: 87). (β) Όποιος «κανόνας» ή νόρμα καταγράφεται στο «παράλληλο» ή «συγκρίσιμο» κειμενικό υλικό προϋποθέτει ακόμη παραλληλίες ή αναλογίες στο επίπεδο της προθετικότητας στην παραγωγή των κειμένων. Η παραβολή αυτή του κειμενικού υλικού στο επίπεδο της προθετικότητας αντιστοιχεί, κατά τον Sager (1994: 183) στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η προθετικότητα, τόσο στον πολιτισμό πηγή, όσο και στον πολιτισμό στόχος. Πάντοτε στο πλαίσιο της αναζήτησης λειτουργικής ισοδυναμίας, εν ευρεία εννοία, μεταξύ ΚΠ και ΚΣ, το μεταφραστικό επιτέλεσμα θεωρείται ότι προσιδιάζει σε πράξη σύγκλισης, δημιουργώντας τον κατά Sager (ibid.) παραλληλισμό προθετικότητας (intentional parallelism) όταν: το ΚΠ είναι φορέας μηνύματος το οποίο απευθύνεται σε αναγνώστες στη Γ2 (π.χ. οδηγίες για μετανάστες που ομιλούν μόνο τη Γ2, επιστημονική ανακοίνωση σε συνέδριο με γλώσσα εργασίας τη Γ2, κ.λπ.) το ΚΠ είναι φορέας μηνύματος το οποίο απευθύνεται ταυτόχρονα σε ομιλητές της Γ1 και σε ομιλητές της Γ2 (π.χ. νομικό ή καταστατικό κείμενο σε διγλωσσική μορφή) το ΚΠ είχε ως πρωταρχικούς αποδέκτες ομιλητές της Γ1 ωστόσο αυτό το κοινό δεν υφίσταται πλέον, και το κείμενο πρόκειται να απευθυνθεί εκ νέου σε ομιλητές της Γ2, με διατήρηση σε γενικές γραμμές της ίδιας προθετικότητας του κειμένου (π.χ. στην περίπτωση μιας εκ νέου μετάφρασης ενός ιστορικού ή λογοτεχνικού κειμένου στη σύγχρονη εκδοχή της Γ2). Αντιθέτως, υφίσταται απόκλιση προθετικότητας (intentional divergence) όταν (ibid.):
172 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης το ΚΠ είναι έμφορτο με στοιχεία του πολιτισμού και του περιβάλλοντος των ομιλητών της Γ1. Για να γίνει το ΚΠ περισσότερο αποδεκτό στον ομιλητή της Γ2 θα πρέπει είτε (i) να προσδοθεί σε αυτό μία άλλη πρόθεση ή να υποστεί προσαρμογή (π.χ. ένα θεσμικό κείμενο που απευθύνεται μόνο σε ομιλητές της Γ1, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται ως κείμενο άντλησης πληροφοριών από τους ομιλητές μιας άλλης γλώσσας, είτε (ii) να είναι ένα επισημειωμένο, μεταφρασμένο, επιμελημένο ή ξαναγραμμένο κείμενο, κατά τρόπον ώστε ο αναγνώστης στη Γ2 να προσεγγίσει την κατανόηση της πρόθεσης του αρχικού μηνύματος (π.χ. στην περίπτωση της μετάφρασης Ομηρικού κειμένου ως μοντέλου ή σε αντιδιαστολή με στοιχεία της σημερινής κοινωνίας) το ΚΠ έχει πάψει να επιτελεί το ρόλο του φορέα συγκεκριμένου μηνύματος με κάποιον αποδέκτη, και στοιχεία του μεταφέρονται στο κοινό της Γ2 για να χρησιμοποιηθούν, π.χ. σε μία μελέτη. (γ) Τελικώς, οι γενικεύσεις αυτές διαμορφώνουν, για να δανειστούμε τα λόγια του Sager (1994: 159) «θεωρητικά και αναπόδεικτα κατασκευάσματα, που δεν βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα, αλλά αποτελούν μορφώματα προκύπτοντα με λογική παραγωγή και όχι με εμπειρική επαγωγή». Περιορίζουν, σε τελευταία ανάλυση, την αξία των γλωσσικών εμπειρικών δεδομένων, καθώς τα εντάσσουν σε μια ψευδο εμπειρική μέθοδο, δηλαδή σε μια μέθοδο η οποία, αν και ανατρέχει στην παρατήρηση και το πείραμα, δεν ανταποκρίνεται τελικώς στο ελάχιστο των επιστημονικών προτύπων (Popper 1963: 44). Συγκεκριμένα, παρά τα όποια πρακτικά οφέλη της, η αναγωγή των κανονικοτήτων και αναλογιών μεταξύ γλωσσικών σημείων ή συντακτικών δομών, κατά τα ανωτέρω, σε αναλογίες μεταξύ επικοινωνιακών συνθηκών και κειμενικών λειτουργιών δηλαδή η προβολή τους στο επίπεδο του parole ως συνόλου που εμπερικλείει κοινωνική και ατομική γλωσσική πραγμάτωση, δημιουργεί αμφιλεγόμενη εικόνα για τη μεταφραστική επιτέλεση και τη διδακτική της. Ο καθολικός προσδιορισμός της συγκρισιμότητας αποτελεί τελικώς, και εδώ, άσκηση γενίκευσης, καθώς, τουλάχιστον για ορισμένους τύπους κειμένων είναι πρόδηλη η δυσκολία, αν όχι η πλήρης αδυναμία, προσδιορισμού των πτυχών και των ορίων συγκρισιμότητας μεταξύ των κειμένων: «[ο]ρισμένοι τύποι κειμένων είναι συνυφασμένοι με τον πολιτισμό και απλώς δεν έχουν ακριβές ισοδύναμο σε άλλες γλώσσες» (Granger 2003: 19). Η διατύπωση, εν τέλει, θεωρήματος περί διαγλωσσικής αναλογίας μεταξύ κειμενικών και επικοινωνιακών συνθηκών επιτέλεσης αντανακλά μια μάλλον αυθαίρετη και κατά τούτο επιφανειακή προσέγγιση της κειμενικής και της
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 173 επικοινωνιακής τυπολογίας [8] και, κατ' ακολουθία, προσδιορίζει μια τελεολογική και εν δυνάμει κυκλικού χαρακτήρα προσέγγιση της έννοιας της αναφοράς στη Μετάφραση, η οποία ακροβατεί μεταξύ παραγωγής και επαγωγής για να διατυπώσει έναν «τρίτο κώδικα» (Frawley 1984: 257 262, Baker 1993, Chesterman 2003, Toury 1995a), του οποίου τα χαρακτηριστικά αφορούν σε «ανακατεύθυνση» της μεταφραστικής διαδικασίας: η αφαιρετική («περιγραφική») γενίκευση στο επίπεδο των κειμενικών τύπων και της προθετικότητας καθοδηγεί την ευρετική διαδικασία απομόνωσης λεξιλογικών και φρασεολογικών μονάδων που «ικανοποιούν» την αρχική παραδοχή, η οποία εύκολα μετασχηματίζεται, σε δεύτερο χρόνο, σε «γενικό» μοντέλο θέασης της μεταφραστικής διαδικασίας. Το μοντέλο αυτό αναβιβάζεται αυτομάτως σε κανονιστικό, το οποίο αναζητά πλέον τη σταθερά συγκρίσεως, τον «τρίτο κώδικα», στο επίπεδο του πραγματολογικού σκοπού του κειμένου (Schäffner 1998: 86). Με τον τρόπο αυτό, όμως, διαρρηγνύεται η διαλεκτική σχέση την οποία διαμορφώνει ο μεταφραστής με τον πολιτισμό πηγή, τον πολιτισμό στόχος και, αντιστοίχως και ασφαλώς, με το ΚΠ και το ΚΣ στη μικρο και τη μακρο δομή τους, καθώς «αποκαθηλώνεται» το πρωτότυπο (υποβαθμιζόμενο ή και παραγνωριζόμενο πλήρως) (κατά Reiss & Vermeer 1984) και διαμορφώνονται οι οντολογικώς έωλες λειτουργικές τυπολογίες στη μεταφραστική συμπεριφορά (πβ. Σαριδάκης 2010: 73 σημ. 28 και 210 212). 7. Περί συγκρισιμότητας και αντιπροσωπευτικότητας Με βάση τον προβληματισμό που προηγήθηκε, ακόμη κι αν αναζητήσουμε τη διαγλωσσική συγκρισιμότητα εστιάζοντας στο επίπεδο των κειμενικών τύπων και των λειτουργικών συνθηκών της επιτέλεσης εντός των πλαισίων των τύπων αυτών, προσκρούει η προσέγγισή μας στα «κλασικά» εμπόδια της οριοθέτησης της ισοδυναμίας στη Μετάφραση. Αναγκαζόμαστε τελικώς να αντιμετωπίσουμε την αξία των ευρημάτων από τα «παράλληλα» ή «συγκρίσιμα» κατά τα ανωτέρω σώματα κειμένων, κατά κανόνα, ως μια εκτενή και, σε κάθε περίπτωση, πληρέστερη της «παραδοσιακής» εμπειρική ενδοσκόπηση του παραδειγματικού άξονα της λεξιλογικής επιτέλεσης στο διαγλωσσικό επίπεδο στην αποσαφήνιση δηλαδή των επιλογών στον παραδειγματικό άξονα των λεξιλογικών επιλογών κατά τη γλωσσική και διαγλωσσική επιτέλεση. Παράλληλα, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια ποιοτική ερμηνευτική πιθανολόγηση και αναγωγή των ευρημάτων αυτών στις επικοινωνιακές συνθήκες και τις παραμέτρους 8 «Αυτό καταδεικνύει την πολυπλοκότητα της έννοιας του παράλληλου κειμένου καθώς επίσης και ότι υπάρχει μια ολόκληρη σειρά μεταβατικών σταδίων και ασαφών ορίων σε ό,τι αφορά στον προσδιορισμό των κειμενικών τύπων σε έναν πολιτισμό πηγή και σε έναν πολιτισμό στόχος» (Schäffner 1998: 89).
174 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης αυτές που προσιδιάζουν στο α ή στο β ενδογλωσσικό παράδειγμα. Σε δεύτερο επίπεδο δε, είναι δυνατό να διατυπώσουμε διαγλωσσικά πιθανολογικά ισοδύναμα στο επίπεδο των επικοινωνιακών συνθηκών, να αντιστοιχίσουμε εν ολίγοις τα ενδογλωσσικά πορίσματα για τις επί μέρους γλώσσες της εστίασής μας [9]. Για τούτο, σχετικοποιείται τελικώς η συγκρισιμότητα, σε ένα έκαστο των επιπέδων θέασης του κειμενικού υλικού, κατά τον παρόντα προβληματισμό, όπως και σε έναν έκαστο των μεταφραστικών ή μεταφρασιολογικών στόχων που θέτει ο ερευνητής [10]. 9 Στα μαθήματα τεχνικής και επιστημονικής Μετάφρασης στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου, επιχειρώ σχεδόν με κάθε αφορμή να υποδείξω τη σχετική συγκρισιμότητα του κειμενικού υλικού, με αναφορά στην «παραδειγματικότητα» αυτή της γλωσσικής και μεταφραστικής επιτέλεσης, στο λεξιλογικό και φρασεολογικό επίπεδο κυρίως δε σε αυτό των παραθέσεων ή των εκτεταμένων νοηματικών μονάδων, πάντοτε με την παραδοχή (και με έμφαση στο) ότι το κείμενο, ως μορφική πραγμάτωση, ενσωματώνει και ολοκληρώνει νόημα εν όλω και κατά σημεία. Τη σχέση μορφής και νοήματος μπορούμε να την προσεγγίσουμε υπό μονογλωσσικό πρίσμα θεώρησης, μελετώντας και αξιολογώντας «το παραδειγματικό και το συνταγματικό πλαίσιο στο σύστημα της γλώσσας. Καθώς εκτυλίσσεται το κείμενο, αναδύονται και αναδεικνύονται μοντέλα [patterns], ορισμένα από τα οποία αποκτούν αξία συνηχώντας με τα άλλα μοντέλα του κειμένου ή του πλαισίου της επικοινωνίας [context of situation]. Το κείμενο, αυτό καθεαυτό, είναι ένα παραδειγματικό συμβάν [instance], η δε συνήχηση είναι δυνατή επειδή πίσω από το κείμενο βρίσκεται το πληροφοριακό δυναμικό που καθοδηγεί κάθε επιλογή του ομιλητή ή του συντάκτη. Στο πλαίσιο, δε, του δυναμικού αυτού, οι συγκεκριμένες επιλογές ερμηνεύονται από τους ακροατές και τους αναγνώστες. [...] [Τη διαδικασία αυτή] της νοηματοδότησης κατά την εκτύλιξη του κειμένου καλούμε λογογένεση (Halliday & Matthiessen 1999: 18) [...]» (Halliday & Matthiessen 2004: 43 η έμφαση της πηγής). Επιχειρούμε να εστιάσουμε στα ευρήματα αυτής της μεθόδου ως οιονεί οντολογίες οι οποίες αντιστοιχούν σε δυνάμει συστημικά χαρακτηριστικά της γλωσσικής επιτέλεσης και οι οποίες σχηματοποιούν και σε διαχρονική θεώρηση παγιώνουν λεξικογραμματικές επιλογές. Και είναι ακριβώς αυτή η θέαση της λεξικής (lexical) όσο και της κειμενικής (instantial/textual) σημασίας (sensu Halliday 1976: 289 στο Baker 1992) η οποία μπορεί δυνάμει να επιτρέψει ορισμένες πιθανολογήσεις περί αναλογιών, στο διαγλωσσικό επίπεδο στο οποίο επιχειρεί η μεταφραστική επιτέλεση. «Η έννοια της λογογένεσης αποκτά όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα: μάς επιτρέπει να διερευνήσουμε το πώς συσσωρεύονται οι τοπικές γραμματικές επιλογές για να δημιουργήσουν λογογενετικά μοντέλα τα οποία αναδεικνύονται σε κομμάτι της συστημικής ιστορίας ενός κειμένου στην πορεία της εκτύλιξής του (πβ. Halliday 1992)» (Halliday & Matthiessen 2004: 531). 10 Ανάλογο προβληματισμό, περί σχετικής συγκρισιμότητας, απαντούμε και στον Kilgarriff: «οι αντιδράσεις των ανθρώπων στο ερώτημα "πόσο όμοια είναι δύο αντικείμενα", όταν τα αντικείμενα αυτά είναι περίπλοκα και πολυδιάστατα θα είναι, κατ' ανάγκη, και αυτές πολυδιάστατες: τα πράγματα θα είναι όμοια σε κάποιες πτυχές τους και ανόμοια σε κάποιες άλλες. Αποτελεί άσκηση αμφιλεγόμενης αξίας [η προσπάθεια για] συναγωγή σε μία ενιαία εικόνα, ενός συνόλου αντιλήψεων σχετικά με τις ομοιότητες και
Παράλληλα και Συγκρίσιμα Σώματα Κειμένων στη Μετάφραση 175 Η συγκρισιμότητα μεταξύ κειμένων και κειμενικών συλλογών, όσο και τα κριτήρια που βεβαίως τη σχετικοποιούν, αφορούν και επιδρούν τελικά και στο επίπεδο του σχεδιασμού των κειμενικών συλλογών, αναλόγως του στόχου που επιδιώκεται μέσω αυτών μεταφραστικού ή και μεταφρασιολογικού, τεκμηριωτικού ή και διδακτικού, μελέτης επιπέδου του λόγου ή του ύφους, λεξικολογικής αναφοράς, πραγματολογικής αποσαφήνισης, κ.ο.κ. Τα κριτήρια αυτά, καλούμενα εξωτερικά και εσωτερικά [11], αντανακλούν αντιστοίχως στις επικοινωνιακές συνθήκες και τις γλωσσικές πτυχές της κειμενικής πραγμάτωσης και ασφαλώς διαμορφώνουν, στην αντιπαραβολική και συνθετική τους θεώρηση, το πλαίσιο βάσει του οποίου προσδιορίζεται τελικώς η αντιπροσωπευτικότητα του κειμενικού υλικού. Η αντιπροσωπευτικότητα, συνάμα με την συχνά δευτερογενή έννοια της ποιοτικής και ποσοτικής ισορροπίας του σχεδιαζόμενου κειμενικού υλικού αποτελούν ίσως τις πλέον κομβικές συνιστώσες του «ορθολογισμού» κατά το σχεδιασμό ενός σώματος κειμένων. Ασφαλώς δε, αντανακλούν στην πληρότητα και την κατανομή των πορισμάτων που προκύπτουν από τη μελέτη του σώματος κειμένων, όσο και στην ποιότητα των συμπερασμάτων που συντίθενται από την ερμηνεία τους [12] και στη δυνατότητα για γενίκευσή τους (Biber et al. 1998: 246). Δεχόμαστε, σχεδόν αυτονοήτως, ότι έννοιες όπως η «αντιπροσωπευτικότητα» και η «ισορροπία» στα σώματα κειμένων δεν είναι τελικώς δυνατόν να οριοθετηθούν επακριβώς και σε κοινώς νοούμενους λειτουργικούς τόπους (Stubbs 2006: 17). Θα πρέπει ακόμη να δεχθούμε ότι στη διδακτική και την πράξη της Μετάφρασης, οι έννοιες αυτές προσεγγίζονται κατά κανόνα αδρομερώς, αν και αναγνωρίζεται η δυσκολία της εφαρμογής τους και η κυκλικότητα της όλης διεργασίας, τουτέστιν η ανάγκη τα λειτουργικά κριτήρια να συναρτώνται με τις επιδιωκόμενες ανάγκες [13]. Τούτο οφείλεται ίσως στη σχετιτις διαφορές μεταξύ δύο περίπλοκων αντικειμένων. [...] Η συγκρισιμότητα των σωμάτων κειμένων είναι περίπλοκη και συνεπώς δεν υπάρχει απόλυτη απάντηση στο ερώτημα "μοιάζει το σώμα κειμένων 1 περισσότερο στο σώμα κειμένων 2 απ' ό,τι το σώμα κειμένων 3" (Kilgarriff 2001: 119, πβ. και Σαριδάκης 2010: 41). 11 Βλπ. σχετικά: Σαριδάκης 2010: 49 56. 12 Σχετική εκτενής αναφορά στο Σαριδάκης 2010: 42 49. 13 Βλπ. ενδεικτικά Bowker & Pearson 2002: 45 54. Τα κριτήρια της αντιπροσωπευτικότητας (εν πολλοίς μεταφερόμενα από τα: Sinclair 1991, Kennedy 1998 και McEnery & Wilson 2001, κ.ο.κ.) είναι συνήθως τα εξής: (i) μέγεθος σώματος κειμένων, (ii) συμπερίληψη τμηματικών ή ολόκληρων κειμένων, (iii) πλήθος κειμένων, (iv) μέσον, (v) θέμα, (vi) κειμενικός τύπος, (vii) πηγή προέλευσης, (viii) γλώσσα και (ix) χρόνος δημοσίευσης. Ακόμη και στο επίπεδο των εξωτερικών κριτηρίων της αντιπροσωπευτικότητας, απουσιάζει κάθε αναφορά στην κατά την κρίση μας ουσιώδη έννοια της αναφορικότητας (aboutness Hutchins 1977, 1978) και του θεματικού προσδιορισμού (Phillips 1983) (πβ. Σαριδάκης 2010: 56 60), ενώ δεν υπάρχει ουσιαστική ανατροφοδότηση (ή πρόταση για ανατροφο-
176 Ιωάννης Ε. Σαριδάκης κά πρόσφατη ένταξη της αξιοποίησης των σωμάτων κειμένων στη μεταφραστική σκέψη και πρακτική, στη σχολαστική παράδοση του πεδίου η οποία λόγω της πολυσυλλεκτικότητάς της αλλά και της σχετικής εισέτι ασάφειας των ορίων της «χαρτογράφησής» του [14] δεν επιδεικνύει πάντοτε συνεκτικά και παραγωγικώς συνθετικά αντανακλαστικά στα νέα ερεθίσματα και πάντως σχετίζεται με την πρακτική διδακτική υπόσταση των Μεταφραστικών Σπουδών, η οποία προτάσσει την εστίαση στα αποτελέσματα, υποβαθμίζοντας συχνά τη μεθοδολογική ενδοσκόπηση και παραμελώντας τη θεωρητική γενίκευση, επαφιέμενη για τούτο σε άλλους, όμορους της Μετάφρασης κλάδους [15]. 8. Τα Σώματα Κειμένων στη Διδακτική της Μετάφρασης. Προς ένα Διδακτικό Παράδειγμα Επιχειρώντας μια σύνθεση του ανωτέρω προβληματισμού για την τυπολογία των συλλογών κειμενικού υλικού και των πτυχών της επικοινωνιακής λειτουργίας που αυτές εμπερικλείουν, με εστίαση στην πρακτικής υφής αξία τους στη διδακτική της Μετάφρασης, θα συνοψίζαμε ως ακολούθως. 1. Τα Σώματα Κειμένων αποτελούν «παράλληλες» λογογενέσεις που εμπερικλείουν χαρακτηριστικά δυνάμενα εν μέρει να απομονωθούν και να μελετηθούν υπό στατιστικό πρίσμα και πάντως «με βαθμό αντικειμενικότητας αδιανόητο στο παρελθόν» (Kilgarriff 1997: 137 στο Stubbs 2006: 17). δότηση) του μοντέλου σχεδιασμού του σώματος κειμένων με βάση τη γλωσσική ενδοσκόπηση του κειμενικού υλικού, δηλαδή σε συνέχεια της εφαρμογής των εσωτερικών κριτηρίων του σχεδιασμού, σε λεξικογραμματικό πλαίσιο ανάλυσης. Εξ άλλου, η αντικειμενοστραφής λογική της καθοδηγούμενης από τα δεδομένα (data driven) ερευνητικής διδακτικής προσέγγισης της Γλωσσολογίας Σωμάτων Κειμένου υιοθετείται μόνον ως προς το σκέλος του αρχικού στόχου («τα κριτήρια [της συναρμογής των κειμενικών συλλογών] προσδιορίζονται από τις ανάγκες και τους στόχους του έργου» Bowker & Pearson 2002: 45), ενώ παραγνωρίζεται η (μερική) κυκλικότητα της διεργασίας της εμπειρικής ΓΣΚ, η οποία είναι καταφανώς αναγκαία και στο επίπεδο των Μεταφραστικών Σπουδών (βλπ. Σαριδάκης 2010: 91 92). 14 Πβ. σχετικά Holmes 1972[1988]. Ακόμη, στο Κασάπη 2007, βλπ. μια αποτύπωση των σχέσεων μεταξύ των επιστημονικών κλάδων του οικείου πεδίου κατά Holmes και διδακτικής της Μετάφρασης, με ειδικότερη αναφορά στον ελληνόφωνο χώρο. 15 «Αναμφίβολα, δεν υπάρχει ένα κοινό επιστημονικό παράδειγμα στις Μεταφραστικές Σπουδές, το οποίο θα μας επέτρεπε να αναπτύξουμε ένα μοναδικό ερευνητικό πρόγραμμα καλύπτον ολόκληρο το πεδίο. [...] Μοιραζόμαστε πολύ γενικούς στόχους την κατανόηση της μετάφρασης και της σημασίας του έργου των μεταφραστών αλλά δεν εργαζόμαστε όλοι με τα ίδια εννοιολογικά σύνολα, ούτε καν τους ίδιους τύπους δεδομένων. Το έλλειμμα ενός κοινού επιστημονικού παραδείγματος αντανακλά επίσης στην ετερογένεια των μεθοδολογιών μας» (Chesterman 2007: 13 η έμφαση δική μας).