Οµιλία κας Μαρίας Βογιατζή ίκτυο Βιολογικών Προϊόντων Θεσσαλονίκη, Σάββατο 7 Μαρτίου 2009 Η ενίσχυση της Βιολογικής Γεωργίας Η βιολογική γεωργία αποτελεί έναν κλάδο του πρωτογενή τοµέα, ο οποίος συµβάλει αναµφισβήτητα στη προστασία του περιβάλλοντος και παράλληλα παράγει προϊόντα ασφαλή και ποιοτικά για τους καταναλωτές. Πέραν αυτού όµως, η βιολογική γεωργία µπορεί να προσφέρει ένα ικανοποιητικό εισόδηµα στο αγροτικό νοικοκυριό, να βοηθήσει στην ανάπτυξη των οικογενειακών επιχειρήσεων, να δηµιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, λόγω της αυξηµένης ανθρώπινης εργασίας που απαιτείται, σε αντίθεση µε το σύνολο του τοµέα που παρουσιάζει κρίση στη χώρα και συνεχής µείωση της απασχόλησης. Συνεπώς, η Βιολογική Γεωργία µπορεί να συµβάλει στην παραµονή του πληθυσµού στην ύπαιθρο εξασφαλίζοντας διαδοχή στην αγροτική εκµετάλλευση γεγονός πολύ σηµαντικό αν αναλογιστούµε πως ο αγροτικός πληθυσµός της χώρας µας µειώνεται συνεχώς. Όλα αυτά καθιστούν την ενίσχυση της βιολογικής γεωργίας απαραίτητη, όχι όµως χωρίς προϋποθέσεις που θα εξασφαλίζουν την µακροπρόθεσµη βιωσιµότητά της. Τα προβλήµατα των παραγωγών Ένα από τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι παραγωγοί είναι ότι δεν έχουν ένα ξεκάθαρο και διαµορφωµένο προγραµµατισµό για τα βήµατα που 1
θα πρέπει να ακολουθήσουν τόσο οι παραγωγοί που θέλουν από την συµβατική γεωργία να στραφούν στην βιολογική όσο και όσοι ασχολούνται ήδη µε τα βιολογικά προϊόντα. Η παραγωγή βιολογικών προϊόντων είναι µια διαδικασία η οποία απαιτεί τεχνογνωσία και εκπαίδευση. Εκπαίδευση στη µέθοδο την οποία θα ακολουθήσουν για να παράγουν ένα υψηλής ποιότητας και προστιθέµενης αξίας προϊόν. Η έλλειψη κατάλληλης οργάνωσης των παραγωγών σε οµάδες και συνεταιρισµούς µειώνει την διαπραγµατευτική τους δύναµη, δεν εξασφαλίζει οµαλή ροή στις εµπορικές τους δραστηριότητες και αποδυναµώνει την θέση τους. Η απουσία των απαιτούµενων ελέγχων δηµιουργεί προβλήµατα στην αξιοπιστία των προϊόντων και έλλειψη ισορροπίας στην αγορά. Επιπλέον η αποσύνδεση της έρευνας από την επιχειρηµατικότητα µειώνει το επίπεδο τεχνογνωσίας των παραγωγών. Πολλές έρευνες που πραγµατοποιούνται από εκπαιδευτικούς και άλλους φορείς δεν φτάνουν στους παραγωγούς ενώ θα µπορούσαν να τους βοηθήσουν να µειώσουν το κόστος παραγωγής και να αντιληφθούν καλύτερα την έννοια της καινοτοµίας για τα προϊόντα τους. Τέλος υπάρχει µεγάλο κενό µεταξύ των παραγόµενων προϊόντων και της ζήτησης, γεγονός που συνδέεται άµεσα µε το σύστηµα επιδότησης στον κλάδο, µε αποτέλεσµα οι εισαγωγές σε πολλά προϊόντα να καλύπτουν σε κάποιες περιπτώσεις πάνω από το 50% της ζήτησης. Η πραγµατικότητα του κλάδου στην Ελλάδα Για να µιλήσουµε µε νούµερα όπως βλέπουµε και στον πίνακα, σε ότι αφορά στις καλλιέργειες που επικρατούν στην Ελλάδα, το µεγαλύτερο ποσοστό των βιολογικά καλλιεργούµενων εκτάσεων καταλαµβάνεται από τα δηµητριακά (κυρίως σκληρό σιτάρι, κριθάρι, βρώµη, αραβόσιτος, µαλακό σιτάρι και σίκαλη). Άλλη αξιόλογη καλλιέργεια είναι τα χορτοδοτικά φυτά και η καλλιέργεια της ελιάς. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι το 2006, 2
παρατηρείται µία στροφή των παραγωγών στις καλλιέργειες καθώς εκείνη τη χρονιά κυριότερη βιολογική καλλιέργεια ήταν η ελιά, ακολουθούµενη από τα δηµητριακά (27,02%), πιθανώς λόγω της ισχυρής στρεµµατικής ενίσχυσης που παρέχεται στο σκληρό σιτάρι από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και λόγω της αύξησης των τιµών των δηµητριακών και της διαφοράς που υπάρχει ανάµεσα στην παγκόσµια ζήτηση και προσφορά, τάση η οποία αναµένεται να παρατηρηθεί και στα επόµενα έτη. Στην Ελλάδα, αν και παρατηρήθηκε χρονική υστέρηση στην ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας, λόγω της απουσίας εθνικής νοµοθεσίας, ωστόσο, ειδικά µέσω των οικονοµικών ενισχύσεων από προγράµµατα όπως το «Βιολογική κτηνοτροφία» σηµειώθηκε σηµαντική αύξηση στον αριθµό των βιολογικά εκτρεφόµενων ζώων. Στην Ελλάδα το 2007 εκτρέφονται µε βιολογικές µεθόδους 814.327 ζώα, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι αίγες, πρόβατα, πουλερικά και χοίροι. Ο κλάδος της µεταποίησης βιολογικών προϊόντων είναι αρκετά δυναµικός και εξελίσσεται πολύ ικανοποιητικά στη χώρα, καθώς κάθε χρόνο παρατηρείται αύξηση του αριθµού των επιχειρήσεων, µε εξαίρεση µία πολύ µικρή µείωση κατά τη διετία 2005-2006 στον κλάδο των αποκλειστικά µεταποιητών, αυτών δηλαδή που δεν ασχολούνται µε την παραγωγή και δεν δραστηριοποιούνται σε εισαγωγές και εξαγωγές. Η εξέλιξη του τοµέα της µεταποίησης είναι πολύ σηµαντική για την εν γένει ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί τη σύνδεση ανάµεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές, µεταφέροντας µηνύµατα για την προσφορά και τη ζήτηση των προϊόντων. Το 2007 η µεγαλύτερη δραστηριότητα παρατηρείται στον κλάδο φυτικών και ζωικών λιπών και ελαίων ενώ άλλοι αξιόλογοι κλάδοι µεταποίησης είναι των λοιπών ειδών διατροφής και των φρούτων και λαχανικών. 3
Με βάση την εξέλιξη των µεταποιητικών επιχειρήσεων ανά κλάδο, διαπιστώνεται ότι ο κλάδος των φυτικών και ζωικών λιπών και ελαίων παρουσιάζει σταθερή αυξητική πορεία. Ο κλάδος των ποτών παρουσιάζει µικρή αλλά σταθερή αύξηση. Επίσης, την τελευταία διετία πολύ µεγάλη εξέλιξη εµφάνισαν ο κλάδος των γαλακτοκοµικών προϊόντων, ο κλάδος των φρούτων και των λαχανικών και ο κλάδος των ζωοτροφών, πιθανώς ως προέκταση της µεγάλης ανάπτυξης των γαλακτοκοµικών προϊόντων αλλά και των σηµαντικών οικονοµικών ενισχύσεων. Η επιδοτήσεις στο µέλλον και η ζήτηση βιολογικών προϊόντων Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, το πρόγραµµα Αλέξανδρος Μπαλτατζής, το οποίο αναµένεται να τεθεί σε ισχύ, δείχνουν ότι πρόκειται να επιδοτηθούν µόνον οι καλλιέργειες που βλέπουµε. Θέλουµε να τονίσουµε ότι καθώς η σχετική ΚΥΑ δεν έχει υπογραφεί ακόµα, τα στοιχεία αυτά υπάρχει περίπτωση να τροποποιηθούν. Σύµφωνα µε στοιχεία της µελέτης της ICAP (2007) τα προϊόντα που παρουσιάζουν ζήτηση στον κλάδο των βιολογικών είναι οι τοµάτες (50,8%), τα λαχανικά (10%), οι ελιές και το λάδι (8,5%),τα πορτοκάλια, οι πατάτες, το κρασί, οι χυµοί φρούτων και τα ζυµαρικά (3,8%), άλλα φρούτα (2,3%) µήλα και ψωµί (0,8%). Τα προϊόντα αυτά τα προµηθεύονται κυρίως από τα εξειδικευµένα καταστήµατα (µεµονωµένα ή αλυσίδες) 50%, τα super market 45% και τις λαϊκές αγορές βιολογικών προϊόντων 5%. Κύριες κατευθύνσεις Βλέποντας την ζήτηση και συγκρινόµενη µε τους προηγούµενους πίνακες θα παρατηρήσουµε ότι τα προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα ακολουθούν τις κατηγορίες των προϊόντων που επιδοτούνται και όχι αυτές 4
που παρουσιάζουν ζήτηση από τους καταναλωτές. Παράγουµε λοιπόν αυτό που επιδοτείται και όχι αυτό που έχουµε ανάγκη, γεγονός πολύ λυπηρό, αν αναλογιστούµε τόσο τις εισαγωγές που κάνουµε σε προϊόντα που προκειµένου να καλυφθεί η ζήτηση, όσο και το µέλλον αυτών των παραγωγών όταν οι καλλιέργειες αυτές θα σταµατήσουν να επιδοτούνται. Για να µπορέσουν οι σύγχρονοι αγρότες να αντεπεξέλθουν σε αυτή τη κατάσταση θα πρέπει να προχωρήσουν στη σύσταση και λειτουργία καλά οργανωµένων οµάδων παραγωγών και συνεταιρισµών, βιώσιµων και αποτελεσµατικών στην εµπορία. Αυτοί θα πρέπει να λειτουργήσουν ως αυτοδύναµες µονάδες οδηγώντας τα προϊόντα των παραγωγών στην αγορά. Οι κύριες κατευθύνσεις που θα πρέπει να έχουν όλοι οι εµπλεκόµενοι στον κλάδο είναι να κρατήσουν σταθερή τη ποιότητα των παραγόµενων προϊόντων, διασφαλίζοντας έτσι την αξιοπιστία τόσο των προϊόντων τους όσο και της επιχείρησής τους. Συνεπώς δεν θα πρέπει να διαθέτουµε στην αγορά απλά ένα βιολογικό προϊόν αλλά ένα πολύ καλό και υψηλής ποιότητας βιολογικό προϊόν που έχει προσεχθεί σε όλα τα στάδια, από την παραγωγή, µέχρι και την µεταποίηση, τη τυποποίηση και τη θέση που θα έχει στο ράφι του καταστήµατος και στον πάγκο της λαϊκής αγοράς. Επίσης, θα πρέπει να κρατήσουν µια σταθερή τιµή αναλογικά µε το κόστος παραγωγής. Η τιµή θα πρέπει να διαµορφώνεται µε βάση το κόστος και όχι µε βάση την ανάγκη των καταναλωτών. Ο σεβασµός προς τον καταναλωτή είναι βασική προϋπόθεση για έναν επαγγελµατία, ο οποίος εκτιµά τη δουλειά του και το προϊόν το οποίο παράγει. Επίσης η συνέπεια στις εµπορικές µας δραστηριότητες τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο είναι σηµαντικό για έναν επαγγελµατία. Ένα µεγάλο εµπόδιο που συναντούν οι παραγωγοί στις εξαγωγές είναι η αδυναµία τους να καλύψουν τις απαιτούµενες ποσότητες. 5
Προτάσεις Μιλώντας κανείς για το µέλλον του πρωτογενή τοµέα δεν µπορεί παρά να στρέψει τη µατιά του στη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία. Τα βήµατα που θα πρέπει να ακολουθήσουµε είναι η εκπαίδευση των σηµερινών και των εν δυνάµει καταναλωτών. Αυτό θα πρέπει να γίνει τόσο από το Κράτος όσο και από όλους όσους εµπλέκονται στον κλάδο των βιολογικών. Μία καλή πρακτική είναι η ένταξη των βιολογικών προϊόντων σε όλα τα ιδρύµατα και τις δηµόσιες υπηρεσίες, αλλά κυρίως στα νοσοκοµεία και στα σχολεία, µια πετυχηµένη πρακτική που εφαρµόστηκε στην Ιταλία και θα ακούσουµε από επόµενο εισηγητή. Σήµερα που η αγορά είναι µια παγκόσµια υπόθεση και τα προϊόντα µας ανταγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο θα πρέπει όλοι να συνεργούµε ώστε να έχουµε τη δυνατότητα να κάνουµε πράξη την έννοια του παραγωγού επιχειρηµατία. Εκείνου που όχι µόνο θα παράγει ένα καλό προϊόν αλά θα µπορεί ταυτόχρονα να το συσκευάζει, να το τυποποιεί και να το προωθεί µα τα κατάλληλα µέσα και στους κατάλληλους φορείς εµπορίας. Οι προτάσεις αυτές δεν θα βρουν εφαρµογή αν δεν αναγνωρίσουµε όλοι την ανάγκη που υπάρχει και την ευκαιρία που µας δίνεται. 6