ΤΑ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΥΝΟΗΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Χρήστος Βακουφάρης. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος

Σχετικά έγγραφα
Επίσημη ' Εφημερίδα των Εύρωπαϊκών Κοινοτήτων 95 ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

Βασικά Σημεία της Διαμόρφωσης της Εθνικής Πρότασης για τη νέα ΚΑΠ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 26 Απριλίου 2018 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2016

General description of the measure including its intervention logic and contribution to focus areas and cross-cutting objectives

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 12 Μαΐου 2017 (OR. en)

Έρευνα διάρθρωσης γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ΕΙΔΟΣ. Δειγματοληπτική έρευνα / Απογραφική έρευνα

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Στρατηγική για την ελληνική γεωργία και την ύπαιθρο στο πλαίσιο της ΚΓΠ με ορίζοντα το 2020

Εξελίξεις στην αγορά εργασίας

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η πολιτική που αφορά τη δομή της παραγωγικής διαδικασίας και όχι το παραγόμενο γεωργικό προϊόν

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

Αγροτική Κοινωνιολογία

Εξέλιξη των Εσόδων του Προϋπολογισμού της ΕΕ ( )

sep4u.gr Δείκτες εκροών στην εκπαίδευση

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

Η προοπτικές μεταρρύθμισης της ΚΑΠ :

ΚΑΠ Εθνικές Επιλογές

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ το 2003 στην Ελλάδα. Εφαρμογή & Προοπτικές

Οικονομία του Αιγαίου

Νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

«ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΠ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ»

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Του Δημήτρη Λώλη, Γεωπόνου

L 243/32 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσης: Πολυτεμαχισμός γεωργικής γης στην Ελλάδα: γιατί; Κτηματολόγιο, χρήσεις γης, πολιτική γης

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2013

Άρθρα 36 (α) (i) και 37 του Κανονισµού (EΚ) 1698/2005 Άρθρο 64 και σηµείο Παράρτηµα II, του Κανονισµού (ΕΚ) 1974/2006

Υπομέτρο 6.3: Ανάπτυξη μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων Όροι Επιλεξιμότητας Αρχές σχετικά με τον καθορισμό των κριτηρίων επιλογής

Ε.Ε. Αποκλειστικό Πώς, πόσο και γιατί Χαµένοι από την ΚΑΠ του 2013;

-Ερωτ.: Θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα και μετά το 2013 και σε τι ύψος; - Η απάντηση είναι ναι.

Βιολογική προβατοτροφία

Πυλώνας Ι (Κανονισμός 1307/2013): Η νέα αρχιτεκτονική των άμεσων ενισχύσεων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Άρθρα 36 (α) (ii) και 37 του Κανονισµού (EΚ) 1698/2005 Άρθρο 64 και σηµείο Παράρτηµα II του Κανονισµού (ΕΚ) 1974/2006

Δαπάνες Εκπαίδευσης: Μία Συγκριτική Καταγραφή Ανάμεσα σε Ελλάδα και Ευρώπη

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 191/17

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΠΡΑΞΕΩΝ

ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (18)

Η ΚΟΙΝΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΜΗΤΡΟΣ MSC AGRICULTURAL ENG., MSC ENVIRONMENTAL ENG.

Πρόσφατες Εξελίξεις στην Αγροτική Οικονοµία. της Ελλάδος

ΑΔΑ: 4ΑΛΨ46ΨΧΞΧ-Ν ΑΔΑ:

Στρατηγικό Σχέδιο ΚΓΠ:

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου

Ι. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε.

H ΚΓΠ, οι Νέοι γεωργοί και ο Συνεργατισμός - Τρέχουσες ρυθμίσεις και προτάσεις για την επόμενη περίοδο.

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

74, ,4 EΕ 25 = 63,1 % (2004) 10,5 EΕ-25 = 9,2 % (2004) 2,9 17,5 % (1999/2000) 0,13 SI) = 0,18 5 (2003) 82,0 EΕ- 25 = 100

ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ 2002

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

«ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΕΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ» ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Οικονομία. Ενότητα 1: Εισαγωγή

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ Αθήνα & ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΘΕΜΑ: Δείκτης Ανεργίας για το μήνα Νοέμβριο 2012 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27) και της Ευρωζώνης (17) - Στοιχεία της Eurostat

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ»

ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (17) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27) Eurostat - Β τρίμηνο

Ενημερωτικό δελτίο για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης για την Ελλάδα

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 254/73

ΘΕΜΑ: Εργατικό κόστος ανά ώρα εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης (18) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (28) Eurostat. - Β τρίμηνο

Προβατοτροφία (και αιγοτροφία): Πώς μπορεί να ενισχυθεί η παραγωγή και να αυξηθούν τα εισοδήματα

ΘΕΜΑ: Ύψος Φορολογικών συντελεστών στα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. (27) -Πηγή Eurostat -

Βρυξέλλες, E (2011) 3256 τελικό

Βασικές Αρχές Κατανομής

ΚΑΤΩΤΑΤΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ (Επίπεδα τέλους έτους)

ERASMUS Δημοτικό Σχολείο Αγίων Τριμιθιάς Χρίστος Τομάζος Στ 2

Η νέα Κοινή Γεωργική Πολιτική

(4) Πρέπει να καθοριστούν για το 2005 τα δημοσιονομικά. (5) Για λόγους σαφήνειας, είναι σκόπιμο να δημοσιευτούν τα

ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΑΡΙΘ. 8 ΣΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ 2015 ΙΔΙΟΙ ΠΟΡΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ αριθ. 6 ΣΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ 2014 ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΣΟΔΩΝ

Η χωρική διαφοροποίηση της ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα

Ενημερωτικό σημείωμα για τις δράσεις & του μέτρου 11 Βιολογική Γεωργία 2 η Πρόσκληση Έκδοση 5 η :

ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Για την εφαρμογή του προγράμματος οι ακόλουθοι όροι έχουν την αντίστοιχη προσδιοριζόμενη έννοια :

Εισαγωγή : «Eφαρμογή του LEADER στα Κ.Μ»

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0178/12. Τροπολογία. Jacques Colombier, Angelo Ciocca, Olaf Stuger εξ ονόματος της Ομάδας ENF

Κωδικός Υπο- Άρθρο Καν. (ΕΕ) 1305/2013. Κωδικός. Τίτλος Υπο-Δράσης Επενδύσεις για την ίδρυση/ δημιουργία μη γεωργικών δραστηριοτήτων 19 Μ 6.

Έχω την τιµή να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει αντιρρήσεις ως προς το µέτρο αυτό δυνάµει των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης.

ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ

ΠΡΟΣ: ΩΣ Ο ΠΔ ΚΟΙΝ: ΩΣ Ο ΠΔ

ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 11/ 06 /2015 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

LIFE ENVIRONMENT STRYMON

1o Συνέδριο «Η Αγροτική Ανάπτυξη μετά το 2013»

Η εφαρμογή των άμεσων ενισχύσεων ΚΑΠ

Η Κοινή Γεωργική Πολιτική σε αριθμούς

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ

Στατιστικά απασχόλησης στην ΕΕ

Transcript:

ΤΑ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΥΝΟΗΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Χρήστος Βακουφάρης Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος Περίληψη Το μέτρο για τη στήριξη των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών (ΛΕΠ) της ΕΕ αποτελεί το σημαντικότερο χωρικό διαρθρωτικό μέτρο αγροτικής πολιτικής ως σήμερα. Στόχος του είναι η στήριξη των αγροτών και της αγροτικής παραγωγής σε περιοχές στις οποίες η άσκηση της γεωργικής δραστηριότητας είναι δυσχερής λόγω φυσικών μειονεκτημάτων, απειλώντας με τον τρόπο αυτό μακροπρόθεσμα τη διατήρηση της γεωργικής δραστηριότητας και της διαχείρισης του χώρου. Ωστόσο, τριάντα χρόνια μετά την αρχική εφαρμογή του μέτρου, οι επιπτώσεις του σε εθνικό, αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο, δεν είναι ομοιόμορφες και ξεκάθαρες. Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η αποτίμηση των επιπτώσεων της πολιτικής στήριξης των ΛΕΠ στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων των Ελληνικών μειονεκτικών περιοχών. Η αποτίμηση αυτή βασίζεται κυρίως στα στοιχεία των απογραφών γεωργίας και κτηνοτροφίας των ετών 1989-1990 και 1999-2000 και εξετάζει μια σειρά διαρθρωτικών χαρακτηριστικών, που περιλαμβάνουν το μέγεθος και τη δομή των εκμεταλλεύσεων, καθώς και τις μεταβολές τους, σε σύγκριση με τις περιοχές που δεν αποτελούν ΛΕΠ. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι επιπτώσεις στις ΛΕΠ είναι πολύ διαφορετικές, ενώ φαίνεται ότι από το μέτρο ευνοούνται περισσότερο ΛΕΠ που είναι λιγότερο μειονεκτικές σε δομές από άλλες. THE STRUCTURAL CHARACTERISTICS OF THE LESS FAVOURED AREAS OF GREECE Hristos Vakoufaris University of the Aegean, Department of Environmental Studies Abstract The EU Less Favoured Areas (LFAs) Scheme is the most important spatial-structural measure of agricultural policy up to now. Its objective is to support farmers and the agricultural production in areas where farming is difficult due to natural handicaps which threaten the continuation of farming and the management of space. However, thirty years after the initial implementation of the Scheme its impacts at a national and at the Community level are not uniform and clear. This paper deals with the estimation of the consequences of the LFAs support policy to the structural characteristics of the agricultural and livestock holdings of the Greek Less Favoured Areas. This estimation is based on statistical data of the 1989-1990 and 1999-2000 farming and livestock censuses and it examines a series of structural characteristics including the size and structure of the holdings and their change compared to those of the non-lfas. Results indicate that impacts on LFAs are very diverse, while it seems that certain less disadvantaged, as far as their structural characteristics, LFAs are favoured by the Scheme. Λέξεις κλειδιά: Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές (ΛΕΠ), διαρθρωτικά χαρακτηριστικά. Key words: Less Favoured Areas (LFAs), structural characteristics 1. Ορισμός των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών Το παραγωγιστικό (productivist) μοντέλο της γεωργίας που επικράτησε στον Ευρωπαϊκό χώρο μεταπολεμικά είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων διαφορών στην παραγωγικότητα των εδαφών και στα γεωργικά εισοδήματα μεταξύ των γεωργών της ΕΕ, καθώς πολλές περιοχές δε μπόρεσαν να ανταποκριθούν για διάφορους λόγους σε ένα τέτοιο

μοντέλο ανάπτυξης. Φυσικό επακόλουθο ήταν η σταδιακή πληθυσμιακή αποψίλωση των μειονεκτικών αυτών περιοχών. Tα παραπάνω αποτέλεσαν τα αίτια για την εμφάνιση του Σχεδίου για τις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές, το οποίο για πολύ καιρό ήταν το μοναδικό ουσιαστικό διαρθρωτικό μέτρο της αγροτικής πολιτικής της ΕΕ (Dax and Hellegers, 2000). Το Σχέδιο αυτό υιοθετήθηκε το 1975 με την Οδηγία 75/268 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1975) και ο κύριος στόχος του ήταν η επίτευξη της συνέχισης της αγροτικής δραστηριότητας, η διατήρηση ενός ελάχιστου πληθυσμιακού επιπέδου, και η διατήρηση της υπαίθρου μέσω της χορήγησης εξισωτικών αποζημιώσεων στους γεωργούς αυτών των μειονεκτικών περιοχών ως αντιστάθμιση για τις δυσμενείς φυσικές συνθήκες. Το πολιτικό κίνητρο για τη δημιουργία αυτού του Σχεδίου ήταν η προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ το 1973, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ένα εθνικό σύστημα παροχής εξισωτικών αποζημιώσεων για τους κτηνοτρόφους ορεινών περιοχών από το 1946 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1993). Σύμφωνα με το Σχέδιο για τις Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές, οι περιοχές της υπαίθρου δεν κατηγοριοποιούνται απλώς ως ΛΕΠ ή ως μη-λεπ. Τρεις διακριτές κατηγορίες ΛEΠ υπάρχουν: οι ορεινές περιοχές 1, οι άλλες μειονεκτικές περιοχές 2 και οι περιοχές που επηρεάζονται από ειδικά μειονεκτήματα 3. Μεταξύ των τριών αυτών κατηγοριών υπάρχουν πολλές σημαντικές διαφορές. Οι ορεινές περιοχές περιλαμβάνουν περιοχές με ελάχιστο υψόμετρο 600-1000 μέτρα 4, ή περιοχές με μέση κλίση 20%, ή περιοχές με συνδυασμό των παραπάνω παραγόντων (π.χ. ελάχιστο υψόμετρο 600 μέτρα και μέση κλίση 16% για την Ελλάδα). Οι άλλες μειονεκτικές περιοχές περιλαμβάνουν περιοχές που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα 5 (η μέση παραγωγικότητα δεν πρέπει να ξεπερνάει το 80% του εθνικού μέσου όρου, ή από χαμηλά επίπεδα αγροτικού εισοδήματος (μέσο εισόδημα εκμετάλλευσης ανά μονάδα εργασίας μικρότερο από το 80% του εθνικού μέσου όρου), ή από μικρή πληθυσμιακή πυκνότητα (πληθυσμιακή πυκνότητα μικρότερη από 45 κατοίκους/ Km 2 ή ετήσια μείωση τουλάχιστον 2% και επιπλέον το ποσοστό του συνολικού ενεργού πληθυσμού που ασχολείται στη γεωργία πρέπει να είναι τουλάχιστον 50%). Οι περιοχές που επηρεάζονται από άλλα ειδικά μειονεκτήματα περιλαμβάνουν περιοχές που διακρίνονται από μειονεκτήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον ή τη συντήρηση του φυσικού χώρου καθώς και παραλιακές 1 Ορεινές περιοχές είναι εκείνες που χαρακτηρίζονται από σημαντικό περιορισμό των δυνατοτήτων χρησιμοποίησης της γης και από σημαντική αύξηση του κόστους εκμετάλλευσης της λόγω: - της ύπαρξης πολύ δυσχερών κλιματικών συνθηκών εξαιτίας του υψόμετρου, με αποτέλεσμα να επιβραχύνεται σημαντικά η καλλιεργητική περίοδος, - της παρουσίας σε χαμηλότερο υψόμετρο απότομων κλίσεων στο μεγαλύτερο τμήμα της εν λόγω περιοχής, που καθιστούν αδύνατη τη χρήση μηχανημάτων ή απαιτούν τη χρήση πολύ δαπανηρού ειδικού εξοπλισμού, - του συνδυασμού των δύο αυτών παραγόντων, εάν το μειονέκτημα που προκύπτει από τον καθένα εξ αυτών λαμβανόμενο χωριστά, είναι μικρότερης σημασίας, υπό τον όρο ότι από τον συνδυασμό αυτό προκύπτει ισοδύναμο μειονέκτημα. Οι περιοχές που βρίσκονται στα βόρεια του 62 ου παράλληλου και ορισμένες προσκείμενες περιοχές εξομοιώνονται με τις ορεινές περιοχές (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1999, Κανονισμός 1257/99, Άρθρο 18). 2 Άλλες μειονεκτικές περιοχές είναι αυτές που απειλούνται με εγκατάλειψη των χρήσεων γης και στις οποίες η διατήρηση του φυσικού χώρου είναι αναγκαία και οι οποίες πρέπει να αποτελούνται από γεωργικά εδάφη που είναι ομοιογενή από άποψη φυσικών συνθηκών παραγωγής και να παρουσιάζουν όλα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: - ύπαρξη γαιών χαμηλής παραγωγικότητας, δυσχερούς καλλιέργειας, με περιορισμένες δυνατότητες που δεν μπορούν να βελτιωθούν χωρίς υπερβολικό κόστος και που είναι κυρίως κατάλληλες για εκτατική κτηνοτροφία, - λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας του φυσικού περιβάλλοντος, παραγωγή που είναι αισθητά κατώτερη από τον μέσο όρο, σε ότι αφορά στους κύριους δείκτες οικονομικών επιδόσεων στη γεωργία, - μικρό ή συρρικνούμενο πληθυσμό, που εξαρτάται πρωταρχικά από τη γεωργική δραστηριότητα, η επιταχυνόμενη μείωση της οποίας θα έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της περιοχής και τη συνεχιζόμενη κατοίκισή της (Κανονισμός 1257/99, Άρθρο 19). 3 Στις περιοχές που επηρεάζονται από άλλα ειδικά μειονεκτήματα περιλαμβάνονται περιοχές στις οποίες η γεωργική δραστηριότητα θα πρέπει ενδεχομένως και υπό ορισμένους όρους, να συνεχισθεί για τη διατήρηση του φυσικού χώρου και τη διαφύλαξη του τουριστικού δυναμικού της περιοχής ή για την προστασία της παραλιακής ζώνης (Κανονισμός 1257/99, Άρθρο 20). 4 Το ελάχιστο ύψος διαφέρει μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Στην Ισπανία το ελάχιστο υψόμετρο είναι 1000 μέτρα ενώ στην Γερμανία είναι 600 μέτρα. 5 Η παραγωγικότητα των ΛΕΠ είναι περιορισμένη. Το μέσο παραγωγικό δυναμικό είναι περίπου 60% των κανονικών περιοχών και σχεδόν 50% αυτών στις ορεινές περιοχές (Dax and Hellegers, 2000).

περιοχές και νησιά (π.χ. κακή υδρολογική κατάσταση, υπερβολική αλατότητα παραλιακών περιοχών, υψηλό κόστος θαλασσίων μεταφορών, το οποίο υφίσταται η γεωργία ορισμένων νησιών, άλλα εμπόδια που πηγάζουν από το γεγονός ότι τέτοιες περιοχές βρίσκονται σε παραμεθόριες περιοχές ή σε νησιά), όπου η γεωργική δραστηριότητα πρέπει να διατηρηθεί ώστε να διαφυλαχθεί η ύπαιθρος. Ανακεφαλαιώνοντας, υπάρχουν πολλές διαφορές για κάθε μία από τις 3 μορφές ΛΕΠ μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ενώ τα κριτήρια είναι τα ίδια για όλες τις χώρες, υπάρχουν διαφορετικά κατώφλια τα οποία αντικατοπτρίζουν τον ορεινό και λιγότερο ευνοημένο χαρακτήρα καθεμιάς από τις χώρες. 2. Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές στις χώρες της ΕΕ 2.1. Σημασία των ΛΕΠ για τα Κράτη Μέλη Oι ΛΕΠ αποτελούσαν το 33% του ποσοστού της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης το 1975, αλλά το 56% αυτής το 1996. Αυτή η αύξηση οφείλεται αφενός στην αύξηση του ποσοστού των εκτάσεων των ΛΕΠ σε κάθε Κράτος Μέλος (πάντα υπήρχε πίεση από τα Κράτη Μέλη για αύξηση του ποσοστού των ΛΕΠ στην επικράτεια τους 6 (EC, 1997)), αλλά και στην προσχώρηση στην ΕΕ χωρών με μεγάλο ποσοστό τέτοιων εκτάσεων (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) (Dax and Hellegers, 2000). Γίνεται αντιληπτό (Πίνακας 1) πως οι ΛΕΠ έχουν διαφορετική σημασία για τα Κράτη Μέλη της ΕΕ. Η Ελλάδα, η Αυστρία και η Φινλανδία έχουν υψηλό ποσοστό ορεινών ΛΕΠ, ενώ οι περισσότερες υπόλοιπες χώρες διακρίνονται κυρίως από μεγαλύτερα ποσοστά στις δύο άλλες κατηγορίες ΛΕΠ. Πίνακας 1: ΛΕΠ ως ποσοστό της Χρησιμοποιούμενης Γεωργικής Γης (ΧΓΓ) στις χώρες της ΕΕ (1996) Ορεινές περιοχές Περιοχές οι οποίες Άλλες μειονεκτικές επηρεάζονται από άλλα περιοχές ειδικά μειονεκτήματα Σύνολο Έκταση % της ΧΓΓ. Έκταση % της ΧΓΓ. Έκταση % της ΧΓΓ.Έκταση % της ΧΓΓ Βέλγιο - - 273 20 - - 273 20 Δανία - - - - - - 0 0 Γερμανία 336 2 7987 47 199 1 8522 50 Ελλάδα 3914 61 964 15 402 6 5280 82 Ισπανία 7503 28 11343 43 700 3 19546 74 Γαλλία 5284 18 7809 26 804 2 13897 46 Ιρλανδία - - 3456 71 12 0 3468 71 Ιταλία 5218 32 3405 21 218 1 8841 54 Λουξεμβούργο - - 122 96 3 2 125 98 Ολλανδία - - - - 111 6 111 6 Πορτογαλία 1227 31 2056 51 150 4 3433 86 Αυστρία 2047 58 208 6 164 5 2419 69 Φινλανδία 1407 55 536 21 220 9 2164 85 Σουηδία 526 14 1011 28 333 9 1869 51 ΕΕ-15 27462 20 47511 34 3316 2 78288 56 Οι εκτάσεις των ΛΕΠ είναι σε εκτάρια Πηγή: Dax and Hellegers, 2000 2.2. Εφαρμογή του Σχεδίου για τις ΛΕΠ Τα Κράτη Μέλη είχαν μεγάλη ελευθερία κινήσεων στον τρόπο εφαρμογής του Σχεδίου για τις ΛΕΠ. Πέρα από κάποιους γενικούς κανόνες εφαρμογής του Σχεδίου (οι δικαιούχοι έπρεπε να διαθέτουν εκμεταλλεύσεις τουλάχιστον 3 εκτάρια 7 και να συνεχίσουν την άσκηση 6 Π.χ. η έκταση των περιοχών που διακρίνονται από ειδικά φυσικά μειονεκτήματα ενώ αρχικά μπορούσε να αποτελεί το 2,5% της συνολικής έκτασης του κάθε Κράτους Μέλους, έπειτα αυξήθηκε στο 4% (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1997, Κανονισμός 950/97, Άρθρο 25) και αργότερα στο 10% (Κανονισμός 1257/99, Άρθρο 21). 7 Αυτή η ελάχιστη έκταση μειώνεται σε 2 εκτάρια σε ορισμένες περιφέρειες όπως το Mezzogiorno, η Ελλάδα, η Ισπανία και τα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα, σε 1 εκτάριο για την Πορτογαλία και σε 0,5 εκτάρια στις αυτόνομες πορτογαλικές περιφέρειες (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1993).

της γεωργικής δραστηριότητας για τουλάχιστον 5 χρόνια, οι αποζημιώσεις ανά ζωική μονάδα κυμαίνονταν μεταξύ 20,3 και 150, οι αποζημιώσεις σε μη-κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις υπολογίζονταν βάσει της έκτασης, οι αποζημιώσεις δίνονταν εξ ολοκλήρου για τις πρώτες 60 μονάδες ζωικές ή εκτάρια και κατά το ήμισυ στις επόμενες 60, δεν παρεχόταν αποζημίωση μετά το όριο των 120 μονάδων), τα Κράτη Μέλη μπορούσαν να προσαρμόσουν το Σχέδιο ανάλογα με τις χρηματοδοτικές τους δυνατότητες, τις προτεραιότητες τους και τις διαφορετικές αγροτικές τους διαρθρώσεις. Υπήρξε λοιπόν μικρή διαφοροποίηση βάσει της ηλικίας των δικαιούχων, του τύπου των δικαιούχων (κατ επάγγελμα ή όχι γεωργοί), του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων, της πυκνότητας των ζώων, και του επιπέδου των πληρωμών (υψηλότερα επίπεδα πληρωμών στις εξαιρετικά μειονεκτικές περιοχές) (Agra CEAS Consulting, 2003). 2.3. Αποτίμηση των επιπτώσεων του Σχεδίου για τις ΛΕΠ Μία πλήρης αποτίμηση του Σχεδίου για τις ΛΕΠ αναγνωρίζεται πως είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί Ωστόσο, μπορεί να γίνει μία μερική αποτίμηση των θετικών και αρνητικών πτυχών του. Σχεδιάστηκε για να αποτελέσει διαρθρωτικό και όχι τομεακό μέτρο αγροτικής πολιτικής 8, οι στόχοι του αποτελούσαν έναν συνδυασμό οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων, καθώς υπήρξε ένα από τα πρώτα μέτρα που ασχολήθηκαν με τα περιβαλλοντικά επωφελή καλλιεργητικά συστήματα, έστω και έμμεσα (Dax and Hellegers, 2000), ενώ διακρινόταν και από μία χωρική προσέγγιση. Από την άλλη πλευρά, η απορρόφηση των εξισωτικών αποζημιώσεων ήταν μικρότερη στις νότιες χώρες λόγω διαρθρωτικών (εκμεταλλεύσεις μικρότερες από 1 εκτάριο δεν ήταν επιλέξιμες, πληρωμές γινόταν βάσει του αριθμού των ζώων και προς όφελος περιοχών προσανατολισμένων προς την ζωική παραγωγή, εκτάσεις με κτηνοτροφικά φυτά, αμπέλια και σιτάρι αποκλείστηκαν από το Σχέδιο) και πολιτικών διαφορών (διαφορετική κατανομή των πόρων για τις περιοχές του Στόχου 5a μεταξύ των χωρών, μεγαλύτερες πληρωμές ανά δικαιούχο στις βόρειες χώρες), παρόλο που τα επίπεδα συγχρηματοδότησης ήταν υψηλότερα για τις περιοχές των Στόχων 1, 5a και 5b που βρίσκονται κυρίως στο νότο. Έχοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι οι ΛΕΠ στις βόρειες χώρες της ΕΕ συχνά χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη παραγωγικότητα και υψηλότερα εισοδήματα εκμεταλλεύσεων συγκρινόμενες με τις μη-λεπ των νότιων χωρών (EC, 1997), βλέπουμε πως η πολιτική των ΛΕΠ είχε παράδοξα αποτελέσματα καθώς αφενός ευνόησε τις βόρειες χώρες της ΕΕ, αφετέρου τέθηκε θέμα συμβατότητας με την πολιτική της συνοχής. Όσον αφορά σε συγκεκριμένες επιπτώσεις του Σχεδίου πρέπει να αναφερθεί η υποβέλτιστη ή η υπέρογκη αποζημίωση σε ορισμένες περιπτώσεις (Agra CEAS Consulting, 2003), η υπέρογκη αύξηση του αριθμού των ζώων, και κατά συνέπεια η υπερβόσκηση, σε συγκεκριμένες περιοχές της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας (Caraveli, 2000), της Ιρλανδίας και της Σκοτίας (EC, 1997). Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως τα ίδια τα επίσημα όργανα της ΕΕ υποστηρίζουν πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σε συγκεκριμένες ΛΕΠ περιοχές «να μην αναγνωρίζονται πλέον μειονεκτήματα» (European Court of Auditors, 2003, σ. 9) και πως χρειάζεται μία αναθεώρηση της κατηγοριοποίησης των ΛΕΠ. 2.4. Τωρινή κατάσταση της πολιτικής για τις ΛΕΠ Ο Κανονισμός 1257/99 εμπεριέχει θεμελιώδεις αλλαγές για την εφαρμογή του Σχεδίου: - Τα Κράτη Μέλη μπορούν πλέον να επιλέξουν αν θα πραγματοποιήσουν τις πληρωμές του Σχεδίου ή αν θα χρησιμοποιήσουν τους πόρους για άλλους τομείς του Κανονισμού 1257/99, - Οι πληρωμές του Σχεδίου δεν πραγματοποιούνται πλέον βάσει του αριθμού των ζώων αλλά βάσει εκτάσεων, - Οι πληρωμές πρέπει να είναι επαρκείς για την αποζημίωση των υπαρχόντων μειονεκτημάτων με παράλληλη αποφυγή της υπέρ του κανονικού αποζημίωσης, 8 Στην Παράγραφο 2 του Άρθρου 10 της Οδηγίας 75/268 αναφέρεται πως «στις μειονεκτικές γεωργικές περιοχές οι οποίες είναι κατάλληλες για την ανάπτυξη του τουρισμού ή της βιοτεχνίας το καθεστώς ενθάρρυνσης δύναται επίσης να εφαρμόζεται για επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις για σκοπούς τουριστικούς ή βιοτεχνικούς».

- Οι πληρωμές πρέπει να διαφοροποιούνται για να αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των φυσικών μειονεκτημάτων, συγκεκριμένα περιβαλλοντικά προβλήματα και την παραγωγική διάρθρωση, - Πληρωμές μπορούν να πραγματοποιηθούν σε γεωργούς οι οποίοι διακρίνονται από ειδικά κριτήρια που σχετίζονται με κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους για τις ΛΕΠ, - Πληρωμές πραγματοποιούνται μόνο σε γεωργούς οι οποίοι συμμορφώνονται με τις καλές γεωργικές πρακτικές (CJC Consulting, 2003). Δεν είναι ωστόσο εύκολο να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις που έχουν επιφέρει οι αλλαγές αυτές στον περιορισμό ή την επίλυση των προαναφερθέντων προβλημάτων λόγω του περιορισμένου, ως τώρα, χρονικού ορίζοντα εφαρμογής τους. 3. Τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών της Ελλάδας Ο στόχος της πολιτικής των ΛΕΠ στην Ελλάδα 9 είναι η αντιστάθμιση για το χαμένο εισόδημα που οφείλεται σε φυσικά μειονεκτήματα, έτσι ώστε να διατηρηθεί ένα στοιχειώδες αποδεκτό πληθυσμιακό επίπεδο, το οποίο μέσω των γεωργικών δραστηριοτήτων και της συνέχισης της καλλιέργειας της γης συνεισφέρει στη διατήρηση του υπαίθριου τοπίου, στη συντήρηση και στην εξάπλωση των βιώσιμων γεωργικών συστημάτων (CJC Consulting, 2003). Οι Ελληνικές ΛΕΠ καθορίστηκαν με την Οδηγία 81/645 (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1981) με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Σήμερα το 81,6% 10 της έκτασης της χώρας είναι ΛΕΠ: 58,7% είναι ορεινές περιοχές, 19,0% είναι άλλες μειονεκτικές περιοχές και 3,8% είναι περιοχές οι οποίες επηρεάζονται από άλλα ειδικά μειονεκτήματα. Αρκετοί από τους νομούς της χώρας είναι εξολοκλήρου ΛΕΠ. Οι ΛΕΠ περιλαμβάνουν το 61,4% των εκμεταλλεύσεων της χώρας και το 69,5% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης (2000). Όσον αφορά στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των ΛΕΠ, η μέση έκταση τους είναι 51,1 στρέμματα και είναι μεγαλύτερη από τα 33,7 στρέμματα των μη-λεπ (2000). Με την πάροδο του χρόνου υπάρχει μικρή αύξηση και στις μεν και στις δε (τα αντίστοιχα ποσοστά του 1990 ήταν 50,1 και 31,9 στρέμματα αντίστοιχα). Η μέση έκταση των ορεινών περιοχών για το έτος 2000 είναι 46,8 στρέμματα, ενώ 64,3 και 38,2 για τις άλλες δύο κατηγορίες ΛΕΠ (47,2, 60,3 και 36,7 για το έτος 1990 αντίστοιχα). Όσον αφορά στον πολυτεμαχισμό, αυτός είναι μεγαλύτερος στις ΛΕΠ (7,57) από ότι στις κανονικές περιοχές (4,45) (2000) και παρουσιάζει μικρή αύξηση τόσο στις ΛΕΠ (7,16) όσο και στις κανονικές περιοχές (4,09) (1990). Λαμβάνοντας υπόψη τις τρεις κατηγορίες των ΛΕΠ βλέπουμε πως οι πιο πολυτεμαχισμένες είναι οι άλλες μειονεκτικές περιοχές (8,53 το 2000, 7,91 το 1990) και ακολουθούν οι ορεινές περιοχές (7,16 το 2000 και 6,94 το 1990) και οι περιοχές με ειδικά μειονεκτήματα (6,93 το 2000 και 6,22 το 1990). Οι αρδευθείσες εκτάσεις των ΛΕΠ αποτελούν το 21,2% των καλλιεργούμενων εκτάσεων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις κανονικές περιοχές κυμαίνεται στο 59,0% (2000). Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί πως μόνο το 13,9% των καλλιεργούμενων εκτάσεων αρδεύονται στις ορεινές περιοχές, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες μειονεκτικές περιοχές και τις περιοχές με ειδικά μειονεκτήματα είναι 29,2% και 29,4%. Το 24,3% του ενεργού πληθυσμού βρίσκεται στις ΛΕΠ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του γεωργικού πληθυσμού ανέρχεται στο 55,9% (30,6% στις ορεινές περιοχές, 19,8% στις άλλες μειονεκτικές περιοχές και 5,3% στις περιοχές με ειδικά μειονεκτήματα) (2000). Κατά τη δεκαετία 1990-2000 παρουσιάστηκε μείωση 11,5% του γεωργικού πληθυσμού στην χώρα, ενώ η αντίστοιχη μείωση στις ΛΕΠ ήταν 21,4% (22,0% στις ορεινές περιοχές, 21,1% στις άλλες μειονεκτικές περιοχές και 19,3% στις περιοχές με ειδικά μειονεκτήματα). Η μέση έκταση ανά απασχολούμενο στον γεωργικό τομέα είναι μεγαλύτερη στις ΛΕΠ (75,2 στρέμματα/ απασχολούμενο) από ότι στις κανονικές περιοχές (42,0 στρέμματα/ απασχολούμενο για το 2000). Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ορεινές περιοχές, τις άλλες μειονεκτικές περιοχές και τις περιοχές με ειδικά μειονεκτήματα είναι 72,0, 81,3 και 70,3 9 Ο στόχος της πολιτικής για τις ΛΕΠ κάθε Κράτους Μέλους δύναται να διαφέρει εν μέρει. 10 Όλα τα παρακάτω στοιχεία βασίζονται σε επεξεργασία των δεδομένων που περιλαμβάνονται στις απογραφές γεωργίας και κτηνοτροφίας της ΕΣΥΕ των ετών 1989-1990 και 1999-2000.

στρέμματα/ απασχολούμενο. Άρα στις ΛΕΠ γίνεται μεγαλύτερη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής γη και εργασία. Όσον αφορά στο δείκτη των Ζωικών Μονάδων 11 / κτηνοτροφικές εκτάσεις, κυμαίνεται στο 0,39 στις ΛΕΠ και στο 1,23 στις κανονικές περιοχές με σημαντική μείωση για τις ΛΕΠ την δεκαετία 1990-2000 (0,49 το 1990) και μικρή αύξηση για τις κανονικές περιοχές (1,13 το 1990). Αυτός ο δείκτης υποδεικνύει αφενός σημαντικότερη πίεση στις κανονικές περιοχές, αφετέρου μείωση της βοσκητικής πίεσης στις ΛΕΠ, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί κυρίως από την αύξηση των κτηνοτροφικών εκτάσεων στις ΛΕΠ (33,5% αύξηση για τη δεκαετία 1990-2000) και την παράλληλη μικρή μείωση των κτηνοτροφικών εκτάσεων στις κανονικές περιοχές (1,3% μείωση για τη δεκαετία 1990-2000) και όχι από μείωση του αριθμού των ζώων, καθώς οι αριθμοί τόσο των αιγοπροβάτων όσο και των βοοειδών αυξάνονται κατά τη δεκαετία 1990-2000 τόσο στις ΛΕΠ όσο και στις κανονικές περιοχές 12. Στις χρήσεις γης, είναι εμφανής η μεγαλύτερη σημασία των βοσκοτόπων στις ΛΕΠ και των ετησίων καλλιεργειών στις κανονικές περιοχές (Πίνακας 2). Δεν μπορούν ωστόσο να ανιχνευθούν σημαντικές διαφορές όσον αφορά στις δενδρώδεις καλλιέργειες και στα αμπέλια. Η ταξινόμηση όλων των δενδρωδών καλλιεργειών (εντατικών και εκτατικών) σε μία κατηγορία από την ΕΣΥΕ αποκρύπτει τυχόν διαφορές μεταξύ των κανονικών περιοχών και των ΛΕΠ. Εξετάζοντας τις τρεις διαφορετικές κατηγορίες των ΛΕΠ βλέπουμε τον περιορισμό της σημασίας των βοσκοτόπων για τις άλλες μειονεκτικές περιοχές και τις περιοχές οι οποίες επηρεάζονται από άλλα ειδικά μειονεκτήματα με την παράλληλη αύξηση της σημασίας των ετήσιων καλλιεργειών. Πρακτικά αυτό που παρατηρείται είναι πως περνώντας από την πρώτη κατηγορία μειονεκτικών περιοχών (ορεινές) στην τρίτη (περιοχές με ειδικά μειονεκτήματα), οι χρήσεις γης προσομοιάζουν όλο και περισσότερο αυτές των κανονικών περιοχών. Πίνακας 2: Χρήσεις γης στις κανονικές περιοχές και στις ΛΕΠ ως % της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης για το έτος 2000 και τάσεις αυτών σε σχέση με το 1990 Σύνολο Λιγότερο Άλλες Περιοχές με Κανονικές Ορεινές Ευνοημένες μειονεκτικές άλλα ειδικά περιοχές περιοχές Περιοχές περιοχές μειονεκτήματα Ετήσιες καλλιέργειες 52,2 62,1 47,8 28,7 70,3 63,4 Δενδρώδεις καλλιέργειες 25,2 28,6 23,7 29,7 15,3 23,8 Αμπέλια 2,7 2,9 2,6 3,0 1,9 2,7 Βοσκότοποι 16,8 4,3 22,4 34,2 9,9 6,2 Πηγή: Ιδία επεξεργασία Η παραπάνω ανάλυση αν και είναι αποκαλυπτική για τις διαφορές στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μεταξύ των ΛΕΠ και των κανονικών περιοχών, αλλά και μεταξύ των τριών κατηγοριών των ΛΕΠ, δεν επαρκεί για τον προσδιορισμό διαφορών εντός καθεμίας κατηγορίας των ΛΕΠ. Οι διαφορές αυτές είναι πράγματι πολύ σημαντικές (Πίνακας 3). Τα δεδομένα υποδεικνύουν πως δεν αρκεί η κατηγοριοποίηση των ΛΕΠ σε ορεινές, άλλες μειονεκτικές περιοχές και περιοχές με ειδικά μειονεκτήματα. Εντός των κατηγοριών αυτών, και σε συγκεκριμένους νομούς περιλαμβάνονται περιοχές οι οποίες διακρίνονται από διαρθρωτικά χαρακτηριστικά παραπλήσια με αυτά των κανονικών περιοχών. Κάτι τέτοιο όπως προαναφέρθηκε έχει ήδη διατυπωθεί τόσο για τις ΛΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Court of Auditors, 2003) όσο και για τις ΛΕΠ της Ελλάδος (Παπαδόπουλος και Λιαρίκος, 2003). 11 Η Ζωική Μονάδα είναι μία μονάδα ισοδυναμίας που καθορίζεται για τα βασικά είδη ζώων και αντιστοιχεί σε ένα ζώο που καταναλώνει 3000 μονάδες ζωοτροφής ημερησίως. Βάσει του κανονισμού 2328/91, τα βοοειδή άνω των 2 ετών ισοδυναμούν με 1 Ζ.Μ., τα μικρότερα βοοειδή ισοδυναμούν με 0,6 Ζ.Μ., τα πρόβατα και οι αίγες με 0,15 Ζ.Μ. 12 Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί και η πιθανότητα ύπαρξης στατιστικού λάθους καθώς ο υπολογισμός του δείκτη έγινε με απόδοση 1 Ζ.Μ. για το σύνολο των βοοειδών, καθώς η ΕΣΥΕ δεν παρέχει πληροφορίες σε επίπεδο κοινοτήτων για βοοειδή μικρότερα των 2 ετών στα οποία αναλογούν 0,6 Ζ.Μ. /ζώο.

Πίνακας 3: Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των ΛΕΠ έξι νομών της Ελλάδος (2000) Πέλλας Πιερίας Ημαθίας Λέσβου Σάμου Χίου Αρδευθείσες 1 η Κατηγορία ΛΕΠ 64,06 43,49 73,90 2,08 4,53 2,20 εκτάσεις/ 2 η Κατηγορία ΛΕΠ 69,90 20,73 74,72 4,57 - - καλλιεργούμενες 3 η Κατηγορία ΛΕΠ 62,53 37,25-6,09 11,95 15,61 εκτάσεις Κανονικές περιοχές 88,54 53,79 94,66 - - - Μέση έκταση/ απασχολούμενο στον γεωργικό 1 η Κατηγορία ΛΕΠ 29,82 17,91 27,00 122,77 58,72 159,44 2 η Κατηγορία ΛΕΠ 43,82 31,95 35,10 134,77 - - 3 η Κατηγορία ΛΕΠ 36,80 31,63-77,87 59,21 59,92 τομέα Κανονικές περιοχές 30,70 34,39 36,90 - - - 1 η Κατηγορία ΛΕΠ 0,44 0,00 1,11 67,74 22,23 47,92 2 η Κατηγορία ΛΕΠ 0,01 0,00 0,93 36,30 - - 3 η Κατηγορία ΛΕΠ 18,97 0,00-7,05 7,75 5,16 Έκταση Βοσκοτόπων/ καλλιεργούμενη έκταση Κανονικές περιοχές 0,20 0,00 1,80 - - - 1 η Κατηγορία ΛΕΠ 43,17 77,36 30,14 4,14 3,67 4,74 2 η Κατηγορία ΛΕΠ 61,02 90,23 70,10 34,10 - - 3 η Κατηγορία ΛΕΠ 51,43 53,53-1,55 13,83 12,69 Έκταση ετήσιων καλλιεργειών/ καλλιεργούμενη έκταση Κανονικές περιοχές 71,41 88,09 59,08 - - - 1 η Κατηγορία ΛΕΠ 38,48 26,46 17,75 83,51 21,65 39,46 2 η Κατηγορία ΛΕΠ 50,67 40,93 38,72 72,92 - - Μέση έκταση 3 η Κατηγορία ΛΕΠ 36,82 21,59-28,74 16,93 16,79 Κανονικές περιοχές 39,04 41,15 33,26 - - - Πηγή: Ιδία επεξεργασία Αν και δεν υπάρχουν δεδομένα για την παραγωγική δυνατότητα των διαφόρων κατηγοριών των ΛΕΠ σε επίπεδο κοινοτήτων, ωστόσο πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με μετρήσεις της EUROSTAT η παραγωγική δυνατότητα ενός εκταρίου στις ορεινές περιοχές της Ελλάδος είναι 0,78, στις άλλες δύο κατηγορίες μειονεκτικών περιοχών 0,82 και τέλος στις κανονικές περιοχές 1,41 (ο δείκτης υπολογίζεται ως το πηλίκο του Πρότυπου Μικτού Περιθωρίου Κέρδους/ εκτάριο ΧΓΓ (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1993) 13. Ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων των ΛΕΠ που παίρνει την αποζημίωση (Πίνακας 4) μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Αν και δεν είναι σαφές γιατί υπάρχει αυτή η μείωση μία μερική εξήγηση μπορεί να δοθεί από το γεγονός του ότι περιλαμβάνονται στους ετήσιους μέσους όρους καθυστερημένες πληρωμές άλλων ετών (CJC Consulting, 2003). Το αντίστοιχο ποσό της μέσης αποζημίωσης ανά εκμετάλλευση ωστόσο έχει αυξηθεί από 616 το 1994 στα 811 το 2001. Η μέση συνεισφορά της αποζημίωσης στη διαμόρφωση του γεωργικού εισοδήματος κυμαίνεται στο 10% (CJC Consulting, 2003). Η συνεισφορά ωστόσο είναι πολύ μικρότερη στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις (5,1%) από ότι στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις (14,1%). Αυτή η τόσο μεγάλη συνεισφορά στο γεωργικό εισόδημα των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων έχει σαν αποτέλεσμα τα εισοδήματα των αντίστοιχων εκμεταλλεύσεων στις ΛΕΠ της Ελλάδος να είναι κατά 1,7% μεγαλύτερα από αυτά των μη-λεπ (Agra CEAS Consulting, 2003). Πίνακας 4: Αριθμός εκμεταλλεύσεων και μέση αποζημίωση ανά εκμετάλλευση στην Ελλάδα 1994 1995 1996 1997 2000 2001 Αριθμός εκμεταλλεύσεων 190262 180825 169242 166939 131863 109874 Μέση αποζημίωση/ εκμετάλλευση 616 589 606 591 754 811 Πηγή: EC, 2000, CJC Consulting, 2003 4. Συμπεράσματα Από την παραπάνω ανάλυση γίνεται αντιληπτό πως υπάρχουν διάφορα επίπεδα μειονεξίας των ΛΕΠ της Ελλάδος: - Οι ορεινές περιοχές είναι σε κάθε επίπεδο πιο μειονεκτικές συγκρινόμενες με τις άλλες δύο κατηγορίες ΛΕΠ. 13 Το Πρότυπο Μικτό Περιθώριο Κέρδους υπολογίζεται για κάθε προϊόν και για κάθε περιφέρεια και αντιπροσωπεύει τη διαφορά ανάμεσα στην αξία της παραγωγής και τις ειδικές δαπάνες.

- Οι άλλες δύο κατηγορίες ΛΕΠ διακρίνονται από μειονεξία συγκρινόμενες με τις κανονικές περιοχές. Ωστόσο σε συγκεκριμένες περιοχές οι κατηγορίες αυτές των ΛΕΠ διακρίνονται από διαρθρωτικά χαρακτηριστικά παραπλήσια με αυτά των κανονικών περιοχών. - Οι εκμεταλλεύσεις που είναι μικρότερες από δύο εκτάρια δεν μπορούν να συμμετάσχουν στο Σχέδιο για τις ΛΕΠ. - Η συνεισφορά των αποζημιώσεων στη διαμόρφωση των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων είναι πολύ μεγαλύτερη. Κατ αυτή την έννοια οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι πιο ευνοημένες από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. - Υπάρχουν ενδείξεις πως το εισόδημα των δικαιούχων του Σχεδίου για τις ΛΕΠ μπορεί να διαμορφωθεί σε υψηλότερα επίπεδα από αυτό των παραγωγών στις κανονικές περιοχές υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η κατηγοριοποίηση των ΛΕΠ χρειάζεται όντως επανεξέταση. Ο καθορισμός των ΛΕΠ βάσει όχι μόνο φυσικών αλλά και κοινωνικο-οικονομικών χαρακτηριστικών, ο εν μέρει πολιτικός τους χαρακτήρας και η χρησιμοποίηση του Σχεδίου για την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος από την περιοριστική πολιτική των τιμών (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1993) είχαν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της έννοιας των ΛΕΠ. Βιβλιογραφία Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1975: Οδηγία 75/268 του Συμβουλίου της 19 ης Μαίου 1975 περί της ορεινής και ημιορεινής γεωργίας και της γεωργίας σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές. OJL 128, 19/5/75. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1981: Οδηγία 81/645 του Συμβουλίου της 2 ης Ιουλίου 1981 σχετικά με την λίστα των λιγότερο ευνοημένων περιοχών της Κοινότητας, με την έννοια της Οδηγίας 75/268 (Ελλάδα). OLJ 238, 24/8/1981. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1993: Πράσινη Ευρώπη: η στήριξη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Βρυξέλλες. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1997: Κανονισμός 950/97 της 20 ης Μαίου 1997 για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των γεωργικών διαρθρώσεων. OLJ 142, 2/6/1997. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1999: Κανονισμός 1257/99 του Συμβουλίου της 17 ης Μαίου 1999 για τη στήριξη της Αγροτικής Ανάπτυξης από το ΕΓΤΠΕ και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων Κανονισμών. L160/80, 26/6/1999. Παπαδόπουλος Α. και Κ. Λιαρίκος, 2003: Προς ποια αγροτική ανάπτυξη των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών στην Ελλάδα;, εργασία που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές και στρατηγικές ανάπτυξης: οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις και μηχανισμοί ανάπτυξης, Μυτιλήνη, 21-22 Νοεμβρίου 2003. Agra CEAS Consulting, 2003: Ex post evaluation of measures under Regulation (EC) No 950/97 on improving the efficiency of agricultural structures. Final Report for the European Commission Directorate General for Agriculture, EC Directorate General for Agriculture. Caraveli H., 2000: A comparative analysis of intensification and extensification in Mediterranean agriculture: dilemmas for LFAs policy. Journal of Rural Studies, 16, 231-242. CJC Consulting, 2003: The review of area-based Less Favoured Area payments across EU Member States. A Report for the LUPG, Land Use Policy Group. Dax T. and P. Hellegers, 2000: Policies for Less Favoured Areas. Ιn Brouwer F., Lowe P. (Eds), CAP regimes and the European countryside, Wallingford, CABI Publishing, 179-197. European Commission, 1997: Rural Developments, CAP 2000 Working Document. EC Directorate General for Agriculture, Brussels. European Court of Auditors, 2003: Special Report concerning rural development: support for less-favoured areas, together with the Commission s replies, Special Report 4/2003. Official Journal of the EU C151, Vol. 46, 27/06/2003.